Rentaneko (a.k.a Rent a Cat): Is a cat the solution to loneliness?

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Καλησπέρα καλησπέρα, από τον βροχερό Πειραιά!  Τι ωραία μέρα και πόσο μ’ αρέσει όταν είναι έτσι σκοτεινή και βροχερή, αλλά να είμαι και σπίτι μου, να τα λέμε αυτά.  Όπως βλέπετε επιστρέψαμε και πάλι σε κινηματογραφικές προτάσεις από το τελευταίο φεστιβάλ της Αθήνας, τις Νύχτες Πρεμιέρας.  Αν και αυτή την εβδομάδα οι αίθουσες θα είναι γεμάτες από πολλές και διαφορετικές ταινιακές επιλογές, προκειμένου να διαλέξετε αυτή που ταιριάζει σε εσάς, εμείς, θα αρχίσουμε να μιλάμε γι’ αυτές από την Παρασκευή και μέχρι την επόμενη εβδομάδα.  Έχετε λοιπόν το νου σας οτι σας περιμένουν το αμιγώς κινηματογραφικό πόνημα του Leos Carax, “Holy Motors” (ταινία για λίγους, αλλά πραγματική πρόκληση για τους πολλούς), το οπτικοακουστικό υπερθέαμα των αδελφών Watchowski, “Cloud Atlas”, το γοτθικό animation του Tim Burton, “Frankenweenie”, αλλά και το σινεφιλικό δημιούργημα του Christian Mungiu, “Beyond the Hills”.  Για πιο ελαφριές καταστάσεις κυκλοφορεί και μια χαλαρή κωμωδία ηλικίας, με τους Meryl Streep και Tommy-Lee Jones, το “Hope Springs”, ενώ κυκλοφορεί και το αριστουργηματικό “Nosferatu” (1922) του μεγάλου F.W Murnau, με αφορμή τη νεο-αναζωογονημένη μας αγάπη, απέναντι στα βαμπίρια.  Σήμερα εντούτοις, θα ασχοληθούμε με ένα ταινιάκι εξ Ιαπωνίας, το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα μια υποτιπώδη Amelie, αλλά και με την εμπλοκή χαριτωμένων, γούνινων τετράποδων: ψιψίνων φυσικά!  Btw, welcome νέε αναγνώστη : )

H Sayoko είναι μια νεαρή, μοναχική κοπέλα που ζει σε κάποια πόλη της Ιαπωνίας, η οποία συνδυάζει κάτι από αστική, κτιριακή διαμόρφωση και παραδοσιακή, ταυτόχρονα, ζωή, δίπλα στις καλαμιές, το ποτάμι και τη νωχελική καλοκαιρινή ατμόσφαιρα της εποχής.
Η πρωταγωνίστρια δεν είναι και το πιο φυσιολογικό άτομο που έχεις δει, καθώς βγάζει τα προς το ζην με έναν ενδιαφέροντα τρόπο: νοικιάζει γάτες σε ανθρώπους!  Η Sayoko όμως φροντίζει τα γατάκια της και δεν τα δίνει όπου κι όπου.  Τα άτομα τα οποία αποφασίζουν να νοικιάσουν μια γατούλα, είναι συνήθως μοναχικά και απογοητευμένα από την ίδια τη ζωή, οπότε θα έλεγε κανείς πως η νεαρή “επιχειρηματίας”, τους προσφέρει μια μορφή μουστακλίδικης ψυχοθεραπείας.  Όταν μάλιστα έπειτα από το πέρας του συμφωνημένου χρόνου ενοικίασης, τα γατάκια γυρνάνε στο σπίτι, ο ψυχαναλυόμενος, έχει συνήθως λύσει το πρόβλημα του (όπως κι αν μεταφράζεται δηλαδή αυτό), με την Sayoko να υποδέχεται στο σπίτι περιχαρής, την κάθε της ψιψίνα.  Παρόλα αυτά, από την αρχή κιόλας της ταινίας, υπάρχει μια βασική αντίφαση πάνω στην οποία φαίνεται πως πατάει έτσι κι αλλιώς το συγκεκριμένο εργάκι: η Sayoko εξακολουθεί να είναι μόνη, παρέα με τις γάτες της, την ίδια στιγμή που όλοι της οι πελάτες, έχουν καταφέρει να κάνουν το επόμενο βήμα στη ζωή τους.  Και εκείνη;  Πότε θα το κάνει;

Αν και όπως έχετε καταλάβει, αρέσκομαι ιδιαίτερα στον ασιατικό κινηματογράφο (παλαιότερο και σύγχρονο), παρόλα αυτά, έχω μια τάση να βλέπω περισσότερο ταινίες νοτιοκορεατών δημιουργών (άντε και κάνα Χονγκ-Κόνγκ) και πολύ λιγότερο Κινέζων ή Ιαπώνων.  Ο λόγος μάλλον πρέπει να αναζητηθεί στον παράφορο “έρωτά” μου για τον Chan-wook Park, γεγονός που πρέπει να ξεπεράσω κάποια στιγμή, ευχαριστώ πάρα πολύ.
Στη προκειμένη περίπτωση για παράδειγμα, το “Rentaneko” είναι σκηνοθετημένο από μια Ιαπωνέζα δημιουργό, την Naoko Ogigami, για τη δουλειά του οποίου δεν έχω τη παραμικρή ιδέα.  Έτσι κι αλλιώς βέβαια, και από ότι είδα, η φιλμογραφία του είναι και από μόνη της περιορισμένη, οπότε δε μπορώ να πω με σιγουριά τι είδους σκηνοθέτρια είναι η κ. Ogigami.  Μπορώ όμως να πω σίγουρα οτι το “Rentaneko” μου θύμισε τελικά πολύ την αγαπητή μου ταινία του Park, “I’m a Cyborg but that’s OK”, κυρίως όσον αφορά τη φαντασιακή αναπαράσταση ορισμένων σκηνών, αλλά και του σοβαρού κοινωνικού μηνύματος που ενυπάρχει μέσα σε αυτές, και που παρά το γεγονός οτι είναι διαφορετικό, εντούτοις είναι πικρά απτό.  Και για εμένα τέτοιου είδους ταινίες που καταφέρνουν να συνδυάζουν μια γλυκόπικρη επίγευση, με δόσεις πραγματικής ζωής, είναι που αποτελούν πραγματικές, ανεξάρτητες παραγωγές, άξιες προσοχής.  Και πιστεύω οτι το “Rentacat” είναι μια τέτοια.

Στο “I’m a Cyborg but that’s OK”, η πρωταγωνίστρια (νεαρή και εκεί), κλείνεται σε ένα ψυχιατρείο, επειδή πιστεύει οτι είναι…cyborg.  Το θέμα μπορεί να φαντάζει χιουμοριστικό, αλλά τελικά δεν είναι, διότι η ψύχωση της Su-jeong την αποτρέπει από το να φάει και τη παραμικρή ποσότητα κανονικού φαγητού, εξαιτίας του φόβου της οτι μπορεί να βραχυκυκλώσει!  Για τον λόγο αυτό η Su, “τρέφεται” μόνο με…μπαταρίες(!), τις οποίες και γλύφει, προκειμένου να επαναφορτιστεί.
Σε τέτοια περίπου μονοπάτια κινείται και η ταινία της Ogigami, αν και εδώ η ηρωίδα δε φαίνεται να διακατέχεται από κάποιον ακραία διαταραγμένο ψυχισμό, ίσως μόνο από κάποιες προσωπικές εμμονές (βλ. γάτες), καθώς και από την αδυναμία της να κοινωνικοποιηθεί.
Ενώ η ταινία του Park, παρουσιάζει με τρόπο γλαφυρό το πρόβλημα ενός (ή και πολλών) διαταραγμένων προσωπικοτήτων που χρίζουν ιατρικής βοήθειας, καταφέρνει να ξεφύγει από τα τετριμμένα, και να δημιουργήσει ένα παραμύθι πάνω στη δύναμη της φιλίας, της αγάπης και της ανάγκης για επικοινωνία, πράγματα δηλαδή που μπορούν να βοηθήσουν καταλυτικά στην αντιμετώπιση ψυχικών νοσημάτων (σε πρώτη βάση τουλάχιστον).  Με απόλυτο σεβασμό απέναντι σε αυτό που θέλει να πει, λειτουργεί και η Ogigami, η οποία μέσα από μια γλυκιά και χαριτωμένη σκοπιά, παρουσιάζει ένα ολοένα και αυξανόμενο πρόβλημα των καιρών μας: τη μοναξιά.  Φροντίζοντας να μη μεταφέρει τη ταινία του στο άλλο άκρο, αυτό δηλαδή του μελοδράματος και της φτηνής συγκίνησης, δημιουργεί ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο τα αντικρουόμενα συναισθήματα και η ανάγκη της προσωπικής απελευθέρωσης, “καίγονται” από την άνευ ανταλλάγματος αυτοθυσία της πρωταγωνίστριας (η Sayoko δίνει, χωρίς να ζητάει τίποτα).

Η ουσία της μοναξιάς και της καθημερινής ρουτίνας, εκφράζεται έξυπνα μέσα από τη σκηνοθεσία, καθώς στην ουσία η δράση της Sayoko επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά μέσα από ένα και μόνο μοτίβο.  Η Sayoko βγαίνει με το καροτσάκι με τις γάτες στον δρόμο, διαλαλεί την ενοικιαζόμενη πραμάτεια της, κάνει τη συμφωνία με το άτομο εκείνο που θα θεωρήσει οτι πληρεί τις προϋποθέσεις της, του νοικιάζει τη γάτα και στη συνέχεια επανέρχεται στο σπίτι, μέχρι τη στιγμή που θα πάρει και πάλι το κατοικίδιό της πίσω (κάτι που γίνεται με μια τρομερή συμπύκνωση χρόνου, που μπορεί να αφήσει πολλούς να αναρωτιούνται αν τελικά τα ζωάκια παραδίδονται στους πελάτες, μόνο για μια ημέρα!).
Γυμνή από ένα υποθεσιακά, ενδιαφέρον story (δεν υπάρχει στην ουσία υπόθεση, το πράγμα εξαντλείται από τη πρώτη ενοικίαση, όπως ακριβώς και εσύ.  Αυτό όμως είναι το ζητούμενο) και βασισμένη αποκλειστικά και μόνο στην αμελί-στικη παρουσία της Mikako Ichikawa, το “Rentaneko” είναι μια ταινία την οποία είναι σίγουρο οτι θα απολαύσεις, αν σου αρέσει δηλαδή αυτό το είδος της quirky, ανεξάρτητης ταινίας. 
Η αλήθεια είναι πως αυτή η καθημερινή λούπα της Sayoko και η επιφανειακή τελικά επαφή της με τους πελάτες της (οι οποίοι με τη σειρά τους βιώνουν τη δική τους μοναξιά και αποτελούν διάφορα μέλη μιας κοινωνίας, από την ηλικιωμένη γυναίκα, και τον παντρεμένο οικογενειάρχη, μέχρι την εξίσου νεαρή εργένισσα), αποτελεί και το ηθικό δίδαγμα του σκηνοθέτη.  Αν δηλαδή κάποιος δεν αντιληφθεί σε πρώτη φάση από μόνος του, το γεγονός οτι έχει ανάγκη από μια συντροφική βοήθεια, τότε είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί λύση σε αυτό που τον ταλανίζει, γιατί απλά δεν έχει ακόμα βρει τι είναι αυτό.  Για παράδειγμα στην ταινία, όλοι αντιλαμβάνονται το πρόβλημα της μοναξιάς τους, γιατί αποφασίζουν να κάνουν κάτι γι’ αυτό και συγκεκριμένα να νοικιάσουν μια γάτα.  Η Sayoko αποτελεί στην ουσία τον μεσάζοντα για τη “θεραπεία” αυτών των ανθρώπων, οχι όμως και για τη δική της, καθώς από εκείνη λείπει η συνειδητοποίηση της κατάστασής της και άρα, η γνώση.  Εκείνοι που την έλαβαν, πέρασαν στο επόμενο στάδιο της ζωής τους.  Οχι όμως και η νεαρή ηρωίδα μας.

Η σκηνοθεσία της Ogigami είναι γεμάτη ζεστά χρώματα και φως, γεγονός που έρχεται κόντρα με την κατά τα άλλα προβληματική καθημερινότητα της Sayoko, αλλά αυτή είναι και η ανάγκη του σκηνοθέτη, να μας παρουσιάσει δηλαδή μια ταυτόχρονα εναλλακτική, αλλά και τόσο πιστά στα προβλήματα των καιρών μας, πραγματικότητα.
Το τοπίο της ταινίας το οποίο παραπέμπει σίγουρα σε μια διαφορετική, χρονική εποχή, προσδίδοντας μια σταλιά αναγκαίας ντεκαντάνς (και κιτς, αν κρίνουμε από το παλαβιάρικο ντύσιμο της πρωταγωνίστριας), βοηθάει στο να δημιουργηθεί το κατάλληλο περιβάλλον, μέσα από το οποίο ο θεατής θα αρχίσει να αναρωτιέται σχετικά με το αν στη τελική, πρόκειται για ένα εντελώς διαφορετικό, χωροχρονικό κομμάτι, μέσα στη φυσιολογική ροή του χρόνου όπως τον ξέρουμε.
Παραπέμποντας την ίδια στιγμή σε κάτι το ονειρικό, αλλά και σε κάτι το καθημερινά επίπονο, το “Rentaneko” ενδύεται το κοστούμι της χιουμοριστικής ταινίας, τη στιγμή που ξεκάθαρα είναι κάτι ολότελα διαφορετικό.  Αξίζει να του ρίξετε μια ματιά αν μη τι άλλο για την όμορφη σκηνοθεσία, τις ζεστές ερμηνείες και την ειλικρίνεια που βγάζει.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο ανανάς είναι σίγουρα μια πρωτότυπη επιλογή για το ιερό/βωμό της γιαγιάς σου, οτι τα ιαπωνέζικα τζιτζίκια ακούγονται το ίδιο, ακόμα και στο Lineage(!!) και οτι η γυναίκα που συνεχώς “της την λέει” από την διπλανό κήπο, δεν είναι γυναίκα.  Είναι κυριούλης, ο οποίος μάλιστα έχει παίξει και σε ταινίες του Park. Χα!

No trivia

Fa yeung nin wa (a.k.a In the Mood for Love): We won’t be like them

Καλημέρες, καλημέρες!  Τετάρτη σήμερα και από αύριο έχουμε μια ουσιαστικά, νέα ταινία που βγαίνει στις αίθουσες, κι αν μάλιστα δεν είστε fan, καλύτερα να το αφήσετε.  Η Bella, ο Edward και ο Jacob, επιστρέφουν για το τελευταίο μέρος του “The Twilight Saga”, “The Breaking Dawn-Part 2”, κλείνοντας έτσι μια και καλή το όραμα; της συγγραφέως Stephanie Meyer, σχετικά με τη μεταφορά του βαμπιρικού love story της, στον κινηματογράφο.  Αν πάλι δεν είστε και πολύ θερμοί οπαδοί της ελαφριάς βαμπιρολαγνείας, τότε μπορείτε να επισκεφθείτε τον ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟ για μια πολύ καλή δόση “Monsieur Lazhar” ή να πάτε να δείτε τελικά το “The Hunt” που τόσο καιρό σας πρήζω και πιστέψτε με, αξίζει τα λεφτά του.  Στα καθ’ημάς, σήμερα το menu έχει κάτι από Ανατολή στα καλύτερά της (θα μου πείτε και πότε δεν ήταν;).  Το “In the Mood of Love” είναι μια ήπιων τόνων ιστορία αγάπης, με εξαιρετική σκηνοθεσία, υπέροχη ατμόσφαιρα και λιτές, αλλά ταυτόχρονα απόλυτα δυναμικές ερμηνείες.  Μια ταινία που πρέπει να δείτε σίγουρα…

Βρισκόμαστε στο Χόνγκ Κόνγκ του 1962.  Δυο ζευγάρια μετακομίζουν την ίδια στιγμή σε δυο γειτονικά διαμερίσματα, τα οποία (εκείνη την εποχή τουλάχιστον), διέθεταν κοινούς, τη κουζίνα, αλλά και άλλους χώρους.  Αυτομάτως ο σκηνοθέτης καθιστά έντονη τη παρουσία, της όμορφης Mrs. Chan (Maggie Cheung) και του εκλεπτυσμένου Mr. Chow (Tony Leung Chiu Wai), οι οποίοι από την πρώτη στιγμή θα αρχίσουν να αναπτύσσουν έναν ενδιαφέροντα δεσμό, κυρίως μέσα από το βλέμμα.  Όταν οι υποψίες τους, σχετικά με την εξωσυζυγική σχέσει των συζύγων τους (οι οποίοι τα έχουν μπλέξει μεταξύ τους), επιβεβαιωθεί και από τους δυο, τότε το πρωταγωνιστικό μας “ζευγάρι” θα οδηγηθεί στα δικά του ερωτικά μονοπάτια, συνάπτοντας σχέση μεταξύ τους, αλλά με μια διαφορά: η δική τους σχέση είναι οριοθετημένη και ελεγχόμενη.  Ένα ελεγχόμενο πάθος θα έλεγε κανείς.  Και αυτό είναι που στην ουσία θα ορίσει τις ζωές και των δυο για πάντα.

Ο Kar Wai Wong, είναι ένας Κινέζος σκηνοθέτης, με πολλές ταινίες στο ενεργητικό του, οι περισσότερες εκ των οποίων έχουν χαρακτηριστεί ως μικρά αριστουργήματα, κερδίζοντας το ένα βραβείο μετά το άλλο, στα διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ ανά τον κόσμο.  Η αλήθεια είναι βέβαια πως το ” Ιn the Mood for Love”, έχει χαρακτηριστεί από τους περισσότερους, ως η καλύτερη στιγμή της καριέρας του, και οχι τυχαία, καθώς έχει καταφέρει να συνδυάσει τόσο τη φόρμα, όσο και το περιεχόμενο του έργου του, με έναν τρόπο μοναδικό και απόλυτα αισθαντικό.  Στις νεότερές του ταινίες, όπως οι “2046” και “My Blueberry Nights”, ο Wai μοιάζει να έχει απομακρυνθεί από το φορμαλιστιστικό του στοιχείο, επικεντρώνοντας γραφή και σκηνοθεσία, περισσότερο στο περιεχόμενο και το story του film.  Χωρίς να είναι απαραίτητα κακό αυτό, φαίνεται εντούτοις πως έχει χάσει κάπου το στοιχείο εκείνο, που καθιστούσε ταινίες όπως το “In the Mood For Love”, σημειολογικές και αλληγορικές αναπαραστάσεις της ανθρώπινης κατάστασης, μέσα από τα σκηνοθετικά του τεχνάσματα.  Μένει να δούμε αν με τη νέα του ταινία, “The Grandmasters” την οποία οι fan περίμεναν για καιρό, θα μπορέσει να επανακάμψει όσον αφορά το καθαρό κομμάτι της συμβολικής του φόρμας.  Μέχρι τότε, μπορούμε να ασχοληθούμε με τη σημερινή μας ταινία, η οποία είναι τόσο πλούσια καλλιτεχνικά, ώστε η κάθε της σκηνή, η κάθε τοποθέτηση των ηρώων, η κάθε κουβέντα που θα πουν, αποτελεί μέγιστο κοινωνό νοήματος.  Και αυτό είναι πραγματικά “αποκαλυπτικό”.

Η ουσία και η πρωτοτυπία αν θέλετε του “In the Mood for Love”, έγκειται σε δυο, βασικά χαρακτηριστικά του: πρώτον, οτι η γνωριμία των ηρώων γίνεται οχι με το σπάσιμο των κωδικών ηθικής, αλλά με το ακριβώς αντίθετο.  Με το μη σπάσιμο.  Στην ουσία μπορεί να μιλάμε για ένα παράνομο ζευγάρι, το γεγονός όμως οτι δε πατούν ποτέ έξω από την αυστηρά καθορισμένη συμπεριφορά τους, αλλά ζουν έναν έρωτα δικών τους, ασφαλιστικών δικλείδων, δίνει αν μη τι άλλο αμέσως την εικόνα ενός πάθους υπαρκτού, αλλά κεκαλυμμένου.  Το δεύτερο είναι, πως τα πάντα παίζονται μέσω του βλέμματος, και εδώ ο Wai πετυχαίνει διάνα για έναν πολύ απλό λόγο.  Ο ίδιος ο πυρήνας του κινηματογράφου, είναι το βλέμμα.  Συνεπώς η ταινία είναι βγαλμένη μέσα από τις κοινά αποδεκτές νόρμες του σινεμά.
Εξίσου πιστός σε αυτό που κάνει παραμένει και όταν αποφασίζει να προβεί σε ένα κλασικό σπάσιμο, κινηματογραφικού κώδικα, το οποίο για τη Δύση, είναι μάλλον απαγορευτικό.  Σαν γνήσιος ασιάτης όμως, ο Wai, αποφασίζει οτι το “πήδημα του άξονα” (η αλλαγή θέσης της κάμερας από τη μια πλευρά, στην άλλη, η οποία οδηγεί στην οπτική σύγχυση του θεατή) του ταιριάζει, από τη στιγμή μάλιστα που ενδιαφέρεται για την αισθητική του καδραρίσματός του.  Για ακόμη μια φορά, η φόρμα κυριαρχεί.
Εκτός από τη γοητευτική, αλλά και κάπως καταθλιπτική διάσταση που παίρνει στα μάτια μας η εικόνα ενός σκοτεινού Χονγκ Κόνγκ, γεμάτου όμως από πορφυρά χρώματα, ημίφως και βροχή, ο σκηνοθέτης μας καθιστά απλούς παρατηρητές της ιστορίας του, γεγονός που εξυπηρετείται ιδανικά, από την θέση της κάμερας, η οποία λειτουργεί πάντα ως ένα τρίτο πρόσωπο, κινηματογραφώντας τις καταστάσεις, με μάτι ουδέτερο και ξένο.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γεγονός, οτι μέσα στο διαμέρισμα η κάμερα παραμένει σταθερά στον διάδρομο, χωρίς ποτέ να βλέπουμε τα δωμάτια των ηρώων, αλλά ούτε και τους έτερους συζύγους, τους οποίους βλέπουμε μόνο κατακερματισμένους (μια πλάτη, ένα χέρι, μια μέση).  Ο λόγος;  Μα για τον Wai δεν έχει σημασία.  Οτιδήποτε περιττό ή οτιδήποτε υπονοείται, δεν έχει αυτούσιο λόγο ύπαρξης μέσα στη ταινία του.  Το δέσμιο love story έχει τον πρώτο λόγο.

Ο off screen χώρος και η συμπύκνωση του χρόνου, επιτελούν τον δικό τους ρόλο στην ταινία, καθώς ο Wai, απολαμβάνει να μας παρουσιάζει την ιστορία του, μέσα από καθαρά, κινηματογραφικούς τρόπους.  Το off screen (κυρίως ακούμε τους συζύγους να μιλούν, ενώ την ίδια στιγμή βλέπουμε το πρωταγωνιστικό μας ζευγάρι σε πρώτο πλάνο) εξυπηρετεί στην εικαστικότητα της ταινίας, αλλά και στην συμβολική αναπαράσταση της αξίας των βοηθητικών ηρώων.  Οι άπιστοι σύζυγοι δεν χρειάζεται να φανούν ποτέ, επειδή ακριβώς πέρα από την ύφανση του κινήτρου που οδηγεί σιγά σιγά τους ήρωες μας σε μια δική τους σχέση, δεν επιτελούν κανέναν άλλο σκοπό.  Όσο για τη συμπύκνωση του χρόνου, αυτό επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους, από το σβήσιμο της εικόνας, και το εκπληκτικό μοντάζ, μέχρι τις εναλλαγές των ονειρεμένων φορεμάτων της πρωταγωνίστριας (46 στον αριθμό παρακαλώ, αν και δε φορέθηκαν όλα στη ταινία), προσδίδοντας την δική του, εικαστική πινελιά.
Το “In the Mood for Love” είναι τελικά μια ταινία για την μοναξιά, γεγονός που προδίδεται μέσα από το βλέμμα (όπως είπαμε και παραπάνω), τη λουπαριστή, μουσική επένδυση, ακόμα και το slow motion (μια ακόμη φορμαλιστική χρήση μέσα στη ταινία), και γενικώς με τη χρήση καθαρά φιλμικών μέσων.  Ο Wai δεν καταφεύγει σε φτηνούς μελοδραματισμούς προκειμένου να κατανοήσουμε τη φύση του ερωτικού story των πρωταγωνιστών, αλλά αρκείται να μας υπενθυμίσει σε στιγμές οτι η εποχή και η απιστία, δε μπορούν να συμβαδίσουν.  Το τραγικό μιλάει από μόνο του, οι πληροφορίες παραμένουν πίσω από την κουρτίνα και ο θεατής καλείται να τις ανακαλύψει σταδιακά μόνος του.  Και να οδηγηθεί και αυτός στην όποια λύτρωση αποζητούν οι ήρωες.

Οι ερμηνείες των κεντρικών ηρώων πατούν στο mute, και παραμένουν χωρίς τα δακρύβρεχτα ξεσπάσματα, ψύχραιμες και περιεκτικές.  Είναι όμως ταυτόχρονα προσεγμένες μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια.  Από το στήσιμο και την ενδυματολογική τους φροντίδα, μέχρι τους διαλόγους και το βλέμμα, τα πάντα λειτουργούν εξυπηρετικά για το story, αλλά και για την πρόκληση του βαθύτερου συναισθήματος.
Όπως καταλαβαίνετε η σκηνοθεσία είναι υψηλής ποιότητας, με πολλά ακόμη σκηνοθετικά ευρήματα, ένα εκ των οποίων είναι και η ύπαρξη θεατρικών στοιχείων, σε σκηνές κατά τις οποίες το παράνομο ζευγάρι, υποδύεται τους αντίστοιχους συζύγους(!), σε μερικές από τις πιο ευφυείς σκηνές της ταινίας.  Ο Wai έχει τη δυνατότητα σαν άλλος μάγος του κινηματογράφου να σε παρασύρει και να σε μπερδεύει, κάνοντάς σε να πιστέψεις αυτά που ο ίδιος θέλει.  Μέχρι δηλαδή το επόμενο πλάνο οπού αναφωνείς “ααααα, δεν ήταν αυτός”.  Οχι, δεν ήταν.
Αυτό το εύρημα της θεατρικής παράστασης μέσα στην ταινία, είναι που δίνει στην τελική το ζητούμενο twist σε αυτό το love story, πετυχαίνοντας να το ξεχωρίσει από πολλά ακόμη ρομάντζα τα οποία έχουμε δει, και τα οποία πατούν πάνω σε παραδοσιακά, ξενέρωτα μονοπάτια.
Το “In the Mood for Love” είναι μια εξόχως δομημένη ταινία, αν και μοιάζει να προορίζεται περισσότερο για τις πιο σινεφιλίδικες καρδιές.  Παρόλα αυτά, αν της δώσετε μια ευκαιρία, είναι σίγουρο οτι θα σας αποζημιώσει και με το παραπάνω.  Αισθαντικό, επίπονο και τόσο γοητευτικό, είναι ένα film που θα μιλήσει τόσο στη καρδιά, όσο και στο μυαλό σας.  Το ιδανικό δηλαδή.

 Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το τέλος είναι υπέροχο, οτι τα φορέματα επίσης και οτι τώρα περιμένω με αγωνία την καινούρια ταινία του Wai, για να δω αν έχει μεγαλουργήσει και εκεί.

 TRIVIA

  • Η ταινία χρειάστηκε 15 μήνες προκειμένου να ολοκληρωθεί.
  • Το μακιγιάζ και το ντύσιμο της πρωταγωνίστριας χρειαζόταν καθημερινά γύρω στις 5 ώρες!
  • Το νούμερο του δωματίου στο οποίο έμενε ο ήρωας στο ξενοδοχείο είναι 2046.  Η επόμενη δηλαδή ταινία του Wai.
(ΠΗΓΗ IMDB)

Spring, Summer, Fall, Winter…and Spring: Human and Nature

Καλημέρα και καλή εβδομάδα να’χουμε!  Όσοι από εσάς έχετε αποδράσει κατά Θεσσαλονίκη μεριά, με αφορμή το 53ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ, καλά να περνάτε, αν και αυτό είναι το μόνο σίγουρο αν κρίνω από το πρόγραμμα τους φεστιβάλ.  Για όλους τους υπόλοιπους που ξεμείναμε εδώ, άντε να πούμε για καμιά ταινία να περάσει και η ώρα πιο δημιουργικά, γιατί πάλι του απαλεύτου είναι τέτοιες μέρες-ειδικά δηλαδή όταν τις ξεκινάς προσπαθόντας να βρεις δουλειά, και κλασικά, δε βρίσκεις τίποτα.  Έτσι για να πνίξω και εγώ τον πόνο μου (πολύ μελούρα έπεσε), είπα να ασχοληθώ με μια ταινία πιο σινεφίλ και στοχαστική, σε σχέση τουλάχιστον με όσες ανέβασα τη περασμένη εβδομάδα.  “Spring, Summer, Fall, Winter…and Spring” λοιπόν.

Το πότε και το ακριβές που, δεν έχουν καμία σημασία, σε αυτή την διδακτική ταινία του Κορεάτη σκηνοθέτη, Kim-ki Duk, η οποία σκιαγραφεί με τον πιο νατουραλιστικό και παραδοσιακά θρησκευτικό τρόπο, το ανθρώπινο ταξίδι μέχρι και τη στιγμή της ύψιστης, προσωπικής απελευθέρωσης: της νιρβάνα.
Σε μια λίμνη στη μέση του πουθενά, βρίσκεται ένας πλωτός ναός, πάνω στον οποίο κατοικεί ένας σεβάσμιος Δάσκαλος του Βουδισμού, και ένα πιτσιρίκι το οποίο μαθητεύει κοντά του, με στόχο-φανταζόμαστε-να πατήσει μια μέρα στα χνάρια του Δασκάλου του, και να φτάσει στην ατομική του φώτιση, μέσω της εναρμόνισής του με τη Φύση.
Και ενώ οι εποχές περνούν, και το παιδί μετατρέπεται σε έφηβο, η σαρκική λαγνεία θα κάνει ισχυρή την εμφάνισή της, υπό τη μορφή μιας νέας κοπέλας που επισκέπτεται τη μονή, προς αναζήτηση γιατρειάς για την “ασθένεια” που κουβαλάει.  Ο νεαρός πια μοναχός, θα έρθει αντιμέτωπος με τα πρωτόγονα ένστικτά του, με τρόπους που πάνε κόντρα στις διδαχές του ασκητισμού και την ίδια την ιδέα του Βουδισμού.  Και οι εποχές περνάνε…

Για τον Kim-ki Duk, είχαμε πει μερικά πράγματα αρκετό καιρό πριν, όταν είχα ανεβάσει στο blog μια ακόμη ταινία του, και συγκεκριμένα το σοκαριστικό “Bad Guy”.
Ο Duk, διατηρώντας μια κλασικά arthouse καριέρα ήδη από τη δεκαετία του ΄90, αποτελεί μέχρι και τις μέρες μας, ένα από τα πιο δυνατά, κινηματογραφικά ονόματα που έχει να επιδείξει η Νότια Κορέα, μετρώντας 18 ταινίες στο ενεργητικό του, στις περισσότερες από τις οποίες εκτελεί παράλληλα χρέη παραγωγού και σεναριογράφου.
Η πιο πρόσφατη δουλειά του, “Pieta”, κέρδισε στο φετινό φεστιβάλ της Βενετίας, τον Χρυσό Λέοντα, και όπως όλα δείχνουν ο Duk έχει ακόμη ψωμί να δώσει στους απανταχού λάτρεις των ταινιών του.
Βέβαια το να αποτελεί κανείς υποστηρικτή της δουλειάς του συγκεκριμένου σκηνοθέτη, είναι ταυτόχρονα μια απολαυστική, αλλά και μυσταγωγική εμπειρία, κυρίως γιατί ο Duk είναι από εκείνους τους δημιουργούς που δεν αφήνει στις ταινίες του, τίποτα στη τύχη.  Από το καδράρισμα του περιβάλλοντα χώρου, το στήσιμο των ηθοποιών του, την απουσία, πολλές φορές, της πρόζας, και την χρήση της μουσικής, μέχρι τη χρήση των συμβόλων, την εικαστικότητα των πλάνων του και την παραβολική διάθεση όσον αφορά το περιεχόμενο της ιστορίας του, ο Duk είναι ένας μεγάλος, σύγχρονος δημιουργός επειδή σου δίνει τη δυνατότητα να μιλήσεις για τη ταινία του, να εντοπίσεις πράγματα, κρυμμένες αναφορές ή και απροκάλυπτες παραπομπές σε οικουμενικά θέματα, όπως αυτά της θρησκείας, της πίστης, της ανθρώπινης ύπαρξης και της Φύσης.  Πράγματα δηλαδή τα οποία στο “SSFWAS” (a.k.a Spring, Summer, Fall, Winter…and Spring) αποτελούν το ζουμί.  Και είναι μπόλικο.

Ο Βουδισμός είναι ίσως η μοναδική θρησκεία στην οποία η εναρμόνιση του ατόμου με τη Φύση, είναι τόσο πρωταρχικής σημασίας, προκειμένου το άτομο, να καταφέρει να αγγίξει την υπέρτατη πνευματική κατανόηση, και να φτάσει έτσι στη πλήρη φώτιση, μέσω μιας καθαρά διαλογιστικής κατάστασης.  Στη προκειμένη περίπτωση ο Duk, χρησιμοποιεί με τρόπο έξυπνο την έννοια της θρησκείας και των εποχών, προκειμένου να αποτυπώσει με τρόπο κινηματογραφικό το ταξίδι προς την ενηλικίωση του νεαρού πρωταγωνιστή, καθώς και οτι συνεπάγεται αυτό. 
Η ταινία ξεκινάει με την ‘Ανοιξη, και μια πόρτα που ανοίγει, προκειμένου να μπούμε σιγά σιγά στον πνευματικό κόσμο του Βουδισμού.  Η πόρτα αποτελεί στην ουσία την απαρχή μιας υπερβατικής ιστορίας, μιας παραβολής, η οποία έχει ως στόχο να διδάξει, να καταστήσει βιωματική την έννοια της Γνώσης και να πει σε εμάς τους θεατές ένα παραμύθι, σχετικά με τη πορεία ζωής του πρωταγωνιστή.  Και όπως όλα τα παραμύθια, δεν έχει χώρο, ούτε χρόνο, αλλά μοιάζει να είναι περισσότερο αρθρωμένη μέσα σε έναν εξω-πραγματικό και εντελώς αλληγορικό κόσμο, απογυμνωμένη από κάθε τι κοσμικό και επίπλαστο.  Άνθρωπος και Φύση πρέπει να είναι ένα.  Είναι όμως;
Η συζήτηση σχετικά με το “φαίνεσθαι” και το “είναι”, είναι τεράστια, και δε θα μπούμε σε τέτοια λημέρια, αξίζει όμως να τονίσουμε οτι η ταινία του Duk είναι ακριβώς αυτό: παρουσιάζεται ως μια αφηγηματική ιστορία, που είναι όμως το παραμύθι της μύησης του ανθρώπου στη ζωή, και το γεγονός μάλιστα οτι ο σκηνοθέτης, χρησιμοποιεί το εύρημα της εναλλαγής των εποχών για να δηλώσει τόσο το πέρασμα του χρόνου, όσο και για να τονίσει την εικαστικότητα των σκηνών, είναι κάτι παραπάνω από ευφυές.  Είναι καταλυτικό για την αξία της ταινίας.

 

Όπως είπαμε και πριν, τίποτα δεν είναι τυχαίο, πράγμα που επιβεβαιώνεται από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας, στα οποία βλέπουμε την παιδική ηλικία του ήρωα, να “εκπροσωπείται” από την Άνοιξη.  Πρόκειται για την αναγέννηση και την απόκτηση γνώσης του χαρακτήρα, μέσω της πιο ζωη-κής εποχής του χρόνου.  Μέσα εκεί ο μικρός, γίνεται κοινωνός της γνώσης, η άγνοιά του σχετικά με την Φύση-την τάξη της οποία διαταράσσει, υποκινούμενος από τη παιδική του αφέλεια-και τον κόσμο παύει να υπάρχει και συνεπώς, οποιαδήποτε άλλη “αμαρτία” του επιφυλάσσεται για το μέλλον, είναι πια διπλά κολάσιμη.  Ο λόγος;  Μα φυσικά το γεγονός οτι έχει πλέον γνωρίσει την έννοια του θανάτου, αντιλαμβάνεται το σωστό και το λάθος, και συνεπώς, όποιο μελλοντικό παραπάτημα θα σημαίνει οτι έχει γίνει πλέον εις γνώσιν του.
Αμέσως μετά, ακολουθεί το Καλοκαίρι (με ένα μόνο πέρασμα, δηλώνεται και η συμπίεση του χρόνου) στο οποίο ο πιτσιρικάς έχει φτάσει στην εφηβεία, με το σαρκικό του ένστικτο να αρχίζει να κοχλάζει (ο νεαρός, παρακολουθεί με μεγάλο ενδιαφέρον δυο φίδια να ερωτοτροπούν).  Λίγο αργότερα βλέπει μια κοπέλα, μαζί με τη μητέρα της, να πλησιάζουν τη μονή.  Και πάλι όμως το γεγονός οτι ο ήρωας τις παρακολουθεί να έρχονται, έχοντας σκαρφαλώσει πάνω σε μια τεράστια, πέτρινη φιγούρα του Βούδα, δηλώνει μόνο ένα πράγμα (διόλου τυχαίο φυσικά) : ακόμα και έτσι, η σαρκική του λαχτάρα είναι οριοθετημένη, υπό το άγρυπνο βλέμμα του Πεφωτισμένου Θεού.  Η λογοκρισία (εκ του Δασκάλου) είναι αναπόφευκτη, αλλά παράλληλα αποδεκτή, μιας που ο Βουδισμός επιτρέπει τη νιρβάνα, μέσω της σεξουαλικής επαφής.  Όταν μάλιστα αυτή τοποθετείται μέσα στη Φύση, όπως εδώ, τότε η σεξουαλική συνεύρεση, παύει να είναι μόνο ένστικτο, αλλά εμπεριέχεται πλέον σε αυτή και η δύναμη της αρχέγονης, και αιώνιας Φύσης (π.χ το νερό, παραπέμπει στη διαρκή ροή και στην αέναη αναγέννηση, υπερτονίζοντας τη σημασία του έρωτα μέσα στη ταινία, στο πλαίσιο όμως του ταξιδιού του πρωταγωνιστή, μέσα στη ζωή και τα παθήματα που γίνονται μαθήματα).

Άνοιξη-παιδί, Καλοκαίρι-έφηβος, Φθινόπωρο-νεαρός άνδρας, Χειμώνας-ώριμος άνδρας, Άνοιξη-παιδί.  Ακόμα και από τον τίτλο, μπορεί κανείς να βγάλει το συμπέρασμα οτι η ταινία του Duk είναι τελικά μια ελεγεία πάνω στον κύκλο της ζωής και την αδιατάρακτη δύναμη της Φύσης, η οποία υπήρχε πολύ καιρό πριν την εμφάνιση του ανθρώπου πάνω στη Γη, και θα εξακολουθήσει να υπάρχει ακόμη και μετά τον θάνατό μας.
Εκτός από το ταξίδι ζωής, μέσω των βουδιστικών διδαχών, ο Duk (ο οποίος υποδύεται την “τελευταία” ηλικία του ήρωα, όπως βλέπεις στη πιο πάνω φωτογραφία) θέτει πανανθρώπινα ζητήματα (όπως ο θάνατος και η πάλη με τις ενοχές) μέσα από την ταινία του, η οποία αποτελεί στην κυριολεξία ένα έργο τέχνης, τόσο χάρη στο περιεχόμενό της, όσο και στη σκηνοθεσία της, η οποία παραπέμπει ευχάριστα στους πίνακες των αναγεννησιακών ζωγράφων (οι αντικατοπτρισμοί στο νερό, οι κάθετοι κορμοί των δέντρων και το οριζόντιο, πράσινο τοπίο στο φόντο, τα άλλοτε ψυχρά και άλλοτε θερμά χρώματα, όλα συνηγορούν σε μια οπτική πανδαισία με περιεχόμενο.  Η τέχνη κάνει κύκλους, όπως ακριβώς και η ζωή, γιατί η τέχνη είναι ζωή και τούμπαλιν.)
Ως προς τη σκηνοθεσία, ο Duk επιλέγει μια πιο αποστασιοποιημένη ματιά, τοποθετώντας τη κάμερά του μακριά από τα πρόσωπα των ηρώων, στερώντας από εμάς-επίτηδες προφανώς-τις στομφώδεις και μελοδραματικές τους εκφράσεις, οι οποίες θα αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι μιας δυτικής ταινίας.  Οχι όμως εδώ.  Η Φύση δεν ενδιαφέρεται για τα ανθρώπινα δράματα, και ο Duk το καθιστά ξεκάθαρο αυτό, με τη χρήση μακρινών λήψεων, μέσω των οποίων το άτομο μοιάζει σαν μια μικρή, ανεπαίσθητη κουκκίδα, στην οργιαστική χλωρίδα του κόσμου.  Το άτομο μηδενίζεται, το σαρκίο απογυμνώνεται του πνεύματός του, και ο υπέρτατος στόχος είναι η ένωση και η ολοκληρωτική εναρμόνιση με τη Φύση και άρα τον Θεό.
Εκτός από την όποια, ρεαλιστική δράση των ηρώων στα πλαίσια της ιστορίας, ο Duk φροντίζει να την ντύνει και με έναν μεταφυσικό μανδύα, που καθιστά την ιδέα περί παραβολής, ακόμα πιο αισθητή.  Υπάρχουν σκηνές, οι οποίες δε μπορούν να εξηγηθούν λογικά, όπως το οτι ο πλωτός ναός μοιάζει να κινείται διαρκώς, χωρίς όμως ποτέ να φεύγει από τη θέση του (η ασταμάτητη πορεία των πραγμάτων, η ροή του νερού αλλιώς), το γεγονός οτι ο δάσκαλος παρακολουθεί τον μικρό μαθητή, χωρίς να εξηγείται το πως πέρασε τη λίμνη, αφού ο μικρός είχε πάρει τη βάρκα ή ακόμα και η επιστροφή της βάρκας από μόνη της, στον ναό.
Το “Spring, Summer, Fall, Winter…and Spring” είναι μια ωδή πάνω στην ίδια τη ζωή.  Μέσα από μια αλληγορική ματιά, ο Duk διηγείται τον αιώνιο αγώνα του ανθρώπου να φτάσει στη Κάθαρση, έχοντας για εργαλείο τα γραπτά και τις προσευχές του Βουδισμού, μέσω των οποίων μπορεί κάποιος να οδηγηθεί στην ύστατη απελευθέρωση από τα δεσμά του κόσμου, μόνο αφού βιώσει τον προσωπικό του Γολγοθά.  Η ανάβαση είναι σκληρή, η ανταμοιβή όμως αιώνια.  Ακριβώς δηλαδή όπως και το βλέμμα του αγάλματος στο τέλος, που αντικρίζει ολόκληρη τη πλάση.  Αιώνιο.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το σκηνικό είναι φτιαγμένο και η λίμνη τεχνητή, εδώ και χρόνια (O_O), οτι ο σκύλος που συμβολίζει τη πίστη και η γάτα τη πανουργία, παίζουν τους δικούς τους ρόλους και οτι το κλείσιμο της ταινίας, είναι εξαίσιο.

No trivia

The Secret World of Arietty: The ‘children’ of the underfloor

Καλησπέρα σε όλους και πάλι.  Αν και χθες δε πρόλαβα να ανεβάσω ταινιούλα, είπα να το κάνω σήμερα, έτσι για να μη φεύγουμε και πολύ από το πρόγραμμά μας.  Αποφάσισα λοιπόν να συνεχίσω τον Σεπτέμβρη, με μια ταινιούλα που είδα το καλοκαίρι, και που πραγματικά με εντυπωσίασε με την απλότητά των τόσο σοβαρών, αλλά και τόσο κατανοητών, ηθικών και ανθρώπινων μηνυμάτων της.  Μιλάω βεβαίως για το “The Secret World of Arietty”, ένα γιαπωνέζικο animation, από αυτά που αγαπάμε πάντα να βλέπουμε.  Κι αν αναρωτιέστε αν αξίζει τον κόπο, σας λέω οτι αξίζει.  Here we go.

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα αγόρι που το έλεγαν Sho.  O Sho λοιπόν (για να μιλήσουμε και σε ενεστωτικό χρόνο) είναι ένα παιδί, λίγο διαφορετικό από τα άλλα, μιας που υποφέρει από καρδιακά προβλήματα, τα οποία τον καθιστούν ανίκανο να τρέξει, να παίξει και να ζήσει σαν ένα φυσιολογικό παιδί.  Για τον λόγο αυτό, αποφασίζεται να επισκεφθεί το σπίτι της θείας του στην εξοχή, προκειμένου να προετοιμαστεί μέσα στη γαλήνη και την ησυχία του πράσινου κόσμου γύρω του, για την επερχόμενη, δύσκολη εγχείρηση στην οποία θα πρέπει να υποβληθεί.
Από την πρώτη μέρα κιόλας που πατάει το πόδι του στο πατρικό της μητέρας του και νυν σπίτι της θείας Shadako, θα έρθει αντιμέτωπος με μια περίεργη, μικροσκοπική οικογένεια που όπως θα αντιληφθεί, ζει κάτω από το πάτωμα του σπιτιού!  Πιο συγκεκριμένα, ο Sho, θα γνωρίσει την περιπετειώδη κόρη της οικογένειας Clock, Arietty, η οποία κάνει τα πρώτα της βήματα ως “borrower”.  Και τι είναι αυτό;  Είναι απλό.  Η οικογένειά της, δανείζεται ένα σωρό πράγματα από το σπίτι, προκειμένου να μπορέσει και εκείνη με τη σειρά της να ζήσει.  Κύβοι ζάχαρης, σπάγκος και ψίχουλα ψωμιού, είναι μερικά μόνο από τα-μικροσκοπικά για εμάς, τεράστια σε ποσότητα για εκείνους-αντικείμενα, που κάνουν την καθημερινότητά τους ευκολότερη.  Τι γίνεται όμως όταν η Arietty καταλάβει οτι η κάλυψή τους έχει προδοθεί και οτι επιπλέον, η υπηρέτρια του σπιτιού, ξεκινάει έναν αγώνα προκειμένου να ξετρυπώσει την τοσοδούλικη οικογένειά της, και να καρπωθεί τη ‘δόξα’ του ευρήματός της;  Και τελικά, ο Sho, είναι ένας ακόμη από εκείνους τους ανθρώπους που θέλουν το κακό της, ή ένας πραγματικός φίλος;

Η ταινία αποτελεί μεταφορά της νουβέλας “The Borrowers”, τη Βρετανίδας συγγραφέως για παιδιά, Mary Norton και παρά το γεγονός οτι το γνωστό σε όλους μας, Studio Chibli, ήθελε να προχωρήσει σε μια μεταφορά του συγκεκριμένου βιβλίου εδώ και…σαράντα χρόνια(!), τελικά κατάφεραν να οδηγήσουν την ιστορία σε παραγωγή, μόλις το 2009.
Αν και έχουμε συνηθίσει τον Hayao Miyazaki στον ρόλο του σκηνοθέτη, τέτοιων εντυπωσιακών, animation προσπαθειών, εντούτοις η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί σκηνοθετικό προϊόν του animator, Hiromasa Yionebayashi, ο οποίος είχε συνεργαστεί με τον Miyazaki και για άλλα animation, όπως τα αγαπημένα μας πια, “Howl’s Moving Castle”, “Ponyo” και “Spirited Away”.  Στη προκειμένη περίπτωση ο Miyazaki κράτησε τον ρόλο του production planner.
Παρά το γεγονός οτι η αναγνωρισιμότητά του, δεν έφτασε εκείνη άλλων κλασικών, japanese παραγωγών όπως το “Princess Mononoke” ή το “Spirited Away” που απευθύνονται έτσι κι αλλιώς, και σε λίγο μεγαλύτερα ‘παιδιά’, κατάφερε εντούτοις να σκοράρει παγκοσμίως γύρω στα $150 εκατομμύρια, πράγμα που έφερε έτσι την Arietty, τέταρτη, στην κατάταξη των πιο πετυχημένων εμπορικά, animation.
Όπως και να’ χει, μπορεί όντως δύσκολα να αγγίζει την αξία των προκατόχων του, παρόλα αυτά το “The Secret World of Arietty” έχει τη δική του απαράμιλλη γοητεία και παιδική αθωότητα, που το καθιστούν must see για τους fan, και οχι μόνο.

Η ιστορία ξεκινάει στην ουσία από τη στιγμή που ο Sho, φτάνει στο σπίτι της θείας του.  Από εκεί και πέρα η μια δράση πυροδοτεί την άλλη, και το πράγμα καταλήγει σε πανωλεθρία για την οικογένεια της Arietty, το μέγεθος της οποίας, δε της επιτρέπει να τα ‘βάζει’ με τους, κανονικού μεγέθους, ανθρώπους.
Σε αντίθεση όμως με το μέγεθός τους, τόσο οι Clocks, όσο και η Arietty συγκεκριμένα, διακατέχονται από ένα βαθύ ένστικτο επιβίωσης, το οποίο είναι αυτό που τους υποκινεί να παλεύουν μέρα με τη μέρα και να ζουν την κάθε τους στιγμή στο φουλ.
Αυτό αποτελεί στην τελική και την ουσία του συγκεκριμένου animation: η ανάγκη κάποιου να παλεύει και να μη παραδίνεται αμαχητί σε τίποτα.  Είτε αυτό λέγεται κακιασμένη υπηρέτρια που χώνει τη μύτη της εκεί που δε τη σπέρνουν, είτε λέγεται σοβαρό πρόβλημα υγείας.
Είναι όμορφο να βλέπεις πόσο αρμονικά και αβίαστα έχει συνδεθεί μέσα από την πλοκή, ο αγώνας του μικρού Sho, ο οποίος αντιμετωπίζει το πρόβλημα με τη καρδιά του, αλλά και ο γολγοθάς της οικογένειας των borrowers, για τους οποίους η κάθε μέρα είναι και ένα τεράστιο βουνό δυσκολίας.  Και όμως, δε τα παρατούν, αλλά συνεχίζουν να προσπαθούν για οτι καλύτερο μπορούν.  Η μητέρα φροντίζει το σπίτι, ο πατέρας κουβαλάει τα αγαθά, και με τη βοήθεια της Arietty, τα πράγματα δείχνουν ελπιδοφόρα.  Επειδή όμως μιλάμε για την παράδοση των Ιαπώνων, οι οποίοι όλο και κάτι θέλουν να σε διδάξουν μέσα από τα κινούμενα σχέδιά τους, οι ζωές και των δυο πλευρών δεν είναι και τόσο εύκολες, καθώς ο καθένας τους, καλείται να αντιμετωπίσει και από ένα εμπόδιο το οποίο θα αποκαλύψει στη συνέχεια, το είδος του ανθρώπου το οποίο είναι: λιγόψυχος ή αγωνιστής;

Το εξίσου ενδιαφέρον της υπόθεσης έχει να κάνει με το πως αντιμετωπίζονται οι κακοτυχίες από τους πρωταγωνιστές, αναφορικά μάλιστα και με το μέγεθός τους.
Από τη μια πλευρά ο Sho, αν και μπροστά στα μάτια της Arietty είναι ένας γίγαντας, εντούτοις στην αρχή της ταινίας (και σε ένα μεγάλο ποσοστό της), μοιάζει φοβισμένος για την επερχόμενη εγχείρηση, αγχωμένος και με μια απαισιόδοξη διάθεση στο μυαλό του, σχετικά με την έκβάσή της.  Αντιθέτως η γλυκιά Arietty, είναι αισιόδοξη, χαρούμενη και ζωηρή, παρά το γεγονός οτι η ζωή της απειλείται διαρκώς από πράγματα που εμάς μας φαίνονται τουλάχιστον αστεία: μια…ακρίδα, μια γάτα, ή η απουσία προσανατολισμού μέσα στον κήπο, μπορεί να αποτελέσουν θανάσιμο κίνδυνο για εκείνη και την οικογένειά της.  Και όμως, εκείνη αγωνίζεται και προσπαθεί, σε πείσμα όλων αυτών.
Επομένως θα έλεγε κανείς, οτι η δύναμη της ψυχής, δεν έχει να κάνει με το ύψος ή το μέγεθος, αλλά με τον τρόπο με τον οποίο αποφασίζεις να δεις τα πράγματα και με το κατά πόσο τελικά, πιστεύεις στον ίδιο σου τον εαυτό.  Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός οτι ο Sho εμψυχώνεται από την ατρόμητη Arietty, και παίρνει κουράγιο, καθώς στον αντίποδα αυτού, υπάρχει και η πραγματική φιλία που της προσφέρει απλόχερα εκείνος, καθώς και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης απέναντι στους ομοίους του.  Και αυτό είναι το σημαντικότερο μάθημα ζωής που παίρνουν και οι δυο.

Από πλευράς animation όπως μπορείτε να δείτε, μιλάμε για ακόμη μια φορά για την παραδοσιακή, επιτυχημένη συνταγή του στούντιο Chibli με τις πολύχρωμες, ζαχαρένιες του εικόνες, την κουκλίστικη πανδαισία αντικειμένων και τα υπερφωτισμένα πλάνα, που σε κανονική ταινία θα ανήκαν μάλλον αποκλειστικά στον Terrence Malick.
Μάλλον αδύνατον να της αντισταθεί κανείς, το “The Secret World of Arietty”, αποτελεί ένα ήπιων τόνων, οπτικοακουστικό θέαμα, που θα σας γεμίσει ζεστασιά και πιθανότατα θα ζωγραφίσει στο πρόσωπό σας, ένα θλιμμένο χαμόγελο.  Αν αυτό το animation ήταν μυρωδιά, σίγουρα θα ήταν μοσχομυριστά, σπιτικά, κουλουράκια κανέλας.  Δείτε το.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο καλύτερος τρόπος να κάνεις οικονομία, είναι να είσαι τόσο δα μικρός, οτι η παράφραση του human being, σε human bean, είναι πολύ εύστοχη, και οτι το κοκαλάκι της Arietty για τα μαλλιά, είναι μια πατέντα που όλα τα κοριτσάκια έχουμε δοκιμάσει κάποια στιγμή: αγαπημένο μανταλάκι.

Και μη ξεχνιόμαστε, ιαπωνέζικα με υπότιτλους.  Οχι μεταγλωτισμένο στα αγγλικά, έλεος!

No trivia

The Man From Nowhere: …has got nothing to lose

Alloha και πάλι και καλή εβδομάδα.  Λοιπόν σήμερα η ταινιούλα μας είναι αφιερωμένη σε όλα τα παιδιά που έδιναν φέτος Πανελλαδικές και την αγωνία τους που έχει χτυπήσει ταβάνι σήμερα, με αφορμή τη δημοσίευση των βάσεων.  Εγώ να πω μια μεγάλη, καλή τύχη σε όλους, και εύχομαι όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά, να καταφέρουν να πετύχουν τελικά τους στόχους τους!
Η ταινία που αποφάσισα να βάλω σήμερα, παίζει και αυτή στο κομμάτι του revenge, asian cinema, και αποτέλεσε στη συνείδησή μου, μια από τις καλύτερες (αν οχι η καλύτερη) ταινίες που αποφάσισα να δω το φετινό καλοκαίρι.  Όσοι δε την έχετε δει, πρόκειται για μια εντυπωσιακά φτιαγμένη περιπέτεια, οπού φυσικά δε της λείπουν και οι απαραίτητες, δραματικές πινελιές, όπως ακριβώς συμβαίνει σε κάθε τέτοια ταινία των φίλων μας των Ασιατών.  Για να ξεκινήσουμε λοιπόν.  “Τhe Man From Nowhere”.

O Cha Tae-sik (Bin Won) είναι ένας φιλήσυχος ιδιοκτήτης ενός ενεχυροδανειστηρίου, σε μια βρώμικη πολυκατοικία κάπου στη Seoul.  Το μοναδικό άτομο με το οποίο ανταλλάσσει μια κουβέντα, είναι ένα μικρό κοριτσάκι, η So-mi, η οποία αντιμετωπίζει ήδη πολλά προβλήματα στην ανήλικη ζωή της.  Η μητέρα της εργάζεται ως στρίπερ σε ένα τοπικό μπαρόκλαμπο, και για να περνάει ευχάριστα η ώρα, βαράει που και που και καμιά ένεση ηρωίνης, έτσι για να αλλάζει η διάθεση βρε αδελφέ.  Η μικρούλα So-mi αναγκάζεται να τριγυρνάει μέσα στη πόλη μόνη της και να κλέβει μικροπράγματα, μιας που η μητέρα της την έχει στη καλύτερη περίπτωση χεσμένη και γενικά κανείς δε φαίνεται να δίνει δεκάρα για το ξύπνιο παρόλα αυτά, πιτσιρίκι.
Μια μέρα η μητέρα της θα μπλέξει πολύ άσχημα, όταν κλέψει ένα δείγμα ηρωίνης το οποίο προόριζε η κορεατική μαφία για μερικούς εξέχοντες, Κινέζους αγοραστές.  Τότε όλη η Κόλαση θα ξεσπάσει πίσω της, αφού τα τσιράκια των μεγάλων αφεντικών, πρέπει να την εντοπίσουν, να πάρουν πίσω το εμπόρευμα και να την τιμωρήσουν σκληρά.
Όταν τελικά καταλήξουν να απαγάγουν την ίδια, αλλά και την κόρη της, θα συνειδητοποιήσουν οτι υπολόγιζαν χωρίς τον ξενοδόχο, μιας που ο Cha Tae-sik, με το αινιγματικό παρελθόν, θα ξεκινήσει έναν αγώνα ενάντια στον χρόνο, προκειμένου να σώσει τη So-mi.  Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, σύντομα θα βρεθεί και ο ίδιος προ απροόπτου, όταν πληροφορηθεί οτι οι μάγκες που κυνηγάει, εμπλέκονται εκτός από το εμπόριο ναρκωτικών, και σε εμπόριο διακίνησης οργάνων…

Η ταινία αποτελεί παραγωγή του 2010, και έχει σκηνοθετηθεί από τον Jeong-beom Lee, ο οποίος έχει κάνει μια ακόμη ταινία (το “Cruel Winter Blues” το 2006) και τίποτε άλλο.
Δε μπορώ να πω βέβαια οτι με εκπλήσει ιδιαίτερα το γεγονός οτι ένας ακόμη Κορεάτης σκηνοθέτης έχει κάνει μια τόσο καλή ταινία όσο αυτή που τσεκάρουμε σήμερα, με μοναδική προϋπηρεσία μια ακόμη.  Η αλήθεια είναι πάντως πως ακόμα και με την πρώτη του ταινία, ο Lee, κατάφερε να χωθεί βαθιά στο μυαλό των συμπατριωτών του, αλλά και των απανταχού ασιατόφιλων, κυρίως επειδή φάνηκε να δίνει μια νέα, πιο φρέσκια πνοή στις ήδη αξιοπρόσεκτες (και ως επί το πλείστον cult) δουλειές του Takeshi Kitano.
To “Cruel Winter Blues”, εμπεριέχει έναν γκανγκστερικό κόσμο, με εμφανέστατα στοιχεία διαλογισμού και φιλοσοφικών αναζητήσεων, πετυχαίνοντας να αναζωογονήσει τείνει τρόπο τις αντίστοιχου είδους ταινίες του Kitano, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από μια πιο ωμή και ρεαλιστική ματιά, πάνω στον κόσμο των κακών παιδιών της νύχτας.
Στο “The Man From Nowhere” δημιουργεί μια ακόμη φορά ένα εφιαλτικό (και όμως τόσο απροκάλυπτα πραγματικό) σύμπαν από αναλώσιμους ανθρώπους, ψυχωτικά αφεντικά και μοιραίους ήρωες, οι οποίοι τα παίζουν όλα για όλα.  Και όσο κι αν φαίνεται πως κάποιος δεν έχει τελικά τίποτα να χάσει, μη ξεγελιέστε.  Πάντα έχει.
Μπορεί λοιπόν ο Lee μέχρι και σήμερα να μην έχει σκηνοθετήσει κάποια νέα ταινία, παρόλα αυτά, αυτή η δική του ιστορία εκδίκησης, είναι σίγουρα μια από τις καλύτερες που έχετε/θα έχετε δει.  Μεστή, σκληρή και περίεργα ανθρώπινη, είναι μια ταινία για την απώλεια, τη μοναξιά, την αγάπη και την ύστατη θυσία η οποία δεν προέρχεται κατ’ ανάγκη από κάποιον φίλο ή συγγενή.  Είναι δυνατόν να προέρχεται και από κάποιον εντελώς άγνωστο.  Κάποιον που φαίνεται να έρχεται ‘από το πουθενά’.

Αν κάποιος αποφασίσει να δει τη ταινία, θα διαπιστώσει οτι ακολουθεί το κλασικό, εκδικητικό μονοπάτι, το οποίο έχουμε συνηθίσει στις σύγχρονες, South Korean ταινίες, γεγονός που μπορεί να κάνει ορισμένους να πουν οτι ‘ok η ταινία δε μου προσφέρει τίποτα καινούριο και συνεπώς είναι μια από τα ίδια’.  Ναι, μπορεί αυτό όντως να συμβαίνει, αλλά για μια ακόμη φορά μιλάμε για μια υπόθεση τόσο άρτια δομημένη και τόσο εξαιρετικά σκηνοθετημένη, που πραγματικά θα σας είναι δύσκολο να ξεκολλήσετε τα μάτια σας από πάνω της.
Έχω ξαναπεί και θα το λέω για όσο ακόμα χρειαστεί.  Είναι προτιμότερο να βλέπεις μια ταινία αυτής της φρέσκιας, κινηματογραφικής σχολής των Ασιατών, απ’οτι ένα Χολυγουντιανό καρμπονάκι, το οποίο τις περισσότερες φορές είναι και υπερβολικό, και βαρετό και τίγκα στην κακιασμένη τεστοστερόνη/αδρεναλίνη, σε βαθμό που καταντάει απλά γελοίο και ψεύτικο (δεν δέχομαι οτι ο Statham σκαρφαλώνει και γαζώνει, με τη καράφλα στεγνή και καθαρή.  Δε γίνεται ρε φίλε!).  Δε θέλω να κριτικάρω αυτού του είδους τις ταινίες, δε με αφορά κιόλας αυτή τη στιγμή να μπω σε μια τέτοια συζήτηση, μιας που ξέρω πως όλο και κάποιος θα βρεθεί να μου μιλήσει για το γαμάουα γερό-κάλος του Silvester Stalone, ή την απαράμιλλη γοητεία του always bad, Jean Claude van Damme.
Αν θέλετε να δείτε όμως κάτι που και τη δράση στα ύψη έχει, και αξιόλογες ερμηνείες, και τις δραματικές του εξάρσεις (όταν πρέπει βεβαίως, μιας που και οι περισσότερες ασιατικές ταινίες, δε στοχεύουν στο τσάμπα κλάμα) και μια υπόθεση κατά τα άλλα κλασική, αλλά πάντα καλή, ε τότε δείτε το “The Man From Nowhere” και αφήστε τα ψευτοπιστολίδια και τις ‘εκρήξεις ανά λεπτό’ για τις κάφρικες βραδιές, παρέα με τους κολλητούς.

Πρωταγωνιστής και αυτή τη φορά, είναι ο Bin Won, και λέω και αυτή τη φορά, γιατί μερικές εβδομάδες πριν είχα ανεβάσει στο blog και τη ταινία, “Mother”.  Για όσους δε θυμάστε ο Won, υποδύεται εκεί έναν διανοητικά προβληματικό νεαρό, ο οποίος κατηγορείται από την αστυνομία για τη δολοφονία μιας κοπέλας, δίνοντας μια πραγματικά, εντυπωσιακή ερμηνεία και πείθοντας απόλυτα στον ρόλο του.
Εδώ ο χαρακτήρας που υποδύεται, δε θα μπορούσε να είναι πιο κόντρα.  Λιγομίλητος, με δολοφονικά ένστικτα, σκούρο κοστουμάκι και βλέμμα κοφτερό σαν λεπίδι, δίνει μια ερμηνεία που ισορροπεί ανάμεσα στο δράμα και τη βίαιη περιπέτεια με μεγάλη ευκολία.  Χωρίς πολλές υπερβολές, αλλά με μια υπόθεση που υιοθετεί το μοτίβο του “good guy gone bad” και κάνει πιστευτή την εξέλιξή της, η ταινία πετυχαίνει να ξεχωρίσει μέσα στον συρφετό των ανεγκέφαλων περιπετειών του σωρού, που δεν έχουν τίποτα περισσότερο να προσφέρουν, πέρα από μερικούς γυμνούς κοιλιακούς (τουλάχιστον εδώ τους βλέπεις με άλλο μάτι), γυναικείες παρουσίες που περιορίζονται στο ρόλο της sexy γατούλας και τίποτε άλλο, και ένα αέναο πάρε δώσε από σφαίρες, που φυσικά ποτέ δε βρίσκουν τον στόχο τους (ο πρωταγωνιστής βγαίνει συνήθως αλώβητος, ακόμα και όταν καμιά ντουζίνα από αυτόματα, έχουν ξεράσει πάνω του εκατοντάδες σφαίρες).
Οχι εδώ.  Εδώ ο κεντρικός ήρωας και θα πονέσει, και θα χτυπηθεί, και θα βασανιστεί εξαιτίας των προσωπικών του επιλογών, και στη συνέχεια θα λυτρωθεί.  Με τον έναν, ή με τον άλλο τρόπο.

Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα ιδέα της ταινίας, να έχει να κάνει με τη σχέση που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στον πρωταγωνιστή και το κοριτσάκι.  Εξακολουθώντας να δρα ανελέητα για χάρη της μικρής και σε μια προσπάθεια να τη σώσει, ο ίδιος, δε περιορίζεται στον ρόλο του macho τύπου, που δε θέλει πάρε δώσε με κανέναν, παρά μόνο με τη μοναξιά του.  Ίσα ίσα που μέσα από την πορεία της ταινίας, μπορεί κανείς να εντοπίσει τα ψήγματα ενός ληθαργικού πατρικού ενστίκτου, τα οποία άθελά της ίσως, ξύπνησε η So-mi.
Η σχέση τους γίνεται προοδευτικά όλο και πιο στενή, όλο και πιο ισχυρή και μάλιστα με τον πιο απλό τρόπο και χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις.  Ένα…βαμμένο νύχι, μια αγκαλιά ή μια εξομολόγηση, αποτελούν τα πιο δυνατά χαρτιά που δένουν τους δυο χαρακτήρες, κάτω από το πρίσμα μιας ολοένα και πιο επικίνδυνης πραγματικότητας της νύχτας.
Ο Lee δε μασάει τα λόγια του, αλλά αντικατοπτρίζει πάνω στη κάμερά του τα σκοτεινά σοκάκια, την αμίλητη βία και την παράνοια του κόσμου, μέσα από ακραίους συνδυασμούς χρωμάτων (έντονες, σχεδόν φλουο πινελιές, έρχονται σε αντίθεση με το σκοτάδι της νύχτας), αλλά και τη δράση του ήρωα ως επί το πλείστον βράδυ.  Ακόμα και όταν η μέρα παίρνει τη σκυτάλη, ο Cha Tae-sik περιμένει τη δύση του ηλίου για να δράσει, σε μια εμφανέστατη ανάγκη να διατυπωθεί έτσι, και η ερεβώδης ψυχική του κατάσταση.
Όλο το ζοφερό αυτό κλίμα που επικρατεί, ενισχύεται ακόμη περισσότερο από τις μουσικές νότες (οι οποίες μοιάζουν πολύ μεταξύ τους, έτσι κι αλλιώς), εμπνευσμένες από κλασσικά κομμάτια, τα οποία ντύνουν ακόμα και τις πιο σοκαριστικές στιγμές της ταινίας.
Εν προκειμένω η εκδίκηση γίνεται μονόδρομος, ο θεατής τάσσεται από τη πρώτη στιγμή κατά του μαφιόζικου καρτέλ που σκοτώνει δίχως έλεος όποιον βρεθεί μπροστά του, και ο πρωταγωνιστής γίνεται κάτι σαν τον σκοτεινό άγγελο που φέρνει τη δικαιοσύνη.  Οχι όμως και χωρίς τίμημα.
Εντυπωσιακά απλά στη σύλληψή της, αλλά με μια εκτέλεση που προκαλεί δέος, το “The Man From Nowhere” είναι μια βραδυφλεγής ταινία που μπορεί να ξεκινάει ύπουλα μιουταρισμένη, καταλήγει όμως σε ένα φρενήρες κυνηγητό, για την επούλωση ενός παλιού τραύματος…Απλά εξαιρετική.

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι οι ντετέκτιβ είναι για ακόμη μια φορά τζιμάνια, οτι μια συγκεκριμένη σκηνή μου θύμισε πολύ “The Raid” και οτι ο ένας εκ των κακών, μοιάζει με creepy, ασιάτη, Michael Jackson.


No trivia

Madeo (a.k.a Mother): She is always there for you…

Γεια σας, γεια σας και αν δε σας το είχα πει, καλό μήνα!  Έπειτα από απουσία δυο εβδομάδων περίπου, είπα να επιστρέψω και πάλι στα γνώριμα εδάφη, με κριτικούλες και οτιδήποτε νεότερο από το κινηματογραφικό μέτωπο.  Η αλήθεια είναι πως θα προσπαθήσω να είμαι συνεπής καθ’όλη τη διάρκεια αυτής της εβδομάδας, αλλά δε ξέρω κατά πόσο θα καταφέρω να γράψω μέχρι και την επόμενη, μιας που στο πρόγραμμα θα μπουν και οι οικογενειακές διακοπές.  Όπως και να έχει όμως, θα είμαστε μαζί για…όσο είμαστε και από εκεί και πέρα, θα επιστρέψουμε και πάλι δυναμικά από τον Σεπτέμβρη έχοντας μάλιστα και την καλύτερη αφορμή: τις αγαπημένες μας φυσικά Νύχτες Πρεμιέρας.  Για να ξεκινήσουμε λοιπόν, have fun και για όσους είναι ήδη σε κάποιο όμορφο νησάκι, καλές διακοπές να έχετε : )

Η Hye-ja Kim υποδύεται την Mother, η οποία στη ταινία δε φέρει κανένα άλλο αναγνωριστικό όνομα, πέρα από την ιδιότητα της μάνας, μητέρας, μαμάς.
Η Μητέρα λοιπόν, ζει φτωχικά θα έλεγε κανείς, σε ένα εξίσου φτωχικό χωριομέρος, παρέα με τον διανοητικά προβληματικό γιο της, Yoon Do-joon.  Η Μητέρα βγάζει τα προς το ζην, προκειμένου να ταΐσει τον εαυτό και τον ιδιαίτερο γιο της, έχοντας ένα μαγαζάκι με κάθε λογής ματζούνια, βότανα και λοιπά άλλα, και χρησιμοποιώντας σε σφριγηλούς, νεαρούς γλουτούς κοτζαμάν βελόνες, για αποβολή του στρες και ‘πιάσιμο’ παιδιών.
Όπως είναι λογικό, η γηραιά αυτή γυναίκα αποτελεί το μοναδικό στήριγμα του Do-joon, με αποτέλεσμα να είναι αναγκασμένη να τον παρακολουθεί διαρκώς, σε περίπτωση που κάτι πάει στραβά.  Όταν τελικά το στραβό έρθει και χτυπήσει την πόρτα του ταπεινού σπιτικού τους, μεταμφιεσμένο σε μια νεαρή κοπέλα βάναυσα δολοφονημένη, τότε η τοπική αστυνομία (η οποία στις κορεατικές παραγωγές απαρτίζεται πάντα κατά έναν περίεργο τρόπο, από “τρομερά” φυντάνια και τζιμάνια αστυνομικούς και ντετέκτιβ) θα κατηγορήσει τον Do-joon για τον θάνατο της, θα τον συλλάβει με συνοπτικές διαδικασίες και θα τον οδηγήσει πίσω από της φυλακής τα σίδερα, αποδεικνύοντας οτι αυτά δεν είναι μόνο για τους λεβέντες.
Η Mother λοιπόν, θα ξεκινήσει ένα ανελέητο κυνηγητό, προκειμένου να βρει τους πραγματικούς δολοφόνους, και να αποδείξει την αθωότητα του μονάκριβου γιου της.  Στη πορεία όμως θα δει οτι ο δρόμος τον οποίο διάλεξε να ακολουθήσει, δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα και σύντομα θα καταλάβει οτι σε αυτό το ‘ταξίδι’ μπορεί να χάσει εκτός από το παιδί της, και τον ίδιο της τον εαυτό…

Ο σκηνοθέτης Joon-ho Bong αποτελεί μια από τις κλασικές περιπτώσεις Κορεάτη σκηνοθέτη, ταινίες του οποίου έχουμε ξαναδεί στο blog.  Και αν δε θυμάστε, τότε να σας φρεσκάρω λιγάκι τη μνήμη και να σας πω οτι ο συγκεκριμένος δημιουργός είναι υπεύθυνος για μερικές, πραγματικά καλές ταινίες, όπως το “Memories of Murder” (2003) το οποίο μάλιστα παρουσιάζει μεγάλες, θεματικές ομοιότητες με το “Mother”, καθώς και το “The Host” (2006), μια από τις καλύτερες και πιο underrated ταινίες με τέρας, ever.
Έπειτα και από την-φεστιβαλική κυρίως-επιτυχία του “Mother”, ο ίδιος αποφάσισε να περάσει σε πιο εμπορικά μονοπάτια και να δοκιμάσει για πρώτη φορά τη τύχη του στο λαμπερό Hollywood.  Η πρώτη του αμερικανόφερτη μάλιστα παραγωγή, αναμένεται να κυκλοφορήσει μέσα στο 2013, βασιζόμενη στο graphic novel του Benjamin Legrand, Snowpiercer.  Η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα σε έναν παγωμένο κόσμο, στον οποίο οι επιβάτες ενός τραίνου προσπαθούν να συνυπάρξουν όσο το δυνατόν καλύτερα.  Αν κρίνουμε πάντως από το εντυπωσιακό cast που έχει καταφέρει να μαζέψει (Tilda Swinton, John Hurt, Jamie Bell, Chris Evans, Octavia Spencer, Kang-ho Song, Ewen Bremmer), και το γεγονός πως έτσι κι αλλιώς οι μεταφορές των graphic novels στον κινηματογράφο συγκεντρώνουν έτσι κι αλλιώς πιστούς θεατές, τότε κάτι μας λέει πως το ντεμπουτάρισμα του Bong στην Αμερική, θα είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακό και ακριβοθώρητο.  Εν αναμονή λοιπόν των μελλοντικών του σχεδίων, θα προσπαθήσουμε σήμερα να…ξεκοκαλίσουμε όσο μπορούμε το “Mother”.

Αν μη τι άλλο αυτή η ταινία του Bong αποτελεί ένα καλοστημένο και στιλιζαρισμένο δράμα, το οποίο διαποτίζεται από μια προοδευτική, χιτσκοκική εξέλιξη που μπορεί και να την είχες φανταστεί, αλλά ακόμα και έτσι, πάλι σε σοκάρει με την απολυτότητα και την αλήθεια της.
Πολλοί θα συμφωνήσουν πως σεναρικά η ταινία δε διαφέρει από πολλές άλλες και κατά κύριο λόγο ξενόγλωσσες, οι οποίες θέτουν στο επίκεντρό τους έναν θηλυκό χαρακτήρα που καθίσταται έρμαιο των αποφάσεων, της μοίρας και τελικά ενός αναπόφευκτου, τελολογικού πεπρωμένου.  Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα το οποίο έτυχε να παρακολουθήσω σχετικά πρόσφατα, είναι και η τελευταία ταινία του Andrey Zvyagnitzev, “Elena”, στην οποία μια μεσήλικη γυναίκα προσπαθεί πάλι να βοηθήσει τον γιο της (χαραμοφάη στη προκειμένη περίπτωση) και την οικογένειά του.  Το ηθικό δίδαγμα της ταινίας έχει να κάνει για ακόμη μια φορά με την ιδιότητα της μάνας και με το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει μια γυναίκα στα πλαίσια της μητρότητας.  Αυτή είναι εξάλλου η αρχή, η μέση και το τέλος της ταινίας: η μητέρα.  Δεν έχει και τόση σημασία το γεγονός οτι ο γιος αντιμετωπίζει ένα κάποιο πρόβλημα, ούτε και ο τρόπος ζωής τους, το κοινωνικό περιβάλλον ή οι κατηγορίες για τη δολοφονία, αφού αυτά απλά εξυπηρετούν την προώθηση του δράματος.  Η αρχή ιδέα έχει συλληφθεί.  Αυτό που έχει σημασία είναι το πως μια μητέρα αντιδρά και απαιτεί να προστατέψει το παιδί της, είτε αυτό είναι ένοχο, είτε αθώο.  Θα μπορούσε στην ουσία να πει κανείς, πως το “Mother” αποτελεί μια σύγχρονη ωδή πάνω στον άνθρωπο, ο οποίος έχει παίξει έναν από τους σημαντικότερους ρόλους στη ζωή ενός ατόμου, το έχει γαλουχήσει (κυριολεκτικά και μεταφορικά) και το έχει κάνει σε ένα μεγάλο ποσοστό αυτό που τελικά είναι.  Και ο τρόπος με τον οποίο ο Bong αποφασίζει να μας παρουσιάσει την ουσία της μάνας είναι και δραματικός, και τρομερός και τρυφερός, αλλά πάνω απ’ολα είναι αληθινός: μια μάνα θα έκανε τα πάντα για το παιδί της and that’s a fact.

Αν αφήσει κανείς στην άκρη την απλούστατη υπόθεση του έργου, μπορεί να ανακαλύψει μερικά έξυπνα τρικ τα οποία φαίνεται να εισήγαγε ο Bong στη σκηνοθεσία του, προκειμένου να την καταστήσει περισσότερο αλληγορική και μεταφορική.
Για παράδειγμα αυτό που προσωπικά μου έκανε μεγάλη εντύπωση είναι το πόσο έντονα κυριαρχεί μέσα στο φιλμ, το μπλε χρώμα.  Δε μιλάμε όμως για μια προσπάθεια να το καταστήσει κανείς ως βασικό πρωταγωνιστή (όπως π.χ γινόταν στις ταινίες του Kieslowski), αλλά περισσότερο το χρώμα αυτό να χρησιμοποιηθεί ως ένα σημαντικό μέσο εξωτερίκευσης της προοδευτικά μεταβαλλόμενης ψυχοσύνθεσης της μητέρας.
Σε όλη τη διάρκεια της, κοντά δυόμιση ώρες, ταινίας γίνεται κάτι παραπάνω από εμφανές οτι το μπλε είναι αυτό που κατακλύζει κάθε σπιθαμή του πλάνου.  Από εξωτερικούς χώρους (νύχτα, λίμνη, βροχή, ουρανός), και αντικείμενα δωματίων (τοίχοι, ποτήρια, ντοσιέ, τραπέζια, καρέκλες), μέχρι και τα ίδια τα ρούχα της πρωταγωνίστριας (προς το τέλος, καθώς αρχικά τα συνολάκια που φοράει είναι κόκκινου χρώματος, κάτι που έχει τη δική του σημασία), όλα κυμαίνονται στις αποχρώσεις του μπλε.
Επειδή λοιπόν αυτό μου κίνησε έντονα τη περιέργεια, αποφάσισα να αναζητήσω τη σημασία που μπορεί να έχει το μπλε χρώμα στην ασιατική και ιδιαίτερα, κορεατική κουλτούρα.  Η αλήθεια είναι πως βρήκα μερικές πληροφορίες, οι οποίες αν δεν αποτελούν δικό μου παρατράβηγμα, τότε μάλλον είναι αρκετά ενδιαφέρουσες.
Σύμφωνα λοιπόν με τα παραδοσιακά κορεάτικα χρώματα, το μπλε συμβολίζει τη ψύχραιμη, θηλυκή ενέργεια και πράγματι δε θα μπορούσε να ταιριάζει περισσότερο απ’οτι εδώ, μιας που η κεντρική ηρωίδα είναι μια γυναίκα.  Συνεχίζοντας, το συγκεκριμένο χρώμα υποτίθεται οτι συμβολίζει την eum energy, η οποία έχει να κάνει με το φεγγάρι (μεγάλο μέρος της ταινίας διαδραματίζεται νύχτα), την δεκτικότητα και την δυνατότητα του να προσαρμόζεται κανείς, ανάλογα τις περιστάσεις.  H Mother είναι ακριβώς μια τέτοια γυναίκα.  Ταπεινή, και όμως παραγωγική, δεκτική σε κάθε καλό και κακό, με μια φοβερή δυνατότητα προσαρμογής, ακόμα και κάτω από τις χειρότερες συνθήκες.  Παρόλα αυτά εκτός από όλα αυτά, το μπλε συμβολίζει και κάτι ακόμη:  τον θάνατο, το πρώτο δηλαδή υλικό πάνω στο οποίο βασίζεται η υπόθεση της ταινίας.  Και οχι μόνο…
Ένα ακόμη χρώμα που κάνει τη παρουσία του, ίσως οχι τόσο έντονα όσο το μπλε, είναι το κόκκινο, μιας που εμείς βλέπουμε τη πρωταγωνίστρια να φοράει μέχρι και περίπου τη μέση της ταινίας, κόκκινα ρούχα.  Ενδιαφέρον είναι το πως το κόκκινο στην παράδοση της Κορέας, συμβολίζει το δυναμικό και όλο φωτιά, ανδρικό πνεύμα, αποτελώντας παράλληλα το αντιθετικό χρώμα του μπλε.  Διόλου απίθανο λοιπόν ο σκηνοθέτης να κάνει μια υποδόρια, χρωματική ταύτιση στο πρόσωπο της μάνας, από τη στιγμή που ο πατέρας είναι απών.  Η μάνα είναι την ίδια στιγμή άντρας και γυναίκα, κόκκινο και μπλε, δύναμη και πνεύμα, ζωή και θάνατος.

Από πλευράς σκηνοθεσίας το “Mother” θα σου δώσει αυτό ακριβώς που περιμένεις από μια τέτοια παραγωγή.  Ατμοσφαιρική, δεμένη, με μια χρωματική παλέτα που μαρτυράει περισσότερα από όσα αφήνει σε πρώτη φάση να εννοηθούν και γεμάτη αγροτική καλαισθησία, είναι μια ταινία φίνα σκηνοθετημένη που θα φέρει στο μυαλό σας αυτοστιγμεί, το σκηνικό του “Memories of Murder”.
Οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές, όπως γίνεται πάντα (σχεδόν), με την Kim να αποσπά μπόλικα βραβεία για αυτή τη βαθιά συγκινητική, αλλά και τρομακτική της ερμηνεία και τον Won να δίνει μια εξίσου πολύ καλή ερμηνεία, υποδυόμενος τον δικό του, απαιτητικό ρόλο.
Αν ψάχνεις για μια ταινία που θα σε κάνει να νοιώσεις όλη τη γκάμα των ανθρώπινων συναισθημάτων, τότε το “Mother” είναι μια από αυτές.  Ειδικά με το μουσικό κρεσέντο στο τέλος της, θα νοιώσεις και εσύ αυτό που τόσο αποζητούσε να νοιώσει η μάνα.  Δε σου λέω τι, καλύτερα δες την.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι υπάρχει κάτι που λέγεται pervert phone, οτι οι Ασιάτες με outfit για γκόλφ μου κάνουν κάτι το περίεργο και οτι πρέπει να προτιμάς ομπρέλες από τύπου, ρακένδυτους άνδρες στο δρόμο.  Ποτέ δε ξέρεις τι μπορεί να μάθεις…


No trivia

The Raid: Redemption: The action movie of the year

NEW ARRIVAL (από 2 Αυγούστου στους κινηματογράφους)

Γεια σας και πάλι!  Έπειτα από κοντά μια εβδομάδα απουσίας, είπα να βάλω μια ακόμη ταινιούλα, και να με συγχωρέστε για την μικρότερη παρουσία μου στα κινηματογραφικά αυτόν τον καιρό, αλλά όπως είπα κάνω διακοπούλες στην Αθήνα, οπότε πρέπει να συνδυάζω και τα δυο μαζί.  Η αλήθεια είναι βέβαια πως η ταινία την οποία είδα δυο μέρες πριν, στον θερινό κινηματογράφο Λαϊς, της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, με έκανε να μη κρατιέμαι να την ανεβάσω στο blog, και να την στέψω ως ΤΗΝ καλύτερη ταινία δράσης της χρονιάς και πιθανότατα και των τελευταίων ετών.  Το “The Raid: Redemption” είναι μια τέρμα τα γκάζια τεστοστερονάτη περιπέτεια, με χορογραφημένες, ξυλίκικες σεκάνς που κρατούν αρκετά λεπτά, μπόλικη βία και αντρικό αίμα να πετάγεται από τις πιο απίθανες, ανθρώπινες τρύπες.  Ενημερώνω από τώρα.  Δεν είναι μια ταινία ούτε για ξενέρωτους, ούτε για όσους το παίζουν ‘βαριά κουλτούρα’, ούτε για κυράτσες ντυμένες λες και πάνε να απολαύσουν καμιά αποστειρωμένη οπερέτα (ήταν τουλάχιστον τρεις τύπισσες στο cinema, οπού έπειτα από μερικά λεπτά προβολής, σηκώθηκαν απηυδισμένες και αποχώρησαν.  Που μας μωρή ξυπόλυτη στα αγκάθια;  Δε διαβάζεις τι θα πας να δεις, πριν το δεις, ή το ‘ελεύθερη είσοδος’ σου θόλωσε το μυαλό;).  So όσοι δεν ανήκετε στις παραπάνω κατηγορίες, λίγη υπομονή θα κάνετε μέχρι τις 2 Αυγούστου, όταν και θα κυκλοφορήσει.  Για όσους δε μπορούν να περιμένουν, υπάρχει και στο Youtube (και οχι μόνο) ολόκληρη παρακαλώ, αλλά χωρίς υπότιτλους.  Ξεκινάμε…

Σε μια φτωχογειτονιά της Jakarta στην Ινδονησία, ένα 30όροφο κτίριο αποτελεί εδώ και καιρό το εγκληματικό άβατο ενός βαρώνου των ναρκωτικών, του Tama και των πιστών του ‘σκυλιών’ που απαρτίζονται από κάθε λογής παρανοϊκούς δολοφόνους, κλέφτες, έμπορους και χρήστες ναρκωτικών, καθώς και άλλων ακόμη κοινωνικών σκουπιδιών που ο Tama χρησιμοποιεί για την δική του προστασία, αλλά και αυτή των διαφόρων βρωμοδουλειών του.
Παρά το γεγονός οτι το κτίριο στέκει απειλητικό και βρώμικο μες τη μέση της πόλης, κανείς δε φαίνεται να έχει τολμήσει την πολυπόθητη, αστυνομική έφοδο, μιας που οι τριάντα όροφοί του, τίγκα στους εγκληματίες, δεν προϊδεάζει για καμία αίσια έκβαση.  Όλα αυτά δηλαδή μέχρι τη στιγμή που μια ομάδα SWAT αποτελούμενη από 18 άτομα, αποφασίσει να εισβάλει τελικά σε αυτό το κολασμένο άβατο, προκειμένου να το καθαρίσει μια και καλή από τα ανθρώπινα αποβράσματα που το κατοικούν.  Ανάμεσα στους νεοφερμένους επίλεκτους (παιδάκια χωρίς την παραμικρή εκπαίδευση για τέτοιες περιπτώσεις) βρίσκεται και ο Rama (Iko Uwais) ένας νεαρός ο οποίος άφησε την έγκυο γυναίκα του στο σπίτι, και πήρε μέρος στην αποστολή πιστεύοντας στο υψηλό αίσθημα επαγγελματικότητας και τυπικότητας, το οποίο θα έπρεπε να διακρίνει τον καθέναν από αυτούς.  Αλλά δε τους διακρίνει.  Όταν γίνει αντιληπτό από τους υπόλοιπους οτι η αποστολή αυτή αποτελεί στην ουσία, αποστολή αυτοκτονίας (καθότι ο γκριζομάλλης αρχηγός δεν ενδιαφέρθηκε να ενημερώσει κανέναν άλλον σχετικά με το που θα πάνε και τι θα κάνουν), τότε τα πράγματα θα γίνουν επικίνδυνα στριμόκωλα.  Σε βαθμό που μια ομάδα από ανεκπαίδευτα τρυφερούδια να μοιάζει πανεύκολη λεία για τους φουλαρισμένους σε μασετιάριδες/αυτοματιάριδες/τρελιάριδες ορόφους του τρισκατάρατου οικοδομήματος.  Και πάνω που λες οτι το παιχνίδι έχει χαθεί, σκάει μύτη ο Rama και φέρνει τα πράγματα στα ίσια.  The game has just began.

Καταρχάς το γεγονός και μόνο οτι μιλάμε για μια ινδονησιακή παραγωγή, σκηνοθετημένη από έναν Ουαλό, αποτελεί από μόνο του ένα στοιχείο το οποίο αν μη τι άλλο θα έπρεπε να προκαλεί εντύπωση και ενδιαφέρον σε καθέναν από εμάς που του αρέσει γενικώς και αορίστως να τολμά στις κινηματογραφικές του επιλογές.
Ακόμα πιο εντυπωσιακό μάλιστα είναι και το γεγονός οτι η συγκεκριμένη ταινία γυρίστηκε με ένα budget μόλις $1.100.000 εκατομμυρίων, αποδεικνύοντας για πολλοστή φορά οτι οι καλές ταινίες μπορούν να γίνουν και με τα λίγα λεφτά.
Σε κάτι τέτοιο φάνηκε τουλάχιστον πως πίστεψε και ο σκηνοθέτης Gareth Evans, τον οποίο ομολογώ πως ούτε καν τον είχα ακουστά, αλλά τον έμαθα μια και καλή την περίοδο του φεστιβάλ του Sundance, όταν και τσέκαρα για πρώτη φορά το trailer του film και κατάλαβα πως πρόκειται για ένα martial art-ιστικό αριστούργημα.
O Evans μέχρι και πριν από το “Τhe Raid” είχε γυρίσει δυο ακόμα ταινιάκια που κυμαίνονταν σε παρόμοια σεναριακά και σκηνοθετικά μονοπάτια, αν και σίγουρα δεν έφταναν το ‘μεγαλείο’ της νέας του προσπάθειας.
Στο “Footsteps” (2006) ο Evans σκηνοθετεί μια ιστορία για έναν μυστήριο τύπο που αρέσκεται να κινηματογραφεί ξυλοδαρμούς, δολοφονίες και βιασμούς, κάτι που παραπέμπει ξεδιάντροπα στην ίδια την ουσία τους σκηνοθέτη ως επάγγελμα, ενώ στο “Merentau” (2009) -το οποίο σύμφωνα με τον σκηνοθέτη αποτελεί πλέον ένα άτυπο prequel του “The Raid”-αναλαμβάνει να μας καταστήσει για πρώτη φορά γνωστό τον Iko Uwais ο οποίος πριν γίνει ηθοποιός ήταν οδηγός φορτηγών(!).
Αν και η ταινία είχε ξεκινήσει αρχικά με στόχο μια γκανγκστερικής φύσεως υπόθεση που εκτυλίσσεται στη φυλακή με τίτλο “Berandal”, εντούτοις η έλλειψη οικονομικών πόρων οδήγησε τον Evans και τους συνεργάτες του σε ένα μικρότερο και λιγότερο φιλόδοξο project, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του “The Raid”.  Και επειδή ακριβώς οι αντιδράσεις κοινού και κριτικών ήταν στο μεγαλύτερο ποσοστό θετικές, αλλά και τα χρήματα που απέφερε αρκετά, ο Evans αποφάσισε τελικά να κλείσει την υποτιθέμενη τριλογία του με την αρχική του ταινιακή σύλληψη, “Berandal” η οποία αναμένεται να κυκλοφορήσει στις αρχές του 2013 και να συνεχίσει φυσικά την ‘κληρονομιά’ του “The Raid” με πρωταγωνιστή και πάλι τον νευρώδη Uwais στον ρόλο του Rama.

Αν πάτε να δείτε την ταινία με την πεποίθηση οτι πρόκειται να δείτε κάτι ολότελα πρωτότυπο, τότε κάνετε λάθος.  Η υπόθεσή του είναι μια κλασική, αφηγηματική ιστορία από αυτές που έχουμε φάει με το κουτάλι της σούπας από το Hollywood και οχι μόνο, και αν θα έπρεπε να την τοποθετήσουμε σε κάποιο καλούπι μάλλον θα λέγαμε οτι ανήκει στο action crime είδος.  Μια ομάδα επίλεκτων εισβάλει σε ένα κτίριο και τα κάνει όλα ρημαδιό προκειμένου να το ξεσκαρτάρει από όλα τα κακοποιά στοιχειά.  Ωραία, θα μου πείτε.  Και γιατί στο καλό να δώσουμε λεφτά για να πάμε να δούμε κάτι που το έχουμε δει αμέτρητες ακόμα φορές;  Εδώ έγκειται και η γοητεία του “The Raid”.  Κοιτάξτε πέρα από το σενάριο, εκεί που την παράσταση κλέβει η σκηνοθεσία, οι άρτια χορογραφιμένες σκηνές, τα γρονθοκοπήματα, οι κλωτσιές και τα αυτόματα που δε σταματούν λεπτό να ξεχύνουν καυτές σφαίρες και θάνατο.  Και κάπου εκεί θα καταλάβετε οτι δε μιλάμε για την κλασική περιπέτεια με τις υπερψευτιές, τις δυνατές εκρήξεις και τους πρωταγωνιστές που βγαίνουν αλώβητοι και σε φάση ‘πάλι γ*μησα ο π*στης’ (censored).  Κάπου εκεί θα καταλάβετε πως λειτουργεί μια φονική, ανθρώπινη μηχανή χρησιμοποιώντας με τον καλύτερο τρόπο τα πιο δολοφονικά της όπλα: το μυαλό και τη δύναμη του σώματος.
Οι πολεμικές τέχνες και συγκεκριμένα το silat (ένας συνδυασμός πολεμικών τεχνών από αυτές που διδάσκονται στα βάθη της Ασίας), είναι αυτές που αποτελούν τους αδιαφιλονίκητους πρωταγωνιστές της ταινίας, καθώς στο μεγαλύτερο μέρος της και αθροιστικά όσον αφορά τη διάρκειά της, όλοι οι ήρωες έρχονται στα χέρια και γίνεται το μακελειό του αιώνα.  Είναι κάτι το υπέροχο να το βλέπεις, καθώς πέρα από την αυταπόδεικτη βία και βαναυσότητά του, είναι σαν να παρακολουθείς ένα άψογα εκτελεσμένο, brutal μπαλέτο μόνο από άντρες.
Ο Evans έχει μιουτάρει εύστοχα τα πολλά λόγια και έχει φέρει στο προσκήνιο την δράση, τη πράξη, τις σπασμωδικές κινήσεις, την μυρωδιά του ιδρώτα και την αγριάδα αυτών των μικροκαμωμένων, μαυροτσούκαλων ανθρώπων που σε κάνουν σκόνη πριν ακόμη προλάβεις να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου.  Και είναι τόσο full στην αδρεναλίνη όλο αυτό το οπτικοακουστικό υπερθέαμα που το παραδέχομαι ακόμα και εγώ που είμαι γυναίκα.  Και που σε όλη τη διάρκεια της ταινίας δε μπόρεσα να ξεκολλήσω να μάτια μου από την οθόνη.

Οι σεκάνς των ξυλοδαρμών και των εκτελέσεων είναι σίγουρα από τα καλύτερα πράγματα που έχω δει σε περιπέτεια εδώ και πολύ πολύ καιρό, μιας που ο Evans δε βιάζεται, αλλά τους δίνει όλο τον απαραίτητο χρόνο προκειμένου να ξετυλιχθούν και σε πραγματικό χρόνο να αναρωτηθείς πόσο ακόμα θέλει για κάποιος για να πεθάνει.  Οι ήχοι από τα χτυπήματα και τους πυροβολισμούς που πέφτουν βροχή θα σε κάνουν να ζαρώσεις επίπονα τη μύτη σου και να αναφωνήσεις παρέα με τους υπόλοιπους μέσα στην αίθουσα ‘ω ρε φίλε!’, ‘πωπωωω, ή πωωωω (αναλόγως)’, ‘σσσσσσσ αυτό πόνεσε’ και όλα τα σχετικά, οδηγώντας σε τελικά σε μια αναπόφευκτη και αβίαστη λύτρωση έπειτα από τη  απόλυτη ταύτισή σου με τον truly bad ass πρωταγωνιστή.
Εκτός όμως από τα του ξύλου το οποίο πέφτει άφθονο και αυθεντικά ευφάνταστο σε πολλές (πάρα πολλές) οδυνηρές στιγμές, η σκηνοθεσία του Evans κάνει πολύ καλά τη δουλειά της και επιτέλους βλέπουμε και τη σωστή χρήση του slow motion.  Αγαπητοί σκηνοθέτες, δε χρειάζεται κάθε λίγο και λιγάκι να χρησιμοποιούμε το slow motion σαν πανάκεια σε κάθε άκυρη στιγμή την οποία θέλουμε οπτικά να ενισχύσουμε.  Επιλέξτε μια σκηνή που έχει πραγματικά σημασία, δώστε της το slow motion που τις αξίζει και συγχαρητήρια, είστε ένα βήμα πιο κοντά στη προσωπική, καλλιτεχνική σας ανέλιξη.  Επειδή όμως ο Evans φαίνεται οτι είναι από αυτούς που το κάνουν έτσι κι αλλιώς σωστά, θα απολαύστε δυο-τρεις στιγμές επιτυχημένης χρήσης της συγκεκριμένης τεχνικής, οι οποίες θα προσδώσουν στο feeling της ταινίας ακόμα μεγαλύτερη απόλαυση.
Όσον αφορά το σκηνικό, η επιλογή του χώρου αποτέλεσε μια έξυπνη ιδέα για τη δημιουργία του κλειστοφοβικού αισθήματος που προκύπτει από το σαπιοκτίριο (αρκετοί χώροι κατασκευάστηκαν μιας που δεν υπήρχε δυνατότητα εύρεσης ενός χώρου αυτούσια ικανού, για αυτό που είχε στο μυαλό του ο σκηνοθέτης) το οποίο εντείνει ακόμα περισσότερο το σασπένς που έτσι κι αλλιώς βρίθει στο συγκεκριμένο εργάκι.
Οι κλειστές πόρτες, οι ημιφωτισμένοι διάδρομοι και η διαδραστικότητα με τα αντικείμενα του χώρου, αποτελούν μόνο μερικά από τα στοιχεία που διαμορφώνουν το χειρότερο battlefield που έχετε δει τελευταία, και που σε συνεργασία με την χρονικά καθυστερούμενη εξέλιξη των πραγμάτων (χάρη στα αγχώδη πλάνα του Evans) προσδίδουν μια extra δόση τεστροστερονάτης φινέτσας.

Εκτός από όλα τα καλά που έχει, έχει και κάτι ακόμα: ένα απόλυτα cool ΟST, δημιούργημα του Mike Shinoda των Likin Park και του Joseph Trapanese, γνωστός για πολλές κινηματογραφικές μουσικές.  Οι μελωδίες που έχει γράψει ο τύπος αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι κάθε σκηνής η οποία περιλαμβάνει σωματική δράση, και είναι τόσο εύστοχο, δυναμικό και ταιριαστό, ώστε φαντάζεσαι πως αν απλά έβλεπες τις σκηνές χωρίς τη μουσική υπόκρουση κάπου θα έχαναν και τούμπαλιν.
Το “The Raid: Redemption” είναι μια ταινία για όλους, αρκεί να ξέρεις τι πας να δεις.  Έχει ένταση, δύναμη, άγρια ομορφιά, πολύ καλές ερμηνείες, εκατοντάδες κομπάρσους, bad ass OST, τρελή σκηνοθεσία (αρκεί να σκεφτείτε οτι η κάμερα ακολουθεί κατά πόδας κάθε φρενήρη μονομαχία) και άρτια εκτέλεση.  Αν θες να δεις μια ταινία που να κάνει το μυαλό σου να εκραγεί, κάνε λίγη υπομονή μέχρι τις 2 Αυγούστου και δε θα χάσεις.  Απλά δες την και ετοιμάσου για πολεμικές ιαχές.  Και από τους ήρωες, αλλά και από εσένα.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι άνετα θα μπορούσα να τη φανταστώ ως ένα mini tribute στο “Oldboy”, καθώς οι σκηνές με το ξύλο στον διάδρομο σου φέρνουν στο μυαλό κατευθείαν τη ταινία του Chan-woo Park, οτι υπάρχει και πιο επίπονος θάνατος από το να επιχειρήσουν να σε πετάξουν από τον χ όροφο, στο ισόγειο και ότι η φράση ‘μαύρο σκυλί’ αποκτά νέο νόημα.

No trivia

Πάρτε και το πωρωτικό OST και έχετε το νου σας στην κυκλοφορία.  Adios.

The Good, the Bad, the Weird: The Good, the Bad and the Ugly korean style

Γεια σας γεια σας! Έπειτα από απουσία μιας εβδομάδας, είπα να κάνω ένα mini comeback μέχρι τις επόμενες μέρες ανάπαυλας (οχι από τίποτα άλλο, από το blog μόνο, μιας που πολύ θα ήθελα να κάνω ανάπαυλα από καμιά δουλειά αλλά, δε βαριέσαι…).  Την αλήθεια μου θα την πω: αυτές τις μέρες δεν είδα πολλές ταινίες, αλλά ξεκίνησα επιτέλους “Breaking Bad” με το οποίο έχω πάθει και εγώ μια μικρή ψύχωση, so κάποια στιγμή τις επόμενες μέρες θα πούμε δυο λογάκια και γι’ αυτό.  Προς το παρόν σήμερα θα τσεκάρουμε ένα ακόμη ταινιάκι από τον πολυγαπημένο μου ασιατικό κινηματογράφο.  Τρελό, φασαριόζικο και πολύχρωμο το “The Good, the Bad, the Weird” είναι μια υπερπαραγωγή α λα South Korean φάση, την οποία πρέπει να δείτε για μια fun βραδιά με καλή παρέα.  Για να ξεκινήσουμε.

Ένας χάρτης ο οποίος δίνει το στίγμα ενός αμύθητου θησαυρού που είναι θαμμένος κάπου στα σύνορα της Μαντζουρίας, αποτελεί αφορμή προκειμένου να ξεκινήσει ένα ξέφρενο κυνηγητό ανάμεσα σε πολλές και διαφορετικές δυνάμεις που θέλουν να τον καρπωθούν για προσωπικά, αλλά και πατριωτικά οφέλη.  Ο Weird (Kang-ho Song) είναι ένας πανούργος, περιπλανώμενος πλιατσικολόγος (κι ας έχει την όψη χαζού κλέφτη) ο οποίος μπλέκεται στην ιστορία από σπόντα, όταν αποφασίζει να κατακλέψει ένα τρένο στο οποίο βρίσκεται ο πολυπόθητος-χωρίς να το ξέρει-χάρτης.  Όταν σε αυτό επιβιβαστεί και ο Bad (Byung-hun Lee) ο οποίος ‘εργάζεται’ ως επαγγελματίας δολοφόνος και έχει αναλάβει την επανάκτηση του χάρτη από τον διευθυντή των Τραπεζών, τότε η κατάσταση θα ξεφύγει από κάθε έλεγχο καθώς αυτός και τα τσιράκια του θα σπείρουν τον όλεθρο και τον θάνατο προκειμένου να πάρουν το πολύτιμο κομμάτι χαρτιού πίσω.  Την τελειωτική πινελιά θα δώσει ο Good (Woo-sung Jung) ένας κυνηγός επικηρυγμένων ο οποίος θα βρεθεί με τη σειρά του μπλεγμένος, εξαιτίας της προσπάθειάς του να συλλάβει τους δυο παραπάνω κακοποιούς και να τσεπώσει την ανταμοιβή.  Και σαν να μην έφταναν αυτοί, προσθέστε στο story τον ιαπωνικό στρατό και ένα μάτσο φαντεζί Κινέζους ληστές, και έχετε ένα εκρηκτικό, περιπετειώδες μείγμα το οποίο αν ήταν μυρωδιά θα ήταν μονάχα μια: αυτή του μπαρουτοκαπνισμένου όπλου.

Είναι πολύ πιθανό τη συγκεκριμένη ταινία να μην την έχεις ξανακούσει ποτέ στη ζωή σου, αλλά πρώτον, εάν είσαι fun του ασιατικού κινηματογράφου θα την έχεις ήδη δει και δεύτερον, ακόμα και αν δεν έχεις ιδέα σχετικά με αυτή, θα έχεις σίγουρα κάτι να πεις για όλες τις υπόλοιπες ταινίες του Κορεάτη σκηνοθέτη, Jee-woon Kim.  Κι αν ακόμα δε πάει το μυαλό σου στο ποιος είναι αυτός ο τύπος τέλος πάντων, θα σου πω πως είναι ο σκηνοθέτης δυο εκ των καλυτέρων ταινιών σύγχρονου, Asian cinema τις οποίες έχω δει (και για τις οποίες έχουμε επίσης μιλήσει στο blog): το εμμονικό “I Saw the Devil” (2010) και το τρομερό “A Tale of Two Sisters” (2003).
Εν προκειμένω μπορούμε να κάνουμε λόγο για έναν σκηνοθέτη που δε διστάζει να τολμήσει, κινούμενος από το ένα κινηματογραφικό είδος στο άλλο.  Από τη μαύρη κωμωδία “The Quiet Family”, μέχρι την…αθλητική κωμωδία “The Foul King”, και από το horror “Α Tale of two Sisters”, και το δραματικό “Α Bitersweet Life” (για το οποίο έχω ακούσει εξαιρετικά πράγματα αν και ακόμα δε το έχω δει), μέχρι το Χολιγουντιανό breakthrough του σκηνοθέτη με την περιπέτεια “The Last Stand” που αναμένεται μέσα στο 2013 (και για να μη ξεχνιόμαστε πρωταγωνιστούν οι Arnold Schwarzenegger(!), Peter Stormare, Forest Whitaker και Rodrigo Santoro), ο Jee-woon φαίνεται πως αποτελεί ακόμα μια εξαιρετική κινηματογραφική πηγή, η οποία αν δεν καταποντιστεί από το αδηφάγο Hollywood, τότε μπορεί και να συνεχίσει τη πορεία της στην κατά Δύση μεριάκαι οχι μόνο.  Για να δούμε…

Όπως γίνεται εμφανές από τον τίτλο ακόμη, η ταινία αποτελεί στην ουσία ένα χαλαρό remake του μεγάλου, spaghetti western “The Good , the Band and the Ugly” του εξίσου τιτανομέγιστου, Sergio Leone ή για να το πούμε ακόμα καλύτερα βασίζεται σε αυτό.  Αν και κάποιος λιγότερο fun θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάτι τέτοιο ως ιεροσυλία, εντούτοις δεν πρόκειται επ’ουδενί για περίπτωση κατά την οποία ο σκηνοθέτης καβαλάει το αυθεντικό, κλασικό πράγμα, προκειμένου να παράγει κάτι δικό του.  Κάθε άλλο.  Ο Jee-woon με απόλυτο σεβασμό απέναντι στο καουμποϊλίκικο αριστούργημα του Leone, τοποθετεί τους ήρωές του την εποχή του 1940, και τους βάζει να αλληλοσπαραχθούν μεν, με μια εσάνς μαύρης κωμωδίας δε.  Οι χαρακτήρες του δεν είναι αυθεντικοί, μοιραίοι ήρωες, αλλά παραπέμπουν περισσότερο σε καρικατούρες η κάθε μια από τις οποίες υπάρχει για τον δικό της προσωπικό σκοπό και τίποτε άλλο.  Δεν υπακούουν σε κανέναν κώδικα τιμής, και κανένα υψηλό αγαθό (βλ. υπερηφάνεια, θάρρος ή ασπίλωτη τιμή), καθώς το μόνο πράγμα που τους υποκινεί είναι ένα: το χρήμα.
Αν δει κανείς την ταινία μπορεί εντούτοις να προσέξει οτι στην τελική ο σκηνοθέτης αποτίει τον δικό του φόρο τιμής στον Ιταλό δημιουργό, καθώς ιδιαίτερα προς το τέλος τα πλάνα του καταλήγουν να αποτελούν καρμπόν, των αντίστοιχων της original ταινίας.  SPOILER!!  Ιδιαίτερα στις τελευταίες σκηνές ο Jee-woon αποφασίζει να μας κεράσει ένα ταυτόσημο, εικονικό σφηνάκι χρησιμοποιώντας το ίδιο στυλ στη σκηνή των βλεμμάτων ανάμεσα στους τρεις ήρωες, καθώς και στο γενικότερο στήσιμο της τελικής τους αναμέτρησης.  Οι δε γωνίες λήψεις, σε κάνουν απλά να πιστεύεις οτι πραγματικά παρακολουθείς το western του 1966, και οχι μια ταινία του 2008.  Και αυτό τιμά τόσο τον σκηνοθέτη, όσο και την ιδέα του να κάνει κάτι τέτοιο.

Εκτός όμως από τη σκηνοθετική του ομοιότητα με την ταινία του Leone, το “The Good, the Bad, The Ugly” ίσως και να παίρνει ένα ακόμη δάνειο, θεματικό αυτή τη φορά, από τη ταινία του John Huston, “Τhe Treasure of the Sierra Madre” (1948) στην οποία τρεις άνδρες αναζητούν χρυσάφι στις παρυφές των βουνών της Sierra Madre, μόνο για να δούμε στην συνέχεια τη σταδιακή αποδόμηση των χαρακτήρων τους (και κυρίως αυτού του Hamphrey Boggart) καθώς αρχίζουν να ανακαλύπτουν τα πρώτα κοιτάσματα.  Αν και η ταινία του Huston αποτελεί μια ωδή πάνω στη σκοτεινή ανθρώπινη πλευρά όταν το κέρδος και η δίψα για δύναμη κυριεύουν την ψυχή, εντούτοις ο Jee-woon προτιμά να αποδώσει στο κινηματογραφικό πανί την πιο ανάλαφρη πλευρά της υπόθεσης, δημιουργώντας τρεις εκ διαμέτρου αντίθετους χαρακτήρες με έναν όμως κοινό στόχο.  Το γεγονός πως ακόμα και τα επίθετα που τους ακολουθούν-good, bad, weird-μας προϊδεάζει από τη πρώτη στιγμή για την ταυτότητα και το ποιόν τους, δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο στην σκονισμένη, δραματική περιπέτεια του Huston, στην οποία οι αντιδράσεις, η συμπεριφορά και η διαμόρφωση της τελικής προσωπικότητας αποτελούν πράγματα με τα οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι καθ όλη τη διάρκεια της ταινίας.  Δε γνωρίζουμε ούτε πως θα καταλήξουν αυτοί οι άνθρωποι, ούτε τι θα κάνουν για να διεκδικήσουν το χρυσό τους μερίδιο, ούτε και μέχρι σε ποιό βαθμό μπορούν να διαβρωθούν (αν μπορούν δηλαδή).  Το μόνο που έχουμε είναι μια κατανόηση ψηγμάτων των χαρακτήρων τους και τίποτε άλλο.  Αντιθέτως σε αυτή την κορεατική υπερπαραγωγή εκτός από το γεγονός οτι οι χαρακτήρες μοιάζουν βγαλμένοι από τις σελίδες του πιο bad ass manga, αποτελούν ταυτόχρονα τρεις ξεκάθαρες, ανθρώπινες καταστάσεις: ο περισσότερο καλός, ο απόλυτα κακός και ο περίεργος τύπος που βρίσκεται κάπου στη μέση.

Αν και το story αποτελεί στην ουσία μια υπόθεση την οποία έχουμε δει σε αρκετές ταινίες, εντούτοις η σκηνοθεσία της αποτελεί μια από τις καλύτερες που έχω δει εδώ και καιρό.  Ζωηρή φωτογραφία (τα υπέρλαμπρα χρώματα νομίζεις πως θα σε καταπιούν), εντυπωσιακά σκηνικά, μοντέρνα κινηματογράφηση με sliding πλάνα που φεύγουν από τα αριστερά, επικά slow motions και σκηνές σε στιγμιαία fast forward (αν μιλούσαμε για το φιλμ ως υλικό, τότε σχεδόν σίγουρα αυτά τα πλάνα θα είχαν γυριστεί με ταχύτητα μικρότερη των 24 καρέ το δευτερόλεπτο), αποτελούν μόνο μερικά από τα στοιχεία που καθιστούν την ταινία κάτι το πραγματικά εντυπωσιακό να το βλέπεις.  Σε όλα αυτά βάλτε και τις υπέροχα γυρισμένες σκηνές, με άπειρους κομπάρσους και stuntmen να κάνουν κόλπα τρελά, άπειρο κυνηγητό σε καυτές ερήμους, ξύλινες, παραπηγματικές αγορές και σπίτια, καθώς και το διαρκές πιστολίδι, μαχαιρίδι, σπαθίδι που πέφτει σχεδόν σε κάθε πλάνο της, και έχετε ένα μείγμα επικίνδυνο, προκλητικό και ολοκληρωτικά διασκεδαστικό.
Πέρα από όλα αυτά, μιλάμε και για μερικές απολαυστικότατες ερμηνείες, με τον weird να ξεχωρίζει, καθώς τον Kang-ho Sang τον έχουμε ξαναδεί σε μερικές εξαιρετικές παραγωγές όπως τα “Memories of Murder”, “The Host” και “Thirst”.  Γοητευτικός και απόλυτα κακός και ο μούσος του Jee-woon, Byung-hun Lee, ο οποίος έχει επίσης παίξει στα “A Bitersweet Life” και “I Saw the Devil” στον ρόλο του οργισμένου αρραβωνιαστικού.
Αν δε σας φτάνουν όλα αυτά, ε να σας πω τότε οτι το soundtrack της ταινίας είναι από τα καλύτερα που έχετε ακούσει, αφού θυμίζει εντονότατα Quentin Tarantino (ο οποίος με τη σειρά του δανείζεται με τρόπο τις OST-ικές του λίστες, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει, από ένα σωρό άλλες ταινίες), ενώ περιλαμβάνει και το ξεσηκωτικό “Don’t let me be misunderstood” στην πιο εντυπωσιακή σεκάνς της ταινίας.
Το “The Good, the Bad, the Weird” αποτελεί ένα oriental western που βρίθει από ομορφιά, στυλιζαρισμένη σκηνοθεσία, εντυπωσιακά κοστούμια και ένα OST που παίζει στο μυαλό σε λούπα.  Και όπως ακριβώς οι περισσότερες ταινίες που μας προέρχονται από εκεί, έχει μια καρδιά αυθεντική σε στυλ, παράδοση και γοητεία.  Δείτε τη άμεσα.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι δε περίμενα ποτέ πως θα έβρισκα έναν Κορεάτη sexy.  Αλλά τον βρήκα.  Είναι ο κακός της υπόθεσης και ο πιο καλοντυμένος επίσης της ταινίας.  Oh God.  Οτι στο Hollywood μια τέτοια ταινία θα ήταν καταστροφή και οτι πρέπει να την δείτε σε full ανάλυση για να την εκτιμήσετε δεόντως.  Believe me.

No trivia

Τσιμπήστε και ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια από τη ταινία και καλή σας προβολή!

Kairo (a.k.a Pulse): Death was…eternal loneliness

Γεια σας, γεια σας και πάλι!  Σήμερα σκέφτηκα να ασχοληθούμε και πάλι-μετά από πολύ καιρό όμως-με μια ακόμη γιαπωνέζικη παραγωγή, αυτή τη φορά της κατηγορίας του horror cinema.  Το “Kairo” είναι μια ταινία που διαφοροποιείται αρκετά από τη πληθώρα των ‘jump scares’ ταινιών, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των ασιατικών φιλμ τρόμου, περιλαμβάνοντας ένα μάτσο τρομακτικά πνεύματα και φαντάσματα, τα οποία πετάγονται από το πουθενά και σου κάνουν τη ζωή δύσκολη.  Έτσι λοιπόν μακριά από το “Ju-On” και το “Ringu”, το “Kairo” επιχειρεί να εξερευνήσει λιγάκι περισσότερο την ίδια τη φύση του ανθρώπου, τόσο σε μια ‘ζωντανή’ του εκδοχή, όσο και σε μια ‘πνευματική’.  Μια ταινία για τους fans του είδους, που αξίζει να δείτε.  Ξεκινάμε…

Έπειτα από την αυτοκτονία ενός φίλου τους, μια ομάδα κατοίκων της Ιαπωνίας αρχίζουν να βιώνουν περίεργες εμπειρίες, οι οποίες μοιάζουν να σχετίζονται με τους υπολογιστές και πιο συγκεκριμένα το διαδίκτυο.  Την ίδια στιγμή σε ένα άλλο σπίτι, ένας νεαρός προσπαθεί να συνδεθεί στo Internet μόνο για να εγκαταλείψει την προσπάθεια λίγο αργότερα, όταν μια περίεργη εικόνα κάνει την εμφάνισή της στην οθόνη του και η οποία αναπαριστά έναν άνδρα που πλησιάζει ολοένα και περισσότερο, φορώντας μια σακούλα στο κεφάλι του.  Δευτερόλεπτα μετά ένα μήνυμα κάνει την εμφάνισή του: “Do you want to see a ghost?”.
Σταδιακά και ενώ οι διαφορετικές ιστορίες των πρωταγωνιστών αρχίσουν να σιγκλίνουν, οι κάτοικοι της πόλης θα βρουν τους εαυτούς τους παγιδευμένους κάπου ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και των νεκρών.  Και όσο τα πνεύματα από την ‘άλλη διάσταση’ αρχίσουν να συσσωρεύονται στον δικό μας κόσμο, τόσο περισσότεροι άνθρωποι θα παύουν να υπάρχουν, εξαιτίας αυτής της αμφίδρομης σχέσης που μοιάζει να αναπτύσσεται μεταξύ τους.
Από τη μια πλευρά τα αιώνια πνεύματα, ζουν μια αιώνια μοναξιά, με αποτέλεσμα να αποζητούν και τα ίδια μια ευκαιρία λύτρωσης και ανακούφισης.  Αυτή ακριβώς η ευκαιρία τους δίνεται από τη στιγμή που αρχίζουν να κατακλύζουν τον κόσμο των ζωντανών.  Σε μια απρόσμενη διάδραση με τους ανθρώπους που είναι ακόμα εν ζωή, τα πνεύματα τους στοιχειώνουν γεμίζοντάς τους απόγνωση, μόνο για να πάψουν στη συνέχεια να υπάρχουν και αυτοί, παίρνοντας τη σειρά των πνευμάτων (τα οποία έχουν χαθεί πια στη λήθη) και αναζητώντας με τη σειρά τους, νέους ανθρώπους για στοίχειωμα.  Και η κατάσταση σύντομα ξεφεύγει από κάθε έλεγχο.  Αν υπήρχε δηλαδή κάποιος έλεγχος από την αρχή…

Ο σκηνοθέτης Kiyoshi Kurosawa αποτελεί έναν από τους πιο ενδιαφέροντες, σκηνοθέτες ιαπωνικής καταγωγής, ο οποίος από τη δεκαετία του ΄70 μέχρι και σήμερα εξακολουθεί να παραμένει δραστήριος, προσφέροντας στο κοινό της χώρας του (αλλά και σε όλους εμάς που αγαπάμε τον ασιατικό κινηματογράφο), ταινίες ποικίλων ειδών και περιεχομένου.
Ο Kurosawa (ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τον Akira) δημιουργεί στη προκειμένη περίπτωση μια ταινία τρόμου/θρίλερ, με βάθος, ουσία και διδακτισμό, τον οποίο μπορεί κανείς να εντοπίσει σχετικά γρήγορα αν έχει διάθεση και όρεξη να ψάξει το “Kairo” λιγάκι παραπάνω.
Με έντονο το κλειστοφοβικό στοιχείο και ακολουθώντας την πεπατημένη (μόνο ως ένα βαθμό) των ιστοριών με πνευματοφαντάσματα, ο Kurosawa στήνει ένα απόλυτα καταθλιπτικό και μοναχικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο ο άνθρωπος αντιμετωπίζει τη ζωή με τρόπο μίζερο και χωρίς κανέναν ουσιαστικό λόγο ύπαρξης.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως από την αρχή της ταινίας, δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε τους ήρωες να ανήκουν σε κάποια ευρύτερη, κοινωνική ομάδα, αφού παραπέμπουν περισσότερο σε αποτραβηγμένες από κάθε μορφή επαφής φιγούρες, παρά σε κοινωνικά όντα.  Επόμενο είναι λοιπόν πως μέσα σε ένα τέτοιο ζοφερό περιβάλλον, ο ‘άλλος κόσμος’ έχει τη δυνατότητα οχι μόνο να εισβάλει στην πραγματική διάσταση, όπως την ζούμε καθημερινά όλοι μας, αλλά και να αναταράξει τις ισορροπίες της σε τέτοιο βαθμό, ώστε ένα post apocalyptic μέλλον, να μην είναι τελικά και τόσο παράλογο…

Αν ήθελε κανείς να δώσει μια σαφέστατη εξήγηση σχετικά με το τι συμβαίνει ακριβώς στη ταινία, μάλλον θα δυσκολευόταν και δικαιολογημένα, καθώς η ιστορία της καταπιάνεται με ένα σωρό θέματα, τα οποία έχουν να κάνουν τόσο με το παρόν, όσο και με το παρελθόν.
Αρχικά η τίνι τρόπω, εμμονή τις γιαπωνέζικης κουλτούρας με την τεχνολογία και όλα τα καλά, αλλά και τα δεινά που απορρέουν από αυτή, αποτελεί ένα κλασικό μοτίβο το οποίο συναντά κανείς στη παράδοσή της, τα ήθη και έθιμά της, τον σύγχρονο τρόπο ζωής της, ακόμα και στα manga, τα anime και τις ταινίες της, κυρίως αυτές του horror είδους.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα ταινίας είναι φυσικά και το “Tetsuo” ένα industrial, cyberpunk ταινιάκι, γεμάτο από μια μεταφορική, κακή επίδραση της τεχνολογίας πάνω στον άνθρωπο.  Όσο disturbing είναι το Tetsuo, άλλο τόσο είναι και το “Kairo” αν και σε μια ξεκάθαρα πιο μιουταρισμένη κατάσταση, η οποία όμως περνάει και πάλι το βασικό της μήνυμα: η τεχνολογία αποξενώνει τους ανθρώπους, γκρεμίζει τις διαπροσωπικές σχέσεις και οδηγεί στην αναπόφευκτη μοναξιά.
Το γεγονός οτι τα πνεύματα χρησιμοποιούν κατά κάποιον τρόπο, ως πέρασμα για τον ερχομό τους στον δικό μας κόσμο, το Internet, μόνο τυχαίο δεν είναι, καθώς ο Kurosawa δίνει αυτομάτως το στίγμα των καιρών μας.  Όπως ακριβώς όλοι μας αποτελούμε απλώς ‘φαντάσματα’ του διαδικτύου, όταν καθόμαστε μπροστά από μια οθόνη, χωρίς πρόσωπο και χωρίς σώμα, έτσι ακριβώς και τα φαντάσματα επιλέγουν αυτό το μέσο προκειμένου να κάνουν τη παρουσία τους αισθητή.  Η τραγική ειρωνία σε ολόκληρο το μεγαλείο της…

Πέρα από την αλλοτρίωση που υφίσταται κανείς εξαιτίας της τρομακτικής εισβολής της τεχνολογίας στις ζωές μας (οπού τότε σε σχέση με σήμερα, αποτελούσε απλά ένα μικρό, απειροελάχιστο βήμα), ο Kurosawa προχωράει το παιχνίδι του ένα βήμα παραπέρα, δίνοντας μόνο θραύσματα λογικής σχετικά με το γιατί από τη στιγμή που κάποιος βλέπει ένα πνεύμα, στη συνέχεια δίνει τέλος στη ζωή του.  Μα είναι απλό, φαίνεται να μας λέει.  Η απόλυτη μοναξιά την οποία βιώνει ένα πνεύμα, έρχεται και ταυτίζεται με τρόπο απρόσμενο, με την έντονη μοναξιά την οποία ζουν εκατομμύρια συμπολίτες μας, ακόμα και όταν βρίσκονται μέσα σε κόσμο.  Είτε το ερμηνεύσεις ως ψυχική διαταραχή, είτε απλώς ως αποξένωση από τους πάντες και τα πάντα, η μοναξιά είναι ένα γεγονός πικρό και δύσκολο.  Πως θα μας φαινόταν λοιπόν αν ένα φάντασμα ερχόταν και μας ενημέρωνε πως η ζωή πέρα από το απόλυτο άπειρο, είναι και πάλι ένας ατέρμονος αγώνας για συντροφικότητα, παρέα και κοινωνικοποίηση;
Αυτή ακριβώς η τρομερή αποκάλυψη φαίνεται πως πυροδοτεί και τις ανάλογες αντιδράσεις, οδηγώντας σταδιακά έναν μεγάλο αριθμό ατόμων, στην αυτοκτονία.  Από τη στιγμή που η πρώτη επαφή με το πνεύμα πραγματοποιηθεί, εκείνο παύει να υπάρχει, χαμένο πλέον για πάντα, ενώ τη θέση του παίρνει ο νεο-νεκρός ήρωας, ο οποίος με τη σειρά του θα πρέπει να αναζητήσει έναν άλλο άνθρωπο προκειμένου να εξουδετερώσει την αβάσταχτη, χημική ένωση της μοναξιάς, να χαθεί με τη σειρά του και πάει λέγοντας.
Γίνεται φανερό εδώ πως ο σκηνοθέτης, εκτός από θέματα ηθικής (είναι τελικά η τεχνολογία καλή η κακή; η φύση της, της δίνει το θετικό ή το αρνητικό πρόσημο, ή η χρήση της από τους ανθρώπους;), θέτει και θέματα φιλοσοφικής και υπαρξιακής διάστασης, καθώς ένα από τα αέναα ερωτήματα του ανθρώπου είναι το τι υπάρχει μετά θάνατον.  Εδώ ο Kurosawa είναι πεσιμιστής (μπορεί και ρεαλιστής).  Το μόνο που υπάρχει, είναι οτι υπάρχει και στον κόσμο που ζούμε και αναπνέουμε: μια ατέλειωτη μοναξιά και μια αιώνια λήθη.  Μόνοι γεννιόμαστε και πεθαίνουμε μόνοι…

Αν θέλετε και κάτι ακόμα από τη ταινία, προσθέστε και την εξαιρετική eery κατάληξη όσον πεθαίνουν, οι οποίοι αρχικά μένουν ως αποτύπωμα πάνω στον τοίχο ή το πάτωμα, εκεί ακριβώς οπού πέθαναν και στη συνέχεια απλά χάνονται, μετατρεπόμενοι σε μαύρη σκόνη.
Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση την οποία διάβασα σε διάφορα forums, έχει να κάνει με το γεγονός πως αυτό το μαύρο στίγμα που μένει πίσω από τους νεκρούς, ομοιάζει με το αντίστοιχο το οποίο είχε εντοπιστεί στο Ναγκασάκι και τη Χιροσίμα, αμέσως μετά τη ρήξη της ατομικής βόμβας από τους Αμερικάνους.  Σύμφωνα με μαρτυρίες, όσοι βρίσκονταν κοντά στο σημείο της έκρηξης, εξαϋλώθηκαν αμέσως αφήνοντας πίσω τους το αποτύπωμα της ‘σκιάς’ τους πάνω στους τοίχους, καθώς και τα ρούχα τους.  Η ανθρώπινη σάρκα άφηνε απλά ένα ίχνος παρελθοντικής παρουσίας και αυτό είναι όλο.  Έτσι λοιπόν, πολλοί παρομοιάζουν το “Kairo” ως μια ταινία που θέτει επί τάπητος, και το θέμα του πολέμου, έτσι όπως από πρώτο χέρι τον βίωσε αυτό το έθνος.  Αν σκεφτεί μάλιστα κανείς και το τέλος της ταινίας, τότε σίγουρα θα μπορέσει να εντοπίσει κάπου εκεί, μια εν δυνάμει, φριχτή αναπαράσταση της βιαιότητας, της ωμότητας και της θανατίλας ενός πολέμου.  Και στη τελική, κάπως έτσι φαίνεται πως λειτουργεί και η ιδέα του καλωδιακού περάσματος ενός πνεύματος στον κόσμο μας.  Ως ο ύστατος πόλεμος της ανθρωπότητας.
Η σκηνοθεσία του Kurosawa είναι σκοτεινή και μίζερη, με μουντά χρώματα, σε έναν κόσμο απομυζημένο από το παραμικρό συναίσθημα χαράς και κουράγιου.  Οι ερμηνείες των ηρώων είναι μετρημένες, χωρίς υπερβολές αυτή τη φορά, υπακούοντας στην αλληγορική σημασία της ταινίας, αλλά και στην πιθανότητα όλη αυτή η υπόθεση να αποτελεί τελικά μια νέα, καταστροφική για τους ανθρώπους, συνέπεια.  Συνέπεια που απορρέει από τον δικό μας εγωισμό και την αυξανόμενη κατάθλιψη που σκοπεύει να καταπιεί τα πάντα.
Δυσοίωνο και σκοτεινό, το “Kairo” λειτουργεί σαν μια κινηματογραφική αλληγορία πάνω σε πολλαπλά θέματα, όπως η τεχνολογία, η μοναξιά και οι συνέπειες ενός πολέμου.  Πολλά από όσα δείτε δεν έχουν μια χειροπιαστή εξήγηση στα πλαίσια της ταινίας, αλλά δε χρειάζεται κιόλας.  Ο καθένας μπορεί να οδηγηθεί στα δικά του συμπεράσματα.  Έτσι κι αλλιώς μιλάμε για μια ταινία που θα μείνει στο μυαλό σας για πολύ, πολύ καιρό…


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι και ο καπετάνιος μπορεί να συμβολίζει κάτι (ίσως εκείνον που μετέφερε τις ψυχές τον νεκρών από τον Αχέροντα στον Άδη;), οτι τα φαντάσματά τους δε θα σταματήσουν να με φρικάρουν ποτέ, και οτι η μουσική που σιγοντάρει τη ταινία θα ήταν ικανή να σε κάνει να χεστείς πάνω σου, ακόμα και αν έβλεπες κωμωδία.


No trivia

Nausicaa of the Valley of the Wind: A story of epic proportions

Καλή εβδομάδα σε όλους!  Λοιπόν πρέπει να παραδεχτώ πως έχω αρχίσει να ξεμένω από ιδέες σχετικά με το τι ταινίες να ανεβάσω στο blog, οπότε μάλλον θα κάνω τη κλασική μου στροφή, την οποία κάνω πάνω κάτω την ίδια περίπου, κάθε χρόνο, εποχή και θα ασχοληθώ με παλιό κινηματογράφο και μεγάλους δημιουργούς.  Φυσικά όταν οι συνθήκες το απαιτούν και στις αίθουσες βγαίνει κάτι άξιο λόγου, θα είμαστε εδώ για να το ‘κριτικάρουμε’ και να το σχολιάσουμε.  Για σήμερα λοιπόν, και επειδή ένα ασιατοφερόμενο feeling με έχει πιάσει αυτόν τον καιρό, θα ασχοληθούμε με ένα ακόμα, μεγάλο animation, του εξίσου μεγάλου Hayao Miyazaki.  “Nausicaa of the Valley of the Wind” λοιπόν.

Ο πλανήτης Γη όπως θα μπορούσαν κάποιοι να τον ξέρουν, έχει πλέον καταστραφεί.  Ο άνθρωπος για ακόμη μια φορά φρόντισε να βάλει το χεράκι του, και να ισοπεδώσει τον πλανήτη που τον ζει, κατακαίγοντάς τον στις “Επτά μέρες της Φωτιάς” (“Seven Days of Fire” όπως αναφέρεται στη ταινία).  Πολλά χρόνια μετά, μόνο ψήγματα ανθρώπινης ύπαρξης έχουν καταφέρει να επιζήσουν, δημιουργώντας μικρά χωριά και πόλεις, διασκορπισμένα στους πέντε ανέμους.  Ένα τέτοιο χωριό βρίσκεται και στην Κοιλάδα των Ανέμων, οπού η νεαρή, ειρηνοποιός πριγκίπισσα Nausicaa κάνει ότι περνάει από το χέρι της, προκειμένου να κρατάει ασφαλείς τους κατοίκους του, από τη Sea of Decay, μια άκρως τοξική περιοχή η οποία είναι απροσπέλαστη για τον άνθρωπο (χωρίς την κατάλληλη, αντιασφυξιογόνο μάσκα τουλάχιστον), ενώ κατοικείται και από μια πληθώρα εντόμων και περίεργων πλασμάτων.  Ανάμεσα σε αυτά, περίοπτη θέση κρατούν τα Ohms, κάτι τεράστια όντα που θυμίζουν οστρακόμορφη…βδέλλα, καβούρι και αράχνη.  Και ενώ ο ‘τοξικός βάλτος’ επεκτείνεται σιγά σιγά, απειλώντας να καταπιεί και την εναναπομείνουσα ανθρωπότητα, η Nausicaa είναι αποφασισμένη να τον αντιμετωπίσει με κατανόηση, αγάπη και αυτοθυσία.  Την ίδια στιγμή θα κλιθεί να αντιμετωπίσει και δυο αντίπαλα έθνη, τα οποία απειλούν να καταστρέψουν την Sea of Decay, προκειμένου να σώσουν τον πλανήτη όπως υποστηρίζουν.  Η Nausicaa και οι άνθρωποί της, θα βρεθούν στο μέσω ενός σκληρού πολέμου που αναμένεται να ξεσπάσει, με τη βοήθεια ενός αρχαίου κακού.  Και σαν να μη φτάνουν αυτά, οι ορδές των Ohms καραδοκούν, και ένα μικρό στραβοπάτημα, μπορεί να τους αφανίσει όλους, μια και καλή…

Η Nausicaa αποτελεί τη δεύτερη, μεγάλου μήκους ταινία του Myazaki, την οποία σκηνοθέτησε το 1984.  Όπως ήταν φυσικό, το σενάριο πέρασε για ακόμη μια φορά από τα χέρια του ίδιου, και το αποτέλεσμα ήταν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακό, όπως συνηθίζουν να είναι άλλωστε όλες οι δουλειές του.
Αν και σε μεταγενέστερες ταινίες του, το θέμα της ιερότητας της Φύσης και της προστασίας της, έχει παίξει πιο έντονα, εντούτοις βλέποντας κανείς τη Nausicaa μπορεί να θεωρήσει οτι η αρχή του, βρίσκεται ακριβώς εκεί.
Εκτός βέβαια από το χαρακτηριστικό του αυτό μοτίβο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η έντονα πολεμική/αντιπολεμική διάσταση της ταινίας, γεγονός που επίσης συναντάμε στις περισσότερες από τις νεότερες ταινίες του.  Και αν κάποιοι τον βρίσκετε πολύ μονότονο, ή βαρετό, ή και επαναλαμβανόμενο, να σας θυμίσω οτι μερικά από τα σπουδαιότερα ονόματα του κινηματογράφου, που πέρασαν στο πάνθεον των μεγάλων δημιουργών, έκαναν ακριβώς αυτό: ανανέωναν τους εαυτούς τους, μέσα από την διαρκή επανάληψη των ίδιων θεμάτων.

O Yasujiro Ozu ένας από τους τρεις μεγάλους του ιαπωνικού κινηματογράφου, καταπιανόταν πάντα με το ίδιο θέμα: την αναπόφευκτη πορεία της ανθρώπινης φύσης προς τα γηρατειά, τη διάλυση της οικογένειας για λόγους απλούς, καθημερινούς, την εκτίμηση των μικρών χαρών της ζωής, τη σοφία των γηρατειών, τη μοναξιά και τον θάνατο.  Εάν παρακολουθήσει κανείς τόσο τις προγενέστερες, όσο και τις μετέπειτα δουλειές του, θα διαπιστώσει πως όλες είναι εμποτισμένες με τα παραπάνω στοιχεία.  Ένα ακόμη παράδειγμα είναι και ο Ingmar Bergman, ο οποίος μελετούσε πάντα, και κάτω από το πρίσμα μιας φιλοσοφίζουσας διάθεσης, την αμείλικτη δύναμη του χρόνου, τοποθετώντας τους ήρωές του σε μια κατάσταση εσωτερικής διερώτησης, τις κρίσιμες, προ-θανάτιες στιγμές τους, σχετικά με το τι κατάφεραν στη ζωή, τι πέτυχαν, τι έδωσαν, τι πήραν και πιο το νόημά της (αν δηλαδή υπάρχει).  O Michelangelo Antonioni ήταν ένας καθαρά ‘ψυχρός’ σκηνοθέτης, ο οποίος πετούσε τους προβληματικούς του ήρωες στην αστική ζούγκλα, τους έφερνε αντιμέτωπους με τα αδιέξοδά τους και στο τέλος τους έδινε τη χαριστική βολή.  Στις ταινίες του μεγάλου Ιταλού σκηνοθέτη, οι ηρωίδες του είναι γεμάτες ενοχικά σύνδρομα, συναισθηματικά αδιέξοδα, ανίκανες να μοιραστούν το πάθος και τον έρωτα, ενώ οι άνδρες είναι παίκτες, αδιάφοροι και ψυχροί απέναντι στα προβλήματα των ωραίων γυναικών, τις οποίες δε μπορούν να βοηθήσουν.  Η λύτρωση των εσωτερικών αδιεξόδων δεν έρχεται στην ουσία ποτέ, και οι χαρακτήρες του Antonioni παραμένουν εγκλωβισμένοι εν μέσω μπετονιασμένων πολυκατοικιών και γκρίζων δρόμων.  Ακόμα και ‘νεότεροι’ σκηνοθέτες φαίνεται να διατηρούν ένα κάποιο καλούπι, όπως ο Woody Allen ο οποίος διατηρεί ένα μοτίβο συγκεκριμένο, φέρνοντας στο προσκήνιο (με πολλές φορές καυστικό χιούμορ) τις νευρώσεις της σύγχρονης-για τη κάθε περίοδο-γυναίκα, και τα συντροφικά της κολλήματα.
Έτσι λοιπόν ο Myazaki απλά αποδεικνύει πως ακόμα και αν κατασκευάζεις animations, μπορείς να ακολουθήσεις το δικό σου προσωπικό θέμα, να το εξελίξεις και να το καταστήσεις σήμα κατατεθέν.  Σεβασμός στη Φύση, αντιπολεμικές εικόνες, παράδοση, σεβασμός στο θεσμό της οικογένειας, ισχυρές φιλίες, αγνοί έρωτες;  Ας είναι.

Ο κόσμος της Nausicaa δεν είναι ακριβώς αγγελικά πλασμένος, αλλά μπορεί κανείς να εντοπίσει για ακόμη μια φορά την αστείρευτη φαντασία του δημιουργού της, ο οποίος καταφέρνει να καθιστά κάθε ταινία του ονειρική.
Και εδώ βλέπουμε πως ακόμα και οι ‘κακοί’ της υπόθεσης χαρακτηρίζονται από μια σκοτεινή ομορφιά, και από ζωηρά χρώματα τα οποία φυσικά είναι κατευθείαν βγαλμένα από ζωγραφική παράδοση αιώνων, στα πλαίσια της ιαπωνικής φυσικά κουλτούρας.
Στις ταινίες του Miyazaki δεν είναι φυσικά τυχαίο πως τα μικρά παιδιά και οι έφηβοι είναι αυτοί που αναλαμβάνουν να φέρουν εις πέρας τις ‘δύσκολες’ αποστολές, τις οποίες καθιστούν δύσκολες φυσικά, οι μεγάλοι, οι ενήλικοι.  Αυτοί προκαλούν τις καταστροφές, τους πολέμους, τα δράματα, αφήνοντας στη πιτσιρικαρία να βγάλει το φίδι από την τρύπα και πολλές φορές να πληρώσει πολύ σκληρά το τίμημα της δικής τους αφέλειας.  Φυσικά κάτι τέτοιο είναι αναμενόμενο, από έναν σκηνοθέτη που είναι ταγμένος στο να εξάπτει τη φαντασία των μικρών (αλλά και των μεγάλων) παιδιών, μέσα από ποικίλα ηθικά διδάγματα και θυμοσοφίες.

Το “Nausicaa of the Valley of the Winds” πατάει πάνω στα κλασικά θέματα του Miyazaki, με ένα υπέροχο animation, κλασικούς χαρακτήρες και όμορφο story.  Δείτε την και απολαύστε για ακόμη μια φορά τον μαγευτικό κόσμο του Miyazaki.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η Sea of Decay μοιάζει εκπληκτικά με τον κόσμο από το “Avatar” του Cameron.  Χμμ… Οτι η μουσική είναι υπέροχη και οτι το μεταφορικό μέσο της Nausicaa που το λες και turbo ανεμόπτερο είναι τέλειο!

TRIVIA

  • Η ονομασία Mehve, το όνομα που έχει δώσει η Nausicaa στο μεταφορικό της μέσο, βγαίνει από το “Mowe” που στα γερμανικά σημαίνει “seagull”.
  • Η απουσία έντονου χρώματος, έδινε σε πολλούς την εντύπωση πως η Nausicaa ήταν…γυμνή και οτι δε φορούσε καν εσώρουχο κάτω από τη φούστα της!  Αυτό δεν ισχύει αφού φοράει παντελόνι το οποίο τυγχάνει να είναι το ίδιο χρώμα με το δέρμα της (φαίνεται ξεκάθαρα), ενώ αυτό που αποκαλούν φούστα, είναι το κάτω μέρος του πανωφοριού της.
  • Επειδή δεν υπήρχε δυνατότητα προώθησής της, ο Miyazaki σκιτσάρισε και ένα comic προκειμένου να την προωθήσει.
  • O Miyazaki δυσανασχέτησε τόσο πολύ με την κόπια της ταινίας που κυκλοφόρησε international και είχε τόσα πολλά cuts, ώστε έστειλε στο Executive της Disney ένα σπαθί…σαμουράι και ένα σημείωμα που έλεγε: “No cuts”.
(Πηγή IMDB)

ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Alma, by Rodrigo Blaas