Hodejegerne (a.k.a Headhunters): They both are…

NEW ARRIVAL (από 12 Ιουλίου στις αίθουσες)

Καλή εβδομάδα και πάλι!  Και σήμερα θα προτείνουμε ταινιούλα για τις καυτές μέρες και νύχτες του καλοκαιριού που διανύουμε.  Σήμερα το menu έχει ολίγον από Νορβηγία, και κακά τα ψέματα κάθε ταινία που έχω δει τα τελευταία χρόνια από εκεί (και τη γενικότερη σκανδιναβική περιοχή) είναι οτι καλύτερο και μάλιστα σε διαφορετικά είδη.  Το “Headhunters” είναι μια αγωνιώδης περιπέτεια ανατροπών, που σίγουρα δε θα σας αφήσει ασυγκίνητους, ενώ ενδείκνυται σίγουρα για κινηματογραφικές βραδιές με καλή παρέα, και καλή μπυρίτσα.  Ξεκινάμε λοιπόν!

O Roger Brown (Aksel Hennie) είναι ένας μικρόσωμος, ‘κυνηγός κεφαλών’ του επαγγελματικού χώρου της Νορβηγίας, ο οποίος παρέα με την όμορφη, γκαλερίστα γυναίκα του Diana ζει μια ζωή μέσα στη χλιδή.  Αυτό όμως που η ξανθιά σύζυγος μοιάζει να αγνοεί, είναι πως ο Roger συντηρεί ένα πολυτελές life style που βρίσκεται στον…αέρα, και αυτό γιατί η νόμιμη δουλειά του, δε του προσφέρει τον παχυλό μισθό που κανονικά θα απαιτούνταν για τα 30 ζευγάρια γόβες της Diana, τα ακριβά αυτοκίνητα και το υπερloux σπίτι.  Για τον λόγο αυτό ο μικροκαμωμένος Roger (μόλις 1.68) φροντίζει να καλύπτει τις υλικές ανάγκες της γυναίκας του (και την δική του, χαμηλή αυτοεκτίμηση) με άλλους τρόπους και συγκεκριμένα κλέβοντας αυθεντικά έργα τέχνης και αντικαθιστώντας τα με πλαστά.  Παρόλα αυτά, ακόμα και έτσι βλέπει μάλλον δυσοίωνο το συζυγικό του μέλλον, ενώ έχει σχεδόν προεξοφλήσει και την εγκατάλειψή του από την Diana, σε περίπτωση που σταματήσει να τις παρέχει, οτι της παρείχε τέλος πάντων μέχρι τώρα.  Ακόμα και ένα παιδί φαντάζει αδύνατον γι’ αυτόν, όσο κι αν φαίνεται πως η γυναίκα του το επιθυμεί διακαώς, με αποτέλεσμα να προστίθεται ένα ακόμη αγκάθι στον βιτρινάτο γάμο τους.  Όταν λοιπόν μια μέρα η Diana του συστήσει τον γοητευτικό, πρώην military τύπο, Clas Greve (Nikolaj Coster-Waldau, ή αλλιώς ο γνωστός μας Jaime Lannister, από το “Game of Thrones”) τότε τα πράγματα θα αλλάξουν, καθώς ο Roger θα πληροφορηθεί οτι ο Greve έχει στο σπίτι του έναν πίνακα που μπορεί να αξίζει αρκετά εκατομμύρια.  Βλέποντας μπροστά του ένα νέο μέλλον, θα αποφασίσει μαζί με τον συνεργάτη του Ove, να κάνουν την επόμενη κίνηση, αλλά μια αναπάντεχη αποκάλυψη θα θα πυροδοτήσει ένα ανελέητο κυνηγητό εις βάρος του.  Και ο κυνηγός του;  Ας πούμε οτι ο κ. Greve είχε υπάρξει ένα διαφορετικό είδος head hunter από αυτό που είναι ο Roger.  Ξέρετε τώρα, από αυτούς που στον στρατό είναι πολύτιμοι για να φέρνουν εις πέρας τις βρώμικες δουλειές…

Ο σκηνοθέτης Morten Tyldum δημιουργεί ένα σπιντάτο ταινιάκι, το οποίο κάπου στο Hollywood σίγουρα θα το έχει πάρει πάλι το μάτι σας (η υποθεσιακή ομοιότητα με το “The Thomas Crown Affair” είναι εμφανής), αλλά όπως τείνει να συμβαίνει πλέον, η σκηνοθετική αρτιότητα των σκανδιναβικών ταινιών, είναι για ακόμη μια φορά εμφανής.
Το “Headhunters” αποτελεί την μόλις τρίτη, μεγάλου μήκους ταινία του Tyldum και αν κρίνω από τις αντιδράσεις και τη βαθμολογία της από έγκριτους κριτικούς του κινηματογράφου, μάλλον έχει προκαλέσει αίσθηση χάρη στην στιλάτη κινηματογράφησή της, τις διαρκείς της ανατροπές και τις πολύ καλές ερμηνείες της.  Αν και και το γεγονός οτι αποτελεί μια νορβηγική παραγωγή της δίνει extra πόντους από την αρχή (έχει γίνει πλέον must οτι σχεδόν όλες αυτού του είδους οι παραγωγές, αποτελούν στα σίγουρα αξιόλογες ταινίες), ακόμα και αν δε την έχεις ήδη δει.
Το story βασίζεται στο ομώνυμο best seller του συγγραφέα Jo Nesbo, και όπως έχεις ήδη καταλάβει συγγραφείς και σκηνοθέτες βγάζουν το ψωμί τους παρέα εκεί ψηλά (“Let the Right one In”, “The Millennium Trilogy”-αν και ο Stieg Larsson έγινε διάσημος για το συγγραφικό του έργο, κυρίως μετά θάνατον- και το πιο πρόσφατο “Turn Me On, Dammit!”, είναι μόνο μερικές ακόμα ταινίες που βασίζονται σε νουβέλες διάφορων, διάσημων συγγραφέων κυρίως στα σκανδιναβικά εδάφη).
Και όπως έχεις μέχρι τώρα καταλάβει την αξία αυτών των ταινιών (είτε από καθαρά entertainment πλευρά, είτε και από καλλιτεχνικής διάστασης κάποιες φορές), το ίδιο ακριβώς μπορείς να περιμένεις και από το “Headhunters”.

Η ταινία προσφέρει ένα κλασικό θα έλεγε κανείς σενάριο, το οποίο όμως εμπλουτίζεται από την διαρκή αμφισβήτηση που έχει ο θεατής σχετικά με το ποιος είναι μέσα στο κόλπο, και ποιος οχι.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο ξενέρωτο σε μια περιπέτεια από το να έχεις ήδη ψιλιαστεί από την αρχή, τον καλό και τον κακό, τους φίλους και τους προδότες, μιας που το μόνο που έχεις να περιμένεις μετά είναι απλά η προώθηση της ιστορίας και τίποτα περισσότερο.
Αυτός είναι και ένας βασικός λόγος για τον οποίο το “Headhunters” είναι μια τόσο καλή ταινία: γιατί καταφέρνει να διατηρήσει το ενδιαφέρον σου στα ύψη, μέχρι και λίγο πριν από το τέλος της.  Η ανατροπή διαδέχεται η μια την άλλη και οι ρόλοι αλλάζουν, όπως ακριβώς οι διαμορφωμένες καταστάσεις το απαιτούν.
Ένα πολύ έξυπνο μάλιστα εύρημα είναι και το γεγονός οτι ο πρωταγωνιστής μας είναι ένας μικροκαμωμένος άνδρας, γεγονός που σύντομα καταλαβαίνουμε πως του δημιουργεί ένα κάποιο κόμπλεξ κατωτερότητας και περιορισμένης αυτοπεποίθησης.  Μπορεί να διαθέτει ερωμένη, μια καλή δουλειά και μια όμορφη σύζυγο, το γεγονός όμως παραμένει πως είναι ένας άνδρας με ύψος 1.68 (όπως λέει και ο ίδιος, μάλλον απογοητευμένος στην αρχή).  Συνεπώς σε μια προσπάθεια να αποδείξει στον εαυτό του κυρίως οτι τελικά το ανάστημά του δεν είναι πρόβλημα, και θα ξενοπηδήξει, και ικανοποιημένη θα κρατήσει τη γυναίκα του με πανάκριβα σκουλαρίκια και άλλα ακριβά δώρα και θα πει και μια κουβέντα παραπάνω στη δουλειά του αφού τελικά, he is the boss. Κοντός μεν, αλλά boss.  Όλα αυτά βέβαια μέχρι τη στιγμή που θα κάνει την εμφάνισή του ο Clas Greve και κάπου εκεί το ψεύτικο παραπέτασμα μιας άνετης προσωπικότητας θα πέσει.  Και θα αποδειχθεί οτι ο Roger είναι τελικά ένα μικρό, ταπεινό ανθρωπάκι.  Ή μήπως οχι;

Εξίσου επιτυχημένη βέβαια είναι και η επιλογή του τίτλου, καθώς έχει κατά κάποιον τρόπο διττή σημασία, μιας που και οι δυο κεντρικοί μας ήρωες αποτελούν κυνηγούς κεφαλών.  Απλά φαίνεται με τρόπο ξεκάθαρο πόσο προσηλωμένη, στρατιωτική διάσταση έχει ο ένας, και πόσο μπιζνεσική, κοστουμαρισμένη διάσταση ο άλλος.  Και οι δυο όμως ρίχνονται στην διαδικασία του κυνηγιού, υπακούοντας σε κάποιους κανόνες που έχουν να κάνουν με την προσωπική τους ανέλιξη.  Ο ένας στον στρατιωτικό τομέα, και ο άλλος σε αυτόν των διεθνών επιχειρήσεων.
Το γεγονός οτι τελικά αυτή η διάσταση των lifestyle ανάμεσα στους δυο, πρόκειται να γίνει κοινή, συγχωνεύοντας τις συμπεριφορές και τις αντιδράσεις τους είναι μόνο ζήτημα χρόνου και κάπου εκεί οι ρόλοι αλλάζουν λιγάκι (εως και πολύ).  O Roger βρίσκει τον σκληραγωγημένο του εαυτό, που πιθανότατα δε γνώριζε καν πως υπάρχει, ενώ ο Greve οδηγείται σε μερικές λανθασμένες κινήσεις που του στοιχίζουν αρκετά.
Εκτός από την υπόθεση όμως, η ταινία έχει να σου δώσει και μια άρτια, χορογραφημένη σχεδόν σκηνοθεσία, με γρήγορες εναλλαγές πλάνων, βίαιες στιγμές και απρόσμενες καταστάσεις, όλα κάτω από το πρίσμα ενός παιχνιδιού ‘γάτας-ποντικιού’.  Κάπου μπορεί να σας θυμίσει και λίγο Fincher (δε κάνω πλάκα), οχι τόσο στη χρωματική της απόδοση, όσο στην μεστή, ρεαλιστική και ανδρική της σκηνοθεσία.  Εκτός των άλλων, και η επιλογή του χώρου των γυρισμάτων είναι συνηθισμένη για τέτοιες ταινίες, αφού το ανθρωποκυνηγητό αναλώνεται σε καταπράσινα, φυσικά τοπία, ξύλινες καλύβες μέσα στα δάση και ποταμίσιους γκρεμούς, θυμίζοντας σκηνές από το “The Fugitive” του 1993 (απ’ όσο μπορώ να πω, μιας και την original σειρά του ’63, δε την έχω δει).

Οι ερμηνείες είναι πολύ καλές, ιδιαίτερα από τον Hennie ο οποίος εκμεταλλεύεται στο έπακρο το μικρό του ανάστημα, το οποίο τον βοηθάει να την σκαπουλάρει αρκετά καλά από τις διάφορες κακοτοπιές.  Με έντονο διαπεραστικό (και γουρλωτό βλέμμα) κερδίζει τις εντυπώσεις με την σταδιακή μεταβολή του χαρακτήρα του.  Από την άλλη πλευρά ο Waldau παραμένει λίγο περισσότερο στα μετόπισθεν, υποδυόμενος τον τυπικό κακό, που όμως του πάει έτσι κι αλλιώς (ας είναι καλά και το μεσαιωνικό του alter ego).
Αν κάτι με ενόχλησε στην όλη ταινία είναι μόνο το γεγονός πως το σκληροπυρηνικό παρελθόν του Greve, δεν δικαιολογείται απόλυτα από τη δράση του στη ταινία, καθώς θα περίμενε κανείς πως η παρουσία του θα ήταν περισσότερο έντονη και πως στην τελική he would knew better.  If you know what i mean.
Κατά τα άλλα οι όποιες μικρές, υποθεσιακές τρυπούλες, μπορούν με ευκολία να παρακαμφθούν καθώς η ταινία σου προσφέρει άρτο και θέαμα, καθώς και μερικές χιουμουριστικές στιγμές που πηγάζουν και πάλι από το παρουσιαστικό του Hennie.
To “HeadHunters” είναι μια ταινία νορβηγο-γερμανικής παραγωγής, που σίγουρα θα απολαύσετε και μέσα στην αίθουσα.  Καλογυρισμένο, με έξυπνα twists, ένα παραδοσιακό, crime σενάριο και το φυσικό τοπίο της Νορβηγίας που σιγοντάρει από κοντά, είναι μια από τις καλές, καλοκαιρινές επιλογές και καλά θα κάνετε να τη περιμένετε.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι δε θα δω ποτέ ξανά το χαρτονάκι από το ρολό υγείας, με τον ίδιο τρόπο, οτι δυο υπερτροφικοί αστυνομικοί αποτελούν την καλύτερη προστασία, και οτι το full-skull look είναι και πάλι της μόδας.  Για διαφορετικούς, από τους καθυστερημένους λόγους που είναι πλέον ‘στη μόδα’ και σε εμάς εδώ.


TRIVIA

  • Η ταινία αποτέλεσε τη δεύτερη, μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία στη Νορβηγία μετά το “Max Manus” (2008) με πρωταγωνιστή και πάλι τον Aksel Hennie.
  • Η Summit Entertainment αγόρασε τα δικαιώματα για την παραγωγή του αμερικανικού remake, πολύ πριν από το original release της ταινίας.  Μα τι περίεργο…
  • Η ταινία περιλαμβάνει πολλές αναφορές και tributes στην τριλογία του Stieg Larsson.  Για παράδειγμα κάποια στιγμή η Diana παρακολουθεί στη τηλεόραση τη δεύτερη ταινία, το “The Girl Who Played With Fire”, ενώ χρησιμοποιήθηκαν και κάποιες εναέριες λήψεις από την ταινία “The Girl With the Dragon Tattoo” προκειμένου να καλυφθούν κάποια σκηνοθετικά κενά. 
(ΠΗΓΗ IMDB)

Prometheus: The space, the man and his creator

NEW ARRIVAL

Γεια σας, γεια σας και πάλι!  Όπως θα καταλάβατε, σήμερα πρόκειται να ασχοληθούμε με το διαστημικό υπερθέαμα που χτύπησε από χθες τις αίθουσες και ακούει στο όνομα, “Prometheus”.  Σαφέστατα είχαμε την κυκλοφορία και άλλων ταινιών, αλλά σίγουρα δεν είναι της ίδιας δυναμικής.  Οπότε εκτός από το “Prometheus” θα έχετε τη δυνατότητα να απολαύσετε το “The Deep Blue Sea”, ένα δυνατό δράμα, με τους Reichel Weisz και Tom Hinddleston (ναι, ναι ο Loki), το αισθηματικό “L’Amour Dure Trois Ans”, καθώς και την επανακυκλοφορία του κλασικού “Τhe Man Who Knew Too Much” και πρωταγωνιστές τους James Stewart και Doris Day.  Οπότε έπειτα και από την απαρίθμηση των ταινιών της εβδομάδας, μπορούμε να περάσουμε στα δικά μας.  Ξεκινάμε…

Μια ομάδα επιστημόνων αποφασίζει να ταξιδέψει έτη φωτός μακριά από τη Γη, και μέσα από το σκοτεινό διάστημα, προκειμένου να φτάσουν σε έναν πλανήτη, για τον οποίο έχουν αποδείξεις οτι αποτελεί τη ‘πατρίδα’ των Δημιουργών του ανθρώπινου είδους.
Όταν οι doctors, Elisabeth Shaw (Noomi Rapace) και Charlie Holloway (Logan Marshall-Green) ανακαλύψουν κάποιες πανάρχαιες τοιχογραφίες, οι οποίες παρουσιάζουν μερικά μεγαλόσωμα όντα να δείχνουν ένα συγκεκριμένο αστρικό πλέγμα στον ουρανό, είναι σίγουροι πως πρόκειται για την σημαντικότερη ανακάλυψη που έγινε ποτέ.  Έτσι λοιπόν, όταν αργότερα αποτελέσουν μέλη του πληρώματος του Προμηθέα (έτσι ονομάζεται το σκάφος, το οποίο παραπέμπει κατευθείαν στο αντίστοιχο του “Alien”, καθώς ο Scott μοιάζει να δίνει ιδιαίτερη σημασία στην ονομασία των διαστημικών του οχημάτων και τον ρόλο που αυτά παίζουν) θα έχουν την μοναδική ευκαιρία να δουν από κοντά αυτή την-όπως όλα δείχνουν-αρχή των πάντων.  Παρέα με την cold bitch αρχηγό του πληρώματος, Meredith Vickers (Charlize Theron), εκπρόσωπο της Weyland Corporation που έχει ρίξει το παραδάκι, τον cool καπετάνιο Janek (Idris Elba) και τον David (Michael Fassbender), ένα κατάξανθο ανδροειδές που μιμείται την ομιλία και το εξωτερικό παρουσιαστικό του Peter O’Toole, από την αγαπημένη του ταινία, “Lawrence of Arabia” (1962), η ομάδα φτάνει τελικά έπειτα από μακρόχρονο ταξίδι, στον προορισμό της.
Χωρίς να χάσουν χρόνο θα ξεκινήσουν αμέσως τις έρευνες για την αποκάλυψη ιχνών ζωής.  Αυτό που τελικά θα αντικρίσουν θα ξεπεράσει τα πιο τρελά τους όνειρα.  Αλλά και τους πιο φριχτούς τους εφιάλτες…

Ο μεγάλος μάστορας Ridley Scott επανέρχεται στο είδος που τον γέννησε και τον ανέδειξε κατά τρόπο τόσο προσωποποιημένο, όσο λίγες φορές έχουμε δει και σε άλλους σκηνοθέτες.
Το sci-fi. είδος και συγκεκριμένα αυτό με μπόλικες δόσεις horror, απέκτησε ολοκληρωτικά νέα διάσταση όταν το 1979 έκανε την εμφάνισή του το “Alien”.  Εκεί μια ομάδα ακολουθεί ένα απομακρυσμένο, διαστημικό σήμα και αποφασίζει να ερευνήσει τον πλανήτη από τον οποίο προέρχεται, σε αναζήτηση εξωγήινης ζωής.  Αυτό φυσικά που θα επακολουθήσει το γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά, και κάπου εκεί είναι που θα γεννηθεί και ένα από τα πιο twisted και ενδιαφέροντα ‘love stories’ που κόσμησαν ποτέ τον κινηματογράφο.
Η σκληροπυρηνική Ripley (Sigourney Weaver) θα δημιουργήσει ένα απρόσμενο δέσιμο με το θανατηφόρο, εξωγήινο πλάσμα (hand down το πιο εντυπωσιακό, εξωγήινο δημιούργημα στην ιστορία του cinema), ο οποίος θα την ακολουθήσει και στα υπόλοιπα-αν και οχι ίδιας ισχύς, αλλά παρόλα αυτά αξιοπρεπή-sequels της ταινίας.
Η προσωπική μου άποψη σχετικά με το “Alien” είναι πως ο Scott ήθελε να δημιουργήσει ένα film που θα περιλαμβάνει όλα αυτά που θα έπρεπε ένα αυθεντικό, sci-fi film να περιλαμβάνει.  Δηλαδή: αγωνία, δράση, ένα κάποιο φιλοσοφικό υπόβαθρο (οχι μεγάλο η αλήθεια είναι), αλλά και στιγμές απόλυτου, κλειστοφοβικού τρόμου.  Και στην ουσία ο Scott κάνει αυτό ακριβώς: συνδυάζει την περιέργεια για έναν αχανή, μυστήριο κόσμο , με το πιο αρχέγονο αίσθημα του ανθρώπου, αυτό του φόβου, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό, συμπαντικό κοκτέιλ που σου μένει αξέχαστο.  Μέσα από σιωπηλές στιγμές, ρέουσα σκηνοθεσία που αφήνει την ιστορία να ξεδιπλωθεί μόνη της και έναν εξωγήινο για τον οποίο σε πρώτη φάση έχεις μόνο glimpses (είναι ερπετοειδές;, έχει χαρακτηριστικά αράχνης; ή και κάτι πράγματα που μοιάζουν με πλοκάμια;) σε κολλάει στον τοίχο και σε ταΐζει ένα εξαίρετο για την εποχή υπερθέαμα.  Τα πράγματα είναι απλά.  Το ίδιο ακριβώς κάνει και στο “Prometheus”.

Για να ξεκαθαρίσουμε λίγο τα πράγματα, επειδή πολλά άκουσα από όσους είχαν ήδη δει την ταινία και η απογοήτευσή μου είχε φτάσει σχεδόν πάτωμα.  Το “Alien” δεν έχει κανένα κρυμμένο, φιλοσοφικό ή υπαρξιακό νόημα, και συνεπώς οποιαδήποτε ταύτιση (κακώς έτσι κι αλλιώς από τη πρώτη στιγμή, να αναζητά κανείς κοινή πορεία πλεύσης σε μια ταινία του ΄79 και σε μια άλλη 33 χρόνια αργότερα).  Σαφέστατα μιλάμε για μια ανθρώπινη αποστολή, που αναζητά το νόημα της ζωής και την προέλευση του είδους μας, αλλά αυτό εντοπίζεται αποκλειστικά και μόνο στον Προμηθέα.  Αντιθέτως στο “Alien” φαίνεται πως οι άνθρωποι λειτουργούν περισσότερο μισθοφορικά, εκτελώντας αποστολές σε άλλους πλανήτες και μεταφέροντας πρώτες ύλες και πάσης φύσεως υλικά, πίσω στη Γη (όπως ακριβώς και στο πρόσφατο “Moon” (2009) του Duncan Jones).  Όπως εντοπίζει και ο διάσημος κριτικός κινηματογράφου, Rogert Ebert για τους οχι ακριβώς νεαρούς πρωταγωνιστές του “Alien”, “…these are not adventurers, but workers hired by a company to return 20 millions tone of ore to Earth…”.  So it seems.
Συνεπώς αν κάποιος θέλει φιλοσοφικό υπόβαθρο, τότε ας δει το “Prometheus”.  Σίγουρα η αναζήτηση των απαντήσεων σε αυτά τα αιώνια ερωτήματα που θέτει ο άνθρωπος στον εαυτό του, δεν είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί, δεν έχουμε ακούσει και δεν έχουμε απολαύσει σε πάμπολλες, sci-fi ταινίες.  Αλλά αυτό που φαίνεται να κάνει ο Scott στην προκειμένη περίπτωση είναι ένας αυτοπροσδιορισμός και μια μνεία, αν θέλετε, στο δημιούργημά του, τρεις δεκαετίες πίσω.  Δεν έχει σκοπό ούτε να κατασκευάσει ένα ακόμα “Alien” (δεν θα είχε πια κανένα νόημα), ούτε όμως και να σκηνοθετήσει μια ταινία εντελώς αποκομμένη από την προσωπική του κληρονομιά και παράδοση.  Έτσι λοιπόν το “Prometheus” είναι μια ταινία με υπαρκτή υπαρξιακή βάση (εκεί δε βασίζεται στην τελική το ταξίδι τους;  Στην ανακάλυψη των Δημιουργών μας;) και preqouel-ικά στοιχεία βγαλμένα μέσα από την καρδιά του “Alien”.
Δε κατάλαβα τις αντιδράσεις περί μικρότερου φιλοσοφικού υποβάθρου από αυτό του “Alien”, συνεπώς δε τις δέχομαι γιατί στην ουσία οι δυο ταινίες κινούνται παράλληλα και δεν τέμνονται ποτέ.  Άρα για να ξεμπερδεύουμε και με αυτό το θέμα το οποίο με εκνεύρισε και λίγο, το “Prometheus” είναι όπως το περιμένουν οι περισσότεροι: εντυπωσιακό, άρτια σκηνοθετημένο και με μπόλικα easter eggs, τα οποία θα προϊδέαζαν ιδανικά κάποιον για μια ενδεχόμενη, παρθενική εμφάνιση του “Alien” στις μέρες μας και οχι το ’70.

Όσον αφορά αυτή καθεαυτή την ταινία μας τώρα, τα πρώτα δέκα λεπτά είναι ενδεικτικά και της κατεύθυνσης που επιλέγει να ακολουθήσει ο σκηνοθέτης.  Στο πρώτο πλάνο βλέπουμε ένα εντυπωσιακό τοπίο με ορμητικούς καταρράκτες και λίγο αργότερα ένα πελώριο, χλωμό πλάσμα που θυμίζει αρκετά ανθρώπινο ον, να δοκιμάζει κάτι σαν δηλητήριο και έπειτα να πέφτει στο νερό νεκρό.  Αμέσως μετά η κάμερα μεταφέρεται στη Γη, οπού η Shaw (αλήθεια τι ‘saw’ η Shaw;) ανακαλύπτει τις πανάρχαιες τοιχογραφίες, μέσα από ένα σκηνικό match cut.
Ίσως το πιο διάσημο match cut στην ιστορία του κινηματογράφου, να είναι αυτό στο αστρικό έπος του Stanley Kubrick, “2001: A Space Odyssey”, στο οποίο μεταφερόμαστε αυτοστιγμεί από το κόκαλο που πετάγεται στον αέρα, στον διαστημικό σταθμό που πλανάται νωχελικός στο σκοτεινό διάστημα.
Στην ουσία ο Scott μοιάζει να ενδιαφέρεται να εμπλουτίσει τον Προμηθέα του, με μια σειρά από κινηματογραφικές στιγμές, που αν προσέξει κανείς καλά, θα καταλάβει πως αποτελούν την έμπνευση από άλλα, αξιομνημόνευτα film.  Και οι ομοιότητες με το αριστούργημα του Kubrick δεν τελειώνουν εδώ.
Ο ρόλος του David, οχι μόνο αποτελεί μια συνέχεια των ρόλων που υποδύθηκαν οι Ian Holm (Ash), Lance Henriksen (Bishop- “Aliens”, “Alien 3”) και Wynona Ryder (Annalee Call-“Alien: Resurrection), αλλά και του ψυχρού προδότη, HAL-9000 ο οποίος αποτέλεσε την αφετηρία για την σωτηρία, αλλά και την ψυχεδελική καταστροφή του πληρώματος του διαστημικού σταθμού στο Space Odyssey.  Τα κοινά στοιχεία του David και του HAL-9000 είναι περισσότερα από οτι αφήνεται να εννοηθεί στην αρχή, και ο Fassbender δίνει ρεσιτάλ στον ρόλο του μυστηριώδους ανδροειδούς το οποίο ακολουθώντας την παράδοση του Kubrick είναι η σωτηρία του πληρώματος.  Είναι όμως και η καταστροφή τους;
Το γεγονός που γεννάται εδώ έχει ένα πολύ ενδιαφέρον, υπαρξιακό twist καθώς η ουσία της αναζήτησης των Δημιουργών μας, μεταβιβάζεται ταυτόχρονα και στην δημιουργία του David από εμάς.  Αυτό σημαίνει πως ο Scott δημιουργεί ένα έξυπνο, διπλό παιχνίδι στο οποίο το πλήρωμα αναζητά απαντήσεις, σε κάτι που ο David έχει ήδη απαντήσει: οι Δημιουργοί μου είστε εσείς.  Αυτή η απάντηση στο υπέρτατο ερώτημα, είναι που στην ουσία τον καθιστά παντογνώστη και φυσικά τρομερά επικίνδυνο απέναντι στους ήρωες.  Είναι ένα ανθρωπόμορφο ανδροεϊδές που δεν έχει απολύτως τίποτα να χάσει, σε αντίθεση με την εύθραυστη, ανθρώπινη ύπαρξη που απειλείται να χάσει τις απαντήσεις, μέσα από τα χέρια της…

Εκτός όμως από τον Fassbender που κλέβει εύκολα την παράσταση, εξίσου καλή είναι και η Noomi Rapace σε μια κατά πολύ λιγότερο hardcore εκδοχή της Sigourney Weaver.  Κάπου ανάμεσα στην απλή και ανθρώπινη συμπεριφορά της, με τις αναμνήσεις και τα δάκρυα στα μάτια, η Elisabeth είναι μια γυναίκα που ξέρει ακριβώς τι να κάνει όταν οι συνθήκες το απαιτούν.  Χαρακτηριστικότερη η σκηνή που βρίσκεται μέσα στο ‘ιατρείο’ και δε λέω τίποτα άλλο γι’ αυτό.
Το γεγονός οτι ο Scott δε το παρακάνει με τη θύμηση της Ripley, μόνο καλό κάνει στην ταινία, καθώς αποφεύγεται μεν εύστοχα μια σύγκριση (ποια να συγκριθεί άλλωστε μαζί της;, όπως λέει και το άσμα), ενισχύεται δε το προφίλ της πρωταγωνίστριας μέσα από μια χαλαρά μόνο σύνδεση με την σκληροπυρηνική Ripley.  Εξάλλου το στοιχείο που τις διαφοροποιεί στον μέγιστο βαθμό, είναι αυτό της πίστης.  Η Elisabeth κουβαλάει παντού μαζί της έναν σταυρό τον οποίο φοράει, και ο οποίος πέρασε σε αυτή από τον πατέρα της.  Αντιθέτως η Ripley ήταν μια γυναίκα που βασιζόταν στην ομάδα και στην σκληροτράχηλη οντότητά της, όταν τα πράγματα γίνονταν άγρια.
Ο Ridley και πάλι όμως μπορεί να πετάει στο τσουκάλι και το θέμα της θρησκείας (πίστη και επιστήμη αποτελούν κομμάτια της ίδιας προσωπικότητας της Elisabeth), παρόλα αυτά δε τα ψαχουλεύει και πολύ, αφήνοντας στον καθένα από εμάς να ερμηνεύσει τα όσα βλέπει με δικό του τρόπο.  Κατά τα άλλα και όλο το υπόλοιπο cast ήταν πολύ καλό, με τον Elba και την Theron να συμπληρώνουν την τετράδα μαζί με Rapace και Fassbender.

Το “Prometheus” είναι σίγουρα ένα οπτικοακουστικό υπερθέαμα με ψυχή και περιεχόμενο.  Όπως είναι λογικό έχει και αυτό τις λιγότερο καλές στιγμές του, όπως για παράδειγμα το γεγονός οτι κατά την ταπεινή μου γνώμη του cast αν και πολύ καλό, δεν έδεσε μεταξύ του όπως θα έπρεπε, με αποτέλεσμα να υπάρχουν υποομάδες που φαινόταν να λειτουργούν καλύτερα, και άλλες οχι και τόσο.  Επίσης με ξένισε το γεγονός μερικών corny, όπως θα τις χαρακτήριζα, σκηνών τις οποίες έχω δει άπειρες φορές σε καταστροφολογικές ταινίες και θα ήθελα ο Scott να αποφύγει τον σκόπελο αυτού του κλασικού μοτίβου.  Παρόλα αυτά τα λιγότερο καλά στοιχεία της ταινίας, είναι σαφέστατα περιορισμένα, σε σχέση με αυτό που μπορείς να αποκομίσεις από τη ταινία.
Εντυπωσιακά special effects που σε αφήνουν άναυδο, ένα story που έχουμε ξαναδεί, εμπλουτισμένο όμως με μνήμες από το συναρπαστικό “Alien”, ένας απόκοσμος-κόσμος τόσο σκοτεινός και προκλητικός την ίδια στιγμή που σε συνεπαίρνει, ένα ΟST από τα καλύτερα τώρα τελευταία, ενα εντυπωσιακότατο σκάφος (και φυσικά εξίσου όμορφες στολές, υπο-οχήματα κ.λ.π) και μια σκηνοθεσία υψηλών προδιαγραφών, συνθέτουν μια διαστημική περιπέτεια που κάτι θα σου θυμίσει, αλλά και οχι.
Το “Prometheus” είναι ένα καλοκαιρινό blockbuster με τσαγανό.  Και αν λίγο πριν από το τέλος πας να ξενερώσεις, μη φοβού.  Γιατί στα τελευταία λεπτά το κλείσιμο είναι…λουκούμι.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι probably ο Logan Marshall-Green θα μπορούσε άνετα να είναι ο δίδυμος αδελφός του Tom Hardy, οτι ο Guy Pearce κάνει εμφάνιση σε ρόλο έκπληξη και οτι το όνομα του σκάφους δεν είναι τυχαίο.  Ω οχι, καθόλου τυχαίο…

TRIVIA

  • O Scott έδωσε εντολές στην Theron να στέκεται στις γωνίες και να κινείται σε lurking movements, προκειμένου να ενισχύσει την απόμακρη και αινιγματική φυσιογνωμία της Vickers.
  • Η Theron αντιμετώπισε μεγάλη δυσκολία στο γύρισμα των σκηνών δράσης, εξαιτίας του καπνίσματος.  Ιδιαίτερα όταν έπρεπε να τρέχει με τις μπότες που φορούσε και οι οποίες ζύγιζαν 14 κιλά!
  • Τα ανδροειδή στις ταινίες Alien ακολουθούν αλφαβητική σειρά: Ash, Bishop, Call και David.
(Πηγή IMDB)
Μερικά από τα cool unofficial posters:
Το poster του “Prometheus” αν ήταν b-movie
Και μερικές φωτός από “Alien” και “Prometheus” προς σκέψη και συζήτηση…

Ink: When nightmares become real

Γεια σας, γεια σας!  Λοιπόν να πω κάτι για να μη το ξεχάσω κιόλας, από αύριο 17 Μαΐου ξεκινάει για ακόμη μια φορά το ΤΑΙΝΙΟΡΑΜΑ στον κινηματογράφο ΑΣΤΥ, και θα διαρκέσει μέχρι τις 27 Ιουνίου.  Το καθημερινό εισιτήριο, για την παρακολούθηση μέχρι και 3 ταινιών, θα ανέρχεται στα 6 ευρώ, ενώ η κάρτα διαρκείας θα κοστίζει 30 (10 ευρώ λιγότερα δηλαδή από πέρσυ).  Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να επισκεφθείτε το επίσημο πρόγραμμα του φεστιβάλ, να διαλέξετε τις αγαπημένες σας ταινίες και καλή σας προβολή!
Στα δικά μας σήμερα, έχουμε μια ταινιούλα αρκετά περίεργη και αν με ρωτούσε κανείς, θα έλεγα οτι μάλλον είναι και μια ερασιτεχνική προσπάθεια, από την άποψη του γενικότερου τρόπου φιλμαρίσματος.  Ιδιαίτερη υπόθεση και ακόμα πιο ιδιαίτερη εκτέλεση, το “Ink” είναι ένα πολύ ενδιαφέρον δημιούργημα, που αξίζει να δει κάθε λάτρης των indie ταινιών.

Όταν πέφτει η νύχτα και οι άνθρωποι βυθίζονται στον κόσμο του ύπνου και του ασυνείδητου, δυο αντικρουόμενες δυνάμεις κάνουν την εμφάνισή τους, οι μεν με φωτεινούς, και οι δε με σκοτεινούς σκοπούς.  Η μια ‘ομάδα’ είναι υπεύθυνη για όλα τα όμορφα και ελπιδοφόρα όνειρα που μπορεί να δει κανείς στον ύπνο του, καθώς με ένα τους άγγιγμα, γεμίζουν με χαρά, αισιοδοξία και αναζωογονητικές εικόνες, το εκάστοτε άτομο.  Η δεύτερη ‘ομάδα’ όμως, είναι ζοφερή και μίζερη, έρχεται κατά τη διάρκεια του ύπνου και απλώνει την ερεβώδη της σκιά, γεμίζοντας το μυαλό με άσχημες αναμνήσεις, απελπισία και εφιάλτες.  Καμία από τις δυο δεν είναι δυνατόν να γίνει αντιληπτή από τους ανθρώπους ενώ αυτοί είναι ξύπνιοι, αλλά φαίνεται πως η σχέση τους με εμάς, περιορίζεται σε αυτή την αδρανή (φαινομενικά) κατάσταση την οποία όλοι βιώνουμε, κατά τη διάρκεια του ύπνου.  Όταν ένα περίεργο, σκοτεινό πλάσμα που ονομάζεται Ink, αποφασίσει να κάνει την επόμενη κίνηση και να κλέψει την ψυχή ενός μικρού κοριτσιού, προκειμένου να την ανταλλάξει για μια θέση στην πανίσχυρη ομάδα των Incubi (αυτών δηλαδή που είναι υπεύθυνοι για τους εφιάλτες), οι ‘φωτεινοί φύλακες’ θα ξεκινήσουν την υπέρτατη προσπάθεια, προκειμένου να τη σώσουν.  Όταν στην ιστορία μπλεχτεί και ο πατέρα της μικρής, John (Chris Kelly) ο οποίος βρίσκεται χαμένος στο δικό του κόσμο, έπειτα από τον θάνατο την γυναίκας του.  Και ενώ η κορούλα του βρίσκεται σε κωματώδη κατάσταση στο νοσοκομείο, ο ίδιος θα πρέπει να συνεργαστεί υποσυνείδητα με τους καλούς, προκειμένου να την βοηθήσει, πριν να είναι πια αργά…

Ο σκηνοθέτης Jamin Winans, είναι ένας από τους πολλούς ανεξάρτητους δημιουργούς (το “Ink” μάλιστα χρηματοδοτήθηκε από την ανεξάρτητη, εταιρία παραγωγής του ίδιου του Winanas, την Double Edge Films), οι οποίοι κάνουν τα διακριτικά τους περάσματα από τα κινηματογραφικά φεστιβάλ, και περιμένουν τη στιγμή που η ευκαιρία θα τους ‘κάτσει’.  Κάπως έτσι δεν έγινε εξάλλου και πέρσι με τον Nicolas Windign Refn, και το cult status πια, “Drive”;
Αν και σίγουρα οι διαφορές ανάμεσα σε πιο low profile σκηνοθέτες, με άλλους που έχουν κάνει και μερικές πιο mainstream ταινίες, είναι αρκετές, εντούτοις όλοι αυτοί πατούν στην ουσία πάνω στην ίδια βάση.  Στη προκειμένη περίπτωση ο Winans έκανε την πρώτη του εμφάνιση, χάρη σε δυο short films το 2003, τα “Blanston” και “The Maze”.  Ακολούθησε ένα ακόμη το 2005, το “Spin”, ενώ την ίδια χρονιά ήρθε και η πρώτη full length ταινία του, το “11:59”, που αφορά την ιστορία ενός φωτορεπόρτερ που προσπαθεί να θυμηθεί τι έκανε τις τελευταίες, 24 ώρες της ζωής του.
Το “Ink” ήρθε τέσσερα χρόνια αργότερα, και πολλοί έσπευσαν να το αναδείξουν ως το νέο it ταινιάκι, το οποίο συνέκριναν με ήδη cult ταινίες, όπως το “Brazil” του Terry Gilliam, το “Dark City” και το “Donnie Darko”.  Και καλά έκαναν.

Η ταινία αποτελεί μια χαρακτηριστικότατη περίπτωση, των σημειών των καιρών μας.  Και τι εννοώ με αυτό;  Είναι απλό.  Κατάφερε να γίνει αυτό που είναι, μια ενδιαφέρουσα και σπουδαία τολμώ να πω-ιδιαίτερα σκηνοθετικά-ταινία, εντελώς μόνη της και χάρη στις αποκλειστικές προσπάθειες των δημιουργών της.  Πιο συγκεκριμένα, επειδή όπως ήταν φυσικό, κανένα μεγάλο studio δεν αναλάμβανε τη διανομή της (ούτε καν για home distribution), η εταιρία παραγωγής του Winans αποφάσισε να την διανέμει σε ανεξάρτητους κινηματογράφους, DVD, Blu-Ray, αλλά και online, εντελώς μόνη της.  Αυτή η προσωπική διαδικασία, απεέδωσε τελικά καρπούς, όταν η τα ‘κατεβάσματα’ της ταινίας από bit-torrent λογαριασμούς, ανήλθαν στις 400.000(!) σε μια εβδομάδα μόλις(!!), γεγονός που οδήγησε σε ακόμα μεγαλύτερη αύξηση των αγορών της ταινίας, σε DVD και Blu-Ray.  Το “Ink” αποδεικνύει σίγουρα οτι δε χρειάζεσαι πολλά για να καταστήσεις το προϊόν σου αναγνωρίσιμο, ε εντάξει ακόμα και όταν καταφεύγεις στο να “embraced the piracy” όπως ανέφεραν χαρακτηριστικά οι δημιουργοί της ταινίας.

Εκτός όμως όλων των διαφημιστικών και προωθητικών θεμάτων της ταινίας, αξίζει να την ανακαλύψετε και να την δείτε, για ποικίλους λόγους.
Αρχικά αν είστε fan των sci-fi, φαντασιακών ταινιών, τότε σίγουρα το “Ink” είναι για τα γούστα σας, καθώς και μόνο η υπόθεση είναι κάτι εξολοκλήρου φανταστικό και άκρως εντυπωσιακό.  Οι εναλλακτικές της πινελιές, και κυρίως η σκηνοθεσία της, την καθιστούν ένα πραγματικό έργο τέχνης που ξεχωρίζει και το οποίο εύκολα θα μπορούσα να δω μέσα σε κάποια ομάδα σύγχρονων, avant-garde δημιουργημάτων.
Οτι μπορεί να φανταστεί κανείς από πλευράς στιλιζαρίσματος, πλάνων, εικόνας, σκηνοθεσίας, τα πάντα, εμπεριέχονται σε αυτή τη ταινία, με τρόπο που εντείνει ακόμα περισσότερο την ονειρική της διάσταση.  Γεγονός είναι πως τα βασικά μοτίβα που επαναλαμβάνονται εδώ έχουν να κάνουν με έννοιες όπως η λήθη, η θύμηση, το ασυνείδητο, το υποσυνείδητο, ο κόσμος των ονείρων και αυτός που γεννά τους εφιάλτες, πράγματα δηλαδή δύσκολα να αποδοθούν στο κινηματογραφικό πανί, ιδιαίτερα όταν δεν έχεις στη διάθεσή σου τα απαραίτητα μέσα.  Κι όμως, η παρουσίαση όλων αυτών των διαφορετικών νοητικών στρωμάτων, όπως αυτά  προέρχονται από την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη, είναι κάτι το υπέροχο να το παρακολουθείς, καθώς υπόκεινται σε διερεύνηση μέσω του σημαντικότερου κομματιού μιας ταινίας: της σκηνοθεσίας.

Ο αποχρωματισμός και αντίθετα ο υπερχωματισμός των εικόνων είναι χαρακτηριστικός, και ακολουθεί το φιλμ σε όλη του τη διάρκεια, μέχρι και το τέλος.  Με ζωηρό, χρυσαφένιο χρώμα που νομίζεις οτι θα πάρει φωτιά, είναι φτιαγμένος ο κόσμος των “storytellers” όπως ονομάζονται οι καλοί, ενώ στην αντίθετη περίπτωση, ο κόσμος των Incubi είναι χλομός, παγωμένος και δυσοίωνος, με κάθε απόχρωση του μπλε, γκρίζου και μαύρου να ξεχύνονται μέσα από την εικόνα.  Ιδιαίτερη εντύπωση μου προκάλεσε και η παρουσία μιας έντονης, σχεδόν φλούο, πράσινη απόχρωσης η οποία προσέδιδε μια φουτουριστική, hi-tech πινελιά στο άνδρο των Incubi (ή μπορεί απλώς να παρέπεμπε στην αρρωστημένη ατμόσφαιρα του πράσινου χρώματος, στο “Natural Born Killers”.  Who knows?).  Η χρήση φίλτρων και διαφορετικών φακών επίσης, έκαναν ακόμη πιο αισθητή τη διαφοροποίηση πραγματικότητας-ονείρων, ενώ και τα διαρκή cuts υποδήλωναν πως ακόμα και στη πραγματική, χειροπιαστή ζωή του μπαμπά John, τα πράγματα δεν ήταν τόσο καλά (θυμηθείτε τις σκηνές με τη χρήση των ναρκωτικών στο “Requiem for a Dream” και θα καταλάβετε τι εννοώ).  Άγχος, αγωνία και εντυπωσιακές σκηνές δράσεις, όλα υποδηλώνονται ξεκάθαρα μέσα από τα διαρκή cuts, αλλά και τα freeze frames, με τα οποία ο σκηνοθέτης δίνει ακόμα περισσότερο μια καλλιτεχνίζουσα αισθητική στη ταινία.

Φυσικά υπάρχουν και αρκετά flashbacks προκειμένου να ενώνεται αρμονικά το παρόν με το παρελθόν, σκηνοθεσία που χαρακτηρίζεται από αμέτρητα κοντινά, contre plongee (η λήξη ενός ατόμου από κάτω, προς τα πάνω) κ.α στους κεντρικούς ήρωες, εξάρσεις χρωμάτων, ειδικά εφέ (αρκετά καλά για μια τέτοια ταινία), εντυπωσιακούς χαρακτήρες (για τη δημιουργία των Incubi, έχει τοποθετηθεί μπροστά από το πρόσωπό τους ένα διάφανο κομμάτι, προφανώς πλεξιγκλάς, αλλά που μοιάζει και με γυαλί, γεγονός που παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά τους και τους κάνει ακόμα πιο απειλητικούς.  Αν έπρεπε να μαντέψω θα έλεγα πως η ιδέα ίσως και να ήρθε από την avant-garde Αμερικανίδα σκηνοθέτιδα, χορεύτρια, ηθοποιό Maya Deren, και την ταινία της “Meshes of the Afternoon”).  Πραγματικά όσα και να πω για τη σκηνοθεσία, είναι σίγουρο οτι θα ξεχάσω κάτι, οπότε μπορείτε να ανακαλύψετε ακόμα περισσότερα, βλέποντάς την.
Τέλος και οι ερμηνείες είναι πολύ καλές (απρόσμενα καλές θα έλεγα), αποτελώντας το κερασάκι αυτής της-κακώς-μιουταρισμένης, άγνωστης ταινίας, που αγγίζει τα όρια του experimental film.  Και ίσως να τα ξεπερνάει.  Βρείτε την, δείτε την και εδώ είμαστε…

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το soundtrack είναι εξαιρετικό, οτι το Ink θα μπορούσε να βγαίνει από το Inc-ubi, ως η προγενέστερη των Incubi μορφή του πλάσματος και οτι ο Ink κρύβει ένα μεγάλο μυστικό που αποκαλύπτεται στο τέλος.  Και είναι τόσο καλό.

No trivia

Χμμμ Elijah, κι εσύ εδώ;

ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

The Little Girl Who Was Frogotten…, by Katytowell

The Show Must Go On: The last reality show in the world

Χαιρετώ και σήμερα!  Τι κάνουμε, τι κάνουμε;  Ελπίζω καλά.  Λοιπόν ελπίζω να σας αρέσει και η νέα παρουσίαση του blog, την οποία αποφάσισα μιας και βαρέθηκα γρήγορα το προηγούμενο, και είπα επίσης να ελαφρύνω λίγο τη σελίδα, περιορίζοντας τις κριτικές που εμφανίζονται στις δυο ανά σελίδα.  Ευχαριστώ για την ενημέρωση σχετικά με τη δυσκολία φόρτωσης της σελίδας, και αν πάλι υπάρχει κάποιο πρόβλημα ή οτιδήποτε τέλος πάντων θα θέλατε να δείτε στο blog, όπως προτάσεις για νέες ταινίες (έχω ήδη μια στα σκαριά), αλλαγές ή κάτι άλλο, feel free to say it!  Σήμερα λοιπόν και περνώντας στα δικά μας, είπα να ασχοληθούμε με μια ταινία που πολύ δύσκολα θα έχετε δει.  Και εγώ την παρακολούθησα στο φετινό 7ο φεστιβάλ του Φανταστικού που γίνεται στην Αθήνα (κινηματογράφοι MΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ και ΝΙΧΟΝ μέχρι σήμερα) και το οποίο αναμένεται να ολοκληρωθεί την Τετάρτη.  Μέχρι στιγμής παρακολούθησα τρεις ταινιούλες, τις οποίες πρόκειται να ανεβάσω στο blog κυρίως για τα ενδιαφέροντα θέματα που πραγματεύονται, αλλά και για διάφορα ακόμη αξιόλογα στοιχεία που περιλαμβάνουν, αν αναλογιστεί μάλιστα κανείς οτι οι περισσότερες αποτελούν παραγωγές χαμηλού προϋπολογισμού.  Ξεκινάμε λοιπόν με το “The Show Must Go On”.

Βρισκόμαστε στην Κροατία του σήμερα και πιο συγκεκριμένα στο Zagreb.  Εκεί ένας φιλόδοξος τηλεοπτικός παραγωγός, ο Filip Dogan (Sven Medvesek) αποφασίζει να δημιουργήσει ένα νέο reality show στο οποίο θα πρωταγωνιστούν…ζευγάρια!  Όπως δηλώνει ο ίδιος, το μεγαλεπήβολο αυτό σχέδιό του πρόκειται να αποδώσει και να εκτοξεύσει την τηλεθέαση, καθώς το concept είναι ολοκληρωτικά πρωτότυπο και αν μη τι άλλο θα έχει τεράστιο ενδιαφέρον να παρακολουθεί κανείς την καθημερινότητα μιας ομάδας ζευγαριών, με τις αντιζηλίες τους, τις συγκρούσεις, αλλά και τον υπαρκτό τους έρωτα.  Απέναντι σε αυτό το ολίγον trash, και ολίγον ‘φάτε μάτια ψάρια’ θέαμα που προσφέρει ο Filip και το κανάλι του, βρίσκεται η πρώην σύζυγός του Helena (Natasa Dorcic) η οποία είναι μια αξιόλογη δημοσιογράφος μιας πολιτικοκοινωνικής εκπομπής που χτυπάει πενηντάρια, την ίδια στιγμή που η δειλή εμφάνιση του reality περιορίζεται σε μονοψήφιους, τηλεθεατικούς αριθμούς. Όταν λίγο αργότερα η κόντρα ανάμεσα στους πρώην συζύγους κορυφωθεί, αφενός εξαιτίας του διαφορετικού τηλεοπτικού τους background, και αφετέρου εξαιτίας της δυσκολίας να φροντίσουν τον μικρό τους γιο, λόγου του δύσκολου προγράμματός τους, τότε η σχέση τους θα φτάσει στο απροχώρητο.  Δυστυχώς θα εύχονταν τα προβλήματά τους να ήταν μόνο αυτά.  Όταν ανακοινώνεται οτι η Κροατία έχει εμπλακεί σε πόλεμο και μάλιστα το Zagreb βρίσκεται ήδη μέσα στους προβλεπόμενους για πυρηνικό αφανισμό, στόχους ο Filip θα κάνει τα αδύνατα δυνατά, προκειμένου οι διαγωνιζόμενοι που βρίσκονται στο σπίτι του ‘Big Brother’ να μη καταλάβουν τίποτα, σε μια προσπάθεια να τους δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή.  Παίρνοντας στα χέρια του την τύχη και την ζωή των εγκλεισμένων ζευγαριών, καθώς και του γιου του, θα προσπαθήσει να τους κρατήσει ζωντανούς, προκειμένου να συνεχίσουν τον εποικισμό της Γης(;) για όσο το δυνατόν περισσότερο…

Ο Κροάτης σκηνοθέτης Nevio Marasovic σκηνοθετεί μια χαμηλού budget ταινία, με πλήρες περιεχόμενο, στρωτή αφήγηση, σχεδόν ερασιτεχνική σκηνοθεσία (πολλές φορές εξάλλου η κάμερα βρίσκεται στο χέρι) και με ερμηνείες που σε αφήνουν απόλυτα ικανοποιημένο και έκπληκτο, γιατί κακά τα ψέματα, δε το περίμενες.
Αν και όσον αφορά αποκλειστικά και μόνο τη δουλειά του σκηνοθέτη, ο Marasovic έχει να επιδείξει και μια τηλεοπτική σειρά, το “Instruktor” (2010) και τίποτα άλλο, εντούτοις με το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, καταφέρνει να αποδείξει οτι δε χρειάζεται μεγάλο εργασιακό background προκειμένου να δημιουργήσεις μια ταινία αξιώσεων μέσα στα αυστηρά οριοθετημένα μερικές φορές, πλαίσια των low budget films.  Ούτε σημαίνει απαραιτήτως οτι επειδή η χρηματοδότηση δεν ήταν μεγάλη, συνεπώς και η ταινία θα βγει μια πατάτα.  Κάθε άλλο.  Όταν έχεις στη διάθεσή σου τα βασικά μέσα, μπορείς να δημιουργήσεις ενδιαφέροντα κινηματογραφικά έργα, τα οποία να έχουν κάτι να πουν.  Όπως ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση του “The Show Must Go On’.

Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Marasovic ένοιωσε πολύ άσχημα όταν συνειδητοποίησε οτι η ταινία του θα έμοιαζε σε μεγάλο βαθμό με μια mini σειρά 5 επεισοδίων, η οποία προβλήθηκε το 2008 και αποτέλεσε δημιούργημα του Άγγλου συγγραφέα, Charlie Brooker.
Σύμφωνα με την τιτλοφορούμενη “Dead Set” σειρά, μια ομάδα ατόμων που βρισκόταν μέσα σε ένα τηλεοπτικό σπίτι για τις ανάγκες ενός ριάλιτι, ζούσε σε έναν εντελώς δικό της κόσμο, αποκομμένη από την εξωτερική πραγματικότητα.  Και αυτόν ήταν ότι καλύτερο, αν σκεφτεί κανείς πως έξω από το σπίτι το ζομπίστικο ολοκαύτωμα είχε πλέον γίνει ένα απτό, καθημερινό σενάριο.  Όταν ο παραγωγός μπουκάρει στο σπίτι και ενημερώνει τους διαγωνιζόμενους για την μακάβρια πραγματικότητα που τους περιμένει έξω, αυτοί θα προσπαθήσουν να εγκαταλείψουν το σπίτι, να βρουν προμήθειες και να καταφέρουν να κάνουν ένα πράγμα: να επιζήσουν.
Αν και το “The Show Must Go On” θέτει υπαρξιακά και ηθολογικά διλήμματα, απέχοντας έτη φωτός από ένα splatter περιεχόμενο ζομπικής προέλευσης, εντούτοις γίνεται κατανοητός ο λόγος για τον οποίο ο Marasovic φοβήθηκε μια πιθανή κριτική της ταινίας που επεξεργαζόταν καιρό πριν από την εμφάνιση της σειράς.  Παρόλα αυτά το γεγονός παραμένει ένα.  Ακόμα και αν κάποιες ταινίες ομοιάζουν (όσον αφορά εδώ την γενικότερη ιδέα), αυτό δεν αποτελεί μεμπτό κριτήριο ευθύς εξαρχής, ιδιαίτερα όταν οι ταινίες έχουν να μας προσφέρουν τελικά διαφορετικά πράγματα η κάθε μια, κάτι καινούριο.  Έτσι λοιπόν μπορεί το “Dead Set” να βγήκε πρώτο, κινήθηκε όμως πάνω σε τρομολαγνικές νόρμες, με μπόλικες δόσεις καυστικής σάτιρας (π.χ τα ζόμπι καταβροχθίζουν ίσως τους διαγωνιζόμενους, όπως οι θεατές τους ‘καταβρόχθιζαν’ μέσω του τηλεοπτικού γυαλιού).  Από την άλλη πλευρά το “The Show Must Go On” κινείται πάνω σε εντελώς διαφορετικές γραμμές.

Χωρίς υπερβολικό στιλιζάρισμα (θα λέγαμε και καθόλου), ο Marasovic υφαίνει ένα κλασσικού μοτίβου οικογενειακό δράμα, το οποίο πυροδοτείται αφενός από τις επαγγελματικές επιλογές του πρωταγωνιστή και αφετέρου από τον πυρηνικό πόλεμο που βρίσκεται προ των πυλών της πόλης.  Ο πόλεμος αποτελεί στην ουσία και το στοιχείο της τραγικής ειρωνείας, μιας που τελικά τα μοναδικά άτομα που φαίνεται να έχουν μια καλύτερη δυνατότητα σωτηρίας, είναι οι διαγωνιζόμενοι.
Ο ήρωας θεωρεί πως είναι δική του υποχρέωση να τους κρατήσει ζωντανούς, από τη στιγμή που ήδη είχε αρχίσει από πριν να έχει τις δικές του αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσο είναι ηθικό, ένα τέτοιο θέαμα.  Στην ουσία ο Filip βρίσκεται σε μια διαρκή αμφισβήτηση των επιλογών του, καθώς από τη μια πλευρά η τηλεθέαση του reality χτυπάει κόκκινο (ο κόσμος δε θέλει να βλέπει ειδήσεις, προσπαθεί να ελαφρύνει το κακό, προπολεμικό κλίμα), από την άλλη όμως οι συμμετέχοντες δεν έχουν την παραμικρή ιδέα για το τι συμβαίνει εκεί έξω.  Είναι αυτό ορθό;  Είναι σωστό;
Τέτοιες αντιφάσεις βιώνει διαρκώς ο Filip, ιδιαίτερα από τη μέση της ταινίας και μετά, όταν και η αγωνία αρχίσει να κορυφώνεται.  Σε ένα πιο μεταφορικό επίπεδο θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε το περιεχόμενο της ταινίας, με βάση την σταδιακή “αποκτήνωση” του ανθρώπου που ακόμα και σε τόσο ζωτικής σημασίας καταστάσεις, εκείνος επιλέγει να αδιαφορήσει και να ταχθεί είτε με τους εκμεταλλευτές, είτε με τους απαθείς.  Και όμως, ποιο βγαίνει τελικά κερδισμένος από μια τέτοια πραγματικότητα;

Η ταινία παρουσιάζει στην ουσία μια εν δυνάμει δυστοπική κατάσταση, όπως αυτή είναι στην αρχή της.  Χωρίς ιδιαίτερα εφέ, αλλά με έξυπνη χρήση των πλάνων, του ήχου και της αγχωτικής κίνησης της κάμερας στο χέρι, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να στήσει μια αρκούντως ζοφερή κατάσταση, η οποία σε θλίβει χάρη στο ωμό, επικείμενο τέλος της.
Οι ερμηνείες είναι τίμιες, χωρίς υποκριτικές εξάρσεις και υπερβολές, και καταφέρνουν να αναμετρηθούν ικανοποιητικά με την right to the point σκηνοθετική ματιά του Marasovic πάνω σε ένα κατά τα άλλα κρίσιμο και σύγχρονο θέμα, που θα έπρεπε να απασχολεί όλους μας.  Γιατί αν κάποτε έρθει και η σειρά μας, τότε τι;
Το “The Show Must Go On” είναι μια ταινία από αυτές που φοβάσαι λίγο, αλλά τελικά εποδεικνύονται υπεράνω προσδοκιών.  Κι αν τη googl-άρετε και βρεθείτε μπροστά στο τραγούδι των Queen, ακούστε το με την ευκαιρία.  Η ομοιότητα μερικών στίχων και υπόθεσης, είναι εντυπωσιακή.

Τι έμαθα από τη ταινία: Από το poster συγκεκριμένα έμαθα οτι ο Medvesek είναι ο Κροάτης Christian Bale.  Μετά ξύπνησα.  Οτι την επόμενη φορά που θα δεις διαφήμιση για νέο reality, δήλωσε συμμετοχή.  Ποτέ δε ξέρεις, και οτι σε τέτοιες περιπτώσεις σε συμφέρει να είσαι έγκυος.  Trust me.

No trivia

Tinker Tailor Soldier Spy: Gary Oldman welcome back

NEW ARRIVAL (από τη Πέμπτη 16/2 στις αίθουσες)

Καλημέρα σε όλους και καλή εβδομάδα;  Δε θα το έλεγα και πολύ.  Μετά από τα χθεσινοβραδινά επεισόδια και τις χθεσινοβραδινές, πολιτικές αποφάσεις (που προκάλεσαν και τεράστια εντύπωση άλλωστε) σήμερα νοιώθω/νοιώθουμε περίεργα.  Όσο η Αθήνα ήταν τυλιγμένη στις φλόγες και το πλιάτσικο είχε χτυπήσει κόκκινο, εγώ ήμουν στα κινηματογραφικά μου σεμινάρια.  Δεν είχαμε και πολύ όρεξη χθες (σουρεαλιστικό το γεγονός οτι κάναμε το μιούζικαλ) και το μάθημα προσπαθούσε να χωρέσει εν μέσω μηνυμάτων από γονείς περί εκτρόπων στο Σύνταγμα, και διαρκή ενημέρωση του κάθε καινούριου κτιρίου που τυλιγόταν στις φλόγες.  Όταν έφτασε η στιγμή που ενημερώθηκα για το ΑΤΤΙΚΟΝ και το ΑΣΤΥ η καρδιά μου σφίχτηκε για τα καλά.  Και μην αρχίσω να ακούω πράγματα του τύπου ‘εδώ πάμε για φούντο, εσένα αυτό σε πείραξε’ ή ‘για τη κατάντια μας δε νοιάζεται, τα ντουβάρια σε συγκίνησαν’.  Ναι ρε.  Με συγκίνησαν ΚΑΙ αυτά.  Γιατί πέρσι το καλοκαίρι μου το πέρασα όλο στην παλιακή αίθουσα του ΑΣΤΥ να βλέπω όμορφες ταινίες, παλιές και νεότερες και να τις απολαμβάνω, ενώ φέτος για πρώτη φορά ήρθα σε επαφή με τις Μυστικές Πρεμιέρες, και θαύμασα την ομορφιά των αιθουσών του ΑΤΤΙΚΟΝ.  Και όταν είδα τους κινηματογράφους καμένους στη τηλεόραση, σοκαρίστηκα.  Γιατί είχα περάσει όμορφα, είχα ξεχαστεί, είχα ερωτευθεί ταινίες και είχα περάσει μερικές από τις πιο αναζωογονητικές μου βραδιές, μακριά από το άγχος και τη μιζέρια.  Όσοι πραγματικά αγαπούν τον κινηματογράφο σίγουρα δεν είδαν να καίγονται μερικά ντουβάρια, όπως πολύ άκαρδα είπαν χθες μερικοί.  Αλλά οι αναμνήσεις τους και το πνευματικό/ψυχικό τους καταφύγιο.  Έβαλαν φωτιά μέχρι και εκεί λοιπόν…Δε ξέρω σήμερα πόσο εμπεριστατωμένη θα είναι η κριτική μου, πόσο εκτενής ή άξια διαβάσματος.  Όπως μου βγει τέλος πάντων…

Την εποχή του Ψυχρού Πολέμου τότε που η κατασκοπεία βρίσκεται στα φόρτε της, ένας ηλικιωμένος βετεράνος του είδους, ο George Smiley (Gary Oldman) αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας ίσως την πιο δύσκολη μέχρι τότε αποστολή του.  Ο αρχηγός της Βρετανικής Μυστικής Υπηρεσίας (John Hurt) αναθέτει στον λιγομίλητο Smiley να ανακαλύψει τον σοβιετικό σπιούνο που μοιάζει να έχει φωλιάσει στη καρδιά της MI6.  Ο Smiley θα έρθει αντιμέτωπος με μερικές στιβαρές αλήθειες που θα ταρακουνήσουν τα θεμέλια της μυστικής του υπηρεσίας, και θα φέρουν στην επιφάνεια μυστικά που κάποια πάλεψαν πολύ σκληρά προκειμένου να τα κρατήσουν κρυφά.  Έκαναν όμως και μερικά ασυγχώρητα λάθη, τα οποία ο οξυδερκής πράκτορας σύντομα θα ανακαλύψει.  Και τότε ποιον θα πάρει η μπάλα; Και κυριότερο: ποιος είναι το καρφί;
Το “Tinker Tailor Soldier Spy” είναι ένα άρτιο, κατασκοπικό δράμα το οποίο είναι σκηνοθετημένο από τον σκηνοθέτη του εξαιρετικού “Let the Right One In”, Tomas Alfredson.
Αν και μέχρι τώρα η καριέρα του Σουηδού Alfredson έχει επικεντρωθεί κυρίως στις τηλεοπτικές δουλειές, καθώς έχει σκηνοθετήσει μπόλικες σειρές, εντούτοις ήδη με το ώριμα βαμπιρίστικο ταινιάκι του 2008, κατάφερε να κεντρίσει το ενδιαφέρον μας.  Αυτή τη φορά σκηνοθετεί μαεστρικά και αρκετά μιουταρισμένα μια ταινία η οποία βασίζεται μάλιστα σε ομώνυμη νουβέλα.

Το 1974 ο διάσημος, Βρετανός συγγραφέας κατασκοπικών μυθιστορημάτων John le Carre έγραψε το Τ.Τ.S.S, ακριβώς δηλαδή τη νουβέλα πάνω στην οποία βασίστηκε η ταινία του Alfredson.
Η αλήθεια είναι οτι στο σύνολό του το φιλμ αυτό θέλει και απαιτεί την αμέριστη προσοχή του θεατή, καθώς τα ονόματα, οι καταστάσεις και οι διαρκείς αποκαλύψεις σχετικά με το “who done it” παίζουν εναλλάξ και μπορεί κάπου να χάσεις τη μπάλα εάν δεν είσαι απόλυτα προσηλωμένος σε αυτό που βλέπεις.  Όσοι φυσικά περιμένουν να δουν κάτι σε στιλ James Bond με κακούς Ρώσους, δίμετρες Ρωσίδες και άπειρο ψευτιλίκι-πιστολίδι, μάλλον θα απογοητευθούν οικτρά καθώς εάν κάτι χαρακτηρίζει αυτή τη ταινία, είναι ο ράθυμος σκηνοθετικός της ρυθμός και μια υποδόρια χαλαρότητα σε όλο αυτό που συμβαίνει, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει οτι πρόκειται για ένα βαρετό έργο.  Κάθε άλλο.
O Alfredson είναι μανούλα στο να στήνει το χώρο του και αν αφήνει τους ηθοποιούς να κάνουν τα δικά τους, κινούμενοι πάντα μέσα σε ένα αυστηρό πλαίσιο, ακριβώς δηλαδή όπως απαιτείται εν προκειμένου από την ιστορική βάση της πλοκής.  Εξάλλου αν μη τι άλλο, η ταινία αξίζει και κερδίζει μάλιστα extra πόντους, χάρη στην επιστροφή του Gary Oldman όπως τον ξέρουμε και τον αγαπάμε, γεγονός στο οποίο φαίνεται να συμφωνεί και η Ακαδημία, εάν κρίνουμε από την υποψηφιότητά του για Oscar Ά Ανδρικού, το οποίο αποτελεί και την πρώτη υποψηφιότητα για το χρυσό αγαλματάκι που είχε ποτέ στην καριέρα του!  Για την ιστορία η ταινία είναι επίσης υποψήφια για Original Score, καθώς και Oscar Προσαρμοσμένου Σεναρίου, από τους σεναριογράφους Bridget O’Connor και Peter Straughan.

Εκτός από ένα καλά πλεγμένο και ιδανικά εκτελεσμένο σενάριο, όλο το cast της ταινίας είναι απλά εξαιρετικό.  Η πλειάδα των ηθοποιών που έχει συγκεντρωθεί για το μοίρασμα των πρωταγωνιστικών, αλλά και των δευτερευόντων ρόλων, έχει καταφέρει να δέσει με έναν υπέροχο τρόπο και με τον καθέναν από αυτούς να κρατάει μια ξεκάθαρη εικόνα και προσωπικότητα.  Ο Colin Firth υποδύεται τον Bill Haydon, τον αλέγκρο και γυναικά τύπο του υψηλά ιστάμενου προσωπικού της Μυστικής Υπηρεσίας, ο ασχημούλης Toby Jones είναι ο Percy Alleline ο οποίος επιδιώκει πάντα να φαίνεται μπροστά, ενίοτε γλείφοντας και παραμονεύοντας για τη στιγμή που η ‘θέση’ θα αδειάσει, ενώ ο Mark Strong (προσωπική μου συμπάθεια) είναι ο Jim Prideux, ο τύπος του οποίου η αποστολή πάει κατά διαβόλου, με αποτέλεσμα να αποσυρθεί στα μετόπισθεν και να αντιδράσει όταν οι συνθήκες το απαιτήσουν.  Ενδιαφέρον είναι και το πέρασμα του Tom Hardy, ο οποίος φαίνεται ασταμάτητος πλέον, και ο οποίος δίνει μια πολύ καλή ερμηνεία στον ρόλο του Ricky Tarr, ενός πράκτορα που είδε πολλά και που μάλλον ερωτεύθηκε τη λάθος γυναίκα.  Οι ηθοποιοί έχουν μια απίστευτη, ομαδική χημεία και δένουν ιδανικά ο ένας με τον άλλο, αν και στην ουσία ο αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής είναι ο Gary Oldman.
Μετά από τα κινηματογραφικά του στραβοπατήματα όπως τη συμμετοχή του στο ανεκδιήγητο “Red Riding Hood”, ο Oldman δίνει αυτή τη φορά ραντεβού σε μια ταινία υπόγειων συμφωνιών και παραπετασματικών παιχνιδιών, κερδίζοντας τον θεατή από τη πρώτη στιγμή με τη μετρημένη του παρουσία.  O Smiley δεν είναι τελικά και τόσο smiley, καθώς το μοναδικό πράγμα πιο κοντά σε χαμόγελο που έχει, είναι ένα μειδίαμα κατανόησης που και που.  Η παρουσία του είναι πληθωρική, τα λόγια του περιορισμένα και αυστηρά, ενώ ολόκληρος ο χαρακτήρας του είναι πλασμένος με μια αίγλη τελείως άλλης εποχής.  Απόλυτα δικαιολογημένη η φετινή του υποψηφιότητα για Oscar καθώς αν μη τη άλλο, είναι από αυτούς τους ηθοποιικούς χαμαιλέοντες που του αξίζει τουλάχιστον μια τέτοια διάκριση (αν και πλέον αυτά τα βραβεία τείνουν να γίνουν γεγονός για πολλά γέλια).

Από σκηνοθετικής πλευράς η ατμόσφαιρα που έχει δημιουργήσει ο Alfredson είναι ιδανική.  Μουντά χρώματα, σκούρα (αλλά απαράμιλλης γοητείας) κοστούμια, καλογυαλισμένο μαλλί και μηχανικό σχεδόν, σε ορισμένες στιγμές παίξιμο από τους ηθοποιούς, συνθέτουν μια σκηνοθετική άποψη που με κάνει να πιστεύω (αν και δεν έχω διαβάσει το βιβλίο) οτι ο le Carre πολύ θα εκτιμούσε, καθώς φαίνεται να έχει μεταφερθεί αυτή η ζοφερότητα και ο φοβισμός εκείνης της εποχής, με τον πλέον κατάλληλο τρόπο.
Το παιχνίδι γάτας-ποντικιού εκφράζεται τέλεια στις κινήσεις και τις ερμηνείες του πρωταγωνιστικού cast, καθώς όλοι ανεξαιρέτως έχουν μπει στο πετσί του ρόλου και ζουν τους ήρωές τους στο φουλ.  Ίσως το μόνο φάουλ που μπορώ να βρω είναι η κάπως μεγάλη διάρκεια της ταινίας σε σχέση με το περιεχόμενό της, γεγονός που μπορώ να το δικαιολογήσω τελικά εξαιτίας του…περιεχόμενού της!
Γενικά το “Tinker Tailor Soldier Spy” είναι μια ταινία μυαλού και καθαρής λογικής.  Δε τη βλέπεις εάν θες να διασκεδάσεις, εάν βαριέσαι, ή εάν θες να παρακολουθήσεις κάτι στο χαλαρό για να ξεχαστείς και λίγο.  Δώσε της την προσοχή σου και θα σου την δώσει και αυτή.  Προσωπική μου άποψη είναι πως αποτελεί μια από τις καλύτερες, αν και λιγάκι underrated ταινίες της χρονιάς.  Τσεκάρετέ την.

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι η σκηνή με τον Strong και το Firth είναι όλα τα λεφτά, οτι το στυλ του Oldman είναι αηδιαστικά άψογο, και οτι το OST της ταινίας, άνετα ένα από τα καλύτερα για φέτος.

TRIVIA

  • Αποτελεί το πρώτο αγγλόφωνο film του Alfredson.
  • Για να υποδυθεί τον ρόλου του ο Oldman είπε οτι έφαγε αρκετές ποσότητες κρέμας και κέικ προκειμένου να δημιουργήσει μια ‘καλή’…κοιλιά μέσης ηλικίας, ενώ επισκέφθηκε και το ίδιο τον le Carre ξεπατικώνοντας μερικές από τις κινήσεις του, και υιοθετώντας τες για τον χαρακτήρα του Smiley.
  • Η ταινία αφιερώνεται στη σεναριογράφο Bridget O’Connor η οποία πέθανε από καρκίνο έπειτα από την ολοκλήρωση της ταινίας.
(Πηγή  IMDB)



Υ.Γ: Οι αίθουσες των κινηματογράφων κατάφεραν τελικά να σωθούν.  Πάλι καλά 

The Girl with the Dragon Tattoo: Evil shall with evil be expelled

NEW ARRIVAL


Καλημέρα και καλό Σαββατοκύριακο σε όλους!  Όπως σας είχα πει και από χθες, σήμερα θα κάνουμε μια μικρή παραχώρηση, και ενώ κανονικά θα έπρεπε να έχουμε την ψηφοφορία μας, θα γράψω και εγώ τη δική μου κριτική ας πούμε, για τη ταινία “The Girl with the Dragon Tattoo”.  Πολλές οι αντιδράσεις και οι απόψεις σχετικά με το εάν έπρεπε ή δεν έπρεπε να γυριστεί, τι κράτησε ίδιο ο Fincher, τι άλλαξε κ.λ.π σε σημείο που καταντάει κατά τη γνώμη μου γελοίο όλο αυτό.  Και επειδή αρκετά εκνευρίστηκα με πολλά που άκουσα και ακόμα περισσότερα που διάβασα, δε θα σας χαϊδέψω τα…μάτια.  Θα σας μιλήσω γι’ αυτά που με πώρωσαν και γι’ αυτά που με πώρωσαν λιγότερο.  Θα προσπαθήσω να σας δώσω μια επαρκή εικόνα της ταινίας (όσο επαρκής γίνεται να είναι αυτή χωρίς πολλοί από εσάς να την έχετε δει ακόμα) και οτι βγει.  Ξεκινάμε λοιπόν…

O δημοσιογράφος του πολιτικού περιοδικού Millennium,  Mikael Blomkvist (Daniel Craig) κατηγορείται για ψευδείς πληροφορίες εις βάρος του δισεκατομμυριούχου βιομηχάνου Hans-Erik Wennerstrom, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε τρίμηνη φυλάκιση και ξεπαράδιασμα προκειμένου να καλύψει τη ‘ζημία’  Ο Blomkvist σε μια προσπάθεια να καταπραΰνει τα πνεύματα και να ηρεμήσει (που να’ ξερε) αποφασίζει να αποδεχτεί τη πρόταση του Henrik Vagner (Christopher Plummer) του πρώην CEO της Vagner Corporation και να τον επισκεφτεί στη ταπεινή έπαυλή του προκειμένου να συζητήσουν μια υπόθεση που καίει τον Vagner εδώ και σαράντα χρόνια.  Ο ηλικιωμένος άνδρας του ζητάει να ξεκινήσει μια έρευνα προκειμένου να ανακαλύψει τη συνέβη στην έφηβη τότε ανιψιά του, Hariet η οποία εξαφανίστηκε μυστηριωδώς.  Στον πλευρό του θα βρεθεί  μια νεαρή, ταλαντούχα…χάκερ, η Lisbeth Salander (Rooney Mara) η οποία αν και εκκεντρική προσωπικότητα θα βοηθήσει τα μέγιστα προκειμένου ο Blomkvist να διαλευκάνει αυτή τη σκοτεινή υπόθεση.  Οι δυο τους θα εμπλακούν σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι αποκαλύψεων και η σοκαριστική αλήθεια θα αρχίσει σιγά σιγά να αναδύεται.  Ο δρόμος δε θα είναι στρωμένος με ροδοπέταλα.  Όπως δεν ήταν μέχρι τώρα και η ζωή της πιτσιρίκας Salander.

Η ταινία βασίζεται στο πρώτο βιβλίο της-πασίγνωστης πλέον-τριλογίας “Millennium Series” του βραβευμένου συγγραφέα και δημοσιογράφου Stieg Larson.
Η original σουηδική εκδοχή του πρώτου βιβλίου “The Girl with the Dragon Tattoo” γυρίστηκε το 2009 από τον σκηνοθέτη Niels Arden Oplev.  Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους κρατούσαν ο Michael Nyqvist και η Noomi Rapace, ενώ η επιτυχία της ταινίας ήταν τόσο μεγάλη, ώστε κέρδισε το βραβείο BAFTA για το καλύτερο ξενόγλωσσο φιλμ και έκανε τη πρωταγωνίστριά του ένα από τα νέα, ανερχόμενα αστέρια του χολιγουντιανού στερεώματος.  Η Rapace ήδη πρωταγωνιστεί στο πλευρό των Robert Downey Jr. και Jude Law στο “Sherlock Holmes: A Game of Shadows”, ενώ τσίμπησε και το ρολάκι της στην αναμενόμενη sci fi ταινία του Ridley Scott, “Prometheus”.
Την ίδια χρονιά ακολούθησε η μεταφορά και το release των υπόλοιπων δύο βιβλίων, “The Girl Who Played With Fire” (2009) και “The Girl Who Kicked the Hornets Nest” (2009), οι οποίες αν και αρχικά προορίζονταν για τηλεοπτική προβολή, εντούτοις η αποδοχή της πρώτης, έκανε μάλλον τους παραγωγούς να το ξανασκεφτούν και έτσι καταλήξαμε στη κινηματογραφική διανομή τους.
Οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι παρέμειναν οι ίδιοι, με τη χαρακτηριστική bad ass Salander να συνεχίζει να λύνει μυστήρια καβάλα στη μηχανάρα της και τον Blomkvist να ακολουθεί κατά πόδας.  Αν και η επιτυχία των δυο τελευταίων ταινιών δεν ήταν ανάλογη της πρώτης, παρόλα αυτά η τριλογία έκλεισε με σοβαρότητα και καλές διαθέσεις από τους δημιουργούς της.
Και κάπου εκεί άρχισε να διαφαίνεται στον ορίζοντα το Χόλιγουντ και μαζί με αυτό και ο David Fincher.

Νομίζω οτι η άποψή μου σχετικά με τα αμερικάνικα remakes έχει γίνει πλέον ξεκάθαρη μέσα από αυτό το blog.  Ιδιαίτερα όσον αφορά αυτά των κορεατικών, ιαπωνικών και λοιπόν ασιατικών ταινιών είναι για εμένα φτου κακά, καθώς συνήθως το Χόλιγουντ επιλέγει την εύκολη λύση, του εξίσου εύκολου ξεπετάγματος, χάνοντας όλη την ουσία του φιλμ που κρύβεται μέσα στη σκηνοθεσία, το ευρηματικό σενάριο και τις ερμηνείες.  Όταν λοιπόν άκουσα για πρώτη φορά οτι η επόμενη δουλειά του Fincher (τονίζω οτι πρόκειται για έναν από τους πολύ αγαπημένους μου σκηνοθέτες, για να μη νομίζετε οτι απέχω από την αντικειμενικότητα λόγω συμπάθειας) μετά το υπναλέο “Social Network” θα ήταν το remake του σουηδικού “The Girl With the Dragon Tattoo” απογοητεύτηκα.  Οχι τόσο γιατί θα ξαναέβλεπα τη ταινία, κομμένη και ραμμένη στα αμερικάνικα πρότυπα (όπως νόμιζα τότε τουλάχιστον), αλλά γιατί μάλλον δε πίστευα οτι ο Fincher θα είχε ανάγκη να σκηνοθετήσει εκ νέου κάτι που έχουμε δει, κάτι ήδη ‘παλιό’.  Φοβήθηκα ακόμη (αν είναι δυνατόν) οτι ίσως και να έχει έρθει η δική του ώρα να φτάσει σε κάποιο δημιουργικό τέλμα.  Συνεπώς μια ήδη κατασκευασμένη κατάσταση θα του έδινε τα καλύτερα εφόδια πάνω στα οποία θα πατούσε και απλά θα μας παρουσίαζε ένα κακέκτυπο της πρώτης.
Για αρκετό καιρό αντιδρούσα έντονα σε οποιαδήποτε αναφορά περί της νέας ταινίας του Fincher, και στον αντίλογό μου υπήρχε μονίμως η φράση ‘μα είναι ένα remake, τι καινούριο δηλαδή θα μας πει τώρα ο Fincher;  Αφού το έχω ξαναδεί!’.  Έπρεπε να έρθουν τα εβένινα opening credits, με το μελάνι να κυλλάει ορμητικό και να πνίγει τα πάντα, τα οποία είδα κάποια στιγμή στο διαδίκτυο, προκειμένου να υπενθυμίσω στον εαυτό μου οτι το remake θα γινόταν από τον Fincher.  Αυτόν που έχει κάνει το “Seven” και το “Fight Club”.  Οι τίτλοι αρχής ήρθαν, εγώ κόλλησα, είδα τη ταινία, και στη τελική απόλαυσα ένα 2μισάωρο περίπου εργάκι που ουδεμία πρόθεση είχε να μιμηθεί ή να μοιάζει στο πρωτότυπο.  Και αυτό το εκτίμησα.  Όπως και ένα σωρό άλλα πράγματα.

Ένα πράγμα ήταν ξεκάθαρο από την αρχή: ο φιντσερικός χαρακτήρας της ταινίας.  Τα κλασικά λαδοπρασινοκαφέ φίλτρα που χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης στη κάμερά του, υπάρχουν και εδώ αν και σε σαφέστατα περιορισμένη έκταση σε σχέση με άλλες του ταινίες, όπως για παράδειγμα το “Fight Club” στο οποίο νομίζεις οτι το φίλτρο θα ξεράσει κάποια στιγμή το χρώμα του πάνω σου.
Από την αρχή λοιπόν η ταινία διαφοροποιείται σκηνοθετικά και ‘στιλιστικά’ από τη παγωμένη, original έκδοση.  Στη συνέχεια μάλιστα και ενώ η ταινία προχωράει, εντοπίζεις όλο και πιο εύκολα τα χαρακτηριστικά στοιχεία της σκηνοθεσίας του Fincher που κάνουν τις ταινίες του τόσο απολαυστικές από πλευράς τεχνικής σε πρώτη φάση.  Το μοντάζ είναι γρήγορο, με μπόλικα cuts να διαδέχονται αστραπιαία το ένα το άλλο, ενώ και η παράλληλη παρουσίαση της δράσης των κεντρικών ηρώων προκαλεί το ενδιαφέρον του θεατή.  Έπειτα έχουμε και την εναλλαγή δράσης-αντίδρασης.  Εκεί που προετοιμάζει χαλαρά το έδαφος για τη προώθηση της υπόθεσης, γίνεται ξαφνικά το μπαμ, μόνο για να επανέλθει στη συνέχεια στη στρωτή του αφηγηματική και να ξεσπάσει για ακόμη μια φορά αργότερα και ούτω καθεξής.
Αυτό που επίσης γίνεται γρήγορα εμφανές είναι το γεγονός οτι ο Fincher δεν έχει καμία διάθεση να μιμηθεί τον Oplev και το δικό του στήσιμο χαρακτήρων, καθώς από την εξωτερική εμφάνιση της Salander, μέχρι και την έμφασή του σε διαφορετικές σκηνές και καταστάσεις, κάνει ξεκάθαρο οτι πρόκειται για τη δική του οπτική πάνω στα πράγματα.
Η Rapace/Salander είναι μια hardcore τύπισσα που τρώει ξύλο και ρίχνει ξύλο, έχει σκληραγωγηθεί από τον τρόπο που η μοίρα έχει παίξει το άσχημο παιχνίδι απέναντί της και το κυριότερο, φαίνεται να έχει επίγνωση της κατάστασής της.  Το γεγονός οτι μια ζωή θα είναι τελικά μόνη.  Και φαίνεται οτι αυτό δε τη πειράζει και καθόλου, εάν κρίνουμε από το χαμόγελό κάτω από τη ξανθιά της περούκα στη σουηδική εκδοχή.  Η ουσιαστικά διαφορά της Mara/Salander είναι οτι παρουσιάζεται από τον Fincher ως μια πιτσιρίκα η οποία εξωτερικεύει με το ντύσιμό της, τη σκατένια ζωή που έχει ζήσει από μικρή.  Και αυτό είναι όλο.  Είναι δηλαδή σαν να μιλάμε για μια στολή, μια μεταμφίεση της Salander προκειμένου να απομακρύνει από κοντά της τους ανθρώπους (την αποδοχή των οποίων τόσο πολύ έχει ανάγκη τελικά και αποζητά) που τόσο φοβάται.  H φιντσερική Salander είναι ένα μικρό παιδί που ζητάει εναγωνίως την αγκαλιά και το άγγιγμα (όσο corny κι αν μοιάζει αυτό) μέσα από το βλέμμα (το οποίο η Mara χειρίζεται υποδειγματικά) και την αποστροφή αυτού.  Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός οτι στα δυο τέλη των ταινιών φαίνεται η ολοκληρωτική διαφοροποίηση των δυο σκηνοθετών απέναντι στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζουν το ίδιο πρόσωπο.  Αν και η σκηνή του βιασμού είναι το ίδιο επίπονη να τη βλέπεις, εντούτοις η μεταμόρφωση της Mara όταν επιστρ΄φει για εκδίκηση, είναι πιο απρόβλεπτη λόγω του εύθραυστου χαρατκήρα που βγάζει στην οθόνη.  Εάν προσπαθούσαμε να τις συγκρίνουμε τότε η Rapace θα έμοιαζε με μεγάλη, σκληροπυρηνική αδελφή με γκοθ, καρφωτά περιλαίμια, ενώ η Mara με την έφηβη αδελφή της που προσπαθεί να της μοιάσει παρακάνοντάς το λίγο με τα άπειρα piercings παντού, σε μια προσπάθειά της να δηλώσει οτι ‘εγώ είμαι πιο bad ass με όλα αυτά τα τρυπήματα, αλλά please μη με προκαλέσεις  γιατί τελικά είμαι ακόμα ένα φοβισμένο παιδί’.  Ηθικό δίδαγμα: δεν υπάρχει λόγος σύγκρισης, γιατί δεν υπάρχει τίποτα κοινό για να συγκρίνεις.

Και αφού ξεμπερδέψαμε με το ποια από τις δυο είναι καλύτερη (και οι δυο είναι εξίσου καλές για όσους δε το κατάλαβαν) να περάσουμε και λίγο στο χτίσιμο της ταινίας.  Αρχικά κατά τη ταπεινή που άποψη ο Fincher έκανε πολύ καλά και τη γύρισε και πάλι στη Σουηδία.  Μπορεί λίγο να το παράκανε με το ψηφιακό χιόνι (ένα από τα λίγα πράγματα που οχι ακριβώς με ενόχλησε, απλά βρήκα περιττό) αλλά το γεγονός οτι η βάση του story στηρίζεται σε ένα ναζιστικό background, έκανε την ανάγκη να γυριστεί η ταινία εκεί οχι απλά απαραίτητη, αλλά επιτακτική.  Για όσους κατακρίνουν την εμμονή του Fincher να μη τη μεταφέρει στο αμερικανικό έδαφος να θυμίσω δυο-τρία πραγματάκια: 1) Η ταινία βασίζεται στο βιβλίο.  Εάν άλλαζε το περιβάλλον, θα άλλαζε και το κοινωνικό υπόβαθρο αναγκαστικά (ίσως να υποδυόταν τη Salander κάποια μυώδης αφροαμερικάνα και να βάζαμε στο χορό τα απομεινάρια της Κου Κλουξ Κλαν;) και μετά δε θα μιλούσαμε για remake, ή για ταινία που ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ σε βιβλίο, αλλά για κάτι τελείως διαφορετικό 2) Eπίσης δε καταλαβαίνω γιατί ξένισε η σπασμένη προφορά των ηρώων και κυρίως του Craig ο οποίος μάλιστα έμοιαζε να έχει και ένα βρετανικό accent.  Μεταξύ μας περίμενε κανείς να ακούσει τον Craig και τη Mara να μιλάνε σουηδικά;  Προσωπικά δε με ενόχλησε καθόλου η αγγλοφωνία των ηρώων και επι πλέον θεωρώ οτι τα σπασμένα αγγλικά της Mara της ταίριαζαν γάντι, καθώς με έπεισε και 3) Ας μη ξεχνάμε οτι οι όποιες υπόλοιπες αντιδράσεις σχετικά με τη σκηνοθεσία του Fincher, την παράλειψη σκηνών, τις αλλαγές και διάφορα άλλα, δεν έχουν κανένα νόημα καθώς στόχος δεν ήταν η αντιγραφή του πρωτότυπου, αλλά ένα remake που να έχει πάνω κάτω τις ίδιες υποθεσιακές κατευθύνσεις, με τον σκηνοθέτη να δίνει το δικό του προσωπικό στίγμα.

Όσον αφορά κάποια φάουλ που εντόπισα, έχουν να κάνουν απλά με την αληθοφάνεια κάποιων σκηνών όπως αυτή προς το τέλος με το μεγάλο καμπουμ, που λογικά θα ήταν μεγαλύτερο αλλά τέλος πάντων, όπως και το γκαζιλίκι της Salander πάνω στη μηχανή.  Ίσως και να διαφωνούσα με το τέλος, αλλά δε θα το κάνω καθώς το χτίσιμο του χαρακτήρα της Mara με έπεισε οτι θα μπορούσε να είναι (και) έτσι.  Θα διαφωνήσω με όλα τα ενθουσιώδη σχόλια περί Οσκαρικής της υποψηφιότητας, μιας που συμφωνώ οτι ήταν πολύ καλή και πειστική σαν άλλη Salander, αλλά εάν αυτός είναι ο καλύτερος ρόλος της ελαχιστότατης μέχρι τώρα καριέρας της, μετά τι;
Σαφέστατα λιγότερα τα μείον από τα συν, στα οποία θα βάλω και την μιουταρισμένη ερμηνεία του Craig ο οποίος άφησε τη Mara να βγει μπροστά, και να μας κερδίσει με τα ελάχιστα τζοκοντικά της μειδιάματα, τη punk μοϊκάνα και το βλέμμα-όλα τα λεφτά.  Στα συν και το μουσικό theme του Trent Reznor που ακούγεται από τους τίτλους και στους οποίους ο Fincher κεντάει ως συνήθως.
Το “The Girl with the Dragon Tattoo” του Fincher είναι μια ταινία που ομοιάζει και διαφέρει σε αυτά που πρέπει όσον αφορά το original (για το βιλίο δε θα πω, γιατί δε το έχω διαβάσει).  Είναι γρήγορη, αρκούντως θριλερική όπως μας έχει συνηθίσει με ανάλογες ταινίες σαν το “Zodiac” (2007) και με τις φωτογραφικές της εδώ στιγμές, α λα “Seven” (1995).  Έχει ρυθμό, ένταση, εξαιρετική-ψυχωτική σε στιγμές- εμφάνιση από τη Mara και στο σύνολό της πολύ καλές ερμηνείες από όλους (Plummer και Skarsgard ιδνακές επιλογές).  Τι κι αν ο Fincher κάνει δηλώσεις του τύπου ‘άφησα το story στη Σουηδία, γιατί στην Αμερική είναι ακόμα πίσω στο θέμα του 40αρη με την 20αρα γκόμενα’ (χαχαχαχα), εμείς μπορούμε να απολαύσουμε μια καλογυρισμένη και σκληρή σε στιγμές ταινία.  Γιατί στη τελική ούτε καν γκόμενα δε τη πιάνει…

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο δράκος της Rapace είναι καλύτερος-sorry Mara!, οτι ο φέτας-Blomkvist-είναι καλύτερος από τον Nyqvist-sorry Oplev και οτι δε ξέρω για τους άλλους, αλλά εγώ είδα μια pure Fincher movie και γούσταρα.  End of story.



TRIVIA

  • Oι Johnny Depp, Brad Pitt, Viggo Mortensen και George Clooney ήταν υποψήφιοι για τον κεντρικό ρόλο.
  • Η ταινία σκηνοθετήθηκε στη Σουηδία κατά τη διάρκεια ενός από τους πιο παγωμένους χειμώνες των τελευταίων 20 χρόνων!
  • Όλα τα piercing της Mara είναι αληθινά.  Παντού…
  • Ο ηθοποιός Yorick van Wageningen σοκαρίστηκε τόσο πολύ μετά από τη σκηνή του βιασμού που γύρισε με τη Mara, ώστε πέρασε μια ολόκληρη μέρα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του κλαίγοντας!
  • Ο Craig έβαλε βάρος για την ταινία, προκειμένου να μην παραπέμπει τόσο πολύ στη σωματική του διάπλαση από τις ταινίες του James Bond.  
  • Και κάτι που πρόσεξα: έχω την εντύπωση οτι στη φωτό της νεαρής Hariet στη ταινία, είναι η Rooney Mara.
(Πηγή IMDB)

H TV ΣΗΜΕΡΑ….

STAR: 22:00, The Departed, με τους Leonardo di Caprio, Jack Nicholson, Matt Damon, Mark Wahlberg.


Αύριο έχουμε ψηφοφορία με τα καλύτερα opening credits από ταινίες, με αφορμή τα super op. credits του “The Girl with the Dragon Tattoo”.  Stay here!!

Alien: In space no one can hear you scream…

Καλησπέρα σας και καλή εβδομάδα σε όλους!  Αργήσαμε λιγάκι σήμερα να ανεβάσουμε ταινιούλα, αλλά ας όψεται το γυμναστήριο το οποίο με καλούσε εδώ και μέρες (και το οποίο σχολαστικά φρόντιζα να αποφεύγω, σφυρίζοντας αδιάφορα).  Μετά από την τόσο δα κραιπάλη των γιορτών ήταν μια απόφαση που έπρεπε να παρθεί και ποια καλύτερη μέρα για να γίνει αυτό από την κλασική ‘από Δευτέρα’.  Έτσι λοιπόν και με το γαλακτικό οξύ να έχει ήδη αρχίσει να μου δίνει σουβλιές πόνου (φαντάζομαι αύριο θα σηκωθώ υπό γωνία από το κρεβάτι μου), ξεκινάμε την κριτικούλα για την hands down μια από τις πραγματικά καλύτερες ταινίες επιστημονικής φαντασίας, το “Alien”.  Στη πρώτη θέση λοιπόν συναντάμε με 16 ψήφους την κακιασμένη bitch του διαγαλαξιακού σύμπαντος δια χειρός Ridley Scott, στη δεύτερη  με 14 τα πανούργα “Gremlins” που θυμίζουν σε όλους τα Χριστούγεννα της παιδικής μας ηλικίας, ενώ στη τρίτη έμεινε ο αιώνιος-ποτέ δε κατάλαβα γιατί αφού δεν τίθεται μέτρο σύγκρισης-εχθρός του Alien, “Predator” με 11 ψήφους.  Αρκετά καλά τα πήγαν και τα cult τέρατά μας, ενώ παραπονεμένο έμεινε το the Blob που δε πήρε ούτε μια ψήφο.  Καθίστε να έρθει καμιά μέρα καταπάνω σας μια τεράστια, φούξια, μυξοειδή μάζα που σας ορέγεται, και μετά μου λέτε!  Ευχαριστώ πάντως για τις ψήφους σας και πάλι, welcome στα νέα μέλη και…ξεκινάμε!

Το πλήρωμα ενός διαστημικού πλοίου εξόρυξης που ταξιδεύει στο σύμπαν για διαφόρων ειδών μερεμετάκια και δουλειές, λαμβάνει σήμα από έναν κοντινό πλανήτη και αποφασίζει να κάνει μια βολτίτσα από εκεί, προκειμένου να δει τι συμβαίνει, καθώς σε πρώτη φάση το σήμα φαίνεται να παραπέμπει σε κάποιο SOS.  Όταν αργότερα το spaceship φτάσει εκεί, το πλήρωμα με αρχηγό τη σκληροπυρηνική Ripley (Sigourney Weaver) θα εξερευνήσει την προέλευση του σήματος, προκειμένου να πάρει μια απάντηση.  Το μόνο που βρίσκουν είναι μια σειρά από μεγάλα, περίεργα αυγά.  Όταν επιχειρούν να τα επεξεργαστούν καλύτερα, ένα πράγμα που μοιάζει με συνδυασμό καβουριού και αράχνης πετάγεται από μέσα και προσκολλάται στο πρόσωπο ενός από τα μέλη.  Στον πανικό τους το πλήρωμα φεύγει όπως όπως, αλλά βλέποντας οτι το εξωγήινο αυτό πλάσμα δε δημιουργεί προβλήματα, δε φαίνεται να δίνει και μεγάλη σημασία.  Όλα αυτά βέβαια μέχρι τη στιγμή που το πλάσμα έχοντας φυτέψει τους εξωγήινους σπόρους του μέσα στον άτυχο άνδρα, αποκολλάται και φεύγει, δίνοντας τη θέση του στον πιο φονικό εξωγήινο που πέρασε ποτέ από τη μεγάλη οθόνη. Τώρα το πλήρωμα κουβαλάει έναν extra επιβάτη κολοσσιαίας απειλής τον οποίο καλείται να εξολοθρεύσει, πριν τους αποδεκατίσει ο ίδιος έναν έναν.  Και εκεί στο διάστημα, κανείς δε μπορεί να σε ακούσει να ουρλιάζεις….

Η σκηνή κατά την οποία το έμβρυο σπάει τον θώρακα του Kane (John Hurt) γεμίζοντας τον τόπο με αίματα και σωθικά, σε μια προσπάθεια να απελευθερωθεί και να οδηγηθεί στο δολοφονικό του κρεσέντο λίγο αργότερα, αποτελεί πλέον μια από της πιο αναγνωρίσιμες σκηνές που δημιουργήθηκαν ποτέ για τον κινηματογράφο.  Η μαεστρική της απόδοση έκανε ακόμα και τους ίδιους τους ηθοποιούς να ουρλιάξουν με καθαρό τρόμο, χαράσσοντάς την στη μνήμη μας για πάντα.
Στην ουσία όλο αυτό το πλάνο αποτελεί την καλύτερη και αρτιότερη απόδοση της σχέσης ζωής/θανάτου, που έχουμε δει ποτέ σε ταινία.  Η γέννηση του πλάσματος του δίνει ζωή.  Η ζώη του αποτελεί τον θάνατο για τον νεαρό πρωταγωνιστή, και όλα αυτά μέσα σε ένα πλάνο διάρκειας μερικών δευτερολέπτων και αυτό είναι όλο.  Τόσο σύντομο κι όμως τόσο εμπνευσμένα καλό.  Πραγματικά ευφυής η σκέψη του σεναριογράφου Dan O’Bannon.
Η σεναριακή αναζήτηση ενός πρωτότυπου τρόπου προκειμένου ο εξωγήινος να μπει μέσα στο διαστημόπλοιο, τον οδήγησε σε αυτή την ευφάνταστη ιδέα, την οποία όπως είδε με τον έτερο σεναριογράφο Ronald Shusett, κανείς άλλος δεν είχε παρουσιάσει ποτέ μέχρι τότε.  Και κάπως έτσι γεννήθηκε αυτή η ιδιόμορφη και φονική σεξουαλική επαφή του εξωγήινου με τον άτυχο ήρωα.  Όπως χαρακτηριστικά είχε πει και ο ίδιος ο O’Bannon, “this is a movie about alien, inter species rape”.  Και αν το σκεφτεί κανείς λιγάκι καλύτερα, πως αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυτή η εκβιαστική βεντουζοποίηση του εξωγήινου στην πρώτη του μορφή και η γέννηση στη συνέχεια του κλασικού πλέον alien?  Μα φυσικά μόνο ως ένας βιασμός!

Αν και ο Ridley Scott δεν είχε κάνει σκηνοθετικά μέχρι τότε αυτό που λέμε ‘το μεγάλο μπαμ’, το “Alien” αποτέλεσε τελικά τη ‘σειρήνα’ που καταγοήτευσε και κατατρόμαξε σε ίδια ποσοστά κοινό και κριτικούς, δημιουργώντας ένα hi tech περιβάλλον διαστημικής κλειστοφοβίας και μεγαλοπρεπούς τρόμου, και αποτελώντας το σπέρμα που τροφοδοτεί μέχρι και σήμερα πολλές αναλόγου ύφους ταινίες.
Βέβαια η τεράστια επιτυχία του “Alien”, η βράβευσή του με το Oscar οπτικών εφέ και η μνημόνευσή του ως η καλύτερη sci-fi/alien ταινία που γυρίστηκε ποτέ, δε βασίστηκε μόνο στο-αδιαμφισβήτητο-ταλέντο του Scott και τη συνεργασία του με τα σωστά άτομα, αλλά και στις ήδη επικρατούσες, κινηματογραφικές συνθήκες μέσα στις οποίες εμφανίστηκε η ταινία του.  Πολύ απλά ήταν η κατάλληλη δουλειά, τη κατάλληλη στιγμή.
Τέσσερα χρόνια πριν από αυτό, το κοινό είχε απολαύσει ταινίες που περιελάμβαναν ξεχωριστά όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που η ταινία του Scott είχε την τύχη να συγκεντρώσει μαζί.  Το “Jaws” (1975) του Spielbergh προσέφερε την-όσο έπρεπε, ή ίσως και λίγο περισσότερο-δόση τρόμου που ζητούσαν οι θεατές, καθιστώντας τον φυσικό κυνηγό των θαλασσών, ως την τελειότερη φονική μηχανή.  Το 1997 ο George Lucas με την διαστημική του ελεγεία “Star Wars” προσέφερε άρτο και θέαμα, σκοράροντας στο box office και αποδεικνύοντας οτι το να είσαι εμπορικός, δε σημαίνει οτι παράγεις κακό cinema.  Την ίδια χρονιά ο Spielberg ξαναχτυπά, αυτή τη φορά με μια ρομαντικίζουσα ταινία επιστημονικής φαντασίας, το “Close Encounters of the third Kind”, η οποία δίνει μια διαφορετική πινελιά στην εξω-γήινη διανόηση.  Τέλος, ας μη ξεχνάμε οτι 1978 ήταν η σειρά του John Carpenter να θέσει τον πήχη του τρόμου λίγο πιο ψηλά, κάνοντας πρωταγωνιστή του “Halloween” του, τον μανιακό Michael Mayers ο οποίος κραδαίνοντας το πιστό του κουζινομάχαιρο, έσφαζε με συνοπτικές διαδικασίες όποιον βρισκόταν στο δρόμο του.
Εάν λοιπόν μαζέψουμε όλα τα παραπάνω στοιχεία (τρόμος, διάστημα, αγωνία, σασπένς, φιλοσοφικές σκέψεις τύπου ‘είμασε μόνοι;’ και ‘the truth is out there’) δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς για ποιον λόγο το “Alien” χτύπησε κατευθείαν στο μυαλό και τα μάτια των θεατών.  Μια ομάδα ατόμων παγιδευμένα στο μαύρο σύμπαν, μέσα σε ένα υψηλής τεχνολογίας κατασκεύασμα, που όμως δε τους προσφέρει καμία προστασία απέναντι σε έναν άγνωστο εχθρό;  Και μάλιστα με γενναίες δόσεις αίματος, ουρλιαχτών και κυνηγητού;  Hell yeah!

Εκτός από την κεντρική ιδέα του εξωγήινου που τα βάζει με το πλήρωμα, ο Scott αποφάσισε να κάνει τους ήρωες του ακόμα πιο ευάλωτους μέσα στην ανθρώπινή τους υπόσταση.  Προκειμένου να το πετύχει αυτό, πρόσθεσε στο story της ταινίας ένα evil ρομπότ τον Ash (Ian Holm) και την μια πλεκτάνη γύρω από αυτό, με κεντρική βάση την απληστία.  Έτσι λοιπόν οι ήρωες οχι μόνο απειλούνται εκ των έξω, αλλά και εκ των έσω, αφού απαιτούμενη για την επιβίωσή τους συνεργασία, διαλύεται μετά τους τριγμούς που προκύπτουν από την απαραίτητη παραδοχή της αλήθειας.
Αν και στη προκειμένη περίπτωση το δράμα, η υπόθεση δηλαδή αυτή καθεαυτή ενισχύει τη φύση των χαρακτήρων, εντούτοις δεν είναι αυτό που κρατάει κολλημένο τον θεατή στην οθόνη.  Παρόλα αυτά ο Scott πολύ εύστοχα ‘πετάει’ μέσα στην ιστορία μια επαρκή πλοκή, που θα ικανοποιούσε ακόμα και όσους βρίσκονταν να την κατακρίνουν για εφετζίδικη υπερέκθεση και στιλιζάρισμα.  Και το κάνει πολύ καλά.
Η προσοχή στη λεπτομέρεια, τη δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας και του απαραίτητου σασπένς, αποτελούν από τα βασικότερα συστατικά που καθιστούν το “Alien” αυτό που είναι: ένα μείγμα απαράμιλλου τρόμου και φευγάτης, τεχνολογικής ομορφιάς (από το διαστημόπλοιο Nostromo, μέχρι τους λαβυρινθικούς διαδρόμους και φυσικά το υπέροχο alien), γεγονός που οδήγησε σε μια σειρά από sequels, τα οποία ήταν λίγο πολύ αναμενόμενα.  Αυτό που ίσως δεν ήταν καθόλου αναμενόμενο είναι πως τη σκηνοθεσία τους ανέλαβαν μερικά από τα σπουδαιότερα, σύγχρονα σκηνοθετικά μυαλά.  Ο James Cameron γύρισε το “Aliens” (1986), ο David Fincher το “Alien 3” το 1992, ενώ ο Jean-Pierre Jeunet γνωστός για την φανταστική του “Amelie”, σκηνοθέτησε το 1997 το “Alien: Ressurection”.

Όσο όμως μάστορας κι αν είναι ο Scott και όσο δυναμικό και άγριο θυληκό το παίζει η Weaver εδώ, τίποτα δε συγκρίνεται με τον πραγματικό πρωταγωνιστή της ταινιάς.  Το φοβερό alien.
Η δημιουργία του δεν ήταν εύκολη υπόθεση, αν και η έμπνευση προϋπήρχε στο μυαλό και τους πίνακες του Σουηδού σουρεαλιστή καλλιτέχνη, H.R. Giger.
O Giger δημιουργούσε γλυπτά και πίνακες που αναπαριστούσαν ανθρωποειδή πλάσματα, πόλεις και γυναικείες μορφές, που αποτελούσαν μια πρόσμιξη τεχνολογίας, ιαπωνικού cyberpunk είδους, μηχανοποιημένου κόσμου, biosomething ατμόσφαιρας και γενικότερης ανδροειδούς, disturbing αισθητικής, που όμως μοιάζει τόσο σαγηνευτική και επικίνδυνη την ίδια στιγμή.  Ακριβώς δηλαδή όπως και το alien.  Η αλήθεια εξάλλου είναι πως ο Scott μαζί με τους σεναριογράφους του εμπνεύστηκε το τέρας του, από την εικονογράφηση ενός πίνακα του Giger που ονομάζεται Necronomon IV.  Ή για να είμαστε πιο σαφείς, αποτελεί rip off του πίνακα, μιας που ο Giger έλαβε μαζί με την υπόλοιπη παλιοπαρέα το Oscar για τα visual effects.  Τσέκαρε και τις φωτο πιο κάτω αν δε με πιστεύεις! (κάτω κάτω)
Αν και η μορφή λοιπόν υπήρχε, έπρεπε να δοθεί μια συγκεκριμένη κατεύθυνση σχετικά με τη συμπεριφορά, την ευφυΐα και τα λοιπά χαρακτηριστικά του πλάσματος.  Το συνεργείο λοιπόν κατέληξε σε μια πιο αφυλετική προέλευση του εξωγήινου, αν και στις επόμενες ταινίες ο διαχωρισμός έγινε σαφής με την εμφάνισης της Βασίλισσας.  Έτσι λοιπόν το alien παρουσιάστηκε με έναν τρόπο που συνδύαζε φονικότητα, αλλά και γοητεία.  Ήταν επιβλητικό, προσεγμένο, με μοναδικές λεπτομέρειες που συνδύαζαν ένα τεχνολογικά προηγμένο σώμα, με την αρχέγονη εξυπνάδα ενός παμπάλαιου αρπακτικού.  Ήταν το τέλειο επίτευγμα, που όπως λένε χαρακτηριστικά οι δημιουργοί “it could fuck you, and then kill you”.  Συγκλονιστικό, αλλά αληθές.  Ήταν τέτοια η σεξουαλική έλξη και γοητεία που ασκούσε, που όσο το πλήρωμα στη ταινία έμενε εμβρόντητο και το χάζευε, αυτό προλάβαινε να σε ξεκάνει μια κι έξω.  Είναι τώρα τυχαίο που ο Giger στους πίνακές του παρουσιάζει αυτά τα εξωγήινα ανδροειδή του, με τη μορφή μιας γυναίκας;  Ενός πλάσματος δηλαδή που ομοιάζει πολύ με τα παραπάνω που ανέφερα; Χμμμ…
Ξέρετε κι εσείς οτι είναι μια ταινία που πρέπει να δείτε εάν δε το έχετε ήδη κάνει.  Έχει δημιουργήσει σχολή, είναι καλοφτιαγμένη μέχρι σιχαμερής λεπτομέρειας και φιλοξενεί τον καλύτερο, πιο ζωώδη και εντυπωσιακό εξωγήινο που είδαμε ποτέ.  Τέλος.

(Από τη ταινία του Mario Bava, “Planet of the Vampires” (1965) που σίγουρα άσκησε τη δική του επίδραση)

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι οι εξωγήινοι αναπτύσονται με ταχύτατους ρυθμούς, οτι η Weaver είναι ο Chuck Norris του διαστήματος και οτι o Giger έχει αρρωστημένα δημιουργική φαντασία.  Καλά αυτό το έμαθα τώρα.

TRIVIA

  • Ο αρχικός τίτλος της ταινίας ήταν “Star Beast”
  • Μερικά από τα υλικά από τα οποία κατασκευάστηκε το ‘κοστούμι’ του alien ήταν πλαστελίνη και κομμάτια από…Rolls Royce!
  • Το αρχικό σχέδιο του Giger για το alien είχε και μάτια, αλλά οι δημιουργοί αποφάσισαν να τα αφαιρέσουν για να το κάνουν ακόμα πιο απειλητικό
  • Σχισμένα…προφυλακτικά χρησιμοποιήθηκαν για να αναπαραστήσουν τους τένοντες του φονικού στόματος του alien.
(Πηγή IMDB)

Υ.Γ: Πολλές από τις πληροφορίες τις πήρα από το βιβλίο HORROR CINEMA, του εκδοτικού οίκου ΤASCHEN.
Y.Γ 2: Για ακόμα περισσότερα έργα του Giger τσεκάρετε εδώ
Αυτά από εμένα! Τα λέμε και πάλι αύριο! Adios 😉 )

Kill List: Nothing is what it seems…

Μέρα, μέρα μέεερα!  Τι κάνουμε; Πολλή ζέστη σήμερα γαμώτο, μόνο τα βράδια θα απολαμβάνουμε λίγο κρυουλάκι; Πφφφ…Τέλος πάντων είναι καλή μερούλα τουλάχιστον για να πούμε δυο τρία λόγια για μια αρκετά περίεργη ταινία, η οποία έσκασε για πρεμιέρα στην Ελλάδα, στο 24ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου (που μεταξύ μας δεν είμαι και τόσο σίγουρη οτι πολλοί πήραν χαμπάρι).  Επίτηδες δεν έχω βάλει πιο πάνω την ένδειξη “new arrival”, γιατί απλά δεν έχω την παραμικρή ιδέα εάν θα ανοίξει τελικά σε κάποια ελληνική αίθουσα.  Παρόλα αυτά αν είστε φαν των f*cked up movies, τότε αυτή εδώ σίγουρα θα προκαλέσει την προσοχή σας.  Χμμμ για να δούμε…

Η ταινία μας ξεκινάει με τον Jay (Neil Maskell) έναν Βρετανό στρατιώτη ο οποίος έχει μόλις επιστρέψει από το Κίεβο στο οποίο κάτι συνέβει (ποτέ δεν μαθαίνουμε τι πραγματικά) και τον έχει αλλάξει ολοκληρωτικά.  Εάν προσθέσουμε και την θητεία του στον πόλεμο του Ιράκ, τότε γίνεται κατανοητό οτι μιλάμε για έναν άνθρωπο με πολλά ψυχικά τραύματα και ευμετάβλητη προσωπικότητα η οποία μπορεί να γίνει επικίνδυνη, τόσο για τον ίδιο όσο και για την οικογένεια και τους φίλους του.  Πράγματι, μετά την επιστροφή του, ο Jay αποδέχεται την πρόταση του φίλου του Gal (Michael Smiley) να γίνουν πληρωμένοι δολοφόνοι, και τότε ο χειρότερος και πιο ψυχοπαθής του εαυτός, θα βγει στην επιφάνεια.  Την ίδια στιγμή η ‘δουλειά’ που έχουν αναλάβει από τον Πελάτη τους, μοιάζει σαν μπλεγμένο κουβάρι, με σαδιστικά αποβράσματα και άπειρα ερωτηματικά.  Όταν έρθει η ώρα να βρουν την άκρη του, θα εύχονταν να μη το είχαν κάνει….
Ο σκηνοθέτης της ταινίας Ben Wheatley, αν και δεν αποτελεί και τόσο πολύ ‘παιδί’ του κινηματογράφου, μιας που στο ενεργητικό του μετράει αρκετές τηλεοπτικές σειρές, εντούτοις φαίνεται πως με το “Kill List” χτύπησε φλέβα.  Και τι φλέβα!  Ένα σοκαριστικό horror/splatter, γκανγκστερικό υβρίδιο, με ολίγον από κατεστραμμένη ψυχολογία στρατιώτη και έναν mini φόρο τιμής στον σκηνοθέτη του “The Wicker Man” (1973), Robin Hardy.  Ένας mind-blowing κινηματογραφικός αχταρμάς! (αχταρμάς= γίνεται χαμός με την καλή έννοια).

Στα φετινά “The Μoet British Independent Film Awards” το “Kill List” έχει την τιμητική του, μετρώντας ούτε λίγο ούτε πολύ 6 υποψηφιότητες, παρέα με το “We Need to Talk About Kevin”, και ακολουθούμενο από το γλυκό “Submarine” με 5, το οποίο έχει ανέβει καιρό τώρα στο blog.  Ανάμεσα στις υποψηφιότητες είναι και αυτές ‘Καλύτερης Σκηνοθεσίας’ και ‘Καλύτερου Ηθοποιού’ για τον πρωταγωνιστή Neil Maskell, που ίσως και να έπαιρνε το βραβείο εάν δεν περιμέναμε ακόμα (με ομολογούμενη ανυπομονησία) τον Michael Fassbender να δίνει μια ακόμη ερμηνειάρα στο “Shame” του Steve McQueen.
H αλήθεια πάντως είναι πως η σημερινή μας ταινία δεν είναι για όλους.  Είναι disturbing και αρκετοί σίγουρα θα την βρουν ακόμα και ανούσια.  Οπότε εφιστώ την προσοχή σας και σας συμβουλεύω να μη την προτιμήσετε, εάν δεν σας αρέσουν αυτού του είδους τα ταινιάκια, με μπόλικη βία, άπειρη αθυροστομία και σεναριακά ξαφνιάσματα.

Η σκηνοθεσία θυμίζει πολύ τις ταινίες του Guy Ritchie: αλιτήριοι χαρακτήρες, κλασικό βρετανικό accent στην ομιλία, διαρκή χρήση όπλων και γενικότερη σκοτεινή και γρήγορη κίνηση της κάμερας.  Στο “Kill List” η κάμερα παίζει βασικό ρόλο στην δημιουργία του απαραίτητα ανησυχητικού κλίματος, αφού άλλες φορές λειτουργεί ως κάμερα ώμου, και άλλες παραμένει στατική κάνοντάς μας γνώστες της φρενήρους κατάστασης που λαμβάνει χώρα μπροστά μας.  Αυτό που λέμε ότι κάποιες φορές είναι σαν να αποτελεί το ‘τρίτο μάτι’ ή τον ‘αθέατο, extra πρωταγωνιστή, επιτυγχάνεται εδώ και ενισχύει την εντύπωση οτι κάτι δεν πάει καθόλου, μα καθόλου καλά στο όλο story.  Σίγουρα το γεγονός οτι τα γυρίσματα έγιναν στο μουνταριασμένο και γκρίζο τοπίο του Sheffield στο Ηνωμένο Βασίλειο (όπως ακριβώς δηλαδή είναι τον περισσότερο χρόνο, ολόκληρο το UK), δίνει ακόμα μεγαλύτερη ώθηση στην υπόθεση, αλλά και στην επαρκή σκιαγράφηση των χαρακτήρων, οι οποίοι μοιάζουν εγκλωβισμένοι μέσα στον ίδιο τους τον χώρο, το σπίτι, τον εαυτό.

Στραβές γωνίες λήψεις, freeze frames και εκμετάλλευση των διάφορων props (διάφορα αντικείμενα που είναι απαραίτητα για την ενίσχυση της κάθε σκηνής, όπως η διακόσμηση ενός σαλονιού ή τα φαγητά στην τραπεζαρία) και των σκηνικών για την δημιουργία πολλαπλών νοημάτων (βλ. πιο πάνω την γυναίκα του πρωταγωνιστή πίσω από το τζάμι, το οποίο λειτουργεί σαν ‘τείχος’ μπροστά της, σαν να κρύβει κάτι), είναι μόνο μερικές από τις σκηνοθετικές τεχνικές που χρησιμοποιεί ο Wheatley για να δημιουργήσει στην τελική ένα καλοδουμένο θρίλερ με μια δραματική κατάληξη, η οποία μπορεί να σε αφήσει με περισσότερα ερωτηματικά, από αυτά που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στο μυαλό σου, όσο παρακολουθούσες την ταινία.
Οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές, όπως-χαίρομαι που το λέω-και στις περισσότερες βρετανικές ταινίες, είτε πρόκειται για κωμωδία, δράμα, περιπέτεια ή ακόμα και σπλατεριά (Frost-Pegg for evah!).  Κρατώντας ένα καθαρά ρεαλιστικό υπόβαθρο-κυρίως στο πρώτο μισό της-το “Kill List” βασίζεται στην νευρωτική, αλλά ταυτόχρονα δικαιολογημένη συμπεριφορά της γυναίκας του πρωταγωνιστή, Shel (MyAnna Buring), τον buddy buddy χαρακτήρα του Smiley και κυρίως την αγχώδη, μανιακή και οργισμένη ερμηνεία του πολύ καλού Maskell.  Χωρίς να είναι πομπώδεις ή μηχανικές (στα αυστηρά πλαίσια μέσα στα οποία τοποθετούνται και λειτουργούν οι χαρακτήρες, βάση σεναρίου, το τονίζω), οι πρωταγωνιστική τριάδα κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον και σου σκαλίζει το μυαλό προσπαθώντας να σου αφήσει κάποια υποθεσιακά ψίχουλα και εσένα-καημένε θεατή!-που και πάλι θα σε δυσκολέψουν να αποφανθείς για το ξεκάθαρο περιεχόμενο αυτής της ταινίας.  Στα bonus βάζω και την παρουσία της Emma Fryer ως Fiona, το κορίτσι του Gal, ή αλλιώς μια από τις πιο freaky, γυναικείες παρουσίες που έχω δει τελευταία.  Ταιριάζει ιδανικά με την όλη αισθητική του φιλμ και προσωπικά μου θύμισε κακό τραβέλι.  Δε ξέρω πως γίνεται αυτό…

Επειδή δεν θέλω να αποκαλύψω πολλά, διότι θα είναι κρίμα για όσους επιλέξουν να την δουν, θα αρκεστώ μόνο στα περί σκηνοθεσίας και ερμηνειών που ανέφερα παραπάνω και θα σταματήσω κάπου εδώ.  Το μόνο που θα πω είναι οτι εάν προσέξει κανείς καλά το poster της ταινίας, θα δει οτι διαθέτει μερικές ομοιότητες με άλλα είδη ταινιών.  Παρακάτω θα βάλω και τα posterakia τα οποία μου θύμισε το “Kill List” και θα σας πω απλά, πως εάν αγαπάτε ταινίες που σας φέρνουν εξ’απροόπτου, αλλά και που είναι εμφανώς διαφορετικές από πολλές άλλες εκεί έξω, τότε καλά θα κάνετε να την δείτε.  Εάν οχι, δεν σας το συνιστώ.  Ακόμα και τώρα και μετά από αρκετό καιρό που την είδα, προσπαθώ να ξεκαθαρίσω στο μυαλό μου τι ήταν όλα αυτά που είδα και σε τι αποσκοπούσε αυτή η σεναριακή στροφή 180 μοιρών που έκανε.  Δεν έχω καταλήξει ακόμα σε κάποιο ξεκάθαρο συμπέρασμα, καθώς το τέλος της αφήνει περιθώριο για μια δική σας ερμηνεία.  Και αυτό είναι το καλύτερο…ή μπορεί και το χειρότερο.  Ποιος ξέρει;…

Τι έμαθα από την ταινία:  Οτι ισχύει αυτό που λένε οτι τα φαινόμενα καμιά φορά απατούν, οτι φέτος έχω δει πολλά ανοίγματα κεφαλιού, με διάφορους τρόπους και οτι αγαπώ τον βρετανικό, ανεξάρτητο κινηματογράφο κάθε φορά και περισσότερο.

No trivia


Τίποτα σήμερα στην tv



Η ταινία μας σήμερα…

Και οι άλλες…

To Catch a Thief: Any person can repent for his past. Or maybe not…

Μεεερα!  Λοιπόν αυτή τη φορά λέω να το πάω λίγο ανάποδα.  Σήμερα που όλοι θα ανεβάσουν καινούριες ταινιούλες, εγώ είπα να θυμηθούμε μια απ’τα παλιά και συγκεκριμένα από τα Χιτσκοκικά παλιά.  Το “Το Catch a Thief” το είδα το καλοκαίρι που μας πέρασε (μιλάμε για άφθονο Hitchcock) σε έναν από τους ωραιότερους νομίζω θερινούς κινηματογράφους, αυτόν του Θησείου.  Νομίζω οτι η συγκεκριμένη ταινία είναι από τις πιο fun (αν οχι η πιο fun) του Hitchcock, με έξυπνο χιούμορ και φυσικά το απαιτούμενο σασπένς που περιμένει κανείς από τον φίλο μας τον Alfred, γιάυτό και νομίζω οτι αξίζει μια θεσούλα στο blog. Let’s start!

O John Robie (Cary Grant) ο επονομαζόμενος και ‘Γάτος’ είναι ένας πρώην κλέφτης κοσμημάτων ο οποίος έχει πλέον αποσυρθεί από την ενεργό δράση.  Όσο ασκούσε το…’χόμπι’ του, κανένας δεν μπορούσε να τον ανταγωνιστεί και θεωρείτο αυθεντία στην κλοπή υπερπολύτιμων κοσμημάτων.  Όταν μια μέρα κάποιος αρχίσει να βαδίζει στα χνάρια του, κλέβοντας πλούσιες κυρίες με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που έκανε διάσημο τον Robie, ο ίδιος θα προσπαθήσει να εξιχνιάσει αυτή την περίεργη ιστορία και να ανακαλύψει τον copycat που κρύβεται πίσω από την νέα αλυσίδα ξαφρίσματος, σε μια προσπάθεια να σταματήσει τις φήμες που θέλουν τον ίδιο να έχει επανέλθει στην παλιά του ασχολία.  Κάπου μέσα σε αυτή την περιπλεγμένη ιστορία θα βρει και τον χρόνο να ερωτευθεί, την όμορφη και φαινομενικά απρόσιτη Frances Stevens (Grace Kelly), αποδεικνύοντας οτι πολλές φορές μια γυναίκα μπορεί να είναι πιο επικίνδυνη και από την πιο δύσκολη κλοπή…

 
Όλοι ξέρουμε το ταλέντο του Hitchcock να στήνει με περίσσια χάρη τους ήρωες στις ταινίες του, όπως επίσης και την σκηνοθεσία του που μπορεί να ξεχωρίσει ανάμεσα σε πολλές άλλες.  Η αλήθεια είναι οτι από όσα φιλμ του έχω παρακολουθήσει, βρήκα το “To Catch a Thief” το πιο ανάλαφρο σεναριακά, αλλά και ερμηνευτικά.  Σε καμία περίπτωση δεν υπονοώ οτι ‘πάσχει’ σε οποιοδήποτε επίπεδο σε σχέση με άλλα έργα του (σε διαφορετική περίπτωση δε θα το είχα καν ανεβάσει εδώ), αλλά νομίζω οτι η ελαφρότητα που το χαρακτηρίζει είναι εμφανής.  Μακριά από σκοτεινούς χαρακτήρες, όπως ο Gregory Peck στον ρόλο του διαταραγμένου John Ballantyne στο υπέροχο “Spellbound” (1945) ή όπως ο Antony Perkins ως κακός μαμάκιας Norman Bates, στο ακόμα υπεροχότερο “Psycho” (1960), εδώ ο Hitchcock δίνει στους ήρωές του την κοσμικότητα της Γαλλικής Ριβιέρας και των Καννών, καθιστώντας τους στιλιστικά και ερμηνευτικά ακαταμάχητους.  Ενδεδυμένους τον αέρα της πλούσιας ζωής και της καλοπέρασης σε ακριβά ξενοδοχεία και μασκέ πάρτι (τα κοστούμια εκεί είναι πραγματικά μεγαλοπρεπή, αν και επίτηδες στα όρια του κιτς), οι χαρακτήρες του σταδιακά βγαίνουν από τα καβούκια τους, οι μάσκες πέφτουν και αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά οτι τα φαινόμενα μπορεί και να απατούν.

Το ενδιαφέρον της ταινίας έχει να κάνει με το πόσο αρμονικά δένει τελικά το love story του πρωταγωνιστικού διδύμου (που έχει μια ιδανική και απρόσμενη χημεία μεταξύ του με έναν υποβόσκοντα αισθησιασμό να είναι διάχυτος σε όλη την ταινία έπειτα από την γνωριμία τους), με το κυνηγητό του δράστη και τις προσπάθειες της αστυνομίας, αλλά και του ίδιου του Robie να τον βρουν.  Η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρουσα και πολύπλοκη από το γεγονός οτι ενώ η αστυνομία θεωρεί οτι ο Robie έχει αρχίσει πάλι τα…δικά του (ακόμα και οι παλιοί του συνεργάτες μοιάζουν να ασπάζονται αυτή την ιδέα), ο παλαίμαχος ‘Γάτος’ παλεύει να αποδείξει την αθωότητά του, ακολουθώντας τα χνάρια του μιμητή του.
Χωρίς να γίνεται βαρετό ή ανήκοντας σε ένα ξεκάθαρο ταινιακό είδος, το “To Catch a Thief” είναι μια περιπέτεια με περιορισμένη δράση που χτυπάει ακριβώς στο κόκκαλο-όταν πρέπει να χτυπήσει-και που παρεμβάλει ανάμεσα στο κλασσικό, αγωνιώδες στυλάκι του Hitchock ένα ρομάντζο με δυο από τους μεγαλύτερους star της εποχής.  Είναι εξάλλου γνωστό οτι ο Cary Grant αποτελούσε έναν από τους δυο ‘μούσους’ του σκηνοθέτη (ο άλλος ήταν ο James Stewart), καθώς είχε πρωταγωνιστήσει σε τέσσερις ταινίες του (“Suspision”-1941, “Notorious”-1946, “To Catch a Thief”-1955 και “North by Northwest”-1959).  Όσον αφορά την Grace Kelly ήταν αναμφισβήτητα μια από τις αγαπημένες του, οχι μόνο εξαιτίας της τέλειας εξωτερικής της εμφάνισης (την είχε έτσι κι αλλιώς την αδυναμία του στις ξανθιές), αλλά και εξαιτίας της φυσικής της δυνατότητας να υποδύεται πάντα την απρόσιτη και μαρμαρωμένη σχεδόν, μοιραία γυναίκα που έχει το χάρισμα να σαγηνεύει κάθε αρσενικό που θα βάλει στο μάτι.  Η Kelly υπήρξε και αυτή μια από τις συχνές του πρωταγωνίστριες παίζοντας ούτε λίγο ούτε πολύ σε τρεις από τις πιο γνωστές του ταινίες: το “Dial M for Murder” (1954), “Rear Window” (1954) και την σημερινή μας ταινία.

Το σενάριο του Hitchcock μοιάζει να μην εγκλωβίζεται καθόλου σε τυπικές αγαπούλες και συναισθηματικά αδιέξοδα.  Οι χιουμοριστικές ατάκες, τα υπονοούμενα και η γενικότερη χαλαρή ερμηνευτική διάθεση των ηθοποιών, δίνουν στην ταινία την απαραίτητη αλάνικη δόση, που έρχεται αρκετές φορές σε έντονη αντίθεση με την πολυτέλεια της Ριβιέρας.  Την ίδια στιγμή η Kelly θυμίζει περισσότερο αρπακτικό, παρά ήσυχη γατούλα που κάνει νιαρ, και ο Grant είναι ο αλήτης, μου μεταμορφώνεται με άνεση σε τζέντλεμαν για τα μάτια της πλατινέ Frances.  Στην ουσία η ταινία μοιάζει να αποτελείται από δυο διαφορετικά story τα οποία αν και είναι ετερόκλητα, καταφέρνουν παρόλα αυτά να ενωθούν σε μια κοινή υπόθεση και να κρατήσουν το ενδιαφέρον σου αμείωτο.  Μυστήριο και έρωτας, κυνηγητό και μοιραία έλξη αποτελούν ενδιαφέροντα συστατικά, που εάν τα χρησιμοποιεί κανείς με τις σωστές δόσεις (όπως κάνει εδώ ο Hitchcock) τότε η επιτυχία είναι εγγυημένη.  Η αλήθεια είναι πως ακόμα και στις μέρες μας αυτό το μοτίβο ακολουθείται σε μια πληθώρα ταινιών, αν και οχι πάντα με τα αναμενόμενα αποτελέσματα.  Μερικές φορές φαίνεται οτι οι παλιοί είχαν τελικά το ‘κοκαλάκι της νυχτερίδας’…

Αυτό που από την πρώτη στιγμή προκαλεί την ματιά του θεατή είναι η ζωηρόχρωμη εικόνα και η εξαιρετική φωτογραφία της ταινίας.  Τα έντονα χρώματα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των κοστουμιών (υπέροχων πραγματικά) και των ειδυλλιακών τοποθεσιών.  Μέσα από την σκηνοθεσία του Hitchcock είναι σαν να ‘πετάγονται’ έξω από την οθόνη και ορισμένες φορές σε μαγεύει αυτή η αίσθηση της vinatage πολυχρωμίας που αποτυπώνεται στο πανί.
Βασισμένη στο ομόνυμο βιβλίο του συγγραφέα David Dodge, η ταινία καταφέρνει μέσω μπόλικων τραβελινγκ, ρεαλιστικών ως ένα σημείο (μη ξεχνάμε οτι βρισκόμαστε ακόμα στα μέσα της δεκαετίας του ’50) ψευδο-background τα οποία αποτελούσαν χαρακτηριστικό γνώρισμα των ταινιών του και κινηματογραφική προσήλωση στους ίδιους τους ηθοποιούς, να αποτελέσει ένα διασκεδαστικό romance thriller στο οποίο μπορεί να μην μας έχει συνηθίσει ο Hitchcock, αλλά τα καταφέρνει περίφημα κυρίως επειδή φροντίζει να κρατήσει τις απαραίτητες ισορροπίες.
Από πλευράς ερμηνειών σίγουρα δε βλέπουμε κάτι το εξαιρετικά πρωτότυπο από τους πρωταγωνιστές, οι οποίοι περιορίζονται σε καλές και right to the point ερμηνείες όπως πρέπει.  Ο Grant είναι γοητευτικός (όσο γοητευτικός μπορεί να είναι κάποιος ο οποίος το έχει παρακάνει με το solarium : P) και εκπέμπει μια συμπεριφορά ατόμου της ‘πιάτσας’, ενώ από την άλλη η Kelly αρκείται στον ρόλο της παγωμένης πριγκίπισσας, όπως την έχουμε συνηθίσει στις περισσότερες ταινίες της.
Το “To Catch a Thief” είναι μια ταινία που αξίζει να δει κανείς κυρίως, για να γνωρίσει τον άλλο Hitchcock, αυτόν που είναι λίγο πιο ανάλαφρος και λίγο πιο χαριτωμένος, χωρίς υπερβολικά βαριά story και προβληματικούς ήρωες.  Η πολυτελέστατη τοποθεσία των γυρισμάτων, το ενδυματολογικό, οι χαλαρές ερμηνείες και το witty χιουμοράκι την καθιστούν ένα φιλμ με το οποίο περνάς ευχάριστα την ώρα σου και μπορείς μετά να καυχηθείς σε φίλους οτι κατάφερες τελικά να δείς Hitchcock : ).  Μπορεί να μην είναι “Rear Window”, “The Rope”, “Spellbound” ή “Vertigo”, είναι όμως ένας διαφορετικός Alfred και στην τελική άμα είσαι ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες του παγκόσμιου κινηματογράφου, μπορείς να κάνεις και οτι θες ; )

Τι έμαθα από την ταινία:  Οτι τα συνολάκια εκείνης της εποχής είναι…’to die for’, οτι το κόκκινο φουλάρι που φοράει ο Grant είναι την ίδια στιγμή πολύ αρρενωπό και πολύ φλώρικο (μη με ρωτάτε πως γίνεται αυτό, δε ξέρω!) και οτι ακόμα και οι ωραίες γυναίκες τρώνε το μπούτι κοτόπουλο με το χέρι.

TRIVIA

  • Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1982 η Grace Kelly σκοτώθηκε οχι πολύ μακριά από την σκηνή οπού λαμβάνει χώρα το κυνηγητό με το αυτοκίνητο και στην συνέχεια το πικ-νικ των πρωταγωνιστών.  H Kelly ήταν 52 ετών όταν έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου εξαιτίας ενός εγκεφαλικού που υπέστη ενώ οδηγούσε.
  • Στις πρώτες σκηνές που εμφανίζεται ο Cary Grant υπάρχουν πλάνα μιας μαύρης γάτας.  Στην ταινία ο ήρωάς του ονομαζόταν “The Cat” χάρη στην δυνατότητά του να σκαρφαλώνει στέγες προκειμένου να κλέβει, αλλά και της ταχύτητάς του.
  • Φυσικά ο Hitchcock κάνει και εδώ μια από τις αγαπημένες του cameo εμφανίσεις.  Συγκεκριμένα είναι ο κυριούλης που κάθεται δίπλα στον Grant όταν αυτός μπαίνει στο λεωφορείο.  
(Πηγή IMDB)

H TV ΣΗΜΕΡΑ….
ΕΤ1: 22:00, Entre les Murs.  Κοινωνικοδραματική ταινία που κέρδισε τον “Χρυσό Φοίνικα” στο φεστιβάλ των Καννών το 2008.  Μια σχολική τάξη, ένας μικρόκοσμος της κοινωνίας, που απαρτίζεται από διαφορετικά μυαλά, προσωπικότητες και χαρακτήρες.  Μέσα εκεί διαφορετικές κουλτούρες και εθνικότητες έρχονται σε σύγκρουση ή σε συμφωνία, κάτω από το βλέμμα του δασκάλου.  Όταν όμως ένα μαθητής σταθεί απέναντί του και αμφισβητήσει τις βάσεις που έχει θέσει, τότε όλη η τάξη θα δοκιμαστεί…
STAR: 22:00, 10.000 BC, σε σκηνοθεσία Roland Emmerich.  Στα πρωτόγονα χρόνια πριν την γέννηση του Χριστού, ένας πολεμιστής πασχίζει να σώσει την αγαπημένη του και την φυλή του, από τα στοιχεία της άγριας φύσης και του επικίνδυνους πολεμιστές.

Αύριο σας περιμένω με ψηφοφοριά, favorite movie monologue.  Be here!

Troll Hunter (a.k.a Trolljegeren): A complete survival guide

Hey there!  Σας χαιρετώ για μια ακόμη φορά και σας καλωσορίζω στο cinemaδιάρικο blog μου (χειροκρότημα).  Σήμερα και μετά από την απογοήτευση στη Νύχτας Πρεμιέρας του Δαναού (κάθε πρώτη Δευτέρα του μήνα παίζεται μια πρεμιέρα-έκπληξη) που έπαιξε το “Ides of March” (απογοήτευση γιατί το έχω ήδη δει στις άλλες Νύχτες Πρεμιέρας), είπα να σας προτείνω ένα εργάκι που έτυχε να δω λίγες μόνο μέρες πριν από την προβολή του στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας.  Όταν μάλιστα ανακοινώθηκε το πρόγραμμα του φεστιβάλ και πρόσεξα οτι θα παιζόταν και αυτή, ήθελα απεγνωσμένα να προλάβω να την ανεβάσω στο blog, προκειμένου να σας δώσω μια μικρή πρόγευση του τι θα βλέπατε, όσοι την επιλέγατε.  Επειδή όμως εκείνες τις δυο εβδομάδες ήμουν κάπως στον κόσμο μου, δεν πρόλαβα.  Συνεπώς αποφάσισα να γράψω γι’ αυτήν τώρα.  Κάλλιο αργά, παρά ποτέ!  Οι fan του είδους σίγουρα θα την απολαύσουν, οι υπόλοιποι βρείτε καμιά άλλη καλύτερα…ε τόσες σας έχω προτείνει από εδώ μέσα, μπαααα! (χειροκρότημα και επευφημίες).

Μια παρέα φοιτητών αποφασίζουν να ερευνήσουν μια σειρά από μυστηριώδεις θανάτους καφέ αρκούδας, κάπου στα βουνά της Νορβηγίας.  ‘Οταν θα πάρουν στο κατόπι έναν οχι και τόσο φιλικό κυνηγό τον Hans (Otto Jespersen), από τον οποίο θα απαιτήσουν μερικές δηλώσεις σχετικά με την περίεργη κατάσταση που φαίνεται να εκτυλίσσεται στην τοπική πανίδα, τα πράγματα θα εξελιχθούν τελείως διαφορετικά.  Οι νεαροί σπουδαστές θα βρεθούν αντιμέτωποι με τον εθνικό τους μύθο, ο οποίος είναι ολοζώντανος, τεράστιος και πολύ απειλητικός.  Τα Troll είναι αληθινά…
Ο σκηνοθέτης Andre Ovredal (ή όπως στο καλό προφέρεται το όνομά του) δημιούργησε ένα ευκολοχώνευτο, indie ταινιάκι που έχει λίγο απ’ όλα: προσφέρει σασπενσικές στιγμές, ελάχιστες σπλάτερ πιτσιλιές και μαύρο χιούμορ, πατώντας πάνω στην κλασσική μυθολογία των Troll η οποία αποτελεί έτσι κι αλλιώς αναπόσπαστο κομμάτι της παράδοσης των σκανδιναβικών χωρών της Ευρώπης.  Εντυπωσιακό είναι πάντως και το γεγονός, πως αν και ο Overdal ντεμπουταρίστηκε το 2000 με το ταινιάκι “Future Murder” το οποίο μάλιστα γνώρισε και σχετική επιτυχία, αποτελόντας την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους που γυρίστηκε στην σχολή του (Brooks Institute of Photography), εδώ στην μόλις δεύτερη προσπάθειά του, τα καταφέρνει μια χαρά, καθώς και πιστός μένει ως προςς την απόδοση των ποικίλων χαρακτηριστικών των κακών Troll, αλλά και με την πιασάρικη χρήση της ‘ερασιτεχνικής κάμερας’ πετυχαίνει να σκηνοθετήσει μια περιπέτεια φαντασίας που σε κρατάει σε αγωνία μέχρι και το πέρας των εκατό περίπου λεπτών που διαρκεί.

Για πολλούς το “Troll Hunter” αποτέλεσε το mockumentary της χρονιάς και μάλλον έχουν δίκαιο.
Ο όρος “mockumentary” (από τις λέξεις mock=κοροϊδεύω και documentary) χρησιμοποιείται για να περιγράψει ταινίες οι οποίες αν και έχουν την μορφή ντοκιμαντέρ (με βασικότερο χαρακτηριστικό τη γνωστή μας τρεμάμενη κάμερα), δεν αποτελούν εντούτοις αληθινό υλικό, actual footage και τις περισσότερες φορές έχουν ως στόχο είτε να σχολιάσουν τρέχοντα γεγονότα, είτε να καυτηριάσουν και να διακωμωδήσουν την ίδια την φύση του ντοκιμαντέρ.  Στην προκειμένη περίπτωση ο στόχος που επιτυγχάνεται είναι η πρόκληση της αγωνίας και στη συνέχεια του τρόμου, όταν ο θεατής έρθει σε επαφή με τα ίδια τα Troll.  Παρόλα αυτά ακόμα και εδώ η τεχνική του mockumentary δεν ξεφεύγει απόλυτα από την δημιουργία χιουμοριστικών καταστάσεων και τραγελαφικών ευτράπελων, ακόμα και όταν μιλάμε για μια ομάδα παιδιών που προσπαθούν να σώσουν τα τομάρια τους από τα τρομακτικά αυτά πλάσματα.  Και η αλήθεια είναι οτι στο “Troll Hunter” αυτή ακριβώς η ‘ερασιτεχνική ματιά’ είναι που το κάνει τόσο καλό.  Σε διαφορετική περίπτωση εάν ο σκηνοθέτης μας ακολουθούσε μια πιο πεπατημένη οδό και συμβατική σκηνοθεσία, τότε θα μιλούσαμε για μια ακόμη θριλερική ταινιούλα, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον.  Ή ακόμα χειρότερα, δε θα μιλούσαμε καθόλου…

Από την δεκαετία του ’80 μέχρι και σήμερα, το είδος του mockumentary έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον σε επιτυχημένες ή λιγότερο γνωστές ταινίες.  Το 1983 ο Woody Allen σκηνοθέτησε την ντοκιμαντερίστικη ταινία “Zelig”, με πρωταγωνιστή έναν ταλαντούχο άνδρα που μπορούσε να μοιάζει και να μιμείται οποιονδήποτε βρισκόταν γύρω του.  Σήμερα ο κινηματογράφος μετράει πολλές τέτοιου είδους ταινίες, οι οποίες  στο σύνολό τους ανήκουν στο είδος των horror movies ή των ψυχολογικών/μεταφυσικών θρίλερ.  Το “The Blair Witch Project” (1999) είναι το κατεξοχήν παράδειγμα mockumentary τρόμου.  Με περιορισμένο budjet και ένα cast που δοκιμαζόταν διαρκώς από το συνεργείο, είτε επειδή εσκεμμένα δεν γνώριζαν το σενάριο, είτε εξαιτίας της θεμιτής τρομοκρατίας που είχαν υποστεί (προκειμένου να είναι αυθεντικότερες οι αντιδράσεις τους), αποτέλεσε μια από τις πιο επιτυχημένες ταινίες, με εισπράξεις που έφτασαν τα $250 εκατομμύρια στο παγκόσμιο box office, την στιγμή που τα χρήματα που δαπανήθηκαν για την δημιουργία του ανέρχονταν στα $60 χιλιάδες!!  Από τότε η φήμη της αληθινής ιστορίας και του αυθεντικού υλικού συνεχίζεται μέχρι και σήμερα και αποδεικνύει οτι ο άνθρωπος είναι πολύ πιο δεκτικός όταν ο τρόμος, του παρουσιάζεται ιδωμένος μέσα από πραγματικές συνθήκες και βιωμένος από απλούς ανθρώπους.  Όταν μάλιστα αυτοί έχουν εξαφανιστεί, κληροδοτώντας στις επόμενες γενιές παρολαυτά τις ξεχασμένες/χαμένες περιπέτειες που τους οδήγησαν στον θάνατο, τότε πραγματικά μιλάμε για την ικανοποίηση της ηδονοβλεπτικής ανάγκης του ανθρώπου που παρακολουθεί τις τελευταίες μέρες, ώρες και στιγμές κάποιων που πιθανότατα είναι…dead already.  Sweet!

Στο “Troll Hunter” αυτό που σε κερδίζει στα σίγουρα είναι το πόσο πιστά τελικά έχουν αποδοθεί τα μυθικά τέρατα.  Σύμφωνα με την σκανδιναβική παράδοση και τη μυθολογία, τα Trolls κατοικούν σε απομονωμένα βουνά, δάση και σκοτεινές σπηλιές, οπού πολλές φορές ζουν ανά ομάδες.  Χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα είναι το πολύ μεγάλο τους μέγεθος και η πολύ ιδιαίτερη ασχήμια τους, καθώς το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν, μοιάζει να αλληλεπιδρά με την φύση του, κάνοντάς τα να μοιάζουν με κινούμενους όγκους γεμάτους από ξερόκλαδα, φύλλα, πέτρες και σκληρό, αδιαπέραστο δέρμα.  Επίσης έχουν την δυνατότητα να ζουν για πολλά, πολλά χρόνια και φυσικά διαθέτουν τεράστια δύναμη, ενώ ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο μπορούν να πεθάνουν είναι όταν εκτίθενται στο φως, οπού και μετατρέπονται σε πέτρα.  Η αλήθεια βέβαια είναι πως τις περισσότερες φορές το μέγεθος και η ισχύς τους είναι αντιστρόφως ανάλογα της ευφύϊας του, καθώς θεωρείται οτι είναι μάλλον slow-witted, παρά έξυπνα.  Ας μην ξεχνάμε και το γεγονός οτι κάποια από αυτά είναι…ανθρωποφάγα.  Επίσης πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η θεωρία οτι τα Troll έχουν την ικανότητα να αντιλαμβάνονται με κάποιον τρόπο όποιον είναι…Χριστιανός και κατ’επέκταση να τον σκοτώνουν, τονίζοντας ενδεχομένως ακόμα περισσότερο την σατανική τους φύση, ως πλάσματα του κακού.  Μαζέψτε τώρα όοολα αυτά και σκεφτείτε τα ενταγμένα σε αυτό το φιλμάκι.  Πιστέψτε με είναι πολύ καλύτερο από αυτό που φαντάζεστε.  Έξαλλου όπως και να το κάνουμε το “Troll Hunter” πρωτοτυπεί όσον αφορά την υπόθεση, καθώς βασίζεται σε μια κοινά παραδεκτή ιστορία: αυτή της μυθολογικής υπόστασης των Troll.  Σε αντίθεση με άλλες τέτοιου είδους ταινίες, εδώ υπάρχει ένα ‘ρεαλιστικό’ υπόβαθρο πάνω στο οποίο χτίζεται η ιστορία μας.  Στο “Cloverfield” (2008) ένα αγνώστου ταυτότητος τέρας εισβάλει στην Νέα Υόρκη και τα κάνει όλα μπάχαλο, στο “Paranormal Activity” (2007) μια δαιμονική ύπαρξη στοιχειώνει την νεαρή πρωταγωνίστρια, ενώ στο “Rec” (2007) οι ένοικοι μιας πολυκατοικίας μετατρέπονται σε αδηφάγα ζόμπι εξαιτίας ενός άγνωστου ιού.  Από την μια τρόμος, αίμα και αγωνία που βασίζονται στον αρχέγονο τρόμο του ανθρώπου απέναντι στο άγνωστο, την ιδέα ενός απέθαντου πλάσματος, ενός θανατηφόρου ιού και μιας άυλης, φαντασματικής απειλής.  Από την άλλη, μυθολογία με σάρκα και οστά, κομμάτι της ανθρώπινης παράδοσης, ηθών και εθίμων.  Εκεί ακριβώς έγκειται και η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στο περιεχόμενο του “Troll Hunter” και άλλων, παρόμοιων ταινιών.

Γενικά το “Troll Hunter” είναι μια διασκεδαστική ταινία, ακόμα και όταν η αγωνία χτυπάει κόκκινο.  Η χρήση της κάμερας αποδίδει τα μέγιστα, εάν μάλιστα αναλογιστεί κανείς οτι το μεγαλύτερο μέρος της διαδραματίζεται το βράδυ.  Ανάμεσα σε πυκνά δέντρα, κλειστοφοβικές σπηλιές και ανοιχτά, χιονισμένα τοπία, οι πρωταγωνιστές αγωνίζονται για την ζωή τους, αν και σε κάποια στιγμή αρχίζεις να αμφιβάλεις για τον ποιος είναι τελικά ο πραγματικός κίνδυνος από τον οποίο πρέπει να ξεφύγουν.  Στα σίγουρα συν της ταινίας είναι και τα ίδια τα Troll τα οποία έχουν αποδοθεί τέλεια, μέχρι και στην παραμικρή τους λεπτομέρεια, ενώ φαντάζουν πέρα για πέρα αληθινά.
Δε μπορούμε βέβαια να βασιστούμε στις ερμηνείες των ηθοποιών, αν και αυτή του Jespersen είναι τόσο κυνική και μονόχνοτη όσο πρέπει.  Θα υπάρχουν σίγουρα και μερικές δυσκολίες στην κατανόηση της προέλευσης των Troll, όμως υπάρχει μια σκηνή μέσα στην ταινία στην οποία ο Hans εξηγεί στους φοιτητές μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια σχετικά με το background των πλασμάτων αυτών, ένα καλό εύρημα το οποίο φαίνεται να απευθύνεται περισσότερο σε εμάς τους θεατές, παρά στους νεαρούς της ταινίας.
Have Fun!

Μερικά από τα σχέδια της ταινίας:

Τι έμαθα από την ταινία:  Οτι τα Troll είναι πραγματικά (τι άλλο;), οτι αν είσαι Χριστιανός την έχεις σίγουρα πατήσει (μπροστά σε ένα τέτοιο τερατούργημα δήλωσε καλύτερα άθεος και προς Θεού μην προσευχηθείς!-φτου είπα προς Θεού!), και οτι εάν διαθέτεις 4Χ4 με μεγάλους, υπερφωτεινούς προβολείς τότε είσαι πολύ μάγκας και μάλλον θα την γλυτώσεις.  Μάλλον…

 Φοβερό trivia:
  • Αναμένεται σύντομα το remake του από το Hollywood.  Νομίζατε οτι θα του ξέφευγε ε;  Χα είστε γελασμένοι….

H TV ΣΗΜΕΡΑ….
ET1: 22:30, Persepolis.  Tο υποψήφιο για Oscar κοινωνικοπολιτικό animation της Marjane Satrapi, που με χιουμορ και αλήθειες, παρουσιάζει την σταδιακή ενηλικίωση της μικρής Marjane από την εποχή της Ισλαμικής Επανάστασης, μέχρι και τα σύγχρονα χρόνια ζωής της στο Παρίσι. 

Cya!