Rentaneko (a.k.a Rent a Cat): Is a cat the solution to loneliness?

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Καλησπέρα καλησπέρα, από τον βροχερό Πειραιά!  Τι ωραία μέρα και πόσο μ’ αρέσει όταν είναι έτσι σκοτεινή και βροχερή, αλλά να είμαι και σπίτι μου, να τα λέμε αυτά.  Όπως βλέπετε επιστρέψαμε και πάλι σε κινηματογραφικές προτάσεις από το τελευταίο φεστιβάλ της Αθήνας, τις Νύχτες Πρεμιέρας.  Αν και αυτή την εβδομάδα οι αίθουσες θα είναι γεμάτες από πολλές και διαφορετικές ταινιακές επιλογές, προκειμένου να διαλέξετε αυτή που ταιριάζει σε εσάς, εμείς, θα αρχίσουμε να μιλάμε γι’ αυτές από την Παρασκευή και μέχρι την επόμενη εβδομάδα.  Έχετε λοιπόν το νου σας οτι σας περιμένουν το αμιγώς κινηματογραφικό πόνημα του Leos Carax, “Holy Motors” (ταινία για λίγους, αλλά πραγματική πρόκληση για τους πολλούς), το οπτικοακουστικό υπερθέαμα των αδελφών Watchowski, “Cloud Atlas”, το γοτθικό animation του Tim Burton, “Frankenweenie”, αλλά και το σινεφιλικό δημιούργημα του Christian Mungiu, “Beyond the Hills”.  Για πιο ελαφριές καταστάσεις κυκλοφορεί και μια χαλαρή κωμωδία ηλικίας, με τους Meryl Streep και Tommy-Lee Jones, το “Hope Springs”, ενώ κυκλοφορεί και το αριστουργηματικό “Nosferatu” (1922) του μεγάλου F.W Murnau, με αφορμή τη νεο-αναζωογονημένη μας αγάπη, απέναντι στα βαμπίρια.  Σήμερα εντούτοις, θα ασχοληθούμε με ένα ταινιάκι εξ Ιαπωνίας, το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα μια υποτιπώδη Amelie, αλλά και με την εμπλοκή χαριτωμένων, γούνινων τετράποδων: ψιψίνων φυσικά!  Btw, welcome νέε αναγνώστη : )

H Sayoko είναι μια νεαρή, μοναχική κοπέλα που ζει σε κάποια πόλη της Ιαπωνίας, η οποία συνδυάζει κάτι από αστική, κτιριακή διαμόρφωση και παραδοσιακή, ταυτόχρονα, ζωή, δίπλα στις καλαμιές, το ποτάμι και τη νωχελική καλοκαιρινή ατμόσφαιρα της εποχής.
Η πρωταγωνίστρια δεν είναι και το πιο φυσιολογικό άτομο που έχεις δει, καθώς βγάζει τα προς το ζην με έναν ενδιαφέροντα τρόπο: νοικιάζει γάτες σε ανθρώπους!  Η Sayoko όμως φροντίζει τα γατάκια της και δεν τα δίνει όπου κι όπου.  Τα άτομα τα οποία αποφασίζουν να νοικιάσουν μια γατούλα, είναι συνήθως μοναχικά και απογοητευμένα από την ίδια τη ζωή, οπότε θα έλεγε κανείς πως η νεαρή “επιχειρηματίας”, τους προσφέρει μια μορφή μουστακλίδικης ψυχοθεραπείας.  Όταν μάλιστα έπειτα από το πέρας του συμφωνημένου χρόνου ενοικίασης, τα γατάκια γυρνάνε στο σπίτι, ο ψυχαναλυόμενος, έχει συνήθως λύσει το πρόβλημα του (όπως κι αν μεταφράζεται δηλαδή αυτό), με την Sayoko να υποδέχεται στο σπίτι περιχαρής, την κάθε της ψιψίνα.  Παρόλα αυτά, από την αρχή κιόλας της ταινίας, υπάρχει μια βασική αντίφαση πάνω στην οποία φαίνεται πως πατάει έτσι κι αλλιώς το συγκεκριμένο εργάκι: η Sayoko εξακολουθεί να είναι μόνη, παρέα με τις γάτες της, την ίδια στιγμή που όλοι της οι πελάτες, έχουν καταφέρει να κάνουν το επόμενο βήμα στη ζωή τους.  Και εκείνη;  Πότε θα το κάνει;

Αν και όπως έχετε καταλάβει, αρέσκομαι ιδιαίτερα στον ασιατικό κινηματογράφο (παλαιότερο και σύγχρονο), παρόλα αυτά, έχω μια τάση να βλέπω περισσότερο ταινίες νοτιοκορεατών δημιουργών (άντε και κάνα Χονγκ-Κόνγκ) και πολύ λιγότερο Κινέζων ή Ιαπώνων.  Ο λόγος μάλλον πρέπει να αναζητηθεί στον παράφορο “έρωτά” μου για τον Chan-wook Park, γεγονός που πρέπει να ξεπεράσω κάποια στιγμή, ευχαριστώ πάρα πολύ.
Στη προκειμένη περίπτωση για παράδειγμα, το “Rentaneko” είναι σκηνοθετημένο από μια Ιαπωνέζα δημιουργό, την Naoko Ogigami, για τη δουλειά του οποίου δεν έχω τη παραμικρή ιδέα.  Έτσι κι αλλιώς βέβαια, και από ότι είδα, η φιλμογραφία του είναι και από μόνη της περιορισμένη, οπότε δε μπορώ να πω με σιγουριά τι είδους σκηνοθέτρια είναι η κ. Ogigami.  Μπορώ όμως να πω σίγουρα οτι το “Rentaneko” μου θύμισε τελικά πολύ την αγαπητή μου ταινία του Park, “I’m a Cyborg but that’s OK”, κυρίως όσον αφορά τη φαντασιακή αναπαράσταση ορισμένων σκηνών, αλλά και του σοβαρού κοινωνικού μηνύματος που ενυπάρχει μέσα σε αυτές, και που παρά το γεγονός οτι είναι διαφορετικό, εντούτοις είναι πικρά απτό.  Και για εμένα τέτοιου είδους ταινίες που καταφέρνουν να συνδυάζουν μια γλυκόπικρη επίγευση, με δόσεις πραγματικής ζωής, είναι που αποτελούν πραγματικές, ανεξάρτητες παραγωγές, άξιες προσοχής.  Και πιστεύω οτι το “Rentacat” είναι μια τέτοια.

Στο “I’m a Cyborg but that’s OK”, η πρωταγωνίστρια (νεαρή και εκεί), κλείνεται σε ένα ψυχιατρείο, επειδή πιστεύει οτι είναι…cyborg.  Το θέμα μπορεί να φαντάζει χιουμοριστικό, αλλά τελικά δεν είναι, διότι η ψύχωση της Su-jeong την αποτρέπει από το να φάει και τη παραμικρή ποσότητα κανονικού φαγητού, εξαιτίας του φόβου της οτι μπορεί να βραχυκυκλώσει!  Για τον λόγο αυτό η Su, “τρέφεται” μόνο με…μπαταρίες(!), τις οποίες και γλύφει, προκειμένου να επαναφορτιστεί.
Σε τέτοια περίπου μονοπάτια κινείται και η ταινία της Ogigami, αν και εδώ η ηρωίδα δε φαίνεται να διακατέχεται από κάποιον ακραία διαταραγμένο ψυχισμό, ίσως μόνο από κάποιες προσωπικές εμμονές (βλ. γάτες), καθώς και από την αδυναμία της να κοινωνικοποιηθεί.
Ενώ η ταινία του Park, παρουσιάζει με τρόπο γλαφυρό το πρόβλημα ενός (ή και πολλών) διαταραγμένων προσωπικοτήτων που χρίζουν ιατρικής βοήθειας, καταφέρνει να ξεφύγει από τα τετριμμένα, και να δημιουργήσει ένα παραμύθι πάνω στη δύναμη της φιλίας, της αγάπης και της ανάγκης για επικοινωνία, πράγματα δηλαδή που μπορούν να βοηθήσουν καταλυτικά στην αντιμετώπιση ψυχικών νοσημάτων (σε πρώτη βάση τουλάχιστον).  Με απόλυτο σεβασμό απέναντι σε αυτό που θέλει να πει, λειτουργεί και η Ogigami, η οποία μέσα από μια γλυκιά και χαριτωμένη σκοπιά, παρουσιάζει ένα ολοένα και αυξανόμενο πρόβλημα των καιρών μας: τη μοναξιά.  Φροντίζοντας να μη μεταφέρει τη ταινία του στο άλλο άκρο, αυτό δηλαδή του μελοδράματος και της φτηνής συγκίνησης, δημιουργεί ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο τα αντικρουόμενα συναισθήματα και η ανάγκη της προσωπικής απελευθέρωσης, “καίγονται” από την άνευ ανταλλάγματος αυτοθυσία της πρωταγωνίστριας (η Sayoko δίνει, χωρίς να ζητάει τίποτα).

Η ουσία της μοναξιάς και της καθημερινής ρουτίνας, εκφράζεται έξυπνα μέσα από τη σκηνοθεσία, καθώς στην ουσία η δράση της Sayoko επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά μέσα από ένα και μόνο μοτίβο.  Η Sayoko βγαίνει με το καροτσάκι με τις γάτες στον δρόμο, διαλαλεί την ενοικιαζόμενη πραμάτεια της, κάνει τη συμφωνία με το άτομο εκείνο που θα θεωρήσει οτι πληρεί τις προϋποθέσεις της, του νοικιάζει τη γάτα και στη συνέχεια επανέρχεται στο σπίτι, μέχρι τη στιγμή που θα πάρει και πάλι το κατοικίδιό της πίσω (κάτι που γίνεται με μια τρομερή συμπύκνωση χρόνου, που μπορεί να αφήσει πολλούς να αναρωτιούνται αν τελικά τα ζωάκια παραδίδονται στους πελάτες, μόνο για μια ημέρα!).
Γυμνή από ένα υποθεσιακά, ενδιαφέρον story (δεν υπάρχει στην ουσία υπόθεση, το πράγμα εξαντλείται από τη πρώτη ενοικίαση, όπως ακριβώς και εσύ.  Αυτό όμως είναι το ζητούμενο) και βασισμένη αποκλειστικά και μόνο στην αμελί-στικη παρουσία της Mikako Ichikawa, το “Rentaneko” είναι μια ταινία την οποία είναι σίγουρο οτι θα απολαύσεις, αν σου αρέσει δηλαδή αυτό το είδος της quirky, ανεξάρτητης ταινίας. 
Η αλήθεια είναι πως αυτή η καθημερινή λούπα της Sayoko και η επιφανειακή τελικά επαφή της με τους πελάτες της (οι οποίοι με τη σειρά τους βιώνουν τη δική τους μοναξιά και αποτελούν διάφορα μέλη μιας κοινωνίας, από την ηλικιωμένη γυναίκα, και τον παντρεμένο οικογενειάρχη, μέχρι την εξίσου νεαρή εργένισσα), αποτελεί και το ηθικό δίδαγμα του σκηνοθέτη.  Αν δηλαδή κάποιος δεν αντιληφθεί σε πρώτη φάση από μόνος του, το γεγονός οτι έχει ανάγκη από μια συντροφική βοήθεια, τότε είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί λύση σε αυτό που τον ταλανίζει, γιατί απλά δεν έχει ακόμα βρει τι είναι αυτό.  Για παράδειγμα στην ταινία, όλοι αντιλαμβάνονται το πρόβλημα της μοναξιάς τους, γιατί αποφασίζουν να κάνουν κάτι γι’ αυτό και συγκεκριμένα να νοικιάσουν μια γάτα.  Η Sayoko αποτελεί στην ουσία τον μεσάζοντα για τη “θεραπεία” αυτών των ανθρώπων, οχι όμως και για τη δική της, καθώς από εκείνη λείπει η συνειδητοποίηση της κατάστασής της και άρα, η γνώση.  Εκείνοι που την έλαβαν, πέρασαν στο επόμενο στάδιο της ζωής τους.  Οχι όμως και η νεαρή ηρωίδα μας.

Η σκηνοθεσία της Ogigami είναι γεμάτη ζεστά χρώματα και φως, γεγονός που έρχεται κόντρα με την κατά τα άλλα προβληματική καθημερινότητα της Sayoko, αλλά αυτή είναι και η ανάγκη του σκηνοθέτη, να μας παρουσιάσει δηλαδή μια ταυτόχρονα εναλλακτική, αλλά και τόσο πιστά στα προβλήματα των καιρών μας, πραγματικότητα.
Το τοπίο της ταινίας το οποίο παραπέμπει σίγουρα σε μια διαφορετική, χρονική εποχή, προσδίδοντας μια σταλιά αναγκαίας ντεκαντάνς (και κιτς, αν κρίνουμε από το παλαβιάρικο ντύσιμο της πρωταγωνίστριας), βοηθάει στο να δημιουργηθεί το κατάλληλο περιβάλλον, μέσα από το οποίο ο θεατής θα αρχίσει να αναρωτιέται σχετικά με το αν στη τελική, πρόκειται για ένα εντελώς διαφορετικό, χωροχρονικό κομμάτι, μέσα στη φυσιολογική ροή του χρόνου όπως τον ξέρουμε.
Παραπέμποντας την ίδια στιγμή σε κάτι το ονειρικό, αλλά και σε κάτι το καθημερινά επίπονο, το “Rentaneko” ενδύεται το κοστούμι της χιουμοριστικής ταινίας, τη στιγμή που ξεκάθαρα είναι κάτι ολότελα διαφορετικό.  Αξίζει να του ρίξετε μια ματιά αν μη τι άλλο για την όμορφη σκηνοθεσία, τις ζεστές ερμηνείες και την ειλικρίνεια που βγάζει.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο ανανάς είναι σίγουρα μια πρωτότυπη επιλογή για το ιερό/βωμό της γιαγιάς σου, οτι τα ιαπωνέζικα τζιτζίκια ακούγονται το ίδιο, ακόμα και στο Lineage(!!) και οτι η γυναίκα που συνεχώς “της την λέει” από την διπλανό κήπο, δεν είναι γυναίκα.  Είναι κυριούλης, ο οποίος μάλιστα έχει παίξει και σε ταινίες του Park. Χα!

No trivia

Bernie: To be (guilty) or not to be (guilty)?

Καλημέρα σε όλους και καλή εβδομάδα!  Σήμερα θα ξεκινήσουμε τη μέρα μας, με μια ταινία της περασμένης χρονιάς, η οποίο δε νομίζω οτι πήρε και ποτέ διανομή στη χώρα μας.  Με αφορμή λοιπόν μια πολυκινηματογραφική εβδομάδα που θα ζήσουμε από την ερχόμενη Πέμπτη, είπα να δούμε κάτι διαφορετικό, μέχρι τουλάχιστον την παρουσία στο blog ταινιών όπως, τα “Frankenweenie”, “Cloud Atlas”, “Beyond the Hills” και “Holy Motors”.  Και το “Bernie” είναι πραγματικά διαφορετικό, με τον καλύτερο ρόλο στην μέχρι τώρα καριέρα του Jack Black.  Αναμφίβολα.  Για να δούμε λοιπόν.

O Bernie (Jack Black) είναι ένας μυστήριος νεκροθάφτης, ο οποίος φτάνει σε μια μικρή πόλη του Τέξας, προκειμένου να προσφέρει τις, ομολογουμένως, εντυπωσιακές του γνώσεις σχετικά με τον ίδιο τον θάνατο, στο γραφείο τελετών της περιοχής.  Δεν περνάει πολύς καιρός και ο Bernie μετατρέπεται σύντομα στον άνθρωπο για όλες τις δουλειές, τραγουδώντας gospel στις κηδείες των ηλικιωμένων και οχι μόνο, αναλαμβάνοντας τα πάντα γύρω από την περιποίηση του αποθανόντος και της καλύτερης, δυνατής του μετάβασης στον…επουράνιο κόσμο, αλλά και τη παρηγοριά όσων μένουν πίσω, δυνατοί και ακμαίοι.  Χωρίς να δίνει ποτέ στόχο με τη προσωπική του ζωή, αλλά αποτελώντας το κρυφό όνειρο(!) πολλών κοριτσόπουλων της περιοχής, ο Bernie δημιουργεί σιγά σιγά έναν ζώντα μύθο γύρω από το όνομα και το πρόσωπό του, και που όπως όλα δείχνουν είναι πολύ πολύ πραγματικός και καθόλου προσποιητός.  Εξάλλου η κοινωνική προσφορά του, η βοήθεια των κατοίκων σε πάσης φύσεως ζητήματα και ο ειλικρινής, ταπεινός του χαρακτήρας, δεν αφήνουν περιθώριο για ψέματα και “ηθοποιϊλίκια”.  Όλα αυτά βέβαια μέχρι τη στιγμή που αποφασίζει να παρηγορήσει μια ακόμη χήρα, την τσιγκούνα και δύστροπη Marjorie Nugent (Shirley McLaine).  Και τότε τα πράγματα θα πάρουν την κατηφόρα.  Όπως ακριβώς και η ζωή του Bernie ως ελεύθερος άνθρωπος…

O Richard Linklater είναι ένας από τους σκηνοθέτες που θεωρήθηκε ως το νέο αίμα, την εποχή των αμερικάνικων ’90s, γεγονός που φαίνεται ξεκάθαρα από τις πρώιμες ταινίες της καριέρας του.  Όντας παράλληλα, σεναριογράφος, αλλά και ηθοποιός ο Linklater έκανε το μεγάλο μπαμ, όταν το 2005 προτάθηκε για Oscar Καλύτερου Προσαρμοσμένου Σεναρίου, για το indie romance, “Before Sunset”, συνέχεια του ρομαντίζοντος δράματος “Before Sunrise” (1995), με τους Ethan Hawke και Julie Delpy.
Έκτοτε ο Linklater έχει σκηνοθετήσει μερικά ενδιαφέροντα, και διαφορετικού περιεχομένου ταινιάκια, όπως το “Fast Food Nation”, το οποίο πραγματεύεται το γρήγορο φαγητό της εποχής μας, και κάτα πόσο το junk food αποτελεί μια ολοένα αυξανόμενη απειλή τόσο για εμάς, όσο και για το περιβάλλον μας, το “Me and Orson Welles”, μια ταινία που κουβαλάει τη μνήμη ενός νεαρού Welles ο οποίος ανεβάζει στο θέατρο το έργο “Julius Caesar”, καθώς και το animation real αισθητικής, “A Scanner Darkly”, στο οποίο εξερευνά τις παραισθησιογόνες εμπειρίες που δημιουργεί ένα ναρκωτικό του μέλλοντος.
Με ιδιαίτερη σκηνοθεσία, ρεαλιστική και καθαρά αφηγηματική τις περισσότερες φορές, ο Linklater μοιάζει με τον κλασικό, ανεξάρτητο σκηνοθέτη που δημιουργεί ταινιακές καταστάσεις από το υλικό, που άλλοι σκηνοθέτες, θα άφηναν εκτός στις ταινίες τους.  Ένα ημερήσιο ρομάντζο;  Ή μια βραδινή συζήτηση σχετικά με τις επίπονες αναμνήσεις του Λυκείου, στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου (“Tape”, 2001);  Πράγματα άξια για πέταμα, γίνονται εκφραστές μιας ολόκληρης ιστορίας, μιας ολόκληρης ταινίας.  Όπως ακριβώς συμβαίνει δηλαδή και στη περίπτωση του “Bernie”.

Το 1996 στο Carthage του Τέξας, η 81χρονη εκατομμυριούχος, Marjorie, δολοφονήθηκε από τον σύντροφό της, Bernie Tiede, τοπικό νεκροθάφτη και αγαπητό μέλος της κοινότητας, επειδή σύμφωνα με την ομολογία του ίδιου του Tiede, η ηλικιωμένη γυναίκα είχε γίνει αφόρητα πιεστική και τυραννική απέναντί του.  Όπως έλεγε και ο ίδοος, δε τον άφηνε να έχει παρέες, να ασχολείται με τους κοινωφελείς σκοπούς που τόσο πολύ αγαπούσε, και γενικώς, να ζει τη ζωή του ήρεμα και απλά.  Η Marjorie, συνέχιζε, είχε γίνει αυταρχική και μίζερη, θέλοντας πάντα τη προσοχή στραμμένη πάνω της, και κυρίως αυτή του Bernie.
Τόση ώρα θα μπορούσατε να διαβάζετε μια ακόμη περίληψη της ταινίας, και να αναρωτιέστε γιατί στο καλό να κάνω πάλι κάτι τέτοιο.  Για τον απλό λόγο, οτι το συμβάν που μόλις σας περιέγραψα, είναι η πραγματική ιστορία πάνω στην οποία χτίστηκε η ταινία του Linklater.
Αυτό όμως που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο “Bernie”, δεν είναι το γεγονός οτι πρόκειται για ένα ακόμα film που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα ή σε αληθινή ιστορία, αλλά κυρίως ο τρόπος με τον οποίο ο σκηνοθέτης έχει εμπλέξει ιδανικά τη ντοκιμαντερίστικη μορφή, με αυτή της μυθοπλασίας, δημιουργώντας επί της ουσίας ένα τίνι τρόπο, μυθοπλαστικό ντοκιμαντέρ.  Αυτή ακριβώς η σκηνοθετική τεχνική που χρησιμοποιεί εδώ ο Linklater, είναι που κάνει τη ταινία να ξεχωρίζει, και να μην αποτελεί ένα ακόμη αναμάσημα των ίδιων και των ίδιων υποθεσιακών, αλλά και κινηματογραφικών μορφών.

Η ύπαρξη ενός υποτυπώδους, αλλά ξεκάθαρου στυλ ντοκιμαντέρ, δεν είναι κάτι ξένο απέναντι στις μυθοπλαστικές ταινίες, καθώς υπάρχει ένα είδος κινηματογράφου που υπηρετεί πιστά το πάντρεμα της κατασκευασμένης πλοκής, με το original ντοκιμαντέρ: ο πολιτικός κινηματογράφος.
Υπάρχουν δημιουργοί όπως ο Αργεντινός Fernando Solanas, ο οποίος αποτελεί έναν άρτιο τεχνίτη αυτού του ύφους cinema, συρράφοντας μέσα στις ταινίες του κομμάτια από επίκαιρα της κάθε εποχής (επίκαιρα χαρακτηρίζονται τηλεοπτικά κομμάτια από ειδήσεις της κάθε χρονικής περιόδου), και εμπλουτίζοντάς τα παράλληλα με ένα “χ” σενάριο.
Έτσι στο “Bernie”, μπορεί ο Linklater να μην επικεντρώνεται άμεσα σε πολιτικές προεκτάσεις, παρόλα αυτά αφήνει να εννοηθεί μέσα από την πλοκή, οτι ένα κάποιο κοινωνικοπολιτικό μήνυμα σίγουρα ενυπάρχει.  Ο λόγος είναι πως όταν είχε διαπραχθεί η δολοφονία από τον Tiede, όλη η τοπική κοινωνία είχε πάρει το μέρος του!  Ακόμα και όταν ο ίδιος είχε ομολογήσει οχι είχε σκοτώσει τη Nugent εν ψυχρώ, όλοι είχαν ταχθεί υπέρ του, τονίζοντας τη χαρισματική του προσωπικότητα και την καλή του την καρδιά, την ίδια στιγμή που άφηναν να εννοηθεί οτι η Nugent άξιζε στη τελική αυτό που έπαθε, εξαιτίας του κακιασμένου της χαρακτήρα.  Τότε μάλιστα ο Danny Buck (Matthew McConaughey) ο εισαγγελέας της μικρής πόλης, αναγκάστηκε να μεταφέρει την εκδίκαση του κατηγορουμένου σε άλλη περιοχή, εξαιτίας της σαφέστατης πρόθεσης των κατοίκων (και κατ’ επέκταση των όποιων ενόρκων), να αθωώσουν τον Tiede.
Καταφέρνοντας λοιπόν με τρόπο ευρηματικό να συνδυάσει πραγματικά γεγονότα και μαρτυρίες των κατοίκων, με τη μορφή “κουτσομπολίστικης κατασκευής του προφίλ του ήρωα” (οι οποίοι κάτοικοι δεν είναι ηθοποιοί, αλλά οι γείτονες του φυλακισμένου πια Tiede) και με μια σκηνοθεσία που μας ταξιδεύει διαρκώς στο παρελθόν, μέσα από τα ομιλούντα flash back των γνωστών του πρωταγωνιστή, ο σκηνοθέτης πετυχαίνει τελικά τη δημιουργία μιας ταινίας άκρως ενδιαφέρουσας οπτικά, αλλά και ερμηνευτικά, μιας που ο Black δίνει αναμφίβολα τη καλύτερη ερμηνεία του μέχρι τώρα.

Στρουμπουλός, γοητευτικός στα πλήθη, αλλά και μια μια δόση υποβόσκουσας σκοτεινιάς, ο Black, μοιάζει να υποδύεται ιδανικά έναν άνδρα ο οποίος έφτασε στο έγκλημα, χωρίς καν να αντιληφθεί το πως και το γιατί.  Το γεγονός μάλιστα οτι αρκετό καιρό μετά τη δολοφονία, συνέχιζε να εξαπατά κατά κάποιον τρόπο, την κοινωνία, κάνοντας όλους να πιστεύουν οτι η ηλικιωμένη χήρα είχε αποσυρθεί σε κάποιο νοσοκομείο μετά το πρόσφατο “εγκεφαλικό” της, μαρτυρά αν μη τι άλλο μια εξόχως υποκριτική στάση που ταιριάζει ιδανικά με το πλαίσιο δημιουργίας μιας ταινίας, γι’ αυτή την υπόθεση που προκάλεσε αίσθηση.
Ο Black σίγουρα υποδύεται εξαιρετικά τον αληθινό Tiede (στο τέλος της ταινίας μάλιστα υπάρχει και ένα σύντομο video που δείχνει τον ηθοποιό να συζητά μέσα στις φυλακές με τον Bernie), περνώντας από κάθε πιθανή εναλλαγή συναισθήματος και καταφέρνοντας να κρατηθεί αληθινός, ακόμα και με την απουσία της προσωπικής του ελευθερίας.  Δεν είναι τυχαίο εξάλλου το γεγονός, οτι ακόμα και πίσω από τα κάγκελα, ο Bernie, συνέχισε να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα, να βοηθάει δηλαδή τον κόσμο και να φροντίζει για την όσο το δυνατόν πιο ομαλή διαβίωση των τροφίμων, με ποικίλους τρόπους.
Κάπου στη ταινία θα βρείτε μια έντονη αντίφαση ανάμεσα στην ενοχή και την αθωότητα του πρωταγωνιστή, καθώς η ζωή του μέχρι πριν τη μοιραία στιγμή (αλλά και μετά από αυτή), παραπέμπει μόνο σε έναν άνθρωπο απόλυτα ειλικρινή, κοινωνικό και σχεδόν, αγγελικά πλασμένο, με πάντα αγνές προθέσεις και ανάγκη βοήθειας του συνανθρώπου.  Παρόλα αυτά, ο νόμος είναι νόμος, και ενώ θα πιάσετε τους εαυτούς σας να υποστηρίζουν κρυφά τον Bernie, εντούτοις η-ατυχής-δολοφονία μιας γυναίκας, δε γίνεται να περάσει χωρίς την απαραίτητη τιμωρία.  Ακόμα και αν αυτή είναι υπερβολική, βάση του πρότερου βίου του.  Πενήντα χρόνια.  Μια ζωή μέσα στη φυλακή.  Να και το κοινωνικοπολιτικό σχόλιο του σκηνοθέτη.  Κεκαλυμμένο μεν, παρών δε.
Το υποστηρικτικό cast που απαρτίζεται από τους McLaine-McConaughey, είναι το ιδανικό, με την McLaine να είναι η επιτομή της bitch, και ο Matthew επιτέλους ηθοποιός.
Το “Bernie” είναι μια μαύρη κωμωδία που κυλάει σαν νεράκι.  Ιδιαίτερη και εξόχως ερμηνευμένη από τον Black, είναι μια ταινία που πρέπει να δείτε αν αρέσκεστε στα σύγχρονα dramedy.  Με τη καλή την έννοια.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η νοητή ταύτιση του Bernie εδώ, με τη ταινία “Τρελό Σαββατοκύριακο στου Μπέρνι” στην οποία ένας νεκρός περιφέρεται από δυο τύπους σαν να είναι ζωντανός, είναι too good to be true, οτι ο Black έχει λαρύγγι, οχι αστεία και οτι ο ρόλος ζωής του McConaughey είναι αυτός του βλαχο-Τεξανού. 


No trivia

Fa yeung nin wa (a.k.a In the Mood for Love): We won’t be like them

Καλημέρες, καλημέρες!  Τετάρτη σήμερα και από αύριο έχουμε μια ουσιαστικά, νέα ταινία που βγαίνει στις αίθουσες, κι αν μάλιστα δεν είστε fan, καλύτερα να το αφήσετε.  Η Bella, ο Edward και ο Jacob, επιστρέφουν για το τελευταίο μέρος του “The Twilight Saga”, “The Breaking Dawn-Part 2”, κλείνοντας έτσι μια και καλή το όραμα; της συγγραφέως Stephanie Meyer, σχετικά με τη μεταφορά του βαμπιρικού love story της, στον κινηματογράφο.  Αν πάλι δεν είστε και πολύ θερμοί οπαδοί της ελαφριάς βαμπιρολαγνείας, τότε μπορείτε να επισκεφθείτε τον ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟ για μια πολύ καλή δόση “Monsieur Lazhar” ή να πάτε να δείτε τελικά το “The Hunt” που τόσο καιρό σας πρήζω και πιστέψτε με, αξίζει τα λεφτά του.  Στα καθ’ημάς, σήμερα το menu έχει κάτι από Ανατολή στα καλύτερά της (θα μου πείτε και πότε δεν ήταν;).  Το “In the Mood of Love” είναι μια ήπιων τόνων ιστορία αγάπης, με εξαιρετική σκηνοθεσία, υπέροχη ατμόσφαιρα και λιτές, αλλά ταυτόχρονα απόλυτα δυναμικές ερμηνείες.  Μια ταινία που πρέπει να δείτε σίγουρα…

Βρισκόμαστε στο Χόνγκ Κόνγκ του 1962.  Δυο ζευγάρια μετακομίζουν την ίδια στιγμή σε δυο γειτονικά διαμερίσματα, τα οποία (εκείνη την εποχή τουλάχιστον), διέθεταν κοινούς, τη κουζίνα, αλλά και άλλους χώρους.  Αυτομάτως ο σκηνοθέτης καθιστά έντονη τη παρουσία, της όμορφης Mrs. Chan (Maggie Cheung) και του εκλεπτυσμένου Mr. Chow (Tony Leung Chiu Wai), οι οποίοι από την πρώτη στιγμή θα αρχίσουν να αναπτύσσουν έναν ενδιαφέροντα δεσμό, κυρίως μέσα από το βλέμμα.  Όταν οι υποψίες τους, σχετικά με την εξωσυζυγική σχέσει των συζύγων τους (οι οποίοι τα έχουν μπλέξει μεταξύ τους), επιβεβαιωθεί και από τους δυο, τότε το πρωταγωνιστικό μας “ζευγάρι” θα οδηγηθεί στα δικά του ερωτικά μονοπάτια, συνάπτοντας σχέση μεταξύ τους, αλλά με μια διαφορά: η δική τους σχέση είναι οριοθετημένη και ελεγχόμενη.  Ένα ελεγχόμενο πάθος θα έλεγε κανείς.  Και αυτό είναι που στην ουσία θα ορίσει τις ζωές και των δυο για πάντα.

Ο Kar Wai Wong, είναι ένας Κινέζος σκηνοθέτης, με πολλές ταινίες στο ενεργητικό του, οι περισσότερες εκ των οποίων έχουν χαρακτηριστεί ως μικρά αριστουργήματα, κερδίζοντας το ένα βραβείο μετά το άλλο, στα διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ ανά τον κόσμο.  Η αλήθεια είναι βέβαια πως το ” Ιn the Mood for Love”, έχει χαρακτηριστεί από τους περισσότερους, ως η καλύτερη στιγμή της καριέρας του, και οχι τυχαία, καθώς έχει καταφέρει να συνδυάσει τόσο τη φόρμα, όσο και το περιεχόμενο του έργου του, με έναν τρόπο μοναδικό και απόλυτα αισθαντικό.  Στις νεότερές του ταινίες, όπως οι “2046” και “My Blueberry Nights”, ο Wai μοιάζει να έχει απομακρυνθεί από το φορμαλιστιστικό του στοιχείο, επικεντρώνοντας γραφή και σκηνοθεσία, περισσότερο στο περιεχόμενο και το story του film.  Χωρίς να είναι απαραίτητα κακό αυτό, φαίνεται εντούτοις πως έχει χάσει κάπου το στοιχείο εκείνο, που καθιστούσε ταινίες όπως το “In the Mood For Love”, σημειολογικές και αλληγορικές αναπαραστάσεις της ανθρώπινης κατάστασης, μέσα από τα σκηνοθετικά του τεχνάσματα.  Μένει να δούμε αν με τη νέα του ταινία, “The Grandmasters” την οποία οι fan περίμεναν για καιρό, θα μπορέσει να επανακάμψει όσον αφορά το καθαρό κομμάτι της συμβολικής του φόρμας.  Μέχρι τότε, μπορούμε να ασχοληθούμε με τη σημερινή μας ταινία, η οποία είναι τόσο πλούσια καλλιτεχνικά, ώστε η κάθε της σκηνή, η κάθε τοποθέτηση των ηρώων, η κάθε κουβέντα που θα πουν, αποτελεί μέγιστο κοινωνό νοήματος.  Και αυτό είναι πραγματικά “αποκαλυπτικό”.

Η ουσία και η πρωτοτυπία αν θέλετε του “In the Mood for Love”, έγκειται σε δυο, βασικά χαρακτηριστικά του: πρώτον, οτι η γνωριμία των ηρώων γίνεται οχι με το σπάσιμο των κωδικών ηθικής, αλλά με το ακριβώς αντίθετο.  Με το μη σπάσιμο.  Στην ουσία μπορεί να μιλάμε για ένα παράνομο ζευγάρι, το γεγονός όμως οτι δε πατούν ποτέ έξω από την αυστηρά καθορισμένη συμπεριφορά τους, αλλά ζουν έναν έρωτα δικών τους, ασφαλιστικών δικλείδων, δίνει αν μη τι άλλο αμέσως την εικόνα ενός πάθους υπαρκτού, αλλά κεκαλυμμένου.  Το δεύτερο είναι, πως τα πάντα παίζονται μέσω του βλέμματος, και εδώ ο Wai πετυχαίνει διάνα για έναν πολύ απλό λόγο.  Ο ίδιος ο πυρήνας του κινηματογράφου, είναι το βλέμμα.  Συνεπώς η ταινία είναι βγαλμένη μέσα από τις κοινά αποδεκτές νόρμες του σινεμά.
Εξίσου πιστός σε αυτό που κάνει παραμένει και όταν αποφασίζει να προβεί σε ένα κλασικό σπάσιμο, κινηματογραφικού κώδικα, το οποίο για τη Δύση, είναι μάλλον απαγορευτικό.  Σαν γνήσιος ασιάτης όμως, ο Wai, αποφασίζει οτι το “πήδημα του άξονα” (η αλλαγή θέσης της κάμερας από τη μια πλευρά, στην άλλη, η οποία οδηγεί στην οπτική σύγχυση του θεατή) του ταιριάζει, από τη στιγμή μάλιστα που ενδιαφέρεται για την αισθητική του καδραρίσματός του.  Για ακόμη μια φορά, η φόρμα κυριαρχεί.
Εκτός από τη γοητευτική, αλλά και κάπως καταθλιπτική διάσταση που παίρνει στα μάτια μας η εικόνα ενός σκοτεινού Χονγκ Κόνγκ, γεμάτου όμως από πορφυρά χρώματα, ημίφως και βροχή, ο σκηνοθέτης μας καθιστά απλούς παρατηρητές της ιστορίας του, γεγονός που εξυπηρετείται ιδανικά, από την θέση της κάμερας, η οποία λειτουργεί πάντα ως ένα τρίτο πρόσωπο, κινηματογραφώντας τις καταστάσεις, με μάτι ουδέτερο και ξένο.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γεγονός, οτι μέσα στο διαμέρισμα η κάμερα παραμένει σταθερά στον διάδρομο, χωρίς ποτέ να βλέπουμε τα δωμάτια των ηρώων, αλλά ούτε και τους έτερους συζύγους, τους οποίους βλέπουμε μόνο κατακερματισμένους (μια πλάτη, ένα χέρι, μια μέση).  Ο λόγος;  Μα για τον Wai δεν έχει σημασία.  Οτιδήποτε περιττό ή οτιδήποτε υπονοείται, δεν έχει αυτούσιο λόγο ύπαρξης μέσα στη ταινία του.  Το δέσμιο love story έχει τον πρώτο λόγο.

Ο off screen χώρος και η συμπύκνωση του χρόνου, επιτελούν τον δικό τους ρόλο στην ταινία, καθώς ο Wai, απολαμβάνει να μας παρουσιάζει την ιστορία του, μέσα από καθαρά, κινηματογραφικούς τρόπους.  Το off screen (κυρίως ακούμε τους συζύγους να μιλούν, ενώ την ίδια στιγμή βλέπουμε το πρωταγωνιστικό μας ζευγάρι σε πρώτο πλάνο) εξυπηρετεί στην εικαστικότητα της ταινίας, αλλά και στην συμβολική αναπαράσταση της αξίας των βοηθητικών ηρώων.  Οι άπιστοι σύζυγοι δεν χρειάζεται να φανούν ποτέ, επειδή ακριβώς πέρα από την ύφανση του κινήτρου που οδηγεί σιγά σιγά τους ήρωες μας σε μια δική τους σχέση, δεν επιτελούν κανέναν άλλο σκοπό.  Όσο για τη συμπύκνωση του χρόνου, αυτό επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους, από το σβήσιμο της εικόνας, και το εκπληκτικό μοντάζ, μέχρι τις εναλλαγές των ονειρεμένων φορεμάτων της πρωταγωνίστριας (46 στον αριθμό παρακαλώ, αν και δε φορέθηκαν όλα στη ταινία), προσδίδοντας την δική του, εικαστική πινελιά.
Το “In the Mood for Love” είναι τελικά μια ταινία για την μοναξιά, γεγονός που προδίδεται μέσα από το βλέμμα (όπως είπαμε και παραπάνω), τη λουπαριστή, μουσική επένδυση, ακόμα και το slow motion (μια ακόμη φορμαλιστική χρήση μέσα στη ταινία), και γενικώς με τη χρήση καθαρά φιλμικών μέσων.  Ο Wai δεν καταφεύγει σε φτηνούς μελοδραματισμούς προκειμένου να κατανοήσουμε τη φύση του ερωτικού story των πρωταγωνιστών, αλλά αρκείται να μας υπενθυμίσει σε στιγμές οτι η εποχή και η απιστία, δε μπορούν να συμβαδίσουν.  Το τραγικό μιλάει από μόνο του, οι πληροφορίες παραμένουν πίσω από την κουρτίνα και ο θεατής καλείται να τις ανακαλύψει σταδιακά μόνος του.  Και να οδηγηθεί και αυτός στην όποια λύτρωση αποζητούν οι ήρωες.

Οι ερμηνείες των κεντρικών ηρώων πατούν στο mute, και παραμένουν χωρίς τα δακρύβρεχτα ξεσπάσματα, ψύχραιμες και περιεκτικές.  Είναι όμως ταυτόχρονα προσεγμένες μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια.  Από το στήσιμο και την ενδυματολογική τους φροντίδα, μέχρι τους διαλόγους και το βλέμμα, τα πάντα λειτουργούν εξυπηρετικά για το story, αλλά και για την πρόκληση του βαθύτερου συναισθήματος.
Όπως καταλαβαίνετε η σκηνοθεσία είναι υψηλής ποιότητας, με πολλά ακόμη σκηνοθετικά ευρήματα, ένα εκ των οποίων είναι και η ύπαρξη θεατρικών στοιχείων, σε σκηνές κατά τις οποίες το παράνομο ζευγάρι, υποδύεται τους αντίστοιχους συζύγους(!), σε μερικές από τις πιο ευφυείς σκηνές της ταινίας.  Ο Wai έχει τη δυνατότητα σαν άλλος μάγος του κινηματογράφου να σε παρασύρει και να σε μπερδεύει, κάνοντάς σε να πιστέψεις αυτά που ο ίδιος θέλει.  Μέχρι δηλαδή το επόμενο πλάνο οπού αναφωνείς “ααααα, δεν ήταν αυτός”.  Οχι, δεν ήταν.
Αυτό το εύρημα της θεατρικής παράστασης μέσα στην ταινία, είναι που δίνει στην τελική το ζητούμενο twist σε αυτό το love story, πετυχαίνοντας να το ξεχωρίσει από πολλά ακόμη ρομάντζα τα οποία έχουμε δει, και τα οποία πατούν πάνω σε παραδοσιακά, ξενέρωτα μονοπάτια.
Το “In the Mood for Love” είναι μια εξόχως δομημένη ταινία, αν και μοιάζει να προορίζεται περισσότερο για τις πιο σινεφιλίδικες καρδιές.  Παρόλα αυτά, αν της δώσετε μια ευκαιρία, είναι σίγουρο οτι θα σας αποζημιώσει και με το παραπάνω.  Αισθαντικό, επίπονο και τόσο γοητευτικό, είναι ένα film που θα μιλήσει τόσο στη καρδιά, όσο και στο μυαλό σας.  Το ιδανικό δηλαδή.

 Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το τέλος είναι υπέροχο, οτι τα φορέματα επίσης και οτι τώρα περιμένω με αγωνία την καινούρια ταινία του Wai, για να δω αν έχει μεγαλουργήσει και εκεί.

 TRIVIA

  • Η ταινία χρειάστηκε 15 μήνες προκειμένου να ολοκληρωθεί.
  • Το μακιγιάζ και το ντύσιμο της πρωταγωνίστριας χρειαζόταν καθημερινά γύρω στις 5 ώρες!
  • Το νούμερο του δωματίου στο οποίο έμενε ο ήρωας στο ξενοδοχείο είναι 2046.  Η επόμενη δηλαδή ταινία του Wai.
(ΠΗΓΗ IMDB)

Spring, Summer, Fall, Winter…and Spring: Human and Nature

Καλημέρα και καλή εβδομάδα να’χουμε!  Όσοι από εσάς έχετε αποδράσει κατά Θεσσαλονίκη μεριά, με αφορμή το 53ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ, καλά να περνάτε, αν και αυτό είναι το μόνο σίγουρο αν κρίνω από το πρόγραμμα τους φεστιβάλ.  Για όλους τους υπόλοιπους που ξεμείναμε εδώ, άντε να πούμε για καμιά ταινία να περάσει και η ώρα πιο δημιουργικά, γιατί πάλι του απαλεύτου είναι τέτοιες μέρες-ειδικά δηλαδή όταν τις ξεκινάς προσπαθόντας να βρεις δουλειά, και κλασικά, δε βρίσκεις τίποτα.  Έτσι για να πνίξω και εγώ τον πόνο μου (πολύ μελούρα έπεσε), είπα να ασχοληθώ με μια ταινία πιο σινεφίλ και στοχαστική, σε σχέση τουλάχιστον με όσες ανέβασα τη περασμένη εβδομάδα.  “Spring, Summer, Fall, Winter…and Spring” λοιπόν.

Το πότε και το ακριβές που, δεν έχουν καμία σημασία, σε αυτή την διδακτική ταινία του Κορεάτη σκηνοθέτη, Kim-ki Duk, η οποία σκιαγραφεί με τον πιο νατουραλιστικό και παραδοσιακά θρησκευτικό τρόπο, το ανθρώπινο ταξίδι μέχρι και τη στιγμή της ύψιστης, προσωπικής απελευθέρωσης: της νιρβάνα.
Σε μια λίμνη στη μέση του πουθενά, βρίσκεται ένας πλωτός ναός, πάνω στον οποίο κατοικεί ένας σεβάσμιος Δάσκαλος του Βουδισμού, και ένα πιτσιρίκι το οποίο μαθητεύει κοντά του, με στόχο-φανταζόμαστε-να πατήσει μια μέρα στα χνάρια του Δασκάλου του, και να φτάσει στην ατομική του φώτιση, μέσω της εναρμόνισής του με τη Φύση.
Και ενώ οι εποχές περνούν, και το παιδί μετατρέπεται σε έφηβο, η σαρκική λαγνεία θα κάνει ισχυρή την εμφάνισή της, υπό τη μορφή μιας νέας κοπέλας που επισκέπτεται τη μονή, προς αναζήτηση γιατρειάς για την “ασθένεια” που κουβαλάει.  Ο νεαρός πια μοναχός, θα έρθει αντιμέτωπος με τα πρωτόγονα ένστικτά του, με τρόπους που πάνε κόντρα στις διδαχές του ασκητισμού και την ίδια την ιδέα του Βουδισμού.  Και οι εποχές περνάνε…

Για τον Kim-ki Duk, είχαμε πει μερικά πράγματα αρκετό καιρό πριν, όταν είχα ανεβάσει στο blog μια ακόμη ταινία του, και συγκεκριμένα το σοκαριστικό “Bad Guy”.
Ο Duk, διατηρώντας μια κλασικά arthouse καριέρα ήδη από τη δεκαετία του ΄90, αποτελεί μέχρι και τις μέρες μας, ένα από τα πιο δυνατά, κινηματογραφικά ονόματα που έχει να επιδείξει η Νότια Κορέα, μετρώντας 18 ταινίες στο ενεργητικό του, στις περισσότερες από τις οποίες εκτελεί παράλληλα χρέη παραγωγού και σεναριογράφου.
Η πιο πρόσφατη δουλειά του, “Pieta”, κέρδισε στο φετινό φεστιβάλ της Βενετίας, τον Χρυσό Λέοντα, και όπως όλα δείχνουν ο Duk έχει ακόμη ψωμί να δώσει στους απανταχού λάτρεις των ταινιών του.
Βέβαια το να αποτελεί κανείς υποστηρικτή της δουλειάς του συγκεκριμένου σκηνοθέτη, είναι ταυτόχρονα μια απολαυστική, αλλά και μυσταγωγική εμπειρία, κυρίως γιατί ο Duk είναι από εκείνους τους δημιουργούς που δεν αφήνει στις ταινίες του, τίποτα στη τύχη.  Από το καδράρισμα του περιβάλλοντα χώρου, το στήσιμο των ηθοποιών του, την απουσία, πολλές φορές, της πρόζας, και την χρήση της μουσικής, μέχρι τη χρήση των συμβόλων, την εικαστικότητα των πλάνων του και την παραβολική διάθεση όσον αφορά το περιεχόμενο της ιστορίας του, ο Duk είναι ένας μεγάλος, σύγχρονος δημιουργός επειδή σου δίνει τη δυνατότητα να μιλήσεις για τη ταινία του, να εντοπίσεις πράγματα, κρυμμένες αναφορές ή και απροκάλυπτες παραπομπές σε οικουμενικά θέματα, όπως αυτά της θρησκείας, της πίστης, της ανθρώπινης ύπαρξης και της Φύσης.  Πράγματα δηλαδή τα οποία στο “SSFWAS” (a.k.a Spring, Summer, Fall, Winter…and Spring) αποτελούν το ζουμί.  Και είναι μπόλικο.

Ο Βουδισμός είναι ίσως η μοναδική θρησκεία στην οποία η εναρμόνιση του ατόμου με τη Φύση, είναι τόσο πρωταρχικής σημασίας, προκειμένου το άτομο, να καταφέρει να αγγίξει την υπέρτατη πνευματική κατανόηση, και να φτάσει έτσι στη πλήρη φώτιση, μέσω μιας καθαρά διαλογιστικής κατάστασης.  Στη προκειμένη περίπτωση ο Duk, χρησιμοποιεί με τρόπο έξυπνο την έννοια της θρησκείας και των εποχών, προκειμένου να αποτυπώσει με τρόπο κινηματογραφικό το ταξίδι προς την ενηλικίωση του νεαρού πρωταγωνιστή, καθώς και οτι συνεπάγεται αυτό. 
Η ταινία ξεκινάει με την ‘Ανοιξη, και μια πόρτα που ανοίγει, προκειμένου να μπούμε σιγά σιγά στον πνευματικό κόσμο του Βουδισμού.  Η πόρτα αποτελεί στην ουσία την απαρχή μιας υπερβατικής ιστορίας, μιας παραβολής, η οποία έχει ως στόχο να διδάξει, να καταστήσει βιωματική την έννοια της Γνώσης και να πει σε εμάς τους θεατές ένα παραμύθι, σχετικά με τη πορεία ζωής του πρωταγωνιστή.  Και όπως όλα τα παραμύθια, δεν έχει χώρο, ούτε χρόνο, αλλά μοιάζει να είναι περισσότερο αρθρωμένη μέσα σε έναν εξω-πραγματικό και εντελώς αλληγορικό κόσμο, απογυμνωμένη από κάθε τι κοσμικό και επίπλαστο.  Άνθρωπος και Φύση πρέπει να είναι ένα.  Είναι όμως;
Η συζήτηση σχετικά με το “φαίνεσθαι” και το “είναι”, είναι τεράστια, και δε θα μπούμε σε τέτοια λημέρια, αξίζει όμως να τονίσουμε οτι η ταινία του Duk είναι ακριβώς αυτό: παρουσιάζεται ως μια αφηγηματική ιστορία, που είναι όμως το παραμύθι της μύησης του ανθρώπου στη ζωή, και το γεγονός μάλιστα οτι ο σκηνοθέτης, χρησιμοποιεί το εύρημα της εναλλαγής των εποχών για να δηλώσει τόσο το πέρασμα του χρόνου, όσο και για να τονίσει την εικαστικότητα των σκηνών, είναι κάτι παραπάνω από ευφυές.  Είναι καταλυτικό για την αξία της ταινίας.

 

Όπως είπαμε και πριν, τίποτα δεν είναι τυχαίο, πράγμα που επιβεβαιώνεται από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας, στα οποία βλέπουμε την παιδική ηλικία του ήρωα, να “εκπροσωπείται” από την Άνοιξη.  Πρόκειται για την αναγέννηση και την απόκτηση γνώσης του χαρακτήρα, μέσω της πιο ζωη-κής εποχής του χρόνου.  Μέσα εκεί ο μικρός, γίνεται κοινωνός της γνώσης, η άγνοιά του σχετικά με την Φύση-την τάξη της οποία διαταράσσει, υποκινούμενος από τη παιδική του αφέλεια-και τον κόσμο παύει να υπάρχει και συνεπώς, οποιαδήποτε άλλη “αμαρτία” του επιφυλάσσεται για το μέλλον, είναι πια διπλά κολάσιμη.  Ο λόγος;  Μα φυσικά το γεγονός οτι έχει πλέον γνωρίσει την έννοια του θανάτου, αντιλαμβάνεται το σωστό και το λάθος, και συνεπώς, όποιο μελλοντικό παραπάτημα θα σημαίνει οτι έχει γίνει πλέον εις γνώσιν του.
Αμέσως μετά, ακολουθεί το Καλοκαίρι (με ένα μόνο πέρασμα, δηλώνεται και η συμπίεση του χρόνου) στο οποίο ο πιτσιρικάς έχει φτάσει στην εφηβεία, με το σαρκικό του ένστικτο να αρχίζει να κοχλάζει (ο νεαρός, παρακολουθεί με μεγάλο ενδιαφέρον δυο φίδια να ερωτοτροπούν).  Λίγο αργότερα βλέπει μια κοπέλα, μαζί με τη μητέρα της, να πλησιάζουν τη μονή.  Και πάλι όμως το γεγονός οτι ο ήρωας τις παρακολουθεί να έρχονται, έχοντας σκαρφαλώσει πάνω σε μια τεράστια, πέτρινη φιγούρα του Βούδα, δηλώνει μόνο ένα πράγμα (διόλου τυχαίο φυσικά) : ακόμα και έτσι, η σαρκική του λαχτάρα είναι οριοθετημένη, υπό το άγρυπνο βλέμμα του Πεφωτισμένου Θεού.  Η λογοκρισία (εκ του Δασκάλου) είναι αναπόφευκτη, αλλά παράλληλα αποδεκτή, μιας που ο Βουδισμός επιτρέπει τη νιρβάνα, μέσω της σεξουαλικής επαφής.  Όταν μάλιστα αυτή τοποθετείται μέσα στη Φύση, όπως εδώ, τότε η σεξουαλική συνεύρεση, παύει να είναι μόνο ένστικτο, αλλά εμπεριέχεται πλέον σε αυτή και η δύναμη της αρχέγονης, και αιώνιας Φύσης (π.χ το νερό, παραπέμπει στη διαρκή ροή και στην αέναη αναγέννηση, υπερτονίζοντας τη σημασία του έρωτα μέσα στη ταινία, στο πλαίσιο όμως του ταξιδιού του πρωταγωνιστή, μέσα στη ζωή και τα παθήματα που γίνονται μαθήματα).

Άνοιξη-παιδί, Καλοκαίρι-έφηβος, Φθινόπωρο-νεαρός άνδρας, Χειμώνας-ώριμος άνδρας, Άνοιξη-παιδί.  Ακόμα και από τον τίτλο, μπορεί κανείς να βγάλει το συμπέρασμα οτι η ταινία του Duk είναι τελικά μια ελεγεία πάνω στον κύκλο της ζωής και την αδιατάρακτη δύναμη της Φύσης, η οποία υπήρχε πολύ καιρό πριν την εμφάνιση του ανθρώπου πάνω στη Γη, και θα εξακολουθήσει να υπάρχει ακόμη και μετά τον θάνατό μας.
Εκτός από το ταξίδι ζωής, μέσω των βουδιστικών διδαχών, ο Duk (ο οποίος υποδύεται την “τελευταία” ηλικία του ήρωα, όπως βλέπεις στη πιο πάνω φωτογραφία) θέτει πανανθρώπινα ζητήματα (όπως ο θάνατος και η πάλη με τις ενοχές) μέσα από την ταινία του, η οποία αποτελεί στην κυριολεξία ένα έργο τέχνης, τόσο χάρη στο περιεχόμενό της, όσο και στη σκηνοθεσία της, η οποία παραπέμπει ευχάριστα στους πίνακες των αναγεννησιακών ζωγράφων (οι αντικατοπτρισμοί στο νερό, οι κάθετοι κορμοί των δέντρων και το οριζόντιο, πράσινο τοπίο στο φόντο, τα άλλοτε ψυχρά και άλλοτε θερμά χρώματα, όλα συνηγορούν σε μια οπτική πανδαισία με περιεχόμενο.  Η τέχνη κάνει κύκλους, όπως ακριβώς και η ζωή, γιατί η τέχνη είναι ζωή και τούμπαλιν.)
Ως προς τη σκηνοθεσία, ο Duk επιλέγει μια πιο αποστασιοποιημένη ματιά, τοποθετώντας τη κάμερά του μακριά από τα πρόσωπα των ηρώων, στερώντας από εμάς-επίτηδες προφανώς-τις στομφώδεις και μελοδραματικές τους εκφράσεις, οι οποίες θα αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι μιας δυτικής ταινίας.  Οχι όμως εδώ.  Η Φύση δεν ενδιαφέρεται για τα ανθρώπινα δράματα, και ο Duk το καθιστά ξεκάθαρο αυτό, με τη χρήση μακρινών λήψεων, μέσω των οποίων το άτομο μοιάζει σαν μια μικρή, ανεπαίσθητη κουκκίδα, στην οργιαστική χλωρίδα του κόσμου.  Το άτομο μηδενίζεται, το σαρκίο απογυμνώνεται του πνεύματός του, και ο υπέρτατος στόχος είναι η ένωση και η ολοκληρωτική εναρμόνιση με τη Φύση και άρα τον Θεό.
Εκτός από την όποια, ρεαλιστική δράση των ηρώων στα πλαίσια της ιστορίας, ο Duk φροντίζει να την ντύνει και με έναν μεταφυσικό μανδύα, που καθιστά την ιδέα περί παραβολής, ακόμα πιο αισθητή.  Υπάρχουν σκηνές, οι οποίες δε μπορούν να εξηγηθούν λογικά, όπως το οτι ο πλωτός ναός μοιάζει να κινείται διαρκώς, χωρίς όμως ποτέ να φεύγει από τη θέση του (η ασταμάτητη πορεία των πραγμάτων, η ροή του νερού αλλιώς), το γεγονός οτι ο δάσκαλος παρακολουθεί τον μικρό μαθητή, χωρίς να εξηγείται το πως πέρασε τη λίμνη, αφού ο μικρός είχε πάρει τη βάρκα ή ακόμα και η επιστροφή της βάρκας από μόνη της, στον ναό.
Το “Spring, Summer, Fall, Winter…and Spring” είναι μια ωδή πάνω στην ίδια τη ζωή.  Μέσα από μια αλληγορική ματιά, ο Duk διηγείται τον αιώνιο αγώνα του ανθρώπου να φτάσει στη Κάθαρση, έχοντας για εργαλείο τα γραπτά και τις προσευχές του Βουδισμού, μέσω των οποίων μπορεί κάποιος να οδηγηθεί στην ύστατη απελευθέρωση από τα δεσμά του κόσμου, μόνο αφού βιώσει τον προσωπικό του Γολγοθά.  Η ανάβαση είναι σκληρή, η ανταμοιβή όμως αιώνια.  Ακριβώς δηλαδή όπως και το βλέμμα του αγάλματος στο τέλος, που αντικρίζει ολόκληρη τη πλάση.  Αιώνιο.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το σκηνικό είναι φτιαγμένο και η λίμνη τεχνητή, εδώ και χρόνια (O_O), οτι ο σκύλος που συμβολίζει τη πίστη και η γάτα τη πανουργία, παίζουν τους δικούς τους ρόλους και οτι το κλείσιμο της ταινίας, είναι εξαίσιο.

No trivia

Black Death: Repent while you can…

Hello again.  Μετά από πολύ καιρό (βασικά δε ξέρω καν αν έχω ανεβάσει πάλι ταινία παρόμοιου περιεχομένου, ένα μυαλό το’χω κι εγώ) σήμερα θα πούμε δυο πραγματάκια για ένα φιλμ, που αποπνέει Μεσαίωνα.  Πιο συγκεκριμένα το “Black Death”, το είχα στο νου μου εδώ και αρκετό καιρό, εξαιτίας της υπόθεσης η οποία είχε τραβήξει τη προσοχή μου σε πρώτη φάση, αλλά και του πρωταγωνιστικού cast που συνηθίζουμε πια να βλέπουμε σε παρόμοια projects.  Για του λόγου το αληθές να σας πω, οτι πρωταγωνιστής είναι ο Sean Bean και όλοι καταλαβαίνουμε τι σημαίνει αυτό.  Για πάμε να δούμε.

Βρισκόμαστε κάπου στο 1300-φτύσε με, και η βουβωνική πανώλη (γνωστή και ως “μαύρη πανώλη” ή “μαύρος θάνατος”), έχει ήδη κάνει την εμφάνισή της στην Αγγλία, αποδεκατίζοντας τεράστιους αριθμούς πληθυσμών.  Κάπου εκεί, ένας νεαρός μοναχός ο Osmund (Eddie Redmayne), αποδέχεται τον ρόλο του οδηγού μιας ομάδας περιπλανώμενων πολεμιστών, οι οποίοι αναζητούν κάτι πολύ συγκεκριμένο: ένα χωριό στο οποίο λέγεται οτι οι νεκροί επιστρέφουν και πάλι στον κόσμο των ζωντανών.  Έτσι, με μπροστάρη τον Osmund και αρχηγό τον σκληροτράχηλο Ulrich (Sean Bean), η ομάδα θα προσπαθήσει να δώσει μια απάντηση, για την αινιγματική ζωή των κατοίκων του μικρού χωριού, το οποίο όπως όλα δείχνουν, είναι το μοναδικό προπύργιο υγείας, μέσα στον σηψαιμικό θάνατο που επικρατεί τριγύρω.  Και πως έχουν καταφέρει αυτοί οι άνθρωποι να μείνουν ζωντανοί, μακριά από την “οργή του Θεού”, όπως χαρακτηρίστηκε η θανατηφόρα αυτή ασθένεια;  Η αποκάλυψη της αλήθειας είναι απρόβλεπτη.  Όπως ακριβώς και ο αιώνιος πόλεμος ανάμεσα στον Θεό και τον Διάβολο.  Το καλό και το κακό…

Το «Black Death» είναι ένα από εκείνα τα ταινιάκια που βλέπεις για να περάσεις την ώρα σου, και τη περνάς τελικά καλά.  Δεν πρόκειται να αναζητήσουμε θέματα όπως αυτά που είδαμε στο “Killing Them Softly”, αλλά ως ένα βαθμό, έχει και αυτό τη δική του αξία, παρότι πραγματεύεται ζητήματα τα οποία έχουμε ξαναδεί σε παρόμοιου περιεχομένου ταινίες και οχι μόνο.  Έτσι λοιπόν όπως μπορείτε να καταλάβετε, δεδομένου και της εποχής στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία, τα ζευγάρια θεμάτων που παίζουν είναι κυρίως ο θάνατος και η ζωή, η πίστη και η απουσία της, ο Θεός και ο-ας τον πούμε-Διάβολος, και εδώ ο σκηνοθέτης Chrostopher Smith κάνει οτι περνάει από το χέρι του, προκειμένου να κρατήσει τα πράγματα απλά, αλλά ενδιαφέροντα.  Και το καταφέρνει.
Ο Smith έχει κάνει μέχρι τώρα μερικές ακόμη ενδιαφέρουσες επιλογές, σκηνοθετώντας ως επί το πλείστον θρίλερ ή ταινίες τρόμου, όπως το πολύ καλό και mind fucking “Triangle” (για το οποίο θα πούμε κάποια στιγμή και εδώ), το spooky “Creep”, καθώς και τη μαύρη κωμωδία με extra extra δόσεις gore, “Severance”.  Μπορεί καμία από αυτές να μη δρέπει δάφνες για τη πρωτοτυπία της, είναι όμως μια καλή ευκαιρία να τις τσεκάρετε σήμερα, για να μπείτε και λίγο σε Halloween κλίμα. 

Στο “Black Death” μπορεί ο τρόμος ως σπλάτερ να λείπει, όμως υπάρχει αυτή η μυστηριακή ατμόσφαιρα των μεσαιωνικής εποχής ιστοριών, καθώς και η εμπλοκή με τη θρησκεία και τις πάσης φύσεως ειδωλολατρικές εκδηλώσεις της πίστης, έτσι ώστε η ταινία σε αφήνει ικανοποιημένο, αν ζητάς και εσύ αυτό από εκείνη.
Σκέψου λίγο το “Game of Thrones” στο πιο μαζεμένο του όμως, χωρίς την υπερσεξουαλική φύση και το αίμα που ρέει, και θα έχεις μια καλή εικόνα σχετικά με το τι πραγματεύεται το “Black Death”.
H αλήθεια βέβαια είναι, πως εκτός από την εποχή που είναι ίδια και σε αυτές τις παραγωγές, υπάρχουν δυο πρόσωπα στη ταινία, που θα σου φέρουν κατευθείαν στο μυαλό την επικών διαστάσεων σειρά, του ΗΒΟ.  Το πρώτο είναι φυσικά ο Sean Bean, ο οποίος έχω πειστεί πλέον οτι έχει γεννηθεί για να παίζει τέτοιους ρόλους-στολή μαχητή, σπαθιά στα χέρια, μακρύ λαδωμένο μαλλί και μούσια- μιας που όπως και να το κάνουμε του πάνε πολύ.  Το δεύτερο άτομο, είναι ακόμα πιο ενδιαφέρον αφού πρόκειται για την Carise van Houten, το πραγματικό όνομα της οποίας μπορεί να μη σας λέει κάτι, σίγουρα όμως σου λέει αυτό στη σειρά όπου υποδύεται την Melisandre.  Ξέρεις τώρα, εκείνη τη μάγισσα που γέννησε τον δαίμονα του σκότους;  Ε, ο χαρακτήρας της εδώ, δε διαφέρει και πολύ από αυτόν στο Game of Thrones…

Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν στη Γερμανία (αν με ρωτούσατε θα έλεγα οτι έγιναν μάλλον σε σκανδιναβικά εδάφη) και όπως θα δείτε, από πλευράς τουλάχιστον ατμόσφαιρας, η παραγωγή έχει πετύχει διάνα.  Καταπράσινα δάση, χωριάτικοι οικισμοί, σπηλιές, σκληρή πέτρα και κρύο, συναρμολογούν μια εικόνα ακριβώς όπως έχουμε συνηθίσει να τη βλέπουμε σε σειρές και ταινίες ίδιου περιεχομένου.  Παρόλα αυτά εκείνο που κατά πάσα πιθανότητα θα σας ιντριγκάρει περισσότερο στο “Black Death” είναι η σταδιακή αλλαγή του μοναχού Osmund (εκπληκτικός εδώ ο Redmayne), ο οποίος στο ταξίδι του, βλέπει πια πίσω από το παραπέτασμα της αυστηρής πειθαρχίας και της ύπαρξης ενός υπέρτατου όντος, ανακαλύπτοντας οτι ο άνθρωπος είναι τελικά πολύ πιο καταστροφικός, ακόμα και από την πιο επικίνδυνη ασθένεια…
Εκτός από τη σκηνοθεσία η οποία πατάει στα αφηγηματικά της μονοπάτια (ειλικρινά αν δεν έχει κάτι περισσότερο ενδιαφέρον η σκηνοθεσία για να σχολιάσω, νοιώθω σαν κάτι να λείπει από τη ταινία), το story έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κυρίως χάρη στον τρόπο με τον οποίο ξεδιπλώνεται και με τον οποίο οι αποκαλύψεις έρχονται στο φως, επίπονες και άγριες.
Η έννοια της πίστης κερδίζει έδαφος, ο Θεός είναι ο υπέρτατος κριτής και η πανώλη η τιμωρία του πάνω στους ανθρώπους, για όλα τα κακά που έχει προκαλέσει η επίγεια ζωή τους.  Συνεπώς τι σημαίνει αυτό για όσους δεν έχουν υποστεί ακόμα την οργή του Δημιουργού;  Οτι δε πιστεύουν;  Οτι αναστένουν τους νεκρούς τους, χάρη στη βαθιά πίστη τους σε κάτι σατανικό και αρχαίο;  Ή μήπως όλα αυτά είναι τελικά μια ανθρώπινη παρεξήγηση, μια φριχτή σύμπτωση που κάνει τον μανδύα της δεισιδαιμονίας να απλώνεται ακόμα πιο βαρύς, πάνω από τα κεφάλια των αγράμματων και των φτωχών;

Εκτός από την ικανοποιητική σκηνοθεσία και τις υπέροχα ομιχλώδεις τοποθεσίες των γυρισμάτων, οι ερμηνείες είναι επίσης καλές, με τον Redmayne βεβαίως να ξεχωρίζει.
Η αλήθεια είναι πως όταν είχα δει το “One Week with Marilyn” είχα απορήσει με την ερμηνεία του νεαρού  Βρετανού, καθώς μου είχε φανεί το λιγότερο αδιάφορος.  Στο “Black Death” αντιθέτως είναι πολύ καλός, με μια γκάμα συναισθημάτων να τον χαρακτηρίζει και να του δίνει νεύρο και ψυχή.
Στο πλευρό του πάντα αξιόλογος σε τέτοιους ρόλους, είναι και ο Shean Bean, στον ρόλο του δυναμικού, πιστού άντρα, γεγονός που δημιουργεί ωραία αντίθεση με το νεαρό της ηλικίας του Redmayne ο οποίος φαντάζει μπροστά του πιτσιρίκι.  Και αυτό εξυπηρετεί.
Σε γενικές γραμμές το “Black Death” είναι μια ταινία που έχει όλο το πακέτο, αν θες να δεις κάτι για να περάσεις ευχάριστα την ώρα σου (όσο ευχάριστα δηλαδή, δεδομένου του θέματός του).  Έχει καλές ερμηνείες, ωραία υπόθεση, ταιριαστή σκηνοθεσία και πετυχαίνει ιδανικά την αναπαράσταση της κακορίζικης εκείνης εποχής.  Τσεκάρετέ την.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι τα ρούχα του Game of Thrones, είναι δανικά από εδώ, οτι ο θρύλος του Bean ζει, και οτι ο τον ρόλο της van Houten, διεκδίκησε και η Lena Headey.  Οποία έκπληξις!


No trivia

Killing Τhem Softly: America is not a country, it’s a business

NEW ARRIVAL

Aloha και καλή εβδομάδα και καλό μήνα δηλαδή σε λίγο.  Today θα αφήσουμε πάλι στην άκρη τις εναπομείναντες, φεστιβαλικές ταινίες και θα ασχοληθούμε με μια ακόμη νέα κυκλοφορία που έκανε την εμφάνισή της τη περασμένη εβδομάδα.  Το “Killing Them Softly” είναι μια ταινία πρόκληση για όσους αποφασίσουν να πάνε να τη δουν επειδή απλά παίζει ο Brad Pitt.  Μέγα λάθος.  Δε πας να δεις μια ταινία χωρίς να έχεις τη παραμικρή ιδέα περί τίνος πρόκειται, ούτε και αρχίζεις να χασκογελάς σαν ηλίθιος και να τη κράζεις, επειδή εσύ απλώς αποφάσισες να πας να δεις μια ταινία που παίζει ο διάσημος Brad.  Έτσι, οχι μόνο εκνευρίζεις όσους εις γνώσιν τους, αποφάσισαν να δουν το “Killing Them Softly” (εν προκειμένω), αλλά ταυτόχρονα αρχίζει να κυκλοφορεί και κακό όνομα στη “πιάτσα”, αναφορικά με τη ταινία που δε σε ικανοποίησε, προφανώς για τους λάθος λόγους.  “Τι είδες ρε σήμερα;”, “Άσε ρε φίλε, είδα μια μαλακία με τον Brad Pitt, που όλο βρισίδι είχε και κάτι για την Αμερική έλεγε, και οχι και πολύ μπαμ-μπαμ, και δε μ’ άρεσε καθόλου”.  Το “Killing Them Softly” φίλε μου, είναι το φετινό “Drive” και κανείς δε σου φταίει που επιλέγεις ταινία βάση του poster της.  Τςςςς.

Ο Jackie Cogan (Brad Pitt) είναι ένας επαγγελματίας εκτελεστής, ο οποίος εργάζεται για μια “εταιρία” αφεντικών της νύχτας, που στήνει παιχνίδια poker.  Οι συμμετέχοντες, δε θα μπορούσαν παρά να αποτελούν μια ετερόκλητη γκάμα σκιωδών προσωπικοτήτων, από τις φάτσες των οποίων μπορείς να καταλάβεις ποιος είναι ο κακός Ρώσος, ο πρωτάρης, ο Ιταλός μαφιόζος και ούτε καθεξής.  Καλόπαιδα δηλαδή.
Mια μέρα δυο μικροεγκληματίες, o άβγαλτος Frankie (Scott Mc Nairy) και o μέγας πρέζας/κτηνοβάτης Russell (Ben Mendelsohn), θα αποφασίσουν παρέα και υπό την καθοδήγηση του δικού τους “παλιά καραβάνα” αφεντικού, να χτυπήσουν ένα από αυτά τα χαρτοπαίχνιδα, προκειμένου να μαζέψουν το γλυκό παραδάκι.  Η δουλειά γίνεται, αλλά όπως φαντάζεστε κάτι στραβώνει.  Και κάπου εκεί έρχεται ο Cogan μαζί με το shotgun του, προκειμένου να βάλει τα πράγματα στη θέση του.  Αν δηλαδή αυτά μπαίνουν…

Στην Αμερική δεν έχω πάει ποτέ, αν και θα το ήθελα πολύ.  Συνεπώς δε μπορώ να είμαι σίγουρη 100% οτι έτσι είναι, αλλά νομίζω οτι η σύγχρονη πραγματικότητα που παρουσιάζει ο σκηνοθέτης Andrew Dominik μέσα από τη ταινία του, δεν απέχει και πολύ από την αληθινή εικόνα των πραγμάτων.  Και στη τελική, γιατί να απέχει κιόλας;
Το “Killing Them Softly” αποτελεί την, μόλις τρίτη, κινηματογραφική του δουλειά, μετά το πολύ καλό “The Assassination of Jesse James by the Coward Robert Ford” και το “Chopper”, με πρωταγωνιστή έναν σαπιοκοιλιά, Eric Bana.
Όπως και στις προηγούμενες ταινίες του, έτσι και εδώ, ο Dominik επικεντρώνει το ενδιαφέρον του, στο βίαιο κομμάτι της καθημερινότητας, με χαρακτήρες που ζουν στην άλλη πλευρά του νόμου, βασιζόμενος για ακόμη μια φορά σε λογοτεχνικό υλικό.  Το “Killing Them Softly” αποτελεί στην ουσία τη μεταφορά της crime νουβέλας του George V. Higgins, “Cogan’s Trade”, όπως αυτή κυκλοφόρησε το 1974, αποσπώντας μάλιστα μετριοπαθείς κριτικές, κυρίως για την πολύ σκληρή αργκό που μιλούσαν οι χαρακτήρες του.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, είναι σίγουρο, πως αυτός ήταν και ο βασικός λόγος για τον οποίο όσο έβλεπα τη ταινία, σηκώθηκαν και έφυγαν από την αίθουσα, καμιά δεκαριά άτομα, αφήνοντάς με πραγματικά εμβρόντητη, μιας που δε μου έχει ξανατύχει κάτι παρόμοιο.  Και εκεί τριγύρω έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται: είμαστε πραγματικά τόσο πουριτανοί που στην επανάληψη (ακουστική και γραπτή, όσον αφορά τους υπότιτλους) των λέξεων ‘πούτσος’, ‘μαλάκας’, ‘γαμήσι’, ‘κώλος’ και διαφόρων ακόμη, αναγκαζόμαστε να σκύψουμε το κεφάλι ντροπιασμένοι, και να φύγουμε από την αίθουσα εν μέσω αμήχανων χαχανητών ή μήπως η επαφή μας με το κινηματογραφικό αντικείμενο (και κατ’ επέκταση και με άλλα πράγματα) είναι τόσο κακή, ώστε δε μπορούμε να ξεχωρίσουμε μια crime ταινία, από ένα blockbuster, ή να αναγνωρίσουμε το γεγονός, οτι ένας ηθοποιός όπως ο Brad Pitt δεν είναι μόνο φρουφρου και αρώματα, αλλά μπορεί να βρίζει, να πετάει μυαλά όξω, και να αποτελεί τον βασικό εκφραστή μιας μπιζνεσικής χώρας, όπως η Αμερική;  Ειλικρινά, δε ξέρω τι είναι χειρότερο.

Αφήνοντας στην άκρη λοιπόν τα προσωπικά μου ερωτήματα, στα οποία δε νομίζω να πάρω και ποτέ απάντηση, επιστρέφω πάλι στο σημερινό μας ζουμί, το οποίο-παράπονο δεν έχω-είναι μπόλικο.
Καταρχάς η ταινία χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη και πρωτότυπη, αφηγηματική προσέγγιση που της δίνει αφενός μια παλιομοδίτικη, γκανγκστερική διάσταση, εντεταγμένης αφετέρου, μέσα σε ένα σύγχρονα παραπαίον σύστημα ηθικών αξιών και οικονομίας.
Το πρώτο πράγμα που προσέχει κανείς όταν ξεκινάει η ταινία, είναι η μαφιόζικη αίγλη των περασμένων δεκαετιών, της εποχής του Martin Scorsese και του Francis Ford Coppola.  Μπορεί οι πρωταγωνιστές να υπολείπονται των σταυροκουμποτών, ριγέ κοστουμιών, των οπλικών τους γαζωτήρων και του υψηλού, οικογενειακού αισθήματος, παρόλα αυτά, εξακολουθούν να είναι τα μεγάλα αφεντικά, αυτοί που κλείνουν συμφωνίες, οχι πια από τη δερμάτινη πολυθρόνα τους, αλλά από τη θέση του οδηγού στο αυτοκίνητο ή καθισμένοι πάνω στο σκαμπό ενός μπαρ πίνοντας τζιτζιμπίρα.
Η παραβατική διάσταση του πράγματος δεν έχει αλλάξει.  Αυτό που έχει αλλάξει ολοκληρωτικά, είναι το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εξακολουθούν να δρουν οι σύγχρονοι μαφιόζοι.  Πάνε πια οι εποχές που η επιφανής “οικογένεια” θα σε έσωζε από τον θάνατο και θα καθάριζε για πάρτη σου.  Τώρα πια ο καθένας είναι μόνος του (όπως λέει χαρακτηριστικά ο Pitt κάπου στο τέλος της ταινίας).  Οι χαρακτήρες του Scorsese έχουν αποποιηθεί τη μαφιόζικη, παρεϊστικη τρέλα τους, και έχουν μεταφερθεί σε έναν κόσμο οικονομικής κατάρρευσης, μοναχικής επικράτησης και εξαφάνισης του όποιου κώδικα τιμής.  Ο καθένας για τον εαυτό του και για τη τσέπη του.  Και αν αυτό δε σου αρέσει κρίμα και ΜΠΑΜ (μυαλά στο παράθυρο).

O Dominik προσδίδει στη παραδοσιακή εικόνα της μαφίας (όπως δηλαδή αυτή χτίζεται μέσα στο βιβλίο), μια πιο καινούρια ματιά, ανανεώνοντας σε μεγάλο βαθμό τόσο τη δράση των ηρώων, όσο και του συστήματος μέσα στο οποίο αυτοί λειτουργούν.  Όπως μάλιστα λέει χαρακτηριστικά σε μια συνέντευξή του: “Καθώς ξεκινούσα να μεταφέρω το story στην μεγάλη οθόνη, ήταν η ιστορία μιας οικονομικής κρίσης, και ήταν μια οικονομική κρίση σε μια οικονομία, που είχε δημιουργηθεί από τον τζόγο και η κρίση δημιουργήθηκε εξαιτίας μιας αποτυχίας στον κανονισμό.  Απλώς έμοιαζε να έχω στα χέρια μου κάτι, το οποίο δε μπορούσα να αγνοήσω”.
Ακριβώς αυτά τα λόγια του σκηνοθέτη, μπορεί κανείς εύκολα να εντοπίσει μέσα στη ταινία.  Όταν ανέφερα λίγο πιο πάνω οτι το “Killing Them Softly” χαρακτηρίζεται από μια δημιουργική, αφηγηματική μορφή, εννοούσα στην ουσία, το πόσο ιδανικά έχει καταφέρει να ταυτίσει ο Dominik, τη δράση του Cogan, με τη “δράση” και κυρίως, τα λεγόμενα των…Βarack Obama και John McCain, την προεκλογική περίοδο του 2008.  Και πως το έκανε αυτό;  Είναι απλό.  Σε πολλές σκηνές της ταινίας ο σκηνοθέτης, φροντίζει να καθιστά δευτεραγωνιστή μια τηλεόραση ή ένα ραδιόφωνο τα οποία μεταδίδουν διαρκώς τις προεκλογικές υποσχέσεις των δυο υποψηφίων για την αμερικανική προεδρία, επιλέγοντας αποσπάσματα που αφορούν το οικονομικό μέλλον της Αμερικής, τον περιορισμό της εγκληματικότητας, τη μείωση της ανεργίας μέσα από νέες θέσεις εργασίας και ένα σωρό άλλα θέματα.  Αυτό το ευφυές, σκηνοθετικό εύρημα, βοηθάει στο να καταστήσει από τη μια πλευρά τους πρωταγωνιστές, εμφανέστατα έρμαια ενός οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού συνόλου, υποδεικνύοντας οτι ακόμα και ο πιο αισχρός μαφιόζος, αποτελεί μέρος του ευρύτερου συνόλου, της μεγάλης Αμερικής, ενώ από την άλλη πλευρά γίνεται ένας υπέροχος παραλληλισμός, αφού η παραβατικότητα του ατόμου, ταυτίζεται με την κεκαλυμμένη παραβατικότητα της ίδιας της χώρας.  Όπως ακριβώς ο μικρόκοσμος των αφεντικών της νύχτας περνάει “κρίση”, έπειτα από τη ληστεία στη παρτίδα του πόκερ (ενός κόσμου δηλαδή που είναι χτισμένος πάνω στον original τζόγο), έτσι και ο μακρόκοσμος της Αμερικής, περνάει τη δική του “κρίση”, δομημένος πάνω σε ένα πολύ πιο επικίνδυνο “τζογάρισμα”.  Και με πολύ πιο επικίνδυνους αντιπάλους.

Εκτός από την ταύτιση των δυο κόσμων και την αλληγορική διάσταση που παίρνει στα μάτια μας η ιστορία του Jackie Cogan, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι και η επιλογή των ηθοποιών.  Για παράδειγμα δε μπορώ να φανταστώ οτι η παρουσία του-μπεκρή, γυναικά και όσο δε πάει αθυρόστομου εδώ-James Gandolfini, και του-always Goodfella-Ray Liotta είναι τυχαία.  Αυτό που μπορώ να φανταστώ (και η αλήθεια πωρώνομαι) είναι οτι ο Dominik διάλεξε εσκεμμένα τους δυο αυτούς ηθοποιούς οι οποίοι είναι γνωστοί για τους γκανγκστερικούς ρόλους και τη μαφιόζικη πορεία τους, οχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να παρουσιάσει με τρόπο σινεφιλικό τις διαφορές που αναφέραμε και λίγο παραπάνω, ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους.  Ο Gandolfini (ο οποίος εδώ δίνει ερμηνειάρα), μοιάζει να αδυνατεί να φέρει εις πέρας τη δουλειά που του έχει ανατεθεί, ενώ ο Liotta περιορίζεται σε έναν ρόλο άμυαλο και έναν χαρακτήρα με εντελώς χαζές, προσωπικές επιλογές.  Το αποτέλεσμα;  Οι παλιές καραβάνες του crime κινηματογράφου αρκούνται σε ρόλους αδρανείς, χωρίς σκοπό, χωρίς αξία και-κυρίως-χωρίς μέλλον, αδυνατώντας έτσι κι αλλιώς να προσαρμοστούν στα δεδομένα της σημερινής πραγματικότητας.  Αντιθέτως ο Cogan (o Pitt σε μια ακόμη εξαίσια, ερμηνευτική παρουσία) είναι το φρέσκο αίμα, συμβιβασμένος με τους νέους καιρούς, αδίστακτος και εγωιστής, ξέρει τι πρέπει να κάνει, προκειμένου να ικανοποιήσει πρώτα τον εαυτό του και μετά τον εργοδότη του.  Old school mobs, φάτε τη σκόνη του.
Μια αναφορά αξίζει σίγουρα και για τη σκηνοθεσία η οποία κλέβει τη παράσταση.  Παραμορφωτικοί φακοί, ρηχό βάθος πεδίου που ‘ξερνάει’ και τη παραμικρή λεπτομέρεια μπροστά σου, smooth κοψίματα, ημιφωτισμένα πλάνα, μια ντελιριακή σεκάνς που αναπαριστά με τρόπο παραισθησιακό, το ‘φτιάξιμο’ των ναρκωτικών, ένα εκτενές slow-motion εξωφρενικής ευκρίνειας και λεπτομέρειας, η κάμερα ως παρατηρητής, η κάμερα ως κοινωνός μιας εσωτερικής κατάστασης, η κάμερα ως αντίθετο (βλέπεις μια ταινία, η κάμερα της οποία τραβάει το τηλεοπτικό αποτέλεσμα, μιας άλλης κάμερας), οι soft φωτισμοί, η neo-noir ατμόσφαιρα, όλα αυτά, δημιουργούν ένα γοητευτικό αποτέλεσμα που αντλεί δόσεις αστικής ντεκαντάνς από Spike Lee (“25th Hour”), πατριωτικές νότες από Clint Eastwood (“Gran Torino”) και οικουμενικό πεσιμισμού από David Fincher (“Fight Club”).
Το “Killing Them Softly” είναι μια ταινία που ο καθένας μπορεί να διαβάσει όπως θέλει.  Είτε να μείνει στην επιφάνεια, και να αρκεστεί σε μια παραδοσιακή, crime κατάσταση, ή να αναζητήσει όλα τα υπόλοιπα υλικά από τα οποία είναι κατασκευασμένη και για τα οποία αξίζει να τη μάθει κανείς.  Φετινό “Drive”;  Ιt sure is.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η τελευταία ομιλία του Pitt είναι ομιλία Tyler Durden, οτι παίζει και ο Richard Jenkins που είναι πάντα καλός και οτι η φωνή του Johnny Cash ταιριάζει γάντι στη ταινία.


No trivia

Lawless: Booze, brothers and a wet county

NEW ARRIVAL

Καλημέρα καλημέρα guyz!  Λοιπόν αυτή τη βδομάδα βγήκαν στις αίθουσες δυο ταινίες που περίμενα εναγωνίως από τότε που είχα δει τα trailers τους.  Τις είδα τελικώς και τις δυο και έχω να πω οτι δεν έπεσα και πολύ έξω στις προβλέψεις μου οτι πρόκειται για καλές ταινίες.  Πρώτη είδα στις δημοσιογραφικές, το “Lawless”-με το οποίο θα ασχοληθούμε και σήμερα-, ένα γκάνγκστερ, δράμα εποχής, με πολύ καλές ερμηνείες και μια αξιοπρεπή προσπάθεια στο σύνολό του.  Χθες, είδα και το “Killing them Softly” την οποία βρήκα αριστουργηματική ως προς τη σκηνοθεσία της, και η μπόλικη (μπόλικη όμως) αθυροστομία της, την έκανε για εμένα ακόμη πιο απολαυστική.  Σε αυτό βέβαια, μάλλον δε συμφώνησε καμιά 10ρια άτομα, που άρχισαν να τη κάνουν με ελαφρά από την αίθουσα.  Όπως και να έχει, για τη νέα ταινία του Brad του Pitt, θα μιλήσουμε από Δευτέρα, οπότε σας θέλω τριγύρω.  Πάμε σήμερα για “Lawless”.

Βρισκόμαστε στο 1931, την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης και της Ποταπαγόρευσης, και όπως με έχει μάθει σωστά το “Boardwalk Empire”, δεν υπάρχει περίπτωση να δεις περισσότερο αλκοόλ σε καμία άλλη εποχή, πέραν από αυτή της Ποταπαγόρευσης.
Εν προκειμένω, στο Franklin County της Virginia, τρια αδέλφια κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα: διυλίζουν αλκοόλ, πουλώντας το στη συνέχεια στις γύρω φάρμες, τα νέγρικα κουτούκια και διάφορους άλλους καλοθελητές που επιθυμούν να αγοράσουν το διάφανο ουίσκι της οικογένειας Bondurant.  Οχι δηλαδή οτι οι μοναδικοί προμηθευτές είναι αυτοί, αφού αν για κάτι είναι γνωστή η συγκεκριμένη, υγρή κομητεία του Franklin, αυτό είναι βεβαίως, ο τεράστιος αριθμός παράνομων διυλιστηρίων που βρίσκονται καμουφλαρισμένα σε όλη της την επικράτεια.
Όταν λοιπόν βλέπεις οτι έχεις του χεριού σου ακόμα και τον τοπικό σερίφη, και ο θρύλος για την αντρίκια δύναμη και ατρομιτότητά σου, καλά κρατεί, το μόνο σίγουρο είναι οτι θα τσινίσεις στην guest εμφάνιση ενός νέου, γλοιώδη και σαδιστή Special Deputy ονόματι Charlie Rakes (Guy Pearce) ο οποίος έχει έρθει για να σου κάνει τη ζωή Κόλαση.  Απαιτώντας μερίδιο από τη μπάζα της πώλησης του αλκοόλ, προκειμένου να μη βάλει λουκέτο στη παράνομη δράση των κατοίκων, ο Rakes θα γίνει ο φόβος κι ο τρόμος της περιοχής, χάρη στην καθικίστικη φύση του.  Ο τουμπανοσοφός όμως, Forrest Bondurant (Tom Hardy), o μπεκρής αδελφός του που ρίχνει ξύλο, Howard (Jason Clarke) και ο άβγαλτος ακόμη, βενιαμίν της οικογένειας, Jack (Shia LaBeouf), θα υψώσουν ανάστημα και δε θα αφήσουν το καλογυαλισμένο λουστρίνι του Rakes, να τους πατήσει κάτω.  Για πόσο όμως;

Η νέα ταινία του Αυστραλού John Hillcoat, δεν είναι αυτό ακριβώς που μας είχε προϊδεάσει το trailer, ούτε και το επιβλητικό του cast.  Αν δηλαδή περιμένεις να δεις μπόλικο πιστολίδι, ατέλειωτη δράση και περιπέτεια τσίτα τα γκάζια, μάλλον θα απογοητευθείς οικτρά και καλά θα κάνεις να περιμένεις το “Gangster Squad” για τέτοια φάση.  Παρόλα αυτά, το “Lawless” είναι μια ταινία με την οποία θα περάσεις καλά στη κινηματογραφική αίθουσα, αφού μπορεί να της λείπουν οι πολλές, extra δόσεις αδρεναλίνης και τεστοστερόνης, αναπληρώνει όμως αυτό που δεν έχει, όχι τόσο χάρη στο σενάριό της (το οποίο είναι καλό, αλλά μέχρι εκεί), αλλά κυρίως χάρη στις πολύ καλές ερμηνείες ολόκληρου του πρωταγωνιστικού cast, την ατμοσφαιρική σκηνοθεσία και την εξαιρετική απόδοση μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.

Ο Hillcoat έπειτα από τη συνεργασία του με τον επίσης Αυστραλό, και υπεραλαντούχο σε διάφορους τομείς, μουσικούς και μη, Nick Cave, στο πολύ καλό “The Proposition” (στο οποίο ο Cave εκτέλεσε χρέη σεναριογράφου), αποφάσισε να μείνει πιστός στις κινηματογραφικές του επιλογές και να χρησιμοποιήσει και πάλι τον παλιόφιλο τον Nick, στο σενάριο του “Lawless”.
Πέρα από την παραγωγική συνεργασία των δυο τους, φαίνεται πως ο Hillcoat αρέσκεται και στην ιδιαίτερη περσόνα του Guy Pearce, ο οποίος σχεδόν σε όλη του τη καριέρα, επιμένει να υποδύεται ρόλους υπέροχα μισητούς, που τον καθιστούν αυτομάτως στο μάτι του θεατή, ως τον “bad seed” της υπόθεσης.  Έτσι, μετά τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Guy, στο “The Propostition”, τα τηλέφωνα έπεσαν και ο Pearce δέχθηκε και παίξει ένα ακόμη σκουλήκι στη κινηματογραφική του πορεία.  Σωστός.
Αν πάλι θυμάσαι το όνομα του σκηνοθέτη και από άλλες ταινίες-συγκεκριμένα ταινία-τότε αγαπητέ μου δε πέφτεις καθόλου έξω, μιας που o Hillcoat μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το υπέροχο όπως λένε (μιας που αυτή τη περίοδο εντρυφώ σε άλλα έργα του) βιβλίο του Cormac McCarthy, “The Road”.
Πιστός λοιπόν και στη λογοτεχνική του τροφή, ο Ηillcoat αποφάσισε να στηρίξει το “Lawless” στη βιογραφική νουβέλα του Matt Bondurant (εγγονού του τρίτου και μικρότερου εκ των αδελφών, του Jack δηλαδή) “The Wettest county in the Word”, με την ανάλογη φυσικά, σεναριακή προσαρμογή.

Πέρα από την απουσία μιας χειροπιαστής δράσης, αν θα έπρεπε να πω και κάτι ακόμα που με ενόχλησε κάπως στη ταινία, αυτό μάλλον θα αφορούσε σε ένα βαθμό τη σκηνοθεσία, πράμα οξύμωρο καθώς γενικώς βρήκα οτι ο Hillcoat απέδωσε με πολύ εποχικές πινελιές την συγκεκριμένη, ταραχώδη περίοδο.  Και τι εννοώ λοιπόν;
Εννοώ, οτι υπήρχαν στιγμές μέσα στην πλοκή του έργου, στις οποίες η όποια σεναριακή συνοχή έσπαγε με τρόπο βροντερό, και εσύ έπρεπε να προσπαθήσεις να ενώσεις τα κομμάτια προκειμένου, οχι να βγάλεις νόημα, αλλά να αντιμετωπίσεις την κάμερα του σκηνοθέτη, ως μια ρέουσα κατάσταση.  Η υποθεσιακή συνέχεια που θα έπρεπε να υπάρχει, κάπου χαλαρώνει, η κάμερα εκτελεί τα πολύ βασικά της χρέη (βλ. ρόλο παρατηρητή) και γενικώς όταν στρέφεται πάνω στα πρόσωπα και τις καταστάσεις, μοιάζει σαν κάτι να λείπει.  Αντιθέτως, όποτε βλέπουμε πανοραμικά πλάνα της wannabe Virginia (τα γυρίσματα έγιναν ως επί το πλείστον στην Georgia) ή τις ελάχιστες σκηνές που περιλαμβάνουν traveling, τότε ως δια μαγείας ο κινηματογραφικός φακός του Hillcoat μεταμορφώνεται και το μάτι μας γεμίζει με όλη εκείνη την αγροτική, παλιομοδίτικη ομορφιά, με τους καπνούς των διυλιστηρίων, τα χωριάτικα μπαρ, τα υπέροχα κοστούμια, και την vintage διάθεση που αποπνέει το τοπιακό, αλλά και το έμψυχο υλικό της ταινίας.
Αν είστε λοιπόν από αυτούς, που δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικοί ως προς τα θέματα της “συμπεριφοράς” της κάμερας, δεν θα έχετε κανένα πρόβλημα να απολαύσετε την ιδιωματισμική ομορφιά και τη μαγκιά του “Lawless”.

Το κλασικά crime σενάριο, βοηθάει πολλές ταινίες να ξεφεύγουν τον σκόπελο των αρνητικών κριτικών, ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για προσαρμογές τύπου “Drive” και “Killing them Softly” που έχουν να σου δώσουν αβέρτα πράγμα (btw πιστεύω οτι μέχρι τώρα, το “Killing them Softly” είναι το “Drive” της χρονιάς, αλλά αυτά θα τα πούμε από τη Δευτέρα).
Μπορεί εδώ το σενάριο να κρατάει έναν κάπως, ουδέτερο ρόλο, καθώς δεν είναι αυτό που θα μπορούσε να οδηγήσει τη ταινία στη καταστροφή, ούτε όμως και στην εκπληκτική της αναγνώριση, καταφέρνει όμως να κρατάει τα μπόσικα και να δίνει τροφή σε αυτό που νομίζω πως είναι το καλύτερό της στοιχείο: οι ερμηνείες.
Όλοι, ανεξαιρέτως, δίνουν στο “Lawless” ωραίες, μεστές ερμηνείες και-ω του θαύματος!-ακόμα και ο Shia LaBeouf ταιριάζει γάντι μέσα στο όλο γκανγκστεροφεύγοντας σκηνικό.
Πιο συγκεκριμένα ο Tom Hardy είναι επιβλητικός με τον όγκο του (βλέπετε δε πρόλαβε να χάσει τη μυϊκή μάζα που είχε αποκτήσει για τον χαρακτήρα του Bane), λιγομίλητος και μουντρούχος, με ιδανικά προσαρμοσμένη, χωριάτικη ομιλία και πολύ καλή χημεία, με την σαγηνευτική (εντάξει δε πάει πιο όμορφη ρε κοπελιά) Jessica Chastain, η οποία υποδύεται φυσικά, τη μοιραία γυναίκα.  Παράλληλα, ο Pearce δίνει μια ακόμη κακιασμένη ερμηνεία που του πάει πολύ, και κλέβει τις εντυπώσεις με μπριγιαντινέ μαλλί χωρίστρα, leather γαντάκια σε διάφορες αποχρώσεις (και με kinky διάθεση παρακαλώ) και ατσαλάκωτο look, ενώ και η παρουσία της Mia Wasikowska δίνει ένα απαραίτητο, φρέσκο touch, χάρη στην εύθραυστη ομορφιά της.  Κάπου εκεί θα δείτε και τον Gary Oldman να κάνει ένα πέρασμα στον ρόλο ενός μεγαλοαφεντικού γκάνγκστερ, με παρουσία μικρή, αλλά πληθωρική.  Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε οτι το ηττοπαθές και καημένο βλέμμα του LaBeouf επιτέλους αποδίδει-αλληλούια!-αποτυπώνοντας στον πανί έναν χαρακτήρα που αντρώνεται από τις πισωμαχαιρικές καταστάσεις, παύει να είναι το πιτσιρίκι που φοράει τα ρούχα του μπαμπά και αποκτά μερικά much needed κότσια (μαζί με ένα shotgun στο χέρι, καθότι συνήθως αυτά τα δυο, πάνε μαζί).
Το “Lawless” δεν είναι μια πρωτότυπη ταινία-ούτε κατά διάνοια-, μιας που όλα είναι συμβατικά δοσμένα, αλλά ταυτόχρονα καλά.  Η σκηνοθεσία, οι ερμηνείες, το σενάριο, η ατμόσφαιρα.  Όλα καλά, αλλά τίποτα το εξαιρετικά φοβερό.  Είναι όμως στη τελική και μια ταινία που έχει μαγκιά, attitude και country νότες να τη σιγοντάρουν (δια χειρός Nick Cave εννοείται).  Μερικές φορές για να περάσουμε καλά, ακόμα και αυτό αρκεί.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η Chastain κάνει το πρώτο της-μάλλον-φουλ γυμνό, οτι τις ίδιες ζακετούλες που φοράει ο Hardy, φοράει και ο παππούς μου και οτι ο Gary Oldman είναι ο Gary Oldman.  Σε περίπτωση δηλαδή που δε το ξέρατε.


No trivia

Gimme the Loot: …cause my plans are big nigga!

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Καλημέρα, καλημέρα!  Τoday, θα μιλήσουμε και πάλι για μια ακόμη ταινία, η οποία φιλοξενήθηκε στο 18ο φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας, και η οποία αποτέλεσε για εμένα μια ευχάριστη έκπληξη, όσον αφορά το σύνολό της.  Το να σηκώνεσαι πρωί, με τη τσίμπλα στο μάτι και να πηγαίνεις για προβολή ταινίας, δεν είναι και οτι πιο εύκολο, δεδομένου οτι αν η ταινία σου βγει μάπα, τότε κλάφτα.  Όταν όμως σου βγαίνει μικρό διαμαντάκι τύπου “Gimme the Loot”, τότε και εσύ πολαμβάνεις τον καφέ σου αραχτός στο κάθισμα, και τη ταινία γουστάρεις, και στη τελική, δε κλαίς και το ξύπνημά σου.  Για να δούμε λοιπόν, τι θα δούμε και σήμερα…

Η Sofia (Tashiana Washington) και ο Malcolm (Ty Hickson), είναι δυο φιλαράκια από το Bronx, που αρέσκονται να γκραφιτιάζουν κάθε σπιθαμή τοίχου που μπορεί να βρουν ελεύθερη.  Οι υπογραφές τους, μοστράρουν ως επί το πλείστον κομβικά σημεία, από τα οποία τα ονόματά τους, γίνονται αξιοθέατο προς τέρψην αντίπαλων ομάδων, οι οποίες διεκδικούν με τη σειρά τους χώρο, στους τσιμεντένιους τοίχους της πόλης.
Όταν μια μέρα η Sofia αντιληφθεί οτι το γκράφιτί τους, έχει καλυφθεί από το αντίπαλο δέος, το οποίο τόλμησε να ‘περάσει’ πάνω από το δικό τους, το χαρακτηριστικό logo των NY Mets (ένα…μήλο δηλαδή), οι δυο φίλοι, θα συλλάβουν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο, προκειμένου να γίνει κατανοητό μια για πάντα, ποιος είναι το αφεντικό στο Brooklyn: βάζουν στόχο να μπουν κρυφά στο γήπεδο των Mets, και να γράψουν τα ονόματά τους πάνω στο μεγάλο, κατακόκκινο και πλαστικό μήλο, που βρίσκεται εκεί, για τις ανάγκες των αγώνων της ομάδας.  Έτσι, θα ξεκινήσουν ένα διήμερο ταξίδι, προκειμένου να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα-για τον φύλακα του γηπέδου-χρήματα, ο οποίος με διακριτικό τρόπο, θα τους αφήσει να μπουν και να κάνουν τη δουλειά τους.
Μέσα από πώληση αντικειμένων, δανεισμό χρημάτων, και ολίγον από κλέψιμο, τα παιδιά, θα προσπαθήσουν να συγκεντρώσουν το ποσό, πάση θυσία και να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα: να γίνουν οι πιο γνωστοί γκραφιτάδες της περιοχής, γράφοντας ιστορία.  Και τα ονόματά τους στο τεράστιο φρούτο βεβαίως βεβαίως.

Η συγκεκριμένη ταινία, αποτέλεσε για εμένα μια, από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις του φετινού φεστιβάλ, καθώς είχε όλα τα φόντα να αποτελέσει εκείνη την εναλλακτική πρόταση, που εσύ και οι φίλοι σου θα εκτιμούσατε δεόντως.  Και όπως έδειξε το πράγμα, δεν έπεσα και πολύ έξω.
Το όνομα Adam Leon, πιθανότατα δε σου λέει τίποτα, και πως θα μπορούσε άλλωστε, από τι στιγμή που μιλάμε για έναν ακόμη νέο δημιουργό, με δυο-τρεις μόνο δουλειές, στο ενεργητικό του.
Πιο συγκεκριμένα ο Leon εκτός από το “Gimme the Loot” έχει σκηνοθετήσει ένα ακόμη short ταινιάκι με τίτλο “Killer” και πρωταγωνιστή και πάλι τον Ty Hickson, τον οποίο βλέπουμε εδώ στον ρόλο του Malcolm.
Από εκεί και πέρα οι δουλειές του περιλαμβάνουν συμμετοχές σε κάνα-δυο ακόμη ταινίες, όπως στο “Melinda and Melinda” (εκτελόντας χρέη production office assistant), καθώς και στη ταινία του Woody Allen, “Hollywood Ending”, ως set production assistant.
Mε το “Gimme the Loot” (το οποίο αποτελεί και τη πρώτη, μεγάλου μήκους δουλειά του) ο Leon, τσιμπάει και το βραβείο του “Best Narrative Feature”στο φεστιβάλ του SXSW, και αν με ρωτήσετε, διόλου τυχαία.  Ας είναι καλά η τεράστια επίδραση του κινηματογράφου του Spike Lee, όπως θα δούμε παρακάτω.

Ξεκινώντας να βλέπεις τη ταινία του Leon, είναι σαν να έχεις βουτήξει πραγματικά, στο παρελθόν του Spike Lee, ενός, από τους πιο ιδιαίτερους και με always προσωπικό στυλ, σύγχρονους σκηνοθέτες της Αμερικής.
Με μια καριέρα που μετρά περισσότερα από τριάντα χρόνια, και δουλειές που ξεπερνούν σε αριθμό τις πενήντα, ο Lee, αποδεικνύει οτι μένοντας πιστός στον κοινωνικό/πολιτισμικό κινηματογράφο που επέλεξες να ακολουθείς, μπορείς να κάνεις θαυμάσια πράγματα, να υφάνεις εξαιρετικούς χαρακτήρες και να δώσεις πνοή σε κατά τα άλλα, γκετοποιημένες, αμερικάνικες γωνιές, όντας, το ίδιο παραγωγικός (και απείρως πιο αληθινός) με άλλους σκηνοθέτες της ίδιας ή της μετέπειτα από εσένα, γενιάς.  Το γεγονός δε οτι ο ίδιος κατάφερνε πάντα να θέτει στο προσκήνιο ή και στο background των ταινιών του, τους κοινωνικούς του προβληματισμούς σχετικά με την ίδια τη ζωή των αφροαμερικανών, τον οδήγησε στην απόκτηση ενός ξεκάθαρου, προσωπικού ύφους, με το οποίο έντυνε κάθε ταινία που περνούσε από τα χέρια του.  Ιδιαιτέρως όταν μιλάμε για τη πρώιμη δουλειά του και τη σκηνοθεσία films όπως τα “Malcolm X”, “Crooklyn”, “Clockers” και “Summer of Sam”, τότε μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε όλα εκείνα τα μοτίβα τα οποία ενώ επαναλαμβάνονται, προσδίδουν εντούτοις αυθεντικότητα και ρεαλισμό στον δικό του κινηματογράφο, εντάσσοντάς τον σε μια κατηγορία σκηνοθετών με-ως επί το πλείστον-καθαρά βιωματικό cinema.
Έτσι λοιπόν δεν είναι να απορεί κανείς, που η ταινία αυτή του Adam Leon, παρουσιάζει τόσες πολλές ομοιότητες, με τις αντίστοιχες του Lee.  Μπορεί η επίδρασή του είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρη, τη ίδια στιγμή όμως ο Leon, κρατάει τα μπόσικα, προσθέτοντας τις δικές του χιουμοριστικές και άλλες, πινελιές.

Όπως είδατε κρατήθηκα πολύ, προκειμένου να μην αναφερθώ στην λανθασμένη (για εμένα τουλάχιστον) επιλογή του σκηνοθέτη, να σκηνοθετήσει εκ νέου το “Oldboy” του Chan wook Park, με πρωταγωνιστές τους Samuel L. Jackson, Elisabeth Olsen και Josh Brolin.  Προτιμώ να αναφερθώ στα θέματα τα οποία επιλέγει ο Lee και τα οποία (με μεγάλη ικανοποίηση ομολογουμένως) εντόπισα στο “Gimme the Loot”.
Η ζωή των δυο πρωταγωνιστών δεν είναι καθόλου εύκολη, μιας που αποτελούν κομμάτι ενός μικρόκοσμου, ο οποίος βρίσκεται μέσα σε έναν αδηφάγο μακρόκοσμο.  Πολυτελή λοφτς, μοντέρνοι ουρανοξύστες, φωτεινές βιτρίνες και μπλαζέ μπουρζουαζία, έρχονται σε έντονη αντίθεση με τους κακόφημους δρόμους (Scorsese much?), την άνευ ευκαιριών πραγματικότητα, την έντονη παραβατικότητα και γενικώς, τη προβολή ενός βαλτοποιημένου κόσμου, που ακόμα και σήμερα, αδυνατεί να ακολουθήσει τους γρήγορους, σύγχρονους ρυθμούς της ζωής.
Παρόλα αυτά η διάθεση του Leon δεν είναι μοιρολατρική, αλλά μοιάζει να κοιτάζει τα πράγματα με μια σκληρή μεν, ρεαλιστική δε, ματιά, εντάσσοντας στη ταινία του χιουμοριστικές στιγμές, ευτραπελικές καταστάσεις, κίνδυνο, αλλά και μια γραφική, γλυκιά αθωότητα, που χαρακτηρίζει τους κεντρικούς ήρωες.
Χωρίς τη παραμικρή διάθεση για κριτική, ο Leon μας παρουσιάζει με τρόπο απλό την αντικειμενική κατάσταση, ζητώντας ταυτόχρονα από εμας να μην αδιαφορήσουμε για τα κοινωνικά προβλήματα των νεαρών, αλλά να μη τα πάρουμε και βαρέως.  Στη τελική, αυτό που έχει σημασία είναι το ταξίδι, και οχι ο προορισμός.  Το “Gimme the Loot” είναι αυτό ακριβώς.  Ένα ταξίδι στη δύσκολη καθημερινότητα των παιδιών του γκέτο, που όμως έχουν μάθει να προσαρμόζονται, να αυτοσαρκάζονται, να διεκδικούν και να αγαπούν.  Τη ζωή.

Η σκηνοθεσία είναι Spike Lee-ική to say the least, χωρίς αυτό να σημαίνει οτι ο Leon δεν έχει τη δυνατότητα να μετατραπεί σε έναν νέο, ανερχόμενο σκηνοθέτη, με ενδιαφέρουσα παρουσία.  Στη παρούσα φάση είναι μάλλον δύσκολο να τον κατατάξουμε κάπου, αν μη τι άλλο γιατί δεν έχουμε δει τίποτε άλλο από εκείνον.  Παρόλα αυτά το κινηματογραφικό του ντεμπούτο μοιάζει αρκετά πράγματα υποσχόμενο, οπότε μένει να δούμε.
Όσον αφορά τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών, αυτές, ξεχειλίζουν από φυσικότητα και ρεαλισμό, γεγονός που μόνο χέρι χέρι θα μπορούσε να πάει τόσο με την υπόθεση, όσο και με το είδος της σκηνοθεσίας.
Οι σχέσεις των κοινωνικών ομάδων, η ζωή της έγχρωμης κοινότητας, η αστική εγκληματικότητα, η φτώχεια, καθώς και η πολιτική διάσταση του θέματος (που εδώ σε πρώτο διάβασμα δε γίνεται αντιληπτή, εξακολουθεί όμως να υπάρχει), είναι εκφάνσεις του αμερικάνικου τρόπου ζωής, και των περιοχών τύπου Bronx, Brooklyn κ.α, οπότε σίγουρα δε θα μπορούσαν να λείπουν ως απτή πραγματικότητα από το “Gimme the Loot”.  Παρόλα αυτά, όπως είπαμε, αυτό δεν είναι και το ζητούμενο.  Η φιλία, η ανάγκη για προστασία, η αγάπη και τα καθημερινά μαθήματα ζωής, αποτελούν τον καταλύτη αυτής της ταινίας, την οποία τη λες και feel good, ακόμα και αν εκ πρώτης όψεως, δε σου φαίνεται.
Αθυρόστομη, με υπέροχες νέγρικες, jazz νότες, ειλικρινής και με ψυχή, η πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του Adam Leon είναι ένα δείγμα ανεξάρτητου, αμερικανικού κινηματογράφου που οι fan θα εκτιμήσουν δεόντως.  Αναζήτησέ την.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι όταν έχεις ανάγκη από χρήματα, τότε και ένα ζευγάρι χρησιμοποιημένα αθλητικά, είναι ότι πρέπει για πούλημα, οτι a lady is a lady, ακόμα και μέσα σε sneakers, βρώμικο μπλουζάκι, χακί χαχολο-βερμούδα και μαλλί wannabe κοτσίδα, και οτι όταν δεν έχεις πισίνα, κάνε μια βουτιά στο υδραγωγείο δίπλα από το σπίτι σου.  Απλά πράγματα.

No trivia

Sound of My Voice: Masters, Masters everywhere

Καλημέρα καλημέρα και πάλι.  Σήμερα, είπα να αλλάξω λιγάκι ρεπερτόριο και να μη βάλω ταινιούλα που παρακολούθησα στο φεστιβάλ, αλλά μια άλλη την οποία είχα σταμπάρει καιρό τώρα και ήθελα οπωσδήποτε να τη δω για τη φετινή χρονιά (και επειδή είμαι ναι νέρντουλας μεγάλος, ίσως, και για τα Blogoscars όταν με το καλό ξεκινήσουν).
To “Sound of My Voice” είναι μια από εκείνες τις ανεξάρτητες που μου αρέσουν πολύ και μιας που για Παρασκευή σκέφτομαι να αναεβάσω “Amour” (θα έχουμε μπόλικα να πούμε εκεί), είπα σήμερα να μη το πολυβαρύνω το κλίμα, αν και η σημερινή μας ταινία έχει κάτι από φιλοσοφικό υπόβαθρο και σύγχρονη εποχή.  Ξεκινάμε λοιπόν.

O Peter (Christopher Denham) και η Lorna (Nicole Vicius) είναι ένα νεαρό ζευγάρι δημοσιογράφων, το οποίο αποφασίζει να διεισδύσει στους κόλπους μιας αίρεσης (cult) προκειμένου να καταγράψει από κοντά τον τρόπο με τον οποία δρα και κινείται αυτή η οργάνωση.
Στη κεφαλή αυτής της μυστήριας ομάδας, βρίσκεται η ακόμα πιο μυστήρια Maggie (Brit Marling) μια ξανθομαλλούσα, αλαφροΐσκιωτη παρουσία που δηλώνει οτι έχει έρθει από το μέλλον (και συγκεκριμένα το 2054) σε μια προσπάθεια να προετοιμάσει, την εκλεκτή γκάμα των ανθρώπων που αποφάσισαν να την ‘ακολουθήσουν’, για το επικείμενο και ολίγον από post apocalyptic μέλλον στο οποίο, ο Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει ήδη συμβεί.
Και ενώ ο Peter θα ξεκινήσει το ρεπορτάζ με τη διάθεση να το φτάσει στα άκρα, θα πιάσει τον εαυτό του να αναρωτιέται σχετικά με το εάν τα λεγόμενα της Maggie είναι αληθινά.  Χωρίς να έχει πλέον τη δυνατότητα να ξεχωρίσει το ψέμα, από τη πραγματικότητα (σάμπως και μπορούσε από την αρχή;) θα αρχίσει να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στο ασαφές πέπλο που καλύπτει αυτή τη νεαρή προφήτη.  Τελικά τι είναι όλα αυτά;  Μια καλοστημένη απάτη ή ένα σύγχρονο θαύμα;

Την Κυριακή που είχαμε πάρει εδώ στο σπίτι το Έθνος (σε μεγάλο βαθμό για τον τόμο του Αρκά βασικά), έτυχε να πέσει το μάτι μου σε ένα μονοσέλιδο αφιέρωμα, σε κάποιο ένθετο, για την πρωταγωνίστρια της ταινίας, Brit Marling.  Σύμφωνα με αυτό, κάποιοι την χαρακτηρίζουν ήδη ως μια ‘θλιμένη Meryl Streep’, πράγμα που στα τριάντα σου, θεωρείται ήδη τεράστια επιτυχία.
Για να πάρουμε όμως λίγο τα πράγματα από την αρχή, η πρώτη φορά την οποία άκουσα για την Marling ήταν στις περσινές Νύχτες Πρεμιέρας (κοίτα να δεις!), όταν και προβλήθηκε στο φεστιβάλ το sci-fi δράμα, “Another Earth”.
Λίγο καιρό αργότερα έφτασε η στιγμή να το δω κι εγώ, και εξεπλάγην πολύ ευχάριστα από την ταινία, η οποία ήταν ομολογουμένως ένα οπτικό υπερθέαμα ελάχιστων χρημάτων, αν σκεφτεί κανείς οτι το budget της ήταν μόλις κάτι χιλιάδες δολάρια.
Μιας που έχω γράψει και για το “Another Earth” μπορείτε να αναζητήσετε εκεί περισσότερες πληροφορίες, απλώς κρατήστε εδώ οτι πρόκειται για μια εξαιρετική, ανεξάρτητη προσπάθεια, από πλευράς σεναρίου και σκηνοθεσίας.  Και κάπου εδώ κολλάει και η πολυτάλαντη Brit Marling.
Όντας σεναριογράφος, παραγωγός, σκηνοθέτης και ηθοποιός, η Marling αποτελεί ένα από τα πιο ανερχόμενα ονόματα του ανεξάρτητου, αμερικανικού κινηματογράφου, που έχει κάνει ήδη αισθητή τη παρουσία της στη μεγάλη οθόνη.  Το γεγονός μάλιστα οτι ετοιμαζόμαστε να δούμε και εμείς τους ηθοποιικούς της καρπούς σε δυο νέες ταινίες, μαρτυρά πολλά.  Και οχι όποιες κι όποιες.  Η πρώτη είναι το “Αrbitrage”, στην οποία πρωταγωνιστεί στο πλευρό μεγάλων ονομάτων όπως ο Richard Gere, η Susan Sarandon και ο Tim Roth, ενώ θα την απολαύσουμε και στο νέο film του Robert Redford, “The Company You Keep”, με ένα ακόμη εξαίρετο cast (Redford, Julie Christie, Richard Jenkins, Nick Nolte, Stanley Tucci, Susan Sarandon, Brendan Gleeson και Shia LeBeouf).  Well, things are sure looking good for Brit Marling.

Η αλήθεια είναι πως η Αμερικανίδα Βrit, έχει κάθε λόγο να τα πηγαίνει περίφημα μιας που και ταλέντο διαθέτει, και εξακολουθεί να διακατέχεται από εκείνη την indie γοητεία που την ανέδειξε.  Τρανό παράδειγμα είναι και η σημερινή ταινία.
Όπως θα έχετε καταλάβει, η φετινή χρονιά είναι πλούσια από πλευράς ταινιακών επιλογών, και ήδη υπάρχουν εκείνες που έχουν ξεχωρίσει.
Αναμφίβολα μια από τις πιο hyped προτάσεις για φέτος, είναι η νέα ταινία του Paul Thomas Anderson, “Τhe Master”, η οποία για πολλούς πραγματεύεται την ιστορία μιας αίρεσης(;), που παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με την Σαϊεντολογία και την πορεία του αρχηγού της, στον προσηλυτισμό πιστών.
Με την ίδια ακριβώς ιστορία καταπιάνεται και το “Sound of My Voice” μόνο σε μια σαφέστατα μικρότερη κλίμακα, και φυσικά μπορεί στη προκειμένη περίπτωση να μη μιλάμε για την Σαϊεντολογία, αλλά το μόνο σίγουρο είναι πως και πάλι στο προσκήνιο βρίσκεται μια ομάδα πιστών που θα έκανε τα πάντα για τον δικό της, φουτουριστικό Master, ο οποίος εδώ είναι μια γυναίκα: η Maggie.
Η ιστορία αρχίζει να εκτυλίσσεται τμηματικά, θέτοντας στο επίκεντρο την ουσία της πίστης (ακριβώς όπως φανταζόμαστε οτι συμβαίνει σε παρόμοιες, αληθινές περιπτώσεις και βγάζοντας προς το παρόν στην απ’ έξω τυχόν οικονομικά ή άλλα συμφέροντα).  Έχουμε δηλαδή στην αφετηρία ένα ζευγάρι που αποφασίζει να ξεμπροστιάσει τις απάτες αυτής της περίεργης (μπορεί και τρελής στα μάτια τους) γυναίκας.  Σε επόμενη φάση και ενώ έχουν για τα καλά μπει στη διαδικασία μεταλαμπάδευσις πληροφοριών από το μέλλον (το οποίο παρόλα αυτά ομοιάζει τρομακτικά με το παρόν), ο ένας από τους δυο αρχίζει σιγά σιγά να ξεστρατίζει και να μπαίνει επισήμως πλέον στην διαδικασία του ‘πιστεύω’.  Αμφισβήτηση και πίστη πάνε σε τέτοιες καταστάσεις χεράκι-χεράκι, και είναι δύσκολο να προβλέψεις κάθε φορά το τι από τα δυο θα σε κερδίσει.  Όταν βρίσκεσαι εξάλλου τόσο βαθιά σε άγνωστα νερά, είναι πολύ πιθανό να παρασυρθείς και να βουλιάξεις μια για πάντα.  Και αυτό ακριβώς παρουσιάζει η ταινία: το πόσο εύκολα μπορεί κανείς να χάσει τον εαυτό του, μέσα σε αυτή τη μαζική και φρενήρη επιφώτιση, με την οποία νομίζει οτι έχει αποκτήσει ‘επαφή’.

Με τη Marling οικονομολόγο στο σενάριο και σε αυτά που θέλει να πει, και τον Zal Batmanglitj εξίσου λιτό και απέριττο στη σκηνοθεσία του, το “Sound of My Voice” λέει αυτά που θέλει και αφήνει πολλά στη δική σου ερμηνεία, κατά κάποιον τρόπο σα να μπάζει και εσένα μέσα στη cult διάθεσή του και δίνοντάς σου τη δυνατότητα να διαλέξεις τη πλευρά που επιθυμείς να υποστηρίξεις.
Πολλά στοιχεία μέσα στη ταινία αποκτούν διττό νόημα, και ακόμα και μετά το τέλος της, μάλλον θα βρεις τον εαυτό σου να αδυνατεί να δώσει μια σαφή απάντηση.  Από που ήρθε η Maggie;  Γιατί κυκλοφορεί με μια μπουκάλα οξυγόνου στο υπόγειο που γίνονται οι μυστικές τους συναντήσεις;  Ξέρει όντως πράγματα για τους πιστούς της, ή είναι μια πρώτης τάξεως χειραγωγός που τους αποσπά πληροφορίες, χωρίς καν να το αντιληφθούν;
Αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα που μοιάζουν αναπάντητα, δίνουν σε αυτό το φιλμ πολλές διαφορετικές, κατευθυντήριες γραμμές και αφήνουν ακόμα και το κλείσιμο…ανοιχτό, προς δική σου ανάλυση.  Κάτι μάλλον ιδιαιτέρως έξυπνο, αν αναλογιστεί κανείς το πόσο περίπλοκες και πολυδιάστατες είναι συνήθως τέτοιου είδους ιστορίες.  Πόσο εύκολα μπορείς να πεις τι είναι ή τι δεν είναι μια θρησκευτική, υπαρξιακή σέχτα με spiritual διδαχές και enlightenment υποσχέσεις;  Καθόλου.

Από ηθοποιία, μην αναζητήσετε και κάνα κρυμμένο ταλέντο, καθώς ως επί το πλείστον η Marling είναι αυτή που και πάλι στρέφει τη προσοχή επάνω της.  Τελείως μυσταγωγική και σαν να έχει ξεπεταχτεί κυριολεκτικά από το πουθενά, θυμίζει ταυτόχρονα μια εύθραυστη και ευάλωτη παρουσία, αλλά και μια κακιασμένη μέγαιρα που εξυπηρετεί τους δικούς της, κρυφούς σκοπούς.
Η σκηνοθεσία περιορίζεται σχεδόν σε ένα δωμάτιο (ή τουλάχιστον όλα τα αποκρυφιστικά πάνω στα οποία βασίζεται η ταινία), είναι απλούστατη και έτσι κι αλλιώς δεν έχει σκοπό να σε εντυπωσιάσει, αλλά να αφήσει την ιστορία της να μιλήσει.
Το “Sound of My Voice” είναι μια ‘μικρή’ σε διάρκεια ταινία, αλλά μεγάλη στα θέματα που θίγει.  Αν και ακόμα δεν έχουμε δει το “The Master”, τολμώ να πω οτι είναι σαν το ανεξάρτητο, δίδυμό της μιας που σαφέστατα οι διαφορές μεταξύ τους είναι αχανείς.  Παρόλα αυτά, η κοινή θεματολογία και όλα εκείνα που απορρέουν από αυτή (πίστη, προβληματισμός, η επίδραση του ψευδοπροφήτη(;) ) και τόσα άλλα, είναι που κάνουν αυτό το εργάκι, άξιο της ματιάς σας, δίνοντας μάλιστα και ένα ενδιαφέρον twist στο τέλος που απαιτεί και πάλι τη δική σας ερμηνεία.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το να ξερνάς ομαδικώς, έχει άλλη χάρη, οτι ακόμα και οι τύπισσες από το μέλλον, δε μπορούν να αντισταθούν σε μια γούνα και οτι ο μυστικός χαιρετισμός είναι ίσως, από τα πιο γελοία πράγματα που έχω δει τελευταία.


No trivia

Smashed: Hangover all around bitch!

NEW ARRIVAL

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Γεια σας γεια σας!  Ξεκίνησε και χθες επίσημα πια, το 18 Φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας, με πολλές και διάφορες ταινίες για όλα τα γούστα.  Η δική μου παρουσία περιορίστηκε στις αίθουσες του ΔΑΝΑΟΥ, μιας που απόλαυσα δυο πολύ καλές ταινίες, και έτσι για εμένα, το φεστιβάλ, ξεκίνησε με τον καλύτερο τρόπο.  Η πρώτη προβολή ξεκίνησε με το “Teddy Bear” ένα δανέζικο δράμα σχετικά με το πασιφανές οιδιπόδειο ενός τεράστιου μποντιμπιλντερά, με τη μητέρα του, γεγονός που καθιστά δύσκολη την περαιτέρω σχέση του με το αδύναμο φύλλο.  Πολύ καλή και μετρημένη η ταινία, θα μιλήσουμε γι’ αυτή από την άλλη εβδομάδα.  Μέχρι τότε, τη προτείνω ανεπιφύλακτα μιας που θα παιχτεί σε επαναλήψεις στις 20:00 σήμερα, στο ΟDEION ΟΠΕΡΑ, αλλά και τη Πέμπτη, 27 Σεπτεμβρίου στις 20:00, πάλι στην ΟΠΕΡΑ.  Από την άλλη πλευρά, έχουμε το “Smashed” για το οποίο θα πούμε δυο πραγματάκια σήμερα, οπότε δε λέω εδώ κάτι περισσότερο πέρα από το οτι ήταν μια πραγματικά feelgood ταινία, με τον δικό τις κατά πολλές στιγμές, πικρό και ακαλούποτο τρόπο.  Αν σήμερα ψάχνεστε για ταινία, τσεκάρετε στις Νύχτες το “Grabbers” με ένα μάτσο εξωγήινους αλλεργικούς στο…αλκοόλ, μια ταινία του σκηνοθέτη των “Shaun of the Dead” και “Hot Fuzz” (ΔΑΝΑΟΣ 1, 00:00), ενώ για πιο απογευματινούς τύπους υπάρχει και το “Safety Not Guaranteed”, όπως όλα δείχνουν-πολύ καλό romantic, sci-fi ταινιάκι που κέρδισε το βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ του Sundance (17:45 ΙΝΤΕΑΛ).  Αυτά λοιπόν.  Ξεκινάμε!

Η Kate (Mary Elizabeth Winstead) και ο σύζυγός της Charlie (Aaron Paul), είναι ένα νεαρό ζευγάρι εθισμένο στο αλκοόλ, που εκτός από την τρέλα της ηλικίας τους, κουβαλούν και τις extra δόσεις τρέλας που τους προσφέρει ένα φλασκί καλό ουίσκι, ή μια δωδεκάδα μπύρες.
Αν και οι δυο τους αντιμετωπίζουν μέχρι ενός σημείου τον εθισμό τους, ως κάτι το καθημερινό και χαριτωμένο, η Kate σύντομα θα συνειδητοποιήσει οτι αυτή η κατάσταση δε μπορεί να συνεχιστεί για πολύ ακόμη.  Η αφορμή;  Όταν έπειτα από ένα hangover ξεράσει μπροστά στα πιτσιρίκια στα οποία κάνει μάθημα (καθότι δασκάλα) και αναγκαστεί να παραδεχθεί οτι είναι…έγκυος, προκειμένου να τα μπαλώσει όπως όπως, τότε μόνο θα δει οτι ίσως και να έχει πάρει τον δρόμο χωρίς γυρισμό.  Σίγουρα σε αυτό βοηθάει το γεγονός οτι κάποιες φορές ξυπνάει έξω στον δρόμο, πλάι σε ρεματιές ή απλώς σε στέκια αστέγων, χωρίς να έχει καμία επαφή με το περιβάλλον και όντας ακόμα υπό την επήρεια ενός τρομερού, οινοπνευματώδους πονοκεφάλου.
Βλέποντας λοιπόν οτι ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι, η Kate θα αναζητήσει βοήθεια στους ΑΑ, εκεί οπού θα γνωρίσει την πνευματώδη Jenny (Octavia Spencer) η οποία και θα γίνει ‘ανάδοχός’ της, στον δύσκολο δρόμο της απεξάρτησης.  Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά, καθώς ο Charlie συνεχίζει ακάθεκτος το ποτό, η μητέρα της δε της προσφέρει τη παραμικρή συμπαράσταση, ενώ σύντομα και η δήθεν εγκυμοσύνη της, θα αρχίσει να προκαλεί ερωτήματα.  Και τώρα, πως θα ξεμπλέξει από αυτόν τον μικρό χαμό που έχει δημιουργηθεί;

Ο σκηνοθέτης της ταινίας, James Ponsoldt, αποτελεί κλασική περίπτωση νέου και ανερχόμενου, ανεξάρτητου σκηνοθέτη με καταγωγή εκ Αμερικής, ο οποίος έκανε και το πρώτο του, επιτυχημένο βήμα στο φεστιβάλ του Sundance, στο οποίο η ταινία του κέρδισε το Special Jury Prize στην κατηγορία του δράματος.
Κάθε νέος σκηνοθέτης φιλοδοξεί, οτι το πέρασμά του από τα διάφορα-και ως επί το πλείστον ανεξάρτητα- φεστιβάλ, θα είναι ένα από αυτά που θα ξεχωρίσει και θα καταστήσει το όνομά του συζητήσιμο μέσα στους κόλπους των εναλλακτικών προτάσεων.
Κάπως έτσι λοιπόν φαίνεται πως είναι και η μέχρι τώρα, μικρή πορεία του Ponsoldt, ο οποίος μετράει στο ενεργητικό του τρία short-φιλμάκια, ένα full-length κινηματογραφικό ντεμπουτάρισμα, το “Off the Black”, με πρωταγωνιστή τον Nick Nolte, καθώς και τη συμμετοχή στο ντοκιμαντέρ, “We Saw Such Things”.  Στη συνέχεια, η δημιουργία του indie drama-comedy “Smashed”, έστρεψε τα φώτα πάνω στον σκηνοθέτη, που μάλλον πήρε φόρα, αν κρίνουμε από το προ-παραγωγικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται μια ακόμη ταινία με πρωταγωνίστριες την Winstead (για ακόμη μια φορά), καθώς και την Shailene Woodley, που τη θυμάσαι ίσως από τον ρόλο της κόρης του George Clooney, στο “The Descendants”.
Λίγα πράγματα, αλλά καλά μέχρι τώρα ο Ponsoldt, δεδομένου οτι το “Smashed” είναι σίγουρα από τις πιο indie και περίεργα feelgood καταστάσεις που θα μπορέσεις να απολαύσεις τη φετινή χρονιά.  Το γεγονός μάλιστα οτι κατασκευάστηκε με $1 εκατομμύριο, λέει πολλά για την ανεξάρτητη αφετηρία της, που ακόμα και αν δε μας παρέσυρε με την κλασικής υπόστασης υπόθεσή της, εντούτοις κατάφερε να μας σαγηνεύσει χάρη στην εκπληκτική χημεία των δυο πρωταγωνιστών, την εξαίσια σκηνοθεσία και την όμορφη μουσική επένδυση.

Το γεγονός οτι κάποια στιγμή έρχεται σε όλους η ευκαιρία να λάμψουν μέσα από κάποιον ρόλο, δε θεωρώ οτι είναι καθόλου τυχαίο, μιας που εκτός από το τρανό παράδειγμα του Matthew McConaughey (βλ. “Killer Joe” and more to come), έχουμε εν προκειμένω και τη περίπτωση της Winstead.
Έπειτα από ταινίες όπως τα “Final Destination 3”, “Black Christmas” και το-οχι άλλα χορευτικά, φτάνει!-“Make it Happen”, η πορεία της όμορφης ηθοποιού φάνηκε να αλλάζει έπειτα από τη μικρή, αλλά θαυματουργή της παρουσία στο ταραντινίστικο “Death Proof” με βλέμμα Λολίτας και κίτρινη αμφίεση cheer-leader, αλλά και στο totally fun “Scot Pilgrim vs. the World”, στο οποίο υποδυόταν μια σούπερ cool τύπισσα, με φουξιομώβ μαλλί και ένα σωρό πρώην κομικίστικους γκόμενους για τα πανηγύρια.
Παρόλα αυτά ο ρόλος της ως αλκοολική σύζυγος στο “Smashed” είναι σίγουρα αυτός που θα την καθιερώσει στη συνείδηση πολλών, ως μια ηθοποιό που έχει πράγματα να δώσει.
Με ένα απόλυτα ρεαλιστικό και φυσικό τρόπο παιξίματος, η Winstead κερδίζει τις εντυπώσεις και προκαλεί τον εαυτό της και εμάς, σε ένα αιθυλικό ντελίριο που την κατεδαφίζει εκ των έσω.  Αμακιγιάριστη, με ντύσιμο γεροντοκόρης και αθλητικό “σπορτεξάκι”, μακριές, πλεχτές ζακέτες και χαχόλικα φορέματα μέχρι τους αστραγάλους, η Winstead απέχει πολύ από την συμπαθητικά sexy παρουσία και τη φάση ‘κορίτσι της διπλανής πόρτας’ με την οποία την έχουμε συνηθίσει, βουτώντας στα βαθιά και εξερευνώντας με τρόπο χαλαρό και πικρά διασκεδαστικό, την προσωπικότητα ενός ατόμου εθισμένου στο αλκοόλ.
Και αν η ίδια είναι καλή (όπως δηλαδή και ο Paul), υπάρχουν κάνα-δυο στοιχεία που προσωπικά ίσως να με ξένισαν και λίγο, δε μου στοίχησαν όμως καθόλου την απόλαυση της ταινίας και ειδικά του σφιχτοκαρδικού της τέλους που με έκανε να λυγίσω, έτσι χωμένη καθώς ήμουν στη καρέκλα μου.

Αρχικά, βρήκα λίγο αμφιταλαντευόμενη τη προσπάθεια του Ponsoldt να αναπαραστήσει ένα θέμα τόσο βαρύ όσο ο αλκοολισμός μέσα από τη ταινία του, καθώς άλλες φορές είχα την εντύπωση οτι έψαχνε να βρει το πολύ σοβαρό της υπόθεσης, και άλλες πάλι, οτι το όλο θέμα αντιμετωπιζόταν ως ένα παιχνίδι για ενηλίκους.  Στην ουσία αισθάνθηκα να αποπροσανατολίζομαι λίγο ως προς το πως έπρεπε και εγώ να αντιληφθώ το πρόβλημα του εθισμού των πρωταγωνιστών: ως ένα πρόβλημα στιβαρό που τους δημιουργεί τεράστια θέματα στον γάμο, την μεταξύ τους σχέση και τις κοινωνικές επαφές με τους γύρω τους, ή ως ένα περιστασιακό καπρίτσιο και των δυο, το οποίο ήταν λιγάκι τρελιάρικο, ήταν και λιγάκι επικίνδυνο, αλλά στη τελική περνούσαν και καλά βρε αδελφέ;  Αυτό με ενόχλησε κάπως, μιας που θα επιθυμούσα μια πιο προσανατολισμένη κατεύθυνση σχετικά με το θέμα του πιοτού.  Παρόλα αυτά μπορώ να κατανοήσω και την ίδια τη φύση της ταινίας, η οποία όντας λίγο πιο εκτός πεπερασμένων ορίων, προφανώς ήθελε να δείξει το πόσο χαμένα μοιάζουν έτσι κι αλλιώς δυο νέα παιδιά: πότε έτσι, πότε αλλιώς και πάει λέγοντας.
Το δεύτερο και τελευταίο στοιχείο που απλά μου προκάλεσε μια μικρή αμηχανία, ήταν μια εκ των σκηνών στην οποία η Winstead είναι μεθυσμένη και ξεσπάει στον άντρα της.  Τη συγκεκριμένη προσπάθεια τη βρήκα περισσότερο ‘στημένη’ απ’οτι θα έπρεπε και είχα την εντύπωση οτι η Winstead έκανε οτι μπορούσε προκειμένου να μας πείσει οτι έμαθε να παίζει τη μεθυσμένη.  Νευρόσπαστες κινήσεις, παραληρηματικά γελάκια και υπερβολικά ξύλινες φωνές, δημιούργησαν μια περίεργα προσποιητή ατμόσφαιρα που λίγο με ξένισε.
Αυτή η σκηνή ολίγων λεπτών βέβαια, δεν είναι ικανή να σας στερήσει την γενικότερη ιδέα και feeling της ταινίας (αν δηλαδή σας προβληματίσει και εσάς, διαφορετικά no problem) το οποίο ομοιάζει αρκετά σε στήσιμο και στυλ, με το πρόσφατο “Take this Waltz”, με τη διαφορά οτι εκεί η ονειρική σκηνοθεσία πάει χεράκι-χεράκι με την εύθραυστη προσωπικότητα της Williams (υπερτονίζοντας την καταπιεσμένη φύση της), ενώ εδώ η κάμερα λειτουργεί περισσότερο ως καταγραφέας μιας επικείμενης μπόρας.

Στα θετικά της ταινίας μπορούμε να βάλουμε περισσότερα, μην ανησυχείτε.
Καταρχάς, το έτσι κι αλλιώς καλό, κεντρικό δίδυμο, πλαισιώνουν η βραβευμένη με Oscar, Octavia Spencer η οποία κρατάει τα μπόσικα της Winstead και λειτουργεί περισσότερο υποστηρικτικά (με τις δικές της καλές στιγμές), ενώ ο Nick Offerman (γνωστός από τη συμμετοχή του σε ουκ ολίγες τηλεοπτικές σειρές, όπως το “Parks and Recreation”) είναι κάτι σε διασταύρωση Ζακ Γαλιφιανάκη και creepy guy, γεγονός που δεν απέχει και πολύ από τις ξεδιάντροπες και λοιπές χιουμοριστικές του ατάκες.
Στο πλευρά της πολύ καλής Winstead, o Paul υποδύεται τον Jesse Pinkman από το “Breaking Bad”, ένα alter ego που μάλλον θα τον κυνηγάει για πολύ ακόμα στις κινηματογραφικές του επιλογές.  Μετρημένος, μεθυσμένος και με επαφή ‘χάρμα οφθαλμών’ με τη συμπρωταγωνίστριά του, δίνει μια ερμηνεία στα κυβικά του και αποδεικνύει πως όταν έχεις τιθασεύσει έναν τόσο δύσκολο και απαιτητικό ρόλο, όπως αυτόν στο Breaking Bad, μπορείς να κάνεις πολλά.  Και ακόμα περισσότερα από αυτά.
Η σκηνοθεσία του Ponsoldt είναι γλυκιά και μεστωμένη (σαν παλιό, καλό κρασί, oh the irony) με instagram-ικά πλάνα, αποχρωματισμένα φίλτρα, πλανάκια που κουνιούνται στο χέρι και μια ταξιδιάρικη αίσθηση να πλανάται ολούθε.  Οι μουσικές νότες, προσδίδουν επίσης μια κλαψιγελική διάσταση, προκαλούν συγκίνηση, αλλά και μια ταυτόχρονη αισιοδοξία που λειτουργεί σαν βάλσαμο στη καρδιά.
Το “Smashed” μέσα από χιουμοριστικές στιγμές, γλυκόπικρες συγκρούσεις, ειλικρινείς ερμηνείες και μια τόσο ταιριαστή σκηνοθεσία, φέρνει στο προσκήνιο ένα σοβαρό πρόβλημα, υπό το πρίσμα όμως μιας καλειδοσκοπικής, συναισθηματικής γκάμας και σε κάνει να το απολαμβάνεις γιατί είναι ακριβώς όπως η ζωή: πικρούτσικο, γλυκούτσικο και στυφό, αλλά και τόσο λυτρωτικό.  Ακριβώς δηλαδή όπως και ένα δυνατό κοκτέιλ. Χα, κοίτα να δεις…

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι αντί για κρακ, ήθελα λίγη blue meth (σαρκασμός στο full), οτι ο Paul αν δε πει τη λέξη “bitch” απλά δε μπορεί και οτι όταν ο γκόμενός σου κοιμάται όταν κάνετε sex, ακολούθησε τον δρόμο που χάραξε η Kate.  Εγγύηση.


TRIVIA

  • Τα γυρίσματα της ταινίας ολοκληρώθηκανε μέσα σε μόλις, 19 μέρες!
(ΠΗΓΗ IMDB)