Faster, Pussycat! Kill! Kill!: Some girls are bigger than others

Καλημέρα, καλημέρα, καλή εβδομάδα και όλα τα συναφή!  Σήμερα θα ξεκινήσουμε την κριτική μας εβδομάδα, με έναν τρόπο λιγάκι ανορθόδοξο, μιας που θα ασχοληθούμε με μια ταινία από το μακρινό 1965.  Και τι ταινία ε;  Exploitation από τα λίγα.  Το “Faster, Pussycat! Kill! Kill! είναι η επιτομή του film με γρήγορα (και καλά) αυτοκίνητα, βία, ολίγον από σεξ και φυσικά μεγάλα μπούστα.  Αν θέλετε λοιπόν να περάσετε μια άκρως cult βραδιά με φίλους, σας τη συνιστώ ανεπιφύλακτα.

Η ταινία ξεκινάει με ένα κοντινό στους μηρούς και τις γυμνές κοιλιές των τριών πρωταγωνιστριών, οι οποίες φορώντας μικροσκοπικά, στραφταλιζέ μπουστάκια και βρακάκια με χάντρες, χορεύουν φρενιτωδώς σε κάποιο strip club, με ένα σωρό λιγούρια τριγύρω να γλείφονται και να γουρλώνουν να μάτια πεινασμένοι.  Αμέσως μετά η κάμερα κάνει cut, και μας μεταφέρει σε ένα ερημικό τοπίο στη μέση του πουθενά, οπού υπό τους ήχους ενός λάγνου, μουσικού κομματιού καμπαρετζίδικης εμπνεύσεως, βλέπουμε τρία αυτοκίνητα να ρολλάρουν πάνω στον χωματόδρομο, αφήνοντας πίσω τους σκόνη και άπειρη κακία.
Το story θα μπορούσε και να τελειώνει κάπου εδώ, με εμάς να απολαμβάνουμε τα διάφορα ευτράπελα που οι τρεις θανατηφόρες τύπσσες, θα αντιμετώπιζαν στη πορεία τους.  Παρόλα αυτά η υπόθεση εμπλουτίζεται ακόμα περισσότερο.  Όταν στην οθόνη κάνει την εμφάνισή του ένα ζευγαράκι, και η αρχηγός του γκρουπ, η πληθωρική και uber κακιασμένη Varla (Tura Satana), προκαλέσει το αρσενικό για μια mini κόντρα ταχυτήτων, τα πράγματα θα ξεφύγουν από τον έλεγχο και με μια καρατεκιά της, θα τον αφήσει σέκο.  Αποφασίζοντας να απαγάγουν την αρραβωνιαστικιά του θύματος, θα καταλήξουν σε ένα κακοφορμισμένο σπιτάκι, εκεί που ζει έναν ανώμαλος γέρος, με τον προβληματικό στα μυαλά, αλλά υπερτούμπανο, νεαρό γιο του, καθώς και με τον πιο normal ήρωα της ταινίας, τον μεγαλύτερο γιο.  Εκεί η Ιταλίδα Σπεράντζα Βρανά, Rosie (Haji), η μόνο βυζιά και ζωγραφιστό φρύδι, Varla και η crazy girl Ζωή Λάσκαρη, Billie (Lori Williams) θα τα βρουν επιτέλους, σκούρα.  Και καλά θα πάθουν.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας Russ Meyer, ήταν αν μη τι άλλο μια ενδιαφέρουσα περίπτωση δημιουργού, μιας που έμεινε για πάντα πιστός στο είδος του exploitation/sexploitation film, υπηρετώντας το μέχρι και το τέλος της ζωής του, το 2004.
Ο ίδιος είχε ξεκινήσει από νωρίς τη σκηνοθεσία μικρού μήκους ταινιών, κερδίζοντας μάλιστα το ένα βραβείο μετά το άλλο, αν και κάτι μας λέει οτι από τα 15 του, σίγουρα δεν είχε αρχίσει να δείχνει ακόμη τη τεράστια μανία του προς το μεγάλο, γυναικείο στήθος.  Αργότερα, εκτέλεσε χρέη κάμεραμαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ σύντομα άρχισε να εργάζεται ως φωτογράφος στο Playboy, φωτογραφίζοντας μερικά από τα πρώτα “κουνελάκια”.
Λίγο αργότερα ο Meyer γύρισε και την πρώτη του, κινηματογραφική ταινία με τίτλο “The Immoral Mr. Teas”, τη πρώτη soft πορνό ταινία, που έκανε περισσότερο από $1 εκατομμύριο εισπράξεις, καθιερώνοντας μάλλον στη συνείδηση του κοινού, τη παρουσία του Meyer, ως του σκηνοθέτη του exploitation είδους.  Και αν όντως έτσι έγινε, δεν έπεσαν καθόλου έξω.
Έπειτα από τον Mr. Teas, ακολούθησαν ταινίες όπως οι “Lorna” (1964), “Mudhoney” (1965), “Motor Psycho” (1965) και “Faster, Pussycat! Kill! Kill!” (1965), η οποία θεωρείται από τους περισσότερους, ως το αριστούργημά του.  Με αυτή ακριβώς τη ταινία, ολοκλήρωσε και την ‘Gothic’ δημιουργική του περίοδο, την ονομασία της οποίας βάσισε στο ασπρόμαυρο των συγκεκριμένων ταινιών.
Ο Meyer εργάστηκε και για τον κολοσσό, 20th Century Fox, σκηνοθετώντας το “Beyond the Valley of the Dolls” (1970) το οποίο αποτέλεσε μάλιστα, τεράστια εμπορική επιτυχία, πατώντας αυτή τη φορά στα παραδοσιακά του μοτίβα, αλλά υπό τις ευλογίες ενός μεγάλου studio.  Τελικά ο ίδιος αποφάσισε να επιστρέψει λίγο αργότερα στο προσωπικό, camp και ανεξάρτητο στυλ του, γεμάτο από σεξ, βία, επικίνδυνες γυναίκες και μπόλικο ξύλο.

Η ταινία και τελικά η σκηνοθεσία του Russ Meyer είναι εν προκειμένω μια pop art φαντασίωση, και προφανώς αυτός είναι και ο λόγος που η ταινία έχει δημιουργήσει και έχει κρατήσει μέχρι και τις μέρες μας, το απαράμιλλης αισθητικής, cult, αποτέλεσμά της.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός οτι η πρωταγωνίστρια, μαζί με τις φίλες της (μια εκ των οποίων είναι και ερωμένη της, η μελαχρινή Rosie) μοιάζουν με σύγχρονες, super ηρωίδες, αφού αγαπούν τα γρήγορα αυτοκίνητα, είναι αδίστακτες, επικίνδυνα σαγηνευτικές και μπορούν να σε ξεκάνουν με τα ίδια τους τα χέρια.  Σκέψου απλά οτι ηθοποιοί όπως ο Statham ή ο πιο παλιά καραβάνα, Sylvester Stalone, έχουν χτίσει καριέρες ολόκληρες πάνω σε μια αδρεναλινάτη πορεία, γεμάτη άπειρο πιστολίδι, ξύλο με το κιλό και ορδές κακών, που τους εκμηδενίζουν με το πάτημα μιας και μόνο σκανδάλης.  Εδώ τα πράγματα αλλάζουν.  Η γυναίκα είναι αυτή που βγαίνει μπροστά, σκληραγωγημένη μεν, αλλά χωρίς να αποχωρίζεται ποτέ τη υπερ-θηλυκή της διάσταση (το υπερβολικά μεγάλο στήθος δεν ανταποκρίνεται μόνο στους φετιχιστές, ή τους άνδρες γενικώς, που δε μπορούν να κρατήσουν το βλέμμα τους μακριά από ένα πλούσιο μπούστο, αλλά αποτελεί και μια ξεκάθαρη νύξη στην ίδια την ιδέα του φεμινισμού), διεκδικώντας με τον δικό της τρόπο κομμάτι, από τη μερίδα του λεόντος.  Τον ανδροκρατούμενο δηλαδή κόσμο.

Η πρωταγωνίστρια Tura Satana, αποτελούσε μια ιδιάζουσα περίπτωση γυναίκας.  Έχοντας ξεκινήσει από την ηλικία των 13 ετών να εργάζεται ως εξωτική χορεύτρια σε stip clubs, άρχιζε να παίζει από νωρίς σε ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού, υποδυόμενη ως επί το πλείστον την-έτσι κι αλλιώς-πληθωρική τυχοδιώκτη.  Στο “Faster….” η εικόνα της δεν αλλάζει, όπως ακριβώς και το αβυσσαλέο της ντεκολτέ, που νομίζεις οτι ανά πάσα στιγμή θα αφήσει το στήθος της να πεταχτεί έξω και να σου χώσει ένα βυζοσκάμπιλο που θα είναι όλο δικό σου.  Και αν βλέπω χαμογελάκια να σχηματίζονται στο πρόσωπό σας, μάθετε, οτι η αλήθεια δεν απέχει και πολύ από αυτό.
Ο τρόπος με τον οποίο είναι ντυμένη (φουλ του μαύρου) και ο οποίος παραπέμπει σε μέλος συμμορίας, τα αδρά της χαρακτηριστικά, η απουσία χαμόγελου (ή η διαβολική του παρουσία) και το ταυτόχρονα εκφοβιστικό και άγρια γοητευτικό της, μακιγιάζ, όλα δηλώνουν μια προετοιμασμένη φυσιογνωμία που είναι έτοιμη για οποιοδήποτε ρίσκο.  Το ενδιαφέρον εδώ είναι οτι η διάθεση της αρχηγού δεν είναι τόσο να σαγηνεύσει με τα πλούσια ελέη της, αλλά περισσότερο να “ευνουχίσει” σε έναν βαθμό, όποιον άντρα βρίσκεται απέναντί της, με το να μοστράρει από μόνη της και με τρόπο απροκάλυπτο, το στήθος της.  Αν το πάμε δηλαδή και ακόμη πιο μακριά, το γυναικείο στήθος που είναι αιωνίως ταυτισμένο με το Οιδιπόδειο ενός άνδρα, εδώ αλλάζει χρήση και δε γίνεται πλέον θεμιτό για αυτό που είναι, αλλά αποκρουστικό για όλα αυτά που υπονοεί.
Σε καμία περίπτωση ο σκοπός δεν είναι να βγάλουμε από τη μύγα ξύγκι, αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον πως ακόμα και σε b-movie ταινίες όπως αυτή, ενυπάρχουν στοιχεία εποχής και κοινωνικοπολιτικών προεκτάσεων, γεγονός που γίνεται ξεκάθαρο εδώ, με μια δεύτερη ανάγνωση της ταινίας.  Εξάλλου ας μη ξεχνάμε οτι βρισκόμαστε ακόμη στη δεκαετία του ’60, τότε που η έννοια της απελευθέρωσης είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις σε ποικίλους τομείς της καθημερινότητας.  Και τι καλύτερο να κάνεις μια “ελαφριά” ταινία εποχής, που να μιλάει για την “ζουμερή” κατάσταση του ίδιου τότε;

Όσον αφορά τις ερμηνείες μπορείτε φυσικά να μη περιμένετε τίποτα, αφού τα πάντα σε αυτή τη ταινία είναι υπερβολικά και εντελώς στημένα.  Η προφορά της δήθεν Ιταλίδας, η τρέλα της ξανθιάς χαζογκόμενας, ακόμα και ο ρόλος των αρσενικών (που εκ των πραγμάτων βρίσκεται στα Τάρταρα με έναν ηλικιωμένο πατέρα σε καροτσάκι και έναν γιο με διανοητικό πρόβλημα) είναι υποτυπώδης, αν και ο daddy της παρέας παραδίδει μια άκρως πειστική ερμηνεία, κυρίως χάρη στο αλλοπαρμένο, κακόβουλο βλέμμα του που στάζει μισογυνισμό από χιλιόμετρα μακριά.
Η σκηνοθεσία του Meyer είναι αυτή που σε κερδίζει αμέσως εξαιτίας του γρήγορου μοντάζ, της καρτουνίστικης αισθητικής του και των σκηνών όπως αυτές με τις πρωταγωνίστριες μέσα στο αμάξι και καλά να οδηγούν, αλλά τα σύννεφα στο background να παραμένουν ασάλευτα (και το κούνημα να προέρχεται προφανώς από το δύσμοιρο, παραγωγικό team που κουνούσε τα αυτοκίνητα με τα περισσής μανίας).
Το “Faster, Pussycat! Kill! Kill!” είναι μια από αυτές τις ταινίες που βλέπεις για να περάσεις καλά, πραγματική τροφή του inner, καμένου σου nerd, που ζητάει πότε πότε να το ταΐσεις κάτι εντελώς καλτ και απολαυστικά κακοφτιαγμένου.  Μέσα από χιουμοριστικούς, camp διαλόγους, καρατέκα ξυλίκικη έμπνευση, λουπαριστές μουσικές νότες, κακές γυναίκες και μια στοιχειώδη υπόθεση, αλλά και με λίγη τροφή για σκέψη, αυτή η ταινία είναι must see.  Σκέψου απλά τη μνεία που έκανε για χάρη της ο Quentin Tarantino στο “Death Proof” και θα καταλάβεις οτι μιλάμε για ΤΗΝ έμπνευση.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο σωματαράς γιος, μοιάζει αρκετά με μια πιο brutal εκδοχή του Marlon Brando, οτι η σκηνή με τα catfights και τις ιαχές καράτε είναι άπαιχτες και οτι εγώ ένα από τα poster θα το κάνω μπλουζάκι.  Τέλος.


 No trivia

Seven Psycopaths: Guns, mafia and a Shih-Tzu

NEW ARRIVAL

Καλημέρα σε όλους!  Όπως σας είχα πει από την Τετάρτη, αυτή την εβδομάδα είχα βάλει στο μάτι δυο ταινίες, το “The Hunt” και το “Seven Psychopaths”, και το καλό είναι πως και οι δυο αποδείχτηκαν σοφές επιλογές, για τους δικούς της λόγους η καθεμία.  Βλέποντας λοιπόν χθες το βράδυ το “Seven Psycopaths” αντιλήφθηκα δυο πράγματα: καταρχάς, πόσο διαφορετική ήταν η ταινία, σε σχέση με αυτό που φανταζόμουν (με τη καλή έννοια), και κατά δεύτερον, πως μια απλή στη σύλληψή της ιδέα, μπορεί να γίνει η κινητήριος δύναμη, για τη δημιουργία μιας τόσο απολαυστικά οτινανικής προσπάθειας.  Οι ψυχοπαθείς δεν είναι για όλους.  Είναι όμως και οι επτά υπέροχοι (εντάξει ο Colin Farrell οχι και τόσο, μιας που είναι λίγο κομπάρσος, αλλά δε βαριέσαι).  Τι έλεγες λοιπόν για εκείνη την επίσκεψη στον κινηματογράφο;

Ο Μarty (Colin Farrell) είναι ένας νεαρός σεναριογράφος του Hollywood, o οποίος αναζητεί μάταια το next good screenplay, αφού η έμπνευση του μοιάζει να έχει βγάλει φτερά, και να έχει αντικατασταθεί από ένα μπουκάλι, χρυσίζονοτος whiskey.  Και ενώ στύβει το μυαλό του να προχωρήσει την ιστορία του με τίτλο “Seven Psychopaths”, ο αποτυχημένος ηθοποιός φίλος του, Billy (Sam Rockwell), κάνει οτι περνάει από το χέρι του, προκειμένου να τον βοηθήσει και μέσα από τρελές καταστάσεις, να αφυπνίσει την σεναριογραφική του ιδιότητα.  Παράλληλα ο Billy, προκειμένου να βγάλει τα προς το ζειν, αρέσκεται να απαγάγει σκυλιά, μαζί με έναν άλλον φίλο του, τον μυστηριώδη Hans (Christopher Walken).  Και ενώ τα πράγματα μοιάζουν από την αρχή στριμόκωλα, έρχεται να προστεθεί στην ιστορία και ένα αφεντικό της μαφίας, ο σκληροτράχηλος Charlie (Woody Harrelson), ο οποίος χάνει το αξιαγάπητο Shih-Tzu του, επειδή φυσικά ο Billy το απαγάγει.  Αυτό που δε ξέρει βέβαια είναι οτι το αφεντικό του σκυλιού, είναι ένα καραφλό καθίκι, που δεν έχει τον παραμικρό ενδοιασμό να σκοτώσει τον οποιονδήποτε, προκειμένου να πάρει το κατοικίδιό του πίσω.  Και έτσι ξαφνικά οι πρωταγωνιστές, μπλέκουν σε ένα μαφιόζικο κυνηγητό, ιδανικό για story ταινίας.  Και κάπως έτσι το σενάριο του Marty αρχίζει να γράφεται από μόνο του.  Με τη μόνη διαφορά οτι ο Marty και η παρέα του, το ζουν πραγματικά.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας Martin McDonagh, αποτελεί μια από εκείνες τις κλασικές περιπτώσεις σκηνοθετών, που μεταφέρουν στις ταινίες τους, την σύγχρονη κουλτούρα της χώρας τους, καθώς και τις ιδιομορφίες και την ιδιοσυγκρασία των κατοίκων της.  Στη προκειμένη περίπτωση αυτή των Ιρλανδών.  Δεν είναι εξάλλου καθόλου τυχαίο που για ακόμη μια φορά ο Farrell επιλέγεται προκειμένου να υποδυθεί στην ουσία τον…εαυτό του, έναν αλκοολικό, Ιρλανδό δηλαδή, με έφεση στις ωραίες γυναίκες.  Και αν με ρωτήσετε, αυτό είναι και το χαρακτηριστικό του McDonagh, το γεγονός δηλαδή οτι σε όλες του τις ταινίες (οι οποίες ακόμα δεν είναι και πολλές βεβαίως, βεβαίως) φροντίζει να εκχύει δόσεις μαύρου χιούμορ, γεμάτες από τραγικά ευτράπελα, που οι καταστάσεις και οι ήρωες, κάνουν να φαίνονται κωμικά και σπλατερικές στιγμές που σε μια δραματική ταινία ή σε κάποιο horror θα φάνταζαν σοκαριστικές, εδώ όμως φαντάζουν αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου των δικών του παράνομων.
Ο ΜcDonagh είναι “παιδί” των καιρών του, καιροί στους οποίους το χαρακτηριστικό ταραντινίστικο style, έχει γίνει πλέον μανιέρα για πολλούς σκηνοθέτες, με άλλους να το ευλογούν, και άλλους να δικαιολογούν την απουσία πλοκής μέσα από αιμάτινες θάλασσες, κομμένα χειροπόδαρα και λεπιδίστικα ξεντεριάσματα.  Ο McDonagh παίζει ευτυχώς στη πρώτη κατηγορία, αφού ούτε το παρακάνει με τις σαφέστατες παραπομπές στον τρισμέγιστο Tarantino, ούτε όμως χρειάζεται να το κάνει, αρκούμενος σε μια έξυπνη και αποδοτική υπόθεση για τη ταινία του.  Μια ιστορία για μια ιστορία, η οποία παίρνει σάρκα και οστά, με τους χάρτινους πρωταγωνιστές, να αποτελούν επί της ουσίας τους πρωταγωνιστές, τόσο της σεναριακής προσπάθειας του ήρωα, όσο και της ταινιακής δημιουργίας του ΄Αγγλου σκηνοθέτη.  Nice one.

Έχοντας στο ενεργητικό του μόλις δυο μεγάλου μήκους ταινίες, και ένα short story (“Six Shooter”) για το οποίο μάλιστα κέρδισε το 2006 το Oscar, o McDonagh φαίνεται πως σε αυτή, τη νέα του ταινία, παίρνει δάνεια από το εξίσου καλό “In Bruges” του 2008, πακέτο με τον Farrell και δημιουργεί για ακόμη μια φορά, μια μαύρη κωμωδία, είδος που όπως φαίνεται αρέσκεται να σκηνοθετεί.  Και γιατί οχι, αφού είναι πολύ καλός σε αυτό.
Με δικό του σενάριο, ο McDonagh δημιουργεί μια απρόσμενη περιπέτεια, που ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια σου μέσα στην αίθουσα, με έναν τρόπο σταδιακό και ομολογουμένως ευφυές.  Σε πολλούς η προσπάθειά του αυτή, ίσως φέρει στο νου την ταινία του Marc Forster, “Stranger than Fiction”.  Εκεί ο Will Ferell συνειδητοποιεί οτι η ζωή του ολόκληρη, αποτελεί την επίπλαστη ιστορία μιας συγγραφέως, με αποτέλεσμα η αφηγηματική της γραφή, να δημιουργεί τεράστια προβλήματα σε ολόκληρο το φάσμα της κοινωνικής ζωής του πρωταγωνιστή και οχι μόνο.
Κάπως έτσι το μοτίβο της “ιστορίας μέσα σε ιστορία” αποδίδει τα μέγιστα στο “Seven Psychopaths” καταφέρνοντας να υφάνει καταστάσεις και δρώμενα, με τρόπο απρόσμενα ρεαλιστικό.  Παράλληλα η διαμόρφωση των χαρακτήρων επέρχεται μέσα από τη συγγραφή από τους ίδιους, του σεναρίου, όσο βεβαίως και από την συγγραφή του σεναρίου από τον ίδιο τον σκηνοθέτη.  Εξάλλου η προσοχή στη λεπτομέρεια που έχει δοθεί, έτσι ώστε το story του Marty να μη ξεφεύγει από εκείνο του McDonagh, είναι πραγματικά εντυπωσιακό, και δύσκολο στην απόδοση.  Παρόλα αυτά καταφέρνει να γίνει τόσο αναπόσπαστο κομμάτι της κανονικής ταινίας, ώστε αμέσως γίνεσαι κοινωνός της γνώσης, ολόκληρης της υπόθεσης, χωρίς όμως να είσαι και σίγουρος σχετικά με το πως θα τελειώσει τέλος πάντων αυτό το καλογραμμένο αστείο.  Και στη τελική, για να μη μπερδεύεσαι, κράτα στο μυαλό σου οτι το “Seven Psychopaths” είναι μια διαδραστική ταινία, καθώς βλέπεις πως επί της ουσίας το σενάριο του McDonagh, ταυτίζεται με αυτό του ήρωα-Marty, πιάνονται χεράκι-χεράκι και προχωρούν μαζί.  Κυριολεκτικά.

Η εμπλοκή όλων αυτών των ευτραπελικών ηρώων, δίνει τις απαραίτητες χιουμοριστικές δόσεις, προκειμένου η ταινία να περάσει σε ένα άλλο επίπεδο, αυτό της καθαρά μαύρης κωμωδίας.  Ο χαρακτήρας του Marty αναπτύσσεται μέχρι ενός σημείου μόνο, και η αλήθεια είναι πως ο Farrell αδυνατεί να αντεπεξέλθει πλήρως, κυρίως εξαιτίας της φυσικής του-όπως το βλέπω εγώ τουλάχιστον-αδυναμίας να υποδυθεί.  Οχι δηλαδή οτι το στυλ “κακό παιδί που μπεκροπίνει”, δεν αποδίδει, το γεγονός όμως οτι δίπλα από τον Farrell βρίσκεται κάθε φορά ένα μπουκάλι αλκοόλ, μου δίνει να καταλάβω οτι σε ένα βαθμό ο σκηνοθέτης, θέλει από εμένα να μην είμαι σκληρή με τον Ιρλανδό γόη, και να αποδώσω ένα αδιάφορο παίξιμο, στο γεγονός οτι υποδύεται πάντα τον αλκοολικό.  Και εδώ μια απ’τα ίδια είναι, αλλά ευτυχώς τη κατάσταση σώζουν όλοι οι υπόλοιποι.
Ο Sam Rockwell για παράδειγμα, είναι αυτός που κερδίζει τις εντυπώσεις, χάρη στον εντελώς ψυχωτικό του χαρακτήρα.  Νευρωτικός, εκφραστικός και με τις καλύτερες ατάκες, είναι σίγουρα αυτός που ξεχωρίζει, και αν με ρωτάτε, καιρός ήταν, έπειτα από τη παρουσία του σε αρκετές μέτριες παραγωγές.  Φυσικά, δε πρέπει να ξεχνάμε και τον πάντα ιδιαίτερο, Woody Harrelson, ο οποίος βρίσκεται στα παραδοσιακά του λημέρια, αυτά των τρελαμένων αφεντικών της μαφίας, δίνοντας για ακόμη μια φορά μια απολαυστική ερμηνεία.  Ενδεχομένως η πιο “όμορφη” παρουσία έρχεται από τον Walken, ο οποίος αποτελεί και τον μοναδικό ήρωα με ένα συμπαγές παρελθόν, που δικαιολογεί απόλυτα τη παρουσία του μέσα στην ταινία, ενώ ευχάριστη είναι και η παρουσία-έκπληξη του υπέροχου Tom Waits, ο οποίος βάζει το δικό του λιθαράκι στο στήσιμο αυτής της τρελιάρικης ταινίας.  Guest star το αξιολάτρευτο Shih-Tzu, το οποίο δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας.  Κορυφαία στιγμή, η αγέρωχη και ατάραχη παρουσία του, σε μια τίγκα στους πυροβολισμούς, σκηνή.  Απλά, όλα τα λεφτά..

Εκτός από τη σκηνοθεσία που έχει ένα κάποιο ενδιαφέρον (κυρίως εξαιτίας των περιοχών των γυρισμάτων, όπως η αμερικανική έρημος), και οι ερμηνείες ταιριάζουν γάντι σε αυτή τη buddy comedy, που τζαμάρει με πυροβολισμούς, far fetched κίνητρα, ωραίες ατάκες. και μια γενικότερη διάθεση για παραβατική, τρελιάρικη ζωή.
To “Seven Psychopaths” είναι μια διασκεδαστική ταινία που μπορείς να δεις με τους κολλητούς ή τη κοπέλα σου/αγόρι σου στο σινεμαδάκι, και να περάσεις κι εσύ μια fun βραδιά.  Δε χρειάζεται να βλέπουμε συνέχεια σινεφιλίδικα ταινιάκια.  Μερικές φορές, είναι απαραίτητη μια τέτοια ταινία, για να σκάσει και λίγο το χειλάκι σου.  Τι μερικές δηλαδή, αυτό έχει γίνει πλέον απαραίτητο.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η σεκάνς στο νεκροταφείο είναι άψογη, οτι κρίμα στην Όλγα και οτι ο Jodiac είναι νεκρός.  Ναι, όπως τ’ ακούς.


No trivia

Killing Τhem Softly: America is not a country, it’s a business

NEW ARRIVAL

Aloha και καλή εβδομάδα και καλό μήνα δηλαδή σε λίγο.  Today θα αφήσουμε πάλι στην άκρη τις εναπομείναντες, φεστιβαλικές ταινίες και θα ασχοληθούμε με μια ακόμη νέα κυκλοφορία που έκανε την εμφάνισή της τη περασμένη εβδομάδα.  Το “Killing Them Softly” είναι μια ταινία πρόκληση για όσους αποφασίσουν να πάνε να τη δουν επειδή απλά παίζει ο Brad Pitt.  Μέγα λάθος.  Δε πας να δεις μια ταινία χωρίς να έχεις τη παραμικρή ιδέα περί τίνος πρόκειται, ούτε και αρχίζεις να χασκογελάς σαν ηλίθιος και να τη κράζεις, επειδή εσύ απλώς αποφάσισες να πας να δεις μια ταινία που παίζει ο διάσημος Brad.  Έτσι, οχι μόνο εκνευρίζεις όσους εις γνώσιν τους, αποφάσισαν να δουν το “Killing Them Softly” (εν προκειμένω), αλλά ταυτόχρονα αρχίζει να κυκλοφορεί και κακό όνομα στη “πιάτσα”, αναφορικά με τη ταινία που δε σε ικανοποίησε, προφανώς για τους λάθος λόγους.  “Τι είδες ρε σήμερα;”, “Άσε ρε φίλε, είδα μια μαλακία με τον Brad Pitt, που όλο βρισίδι είχε και κάτι για την Αμερική έλεγε, και οχι και πολύ μπαμ-μπαμ, και δε μ’ άρεσε καθόλου”.  Το “Killing Them Softly” φίλε μου, είναι το φετινό “Drive” και κανείς δε σου φταίει που επιλέγεις ταινία βάση του poster της.  Τςςςς.

Ο Jackie Cogan (Brad Pitt) είναι ένας επαγγελματίας εκτελεστής, ο οποίος εργάζεται για μια “εταιρία” αφεντικών της νύχτας, που στήνει παιχνίδια poker.  Οι συμμετέχοντες, δε θα μπορούσαν παρά να αποτελούν μια ετερόκλητη γκάμα σκιωδών προσωπικοτήτων, από τις φάτσες των οποίων μπορείς να καταλάβεις ποιος είναι ο κακός Ρώσος, ο πρωτάρης, ο Ιταλός μαφιόζος και ούτε καθεξής.  Καλόπαιδα δηλαδή.
Mια μέρα δυο μικροεγκληματίες, o άβγαλτος Frankie (Scott Mc Nairy) και o μέγας πρέζας/κτηνοβάτης Russell (Ben Mendelsohn), θα αποφασίσουν παρέα και υπό την καθοδήγηση του δικού τους “παλιά καραβάνα” αφεντικού, να χτυπήσουν ένα από αυτά τα χαρτοπαίχνιδα, προκειμένου να μαζέψουν το γλυκό παραδάκι.  Η δουλειά γίνεται, αλλά όπως φαντάζεστε κάτι στραβώνει.  Και κάπου εκεί έρχεται ο Cogan μαζί με το shotgun του, προκειμένου να βάλει τα πράγματα στη θέση του.  Αν δηλαδή αυτά μπαίνουν…

Στην Αμερική δεν έχω πάει ποτέ, αν και θα το ήθελα πολύ.  Συνεπώς δε μπορώ να είμαι σίγουρη 100% οτι έτσι είναι, αλλά νομίζω οτι η σύγχρονη πραγματικότητα που παρουσιάζει ο σκηνοθέτης Andrew Dominik μέσα από τη ταινία του, δεν απέχει και πολύ από την αληθινή εικόνα των πραγμάτων.  Και στη τελική, γιατί να απέχει κιόλας;
Το “Killing Them Softly” αποτελεί την, μόλις τρίτη, κινηματογραφική του δουλειά, μετά το πολύ καλό “The Assassination of Jesse James by the Coward Robert Ford” και το “Chopper”, με πρωταγωνιστή έναν σαπιοκοιλιά, Eric Bana.
Όπως και στις προηγούμενες ταινίες του, έτσι και εδώ, ο Dominik επικεντρώνει το ενδιαφέρον του, στο βίαιο κομμάτι της καθημερινότητας, με χαρακτήρες που ζουν στην άλλη πλευρά του νόμου, βασιζόμενος για ακόμη μια φορά σε λογοτεχνικό υλικό.  Το “Killing Them Softly” αποτελεί στην ουσία τη μεταφορά της crime νουβέλας του George V. Higgins, “Cogan’s Trade”, όπως αυτή κυκλοφόρησε το 1974, αποσπώντας μάλιστα μετριοπαθείς κριτικές, κυρίως για την πολύ σκληρή αργκό που μιλούσαν οι χαρακτήρες του.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, είναι σίγουρο, πως αυτός ήταν και ο βασικός λόγος για τον οποίο όσο έβλεπα τη ταινία, σηκώθηκαν και έφυγαν από την αίθουσα, καμιά δεκαριά άτομα, αφήνοντάς με πραγματικά εμβρόντητη, μιας που δε μου έχει ξανατύχει κάτι παρόμοιο.  Και εκεί τριγύρω έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται: είμαστε πραγματικά τόσο πουριτανοί που στην επανάληψη (ακουστική και γραπτή, όσον αφορά τους υπότιτλους) των λέξεων ‘πούτσος’, ‘μαλάκας’, ‘γαμήσι’, ‘κώλος’ και διαφόρων ακόμη, αναγκαζόμαστε να σκύψουμε το κεφάλι ντροπιασμένοι, και να φύγουμε από την αίθουσα εν μέσω αμήχανων χαχανητών ή μήπως η επαφή μας με το κινηματογραφικό αντικείμενο (και κατ’ επέκταση και με άλλα πράγματα) είναι τόσο κακή, ώστε δε μπορούμε να ξεχωρίσουμε μια crime ταινία, από ένα blockbuster, ή να αναγνωρίσουμε το γεγονός, οτι ένας ηθοποιός όπως ο Brad Pitt δεν είναι μόνο φρουφρου και αρώματα, αλλά μπορεί να βρίζει, να πετάει μυαλά όξω, και να αποτελεί τον βασικό εκφραστή μιας μπιζνεσικής χώρας, όπως η Αμερική;  Ειλικρινά, δε ξέρω τι είναι χειρότερο.

Αφήνοντας στην άκρη λοιπόν τα προσωπικά μου ερωτήματα, στα οποία δε νομίζω να πάρω και ποτέ απάντηση, επιστρέφω πάλι στο σημερινό μας ζουμί, το οποίο-παράπονο δεν έχω-είναι μπόλικο.
Καταρχάς η ταινία χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη και πρωτότυπη, αφηγηματική προσέγγιση που της δίνει αφενός μια παλιομοδίτικη, γκανγκστερική διάσταση, εντεταγμένης αφετέρου, μέσα σε ένα σύγχρονα παραπαίον σύστημα ηθικών αξιών και οικονομίας.
Το πρώτο πράγμα που προσέχει κανείς όταν ξεκινάει η ταινία, είναι η μαφιόζικη αίγλη των περασμένων δεκαετιών, της εποχής του Martin Scorsese και του Francis Ford Coppola.  Μπορεί οι πρωταγωνιστές να υπολείπονται των σταυροκουμποτών, ριγέ κοστουμιών, των οπλικών τους γαζωτήρων και του υψηλού, οικογενειακού αισθήματος, παρόλα αυτά, εξακολουθούν να είναι τα μεγάλα αφεντικά, αυτοί που κλείνουν συμφωνίες, οχι πια από τη δερμάτινη πολυθρόνα τους, αλλά από τη θέση του οδηγού στο αυτοκίνητο ή καθισμένοι πάνω στο σκαμπό ενός μπαρ πίνοντας τζιτζιμπίρα.
Η παραβατική διάσταση του πράγματος δεν έχει αλλάξει.  Αυτό που έχει αλλάξει ολοκληρωτικά, είναι το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εξακολουθούν να δρουν οι σύγχρονοι μαφιόζοι.  Πάνε πια οι εποχές που η επιφανής “οικογένεια” θα σε έσωζε από τον θάνατο και θα καθάριζε για πάρτη σου.  Τώρα πια ο καθένας είναι μόνος του (όπως λέει χαρακτηριστικά ο Pitt κάπου στο τέλος της ταινίας).  Οι χαρακτήρες του Scorsese έχουν αποποιηθεί τη μαφιόζικη, παρεϊστικη τρέλα τους, και έχουν μεταφερθεί σε έναν κόσμο οικονομικής κατάρρευσης, μοναχικής επικράτησης και εξαφάνισης του όποιου κώδικα τιμής.  Ο καθένας για τον εαυτό του και για τη τσέπη του.  Και αν αυτό δε σου αρέσει κρίμα και ΜΠΑΜ (μυαλά στο παράθυρο).

O Dominik προσδίδει στη παραδοσιακή εικόνα της μαφίας (όπως δηλαδή αυτή χτίζεται μέσα στο βιβλίο), μια πιο καινούρια ματιά, ανανεώνοντας σε μεγάλο βαθμό τόσο τη δράση των ηρώων, όσο και του συστήματος μέσα στο οποίο αυτοί λειτουργούν.  Όπως μάλιστα λέει χαρακτηριστικά σε μια συνέντευξή του: “Καθώς ξεκινούσα να μεταφέρω το story στην μεγάλη οθόνη, ήταν η ιστορία μιας οικονομικής κρίσης, και ήταν μια οικονομική κρίση σε μια οικονομία, που είχε δημιουργηθεί από τον τζόγο και η κρίση δημιουργήθηκε εξαιτίας μιας αποτυχίας στον κανονισμό.  Απλώς έμοιαζε να έχω στα χέρια μου κάτι, το οποίο δε μπορούσα να αγνοήσω”.
Ακριβώς αυτά τα λόγια του σκηνοθέτη, μπορεί κανείς εύκολα να εντοπίσει μέσα στη ταινία.  Όταν ανέφερα λίγο πιο πάνω οτι το “Killing Them Softly” χαρακτηρίζεται από μια δημιουργική, αφηγηματική μορφή, εννοούσα στην ουσία, το πόσο ιδανικά έχει καταφέρει να ταυτίσει ο Dominik, τη δράση του Cogan, με τη “δράση” και κυρίως, τα λεγόμενα των…Βarack Obama και John McCain, την προεκλογική περίοδο του 2008.  Και πως το έκανε αυτό;  Είναι απλό.  Σε πολλές σκηνές της ταινίας ο σκηνοθέτης, φροντίζει να καθιστά δευτεραγωνιστή μια τηλεόραση ή ένα ραδιόφωνο τα οποία μεταδίδουν διαρκώς τις προεκλογικές υποσχέσεις των δυο υποψηφίων για την αμερικανική προεδρία, επιλέγοντας αποσπάσματα που αφορούν το οικονομικό μέλλον της Αμερικής, τον περιορισμό της εγκληματικότητας, τη μείωση της ανεργίας μέσα από νέες θέσεις εργασίας και ένα σωρό άλλα θέματα.  Αυτό το ευφυές, σκηνοθετικό εύρημα, βοηθάει στο να καταστήσει από τη μια πλευρά τους πρωταγωνιστές, εμφανέστατα έρμαια ενός οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού συνόλου, υποδεικνύοντας οτι ακόμα και ο πιο αισχρός μαφιόζος, αποτελεί μέρος του ευρύτερου συνόλου, της μεγάλης Αμερικής, ενώ από την άλλη πλευρά γίνεται ένας υπέροχος παραλληλισμός, αφού η παραβατικότητα του ατόμου, ταυτίζεται με την κεκαλυμμένη παραβατικότητα της ίδιας της χώρας.  Όπως ακριβώς ο μικρόκοσμος των αφεντικών της νύχτας περνάει “κρίση”, έπειτα από τη ληστεία στη παρτίδα του πόκερ (ενός κόσμου δηλαδή που είναι χτισμένος πάνω στον original τζόγο), έτσι και ο μακρόκοσμος της Αμερικής, περνάει τη δική του “κρίση”, δομημένος πάνω σε ένα πολύ πιο επικίνδυνο “τζογάρισμα”.  Και με πολύ πιο επικίνδυνους αντιπάλους.

Εκτός από την ταύτιση των δυο κόσμων και την αλληγορική διάσταση που παίρνει στα μάτια μας η ιστορία του Jackie Cogan, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι και η επιλογή των ηθοποιών.  Για παράδειγμα δε μπορώ να φανταστώ οτι η παρουσία του-μπεκρή, γυναικά και όσο δε πάει αθυρόστομου εδώ-James Gandolfini, και του-always Goodfella-Ray Liotta είναι τυχαία.  Αυτό που μπορώ να φανταστώ (και η αλήθεια πωρώνομαι) είναι οτι ο Dominik διάλεξε εσκεμμένα τους δυο αυτούς ηθοποιούς οι οποίοι είναι γνωστοί για τους γκανγκστερικούς ρόλους και τη μαφιόζικη πορεία τους, οχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να παρουσιάσει με τρόπο σινεφιλικό τις διαφορές που αναφέραμε και λίγο παραπάνω, ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους.  Ο Gandolfini (ο οποίος εδώ δίνει ερμηνειάρα), μοιάζει να αδυνατεί να φέρει εις πέρας τη δουλειά που του έχει ανατεθεί, ενώ ο Liotta περιορίζεται σε έναν ρόλο άμυαλο και έναν χαρακτήρα με εντελώς χαζές, προσωπικές επιλογές.  Το αποτέλεσμα;  Οι παλιές καραβάνες του crime κινηματογράφου αρκούνται σε ρόλους αδρανείς, χωρίς σκοπό, χωρίς αξία και-κυρίως-χωρίς μέλλον, αδυνατώντας έτσι κι αλλιώς να προσαρμοστούν στα δεδομένα της σημερινής πραγματικότητας.  Αντιθέτως ο Cogan (o Pitt σε μια ακόμη εξαίσια, ερμηνευτική παρουσία) είναι το φρέσκο αίμα, συμβιβασμένος με τους νέους καιρούς, αδίστακτος και εγωιστής, ξέρει τι πρέπει να κάνει, προκειμένου να ικανοποιήσει πρώτα τον εαυτό του και μετά τον εργοδότη του.  Old school mobs, φάτε τη σκόνη του.
Μια αναφορά αξίζει σίγουρα και για τη σκηνοθεσία η οποία κλέβει τη παράσταση.  Παραμορφωτικοί φακοί, ρηχό βάθος πεδίου που ‘ξερνάει’ και τη παραμικρή λεπτομέρεια μπροστά σου, smooth κοψίματα, ημιφωτισμένα πλάνα, μια ντελιριακή σεκάνς που αναπαριστά με τρόπο παραισθησιακό, το ‘φτιάξιμο’ των ναρκωτικών, ένα εκτενές slow-motion εξωφρενικής ευκρίνειας και λεπτομέρειας, η κάμερα ως παρατηρητής, η κάμερα ως κοινωνός μιας εσωτερικής κατάστασης, η κάμερα ως αντίθετο (βλέπεις μια ταινία, η κάμερα της οποία τραβάει το τηλεοπτικό αποτέλεσμα, μιας άλλης κάμερας), οι soft φωτισμοί, η neo-noir ατμόσφαιρα, όλα αυτά, δημιουργούν ένα γοητευτικό αποτέλεσμα που αντλεί δόσεις αστικής ντεκαντάνς από Spike Lee (“25th Hour”), πατριωτικές νότες από Clint Eastwood (“Gran Torino”) και οικουμενικό πεσιμισμού από David Fincher (“Fight Club”).
Το “Killing Them Softly” είναι μια ταινία που ο καθένας μπορεί να διαβάσει όπως θέλει.  Είτε να μείνει στην επιφάνεια, και να αρκεστεί σε μια παραδοσιακή, crime κατάσταση, ή να αναζητήσει όλα τα υπόλοιπα υλικά από τα οποία είναι κατασκευασμένη και για τα οποία αξίζει να τη μάθει κανείς.  Φετινό “Drive”;  Ιt sure is.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η τελευταία ομιλία του Pitt είναι ομιλία Tyler Durden, οτι παίζει και ο Richard Jenkins που είναι πάντα καλός και οτι η φωνή του Johnny Cash ταιριάζει γάντι στη ταινία.


No trivia

Killer Joe: Κ.F.C will never be the same

 NEW ARRIVAL (από 20 Σεπτεμβρίου στις αίθουσες)

Καλησπέρα σε όλους.  Λίγο περίεργη η σημερινή μέρα (ήλιος και υγρασία δεν ήταν ποτέ από τα αγαπημένα μου ζευγαράκια), και το κεφάλι μου λες οτι πάει να σπάσει και λίγο, αλλά τι να κάνεις;  Δε μπορείς να τα’χεις και όλα δικά σου.  Έπειτα λοιπόν και από το χθεσινό τρέξιμο για να μαζέψω τα εισιτήρια για τις Νύχτες Πρεμιέρας (epic τρέξιμο για την ακρίβεια), και αφού ξεμπέρδεψα με αυτό, ήρθε επιτέλους η ώρα να γράψω και για ένα φρεσκότατο ταινιάκι που παρακολούθησα μαζί με μπόοολικα ακόμα άτομα, τη Πέμπτη το βράδυ στο σινε-ΘΗΣΕΙΟ, στα πλαίσια του 2ου Athens Open Air Film Festival.  Η ταινία με την οποία μας αποχαιρέτισε το φεστιβάλ, ήταν το “Killer Joe”, μια μαύρη κωμωδία, με οτινανικές ερμηνείες που σπάνε κόκαλα και τον Mathew McConaughey στον καλύτερο ρόλο της νεοανεγερθείσας καριέρας του, δεδομένου οτι τα τελευταία, 2-3 χρόνια έχει αρχίσει να μας εκπλήσσει πραγματικά με τις κινηματογραφικές του επιλογές.  So, here we go.

Ο Chris (Emile Hirsch) είναι ένας νεαρός, drug dealer ο οποίος ζει κάπου στο Τέξας μαζί με την- απομυθοποιητική για το αμερικανικό όνειρο- οικογένειά του.  Ο πατέρας του Ansel (Thomas Haden Church) είναι ένας μπυρομανής ηλίθιος, τυπικής βλαχο-redneck φάσης, που περνάει τον χρόνο του από το συνεργείο, στο σιχλιασμένο οικογενειακό τροχόσπιτο, κι από εκεί στο τοπικό στριπτιτζάδικο, με τις ‘πλαστικό βυζί καρμπόν’ νταρντάνες μεγαλοκοπέλες.  Η νέα του γκόμενα, Sharla (Gina Gershon) είναι μια ξεπεταγμένη MILF, η οποία έχει φυσικά τη πουτανιά μέσα, αλλά και έξω της, εκφράζεται σαν φορτηγατζής, αγαπά την αδελφή του Chris, Dottie (Juno Temple) σαν δικό της παιδί και σιχαίνεται τον ίδιο τον Chris, όπως ο διάολος το λιβάνι (εχμμ το ίδιο και ο πατέρας του).  Από την άλλη πλευρά η Dottie είναι μια αλαφροΐσκιωτη παρουσία, ένα εύθραυστο και μυστήριο πλάσμα, που περνάει τη μέρα της βλέποντας ταινίες του Μπρους Λι, ρίχνοντας κλωτσιές και μπουνιές στον αέρα, ετοιμάζοντας φαγητό στο σπίτι και μιλώντας σαν τη χαμένη κόρη του Paulo Coelho (“your eyes hurt”).  Μέσα σε αυτή τη κακορίζικη ατμόσφαιρα, θα έρθει να προστεθεί και ένα extra θεματάκι όταν ο Chris αντιμετωπίσει πρόβλημα με το μεγάλο αφεντικό της περιοχής, στον οποίο χρωστάει αρκετό παραδάκι έπειτα από μια στραβή με τη γκόμενά του.  Μη τα ρωτάτε…
Έτσι σε μια προσπάθεια να μαζέψει τα λεφτά, για να μη τον μαζέψουν αργότερα από κάνα χαντάκι, συλλαμβάνει τη φαϊνή ιδέα να σκοτώσει την μάνα του, προκειμένου να εισπράξει την ασφάλεια, ύψους $50.000.  Έτσι βάζει στο κόλπο τον πατέρα και τη μητριά του, και προσλαμβάνει έναν επαγγελματία εκτελεστή (ο οποίος τυγχάνει και ντετέκτιβ), τον Killer Joe (Mathew McConaughey), προκειμένου να βγάλει το φίδι από την τρύπα.  Επειδή όμως ο Chris δεν έχει τη χρηματική μπροστάντζα που θέλει ο νέος του ‘φίλος’, ο ωραίος Joe του ζητάει ως εγγύηση την Dottie(!).  Εκείνος με τα πολλά δέχεται.  Αnd then…all hell breaks loose.

Το γεγονός είναι πως μόνο μια ταινία σαν το “Killer Joe” θα μπορούσε να είναι υποψήφια στο περσινό φεστιβάλ της Βενετίας για τον Χρυσό Λέοντα και τελικά να καταλήξει να κερδίσει ένα άλλο βραβείο, αυτό του Χρυσού Ποντικιού (Golden Mouse award).  Και αν αναρωτιέσαι, τι στο καλό είναι αυτό το βραβείο, μπορώ να σου πω οτι απονέμεται από online κριτικούς, στην ταινία της αρεσκείας τους.  Συνεπώς μπορεί να μην είναι και τόσο κουλό όσο ακούγεται, αν όμως μείνεις μόνο στην ονομασία του συγκεκριμένου επάθλου, τότε μπορείς να καταλάβεις πολλά για αυτή τη ταινία την οποία πρόκειται να δεις.  Δεν είναι λιοντάρι, αλλά ένα βρώμικο και αρρωστιάρικο ποντίκι, που έχει όμως ακόμα αρκετές δαγκωνιές να μοιράσει.  Ναι ναι, αυτό ακριβώς είναι το “Killer Joe”.
Αν πάλι σκέφτεσαι ποιος έχει σκηνοθετήσει μια τέτοια, αρκούντως σάπια ταινία, ε τότε θα σου πω και πολύ θα το ευχαριστηθώ.  Ποια θα έλεγες οτι είναι η πιο τρομακτική ταινία όλων των εποχών, αυτή που ακόμα και σήμερα να τη δει κανείς, θα την βρει τουλάχιστον highly disturbing;  Αν ακόμα δε τη μάντεψες, η ταινία που σου λέω είναι φυσικά το “The Exorcist” και ο σκηνοθέτης δεν είναι άλλος από τον γνωστό και μη εξαιρετέο, William Friedkin.
Ο William λοιπόν, ο οποίος έχει γράψει κινηματογραφική ιστορία με το δαιμονισμένο κοριτσάκι που ξερνάει πρασινίλες, έχει κατά καιρούς βρεθεί στο προσκήνιο με διάφορες ταινίες, επεισόδια τηλεοπτικών σειρών, ντοκιμαντέρ και γενικά ένα σωρό παραγωγές που αποδεικνύουν οτι δεν κάθετε ήσυχος.  Προσωπικά αν με ρωτήσετε, θα σας πω πως πριν από το “Killer Joe” (το οποίο ήδη διεκδικεί μια θέση στην blogoscar-ική μου λίστα), αγαπημένη ταινία του Friedkin ήταν το “Bug” του 2006, οπού και πρόσεξα για πρώτη φορά την τρέλα που βαράει τον Michael Shannon και για την οποία, πολύ τον εκτίμησα.  Ε τώρα, και μετά από αυτό το ανοσιούργημα του black humor, η εκτίμηση για τον Friedkin ανέβηκε ένα σκαλί περισσότερο.  Τουλάχιστον.

Εκτός βέβαια από τη σκηνοθετική δεινότητα του Friedkin, σπουδαία είναι στη προκειμένη περίπτωση και η συμβολή του συνεργάτη του, Tracy Letts, ο οποίος έγραψε το σενάριο, προσαρμόζοντάς το από το ομώνυμο θεατρικό, δικής του έμπνευσης.  Και το 2006 όμως ο Letts, εκτέλεσε χρέη σεναριογράφου για το “Bug”, το οποίο είχε αποτελέσει και πάλι σε πρώτη φάση θεατρικό, δικής του γραφής.
Σε αντίθεση λοιπόν με την δουλειά και των δυο στο “Bug”, το οποίο αποτελεί μια ταινία για τη σχιζοφρενική φύση του ανθρώπου, το “Killer Joe” είναι ένα φιλμ το οποίο αρχικά δεν είναι για όλους.  Εξαιτίας των υπερβολικά γραφικών σκηνών βίας, αλλά και του απροκάλυπτου γυμνού το οποίο μπορεί να φέρει μερικούς σε δύσκολη θέση, είναι ένα κατασκεύασμα για όσους έχουν λίγο πιο ανοιχτό μυαλό, και είναι διατεθειμένοι να απολαύσουν πραγματικό, βιτριωλικό, μαύρο χιούμορ.  Δε θα έπρεπε να ξεγελάσει κάποιον το γεγονός οτι αποτελεί επί της ουσίας μια κωμωδία, καθώς έχει πολλά χαρακτηριστικά που την καθιστούν ταυτόχρονα μια ταινία cult, με νεο-noir διαστάσεις, υπόγειο κοινωνικό σχολιασμό και μια περίεργη ψυχογράφηση, διαφορετικών ειδών ανθρώπων.
Στο “Killer Joe” κανείς δεν είναι μόνο καλός ή μόνο κακός, αλλά όλοι μοιάζουν να αποτελούν έρμαια του χώρου, του τόπου και της κοινωνικής τους τάξης.  Η οικογένεια του πρωταγωνιστή ζει σε ένα λασπωμένο trailer park, κάτω από το διαρκές γάβγισμα ενός boxer ονόματι Τ-bone (μπριζόλα), τρώγοντας τηγανισμένο κοτόπουλο και εν μέσω διαρκών εντάσεων, ξεκατινιασμάτων και βρισίματος.  Μέσα σε μια τέτοια καθημερινότητα δεν είναι να απορεί κανείς πως ο γιος μπλέκει με το εμπόριο, η κόρη είναι στον κόσμο της (οχι και τόσο καλύτερος ομολογουμένως) και ο killer Joe εκμεταλλεύεται τη κατάσταση-και εδώ που τα λέμε και τη Dottie-προκειμένου να βγάλει όλη τη διεστραμμένη μανιακή του διάθεση.
Κοινωνική εξαθλίωση, ζωή δίχως μέλλον, έμποροι ναρκωτικών, ένας πληρωμένος δολοφόνος και ένας σκατόκαιρος (δεν είναι τυχαίο που η βροχή πέφτει αμείλικτη), συνθέτουν ένα ταινιακό παζλ, που από τη πρώτη στιγμή σε κάνει να αισθάνεσαι τη δυσωδία και τη ντεκαντάνς, πάνω στο ίδιο σου το κορμί.  Και το χειρότερο;  Μέσα σε αυτή την ανθρώπινη αποσύνθεση, ο Friedkin βρίσκει την ευκαιρία για υποδόριο χιούμορ και με τις 50 shades of black του.  Right to the bone.

Η σκηνοθεσία του Friedkin είναι καθαρά αφηγηματική, χωρίς χρονικά κολπάκια, περίεργες γωνίες λήψεις ή πλάνα που κρύβουν κάποιο βαθύ, φιλοσοφικό νόημα.  Κάθε άλλο.  Η κάμερά του ακολουθεί τις καταστάσεις αποστασιοποιημένη, καταγράφει τις εξελίξεις με τρόπο ρεαλιστικό και δίνει κάθε φορά στον εκάστοτε ήρωα, τον χώρο που απαιτεί το υποκριτικό του βάρος, προκειμένου να στηθεί επαρκώς και να αποτελέσει αναπόσπαστο κομμάτι της αναθεματικής αυτής ιστορίας.
Βέβαια υπάρχουν στιγμές που καταλαβαίνεις οτι ο άνθρωπος που σκηνοθέτησε τόσο έξοχα τον Εξορκιστή, δε μπορεί να έχει ξεμείνει από ιδέες.  Τις εμπνεύσεις του, μπορείς να τις αναζητήσεις σε πλάνα όπως είναι ένα συγκεκριμένα για παράδειγμα, στο οποίο ενώ η κάμερα είναι ακινητοποιημένη πότε από τη μια πλευρά του Hirsch, και πότε από την άλλη του McConaughey, ενώ είναι μαζί μέσα στο αυτοκίνητο, ξαφνικά βγαίνει εκτός, αφήνει το αμάξι να τη προσπεράσει και μένει πίσω, επιλέγοντας να αφήσει σε κοντινό για μερικά δευτερόλεπτα, τρεις ξύλινους σταυρούς μπηγμένους στο έδαφος.  Μια ξεκάθαρη προοικονομία, ή ίσως μια θύμηση των παλαιότερων, μεγάλων στιγμών του;  It’s your call.
Εκτός από το καθαρά σκηνοθετικό κομμάτι, όλο το μουντό τοπίο της Louisiana στην οποία έγιναν τα γυρίσματα, οι σκουριασμένες σιδηροδρομικές γραμμές, οι μπετονιασμένες γέφυρες κυκλοφορίας, ο καταξεραμένος κόσμος και το γεγονός οτι οι πιο κρυφές και μιασματικές πράξεις γίνονται νύχτα, δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια για τον σκοπό των δημιουργών: το χτίσιμο μιας ατμόσφαιρας του Νότου, μίζερης και θανατερής, με ήρωες που αμφιταλαντεύονται μέσα στην άγνοιά τους, ανάμεσα στο θλιβερό και το αστείο.  Υπάρχει κάτι χειρότερο από αυτό;

Το cast είναι εντυπωσιακά ταιριαστό, με τον καθένα να κρατάει από ένα κομμάτι, μιας ιδιαίτερης ερμηνευτικής πίτας.  Η Gershon μας δείχνει το μάγκικο και βραχνιασμένο της υποκριτικό ταλέντο (και οχι μόνο, μιας που η ταινία ξεκινάει με πλάνο από τη μέση της και κάτω, γυμνή και με έναν διόλου ευκαταφρόνητο ‘θάμνο’ να ανοίγει την πόρτα στον Hirsch), o Church είναι η προσωποποίηση του πιο απαθούς και χαζού άνδρα που μπορείς να φανταστείς, αλλά και του πιο αποτελεσματικού στην τελική και με τις καλύτερες ατάκες μέσα στη ταινία, ο Hirsch παραπέμπει εξωφρενικά σε μια νεότερη εκδοχή του di Caprio από πλευράς φυσίκ και φωνής, και δίνει ξανά πολλά στον ρόλο του (έπειτα από την κακοτοπιά του “The Darkest Hour”, ακόμα και αν βγήκε μετά τον Joe), ενώ και η Juno Temple είναι ένα από τα γρήγορα, ανερχόμενα ταλέντα της Χολιγουντιανή βιομηχανίας, που με προσεχτικές επιλογές, έχει καταφέρει μέχρι τώρα να είναι πολύ καλή όπου κι αν παίζει.  Στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα, ο ρόλος της είναι έτσι κι αλλιώς πιο απαιτητικός, μιας που καλείται να υποδυθεί ένα κορίτσι λίγο αλλιώτικο από τα άλλα, ένα θηλυκό που με τη πρώτη ματιά δε το καταλαβαίνεις, αλλά σύντομα αρχίζεις να συνειδητοποιείς οτι κάτι δε πάει καλά με αυτή.
Βέβαια όπως καταλαβαίνετε, αυτός που κλέβει τη παράσταση είναι ο McConaughey ο οποίος δίνει ρεσιτάλ τρέλας, διαστροφής και κακόβουλης διάθεσης.  Πλέον μπορούμε να πούμε με σιγουριά, οτι ο ξανθός ηθοποιός έχει επιτέλους βρει τον δρόμου του, μιας που εκτός από το “Killer Joe” θα τον δούμε και σε μερικές ακόμη, αξιοπρόσεκτες παραγωγές, όπως τα “Mud” του Jeff Nichols (υπεύθυνου για το περσινό “Take Shelter”), “The Wolf of Wall Street” του Scorsese καθώς και το “Τhe Dallas Buyer’s Club”.  Τρελός, φευγάτος και super ικανός να φέρει εις πέρας μερικούς, πραγματικά απαιτητικούς ρόλους, ο McConeughey επιτέλους ξύπνησε, αποδεικνύοντας οτι δεν είναι μόνο σερφ και κοιλιακούς, αλλά και κάτι παραπάνω.  Για την ακρίβεια, πολύ παραπάνω.
Το “Killer Joe” είναι μια ταινία σκληρή, όσο και σκοτεινά αστεία, γεμάτη κωμικοτραγικά ευτράπελα και βλαχαδερούς ήρωες.  Σίγουρα μια από τις πιο διαφορετικές ταινίες της χρονιάς και για κοινό που αγαπάει τον αυτοσαρκασμό και τις περίεργες διαθέσεις.  Μη τη χάσετε.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το να φοράς μάυρο παντελόνι, μαύρο πουκάμιστο, μαύρο δερμάτινο, μαύρα γάντια, μαύρα γυαλιά και μαύρο, καουμπόϊκο καπέλο, βοηθάει στο να μη δίνεις στόχο.  Ευτυχώς. Οτι καλό θα είναι πριν τη δείτε να μην έχετε φάει τηγανητό κοτόπουλο και οτι η extra χρησιμότητα μιας κονσέρβας θα σε εκπληξει.  Όπως και του μπουτιού κοτόπουλου.


No trivia

Miss Bala: Her dream turned into a nightmare

Καλημέρα καλημέρα!  Τετάρτη σήμερα, 12 Σεπτεμβρίου και βρισκόμαστε μια μέρα μακριά, από την ανακοίνωση του full προγράμματος για τις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας.  Αν και τα πράγματα είναι λιγάκι περίεργα αυτή τη χρονιά από πλευράς καρτών που εξαντλούνται (10αρες υπάρχουν ακόμη στον Δαναό, το είπαμε και στο Reel.gr), από οργάνωση του προγράμματος (αύριο ανακοινώνεται, αύριο ξεκινάει και η διάθεση των εισιτηρίων), και από διάφορα άλλα παρατράγουδα, εντούτοις, εμείς θα προσπαθήσουμε να είμαστε εκεί κάθε μέρα, παρακολουθώντας αξιόλογα ταινιάκια και διαμάντια, όπως εκείνα που βάλαμε και πέρσι στο blog, την ίδια περίπου εποχή.  Έτσι λοιπόν, και σε κόντρα των καιρών, λέμε να το παίξουμε cool και άνετοι, ξεκινώντας μάλιστα από σήμερα, με το κλείσιμο του 2ου Athens Open Air Film Festival, το οποίο θα κατεβάσει αυλαία στο σινε ΘΗΣΕΙΟ, στις 22:300, παίζοντας το “Killer Joe”, μια ταινία που προσωπικά περίμενα μετά μανίας.  Προς το παρόν, θα συνεχίσουμε τη σημερινή μέρα με τη ταινία, “Miss Bala”, μια δυνατή και καθόλα ρεαλιστική που αξίζει να προσέξουν οι σινεφίλ, αλλά και όσοι ψάχνουν το δράμα μέσα από τις καθημερινές, τραγικές αναποδιές.

Η Laura Guerrero (Stephanie Sigman) είναι μια όμορφη, νεαρή κοπέλα η οποία ζει με τον πατέρα και τον μικρότερό της αδελφό.  Προκειμένου να βγάλουν τα προς το ζην, πουλάνε ρούχα και λίγο πολύ τα κουτσοκαταφέρνουν στην οικογένεια, χωρίς όμως περιττά έξοδα και πολυτελή ζωή.  Στη τελική πόσο πολυτελής μπορεί να είναι η ζωή σου όταν ζεις στις φτωχογειτονιές του Μεξικό, και αναγκάζεσαι να κλειδαμπαρώνεσαι μέσα στο σπίτι σου, σε μια ελάχιστη προσπάθεια να μείνεις μακριά από τις φατρίες των εμπόρων ναρκωτικών και των απανταχού εγκληματιών;  Όταν η Laura θελήσει να συμμετάσχει στον τοπικό, καλλιστειακό διαγωνισμό δηλώνοντας συμμετοχή και κάνοντας το όνειρό της πραγματικότητα, νομίζει πως θα καταφέρει να ξεφύγει έτσι κι αλλιώς, από μια μαύρη και άραχνη ζωή, αυτή χωρίς μέλλον, που μοιάζει να τη περιμένει.  Κάνει όμως μεγάλο λάθος…
Όταν από σπόντα εκείνη και η φίλη της βρεθούν σε ένα club το οποίο θα δεχθεί επίθεση από τους μεγαλέμπορους ναρκωτικών και την ομάδα της DEA, εκείνες, θα βρεθούν εν μέσω πυρών, προσπαθώντας να ξεφύγουν.  Λίγο αργότερα η Laura, θα πέσει στα χέρια του Lino, του αρχηγού του ναρκωτικού δικτύου, ο οποίος και θα την χρησιμοποιήσει, προκειμένου να κάνει τις βρωμοδουλειές του, χωρίς να τραβά τα βλέμματα πάνω του.  Η Laura θα καταλήξει θύμα μιας τεράστιας βιομηχανίας όπλων και ναρκωτικών.  Και το χειρότερο;  Δίνει την εντύπωση του μοναδικού θηλυκού, βασικού μέλους της ομάδας των εμπόρων.  Και ποιος θα πιστέψει οτι τελικά, εσύ είσαι το θύμα;

Το “Miss Bala” είναι όπως έχετε καταλάβει, μια μεξικάνικη, δραματική παραγωγή του 2011, την οποία σκηνοθέτησε ο Gerardo Naranjo, ο οποίος έχει γυρίσει δυο ακόμη ταινίες μεγάλου μήκους, και κάποιες ακόμα short δουλειές.
Παρά το γεγονός οτι ο δημιουργός της ταινίας, δεν έχει κάνει και πολλά άλλα πράγματα, αυτό δεν είναι απαγορευτικό-όπως έχουμε ξαναδεί-για εκείνον, αλλά και για άλλους, νέους σκηνοθέτες να κατασκευάσουν κάτι το αξιόλογο.  Στην προκειμένη περίπτωση ο Naranjo σκηνοθετεί μια ταινία στιβαρή και άγρια, παρουσιάζοντας μέσα από την κάμερά του, την εικόνα μια μεξικανικής κοινωνίας που ζει στην άλλη πλευρά του νόμου, αυτή τη παραβατικότητας, των αναλώσιμων, ανθρώπινων σωμάτων και του τέλους της ‘αθωότητας’.
Η ταινία αποτέλεσε πέρσι την επίσημη συμμετοχή σε διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ, εκ των οποίων τα πιο γνωστά ήταν αυτά των Καννών, του Τορόντο, αλλά και της Νέας Υόρκης.  Ενδιαφέρον έχει να σημειώσουμε εδώ, πως ο Naranjo είχε κερδίσει και το βραβείο FIPRESCI στο Διεθνές Διαγωνιστικό του φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης το 2008, με την ταινία του “Voy a Explotar”.

Ο κοινωνικός σχολιασμός, η απουσία ευκαιριών και η καταβαράθρωση της νέας γενιάς, αποτελούν μόνο μερικά από τα στοιχεία της ταινίας, τα οποία την καθιστούν τόσο πικρά αληθινή στα μάτια των θεατών, και ίσως-ακόμα χειρότερα-σε όσους βλέπουν μέσα σε αυτή, τη δική τους πραγματικότητα, δεδομένου οτι το “Miss Bala” είναι ένα film με προεκτάσεις παγκόσμιες και καθολικές, που μιλάει κατευθείαν στη ψυχή όσον έχουν ζήσει (και εξακολουθούν δυστυχώς να ζουν) τέτοιου είδους περιστατικά.  Δεν είναι εξάλου και καθόλου τυχαίο το γεγονός, οτι η ιστορία της Laura, βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, και συγκεκριμένα σην υπόθεση της beauty queen, Laura Zuniga, η οποία συνελήφθη το 2008, μαζί με τα μέλη μιας συμμορίας, μέσα σε ένα φορτηγό γεμάτο πυρομαχικά.  Όπως και στα αληθινά γεγονότα, έτσι και στην ταινία, υπονοείται πως η νίκη στο διαγωνισμό ομορφιάς, επήλθε έπειτα από τις πιέσεις των μελών της συμμορίας, στους υπεύθυνους διοργανωτές, οι οποίοι αναγκάστηκαν τελικά να δώσουν το σικέ-στέμμα στην εμπλεκόμενη στις υποθέσεις τους, κοπέλα.
Εκτός από το cast, βασικοί πρωταγωνιστές της ταινίας είναι οι κακόφημες γειτονιές, τα-κυριολεκτικά-υγρά και βρώμικα σοκάκια, οι μεξικάνικοι χωματόδρομοι και όλα εκείνα τα στοιχεία μιας πόλης, που την καθιστούν μετά βίας βιώσιμη, επικίνδυνη και ξεχασμένη από τον Θεό.
Αν και το θέμα που παίζει στο background και αποτελεί την κινητήριο δύναμη της ταινίας (αυτό της μάστιγας του εμπορίου ναρκωτικών), το έχεις δει ουκ ολίγες φορές σε διάφορες ακόμα ταινίες, εντούτοις αυτό το μεξικάνικο film, έχει κάτι από ατόφια κινηματογράφηση και τόσο ρεαλιστική απόδοση καταστάσεων, που νομίζεις πως το μάτι της κάμερας είναι το δικό σου, και έχεις τη δυνατότητα να παρακολουθείς το δράμα της πρωταγωνίστριας, σαν άλλος σαδιστής ηδονοβλεψίας, που δεν έχει καμία όρεξη να παρέμβει και να χαλάσει το ‘πάρτυ’.  Αυτό προσδίδει από μόνο του μια μοιρολατρική διάσταση στην όλη κατάσταση, καθώς τα γεγονότα εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας, αλλά κανείς δεν έχει τη δυνατότητα να τα αλλάξει.  Εμείς με τη μηδενική έτσι κι αλλιώς, δυνατότητα αντίδρασης, αλλά και οι ήρωες οι οποίοι αποτελούν έρμαια μια πραγματικότητας που διαιωνίζεται, μιας πραγματικότητας από αυτές που δε χωρούν τη παραμικρή επιστροφή.

Το ενδιαφέρον της συγκεκριμένης ταινίας έχει να κάνει και με την ιδιαιτερότητα του φιλμαρίσματός της, και τον τρόπο με τον οποίο καθιστά ο Naranjo την κάμερά του κοινωνό, πολλαπλών νοημάτων.
Με το που ξεκινάει η ταινία, βλέπουμε έναν καθρέφτη γεμάτο αποκόμματα περιοδικών και εφημερίδων, που αναπαριστούν μοντέλα, ηθοποιούς και τραγουδίστριες (κάπου εκεί υπάρχει και η Madonna αν δεν απατώμαι).  Θα μου πείτε ωραία, και;  Αν προσέξει κανείς λίγο καλύτερα, μπορεί να δει από την αρχή ένα σημάδι που προοικονομεί την επερχόμενη καταστροφή στη ζωή της ηρωίδας: ένα απόκομμα με δυο μόνο λέξεις, “fashion victim”.  Και αν το καλοσκεφτεί κανείς, η αλυσίδα γεγονότων που οδήγησαν την Laura μπλεγμένη, ξεκίνησε ακριβώς από αυτό: από την ελπίδα της να γίνει fashion icon και βασίλισσα της ομορφιάς.  Αντ’αυτού, έγινε η βασίλισσα του καρτέλ, οπότε κατά κάποιον τρόπο η μοίρα της ως θύμα, επιβεβαιώνεται έτσι κι αλλιώς.
Τέτοιου είδους μικρά κομματάκια είναι που κάνουν μια ταινία να διαφέρει, ακόμα και όταν δεν πραγματεύεται εξ’ ολοκλήρου πρωτότυπες υποθέσεις (υπάρχει άραγε πια παρθενογένεση στο cinema;).  Ένα ακόμη στοιχείο που την βοηθά να προβάλει το δραματικό της περιεχόμενο πιο έντονα, είναι το φιλμάρισμα της ηρωίδας από πίσω.  Σε ένα μεγάλο μέρος της ταινίας, μπορούμε να δούμε μόνο τη πλάτη της, τα μαλλιά της και το σώμα της.  Σκεφτείτε όμως, πόσο άσχημο και χωρίς προσωπικότητα είναι ένα σώμα χωρίς ‘πρόσωπο’, χωρίς ταυτότητα.  Εδώ αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι πως στην ουσία η υπόσταση της Laura ως μια όμορφη γυναίκα, κατακερματίζεται, αφού ακόμα και αυτή, αποτελεί ένα απρόσωπο πιόνι στα χέρια των εγκληματιών.  Ακόμα όμως και όταν την βλέπουμε καθαρά, δεν είναι το κορίτσι που για ελάχιστα λεπτά εμφανίζεται στην αρχή της ταινίας.  Το χαμόγελο αντικαθίσταται από το κλάμα, το γοητευτικό βλέμμα, από μια τρομοκρατημένη παραλλαγή του, και ο αγώνας για το διαφορετικό, μετατρέπεται σε ολοκληρωτική παραίτηση.  Η Laura είναι ένα ακόμη αναλώσιμο κορμί.  Ωραίο μεν, χωρίς καμία αξία για τους εκμεταλλευτές της, δε.

Αναμφίβολα στην ενδιαφέρουσα, σκηνοθετική οπτική του Naranjo, θα πρέπει να προσθέσουμε και τον ‘σκηνοθετικό αποκεφαλισμό’ της ηρωίδας.  Και τι εννοούμε με αυτό;  Υπάρχουν αρκετές στιγμές κατά τις οποίες παρακολουθούμε τα πράγματα από την οπτική της Laura (υποκειμενική οπτική γωνία), είτε τα βλέπουμε σαν να μην υπάρχει το κεφάλι της εκεί, σαν να μπορούσε δηλαδή κατά κάποιον τρόπο να είναι αόρατο, και εμείς να βλέπουμε τι γίνεται πέρα από αυτό.  Αυτό το τρικ, προσδίδει στη ταινία μεγαλύτερη αμεσότητα και ρεαλιστική υπόσταση, αφού η κάμερα-κεφάλι μας δίνει την πιο κοντινή αντίληψη των πραγμάτων, όπως αυτά βιώνονται δυνητικά, από την πρωταγωνίστρια.
Πέρα από τις σκηνοθετικές επιλογές του δημιουργού, και η επιλογή του cast φαίνεται να απέδωσε καρπούς, καθώς η Sigman είναι εξαιρετική στον ρόλο της.  Με έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις, εκφραστικότητα και πειστικότητα, καταφέρνει και διηγείται την ιστορία με τρόπο ωμό και ατρόμητο.  Πλάι της ο Noe Hernandez στον ρόλο του αφεντικού, είναι γλοιώδης και αδίστακτος, η τέλεια προσωποποίηση του κακού Μεξικανού.
Η μοναδική ένσταση που έχω, αφορά τη διάρκειά της (κοντά στις δυο ώρες), αφού εκ των πραγμάτων η αργά εξελισσόμενη δράση, κάνει κάπου κοιλιά και ίσως κουράσει.
Παρά τη χρονικής της διάρκεια, το “Miss Bala” είναι μια ταινία που θα εκτιμήσουν κυρίως οι πιο σινεφίλ, μιας που απαιτεί μεγαλύτερη υπομονή από τους θεατές της.  Και πάλι όμως, αν αρέσκεστε σε τέτοιου είδους ταινιάκι, σίγουρα θα την ‘απολαύσετε’.  Ειλικρινής και χωρίς να μασάει τα λόγια της, αξίζει να της δώσετε μια ευκαιρία.  Αν μη τι άλλο και για το βουβό της τέλος…

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι Μεξικανός χωρίς μουστάκα, δε γίνεται, οτι για να μην τσαλακωθεί το σατέν σου φόρεμα, άφησέ το κουβαριασμένο μέσα σε ένα αυτοκίνητο και οτι αν η φίλη σου νταραβερίζεται με αποβράσματα, βάλε της και λίγο μυαλό, γιατί θα σε πάρει και εσένα παραμάζωμα.  Λέω εγώ τώρα…


No trivia

Death Proof: Well, it’s going to be a realy bumpy ride

Καλησπέρα σε όλους.  Σήμερα, και μετά από μια μέρα γεμάτη από αναμονή για κάρτες διαρκείας στις Νύχτες Πρεμιέρας (thank God, τις προμηθεύτηκα πριν εξαντληθούν), ποδαρόδρομο για να πάρουμε το αυτοκίνητο από μια θέση parking πάνω στα κατσίβραχα της Ακρόπολης, γύρισα επιτέλους σπιτάκι, έφαγα και κάτι ξεγυρισμένα γεμιστά, και είμαι έτοιμη για ακόμη μια ταινιούλα.  Αυτή τη φορά, και παρά το γεγονός πως ξέρω οτι πιθανότατα την έχετε δει οι περισσότεροι, δε μπορώ παρά να γράψω για το “Death Proof” το οποίο είδα χθες το βράδυ στη τηλεόραση και κατάλαβα για ακόμη μια φορά, πόσο απολαυστικά, καμένη ταινία είναι.  So, όσοι συμφωνείτε, συνεχίστε και παρακάτω.  Για όσους δε την έχουν δει, θα προσπαθήσω να σας πείσω οτι αξίζει την προσοχή σας…

Τέσσερις φιλενάδες από το Austin του Texas, αποφασίζουν να βγουν για την καθιερωμένη, βραδινή τους εξόρμηση, και επισκέπτονται για ακόμη μια φορά το διάσημο στέκι της περιοχής, Texas Chilli Parlor.  Εκεί παρέα με ένα devilishly hot jukebox, έναν μπάρμαν που, ‘σαν μποιον μοιάζει, μωρέ σα μποιόν μοιάζει’ (και ο Tarantino δε μπορεί να μη παίξει έστω έναν τόσο δα ρόλο στις ταινίες του), και μερικά κ*λωμένα boys, περνάνε την ώρα τους πίνοντας σφηνάκια, χορεύοντας λάγνα στις τζουκμποξικές μελωδίες και συζητώντας σχετικά με την επικείμενη επίσκεψή τους, στο σπίτι κοντά στη λίμνη, το οποίο διατηρεί η οικογένεια μιας εξ’ αυτών.  Την ίδια στιγμή στο μπαρ, μια ξανθιά χίπισσα, πιάνει κουβέντα σε έναν περίεργο τύπο με μια ουλή “ΝΑ” (με το μπαρδόν) στο πρόσωπό του, ο οποίος έχει μόλις τσακίσει μια γενναία μερίδα νάτσος, και πίνει την επόμενη μη αλκοολούχα, πίνα κολάδα του.  Η κουβέντα ανάβει και μετά από λίγο ο και πολύ stuntman, stuntman Mike (Kurt Russell), καταλήγει σε μια καρέκλα, με μια εκ των προαναφερθέντων φιλενάδων, την Arlene (Vanessa Ferlito), να του σερβίρει και το επιδόρπιο: ένα πρώτης τάξεως lap dance.  Θα έλεγε κανείς δηλαδή, οτι μια πολύ κεφάτη βραδιά βρίσκεται σε εξέλιξη στο παλιακό μπάρ του Warren (Quentin Tarantino).  Βεβαίως.  Με μια μόνο διαφορά: ο stuntman Mike είναι ένας ανώμαλος γκαζιάρης, που αρέσκεται να σκοτώνει γυναίκες με το death proof αυτοκίνητό του, με σήμα κατατεθέν το ασημένιο παπί.  Απλά, καθημερινά πράγματα.  Η pay-back time θα έρθει όμως λίγο καιρό αργότερα, όταν ο Mike τα βάλει με τα λάθος κορίτσια…

Δε πρόκειται να πούμε πάλι πολλά για τον Tarantino, μιας που τα έχουμε ξαναπεί, μέσα από την αναφορά στο blog, σε άλλες του ταινίες.  Εκεί που θα επικεντρωθούμε περισσότερο είναι η αισθητική της συγκεκριμένης ταινίας, το cast, η σκηνοθεσία και γενικά όλο αυτό το σύνολο που κατά την ταπεινή μου γνώμη, θα έπρεπε να την καθιστά μια εκ των ταινιών για τις οποίες ο Tarantino, οφείλει να είναι περισσότερο περήφανος.  Καλά, βάλτε και το “Reservoir Dogs”, το “Pulp Fiction”, το “Jackie Brown”, τα “Kill Bill”, το “Inglourious Basterds”.  Χμμ, you got the point.
Αρχικά να υπενθυμήσω σε όσους το έχουν ξεχάσει και να γνωστοποιήσω σε όσους δε το γνώριζαν, οτι σε πρώτη φάση οι δυο ταινίες των Rodrigued-Tarantino, “Planet Terror”-“Death Proof”, είχαν κυκλοφορήσει στην Αμερική σαν ‘double feature’.  Και τι είναι αυτό;  Στην ουσία αποτελούσαν δυο κομμάτια της ίδιας υποθεσιακά, δουλειάς.  Παρά το γεγονός οτι και στην Ελλάδα οι ταινίες προβλήθηκαν μεμονωμένα, ο στόχος των δυο σκηνοθετών, ήταν να επαναφέρουν στο προσκήνιο την αισθητική των exploitation ταινιών, των δεκαετιών του ΄50, ’60 και κυρίως ’70.  Το γεγονός οτι έδωσαν στο κινηματογραφικό τους παιδί το κοινό όνομα “Grindhouse” δεν είναι τυχαίο, μιας που ο όρος προέρχεται από την ονομασία που συνηθιζόταν να δίνεται στις αίθουσες οι οποίες φιλοξενούσαν b-movies, με exploitation περιεχόμενο (από sex, gore, τέρατα και ναρκωτικά, μέχρι ταινίες με νταβατζήδες, πόρνες, serial killers και φυσικά άπειρο αυτοκινητο-κυνηγητό, με θρυλικά πλέον, μοντέλα αμαξιών), οι οποίες προβάλλονταν συνήθως σε ‘multiple-feature format’ (συνήθως δυο μαζί).
Σε πρώτη βάση λοιπόν, καλό είναι να έχει κανείς στο νου του περί τίνος πρόκειται η ταινία, γιατί μόνο έτσι μπορεί να εκτιμήσει την πραγματική cult υπόστασή της, η οποία όπως φαίνεται είναι αφιερωμένη σε ένα τεράστιο και καθόλα αγαπημένο κινηματογραφικό ρεύμα, το οποίο μεσουράνησε ιδιαιτέρως τη δεκαετία του 1970: αυτό του “trash” cinema.

Αν θα έπρεπε να τοποθετήσουμε την ταινία σε μια κατηγορία, σίγουρα θα ήταν αυτή της γενναιόδωρης καλτιάς, ακόμα και αν μιλάμε για φιλμ των τελευταίων ετών (του 2007 συγκεκριμένα).  Ο τρόπος με τον οποίο ο Tarantino έχει χρησιμοποιήσει όλα αυτά που μόνος του διδάχθηκε, παρακολουθώντας ταινίες επί ταινιών, κατά τη διάρκεια εργασίας του στο video club-και οχι μόνο-, είναι εξαίρετος και φυσικά δεν είναι τυχαίο οτι αποτελεί τον μοναδικό, mainstream σκηνοθέτη, ο οποίος και εξακολουθεί να μένει πιστός στο είδος που τον ανέδειξε, και να μαζεύει το κοινό στις αίθουσες με το τσουβάλι, και φυσικά, να συγκεντρώνει και μεγάλα ονόματα στις εκάστοτε παραγωγές του.  Μπορεί στο “Death Proof”, ο Russell να αποτελεί την παλιά, καλή καραβάνα, παρόλα αυτά η συγκεκριμένη δουλειά του, είναι ίσως η πιο καρμποναρισμένη του ταινία, σχετικά με τον exploitation φόρο τιμής που αποτίει: εντυπωσιακές γυναίκες, μισογύνης δολοφόνος κατά συρροή, bad ass αυτοκίνητα, γρατζουναρισμένη εικόνα, compilation soundtrack (πιθανότατα από όλες εκείνες τις ταινίες που αποτέλεσαν την έμπνευση για τον Quentin), επανάληψη του ‘fuck’ στη νιοστή, αίμα και άγρια, θηλυκά ένστικτα;  B(e) perfection.

Οφείλω και εγώ να παραδεχθώ, οτι την ταινία δε τη θυμόμουν από τη πρώτη φορά που την είχα δει, ή τουλάχιστον δε τη θυμόμουν και τόσο καλά.  Συνεπώς μπορείτε να καταλάβετε και την έκπληξή μου, όταν είδα πως είναι τελικά τοποθετημένη χρονικά, στο σήμερα.  Κινητά τηλέφωνα μπλέκονται με αρτιστίκ αφίσες από πάμπολλες ταινίες, και…i-pods βολεύονται καλά πάνω στην κίτρινη, τσιρλιντερική φορεσιά της Lee (Mary Elizabeth Winstead), η οποία είναι εξίσου βολεμένη μέσα στην κατακίτρινη και τόσο μα τόσο όμορφη Mustang της Kim (Tracie Thoms).
Ο συνδυασμός άλλης εποχής και σύγχρονης κουλτούρας, είναι αυτός που κάνει έντονα τη διαφορά στη ταινία του Tarantino, και αυτό γιατί ενώ η ταινία είναι τόσο απροκάλυπτα vintage, είναι την ίδια στιγμή μέσα στο πνεύμα των καιρών, με free spirited γυναίκες, κλασικούς κακούς και καπάου! φεμινισμό, ιδωμένο μέσα από τα μάτια ενός ποδόφιλου σκηνοθέτη.  Γιατί, αν κάτι είναι κοινό στα δυο κομμάτια της ταινίας, αυτό είναι οι γλουτοί, οι γάμπες και βεβαίως, οι πατούσες.  Κι αν αυτό δεν είναι exploitation φετιχισμός, τότε τι είναι;
Εκτός όμως από το σύνολο της ταινίας που παραπέμπει σε καψιμέϊκο film του ’70, η αισθητική αυτή, ενισχύεται και από ένα άλλο κόλπο το οποίο μάλιστα βλέπουμε πριν καν αρχίσει η ταινία: από τα fake trailers.
Λίγο πριν δούμε το πρώτο πλάνο της ταινίας (ένα ακόμη ζευγάρι γυναικεία πατούσια) πέφτουν μερικά ολιγόλεπτα trailers, τα οποία δε νομίζω να βλέπει κανείς στην κόπια του dvd, αλλά ίσως τα θυμάστε να παίζουν μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα.  Αυτά λοιπόν τα fake trailers, επειδή ακριβώς έπαιζαν μέσα στο θέμα του exploitation, αποτελούσαν την πλέον λειτουργική διαφήμιση για την ταινία και μια ομολογουμένως, πρωτότυπη πινελιά.  Ο ενθουσιασμός που προκάλεσαν, είχε σαν αποτέλεσμα, κάποια από αυτά, να γίνουν τελικά και full length ταινίες(!), όπως το “Machete” με τον μουράτο Danny Trejo, αλλά και το επικών διαστάσεων, “Hobo With a Shotgun”, του Jason Eisener.  Ανάμεσα στα άλλα, μπορούσε κάποιος να δει το trailer “Werewolf Women on SS”, σε σκηνοθεσία Rob Zombie και πρωταγωνιστή τον Nicolas Cage, αλλά και το “Don’t” του Edgar Wright (“Shaun on the Dead”, “Hot Fuzz”, και “Attack the Block” ως executive producer).

Εκτός από τη σκηνοθεσία που είναι έτσι κι αλλιώς ταραντινίστικη, ενδιαφέρον έχει και το cast, μιας που εκτός από τις γνωστές-άγνωστες τύπου Rosario Dawson, Winstead, MacGowan, βλέπουμε επισήμως και την αγαπημένη stunt woman του Tarantino, την οποία χρησιμοποιεί σε κάθε του ταινία, Zoe Bell.  Η Bell είναι ο κρυμμένος άσος στο μανίκι, καθώς κάνει όλα τα τρελά και τα κουλά της υπόθεσης, ματσουκώνει τον Russell με έναν σωλήνα και γενικά τρελαίνει και τρελαίνεται.
Αν πρέπει να πούμε τι είναι το “Death Proof”, το πιο σωστό θα ήταν πως αποτελεί μια μνεία πάνω σε ένα σωρό ταινίες που με τον έναν, ή με τον άλλο τρόπο κάνουν εδώ την εμφάνισή τους: είτε ως αφίσα, είτε ως ατάκα ή ως απλό referance, ο Tarantino αγαπάει το παλιό, το καλό, το κακό και το weird, και δε διστάζει να το δείχνει σε όλη τη διάρκεια του film.  “The Wizard of Oz”, “Rio Bravo”, “Psycho”, “Faster Pussycat! Kill! Kill!”, “Bullitt”, “Vanishing Point”, “The Getaway”, “The Toxic Avenger” και “Crash”, είναι μόνο μερικές από τις εκατοντάδες αναφορές σε ταινίες που υπάρχουν παντού μέσα στη ταινία.  Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα οτι ο stuntman Mike φτιάχνεται σεξουαλικώς από τα τροχαία ατυχήματα, όπως ακριβώς και οι ήρωες του Cronenberg στη ταινία “Crash”.
Εκτός από την μανιασμένη δράση, τον ξέφρενο ρυθμό, την sexy-slutty διάθεση και μια ιστορία που έχουμε ξαναδεί, αλλά αγαπάμε έτσι κι αλλιώς, το “Death Proof”, ακόμα και αν δε του φαίνεται, είναι μια ταινία για τον ίδιο τον κινηματογράφο (απαρτίζεται από πρωταγωνιστές που είναι stuntmen, και υποδύονται και τους stuntmen/women, τη Dawson που υποδύεται μια μακιγιέρ, την Winsted που υποδύεται μια ηθοποιό, και πάει λέγοντας), την ιστορία του και τους θαυμαστούς δρόμους που έχει ακολουθήσει μέχρι σήμερα.  Και αυτό το γουστάρουμε με τα χίλια.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι καλό είναι να αποφεύγεις όποιον έχει μια νεκροκεφαλή στο καπό του αυτοκινήτου του, οτι το σωστό lap dance γίνεται με πλαστική σαγιονάρα και οτι καλό είναι να μην εμπιστεύσαι μια λευκή Challenger σε τρεις γυναίκες, γιατί ποτέ δε ξέρεις πως θα καταλήξει στα χέρια τους…


TRIVIA

  • Το μακιγιάζ, το χρώμα των μαλλιών και το όλο ντύσιμο της MacGowan εδώ, είναι επίτηδες τόσο έντονα διαφορετικό, προκειμένου να μη παραπέμπει καθόλου στον ρόλο της Cherry στο “Planet Terror”.
  • Η ταινία ‘κακοποιήθηκε’ πραγματικά, προκειμένου να έχει την αίσθηση του παλιού.  Δε χρησιμοποιήθηκε καμία ψηφιακή επεξεργασία.
  • Τα χρώματα του αμαξιού των κοριτσιών στο δεύτερο κομμάτι, παραπέμπουν στη κιτρινόμαυρη στολή της Uma Therman στο “Kill Bill”.
  • Η Dawson έπεισε τον Tarantino να κόψει τα μαλλιά της, προκειμένου να παραπέμπει στο pin-up icon, Bettie Page.
 (ΠΗΓΗ IMDB)

Breaking Bad: All Hail the King

Ξέρετε πως βασικά το blogaki είναι για να ανεβάζει ταινίες.  Παρόλα αυτά, μια στο τόσο και όταν οι περιστάσεις το απαιτούν, βάζω και καμιά σειρά, έτσι για να ξεφεύγουμε λιγάκι και από τα καθιερωμένα.  Βέβαια το να γράψει κανείς για μια σειρά, απαιτεί να έχει δει και όσο τον δυνατόν περισσότερους κύκλους από αυτή (αν δηλαδή έχει πάρει το πράσινο φως για περισσότερους από έναν), μιας που έτσι κάποιος μπορεί να έχει στα σίγουρα μια αρκετά πιο ολοκληρωμένη εικόνα, σχετικά με το περί τίνος πρόκειται.  Έτσι λοιπόν μετά από σειρές όπως το “Dexter”, “Boardwalk Empire” και “Game of Thrones”, περνάμε στη νέα μου εμμονή, μιας που το καλοκαίρι μου έδωσε την ευκαιρία να καθίσω και κυριολεκτικά να λιώσω μπροστά στην οθόνη, ολοκληρώνοντας και την τέταρτή της σεζόν.  Όπως έχετε καταλάβει, μιλάμε φυσικά για το “Breaking Bad”, μια από τις πιο καλογραμμένες και καλοσκηνοθετημένες σειρές που έχω δει ποτέ.  Κι αν ακόμα δεν έχετε πειστεί, ίσως τα παρακάτω σας κάνουν να αλλάξετε γνώμη.

Ο Walter White (Brian Cranston), είναι μια χημική διάνοια, που παρά το τρισμέγιστο ταλέντο και την ταπεινοφροσύνη που ξεπερνάει ακόμα και αυτή του Jesus Christ, δεν έχει καταφέρει να κάνει το πολυπόθητο, μεγάλο βήμα στη ζωή του, παραμένοντας κολλημένος σε ένα τοπικό σχολείο, διδάσκοντας Χημεία.  Το γεγονός βέβαια οτι ο ίδιος είναι σαν καημένος, δε βοηθάει και πολύ τα πράγματα, μιας που ούτε δυναμικό τον λες, ούτε άτομο που υποστηρίζει την άποψή του τον λες, ούτε καν τον άντρα στη σχέση τον λες, μιας που η Skyler White (Anna Gunn), η σπαζαρχί σύζυγος, φροντίζει να τον μανιπιουλάρει και να τον έχει και λίγο μέσα στο extra extra large βρακί της, καθότι έγκυος.  Από την άλλη πλευρά και ο μεγαλύτερος γιος, Walter Jr. (RJ Mitte, ο οποίος υποδύεται έναν έφηβο με κινητικές δυσκολίες και οχι μόνο) δε φαίνεται να πολυκαταλαβαίνει την ‘αδυναμία’ του πατέρα του να ορθώσει ανάστημα με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο.
Έχουμε λοιπόν: έναν σύζυγο η αυτοπεποίθηση του οποίου είναι ένα με το πάτωμα, μια σύζυγο με τούρλα τη κοιλιά, που φυσικά δεν εργάζεται, έναν γιο με πρόβλημα υγείας και έναν μισθό που με το ζόρι φτάνει για τα απαραίτητα.  Και κάπου εδώ, έρχεται το πραγματικά ‘καλό’: o Walter πάσχει από καρκίνο στους πνεύμονες, και οι γιατροί του δίνουν γύρω στον έναν χρόνο ζωής.  Αυτό θα πει καλοτυχία.
Όταν ο καλός Walter ενημερωθεί για την κατάστασή του, θα αποφασίσει να πάρει-επιτέλους-τον έλεγχο της ζωή του στα χέρια του, και να δράσει άμεσα, προκειμένου να εξασφαλίσει οικονομικά την οικογένεια, μετά τον θάνατό του.  Και τότε κάνει το ακόμα καλύτερο: γίνεται μάγειρας κρυσταλλικής μεθαδόνης, παίρνει στη δούλεψή του έναν πρώην μαθητή(!), τον ‘τα ζώα μου αργά’ Jesse Pinkam (Aaron Paul) και πιάνει δουλειά.
Το ταλέντο του ως χημικός θα φανεί γρήγορα, όταν η μπλε, κρυσταλλική μεθαδόνη του, γίνει ανάρπαστη και ξεσηκώσει θύελλα ευφραινόμενης καρδίας στους απανταχού εμπόρους και πρεζόνια, χάρη στη pure, purest σύνθεσή της.  Ο Walt πιστεύει πως έχει πιάσει ήδη τη καλή.  Τι κρίμα που ο κουνιάδος του Hank (Dean Norris) εργάζεται για την DEA (Drug Enforcement Administration), τα μεξικάνικα ναρκω-καρτέλ δεν αστειεύονται, ο ίδιος δεν έχει ιδέα για το πως λειτουργεί το σύστημα, και ο Jesse είναι κάτι περισσότερο από άχρηστος;  Κρίμα indeed.

Από τη χρονιά που ξεκίνησε να προβάλλεται, το “Breaking Bad”, αποτέλεσε κλασικό πελάτη των Emmy Awards, αφού μόνο το 2011 δεν έλαβε κάποια υποψηφιότητα.  Έκτοτε, και μέχρι σήμερα, όλοι μιλούν για τη σειρά-φαινόμενο, που έχει καθηλώσει εκατομμύρια θεατές στους δέκτες του, εξακολουθεί να κερδίζει το ένα βραβείο μετά το άλλο, και να κρατά το ενδιαφέρον στα ύψη, ακόμα και στην 5η σεζόν, η οποία ξεκίνησε και επισήμως από τις 15 Ιουλίου.
Η αλήθεια είναι πως όταν βλέπεις μια σειρά να έχει φτάσει αισίως ως την πέμπτη σεζόν, να εξακολουθεί να κρατάει το ενδιαφέρον σου αμείωτο, και μάλιστα να βρίσκεται στην καλύτερή της στιγμή, ε τότε ο μεγάλος ντόρος γύρω από το όνομά της, καταλαβαίνεις οτι δεν είναι καθόλου τυχαίος.
Βέβαια για να λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους, μεγάλο ρόλο παίζει στη συγκεκριμένη περίπτωση και το κανάλι από το οποίο προβάλλεται η σειρά (μιλάμε βασικά για την επίσημη προβολή της στη τηλεόραση της Αμερικής, και οχι για το downloading των επεισοδίων από το internet).  Το ΑΜC λοιπόν, το οποίο έχει αναλάβει τη προβολή μερικών, από τις πιο επιτυχημένες σειρές (στο πλευρό του Breaking Bad, θα δει κανείς το “Mad Men”, αλλά και το “The Walking Dead”) παίζει μαζί με το HBO (“True Blood”, “Boardwalk Empire”, “Game of Thrones”), στη πρώτη θέση των επιλογών των θεατών, χάρη στο πολυποίκιλο και καλοφτιαγμένο θέαμα που προσφέρουν.  Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, που έπειτα από την τεράστια επιτυχία του “Breaking Bad”, η αναγνωρισιμότητα και η φήμη του AMC, έχει εκτοξευθεί στα ύψη.
Πάντως, για να τα λέμε και λιγάκι μεταξύ μας, κάθε καλωδιακό κανάλι θα ήθελε να έχει στο ενεργητικό του, ένα τόσο βαρύ πυροβολικό, όσο το “Breaking Bad”, καθώς αρκεί να δεις τις πρώτες σεζόν για να καταλάβεις οτι αυτή η σειρά, τα έχει όλα: έξυπνο story, πολυεπίπεδους χαρακτήρες, διαρκείς ανατροπές, εντυπωσιακή σκηνοθεσία, δράση και ρεαλιστικότητα στο έπακρο.  Αν δε την έχεις ήδη ξεκινήσει, here is your time.

Είναι εύκολο να υποπέσει κάποιος σε μοιραίο ολίσθημα, από τη στιγμή που ασκεί κριτική σε μια σειρά, καθώς είναι τόσα αυτά που έχεις δει, και τόσα αυτά για τα οποία θες να μιλήσεις, που και το παραμικρό spoiler, είναι κρίμα και άδικο για όσους δε την έχουν ακόμα πάρει πρέφα.  Έτσι λοιπόν, θα προσπαθήσω να αποφύγω την ανάλυση υπερβολικά, συγκεκριμένων στιγμών της σειράς, και θα μιλήσω λίγο πιο γενικά, για το feeling που σου αφήνει επεισόδιο το επεισόδιο.
Όταν ξεκίνησα και εγώ να τη παρακολουθώ φέτος το καλοκαίρι, ομολογώ πως στην αρχή δε μου είχε φανεί κάτι το εντυπωσιακό, κυρίως επειδή έπρεπε πρώτα να γνωρίσουμε τους χαρακτήρες.  Τι εννοώ;  Οτι μέχρι να καταστούν οι χαρακτήρες επαρκώς κατανοητοί από τη σκηνοθετική ομάδα, εμείς πρέπει να κάνουμε σαφέστατα μια μικρή υπομονή, αν μη τι άλλο, για να δούμε που το πάνε.  Ο χαρακτήρας του Walter δε, πρέπει να αποδοθεί με σαφήνεια, προκειμένου να γίνει αντιληπτή η τεράστια αλλαγή που έχει επέλθει πάνω του για παράδειγμα, στο τέλος της τέταρτης σεζόν.  Για τον λόγο αυτό σας προειδοποιώ, πως αν πιάσετε τον εαυτό σας να βαριέται στα πρώτα επεισόδια, δώστε της λίγο χρόνο (όπως βασικά σε κάθε σειρά που έχετε αντιληφθεί οτι αξίζει) και αφήστε την να εξελιχθεί με τον τρόπο που το κάνει και πιστέψτε με, από εκεί που αρχικά θα νιώθετε οίκτο και συμπάθεια για τον Walter, είναι πολύ πιθανό να νιώθετε αργότερα μια απτή αποστροφή για το άτομό του.  Προσωπικά αισθάνομαι μια άρρωστη περηφάνια για εκείνον (α και δέος, μπόλικο δέος), αλλά who gives a f*ck?  Ο καθένας θα το…βιώσει διαφορετικά το πέρασμα του ήρωα από μια ζωή δίχως μέλλον, σε μια άλλη ζωή, αυτή τη φορά με ένα, όσο δε πάει, επίφοβο παρόν.

Κατά γενική ομολογία, οι ταινίες που πραγματεύονται το θέμα των ναρκωτικών είναι ως επί το πλείστον ή υπερδραματικές με extra focus πάνω σε κάποιον μοιραίο ήρωα, ή καταλήγουν στον αντίποδα, σε φάση “Trainspotting” τύπου ‘είμαι χωμένος μέσα στα σκατά, αλλά και τι να κάνεις;”.  Όταν όμως μιλάμε για τον πεπερασμένο χρόνο μιας κινηματογραφικής ταινίας, οι επιλογές σου είναι έτσι κι αλλιώς περιορισμένες.  Ή θα ακολουθήσεις τη μια κατεύθυνση, ή την άλλη.  Αντιθέτως όταν σου προσφέρονται οι μπόλικες ώρες μιας τηλεοπτικής σειρά, τότε, αν διαθέτεις και το κατάλληλο υλικό, μπορείς να δημιουργήσεις μια κατάσταση-δυναμίτη.  Προφανώς και καταλάβατε οτι το “Breaking Bad”, είναι αυτό ακριβώς.
Εδώ δε μπορούμε να μιλάμε για απόλυτες καταστάσεις, για junkies χωρίς επιστροφή, για τρελαμένα αφεντικά χωρίς τιμή ή τέλος πάντων για μια καθαρά γραμμική, υποθεσιακή εξέλιξη.  Οχι.  Εδώ μπορούμε να μιλήσουμε για προοδευτικά διαφοροποιούμενους χαρακτήρες, για τύπους που από αρνάκια του Θεού, καταλήγουν λύκοι του Διαβόλου, για ωμές συνθήκες βίας, βεντέτες του δρόμου και ένα σωρό δουλείες που στραβώνουν και πάλι από την αρχή.
Ο πρωταγωνιστής της σειράς θέτει σε εφαρμογή ένα επικίνδυνο σχέδιο, από αγνή αγάπη για την οικογένειά του και καταλήγει να αποτελεί στόχο της Δίωξης, των κακών Μεξικανών με τα τσεκούρια, των ύπουλων αφεντικών της meth που αρέσκονται στο τραγανό κοτόπουλο και μυριάδων ακόμα χαρακτήρων, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο σημαντικών, όλων όμως με έναν ρόλο που επηρεάζει και επηρεάζεται.
Το “Breaking Bad” είναι μια ιστορία για έναν πραγματικά good guy, που turned bad, και αυτό είναι μια αυταπόδεικτη αλήθεια.  Άλλοι αποφασίζουν να αλλάξουν ζωή κάνοντας ένα ταξίδι, ένα παιδί, αλλάζοντας δουλειά ή με το να παντρευτούν.  Ο Walter White όμως διαφέρει, καθώς ξεκινάει να κατασκευάζει το pure ναρκωτικό του από καθαρά οικογενειακό συμφέρον.  Αυτό που δεν υπολόγιζε είναι βέβαια και η δική του, προσωπική αλλαγή, από έναν άνθρωπο του σχολείου και έναν καλό σύζυγο/πατέρα, σε έναν άνθρωπο χωρίς πρόσωπο, έναν καραφλό τύπο με μούσι, γυαλιά ηλίου και καπέλο, που ακούει στο κωδικό όνομα Heisenberg.  Και αυτή η ασυνείδητη αλλαγή, είναι που κάνει τον White έναν από τους πιο badass χαρακτήρες που έχεις δει τα τελευταία χρόνια οχι μόνο στη τηλεόραση, αλλά και στον κινηματογράφο.

Η σκηνοθεσία είναι το λιγότερο εντυπωσιακή (για τα δεδομένα μάλιστα μιας σειράς), με πλάνα που έρχονται από τα βάθη του…μαγειρευτικού καζανιού, από τον πάτο ενός σκουπιδοτενεκέ και άλλα τέτοια χαριτωμένα, τοποθεσίες στην άκρη του Θεού, χιλιόμετρα καυτής ερήμου μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου (και ακόμα παραπέρα) και όλα αυτά δοσμένα με έναν τρόπο καθόλα ρεαλιστικό, καθημερινό και επί της ουσίας, πραγματικό.
Το να παίρνεις τόσους πολλούς, ετερόκλητους χαρακτήρες και να τους δίνεις πνοή μέσα σε ένα περιβάλλον που μοιάζουν να μη κολλάνε, αλλά και ταυτόχρονα να είναι το μοναδικό στο οποίο να έχουν μια κάποια τύχη, είναι κάτι το αξιοπρόσεχτο.  Όταν μάλιστα καταφέρνεις και κάνεις το περιβάλλον το ίδιο, εν μέρει, πρωταγωνιστή της σειράς, τότε είσαι μάλλον από εκείνους που δεν αφήνουν τίποτα να πάει χαμένο-και καλά κάνεις, αν αξίζει στη τελική.  Έτσι και εδώ, τα fast forward της κάμερας, τα πανοραμικά πλάνα, οι συνεχείς λήψεις ενός καθάριου, γαλάζιου ουρανού (ταυτόσημου της καθάριας, γαλαζωπής meth;  Who knows?), και η προσήλωση πάνω στους χαρακτήρες, όλα, δημιουργούν μια αίσθηση εναλλακτικής πραγματικότητας, σαν να βρίσκεσαι εσύ σπίτι σου και κάπου εκεί έξω ένας Walter White, παίρνει το κολατσιό του, φοράει τη προστατευτική του στολή και ξεκινάει για να βγάλει το μεροκάματο της ημέρας (κάτι εκατοντάδες, χιλιάδες δολάρια δηλαδή).
Ο Brian Cranston στον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι απλά αποκάλυψη.  Ένας τύπος που τα κάνει όλα και συμφέρει, με την εντυπωσιακή και τρομακτική ομολογουμένως αλλαγή του, να κρατάει πάνω της ολόκληρη της σειρά.  Μοιάζοντας να είναι καμωμένος από τη πάστα ενός πραγματικού ηθοποιού, θέλουμε πολύ να τον δούμε και σε άλλες παραγωγές και είμαι διατεθειμένη να του συγχωρέσω το μικρό ολίσθημα του ρόλου του στο κομπάρσικο “Total Recall” με την ιερή τριάδα των κομπάρσων, Colin Farell, Jesicca Bieal, Keit Beckinsale.
Στο πλευρό του και ο νεαρός Aaron Paul δίνει μια συγκλονιστική ερμηνεία στον ρόλο του Jesse, σε βαθμό που ξεχνάς οτι είναι ένας ηθοποιός που υποδύεται τον ρόλο του.  Διόλου τυχαίο που και οι δυο τους έχουν κερδίσει τα Emma-κια τους, με τον Cranston να είναι υποψήφιος και για Χρυσή Σφαίρα.
Εκτός από τους δυο τους, όλο το υπόλοιπο υποστηρικτικό cast είναι από τα καλύτερα που έχεις δει, με τον Dean Norris στον ρόλο του DEA agent, την Anna Gunn ως αμέμπτου(;) ηθικής συζύγου και τον Giancarlo Esposito ως Gus Fring, να κερδίζουν τις εντυπώσεις.
Συμπέρασμα: Αν δεν την έχεις αρχίσει ακόμα, είναι ώρα σου.  Τόσο εθιστική, όσο και αυτό το καταραμένο, little blue thing που κατασκευάζουν.  Τσέκαρέ την.

Τι έμαθα από τη σειρά: Οτι ο Cranston με κουρούπα-μούσι είναι πολύ κακός, οτι πλέον θα βλέπω τα K.F.C με άλλο μάτι και οτι το ρητό ‘πολλοί τη δόξα εμίσησαν, το χρήμα ουδείς’ παίρνει εδώ, σάρκα και οστά.


No trivia

The Man From Nowhere: …has got nothing to lose

Alloha και πάλι και καλή εβδομάδα.  Λοιπόν σήμερα η ταινιούλα μας είναι αφιερωμένη σε όλα τα παιδιά που έδιναν φέτος Πανελλαδικές και την αγωνία τους που έχει χτυπήσει ταβάνι σήμερα, με αφορμή τη δημοσίευση των βάσεων.  Εγώ να πω μια μεγάλη, καλή τύχη σε όλους, και εύχομαι όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά, να καταφέρουν να πετύχουν τελικά τους στόχους τους!
Η ταινία που αποφάσισα να βάλω σήμερα, παίζει και αυτή στο κομμάτι του revenge, asian cinema, και αποτέλεσε στη συνείδησή μου, μια από τις καλύτερες (αν οχι η καλύτερη) ταινίες που αποφάσισα να δω το φετινό καλοκαίρι.  Όσοι δε την έχετε δει, πρόκειται για μια εντυπωσιακά φτιαγμένη περιπέτεια, οπού φυσικά δε της λείπουν και οι απαραίτητες, δραματικές πινελιές, όπως ακριβώς συμβαίνει σε κάθε τέτοια ταινία των φίλων μας των Ασιατών.  Για να ξεκινήσουμε λοιπόν.  “Τhe Man From Nowhere”.

O Cha Tae-sik (Bin Won) είναι ένας φιλήσυχος ιδιοκτήτης ενός ενεχυροδανειστηρίου, σε μια βρώμικη πολυκατοικία κάπου στη Seoul.  Το μοναδικό άτομο με το οποίο ανταλλάσσει μια κουβέντα, είναι ένα μικρό κοριτσάκι, η So-mi, η οποία αντιμετωπίζει ήδη πολλά προβλήματα στην ανήλικη ζωή της.  Η μητέρα της εργάζεται ως στρίπερ σε ένα τοπικό μπαρόκλαμπο, και για να περνάει ευχάριστα η ώρα, βαράει που και που και καμιά ένεση ηρωίνης, έτσι για να αλλάζει η διάθεση βρε αδελφέ.  Η μικρούλα So-mi αναγκάζεται να τριγυρνάει μέσα στη πόλη μόνη της και να κλέβει μικροπράγματα, μιας που η μητέρα της την έχει στη καλύτερη περίπτωση χεσμένη και γενικά κανείς δε φαίνεται να δίνει δεκάρα για το ξύπνιο παρόλα αυτά, πιτσιρίκι.
Μια μέρα η μητέρα της θα μπλέξει πολύ άσχημα, όταν κλέψει ένα δείγμα ηρωίνης το οποίο προόριζε η κορεατική μαφία για μερικούς εξέχοντες, Κινέζους αγοραστές.  Τότε όλη η Κόλαση θα ξεσπάσει πίσω της, αφού τα τσιράκια των μεγάλων αφεντικών, πρέπει να την εντοπίσουν, να πάρουν πίσω το εμπόρευμα και να την τιμωρήσουν σκληρά.
Όταν τελικά καταλήξουν να απαγάγουν την ίδια, αλλά και την κόρη της, θα συνειδητοποιήσουν οτι υπολόγιζαν χωρίς τον ξενοδόχο, μιας που ο Cha Tae-sik, με το αινιγματικό παρελθόν, θα ξεκινήσει έναν αγώνα ενάντια στον χρόνο, προκειμένου να σώσει τη So-mi.  Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, σύντομα θα βρεθεί και ο ίδιος προ απροόπτου, όταν πληροφορηθεί οτι οι μάγκες που κυνηγάει, εμπλέκονται εκτός από το εμπόριο ναρκωτικών, και σε εμπόριο διακίνησης οργάνων…

Η ταινία αποτελεί παραγωγή του 2010, και έχει σκηνοθετηθεί από τον Jeong-beom Lee, ο οποίος έχει κάνει μια ακόμη ταινία (το “Cruel Winter Blues” το 2006) και τίποτε άλλο.
Δε μπορώ να πω βέβαια οτι με εκπλήσει ιδιαίτερα το γεγονός οτι ένας ακόμη Κορεάτης σκηνοθέτης έχει κάνει μια τόσο καλή ταινία όσο αυτή που τσεκάρουμε σήμερα, με μοναδική προϋπηρεσία μια ακόμη.  Η αλήθεια είναι πάντως πως ακόμα και με την πρώτη του ταινία, ο Lee, κατάφερε να χωθεί βαθιά στο μυαλό των συμπατριωτών του, αλλά και των απανταχού ασιατόφιλων, κυρίως επειδή φάνηκε να δίνει μια νέα, πιο φρέσκια πνοή στις ήδη αξιοπρόσεκτες (και ως επί το πλείστον cult) δουλειές του Takeshi Kitano.
To “Cruel Winter Blues”, εμπεριέχει έναν γκανγκστερικό κόσμο, με εμφανέστατα στοιχεία διαλογισμού και φιλοσοφικών αναζητήσεων, πετυχαίνοντας να αναζωογονήσει τείνει τρόπο τις αντίστοιχου είδους ταινίες του Kitano, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από μια πιο ωμή και ρεαλιστική ματιά, πάνω στον κόσμο των κακών παιδιών της νύχτας.
Στο “The Man From Nowhere” δημιουργεί μια ακόμη φορά ένα εφιαλτικό (και όμως τόσο απροκάλυπτα πραγματικό) σύμπαν από αναλώσιμους ανθρώπους, ψυχωτικά αφεντικά και μοιραίους ήρωες, οι οποίοι τα παίζουν όλα για όλα.  Και όσο κι αν φαίνεται πως κάποιος δεν έχει τελικά τίποτα να χάσει, μη ξεγελιέστε.  Πάντα έχει.
Μπορεί λοιπόν ο Lee μέχρι και σήμερα να μην έχει σκηνοθετήσει κάποια νέα ταινία, παρόλα αυτά, αυτή η δική του ιστορία εκδίκησης, είναι σίγουρα μια από τις καλύτερες που έχετε/θα έχετε δει.  Μεστή, σκληρή και περίεργα ανθρώπινη, είναι μια ταινία για την απώλεια, τη μοναξιά, την αγάπη και την ύστατη θυσία η οποία δεν προέρχεται κατ’ ανάγκη από κάποιον φίλο ή συγγενή.  Είναι δυνατόν να προέρχεται και από κάποιον εντελώς άγνωστο.  Κάποιον που φαίνεται να έρχεται ‘από το πουθενά’.

Αν κάποιος αποφασίσει να δει τη ταινία, θα διαπιστώσει οτι ακολουθεί το κλασικό, εκδικητικό μονοπάτι, το οποίο έχουμε συνηθίσει στις σύγχρονες, South Korean ταινίες, γεγονός που μπορεί να κάνει ορισμένους να πουν οτι ‘ok η ταινία δε μου προσφέρει τίποτα καινούριο και συνεπώς είναι μια από τα ίδια’.  Ναι, μπορεί αυτό όντως να συμβαίνει, αλλά για μια ακόμη φορά μιλάμε για μια υπόθεση τόσο άρτια δομημένη και τόσο εξαιρετικά σκηνοθετημένη, που πραγματικά θα σας είναι δύσκολο να ξεκολλήσετε τα μάτια σας από πάνω της.
Έχω ξαναπεί και θα το λέω για όσο ακόμα χρειαστεί.  Είναι προτιμότερο να βλέπεις μια ταινία αυτής της φρέσκιας, κινηματογραφικής σχολής των Ασιατών, απ’οτι ένα Χολυγουντιανό καρμπονάκι, το οποίο τις περισσότερες φορές είναι και υπερβολικό, και βαρετό και τίγκα στην κακιασμένη τεστοστερόνη/αδρεναλίνη, σε βαθμό που καταντάει απλά γελοίο και ψεύτικο (δεν δέχομαι οτι ο Statham σκαρφαλώνει και γαζώνει, με τη καράφλα στεγνή και καθαρή.  Δε γίνεται ρε φίλε!).  Δε θέλω να κριτικάρω αυτού του είδους τις ταινίες, δε με αφορά κιόλας αυτή τη στιγμή να μπω σε μια τέτοια συζήτηση, μιας που ξέρω πως όλο και κάποιος θα βρεθεί να μου μιλήσει για το γαμάουα γερό-κάλος του Silvester Stalone, ή την απαράμιλλη γοητεία του always bad, Jean Claude van Damme.
Αν θέλετε να δείτε όμως κάτι που και τη δράση στα ύψη έχει, και αξιόλογες ερμηνείες, και τις δραματικές του εξάρσεις (όταν πρέπει βεβαίως, μιας που και οι περισσότερες ασιατικές ταινίες, δε στοχεύουν στο τσάμπα κλάμα) και μια υπόθεση κατά τα άλλα κλασική, αλλά πάντα καλή, ε τότε δείτε το “The Man From Nowhere” και αφήστε τα ψευτοπιστολίδια και τις ‘εκρήξεις ανά λεπτό’ για τις κάφρικες βραδιές, παρέα με τους κολλητούς.

Πρωταγωνιστής και αυτή τη φορά, είναι ο Bin Won, και λέω και αυτή τη φορά, γιατί μερικές εβδομάδες πριν είχα ανεβάσει στο blog και τη ταινία, “Mother”.  Για όσους δε θυμάστε ο Won, υποδύεται εκεί έναν διανοητικά προβληματικό νεαρό, ο οποίος κατηγορείται από την αστυνομία για τη δολοφονία μιας κοπέλας, δίνοντας μια πραγματικά, εντυπωσιακή ερμηνεία και πείθοντας απόλυτα στον ρόλο του.
Εδώ ο χαρακτήρας που υποδύεται, δε θα μπορούσε να είναι πιο κόντρα.  Λιγομίλητος, με δολοφονικά ένστικτα, σκούρο κοστουμάκι και βλέμμα κοφτερό σαν λεπίδι, δίνει μια ερμηνεία που ισορροπεί ανάμεσα στο δράμα και τη βίαιη περιπέτεια με μεγάλη ευκολία.  Χωρίς πολλές υπερβολές, αλλά με μια υπόθεση που υιοθετεί το μοτίβο του “good guy gone bad” και κάνει πιστευτή την εξέλιξή της, η ταινία πετυχαίνει να ξεχωρίσει μέσα στον συρφετό των ανεγκέφαλων περιπετειών του σωρού, που δεν έχουν τίποτα περισσότερο να προσφέρουν, πέρα από μερικούς γυμνούς κοιλιακούς (τουλάχιστον εδώ τους βλέπεις με άλλο μάτι), γυναικείες παρουσίες που περιορίζονται στο ρόλο της sexy γατούλας και τίποτε άλλο, και ένα αέναο πάρε δώσε από σφαίρες, που φυσικά ποτέ δε βρίσκουν τον στόχο τους (ο πρωταγωνιστής βγαίνει συνήθως αλώβητος, ακόμα και όταν καμιά ντουζίνα από αυτόματα, έχουν ξεράσει πάνω του εκατοντάδες σφαίρες).
Οχι εδώ.  Εδώ ο κεντρικός ήρωας και θα πονέσει, και θα χτυπηθεί, και θα βασανιστεί εξαιτίας των προσωπικών του επιλογών, και στη συνέχεια θα λυτρωθεί.  Με τον έναν, ή με τον άλλο τρόπο.

Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα ιδέα της ταινίας, να έχει να κάνει με τη σχέση που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στον πρωταγωνιστή και το κοριτσάκι.  Εξακολουθώντας να δρα ανελέητα για χάρη της μικρής και σε μια προσπάθεια να τη σώσει, ο ίδιος, δε περιορίζεται στον ρόλο του macho τύπου, που δε θέλει πάρε δώσε με κανέναν, παρά μόνο με τη μοναξιά του.  Ίσα ίσα που μέσα από την πορεία της ταινίας, μπορεί κανείς να εντοπίσει τα ψήγματα ενός ληθαργικού πατρικού ενστίκτου, τα οποία άθελά της ίσως, ξύπνησε η So-mi.
Η σχέση τους γίνεται προοδευτικά όλο και πιο στενή, όλο και πιο ισχυρή και μάλιστα με τον πιο απλό τρόπο και χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις.  Ένα…βαμμένο νύχι, μια αγκαλιά ή μια εξομολόγηση, αποτελούν τα πιο δυνατά χαρτιά που δένουν τους δυο χαρακτήρες, κάτω από το πρίσμα μιας ολοένα και πιο επικίνδυνης πραγματικότητας της νύχτας.
Ο Lee δε μασάει τα λόγια του, αλλά αντικατοπτρίζει πάνω στη κάμερά του τα σκοτεινά σοκάκια, την αμίλητη βία και την παράνοια του κόσμου, μέσα από ακραίους συνδυασμούς χρωμάτων (έντονες, σχεδόν φλουο πινελιές, έρχονται σε αντίθεση με το σκοτάδι της νύχτας), αλλά και τη δράση του ήρωα ως επί το πλείστον βράδυ.  Ακόμα και όταν η μέρα παίρνει τη σκυτάλη, ο Cha Tae-sik περιμένει τη δύση του ηλίου για να δράσει, σε μια εμφανέστατη ανάγκη να διατυπωθεί έτσι, και η ερεβώδης ψυχική του κατάσταση.
Όλο το ζοφερό αυτό κλίμα που επικρατεί, ενισχύεται ακόμη περισσότερο από τις μουσικές νότες (οι οποίες μοιάζουν πολύ μεταξύ τους, έτσι κι αλλιώς), εμπνευσμένες από κλασσικά κομμάτια, τα οποία ντύνουν ακόμα και τις πιο σοκαριστικές στιγμές της ταινίας.
Εν προκειμένω η εκδίκηση γίνεται μονόδρομος, ο θεατής τάσσεται από τη πρώτη στιγμή κατά του μαφιόζικου καρτέλ που σκοτώνει δίχως έλεος όποιον βρεθεί μπροστά του, και ο πρωταγωνιστής γίνεται κάτι σαν τον σκοτεινό άγγελο που φέρνει τη δικαιοσύνη.  Οχι όμως και χωρίς τίμημα.
Εντυπωσιακά απλά στη σύλληψή της, αλλά με μια εκτέλεση που προκαλεί δέος, το “The Man From Nowhere” είναι μια βραδυφλεγής ταινία που μπορεί να ξεκινάει ύπουλα μιουταρισμένη, καταλήγει όμως σε ένα φρενήρες κυνηγητό, για την επούλωση ενός παλιού τραύματος…Απλά εξαιρετική.

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι οι ντετέκτιβ είναι για ακόμη μια φορά τζιμάνια, οτι μια συγκεκριμένη σκηνή μου θύμισε πολύ “The Raid” και οτι ο ένας εκ των κακών, μοιάζει με creepy, ασιάτη, Michael Jackson.


No trivia

The Raid: Redemption: The action movie of the year

NEW ARRIVAL (από 2 Αυγούστου στους κινηματογράφους)

Γεια σας και πάλι!  Έπειτα από κοντά μια εβδομάδα απουσίας, είπα να βάλω μια ακόμη ταινιούλα, και να με συγχωρέστε για την μικρότερη παρουσία μου στα κινηματογραφικά αυτόν τον καιρό, αλλά όπως είπα κάνω διακοπούλες στην Αθήνα, οπότε πρέπει να συνδυάζω και τα δυο μαζί.  Η αλήθεια είναι βέβαια πως η ταινία την οποία είδα δυο μέρες πριν, στον θερινό κινηματογράφο Λαϊς, της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, με έκανε να μη κρατιέμαι να την ανεβάσω στο blog, και να την στέψω ως ΤΗΝ καλύτερη ταινία δράσης της χρονιάς και πιθανότατα και των τελευταίων ετών.  Το “The Raid: Redemption” είναι μια τέρμα τα γκάζια τεστοστερονάτη περιπέτεια, με χορογραφημένες, ξυλίκικες σεκάνς που κρατούν αρκετά λεπτά, μπόλικη βία και αντρικό αίμα να πετάγεται από τις πιο απίθανες, ανθρώπινες τρύπες.  Ενημερώνω από τώρα.  Δεν είναι μια ταινία ούτε για ξενέρωτους, ούτε για όσους το παίζουν ‘βαριά κουλτούρα’, ούτε για κυράτσες ντυμένες λες και πάνε να απολαύσουν καμιά αποστειρωμένη οπερέτα (ήταν τουλάχιστον τρεις τύπισσες στο cinema, οπού έπειτα από μερικά λεπτά προβολής, σηκώθηκαν απηυδισμένες και αποχώρησαν.  Που μας μωρή ξυπόλυτη στα αγκάθια;  Δε διαβάζεις τι θα πας να δεις, πριν το δεις, ή το ‘ελεύθερη είσοδος’ σου θόλωσε το μυαλό;).  So όσοι δεν ανήκετε στις παραπάνω κατηγορίες, λίγη υπομονή θα κάνετε μέχρι τις 2 Αυγούστου, όταν και θα κυκλοφορήσει.  Για όσους δε μπορούν να περιμένουν, υπάρχει και στο Youtube (και οχι μόνο) ολόκληρη παρακαλώ, αλλά χωρίς υπότιτλους.  Ξεκινάμε…

Σε μια φτωχογειτονιά της Jakarta στην Ινδονησία, ένα 30όροφο κτίριο αποτελεί εδώ και καιρό το εγκληματικό άβατο ενός βαρώνου των ναρκωτικών, του Tama και των πιστών του ‘σκυλιών’ που απαρτίζονται από κάθε λογής παρανοϊκούς δολοφόνους, κλέφτες, έμπορους και χρήστες ναρκωτικών, καθώς και άλλων ακόμη κοινωνικών σκουπιδιών που ο Tama χρησιμοποιεί για την δική του προστασία, αλλά και αυτή των διαφόρων βρωμοδουλειών του.
Παρά το γεγονός οτι το κτίριο στέκει απειλητικό και βρώμικο μες τη μέση της πόλης, κανείς δε φαίνεται να έχει τολμήσει την πολυπόθητη, αστυνομική έφοδο, μιας που οι τριάντα όροφοί του, τίγκα στους εγκληματίες, δεν προϊδεάζει για καμία αίσια έκβαση.  Όλα αυτά δηλαδή μέχρι τη στιγμή που μια ομάδα SWAT αποτελούμενη από 18 άτομα, αποφασίσει να εισβάλει τελικά σε αυτό το κολασμένο άβατο, προκειμένου να το καθαρίσει μια και καλή από τα ανθρώπινα αποβράσματα που το κατοικούν.  Ανάμεσα στους νεοφερμένους επίλεκτους (παιδάκια χωρίς την παραμικρή εκπαίδευση για τέτοιες περιπτώσεις) βρίσκεται και ο Rama (Iko Uwais) ένας νεαρός ο οποίος άφησε την έγκυο γυναίκα του στο σπίτι, και πήρε μέρος στην αποστολή πιστεύοντας στο υψηλό αίσθημα επαγγελματικότητας και τυπικότητας, το οποίο θα έπρεπε να διακρίνει τον καθέναν από αυτούς.  Αλλά δε τους διακρίνει.  Όταν γίνει αντιληπτό από τους υπόλοιπους οτι η αποστολή αυτή αποτελεί στην ουσία, αποστολή αυτοκτονίας (καθότι ο γκριζομάλλης αρχηγός δεν ενδιαφέρθηκε να ενημερώσει κανέναν άλλον σχετικά με το που θα πάνε και τι θα κάνουν), τότε τα πράγματα θα γίνουν επικίνδυνα στριμόκωλα.  Σε βαθμό που μια ομάδα από ανεκπαίδευτα τρυφερούδια να μοιάζει πανεύκολη λεία για τους φουλαρισμένους σε μασετιάριδες/αυτοματιάριδες/τρελιάριδες ορόφους του τρισκατάρατου οικοδομήματος.  Και πάνω που λες οτι το παιχνίδι έχει χαθεί, σκάει μύτη ο Rama και φέρνει τα πράγματα στα ίσια.  The game has just began.

Καταρχάς το γεγονός και μόνο οτι μιλάμε για μια ινδονησιακή παραγωγή, σκηνοθετημένη από έναν Ουαλό, αποτελεί από μόνο του ένα στοιχείο το οποίο αν μη τι άλλο θα έπρεπε να προκαλεί εντύπωση και ενδιαφέρον σε καθέναν από εμάς που του αρέσει γενικώς και αορίστως να τολμά στις κινηματογραφικές του επιλογές.
Ακόμα πιο εντυπωσιακό μάλιστα είναι και το γεγονός οτι η συγκεκριμένη ταινία γυρίστηκε με ένα budget μόλις $1.100.000 εκατομμυρίων, αποδεικνύοντας για πολλοστή φορά οτι οι καλές ταινίες μπορούν να γίνουν και με τα λίγα λεφτά.
Σε κάτι τέτοιο φάνηκε τουλάχιστον πως πίστεψε και ο σκηνοθέτης Gareth Evans, τον οποίο ομολογώ πως ούτε καν τον είχα ακουστά, αλλά τον έμαθα μια και καλή την περίοδο του φεστιβάλ του Sundance, όταν και τσέκαρα για πρώτη φορά το trailer του film και κατάλαβα πως πρόκειται για ένα martial art-ιστικό αριστούργημα.
O Evans μέχρι και πριν από το “Τhe Raid” είχε γυρίσει δυο ακόμα ταινιάκια που κυμαίνονταν σε παρόμοια σεναριακά και σκηνοθετικά μονοπάτια, αν και σίγουρα δεν έφταναν το ‘μεγαλείο’ της νέας του προσπάθειας.
Στο “Footsteps” (2006) ο Evans σκηνοθετεί μια ιστορία για έναν μυστήριο τύπο που αρέσκεται να κινηματογραφεί ξυλοδαρμούς, δολοφονίες και βιασμούς, κάτι που παραπέμπει ξεδιάντροπα στην ίδια την ουσία τους σκηνοθέτη ως επάγγελμα, ενώ στο “Merentau” (2009) -το οποίο σύμφωνα με τον σκηνοθέτη αποτελεί πλέον ένα άτυπο prequel του “The Raid”-αναλαμβάνει να μας καταστήσει για πρώτη φορά γνωστό τον Iko Uwais ο οποίος πριν γίνει ηθοποιός ήταν οδηγός φορτηγών(!).
Αν και η ταινία είχε ξεκινήσει αρχικά με στόχο μια γκανγκστερικής φύσεως υπόθεση που εκτυλίσσεται στη φυλακή με τίτλο “Berandal”, εντούτοις η έλλειψη οικονομικών πόρων οδήγησε τον Evans και τους συνεργάτες του σε ένα μικρότερο και λιγότερο φιλόδοξο project, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του “The Raid”.  Και επειδή ακριβώς οι αντιδράσεις κοινού και κριτικών ήταν στο μεγαλύτερο ποσοστό θετικές, αλλά και τα χρήματα που απέφερε αρκετά, ο Evans αποφάσισε τελικά να κλείσει την υποτιθέμενη τριλογία του με την αρχική του ταινιακή σύλληψη, “Berandal” η οποία αναμένεται να κυκλοφορήσει στις αρχές του 2013 και να συνεχίσει φυσικά την ‘κληρονομιά’ του “The Raid” με πρωταγωνιστή και πάλι τον νευρώδη Uwais στον ρόλο του Rama.

Αν πάτε να δείτε την ταινία με την πεποίθηση οτι πρόκειται να δείτε κάτι ολότελα πρωτότυπο, τότε κάνετε λάθος.  Η υπόθεσή του είναι μια κλασική, αφηγηματική ιστορία από αυτές που έχουμε φάει με το κουτάλι της σούπας από το Hollywood και οχι μόνο, και αν θα έπρεπε να την τοποθετήσουμε σε κάποιο καλούπι μάλλον θα λέγαμε οτι ανήκει στο action crime είδος.  Μια ομάδα επίλεκτων εισβάλει σε ένα κτίριο και τα κάνει όλα ρημαδιό προκειμένου να το ξεσκαρτάρει από όλα τα κακοποιά στοιχειά.  Ωραία, θα μου πείτε.  Και γιατί στο καλό να δώσουμε λεφτά για να πάμε να δούμε κάτι που το έχουμε δει αμέτρητες ακόμα φορές;  Εδώ έγκειται και η γοητεία του “The Raid”.  Κοιτάξτε πέρα από το σενάριο, εκεί που την παράσταση κλέβει η σκηνοθεσία, οι άρτια χορογραφιμένες σκηνές, τα γρονθοκοπήματα, οι κλωτσιές και τα αυτόματα που δε σταματούν λεπτό να ξεχύνουν καυτές σφαίρες και θάνατο.  Και κάπου εκεί θα καταλάβετε οτι δε μιλάμε για την κλασική περιπέτεια με τις υπερψευτιές, τις δυνατές εκρήξεις και τους πρωταγωνιστές που βγαίνουν αλώβητοι και σε φάση ‘πάλι γ*μησα ο π*στης’ (censored).  Κάπου εκεί θα καταλάβετε πως λειτουργεί μια φονική, ανθρώπινη μηχανή χρησιμοποιώντας με τον καλύτερο τρόπο τα πιο δολοφονικά της όπλα: το μυαλό και τη δύναμη του σώματος.
Οι πολεμικές τέχνες και συγκεκριμένα το silat (ένας συνδυασμός πολεμικών τεχνών από αυτές που διδάσκονται στα βάθη της Ασίας), είναι αυτές που αποτελούν τους αδιαφιλονίκητους πρωταγωνιστές της ταινίας, καθώς στο μεγαλύτερο μέρος της και αθροιστικά όσον αφορά τη διάρκειά της, όλοι οι ήρωες έρχονται στα χέρια και γίνεται το μακελειό του αιώνα.  Είναι κάτι το υπέροχο να το βλέπεις, καθώς πέρα από την αυταπόδεικτη βία και βαναυσότητά του, είναι σαν να παρακολουθείς ένα άψογα εκτελεσμένο, brutal μπαλέτο μόνο από άντρες.
Ο Evans έχει μιουτάρει εύστοχα τα πολλά λόγια και έχει φέρει στο προσκήνιο την δράση, τη πράξη, τις σπασμωδικές κινήσεις, την μυρωδιά του ιδρώτα και την αγριάδα αυτών των μικροκαμωμένων, μαυροτσούκαλων ανθρώπων που σε κάνουν σκόνη πριν ακόμη προλάβεις να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου.  Και είναι τόσο full στην αδρεναλίνη όλο αυτό το οπτικοακουστικό υπερθέαμα που το παραδέχομαι ακόμα και εγώ που είμαι γυναίκα.  Και που σε όλη τη διάρκεια της ταινίας δε μπόρεσα να ξεκολλήσω να μάτια μου από την οθόνη.

Οι σεκάνς των ξυλοδαρμών και των εκτελέσεων είναι σίγουρα από τα καλύτερα πράγματα που έχω δει σε περιπέτεια εδώ και πολύ πολύ καιρό, μιας που ο Evans δε βιάζεται, αλλά τους δίνει όλο τον απαραίτητο χρόνο προκειμένου να ξετυλιχθούν και σε πραγματικό χρόνο να αναρωτηθείς πόσο ακόμα θέλει για κάποιος για να πεθάνει.  Οι ήχοι από τα χτυπήματα και τους πυροβολισμούς που πέφτουν βροχή θα σε κάνουν να ζαρώσεις επίπονα τη μύτη σου και να αναφωνήσεις παρέα με τους υπόλοιπους μέσα στην αίθουσα ‘ω ρε φίλε!’, ‘πωπωωω, ή πωωωω (αναλόγως)’, ‘σσσσσσσ αυτό πόνεσε’ και όλα τα σχετικά, οδηγώντας σε τελικά σε μια αναπόφευκτη και αβίαστη λύτρωση έπειτα από τη  απόλυτη ταύτισή σου με τον truly bad ass πρωταγωνιστή.
Εκτός όμως από τα του ξύλου το οποίο πέφτει άφθονο και αυθεντικά ευφάνταστο σε πολλές (πάρα πολλές) οδυνηρές στιγμές, η σκηνοθεσία του Evans κάνει πολύ καλά τη δουλειά της και επιτέλους βλέπουμε και τη σωστή χρήση του slow motion.  Αγαπητοί σκηνοθέτες, δε χρειάζεται κάθε λίγο και λιγάκι να χρησιμοποιούμε το slow motion σαν πανάκεια σε κάθε άκυρη στιγμή την οποία θέλουμε οπτικά να ενισχύσουμε.  Επιλέξτε μια σκηνή που έχει πραγματικά σημασία, δώστε της το slow motion που τις αξίζει και συγχαρητήρια, είστε ένα βήμα πιο κοντά στη προσωπική, καλλιτεχνική σας ανέλιξη.  Επειδή όμως ο Evans φαίνεται οτι είναι από αυτούς που το κάνουν έτσι κι αλλιώς σωστά, θα απολαύστε δυο-τρεις στιγμές επιτυχημένης χρήσης της συγκεκριμένης τεχνικής, οι οποίες θα προσδώσουν στο feeling της ταινίας ακόμα μεγαλύτερη απόλαυση.
Όσον αφορά το σκηνικό, η επιλογή του χώρου αποτέλεσε μια έξυπνη ιδέα για τη δημιουργία του κλειστοφοβικού αισθήματος που προκύπτει από το σαπιοκτίριο (αρκετοί χώροι κατασκευάστηκαν μιας που δεν υπήρχε δυνατότητα εύρεσης ενός χώρου αυτούσια ικανού, για αυτό που είχε στο μυαλό του ο σκηνοθέτης) το οποίο εντείνει ακόμα περισσότερο το σασπένς που έτσι κι αλλιώς βρίθει στο συγκεκριμένο εργάκι.
Οι κλειστές πόρτες, οι ημιφωτισμένοι διάδρομοι και η διαδραστικότητα με τα αντικείμενα του χώρου, αποτελούν μόνο μερικά από τα στοιχεία που διαμορφώνουν το χειρότερο battlefield που έχετε δει τελευταία, και που σε συνεργασία με την χρονικά καθυστερούμενη εξέλιξη των πραγμάτων (χάρη στα αγχώδη πλάνα του Evans) προσδίδουν μια extra δόση τεστροστερονάτης φινέτσας.

Εκτός από όλα τα καλά που έχει, έχει και κάτι ακόμα: ένα απόλυτα cool ΟST, δημιούργημα του Mike Shinoda των Likin Park και του Joseph Trapanese, γνωστός για πολλές κινηματογραφικές μουσικές.  Οι μελωδίες που έχει γράψει ο τύπος αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι κάθε σκηνής η οποία περιλαμβάνει σωματική δράση, και είναι τόσο εύστοχο, δυναμικό και ταιριαστό, ώστε φαντάζεσαι πως αν απλά έβλεπες τις σκηνές χωρίς τη μουσική υπόκρουση κάπου θα έχαναν και τούμπαλιν.
Το “The Raid: Redemption” είναι μια ταινία για όλους, αρκεί να ξέρεις τι πας να δεις.  Έχει ένταση, δύναμη, άγρια ομορφιά, πολύ καλές ερμηνείες, εκατοντάδες κομπάρσους, bad ass OST, τρελή σκηνοθεσία (αρκεί να σκεφτείτε οτι η κάμερα ακολουθεί κατά πόδας κάθε φρενήρη μονομαχία) και άρτια εκτέλεση.  Αν θες να δεις μια ταινία που να κάνει το μυαλό σου να εκραγεί, κάνε λίγη υπομονή μέχρι τις 2 Αυγούστου και δε θα χάσεις.  Απλά δες την και ετοιμάσου για πολεμικές ιαχές.  Και από τους ήρωες, αλλά και από εσένα.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι άνετα θα μπορούσα να τη φανταστώ ως ένα mini tribute στο “Oldboy”, καθώς οι σκηνές με το ξύλο στον διάδρομο σου φέρνουν στο μυαλό κατευθείαν τη ταινία του Chan-woo Park, οτι υπάρχει και πιο επίπονος θάνατος από το να επιχειρήσουν να σε πετάξουν από τον χ όροφο, στο ισόγειο και ότι η φράση ‘μαύρο σκυλί’ αποκτά νέο νόημα.

No trivia

Πάρτε και το πωρωτικό OST και έχετε το νου σας στην κυκλοφορία.  Adios.

Bad Lieutenant: The ‘badest’ around

Hello hello!  Αυτές τις μέρες, και επειδή όπως σας είπα οι διακοπές μου πρόκειται να γίνουν τελικά εντός Αθήνας, μπορεί το πρόγραμμά μου σχετικά με το ανέβασμα των ταινιών, να είναι λιγάκι πιο περίεργο.  Παρόλα αυτά θα συνεχίσω να γράφω μερικές ακόμα κριτικούλες (για όσο δηλαδή έχω όρεξη και φρέσκο υλικό), μέχρι τη στιγμή που κάπου στον Αύγουστο-φαντάζομαι-θα σας αποχαιρετήσω για κάνα δυο βδομάδες, προκειμένου να τα πούμε και πάλι από Σεπτέμβρη.  Σήμερα λοιπόν το menu μας έχει μια ταινία από το μακρινό 1992, στην οποία πρωταγωνιστεί ένας σάπιος-και εξαίρετος, να τα λέμε αυτά-Harvey Keitel.  “Bad Lieutenant” λοιπόν…

O Harvey Keitel υποδύεται τον Lieutenant, έναν άνδρα χωρίς όνομα (πιθανότατα και χωρίς πρόσωπο) ο οποίος αποτελεί ένα από τα εξέχοντα κατακάθια της Νέας Υόρκης.  Ο Lieutenant στον ελεύθερο χρόνο του (ή και οχι απαραίτητα μόνο σε αυτόν) συνηθίζει να μπεκροπίνει και να γίνεται λιάρδα, να κάνει excessive χρήση ναρκωτικών, από ελαφριά μαριχουάνα, μέχρι χτυπημένη ηρωϊνη, κατευθείαν μέσα στην ‘όμορφή του φλέβα’, όπως χαρακτηριστικά του λέει η τύπισσα που τον τρυπάει κάθε φορά, να τον ‘παίζει’ στη θέα ανήλικων κορασίδων και να επιδίδεται σε ένα ασταμάτητο, αθλητικό τζογάρισμα άνευ προηγουμένου.  Το αποτέλεσμα;  O Lieutenant είναι ένας άνθρωπος χωρίς ιερό και όσιο, με ένα σώμα παραδομένο σε κάθε μορφής δηλητήριο και παραγκωνισμένος από κάθε μορφή ουσιαστικής κοινωνικότητας με το επαγγελματικό, αλλά και οικογενειακό του περιβάλλον.
Έπειτα από τον βιασμό μιας καλόγριας από δυο νεαρούς ναρκομανείς, ο Lieutenant θα βρεθεί μπροστά στη συνειδητοποίηση του δικού του, προσωπικού ‘βιασμού’ από τον ίδιο του τον εαυτό, ξεκινώντας μια προσπάθεια για να βρει τα δυο καλόπαιδα και να διεκδικήσει έτσι και την υπαρξιακή του λύτρωση.  Ο δρόμος όμως προς τη συγχώρεση είναι μακρύς και ο ρόλος του ‘σωστού’ Καθολικού δεν είναι για όλους.  Πόσο μάλλον για έναν τύπο που κοινωνεί τα παιδιά του, μιλώντας παράλληλα για το μεγάλο χρέος του στο big-boss των στοιχημάτων και τα διόλου ευκαταφρόνητα ποσά των χιλιάδων δολαρίων που του χρωστά.  Για να μην αναφέρω τη φάση του ‘ξέρω τι έκανες χθες το βράδυ σε δυο πιτσιρίκες, τις οποίες εκβίασες για να ικανοποιήσεις τις σεξουαλικές σου ορμές’…

Ο σκηνοθέτης της ταινίας Abel Ferrara αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, αν μη τι άλλο επειδή ποτέ δε φάνηκε να εγκαταλείπει το προσωπικό του στυλ μέσα στα χρόνια.
Ξεκινώντας από short ταινιάκια τη δεκαετία του ’70, δημιούργησε σιγά σιγά ένα cult status, χάρη στις πρώτες μεγάλου μήκους ταινίες του, το “The Driller Killer” (1979), και κυρίως το “Ms. 45” (1981) οι θετικές κριτικές του οποίου έδωσαν στον Ferrara το απαραίτητο exploitative boost στην καριέρα του.
Η αλήθεια είναι πως και μέχρι σήμερα (η πιο πρόσφατη ταινία του “4:44” αναμένεται στους κινηματογράφους από τις 19 Ιουλίου και μέχρι τώρα έχει λάβει μάλλον bad reviews) ο σκηνοθέτης έχει διατηρήσει ένα δικό του ύφος το οποίο φροντίζει να ενισχύει μέσα από τις ταινίες του οι οποίες παίζουν πάντα επικίνδυνα ανάμεσα στο trashy και το originally cult.
Γκάνγκστερς, βρυκόλακες, μανιακοί δολοφόνοι, διεφθαρμένοι αστυνομικοί, μοιραίες γυναίκες, όλοι αποτελούν δείγματα μιας κοινωνίας που παραπαίει, και ενός κόσμου μέσα στον οποίο οι ήρωές δεν έχουν στον ήλιο μοίρα.  Εξάλλου αν κάποιο μοτίβο είναι κλασικό, αυτό δεν είναι άλλο από την κυριολεκτική σαπίλα την οποία παρουσιάζει μέσα από την κάμερά του και η οποία ελοχεύει σε πολλές και διαφορετικές γωνίες της πόλης που δε κοιμάται ποτέ: της Νέας Υόρκης.

Οι χαρακτήρες του πάντα τυραννισμένοι και αυτοκαταστροφικοί, αποτελούν γέννημα θρέμμα αυτής της μεγαλούπολης η οποία αρέσκεται να τους ‘καταβροχθίζει’ υφαίνοντας ύπουλα ένα πεπρωμένο που παραπέμπει σε ελληνική τραγωδία, με τις δυσκολίες, τον χαμό και την λύτρωση να παίζουν σταθερά στο προσκήνιο.  Όσο exploitative όμως και αν χαρακτηρίσει κανείς έναν σκηνοθέτη όπως ο Ferrara, δε μπορεί παρά να αντιληφθεί και την ανάγκη του να ασχοληθεί με πιο ψαγμένα ζητήματα φιλοσοφικών και θρησκευτικών προεκτάσεων, πράγμα που σημαίνει οτι πολλές από τις ταινίες του δεν αποτελούν απλά b-movies που έχουν ως μοναδικό σκοπό να διασκεδάσουν και να κανιβαλίσουν καταστάσεις.  Αντιθέτως μέσα ακριβώς από τα ύστατα αδιέξοδά των ηρώων του (δεν είναι τυχαίο οτι ένα από τα πολλά trade marks του σκηνοθέτη είναι πως βάζει αρκετούς από τους πρωταγωνιστές του να πεθαίνουν στο τέλος της ταινίας) οδηγεί τόσο τους ίδιους, όσους και εμάς τους θεατές σε μια υπέρτατη λύτρωση, είτε αυτή λέγεται συγχώρεση, εκδίκηση ή απλά θάνατος.
Από τα πιο χαρακτηριστικά σκηνοθετικά και υποθεσιακά αποτελέσματα του Ferrara, είναι αναμφίβολα και το “Bad Lieutenant” το οποίο περιλαμβάνει όλα όσα είπαμε παραπάνω και ακόμα περισσότερα.

Πολυάσχολος αποδείχθηκε το 1992 ο Harvey Keitel, πρωταγωνιστώντας σε δυο ταινίες οι οποίες έμελλαν να γράψουν κινηματογραφική ιστορία, η κάθε μια για τους δικούς της λόγους.
Από τη μια πλευρά ο ρόλος του Mr. White στα “Reservoir Dogs” του Tarantino, ο οποίος αποτέλεσε ένα από τα πολλά κερασάκια πάνω σε μια καριέρα που είχε από καιρό ξεκινήσει να παίρνει την ανιούσα, έπειτα μάλιστα και από την παρουσία του ηθοποιού σε μια σειρά από σκορσεζικές ταινίες (“Mean Streets”, Taxi Driver”, “The Last Temptation of Christ”), και από την άλλη μια alter-ego-ική αμφίεση του ταραγμένου λόγω πολέμου στο Taxi Driver, Travis Bickle, και o Keitel μεταμορφώνεται σε έναν de Niro/Travis (πόσο ίδιοι είναι ακόμα και στο poster του Bad Lieutenant;) δεκαέξι χρόνια μετά την ταινία-σταθμό του Scorsese, με τον Ferrara να αποδίδει αυτή τη φορά την κατεστραμμένη προσωπικότητα του ήρωα στο life style της εποχής.  Λεφτά, ναρκωτικά, sex χωρίς προφύλαξη και εγκληματικότητα στα ύψη, είναι ένα μόνο μέρος της Αμερικής των ’90s όσο σκληρά και ωμά μας το παρουσιάζει εδώ ο Ferrara, και όσο ψυχασθενώς μας το δείχνει η Mary Harron στο “American Psycho”, μια μαύρη κωμωδία για την αποπροσωποποίηση και την αποξένωση του ατόμου στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Στο “Bad Lieutenant” ο πρωταγωνιστής είναι εμποτισμένος με κάθε τι κακό το οποίο μπορεί να υπάρχει, αποτελώντας μια από αυτές τις ταινίες που δικαιολογούν απόλυτα τον τίτλο τους.
Ο ίδιος ο χαρακτήρας του Keitel δεν έχει όνομα, ενδεχομένως επίτηδες από τη πλευρά του σκηνοθέτη, σε μια προσπάθεια να καταστήσει το πρόσωπο αυτό παγκόσμιο και οικουμενικό, σαν να αποτελεί στην ουσία έναν μόνο από τους πολλούς bad lieutenants που κυκλοφορούν εκεί έξω (θυμηθείτε και τον πιο πρόσφατό μας Driver/Gosling του “Drive”).

Η προσωπικότητα του Keitel μοιάζει διαλυμένη ολοκληρωτικά εκ των έσω (πράγμα που δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα των ναρκωτικών), με το επάγγελμά του να αποτελεί επί της ουσίας ένα βιτρινάτο καύκαλο το οποίο έχει ήδη αρχίσει να σπάει.  Βέβαια θα έλεγε κανείς πως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια της ταινίας είναι η-κατά κάποιον τρόπο-εμμονή του ήρωα με τον καθωσπρέπει καθολικισμό του.  Μπορεί να ζει μια ακόλαστη ζωή, παρόλα αυτά μέσα στον Οίκο του Θεού θεωρεί οτι και μόνο η παρουσία του είναι αρκετή προκειμένου να εξαγνιστεί.  Όταν όμως τα πράγματα δυσκολέψουν, τότe θα αναζητήσει την μοναδική λύση που βλέπει, δια μέσου της συγχώρεσης και η ευκαιρία θα του παρουσιαστεί σαν από μηχανής Θεός, όταν και αποφασίσει να λυτρωθεί μέσα από την εύρεση των βιαστών της καλόγριας.  Η τραγική ειρωνεία πέφτει βαριά πάνω του, όταν η πολυπόθητη ανακούφιση δεν έρθει ούτε από εκεί, μιας που η νεαρή και όμορφη καλόγρια έχει ήδη συγχωρέσει τους βιαστές της.  Και τώρα πως θα λογοδοτήσει ο Lieutenant μπροστά στον… Θεό τη στιγμή της Κρίσης, αν οχι έχοντας δώσει τουλάχιστον λίγη ανακούφιση σε ένα αγνό, παρθένο πρόβατο του ποιμνίου του;
Όλη η κοσμοθεωρία της εμπλεκόμενης και διαρκώς αμφισβητίσημης θρησκευτικότητας του άνδρα, εμπεριέχεται σε ένα και μοναδικό πλάνο στην αρχή της ταινίας.  Ο Lieutenant αφού έχει αφήσει τα παιδιά του στο σχολείο, παίρνει μια γερή σνίφα κοκαΐνης ενώ βρίσκεται μέσα στο αυτοκίνητο.  Και ποιο το έξυπνο εύρημα από πλευράς σκηνοθέτη;  Ο Keitel είναι απόλυτα νεταρισμένος (φαίνεται ολοκάθαρα), ενώ από τον εσωτερικό καθρέφτη του αμαξιού κρέμεται ένας σταυρός ο οποίος παίζει στο φλου (δε φαίνεται πολύ καθαρά).  Case closed: η δυσδιάκριτη φύση του σταυρού, αντικατοπτρίζει επακριβώς τη δυσδιάκριτη πίστη του ήρωα.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία, είναι γεγονός οτι θυμίζει έντονα Scorsese (Mean Streets ftw), με πλάνα που ρέουν και αφήνουν την υπόθεση (ποια υπόθεση;) να εξελιχθεί ήσυχα, πολλά κοντινά που υπερτονίζουν τη αυξανόμενη ένταση και μια κινηματογράφηση επίπονης ρεαλιστικότητας και αναπόφευκτου κινδύνου.
Το “Bad Lieutenant” είναι μια ταινία για περιορισμένα γούστα καθώς έχει ακραίες εικόνες-ιδιαίτερα γλαφυρές σε στιγμές-, αθυροστομία στο φουλ και λοιπά άλλα.  Έχει όμως και μια ερμηνειάρα ΝΑ από τον Keitel, μια ιδανική χαρτογράφηση της εποχικής Αμερικής, και μια σκηνοθεσία μαύρη κι άραχνη.  Έτσι δηλαδή όπως της αξίζει.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο Keitel ήταν σφίχτης και στο full frontal του απέδειξε οτι διαθέτει και άλλα ‘μεγαλεία’, οτι το remake με τον Nicolas Cage είναι εξίσου απολαυστικό (και ο Nicolas Cage μαζί με το φυτεμένο μαλλί του, τέλειοι!) και οτι ο Ferrara έκανε μια μνεία στη παλία του επιτυχία “Ms. 45” στην οποία μια μουγκή κοπέλα βιάζεται δυο φορές μέσα σε μια μέρα (oh f*ck) και έπειτα μεταμφιέζεται σε…καλόγρια, πάει σε μασκέ πάρτι και ζητά εκδίκηση.  Ferrara σ’αγαπώ…

TRIVIA

  • Η ταινία γυρίστηκε σε μόλις 18 μέρες.
  • Η γυναίκα που κάνει χρήση μαζί με τον Keitel, είναι η Zoe Lund, συν-συνεραιογράφος και πρωταγωνίστρια του “Ms. 45”.  Τραγική ειρωνεία;  Πέθανε σε ηλικία 37 ετών από ναρκωτικά.
  • Ο πρωταγωνιστικός ρόλος γράφηκε αρχικά για τον Christopher Walken.
(ΠΗΓΗ IMDB)