Exit Through the Gift Shop: What is art?

Καλημέρα καλημέρα σε όλους.  Παρασκευή επιτέλους και όσον αφορά τα του κινηματογράφου, σίγουρα δε θα έχετε παράπονο, μιας που αυτή την εβδομάδα κυκλοφόρησαν στις αίθουσες, ούτε λίγο, ούτε πολύ, 6-7 ταινίες και μάλιστα, για όλα τα γούστα.  Αν και σας είχα πει οτι από σήμερα θα ξεκινήσουμε μια κριτικούλα σε όσες βγήκαν χθες τη Πέμπτη στις αίθουσες, εντούτοις, θα ξεκινήσουμε με “Holy Motors” της Δευτέρα, και θα συνεχίσουμε έτσι την υπόλοιπη εβδομάδα.  Για σήμερα-περίεργη μέρα για εμένα-αποφάσισα να γράψω και εγώ τη δική μου άποψη/κριτική σχετικά με τη ταινία του Banksy, “Exit Through the Gift Shop” η οποία αποτελεί στην ουσία ένα κωμικό (αλλά και δραματικό όσον αφορά την ουσία του), ντοκιμαντέρ.  Όσοι λοιπόν δε το προλάβατε στις αίθουσες, ψάξτε να το βρείτε γιατί δίνει τη δική του, έμμεση απάντηση απέναντι στο αιώνιο ερώτημα, “τι είναι Τέχνη;”.

To “Exit Through the Gift Shop”, είναι μια ενδιαφέρουσα και ιδιάζουσα περίπτωση ντοκιμαντέρ, γεγονός που οφείλεται στην σταδιακή και τμηματική εναλλαγή του σκηνοθέτη από κάποιον άλλον (και συγκεκριμένα τον γνωστό-άγνωστο αρτίστα του δρόμου, Banksy), τη στιγμή που ο ίδιος ερασιτέχνης κινηματογραφιστής, γίνεται το αντικείμενο αναφοράς της ταινίας.
Πιο συγκεκριμένα, ο εκκεντρικός, Γάλλος Thierry Guetta (γνωστός πλέον στους “καλλιτεχνικούς” κόλπους ως ‘Mr. Brainwash’), ένας wannabe σκηνοθέτης, είχε αποφασίσει να δημιουργήσει μια ταινία, αφιερωμένη στα προσωπικά ινδάλματα του δρόμου και συγκεκριμένα σε όλους εκείνους τους τύπους που είχαν καταφέρει να ανάγουν την “street art” σε-έτσι κι αλλιώς- πραγματική art, κοινωνό ποικίλων μηνυμάτων.  Από τον Invader, ο οποίος αναπαριστά πάνω στους τοίχους τα πλασματάκια από το γνωστό arcade παιχνίδι, τα φαντασματάκια του Pac-Man και ένα σωρό άλλες λιλιπούτειες, αταρίστικες φιγούρες, και τον Borf, με την Big-Brother παρουσία του (πολλοί υποστήριξαν οτι η λέξη Borf, ήταν στην ουσία το ονοματικό ακρωνύμιο ενός φίλου του δημιουργού αυτής της graffiti καμπάνιας, ο οποίος είχε αυτοκτονήσει), μέχρι τον Shepard Fairey, τον διάσημο πλέον δημιουργό του συνθήματος ΟΒΕΥ, και όλων των ανάλογων ποστερο-ειδών που ακολούθησαν του συνθήματος, συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της φάτσας του Barack Obama, o Guetta, προσπαθούσε μανιωδώς να εγκλωβίσει μέσα στην κάμερα-επέκταση χεριού, όλο τον παρεξηγημένο κόσμο της τέχνης του δρόμου, δείχνοντας τα πράγματα όπως ακριβώς είναι: απλά και ξεκάθαρα.

Βέβαια ο φιλόδοξος Thierry, ήθελε να συμπεριλάβει στη ταινία του, και το Ιερό Δισκοπότηρο της street art, τον Banksy, έναν μυστήριο και άγνωστο μέχρι και σήμερα (δεν έχουμε δει ποτέ το πρόσωπό του, καθώς ακόμα και στο ντοκιμαντέρ, η φωνή του είναι αλλοιωμένη και ο ίδιος βυθισμένος μέσα στο σκοτάδι της κουκούλας του) καλλιτέχνη, ο οποίος έχει δημιουργήσει ολόκληρη σχολή μέσω των καθαρά κοινωνικοπολιτικών του μηνυμάτων που παραπέμπουν σε ένα σωρό θέματα.  Η προσκολλημένη θρησκεία, οι συνέπειες του πολέμου, η κατάχρηση της εξουσίας και η διαφθορά, είναι μόλις μερικά από τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται ο σπουδαίος αυτός, δημιουργός του δρόμου, καταφέρνοντας πάντα μέσα από τα έργα του να προκαλεί, να δηλώνει και κάθε φορά, να αυτοπροσδιορίζεται εκ νέου.
Έτσι λοιπόν, και χάρη σε μια ευτυχή σύμπτωση, ο Thierry θα καταφέρει να φιλμάρει τον Banksy εν ώρα δράσης και να μπει έτσι στον φιλικό του κύκλο.
Η αλήθεια είναι πως η ταινία μας θα μπορούσε να σταματάει κάπου εδώ, με την υπόθεση εξαντλημένη, αλλά και εμάς τους θεατές ικανοποιημένους, αφού το ταξίδι σε αυτή την, κακώς περιθωριοποιημένη, τέχνη, θα μας είχε γεμίσει χρώματα, ιδέες και εντυπώσεις.  Παρόλα αυτά, το twist της συνέχειας είναι αυτό που καταφέρνει και απογειώνει το “Exit Through the Gift Shop”, για έναν, βασικό λόγο: τη κάμερα είχε από την αρχή στο χέρι του ο Banksy.  Και τώρα μας αποκαλύπτει τον πραγματικό λόγο για τον οποίο το έκανε αυτό.

Χρήμα, χρήμα και πάλι χρήμα.  Μια λέξη η οποία μοιάζει να πηγαίνει εντελώς κόντρα απέναντι στις νόρμες και τους λόγους για τους οποίους η τέχνη του δρόμου ζει και ανθίζει μέρα με τη μέρα.  Όλοι οι καλλιτέχνες οι οποίοι πέρασαν από τη ταινία του Banksy, ξεκίνησαν θέλοντας κάτι να πουν, κάτι να υποστηρίξουν και προφανώς, να αφυπνίσουν παράλληλα την κοινωνική συνείδηση, σαν άλλοι πρωταγωνιστές της ταινίας του Carpenter, “They Live!”, εκεί οπού εξωγήινοι “ντυμένοι” άνθρωποι, κατευθύνουν υπογείως τη μάζα, μέσα από υποσυνειδησιακά μηνύματα, κρατώντας τους διαρκώς σε μια κατάσταση κατατονικής αποδοχής των πραγμάτων.  Έτσι και εδώ οι πρωταγωνιστές της ταινίας, δεν έχουν ως πρωταρχικό στόχο το κέρδος (παρά το γεγονός οτι αργότερα, πολλά από τα έργα του Banksy πωλήθηκαν-και εξακολουθούν να πωλούνται-σε διάσημες γκαλερί, έναντι πολλών λιρών), αλλά την προσωπική έκφραση και την ανάγκη να δηλώσεις οτι υπάρχεις, μέσω του τρόπου που ξέρεις καλύτερα: δημιουργώντας τέχνη από το πουθενά.
Είτε αυτό λέγεται “παραδοσιακό”, spray caned graffiti, στένσιλ graffiti, sticker art, ή κατασκευές από ποικίλα άλλα υλικά, αυτό που τα παραπάνω νεαρόπαιδα δημιουργούν, μπορεί να χαρακτηριστεί τελικά ως τέχνη;  Είναι δηλαδή το γκράφιτι (και οτι αυτό εκπροσωπεί) μια νέα σελίδα στην πολύχρονη και πολύπαθη Ιστορία της Τέχνης;  Πολλοί θα έλεγαν ναι, άλλοι θα κρατούσαν ουδέτερη στάση, ενώ σίγουρα θα υπήρχαν και αυτοί που θα δήλωναν ξεκάθαρα, οτι το graffiti δεν είναι τέχνη, είναι βανδαλισμός στη καλύτερη περίπτωση (γεγονός δηλαδή που ενισχύεται και από την αντίδραση της κατακρινόμενης από τον Banksy, δημόσιας εξουσίας, απέναντι στους περισσότερους street art δημιουργούς).  Προσωπικά κρατώ θετική στάση απέναντι στο όλο δημιούργημα της “τέχνης του δρόμου”, επειδή προέρχεται νομίζω από μια πολύ ισχυρή βάση, την οποία κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει: είναι μια μορφή τέχνης, που απευθύνεται σε όλους.  Πλούσιοι, μικροαστοί, φτωχοί, νέοι και γέροι, όλοι έχουν τη δυνατότητα να απολαύσουν στην επόμενη γωνία, στον τούβλινο φράχτη και στον τσιμεντένιο τοίχο, μια ιδιαίτερη τέχνη, μια τέχνη τόσο περιορισμένης διάρκειας (αλήθεια, πόσο μπορεί να κρατήσει ένα από αυτά τα έργα, μέχρι να έρθει ο επόμενος που θα βάλει τη δική του σφραγίδα και πάει λέγοντας;), η αξία της οποίας έγκειται ακριβώς σε αυτό: στη πεπερασμένη της διάρκεια, και την free “συμμετοχή” του κοινού.

Ανάμεσα βέβαια σε όλους αυτούς που κάνουν τέχνη για να πουν κάτι, γιατί έτσι θέλουν να εκφραστούν και να εκφράσουν, πάντα θα υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι θα χάσουν το μέτρο, και θα καταλήξουν να είναι και οι ίδιοι χαμένοι.
Κάπως έτσι φαίνεται πως έγινε το πράγμα με τον Thierry Guetta, τον οποίο αναφέραμε και παραπάνω, και ο οποίος υποτίθεται, οτι ήταν ο δημιουργός αυτού του ντοκιμαντέρ.  Όπως λοιπόν προέκυψε στη συνέχεια, ο Banksy δεν ήταν μόνο ο σκηνοθέτης της ταινίας, αλλά και αυτός που κατάφερε να κολλήσει με το γάντι στον τοίχο, τον Guetta και να θέσει τελικά πρώτος το ερώτημα του, “τι είναι Τέχνη”. 
Ακόμα και έτσι βέβαια δεν είμαστε σίγουροι οτι ο επονομαζόμενος πια, Mr. Brainwash, έχει αντιληφθεί το γεγονός οτι ο ίδιος δε μοιάζει να κάνει τέχνη, αλλά περισσότερο να αναπαράγει έργα διαφορετικών καλλιτεχνών, προσθέτοντας μόνο ελάχιστες, φαντασιακές πινελιές, εμπνευσμένες όμως και αυτές ξεκάθαρα από τη pop art και τον Andy Warhol, τα κόκαλα του οποίου μάλλον κάπου θα τρίζουν.
Ξεκινώντας με τις καλύτερες προθέσεις, αλλά καταλήγοντας σαν ένα από τα πολυάριθμα κακέκτυπα της τέχνης (που νομίζουν οτι κάνουν κάτι δημιουργικό, ενώ στην ουσία αναμασούν τη πρωτοποριακή δουλειά άλλων), ο Mr. Barainwash πέρασε στο άλλο στάδιο, αυτό του μαύρου προβάτου, αποκομίζοντας εκατομμύρια δολάρια από την πρώτη του έκθεση, η οποία κράτησε πάνω από δυο μήνες (ενώ ήταν προορισμένο να διαρκέσει για πέντε μέρες) και αυτό, γιατί όταν τα ζεστά δολάρια άρχισαν να γεμίζουν τις τσέπες, ο πάλαι ποτέ ταπεινός σκηνοθετάκος, σήκωσε κεφάλι, και αποφάσισε να περάσει από τα αλώνια στα σαλόνια.  Τι κι αν κανένα από τα έργα δεν ήταν κατασκευασμένο από τον ίδιο (μιας που για την έκθεση κάλεσε μια στρατιά από δημιουργούς, προκειμένου να τους “μεταλαμπαδεύει” τις ιδέες του και εκείνοι να τις μεταφέρουν στο χαρτί ή όπου αλλού), τι κι αν κατέληξε να είναι απεχθής από όλους τους street artists που κάποτε τον άφηναν να καταγράφει τη δουλειά τους;  O Mr. Brainwash έχει γίνει πλέον ένας από τους πιο πετυχημένους(;) αρτίστες, δημιουργώντας μάλιστα και το εξώφυλλο του-πιο pop art πεθαίνεις- album της Madonna, “Celebration”.  Και ερωτώ, ποιος φταίει για το φαινόμενο Mr. Brainwash;  Ποιος φταίει που μια pure τέχνη του δρόμου, κατέληξε να πωλείται σε gallery, με τα κομμάτια να κοστολογούνται κατά τρόπο ξεδιάντροπο, από τον ίδιο τον δημιουργό, όσο θέλει;  Και απαντώ.  Εμείς.

Φαινόμενα ψευτοκουλτούρας υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν ακόμα και στη χώρα μας, και ένα μεγάλο κομμάτι που αναδεικνύει τέτοιου είδους άτομα, σίγουρα προέρχεται από εκεί.
Αν για να μας θεωρήσουν ψαγμένοι οι φίλοι και οι γκόμενοι/ες μας (η κοινωνία γενικώς), επισκεπτόμαστε gallery, εκθέσεις, πολιτιστικά δρώμενα και ένα σωρό άλλα events και δεν αντιλαμβανόμαστε οτι οχι μόνο εμείς φτάνουμε στα όρια του δήθεν, αλλά ίσως και να αναδεικνύουμει έτσι “ταλέντα” που ούτε κατά διάνοια είναι αυτό που δηλώνουν, τότε δε μπορεί, παρά να είμαστε άξιοι της μοίρας μας.  Κάπως έτσι φαίνεται τουλάχιστον το πράγμα να λειτουργεί και στη ταινία, όταν τα πλήθη συρρέουν στην έκθεση, με άλλους να μην έχουν ιδέα τι θα δουν και άλλους να εκθειάζουν αυτό που βλέπουν, λες και δε πρόκειται για μια pop-αρτίζουσα τέχνη που υπάρχει εδώ και πενήντα χρόνια!
Αυτά φαίνεται πως είδε και ο Banksy, και αποφάσισε να μοιραστεί με τους θεατές, τις παγίδες του να θεωρήσε καλλιτέχνης, αλλά και του ποια πλευρά υπηρετείς: την αμιγώς καλλιτεχνική, την αμιγώς χρηματική ή κάτι που να αποτελεί έναν αρμονικό συνδυασμό και των δυο;
Ίσως το μοναδικό φάουλ του Banksy (που να το ήξερε ο Χριστιανός) είναι οτι έδωσε απλά την ώθηση ώστε να δημιουργηθεί το φαινόμενο Mr. Brainwash, από την άποψη οτι ήταν εκείνος που είπε στο τότε φίλο του Thierry, να ασχοληθεί με κάτι άλλο πέρα από τη σκηνοθεσία (στην οποία αναφέρει οτι ήταν εξίσου κακός), βάζοντάς τον εν μέρει στη θέση των ομοίων του.  Ή τουλάχιστον έτσι κατάλαβε ο τρελο-Γάλλος, και έφτασε να βγάζει λεφτά με το τσουβάλι, μέσω μιας μη-τέχνης.
Όπως και να έχει το “Exit Through the Grift Shop” είναι ένα πανέξυπνο σχόλιο πάνω στη σύγχρονη κατάσταση των πραγμάτων, ειλικρινές και καυστικό όσο δε πάει.  Δείτε το και δε θα χάσετε.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι σύντομα θα φτιάξω έναν invader στο δωμάτιό μου, από πολύχρωμα post-its, οτι η εμμονή του Banksy με τα τρωκτικά είναι άκρως ενδιαφέρουσα και οτι ο Mr. Brainwash είναι από τις πιο cult μορφές που έχω δει τελευταία.


No trivia

Ας δούμε και λίγη “δουλειά”

Banksy

Invader

Shepard Fairey

Mr. Brainwash


Rentaneko (a.k.a Rent a Cat): Is a cat the solution to loneliness?

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Καλησπέρα καλησπέρα, από τον βροχερό Πειραιά!  Τι ωραία μέρα και πόσο μ’ αρέσει όταν είναι έτσι σκοτεινή και βροχερή, αλλά να είμαι και σπίτι μου, να τα λέμε αυτά.  Όπως βλέπετε επιστρέψαμε και πάλι σε κινηματογραφικές προτάσεις από το τελευταίο φεστιβάλ της Αθήνας, τις Νύχτες Πρεμιέρας.  Αν και αυτή την εβδομάδα οι αίθουσες θα είναι γεμάτες από πολλές και διαφορετικές ταινιακές επιλογές, προκειμένου να διαλέξετε αυτή που ταιριάζει σε εσάς, εμείς, θα αρχίσουμε να μιλάμε γι’ αυτές από την Παρασκευή και μέχρι την επόμενη εβδομάδα.  Έχετε λοιπόν το νου σας οτι σας περιμένουν το αμιγώς κινηματογραφικό πόνημα του Leos Carax, “Holy Motors” (ταινία για λίγους, αλλά πραγματική πρόκληση για τους πολλούς), το οπτικοακουστικό υπερθέαμα των αδελφών Watchowski, “Cloud Atlas”, το γοτθικό animation του Tim Burton, “Frankenweenie”, αλλά και το σινεφιλικό δημιούργημα του Christian Mungiu, “Beyond the Hills”.  Για πιο ελαφριές καταστάσεις κυκλοφορεί και μια χαλαρή κωμωδία ηλικίας, με τους Meryl Streep και Tommy-Lee Jones, το “Hope Springs”, ενώ κυκλοφορεί και το αριστουργηματικό “Nosferatu” (1922) του μεγάλου F.W Murnau, με αφορμή τη νεο-αναζωογονημένη μας αγάπη, απέναντι στα βαμπίρια.  Σήμερα εντούτοις, θα ασχοληθούμε με ένα ταινιάκι εξ Ιαπωνίας, το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα μια υποτιπώδη Amelie, αλλά και με την εμπλοκή χαριτωμένων, γούνινων τετράποδων: ψιψίνων φυσικά!  Btw, welcome νέε αναγνώστη : )

H Sayoko είναι μια νεαρή, μοναχική κοπέλα που ζει σε κάποια πόλη της Ιαπωνίας, η οποία συνδυάζει κάτι από αστική, κτιριακή διαμόρφωση και παραδοσιακή, ταυτόχρονα, ζωή, δίπλα στις καλαμιές, το ποτάμι και τη νωχελική καλοκαιρινή ατμόσφαιρα της εποχής.
Η πρωταγωνίστρια δεν είναι και το πιο φυσιολογικό άτομο που έχεις δει, καθώς βγάζει τα προς το ζην με έναν ενδιαφέροντα τρόπο: νοικιάζει γάτες σε ανθρώπους!  Η Sayoko όμως φροντίζει τα γατάκια της και δεν τα δίνει όπου κι όπου.  Τα άτομα τα οποία αποφασίζουν να νοικιάσουν μια γατούλα, είναι συνήθως μοναχικά και απογοητευμένα από την ίδια τη ζωή, οπότε θα έλεγε κανείς πως η νεαρή “επιχειρηματίας”, τους προσφέρει μια μορφή μουστακλίδικης ψυχοθεραπείας.  Όταν μάλιστα έπειτα από το πέρας του συμφωνημένου χρόνου ενοικίασης, τα γατάκια γυρνάνε στο σπίτι, ο ψυχαναλυόμενος, έχει συνήθως λύσει το πρόβλημα του (όπως κι αν μεταφράζεται δηλαδή αυτό), με την Sayoko να υποδέχεται στο σπίτι περιχαρής, την κάθε της ψιψίνα.  Παρόλα αυτά, από την αρχή κιόλας της ταινίας, υπάρχει μια βασική αντίφαση πάνω στην οποία φαίνεται πως πατάει έτσι κι αλλιώς το συγκεκριμένο εργάκι: η Sayoko εξακολουθεί να είναι μόνη, παρέα με τις γάτες της, την ίδια στιγμή που όλοι της οι πελάτες, έχουν καταφέρει να κάνουν το επόμενο βήμα στη ζωή τους.  Και εκείνη;  Πότε θα το κάνει;

Αν και όπως έχετε καταλάβει, αρέσκομαι ιδιαίτερα στον ασιατικό κινηματογράφο (παλαιότερο και σύγχρονο), παρόλα αυτά, έχω μια τάση να βλέπω περισσότερο ταινίες νοτιοκορεατών δημιουργών (άντε και κάνα Χονγκ-Κόνγκ) και πολύ λιγότερο Κινέζων ή Ιαπώνων.  Ο λόγος μάλλον πρέπει να αναζητηθεί στον παράφορο “έρωτά” μου για τον Chan-wook Park, γεγονός που πρέπει να ξεπεράσω κάποια στιγμή, ευχαριστώ πάρα πολύ.
Στη προκειμένη περίπτωση για παράδειγμα, το “Rentaneko” είναι σκηνοθετημένο από μια Ιαπωνέζα δημιουργό, την Naoko Ogigami, για τη δουλειά του οποίου δεν έχω τη παραμικρή ιδέα.  Έτσι κι αλλιώς βέβαια, και από ότι είδα, η φιλμογραφία του είναι και από μόνη της περιορισμένη, οπότε δε μπορώ να πω με σιγουριά τι είδους σκηνοθέτρια είναι η κ. Ogigami.  Μπορώ όμως να πω σίγουρα οτι το “Rentaneko” μου θύμισε τελικά πολύ την αγαπητή μου ταινία του Park, “I’m a Cyborg but that’s OK”, κυρίως όσον αφορά τη φαντασιακή αναπαράσταση ορισμένων σκηνών, αλλά και του σοβαρού κοινωνικού μηνύματος που ενυπάρχει μέσα σε αυτές, και που παρά το γεγονός οτι είναι διαφορετικό, εντούτοις είναι πικρά απτό.  Και για εμένα τέτοιου είδους ταινίες που καταφέρνουν να συνδυάζουν μια γλυκόπικρη επίγευση, με δόσεις πραγματικής ζωής, είναι που αποτελούν πραγματικές, ανεξάρτητες παραγωγές, άξιες προσοχής.  Και πιστεύω οτι το “Rentacat” είναι μια τέτοια.

Στο “I’m a Cyborg but that’s OK”, η πρωταγωνίστρια (νεαρή και εκεί), κλείνεται σε ένα ψυχιατρείο, επειδή πιστεύει οτι είναι…cyborg.  Το θέμα μπορεί να φαντάζει χιουμοριστικό, αλλά τελικά δεν είναι, διότι η ψύχωση της Su-jeong την αποτρέπει από το να φάει και τη παραμικρή ποσότητα κανονικού φαγητού, εξαιτίας του φόβου της οτι μπορεί να βραχυκυκλώσει!  Για τον λόγο αυτό η Su, “τρέφεται” μόνο με…μπαταρίες(!), τις οποίες και γλύφει, προκειμένου να επαναφορτιστεί.
Σε τέτοια περίπου μονοπάτια κινείται και η ταινία της Ogigami, αν και εδώ η ηρωίδα δε φαίνεται να διακατέχεται από κάποιον ακραία διαταραγμένο ψυχισμό, ίσως μόνο από κάποιες προσωπικές εμμονές (βλ. γάτες), καθώς και από την αδυναμία της να κοινωνικοποιηθεί.
Ενώ η ταινία του Park, παρουσιάζει με τρόπο γλαφυρό το πρόβλημα ενός (ή και πολλών) διαταραγμένων προσωπικοτήτων που χρίζουν ιατρικής βοήθειας, καταφέρνει να ξεφύγει από τα τετριμμένα, και να δημιουργήσει ένα παραμύθι πάνω στη δύναμη της φιλίας, της αγάπης και της ανάγκης για επικοινωνία, πράγματα δηλαδή που μπορούν να βοηθήσουν καταλυτικά στην αντιμετώπιση ψυχικών νοσημάτων (σε πρώτη βάση τουλάχιστον).  Με απόλυτο σεβασμό απέναντι σε αυτό που θέλει να πει, λειτουργεί και η Ogigami, η οποία μέσα από μια γλυκιά και χαριτωμένη σκοπιά, παρουσιάζει ένα ολοένα και αυξανόμενο πρόβλημα των καιρών μας: τη μοναξιά.  Φροντίζοντας να μη μεταφέρει τη ταινία του στο άλλο άκρο, αυτό δηλαδή του μελοδράματος και της φτηνής συγκίνησης, δημιουργεί ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο τα αντικρουόμενα συναισθήματα και η ανάγκη της προσωπικής απελευθέρωσης, “καίγονται” από την άνευ ανταλλάγματος αυτοθυσία της πρωταγωνίστριας (η Sayoko δίνει, χωρίς να ζητάει τίποτα).

Η ουσία της μοναξιάς και της καθημερινής ρουτίνας, εκφράζεται έξυπνα μέσα από τη σκηνοθεσία, καθώς στην ουσία η δράση της Sayoko επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά μέσα από ένα και μόνο μοτίβο.  Η Sayoko βγαίνει με το καροτσάκι με τις γάτες στον δρόμο, διαλαλεί την ενοικιαζόμενη πραμάτεια της, κάνει τη συμφωνία με το άτομο εκείνο που θα θεωρήσει οτι πληρεί τις προϋποθέσεις της, του νοικιάζει τη γάτα και στη συνέχεια επανέρχεται στο σπίτι, μέχρι τη στιγμή που θα πάρει και πάλι το κατοικίδιό της πίσω (κάτι που γίνεται με μια τρομερή συμπύκνωση χρόνου, που μπορεί να αφήσει πολλούς να αναρωτιούνται αν τελικά τα ζωάκια παραδίδονται στους πελάτες, μόνο για μια ημέρα!).
Γυμνή από ένα υποθεσιακά, ενδιαφέρον story (δεν υπάρχει στην ουσία υπόθεση, το πράγμα εξαντλείται από τη πρώτη ενοικίαση, όπως ακριβώς και εσύ.  Αυτό όμως είναι το ζητούμενο) και βασισμένη αποκλειστικά και μόνο στην αμελί-στικη παρουσία της Mikako Ichikawa, το “Rentaneko” είναι μια ταινία την οποία είναι σίγουρο οτι θα απολαύσεις, αν σου αρέσει δηλαδή αυτό το είδος της quirky, ανεξάρτητης ταινίας. 
Η αλήθεια είναι πως αυτή η καθημερινή λούπα της Sayoko και η επιφανειακή τελικά επαφή της με τους πελάτες της (οι οποίοι με τη σειρά τους βιώνουν τη δική τους μοναξιά και αποτελούν διάφορα μέλη μιας κοινωνίας, από την ηλικιωμένη γυναίκα, και τον παντρεμένο οικογενειάρχη, μέχρι την εξίσου νεαρή εργένισσα), αποτελεί και το ηθικό δίδαγμα του σκηνοθέτη.  Αν δηλαδή κάποιος δεν αντιληφθεί σε πρώτη φάση από μόνος του, το γεγονός οτι έχει ανάγκη από μια συντροφική βοήθεια, τότε είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί λύση σε αυτό που τον ταλανίζει, γιατί απλά δεν έχει ακόμα βρει τι είναι αυτό.  Για παράδειγμα στην ταινία, όλοι αντιλαμβάνονται το πρόβλημα της μοναξιάς τους, γιατί αποφασίζουν να κάνουν κάτι γι’ αυτό και συγκεκριμένα να νοικιάσουν μια γάτα.  Η Sayoko αποτελεί στην ουσία τον μεσάζοντα για τη “θεραπεία” αυτών των ανθρώπων, οχι όμως και για τη δική της, καθώς από εκείνη λείπει η συνειδητοποίηση της κατάστασής της και άρα, η γνώση.  Εκείνοι που την έλαβαν, πέρασαν στο επόμενο στάδιο της ζωής τους.  Οχι όμως και η νεαρή ηρωίδα μας.

Η σκηνοθεσία της Ogigami είναι γεμάτη ζεστά χρώματα και φως, γεγονός που έρχεται κόντρα με την κατά τα άλλα προβληματική καθημερινότητα της Sayoko, αλλά αυτή είναι και η ανάγκη του σκηνοθέτη, να μας παρουσιάσει δηλαδή μια ταυτόχρονα εναλλακτική, αλλά και τόσο πιστά στα προβλήματα των καιρών μας, πραγματικότητα.
Το τοπίο της ταινίας το οποίο παραπέμπει σίγουρα σε μια διαφορετική, χρονική εποχή, προσδίδοντας μια σταλιά αναγκαίας ντεκαντάνς (και κιτς, αν κρίνουμε από το παλαβιάρικο ντύσιμο της πρωταγωνίστριας), βοηθάει στο να δημιουργηθεί το κατάλληλο περιβάλλον, μέσα από το οποίο ο θεατής θα αρχίσει να αναρωτιέται σχετικά με το αν στη τελική, πρόκειται για ένα εντελώς διαφορετικό, χωροχρονικό κομμάτι, μέσα στη φυσιολογική ροή του χρόνου όπως τον ξέρουμε.
Παραπέμποντας την ίδια στιγμή σε κάτι το ονειρικό, αλλά και σε κάτι το καθημερινά επίπονο, το “Rentaneko” ενδύεται το κοστούμι της χιουμοριστικής ταινίας, τη στιγμή που ξεκάθαρα είναι κάτι ολότελα διαφορετικό.  Αξίζει να του ρίξετε μια ματιά αν μη τι άλλο για την όμορφη σκηνοθεσία, τις ζεστές ερμηνείες και την ειλικρίνεια που βγάζει.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο ανανάς είναι σίγουρα μια πρωτότυπη επιλογή για το ιερό/βωμό της γιαγιάς σου, οτι τα ιαπωνέζικα τζιτζίκια ακούγονται το ίδιο, ακόμα και στο Lineage(!!) και οτι η γυναίκα που συνεχώς “της την λέει” από την διπλανό κήπο, δεν είναι γυναίκα.  Είναι κυριούλης, ο οποίος μάλιστα έχει παίξει και σε ταινίες του Park. Χα!

No trivia

Bernie: To be (guilty) or not to be (guilty)?

Καλημέρα σε όλους και καλή εβδομάδα!  Σήμερα θα ξεκινήσουμε τη μέρα μας, με μια ταινία της περασμένης χρονιάς, η οποίο δε νομίζω οτι πήρε και ποτέ διανομή στη χώρα μας.  Με αφορμή λοιπόν μια πολυκινηματογραφική εβδομάδα που θα ζήσουμε από την ερχόμενη Πέμπτη, είπα να δούμε κάτι διαφορετικό, μέχρι τουλάχιστον την παρουσία στο blog ταινιών όπως, τα “Frankenweenie”, “Cloud Atlas”, “Beyond the Hills” και “Holy Motors”.  Και το “Bernie” είναι πραγματικά διαφορετικό, με τον καλύτερο ρόλο στην μέχρι τώρα καριέρα του Jack Black.  Αναμφίβολα.  Για να δούμε λοιπόν.

O Bernie (Jack Black) είναι ένας μυστήριος νεκροθάφτης, ο οποίος φτάνει σε μια μικρή πόλη του Τέξας, προκειμένου να προσφέρει τις, ομολογουμένως, εντυπωσιακές του γνώσεις σχετικά με τον ίδιο τον θάνατο, στο γραφείο τελετών της περιοχής.  Δεν περνάει πολύς καιρός και ο Bernie μετατρέπεται σύντομα στον άνθρωπο για όλες τις δουλειές, τραγουδώντας gospel στις κηδείες των ηλικιωμένων και οχι μόνο, αναλαμβάνοντας τα πάντα γύρω από την περιποίηση του αποθανόντος και της καλύτερης, δυνατής του μετάβασης στον…επουράνιο κόσμο, αλλά και τη παρηγοριά όσων μένουν πίσω, δυνατοί και ακμαίοι.  Χωρίς να δίνει ποτέ στόχο με τη προσωπική του ζωή, αλλά αποτελώντας το κρυφό όνειρο(!) πολλών κοριτσόπουλων της περιοχής, ο Bernie δημιουργεί σιγά σιγά έναν ζώντα μύθο γύρω από το όνομα και το πρόσωπό του, και που όπως όλα δείχνουν είναι πολύ πολύ πραγματικός και καθόλου προσποιητός.  Εξάλλου η κοινωνική προσφορά του, η βοήθεια των κατοίκων σε πάσης φύσεως ζητήματα και ο ειλικρινής, ταπεινός του χαρακτήρας, δεν αφήνουν περιθώριο για ψέματα και “ηθοποιϊλίκια”.  Όλα αυτά βέβαια μέχρι τη στιγμή που αποφασίζει να παρηγορήσει μια ακόμη χήρα, την τσιγκούνα και δύστροπη Marjorie Nugent (Shirley McLaine).  Και τότε τα πράγματα θα πάρουν την κατηφόρα.  Όπως ακριβώς και η ζωή του Bernie ως ελεύθερος άνθρωπος…

O Richard Linklater είναι ένας από τους σκηνοθέτες που θεωρήθηκε ως το νέο αίμα, την εποχή των αμερικάνικων ’90s, γεγονός που φαίνεται ξεκάθαρα από τις πρώιμες ταινίες της καριέρας του.  Όντας παράλληλα, σεναριογράφος, αλλά και ηθοποιός ο Linklater έκανε το μεγάλο μπαμ, όταν το 2005 προτάθηκε για Oscar Καλύτερου Προσαρμοσμένου Σεναρίου, για το indie romance, “Before Sunset”, συνέχεια του ρομαντίζοντος δράματος “Before Sunrise” (1995), με τους Ethan Hawke και Julie Delpy.
Έκτοτε ο Linklater έχει σκηνοθετήσει μερικά ενδιαφέροντα, και διαφορετικού περιεχομένου ταινιάκια, όπως το “Fast Food Nation”, το οποίο πραγματεύεται το γρήγορο φαγητό της εποχής μας, και κάτα πόσο το junk food αποτελεί μια ολοένα αυξανόμενη απειλή τόσο για εμάς, όσο και για το περιβάλλον μας, το “Me and Orson Welles”, μια ταινία που κουβαλάει τη μνήμη ενός νεαρού Welles ο οποίος ανεβάζει στο θέατρο το έργο “Julius Caesar”, καθώς και το animation real αισθητικής, “A Scanner Darkly”, στο οποίο εξερευνά τις παραισθησιογόνες εμπειρίες που δημιουργεί ένα ναρκωτικό του μέλλοντος.
Με ιδιαίτερη σκηνοθεσία, ρεαλιστική και καθαρά αφηγηματική τις περισσότερες φορές, ο Linklater μοιάζει με τον κλασικό, ανεξάρτητο σκηνοθέτη που δημιουργεί ταινιακές καταστάσεις από το υλικό, που άλλοι σκηνοθέτες, θα άφηναν εκτός στις ταινίες τους.  Ένα ημερήσιο ρομάντζο;  Ή μια βραδινή συζήτηση σχετικά με τις επίπονες αναμνήσεις του Λυκείου, στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου (“Tape”, 2001);  Πράγματα άξια για πέταμα, γίνονται εκφραστές μιας ολόκληρης ιστορίας, μιας ολόκληρης ταινίας.  Όπως ακριβώς συμβαίνει δηλαδή και στη περίπτωση του “Bernie”.

Το 1996 στο Carthage του Τέξας, η 81χρονη εκατομμυριούχος, Marjorie, δολοφονήθηκε από τον σύντροφό της, Bernie Tiede, τοπικό νεκροθάφτη και αγαπητό μέλος της κοινότητας, επειδή σύμφωνα με την ομολογία του ίδιου του Tiede, η ηλικιωμένη γυναίκα είχε γίνει αφόρητα πιεστική και τυραννική απέναντί του.  Όπως έλεγε και ο ίδοος, δε τον άφηνε να έχει παρέες, να ασχολείται με τους κοινωφελείς σκοπούς που τόσο πολύ αγαπούσε, και γενικώς, να ζει τη ζωή του ήρεμα και απλά.  Η Marjorie, συνέχιζε, είχε γίνει αυταρχική και μίζερη, θέλοντας πάντα τη προσοχή στραμμένη πάνω της, και κυρίως αυτή του Bernie.
Τόση ώρα θα μπορούσατε να διαβάζετε μια ακόμη περίληψη της ταινίας, και να αναρωτιέστε γιατί στο καλό να κάνω πάλι κάτι τέτοιο.  Για τον απλό λόγο, οτι το συμβάν που μόλις σας περιέγραψα, είναι η πραγματική ιστορία πάνω στην οποία χτίστηκε η ταινία του Linklater.
Αυτό όμως που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο “Bernie”, δεν είναι το γεγονός οτι πρόκειται για ένα ακόμα film που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα ή σε αληθινή ιστορία, αλλά κυρίως ο τρόπος με τον οποίο ο σκηνοθέτης έχει εμπλέξει ιδανικά τη ντοκιμαντερίστικη μορφή, με αυτή της μυθοπλασίας, δημιουργώντας επί της ουσίας ένα τίνι τρόπο, μυθοπλαστικό ντοκιμαντέρ.  Αυτή ακριβώς η σκηνοθετική τεχνική που χρησιμοποιεί εδώ ο Linklater, είναι που κάνει τη ταινία να ξεχωρίζει, και να μην αποτελεί ένα ακόμη αναμάσημα των ίδιων και των ίδιων υποθεσιακών, αλλά και κινηματογραφικών μορφών.

Η ύπαρξη ενός υποτυπώδους, αλλά ξεκάθαρου στυλ ντοκιμαντέρ, δεν είναι κάτι ξένο απέναντι στις μυθοπλαστικές ταινίες, καθώς υπάρχει ένα είδος κινηματογράφου που υπηρετεί πιστά το πάντρεμα της κατασκευασμένης πλοκής, με το original ντοκιμαντέρ: ο πολιτικός κινηματογράφος.
Υπάρχουν δημιουργοί όπως ο Αργεντινός Fernando Solanas, ο οποίος αποτελεί έναν άρτιο τεχνίτη αυτού του ύφους cinema, συρράφοντας μέσα στις ταινίες του κομμάτια από επίκαιρα της κάθε εποχής (επίκαιρα χαρακτηρίζονται τηλεοπτικά κομμάτια από ειδήσεις της κάθε χρονικής περιόδου), και εμπλουτίζοντάς τα παράλληλα με ένα “χ” σενάριο.
Έτσι στο “Bernie”, μπορεί ο Linklater να μην επικεντρώνεται άμεσα σε πολιτικές προεκτάσεις, παρόλα αυτά αφήνει να εννοηθεί μέσα από την πλοκή, οτι ένα κάποιο κοινωνικοπολιτικό μήνυμα σίγουρα ενυπάρχει.  Ο λόγος είναι πως όταν είχε διαπραχθεί η δολοφονία από τον Tiede, όλη η τοπική κοινωνία είχε πάρει το μέρος του!  Ακόμα και όταν ο ίδιος είχε ομολογήσει οχι είχε σκοτώσει τη Nugent εν ψυχρώ, όλοι είχαν ταχθεί υπέρ του, τονίζοντας τη χαρισματική του προσωπικότητα και την καλή του την καρδιά, την ίδια στιγμή που άφηναν να εννοηθεί οτι η Nugent άξιζε στη τελική αυτό που έπαθε, εξαιτίας του κακιασμένου της χαρακτήρα.  Τότε μάλιστα ο Danny Buck (Matthew McConaughey) ο εισαγγελέας της μικρής πόλης, αναγκάστηκε να μεταφέρει την εκδίκαση του κατηγορουμένου σε άλλη περιοχή, εξαιτίας της σαφέστατης πρόθεσης των κατοίκων (και κατ’ επέκταση των όποιων ενόρκων), να αθωώσουν τον Tiede.
Καταφέρνοντας λοιπόν με τρόπο ευρηματικό να συνδυάσει πραγματικά γεγονότα και μαρτυρίες των κατοίκων, με τη μορφή “κουτσομπολίστικης κατασκευής του προφίλ του ήρωα” (οι οποίοι κάτοικοι δεν είναι ηθοποιοί, αλλά οι γείτονες του φυλακισμένου πια Tiede) και με μια σκηνοθεσία που μας ταξιδεύει διαρκώς στο παρελθόν, μέσα από τα ομιλούντα flash back των γνωστών του πρωταγωνιστή, ο σκηνοθέτης πετυχαίνει τελικά τη δημιουργία μιας ταινίας άκρως ενδιαφέρουσας οπτικά, αλλά και ερμηνευτικά, μιας που ο Black δίνει αναμφίβολα τη καλύτερη ερμηνεία του μέχρι τώρα.

Στρουμπουλός, γοητευτικός στα πλήθη, αλλά και μια μια δόση υποβόσκουσας σκοτεινιάς, ο Black, μοιάζει να υποδύεται ιδανικά έναν άνδρα ο οποίος έφτασε στο έγκλημα, χωρίς καν να αντιληφθεί το πως και το γιατί.  Το γεγονός μάλιστα οτι αρκετό καιρό μετά τη δολοφονία, συνέχιζε να εξαπατά κατά κάποιον τρόπο, την κοινωνία, κάνοντας όλους να πιστεύουν οτι η ηλικιωμένη χήρα είχε αποσυρθεί σε κάποιο νοσοκομείο μετά το πρόσφατο “εγκεφαλικό” της, μαρτυρά αν μη τι άλλο μια εξόχως υποκριτική στάση που ταιριάζει ιδανικά με το πλαίσιο δημιουργίας μιας ταινίας, γι’ αυτή την υπόθεση που προκάλεσε αίσθηση.
Ο Black σίγουρα υποδύεται εξαιρετικά τον αληθινό Tiede (στο τέλος της ταινίας μάλιστα υπάρχει και ένα σύντομο video που δείχνει τον ηθοποιό να συζητά μέσα στις φυλακές με τον Bernie), περνώντας από κάθε πιθανή εναλλαγή συναισθήματος και καταφέρνοντας να κρατηθεί αληθινός, ακόμα και με την απουσία της προσωπικής του ελευθερίας.  Δεν είναι τυχαίο εξάλλου το γεγονός, οτι ακόμα και πίσω από τα κάγκελα, ο Bernie, συνέχισε να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα, να βοηθάει δηλαδή τον κόσμο και να φροντίζει για την όσο το δυνατόν πιο ομαλή διαβίωση των τροφίμων, με ποικίλους τρόπους.
Κάπου στη ταινία θα βρείτε μια έντονη αντίφαση ανάμεσα στην ενοχή και την αθωότητα του πρωταγωνιστή, καθώς η ζωή του μέχρι πριν τη μοιραία στιγμή (αλλά και μετά από αυτή), παραπέμπει μόνο σε έναν άνθρωπο απόλυτα ειλικρινή, κοινωνικό και σχεδόν, αγγελικά πλασμένο, με πάντα αγνές προθέσεις και ανάγκη βοήθειας του συνανθρώπου.  Παρόλα αυτά, ο νόμος είναι νόμος, και ενώ θα πιάσετε τους εαυτούς σας να υποστηρίζουν κρυφά τον Bernie, εντούτοις η-ατυχής-δολοφονία μιας γυναίκας, δε γίνεται να περάσει χωρίς την απαραίτητη τιμωρία.  Ακόμα και αν αυτή είναι υπερβολική, βάση του πρότερου βίου του.  Πενήντα χρόνια.  Μια ζωή μέσα στη φυλακή.  Να και το κοινωνικοπολιτικό σχόλιο του σκηνοθέτη.  Κεκαλυμμένο μεν, παρών δε.
Το υποστηρικτικό cast που απαρτίζεται από τους McLaine-McConaughey, είναι το ιδανικό, με την McLaine να είναι η επιτομή της bitch, και ο Matthew επιτέλους ηθοποιός.
Το “Bernie” είναι μια μαύρη κωμωδία που κυλάει σαν νεράκι.  Ιδιαίτερη και εξόχως ερμηνευμένη από τον Black, είναι μια ταινία που πρέπει να δείτε αν αρέσκεστε στα σύγχρονα dramedy.  Με τη καλή την έννοια.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η νοητή ταύτιση του Bernie εδώ, με τη ταινία “Τρελό Σαββατοκύριακο στου Μπέρνι” στην οποία ένας νεκρός περιφέρεται από δυο τύπους σαν να είναι ζωντανός, είναι too good to be true, οτι ο Black έχει λαρύγγι, οχι αστεία και οτι ο ρόλος ζωής του McConaughey είναι αυτός του βλαχο-Τεξανού. 


No trivia

ParaNorman: It’s not easy being one

Alloha guyz!  Σήμερα και μετά από πολύ καιρό, είπα να γράψω το κατιτίς μου και εγώ, για το “Paranorman” το οποίο περίμενα πως και πως να δω.  Και επειδή μάλιστα έχω να βάλω αρκετό καιρό μια πιο ανάλαφρη, animation ταινιούλα στο blog, ε νομίζω το Παρασκευοσαββατοκύριακο, το επιβάλει.  Αν λοιπόν δεν έχετε διάθεση για έξω, ρίξτε μια ματιά σε αυτό το ταινιάκι, και είναι σίγουρο οτι θα περάσετε καλά.  Ξεκινάμε λοιπόν.

O Norman είναι ένα παιδί πολύ διαφορετικό από τους συνομήλικούς του.  Ο λόγος είναι οτι ο Norman έχει τη δυνατότητα να βλέπει τους…νεκρούς, και να επικοινωνεί με τα φαντάσματά τους, σε καθημερινή βάση.  Αυτό έχει φυσικά ως αποτέλεσμα τα παιδιά του σχολείου να τον αντιμετωπίζουν σαν φρικιό, ενώ η ίδια του η οικογένεια να αντιμετωπίζει τη διαφορετικότητά του, ως κάτι για το οποίο πρέπει να ντρέπεται.  Συνεπώς, όπως φαντάζεται κανείς, ο Norman δεν είναι και το πιο κοινωνικό άτομο, καθώς εκτός από τις καθημερινές “επιθέσεις” που δέχεται από τον bully του σχολείου Alvin, οι επαφές του με ανθρώπους είναι στην ουσία μηδενικές.
Μια μέρα, και εντελώς τυχαία ο Norman θα γνωρίσει έναν πιτσιρικά που δέχεται επίσης τις προσβολές του τρομερού Alvin, τον χοντρούλη Neil.  O Neil θα βρει την μεταφυσική επικοινωνία του Norman άκρως ενδιαφέρουσα και θα του ζητήσει να τον φέρει σε επαφή με τον νεκρό του σκύλο, που έχει θαμμένο στην αυλή του σπιτιού του!  Με τα πολλά, τα δυο αγόρια θα γίνουν φίλοι και σύντομα θα μπλέξουν στην πιο “τρομακτική” περιπέτεια, όταν η κατάρα μιας μάγισσας-αξιοθέατο της μικρής πόλης, απειλήσει να κατασπαράξει το Blithe Hollow και όλους τους κατοίκους του.  Τώρα μόνο ο Norman είναι σε θέση να πολεμήσει με τα…ζόμπι και τη κακιασμένη μάγισσα και να σώσει τη πόλη του.  Τα πράγματα όμως δεν είναι πάντα όπως φαίνονται…

Αν το “Paranorman” σου θυμίσει κάπου το “Coraline”, μια ακόμη ολίγον μεταφυσική περιπέτεια με πρωταγωνίστρια εκεί, ένα μικρό κορίτσι, τότε μάθε οτι καλά κάνεις.  Ο λόγος είναι οτι ο σκηνοθέτης του “Coraline”, Chris Butler, ενώνει εδώ τις δυνάμεις του με τον έτερο σκηνοθέτη Sam Fell και δημιουργούν ένα πολύχρωμο, μπαρτονικό σύμπαν το οποίο έχει να σου πει πολλά αν το αφήσεις.  Ιδιαίτερα δηλαδή αν έχεις και εσύ μικρά αδέλφια, ανίψια, ξαδέλφια και πάει λέγοντας, τότε έχεις πετύχει διάνα ένα μιαμισάωρο απολαυστικής και διδακτικής τρομο-χαριτωμενιάς, η οποία σίγουρα θα σε αφήσει με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό σου.  Τώρα τα μικρά μέλη της οικογένειάς σου παίζει: ή θα τρέξουν κλαψουρίζοντας στη μαμά ή αν είναι τόσο bad ass όσο εσύ, θα βρουν το “ParaNorman” ένα εντυπωσιακό συνονθύλευμα χρωμάτων, καταστάσεων, γέλιου και έξυπνων ευτράπελων.  Ναι, ακόμα και αν δεν έχουν ιδέα τι πάει να πει “συνονθύλευμα”.
Βέβαια η επιτυχία της ταινίας (όσον αφορά την καθεαυτή της δημιουργία) ήταν μάλλον αναμενόμενη.  Μπορεί ο Butler να εκτελούσε χρέη story border-ά μέχρι πρότινος, με τη συμμετοχή του σε ταινίες όπως τα “Coraline” και “Corpse Bride”, αλλά το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το “ParaNorman” (το οποίο ταυτίζεται και με τη πρώτη, σεναριογραφική του απόπειρα) αποδεικνύει οτι ξέρει πολύ καλά τι κάνει.  Ακριβώς δηλαδή όπως και ο Fell που μετράει παρουσίες στα “Flushed Away” και “Τhe Tale of Desperaux”.

Η stop-motion τεχνική που χρησιμοποιείται και εδώ, είναι μια από τις πιο απαιτητικές και μπελαλίδικες, σκηνοθετικές διαδικασίες που μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς, και για τον λόγο αυτό το σύνηθες αποτέλεσμα είναι τόσο εντυπωσιακό και παράλληλα τρομακτικό (ιδιαιτέρως όταν ο δημιουργός απαιτεί κάτι τέτοιο).
Η αλήθεια είναι πως τη συγκεκριμένη τεχνική την έχουμε αγαπήσει ήδη από την εποχή που ο Tim Burton άρχισε να κάνει τα πρώτα του βήματα στο stop-motion animation, συνδυάζοντας την κάπως κατακερματισμένη κίνηση των ηρώων προς όφελός του, προσφέροντάς μας μερικά από τα καλύτερα και πιο μακάβρια animation που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια.  Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο το γεγονός πως πιο σύγχρονοι σκηνοθέτες, επιλέγουν να ακολουθούν αυτά τα μπαρτονικά βήματα, χρησιμοποιώντας τα ως μπούσουλα προκειμένου να δημιουργούν εκ νέου, μικρές, τρομακτικές ιστορίες που ανταποκρίνονται όμως τόσο σε μικρότερους, όσο και σε μεγαλύτερους θεατές.  Και αυτό είναι ίσως ένα από τα δυσκολότερα κομμάτια της δουλειάς τους.
Το “ParaNorman” είναι μια κλασική περίπτωση αυτού του είδους ταινίας, το οποίο αφενός προσπαθεί να πατήσει πάνω στην Burton διάσταση, αφετέρου να γίνει αρεστό και σε μικρότερες ηλικίες, κυρίως μέσω του ηθικού του διδάγματος, γεγονός το οποίο παρακολουθούμε κατά κόρον να συμβαίνει στις κλασικές παραγωγές της Disney.  Εδώ όμως επιτυγχάνεται μέσα από την συνηθέστερη μορφή που συναντούμε πλέον στα animation: τον συνδυασμό ελαφρο-horror και διδακτικών στοιχείων.

Ο Norman είναι ένα παιδί της σύγχρονης εποχής, γεμάτο από ζωηρή φαντασία και-γιατί οχι;- μεταφυσικές επαφές με τους νεκρούς (γεγονός βασικά που μοιάζει να λειτουργεί περισσότερο ως βασικός λόγος κοινωνικής απομόνωσης, παρά σαν καθεαυτή, χειροπιαστή πραγματικότητα).  Είναι ένα παιδί το οποίο όπως τόσα άλλα βρίσκονται στο περιθώριο, επειδή διαφέρει από τους υπόλοιπους, και επειδή τα παιδιά έτσι κι αλλιώς είναι σκληρά, είναι ιδανική η τοποθέτησή του εκτός των κοινά αποδεκτών νορμών του σχολείου, εξαιτίας αυτής του της ιδιαιτερότητας.
Το γεγονός αυτό βάζει από τη πρώτη στιγμή σε εγρήγορση τη σκέψη των θεατών, τους οποίους αναγκάζει να ταυτιστούν με τον μικρό πρωταγωνιστή κυρίως επειδή σε κάποια στιγμή της ζωής μας, όλοι τα έχουμε περάσει αυτά.  Το θέμα είναι τι κάναμε, πως αντιδράσαμε και πως τελικά το αντιμετωπίσαμε.  Και αυτή ακριβώς είναι και ολόκληρη η αξία του “ParaNorman: βλέπουμε δηλαδή πως ένα πιτσιρίκι καταφέρνει να γίνει ο μοναδικός local hero που μπορεί να βοηθήσει τη “θεραπεία” της πόλης του, χρησιμοποιώντας την διαφορετικότητά του (αυτή για την οποία όλοι τον κατηγορούν), ως σανίδα σωτηρίας.  Το άγνωστο δεν είναι απαραίτητα κακό και η δακτυλοδεικτούμενη διαφορετικότητα δεν είναι σατανική.  Αντιθέτως, είναι μεγαλόκαρδη.

Η σκηνοθεσία όπως περιμένεις είναι υπέροχα κομικίστικη, με έντονα χρώματα, spooky μουσικές νότες και εξόχως δημιουργημένους χαρακτήρες, εκφραστές της κάθε γενιάς (π.χ η αδελφή του Norman, είναι κλασική teenager, με ροζ πετσετέ φόρμα και σκουλαρίκι στον αφαλό), καθιστώντας έτσι το “ParaNorman”, σκέτη απόλαυση.  Όταν μάλιστα το βλέπεις και μη μεταγλωττισμένο στη original μορφή του, με τις φωνές των Kodi-Smit McPhee, Anna Kendrick, John Goodman, Casey Affleck και Leslie Mann, ε τότε είναι ακόμα καλύτερο.
Έτσι για να ξέρετε πάντως η ταινία κρύβει έναν μεγάλο, σεναριακό άσσο στο μανίκι της, ο οποίος δεν αποκαλύπτεται μέχρι και το τέλος περίπου, όταν όλο το σενάριο μπαίνει τότε στη θέση του και τα πράγματα γίνονται επιτέλους ξεκάθαρα και κατανοητά.
Το “ParaNorman” είναι ένα από τα καλύτερα φετινά animation (και κατά τη γνώμη μου και των τελευταίων ετών), αφού καταφέρνει να απενοχοποιήσει ακόμα περισσότερο το στοιχείο του τρόμου και να το ταιριάξει ιδανικά με ένα σωρό χιουμοριστικές ατάκες και αλλόφρονα ευτράπελα σε ένα διασκεδαστικό, αλλά και αποκαλυπτικό κυνήγι “μαγισσών”.  Δείτε την με τη πρώτη ευκαιρία και είναι σίγουρο οτι θα την ευχαριστηθείτε και εσείς.  Α, και ρίξτε και μια ματιά στους b-movie-στικους τίτλους τέλους.  Είναι χάρμα οφθαλμών!

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι τα gag σε αναφορές κλασικών, horror ταινιών ήταν super (βλ. “Τhe Exorcist” και “Friday the 13th”), οτι η ατάκα του Mitch στο τέλος είναι για εμάς, τα μεγάλα παιδιά και οτι o η μάγισσα κάποιον μου θυμίζει…


No trivia

                

Fa yeung nin wa (a.k.a In the Mood for Love): We won’t be like them

Καλημέρες, καλημέρες!  Τετάρτη σήμερα και από αύριο έχουμε μια ουσιαστικά, νέα ταινία που βγαίνει στις αίθουσες, κι αν μάλιστα δεν είστε fan, καλύτερα να το αφήσετε.  Η Bella, ο Edward και ο Jacob, επιστρέφουν για το τελευταίο μέρος του “The Twilight Saga”, “The Breaking Dawn-Part 2”, κλείνοντας έτσι μια και καλή το όραμα; της συγγραφέως Stephanie Meyer, σχετικά με τη μεταφορά του βαμπιρικού love story της, στον κινηματογράφο.  Αν πάλι δεν είστε και πολύ θερμοί οπαδοί της ελαφριάς βαμπιρολαγνείας, τότε μπορείτε να επισκεφθείτε τον ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟ για μια πολύ καλή δόση “Monsieur Lazhar” ή να πάτε να δείτε τελικά το “The Hunt” που τόσο καιρό σας πρήζω και πιστέψτε με, αξίζει τα λεφτά του.  Στα καθ’ημάς, σήμερα το menu έχει κάτι από Ανατολή στα καλύτερά της (θα μου πείτε και πότε δεν ήταν;).  Το “In the Mood of Love” είναι μια ήπιων τόνων ιστορία αγάπης, με εξαιρετική σκηνοθεσία, υπέροχη ατμόσφαιρα και λιτές, αλλά ταυτόχρονα απόλυτα δυναμικές ερμηνείες.  Μια ταινία που πρέπει να δείτε σίγουρα…

Βρισκόμαστε στο Χόνγκ Κόνγκ του 1962.  Δυο ζευγάρια μετακομίζουν την ίδια στιγμή σε δυο γειτονικά διαμερίσματα, τα οποία (εκείνη την εποχή τουλάχιστον), διέθεταν κοινούς, τη κουζίνα, αλλά και άλλους χώρους.  Αυτομάτως ο σκηνοθέτης καθιστά έντονη τη παρουσία, της όμορφης Mrs. Chan (Maggie Cheung) και του εκλεπτυσμένου Mr. Chow (Tony Leung Chiu Wai), οι οποίοι από την πρώτη στιγμή θα αρχίσουν να αναπτύσσουν έναν ενδιαφέροντα δεσμό, κυρίως μέσα από το βλέμμα.  Όταν οι υποψίες τους, σχετικά με την εξωσυζυγική σχέσει των συζύγων τους (οι οποίοι τα έχουν μπλέξει μεταξύ τους), επιβεβαιωθεί και από τους δυο, τότε το πρωταγωνιστικό μας “ζευγάρι” θα οδηγηθεί στα δικά του ερωτικά μονοπάτια, συνάπτοντας σχέση μεταξύ τους, αλλά με μια διαφορά: η δική τους σχέση είναι οριοθετημένη και ελεγχόμενη.  Ένα ελεγχόμενο πάθος θα έλεγε κανείς.  Και αυτό είναι που στην ουσία θα ορίσει τις ζωές και των δυο για πάντα.

Ο Kar Wai Wong, είναι ένας Κινέζος σκηνοθέτης, με πολλές ταινίες στο ενεργητικό του, οι περισσότερες εκ των οποίων έχουν χαρακτηριστεί ως μικρά αριστουργήματα, κερδίζοντας το ένα βραβείο μετά το άλλο, στα διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ ανά τον κόσμο.  Η αλήθεια είναι βέβαια πως το ” Ιn the Mood for Love”, έχει χαρακτηριστεί από τους περισσότερους, ως η καλύτερη στιγμή της καριέρας του, και οχι τυχαία, καθώς έχει καταφέρει να συνδυάσει τόσο τη φόρμα, όσο και το περιεχόμενο του έργου του, με έναν τρόπο μοναδικό και απόλυτα αισθαντικό.  Στις νεότερές του ταινίες, όπως οι “2046” και “My Blueberry Nights”, ο Wai μοιάζει να έχει απομακρυνθεί από το φορμαλιστιστικό του στοιχείο, επικεντρώνοντας γραφή και σκηνοθεσία, περισσότερο στο περιεχόμενο και το story του film.  Χωρίς να είναι απαραίτητα κακό αυτό, φαίνεται εντούτοις πως έχει χάσει κάπου το στοιχείο εκείνο, που καθιστούσε ταινίες όπως το “In the Mood For Love”, σημειολογικές και αλληγορικές αναπαραστάσεις της ανθρώπινης κατάστασης, μέσα από τα σκηνοθετικά του τεχνάσματα.  Μένει να δούμε αν με τη νέα του ταινία, “The Grandmasters” την οποία οι fan περίμεναν για καιρό, θα μπορέσει να επανακάμψει όσον αφορά το καθαρό κομμάτι της συμβολικής του φόρμας.  Μέχρι τότε, μπορούμε να ασχοληθούμε με τη σημερινή μας ταινία, η οποία είναι τόσο πλούσια καλλιτεχνικά, ώστε η κάθε της σκηνή, η κάθε τοποθέτηση των ηρώων, η κάθε κουβέντα που θα πουν, αποτελεί μέγιστο κοινωνό νοήματος.  Και αυτό είναι πραγματικά “αποκαλυπτικό”.

Η ουσία και η πρωτοτυπία αν θέλετε του “In the Mood for Love”, έγκειται σε δυο, βασικά χαρακτηριστικά του: πρώτον, οτι η γνωριμία των ηρώων γίνεται οχι με το σπάσιμο των κωδικών ηθικής, αλλά με το ακριβώς αντίθετο.  Με το μη σπάσιμο.  Στην ουσία μπορεί να μιλάμε για ένα παράνομο ζευγάρι, το γεγονός όμως οτι δε πατούν ποτέ έξω από την αυστηρά καθορισμένη συμπεριφορά τους, αλλά ζουν έναν έρωτα δικών τους, ασφαλιστικών δικλείδων, δίνει αν μη τι άλλο αμέσως την εικόνα ενός πάθους υπαρκτού, αλλά κεκαλυμμένου.  Το δεύτερο είναι, πως τα πάντα παίζονται μέσω του βλέμματος, και εδώ ο Wai πετυχαίνει διάνα για έναν πολύ απλό λόγο.  Ο ίδιος ο πυρήνας του κινηματογράφου, είναι το βλέμμα.  Συνεπώς η ταινία είναι βγαλμένη μέσα από τις κοινά αποδεκτές νόρμες του σινεμά.
Εξίσου πιστός σε αυτό που κάνει παραμένει και όταν αποφασίζει να προβεί σε ένα κλασικό σπάσιμο, κινηματογραφικού κώδικα, το οποίο για τη Δύση, είναι μάλλον απαγορευτικό.  Σαν γνήσιος ασιάτης όμως, ο Wai, αποφασίζει οτι το “πήδημα του άξονα” (η αλλαγή θέσης της κάμερας από τη μια πλευρά, στην άλλη, η οποία οδηγεί στην οπτική σύγχυση του θεατή) του ταιριάζει, από τη στιγμή μάλιστα που ενδιαφέρεται για την αισθητική του καδραρίσματός του.  Για ακόμη μια φορά, η φόρμα κυριαρχεί.
Εκτός από τη γοητευτική, αλλά και κάπως καταθλιπτική διάσταση που παίρνει στα μάτια μας η εικόνα ενός σκοτεινού Χονγκ Κόνγκ, γεμάτου όμως από πορφυρά χρώματα, ημίφως και βροχή, ο σκηνοθέτης μας καθιστά απλούς παρατηρητές της ιστορίας του, γεγονός που εξυπηρετείται ιδανικά, από την θέση της κάμερας, η οποία λειτουργεί πάντα ως ένα τρίτο πρόσωπο, κινηματογραφώντας τις καταστάσεις, με μάτι ουδέτερο και ξένο.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γεγονός, οτι μέσα στο διαμέρισμα η κάμερα παραμένει σταθερά στον διάδρομο, χωρίς ποτέ να βλέπουμε τα δωμάτια των ηρώων, αλλά ούτε και τους έτερους συζύγους, τους οποίους βλέπουμε μόνο κατακερματισμένους (μια πλάτη, ένα χέρι, μια μέση).  Ο λόγος;  Μα για τον Wai δεν έχει σημασία.  Οτιδήποτε περιττό ή οτιδήποτε υπονοείται, δεν έχει αυτούσιο λόγο ύπαρξης μέσα στη ταινία του.  Το δέσμιο love story έχει τον πρώτο λόγο.

Ο off screen χώρος και η συμπύκνωση του χρόνου, επιτελούν τον δικό τους ρόλο στην ταινία, καθώς ο Wai, απολαμβάνει να μας παρουσιάζει την ιστορία του, μέσα από καθαρά, κινηματογραφικούς τρόπους.  Το off screen (κυρίως ακούμε τους συζύγους να μιλούν, ενώ την ίδια στιγμή βλέπουμε το πρωταγωνιστικό μας ζευγάρι σε πρώτο πλάνο) εξυπηρετεί στην εικαστικότητα της ταινίας, αλλά και στην συμβολική αναπαράσταση της αξίας των βοηθητικών ηρώων.  Οι άπιστοι σύζυγοι δεν χρειάζεται να φανούν ποτέ, επειδή ακριβώς πέρα από την ύφανση του κινήτρου που οδηγεί σιγά σιγά τους ήρωες μας σε μια δική τους σχέση, δεν επιτελούν κανέναν άλλο σκοπό.  Όσο για τη συμπύκνωση του χρόνου, αυτό επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους, από το σβήσιμο της εικόνας, και το εκπληκτικό μοντάζ, μέχρι τις εναλλαγές των ονειρεμένων φορεμάτων της πρωταγωνίστριας (46 στον αριθμό παρακαλώ, αν και δε φορέθηκαν όλα στη ταινία), προσδίδοντας την δική του, εικαστική πινελιά.
Το “In the Mood for Love” είναι τελικά μια ταινία για την μοναξιά, γεγονός που προδίδεται μέσα από το βλέμμα (όπως είπαμε και παραπάνω), τη λουπαριστή, μουσική επένδυση, ακόμα και το slow motion (μια ακόμη φορμαλιστική χρήση μέσα στη ταινία), και γενικώς με τη χρήση καθαρά φιλμικών μέσων.  Ο Wai δεν καταφεύγει σε φτηνούς μελοδραματισμούς προκειμένου να κατανοήσουμε τη φύση του ερωτικού story των πρωταγωνιστών, αλλά αρκείται να μας υπενθυμίσει σε στιγμές οτι η εποχή και η απιστία, δε μπορούν να συμβαδίσουν.  Το τραγικό μιλάει από μόνο του, οι πληροφορίες παραμένουν πίσω από την κουρτίνα και ο θεατής καλείται να τις ανακαλύψει σταδιακά μόνος του.  Και να οδηγηθεί και αυτός στην όποια λύτρωση αποζητούν οι ήρωες.

Οι ερμηνείες των κεντρικών ηρώων πατούν στο mute, και παραμένουν χωρίς τα δακρύβρεχτα ξεσπάσματα, ψύχραιμες και περιεκτικές.  Είναι όμως ταυτόχρονα προσεγμένες μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια.  Από το στήσιμο και την ενδυματολογική τους φροντίδα, μέχρι τους διαλόγους και το βλέμμα, τα πάντα λειτουργούν εξυπηρετικά για το story, αλλά και για την πρόκληση του βαθύτερου συναισθήματος.
Όπως καταλαβαίνετε η σκηνοθεσία είναι υψηλής ποιότητας, με πολλά ακόμη σκηνοθετικά ευρήματα, ένα εκ των οποίων είναι και η ύπαρξη θεατρικών στοιχείων, σε σκηνές κατά τις οποίες το παράνομο ζευγάρι, υποδύεται τους αντίστοιχους συζύγους(!), σε μερικές από τις πιο ευφυείς σκηνές της ταινίας.  Ο Wai έχει τη δυνατότητα σαν άλλος μάγος του κινηματογράφου να σε παρασύρει και να σε μπερδεύει, κάνοντάς σε να πιστέψεις αυτά που ο ίδιος θέλει.  Μέχρι δηλαδή το επόμενο πλάνο οπού αναφωνείς “ααααα, δεν ήταν αυτός”.  Οχι, δεν ήταν.
Αυτό το εύρημα της θεατρικής παράστασης μέσα στην ταινία, είναι που δίνει στην τελική το ζητούμενο twist σε αυτό το love story, πετυχαίνοντας να το ξεχωρίσει από πολλά ακόμη ρομάντζα τα οποία έχουμε δει, και τα οποία πατούν πάνω σε παραδοσιακά, ξενέρωτα μονοπάτια.
Το “In the Mood for Love” είναι μια εξόχως δομημένη ταινία, αν και μοιάζει να προορίζεται περισσότερο για τις πιο σινεφιλίδικες καρδιές.  Παρόλα αυτά, αν της δώσετε μια ευκαιρία, είναι σίγουρο οτι θα σας αποζημιώσει και με το παραπάνω.  Αισθαντικό, επίπονο και τόσο γοητευτικό, είναι ένα film που θα μιλήσει τόσο στη καρδιά, όσο και στο μυαλό σας.  Το ιδανικό δηλαδή.

 Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το τέλος είναι υπέροχο, οτι τα φορέματα επίσης και οτι τώρα περιμένω με αγωνία την καινούρια ταινία του Wai, για να δω αν έχει μεγαλουργήσει και εκεί.

 TRIVIA

  • Η ταινία χρειάστηκε 15 μήνες προκειμένου να ολοκληρωθεί.
  • Το μακιγιάζ και το ντύσιμο της πρωταγωνίστριας χρειαζόταν καθημερινά γύρω στις 5 ώρες!
  • Το νούμερο του δωματίου στο οποίο έμενε ο ήρωας στο ξενοδοχείο είναι 2046.  Η επόμενη δηλαδή ταινία του Wai.
(ΠΗΓΗ IMDB)

Faster, Pussycat! Kill! Kill!: Some girls are bigger than others

Καλημέρα, καλημέρα, καλή εβδομάδα και όλα τα συναφή!  Σήμερα θα ξεκινήσουμε την κριτική μας εβδομάδα, με έναν τρόπο λιγάκι ανορθόδοξο, μιας που θα ασχοληθούμε με μια ταινία από το μακρινό 1965.  Και τι ταινία ε;  Exploitation από τα λίγα.  Το “Faster, Pussycat! Kill! Kill! είναι η επιτομή του film με γρήγορα (και καλά) αυτοκίνητα, βία, ολίγον από σεξ και φυσικά μεγάλα μπούστα.  Αν θέλετε λοιπόν να περάσετε μια άκρως cult βραδιά με φίλους, σας τη συνιστώ ανεπιφύλακτα.

Η ταινία ξεκινάει με ένα κοντινό στους μηρούς και τις γυμνές κοιλιές των τριών πρωταγωνιστριών, οι οποίες φορώντας μικροσκοπικά, στραφταλιζέ μπουστάκια και βρακάκια με χάντρες, χορεύουν φρενιτωδώς σε κάποιο strip club, με ένα σωρό λιγούρια τριγύρω να γλείφονται και να γουρλώνουν να μάτια πεινασμένοι.  Αμέσως μετά η κάμερα κάνει cut, και μας μεταφέρει σε ένα ερημικό τοπίο στη μέση του πουθενά, οπού υπό τους ήχους ενός λάγνου, μουσικού κομματιού καμπαρετζίδικης εμπνεύσεως, βλέπουμε τρία αυτοκίνητα να ρολλάρουν πάνω στον χωματόδρομο, αφήνοντας πίσω τους σκόνη και άπειρη κακία.
Το story θα μπορούσε και να τελειώνει κάπου εδώ, με εμάς να απολαμβάνουμε τα διάφορα ευτράπελα που οι τρεις θανατηφόρες τύπσσες, θα αντιμετώπιζαν στη πορεία τους.  Παρόλα αυτά η υπόθεση εμπλουτίζεται ακόμα περισσότερο.  Όταν στην οθόνη κάνει την εμφάνισή του ένα ζευγαράκι, και η αρχηγός του γκρουπ, η πληθωρική και uber κακιασμένη Varla (Tura Satana), προκαλέσει το αρσενικό για μια mini κόντρα ταχυτήτων, τα πράγματα θα ξεφύγουν από τον έλεγχο και με μια καρατεκιά της, θα τον αφήσει σέκο.  Αποφασίζοντας να απαγάγουν την αρραβωνιαστικιά του θύματος, θα καταλήξουν σε ένα κακοφορμισμένο σπιτάκι, εκεί που ζει έναν ανώμαλος γέρος, με τον προβληματικό στα μυαλά, αλλά υπερτούμπανο, νεαρό γιο του, καθώς και με τον πιο normal ήρωα της ταινίας, τον μεγαλύτερο γιο.  Εκεί η Ιταλίδα Σπεράντζα Βρανά, Rosie (Haji), η μόνο βυζιά και ζωγραφιστό φρύδι, Varla και η crazy girl Ζωή Λάσκαρη, Billie (Lori Williams) θα τα βρουν επιτέλους, σκούρα.  Και καλά θα πάθουν.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας Russ Meyer, ήταν αν μη τι άλλο μια ενδιαφέρουσα περίπτωση δημιουργού, μιας που έμεινε για πάντα πιστός στο είδος του exploitation/sexploitation film, υπηρετώντας το μέχρι και το τέλος της ζωής του, το 2004.
Ο ίδιος είχε ξεκινήσει από νωρίς τη σκηνοθεσία μικρού μήκους ταινιών, κερδίζοντας μάλιστα το ένα βραβείο μετά το άλλο, αν και κάτι μας λέει οτι από τα 15 του, σίγουρα δεν είχε αρχίσει να δείχνει ακόμη τη τεράστια μανία του προς το μεγάλο, γυναικείο στήθος.  Αργότερα, εκτέλεσε χρέη κάμεραμαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ σύντομα άρχισε να εργάζεται ως φωτογράφος στο Playboy, φωτογραφίζοντας μερικά από τα πρώτα “κουνελάκια”.
Λίγο αργότερα ο Meyer γύρισε και την πρώτη του, κινηματογραφική ταινία με τίτλο “The Immoral Mr. Teas”, τη πρώτη soft πορνό ταινία, που έκανε περισσότερο από $1 εκατομμύριο εισπράξεις, καθιερώνοντας μάλλον στη συνείδηση του κοινού, τη παρουσία του Meyer, ως του σκηνοθέτη του exploitation είδους.  Και αν όντως έτσι έγινε, δεν έπεσαν καθόλου έξω.
Έπειτα από τον Mr. Teas, ακολούθησαν ταινίες όπως οι “Lorna” (1964), “Mudhoney” (1965), “Motor Psycho” (1965) και “Faster, Pussycat! Kill! Kill!” (1965), η οποία θεωρείται από τους περισσότερους, ως το αριστούργημά του.  Με αυτή ακριβώς τη ταινία, ολοκλήρωσε και την ‘Gothic’ δημιουργική του περίοδο, την ονομασία της οποίας βάσισε στο ασπρόμαυρο των συγκεκριμένων ταινιών.
Ο Meyer εργάστηκε και για τον κολοσσό, 20th Century Fox, σκηνοθετώντας το “Beyond the Valley of the Dolls” (1970) το οποίο αποτέλεσε μάλιστα, τεράστια εμπορική επιτυχία, πατώντας αυτή τη φορά στα παραδοσιακά του μοτίβα, αλλά υπό τις ευλογίες ενός μεγάλου studio.  Τελικά ο ίδιος αποφάσισε να επιστρέψει λίγο αργότερα στο προσωπικό, camp και ανεξάρτητο στυλ του, γεμάτο από σεξ, βία, επικίνδυνες γυναίκες και μπόλικο ξύλο.

Η ταινία και τελικά η σκηνοθεσία του Russ Meyer είναι εν προκειμένω μια pop art φαντασίωση, και προφανώς αυτός είναι και ο λόγος που η ταινία έχει δημιουργήσει και έχει κρατήσει μέχρι και τις μέρες μας, το απαράμιλλης αισθητικής, cult, αποτέλεσμά της.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός οτι η πρωταγωνίστρια, μαζί με τις φίλες της (μια εκ των οποίων είναι και ερωμένη της, η μελαχρινή Rosie) μοιάζουν με σύγχρονες, super ηρωίδες, αφού αγαπούν τα γρήγορα αυτοκίνητα, είναι αδίστακτες, επικίνδυνα σαγηνευτικές και μπορούν να σε ξεκάνουν με τα ίδια τους τα χέρια.  Σκέψου απλά οτι ηθοποιοί όπως ο Statham ή ο πιο παλιά καραβάνα, Sylvester Stalone, έχουν χτίσει καριέρες ολόκληρες πάνω σε μια αδρεναλινάτη πορεία, γεμάτη άπειρο πιστολίδι, ξύλο με το κιλό και ορδές κακών, που τους εκμηδενίζουν με το πάτημα μιας και μόνο σκανδάλης.  Εδώ τα πράγματα αλλάζουν.  Η γυναίκα είναι αυτή που βγαίνει μπροστά, σκληραγωγημένη μεν, αλλά χωρίς να αποχωρίζεται ποτέ τη υπερ-θηλυκή της διάσταση (το υπερβολικά μεγάλο στήθος δεν ανταποκρίνεται μόνο στους φετιχιστές, ή τους άνδρες γενικώς, που δε μπορούν να κρατήσουν το βλέμμα τους μακριά από ένα πλούσιο μπούστο, αλλά αποτελεί και μια ξεκάθαρη νύξη στην ίδια την ιδέα του φεμινισμού), διεκδικώντας με τον δικό της τρόπο κομμάτι, από τη μερίδα του λεόντος.  Τον ανδροκρατούμενο δηλαδή κόσμο.

Η πρωταγωνίστρια Tura Satana, αποτελούσε μια ιδιάζουσα περίπτωση γυναίκας.  Έχοντας ξεκινήσει από την ηλικία των 13 ετών να εργάζεται ως εξωτική χορεύτρια σε stip clubs, άρχιζε να παίζει από νωρίς σε ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού, υποδυόμενη ως επί το πλείστον την-έτσι κι αλλιώς-πληθωρική τυχοδιώκτη.  Στο “Faster….” η εικόνα της δεν αλλάζει, όπως ακριβώς και το αβυσσαλέο της ντεκολτέ, που νομίζεις οτι ανά πάσα στιγμή θα αφήσει το στήθος της να πεταχτεί έξω και να σου χώσει ένα βυζοσκάμπιλο που θα είναι όλο δικό σου.  Και αν βλέπω χαμογελάκια να σχηματίζονται στο πρόσωπό σας, μάθετε, οτι η αλήθεια δεν απέχει και πολύ από αυτό.
Ο τρόπος με τον οποίο είναι ντυμένη (φουλ του μαύρου) και ο οποίος παραπέμπει σε μέλος συμμορίας, τα αδρά της χαρακτηριστικά, η απουσία χαμόγελου (ή η διαβολική του παρουσία) και το ταυτόχρονα εκφοβιστικό και άγρια γοητευτικό της, μακιγιάζ, όλα δηλώνουν μια προετοιμασμένη φυσιογνωμία που είναι έτοιμη για οποιοδήποτε ρίσκο.  Το ενδιαφέρον εδώ είναι οτι η διάθεση της αρχηγού δεν είναι τόσο να σαγηνεύσει με τα πλούσια ελέη της, αλλά περισσότερο να “ευνουχίσει” σε έναν βαθμό, όποιον άντρα βρίσκεται απέναντί της, με το να μοστράρει από μόνη της και με τρόπο απροκάλυπτο, το στήθος της.  Αν το πάμε δηλαδή και ακόμη πιο μακριά, το γυναικείο στήθος που είναι αιωνίως ταυτισμένο με το Οιδιπόδειο ενός άνδρα, εδώ αλλάζει χρήση και δε γίνεται πλέον θεμιτό για αυτό που είναι, αλλά αποκρουστικό για όλα αυτά που υπονοεί.
Σε καμία περίπτωση ο σκοπός δεν είναι να βγάλουμε από τη μύγα ξύγκι, αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον πως ακόμα και σε b-movie ταινίες όπως αυτή, ενυπάρχουν στοιχεία εποχής και κοινωνικοπολιτικών προεκτάσεων, γεγονός που γίνεται ξεκάθαρο εδώ, με μια δεύτερη ανάγνωση της ταινίας.  Εξάλλου ας μη ξεχνάμε οτι βρισκόμαστε ακόμη στη δεκαετία του ’60, τότε που η έννοια της απελευθέρωσης είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις σε ποικίλους τομείς της καθημερινότητας.  Και τι καλύτερο να κάνεις μια “ελαφριά” ταινία εποχής, που να μιλάει για την “ζουμερή” κατάσταση του ίδιου τότε;

Όσον αφορά τις ερμηνείες μπορείτε φυσικά να μη περιμένετε τίποτα, αφού τα πάντα σε αυτή τη ταινία είναι υπερβολικά και εντελώς στημένα.  Η προφορά της δήθεν Ιταλίδας, η τρέλα της ξανθιάς χαζογκόμενας, ακόμα και ο ρόλος των αρσενικών (που εκ των πραγμάτων βρίσκεται στα Τάρταρα με έναν ηλικιωμένο πατέρα σε καροτσάκι και έναν γιο με διανοητικό πρόβλημα) είναι υποτυπώδης, αν και ο daddy της παρέας παραδίδει μια άκρως πειστική ερμηνεία, κυρίως χάρη στο αλλοπαρμένο, κακόβουλο βλέμμα του που στάζει μισογυνισμό από χιλιόμετρα μακριά.
Η σκηνοθεσία του Meyer είναι αυτή που σε κερδίζει αμέσως εξαιτίας του γρήγορου μοντάζ, της καρτουνίστικης αισθητικής του και των σκηνών όπως αυτές με τις πρωταγωνίστριες μέσα στο αμάξι και καλά να οδηγούν, αλλά τα σύννεφα στο background να παραμένουν ασάλευτα (και το κούνημα να προέρχεται προφανώς από το δύσμοιρο, παραγωγικό team που κουνούσε τα αυτοκίνητα με τα περισσής μανίας).
Το “Faster, Pussycat! Kill! Kill!” είναι μια από αυτές τις ταινίες που βλέπεις για να περάσεις καλά, πραγματική τροφή του inner, καμένου σου nerd, που ζητάει πότε πότε να το ταΐσεις κάτι εντελώς καλτ και απολαυστικά κακοφτιαγμένου.  Μέσα από χιουμοριστικούς, camp διαλόγους, καρατέκα ξυλίκικη έμπνευση, λουπαριστές μουσικές νότες, κακές γυναίκες και μια στοιχειώδη υπόθεση, αλλά και με λίγη τροφή για σκέψη, αυτή η ταινία είναι must see.  Σκέψου απλά τη μνεία που έκανε για χάρη της ο Quentin Tarantino στο “Death Proof” και θα καταλάβεις οτι μιλάμε για ΤΗΝ έμπνευση.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο σωματαράς γιος, μοιάζει αρκετά με μια πιο brutal εκδοχή του Marlon Brando, οτι η σκηνή με τα catfights και τις ιαχές καράτε είναι άπαιχτες και οτι εγώ ένα από τα poster θα το κάνω μπλουζάκι.  Τέλος.


 No trivia

Seven Psycopaths: Guns, mafia and a Shih-Tzu

NEW ARRIVAL

Καλημέρα σε όλους!  Όπως σας είχα πει από την Τετάρτη, αυτή την εβδομάδα είχα βάλει στο μάτι δυο ταινίες, το “The Hunt” και το “Seven Psychopaths”, και το καλό είναι πως και οι δυο αποδείχτηκαν σοφές επιλογές, για τους δικούς της λόγους η καθεμία.  Βλέποντας λοιπόν χθες το βράδυ το “Seven Psycopaths” αντιλήφθηκα δυο πράγματα: καταρχάς, πόσο διαφορετική ήταν η ταινία, σε σχέση με αυτό που φανταζόμουν (με τη καλή έννοια), και κατά δεύτερον, πως μια απλή στη σύλληψή της ιδέα, μπορεί να γίνει η κινητήριος δύναμη, για τη δημιουργία μιας τόσο απολαυστικά οτινανικής προσπάθειας.  Οι ψυχοπαθείς δεν είναι για όλους.  Είναι όμως και οι επτά υπέροχοι (εντάξει ο Colin Farrell οχι και τόσο, μιας που είναι λίγο κομπάρσος, αλλά δε βαριέσαι).  Τι έλεγες λοιπόν για εκείνη την επίσκεψη στον κινηματογράφο;

Ο Μarty (Colin Farrell) είναι ένας νεαρός σεναριογράφος του Hollywood, o οποίος αναζητεί μάταια το next good screenplay, αφού η έμπνευση του μοιάζει να έχει βγάλει φτερά, και να έχει αντικατασταθεί από ένα μπουκάλι, χρυσίζονοτος whiskey.  Και ενώ στύβει το μυαλό του να προχωρήσει την ιστορία του με τίτλο “Seven Psychopaths”, ο αποτυχημένος ηθοποιός φίλος του, Billy (Sam Rockwell), κάνει οτι περνάει από το χέρι του, προκειμένου να τον βοηθήσει και μέσα από τρελές καταστάσεις, να αφυπνίσει την σεναριογραφική του ιδιότητα.  Παράλληλα ο Billy, προκειμένου να βγάλει τα προς το ζειν, αρέσκεται να απαγάγει σκυλιά, μαζί με έναν άλλον φίλο του, τον μυστηριώδη Hans (Christopher Walken).  Και ενώ τα πράγματα μοιάζουν από την αρχή στριμόκωλα, έρχεται να προστεθεί στην ιστορία και ένα αφεντικό της μαφίας, ο σκληροτράχηλος Charlie (Woody Harrelson), ο οποίος χάνει το αξιαγάπητο Shih-Tzu του, επειδή φυσικά ο Billy το απαγάγει.  Αυτό που δε ξέρει βέβαια είναι οτι το αφεντικό του σκυλιού, είναι ένα καραφλό καθίκι, που δεν έχει τον παραμικρό ενδοιασμό να σκοτώσει τον οποιονδήποτε, προκειμένου να πάρει το κατοικίδιό του πίσω.  Και έτσι ξαφνικά οι πρωταγωνιστές, μπλέκουν σε ένα μαφιόζικο κυνηγητό, ιδανικό για story ταινίας.  Και κάπως έτσι το σενάριο του Marty αρχίζει να γράφεται από μόνο του.  Με τη μόνη διαφορά οτι ο Marty και η παρέα του, το ζουν πραγματικά.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας Martin McDonagh, αποτελεί μια από εκείνες τις κλασικές περιπτώσεις σκηνοθετών, που μεταφέρουν στις ταινίες τους, την σύγχρονη κουλτούρα της χώρας τους, καθώς και τις ιδιομορφίες και την ιδιοσυγκρασία των κατοίκων της.  Στη προκειμένη περίπτωση αυτή των Ιρλανδών.  Δεν είναι εξάλλου καθόλου τυχαίο που για ακόμη μια φορά ο Farrell επιλέγεται προκειμένου να υποδυθεί στην ουσία τον…εαυτό του, έναν αλκοολικό, Ιρλανδό δηλαδή, με έφεση στις ωραίες γυναίκες.  Και αν με ρωτήσετε, αυτό είναι και το χαρακτηριστικό του McDonagh, το γεγονός δηλαδή οτι σε όλες του τις ταινίες (οι οποίες ακόμα δεν είναι και πολλές βεβαίως, βεβαίως) φροντίζει να εκχύει δόσεις μαύρου χιούμορ, γεμάτες από τραγικά ευτράπελα, που οι καταστάσεις και οι ήρωες, κάνουν να φαίνονται κωμικά και σπλατερικές στιγμές που σε μια δραματική ταινία ή σε κάποιο horror θα φάνταζαν σοκαριστικές, εδώ όμως φαντάζουν αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου των δικών του παράνομων.
Ο ΜcDonagh είναι “παιδί” των καιρών του, καιροί στους οποίους το χαρακτηριστικό ταραντινίστικο style, έχει γίνει πλέον μανιέρα για πολλούς σκηνοθέτες, με άλλους να το ευλογούν, και άλλους να δικαιολογούν την απουσία πλοκής μέσα από αιμάτινες θάλασσες, κομμένα χειροπόδαρα και λεπιδίστικα ξεντεριάσματα.  Ο McDonagh παίζει ευτυχώς στη πρώτη κατηγορία, αφού ούτε το παρακάνει με τις σαφέστατες παραπομπές στον τρισμέγιστο Tarantino, ούτε όμως χρειάζεται να το κάνει, αρκούμενος σε μια έξυπνη και αποδοτική υπόθεση για τη ταινία του.  Μια ιστορία για μια ιστορία, η οποία παίρνει σάρκα και οστά, με τους χάρτινους πρωταγωνιστές, να αποτελούν επί της ουσίας τους πρωταγωνιστές, τόσο της σεναριακής προσπάθειας του ήρωα, όσο και της ταινιακής δημιουργίας του ΄Αγγλου σκηνοθέτη.  Nice one.

Έχοντας στο ενεργητικό του μόλις δυο μεγάλου μήκους ταινίες, και ένα short story (“Six Shooter”) για το οποίο μάλιστα κέρδισε το 2006 το Oscar, o McDonagh φαίνεται πως σε αυτή, τη νέα του ταινία, παίρνει δάνεια από το εξίσου καλό “In Bruges” του 2008, πακέτο με τον Farrell και δημιουργεί για ακόμη μια φορά, μια μαύρη κωμωδία, είδος που όπως φαίνεται αρέσκεται να σκηνοθετεί.  Και γιατί οχι, αφού είναι πολύ καλός σε αυτό.
Με δικό του σενάριο, ο McDonagh δημιουργεί μια απρόσμενη περιπέτεια, που ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια σου μέσα στην αίθουσα, με έναν τρόπο σταδιακό και ομολογουμένως ευφυές.  Σε πολλούς η προσπάθειά του αυτή, ίσως φέρει στο νου την ταινία του Marc Forster, “Stranger than Fiction”.  Εκεί ο Will Ferell συνειδητοποιεί οτι η ζωή του ολόκληρη, αποτελεί την επίπλαστη ιστορία μιας συγγραφέως, με αποτέλεσμα η αφηγηματική της γραφή, να δημιουργεί τεράστια προβλήματα σε ολόκληρο το φάσμα της κοινωνικής ζωής του πρωταγωνιστή και οχι μόνο.
Κάπως έτσι το μοτίβο της “ιστορίας μέσα σε ιστορία” αποδίδει τα μέγιστα στο “Seven Psychopaths” καταφέρνοντας να υφάνει καταστάσεις και δρώμενα, με τρόπο απρόσμενα ρεαλιστικό.  Παράλληλα η διαμόρφωση των χαρακτήρων επέρχεται μέσα από τη συγγραφή από τους ίδιους, του σεναρίου, όσο βεβαίως και από την συγγραφή του σεναρίου από τον ίδιο τον σκηνοθέτη.  Εξάλλου η προσοχή στη λεπτομέρεια που έχει δοθεί, έτσι ώστε το story του Marty να μη ξεφεύγει από εκείνο του McDonagh, είναι πραγματικά εντυπωσιακό, και δύσκολο στην απόδοση.  Παρόλα αυτά καταφέρνει να γίνει τόσο αναπόσπαστο κομμάτι της κανονικής ταινίας, ώστε αμέσως γίνεσαι κοινωνός της γνώσης, ολόκληρης της υπόθεσης, χωρίς όμως να είσαι και σίγουρος σχετικά με το πως θα τελειώσει τέλος πάντων αυτό το καλογραμμένο αστείο.  Και στη τελική, για να μη μπερδεύεσαι, κράτα στο μυαλό σου οτι το “Seven Psychopaths” είναι μια διαδραστική ταινία, καθώς βλέπεις πως επί της ουσίας το σενάριο του McDonagh, ταυτίζεται με αυτό του ήρωα-Marty, πιάνονται χεράκι-χεράκι και προχωρούν μαζί.  Κυριολεκτικά.

Η εμπλοκή όλων αυτών των ευτραπελικών ηρώων, δίνει τις απαραίτητες χιουμοριστικές δόσεις, προκειμένου η ταινία να περάσει σε ένα άλλο επίπεδο, αυτό της καθαρά μαύρης κωμωδίας.  Ο χαρακτήρας του Marty αναπτύσσεται μέχρι ενός σημείου μόνο, και η αλήθεια είναι πως ο Farrell αδυνατεί να αντεπεξέλθει πλήρως, κυρίως εξαιτίας της φυσικής του-όπως το βλέπω εγώ τουλάχιστον-αδυναμίας να υποδυθεί.  Οχι δηλαδή οτι το στυλ “κακό παιδί που μπεκροπίνει”, δεν αποδίδει, το γεγονός όμως οτι δίπλα από τον Farrell βρίσκεται κάθε φορά ένα μπουκάλι αλκοόλ, μου δίνει να καταλάβω οτι σε ένα βαθμό ο σκηνοθέτης, θέλει από εμένα να μην είμαι σκληρή με τον Ιρλανδό γόη, και να αποδώσω ένα αδιάφορο παίξιμο, στο γεγονός οτι υποδύεται πάντα τον αλκοολικό.  Και εδώ μια απ’τα ίδια είναι, αλλά ευτυχώς τη κατάσταση σώζουν όλοι οι υπόλοιποι.
Ο Sam Rockwell για παράδειγμα, είναι αυτός που κερδίζει τις εντυπώσεις, χάρη στον εντελώς ψυχωτικό του χαρακτήρα.  Νευρωτικός, εκφραστικός και με τις καλύτερες ατάκες, είναι σίγουρα αυτός που ξεχωρίζει, και αν με ρωτάτε, καιρός ήταν, έπειτα από τη παρουσία του σε αρκετές μέτριες παραγωγές.  Φυσικά, δε πρέπει να ξεχνάμε και τον πάντα ιδιαίτερο, Woody Harrelson, ο οποίος βρίσκεται στα παραδοσιακά του λημέρια, αυτά των τρελαμένων αφεντικών της μαφίας, δίνοντας για ακόμη μια φορά μια απολαυστική ερμηνεία.  Ενδεχομένως η πιο “όμορφη” παρουσία έρχεται από τον Walken, ο οποίος αποτελεί και τον μοναδικό ήρωα με ένα συμπαγές παρελθόν, που δικαιολογεί απόλυτα τη παρουσία του μέσα στην ταινία, ενώ ευχάριστη είναι και η παρουσία-έκπληξη του υπέροχου Tom Waits, ο οποίος βάζει το δικό του λιθαράκι στο στήσιμο αυτής της τρελιάρικης ταινίας.  Guest star το αξιολάτρευτο Shih-Tzu, το οποίο δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας.  Κορυφαία στιγμή, η αγέρωχη και ατάραχη παρουσία του, σε μια τίγκα στους πυροβολισμούς, σκηνή.  Απλά, όλα τα λεφτά..

Εκτός από τη σκηνοθεσία που έχει ένα κάποιο ενδιαφέρον (κυρίως εξαιτίας των περιοχών των γυρισμάτων, όπως η αμερικανική έρημος), και οι ερμηνείες ταιριάζουν γάντι σε αυτή τη buddy comedy, που τζαμάρει με πυροβολισμούς, far fetched κίνητρα, ωραίες ατάκες. και μια γενικότερη διάθεση για παραβατική, τρελιάρικη ζωή.
To “Seven Psychopaths” είναι μια διασκεδαστική ταινία που μπορείς να δεις με τους κολλητούς ή τη κοπέλα σου/αγόρι σου στο σινεμαδάκι, και να περάσεις κι εσύ μια fun βραδιά.  Δε χρειάζεται να βλέπουμε συνέχεια σινεφιλίδικα ταινιάκια.  Μερικές φορές, είναι απαραίτητη μια τέτοια ταινία, για να σκάσει και λίγο το χειλάκι σου.  Τι μερικές δηλαδή, αυτό έχει γίνει πλέον απαραίτητο.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η σεκάνς στο νεκροταφείο είναι άψογη, οτι κρίμα στην Όλγα και οτι ο Jodiac είναι νεκρός.  Ναι, όπως τ’ ακούς.


No trivia

The Hunt (a.k.a Jagten): The seed of hate is planted…

NEW ARRIVAL (από 8 Νοεμβρίου στις αίθουσες)

Γεια σας, γεια σας και πάλι.  Το menu σήμερα έχει μια ταινία που μας έρχεται από το πάλαι ποτέ παιδί του Δόγματος 95, Thomas Vinterberg.  Το “The Hunt” είναι ένα σκληρό και ωμό δράμα, όπως αυτό εκτυλίσεται σε μια ήσυχη πόλη της Δανίας και σίγουρα αποτελεί τη μια εκ των δυο καλύτερων ταινιών που μπορείς να παρακολουθήσεις αυτή την εβδομάδα.  Η δεύτερη είναι το “Seven Psychopaths”, μια θεόμουρλη κωμωδία, με ένα cast διαλεχτό και τρομερό (βλ. Woody Harrelson, Sam Rockwell, Christopher Walken, Tom Waits κ.α).  Για τους Ψυχοπαθείς, θα μιλήσουμε από Παρασκευή και μετά, μιας που τώρα είναι ώρα για “Το Κυνήγι”.  Και τι κυνήγι…

Ο Lucas (Mads Mikkelsen) είναι ένας φιλήσυχος άνδρας, που ζει μόνος του, σε μια μικρή πόλη, κάπου στη Δανία.  Εκεί, όλοι είναι γνωστοί και φίλοι μεταξύ τους.  Οι σύζυγοι μαζεύονται για ανδροκρατούμενες νύχτες, παρέα με μπύρες, τραγούδια και κυνήγι ελαφιού στο δάσος, ενώ οι γυναίκες πλάθουν κουλουράκια, μαγειρεύουν, φροντίζουν τα παιδιά, και προσδίδουν στο σπιτικό, ζεστασιά και θαλπωρή.  Εν ολίγοις όλα είναι υπέροχα, και η ζωή κυλάει όμορφα σε αυτή την παρεϊστικη κοινότητα.  Όλα αυτά, μέχρι τη στιγμή, που ένα παιδικό ψέμα, θα μετατρέψει τους κατοίκους, σε σαρκοβόρα θηρία, έτοιμα να ξεσκίσουν τον άτυχο Lucas.  Ο λόγος;  Ο Lucas εργάζεται ως παιδαγωγός στον τοπικό, παιδικό σταθμό, αποτελώντας μάλιστα τον δάσκαλο που όλα τα πιτσιρίκια λατρεύουν να παίζουν μαζί του.  Όταν μια μέρα η 5χρονη κόρη του καλύτερού του φίλου, υπονοήσει εμμέσως πλην σαφώς οτι ο Lucas “ασέλγησε” εις βάρος της, τότε ο ήρωας θα ζήσει την πραγματική Κόλαση επί Γης.  Την στιγμή που όλα έδειχναν να έχουν πάρει τον δρόμο τους γι’ αυτόν (ο γιος του θα ερχόταν να μείνει μαζί του, ενώ είχε ξεκινήσει και μια σχέση με την Nadja, την καθαρίστρια του παιδικού σταθμού), τα πάντα θα γκρεμιστούν μπροστά σε αυτό το τρομερό μυστικό που θα αποκαλυφθεί.  Και οχι, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία οτι ο Lucas έκανε κάτι τόσο ακατονόμαστο.  Ο πέλεκυς της εκδίκησης, θα πέσει βαρύς πάνω του, έτσι κι αλλιώς.  Ακόμα και αν εμείς ως θεατές, γνωρίζουμε την πάσα αλήθεια…

Έπειτα από μερικές, σκηνοθετικές αναποδιές (αλήθεια, ξέρατε οτι ο Vinterberg έχει κάνει ταινία που λέγεται “It’s All About Love”, με πρωταγωνιστές τους Joaquin Phoenix, Claire Danes και Sean Penn?), και μια προσπάθεια στροφής προς την κωμική του φύση-που μάλλον δε του βγήκε- ο Δανός σκηνοθέτης, Thomas Vinterberg, ο οποίος ταρακούνησε επισήμως για πρώτη φορά, τα κινηματογραφικά νερά με τη ταινία του “The Celebration” το μακρινό 1998, επιστρέφει και πάλι σε αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα: το δράμα.
Η βασική διαφορά βέβαια του Vinterberg με πολλούς πολλούς ακόμη, σύγχρονους σκηνοθέτες, είναι οτι επιλέγει μια δραματική υπόθεση, οχι τόσο όσον αφορά το περιεχόμενό της, αλλά όσον αφορά την εξυπηρέτηση και την ύπαρξη μια ιστορίας, ενός δράματος δηλαδή.  Αυτό που στην ουσία εννοώ είναι πως σκηνοθέτες όπως ο Vinterberg (βάλε και τον πιο artistic Trier) δεν ενδιαφέρονται για φανφαρώδεις μελοδραματισμούς, συγκινήσεις και δακρύβρεχτες καταστάσεις.  Όταν λέμε δράμα στη προκειμένη περίπτωση, εννοούμε την ύπαρξη ενός στοιχειώδους story, το οποίο εξυπηρετεί τις ιδέες που έχει στο μυαλό του ο σκηνοθέτης.  Συνεπώς, μη νομίζετε οτι το “The Hunt” είναι μια ταινία που έχει ως στόχο να σας δημιουργήσει αισθήματα λύπης, θλίψης και στενοχώριας.  Κάθε άλλο.  Η βασική της ανάγκη είναι να προκαλέσει την οργή, τη μανία και την δίψα για εκδίκηση.  Οχι του ήρωα.  Τη δική μας.

Μεγαλώνοντας και αφήνοντας πια στην άκρη το αυστηρά οριοθετημένο πλαίσιο του Δόγματος 95, ο Vinterberg δημιουργεί μια ακόμη σπουδή πάνω στο “κακό”, που όλοι κρύβουμε μέσα μας.  Ένα κακό, τυφλό και μανιασμένο, που βρίσκεται καλά κρυμμένο στο σκοτάδι, μέχρι να του δωθεί η κατάλληλη ευκαιρία για να ορμήξει, και να κατασπαράξει ζωές και μέλλον.
Η ιδιαιτερότητα του “The Hunt” είναι οτι ο Vinterberg αποφασίζει να παίξει ένα σαδιστικό παιχνίδι μαζί μας, καθιστώντας μας παντογνώστες από την πρώτη κιόλας στιγμή, χωρίς όμως τη δυνατότητα παρέμβασης.  Εμείς, γνωρίζουμε την αλήθεια, τη βλέπουμε με τα μάτια μας από την αρχή και κατανοούμε όλους τους λόγους που οδήγησαν τη μικρή Clara, να πει ένα τόσο απροκάλυπτο ψέμα.  Που και το γεγονός οτι το “είπε”, είναι μάλλον προς συζήτηση καθώς α) η ηλικία της δε της επιτρέπει να αντιληφθεί το μέγεθος του κακού, που έχουν προκαλέσει τα λόγια της και β) η εξομολόγησή της, μοιάζει βεβιασμένη και ετσιθελική, σε μια σκηνή ωδή, στην ανθρώπινη ηλιθιότητα.  Και όμως, γιατί οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να πιστέψουν στο λεπτό, την διαβολική, την άρρωστη φύση κάποιου άλλου;  Μήπως επειδή ενδόμυχα γνωρίζουν τι υπάρχει και μέσα στους ίδιους;  Μήπως γιατί ξέρουν οτι πλέον, είναι πιο εύκολο να περιμένεις από τον άλλον να ασελγήσει πάνω στο παιδί σου, από το να το πιάσει από το χέρι και να το πάει σχολείο;  Μήπως επειδή πίσω από τα χαμόγελα, το τραγούδι και την γειτονική συντροφικότητα, κρύβεται στον καθέναν από ένα σκοτεινό πλάσμα που περιμένει το παραμικρό στραβοπάτημα, τη παραμικρή-αβάσιμη-φήμη, προκειμένου να γυμνώσει τα δόντια του, και να δικαιολογήσει την κεκαλυμμένη του μαυρίλα, στο όνομα μιας δήθεν εκδίκησης;  Μήπως;

Ο Vinterberg πέρα από τη διάθεση που έχει να συνομιλήσει μαζί σου, και να ρωτήσει τη γνώμη σου (εσύ στη θέση τους τι θα έκανες;), φροντίζει να ενισχύσει την πλοκή της ταινίας, με έναν τρόπο που δηλώνει ξεκάθαρα αυτή ακριβώς τη πρόθεσή του.  Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Lucas παρουσιάζεται στην αρχή ευτυχισμένος, κομμάτι μιας φαινομενικά, γαλήνιας κοινότητας (τόσο γαλήνιας, που το ξέσπασμα της μπόρας που καραδοκεί κάπου εκεί, είναι σαρωτικό και πνιγηρό), με την τύχη επιτέλους να του χαμογελά και τη ζωή του να φαντάζει όμορφη.  Ο Vinterberg είναι εξίσου σαδιστής, όπως και ο Michael Haneke στο “Funny Games”.  Αυτήν ακριβώς την ευτυχία θέλει να την κάνει κομμάτια.  Και το πετυχαίνει οδυνηρά καλά.
Στον αντίποδα της φρενιασμένης κοινότητας, βρίσκεται ο χαρακτήρας του Mikkelsen (κέρδισε μάλιστα και το βραβείο Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας, στο φεστιβάλ των Καννών).  Άνθρωπος ταπεινός και συγκροτημένος.  Το ενδιαφέρον με τον ρόλο του, είναι οτι εξακολουθεί να παραμένει έτσι, ακόμα και μετά την περιθωριοποίησή του (και οχι μόνο), από την πόλη, μέχρι δηλαδή και το τελειωτικό του ξέσπασμα.  Χωρίς υπερβολικούς συναισθηματισμούς και περιττές αντιδράσεις, ο σκηνοθέτης δίνει το στίγμα των καιρών, εκεί που όλοι θεωρούνται ένοχοι, μέχρι αποδείξεως του εναντίου.
Είναι πραγματικά εξοργιστικό να παρακολουθείς το μαρτύριο ενός άνδρα στον οποίο, οχι μόνο δε δόθηκε η ευκαιρία να υποστηρίξει τη δική του γνώμη και την προσωπική του αλήθεια πάνω στο θέμα, αλλά έγινε αυτοστιγμεί δακτυλοδεικτούμενος, ένας ανώμαλος παρίας ανάμεσα σε “αγνές”, οικογενειακές καρδιές.  Και αυτή είναι στην τελική και η προσωπική αλήθεια του ίδιου του Vinterberg: “σας καθιστώ όλους υπεύθυνους”, μοιάζει να μας λέει.  “Και εσάς που τον δαιμονοποιήσατε επειδή έτσι θέλατε, αλλά και εσάς που ενώ γνωρίζετε την αλήθεια, παραμένετε αμέτοχοι, ανίκανοι να τον σώσετε”.  Και τι μπορούμε να κάνουμε άραγε;

Η σκηνοθεσία του Vinterberg είναι μετρημένη, λιτή και καθόλα χειραγωγική, αφού στρέφει τη προσοχή μας, ακριβώς εκεί που θέλει: στην κατάρρευση του κεντρικού ήρωα και την απολυτότητα οτι η ζωή, δε θα είναι ποτέ ξανά η ίδια.
Μέσα από την άγρια ομορφιά του δανέζικου τοπίου, με το αγνό, αφράτο χιόνι και το κρύο που περονιάζει, ο σκηνοθέτης μυεί τον θεατή σε έναν κόσμο μεγάλης ομορφιάς, αλλά και ενοχικών συνδρόμων.  Εκεί, ο άτυχος Lucas, αναγκάζεται να υποδυθεί τον αποδιοπομπαίο τράγο, προκειμένου η κοινωνία να ξεσπάσει το συνολικό της μένος.  Οι λόγοι;  Μπορεί πολλοί.  Μπορεί και κανένας.  Haneke much;
Η ερμηνεία του Mads Mikkelsen είναι υποδειγματική.  Ειλικρινής και σαρωτική, αποτελεί επί της ουσίας μια κοχλάζουσα, ήρεμη δύναμη που ανά πάσα στιγμή περιμένεις οτι θα ξεσπάσει.  Υπέροχος ο Mikkelsen, κάνει την νίκη του στο φεστιβάλ των Καννών, στη κατηγορία Καλύτερης Ερμηνείας, να φαντάζει απόλυτα δικαιολογημένη.
Το “The Hunt” είναι μια ταινία που θα κουβαλάς μέσα σου για πολύ καιρό (αν δηλαδή της δώσεις αυτή την ευκαιρία).  Οχι τόσο εξαιτίας του υποθεσιακού της περιεχομένου, αλλά κυρίως χάρη στις ερμηνείες-δυναμίτη, και όλο το προβληματικό κοινωνικό περιβάλλον, που φαίνεται να σκαλίζει εδώ ο Vinterberg με τα περισσής μανίας.  Ωμό, σοκαριστικό και απρόβλεπτα ειλικρινές, είναι ένα film που ξεμπροστιάζει με τον χειρότερο/καλύτερο τρόπο το ενοχικό σύνδρομο του καθενός από εμάς.  Αυτού που δε χρειάζεται πολλά.  Μόνο μια φήμη και ένα θύμα.  Και ο σπόρος της ενδεδυμένης αμφιβολίας θα υπάρχει για πάντα στις καρδιές.  Αν υπάρχουν κι αυτές.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το σπίτι στο φινάλε, είναι εντυπωσιακά ίδιο με αυτό στο “The Celebration” του 1998, οτι ο σκανδιναβικός κινηματογράφος έχει ακόμα πολλά να μας πει, και οτι το τέλος είναι οτι πρέπει.

No trivia

Spring, Summer, Fall, Winter…and Spring: Human and Nature

Καλημέρα και καλή εβδομάδα να’χουμε!  Όσοι από εσάς έχετε αποδράσει κατά Θεσσαλονίκη μεριά, με αφορμή το 53ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ, καλά να περνάτε, αν και αυτό είναι το μόνο σίγουρο αν κρίνω από το πρόγραμμα τους φεστιβάλ.  Για όλους τους υπόλοιπους που ξεμείναμε εδώ, άντε να πούμε για καμιά ταινία να περάσει και η ώρα πιο δημιουργικά, γιατί πάλι του απαλεύτου είναι τέτοιες μέρες-ειδικά δηλαδή όταν τις ξεκινάς προσπαθόντας να βρεις δουλειά, και κλασικά, δε βρίσκεις τίποτα.  Έτσι για να πνίξω και εγώ τον πόνο μου (πολύ μελούρα έπεσε), είπα να ασχοληθώ με μια ταινία πιο σινεφίλ και στοχαστική, σε σχέση τουλάχιστον με όσες ανέβασα τη περασμένη εβδομάδα.  “Spring, Summer, Fall, Winter…and Spring” λοιπόν.

Το πότε και το ακριβές που, δεν έχουν καμία σημασία, σε αυτή την διδακτική ταινία του Κορεάτη σκηνοθέτη, Kim-ki Duk, η οποία σκιαγραφεί με τον πιο νατουραλιστικό και παραδοσιακά θρησκευτικό τρόπο, το ανθρώπινο ταξίδι μέχρι και τη στιγμή της ύψιστης, προσωπικής απελευθέρωσης: της νιρβάνα.
Σε μια λίμνη στη μέση του πουθενά, βρίσκεται ένας πλωτός ναός, πάνω στον οποίο κατοικεί ένας σεβάσμιος Δάσκαλος του Βουδισμού, και ένα πιτσιρίκι το οποίο μαθητεύει κοντά του, με στόχο-φανταζόμαστε-να πατήσει μια μέρα στα χνάρια του Δασκάλου του, και να φτάσει στην ατομική του φώτιση, μέσω της εναρμόνισής του με τη Φύση.
Και ενώ οι εποχές περνούν, και το παιδί μετατρέπεται σε έφηβο, η σαρκική λαγνεία θα κάνει ισχυρή την εμφάνισή της, υπό τη μορφή μιας νέας κοπέλας που επισκέπτεται τη μονή, προς αναζήτηση γιατρειάς για την “ασθένεια” που κουβαλάει.  Ο νεαρός πια μοναχός, θα έρθει αντιμέτωπος με τα πρωτόγονα ένστικτά του, με τρόπους που πάνε κόντρα στις διδαχές του ασκητισμού και την ίδια την ιδέα του Βουδισμού.  Και οι εποχές περνάνε…

Για τον Kim-ki Duk, είχαμε πει μερικά πράγματα αρκετό καιρό πριν, όταν είχα ανεβάσει στο blog μια ακόμη ταινία του, και συγκεκριμένα το σοκαριστικό “Bad Guy”.
Ο Duk, διατηρώντας μια κλασικά arthouse καριέρα ήδη από τη δεκαετία του ΄90, αποτελεί μέχρι και τις μέρες μας, ένα από τα πιο δυνατά, κινηματογραφικά ονόματα που έχει να επιδείξει η Νότια Κορέα, μετρώντας 18 ταινίες στο ενεργητικό του, στις περισσότερες από τις οποίες εκτελεί παράλληλα χρέη παραγωγού και σεναριογράφου.
Η πιο πρόσφατη δουλειά του, “Pieta”, κέρδισε στο φετινό φεστιβάλ της Βενετίας, τον Χρυσό Λέοντα, και όπως όλα δείχνουν ο Duk έχει ακόμη ψωμί να δώσει στους απανταχού λάτρεις των ταινιών του.
Βέβαια το να αποτελεί κανείς υποστηρικτή της δουλειάς του συγκεκριμένου σκηνοθέτη, είναι ταυτόχρονα μια απολαυστική, αλλά και μυσταγωγική εμπειρία, κυρίως γιατί ο Duk είναι από εκείνους τους δημιουργούς που δεν αφήνει στις ταινίες του, τίποτα στη τύχη.  Από το καδράρισμα του περιβάλλοντα χώρου, το στήσιμο των ηθοποιών του, την απουσία, πολλές φορές, της πρόζας, και την χρήση της μουσικής, μέχρι τη χρήση των συμβόλων, την εικαστικότητα των πλάνων του και την παραβολική διάθεση όσον αφορά το περιεχόμενο της ιστορίας του, ο Duk είναι ένας μεγάλος, σύγχρονος δημιουργός επειδή σου δίνει τη δυνατότητα να μιλήσεις για τη ταινία του, να εντοπίσεις πράγματα, κρυμμένες αναφορές ή και απροκάλυπτες παραπομπές σε οικουμενικά θέματα, όπως αυτά της θρησκείας, της πίστης, της ανθρώπινης ύπαρξης και της Φύσης.  Πράγματα δηλαδή τα οποία στο “SSFWAS” (a.k.a Spring, Summer, Fall, Winter…and Spring) αποτελούν το ζουμί.  Και είναι μπόλικο.

Ο Βουδισμός είναι ίσως η μοναδική θρησκεία στην οποία η εναρμόνιση του ατόμου με τη Φύση, είναι τόσο πρωταρχικής σημασίας, προκειμένου το άτομο, να καταφέρει να αγγίξει την υπέρτατη πνευματική κατανόηση, και να φτάσει έτσι στη πλήρη φώτιση, μέσω μιας καθαρά διαλογιστικής κατάστασης.  Στη προκειμένη περίπτωση ο Duk, χρησιμοποιεί με τρόπο έξυπνο την έννοια της θρησκείας και των εποχών, προκειμένου να αποτυπώσει με τρόπο κινηματογραφικό το ταξίδι προς την ενηλικίωση του νεαρού πρωταγωνιστή, καθώς και οτι συνεπάγεται αυτό. 
Η ταινία ξεκινάει με την ‘Ανοιξη, και μια πόρτα που ανοίγει, προκειμένου να μπούμε σιγά σιγά στον πνευματικό κόσμο του Βουδισμού.  Η πόρτα αποτελεί στην ουσία την απαρχή μιας υπερβατικής ιστορίας, μιας παραβολής, η οποία έχει ως στόχο να διδάξει, να καταστήσει βιωματική την έννοια της Γνώσης και να πει σε εμάς τους θεατές ένα παραμύθι, σχετικά με τη πορεία ζωής του πρωταγωνιστή.  Και όπως όλα τα παραμύθια, δεν έχει χώρο, ούτε χρόνο, αλλά μοιάζει να είναι περισσότερο αρθρωμένη μέσα σε έναν εξω-πραγματικό και εντελώς αλληγορικό κόσμο, απογυμνωμένη από κάθε τι κοσμικό και επίπλαστο.  Άνθρωπος και Φύση πρέπει να είναι ένα.  Είναι όμως;
Η συζήτηση σχετικά με το “φαίνεσθαι” και το “είναι”, είναι τεράστια, και δε θα μπούμε σε τέτοια λημέρια, αξίζει όμως να τονίσουμε οτι η ταινία του Duk είναι ακριβώς αυτό: παρουσιάζεται ως μια αφηγηματική ιστορία, που είναι όμως το παραμύθι της μύησης του ανθρώπου στη ζωή, και το γεγονός μάλιστα οτι ο σκηνοθέτης, χρησιμοποιεί το εύρημα της εναλλαγής των εποχών για να δηλώσει τόσο το πέρασμα του χρόνου, όσο και για να τονίσει την εικαστικότητα των σκηνών, είναι κάτι παραπάνω από ευφυές.  Είναι καταλυτικό για την αξία της ταινίας.

 

Όπως είπαμε και πριν, τίποτα δεν είναι τυχαίο, πράγμα που επιβεβαιώνεται από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας, στα οποία βλέπουμε την παιδική ηλικία του ήρωα, να “εκπροσωπείται” από την Άνοιξη.  Πρόκειται για την αναγέννηση και την απόκτηση γνώσης του χαρακτήρα, μέσω της πιο ζωη-κής εποχής του χρόνου.  Μέσα εκεί ο μικρός, γίνεται κοινωνός της γνώσης, η άγνοιά του σχετικά με την Φύση-την τάξη της οποία διαταράσσει, υποκινούμενος από τη παιδική του αφέλεια-και τον κόσμο παύει να υπάρχει και συνεπώς, οποιαδήποτε άλλη “αμαρτία” του επιφυλάσσεται για το μέλλον, είναι πια διπλά κολάσιμη.  Ο λόγος;  Μα φυσικά το γεγονός οτι έχει πλέον γνωρίσει την έννοια του θανάτου, αντιλαμβάνεται το σωστό και το λάθος, και συνεπώς, όποιο μελλοντικό παραπάτημα θα σημαίνει οτι έχει γίνει πλέον εις γνώσιν του.
Αμέσως μετά, ακολουθεί το Καλοκαίρι (με ένα μόνο πέρασμα, δηλώνεται και η συμπίεση του χρόνου) στο οποίο ο πιτσιρικάς έχει φτάσει στην εφηβεία, με το σαρκικό του ένστικτο να αρχίζει να κοχλάζει (ο νεαρός, παρακολουθεί με μεγάλο ενδιαφέρον δυο φίδια να ερωτοτροπούν).  Λίγο αργότερα βλέπει μια κοπέλα, μαζί με τη μητέρα της, να πλησιάζουν τη μονή.  Και πάλι όμως το γεγονός οτι ο ήρωας τις παρακολουθεί να έρχονται, έχοντας σκαρφαλώσει πάνω σε μια τεράστια, πέτρινη φιγούρα του Βούδα, δηλώνει μόνο ένα πράγμα (διόλου τυχαίο φυσικά) : ακόμα και έτσι, η σαρκική του λαχτάρα είναι οριοθετημένη, υπό το άγρυπνο βλέμμα του Πεφωτισμένου Θεού.  Η λογοκρισία (εκ του Δασκάλου) είναι αναπόφευκτη, αλλά παράλληλα αποδεκτή, μιας που ο Βουδισμός επιτρέπει τη νιρβάνα, μέσω της σεξουαλικής επαφής.  Όταν μάλιστα αυτή τοποθετείται μέσα στη Φύση, όπως εδώ, τότε η σεξουαλική συνεύρεση, παύει να είναι μόνο ένστικτο, αλλά εμπεριέχεται πλέον σε αυτή και η δύναμη της αρχέγονης, και αιώνιας Φύσης (π.χ το νερό, παραπέμπει στη διαρκή ροή και στην αέναη αναγέννηση, υπερτονίζοντας τη σημασία του έρωτα μέσα στη ταινία, στο πλαίσιο όμως του ταξιδιού του πρωταγωνιστή, μέσα στη ζωή και τα παθήματα που γίνονται μαθήματα).

Άνοιξη-παιδί, Καλοκαίρι-έφηβος, Φθινόπωρο-νεαρός άνδρας, Χειμώνας-ώριμος άνδρας, Άνοιξη-παιδί.  Ακόμα και από τον τίτλο, μπορεί κανείς να βγάλει το συμπέρασμα οτι η ταινία του Duk είναι τελικά μια ελεγεία πάνω στον κύκλο της ζωής και την αδιατάρακτη δύναμη της Φύσης, η οποία υπήρχε πολύ καιρό πριν την εμφάνιση του ανθρώπου πάνω στη Γη, και θα εξακολουθήσει να υπάρχει ακόμη και μετά τον θάνατό μας.
Εκτός από το ταξίδι ζωής, μέσω των βουδιστικών διδαχών, ο Duk (ο οποίος υποδύεται την “τελευταία” ηλικία του ήρωα, όπως βλέπεις στη πιο πάνω φωτογραφία) θέτει πανανθρώπινα ζητήματα (όπως ο θάνατος και η πάλη με τις ενοχές) μέσα από την ταινία του, η οποία αποτελεί στην κυριολεξία ένα έργο τέχνης, τόσο χάρη στο περιεχόμενό της, όσο και στη σκηνοθεσία της, η οποία παραπέμπει ευχάριστα στους πίνακες των αναγεννησιακών ζωγράφων (οι αντικατοπτρισμοί στο νερό, οι κάθετοι κορμοί των δέντρων και το οριζόντιο, πράσινο τοπίο στο φόντο, τα άλλοτε ψυχρά και άλλοτε θερμά χρώματα, όλα συνηγορούν σε μια οπτική πανδαισία με περιεχόμενο.  Η τέχνη κάνει κύκλους, όπως ακριβώς και η ζωή, γιατί η τέχνη είναι ζωή και τούμπαλιν.)
Ως προς τη σκηνοθεσία, ο Duk επιλέγει μια πιο αποστασιοποιημένη ματιά, τοποθετώντας τη κάμερά του μακριά από τα πρόσωπα των ηρώων, στερώντας από εμάς-επίτηδες προφανώς-τις στομφώδεις και μελοδραματικές τους εκφράσεις, οι οποίες θα αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι μιας δυτικής ταινίας.  Οχι όμως εδώ.  Η Φύση δεν ενδιαφέρεται για τα ανθρώπινα δράματα, και ο Duk το καθιστά ξεκάθαρο αυτό, με τη χρήση μακρινών λήψεων, μέσω των οποίων το άτομο μοιάζει σαν μια μικρή, ανεπαίσθητη κουκκίδα, στην οργιαστική χλωρίδα του κόσμου.  Το άτομο μηδενίζεται, το σαρκίο απογυμνώνεται του πνεύματός του, και ο υπέρτατος στόχος είναι η ένωση και η ολοκληρωτική εναρμόνιση με τη Φύση και άρα τον Θεό.
Εκτός από την όποια, ρεαλιστική δράση των ηρώων στα πλαίσια της ιστορίας, ο Duk φροντίζει να την ντύνει και με έναν μεταφυσικό μανδύα, που καθιστά την ιδέα περί παραβολής, ακόμα πιο αισθητή.  Υπάρχουν σκηνές, οι οποίες δε μπορούν να εξηγηθούν λογικά, όπως το οτι ο πλωτός ναός μοιάζει να κινείται διαρκώς, χωρίς όμως ποτέ να φεύγει από τη θέση του (η ασταμάτητη πορεία των πραγμάτων, η ροή του νερού αλλιώς), το γεγονός οτι ο δάσκαλος παρακολουθεί τον μικρό μαθητή, χωρίς να εξηγείται το πως πέρασε τη λίμνη, αφού ο μικρός είχε πάρει τη βάρκα ή ακόμα και η επιστροφή της βάρκας από μόνη της, στον ναό.
Το “Spring, Summer, Fall, Winter…and Spring” είναι μια ωδή πάνω στην ίδια τη ζωή.  Μέσα από μια αλληγορική ματιά, ο Duk διηγείται τον αιώνιο αγώνα του ανθρώπου να φτάσει στη Κάθαρση, έχοντας για εργαλείο τα γραπτά και τις προσευχές του Βουδισμού, μέσω των οποίων μπορεί κάποιος να οδηγηθεί στην ύστατη απελευθέρωση από τα δεσμά του κόσμου, μόνο αφού βιώσει τον προσωπικό του Γολγοθά.  Η ανάβαση είναι σκληρή, η ανταμοιβή όμως αιώνια.  Ακριβώς δηλαδή όπως και το βλέμμα του αγάλματος στο τέλος, που αντικρίζει ολόκληρη τη πλάση.  Αιώνιο.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το σκηνικό είναι φτιαγμένο και η λίμνη τεχνητή, εδώ και χρόνια (O_O), οτι ο σκύλος που συμβολίζει τη πίστη και η γάτα τη πανουργία, παίζουν τους δικούς τους ρόλους και οτι το κλείσιμο της ταινίας, είναι εξαίσιο.

No trivia

Skyfall: This is the end

NEW ARRIVAL

Καλημέρα καλημέρα σε όλους!  Όπως καταλάβατε σήμερα θα πούμε δυο (ή μπορεί και περισσότερα) λογάκια για τον νέο James Bond, τον οποίο παρακολούθησα χθες το βράδυ σε μια-ομολογουμένως-τίγκα αίθουσα, στη τέταρτη σειρά.  Καλά ήταν, παράπονο δεν έχω.  Ίσως δηλαδή τα μόνο παράπονα που έχω από εδώ κι από εκεί, να αφορούν την ίδια τη ταινία, αλλά αυτά θα τα δούμε παρακάτω.  Ξεκινάμε λοιπόν…

O James Bond (Daniel Craig), καλείται να αντιμετωπίσει σε αυτή την 23η ταινία του πράκτορα-θρύλου, έναν εχθρό που βρίσκεται στις σκιές και μοιάζει να ξέρει καλά το παιχνίδι που παίζει η MI6 όλα αυτά τα χρόνια.  Την ίδια στιγμή που η Μ (Judi Dench) βλέπει να έρχονται στην επιφάνεια παλιά, καλά κρυμμένα μυστικά που θέτουν σε κίνδυνο την ίδια, αλλά και ολόκληρη τη μυστική υπηρεσία της Βρετανίας, ο Bond θα πρέπει να μαζέψει τα κομμάτια του, να αφήσει τον προσφάτως μπεκρή εαυτό του στην άκρη και να επιστρέψει στην ενεργό δράση, πριν ο σκιώδης εχθρός καταφέρει στην Υπηρεσία το τελειωτικό του χτύπημα.  Και ενώ ο κλοιός σφίγγει γύρω από αυτό το παιχνίδι γάτας-ποντικιού, η MI6 καλείται να συμβιβαστεί με τη στρυφνή, γραφειοκρατική παρουσία του νέου Προέδρου Πληροφοριών και Ασφαλείας, Gareth Mallory (Ralph Fiennes), αλλά και την αμφισβήτηση της κυβέρνησης, όσον αφορά την αξία και τη χρησιμότητα της Μυστικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, εν έτει 2012.  Ο Bond πρέπει τώρα να αντιμετωπίσει έναν εχθρό αλλιώτικο από τους άλλους.  Έναν εχθρό που βρίσκεται ταυτόχρονα παντού και πουθενά.  Έναν εχθρό που ορκίζεται εκδίκηση.  Θα την πάρει;

Όταν είχαμε πρωτοακούσει οτι ο Sam Mendes έχει αναλάβει τη σκηνοθεσία ενός νέου James Bond, δε νομίζω να υπήρξε κανείς που να είχε θεωρήσει τη συγκεκριμένη απόφαση λανθασμένη ή ρίσκο.  Και η χαρά με τον νέο, φλεγματικό πράκτορα είναι πως όντως πέσαμε μέσα (όπως το φανταζόμασταν δηλαδή).
Ο Sam Mendes έχει συγκεντρώσει γύρω του ένα επιτελείο δημιουργών κλασικής τζεϊμς-μποντίλας (οι σεναριογράφοι Neal Purvis και Robert Wade, είναι υπεύθυνοι για τη συγγραφική προσπάθεια μερικών εκ των νεότερων ταινιών του 007, ενώ ο τρίτος της παρέας, John Logan μετράει στο ενεργητικό του σενάρια για ταινίες όπως το “The Gladiator”, “The Aviator” και “Rango”, ενώ όπως όλα δείχνουν θα συμμετέχει και στις επόμενες δυο ταινίες του James Bond, οι οποίες βρίσκονται βεβαίως, σε εμβρυακό στάδιο ακόμα), τον κινηματογραφιστή Roger Deakins, υποψήφιο για εννέα Oscars, με δουλειές όπως τα “Shawshank Redemption”, “A Beautiful Mind”, “No Country for Old Men”, “The Big Lebowski” και ένα σωρό άλλες, καθώς και ένα πλούσιο, πρωταγωνιστικό cast, δημιουργώντας την-κατά πολλούς-καλύτερη ταινία James Bond που γυρίστηκε ποτέ.  Και ποια είμαι εγώ για να το αμφισβητήσω αυτό;
Επειδή ακριβώς δεν έχω δει τις παλιές, cult (έλα τώρα μεταξύ μας;) ταινίες του λογοτεχνικού ήρωα του Ian Fleming, και επειδή η μοναδική που έτυχε να παρακολουθήσω από την αρχή, μέχρι και το τέλος ήταν το “Casino Royale”, θα κρίνω σήμερα το “Skyfall”, οχι με βάση τις περασμένες προσπάθειες, αλλά το ίδιο το film ως αυτοτελή παρουσία.  Φυσικά, το “Casino Royale” θα είναι ένας μικρός μπούσουλας ως προς το τι μου έδωσε η μια και τι η άλλη ταινία.  Και για να ξεκαθαρίσω από τώρα τη θέση μου (και να πέσει ο πέλεκυς της δικής σας κριτικής, βαρύς, πάνω στο κεφάλι μου), για εμένα, το “Casino Royale” ήταν καλύτερο από το “Skyfall”.  Λυσσάξτε!

Ας ξεκινήσουμε με τα καλά της ταινίας, τα οποία δεν είναι και λίγα.  Καταρχάς, τα opening credits της, είναι αναμφίβολα τα καλύτερα, έπειτα από αυτά που είχα απολαύσει στον κινηματογράφο, λίγο πριν την αρχή του “The Girl with the Dragon Tattoo” του Fincher, εκεί όπου πρωταγωνιστούσε και πάλι ο Craig, στον ρόλο ενός δημοσιογράφου.  Η αλήθεια είναι οτι και τότε, αλλά και χθες, δε μπορούσα παρά να θαυμάσω το πόσο δημιουργική, εντυπωσιακή και μέσα στο κλίμα μπορεί να είναι η κατασκευή των αρχικών credits, γεγονός που λειτουργεί καταλυτικά στο μυαλό σου, ώστε να υποδεχτείς την ταινία, με μια συγκεκριμένη διάθεση.  Οι τίτλοι του Fincher ήταν σκοτεινοί και μυστήριοι, ενώ αυτοί του Daniel Kleinman, δίνουν με τον καλύτερο τρόπο μια εσάνς αριστοκρατικής καταγωγής, σύγχρονης τρομοκρατίας και γυναικείου αρώματος, που είναι αδύνατον να σε αφήσουν αδιάφορο.  Αν σε αυτό προσθέσετε και την αιθέρια φωνή της Adelle που τραγουδάει το ομώνυμο song, τότε θα δείτε οτι μιλάμε για ένα από τα καλύτερα και πιο ατμοσφαιρικά openings των τελευταίων ετών.
Στα συν θα πρέπει σίγουρα να βάλουμε την εντυπωσιακότατη σκηνοθεσία του Mendes ο οποίος εκμεταλλεύτηκε άρτια τα $150 εκατομμύρια(!), κατασκευάζοντας ένα προσωπικό, “ψυχροπολεμικό” σύμπαν, μέσα στο οποίο κανείς δεν είναι ασφαλής.  Η ραφιναρισμένη σκηνοθεσία του κρατάει ψηλά το βρετανικό physic του Bond, ο οποίος εξακολουθεί να είναι αποτελεσματικός και γοητευτικός, και ίσως, πιο ώριμος από ποτέ.  Παράλληλα, ο Mendes δε κρύβει την ηλικία του πρωταγωνιστή του, αλλά την κάνει στα χέρια του δυνατό χαρτί, κερνώντας τον εμπειρία και σιγουριά, τη στιγμή που την έχει περισσότερο ανάγκη.  Οι υπέροχες τοποθεσίες των γυρισμάτων (Τουρκία, Αγγλία, Κίνα) και η εκλεπτυσμένη, κοσμοπολίτικη ομορφιά τους, έρχονται σε έντονη αντίθεση με τον “old dog-new tricks” χαρακτήρα του James Bond, ο οποίος βρίσκεται στην καλύτερη περίοδο ώριμης δράσης του.
Κάπου εδώ, αξίζει να αναφέρουμε και τον κακό της υπόθεσης, τον ψυχωτικό Silva (Javier Bardem) ο οποίος είναι μια μπαϊσεξουαλική απόλαυση.  Με πλατινέ μαλλί, παραμορφωτικά χαρακτηριστικά και τζοκερίστικο χαμόγελο, ο Μπαρδέμ είναι ο κακός που ποτέ δεν είχαμε δει σε ταινία του Bond.  Αδίστακτος και μανιασμένος, είναι ένα μεγάλο παιδί, με high tech παιχνίδια.  Το πάτημα ενός κουμπιού, δεν ήταν ποτέ πιο δολοφονικό.  Σίγουρα ο Ισπανός ηθοποιός δίνει μια ερμηνεία αινιγματική και ψυχολογικά απροσδιόριστη, πετυχαίνοντας να ανεβάσει τον πήχη της ταινίας, η οποία χωρίς αυτόν θα έχανε αρκετά.  Και αν έχετε στο μυαλό σας τον Joker του Nolan, δεν έχετε και άδικο, μιας που ο Bardem είναι ακριβώς αυτό: ένας κλόουν, δίχως μακιγιάζ, αλλά με τσιρκολέ, χακερίστικα παιχνιδάκια.  Και είναι άσσος ο άτιμος.

Επίσης να αναφέρω οτι ιδιαίτερη, νοσταλγική χροιά, πρόσθεσε η αναφορά σε παλαιότερες ταινίες του James Bond, μέσα από ατάκες και τη χρήση κλασικών, πρακτορικών gadgets εποχής Sean Connery, γεγονός που προσέδωσε στην ταινία το feeling μιας ιστορικής συνέχειας.
Ως προς τα θέματα τα οποία με ενόχλησαν κάπως στη ταινία, αυτά έχουν να κάνουν περισσότερο με τα κενά της υπόθεσης, τις ερμηνείες ορισμένων χαρακτήρων και το γεγονός οτι κάποιες καταστάσεις έμοιαζαν ασύνδετες και βεβιασμένες.
Αρχικά η όποια προσπάθεια εσωτερικής ενδοσκόπησης του James Bond, αλλά και επιστροφής στα παιδικά του λημέρια, γίνεται με τρόπο εντελώς ξεκάρφωτο και το πράγμα γρήγορα μπάζει, χωρίς πολλές εξηγήσεις, καθώς η όποια προσωπική ιστορία θυσιάζεται για χάρη της much needed δράσης.  Εκεί που οι σεναριογράφοι σε ετοιμάζουν να γνωρίσεις κομμάτια του προ-James Bond παρελθόν του ήρωα, εκεί σου τραβούν το χαλί κάτω από τα πόδια, και δε σε αφήνουν να αντιληφθείς επαρκώς το ‘κουβαλάω βάρος από μικρός’ θέμα του ήρωα.  Παράλληλα, το ίδιο πρόβλημα υπάρχει και στη περίπτωση του Silva, και των κινήτρων που τον οδηγούν να δράσει έτσι όπως δρα.  Ειδικά εκεί, το πράγμα χάνεται εντελώς, οι λόγοι σκαρφίζονται στα γρήγορα, και η σύνδεση του Silva με διάφορες καταστάσεις μέσα στη ταινία, μοιάζει περίεργη και υπερβολικά απλοϊκή.  Τα κίνητρά του εξακολουθούν να παραμένουν αδικαιολόγητα, και η όποια προσπάθεια εξαναγκαστικής χρήσης της κακίας του, μάλλον πέφτει στο κενό.  Το γλυκό απλά δε δένει.  Και αυτό δυστυχώς φαίνεται.
Στον αντίποδα, η διαφημιστική καμπάνια της ταινίας, μάλλον θα έπρεπε να είναι πιο προσεχτική ως προς το ποιον προβάλει, και πόσο τον προβάλει, καθώς ΜΕΓΑ SPOILER ΠΡΟΣΟΧΗ!!! η σχέση του Bond με την εκθαμβωτική Severine (Berenice Marlohe), λήγει άδοξα, η Marlohe εξαφανίζεται από την οθόνη μέσα σε πέντε λεπτά, και το μόνο που σου έχει αφήσει είναι μια πικρή επίγευση, εξαιτίας της αδιάφορης παρουσίας της.  Όσο κι αν από την καμπάνια φαίνεται οτι η συμμετοχή της είναι μεγάλη, και σημαντική, αυτό δεν ισχύει, αφού και να μη τη βλέπαμε, δε θα άλλαζε και κάτι.  Έπρεπε όμως να επιτελέσει τον ρόλο του Bond girl, και αν κρίνουμε και από το πόσο γρήγορα Bond και Severine καταλήγουν στη ντουζιέρα για sex, ε είναι γελοίο ακόμα και για τα δεδομένα του καρδιοκατακτητή πράκτορα.
Στα αρνητικά μπαίνουν για εμένα και μερικές κλισέ ατάκες, αλλά και ορισμένες cheesy σκηνές τις οποίες δεν ήθελα να δω από έναν σκηνοθέτη όπως ο Sam Mendes, αφού ξέρω οτι μπορεί και καλύτερα.  Η χημεία επίσης του James με τις γυναίκες πρωταγωνίστριες είναι μέτρια (την ίδια στιγμή που με την Eva Green στο “Casino Royale” ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής.  Ήταν καυτή. ), αλλά δε φαίνεται να υπάρχει διάθεση να είναι κάτι παραπάνω, έτσι κι αλλιώς. 
Γενικότερα η μεγαλύτερη ένστασή μου βρίσκεται στο σενάριο, στο story το οποίο νομίζω πως κάπου χάνεται και δεν έχει τόση σημασία, τη στιγμή που για να δικαιολογηθεί ολόκληρη η ταινία, θα έπρεπε να έχει.

Το “Skyfall” είναι αναμφίβολα μια δυνατή περιπέτεια, με μπόλικη δράση, φλεγματικό χιούμορ και στο σύνολό της αξιοπρεπέστατη.  Αν κάποιος όμως θέλει και κάτι παραπάνω, ίσως και να απογοητευτεί από την απουσία μιας λίγο πιο προσωπικής οπτικής από πλευράς του Bond, ο οποίος φαίνεται αποστασιοποιημένος από όλους και από όλα μέσα στη ταινία.  Για παράδειγμα στο “Casino Royale” τον βλέπουμε να ματώνει, να νοιάζεται και να συγκλονίζεται πραγματικά από τον χαμό της προδότρας αγάπης του.  Εδώ ο Craig κρατάει έναν ρόλο περισσότερο απομακρυσμένο, που χωρίς να είναι κακό, εμποδίζει την υπόθεση και το στήσιμο των χαρακτήρων να αναδειχθούν περισσότερο και να συνταιριάξουν με την περιπετειώδη σκηνοθεσία του Mendes.
Παρόλα αυτά, αν θες απαράμιλλο, βρετανικό στυλ, δράση και μπόλικο κυνηγητό, το “Skyfall” είναι αυτό που ψάχνεις.  Ο Bond προσδιορίζεται εκ νέου, ως μια σύγχρονη, κατασκοπική φιγούρα, η παρουσία της οποία μέσα στη τωρινή πραγματικότητα, έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη παρελθοντική του ύπαρξη, την ίδια στιγμή που ακόμα και οι σχέσεις του με την Υπηρεσία και κυρίως την M, δοκιμάζονται.  Αλλά στη τελική το “Skyfall” είναι και μια ταινία που μιλάει για το σύγχρονο πρόσωπο της τρομοκρατίας, για τον άγνωστο εχθρό και την κρυμμένη απειλή.  Και αν μη τι άλλο, ο σύντομος μονόλογος της M μπροστά στην Υπουργό, αναφορικά με το θέμα της παγκόσμιας τρομοκρατίας, είναι όλα τα λεφτά.  Τα οποία επίσης είναι σίγουρο οτι δε θα κλάψετε όταν τελικά τη δείτε.  Sure thing.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο Bardem έχει πάντα τα πιο fail μαλλιά στις ταινίες που παίζει, οτι η Τόνια Σωτηροπούλου εμφανίζεται τελικά περισσότερο από 5 δευτερόλεπτα (epic win) και οτι υπάρχει μια σκηνή με τον Bardem να φαίνεται σαν σκια σε φωτεινό φόντο, που είναι ίδιος ο Joker.  Όταν τη δείτε, θα καταλάβετε.


TRIVIA

  • Στην αρχή είχε ακουστεί οτι ο Kevin Spacey θα κρατούσε έναν ρόλο στη ταινία, και μάλλον αυτόν του Bardem.  Το πράγμα τελικά δεν έκατσε λόγω προγράμματος.  Ο Spacey είχε πρωταγωνιστήσει φυσικά στη βραβευμένη ταινία του Mendes, “American Beauty”, όπου εκεί λέει και μια ενδιαφέρουσα ατάκα, όταν αναγκάζεται να πάει στο σχολείο, και να να δει τον χορό της κόρης του: “I’ll be missing the James Bond marathon on TNT.”  Κοίτα να δεις!
  • Σύμφωνα με τις πληροφορίες, το “Skyfall” δεν έχει καμία σχέση ως προς την υπόθεσή του, με το έργο του Ian Fleming, αναφορικά με τον ήρωα του James Bond.
  • Πολλά από τα stunts έγιναν από τον ίδιο τον Craig, ο οποίος κατέστρεψε στη ταινία περισσότερα από 40 κοστούμια Tom Ford, το καθένα από τα οποία κόστιζε γύρω, στα $10 χιλιάδες!
 (ΠΗΓΗ IMDB)