Madeo (a.k.a Mother): She is always there for you…

Γεια σας, γεια σας και αν δε σας το είχα πει, καλό μήνα!  Έπειτα από απουσία δυο εβδομάδων περίπου, είπα να επιστρέψω και πάλι στα γνώριμα εδάφη, με κριτικούλες και οτιδήποτε νεότερο από το κινηματογραφικό μέτωπο.  Η αλήθεια είναι πως θα προσπαθήσω να είμαι συνεπής καθ’όλη τη διάρκεια αυτής της εβδομάδας, αλλά δε ξέρω κατά πόσο θα καταφέρω να γράψω μέχρι και την επόμενη, μιας που στο πρόγραμμα θα μπουν και οι οικογενειακές διακοπές.  Όπως και να έχει όμως, θα είμαστε μαζί για…όσο είμαστε και από εκεί και πέρα, θα επιστρέψουμε και πάλι δυναμικά από τον Σεπτέμβρη έχοντας μάλιστα και την καλύτερη αφορμή: τις αγαπημένες μας φυσικά Νύχτες Πρεμιέρας.  Για να ξεκινήσουμε λοιπόν, have fun και για όσους είναι ήδη σε κάποιο όμορφο νησάκι, καλές διακοπές να έχετε : )

Η Hye-ja Kim υποδύεται την Mother, η οποία στη ταινία δε φέρει κανένα άλλο αναγνωριστικό όνομα, πέρα από την ιδιότητα της μάνας, μητέρας, μαμάς.
Η Μητέρα λοιπόν, ζει φτωχικά θα έλεγε κανείς, σε ένα εξίσου φτωχικό χωριομέρος, παρέα με τον διανοητικά προβληματικό γιο της, Yoon Do-joon.  Η Μητέρα βγάζει τα προς το ζην, προκειμένου να ταΐσει τον εαυτό και τον ιδιαίτερο γιο της, έχοντας ένα μαγαζάκι με κάθε λογής ματζούνια, βότανα και λοιπά άλλα, και χρησιμοποιώντας σε σφριγηλούς, νεαρούς γλουτούς κοτζαμάν βελόνες, για αποβολή του στρες και ‘πιάσιμο’ παιδιών.
Όπως είναι λογικό, η γηραιά αυτή γυναίκα αποτελεί το μοναδικό στήριγμα του Do-joon, με αποτέλεσμα να είναι αναγκασμένη να τον παρακολουθεί διαρκώς, σε περίπτωση που κάτι πάει στραβά.  Όταν τελικά το στραβό έρθει και χτυπήσει την πόρτα του ταπεινού σπιτικού τους, μεταμφιεσμένο σε μια νεαρή κοπέλα βάναυσα δολοφονημένη, τότε η τοπική αστυνομία (η οποία στις κορεατικές παραγωγές απαρτίζεται πάντα κατά έναν περίεργο τρόπο, από “τρομερά” φυντάνια και τζιμάνια αστυνομικούς και ντετέκτιβ) θα κατηγορήσει τον Do-joon για τον θάνατο της, θα τον συλλάβει με συνοπτικές διαδικασίες και θα τον οδηγήσει πίσω από της φυλακής τα σίδερα, αποδεικνύοντας οτι αυτά δεν είναι μόνο για τους λεβέντες.
Η Mother λοιπόν, θα ξεκινήσει ένα ανελέητο κυνηγητό, προκειμένου να βρει τους πραγματικούς δολοφόνους, και να αποδείξει την αθωότητα του μονάκριβου γιου της.  Στη πορεία όμως θα δει οτι ο δρόμος τον οποίο διάλεξε να ακολουθήσει, δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα και σύντομα θα καταλάβει οτι σε αυτό το ‘ταξίδι’ μπορεί να χάσει εκτός από το παιδί της, και τον ίδιο της τον εαυτό…

Ο σκηνοθέτης Joon-ho Bong αποτελεί μια από τις κλασικές περιπτώσεις Κορεάτη σκηνοθέτη, ταινίες του οποίου έχουμε ξαναδεί στο blog.  Και αν δε θυμάστε, τότε να σας φρεσκάρω λιγάκι τη μνήμη και να σας πω οτι ο συγκεκριμένος δημιουργός είναι υπεύθυνος για μερικές, πραγματικά καλές ταινίες, όπως το “Memories of Murder” (2003) το οποίο μάλιστα παρουσιάζει μεγάλες, θεματικές ομοιότητες με το “Mother”, καθώς και το “The Host” (2006), μια από τις καλύτερες και πιο underrated ταινίες με τέρας, ever.
Έπειτα και από την-φεστιβαλική κυρίως-επιτυχία του “Mother”, ο ίδιος αποφάσισε να περάσει σε πιο εμπορικά μονοπάτια και να δοκιμάσει για πρώτη φορά τη τύχη του στο λαμπερό Hollywood.  Η πρώτη του αμερικανόφερτη μάλιστα παραγωγή, αναμένεται να κυκλοφορήσει μέσα στο 2013, βασιζόμενη στο graphic novel του Benjamin Legrand, Snowpiercer.  Η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα σε έναν παγωμένο κόσμο, στον οποίο οι επιβάτες ενός τραίνου προσπαθούν να συνυπάρξουν όσο το δυνατόν καλύτερα.  Αν κρίνουμε πάντως από το εντυπωσιακό cast που έχει καταφέρει να μαζέψει (Tilda Swinton, John Hurt, Jamie Bell, Chris Evans, Octavia Spencer, Kang-ho Song, Ewen Bremmer), και το γεγονός πως έτσι κι αλλιώς οι μεταφορές των graphic novels στον κινηματογράφο συγκεντρώνουν έτσι κι αλλιώς πιστούς θεατές, τότε κάτι μας λέει πως το ντεμπουτάρισμα του Bong στην Αμερική, θα είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακό και ακριβοθώρητο.  Εν αναμονή λοιπόν των μελλοντικών του σχεδίων, θα προσπαθήσουμε σήμερα να…ξεκοκαλίσουμε όσο μπορούμε το “Mother”.

Αν μη τι άλλο αυτή η ταινία του Bong αποτελεί ένα καλοστημένο και στιλιζαρισμένο δράμα, το οποίο διαποτίζεται από μια προοδευτική, χιτσκοκική εξέλιξη που μπορεί και να την είχες φανταστεί, αλλά ακόμα και έτσι, πάλι σε σοκάρει με την απολυτότητα και την αλήθεια της.
Πολλοί θα συμφωνήσουν πως σεναρικά η ταινία δε διαφέρει από πολλές άλλες και κατά κύριο λόγο ξενόγλωσσες, οι οποίες θέτουν στο επίκεντρό τους έναν θηλυκό χαρακτήρα που καθίσταται έρμαιο των αποφάσεων, της μοίρας και τελικά ενός αναπόφευκτου, τελολογικού πεπρωμένου.  Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα το οποίο έτυχε να παρακολουθήσω σχετικά πρόσφατα, είναι και η τελευταία ταινία του Andrey Zvyagnitzev, “Elena”, στην οποία μια μεσήλικη γυναίκα προσπαθεί πάλι να βοηθήσει τον γιο της (χαραμοφάη στη προκειμένη περίπτωση) και την οικογένειά του.  Το ηθικό δίδαγμα της ταινίας έχει να κάνει για ακόμη μια φορά με την ιδιότητα της μάνας και με το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει μια γυναίκα στα πλαίσια της μητρότητας.  Αυτή είναι εξάλλου η αρχή, η μέση και το τέλος της ταινίας: η μητέρα.  Δεν έχει και τόση σημασία το γεγονός οτι ο γιος αντιμετωπίζει ένα κάποιο πρόβλημα, ούτε και ο τρόπος ζωής τους, το κοινωνικό περιβάλλον ή οι κατηγορίες για τη δολοφονία, αφού αυτά απλά εξυπηρετούν την προώθηση του δράματος.  Η αρχή ιδέα έχει συλληφθεί.  Αυτό που έχει σημασία είναι το πως μια μητέρα αντιδρά και απαιτεί να προστατέψει το παιδί της, είτε αυτό είναι ένοχο, είτε αθώο.  Θα μπορούσε στην ουσία να πει κανείς, πως το “Mother” αποτελεί μια σύγχρονη ωδή πάνω στον άνθρωπο, ο οποίος έχει παίξει έναν από τους σημαντικότερους ρόλους στη ζωή ενός ατόμου, το έχει γαλουχήσει (κυριολεκτικά και μεταφορικά) και το έχει κάνει σε ένα μεγάλο ποσοστό αυτό που τελικά είναι.  Και ο τρόπος με τον οποίο ο Bong αποφασίζει να μας παρουσιάσει την ουσία της μάνας είναι και δραματικός, και τρομερός και τρυφερός, αλλά πάνω απ’ολα είναι αληθινός: μια μάνα θα έκανε τα πάντα για το παιδί της and that’s a fact.

Αν αφήσει κανείς στην άκρη την απλούστατη υπόθεση του έργου, μπορεί να ανακαλύψει μερικά έξυπνα τρικ τα οποία φαίνεται να εισήγαγε ο Bong στη σκηνοθεσία του, προκειμένου να την καταστήσει περισσότερο αλληγορική και μεταφορική.
Για παράδειγμα αυτό που προσωπικά μου έκανε μεγάλη εντύπωση είναι το πόσο έντονα κυριαρχεί μέσα στο φιλμ, το μπλε χρώμα.  Δε μιλάμε όμως για μια προσπάθεια να το καταστήσει κανείς ως βασικό πρωταγωνιστή (όπως π.χ γινόταν στις ταινίες του Kieslowski), αλλά περισσότερο το χρώμα αυτό να χρησιμοποιηθεί ως ένα σημαντικό μέσο εξωτερίκευσης της προοδευτικά μεταβαλλόμενης ψυχοσύνθεσης της μητέρας.
Σε όλη τη διάρκεια της, κοντά δυόμιση ώρες, ταινίας γίνεται κάτι παραπάνω από εμφανές οτι το μπλε είναι αυτό που κατακλύζει κάθε σπιθαμή του πλάνου.  Από εξωτερικούς χώρους (νύχτα, λίμνη, βροχή, ουρανός), και αντικείμενα δωματίων (τοίχοι, ποτήρια, ντοσιέ, τραπέζια, καρέκλες), μέχρι και τα ίδια τα ρούχα της πρωταγωνίστριας (προς το τέλος, καθώς αρχικά τα συνολάκια που φοράει είναι κόκκινου χρώματος, κάτι που έχει τη δική του σημασία), όλα κυμαίνονται στις αποχρώσεις του μπλε.
Επειδή λοιπόν αυτό μου κίνησε έντονα τη περιέργεια, αποφάσισα να αναζητήσω τη σημασία που μπορεί να έχει το μπλε χρώμα στην ασιατική και ιδιαίτερα, κορεατική κουλτούρα.  Η αλήθεια είναι πως βρήκα μερικές πληροφορίες, οι οποίες αν δεν αποτελούν δικό μου παρατράβηγμα, τότε μάλλον είναι αρκετά ενδιαφέρουσες.
Σύμφωνα λοιπόν με τα παραδοσιακά κορεάτικα χρώματα, το μπλε συμβολίζει τη ψύχραιμη, θηλυκή ενέργεια και πράγματι δε θα μπορούσε να ταιριάζει περισσότερο απ’οτι εδώ, μιας που η κεντρική ηρωίδα είναι μια γυναίκα.  Συνεχίζοντας, το συγκεκριμένο χρώμα υποτίθεται οτι συμβολίζει την eum energy, η οποία έχει να κάνει με το φεγγάρι (μεγάλο μέρος της ταινίας διαδραματίζεται νύχτα), την δεκτικότητα και την δυνατότητα του να προσαρμόζεται κανείς, ανάλογα τις περιστάσεις.  H Mother είναι ακριβώς μια τέτοια γυναίκα.  Ταπεινή, και όμως παραγωγική, δεκτική σε κάθε καλό και κακό, με μια φοβερή δυνατότητα προσαρμογής, ακόμα και κάτω από τις χειρότερες συνθήκες.  Παρόλα αυτά εκτός από όλα αυτά, το μπλε συμβολίζει και κάτι ακόμη:  τον θάνατο, το πρώτο δηλαδή υλικό πάνω στο οποίο βασίζεται η υπόθεση της ταινίας.  Και οχι μόνο…
Ένα ακόμη χρώμα που κάνει τη παρουσία του, ίσως οχι τόσο έντονα όσο το μπλε, είναι το κόκκινο, μιας που εμείς βλέπουμε τη πρωταγωνίστρια να φοράει μέχρι και περίπου τη μέση της ταινίας, κόκκινα ρούχα.  Ενδιαφέρον είναι το πως το κόκκινο στην παράδοση της Κορέας, συμβολίζει το δυναμικό και όλο φωτιά, ανδρικό πνεύμα, αποτελώντας παράλληλα το αντιθετικό χρώμα του μπλε.  Διόλου απίθανο λοιπόν ο σκηνοθέτης να κάνει μια υποδόρια, χρωματική ταύτιση στο πρόσωπο της μάνας, από τη στιγμή που ο πατέρας είναι απών.  Η μάνα είναι την ίδια στιγμή άντρας και γυναίκα, κόκκινο και μπλε, δύναμη και πνεύμα, ζωή και θάνατος.

Από πλευράς σκηνοθεσίας το “Mother” θα σου δώσει αυτό ακριβώς που περιμένεις από μια τέτοια παραγωγή.  Ατμοσφαιρική, δεμένη, με μια χρωματική παλέτα που μαρτυράει περισσότερα από όσα αφήνει σε πρώτη φάση να εννοηθούν και γεμάτη αγροτική καλαισθησία, είναι μια ταινία φίνα σκηνοθετημένη που θα φέρει στο μυαλό σας αυτοστιγμεί, το σκηνικό του “Memories of Murder”.
Οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές, όπως γίνεται πάντα (σχεδόν), με την Kim να αποσπά μπόλικα βραβεία για αυτή τη βαθιά συγκινητική, αλλά και τρομακτική της ερμηνεία και τον Won να δίνει μια εξίσου πολύ καλή ερμηνεία, υποδυόμενος τον δικό του, απαιτητικό ρόλο.
Αν ψάχνεις για μια ταινία που θα σε κάνει να νοιώσεις όλη τη γκάμα των ανθρώπινων συναισθημάτων, τότε το “Mother” είναι μια από αυτές.  Ειδικά με το μουσικό κρεσέντο στο τέλος της, θα νοιώσεις και εσύ αυτό που τόσο αποζητούσε να νοιώσει η μάνα.  Δε σου λέω τι, καλύτερα δες την.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι υπάρχει κάτι που λέγεται pervert phone, οτι οι Ασιάτες με outfit για γκόλφ μου κάνουν κάτι το περίεργο και οτι πρέπει να προτιμάς ομπρέλες από τύπου, ρακένδυτους άνδρες στο δρόμο.  Ποτέ δε ξέρεις τι μπορεί να μάθεις…


No trivia

The Chaser: Run faster

Γεια σας και πάλι!  Μμμ περιορισμένη κινηματογραφικά και αυτή η εβδομάδα, μιας που οι επιλογές μας κυμαίνονται ανάμεσα στο “Ghost Rider” 2 παρακαλώ, με τον Nicolas Cage και το κορακί περουκίνι του, το ελληνικό “Fish n’ Chips” του Κύπριου Ηλία Δημιτρίου, καθώς και το “Haywire” του Soderbergh, ο οποίος έχει δει σίγουρα και καλύτερες μέρες.  Οπότε και σήμερα θα έχουμε κάτι από τα πιο παλιά (μη φανταστείτε πολύ, τέσσερα χρονάκια μόλις πίσω) και μάλιστα εκ Νοτίου Κορέας.  Το “The Chaser” είναι ένα σφιχτοδεμένο θρίλερ, με μπόλικη αγωνία και σκοτεινές ερμηνείες.  Enjoy!

O Joong-ho Eom (Yun-seok Kim) είναι ένας πρώην, βρώμικος ντετέκτιβ ο οποίος αποφάσισε να το γυρίσει στο…νταβατζιλίκι.  Τώρα πια διαθέτει μια ομάδα από νεαρές γυναίκες, τις οποίες στέλνει στους πρόθυμους πελάτες του και έτσι η ζωή “κυλάει όμορφα” για τον ξεπεσμένο μπάτσο.  Όταν όμως τα κορίτσια του, αρχίσουν μυστηριωδώς να εξαφανίζονται, ο Eom θα υποπτευθεί (ίσως οχι και τόσο γρήγορα, μιας που το ντετεκτιβίστικο δαιμόνιό του, φαίνεται να έχει σκουριάσει) πως κάτι περίεργο συμβαίνει.  Σύντομα θα διαπιστώσει πως όλες οι κοπέλες, εξαφανίστηκαν έπειτα από το κάλεσμα ενός συγκεκριμένου πελάτη.  Και το χειρότερο;  Μια ακόμη, η όμορφη Mi-jin Kim (Yeong-hie Seo) βρίσκεται τη στιγμή της συνειδητοποίησης, με αυτόν τον επικίνδυνο και απ’οτι όλα δείχνουν, ψυχοπαθή άνδρα.  Ο Eom θα ξεκινήσει ένα ολόκληρο κυνηγητό προκειμένου να καταφέρει να σώσει από το δουλεμπόριο την Kim, μιας που φαίνεται να πιστεύει πως αυτός ο μυστήριος άντρας, πουλάει τις εκδιδόμενες γυναίκες του.  Η αλήθεια θα είναι πολύ χειρότερη και θα περιλαμβάνει ένα σφυρί, ένα φτυάρι και μπόλικο νωπό χώμα…

Η ταινία αποτελεί τη μια εκ των δυο, του σκηνοθέτη Hong-jin Na ο οποίος μας παρουσίασε πιο πρόσφατα το, εξίσου τρεχάτο, “The Yellow Sea” (2010).
Οχι και πολλά πράγματα στο ενεργητικό δηλαδή αυτού του σκηνοθέτη.  Παρά το γεγονός όμως οτι ο αριθμός των ταινιών του είναι μονοψήφιος, είναι ενδιαφέρον να δει κανείς πόσο άρρηκτα συνδεδεμένες μοιάζουν μεταξύ τους.
Στο Chaser η ιστορία τους περιστρέφεται γύρω από το κυνήγι ενός άντρα, προκειμένου να σώσει μια γυναίκα, ενώ στο Yellow Sea παρακολουθούμε το διαρκές τρέξιμο ενός ακόμη άνδρα, ο οποίος όμως προσπαθεί να σώσει τον εαυτό του, έπειτα από μια δουλειά που πήγε φριχτά στραβά.
Χωρίς να γίνονται κουραστικές (μιας που και οι δυο χτυπούν το δυωράκι), οι ταινίες του Na χαρακτηρίζονται από τη διαρκή πάλη του ανθρώπου, είτε με τον εαυτό του, είτε με τους άλλους, με μια δράση που εκτυλίσσεται κατά κύριο λόγο μέσα σε αστικά, πολυπληθή τοπία, γεγονός που είναι από μόνο του ειρωνικό.  Αν σκεφτεί κανείς οτι κάποιος επιθυμεί να ξεφύγει (από την αστυνομία, των διώκτη του, έναν δολοφόνο κ.λ.π) είναι πράγματι περίεργο πως σκέφτεται καν να το κάνει αυτό, μέσα σε μεγαλουπόλεις τίγκα στον κόσμο, οπού ανά πάσα ο οποιοσδήποτε μπορεί να σε σταματήσει και να σε παραδώσει τσουβαλιαστό στις Αρχές.  Και πάλι εδώ, μάλλον έχουμε λάθος, καθώς ο Na μοιάζει να τονίζει και ένα ακόμη στοιχείο του σύγχρονου, οχι μόνο δυτικού, αλλά και ανατολικού κόσμου: οτι κανείς δε δίνει δεκάρα τσακιστή για κανέναν.  Σε ένα αξιοπρεπές ανθρωποκυνηγητό, άνθρωποι κάνουν στην άκρη για να περάσουν οι εμπλεκόμενοι και παρατηρούν με περιέργεια, χωρίς ποτέ να συμμετέχουν.  Είσαι μόνος, ανάμεσα σε πολλούς και το μόνο που μπορείς να κάνεις, είναι να τρέξεις.

Κάπως έτσι φαίνεται πως σκέφτηκε το πράγμα ο Na και στο “The Chaser”, το οποίο αν με βάζατε να διαλέξω ανάμεσα στα δυο, σίγουρα θα σας έλεγα οτι είναι το αγαπημένο μου.
Το μεγαλύτερο μέρος της σκηνοθεσίας γίνεται κατά τη διάρκεια της νύχτας, και μάλιστα αρκετές στιγμές κατά τη διάρκεια της βροχερής νύχτας, πράγμα διόλου τυχαίο, αν σκεφτεί κανείς και το θέμα του αγοραίου έρωτα το οποίο βρίσκεται σε περίοπτη θέση στη ταινία.
Η δράση λαμβάνει χώρα σε στενά σοκάκια, μικρές συνοικίες και υγρούς δρόμους, εντείνοντας ακόμη περισσότερη την αίσθηση ενός κακού που πλανάται πάνω από τα κεφάλια των πρωταγωνιστών.  Και το κακό αυτό είναι ακόμα πιο απειλητικό όταν βλέπεις οτι έχει σάρκα και οστά, και όταν συνειδητοποιείς οτι πρόκειται απλά για ένα τέρας, σταγγισμένο από κάθε όμορφο συναίσθημα και με μια μόνο σκέψη στο μυαλό του: να σκοτώσει.
Ο τύπος που υποδύεται τον κακό, ο Jung-woo Ha είναι εξαιρετικός στον ρόλο του και προσωπικά μου θύμισε πολύ το alter ego του Kevin Spacey στο “Se7en”.  Εκεί ο John Doe ήταν ένας αδίστακτος ψυχοπαθής, ο οποίος ‘κύρρητε’ και προσπαθούσε να δώσει σε όλους εμάς ένα μάθημα, σχετικά με την αδιαφορία μας, απέναντι σε κάθε θανάσιμο αμάρτημα το οποίο προσπερνούσαμε.  Εδώ ο Ha θα μπορούσε εύκολα να πατάει πάνω στα χνάρια του Doe, μιας που στη τελική σκοτώνει πόρνες.  Αν λοιπόν και θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τη πράξη του αυτή, ως μια μορφή απόδοσης δικαιοσύνης, εντούτοις φαίνεται πως κάτι πολύ πιο…προσωπικό και άρρωστο βρίσκεται μέσα του.  Δε γίνεται να είναι πιο άρρωστο;  Trust me, γίνεται.

Δε θα σας αποκαλύψω τον λόγο για τον οποίο ο νεαρός, πρωταγωνιστής σκοτώνει τις γυναίκες, απλά θα σας πω μόνο, πως ο λόγος αυτός μπορεί να αναζητηθεί σε φροϋδικές αναλύσεις και γιούνγκ-ικες θεωρίες.  Θα τη δείτε και θα καταλάβετε.
Από εκεί και πέρα και οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές είναι πολύ καλοί.  Ο chaser Eom τρέχει χιλιόμετρα ολόκληρα στη ταινία, και σε κάνει να αισθάνεσαι σχεδόν στο πετσί σου την κούραση και την υπερπροσπάθεια του χαρακτήρα του.  Από την άλλη η νεαρή Seo (πρωταγωνίστρια και του “Bedevilled” που είχα ανεβάσει) είναι αυτή που δέχεται το μεγαλύτερο πλήγμα επί της οθόνης, αποτελώντας το άτυχο θύμα και βρισκόμενη εν μέσω αιμάτινων εργαλείων και μιας σοκαριστικής αλήθειας, στη μπροστινή αυλή του δολοφόνου.
Από πλευράς σκηνοθεσίας, η ταινία μοιάζει να περνάει τα δικά της εννοιολογικά μηνύματα, καθώς τόσο η ώρα της ημέρας, όσο και το στήσιμο των πλάνων, φαίνεται πως έχουν να μας πουν πράγματα.  Για παράδειγμα είναι λογικό εμείς ως θεατές, να βρισκόμαστε σε διαρκή ένταση και εγρήγορση κατά τη διάρκεια της νύχτας, οπού και λαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος η ιστορία μας.  Όταν όμως έρχεται το πρωί, βλέπουμε τα πράγματα με άλλο μάτι.  Και τότε, ενώ το φως είναι συνυφασμένο με την αλήθεια, την απουσία του σκοταδιού (duh) και την αίσθηση της προστασίας, ο Na, μας κοπανάει πάλι εκεί που πονάει και δε μπορούμε παρά να αποδεχθούμε οτι το κακό είναι άχρονο, αιώνιο και διαρκές.  Επίσης, σε μια από τις πιο ωραίες σκηνές της ταινίας (βλ. παραπάνω φωτό) οι δυο άνδρες πρωταγωνιστές βρίσκονται αντιμέτωποι, πρόσωπο με πρόσωπο, παραπέμποντας σαφέστατα σε καταστάσεις άγριας Δύσης, ενώ εμφανής είναι και μια έμμεση αναφορά στη σκηνή του “Oldboy” οπού ο πρωταγωνιστής κραδαίνει το κίτρινο σφυρί.

Κλείνοντας θα ήθελα να κάνω και μια ακόμη παρατήρηση, σχετικά με το πως στήνεις αριστοτεχνικά ένα σενάριο και μια σκηνοθεσία.  Αν και φαίνεται πως από πολύ νωρίς η υπόθεση έχει ανοίξει όλα της τα χαρτιά και εσύ αναρωτιέσαι πως στο καλό θα περάσει ακόμα μιάμιση ώρα, έρχονται οι σεναριογράφοι και σου παρουσιάζουν ένα τόσο άρτιο και καλοφτιαγμένο σενάριο, ώστε απλά μένεις εμβρόντητος το πόσο καλά φαίνεται να το χειρίζονται, χωρίς να το τραβάνε από τα μαλλιά, απλά για να τελειώσει η ταινία.  Χωρίς υπερβολές και αίσθηση του ‘τι λες ρε φίλε, αυτά δε γίνονται’, δημιουργείται ένα τόσο στρωτό και στιβαρό μείγμα, για το οποίο δε γίνεται, παρά να χειροκροτήσεις αυτούς τους ανθρώπους.  Εκεί που στο Hollywood (οχι πάντα, να τα λέμε αυτά) θα έβλεπες οτι πιο εντυπωσιακό και κλισέ, προκειμένου να δικαιολογηθούν οι καταστάσεις, εδώ το πράγμα κυλάει από μόνο του και σε αφήνει με μια πικρή, αληθινή γεύση που είναι αδύνατον να μην εκτιμήσεις.  Ο τρόπος του πως μια απλή ιδέα μπορεί να μεταμορφωθεί σε ένα εξίσου απλό, αλλά δυναμικό σενάριο.  Αν δε την έχετε δει ακόμα, αναζητήστε τη.  Μπορεί να έχει βία και αίμα, αλλά σε δόσεις που αντέχει ο καθένας νομίζω και ειλικρινά το “The Chaser” αξίζει έτσι κι αλλιώς τη προσοχή σας.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι όταν ‘δε μπορείς’ αυτά παθαίνεις, οτι το συγκεκριμένο ενυδρείο έχει ένα πολύ ενδιαφέρον διακοσμητικό και οτι τελικά όλο τα πιτσιρίκια τη πληρώνουν τη δουλειά…

No trivia


ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Subwars

Rampart: Being a corrupted cop and stuff…

 NEW ARRIVAL

Καλημέρα καλημέρα!  Οι όμορφες μέρες συνεχίζονται και απ’οτι φαίνεται έχουμε μπει για τα καλά σε mood καλοκαιρινό.  Λοιπόν επειδή χθες δεν ανεβάσαμε ταινιάκι, είπα να βάλω κάτι σήμερα μιας που το έχω και πρόσφατο στο μυαλό μου.  Σε εμάς αναμένεται μέσα στον Μάϊο και είναι κάτι μεταξύ αστυνομικού δράματος και ανθρώπινου ψυχογραφήματος.  Η αλήθεια είναι πως εγώ τη ταινιούλα ξεκίνησα να η βλέπω γιατί βασικά ήθελα να δω έναν συγκεκριμένο ηθοποιό με τον οποίο έχω φάει τελευταία μια πετριά (γενικά όποτε πετροβολούμαι με κάποιον, πρέπει να δω οπωσδήποτε όσο το δυνατόν περισσότερες από τις ταινίες που βρίσκονται στη φιλμογραφία του.  Tragic i know, αλλά πολλές φορές έχω οδηγηθεί σε κρυμμένα διαμαντάκι χάρη σε αυτή την εμμονή μου).  Το “Rampart” δεν είναι αυτό ακριβώς που λες διαμάντι, καθώς το story κάπου το έχεις ξαναδεί, όπως και τις γενικότερες καταστάσεις του είδους.  Παρόλα αυτά είναι μια καλή ταινία.  “Rampart” λοιπόν.

Ο Dave Brown (Woody Harrelson) είναι ένας από τους τελευταίους διεφθαρμένους μπάτσους με τους οποίους ασχολείται το αστυνομικό τμήμα του Los Angeles.  Ο Dave εργάζεται στο Rampart Division του αστυνομικού τμήματος, το οποίο έπειτα από τον ξυλοδαρμό ενός άνδρα από τον Brown, αντιμετωπίζει την κοινωνική κατακραυγή, αλλά και τις πιέσεις των ανωτέρων που θέλουν να τον θέσουν σε διαθεσιμότητά.  Ο Dave δεν είναι και τόσο συνηθισμένος αστυνομικός, καθώς πέρα από το γεγονός οτι είναι διεφθαρμένος μέχρι το μεδούλι, έχει και μερικά ακόμη χαρακτηριστικά που τον κάνουν το λιγότερο αρεστό άτομο του τμήματος.  Ρατσιστής, μισογύνης, βίαιος, επηρμένος και γυναικάς (ναι όσο κι αν φαίνεται περίεργο από την στιγμή που είναι μισογύνης, είναι και ένας αθεράπευτος γυναικάς, ο οποίος αφού πηδήξει την εκάστοτε γκόμενα, την παρατάει στα κρύα του λουτρού), είναι το κλασικό καθίκι με στολή που δεν είναι και τόσο δύσκολο να συναντήσει κανείς στις μέρες μας.  Το story βέβαια εκτυλίσσεται το 1999, και περιστρέφεται γύρω από τον Brown ο οποίος παρά το γεγονός οτι αποτελεί ένα ανθρώπινο κατακάθι, προσπαθεί εντούτοις να κρατήσει την οικογένειά του ενωμένη και να σώσει όπως όπως το τομάρι του.  Πικάντικη λεπτομέρεια: ο ίδιος έχει ήδη δυο διαζύγια στην κατοχή του, όταν κατά το παρελθόν είχε παντρευτεί με τη σειρά δυο..αδελφές, χαρίζοντας στη κάθε μια και από μια κόρη.  Έτσι λοιπόν τώρα μένουν όλοι μαζί, σαν μια χαρούμενη οικογένεια, την οποία βέβαια φροντίζει τελικά να καταστρέφει μέρα με τη μέρα.  Όπως ακριβώς την καριέρα και τη ζωή του.

Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Oren Moverman, δημιουργεί ένα κλασικό, αστυνομικό δράμα το οποίο περιορίζει τη δράση, για χάρη του ήρωα, τοποθετόντας τον στο μάτι του κυκλώνα τον οποίο έτσι κι αλλιώς ο ίδιος δημιούργησε.
Έπειτα από το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με τη ταινία “The Messenger” (2009) η οποία ήταν και υποψήφια για δυο Oscars (‘Β Καλύτερου Ανδρικού για τον Harrelson και πρωτότυπου σεναρίου για τους Moverman-Camon), το “Rampart” αποτελεί τη δεύτερη δουλεία του, και αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος, είναι μια ταινία που μιλάει για τους ήρωες.  Δε μας αφορούν και τόσο οι αυτές καθεαυτές ενέργειες του ήρωα, αλλά κυρίως ο αντίκτυπος που έχουν αυτές στον ίδιο και τον κοινωνικό του περίγυρο.  Συγγενείς, φίλοι και συνεργάτες τον τοποθετούν στο περιθώριο και τον αφήνουν μόνο, προκειμένου να αναλογιστεί τις συνέπειες των πράξεών του.  Παρόλα αυτά ο Dave σαν χαρακτήρας μοιάζει περισσότερο σαν κακομαθημένο 5χρονο, παρά σαν ενήλικας ο οποίος έχει χάσει τον έλεγχο εδώ και καιρό.  Εξακολουθεί να μη δίνει δεκάρα για τους νόμους (τους οποίους πρώτοι απ’ όλους πρέπει να υπακούσουν αυτοί που τους προστατεύουν) και έχει κάνει καραμέλα το ποιηματάκι σχετικά με την συμμετοχή του στον πόλεμο του Βιετνάμ.
Αν και στις περισσότερες ταινίες το θέμα του Βιετνάμ έχει μια καθαρά δικαιολογητική χροιά, όσον αφορά τα ψυχολογικά προβλήματα ή τα πάσης φύσεως προβλήματα υγείας του ήρωα, εδώ ο πρωταγωνιστής χρησιμοποιεί με τρόπο απροκάλυπτο και ολίγον ξεδιάντροπο, αυτή του την εμπειρία προκειμένου 1) να αποδείξει την αγάπη του για την πατρίδα και κατ’ επέκταση τον σεβασμό απέναντι σε οτιδήποτε εκπροσωπεί το αμερικάνικο ιδεώδες και 2) για να του δοθεί κατά κάποιον τρόπο μια άφεση αμαρτιών, επειδή ακριβώς είναι βετεράνος, ήρωας πολέμου.

Ένα στοιχείο που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση είναι το cast της ταινίας, το οποίο περιλαμβάνει μερικά μεγάλα ονόματα, τα οποία από την άλλη πλευρά, κρατάνε έναν μικρό ρόλο.  Για παράδειγμα ο Steve Bucsemi εμφανίζεται το πολύ για πέντε λεπτάκια, ενώ η Robin Wright κρατάει ένα μεγαλύτερο ρολάκι, στο ρόλο της next fuckable τύπισσας.  Άλλα ονόματα που συναντάμε είναι αυτό της Cynthia Nixon (η κατά κόσμον Miranda από το “Sex and the City”) η οποία υποδύεται τη μια, πρώην γυναίκα του Dave, καθώς και την Anne Heche, η οποία υποδύεται την άλλη.  Επίσης συναντάμε και το Ben Foster, έναν ηθοποιό με τον οποίο ο Moverman συνεργάστηκε και στο “The Messenger”, αλλά και τη Sigourney Wiver στον ρόλο της υπεύθυνης για τον εκδιωγμό του Dave από το Σώμα.
Η αρχική μου έκπληξη σχετικά με το διάσημο cast, έδωσε τη θέση της στην ικανοποίηση μερικών αξιοπρεπέστατων ρόλων από ηθοποιούς όπως η Nixon και ο Foster, οι ρόλοι των οποίων αν και δεν ήταν μεγάλοι, ήταν παρόλα αυτά σημαντικοί για την διαμόρφωση της προσωπικότητας του αδιαφιλονίκητου πρωταγωνιστή, Woody Harrelson.
O Harrelson αποτελούσε νομίζω από πάντα, μια ιδιαίτερη περίπτωση ηθοποιού που ή θα έπαιζε σε ενδιαφέρουσες ταινίες (με τις περισσότερες από αυτές να ακολουθούν μια cult πορεία), ή θα πρωταγωνιστούσε σε αδιάφορες παραγωγές, αρκετές εκ των οποίων, κακές.  Παρόλα αυτά το “Rampart” θα έλεγα πως είναι μια από τις ταινίες του που βρίσκονται κάπου στη μέση: ούτε κακή, αλλά ούτε και κάτι το εξαιρετικό.  Πρέπει όμως να παραδεχτώ οτι αποτελεί έναν από τους πιο πειστικούς, κακούς μπάτσους που έχω δει σε ταινία.

Σίγουρα θα σκεφτείτε σε κάποια στιγμή και εσείς, οτι με τη στολή και το ημικουρούπα κεφάλι του, ο Harrelson θυμίζει έντονα τον-καλό εκεί-αστυνομικό του “Robocop”, Peter Weller.  Βέβαια στη προκειμένη περίπτωση ο πρωταγωνιστής μας έχει να κάνει με ξαφρίσματα χρημάτων, βιαιοπραγία εναντίον πολιτών και μια fucked up life, την οποία υποτίθεται πς προσπαθεί να διορθώσει ίσα για τα μάτια του κόσμου.
Ο Harrelson πετυχαίνει διάνα όσον αφορά την ερμηνεία του, καθώς κακά τα ψέματα οι ρόλοι του παρελθόντος τον έχουν βοηθήσει να διατηρεί ένα συγκεκριμένο status απέναντι σε ανάλογες ταινίες.  Από το “Natural Born Killers” (1994), μέχρι το “No Country for Old Men” (2007) και το “Zombieland” (2009), έχει χτίσει καριέρα πάνω σε ειρωνικούς χαρακτήρες, με στραβό χαμόγελο και μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους.  Το διεφθαρμένο του alter ego στο “Rampart” έχει  πολλά δάνεια τόσο από τους παλιούς του ρόλους, όσο και από σύγχρονες αστυνομικές περιπέτειες/δράματα, όπως το “Pride and Glory” (2008) και το “The Bad Lieutenant” (2009) με έναν σάπιο, αλλά απολαυστικότατο Nicolas Cage.  Δυναμικός όπως πάντα, με επικίνδυνο βλέμμα και έναν αυτάρεσκο προγναθισμό, ο Harrelson είναι για ακόμη μια φορά πιστός στον ρόλο του.

Η σκηνοθεσία ως επί το πλείστον θυμίζει κάμερα στο χέρι, με θολά, μακρινά πλάνα και φλου backgrounds που θέτουν στο κέντρο της εικόνας τους πρωταγωνιστές και τα πάθη τους.  Δεν έχει κάποια ιδιαιτερότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είναι καλή.  Ίσα ίσα σε ανάλογες ταινίες, η αποστασιοποίηση των σκηνοθετικών τρικ βοηθάει ακόμα περισσότερο στην φυσικότητα της δράσης και καθιστά τον θεατή άμεσο δέκτη μιας καθημερινότητας που μπορεί σχεδόν να την αισθανθεί στο πετσί του.
Το “Rampart” είναι μια αναπαράσταση του κλασικού θέματος του μαύρου πρόβατου, που και αυτή τη φορά επιλέγεται στα πλαίσια ενός αστυνομικού τμήματος.  Ενδιαφέρουσα, αν και χωρίς κάποια ιδιαίτερη πρωτοτυπία, μπορεί να σε ‘κρατήσει’ αν αυτό που ψάχνεις δεν είναι η δράση, αλλά η προβληματική προσωπικότητα ενός οργάνου της τάξεως και ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη φύση του ο ίδιος, αλλά και οι άλλοι.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι τα Ray Ban γυαλία είναι φτιαγμένα για τον Harrelson.  End of story.  Οτι ο Jon Bernthal τον οποίο λύσσαξα να δω, παίζει μόνο στη πρώτη σκηνή και πουθενά αλλού (pffff) και οτι η Cynthia Nixon μπορεί να παίξει.  Wow…

No trivia







ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

ABC Monsters, by La Pompadour


ABC monsters from La Pompadour on Vimeo.

The Yellow Sea (a.k.a Hwanghae): Time to run…

Γεια σας παιδάκια!  Σήμερα σας είχα πει οτι θα αργούσα περισσότερο απ’οτι συνήθως να ανεβάσω ταινιούλα, καθώς είχα μια πολύ πολύ όμορφη δουλίτσα που δε χωρούσε αναβολή : ).  Για τον λόγο αυτό αν και απογευματάκι ήδη, θα κάνουμε μια μικρή (ελπίζω δηλαδή, για να μη μας πάρει και το ξημέρωμα) κριτικούλα για μια πολύ καλή, κορεάτικη ταινία (έτσι για να μη ξεχνιόμαστε κιόλας) του 2010.  “The Yellow Sea”.  Για να δούμε.

Ένας ταξιτζής που ζει σε μια περιοχή ανάμεσα σε Κίνα-Ρωσία και Βόρεια Κορέα, βλέπει τη ζωή του να καταστρέφεται από τα ολοένα και αυξανόμενα χρέη.  Με τη γυναίκα του να έχει φύγει πάνω από εξάμηνο για τη Κορέα, σε μια προσπάθεια να μαζέψει χρήματα, απομένει μόνος και απελπισμένος.  Απειλούμενος από κάτι μυστήριους τύπους οι οποίοι απαιτούν τα χρήματα που τους χρωστάει και φοβούμενος για την τύχη της μικρής του κορούλας, προσπαθεί να βγάλει κάποια extra λεφτά παίζοντας mah-jong.  Το μόνο που καταφέρνει τελικά είναι να βυθιστεί ακόμα περισσότερο στα χρέη.  Όταν μια μέρα ένα σκληρό αφεντικό της νύχτας του προτείνει τη χρηματική διέξοδο και τη δυνατότητα να μεταβεί στη Κορέα προκειμένου να βρει τη γυναίκα του, ο ήρωας θα δεχτεί.  Θα πρέπει όμως να πληρώσει ένα αντίτιμο: να εκτελέσει εν ψυχρώ έναν άνδρα.  Από τη στιγμή που θα μπλεχτεί στην υπόθεση, δεν υπάρχει γυρισμός, καθώς οι αλυσιδωτές αντιδράσεις που θα ξεσπάσουν, θα σαρώσουν κάθε ανθρώπινο κορμί που θα βρεθεί στο δρόμο τους…
Ο σκηνοθέτης της ταινίας Hong-jiin Na μετράει στο ενεργητικό του μονάχα μια ακόμη ταινία, το “The Chaser” (2008) το οποίο οχι μόνο ομοιάζει πολύ υποθεσιακά στη σημερινή μας ταινία, αλλά απαρτίζεται και από το ίδιο πρωταγωνιστικό cast.
Αν και μέχρι σήμερα μετράει δυο φιλμάκια, εντούτοις φαίνεται να διαθέτει το ταλέντο των πιο γνωστών Κορεατών σκηνοθετών όπως ο Park και ο Ji-woon Kim, καθώς οι ταινίες του είναι γεμάτες ένταση, αγωνία και στιλιζαρισμένη βία.  Όσο δηλαδή ακριβώς πρέπει.

Η ταινία συνδυάζει με ωραίο τρόπο την περιπέτεια και το δραματικό στοιχείο, αφού στην ουσία παρακολουθούμε το προσωπικό δράμα του ήρωα, όπως αυτό εξελίσσεται μέσα από το περιπετειώδες ταξίδι του στη Κορέα.
Έχω την εντύπωση, χωρίς να θέλω να γίνομαι πικρόχολη, οτι αυτός είναι ο σωστός τρόπος να γυρίζεις μια ταινία δράσης.  Το νόημα δε βρίσκεται στους ατέλειωτους πυροβολισμούς, τα Στεϊθαμικά νταϊλίκια και τις υπερ-ψεύτικες σκηνές κυνηγητού.  Όπως έχω πει, έχω ξαναπεί και έχω ξαναματαπεί, οι Ασιάτες έχουν την ικανότητα να σκηνοθετούν αριστοτεχνικά κάθε είδος ταινίας.  Από τρόμου και ανάλαφρες κωμωδιούλες, μέχρι μυστηρίου, δυνατές περιπέτειες και βαριά κοινωνικοδραματικά εργάκια που μπορούν να σε κάνουν να πλαντάξεις από το κλάμα.
Αν και πολλές φορές οι δημιουργίες τους χαρακτηρίζονται από υπερβολή και άρρωστες (για τα δυτικά μυαλά σίγουρα) καταστάσεις, εντούτοις αυτή είναι μια παντιέρα που χρησιμοποιείται κατά κόρον από τους σκηνοθέτες, τους παραγωγούς και τους ερμηνευτές, ορίζοντας τον σύγχρονο-κυρίως-ασιατικό κινηματογράφο.  Ποιος δεν έχει μείνει αποσβολωμένος με τη τελευταία σκηνή του “Oldboy”, με το cyberpunk consept του “Tetsuo” ή την ανατριχιαστική Samara του “Ringu”;  Ποιος δεν έχει συγκινηθεί με την ποιητική σχεδόν ταινία “Dolls” του Takeshi Kitano και το ελεγειακό “Spring, Summer, Fall, Winter…and Spring” του Kim Ki-duk;  Ναι, φαντάζομαι οτι καταλάβατε τι εννοώ.

Το “The Yellow Sea” είναι μια ιστορία για την τελευταία ευκαιρία, τη ύστατη προσπάθεια και το σημείο μηδέν στο οποίο μπορεί να φτάσει κάθε άνθρωπος στη ζωή του.  Με ειλικρίνεια και την απαραίτητη ωμότητα, παρουσιάζεται η αναποδογυρισμένη ζωή του πρωταγωνιστή, που παλεύει με τη μοίρα, τις ορδές των διαφόρων τσιρακίων και κυρίως με τον ίδιο τον χρόνο.
Αντιμέτωπος με τη περιθωριοποιημένη πραγματικότητα στην οποία ζει, πρέπει να βρει τη δύναμη και το κουράγιο να συνεχίσει λίγο ακόμα και λίγο ακόμα και άλλο λίγο, μέχρι το τέλος.  Γιατί στην ιστορία στην οποία βρίσκεται μπλεγμένος δε μπορεί να κάνει τίποτα άλλο από το να ‘καθαρίζει’ και να προχωρά.
Η ταινία θυμίζει σε μερικές σκηνές Oldboy (θα έλεγα οτι υπάρχουν σκηνές στις οποίες είναι σαν να παρακολουθώ την ταινία του Park), καθώς χαρακτηρίζεται από την ίδια δυναμική και ένταση.  Ο σκηνοθέτης μεταφέρει τον ήρωά του από ανοιχτούς χώρους, σε κλειστούς και το αντίστροφο, μόνο για να εντείνει ακόμα περισσότερο την ασφυκτική αίσθηση την οποία αισθάνεται κανείς, ιδιαίτερα όταν βρίσκεται σε ξένη χώρα.  Πόσο μάλλον τώρα που ο κεντρικός ήρωας βάλλεται από διάφορες κατευθύνσεις ως ο βασικός υπαίτιος μιας δολοφονίας την οποία ποτέ δε διέπραξε στη τελική!
Η σκηνοθεσία του Na είναι εκπληκτική.  Το γρήγορο μοντάζ, οι αιφνίδιες εναλλαγές των ηθοποιών και το προσεγμένο story, δημιούργησαν μια κολασμένη μίξη που με την ενέργεια και την νεο-noir ατμόσφαιρά της δε γίνεται να σε αφήσει αδιάφορο.

Η μοναδική ένσταση είναι οτι ίσως κάποια στιγμή και να χαθείτε λιγάκι εξαιτίας των πολλών ονομάτων που εμπλέκονται στην υπόθεση και που όπως ξέρετε, λίγο πολύ μοιάζουν μεταξύ τους.  Θα πρέπει να είστε αρκετά προσηλωμένοι προκειμένου να μη χάσετε από τα μάτια σας την υπόθεση, γιατί τότε θα είναι αρκετά δύσκολο να καταλάβετε το τι συμβαίνει.
Εκτός από αυτό το μικρό λοιπόν θεματάκι, καλό θα είναι να είστε προετοιμασμένοι και για την μεγάλη της διάρκεια (2 ώρες και κάτι), καθώς είναι μια ταινία που δε μπορείτε να δείτε για παράδειγμα αν είστε κουρασμένοι.  Αν γλαρώσει το ένα μάτι, πάει!
Ο τίτλος της ταινίας δε χρίζει κάποιας ιδιαίτερης αναφοράς από άποψης σημασίας, καθώς είναι αυτό που λέει.  Η ‘Κίτρινη Θάλασσα’ είναι στην ουσία ο τεράστιο, υδάτινος όγκος τον οποίο έπρεπε να περάσει ο πρωταγωνιστής (υπό άθλιες, λαθρεπιβατικές συνθήκες) προκειμένου να καταλήξει στη Κορέα.  Η μόνη στιγμή κατά την οποία ίσως και να παίρνει μια διαφορετική σημασία, είναι κάπου στο τέλος του φιλμ, αλλά επειδή δε θέλω να σας το χαλάσω, δε θα σας πω κάτι άλλο πάνω σε αυτό.
Όπως ανέφερα και πριν η ταινία καταφέρνει να κρατηθεί αρκετά καλά κοντά σε ρεαλιστικές, πραγματικές καταστάσεις που αν μη τι άλλο θα μπορούσαν να συμβούν σε γκάνγκστερ τύπους ή ανθρώπους που απλά μπλέκουν με τα λάθος άτομα.  Υπάρχουν σκηνές που ίσως σας κάνουν να απορήσετε ως προς την αληθοφάνειά τους, αλλά μη ξεχνάτε οτι τα πράγματα δεν αντιμετωπίζονται πάντα με τον τρόπο που μας πασάρει το Hollywood.  Όταν δεν έχεις εναλλακτικές, και θα χτυπήσεις, και θα ματώσεις και θα γίνεις ένα ανθρώπινο σκουπίδι προκειμένου στη τελική να ζήσεις.
Οι σκηνές βίας αν και δεν είναι πολλές, είναι παρόλα αυτά από εκείνες που σου εντυπώνονται στο μυαλό, καθώς οι άντρες εδώ λύνουν τις διαφορές τους με μαχαίρια, μασέτες και τσεκούρια.  Ίσως γιατί η ικανοποίηση του να αφαιρείς μια ανθρώπινη ζωή από κοντά, δε συγκρίνεται με τον αποστασιοποιημένο πυροβολισμό.  Και εδώ ο καθένας αποτελεί βασικό εμπόδιο και πρόβλημα κάποιου άλλου.  Η εξόντωσή του αποτελεί τη μόνη διέξοδο.

Οι ερμηνείες είναι δυνατές και χαρακτηρίζονται από μια σκοτεινή σκληρότητα η οποία έρχεται σε αντιπαράθεση κάποιες φορές, με τις εύθραυστες στιγμές του ήρωα.  Οι στιγμές της απελπισίας, της μοναξιάς και του αναπόφευκτου, αντικατοπτρίζονται ιδανικά στον πρωταγωνιστή, ο οποίος είναι μόνος εναντίον όλων.  Αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά εντείνονται ακόμα περισσότερο από τη μουντάδα της ταινίας, και τον σκουρόχρωμο καμβά που σε προϊδεάζει για bad ass καταστάσεις.  Μμμ και αυτό ακριβώς γίνεται.
Το “The Yellow Sea” είναι μια καλοστημένη περιπέτεια, με ωμή βία, τρεχάτη δράση και σενάριο που παρά τις τυχόν του τρύπες, μπορεί και πετυχαίνει να τις καλύψει βγάζοντας μπροστά τις ερμηνείες των ηθοποιών που είναι έτσι κι αλλιώς πρώτης κλάσης.  Ψάξτε τη.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι κάποιες φορές η μοναδική σου διέξοδος είναι μέσω μερικών δεκάδων αστυνομικών, οτι όταν είναι να είσαι κακός, ας είσαι τουλάχιστον τόσο κακός όσο το ‘αφεντικό’ στη ταινία και οτι τελικά οι λαθρομετανάστες περνάνε τα ίδια παντού.

No trivia

Memories of Murder (a.k.a Salinui chueok): Is this the kingdom of rape?

Καλημέρα καλημέρα once again!  Τι κάνουμε;  Φαντάζομαι καλά μιας που σήμερα κυκλοφορούν και κάνα δυο καλές ταινίες στα σινεμά.  Τώρα θα μου πείτε είναι αυτός λόγος να είναι κανείς καλά, μέσα σε όλα αυτά τα σκατά που ζούμε;  Κι εγώ θα σας πω οτι βεβαίως και είναι.  Γιατί οι ταινίες είναι ένας τρόπος για να ξεφεύγουμε, να ξεχνιόμαστε και να χανόμαστε σε έναν μαγικό κόσμο, έστω και για κάποιες ώρες.  Και πότε θα ήταν πιο χρήσιμη μια τέτοια διαφυγή, αν οχι τώρα;  Σταματάω με τα μελοδράματα και επανέρχομαι.  Σας θυμίζω οτι στις αίθουσες από σήμερα θα παίζει η “Iron Lady” Meryl Streep, για την οποία έχουν ακουστεί τα καλύτερα για την ερμηνεία της και τα χειρότερα για τη σκηνοθεσία και το σεναριακό της περιεχόμενο.  Εναλλακτικά δείτε και το remake του Fincher, “The Girl with the Dragon Tattoo” μιας που και εγώ θα πάω να δω προς τι όλη η αναστάτωση γύρω από τη ταινία.  Για το λόγο αυτό η αυριανή, καθιερωμένη ψηφοφορία μας, θα μεταφερθεί για το Σάββατο (και θα διαρκέσει μέχρι τη Δευτέρα, με το αποτέλεσμά της να ανεβαίνει στο blog τη Τρίτη) προκειμένου να γράψω και εγώ τις δικές μου εντυπώσεις από τη ταινία.  So stay around, γιατί αύριο έχουμε κριτικούλα.  Για πιο cinefil καταστάσεις παίζει και το εργάκι του Ούγγρου Bela Tarr, το “Damnation” (1988),  το οποίο θέλει υπομονή και επιμονή για να το δεις, όπως εξάλλου και όλες του οι ταινίες (βλ. “The Turin Horse”).  Στα σημερινά μας έχουμε μια ταινία από το 2003, το “Memories of Murder”.  Προσωπικά τη θεωρώ ως ένα από τα καλύτερα και πιο αριστοτεχνικά σκηνοθετημένα crime thrillers της δεκαετίας.  Τσεκάρετε και περιμένω τις απόψεις σας.  Here we go…

Βρισκόμαστε στο 1986 σε μια μικρή επαρχία της νότιας Κορέας.  Ενώ η ζωή θα έπρεπε να κυλάει ήρεμα και οι κάτοικοι να βιώνουν μια ζηλευτή-στη προκειμένη περίπτωση-επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα, εντούτοις στη Gyunggi κάτι πάει πολύ στραβά.
Πιο συγκεκριμένα η τοπική αστυνομία βρίσκει μια ακόμη κοπέλα βιασμένη και δολοφονημένη, με φριχτό τρόπο.  Τα χέρια της είναι δεμένα πίσω της, ενώ το πρόσωπό της καλύπτεται από το εσώρουχό της!  Σιγά σιγά κι άλλες νεαρές, όμορφες κοπέλες θα ακολουθήσουν τη μοίρα των πρώτων, και θα καταλήξουν νεκρές από τα χέρια ενός σαδιστή serial killer.  Ενώ οι προσπάθειες θα έπρεπε να είναι συντονισμένες για τον εντοπισμό και τη σύλληψη του δράστη, η αστυνομία φαίνεται να αποτελεί μια ηλίθια καρικατούρα.  Κατασκευάζει στοιχεία προκειμένου να ενοχοποιήσει άτομα που ουδεμία σχέση δε φαίνεται να έχουν με τα εγκλήματα, πλακώνει στο ξύλο τους υπόπτους, τους ρίχνει εντυπωσιακές, αεροπλανικές κλωτσιές κηρύττοντας οτι η επαρχία τους ‘δεν είναι ο παράδεισος του βιαστή!’ και γενικώς γελοιοποιείται, αφήνοντας στη τελική τον δράστη να δρα ανενόχλητος.
Όταν τελικά στη περιοχή καταφτάσει ο ντετέκτιβ Seo Tae-Yoon από την πολυκοσμική Seoul, οι τοπικοί-ο Θεός να τους κάνει-ντετέκτιβ Cho Yong-koo και Park Doo-Man θα αντιδράσουν στον ‘σπουδασμένο’ νεοφερμένο, ο οποίος το μόνο που θέλει είναι να δώσει μια χείρα βοηθείας, προκειμένου να συλληφθεί ο φόβος και ο τρόμος των γυναικών.  Οι συγκρούσεις ανάμεσα στους άντρες θα είναι αναπόφευκτες και θα τους δημιουργήσει μπόλικα προβλήματα.  Όταν όμως ο δολοφόνος συνεχίσει ακάθεκτος το βρώμικο έργο του, τότε η περίσταση θα απαιτήσει ουσιαστική συνεργασία.  Μόνο έτσι οι ντετέκτιβ θα έχουν την ευκαιρία τους να τον ‘τσιμπήσουν’…

Νομίζω πως ανέκαθεν έτρεφα μια συμπάθεια απέναντι στον ασιατικό κινηματογράφο.  Μια συμπάθεια που με τη πορεία έγινε σεβασμός και θαυμασμός.  Καθόλου τυχαίο θαρρώ, μιας που και από τα υπέροχα σεμινάρια που έχω τη τύχη να παρακολουθώ, έχω μάθει πολλά πράγματα για τους λόγους, το κοινωνικοπολιτικό background και την σχολή των μεγάλων Ιαπώνων, Κορεατών και γενικά Ασιατών κινηματογραφιστών/σκηνοθετών.  Ξεκινώντας από τους παλιούς, όπως ο Όζου και ο Κουροσάβα και αρχίζοντας να παρακολουθώ τις ταινίες τους (ταινίες που μερικά χρόνια πριν θα τις ‘έκλεινα’ μέσα στα δέκα πρώτα λεπτά, λόγο της έλλειψης παιδείας πάνω στο κινηματογραφικό γίγνεσθαι που νοιώθω τώρα οτι είχα), ένοιωσα οτι μπήκα σε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο.  Έναν κόσμο συναισθημάτων και επίπονων νοημάτων, που αντικατόπτριζαν την ανάγκη για ζωή μέσα στα αποκαΐδια του πυρηνικού ολέθρου που είχε ζήσει η Ιαπωνία, και των χιλιάδων θυμάτων της.  Η σταδιακή τεχνολογική πρόοδος και η απομάκρυνση από τις παραδοσιακές αξίες, η αυξανόμενη μοναξιά των ατόμων και οι δυσκολίες της τρίτης ηλικίας, αποτελούσαν χαρακτηριστικά μοτίβα των ‘μεγάλων παλιών’.
Παρόλα αυτά δε μπορώ παρά να θυμηθώ με μια περίεργη ευχαρίστηση, το σοκ και την συγκλονιστική επίδραση που είχε πάνω μου η ταινία του Κορεάτη Chan-wook Park, “Oldboy”.  Θαύμασα το κουράγιο και την αντοχή που χρειάζεται για να κάνεις μια τέτοια ταινία, τις ερμηνείες που ήταν σαν μαχαίρι στη καρδιά, την υπέροχη σκηνοθεσία και το μουσικό score που με συγκίνησε.  Και κάπως έτσι, μέσα από τον σύγχρονο ασιατικό κινηματογράφο, έμαθα να αγαπώ και τον παλιό.  Θα έπρεπε να έχει γίνει ανάποδα το ξέρω, αλλά τι να κάνω;  Είμαι και εγώ παιδί της εποχής μου, και το πήγα λίγο αντίθετα το πράγμα.  Όσο για τη συνέχεια;  Αποδείχθηκε λαμπρή…

Ο σκηνοθέτης της σημερινής μας ταινιούλας είναι ο Joon-ho Bong.  Αν και προς το παρόν μετράει στο ενεργητικό του μόλις εννιά ταινίες, εντούτοις οι περισσότερες από αυτές είναι πραγματικά καλές παραγωγές, και μάλιστα αρκετά ετερόκλητες μεταξύ τους.
Το 2000 έκανε το ντεμπούτο του με το “Barking Dogs Never Bite”, μια κωμωδία με δόσεις κοινωνικής σάτιρας, που προκάλεσε αίσθηση.  Τρία χρόνια μετά σκηνοθέτησε το “Memories of Murder” το οποίο μάλιστα βασίζεται στη πραγματική ιστορία των πρώτων serial killers της χώρας, οι οποίοι έδρασαν από το 1986 μέχρι και το 1991.  Το 2006 επέστρεψε με ένα από τα καλύτερα τέρατα που έχω δει ever σε ταινία, στο αηδιαστικά καλό “The Host” (έχει ανέβει και αυτό στο blogaki).  Φαίνεται πως το τρία είναι ο αριθμός του, καθώς ακόμα τρία χρόνια μετά και συγκεκριμένα το 2009 δημιούργησε το ιχυρό (οχι σε εμάς εδώ δυστυχώς) “Mother”, ένα σκληρό δράμα με πρωταγωνίστρια μια γυναίκα που προσπαθεί να εντοπίσει τους δολοφόνους που παγίδεψαν τον γιο της για τα δικά τους εγκλήματα.  Εξίσου ενδιαφέρον είναι και το project που έχει δρομολογήσει (με συμπαραγωγό μάλιστα τον Park) για το 2012-2013.  Πρόκειται να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το post apocalyptic γαλλικό comic, “Le Transperceneige” (στα αγγλικά “Snow Piercer”).  Η υπόθεσή της εκτυλίσεται σε ένα κόσμο που καλύπτεται από πάγο και χιόνι, και επικεντρώνεται σε ένα τρένο γεμάτο από τους τελευταίους επιζήσαντες αυτού του ερηπωμένου τόπου.  Το τρένο έχει άγνωστο προορισμό, και τα άτομα έρχονται σε επαφή με περίεργα φαινόμενα και συγκρούσεις ταξικής φύσεως.  Sounds good!

Το “Memories of Murder” είναι ένα σφιχτοδεμένο, αστυνομικό θρίλερ που επικεντρώνεται στο δίδυμο των ντετέκτιβ, τον έναν εκ της μικρής επαρχίας και τον άλλον από την Seoul.  Η ταινία αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα ντετεκτιβίστικης ιστορίας, με noir δόσεις που είναι δύσκολο να εντοπίσεις αρχικά λόγω του επαρχιακού τοπίου, αλλά από κάποια στιγμή και μετά γίνονται τόσο χειροπιαστές, που μοιάζουν να κολλάνε στο πετσί σου.
Η σκηνοθεσία του Bong είναι εκπληκτική και θυμίζει σε αρκετές στιγμές την κινηματογράφηση των Coen (το παραπάνω πλάνο μοιάζει καρμποναρισμένο από το “Fargo” τη στιγμή που το δίδυμο των κακοποιών πλησιάζει τη μικρή πόλη, και το σκιάχτρο εδώ παίζει εύκολα το ρόλο του μεγάλου αγάλματος που ξυλοκόπου).  Με μουντά χρώματα στραγγισμένα από το παραμικρό φως και μια κακοκαιρία που φεύγει και έρχεται διαρκώς μέχρι το τέλος της ταινίας, ο Bong χτίζει μια αστική ιστορία θανάτου και φόβου και την τοποθετεί σε ένα καθαρά αγροτικό τοπίο, με απλούς ανθρώπους και φυσική ομορφιά.  Πολύ έξυπνη η σκέψη του να παρουσιάσει τόσο κοφτά και απόλυτα τον στροφάτο, νεοφερμένο ντετέκτιβ από τη μια, και το απίστευτα ηλίθιο δίδυμο των επαρχιακών ντετέκτιβ από την άλλη, δίνοντάς τους ξεκάθαρες ερμηνευτικές κατευθύνσεις που δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης.  Εξάλλου αυτοί ακριβώς οι πρωταγωνιστές είναι που αποτελούν και τα μέσα για τον κοινωνικό σχολιασμό του Bong, που ξεφεύγει από τα αυστηρά πλαίσια των ταξικών διαφορών και επεκτείνεται μέχρι την κατανόηση της ίδια της ανθρώπινης φύσης.  Είναι συγκλονιστικό να βλέπεις πως κάποια στιγμή οι ρόλοι αντιστρέφονται και σε μια κρίσιμη σκηνή της ταινίας (δε θα spoilarw μην ανησυχείτε : P) ο νεοφερμένος αντιδρά σαν τους άμυαλους ντετέκτιβ, ενώ ο επαρχιώτης λειτουργεί με γνώμονα τη λογική, συγκρατώντας τον Yoon.
Στο σύνολό της η ταινία μπορεί και να σας θυμίσει το “Zodiac”, αφού πραγματεύονται ίδια θέματα, αλλά με λιγότερο μπλα μπλα από τη ταινία του Fincher και περισσότερη εστίαση στον αντίκτυπο που έχει το κυνήγι του δολοφόνου πάνω στους ήρωες.  Η επίδραση όλης της υπόθεσης είναι τελείως διαφορετική στον καθένα, αφού κάποιο παίρνουν το μάθημά τους και κάποιοι άλλοι οχι.

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της ιστορίας είναι πως ο δολοφόνος στοχεύει γυναίκες που φορούν κάτι κόκκινο (το οποίο αποτελεί και το μοναδικό, έντονο χρώμα που κάνει τόσο αισθητή τη παρουσία του).  Χρώμα του πάθους, αλλά και του αίματος το κόκκινο συμβολίζει εδώ το στοιχείο που ερεθίζει τον δολοφόνο.  Σαν άλλος βρυκόλακας που δεν μπορεί να αντισταθεί στην μυρωδιά και την ζωηρότητα του κόκκινου, ζεστού αίματος, ορμάει στα σκοτεινά για να πνίξει τις τερατώδεις ορέξεις του και να παρατήσει το θύμα του, απομυζημένο από κάθε ίχνος ζωής.
Εκτός από όλα τα υπόλοιπα καλά (και είναι πολλά όπως είδατε), οι ερμηνείες είναι κλασικά καλές (έχω βαρεθεί να το λέω πια).  Ο Κορεάτης ηθοποιός Kang-ho Song έχει πρωταγωνιστήσει στις περισσότερες από τις ταινίες των Κορεατών σκηνοθετών, όπως το “Sympathy for Mr. Vebgeance” του Park, καθώς και τα “The Host”, “Thirst” και “The Good, the Bad and the Weird” (2008) του Jee-woon Kim.  Στον ρόλο του κουτοπόνηρου ντετέκτιβ είναι τέλειος, με χαζό βλέμμα και μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.  Η δική του αλλαγή μέσα στην ταινία είναι η πιο ηχηρή.  Στο πλευρό του ο Sang-kyung Kim ως ντετέκτιβ εκ της Seul είναι πιο μετρημένος και ρεαλιστής, αλλά έχει και αυτός τις καλές του στιγμές στη διάρκεια του έργου.
Γενικά εάν αγαπάτε τέτοιου είδους ταινίες, θα πρέπει να δείτε το “Memories of Murder” καθώς απαρτίζεται από πολύ ενδιαφέρονται κομμάτια, σκηνοθετικά, φωτογραφικά, ερμηνευτικά.  Ίσως τα 130 της λεπτά να σας αποθαρρύνουν, αλλά απλά μην αποθαρρυνθείτε! Δείτε την.  Αξίζει τον κόπο και το χρόνο.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο άνθρωπος είναι one hell of a twisted creature, οτι το να είσαι νέα και όμορφη δεν σου ανοίγει ακριβώς πόρτες…οχι πάντα τουλάχιστον και οτι εάν ακούσετε ένα τραγούδι με τίτλο “Sad Letter” τότε κάποιος φόνος λαμβάνει χώρα κάπου κοντά σας.

TRIVIA

  • O Bong υποστήριξε οτι εμπνεύστηκε το σενάριο για τη ταινία από το comic του Alan Moore, From Hell.  Αργότερα είχε δηλώσει πως απογοητεύτηκε λίγο από την μεταφορά του comic στο κινηματογράφο από τους Hughes brothers.  Στη ταινία πρωταγωνιστούσε ο Johnny Depp.
  • Ο Tarantino τοποθέτησε το “Memories of Murder” στην εικοσάδα με τις αγαπημένες του ταινίες από το 1992!
(Πηγή IMDB)





Μη ξεχάσετε αύριο έχουμε κριτική για “The Girl with the Dragon Tattoo”.  Ψηφοφορία από το Σάββατο!  Cya!

The Big Heat: For every dirty cop, there is a clean one…

Hello hello!  Καλό μήνα εύχομαι σε όλους και άντε όσοι έχουμε ξεμείνει εδώ στις καυτές τσιμεντούπολεις, να μαζεύουμε τα μπογαλάκια μας σιγά σιγά και να την κάνουμε.  Thanx και πάλι για την συμμετοχή σας, αφού βλέπω οτι υπάρχει, ακόμα και αν οι περισσότεροι κάνετε ήδη μπανάκια σε τίποτα γαλαζοπράσινα νερά (pfff…).  Λοιπόν σήμερα έχουμε φυσικά νικητή το “Vertigo” από Hitchcock, με 12 ψήφους αλλά επειδή έχει ήδη ανέβει παλαιότερα στο blog, άρα πάμε στην αμέσως επόμενη επιλογή που είναι το “The Big Heat” του Γερμανού Fritz Lang με 9.  Στην τρίτη θέση έμειναν δυο ταινίες, το “Rififi” του Jules Dassin και το “Dial M for Murder” και πάλι του Hitchcock με 6 ψηφούλες.  Όσοι κρίνατε μόνο από poster χωρίς να έχετε δει την ταινία του Lang, πετύχατε διάνα καθώς μιλάμε για ένα άρτια δομημένο film noir (και εγω χθές το είδα : P ).  Ξεκινάμε λοιπόν…

O Sergeant Dave Bannion (Glenn Ford) είναι ένας αδιάφθορος αστυνομικός ο οποίος αναλαμβάνει να εξιχνιάσει τις μυστήριες συνθήκες κάτω από τις οποίες ένας συνάδελφός του φαίνεται να αυτοκτόνησε.  Στην προσπάθειά του να ανακαλύψει τα αίτια που τον οδήγησαν στο να πατήσει την σκανδάλη, θα βρεθεί μπροστά σε μια ισχυρή συμμορία του υποκόσμου που ελέγχει την αστυνομία, και απαρτίζεται από μια πληθώρα σημαντικών προσώπων, όπως δικαστές, διεφθαρμένους αστυνομικούς, επικεφαλείς και φυσικά μπόλικα ‘καλόπαιδα’ και καθίκια.  Όταν τα πράγματα γίνουν πλέον προσωπικά για τον Sgt. Bannion τότε τίποτα δε θα τον σταματήσει και με την βοήθεια μιας μοιραίας γυναίκας, της Debby Marsh (Gloria Grahame) θα κάνει τα αδύνατα δυνατά, προκειμένου να ξεσκεπάσει αυτή την επικίνδυνη πλεκτάνη…
Μετά την φυγή του από την ναζιστική Γερμανία, ο Lang παρέμεινε για κάποια χρόνια στο Παρίσι για να φύγει λίγο καιρό αργότερα και να μεταναστεύσει στην Αμερική, οπού και παρέμεινε από το 1936 μέχρι και το 1957.  Τα πρώιμα έργα του Lang προκαλούσαν αίθηση χάρη στην σκοτεινή του ατμόσφαιρα και την εξπρεσιονιστική σκηνοθετική τους ματιά, ενώ αρκετές από αυτές όπως το “Metropolis” (1927) και το “M” (1931), θεωρήθηκαν οτι εμπεριείχαν προπαγανδιστικά μηνύματα τα οποία είχαν προκαλέσει την αντίδραση του ναζιστικού κόσμου, ενώ μάλιστα η ταινία του “Das Testament des Dr. Mabuse” (1922) είχε απαγορευτεί από τον ίδιο τον Joseph Goebbels επειδή θεωρήθηκε οτι λειτουργούσε ως ένα αντι-ναζιστικό έργο με διάφορες πολιτικές προεκτάσεις κρυμμένες στην ιστορία του.  O Lang προερχόμενος από Εβραία μητέρα, είχε φοβηθεί εν μέρει και για την ίδια του την ζωή (όπως ακριβώς και ο πρωταγωνιστής του στο “M”, Peter Lorre, ο οποίος αναγκάστηκε επίσης να ταξιδέψει μέχρι την Αμερική, οπού και συνέχισε την καριέρα του, χωρίς ποτέ να αναγνωριστεί όμως με μεγάλους ρόλους, το πραγματικό, υποκριτικό του ταλέντο).  Ο τρόπος ζωής και το χολιγουντιανό σύστημα κινηματογράφου, άσκησαν άμεση επίδραση στις περίπου 20 ταινίες τις οποίες σκηνοθέτησε εκεί ο Lang, και αυτό φαίνεται από το γεγονός οτι ο ίδιος αποτέλεσε έναν από τους κυριότερους δημιουργούς του είδους του film noir, το οποίο στην συνέχεια εξέλιξε με αποτέλεσμα να αποτελέσει το βασικότερο είδος ταινιών που παρήγαγε η Αμερική από τις αρχές της δεκαετίας του ’40, μέχρι και τα τέλη του ’50.

To “The Big Heat” έχει όλα τα χαρακτηριστικά που έκαναν διάσημο το είδος του noir.  Σκοτεινή ατμόσφαιρα (από την οποία εξάλλου πήρε και το όνομά του), διεφθαρμένους χαρακτήρες και στον αντίποδα ακέραιους και ηθικούς άντρες έτοιμους να αποδώσουν δικαιοσύνη ή να πάρουν εκδίκηση, με την τσέπη της καπαρντίνας τους να βαραίνει ένα πάντα γεμάτο όπλο, μυστηριώδεις γυναίκες που σαγηνεύουν και προκαλούν τα πάθη, πόλεις βουτηγμένες στην σαπίλα και την ‘αθρώπινη’ αποσύνθεση, ήρωες και κοινωνικά αποβράσματα, φόνοι και εγλήματα πάθους, όλα αυτά αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά όσον αφορά την υπόθεση ενός film noir.  Από πλευράς σκηνοθεσίας τα πράγματα δεν αλλάζουν και πολύ, καθώς στόχος είναι να μεγενθυθούν τέτοιου είδους ιστορίες μέσα από την κινηματογραφική κάμερα.  Ο χαμηλός φωτισμός, τα αστικά τοπία που λειτουργούν εις βάρος του ψυχισμού των ηρώων, οι χαμηλές γωνίες λήψεις, τα ‘στραβά’ καδραρίσματα των πρωταγωνιστών (που αποσκοπούν στο να προβάλουν την ταραγμένη ψυχολογική τους κατάσταση ή και να εντείνουν την αίσθηση της αποξένωσης του πρωταγωνιστή), το εύρημα να αντικατοπτρίζεται ένας χαρακτήρας σε πολλαπλούς καθρέφτες και τζάμια, τα υποκειμενικά πλάνα από την ματιά του κεντρικού ήρωα, η συνήθεια να γυρίζονται οι ταινίες με την τεχνική το “night-for-night”, δηλαδή οι νυχτερινές σκηνές να σκηνοθετούνται το βράδυ (σε αντίθεση με την συνήθεια του Hollywood να σκηνοθετούνται το πρωί και στη συνέχεια με ειδική επεξεργασία να αποδίδεται το βράδυ [“day-for-night”]), όλα αυτά είναι τεχνικές που ακολουθούνταν για την καλύτερη δυνατή απόδοση ενός προβληματικού και σαθρού κόσμου.

Μπορεί να μην συγκρίνεται με τις πρώτες του δουλειές (και μάλλον θα ήταν άδικο να γίνει κάτι τέτοιο), αλλά το “The Big Heat” αποτελεί κατά πολλούς μια από τις καλύτερες noir ταινίες, και οχι αδίκως.  Η σκηνοθεσία επικεντρώνεται στον αγώνα του αστυνομικού για την πάταξη του εγκλήματος και την απόδοση δικαιοσύνης.  Οι ερμηνείες είναι αρκετά στιλιζαρισμένες και ‘στημένες’ όπως ακριβώς ήταν και οι περισσότερες εκείνη την εποχή.  Δεν έχουν σκοπό να ξενίσουν, αλλά αντιθέτως να ενισχύσουν την εικόνα ανθρώπων που υποκινούνται από προσωπικά συμφέροντα, δαίμονες ή κάποια υψηλή αίσθηση ηθικής νομιμότητας.  Ο καθένας από αυτούς πρέπει να απεγκλωβιστεί σε πρώτη φάση από τα δικά του δεσμά για να μπορέσει να βοηθήσει στην εφαρμογή του κοινού καλού (ή κακού).  Η λουσάτη νεαρή που είναι παγιδευμένη σε μια καθημερινότητα πανάκριβως κοσμημάτων, ρούχων, ταξιδιών και εξίσου ακριβού ξύλου από τον κακοποιό γκόμενό της και ο αυστηρός και μετρημένος αστυνομικός που είναι με τη σειρά του εγκλωβισμένος σε μια ζοφερή πραγματικότητα οπού παλεύει μόνος ενάντια σε πολλούς, είναι μόνο δυο από τους ήρωες στην προκειμένη περίπτωση που αναζητούν τρόπους επιβίωσης σε ένα διαρκώς, αποσυντεθειμένο σύστημα.

Με μερικές αρκετά βίαιες σκηνές για την εποχή του (η παραπάνω φωτό είναι χαρακτηριστική), ατμοσφαιρική σκηνοθεσία, πολύ καλές ερμηνείες, κλασσικό αστυνομικό story και διαλόγους-ατάκες το “The Big Heat” είναι μια ταινία που αξίζει να την δείτε, γιατί πολύ απλά πατάει σε σύγχρονα μονοπάτια και παρά το γεγονός οτι είναι του 1953 βλέπετε ευχαρίστως ακόμα και σήμερα.  Μπορεί το “Metropolis” να αποτέλεσε ένα κορυφαίο εξπρεσιονιστικό δημιούργημα και το “M” να σόκαρε με την υπονοητική του ωμότητα, όμως η καρίερα του Lang και στην Αμερική δεν ήταν αμελητέα αφού χάρισε μερικά από τα καλύτερα film noir (μεταξύ άλλων) στην κινηματογραφική ιστορία και απέδειξε γιατί το ταλέντο και η έμπνευση δε σταματούν ακόμα και όταν οι πολιτικοκοινωνικές καταστάσεις σε αναγκάζουν να εγκαταλείψεις την πατρίδα σου.

http://www.youtube.com/watch?v=44KmtnTl-n4

TRIVIA

  • Όταν ο κακοποιός Vince Stone (Lee Marvin) συναντιέται για πρώτη φορά πρόσωπο με πρόσωπο με τον Bannion (Glenn Ford) η μουσική που ακούγεται στο background είναι το “Put the blame on Mame”, μια αναφορά στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ford στην ταινία “Gilda”, στο πλευρό της σεξοβόμβας Rita Hayworth.
  • Την γυναίκα του Bannion, Katie, υποδύεται η Jocelyn Brando, η μεγαλύτερη αδελφή του Marlon Brando.
  • Η φανταστική πόλη στην οποία εκτυλίσσεται όλη η δράση ονομάζεται “Kenport”.
  • Η Columbia ήθελε την Monroe από την 20th Century Fox για τον ρόλο της Debby Marsh, αλλά επειδή το ποσό που ζητούσε η Fox ήταν πολύ μεγάλο, κατέληξαν στην Gloria Grahame.
(Πηγή IMDB)

Τίποτα στην tv σήμερα…



Χαιρετώ!

M: How crime thrillers should be…

Χαιρετώ παιδιά και σήμερα.  Λίγο καθυστερημένα θα ανέβει πάλι η ταινιούλα, αλλά τρέχω από το πρωί so τώρα που βρήκα λίγο ελεύθερο χρόνο είπα να κάτσω να τη γράψω.  Ταινιάρα έχουμε σήμερα, από τον μέγιστο Γερμανό του εξπρεσιονιστικού κινηματογράφου, Fritz Lang.  Μετά το “Metropolis” του 1927 το οποίο μοιάζει εξαιρετικά και δυσάρεστα σύγχρονο, το “Μ” είναι η δεύτερη ταινία του Lang που παρακολούθησα και την οποία βρήκα εξίσου αριστουργηματική.  Δεν είναι τυχαίο βέβαια οτι ανήκει στο πάνθεον των μεγάλων σκηνοθετών, αφού οι ταινίες του πρωτοποριακές και αλληγορικές καθώς ήταν, αποτέλεσαν κομμάτια υψηλής κινηματογραφικής αισθητικής και συγκαταλέγονται πλέον στα κλασσικά αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου.

Η ταινία “Μ” (1931) πραγματεύεται την ιστορία του Hans Beckert (Peter Lorre), ενός ‘ανθρώπου’ που αρέσκεται στο να παρασύρει μικρά παιδιά και στη συνέχεια να τα δολοφονεί.  Η υπόθεση της ταινίας περιστρέφεται γύρω από τις προσπάθειες-αποτυχημένες ομολογουμένως- της αστυνομίας να τον συλλάβει, αλλά και από τις προσπάθειες του υποκόσμου, οι οποίοι θεωρούν οτι ένα τέτοιο πλάσμα δεν αξίζει να υπάρχει ούτε καν στον δικό τους, παράνομο κόσμο.  Οι δυο ομάδες της αστυνομίας και των κακοποιών, ξεκινούν ένα ανελέητο κυνηγητό, προκειμένου να συλλάβουν ένα τέρας χωρίς πρόσωπο-μιας που κανείς δε γνωρίζει πως είναι-και να τον οδηγήσουν στη δικαιοσύνη.  Η εύρεσή του δε θα είναι εύκολη υπόθεση και πολύ σύντομα τα δυο κλασσικά, αντίπαλα στρατόπεδα, ίσως χρειαστεί να ενώσουν τις δυνάμεις τους προκειμένου να δοθεί ένα αίσιο τέλος, σε αυτή την ιστορία…
Ενδεχομένως και να μιλάμε για τη πρώτη ταινία του είδους crime thriller και η αλήθεια είναι οτι θα έπρεπε να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση από όλους τους σύγχρονους σκηνοθέτες, σχετικά με το πως στήνεται πάνω απ’ολα η σωστή ατμόσφαιρα η οποία αποτελεί το Α και το Ω σε ταινίες αυτού του είδους.  Ουσιαστικά έχουμε μπροστά μας ένα εξαιρετικό δείγμα σκηνοθεσίας.  Βλέποντάς την ένοιωσα οτι είναι μια ταινία που θα μπορούσε κανείς να την δει με μεγάλη ευκολία και σήμερα.  Το λέω αυτό κυρίως για όσους διατηρούν επιφυλάξεις στο άκουσμα των ‘κλασσικών, παλιών’ ταινιών και εξάλλου στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε για μια ταινία του ’31.  Σας λέω λοιπόν οτι δεν θα πρέπει να έχετε καμία αμφιβολία σχετικά με το πόσο εύκολα μπορεί κάποιος να την δει, αφού η μόνη στιγμή που θα την σταματήσετε, είναι όταν αυτή τελειώσει…

Ο τρόπος με τον οποίο δομείται όλη η πλοκή και κυρίως η ατμόσφαιρα, είναι υποδειγματικός.  Καταρχάς ο Lang φροντίζει να εκμεταλλευτεί πλήρως το ασπρόμαυρο της ταινίας.  Χρησιμοποιεί έντονες φωτοσκιάσεις και δημιουργεί δραματικές αντιθέσεις στα πλάνα του, τα οποία ακόμα και όταν δεν περιλαμβάνουν ίχνος διαλόγου, μπορούν να πουν πολλά στον θεατή, μέσα από τις αντιφατικές εικόνες που παρουσιάζουν.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι και η παραπάνω εικόνα, στην οποία έχουμε σε πρώτο πλάνο το κοριτσάκι και από πάνω του να υψώνεται μια απειλητική σκιά, που δε μας προϊδεάζει για τίποτα καλό.  Ο δολοφόνος φαίνεται να κυριαρχεί πάνω από το κεφάλι του παιδιού, ενώ όπως θα δείτε και στην ταινία η σκιά του ‘πέφτει’ πάνω στο poster το οποίο τον έχει επικηρύξει.  Καθόλου τυχαίο γεγονός, αφού από την αρχή ο Lang χρησιμοποιεί διάφορα τέτοιου είδους κόλπα προκειμένου να εντείνει ακόμα περισσότερο την αγχωτική και ζοφερή ατμόσφαιρα μέσα στην οποία εκτυλίσσεται η δράση.  Δεν ήταν και μικρή υπόθεση εκείνη την εποχή να καταφέρει ένας σκηνοθέτης να αποδώσει ένα τόσο ευαίσθητο και λεπτό ζήτημα, όπως αυτό ενός διαταραγμένου, δολοφόνου παιδιών, με τόση μαεστρία, αφήνοντας ουσιαστικά τα πράγματα να εξελιχθούν μέσα σε μια ομιχλώδη υπόνοια και τις αντιθέσεις του λευκού και του μαύρου, να κάνουν την δουλειά τους.  Αξίζει να σημειωθεί εδώ οτι το “M” αποτελεί και την πρώτη ομιλούσα ταινία του Lang, καθώς και την αρχετυπική ταινία πάνω στο είδος του crime thriller.  Επόμενο είναι οτι από πολλούς θεωρείται ως η καλύτερη και αρτιότερη ταινία του.
Εξίσου εντυπωσιακά είναι και τα πλάνα που υποδηλώνουν και σκιαγραφούν σε μεγάλο ποσοστό, τον διαταραγμένο ψυχισμό του δολοφόνου.  Λήψεις μέσα από τζαμαρίες και διαστρεβλωμένες εικόνες, βοηθούν τα μέγιστα στη δημιουργία ενός συγκεκριμένου προφίλ του δράστη, το οποίο περνάει υποσυνείδητα στον θεατή, ο οποίος καταλήγει να έχει φτιάξει την εικόνα του δράστη μέσα από πλάνα που αποτελούν κατά κάποιον τρόπο μια εξωτερίκευση της εσωτερικής του τρέλας.  Η σκηνοθεσία είναι γρήγορη και δε κουράζει ούτε στο ελάχιστο, ενώ ο Lang βρίσκει διαρκώς τρόπους προκειμένου να εμπλουτίσει την ιστορία του μέσα από γεμάτα πλάνα, αποφεύγοντας τους εξαντλητικούς διαλόγους/μονολόγους (εκτός ίσως από έναν μονόλογο στο τέλος, που όμως ίσα ίσα χαρακτηρίζεται από μεγάλη ερμηνευτική αξία).  Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός οτι καταφέρνει να περάσει πράγματα αποκλειστικά και μόνο μέσα από τη σκηνοθεσία και τον τρόπο που κινείται η κάμερα, πράγματα που ενδεχομένως εάν τα απέδιδε με ένα συμβατικό τρόπο, να μην είχαν σήμερα την καλλιτεχνική αξία για την οποία έχουν μείνει στην ιστορία.  Ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διαρκής εναλλαγή των πλάνων όταν η μεν αστυνομία και οι δε κακοποιοί, κάθονται σε ένα τραπέζι και συζητούν πως θα καταφέρουν να συλλάβουν τον δολοφόνο.  Αν και είναι ξεκάθαρο από τον χώρο οτι βρίσκονται σε διαφορετικές τοποθεσίες, ο τρόπος με τον οποίο γίνονται τα cut της κάμερας και η αυτόματη εναλλαγή των σκηνών, σου δίνουν την αίσθηση οτι όλα τα άτομα, αποτελούν μέλη μιας ουσιαστικά ομάδας που κάθεται γύρω από ένα τραπέζι και συζητά.  Ευφυέστατη σκηνή που θα μπορούσε να προοικονομεί κάποια συνεργασία ανάμεσα σε αστυνομικούς και υπόκοσμο, προκειμένου να συλληφθεί ο ένοχος.

Από ερμηνευτικής πλευράς ο Peter Lorre είναι υπέροχος.  Με βασικό του προνόμιο τα μεγάλα του μάτια, που μοιάζουν έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες τους, δίνει ρέστα στον ρόλο του ψυχωτικού δολοφόνου και όπως ανέφερα και πριν, θεωρώ οτι αυτή η ερμηνεία κορυφώνεται στο τέλος με έναν μονόλογο, πάνω στον οποίο έχουν πατήσει αναρίθμητες, μεταγενέστερες ταινίες.  Τέλος θα ήθελα να αναφέρω και μια μικρή παρατήρηση την οποία βρήκα ‘ξεδιάντροπά’ εμφανή για να μη πω δυο λόγια.  Το τέλος του “Μ”, μου θύμισε σε μεγάλο βαθμό το τέλος της ταινίας, “Sympathy for Lady Vengeance”.  Επειδή και οι δυο ταινίες κινούνται σε παρόμοιο θέμα, προσέξτε και εσείς εάν και όταν τις δείτε τον τρόπο με τον οποίο τελειώνουν οι ταινίες, και θα καταλάβετε τι θέλω να πω.  Δεν αποκαλύπτω περισσότερα.
Σίγουρα θα έλεγα να τολμήσουν να την δουν και όσοι γενικά δεν προτιμούν τον παλιό κινηματογράφο, γιατί είμαι σχεδόν σίγουρη οτι θα την βρείτε και εσείς τόσο καλή, όσο κι εγώ.  Δείτε και το “Metropolis” μιας που είμαστε στον Lang, έτερο αξιόλογο δημιούργημά του.  Trust me guyz, they trully worth it! 😉

Υ.Γ: Ο σκοπός που σφυρίζει συχνά πυκνά ο Lorre στην ταινία, είναι το “In the Hall of the Mountain King” , by Edvard Crieg.  Είναι γνωστό και από την ταινία “Funny Games”, του Haneke και γενικότερα θεωρείται οτι αποτέλεσε την απαρχή για άλλες ταινίες, στις οποίες φαινομενικά ‘άκακα’ τραγούδια, παίρνουν μια πιο σκοτεινή και επικίνδυνη διάσταση, όταν τραγουδόνται (στην προκειμένη περίπτωση σφυρίζονται) από δολοφόνους, τρελούς και γενικά επικίνδυνους ανθρώπους.

http://www.youtube.com/watch?v=cIj3Bk0bhL8

TRIVIA

  • O Petter Lorre ήταν Εβραίος, με αποτέλεσμα λίγο μετά το release της ταινίας να φύγει από τη Γερμανία λόγω του φόβου των Ναζι.  Ο Lang όντας μισός Εβραίος, έφυγε δυο χρόνια μετά.
  • O Lang είναι γνωστός επίσης για τον πολύ…άσχημο τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόταν στους ηθοποιούς του.  Τη σκηνή κατά την οποία ο Lorre πέφτει από τις σκάλες, την γύρισε πολλές φορές μέχρι να πετύχει το αποτέλεσμα που ήθελε.  Αρκετά χρόνια μετά ο Lorre αρνήθηκε την πρόσκληση του Lang, να πρωταγωνιστήσει σε νέα ταινία, εξαιτίας της κακής του συμπεριφοράς.
  • Η χρήση της voiceover αφήγησης, θεωρήθηκε ρηξικέλευθη για την εποχή εκείνη.
  • Το σφύριγμα του Lorre στην ταινία, ντουμπλαρίστηκε από τον ίδιο τον Lang, επειδή ο Lorre δε μπορούσε να σφυρίζει!
  • Αποτελεί την πρώτη ταινία με serial killer που γυρίστηκε.
  • Αν και αρχικά ο Lorre ήταν ενθουσιασμένος που έπαιξε έναν τόσο μεγάλο ρόλο, στη συνέχεια το μίσησε, διότι όσοι είχαν δει την ταινία έτειναν να τον αντιμετωπίζουν ως πραγματικό δολοφόνο παιδιών.
  • Φυσικά το “M” προέρχεται από την γερμανική λέξη morder, δηλαδή murder.
(Πηγή IMDB)
H TV ΣΗΜΕΡΑ….
STAR: 21:00, Charlie and the Chocolate Factory, με τους Johnny Depp, Helena-Bohnam Carter.  Η πιο ‘γλυκιά’ ταινία του Tim Burton, που την έχουμε χιλιοματαδεί, αλλά θα την ξαναδούμε για δυο βασικούς λόγους: για τον Depp και την άφθονη σοκολάτα.  Μιαμ!
MEGA: 21:00, Εrin Brocovich, με τους Julia Roberts, Aaron Eckhart.  Μια πτωχή πλήν τίμια γυναίκα, αποκαλύπτει ένα τεράστιο σκάνδαλο που κρυβόταν πίσω από μια κολλοσιαία επιχείρηση που μόλυνε τον υδροφόρο ορίζοντα, μιας μικρής κωμόπολης προκαλώντας πολλούς θανάτους και διαιωνίζοντας ένα πρόβλημα τεραστίων διαστάσεων.  Αληθινή ιστορία που χάρισε το πολυπόθητο χρυσό αγαλματάκι στη Roberts.
MEGA: 23:50, Joan of Arc, με τους Mila Jovovich, John Malcovich, Dustin Hoffman.  Η πορεία της γυναίκας που λατρεύτηκε σαν ήρωας, για να καταλήξει να καεί στην πυρά, κατηγορούμενη ως μάγισσα.  Σε σκηνοθεσία Luk Besson.
Cyaaa!

Akmareul Boatda (a.k..a I Saw the Devi): Pure (d)evil…

Χαιρετώ και σήμερα guyzz.  Πωπω δε τη παλεύω νομίζω και πολύ τις τελευταίες μέρες, όλο άρρωστη είμαι 😦 ,αλλά το καθήκον καθήκον και η μια ταινία την ημέρα…μια ταινία την ημέρα, huhu.  Λοιπόν σήμερα είπα να ανεβάσω μια ταινιούλα που όσοι έχετε τσεκάρει τα post των προηγούμενων ημερών σίγουρα θα την πήρε το μάτι σας.  Για εμένα μπήκε στην 4η θέση των καλύτερων ταινιών φέτος, αν και την είδα μόλις πριν από μερικές μέρες.  Δεν έχει όμως και τόση σημασία, γιατί είναι από τις ταινίες που δε μπορείς να ξεχάσεις εύκολα.  So let’s start…

Όπως ανέφερα και χθές, όταν ξεμπέρδεψα με την τριλογία του “Oldboy”, θεωρούσα οτι πολύ δύσκολα θα μπορούσα να ξαναβρώ κάποια ταινία που να με κάνει να αισθανθώ τόσο άσχημα και τόσο ‘άρρωστα’ καλά, όπως έκαναν και οι τρεις αυτές ταινίες του Park.  Στη συνέχεια και αφού άρχισα να ψάχνω για τυχόν ταινίες που δεν είχαν πέσει στην αντίληψή μου, προκειμένου να αρχίσω να φτιάχνω τις λίστες μου για την Blogovision, συνάντησα την παραπάνω ταινία.  Η αλήθεια είναι οτι με το που διάβασα την ιστορία, ήθελα να την δω άμεσα.  Όταν τελικά την είδα, δεν ήξερα τι έπρεπε να νοιώσω.  Αποστροφή, ικανοποίηση, αηδία, φόβο.  Μάλλον όλα μαζί…
Μετά από τη δολοφονία της εγκύου γυναίκας του, από έναν serial killer, ο μυστικός πράκτορας Kim Soo-hyeon ορκίζεται να πάρει εκδίκηση, για τον τόσο άδικο και βάναυσο χαμό της.  Την ίδια στιγμή ο Kyung-Chul, ο παρανοϊκός αυτός δολοφόνος θα συνεχίσει την αιματηρή του ασχολία, μέχρι τη στιγμή που ο ‘πόλεμος’ ανάμεσα στους δυο άντρες θα ξεκινήσει για τα καλά, και τότε κανένας από όσους είναι γύρω τους, δε θα είναι πια ασφαλής…

Η ταινία είναι μια ακόμα ιστορία εκδίκησης με αρκετές δόσεις βίας, σκληρότητας και εξαιρετικά δύσκολων σκηνών, ακριβώς όπως στο “Oldboy” και το “Sympathy for Lady Vengeance”.  Μπορεί πίσω από την κάμερα να μη βρίσκεται ο Park, όμως και πάλι μιλάμε για μια ιδιαίτερη σκηνοθετικά ταινία.  Εξάλλου και στο “I Saw the Devil” συναντάμε και πάλι τον εξαιρετικό Min-sik Choi, τον οποίο σίγουρα θυμόμαστε από τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στο “Oldboy”.  Βέβαια στην προκειμένη περίπτωση ο ρόλος του βρίσκεται στο άλλο άκρο.  Εδω είναι η προσωποποίηση του ίδου του Διαβόλου.  Αρέσκεται στο να σκωτώνει με τεράστια ευκολία και χωρίς κανέναν ενδοιασμό, άντρες, γυναίκες και παιδιά.  Αυτό που είναι ακόμα πιο disturbing είναι το γεγονός οτι δε φαίνεται να υπάρχει κάποιος προφανής λόγος, για τον οποίο κάνει κάτι τέτοιο.  Απλά του αρέσει και απλά το κάνει.  Σαν χαρακτήρας είναι ένας άνθρωπος που δεν έχει να χάσει απολύτως τίποτα, ενώ αυτό που τον καθιστά πραγματικά τρομακτικό είναι πως φαίνεται να μη φοβάται τίποτα.  Ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές, στις οποίες φαίνεται να χάνει το παιχνίδι, να τρώει ξύλο και να έχει φτάσει στα όρια του θανάτου, ακόμα και τότε ένα παρανοϊκό χαμόγελο είναι πάντα ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.  H ερμηνεία του Choi φτάνει στα όρια της υπερβολής, όμως κάτι τέτοιο δεν ενοχλεί καθόλου, κυρίως επειδή η ταινία έχει δομηθεί από την αρχή με τέτοιον τρόπο, ώστε δε προκαλεί στον θεατή την αίσθηση αυτή.  Βέβαια η υπερβολή αποτελεί έτσι κι αλλιώς αναπόσπαστο κομμάτι των κορεάτικων, ιαπωνέζικων κλπ ταινιών, όμως λειτουργεί στο πλαίσιο της ταινίας, και εμπεριέχεται λίγο πολύ στην ιστορία της.  Δεν μοιάζει σαν κάτι ξέχωρο που ενοχλεί.  Έτσι κι εδω οι υπερβολικά βίαιες σκηνές έχουν την τιμητική τους, εάν όμως έχετε παρακολουθήσει λίγο αυτού του είδους τον κινηματογράφο, σίγουρα δε θα το βρείτε αποκρουστικό και περιττό, αλλά απόλυτα ταιριαστό.
Βέβαια ο τίτλος της ταινίας λειτουργεί ερμηνευτικά και για τις δυο πλευρές της ταινίας: τον καλό και τον κακό.  Ο κακός είναι απροκάλυπτα επικίνδυνος και αγγίζει τα όρια της σχιζοφρένειας, αλλά και ο καλός υπερασπιστής του νόμου, παρασύρεται από τον σκοτεινό του εαυτό και σταδιακά χάνεται μέσα στην ορμή του για εκδίκηση.  Η ανάγκη του για εκδίκηση τον οδηγεί σε ένα παιχνίδι γάτας-ποντικού με τον κατα συρροή δολοφόνο, ο οποίος σε πρώτη φάση φαίνεται να έχει βρει πραγματικά τον μάστορά του, από τον καρατέκα σύζυγο.  Συνεπώς θα μπορούσε κανείς να πει οτι ο devil έχει στην ταινία διπλή ταυτότητα, αφού από την αρχή φαίνεται οτι και η πλευρά του νόμου, θα καταλήξει να μάχεται εκτός των άλλων, και το τρομακτικό του alter ego…

Η σκηνοθεσία του Kim Jee Woon είναι απλά εξαιρετική.  Υπάρχει μια διαρκής εναλλαγή ανάμεσα στη δράση του δολοφόνου και του κυνηγού του και συνήθως η αντίδραση του ενός, λειτουργεί ως αποτέλεσμα στη δράση του άλλου.  Εξίσου καλός είναι ο τρόπος με τον οποίο η σκηνοθεσία βοηθάει στην εμπλοκή όλων των χαρακτήρων σε αυτό το ανθρωποκυνηγητό, άλλους περισσότερο και άλλους λιγότερο.  Ο τρόπος με τον οποίο έχει στηθεί και αναπτύσεται αυτή η τραγική ιστορία, αποδίδει στο έπακρο κυρίως εξαιτίας της μετρημένης, αλλά γεμάτης δυναμική σκηνοθεσίας, καθώς και τον τρομακτικών (κυριολεκτικά) ερμηνειών.  Αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση είναι οτι παρουσιάζει αρκετά κοινά στοιχεία με το “Se7en”, τόσο από σκηνοθετικής πλευράς, όσο και ως προς το περιεχόμενό της.  Προτιμώ όμως να μη σταθώ παραπάνω σε αυτό, καθώς και πάλι δε θέλω να αποκαλύψω περισσότερα από όσα πρέπει.
Γενικότερα είναι μια μεγάλη ταινία τόσο σε διάρκεια (2μιση ωρίτσες χαλαρά), όσο και από κάθε άλλη άποψη.  Είχα καιρό η αλήθεια είναι να δω μια τόσο ολοκληρωμένη ταινία, έστω και σε αυτό το είδος των ‘ταινιών εκδίκησης’ ας πούμε, αφού νομίζω οτι δεν της έλειπε τίποτα (και αν της έλειπε κάτι, αυτό ήταν κάτι το πραγματικά αμελητέο).  Όσοι έχετε απολαύσει την τριλογία του Park, σίγουρα θα ενθουσιαστείτε με το “I Saw the Devil”.  Όσοι πάλι δεν έχετε δει ακόμα τις τρεις best revenge stories ever, θα σας έλεγα να παρακολουθήσετε πρώτα αυτές και μετά την σημερινή μας ταινία.  Είναι απαραίτητος ένας εγκλιματισμός πρωτού προχωρήσετε στα βαθιά…
Συγκλονιστική, ωμά σκληρή και με εικόνες που θα σφηνωθούν στο μυαλό σου, το “I Saw the Devil” είναι μια ιστορία εκδίκησης τόσο ίδια με άλλες και παράλληλα τόσο διαφορετική.  Δεν είναι μια ταινία για όλους και σίγουρα οχι για τους light hearted.  Παρόλα αυτά είναι μια ταινία που αξίζει να δεις κανείς, γιατί καταλαβαίνεις για ποιον λόγο οι Ασιάτες κάνουν ταινίες που μετράνε.  Γιατί όπως διάβασα και σε ένα σχόλιο “οι Ασιάτες δεν υποδύονται, βιώνουν”.  Συμφωνώ 100%.

http://www.youtube.com/watch?v=nY5Fq68To0E


No trivia for this movie

Ούτε η χαζοtv έχει κάτι σήμερα, οπότε δείτε καμιά από τις ταινιούλες που σας είπα, huhu 🙂

Adios….

Se7en: The sins are only the beginning…

Καλημέρα σε όλους και καλά Κούλουμα!  Η καταλληλότερη μέρα για το σπίτι σήμερα που κάνει κρύο, παρέα με συγγενείς ή φίλους και φυσικά την απαραίτητη λαγάνα! 😛  Βέβαια η ταινία που κέρδισε στην ψηφοφορία μας, δεν είναι και η ιδανική, καθώς κατά καιρούς έχει ανακατέψει…πολλά στομάχια.  So the winner is…Se7en, μια ταινιία που νομίζω οτι έχει αγαπηθεί από πολλούς, όσο περίεργο κι αν είναι τελικά αυτό και που ακόμα κι εγω ομολογώ, οτι λίγο πολύ, έψαχνα μια ευκαιρία για να μπορέσω να την ανεβάσω στο blog, αν και φυσικά οι περισσότεροι την έχουν δει.  Ήμουν και μεταξύ μας σίγουρη από την αρχή οτι θα ερχόταν πρώτη, οπότε εδω είμαστε για να δούμε τους λόγους που αυτή η ταινία έχει τόσο υψηλή θέση στις προτιμήσεις μας.  Here we go…

O detective David Mills (Brad Pitt), νέος στο τμήμα ανθρωποκτονιών της Νέας Υόρκης, οπού έχει μόλις μετακομίσει με την γυναίκα του Tracy (Gwyneth Paltrow), αναλαμβάνει την εξιχνίαση ενός αρχικά, μεμονομένου φόνου παρέα με τον βετεράνο detective, William Somerset (Morgan Freeman).  Οι δυο τους θα προσπαθήσουν να λύσουν μαζί τον γρίφο που κρύβεται πίσω από την δολοφονία που τους ανατίθεται.  Σύντομα θα βρεθούν μπροστά στο ‘έργο ζωής’ ενός ψυχοπαθή με το όνομα “John Doe” (Kevin Spacey), ο οποίος χρησιμοποιόντας τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, θα αποδώσει την δική του αιματοβαμένη δικαιοσύνη, απέναντι σε έναν κόσμο που σαπίζει και παραπαίει…
Νομίζω οτι τα πάντα σε αυτή τη ταινία, από το story, μέχρι τις ερμηνείες, τη σκηνοθεσία, τη μουσική, τα πάντα τέλος πάντων, έχουν συνδυαστεί με έναν τέλειο τρόπο και δένουν απόλυτα μεταξύ τους.  Καταρχάς η χημεία ανάμεσα στον Pitt και τον Freeman είναι αδιαμφισβήτητη.  Από την μια μεριά ο νεαρός, αυθάδης και ριψοκίνδυνος Mills, και από την άλλη ο πάντα προσεκτικός, έμπειρος και ευγενής Somerset, κάνουν το ιδανικό ζευγάρι, ακριβώς επειδή βρίσκονται πάνω στα αντίθετα άκρα.  Εξάλλου και όλα όσα καλούμαστε να παρακολουθήσουμε στην ταινία, απαιτούν δόσεις και από τους δυο αυτούς ανθρώπους.  Και ρίσκο και προσοχή.  Και την εμπειρία, αλλά και την ορμητικότητα του πρωτάρη….Οι ερμηνείες τους είναι φυσικά εξαιρετικές, οχι όμως μόνο των δυο τους, αλλά όλων όσων έπαιζαν στην ταινία.  Ο Freeman είναι ‘κύριος’ όπως συνηθίζει πάντα στις ταινίες, αποπνέοντας μια απαραίτητη ηρεμία και κατά κάποιον τρόπο σοφία.  Ο Pitt είναι υπέροχος στον ρόλο του νεαρού, ξεροκέφαλου detective και γράφει τέλεια στην ταινία.  Ακόμα και η Paltrow, που ομολογώ οτι δε μου είναι ιδιαίτερα συμπαθής, μου άρεσε στην ταινία, αφού ξεχώριζει απολύτα ως μια εύθραυστη και μελαγχολική παρουσία, μέσα στο ολοένα ζωφερότερο και μουντό περιβάλλον της Νέας Υόρκης.  Από την άλλη εκπληκτικός είναι και ο Kevin Spacey, στον ρόλο του ψυχοπαθή τιμωρού, John Doe.  Το τρελό βλέμμα του, ο τρόπος που μιλάει, η εγωπαθής σιγουριά που πηγάζει από μέσα του και κυρίως η απάθεια για όλα τα φρικτά εγκλήματα που έχει διαπράξει, τον κάνουν ιδανικό και σίγουρα αυτόν που κλέβει τελικά άνετα την παράσταση από το υπόλοιπο cast.
Η υπόθεση της ταινίας είναι κάτι το απίστευτο.  Πάντα μου άρεσαν οι ιστορίες που είχαν να κάνουν με τα διάφορα μυστικιστικά θέματα που κατά καιρούς, υποτίθεται οτι κρύβουν διάφοροι αριθμοί, όπως για παράδειγμα το 13 ή στην περίπτωσή μας το 7.  Όταν μάλιστα καταφέρνεις να οπτικοποιείες με τόση μαεστρία τα “επτά θανάσιμα αμαρτήματα” και να τους δείνεις μια σύγχρονη υπόσταση, χρησιμοποιόντας τα ως όπλο στα χέρια ενός εϋφυή, μανιακού τύπου, ε τότε έχεις πετύχει το απόλυτο 10αρι.
Στην ταινία τίποτα δεν είναι τυχαίο.  Το ξεπεσμένο και παρηκμασμένο περιβάλλον της Νέας Υόρκης, οπού εντελώς συμπτωματικά (;) είναι διαρκώς μουντό και μαστίζεται από τη βροχή σε όλη σχεδόν τη ταινία, δημιουργεί τις καλύτερες συνθήκες προκειμένου ο θεατής να μπει από την αρχή στο κατάλληλο mood και να καταλάβει οτι κάτι θα πάει σύντομα, πολύ στραβά.  Κατά έναν περίεργο τρόπο, όλοι οι ήρωες μοιάζουν να είναι έρμαια της μοίρας τους, καθώς από την αρχή οδεύουν προς το προσωπικό τους τέλος, όπως κι αν εκφράζεται αυτό για τον καθένα.  Αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι οτι το ξέρουν, αλλά οτι δε μπορούν να κάνουν απολύτως τίποτα γι’αυτό, παρά μόνο να το δεχτούν και να προχωρήσουν.  Ίσως και γι’άυτό ο Mills προσπαθεί με τόσο μεγάλο ζήλο να εντοπίσει τον Doe, προκειμένου να παρατείνει έστω και για λίγο το αναπόφευκτο του πεπρωμένου του.  Η παρακμή του περιβάλλοντος αντικατοπρίζεται πάνω στους ήρωες και σε καθετί που αυτοί πράττουν.  Από το σπίτι που αποφάσισαν να αγοράσουν, μέχρι και τη δουλειά που κάνουν, τη μοναξιά που αισθάνονται, ή ακόμα και την πεποίθηση οτι πράττουν υπακούοντας στις εντολές κάποιου Θεού.
Ο ρόλος του Spacey είναι από τους πιο αξιομνημόνευτους ρόλους στην ιστορία του κινηματογράφου.  Δεν ήταν ένας τυχαίος δολοφόνος.  Ήταν μεθοδικός, υπερβολικά εϋφυής, προσεκτικός και για να δανιστώ και μια line από την ταινία ‘με μεγάλη υπομονή’.  Ουσιαστικά λειτουργούσε στο όνομα ενός υπέρτατου, δικού του σκοπού, προκειμένου να δώσει ένα μάθημα σε όλους αυτούς που άφησαν τον κόσμο να πάει κατά διαόλου, σε όλους αυτούς που όπως λέει ‘βλέπουν κάθε μέρα, και από ένα θανάσιμο αμάρτημα σε κάθε γωνία της πόλης, και αποφασίζουν να μη κάνουν τίποτα’.  Εάν μάλιστα σκεφτούμε και λίγο πιο προσεκτικά την ταινία θα δούμε οτι ουσιαστικά ο Doe δεν σκοτώνει πραγματικά κάποιον (εκτός από κάποιον συγκεκριμένο), απλά αφήνει στους άλλους να επιλέξουν εάν θέλουν να ζήσουν ή να πεθάνουν, με ομολογουμένως καθόλου ευνοϊκές συνθήκες.  Συνεπώς ίσως να μην είναι τόσο δολοφόνος, όσο ένας παρανοϊκός σοδομιστής, που απολαμβάνει την απελπισία και τον τρόμο των θυμάτων του, λίγο πριν αυτά ξεψυχήσουν…
Μπορεί φέτος ο Fincher να μη πήρε το Oscar για το “The Social Network”, αλλά όταν μας έχει χαρίσει τέτοιες ταινίες, who the fuck cares?.  I know i don’t!.  Η σκηνοθεσία του είναι εξαιρετική.  Καταφέρνει μέσα από τους μισοφωτεισμένους χώρους, τα υγρά και βρώμικα υπόγεια, την αίσθηση της αποσύνθεσης που επικρατεί σε όλη τη ταινία, να σου περάσει ακριβώς την οπτική που τελικά φαίνεται να εκπροσωπεί ο Doe.  Όλη η ατμόσφαιρα και η αίσθηση που σου προκαλεί είναι αυτό ακριβώς που πρέπει: ανησυχία, αγωνία, φρίκη, λύτρωση.
Στα + της ταινίας σίγουρα πρέπει να μπει το soundtrack, αλλά και τα opening credits, τα οποία είναι εξόχως disturbing και σε προϊδεάζουν για όλα αυτά που θα ακολουθήσουν.

και για του λόγου το αληθές…
http://www.youtube.com/watch?v=SEZK7mJoPLY

Γενικά όσοι δεν το έχουν δει, πρέπει να το δούν άμεσα και όσοι το έχουν δει (που νομίζω οτι είναι και οι περισσότεροι) καλά θα κάνουν να το ξαναδούν.  Δύσκολα πετυχαίνεις πλέον ταινίες που να να είναι τόσο καλοδουλεμένες και με τόσο έξυπνο σενάριο και το βασικότερο: που σκοράρουν τόσο καλά στο μυαλό του θεατή…

http://www.youtube.com/watch?v=J4YV2_TcCoE

TRIVIA

  • Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ο Freeman συνήθιζε να τραβάει το όπλο του, έχοντας το δάχτυλό του στη σκανδάλη.  Αστυνομικοί που βρίσκονταν στα παρασκήνια, ώς τεχνικοί σύμβουλοι, τον ενημέρωσαν οτι δεν έπρεπε να το κάνει αυτό, καθώς δεν αποτελεί σωστή, αστυνομική τακτική.
  • Το βιβλίο για το οποίο συζητούν οι δυο detectives σε κάποια σκηνή της ταινίας, λέγεται “The book of Human Bondage”, γραμμένο από τον W. Somerset Maugham.   Έχει δηλαδή το ίδιο όνομα με τον χαρακτήρα που υποδύεται ο Freeman στη ταινία.
  • Οι παραγωγοί της New Line, αρχικά δεν ήθελαν να συμπεριλάβουν στην ταινία, το κλασσικό τέλος, όπως το ξέρουμε.  Ο Pitt παρόλα αυτά υποστήριξε οτι δε θα έπαιζε στην ταινία, εάν δε παρέμενε το πρώτο τέλος.
  • Οι παραγωγοί ήθελαν το όνομα του Kevin Spacey να εμφανίζεται πρώτο στους τίτλους της αρχής.  O Spacey όμως επέλεξε να μη γίνει αυτό, προκειμένου να προκληθεί έκπληξη στους θεατές.  Το όνομά του αναφέρεται τελικά στους τίτλους τέλους και μάλιστα δυο φορές.
  • Όλα τα βιβλία στο διαμμέρισμα του Doe είναι αληθινά γραμμένα για την ταινία.  Τα βιβλία γράφτηκαν σε διάστημα 2 μηνών, όσο ακριβώς αναφέρεται και στην ταινία οτι θα χρειάζονταν οι αστυνομικοί, προκειμένου να τα διαβάσουν.
  • Ο τραγουδιστής των R.E.M ήταν μια από τις πρώτες σκέψεις για τον ρόλο του John Doe.
  • Πριν ο Spacey ξεκινήσει τα γυρίσματα, ρώτησε τον Fincher μήπως ήταν καλύτερα να ξυρίσει το κεφάλι του.  Ο Fincher του είπε οτι εάν το έκανε, θα το έκανε και ο ίδιος.  Όπως κι έγινε…
  • Η Paltrow δεν ενδιαφερόταν αρχικά για τον ρόλο της Tracy, παρά το γεγονός οτι αποτελούσε τη μοναδική επιλογή του σκηνοθέτη.  Τότε ο Fincher ανάγκασε τον τότε γκόμενο της, Brad Pitt να μεσολαβήσει προκειμένου να δεχτεί τον ρόλο.
  • Ο Spacey πέρασε από casting για την ταινία, μόλις δυο μέρες πριν αρχίσουν τα γυρίσματα.
(Πηγή IMDB)
H TV ΣΗΜΕΡΑ….
ΝΕΤ: 16:00, Notorious, με τους Ingrid Bergman, Cary Grant.  Μια μεγάλη ταινία από τον αξεπέραστο μαιτρ των thriller, Alfred Hitchcock.
ET1: 00:00, Holy Smoke, με τους Kate Winslet, Harvey Keitel.  Πολύ καλή αισθηματική κομεντί, αυστραλιανής παραγωγής.  Σε σκηνοθεσία Jane Campion.
Cya….

The Usual Suspects: Who is Keyser Soze?.

Ηey,hey τι κάνουμε boys and girls??.  Ελπίζω να έχει μείνει κανείς που με διαβάζει, μετά απο την χθεσινή ταινία και να μην την ‘κάνατε’ όλοι με ελαφρά, μετά το σοκ!.  Σας το είχα πει οτι είναι για λίγο περίεργα μυαλά, αφού ήταν τελέιως φευγάτη!.  Άντε σήμερα θα σας κάνω τη χάρη και θα βάλω μια normal ταινιούλα, την οποία θα μπορέσετε να δείτε και αύριο στον ANT1.  Mα πόσο σας προσέχω τέλος πάντων;.

Σίγουρα μια απο τις καλύτερες ταινίες γκανγκστεροεγκληματικές (ουφ!) που έχω δει, αλλά και μια απο τις πολυ καλές ταινίες που έχω δει γενικότερα.  Και βασικά πως θα μπορούσε να μην είναι αφού απαρτίζεται απο ένα πολύ δυνατό cast το οποίο έχει δέσει απόλυτα και έχει αποδώσει και τα μέγιστα στη ταινία.  Μιλάμε για ηθοποιούς όπως ο Kevin Spacey (αγαπάμε πολυυυυ), ο Gabriel Byrne (επίσης), ο Chazz Palminteri (γνωστός απο ρόλους που ερμηνεύει κατά κύριω λόγο σε γκανγκστερικές ταινίες), αλλά και ο Stephen Baldwin (ένας απο τους αδεφούς Baldwin, κατά την άποψη μου οχι και ιδιαίτερα ταλαντούχος, με εξαίρεση τη συγκεκριμένη ταινία στην οποία είναι καλός) και φυσικά ο Benicio del Toro (hot!).
Μετά απο την κατάλειψη ενός φορτηγού στη Νεα Υορκη, πέντε άνδρες συλλαμβάνονται και ανακρίνονται απο την αστυνομία.  Στη συνέχεια και αφού κανείς δε φαίνεται να είναι ένοχος, αποφασίζουν να καταστρώσουν ένα σχέδιο προκειμένου να εκδικηθούν την αστυνομία.  Κάπου εκεί το πράγμα θα στραβώσει πολυ και 27 άντρες θα καταλήξουν νεκροί πάνω σε ένα πλοίο.  Τότε θα αρχίσουν να κυκλοφορούν φήμες, για έναν περιβόητο κακοποιό, τον Kayzer Soze, ο οποίος λόγω της απίστευτης σκληρότητας και του βίαιου χαρακτήρα του, έχει μετατραπεί σε κάτι σαν urban legend, με αποτέλεσμα ακόμα και η αναφορά του ονόματός του να προκαλεί πανικό.  Όμως και η συμμορία πλέον των πέντε ανδρών θα νοιώσει οτι βρίσκεται σε τρομερά ευάλωτη θέση, καθώς κατά το παρελθόν ο καθένας απο αυτούς είχε έρθει σε σύγκρουση με τον Soze, χωρίς ουσιαστικά ποτέ να δούν το πραγματικό του πρόσωπο.  Ένας εχθρός είναι επικίνδυνος.  Ένας εχθρός όμως χωρίς πρόσωπο, είναι θανατηφόρος.
Είναι γεγονός οτι πάνω σε αυτήν την ταινία έχουν στηριχθεί πλέον πάμπολες αναλόγου ύφους (χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία) ταινίες.  Η επιτυχία του Usual Suspects οφείλεται για εμένα σε δυο πράγματα.  Το πρώτο είναι η επιλογή των ηθοποιών.  Έχουν καταφέρει να αποτελούν μια συμμορία με τα όλα της.  Ο καθένας κατέχει το δικό του πόστο και επιτελεί το δικό του έργο, για το προσωπικό τους βέβαια όφελος.  Υπάρχει ο έξυπνος της υπόθεσης, ο λίγο γυναικάς, ο κάπως ουδέτερος, αλλά και ο προβληματικός της υπόθεσης, τον οποίο υποδύεται με τεράααααστια επιτυχία, ο πάντα καλός Kevin Spacey.  Η αρμονία ανάμεσα στου ηθοποιούς είναι τέτοια, που ακόμα και αν κάποιος δεν είναι και τόσο καλός, φαίνεται να αποδίδει ικανοποιητικότατα μέσα στην υπόθεση.  Έτσι κι αλλιώς και η υπόθεση δεν είναι πια κάτι το εξωφρενικά έξυπνο ή κάτι το οποίο αποτελεί αποκάλυψη και δεν το έχουν δει πουθενά αλλού.  Αλλά η διαφορά έγκειται στον τρόπο με τον οποίο έχει στηθεί ολόκληρο το σκηνικό, καθώς και στην πολυ καλή σκηνοθεσία.  Η δράση και το (εννοείται) πολυ κυνηγητό, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι κάθε εγκληματικού περιεχομένου ταινίας, που σέβεται τον εαυτό της, οπότε δεν θα βαρεθείτε, αλλά αντιθέτως πιστεύω οτι θα σας αφήσει με το στόμα open!.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της που την κάνει να ξεχωρίζει ανάμεσα στις τόσες άλλες (και είναι πολλές) είναι ο τρόπος με τον οποίο κορυφώνεται η δράση και στο τέλος κάνει ένα μεγάλο ‘μπαμ!’ και σκάει μπροστά σας.  Βασικά δε θα καταλάβετε απο που σας ήρθε και αυτό γιατί το τέλος της ταινίας, είναι απλά επικό!.  Όπως έχετε καταλάβει εκτιμάω ιδιαιτέρως τις ταινίες οι οποίες έχουν ασυνήθιστο και πραγματικά απρόβλεπτο τέλος.  Ε λοιπόν δε θα μπορούσα να ζητήσω (ουτε και να φανταστώ) ένα καλύτερο και πιο επιτυχημένο τέλος, απο αυτό που παρουσιάζει το φιλμ.  Δε θα σας πω κάτι άλλο πάνω σε αυτό, γιατί δε θέλω να σας το χαλάσω (όταν το κάνουν αυτό σε εμένα, να μου λένε το τέλος μιας ταινίας ή το τέλος ενός βιβλίου, είμαι ικανή να τα σπάσω όλα!), απλά θα σας δώσω ένα πολυ μικρό στοιχείο, το οποίο κατά πάσς πιθανότητα να το καταλάβετε αφου τελειώσει η ταινία.  Το μόνο που θα πω είναι πως το τέλος της, έχει διακωμωδηθεί απο μια άλλη ταινία, που αρέσκεται σε τέτοια πράγματα.  Νuff said….
Όσοι δε την έχετε δει ακόμη, να το κάνετε.  ΄Οσοι πάλι την έχετε δει ήδη, δείτε την ακόμα μια φορά (έτσι κι αλλιως την έχει αύριο όπως είπαμε ο ATN1, στις 23:00).  Εγω stadar θα την δω για…..4η φορά.  Yeah…!!

http://www.youtube.com/watch?v=9MjV4EwR7Mg

Και επειδή σήμερα η TV δεν έχει τίποτα το συνταρακτικό (εκτός απο τον V, το οποίο ευτυχώς σας το είχα πει απο χτές), σας χαιρετώ κάπου εδώ και τα λέμε και πάλι αυριο με…..Usual Ssuspects, φυσικά!.

Adios!!