Faster, Pussycat! Kill! Kill!: Some girls are bigger than others

Καλημέρα, καλημέρα, καλή εβδομάδα και όλα τα συναφή!  Σήμερα θα ξεκινήσουμε την κριτική μας εβδομάδα, με έναν τρόπο λιγάκι ανορθόδοξο, μιας που θα ασχοληθούμε με μια ταινία από το μακρινό 1965.  Και τι ταινία ε;  Exploitation από τα λίγα.  Το “Faster, Pussycat! Kill! Kill! είναι η επιτομή του film με γρήγορα (και καλά) αυτοκίνητα, βία, ολίγον από σεξ και φυσικά μεγάλα μπούστα.  Αν θέλετε λοιπόν να περάσετε μια άκρως cult βραδιά με φίλους, σας τη συνιστώ ανεπιφύλακτα.

Η ταινία ξεκινάει με ένα κοντινό στους μηρούς και τις γυμνές κοιλιές των τριών πρωταγωνιστριών, οι οποίες φορώντας μικροσκοπικά, στραφταλιζέ μπουστάκια και βρακάκια με χάντρες, χορεύουν φρενιτωδώς σε κάποιο strip club, με ένα σωρό λιγούρια τριγύρω να γλείφονται και να γουρλώνουν να μάτια πεινασμένοι.  Αμέσως μετά η κάμερα κάνει cut, και μας μεταφέρει σε ένα ερημικό τοπίο στη μέση του πουθενά, οπού υπό τους ήχους ενός λάγνου, μουσικού κομματιού καμπαρετζίδικης εμπνεύσεως, βλέπουμε τρία αυτοκίνητα να ρολλάρουν πάνω στον χωματόδρομο, αφήνοντας πίσω τους σκόνη και άπειρη κακία.
Το story θα μπορούσε και να τελειώνει κάπου εδώ, με εμάς να απολαμβάνουμε τα διάφορα ευτράπελα που οι τρεις θανατηφόρες τύπσσες, θα αντιμετώπιζαν στη πορεία τους.  Παρόλα αυτά η υπόθεση εμπλουτίζεται ακόμα περισσότερο.  Όταν στην οθόνη κάνει την εμφάνισή του ένα ζευγαράκι, και η αρχηγός του γκρουπ, η πληθωρική και uber κακιασμένη Varla (Tura Satana), προκαλέσει το αρσενικό για μια mini κόντρα ταχυτήτων, τα πράγματα θα ξεφύγουν από τον έλεγχο και με μια καρατεκιά της, θα τον αφήσει σέκο.  Αποφασίζοντας να απαγάγουν την αρραβωνιαστικιά του θύματος, θα καταλήξουν σε ένα κακοφορμισμένο σπιτάκι, εκεί που ζει έναν ανώμαλος γέρος, με τον προβληματικό στα μυαλά, αλλά υπερτούμπανο, νεαρό γιο του, καθώς και με τον πιο normal ήρωα της ταινίας, τον μεγαλύτερο γιο.  Εκεί η Ιταλίδα Σπεράντζα Βρανά, Rosie (Haji), η μόνο βυζιά και ζωγραφιστό φρύδι, Varla και η crazy girl Ζωή Λάσκαρη, Billie (Lori Williams) θα τα βρουν επιτέλους, σκούρα.  Και καλά θα πάθουν.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας Russ Meyer, ήταν αν μη τι άλλο μια ενδιαφέρουσα περίπτωση δημιουργού, μιας που έμεινε για πάντα πιστός στο είδος του exploitation/sexploitation film, υπηρετώντας το μέχρι και το τέλος της ζωής του, το 2004.
Ο ίδιος είχε ξεκινήσει από νωρίς τη σκηνοθεσία μικρού μήκους ταινιών, κερδίζοντας μάλιστα το ένα βραβείο μετά το άλλο, αν και κάτι μας λέει οτι από τα 15 του, σίγουρα δεν είχε αρχίσει να δείχνει ακόμη τη τεράστια μανία του προς το μεγάλο, γυναικείο στήθος.  Αργότερα, εκτέλεσε χρέη κάμεραμαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ σύντομα άρχισε να εργάζεται ως φωτογράφος στο Playboy, φωτογραφίζοντας μερικά από τα πρώτα “κουνελάκια”.
Λίγο αργότερα ο Meyer γύρισε και την πρώτη του, κινηματογραφική ταινία με τίτλο “The Immoral Mr. Teas”, τη πρώτη soft πορνό ταινία, που έκανε περισσότερο από $1 εκατομμύριο εισπράξεις, καθιερώνοντας μάλλον στη συνείδηση του κοινού, τη παρουσία του Meyer, ως του σκηνοθέτη του exploitation είδους.  Και αν όντως έτσι έγινε, δεν έπεσαν καθόλου έξω.
Έπειτα από τον Mr. Teas, ακολούθησαν ταινίες όπως οι “Lorna” (1964), “Mudhoney” (1965), “Motor Psycho” (1965) και “Faster, Pussycat! Kill! Kill!” (1965), η οποία θεωρείται από τους περισσότερους, ως το αριστούργημά του.  Με αυτή ακριβώς τη ταινία, ολοκλήρωσε και την ‘Gothic’ δημιουργική του περίοδο, την ονομασία της οποίας βάσισε στο ασπρόμαυρο των συγκεκριμένων ταινιών.
Ο Meyer εργάστηκε και για τον κολοσσό, 20th Century Fox, σκηνοθετώντας το “Beyond the Valley of the Dolls” (1970) το οποίο αποτέλεσε μάλιστα, τεράστια εμπορική επιτυχία, πατώντας αυτή τη φορά στα παραδοσιακά του μοτίβα, αλλά υπό τις ευλογίες ενός μεγάλου studio.  Τελικά ο ίδιος αποφάσισε να επιστρέψει λίγο αργότερα στο προσωπικό, camp και ανεξάρτητο στυλ του, γεμάτο από σεξ, βία, επικίνδυνες γυναίκες και μπόλικο ξύλο.

Η ταινία και τελικά η σκηνοθεσία του Russ Meyer είναι εν προκειμένω μια pop art φαντασίωση, και προφανώς αυτός είναι και ο λόγος που η ταινία έχει δημιουργήσει και έχει κρατήσει μέχρι και τις μέρες μας, το απαράμιλλης αισθητικής, cult, αποτέλεσμά της.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός οτι η πρωταγωνίστρια, μαζί με τις φίλες της (μια εκ των οποίων είναι και ερωμένη της, η μελαχρινή Rosie) μοιάζουν με σύγχρονες, super ηρωίδες, αφού αγαπούν τα γρήγορα αυτοκίνητα, είναι αδίστακτες, επικίνδυνα σαγηνευτικές και μπορούν να σε ξεκάνουν με τα ίδια τους τα χέρια.  Σκέψου απλά οτι ηθοποιοί όπως ο Statham ή ο πιο παλιά καραβάνα, Sylvester Stalone, έχουν χτίσει καριέρες ολόκληρες πάνω σε μια αδρεναλινάτη πορεία, γεμάτη άπειρο πιστολίδι, ξύλο με το κιλό και ορδές κακών, που τους εκμηδενίζουν με το πάτημα μιας και μόνο σκανδάλης.  Εδώ τα πράγματα αλλάζουν.  Η γυναίκα είναι αυτή που βγαίνει μπροστά, σκληραγωγημένη μεν, αλλά χωρίς να αποχωρίζεται ποτέ τη υπερ-θηλυκή της διάσταση (το υπερβολικά μεγάλο στήθος δεν ανταποκρίνεται μόνο στους φετιχιστές, ή τους άνδρες γενικώς, που δε μπορούν να κρατήσουν το βλέμμα τους μακριά από ένα πλούσιο μπούστο, αλλά αποτελεί και μια ξεκάθαρη νύξη στην ίδια την ιδέα του φεμινισμού), διεκδικώντας με τον δικό της τρόπο κομμάτι, από τη μερίδα του λεόντος.  Τον ανδροκρατούμενο δηλαδή κόσμο.

Η πρωταγωνίστρια Tura Satana, αποτελούσε μια ιδιάζουσα περίπτωση γυναίκας.  Έχοντας ξεκινήσει από την ηλικία των 13 ετών να εργάζεται ως εξωτική χορεύτρια σε stip clubs, άρχιζε να παίζει από νωρίς σε ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού, υποδυόμενη ως επί το πλείστον την-έτσι κι αλλιώς-πληθωρική τυχοδιώκτη.  Στο “Faster….” η εικόνα της δεν αλλάζει, όπως ακριβώς και το αβυσσαλέο της ντεκολτέ, που νομίζεις οτι ανά πάσα στιγμή θα αφήσει το στήθος της να πεταχτεί έξω και να σου χώσει ένα βυζοσκάμπιλο που θα είναι όλο δικό σου.  Και αν βλέπω χαμογελάκια να σχηματίζονται στο πρόσωπό σας, μάθετε, οτι η αλήθεια δεν απέχει και πολύ από αυτό.
Ο τρόπος με τον οποίο είναι ντυμένη (φουλ του μαύρου) και ο οποίος παραπέμπει σε μέλος συμμορίας, τα αδρά της χαρακτηριστικά, η απουσία χαμόγελου (ή η διαβολική του παρουσία) και το ταυτόχρονα εκφοβιστικό και άγρια γοητευτικό της, μακιγιάζ, όλα δηλώνουν μια προετοιμασμένη φυσιογνωμία που είναι έτοιμη για οποιοδήποτε ρίσκο.  Το ενδιαφέρον εδώ είναι οτι η διάθεση της αρχηγού δεν είναι τόσο να σαγηνεύσει με τα πλούσια ελέη της, αλλά περισσότερο να “ευνουχίσει” σε έναν βαθμό, όποιον άντρα βρίσκεται απέναντί της, με το να μοστράρει από μόνη της και με τρόπο απροκάλυπτο, το στήθος της.  Αν το πάμε δηλαδή και ακόμη πιο μακριά, το γυναικείο στήθος που είναι αιωνίως ταυτισμένο με το Οιδιπόδειο ενός άνδρα, εδώ αλλάζει χρήση και δε γίνεται πλέον θεμιτό για αυτό που είναι, αλλά αποκρουστικό για όλα αυτά που υπονοεί.
Σε καμία περίπτωση ο σκοπός δεν είναι να βγάλουμε από τη μύγα ξύγκι, αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον πως ακόμα και σε b-movie ταινίες όπως αυτή, ενυπάρχουν στοιχεία εποχής και κοινωνικοπολιτικών προεκτάσεων, γεγονός που γίνεται ξεκάθαρο εδώ, με μια δεύτερη ανάγνωση της ταινίας.  Εξάλλου ας μη ξεχνάμε οτι βρισκόμαστε ακόμη στη δεκαετία του ’60, τότε που η έννοια της απελευθέρωσης είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις σε ποικίλους τομείς της καθημερινότητας.  Και τι καλύτερο να κάνεις μια “ελαφριά” ταινία εποχής, που να μιλάει για την “ζουμερή” κατάσταση του ίδιου τότε;

Όσον αφορά τις ερμηνείες μπορείτε φυσικά να μη περιμένετε τίποτα, αφού τα πάντα σε αυτή τη ταινία είναι υπερβολικά και εντελώς στημένα.  Η προφορά της δήθεν Ιταλίδας, η τρέλα της ξανθιάς χαζογκόμενας, ακόμα και ο ρόλος των αρσενικών (που εκ των πραγμάτων βρίσκεται στα Τάρταρα με έναν ηλικιωμένο πατέρα σε καροτσάκι και έναν γιο με διανοητικό πρόβλημα) είναι υποτυπώδης, αν και ο daddy της παρέας παραδίδει μια άκρως πειστική ερμηνεία, κυρίως χάρη στο αλλοπαρμένο, κακόβουλο βλέμμα του που στάζει μισογυνισμό από χιλιόμετρα μακριά.
Η σκηνοθεσία του Meyer είναι αυτή που σε κερδίζει αμέσως εξαιτίας του γρήγορου μοντάζ, της καρτουνίστικης αισθητικής του και των σκηνών όπως αυτές με τις πρωταγωνίστριες μέσα στο αμάξι και καλά να οδηγούν, αλλά τα σύννεφα στο background να παραμένουν ασάλευτα (και το κούνημα να προέρχεται προφανώς από το δύσμοιρο, παραγωγικό team που κουνούσε τα αυτοκίνητα με τα περισσής μανίας).
Το “Faster, Pussycat! Kill! Kill!” είναι μια από αυτές τις ταινίες που βλέπεις για να περάσεις καλά, πραγματική τροφή του inner, καμένου σου nerd, που ζητάει πότε πότε να το ταΐσεις κάτι εντελώς καλτ και απολαυστικά κακοφτιαγμένου.  Μέσα από χιουμοριστικούς, camp διαλόγους, καρατέκα ξυλίκικη έμπνευση, λουπαριστές μουσικές νότες, κακές γυναίκες και μια στοιχειώδη υπόθεση, αλλά και με λίγη τροφή για σκέψη, αυτή η ταινία είναι must see.  Σκέψου απλά τη μνεία που έκανε για χάρη της ο Quentin Tarantino στο “Death Proof” και θα καταλάβεις οτι μιλάμε για ΤΗΝ έμπνευση.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο σωματαράς γιος, μοιάζει αρκετά με μια πιο brutal εκδοχή του Marlon Brando, οτι η σκηνή με τα catfights και τις ιαχές καράτε είναι άπαιχτες και οτι εγώ ένα από τα poster θα το κάνω μπλουζάκι.  Τέλος.


 No trivia

Seven Psycopaths: Guns, mafia and a Shih-Tzu

NEW ARRIVAL

Καλημέρα σε όλους!  Όπως σας είχα πει από την Τετάρτη, αυτή την εβδομάδα είχα βάλει στο μάτι δυο ταινίες, το “The Hunt” και το “Seven Psychopaths”, και το καλό είναι πως και οι δυο αποδείχτηκαν σοφές επιλογές, για τους δικούς της λόγους η καθεμία.  Βλέποντας λοιπόν χθες το βράδυ το “Seven Psycopaths” αντιλήφθηκα δυο πράγματα: καταρχάς, πόσο διαφορετική ήταν η ταινία, σε σχέση με αυτό που φανταζόμουν (με τη καλή έννοια), και κατά δεύτερον, πως μια απλή στη σύλληψή της ιδέα, μπορεί να γίνει η κινητήριος δύναμη, για τη δημιουργία μιας τόσο απολαυστικά οτινανικής προσπάθειας.  Οι ψυχοπαθείς δεν είναι για όλους.  Είναι όμως και οι επτά υπέροχοι (εντάξει ο Colin Farrell οχι και τόσο, μιας που είναι λίγο κομπάρσος, αλλά δε βαριέσαι).  Τι έλεγες λοιπόν για εκείνη την επίσκεψη στον κινηματογράφο;

Ο Μarty (Colin Farrell) είναι ένας νεαρός σεναριογράφος του Hollywood, o οποίος αναζητεί μάταια το next good screenplay, αφού η έμπνευση του μοιάζει να έχει βγάλει φτερά, και να έχει αντικατασταθεί από ένα μπουκάλι, χρυσίζονοτος whiskey.  Και ενώ στύβει το μυαλό του να προχωρήσει την ιστορία του με τίτλο “Seven Psychopaths”, ο αποτυχημένος ηθοποιός φίλος του, Billy (Sam Rockwell), κάνει οτι περνάει από το χέρι του, προκειμένου να τον βοηθήσει και μέσα από τρελές καταστάσεις, να αφυπνίσει την σεναριογραφική του ιδιότητα.  Παράλληλα ο Billy, προκειμένου να βγάλει τα προς το ζειν, αρέσκεται να απαγάγει σκυλιά, μαζί με έναν άλλον φίλο του, τον μυστηριώδη Hans (Christopher Walken).  Και ενώ τα πράγματα μοιάζουν από την αρχή στριμόκωλα, έρχεται να προστεθεί στην ιστορία και ένα αφεντικό της μαφίας, ο σκληροτράχηλος Charlie (Woody Harrelson), ο οποίος χάνει το αξιαγάπητο Shih-Tzu του, επειδή φυσικά ο Billy το απαγάγει.  Αυτό που δε ξέρει βέβαια είναι οτι το αφεντικό του σκυλιού, είναι ένα καραφλό καθίκι, που δεν έχει τον παραμικρό ενδοιασμό να σκοτώσει τον οποιονδήποτε, προκειμένου να πάρει το κατοικίδιό του πίσω.  Και έτσι ξαφνικά οι πρωταγωνιστές, μπλέκουν σε ένα μαφιόζικο κυνηγητό, ιδανικό για story ταινίας.  Και κάπως έτσι το σενάριο του Marty αρχίζει να γράφεται από μόνο του.  Με τη μόνη διαφορά οτι ο Marty και η παρέα του, το ζουν πραγματικά.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας Martin McDonagh, αποτελεί μια από εκείνες τις κλασικές περιπτώσεις σκηνοθετών, που μεταφέρουν στις ταινίες τους, την σύγχρονη κουλτούρα της χώρας τους, καθώς και τις ιδιομορφίες και την ιδιοσυγκρασία των κατοίκων της.  Στη προκειμένη περίπτωση αυτή των Ιρλανδών.  Δεν είναι εξάλλου καθόλου τυχαίο που για ακόμη μια φορά ο Farrell επιλέγεται προκειμένου να υποδυθεί στην ουσία τον…εαυτό του, έναν αλκοολικό, Ιρλανδό δηλαδή, με έφεση στις ωραίες γυναίκες.  Και αν με ρωτήσετε, αυτό είναι και το χαρακτηριστικό του McDonagh, το γεγονός δηλαδή οτι σε όλες του τις ταινίες (οι οποίες ακόμα δεν είναι και πολλές βεβαίως, βεβαίως) φροντίζει να εκχύει δόσεις μαύρου χιούμορ, γεμάτες από τραγικά ευτράπελα, που οι καταστάσεις και οι ήρωες, κάνουν να φαίνονται κωμικά και σπλατερικές στιγμές που σε μια δραματική ταινία ή σε κάποιο horror θα φάνταζαν σοκαριστικές, εδώ όμως φαντάζουν αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου των δικών του παράνομων.
Ο ΜcDonagh είναι “παιδί” των καιρών του, καιροί στους οποίους το χαρακτηριστικό ταραντινίστικο style, έχει γίνει πλέον μανιέρα για πολλούς σκηνοθέτες, με άλλους να το ευλογούν, και άλλους να δικαιολογούν την απουσία πλοκής μέσα από αιμάτινες θάλασσες, κομμένα χειροπόδαρα και λεπιδίστικα ξεντεριάσματα.  Ο McDonagh παίζει ευτυχώς στη πρώτη κατηγορία, αφού ούτε το παρακάνει με τις σαφέστατες παραπομπές στον τρισμέγιστο Tarantino, ούτε όμως χρειάζεται να το κάνει, αρκούμενος σε μια έξυπνη και αποδοτική υπόθεση για τη ταινία του.  Μια ιστορία για μια ιστορία, η οποία παίρνει σάρκα και οστά, με τους χάρτινους πρωταγωνιστές, να αποτελούν επί της ουσίας τους πρωταγωνιστές, τόσο της σεναριακής προσπάθειας του ήρωα, όσο και της ταινιακής δημιουργίας του ΄Αγγλου σκηνοθέτη.  Nice one.

Έχοντας στο ενεργητικό του μόλις δυο μεγάλου μήκους ταινίες, και ένα short story (“Six Shooter”) για το οποίο μάλιστα κέρδισε το 2006 το Oscar, o McDonagh φαίνεται πως σε αυτή, τη νέα του ταινία, παίρνει δάνεια από το εξίσου καλό “In Bruges” του 2008, πακέτο με τον Farrell και δημιουργεί για ακόμη μια φορά, μια μαύρη κωμωδία, είδος που όπως φαίνεται αρέσκεται να σκηνοθετεί.  Και γιατί οχι, αφού είναι πολύ καλός σε αυτό.
Με δικό του σενάριο, ο McDonagh δημιουργεί μια απρόσμενη περιπέτεια, που ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια σου μέσα στην αίθουσα, με έναν τρόπο σταδιακό και ομολογουμένως ευφυές.  Σε πολλούς η προσπάθειά του αυτή, ίσως φέρει στο νου την ταινία του Marc Forster, “Stranger than Fiction”.  Εκεί ο Will Ferell συνειδητοποιεί οτι η ζωή του ολόκληρη, αποτελεί την επίπλαστη ιστορία μιας συγγραφέως, με αποτέλεσμα η αφηγηματική της γραφή, να δημιουργεί τεράστια προβλήματα σε ολόκληρο το φάσμα της κοινωνικής ζωής του πρωταγωνιστή και οχι μόνο.
Κάπως έτσι το μοτίβο της “ιστορίας μέσα σε ιστορία” αποδίδει τα μέγιστα στο “Seven Psychopaths” καταφέρνοντας να υφάνει καταστάσεις και δρώμενα, με τρόπο απρόσμενα ρεαλιστικό.  Παράλληλα η διαμόρφωση των χαρακτήρων επέρχεται μέσα από τη συγγραφή από τους ίδιους, του σεναρίου, όσο βεβαίως και από την συγγραφή του σεναρίου από τον ίδιο τον σκηνοθέτη.  Εξάλλου η προσοχή στη λεπτομέρεια που έχει δοθεί, έτσι ώστε το story του Marty να μη ξεφεύγει από εκείνο του McDonagh, είναι πραγματικά εντυπωσιακό, και δύσκολο στην απόδοση.  Παρόλα αυτά καταφέρνει να γίνει τόσο αναπόσπαστο κομμάτι της κανονικής ταινίας, ώστε αμέσως γίνεσαι κοινωνός της γνώσης, ολόκληρης της υπόθεσης, χωρίς όμως να είσαι και σίγουρος σχετικά με το πως θα τελειώσει τέλος πάντων αυτό το καλογραμμένο αστείο.  Και στη τελική, για να μη μπερδεύεσαι, κράτα στο μυαλό σου οτι το “Seven Psychopaths” είναι μια διαδραστική ταινία, καθώς βλέπεις πως επί της ουσίας το σενάριο του McDonagh, ταυτίζεται με αυτό του ήρωα-Marty, πιάνονται χεράκι-χεράκι και προχωρούν μαζί.  Κυριολεκτικά.

Η εμπλοκή όλων αυτών των ευτραπελικών ηρώων, δίνει τις απαραίτητες χιουμοριστικές δόσεις, προκειμένου η ταινία να περάσει σε ένα άλλο επίπεδο, αυτό της καθαρά μαύρης κωμωδίας.  Ο χαρακτήρας του Marty αναπτύσσεται μέχρι ενός σημείου μόνο, και η αλήθεια είναι πως ο Farrell αδυνατεί να αντεπεξέλθει πλήρως, κυρίως εξαιτίας της φυσικής του-όπως το βλέπω εγώ τουλάχιστον-αδυναμίας να υποδυθεί.  Οχι δηλαδή οτι το στυλ “κακό παιδί που μπεκροπίνει”, δεν αποδίδει, το γεγονός όμως οτι δίπλα από τον Farrell βρίσκεται κάθε φορά ένα μπουκάλι αλκοόλ, μου δίνει να καταλάβω οτι σε ένα βαθμό ο σκηνοθέτης, θέλει από εμένα να μην είμαι σκληρή με τον Ιρλανδό γόη, και να αποδώσω ένα αδιάφορο παίξιμο, στο γεγονός οτι υποδύεται πάντα τον αλκοολικό.  Και εδώ μια απ’τα ίδια είναι, αλλά ευτυχώς τη κατάσταση σώζουν όλοι οι υπόλοιποι.
Ο Sam Rockwell για παράδειγμα, είναι αυτός που κερδίζει τις εντυπώσεις, χάρη στον εντελώς ψυχωτικό του χαρακτήρα.  Νευρωτικός, εκφραστικός και με τις καλύτερες ατάκες, είναι σίγουρα αυτός που ξεχωρίζει, και αν με ρωτάτε, καιρός ήταν, έπειτα από τη παρουσία του σε αρκετές μέτριες παραγωγές.  Φυσικά, δε πρέπει να ξεχνάμε και τον πάντα ιδιαίτερο, Woody Harrelson, ο οποίος βρίσκεται στα παραδοσιακά του λημέρια, αυτά των τρελαμένων αφεντικών της μαφίας, δίνοντας για ακόμη μια φορά μια απολαυστική ερμηνεία.  Ενδεχομένως η πιο “όμορφη” παρουσία έρχεται από τον Walken, ο οποίος αποτελεί και τον μοναδικό ήρωα με ένα συμπαγές παρελθόν, που δικαιολογεί απόλυτα τη παρουσία του μέσα στην ταινία, ενώ ευχάριστη είναι και η παρουσία-έκπληξη του υπέροχου Tom Waits, ο οποίος βάζει το δικό του λιθαράκι στο στήσιμο αυτής της τρελιάρικης ταινίας.  Guest star το αξιολάτρευτο Shih-Tzu, το οποίο δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας.  Κορυφαία στιγμή, η αγέρωχη και ατάραχη παρουσία του, σε μια τίγκα στους πυροβολισμούς, σκηνή.  Απλά, όλα τα λεφτά..

Εκτός από τη σκηνοθεσία που έχει ένα κάποιο ενδιαφέρον (κυρίως εξαιτίας των περιοχών των γυρισμάτων, όπως η αμερικανική έρημος), και οι ερμηνείες ταιριάζουν γάντι σε αυτή τη buddy comedy, που τζαμάρει με πυροβολισμούς, far fetched κίνητρα, ωραίες ατάκες. και μια γενικότερη διάθεση για παραβατική, τρελιάρικη ζωή.
To “Seven Psychopaths” είναι μια διασκεδαστική ταινία που μπορείς να δεις με τους κολλητούς ή τη κοπέλα σου/αγόρι σου στο σινεμαδάκι, και να περάσεις κι εσύ μια fun βραδιά.  Δε χρειάζεται να βλέπουμε συνέχεια σινεφιλίδικα ταινιάκια.  Μερικές φορές, είναι απαραίτητη μια τέτοια ταινία, για να σκάσει και λίγο το χειλάκι σου.  Τι μερικές δηλαδή, αυτό έχει γίνει πλέον απαραίτητο.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η σεκάνς στο νεκροταφείο είναι άψογη, οτι κρίμα στην Όλγα και οτι ο Jodiac είναι νεκρός.  Ναι, όπως τ’ ακούς.


No trivia

Skyfall: This is the end

NEW ARRIVAL

Καλημέρα καλημέρα σε όλους!  Όπως καταλάβατε σήμερα θα πούμε δυο (ή μπορεί και περισσότερα) λογάκια για τον νέο James Bond, τον οποίο παρακολούθησα χθες το βράδυ σε μια-ομολογουμένως-τίγκα αίθουσα, στη τέταρτη σειρά.  Καλά ήταν, παράπονο δεν έχω.  Ίσως δηλαδή τα μόνο παράπονα που έχω από εδώ κι από εκεί, να αφορούν την ίδια τη ταινία, αλλά αυτά θα τα δούμε παρακάτω.  Ξεκινάμε λοιπόν…

O James Bond (Daniel Craig), καλείται να αντιμετωπίσει σε αυτή την 23η ταινία του πράκτορα-θρύλου, έναν εχθρό που βρίσκεται στις σκιές και μοιάζει να ξέρει καλά το παιχνίδι που παίζει η MI6 όλα αυτά τα χρόνια.  Την ίδια στιγμή που η Μ (Judi Dench) βλέπει να έρχονται στην επιφάνεια παλιά, καλά κρυμμένα μυστικά που θέτουν σε κίνδυνο την ίδια, αλλά και ολόκληρη τη μυστική υπηρεσία της Βρετανίας, ο Bond θα πρέπει να μαζέψει τα κομμάτια του, να αφήσει τον προσφάτως μπεκρή εαυτό του στην άκρη και να επιστρέψει στην ενεργό δράση, πριν ο σκιώδης εχθρός καταφέρει στην Υπηρεσία το τελειωτικό του χτύπημα.  Και ενώ ο κλοιός σφίγγει γύρω από αυτό το παιχνίδι γάτας-ποντικιού, η MI6 καλείται να συμβιβαστεί με τη στρυφνή, γραφειοκρατική παρουσία του νέου Προέδρου Πληροφοριών και Ασφαλείας, Gareth Mallory (Ralph Fiennes), αλλά και την αμφισβήτηση της κυβέρνησης, όσον αφορά την αξία και τη χρησιμότητα της Μυστικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, εν έτει 2012.  Ο Bond πρέπει τώρα να αντιμετωπίσει έναν εχθρό αλλιώτικο από τους άλλους.  Έναν εχθρό που βρίσκεται ταυτόχρονα παντού και πουθενά.  Έναν εχθρό που ορκίζεται εκδίκηση.  Θα την πάρει;

Όταν είχαμε πρωτοακούσει οτι ο Sam Mendes έχει αναλάβει τη σκηνοθεσία ενός νέου James Bond, δε νομίζω να υπήρξε κανείς που να είχε θεωρήσει τη συγκεκριμένη απόφαση λανθασμένη ή ρίσκο.  Και η χαρά με τον νέο, φλεγματικό πράκτορα είναι πως όντως πέσαμε μέσα (όπως το φανταζόμασταν δηλαδή).
Ο Sam Mendes έχει συγκεντρώσει γύρω του ένα επιτελείο δημιουργών κλασικής τζεϊμς-μποντίλας (οι σεναριογράφοι Neal Purvis και Robert Wade, είναι υπεύθυνοι για τη συγγραφική προσπάθεια μερικών εκ των νεότερων ταινιών του 007, ενώ ο τρίτος της παρέας, John Logan μετράει στο ενεργητικό του σενάρια για ταινίες όπως το “The Gladiator”, “The Aviator” και “Rango”, ενώ όπως όλα δείχνουν θα συμμετέχει και στις επόμενες δυο ταινίες του James Bond, οι οποίες βρίσκονται βεβαίως, σε εμβρυακό στάδιο ακόμα), τον κινηματογραφιστή Roger Deakins, υποψήφιο για εννέα Oscars, με δουλειές όπως τα “Shawshank Redemption”, “A Beautiful Mind”, “No Country for Old Men”, “The Big Lebowski” και ένα σωρό άλλες, καθώς και ένα πλούσιο, πρωταγωνιστικό cast, δημιουργώντας την-κατά πολλούς-καλύτερη ταινία James Bond που γυρίστηκε ποτέ.  Και ποια είμαι εγώ για να το αμφισβητήσω αυτό;
Επειδή ακριβώς δεν έχω δει τις παλιές, cult (έλα τώρα μεταξύ μας;) ταινίες του λογοτεχνικού ήρωα του Ian Fleming, και επειδή η μοναδική που έτυχε να παρακολουθήσω από την αρχή, μέχρι και το τέλος ήταν το “Casino Royale”, θα κρίνω σήμερα το “Skyfall”, οχι με βάση τις περασμένες προσπάθειες, αλλά το ίδιο το film ως αυτοτελή παρουσία.  Φυσικά, το “Casino Royale” θα είναι ένας μικρός μπούσουλας ως προς το τι μου έδωσε η μια και τι η άλλη ταινία.  Και για να ξεκαθαρίσω από τώρα τη θέση μου (και να πέσει ο πέλεκυς της δικής σας κριτικής, βαρύς, πάνω στο κεφάλι μου), για εμένα, το “Casino Royale” ήταν καλύτερο από το “Skyfall”.  Λυσσάξτε!

Ας ξεκινήσουμε με τα καλά της ταινίας, τα οποία δεν είναι και λίγα.  Καταρχάς, τα opening credits της, είναι αναμφίβολα τα καλύτερα, έπειτα από αυτά που είχα απολαύσει στον κινηματογράφο, λίγο πριν την αρχή του “The Girl with the Dragon Tattoo” του Fincher, εκεί όπου πρωταγωνιστούσε και πάλι ο Craig, στον ρόλο ενός δημοσιογράφου.  Η αλήθεια είναι οτι και τότε, αλλά και χθες, δε μπορούσα παρά να θαυμάσω το πόσο δημιουργική, εντυπωσιακή και μέσα στο κλίμα μπορεί να είναι η κατασκευή των αρχικών credits, γεγονός που λειτουργεί καταλυτικά στο μυαλό σου, ώστε να υποδεχτείς την ταινία, με μια συγκεκριμένη διάθεση.  Οι τίτλοι του Fincher ήταν σκοτεινοί και μυστήριοι, ενώ αυτοί του Daniel Kleinman, δίνουν με τον καλύτερο τρόπο μια εσάνς αριστοκρατικής καταγωγής, σύγχρονης τρομοκρατίας και γυναικείου αρώματος, που είναι αδύνατον να σε αφήσουν αδιάφορο.  Αν σε αυτό προσθέσετε και την αιθέρια φωνή της Adelle που τραγουδάει το ομώνυμο song, τότε θα δείτε οτι μιλάμε για ένα από τα καλύτερα και πιο ατμοσφαιρικά openings των τελευταίων ετών.
Στα συν θα πρέπει σίγουρα να βάλουμε την εντυπωσιακότατη σκηνοθεσία του Mendes ο οποίος εκμεταλλεύτηκε άρτια τα $150 εκατομμύρια(!), κατασκευάζοντας ένα προσωπικό, “ψυχροπολεμικό” σύμπαν, μέσα στο οποίο κανείς δεν είναι ασφαλής.  Η ραφιναρισμένη σκηνοθεσία του κρατάει ψηλά το βρετανικό physic του Bond, ο οποίος εξακολουθεί να είναι αποτελεσματικός και γοητευτικός, και ίσως, πιο ώριμος από ποτέ.  Παράλληλα, ο Mendes δε κρύβει την ηλικία του πρωταγωνιστή του, αλλά την κάνει στα χέρια του δυνατό χαρτί, κερνώντας τον εμπειρία και σιγουριά, τη στιγμή που την έχει περισσότερο ανάγκη.  Οι υπέροχες τοποθεσίες των γυρισμάτων (Τουρκία, Αγγλία, Κίνα) και η εκλεπτυσμένη, κοσμοπολίτικη ομορφιά τους, έρχονται σε έντονη αντίθεση με τον “old dog-new tricks” χαρακτήρα του James Bond, ο οποίος βρίσκεται στην καλύτερη περίοδο ώριμης δράσης του.
Κάπου εδώ, αξίζει να αναφέρουμε και τον κακό της υπόθεσης, τον ψυχωτικό Silva (Javier Bardem) ο οποίος είναι μια μπαϊσεξουαλική απόλαυση.  Με πλατινέ μαλλί, παραμορφωτικά χαρακτηριστικά και τζοκερίστικο χαμόγελο, ο Μπαρδέμ είναι ο κακός που ποτέ δεν είχαμε δει σε ταινία του Bond.  Αδίστακτος και μανιασμένος, είναι ένα μεγάλο παιδί, με high tech παιχνίδια.  Το πάτημα ενός κουμπιού, δεν ήταν ποτέ πιο δολοφονικό.  Σίγουρα ο Ισπανός ηθοποιός δίνει μια ερμηνεία αινιγματική και ψυχολογικά απροσδιόριστη, πετυχαίνοντας να ανεβάσει τον πήχη της ταινίας, η οποία χωρίς αυτόν θα έχανε αρκετά.  Και αν έχετε στο μυαλό σας τον Joker του Nolan, δεν έχετε και άδικο, μιας που ο Bardem είναι ακριβώς αυτό: ένας κλόουν, δίχως μακιγιάζ, αλλά με τσιρκολέ, χακερίστικα παιχνιδάκια.  Και είναι άσσος ο άτιμος.

Επίσης να αναφέρω οτι ιδιαίτερη, νοσταλγική χροιά, πρόσθεσε η αναφορά σε παλαιότερες ταινίες του James Bond, μέσα από ατάκες και τη χρήση κλασικών, πρακτορικών gadgets εποχής Sean Connery, γεγονός που προσέδωσε στην ταινία το feeling μιας ιστορικής συνέχειας.
Ως προς τα θέματα τα οποία με ενόχλησαν κάπως στη ταινία, αυτά έχουν να κάνουν περισσότερο με τα κενά της υπόθεσης, τις ερμηνείες ορισμένων χαρακτήρων και το γεγονός οτι κάποιες καταστάσεις έμοιαζαν ασύνδετες και βεβιασμένες.
Αρχικά η όποια προσπάθεια εσωτερικής ενδοσκόπησης του James Bond, αλλά και επιστροφής στα παιδικά του λημέρια, γίνεται με τρόπο εντελώς ξεκάρφωτο και το πράγμα γρήγορα μπάζει, χωρίς πολλές εξηγήσεις, καθώς η όποια προσωπική ιστορία θυσιάζεται για χάρη της much needed δράσης.  Εκεί που οι σεναριογράφοι σε ετοιμάζουν να γνωρίσεις κομμάτια του προ-James Bond παρελθόν του ήρωα, εκεί σου τραβούν το χαλί κάτω από τα πόδια, και δε σε αφήνουν να αντιληφθείς επαρκώς το ‘κουβαλάω βάρος από μικρός’ θέμα του ήρωα.  Παράλληλα, το ίδιο πρόβλημα υπάρχει και στη περίπτωση του Silva, και των κινήτρων που τον οδηγούν να δράσει έτσι όπως δρα.  Ειδικά εκεί, το πράγμα χάνεται εντελώς, οι λόγοι σκαρφίζονται στα γρήγορα, και η σύνδεση του Silva με διάφορες καταστάσεις μέσα στη ταινία, μοιάζει περίεργη και υπερβολικά απλοϊκή.  Τα κίνητρά του εξακολουθούν να παραμένουν αδικαιολόγητα, και η όποια προσπάθεια εξαναγκαστικής χρήσης της κακίας του, μάλλον πέφτει στο κενό.  Το γλυκό απλά δε δένει.  Και αυτό δυστυχώς φαίνεται.
Στον αντίποδα, η διαφημιστική καμπάνια της ταινίας, μάλλον θα έπρεπε να είναι πιο προσεχτική ως προς το ποιον προβάλει, και πόσο τον προβάλει, καθώς ΜΕΓΑ SPOILER ΠΡΟΣΟΧΗ!!! η σχέση του Bond με την εκθαμβωτική Severine (Berenice Marlohe), λήγει άδοξα, η Marlohe εξαφανίζεται από την οθόνη μέσα σε πέντε λεπτά, και το μόνο που σου έχει αφήσει είναι μια πικρή επίγευση, εξαιτίας της αδιάφορης παρουσίας της.  Όσο κι αν από την καμπάνια φαίνεται οτι η συμμετοχή της είναι μεγάλη, και σημαντική, αυτό δεν ισχύει, αφού και να μη τη βλέπαμε, δε θα άλλαζε και κάτι.  Έπρεπε όμως να επιτελέσει τον ρόλο του Bond girl, και αν κρίνουμε και από το πόσο γρήγορα Bond και Severine καταλήγουν στη ντουζιέρα για sex, ε είναι γελοίο ακόμα και για τα δεδομένα του καρδιοκατακτητή πράκτορα.
Στα αρνητικά μπαίνουν για εμένα και μερικές κλισέ ατάκες, αλλά και ορισμένες cheesy σκηνές τις οποίες δεν ήθελα να δω από έναν σκηνοθέτη όπως ο Sam Mendes, αφού ξέρω οτι μπορεί και καλύτερα.  Η χημεία επίσης του James με τις γυναίκες πρωταγωνίστριες είναι μέτρια (την ίδια στιγμή που με την Eva Green στο “Casino Royale” ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής.  Ήταν καυτή. ), αλλά δε φαίνεται να υπάρχει διάθεση να είναι κάτι παραπάνω, έτσι κι αλλιώς. 
Γενικότερα η μεγαλύτερη ένστασή μου βρίσκεται στο σενάριο, στο story το οποίο νομίζω πως κάπου χάνεται και δεν έχει τόση σημασία, τη στιγμή που για να δικαιολογηθεί ολόκληρη η ταινία, θα έπρεπε να έχει.

Το “Skyfall” είναι αναμφίβολα μια δυνατή περιπέτεια, με μπόλικη δράση, φλεγματικό χιούμορ και στο σύνολό της αξιοπρεπέστατη.  Αν κάποιος όμως θέλει και κάτι παραπάνω, ίσως και να απογοητευτεί από την απουσία μιας λίγο πιο προσωπικής οπτικής από πλευράς του Bond, ο οποίος φαίνεται αποστασιοποιημένος από όλους και από όλα μέσα στη ταινία.  Για παράδειγμα στο “Casino Royale” τον βλέπουμε να ματώνει, να νοιάζεται και να συγκλονίζεται πραγματικά από τον χαμό της προδότρας αγάπης του.  Εδώ ο Craig κρατάει έναν ρόλο περισσότερο απομακρυσμένο, που χωρίς να είναι κακό, εμποδίζει την υπόθεση και το στήσιμο των χαρακτήρων να αναδειχθούν περισσότερο και να συνταιριάξουν με την περιπετειώδη σκηνοθεσία του Mendes.
Παρόλα αυτά, αν θες απαράμιλλο, βρετανικό στυλ, δράση και μπόλικο κυνηγητό, το “Skyfall” είναι αυτό που ψάχνεις.  Ο Bond προσδιορίζεται εκ νέου, ως μια σύγχρονη, κατασκοπική φιγούρα, η παρουσία της οποία μέσα στη τωρινή πραγματικότητα, έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη παρελθοντική του ύπαρξη, την ίδια στιγμή που ακόμα και οι σχέσεις του με την Υπηρεσία και κυρίως την M, δοκιμάζονται.  Αλλά στη τελική το “Skyfall” είναι και μια ταινία που μιλάει για το σύγχρονο πρόσωπο της τρομοκρατίας, για τον άγνωστο εχθρό και την κρυμμένη απειλή.  Και αν μη τι άλλο, ο σύντομος μονόλογος της M μπροστά στην Υπουργό, αναφορικά με το θέμα της παγκόσμιας τρομοκρατίας, είναι όλα τα λεφτά.  Τα οποία επίσης είναι σίγουρο οτι δε θα κλάψετε όταν τελικά τη δείτε.  Sure thing.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο Bardem έχει πάντα τα πιο fail μαλλιά στις ταινίες που παίζει, οτι η Τόνια Σωτηροπούλου εμφανίζεται τελικά περισσότερο από 5 δευτερόλεπτα (epic win) και οτι υπάρχει μια σκηνή με τον Bardem να φαίνεται σαν σκια σε φωτεινό φόντο, που είναι ίδιος ο Joker.  Όταν τη δείτε, θα καταλάβετε.


TRIVIA

  • Στην αρχή είχε ακουστεί οτι ο Kevin Spacey θα κρατούσε έναν ρόλο στη ταινία, και μάλλον αυτόν του Bardem.  Το πράγμα τελικά δεν έκατσε λόγω προγράμματος.  Ο Spacey είχε πρωταγωνιστήσει φυσικά στη βραβευμένη ταινία του Mendes, “American Beauty”, όπου εκεί λέει και μια ενδιαφέρουσα ατάκα, όταν αναγκάζεται να πάει στο σχολείο, και να να δει τον χορό της κόρης του: “I’ll be missing the James Bond marathon on TNT.”  Κοίτα να δεις!
  • Σύμφωνα με τις πληροφορίες, το “Skyfall” δεν έχει καμία σχέση ως προς την υπόθεσή του, με το έργο του Ian Fleming, αναφορικά με τον ήρωα του James Bond.
  • Πολλά από τα stunts έγιναν από τον ίδιο τον Craig, ο οποίος κατέστρεψε στη ταινία περισσότερα από 40 κοστούμια Tom Ford, το καθένα από τα οποία κόστιζε γύρω, στα $10 χιλιάδες!
 (ΠΗΓΗ IMDB)

Looper: "This time travel crap…just fries your brain like an egg"

NEW ARRIVAL

Χαίρετε, χαίρετε και ξαναχαίρετε.  Όπως έχετε προφανέστατα καταλάβει, εδώ και κάνα δυβδόμαδο περίπου ασχολούμαστε με τις νέες κινηματογραφικές προτάσεις που προέρχονται εκ Νυχτών Πρεμιέρας.  Οι περισσότερες είναι καλές και ενδιαφέρουσες, αλλά πρέπει να ομολογήσω οτι δυστυχώς μέχρι τώρα δεν έχω δει τη ταινία-“Drive” (και μάλλον, ούτε πρόκειται να τη δω).  Αν και η πλειοψηφία που έχει φέρει το φεστιβάλ φέτος, είναι αναμφίβολα αξιοπρόσεκτη, κακά τα ψέματα, η μεγάλη έκπληξη δεν έχει έρθει ακόμα από πουθενά και αν με ρωτάτε, ούτε καν από την πολυναμενόμενη δουλειά του Haneke, “Amour” (η οποία θα μπει στο blog, όντας καλή ταινία, αλλά θα πούμε και τα πράγματα με το όνομά τους, όπως για παράδειγμα ότι είναι ένα film που δεν έχει τίποτα το πραγματικά original.  Από σκηνοθεσία, story και feeling, μέχρι ηθικά διδάγματα, ατάκες και πάει λέγοντας.  Όταν έρθει η σειρά του όμως).  Οι ελπίδες μου εναποθέτονται πλέον στην ταινία της τελετής λήξης, “Beasts of the Southern Wild” η οποία πιστεύω ακράδαντα οτι θα είναι ένα οπτικοακουστικό υπερθέαμα.  Μέχρι τη Κυριακή όμως, μπορείτε να καταλάβετε την ευχάριστη έκπληξή μου όταν βρέθηκα στην αίθουσα του IΝΤΕΑΛ προκειμένου να παρακολουθήσω τη δημοσιογραφική του “Looper”.  Ω Θεοί!!  Μια περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας χάρμα οφθαλμών;  Είναι δυνατόν;  Είναι.  Αλληλούια και δέκα χαίρε Μαίρη!  Για δες γιατί…

Βρισκόμαστε σε ένα τόσο μακρινό, αλλά ταυτόχρονα και αρκετά κοντινό μέλλον, στο 2042 και πιο συγκεκριμένα στην πόλη του Κάνσας, η οποία δεν είναι πλέον για κοριτσάκια όπως η Dorothy.  Honey, we are definetely not in Kansas any more…
Σε μια hob-ική πόλη, που βρωμάει και ζέχνει από την ανθρώπινη κατάντια, τους άπειρους αστέγους, τα χαρτονένια παραπήγματα στους δρόμους και τον δείκτη της εγκληματικότητας κολλημένο εδώ και καιρό στα ύψη, ο κόσμος μοιάζει να βουλιάζει σε μια ζοφερή πραγματικότητα χωρίς επιστροφή και το χειρότερο, χωρίς ελπίδα.
Ένας τέτοιος, shitty world όμως, πρέπει να έχει και το αντίστοιχο, κακό αφεντικό που του ταιριάζει και το οποίο στην προκειμένη περίπτωση είναι ο Abe (Jeff Daniels).  O Abe, λύνει και δένει, κινεί τα νήματα και έχει υπό την επίβλεψή του μια ομάδα επίλεκτων εκτελεστών, γνωστούς με την ονομασία Loopers.  Και τι κάνουν αυτά τα παιδιά;  Αφήστε με να σας εξηγήσω…
Με το που ξεκινάει η ταινία, ο χαρακτήρας του Joseph Gordon-Levitt (Joe), μας πληροφορεί σχετικά με το γεγονός οτι το ταξίδι στον χρόνο έχει εφευρεθεί, αλλά επειδή θεωρείται παράνομο, έχει ταυτόχρονα απαγορευθεί.  Μιας όμως που τα συνδικάτα του εγκλήματος δεν είχαν και ποτέ σε υπόληψη τον Νόμο, έχουν καταστήσει τα time travels αναπόσπαστο κομμάτι της μπίζνας τους.  Και πως γίνεται αυτό;  Μα είναι απλό.  Η μαφία του μέλλοντος (αυτού δηλαδή που υπάρχει στη σφαίρα του χρόνου 30 χρόνια μπροστά από τον νεαρό εαυτό του Joe, δηλαδή στο 2072) στέλνει ‘πίσω’ στον χρόνο (το 2042) όλους εκείνους τους τύπους που θέλει να ‘καθαρίσει’.  Εκεί, ο Looper είναι έτοιμος να ρίξει μια μπαμπάτσικη σοτγκανιδιά στο κουκουλοφόρο θύμα και να εξαφανίσει ένα πτώμα το οποίο αν το καλοσκεφτείς, δεν υπάρχει καν ακόμα το 2042 (mindfucking huh?).  Και σε ερωτώ, υπάρχει πιο αποτελεσματικός τρόπος να ξεφορτωθείς κάποιον, από το να τον στείλεις για εκτέλεση στο παρελθόν;  Δε νομίζω…
Το ίδιο φαίνεται να σκέφτεται και ο νεαρός Joe, ο οποίος τη βρίσκει με το κολλυριακό ναρκωτικό που βρίσκεται στη γύρα (ναι, ναι, δυο σταγόνες στο μάτι και είσαι φτιαγμένος για ώρες), εκτελεί τις εντολές των ανωτέρων του, ζει μια πλουσιοπάροχη ζωή (δεδομένης της τραγικής κοινωνικής κατάστασης που επικρατεί) και γενικώς, είναι ένα εγωιστικό πρεζάκι, ένας εγωκεντρικός και ψυχρός τύπος.  Τόσο ψυχρός και ‘σκληρός’ δηλαδή, όσο και οι πλακέτες ασημιού με τις οποίες πληρώνονται οι Loopers, για κάθε επιτυχημένο ξεσκαρτάρισμα.  Τα πάντα όμως, έχουν το τίμημά τους…
Όταν μια μέρα ο Joe στηθεί στο κλασικό του σημείο, προκειμένου να κάνει τη δουλειά του θα εμφανιστεί ένας τύπος ο οποίος κάτι του θυμίζει.  Λογικό, αν σκεφτεί κανείς οτι είναι ο ίδιος ο Joe, τριάντα χρόνια μετά (και υπό το καραφλοειδές παρουσιαστικό του Bruce Willis).
Ο νεαρός Joe θα πρέπει τώρα να φέρει τα πάνω κάτω προκειμένου να σκοτώσει τον μελλοντικό του εαυτό και να “κλείσει τη θηλιά του” (θα δείτε τι σημαίνει αυτό στη ταινία, ε μη σας τα πω και όλα!).  Πόσο εύκολο όμως είναι τελικά αυτό;  Θα σας πω εγώ.  Όταν μπλεχτούν στην υπόθεση και μερικοί εξωτερικοί παράγοντες ανυπολόγιστης σημασίας, δε θα είναι καθόλου.  Μα καθόλου όμως.

Ο σκηνοθέτης του “Looper”, Rian Johnson είναι μια ιδιαίτερη πάστα δημιουργού και όπως μας προϊδεάζει τουλάχιστον η πιο πρόσφατη ταινία του, μάλλον είναι έτοιμος να ακολουθήσει τα χνάρια ενός άλλου, ιδιαίτερου και σπουδαίου εμπορικού σκηνοθέτη: του Christopher Nolan.
Ξεκινώντας τη καριέρα του όπως πολλοί ακόμη, με μικρού μήκους ταινιάκια, θα περάσει το 2005 στο πρώτο του, μεγάλου μήκους film, με πρωταγωνιστή και πάλι τον-κατά πολύ νεότερο τότε- Joseph Gordon-Levitt.  Η ταινία “Brick”, η οποία πραγματεύεται την περιπέτεια ενός νεαρού στη προσπάθειά του να ανακαλύψει την εξαφάνιση της πρώην κοπέλας του, είναι ένα ενδιαφέρον κινηματογραφικό ντεμπούτο, καθότι πασπαλισμένη με γενναίες δόσεις neo-noir διάθεσης, high-school-ικών μπελάδων και κακόφημης πιτσιρικαρίας, όλα τεχνηέντως μπλεγμένα μέσα σε μια κατά τα άλλα στρωτή υπόθεση.  Αυτή αποτελεί εξάλλου τη πρώτη, σαφή ένδειξη οτι ο Johnson είναι ένας νέος δημιουργός, που δεν αρέσκεται στα εύκολα, προτιμάει τη δημιουργία ατμόσφαιρας και την ύπαρξη πολλαπλών story-κών στρωμάτων που εξελίσσουν και εξελίσσονται.
Η δεύτερη ταινία του, “The Brothers Bloom” μπορεί να είχε συγκεντρώσει ένα ενδιαφέρον cast (Ruffalo, Brody, Weisz), αλλά μάλλον ο σκηνοθέτης κάπου το έχασε (ευτυχώς λίγο) στη προσπάθειά του να δημιουργήσει ένα μείγμα κωμωδίας και ολίγον δραματίζουσας περιπέτειας(!).  Έτσι κι αλλιώς όταν ο χρόνος αποδεικνύει οτι μπορείς να στήσεις με τρόπο εντυπωσιακό και σκεπτόμενο, μια ταινία όπως το “Looper” τότε το κοινό μπορεί να σου συγχωρήσει και μια αναποδιά.  Όταν δε προσωπικά είδα οτι έχει σκηνοθετήσει και κάνα-δυο επεισοδιάκια από τη νέα σεζόν του “Breking Bad” τότε ήμουν σίγουρη οτι αυτός ο κύριος επρόκειτο να “break bad” και στο “Looper”, μια ταινία που είχε ήδη αρχίσει να συζητιέται, πριν καν προβληθεί.  Και είχα δίκιο.

Όπως είπα και στη κριτική μου για το Reel.gr, και θα ξαναπώ (γιατί βασικά μ’ αρέσει και πιστεύω πως όντως έτσι είναι) το “Looper” μοιάζει σαν το γεννημένο παιδί, μιας ταινιακής παρτούζας, όσο weird κι αν σας φαίνεται αυτό.  Mε “Blade Runner” και “Hobo with a Shotgun” αισθητική (τα θολά και μακρινά πλάνα της πόλης θυμίζουν πολύ τις intro σκηνές της ιστορικής πλέον, sci-fi ταινίας του Ridley Scott, ενώ τα κοντινά της και όλο το θέμα της ανθρώπινης εξαθλίωσης, παραπέμπουν εύκολα στο σύγχρονο b-movie δημιούργημα, με πρωταγωνιστή έναν hobo Rutger Hauer που είναι έτοιμος να βάλει τα πράγματα στη θέση του, παρέα με ένα shotgun.  Το οποίο όλως περιέργως συναντάμε στο “Looper” σε μεγάλη έκταση), χρονοδινική υπόθεση α λα “Twelve Monkeys” (μα και εκεί ο Bruce;) και κάτι από “X-Men” μετάλλαξη, είναι αναμφίβολα το αμαλγαμικό προϊόν μερικών μεμονωμένα καλών ταινιών, από τις οποίες παίρνει τα καλύτερά στοιχεία, και τα απογειώνει.
Ο Johnson, όσο master μοιάζει να έχει κάνει το κομμάτι της sci-fi σκηνοθεσίας (χωρίς υπερβολές, η κάμερά του καταγράφει κάθε σπιθαμή μελλοντολογικής διάστασης, με μια στέρεη και εξόχως δουλεμένη ματιά), άλλο τόσο φαίνεται πως έχει πιάσει το νόημα των χρονοταξιδιών και της γενικότερης δυσκολίας, όσον αφορά την απεικόνιση τέτοιων θεμάτων, στη μεγάλη οθόνη.
Δεν είναι εύκολο να πραγματεύεσαι θέματα που έχουν να κάνουν με τα μυστήρια του χρόνου και τις “loopholes” (ρωγμές στην κανονικότητα του χρόνου που σου δίνουν τη δυνατότητα να ταξιδέψεις ποικιλοτρόπως στο παρελθόν.  Εξού και η ονομασία των επαγγελματιών, εκτελεστών στη ταινία), μιας που η προσπάθεια να στηρίξεις μια ιστορία πάνω τους, μπορεί να αποβεί μοιραία και γεμάτη αντιφάσεις.  Πότε;  Πώς; και Γιατί; είναι τα κλασικά ερωτήματα που περνάνε από το μυαλό σου και χρειάζονται άμεση απάντηση προκειμένου να μπορέσεις να παρακολουθήσεις ένα τέτοιο, φιλόδοξο project.  Ε λοιπόν ο Rian Johnson τα καταφέρνει περίφημα και ίσως αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο που έχουμε δει τελευταία, το πιο βασικό μοτίβο αυτών των ταινιών: την κυκλικότητα του χρόνου και κατ’ επέκταση το αναπόφευκτο μιας ήδη, προδιαγεγραμμένης μοίρας.  Oh, and it’s so freakingly cool.

Πριν από αρκετό καιρό είχα δει τη ταινία “Mr. Nobody” με ένα πολύ καλό Jared Letto στον κεντρικό ρόλο, η οποία εξερευνούσε τις διαφορετικής πορείες μιας ζωής, ανάλογα με τρεις διαφορετικές αποφάσεις που θα μπορούσε να είχε πάρει ο ήρωας, αρκετά πιο νωρίς στη ζωή του.  Άρτια δεμένη ταινία με ως επί το πλείστον φιλοσοφικό/προσωπικό υπόβαθρο, που μοιάζει να βρίσκει το περιπετειώδες, δίδυμό της στο αδρεναλινάτο, “Looper”.
Στη προκειμένη περίπτωση βέβαια, ο Johnson (ο οποίος έχει γράψει και το σενάριο), δεν είναι διατεθειμένος να σε πιάσει από το χεράκι και να σου εξηγήσει τα πάντα, μιας που πολλά τα αφήνει στο δικό σου μυαλό να τα αντιληφθεί και να τα επεξεργαστεί.  Και ειλικρινά, δεν είναι και τόσο δύσκολο.
Ακόμα όμως και αν έτσι το ήθελες, μάλλον δε θα έχεις και μεγάλο πρόβλημα στη συνέχεια όταν η δυναμική του σκηνοθεσία και το solid στήσιμο της υπόθεσής του, σε παρασύρουν σε μια high κλασάτη περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, με τσαγανό, μπόλικη δράση, αλλά και μια ενδιάμεση υποτονικότητα, που εκτελεί χρέη puzzle maker, προκειμένου να σου προσφέρει ένα τελικό κρεσέντο…μούρλια.
Η neo-noir διάθεση είναι έκδηλη και σε αυτό το film, το οποίο έχει κάτι από παρελθόν, παρόν και μέλλον, γεγονός που το καθιστά απόλυτα σαγηνευτικό.  Τα σκοτεινά χρώματα, οι ετερόκλητες προσωπικότητες, τα γρήγορα, εναλλασσόμενα ‘κατ’ της κάμερας και η ρέουσα σκηνοθεσία της, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα γεμάτη και πληθωρική, ακριβώς όπως αξίζει σε τέτοιου είδους ταινίες.
Παράλληλα η χρήση των CGI γίνεται με προσοχή και εκεί που χρειάζεται, για να αναφωνήσεις “ααααα!” και “ωωωωω!”, βοηθάει στο στήσιμο μιας πόλης-φάντασμα, μερικών ιπτάμενων μηχανών και των περίεργων φρυδιών-ζυγωματικών-χειλιών του Levitt, που με τη πρόσθετη βοήθεια ενός τρίωρου μακιγιάζ, δίνουν την εντύπωση ενός νεότερου Bruce Willis.  Και κατά έναν περίεργο τρόπο, το πετυχαίνουν διάνα.

Οι υπόλοιπες ερμηνείες της ταινίας είναι συμπληρωματικές και κάνουν καλή δουλειά στο να προωθήσουν την υπόθεση.  H Emily Blunt η οποία υποδύεται μια μοναχική μητέρα, είναι ιδιαιτέρως τσαμπουκαλού, ξεσπάει μαζί με το τσεκούρι της πάνω σε έναν κορμό δέντρου (ε να μη δείξουμε και τα καλογυμνασμένα μπράτσα;) και κραδαίνοντας το δικό της shotgun, διώχνει από τη φάρμα της κάθε ανθρώπινο κατακάθι που μπορεί να ταράξει τον γιο της.
Στον αντίποδα ο Jeff Danniels που είχαμε και καιρό να δούμε, κρατάει μεν έναν βασικό ρόλο, αλλά σε έκταση οχι και τόσο.  Παρόλα αυτά πείθει για σατανικό, μουσάτο αφεντικό της μαφίας.
Σε γενικότερο επίπεδο, αν θες να δεις μια καλογραμμένη περιπέτεια φαντασίας, το “Looper” είναι σίγουρα αυτό που ζητάς.  Μπορεί το τέλος της να συζητηθεί και σίγουρα θα υπάρξουν και πολέμιοι που θα προσπαθήσουν να βρουν τη λούπα στην οποία υπέπεσε και ο σκηνοθέτης, παρόλα αυτά-χωρίς φυσικά να είναι τέλειος-ο Johnson φτιάχνει μια αριστοτεχνικά σκηνοθετημένη ταινία, με εκπληκτική μουσική (δια χειρός Nathan Johnson, ξαδέρφου του σκηνοθέτη) που θυμίζει κάτι από Mansell, εντυπωσιακή στήσιμο και μια ιστορία που θα μπορούσε να είχε καταλήξει πολύ διαφορετικά, αν ο Johnson δεν ήταν αυτός που-φαίνεται-να είναι: ένας δημιουργός με όραμα και την ικανότητα να φτιάχνει καλές ταινίες.  Δύσκολα πράγματα…

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι αυτή η Piper Perabo είναι αγέραστη, οτι ο μικρός Pierce Cagnon είναι όνειρο και οτι ο Levitt είναι cool.  Εντάξει, αυτό το ήξερα και από πριν.


No trivia

Τσεκάρετε και ένα τέλειο trailer για την ταινία, κατασκευασμένο εξ’ολοκλήρου σε animated style.

 

Death Proof: Well, it’s going to be a realy bumpy ride

Καλησπέρα σε όλους.  Σήμερα, και μετά από μια μέρα γεμάτη από αναμονή για κάρτες διαρκείας στις Νύχτες Πρεμιέρας (thank God, τις προμηθεύτηκα πριν εξαντληθούν), ποδαρόδρομο για να πάρουμε το αυτοκίνητο από μια θέση parking πάνω στα κατσίβραχα της Ακρόπολης, γύρισα επιτέλους σπιτάκι, έφαγα και κάτι ξεγυρισμένα γεμιστά, και είμαι έτοιμη για ακόμη μια ταινιούλα.  Αυτή τη φορά, και παρά το γεγονός πως ξέρω οτι πιθανότατα την έχετε δει οι περισσότεροι, δε μπορώ παρά να γράψω για το “Death Proof” το οποίο είδα χθες το βράδυ στη τηλεόραση και κατάλαβα για ακόμη μια φορά, πόσο απολαυστικά, καμένη ταινία είναι.  So, όσοι συμφωνείτε, συνεχίστε και παρακάτω.  Για όσους δε την έχουν δει, θα προσπαθήσω να σας πείσω οτι αξίζει την προσοχή σας…

Τέσσερις φιλενάδες από το Austin του Texas, αποφασίζουν να βγουν για την καθιερωμένη, βραδινή τους εξόρμηση, και επισκέπτονται για ακόμη μια φορά το διάσημο στέκι της περιοχής, Texas Chilli Parlor.  Εκεί παρέα με ένα devilishly hot jukebox, έναν μπάρμαν που, ‘σαν μποιον μοιάζει, μωρέ σα μποιόν μοιάζει’ (και ο Tarantino δε μπορεί να μη παίξει έστω έναν τόσο δα ρόλο στις ταινίες του), και μερικά κ*λωμένα boys, περνάνε την ώρα τους πίνοντας σφηνάκια, χορεύοντας λάγνα στις τζουκμποξικές μελωδίες και συζητώντας σχετικά με την επικείμενη επίσκεψή τους, στο σπίτι κοντά στη λίμνη, το οποίο διατηρεί η οικογένεια μιας εξ’ αυτών.  Την ίδια στιγμή στο μπαρ, μια ξανθιά χίπισσα, πιάνει κουβέντα σε έναν περίεργο τύπο με μια ουλή “ΝΑ” (με το μπαρδόν) στο πρόσωπό του, ο οποίος έχει μόλις τσακίσει μια γενναία μερίδα νάτσος, και πίνει την επόμενη μη αλκοολούχα, πίνα κολάδα του.  Η κουβέντα ανάβει και μετά από λίγο ο και πολύ stuntman, stuntman Mike (Kurt Russell), καταλήγει σε μια καρέκλα, με μια εκ των προαναφερθέντων φιλενάδων, την Arlene (Vanessa Ferlito), να του σερβίρει και το επιδόρπιο: ένα πρώτης τάξεως lap dance.  Θα έλεγε κανείς δηλαδή, οτι μια πολύ κεφάτη βραδιά βρίσκεται σε εξέλιξη στο παλιακό μπάρ του Warren (Quentin Tarantino).  Βεβαίως.  Με μια μόνο διαφορά: ο stuntman Mike είναι ένας ανώμαλος γκαζιάρης, που αρέσκεται να σκοτώνει γυναίκες με το death proof αυτοκίνητό του, με σήμα κατατεθέν το ασημένιο παπί.  Απλά, καθημερινά πράγματα.  Η pay-back time θα έρθει όμως λίγο καιρό αργότερα, όταν ο Mike τα βάλει με τα λάθος κορίτσια…

Δε πρόκειται να πούμε πάλι πολλά για τον Tarantino, μιας που τα έχουμε ξαναπεί, μέσα από την αναφορά στο blog, σε άλλες του ταινίες.  Εκεί που θα επικεντρωθούμε περισσότερο είναι η αισθητική της συγκεκριμένης ταινίας, το cast, η σκηνοθεσία και γενικά όλο αυτό το σύνολο που κατά την ταπεινή μου γνώμη, θα έπρεπε να την καθιστά μια εκ των ταινιών για τις οποίες ο Tarantino, οφείλει να είναι περισσότερο περήφανος.  Καλά, βάλτε και το “Reservoir Dogs”, το “Pulp Fiction”, το “Jackie Brown”, τα “Kill Bill”, το “Inglourious Basterds”.  Χμμ, you got the point.
Αρχικά να υπενθυμήσω σε όσους το έχουν ξεχάσει και να γνωστοποιήσω σε όσους δε το γνώριζαν, οτι σε πρώτη φάση οι δυο ταινίες των Rodrigued-Tarantino, “Planet Terror”-“Death Proof”, είχαν κυκλοφορήσει στην Αμερική σαν ‘double feature’.  Και τι είναι αυτό;  Στην ουσία αποτελούσαν δυο κομμάτια της ίδιας υποθεσιακά, δουλειάς.  Παρά το γεγονός οτι και στην Ελλάδα οι ταινίες προβλήθηκαν μεμονωμένα, ο στόχος των δυο σκηνοθετών, ήταν να επαναφέρουν στο προσκήνιο την αισθητική των exploitation ταινιών, των δεκαετιών του ΄50, ’60 και κυρίως ’70.  Το γεγονός οτι έδωσαν στο κινηματογραφικό τους παιδί το κοινό όνομα “Grindhouse” δεν είναι τυχαίο, μιας που ο όρος προέρχεται από την ονομασία που συνηθιζόταν να δίνεται στις αίθουσες οι οποίες φιλοξενούσαν b-movies, με exploitation περιεχόμενο (από sex, gore, τέρατα και ναρκωτικά, μέχρι ταινίες με νταβατζήδες, πόρνες, serial killers και φυσικά άπειρο αυτοκινητο-κυνηγητό, με θρυλικά πλέον, μοντέλα αμαξιών), οι οποίες προβάλλονταν συνήθως σε ‘multiple-feature format’ (συνήθως δυο μαζί).
Σε πρώτη βάση λοιπόν, καλό είναι να έχει κανείς στο νου του περί τίνος πρόκειται η ταινία, γιατί μόνο έτσι μπορεί να εκτιμήσει την πραγματική cult υπόστασή της, η οποία όπως φαίνεται είναι αφιερωμένη σε ένα τεράστιο και καθόλα αγαπημένο κινηματογραφικό ρεύμα, το οποίο μεσουράνησε ιδιαιτέρως τη δεκαετία του 1970: αυτό του “trash” cinema.

Αν θα έπρεπε να τοποθετήσουμε την ταινία σε μια κατηγορία, σίγουρα θα ήταν αυτή της γενναιόδωρης καλτιάς, ακόμα και αν μιλάμε για φιλμ των τελευταίων ετών (του 2007 συγκεκριμένα).  Ο τρόπος με τον οποίο ο Tarantino έχει χρησιμοποιήσει όλα αυτά που μόνος του διδάχθηκε, παρακολουθώντας ταινίες επί ταινιών, κατά τη διάρκεια εργασίας του στο video club-και οχι μόνο-, είναι εξαίρετος και φυσικά δεν είναι τυχαίο οτι αποτελεί τον μοναδικό, mainstream σκηνοθέτη, ο οποίος και εξακολουθεί να μένει πιστός στο είδος που τον ανέδειξε, και να μαζεύει το κοινό στις αίθουσες με το τσουβάλι, και φυσικά, να συγκεντρώνει και μεγάλα ονόματα στις εκάστοτε παραγωγές του.  Μπορεί στο “Death Proof”, ο Russell να αποτελεί την παλιά, καλή καραβάνα, παρόλα αυτά η συγκεκριμένη δουλειά του, είναι ίσως η πιο καρμποναρισμένη του ταινία, σχετικά με τον exploitation φόρο τιμής που αποτίει: εντυπωσιακές γυναίκες, μισογύνης δολοφόνος κατά συρροή, bad ass αυτοκίνητα, γρατζουναρισμένη εικόνα, compilation soundtrack (πιθανότατα από όλες εκείνες τις ταινίες που αποτέλεσαν την έμπνευση για τον Quentin), επανάληψη του ‘fuck’ στη νιοστή, αίμα και άγρια, θηλυκά ένστικτα;  B(e) perfection.

Οφείλω και εγώ να παραδεχθώ, οτι την ταινία δε τη θυμόμουν από τη πρώτη φορά που την είχα δει, ή τουλάχιστον δε τη θυμόμουν και τόσο καλά.  Συνεπώς μπορείτε να καταλάβετε και την έκπληξή μου, όταν είδα πως είναι τελικά τοποθετημένη χρονικά, στο σήμερα.  Κινητά τηλέφωνα μπλέκονται με αρτιστίκ αφίσες από πάμπολλες ταινίες, και…i-pods βολεύονται καλά πάνω στην κίτρινη, τσιρλιντερική φορεσιά της Lee (Mary Elizabeth Winstead), η οποία είναι εξίσου βολεμένη μέσα στην κατακίτρινη και τόσο μα τόσο όμορφη Mustang της Kim (Tracie Thoms).
Ο συνδυασμός άλλης εποχής και σύγχρονης κουλτούρας, είναι αυτός που κάνει έντονα τη διαφορά στη ταινία του Tarantino, και αυτό γιατί ενώ η ταινία είναι τόσο απροκάλυπτα vintage, είναι την ίδια στιγμή μέσα στο πνεύμα των καιρών, με free spirited γυναίκες, κλασικούς κακούς και καπάου! φεμινισμό, ιδωμένο μέσα από τα μάτια ενός ποδόφιλου σκηνοθέτη.  Γιατί, αν κάτι είναι κοινό στα δυο κομμάτια της ταινίας, αυτό είναι οι γλουτοί, οι γάμπες και βεβαίως, οι πατούσες.  Κι αν αυτό δεν είναι exploitation φετιχισμός, τότε τι είναι;
Εκτός όμως από το σύνολο της ταινίας που παραπέμπει σε καψιμέϊκο film του ’70, η αισθητική αυτή, ενισχύεται και από ένα άλλο κόλπο το οποίο μάλιστα βλέπουμε πριν καν αρχίσει η ταινία: από τα fake trailers.
Λίγο πριν δούμε το πρώτο πλάνο της ταινίας (ένα ακόμη ζευγάρι γυναικεία πατούσια) πέφτουν μερικά ολιγόλεπτα trailers, τα οποία δε νομίζω να βλέπει κανείς στην κόπια του dvd, αλλά ίσως τα θυμάστε να παίζουν μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα.  Αυτά λοιπόν τα fake trailers, επειδή ακριβώς έπαιζαν μέσα στο θέμα του exploitation, αποτελούσαν την πλέον λειτουργική διαφήμιση για την ταινία και μια ομολογουμένως, πρωτότυπη πινελιά.  Ο ενθουσιασμός που προκάλεσαν, είχε σαν αποτέλεσμα, κάποια από αυτά, να γίνουν τελικά και full length ταινίες(!), όπως το “Machete” με τον μουράτο Danny Trejo, αλλά και το επικών διαστάσεων, “Hobo With a Shotgun”, του Jason Eisener.  Ανάμεσα στα άλλα, μπορούσε κάποιος να δει το trailer “Werewolf Women on SS”, σε σκηνοθεσία Rob Zombie και πρωταγωνιστή τον Nicolas Cage, αλλά και το “Don’t” του Edgar Wright (“Shaun on the Dead”, “Hot Fuzz”, και “Attack the Block” ως executive producer).

Εκτός από τη σκηνοθεσία που είναι έτσι κι αλλιώς ταραντινίστικη, ενδιαφέρον έχει και το cast, μιας που εκτός από τις γνωστές-άγνωστες τύπου Rosario Dawson, Winstead, MacGowan, βλέπουμε επισήμως και την αγαπημένη stunt woman του Tarantino, την οποία χρησιμοποιεί σε κάθε του ταινία, Zoe Bell.  Η Bell είναι ο κρυμμένος άσος στο μανίκι, καθώς κάνει όλα τα τρελά και τα κουλά της υπόθεσης, ματσουκώνει τον Russell με έναν σωλήνα και γενικά τρελαίνει και τρελαίνεται.
Αν πρέπει να πούμε τι είναι το “Death Proof”, το πιο σωστό θα ήταν πως αποτελεί μια μνεία πάνω σε ένα σωρό ταινίες που με τον έναν, ή με τον άλλο τρόπο κάνουν εδώ την εμφάνισή τους: είτε ως αφίσα, είτε ως ατάκα ή ως απλό referance, ο Tarantino αγαπάει το παλιό, το καλό, το κακό και το weird, και δε διστάζει να το δείχνει σε όλη τη διάρκεια του film.  “The Wizard of Oz”, “Rio Bravo”, “Psycho”, “Faster Pussycat! Kill! Kill!”, “Bullitt”, “Vanishing Point”, “The Getaway”, “The Toxic Avenger” και “Crash”, είναι μόνο μερικές από τις εκατοντάδες αναφορές σε ταινίες που υπάρχουν παντού μέσα στη ταινία.  Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα οτι ο stuntman Mike φτιάχνεται σεξουαλικώς από τα τροχαία ατυχήματα, όπως ακριβώς και οι ήρωες του Cronenberg στη ταινία “Crash”.
Εκτός από την μανιασμένη δράση, τον ξέφρενο ρυθμό, την sexy-slutty διάθεση και μια ιστορία που έχουμε ξαναδεί, αλλά αγαπάμε έτσι κι αλλιώς, το “Death Proof”, ακόμα και αν δε του φαίνεται, είναι μια ταινία για τον ίδιο τον κινηματογράφο (απαρτίζεται από πρωταγωνιστές που είναι stuntmen, και υποδύονται και τους stuntmen/women, τη Dawson που υποδύεται μια μακιγιέρ, την Winsted που υποδύεται μια ηθοποιό, και πάει λέγοντας), την ιστορία του και τους θαυμαστούς δρόμους που έχει ακολουθήσει μέχρι σήμερα.  Και αυτό το γουστάρουμε με τα χίλια.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι καλό είναι να αποφεύγεις όποιον έχει μια νεκροκεφαλή στο καπό του αυτοκινήτου του, οτι το σωστό lap dance γίνεται με πλαστική σαγιονάρα και οτι καλό είναι να μην εμπιστεύσαι μια λευκή Challenger σε τρεις γυναίκες, γιατί ποτέ δε ξέρεις πως θα καταλήξει στα χέρια τους…


TRIVIA

  • Το μακιγιάζ, το χρώμα των μαλλιών και το όλο ντύσιμο της MacGowan εδώ, είναι επίτηδες τόσο έντονα διαφορετικό, προκειμένου να μη παραπέμπει καθόλου στον ρόλο της Cherry στο “Planet Terror”.
  • Η ταινία ‘κακοποιήθηκε’ πραγματικά, προκειμένου να έχει την αίσθηση του παλιού.  Δε χρησιμοποιήθηκε καμία ψηφιακή επεξεργασία.
  • Τα χρώματα του αμαξιού των κοριτσιών στο δεύτερο κομμάτι, παραπέμπουν στη κιτρινόμαυρη στολή της Uma Therman στο “Kill Bill”.
  • Η Dawson έπεισε τον Tarantino να κόψει τα μαλλιά της, προκειμένου να παραπέμπει στο pin-up icon, Bettie Page.
 (ΠΗΓΗ IMDB)

From Dusk Till Dawn: It’s going to be a gory night

Hello, hello again!  Λοιπόν σήμερα και επειδή φτάσαμε και πάλι στο τέλος της εβδομάδας, σκέφτηκα να γράψω για κάτι χαλαρό και άκρως διασκεδαστικό, κι οχι τόσο για κάτι που σηκώνει και πολλή σκέψη.  Έτσι, μου ήρθε στο μυαλό το “From Dusk Till Dawn”, το οποίο είδα μόλις πρόσφατα, και ομολογώ οτι με διασκέδασε πολύ, αφενός χάρη στις ερμηνείες των πρωταγωνιστών (και ειδικά του Harvey Keitel ο οποίος φάνηκε να παίρνει τον ρόλο του στα σοβαρά), και αφετέρου χάρη στην ολοκληρωτικά cult διάσταση που προσφέρει η ταινία.  Αν λοιπόν έχετε διάθεση και εσείς για κάτι cool and fun, τότε προτιμήστε την αυτό το σαββατοκύριακο.  Για πιο σοβαρές ταινιούλες, θα έχουμε την δυνατότητα να μιλήσουμε, μέσα στον επόμενο μήνα, όταν και θα ξεκινήσουν πλέον επισήμως και οι Νύχτες Πρεμιέρας.  Ξεκινάμε!

Δυο μεγαλοκακοποιοί, ο σκληροτράχηλος Seth Gecko (George Clooney) και ο ψυχάκιας, βιαστής, δολοφόνος, αδελφός του, Richard (Quentin Tarantino…of course), καταζητούνται από την αστυνομία του Μεξικό, έπειτα από μια αιματηρή ληστεία τράπεζας, για την οποία ήταν υπεύθυνοι.  Έχοντας κανονίσει να συναντήσουν τον Carlos (Cheech Marin), το κλασικό αφεντικό με τη μουστάκα, με τον οποίο θα ανταλλάξουν λεφτά και άσυλο, αναγκάζονται να διαφύγουν από το Μεξικό, κρατώντας ομήρους τα μέλη μιας οικογένειας, την οποία καλούν να αυτοσχεδιάσει προκειμένου να τους βγάλει με το τροχόσπιτό της, εκτός συνόρων.  Ο πάστορας σε κρίση πίστης, Jacob Fuller (Harvey Keitel), καθώς και τα δυο του παιδιά, Kate (Juliette Lewis), και Scott (Ernest Liu), θα αναγκαστούν να υπακούσουν στις υποδείξεις των αδελφών-εγκληματιών, προκειμένου να παραμείνουν ζωντανοί.  Χωρίς πολλές επιλογές, ο πάτερ φαμίλιας, δε θα φέρει καμία αντίρρηση όταν οι Gecko σταματήσουν σε ένα κωλόμπαρο στη μέση του πουθενά (με την εμπνευσμένη ονομασία, “Titty Twister”) προκειμένου να περιμένουν τον Carlos το τσακάλι, και να πιουν κάνα ουισκάκι, θαυμάζοντας ημίγυμνες υπάρξεις να λικνίζονται πάνω στα τραπέζια, τίγκα στο φτερό και το πούπουλο.  Αυτό που δε ξέρουν όμως, είναι οτι οι θαμώνες του μπαρ δεν είναι απλοί άνθρωποι όπως εκείνοι, αλλά κάτι κακάσχημα βαμπίρ, που λυσσάνε για αίμα και σάρκα.  Oh, it’s gonna be a hell of a night…

Σκηνοθετημένο το 1996 από τον κινηματογραφικό, ‘δίδυμο’ αδελφό του Tarantino, Roebert Rodriguez, το “From Dusk Till Dawn” έμελλε να γίνει instant cult classic, χάρη στην χαρακτηριστική σκηνοθεσία του Τεξανού σκηνοθέτη, παραγωγού, σεναριογράφου και τόσα άλλα, το μακάβριο περιεχόμενο, την gore αισθητική που καλύπτει όλη σχεδόν τη δουλειά του μέχρι και σήμερα, αλλά και την εμφανέστατη διάθεση του να μη πάρει καθόλου στα σοβαρά τον εαυτό του.  Ακριβώς δηλαδή όπως και ο πιο grande, Tarantino.
O Rodriguez είχε επηρεαστεί από μικρός από έναν από τους πιο αμφιλεγόμενους σκηνοθέτες, τον John Carpenter, ο οποίος ώθησε τα όρια της camp σκηνοθεσίας, του τρόμου και της επιστημονικής φαντασίας, πολύ πιο πέρα από τους ιστορικούς προκατόχους του, της δεκαετίας του ’50.
Αν παρακολουθήσει κανείς τη πορεία του μέχρι τις μέρες μας, θα δει οτι η επίδραση του μεγάλου σκηνοθέτη, είναι πολύ έντονη, τόσο στον τομέα της θεματικής, όσο και στον τρόπο που χειρίζεται τη κάμερα.  Έτσι, αν και έχει σκηνοθετήσει γύρω στις τριάντα ταινίες, με πολλές από αυτές να αποτελούν μικρά φιλμάκια και documentaries, το μόνο σίγουρο είναι οτι έχει παραμείνει όλα αυτά τα χρόνια πιστός, στην b-movie αισθητική που τον ανέδειξε και μας έκανε να τον γουστάρουμε, αν μη τι άλλο για τις ανόσιες προσπάθειές του να μας προκαλέσει φόβο, αηδία και ενοχική απόλαυση.
Παρά το γεγονός οτι το κινηματογραφικό του style, μοιάζει έντονα με αυτό του Tarantino (ο οποίος εδώ υπογράφει το σενάριο), ποτέ δε κατάφερε να κάνει τη μεγάλη καριέρα του συναδέλφου του, καθώς μάλλον οι περισσότεροι αδυνατούν να δουν πέρα από τη καλτίλικη φύση του.  Βωμολοχίες, αίμα, διαρκής βία, γκόμενες με πλούσια ελέη και bad ass τύποι που σου ανοίγουν το κεφάλι στο πι και φι, αποτελούν την κλασική clientele του Rodriguez, ο οποίος μέσα από ταινίες όπως οι “El Mariachi”, “Desperado”, “Spy Kids”(!!), “Planet Terror” και “Machete”, αποδεικνύει πως παραμένει ένας τύπος, αιώνια ερωτευμένος με την pulp χαβούζα των καιρών του.  Κάπου εκεί βέβαια βλέπεις οτι έχει κάνει και το “Sin City”, παρέα με τον Frank Miller και τον Tarantino, και αναρωτιέσαι γιατί τελικά δεν είχε την ίδια τύχη με τον σάπιο, σκηνοθέτη φίλο του.

Ο μύθος των σκοτεινών πλασμάτων που ορέγονται το ανθρώπινο αίμα, κάνουν νάνι το πρωί, τριγυρνούν το βράδυ, αποφεύγουν το extra σκόρδο στο φαΐ τους και δεν έχουν καμία διάθεση για ξύλινο παλούκωμα, αποτελούσε από πάντα έναν από τους πιο επιτυχημένους θρύλους της παγκόσμιας, φανταστικής ιστορίας, πάνω στον οποίο έχουν γραφεί αναρίθμητα βιβλία, έχουν σκηνοθετηθεί εκατοντάδες ταινίες και γενικότερα, είναι μια από αυτές τις ιστορίες που μοιάζει να ακολουθεί τον άνθρωπο, από την αρχή της ύπαρξής του.
Το 1897 ο Ιρλανδός συγγραφέας, Abraham “Bram” Stoker, έδωσε πνοή στην ιστορία των αιωνόβιων αυτών πλασμάτων, μέσα από το βιβλίο του “Dracula”, το οποίο πραγματεύεται τη ζωή του Κόμη Δράκουλα, όπως αυτός προσπαθεί να επιστρέψει από την Τρανσυλβανία, στην Αγγλία, καθώς και τη μάχη του, απέναντι σε μια ομάδα ανδρών και γυναικών, που καθοδηγείται από τον καθηγητή Abraham Van Helsing.
Έκτοτε η ιστορία των βαμπίρ έχει μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη με πολλές παραλλαγές.  Το 1922 o Γερμανός εξπρεσιονιστής, F.W Murnau, σκηνοθετεί το “Nosferatu”, μια αλληγορία πάνω στην έλευση του κακού, με τη μορφή της φονικής ασθένειας της πανούκλας, μόνο για να αναπαραστήσει με τρόπο γραφικό, τις εκατόμβες νεκρών που άφησε πίσω του ο ‘Α Παγκόσμιος Πόλεμος.  Εδώ, ο Νοσφεράτου του Max Schreck, είναι ένα πλάσμα αποκρουστικό, με μυτερά αυτιά, αυστηρό παρουσιαστικό και κοφτερά δόντια, ο οποίος μοιάζει με τρωκτικό: ακριβώς δηλαδή με τα πλάσματα τα οποία φέρουν την αρρώστια πάνω τους.
Από την άλλη πλευρά, ο Δράκουλα του Coppola, είναι ένα καθαρά σεξουαλικό ον, που αποζητά το αίμα της Mina, όσο και το ίδιο της το κορμί.  Γοητευτικός και έντονα σεξουαλικός, ο Gary Oldman, άφησε εποχή με την ερμηνεία του.
Σήμερα ο μύθος των βρικολάκων, έχει ατονίσει κατά πολύ και-γιατί οχι;-έχει φλωρέψει ολοκληρωτικά, αφού βλέπετε αν δε διαθέτουν κοιλιακούς πέτρα, make-up-ίστικη χλομάδα και ενίοτε, στραφταλιζέ ραφινάρισμα, δεν νοούνται ως πλάσματα της νύχτας.  Η αλήθεια είναι πως αν δε μοιάζεις με το τελευταίο μοντέλο του Kalvin Klein, δε μπορείς να θεωρείσαι original κακός…
Ευτυχώς υπάρχει ο Rodriguez, o Schumacher (ναι, ούτε εγώ το πίστευα), o Νeil Jordan και μια πλειάδα από σύγχρονους north Korean και Σκανδιναβούς σκηνοθέτες, για να κρατήσουν τον αληθινό μύθο ζωντανό.

Στη προκειμένη περίπτωση ο Rodriguez αποφάσισε να προσδώσει στην ιστορία των vampires, μια τελείως cult διάσταση, μέσα από τον συνδυασμό γυμνού και αίματος, σαγήνης και θανάτου, ομορφιάς και ασχήμιας.
Σίγουρα έχει μείνει αξέχαστη σε όλους η σκηνή, οπού η Salma Hayek λικνίζεται αισθησιακά φορώντας μόνο τα απολύτως απαραίτητα, στους ρυθμούς του “After Dark” των Tito & Tarantula, παρέα με ένα χαριτωμένο φιδάκι.  Και εκεί που κάποιος θαυμάζει τα…κάλλη της λατίνας σταρ, ο Rodriguez χαμογελάει χαιρέκακα, κλείνει το μάτι και στα αμέσως επόμενα λεπτά, την μετατρέπει στο παραπάνω εξάμβλωμα.  Bye bye στύση.
Η αλήθεια είναι, πως ακριβώς αυτή η εναλλαγή ανάμεσα στη λάγνα αίσθηση και το μακάβριο χιούμορ, το οποίο εξαργυρώνεται με ένα μάτσο νυχτεριδοπλάσματα που χύνουν πράσινο αίμα και παραπέμπουν στους χειρότερούς σου εφιάλτες, είναι αυτό που κάνει τη συγκεκριμένη ταινία τόσο feel good.  Έτσι κι αλλιώς είπαμε, ο Rodriguez, δύσκολα παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά, και εδώ αυτό γίνεται παραπάνω από εμφανές.  Απλά ρίχνει μια ομάδα από ανθρώπους μέσα σε ένα άνδρο αιμοδιψών βρικολάκων και αφήνει το χάος να κυριαρχήσει.
Όσον αφορά τους ήρωες, ο πρωταγωνιστικός ρόλος που κρατάει εδώ ο Clooney, θα έπρεπε να συγκαταλέγεται στη πλούσια, υποκριτική του γκάμα (ενώ αντιθέτως ο ρόλος του Batman, με τις προσαρμοσμένες ρώγες πάνω στη στολή, θα έπρεπε να μείνει στα άδυτα του μυαλού μας), ως ένας από τους καλύτερους, αφού αποδεικνύει οτι και καθόλου δε κωλώνει, και χαίρεται αυτό που κάνει και στη τελική το κάνει και πολύ καλά.  Το ίδιο ισχύει και για τον Keitel, ο οποίος έπειτα από το απείρου κάλους “Bad Lieutenant” και την συνεργασία του με τον Tarantino στο “Reservoir Dogs”, φαίνεται πως και αυτός το διασκεδάζει πολύ, ιδιαίτερα μάλιστα αν σκεφτεί κανείς οτι υποδύεται έναν πάστορα.  Amen.
Φυσικά η πάντα εναλλακτική από τα γεννοφάσκια της, Juliette Lewis, δε θα μπορούσε να λείπει στον ρόλο άριστης τοξοβόλου, ενώ το πέρασμά του κάνει και ο αγαπητός των δυο σκηνοθετών, Danny Trejo, γιατί έτσι μας αρέσει.

Η σκηνοθεσία θα σου θυμίσει για ακόμη μια φορά αυτή του Tarantino.  Τα trunk-shots, η κάμερα μπροστά από το όπλο, τα φαντασμαγορικά εφέ και το ομολογουμένως, εντυπωσιακό μακιγιάζ, αποτελούν τα ατού της ταινίας, η οποία έτσι κι αλλιώς ποντάρει σε αυτά, αλλά και στους ‘γοητευτικούς’ της πρωταγωνιστές, προκειμένου να κερδίσει το ενδιαφέρον.
Το “From Dusk Till Dawn” είναι ένα cult ταινιάκι, ότι πρέπει για σήμερα.  Γιατί δε σας είπα, μπλε φεγγάρι σήμερα δε θα δείτε.  So, From Dusk Till Dawn, για πραγματικά fun βραδάκι.

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι μπορείς να κάνεις έναν επιτυχημένο σταυρό, συνδυάζοντας ένα shotgun και ένα ρόπαλο του baseball, οτι όπως με πληροφόρησαν, στη διάρκεια του χορού της Santanico Pandemonium, ο Clooney είχε τη καλύτερη θέα και οτι παντού υπάρχει ένας βετεράνος του Nam.


TRIVIA

  • Το όνομα της οικογένειας Fuller, έχει δοθεί από σεναριογράφο-σκηνοθέτη, Samiuel Fuller, μια από τις πρώτες επιδράσεις του Tarantino,  όσον αφορά το “pulp” cinema.
  • Η Hayek δεν έκανε κάποια χορογραφία για τη σκηνή της, απλά άφησε τον εαυτό της ελεύθερο και χόρεψε βάση της μουσικής, όπως ακριβώς της είχε πει ο Rodriguez.  Το ίδιο έγινε αργότερα και με τη Jessica Alba, στην δική της σκηνή, στο Sin City.
  • Για τα βαμπίρ χρησιμοποιήθηκε πράσινο αίμα, προκειμένου η ταινία να περάσει τον έλεγχο καταλληλότητας.
  • Αρχικά η Satanico Pandemonium, είχε την ονομασία, Blonde Death.  O Tarantino όμως αποφάσισε να χρησιμοποιήσει μια λατίνα, οπότε επέλεξε και τη Hayek.  To όνομα το πήρε από μια gory, μεξικάνικη ταινία τρόμου, την οποία ο Tarantino είχε δει στο ράφι του video club του εργαζόταν.
  • Η Hayek έχει στη πραγματικότητα, τεράστιο φόβο απέναντι στα φίδια και αρνιόταν να βρίσκεται κοντά σε αυτά.  Όταν διάβασε το σενάριο, κατάλαβε οτι η φοβία της θα αποτελούσε μεγάλο εμπόδιο στο να δεχθεί τον ρόλο.  Αργότερα ο Rodriguez κατάφερε και της άλλαξε γνώμη, όταν της είπε οτι η Madonna, καραδοκούσε για να αρπάξει τον ρόλο.  Έτσι η Hayek πέρασε δυο μήνες με θεραπευτές και κατάφερε να ξεπεράσει τη φοβία της.
(ΠΗΓΗ IMDB)

Breaking Bad: All Hail the King

Ξέρετε πως βασικά το blogaki είναι για να ανεβάζει ταινίες.  Παρόλα αυτά, μια στο τόσο και όταν οι περιστάσεις το απαιτούν, βάζω και καμιά σειρά, έτσι για να ξεφεύγουμε λιγάκι και από τα καθιερωμένα.  Βέβαια το να γράψει κανείς για μια σειρά, απαιτεί να έχει δει και όσο τον δυνατόν περισσότερους κύκλους από αυτή (αν δηλαδή έχει πάρει το πράσινο φως για περισσότερους από έναν), μιας που έτσι κάποιος μπορεί να έχει στα σίγουρα μια αρκετά πιο ολοκληρωμένη εικόνα, σχετικά με το περί τίνος πρόκειται.  Έτσι λοιπόν μετά από σειρές όπως το “Dexter”, “Boardwalk Empire” και “Game of Thrones”, περνάμε στη νέα μου εμμονή, μιας που το καλοκαίρι μου έδωσε την ευκαιρία να καθίσω και κυριολεκτικά να λιώσω μπροστά στην οθόνη, ολοκληρώνοντας και την τέταρτή της σεζόν.  Όπως έχετε καταλάβει, μιλάμε φυσικά για το “Breaking Bad”, μια από τις πιο καλογραμμένες και καλοσκηνοθετημένες σειρές που έχω δει ποτέ.  Κι αν ακόμα δεν έχετε πειστεί, ίσως τα παρακάτω σας κάνουν να αλλάξετε γνώμη.

Ο Walter White (Brian Cranston), είναι μια χημική διάνοια, που παρά το τρισμέγιστο ταλέντο και την ταπεινοφροσύνη που ξεπερνάει ακόμα και αυτή του Jesus Christ, δεν έχει καταφέρει να κάνει το πολυπόθητο, μεγάλο βήμα στη ζωή του, παραμένοντας κολλημένος σε ένα τοπικό σχολείο, διδάσκοντας Χημεία.  Το γεγονός βέβαια οτι ο ίδιος είναι σαν καημένος, δε βοηθάει και πολύ τα πράγματα, μιας που ούτε δυναμικό τον λες, ούτε άτομο που υποστηρίζει την άποψή του τον λες, ούτε καν τον άντρα στη σχέση τον λες, μιας που η Skyler White (Anna Gunn), η σπαζαρχί σύζυγος, φροντίζει να τον μανιπιουλάρει και να τον έχει και λίγο μέσα στο extra extra large βρακί της, καθότι έγκυος.  Από την άλλη πλευρά και ο μεγαλύτερος γιος, Walter Jr. (RJ Mitte, ο οποίος υποδύεται έναν έφηβο με κινητικές δυσκολίες και οχι μόνο) δε φαίνεται να πολυκαταλαβαίνει την ‘αδυναμία’ του πατέρα του να ορθώσει ανάστημα με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο.
Έχουμε λοιπόν: έναν σύζυγο η αυτοπεποίθηση του οποίου είναι ένα με το πάτωμα, μια σύζυγο με τούρλα τη κοιλιά, που φυσικά δεν εργάζεται, έναν γιο με πρόβλημα υγείας και έναν μισθό που με το ζόρι φτάνει για τα απαραίτητα.  Και κάπου εδώ, έρχεται το πραγματικά ‘καλό’: o Walter πάσχει από καρκίνο στους πνεύμονες, και οι γιατροί του δίνουν γύρω στον έναν χρόνο ζωής.  Αυτό θα πει καλοτυχία.
Όταν ο καλός Walter ενημερωθεί για την κατάστασή του, θα αποφασίσει να πάρει-επιτέλους-τον έλεγχο της ζωή του στα χέρια του, και να δράσει άμεσα, προκειμένου να εξασφαλίσει οικονομικά την οικογένεια, μετά τον θάνατό του.  Και τότε κάνει το ακόμα καλύτερο: γίνεται μάγειρας κρυσταλλικής μεθαδόνης, παίρνει στη δούλεψή του έναν πρώην μαθητή(!), τον ‘τα ζώα μου αργά’ Jesse Pinkam (Aaron Paul) και πιάνει δουλειά.
Το ταλέντο του ως χημικός θα φανεί γρήγορα, όταν η μπλε, κρυσταλλική μεθαδόνη του, γίνει ανάρπαστη και ξεσηκώσει θύελλα ευφραινόμενης καρδίας στους απανταχού εμπόρους και πρεζόνια, χάρη στη pure, purest σύνθεσή της.  Ο Walt πιστεύει πως έχει πιάσει ήδη τη καλή.  Τι κρίμα που ο κουνιάδος του Hank (Dean Norris) εργάζεται για την DEA (Drug Enforcement Administration), τα μεξικάνικα ναρκω-καρτέλ δεν αστειεύονται, ο ίδιος δεν έχει ιδέα για το πως λειτουργεί το σύστημα, και ο Jesse είναι κάτι περισσότερο από άχρηστος;  Κρίμα indeed.

Από τη χρονιά που ξεκίνησε να προβάλλεται, το “Breaking Bad”, αποτέλεσε κλασικό πελάτη των Emmy Awards, αφού μόνο το 2011 δεν έλαβε κάποια υποψηφιότητα.  Έκτοτε, και μέχρι σήμερα, όλοι μιλούν για τη σειρά-φαινόμενο, που έχει καθηλώσει εκατομμύρια θεατές στους δέκτες του, εξακολουθεί να κερδίζει το ένα βραβείο μετά το άλλο, και να κρατά το ενδιαφέρον στα ύψη, ακόμα και στην 5η σεζόν, η οποία ξεκίνησε και επισήμως από τις 15 Ιουλίου.
Η αλήθεια είναι πως όταν βλέπεις μια σειρά να έχει φτάσει αισίως ως την πέμπτη σεζόν, να εξακολουθεί να κρατάει το ενδιαφέρον σου αμείωτο, και μάλιστα να βρίσκεται στην καλύτερή της στιγμή, ε τότε ο μεγάλος ντόρος γύρω από το όνομά της, καταλαβαίνεις οτι δεν είναι καθόλου τυχαίος.
Βέβαια για να λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους, μεγάλο ρόλο παίζει στη συγκεκριμένη περίπτωση και το κανάλι από το οποίο προβάλλεται η σειρά (μιλάμε βασικά για την επίσημη προβολή της στη τηλεόραση της Αμερικής, και οχι για το downloading των επεισοδίων από το internet).  Το ΑΜC λοιπόν, το οποίο έχει αναλάβει τη προβολή μερικών, από τις πιο επιτυχημένες σειρές (στο πλευρό του Breaking Bad, θα δει κανείς το “Mad Men”, αλλά και το “The Walking Dead”) παίζει μαζί με το HBO (“True Blood”, “Boardwalk Empire”, “Game of Thrones”), στη πρώτη θέση των επιλογών των θεατών, χάρη στο πολυποίκιλο και καλοφτιαγμένο θέαμα που προσφέρουν.  Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, που έπειτα από την τεράστια επιτυχία του “Breaking Bad”, η αναγνωρισιμότητα και η φήμη του AMC, έχει εκτοξευθεί στα ύψη.
Πάντως, για να τα λέμε και λιγάκι μεταξύ μας, κάθε καλωδιακό κανάλι θα ήθελε να έχει στο ενεργητικό του, ένα τόσο βαρύ πυροβολικό, όσο το “Breaking Bad”, καθώς αρκεί να δεις τις πρώτες σεζόν για να καταλάβεις οτι αυτή η σειρά, τα έχει όλα: έξυπνο story, πολυεπίπεδους χαρακτήρες, διαρκείς ανατροπές, εντυπωσιακή σκηνοθεσία, δράση και ρεαλιστικότητα στο έπακρο.  Αν δε την έχεις ήδη ξεκινήσει, here is your time.

Είναι εύκολο να υποπέσει κάποιος σε μοιραίο ολίσθημα, από τη στιγμή που ασκεί κριτική σε μια σειρά, καθώς είναι τόσα αυτά που έχεις δει, και τόσα αυτά για τα οποία θες να μιλήσεις, που και το παραμικρό spoiler, είναι κρίμα και άδικο για όσους δε την έχουν ακόμα πάρει πρέφα.  Έτσι λοιπόν, θα προσπαθήσω να αποφύγω την ανάλυση υπερβολικά, συγκεκριμένων στιγμών της σειράς, και θα μιλήσω λίγο πιο γενικά, για το feeling που σου αφήνει επεισόδιο το επεισόδιο.
Όταν ξεκίνησα και εγώ να τη παρακολουθώ φέτος το καλοκαίρι, ομολογώ πως στην αρχή δε μου είχε φανεί κάτι το εντυπωσιακό, κυρίως επειδή έπρεπε πρώτα να γνωρίσουμε τους χαρακτήρες.  Τι εννοώ;  Οτι μέχρι να καταστούν οι χαρακτήρες επαρκώς κατανοητοί από τη σκηνοθετική ομάδα, εμείς πρέπει να κάνουμε σαφέστατα μια μικρή υπομονή, αν μη τι άλλο, για να δούμε που το πάνε.  Ο χαρακτήρας του Walter δε, πρέπει να αποδοθεί με σαφήνεια, προκειμένου να γίνει αντιληπτή η τεράστια αλλαγή που έχει επέλθει πάνω του για παράδειγμα, στο τέλος της τέταρτης σεζόν.  Για τον λόγο αυτό σας προειδοποιώ, πως αν πιάσετε τον εαυτό σας να βαριέται στα πρώτα επεισόδια, δώστε της λίγο χρόνο (όπως βασικά σε κάθε σειρά που έχετε αντιληφθεί οτι αξίζει) και αφήστε την να εξελιχθεί με τον τρόπο που το κάνει και πιστέψτε με, από εκεί που αρχικά θα νιώθετε οίκτο και συμπάθεια για τον Walter, είναι πολύ πιθανό να νιώθετε αργότερα μια απτή αποστροφή για το άτομό του.  Προσωπικά αισθάνομαι μια άρρωστη περηφάνια για εκείνον (α και δέος, μπόλικο δέος), αλλά who gives a f*ck?  Ο καθένας θα το…βιώσει διαφορετικά το πέρασμα του ήρωα από μια ζωή δίχως μέλλον, σε μια άλλη ζωή, αυτή τη φορά με ένα, όσο δε πάει, επίφοβο παρόν.

Κατά γενική ομολογία, οι ταινίες που πραγματεύονται το θέμα των ναρκωτικών είναι ως επί το πλείστον ή υπερδραματικές με extra focus πάνω σε κάποιον μοιραίο ήρωα, ή καταλήγουν στον αντίποδα, σε φάση “Trainspotting” τύπου ‘είμαι χωμένος μέσα στα σκατά, αλλά και τι να κάνεις;”.  Όταν όμως μιλάμε για τον πεπερασμένο χρόνο μιας κινηματογραφικής ταινίας, οι επιλογές σου είναι έτσι κι αλλιώς περιορισμένες.  Ή θα ακολουθήσεις τη μια κατεύθυνση, ή την άλλη.  Αντιθέτως όταν σου προσφέρονται οι μπόλικες ώρες μιας τηλεοπτικής σειρά, τότε, αν διαθέτεις και το κατάλληλο υλικό, μπορείς να δημιουργήσεις μια κατάσταση-δυναμίτη.  Προφανώς και καταλάβατε οτι το “Breaking Bad”, είναι αυτό ακριβώς.
Εδώ δε μπορούμε να μιλάμε για απόλυτες καταστάσεις, για junkies χωρίς επιστροφή, για τρελαμένα αφεντικά χωρίς τιμή ή τέλος πάντων για μια καθαρά γραμμική, υποθεσιακή εξέλιξη.  Οχι.  Εδώ μπορούμε να μιλήσουμε για προοδευτικά διαφοροποιούμενους χαρακτήρες, για τύπους που από αρνάκια του Θεού, καταλήγουν λύκοι του Διαβόλου, για ωμές συνθήκες βίας, βεντέτες του δρόμου και ένα σωρό δουλείες που στραβώνουν και πάλι από την αρχή.
Ο πρωταγωνιστής της σειράς θέτει σε εφαρμογή ένα επικίνδυνο σχέδιο, από αγνή αγάπη για την οικογένειά του και καταλήγει να αποτελεί στόχο της Δίωξης, των κακών Μεξικανών με τα τσεκούρια, των ύπουλων αφεντικών της meth που αρέσκονται στο τραγανό κοτόπουλο και μυριάδων ακόμα χαρακτήρων, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο σημαντικών, όλων όμως με έναν ρόλο που επηρεάζει και επηρεάζεται.
Το “Breaking Bad” είναι μια ιστορία για έναν πραγματικά good guy, που turned bad, και αυτό είναι μια αυταπόδεικτη αλήθεια.  Άλλοι αποφασίζουν να αλλάξουν ζωή κάνοντας ένα ταξίδι, ένα παιδί, αλλάζοντας δουλειά ή με το να παντρευτούν.  Ο Walter White όμως διαφέρει, καθώς ξεκινάει να κατασκευάζει το pure ναρκωτικό του από καθαρά οικογενειακό συμφέρον.  Αυτό που δεν υπολόγιζε είναι βέβαια και η δική του, προσωπική αλλαγή, από έναν άνθρωπο του σχολείου και έναν καλό σύζυγο/πατέρα, σε έναν άνθρωπο χωρίς πρόσωπο, έναν καραφλό τύπο με μούσι, γυαλιά ηλίου και καπέλο, που ακούει στο κωδικό όνομα Heisenberg.  Και αυτή η ασυνείδητη αλλαγή, είναι που κάνει τον White έναν από τους πιο badass χαρακτήρες που έχεις δει τα τελευταία χρόνια οχι μόνο στη τηλεόραση, αλλά και στον κινηματογράφο.

Η σκηνοθεσία είναι το λιγότερο εντυπωσιακή (για τα δεδομένα μάλιστα μιας σειράς), με πλάνα που έρχονται από τα βάθη του…μαγειρευτικού καζανιού, από τον πάτο ενός σκουπιδοτενεκέ και άλλα τέτοια χαριτωμένα, τοποθεσίες στην άκρη του Θεού, χιλιόμετρα καυτής ερήμου μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου (και ακόμα παραπέρα) και όλα αυτά δοσμένα με έναν τρόπο καθόλα ρεαλιστικό, καθημερινό και επί της ουσίας, πραγματικό.
Το να παίρνεις τόσους πολλούς, ετερόκλητους χαρακτήρες και να τους δίνεις πνοή μέσα σε ένα περιβάλλον που μοιάζουν να μη κολλάνε, αλλά και ταυτόχρονα να είναι το μοναδικό στο οποίο να έχουν μια κάποια τύχη, είναι κάτι το αξιοπρόσεχτο.  Όταν μάλιστα καταφέρνεις και κάνεις το περιβάλλον το ίδιο, εν μέρει, πρωταγωνιστή της σειράς, τότε είσαι μάλλον από εκείνους που δεν αφήνουν τίποτα να πάει χαμένο-και καλά κάνεις, αν αξίζει στη τελική.  Έτσι και εδώ, τα fast forward της κάμερας, τα πανοραμικά πλάνα, οι συνεχείς λήψεις ενός καθάριου, γαλάζιου ουρανού (ταυτόσημου της καθάριας, γαλαζωπής meth;  Who knows?), και η προσήλωση πάνω στους χαρακτήρες, όλα, δημιουργούν μια αίσθηση εναλλακτικής πραγματικότητας, σαν να βρίσκεσαι εσύ σπίτι σου και κάπου εκεί έξω ένας Walter White, παίρνει το κολατσιό του, φοράει τη προστατευτική του στολή και ξεκινάει για να βγάλει το μεροκάματο της ημέρας (κάτι εκατοντάδες, χιλιάδες δολάρια δηλαδή).
Ο Brian Cranston στον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι απλά αποκάλυψη.  Ένας τύπος που τα κάνει όλα και συμφέρει, με την εντυπωσιακή και τρομακτική ομολογουμένως αλλαγή του, να κρατάει πάνω της ολόκληρη της σειρά.  Μοιάζοντας να είναι καμωμένος από τη πάστα ενός πραγματικού ηθοποιού, θέλουμε πολύ να τον δούμε και σε άλλες παραγωγές και είμαι διατεθειμένη να του συγχωρέσω το μικρό ολίσθημα του ρόλου του στο κομπάρσικο “Total Recall” με την ιερή τριάδα των κομπάρσων, Colin Farell, Jesicca Bieal, Keit Beckinsale.
Στο πλευρό του και ο νεαρός Aaron Paul δίνει μια συγκλονιστική ερμηνεία στον ρόλο του Jesse, σε βαθμό που ξεχνάς οτι είναι ένας ηθοποιός που υποδύεται τον ρόλο του.  Διόλου τυχαίο που και οι δυο τους έχουν κερδίσει τα Emma-κια τους, με τον Cranston να είναι υποψήφιος και για Χρυσή Σφαίρα.
Εκτός από τους δυο τους, όλο το υπόλοιπο υποστηρικτικό cast είναι από τα καλύτερα που έχεις δει, με τον Dean Norris στον ρόλο του DEA agent, την Anna Gunn ως αμέμπτου(;) ηθικής συζύγου και τον Giancarlo Esposito ως Gus Fring, να κερδίζουν τις εντυπώσεις.
Συμπέρασμα: Αν δεν την έχεις αρχίσει ακόμα, είναι ώρα σου.  Τόσο εθιστική, όσο και αυτό το καταραμένο, little blue thing που κατασκευάζουν.  Τσέκαρέ την.

Τι έμαθα από τη σειρά: Οτι ο Cranston με κουρούπα-μούσι είναι πολύ κακός, οτι πλέον θα βλέπω τα K.F.C με άλλο μάτι και οτι το ρητό ‘πολλοί τη δόξα εμίσησαν, το χρήμα ουδείς’ παίρνει εδώ, σάρκα και οστά.


No trivia

The Man From Nowhere: …has got nothing to lose

Alloha και πάλι και καλή εβδομάδα.  Λοιπόν σήμερα η ταινιούλα μας είναι αφιερωμένη σε όλα τα παιδιά που έδιναν φέτος Πανελλαδικές και την αγωνία τους που έχει χτυπήσει ταβάνι σήμερα, με αφορμή τη δημοσίευση των βάσεων.  Εγώ να πω μια μεγάλη, καλή τύχη σε όλους, και εύχομαι όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά, να καταφέρουν να πετύχουν τελικά τους στόχους τους!
Η ταινία που αποφάσισα να βάλω σήμερα, παίζει και αυτή στο κομμάτι του revenge, asian cinema, και αποτέλεσε στη συνείδησή μου, μια από τις καλύτερες (αν οχι η καλύτερη) ταινίες που αποφάσισα να δω το φετινό καλοκαίρι.  Όσοι δε την έχετε δει, πρόκειται για μια εντυπωσιακά φτιαγμένη περιπέτεια, οπού φυσικά δε της λείπουν και οι απαραίτητες, δραματικές πινελιές, όπως ακριβώς συμβαίνει σε κάθε τέτοια ταινία των φίλων μας των Ασιατών.  Για να ξεκινήσουμε λοιπόν.  “Τhe Man From Nowhere”.

O Cha Tae-sik (Bin Won) είναι ένας φιλήσυχος ιδιοκτήτης ενός ενεχυροδανειστηρίου, σε μια βρώμικη πολυκατοικία κάπου στη Seoul.  Το μοναδικό άτομο με το οποίο ανταλλάσσει μια κουβέντα, είναι ένα μικρό κοριτσάκι, η So-mi, η οποία αντιμετωπίζει ήδη πολλά προβλήματα στην ανήλικη ζωή της.  Η μητέρα της εργάζεται ως στρίπερ σε ένα τοπικό μπαρόκλαμπο, και για να περνάει ευχάριστα η ώρα, βαράει που και που και καμιά ένεση ηρωίνης, έτσι για να αλλάζει η διάθεση βρε αδελφέ.  Η μικρούλα So-mi αναγκάζεται να τριγυρνάει μέσα στη πόλη μόνη της και να κλέβει μικροπράγματα, μιας που η μητέρα της την έχει στη καλύτερη περίπτωση χεσμένη και γενικά κανείς δε φαίνεται να δίνει δεκάρα για το ξύπνιο παρόλα αυτά, πιτσιρίκι.
Μια μέρα η μητέρα της θα μπλέξει πολύ άσχημα, όταν κλέψει ένα δείγμα ηρωίνης το οποίο προόριζε η κορεατική μαφία για μερικούς εξέχοντες, Κινέζους αγοραστές.  Τότε όλη η Κόλαση θα ξεσπάσει πίσω της, αφού τα τσιράκια των μεγάλων αφεντικών, πρέπει να την εντοπίσουν, να πάρουν πίσω το εμπόρευμα και να την τιμωρήσουν σκληρά.
Όταν τελικά καταλήξουν να απαγάγουν την ίδια, αλλά και την κόρη της, θα συνειδητοποιήσουν οτι υπολόγιζαν χωρίς τον ξενοδόχο, μιας που ο Cha Tae-sik, με το αινιγματικό παρελθόν, θα ξεκινήσει έναν αγώνα ενάντια στον χρόνο, προκειμένου να σώσει τη So-mi.  Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, σύντομα θα βρεθεί και ο ίδιος προ απροόπτου, όταν πληροφορηθεί οτι οι μάγκες που κυνηγάει, εμπλέκονται εκτός από το εμπόριο ναρκωτικών, και σε εμπόριο διακίνησης οργάνων…

Η ταινία αποτελεί παραγωγή του 2010, και έχει σκηνοθετηθεί από τον Jeong-beom Lee, ο οποίος έχει κάνει μια ακόμη ταινία (το “Cruel Winter Blues” το 2006) και τίποτε άλλο.
Δε μπορώ να πω βέβαια οτι με εκπλήσει ιδιαίτερα το γεγονός οτι ένας ακόμη Κορεάτης σκηνοθέτης έχει κάνει μια τόσο καλή ταινία όσο αυτή που τσεκάρουμε σήμερα, με μοναδική προϋπηρεσία μια ακόμη.  Η αλήθεια είναι πάντως πως ακόμα και με την πρώτη του ταινία, ο Lee, κατάφερε να χωθεί βαθιά στο μυαλό των συμπατριωτών του, αλλά και των απανταχού ασιατόφιλων, κυρίως επειδή φάνηκε να δίνει μια νέα, πιο φρέσκια πνοή στις ήδη αξιοπρόσεκτες (και ως επί το πλείστον cult) δουλειές του Takeshi Kitano.
To “Cruel Winter Blues”, εμπεριέχει έναν γκανγκστερικό κόσμο, με εμφανέστατα στοιχεία διαλογισμού και φιλοσοφικών αναζητήσεων, πετυχαίνοντας να αναζωογονήσει τείνει τρόπο τις αντίστοιχου είδους ταινίες του Kitano, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από μια πιο ωμή και ρεαλιστική ματιά, πάνω στον κόσμο των κακών παιδιών της νύχτας.
Στο “The Man From Nowhere” δημιουργεί μια ακόμη φορά ένα εφιαλτικό (και όμως τόσο απροκάλυπτα πραγματικό) σύμπαν από αναλώσιμους ανθρώπους, ψυχωτικά αφεντικά και μοιραίους ήρωες, οι οποίοι τα παίζουν όλα για όλα.  Και όσο κι αν φαίνεται πως κάποιος δεν έχει τελικά τίποτα να χάσει, μη ξεγελιέστε.  Πάντα έχει.
Μπορεί λοιπόν ο Lee μέχρι και σήμερα να μην έχει σκηνοθετήσει κάποια νέα ταινία, παρόλα αυτά, αυτή η δική του ιστορία εκδίκησης, είναι σίγουρα μια από τις καλύτερες που έχετε/θα έχετε δει.  Μεστή, σκληρή και περίεργα ανθρώπινη, είναι μια ταινία για την απώλεια, τη μοναξιά, την αγάπη και την ύστατη θυσία η οποία δεν προέρχεται κατ’ ανάγκη από κάποιον φίλο ή συγγενή.  Είναι δυνατόν να προέρχεται και από κάποιον εντελώς άγνωστο.  Κάποιον που φαίνεται να έρχεται ‘από το πουθενά’.

Αν κάποιος αποφασίσει να δει τη ταινία, θα διαπιστώσει οτι ακολουθεί το κλασικό, εκδικητικό μονοπάτι, το οποίο έχουμε συνηθίσει στις σύγχρονες, South Korean ταινίες, γεγονός που μπορεί να κάνει ορισμένους να πουν οτι ‘ok η ταινία δε μου προσφέρει τίποτα καινούριο και συνεπώς είναι μια από τα ίδια’.  Ναι, μπορεί αυτό όντως να συμβαίνει, αλλά για μια ακόμη φορά μιλάμε για μια υπόθεση τόσο άρτια δομημένη και τόσο εξαιρετικά σκηνοθετημένη, που πραγματικά θα σας είναι δύσκολο να ξεκολλήσετε τα μάτια σας από πάνω της.
Έχω ξαναπεί και θα το λέω για όσο ακόμα χρειαστεί.  Είναι προτιμότερο να βλέπεις μια ταινία αυτής της φρέσκιας, κινηματογραφικής σχολής των Ασιατών, απ’οτι ένα Χολυγουντιανό καρμπονάκι, το οποίο τις περισσότερες φορές είναι και υπερβολικό, και βαρετό και τίγκα στην κακιασμένη τεστοστερόνη/αδρεναλίνη, σε βαθμό που καταντάει απλά γελοίο και ψεύτικο (δεν δέχομαι οτι ο Statham σκαρφαλώνει και γαζώνει, με τη καράφλα στεγνή και καθαρή.  Δε γίνεται ρε φίλε!).  Δε θέλω να κριτικάρω αυτού του είδους τις ταινίες, δε με αφορά κιόλας αυτή τη στιγμή να μπω σε μια τέτοια συζήτηση, μιας που ξέρω πως όλο και κάποιος θα βρεθεί να μου μιλήσει για το γαμάουα γερό-κάλος του Silvester Stalone, ή την απαράμιλλη γοητεία του always bad, Jean Claude van Damme.
Αν θέλετε να δείτε όμως κάτι που και τη δράση στα ύψη έχει, και αξιόλογες ερμηνείες, και τις δραματικές του εξάρσεις (όταν πρέπει βεβαίως, μιας που και οι περισσότερες ασιατικές ταινίες, δε στοχεύουν στο τσάμπα κλάμα) και μια υπόθεση κατά τα άλλα κλασική, αλλά πάντα καλή, ε τότε δείτε το “The Man From Nowhere” και αφήστε τα ψευτοπιστολίδια και τις ‘εκρήξεις ανά λεπτό’ για τις κάφρικες βραδιές, παρέα με τους κολλητούς.

Πρωταγωνιστής και αυτή τη φορά, είναι ο Bin Won, και λέω και αυτή τη φορά, γιατί μερικές εβδομάδες πριν είχα ανεβάσει στο blog και τη ταινία, “Mother”.  Για όσους δε θυμάστε ο Won, υποδύεται εκεί έναν διανοητικά προβληματικό νεαρό, ο οποίος κατηγορείται από την αστυνομία για τη δολοφονία μιας κοπέλας, δίνοντας μια πραγματικά, εντυπωσιακή ερμηνεία και πείθοντας απόλυτα στον ρόλο του.
Εδώ ο χαρακτήρας που υποδύεται, δε θα μπορούσε να είναι πιο κόντρα.  Λιγομίλητος, με δολοφονικά ένστικτα, σκούρο κοστουμάκι και βλέμμα κοφτερό σαν λεπίδι, δίνει μια ερμηνεία που ισορροπεί ανάμεσα στο δράμα και τη βίαιη περιπέτεια με μεγάλη ευκολία.  Χωρίς πολλές υπερβολές, αλλά με μια υπόθεση που υιοθετεί το μοτίβο του “good guy gone bad” και κάνει πιστευτή την εξέλιξή της, η ταινία πετυχαίνει να ξεχωρίσει μέσα στον συρφετό των ανεγκέφαλων περιπετειών του σωρού, που δεν έχουν τίποτα περισσότερο να προσφέρουν, πέρα από μερικούς γυμνούς κοιλιακούς (τουλάχιστον εδώ τους βλέπεις με άλλο μάτι), γυναικείες παρουσίες που περιορίζονται στο ρόλο της sexy γατούλας και τίποτε άλλο, και ένα αέναο πάρε δώσε από σφαίρες, που φυσικά ποτέ δε βρίσκουν τον στόχο τους (ο πρωταγωνιστής βγαίνει συνήθως αλώβητος, ακόμα και όταν καμιά ντουζίνα από αυτόματα, έχουν ξεράσει πάνω του εκατοντάδες σφαίρες).
Οχι εδώ.  Εδώ ο κεντρικός ήρωας και θα πονέσει, και θα χτυπηθεί, και θα βασανιστεί εξαιτίας των προσωπικών του επιλογών, και στη συνέχεια θα λυτρωθεί.  Με τον έναν, ή με τον άλλο τρόπο.

Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα ιδέα της ταινίας, να έχει να κάνει με τη σχέση που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στον πρωταγωνιστή και το κοριτσάκι.  Εξακολουθώντας να δρα ανελέητα για χάρη της μικρής και σε μια προσπάθεια να τη σώσει, ο ίδιος, δε περιορίζεται στον ρόλο του macho τύπου, που δε θέλει πάρε δώσε με κανέναν, παρά μόνο με τη μοναξιά του.  Ίσα ίσα που μέσα από την πορεία της ταινίας, μπορεί κανείς να εντοπίσει τα ψήγματα ενός ληθαργικού πατρικού ενστίκτου, τα οποία άθελά της ίσως, ξύπνησε η So-mi.
Η σχέση τους γίνεται προοδευτικά όλο και πιο στενή, όλο και πιο ισχυρή και μάλιστα με τον πιο απλό τρόπο και χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις.  Ένα…βαμμένο νύχι, μια αγκαλιά ή μια εξομολόγηση, αποτελούν τα πιο δυνατά χαρτιά που δένουν τους δυο χαρακτήρες, κάτω από το πρίσμα μιας ολοένα και πιο επικίνδυνης πραγματικότητας της νύχτας.
Ο Lee δε μασάει τα λόγια του, αλλά αντικατοπτρίζει πάνω στη κάμερά του τα σκοτεινά σοκάκια, την αμίλητη βία και την παράνοια του κόσμου, μέσα από ακραίους συνδυασμούς χρωμάτων (έντονες, σχεδόν φλουο πινελιές, έρχονται σε αντίθεση με το σκοτάδι της νύχτας), αλλά και τη δράση του ήρωα ως επί το πλείστον βράδυ.  Ακόμα και όταν η μέρα παίρνει τη σκυτάλη, ο Cha Tae-sik περιμένει τη δύση του ηλίου για να δράσει, σε μια εμφανέστατη ανάγκη να διατυπωθεί έτσι, και η ερεβώδης ψυχική του κατάσταση.
Όλο το ζοφερό αυτό κλίμα που επικρατεί, ενισχύεται ακόμη περισσότερο από τις μουσικές νότες (οι οποίες μοιάζουν πολύ μεταξύ τους, έτσι κι αλλιώς), εμπνευσμένες από κλασσικά κομμάτια, τα οποία ντύνουν ακόμα και τις πιο σοκαριστικές στιγμές της ταινίας.
Εν προκειμένω η εκδίκηση γίνεται μονόδρομος, ο θεατής τάσσεται από τη πρώτη στιγμή κατά του μαφιόζικου καρτέλ που σκοτώνει δίχως έλεος όποιον βρεθεί μπροστά του, και ο πρωταγωνιστής γίνεται κάτι σαν τον σκοτεινό άγγελο που φέρνει τη δικαιοσύνη.  Οχι όμως και χωρίς τίμημα.
Εντυπωσιακά απλά στη σύλληψή της, αλλά με μια εκτέλεση που προκαλεί δέος, το “The Man From Nowhere” είναι μια βραδυφλεγής ταινία που μπορεί να ξεκινάει ύπουλα μιουταρισμένη, καταλήγει όμως σε ένα φρενήρες κυνηγητό, για την επούλωση ενός παλιού τραύματος…Απλά εξαιρετική.

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι οι ντετέκτιβ είναι για ακόμη μια φορά τζιμάνια, οτι μια συγκεκριμένη σκηνή μου θύμισε πολύ “The Raid” και οτι ο ένας εκ των κακών, μοιάζει με creepy, ασιάτη, Michael Jackson.


No trivia

The Dark Knight Rises: An epic end to an epic trilogy

NEW ARRIVAL

Χαιρετώ, χαιρετώ όσους έχετε πια επιστρέψει από τις διακοπούλες σας, και σας εύχομαι έναν δημιουργικό και όμορφο χειμώνα!  Οχι δηλαδή οτι θα τον δούμε και σύντομα, αλλά πρέπει να πω και εγώ τα κλασικά καθέκαστα, κάθε φορά που επιστρέφουμε όλοι πίσω στα λαγούμια μας, για έναν ακόμη χρόνο.  Επανερχόμαστε λοιπόν και πάλι στις ποικίλες κριτικές αυτού του blog, και ξεκινάμε-θέλω να ελπίζω-φορτσάτοι για μια ακόμη χρονιά.  Αν δηλαδή υπήρχε και καμιά δουλειά around, δε ξέρω τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω.  Παρόλα αυτά, και επειδή πολλά και διάφορα είναι αυτά που έχουν κάνει (και θα κάνουν) τη διάθεσή μου να ταλαντεύεται επικίνδυνα τις επόμενες μέρες, παρακαλώ να δείξετε και κάποια κατανόηση αν κάτι μου ξεφύγει ή αν κάποιες φορές δε βγάζω νόημα.  Θα προσπαθήσω να αποφύγω το γράψιμο σε περίπτωση που η διάθεσή μου βρίσκεται κάπου στο υπόγειο και εμπάση περιπτώσει, όπως και να’ χει, λέω να διοχετεύσω τις ανάγκες μου εδώ.  So, μετά από αυτό τον σώψυχο πρόλογο, ας περάσουμε κατευθείαν στο ψητό, και φυσικά την πιο αναμενόμενη ταινία της χρονιάς.  “The Dark Knight Rises”…for the last time.

Οκτώ χρόνια έχουν περάσει από τη νύχτα που ο shiny, white Knight της Γκόθαμ, Harvey Dent, δολοφονήθηκε κατά τα λεγόμενα του Commissioner Gordon (Gary Oldman), από τον μασκοφόρο εκδικητή της πόλης, τον κ. Batman (Christian Bale).  Η απόφαση για την δημιουργία ενός τραγικού μύθου, πίσω από τις κατά τα άλλα, διεφθαρμένες, τελευταίες στιγμές του κατά κόσμον Two-Face, έχουν αφήσει την Γκόθαμ με ένα τσούρμο πολίτες που πίνουν νερό στο όνομα του αδικοχαμένου εισαγγελέα, έτοιμους να αρπάξουν δάδες και τσουγκράνες, σε περίπτωση που ο άνθρωπος-νυχτερίδα κάνει και πάλι την εμφάνισή του.
Από την άλλη μεριά ο δισεκατομμυριούχος-και soon to be not-Bruce Wayne, βρίσκεται αυτοεξορισμένος στη μεγαλοπρεπή του έπαυλη, θρηνώντας ακόμη τη χαμένη του αγάπη Rachel, έχοντας αφήσει στο έλεός τους τις διάσημες επιχειρήσεις του, και με μοναδική συντροφιά τον πιστό, γερο-Alfred (Michael Caine).
Όταν μια νέα απειλή κάνει την εμφάνισή της στην υπό καταστολή, σχεδόν ναρκωμένη κάτω από το στραφταλιζέ βαυκάλισμα ενός πεσόντος ήρωα, Γκόθαμ, ο Σκοτεινός της Ιππότης, θα εγερθεί για μια και τελευταία φορά, σε μια προσπάθεια να καταστρέψει ολοκληρωτικά το σκοτεινό παρελθόν που συνεχίζει να τον κυνηγά, μεταμφιεσμένο στον θηριώδη ‘απελευθερωτή’, Bane (Tom Hardy).
Στη προσπάθειά του ο Batman να γλυτώσει οτι έχει απομείνει από την πόλη, θα βρει στο πλευρό του συμμάχους, όπως τον νεαρό αστυνομικό Blake (Joseph Godron-Levvitt) και την ατίθαση κλέφτρα Selina (Anne Hathaway), η οποία αρέσκεται σε ατάκες τύπου Μαρία Αντουανέτα, αλλά στο ανάποδό της (τη φαντάζομαι να αρπάζει το παντεσπάνι από τους ευγενείς, και να το πετάει με ικανοποίηση στη πεινασμένη μάζα), αλλά και επίμονους εχθρούς οι οποίοι προέρχονται τόσο από τα βάθη των αναμνήσεών του, όσο και από το πιο δυνατό κροσέ που θα μπορούσε να υπομείνει: φυσικά αυτό του Χανιμπαλίζοντος Bane.

Η επισφράγιση του Νολανικού μύθου του Batman, αποτελούσε ίσως το πιο αναμενόμενο κλείσιμο ταινιακής ιστορίας εδώ και χρόνια.  Δε θα ήταν εξάλλου υπερβολή αν λέγαμε οτι οι απανταχού θαυμαστές του super ήρωα με τα χλιδάτα γκαντζετάκια, περίμεναν αυτή τη ταινία ήδη, από τη στιγμή που το “The Dark Knight” είχε βγει στις αίθουσες τέσσερα χρόνια πριν.
Η αλήθεια είναι οτι πολλοί ήταν αυτοί που αναρωτήθηκαν σχετικά με τον τρόπο που θα αποφάσιζε ο Nolan να κλείσει την επική τριλογία του, καθότι για αρκετό κόσμο (και για εμένα προσωπικά), το “The Dark Knight” ήταν απλά μια συγκλονιστική κορύφωση άνευ προηγουμένου, σε σχέση με το “Batman Begins” του 2005.  Από τη σκηνοθεσία και το soundtrack, μέχρι το σενάριο, το εξαίρετο cast και την ερμηνεία-κόλαφο του αδικοχαμένου Heath Ledger, στον ρόλο του ψυχάκια Joker, το “The Dark Knight” ήταν αναμφίβολα η καλύτερη super hero-ική ταινία που είχαμε δει ποτέ.
Το μόνο σίγουρο λοιπόν ήταν, πως ο ίδιος ο σκηνοθέτης είχε θέσει τον πήχη πολύ ψηλά, και για να ξεπεράσει την επιτυχία της δεύτερης ταινίας του, θα έπρεπε η τρίτη και τελευταία να είναι ακόμα καλύτερη.  Και εκεί είναι που την πατήσαμε όλοι μαζί.
Ο σκοπός του Nolan αυτή τη φορά δεν ήταν να δημιουργήσει έναν ακόμη instant, classic χαρακτήρα, όπως έγινε για παράδειγμα με τον Joker, ούτε να αντιγράψει την αυταπόδεικτη αξία της προηγούμενης ταινίας, ούτε και να δρέψει τις δάφνες κοινού και κριτικών, μέσα από μια εξίσου εντυπωσιακή προσπάθεια.  Κάθε άλλο.  Το “The Dark Knight Rises” αποτελεί το καλύτερο, το πιο εμπνευσμένο και το πιο ώριμο κλείσιμο που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, για μια τριλογία η οποία επαναπροσδιόρισε εκ νέου την ουσία ενός παρεξηγημένου μέχρι τότε, comic χαρακτήρα.  Και το έκανε με τρόπο που κανείς μέχρι σήμερα δεν είχε τολμήσει να κάνει: έφερε την υπόθεση, τους ήρωες και τα ηθικά διλήμματα, στο σήμερα.  Στη συνέχεια, τα πυροδότησε και τα άφησε να εκραγούν με τρόπο θαυμαστό και απρόσμενα αληθινό μπροστά στα μάτια μας.  Και αυτό φίλοι μου είναι η πραγματική σωτηρία του ήρωα που ακούει στο όνομα Batman.

Ακόμα και έτσι όμως, η αυστηρή (και σε πολλές περιπτώσεις βιτριολική) κριτική, δεν έλειψε.  Πολλά τα ειρωνικά ερωτήματα (τύπου, ‘μα καλά, γιατί κανείς δε πυροβολούσε απλά τον Batman στο κεφάλι για να πεθάνει;’.  Really??), μπόλικη η κατακραυγή και μεγάλη η-άνευ λόγου για εμένα-τσαντίλα, σχετικά με το γιατί ο Nolan έκανε μια ταινία κάτω των προσδοκιών, που δεν έμοιαζε επουδενί στην προηγούμενη και με υπόθεση τίγκα στις τρύπες.  Ε λοιπόν, όλα αυτά εγώ τα ακούω βερεσέ, γιατί αν θες να σου πω και την αλήθεια γρήγορα και απλά, θα σου πω μόνο ένα πράγμα: η ταινία τα σπάει.  Έτσι, για να μιλήσω και τη γλώσσα της νεολαίας.  Και γιατί το κάνει αυτό;  Έρχομαι και εξηγώ.
Καταρχάς ας ξεκαθαρίσουμε ένα μόνιμο πρόβλημα, το οποίο έχει να κάνει με τα sequels, τα prequels και τις συνέχειες μιας ταινίας.  Το γεγονός οτι μια χαλαρή σύγκριση θα είναι αναπόφευκτη, δεν είναι ούτε κακό, ούτε και περιοριστικό, γι’ αυτόν τουλάχιστον που κάνει τη σύγκριση.  Το να προσπαθείς όμως να τσεκάρεις καρέ-καρέ στη προκειμένη περίπτωση το “The Dark Knight” και να λες οτι το “ΤDKR” είναι κατώτερό του, δεν έχει καμία σημασία αφού άλλη η μια ταινία, άλλη η άλλη.  Ακόμα και τέσσερα χρόνια πριν, όταν η παγκόσμια, οικονομική κρίση βρισκόταν προ των πυλών και εμείς ακόμα στον κόσμο μας, απολαμβάναμε με δέος και σοκ τη σκηνή στην οποία ο Joker έκαιγε τα λεφτά της μαφίας.  Σήμερα κάτι τέτοιο δεν έχει απολύτως καμία θέση στη Γκόθαμ του Bane.  O κακός τύπος με το προβατέ παλτό, το φίμωτρο και την περιπαικτική, αλλοιωμένη φωνή, δεν έχει έρθει ούτε για να κλέψει, ούτε για να παραδειγματίσει μέσω της ψυχασθενικής του φύσης, ούτε και για να αποτελέσει το νέο είδωλο της πόλης.  Έχει έρθει για να καταστρέψει.  Απλά, λιτά και απέριττα.
Σφετεριζόμενος την ιδέα ενός απελευθερωτή Μεσσία, έχει καταφθάσει στη Γκόθαμ, με στόχο να την αφανίσει και να ολοκληρώσει έτσι ένα σχέδιο που είχε ήδη αρχίσει (χωρίς τη δική του παρουσία), από τη πρώτη ταινία της τριλογίας.  Εν προκειμένω είναι ο χειρότερος εχθρός.  Καρπώμενος την ελπίδα, την ψυχολογία της μάζας και την ανάγκη των κατοίκων για έναν καινούριο ‘Ιππότη’, ο Bane γίνεται ακριβώς αυτό: κάποιος που θα καταφέρει να τους βγάλει μέσα από τον κυκεώνα των κοινωνικοπολιτικών ανισοτήτων, της καταπάτησης των δικαιωμάτων τους, την χλιδάτης ζωής που ζουν εις βάρος τους οι μεγαλοαστοί της πόλης και τελικά, αυτός που θα φέρει και πάλι την ισορροπία στη κοινωνική ζυγαριά του κόσμου.  Νομίζει κανείς πως η εισβολή του Bane στο Χρηματιστήριο είναι τυχαία;  Φυσικά και οχι.  Είναι ο ίδιος ο Nolan και η παρέα του, που αποφασίζουν να παρουσιάσουν τα σημεία των καιρών μας, μέσα στην ιστορία ενός φανταστικού ήρωα και να τον καταστήσουν πιο σύγχρονο από ποτέ.

Η οικονομική δυσχέρεια και η αγανάκτηση της μάζας, παρουσιάζονται με τρόπο γλαφυρό μέσα στη ταινία, με έναν τρόπο που καταδικάζει τους πλούσιους και ανεβάζει στην ιεραρχία έναν τύπο έτοιμο να της δώσει αυτό για το οποίο γενιές και γενιές ανθρώπων έχουν αγωνιστεί κατά τη διάρκεια της Ιστορίας: την δυνατότητα να πάρουν τον έλεγχο της πόλης, στα δικά τους χέρια.  Ακόμα και οι σκηνές του υποτιπώδους δικαστηρίου που έχει δημιουργηθεί, είναι αρκούντως ενοχλητικές καθώς με τις εναλλακτικές του ‘θανάτου’ ή της ‘εξορίας’, αποφασίζεται η τύχη επιφανών ή και οχι προσώπων της Γκόθαμ.  Η αναρχία κυριαρχεί.  Κατ’ επέκταση γίνεται μάλλον εμφανές οτι το “The Dark Knight Rises” είναι ο μύθος ενός ήρωα των παιδικών μας χρόνων, ιδωμένου όμως μέσα από ένα ζοφερό παρόν, γεμάτο ανησυχία και φόβο για το αύριο.  Γεμάτο από ανθρώπους που είναι έτοιμοι να αλληλοσπαραχθούν ακόμα στο όνομα της πιο εκφοβιστικής τακτικής, αυτής που θα καταφέρει να τους δώσει την εξουσία στα χέρια.  Τι κι αν αυτή εξουσία έρθει μέσα από αίμα και θάνατο;  Σάμπως και όλες οι επαναστάσεις δεν στηρίζονται ακριβώς πάνω σε αυτά;  Η μοναδική διαφορά έγκειται στο εξής: οι πολίτες της Γκόθαμ έχουν εξαπατηθεί.  Και η πόλη αυτή θα εξακολουθήσει να στέκει τρομερή, διεφθαρμένη και κακότυχη, μέσα στο αιώνιο σύμπαν των πιο χαρακτηριστικών δυστοπιών.
Εκτός λοιπόν από την εικόνα ενός σύγχρονα, παραπαίοντος συστήματος, το οποίο εύστοχα παρουσιάζει η ταινία, το απόλυτο χάος ετοιμάζεται να έρθει και μέσα από μια ακόμη ανθρώπινη καινοτομία, από αυτές που στα λάθος χέρια αποτελούν τα καλύτερα όπλα: έναν αντιδραστήρα.
Και πάλι εγείρεται ένα θέμα μεγάλης συζήτησης καθώς, αφενός στα χέρια ενός ειδικού μπορεί να αποτελέσει μια εξαίσια, εναλλακτική πηγή ενέργειας, αφετέρου σε αυτά ενός θηρίου έτοιμου να σπείρει την καταστροφή (ναι τον Bane λέω), αποτελεί σίγουρα το τζακποτ του ολέθρου.
Nevertheless, για ακόμη μια φορά ο Nolan φροντίζει να μη θυσιάσει το ηθικό του δίδαγμα για χάρη της διασκέδασης (και τούμπαλιν), και καταφέρνει να δημιουργήσει για τελευταία φορά, μια δυνατή περιπέτεια στην οποία-άκουσον άκουσον-υπάρχει χώρος και για σκέψη και για δράση και για μπλοκμπαστερική φαντασμαγορία.  Και το βγάζει τόσο αβίαστα ο άτιμος!

Και επειδή μας έχει πλέον καλοσυνηθίσει, μας πλασάρει και πάλι την IMAX τεχνολογία (που πολύ αμφιβάλω αν είχε ουδεμία σχέση με αυτό που είδα στα ODEON Starcity, αλλά whatever), εντυπωσιακή σκηνοθεσία για ακόμη μια φορά, δράση με το μέτρο και χωρίς να καταφεύγει σε υπερβολές (δεν τις έχει και ανάγκη άλλωστε), στρωτή υπόθεση, soundtrack από τον συνήθη ύποπτο Hans Zimmer και ένα ανακυκλώσιμο cast (Levvitt, Cotillard, Caine, Murphy, Hardy) που είναι και πάλι σφιχτοδεμένο και πιάνει εύκολα τις προσδοκίες μας.
Στα υπόλοιπα, την έκπληξη έκανε σίγουρα η Hathaway στον ρόλο της Catwoman (έναν προσδιορισμό που όμως δεν τον ακούμε ποτέ, καθώς ακόμα και στις εφημερίδες αναφέρεται ως “Τha Cat”).  Δυναμική, γοητευτική και με τσαχπινιά ατίθασου θηλυκού στην οποία δε μας είχε συνηθίσει, κερδίζει εύκολα τις εντυπώσεις και βγάζει νοκ-άουτ τους αντιπάλους της, χάρη στα θανατηφόρα τακούνια, την τσίτα κολλητή στολή και τα κατακόκκινα χείλη.  Meow…
Στον αντίποδα βρίσκουμε για ακόμη μια φορά τον Christian Bale, ο οποίος μένει ‘πίσω’ και αφήνει τους κακούς να αναδειχθούν.  Αρκείται στην εκφοβιστική του φωνή, τα πάρε δώσε με τις αιθέριες υπάρξεις της ταινίας και στο διαρκές γρονθοκόπημα, ενώ κάνει και τη φιγούρα του με το νέο, ιπτάμενο thing του.  Κλασικός, αγαπημένος και μετρημένος ο Bale.  Αντιθέτως ο Hardy και τα επιπλέον 15 κιλά του, γεμίζουν την οθόνη με μυς, πιθανή μπυροκοιλιά και λοιπά τρομερά μούσκουλα, δημιουργώντας έναν χαρακτήρα καθόλα απειλητικό, αλλά και τόσο περίεργα γοητευτικό.  Ένα πλάσμα που έχει μεγαλώσει πραγματικά, μέσα στην ίδια τη Κόλαση επί της Γης.  Σίγουρα μια ακόμη εκπληκτική μεταμόρφωση από τον Hardy που κινείται πλέον στα βήματα των μεταμορφώσεων του Bale.  Εξαιρετικά εκφραστικός, ακόμα και αν το πρόσωπό του αυτό καθεαυτό, το βλέπουμε μόνο για ελάχιστα δευτερόλεπτα στην-σχεδόν-τρίωρη διάρκεια της ταινίας.
Αν θα έπρεπε παρόλα αυτά να βρω κάτι που με ξένισε, αυτό θα ήταν 1) η περιορισμένη κάπως χρήση της Cotillard και 2) η χημεία Hathaway-Bale η οποία γκρεμίστηκε στα μάτια μου, από τη στιγμή που εκείνη του απευθύνθηκε ως ‘Μr. Wayne’.  Ήταν σα να βλέπω την American Beauty, Mena Suvari, να απευθύνεται στον mr. Burnham-Kevin Spacey.  Και αυτό μου έκανε πολύ weird.

Αν εξαιρέσει τελικά κανείς μερικές ανεπαίσθητες ενοχλήσεις, το “The Dark Knight Rises” είναι το ιδανικό κλείσιμο, σε μια ιδανικά καμωμένη ιστορία σούπερ ήρωα για μεγάλα παιδιά.  Ιδιαίτερη λεπτομέρεια το γεγονός οτι ο Nolan έμεινε πιστός σε μερικές extra, κομικίστικες στιγμές που θα συζητηθούν και μερικές ακόμα ανατροπές που θα σας αφήσουν άφωνους.
Σκοτεινό και μεγαλοπρεπές, το τέλος του Batman, είναι αυτό ακριβώς που του άρμοζε: ένας επίλογος ωμής ρεαλιστικότητας και άναρχης δόμησης, μέσα από τον οποίο όμως η ελπίδα αρχίζει να διαφαίνεται κάπου στου βάθος και η σωτηρία του Γκόθαμ δε φαντάζει πια τόσο μακρινή.  Βλέπετε η πόλη, πάντα θα έχει τη βοήθεια ‘κάποιου’ όταν τη ζητήσει….

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι ο Matthew Modine ζει και βασιλεύει, οτι οι γκρίζοι κρόταφοι ανήκουν δικαιωματικά στον Clooney, και οτι με τα 20άποντα της Catwoman είναι απλά φύση αδύνατο να τρέξεις.  Ας το παραδεχτούμε τουλάχιστον μεταξύ μας ; )


TRIVIA

  • Ο Νolan χρησιμοποιεί έντονα το μοτίβο της μάσκας μέσω της ταινίας.  Οι Batman, Bane και Catwoman, όλοι φορούν μάσκες.  Ο Bruce Wayne έχει μια συλλογή από μάσκες αφρικανικών φυλών στο δωμάτιο όπου αυτός και ο Διευθυντής Blake έρχουν την πρώτη τους ομιλία μέσα στο αρχοντικό, ενώ και η Miranda Tate (Cotillard) διοργανώνει ένα πάρτι μασκέ.
  • Όταν o Bane σχίζει τη φωτογραφία του Dent Harvey στη μέση, το κάνει τόσο κάθετα στο  πρόσωπο του Harvey, μια ξεκάθαρη αναφορά στη μετάβαση του σε Two-face.
  • Από σεβασμό στον Heath Ledger, το όνομα Joker, δεν αναφέρεται καθόλου στη ταινία.
  • O Hardy δέχθηκε τον ρόλο του Bane, χωρίς να τον διαβάσει.  Όταν του είπαν οτι θα έχει τη δυνατότητα να εκτελέσει ποικίλα stunts, και πρόσβαση σε εξοπλισμό που θα μπορεί να εκπαιδεύεται, δεν χωρούσε συζήτηση το πράγμα.
  •  O Nolan υποστήριξε πως αυτή η ταινία έχει να κάνει με τον Πόνο, το Batman Begins με τον Φόβο, και το Τhe Dark Knight με το Χάος.
(ΠΗΓΗ IMDB) 
 
 

The Raid: Redemption: The action movie of the year

NEW ARRIVAL (από 2 Αυγούστου στους κινηματογράφους)

Γεια σας και πάλι!  Έπειτα από κοντά μια εβδομάδα απουσίας, είπα να βάλω μια ακόμη ταινιούλα, και να με συγχωρέστε για την μικρότερη παρουσία μου στα κινηματογραφικά αυτόν τον καιρό, αλλά όπως είπα κάνω διακοπούλες στην Αθήνα, οπότε πρέπει να συνδυάζω και τα δυο μαζί.  Η αλήθεια είναι βέβαια πως η ταινία την οποία είδα δυο μέρες πριν, στον θερινό κινηματογράφο Λαϊς, της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, με έκανε να μη κρατιέμαι να την ανεβάσω στο blog, και να την στέψω ως ΤΗΝ καλύτερη ταινία δράσης της χρονιάς και πιθανότατα και των τελευταίων ετών.  Το “The Raid: Redemption” είναι μια τέρμα τα γκάζια τεστοστερονάτη περιπέτεια, με χορογραφημένες, ξυλίκικες σεκάνς που κρατούν αρκετά λεπτά, μπόλικη βία και αντρικό αίμα να πετάγεται από τις πιο απίθανες, ανθρώπινες τρύπες.  Ενημερώνω από τώρα.  Δεν είναι μια ταινία ούτε για ξενέρωτους, ούτε για όσους το παίζουν ‘βαριά κουλτούρα’, ούτε για κυράτσες ντυμένες λες και πάνε να απολαύσουν καμιά αποστειρωμένη οπερέτα (ήταν τουλάχιστον τρεις τύπισσες στο cinema, οπού έπειτα από μερικά λεπτά προβολής, σηκώθηκαν απηυδισμένες και αποχώρησαν.  Που μας μωρή ξυπόλυτη στα αγκάθια;  Δε διαβάζεις τι θα πας να δεις, πριν το δεις, ή το ‘ελεύθερη είσοδος’ σου θόλωσε το μυαλό;).  So όσοι δεν ανήκετε στις παραπάνω κατηγορίες, λίγη υπομονή θα κάνετε μέχρι τις 2 Αυγούστου, όταν και θα κυκλοφορήσει.  Για όσους δε μπορούν να περιμένουν, υπάρχει και στο Youtube (και οχι μόνο) ολόκληρη παρακαλώ, αλλά χωρίς υπότιτλους.  Ξεκινάμε…

Σε μια φτωχογειτονιά της Jakarta στην Ινδονησία, ένα 30όροφο κτίριο αποτελεί εδώ και καιρό το εγκληματικό άβατο ενός βαρώνου των ναρκωτικών, του Tama και των πιστών του ‘σκυλιών’ που απαρτίζονται από κάθε λογής παρανοϊκούς δολοφόνους, κλέφτες, έμπορους και χρήστες ναρκωτικών, καθώς και άλλων ακόμη κοινωνικών σκουπιδιών που ο Tama χρησιμοποιεί για την δική του προστασία, αλλά και αυτή των διαφόρων βρωμοδουλειών του.
Παρά το γεγονός οτι το κτίριο στέκει απειλητικό και βρώμικο μες τη μέση της πόλης, κανείς δε φαίνεται να έχει τολμήσει την πολυπόθητη, αστυνομική έφοδο, μιας που οι τριάντα όροφοί του, τίγκα στους εγκληματίες, δεν προϊδεάζει για καμία αίσια έκβαση.  Όλα αυτά δηλαδή μέχρι τη στιγμή που μια ομάδα SWAT αποτελούμενη από 18 άτομα, αποφασίσει να εισβάλει τελικά σε αυτό το κολασμένο άβατο, προκειμένου να το καθαρίσει μια και καλή από τα ανθρώπινα αποβράσματα που το κατοικούν.  Ανάμεσα στους νεοφερμένους επίλεκτους (παιδάκια χωρίς την παραμικρή εκπαίδευση για τέτοιες περιπτώσεις) βρίσκεται και ο Rama (Iko Uwais) ένας νεαρός ο οποίος άφησε την έγκυο γυναίκα του στο σπίτι, και πήρε μέρος στην αποστολή πιστεύοντας στο υψηλό αίσθημα επαγγελματικότητας και τυπικότητας, το οποίο θα έπρεπε να διακρίνει τον καθέναν από αυτούς.  Αλλά δε τους διακρίνει.  Όταν γίνει αντιληπτό από τους υπόλοιπους οτι η αποστολή αυτή αποτελεί στην ουσία, αποστολή αυτοκτονίας (καθότι ο γκριζομάλλης αρχηγός δεν ενδιαφέρθηκε να ενημερώσει κανέναν άλλον σχετικά με το που θα πάνε και τι θα κάνουν), τότε τα πράγματα θα γίνουν επικίνδυνα στριμόκωλα.  Σε βαθμό που μια ομάδα από ανεκπαίδευτα τρυφερούδια να μοιάζει πανεύκολη λεία για τους φουλαρισμένους σε μασετιάριδες/αυτοματιάριδες/τρελιάριδες ορόφους του τρισκατάρατου οικοδομήματος.  Και πάνω που λες οτι το παιχνίδι έχει χαθεί, σκάει μύτη ο Rama και φέρνει τα πράγματα στα ίσια.  The game has just began.

Καταρχάς το γεγονός και μόνο οτι μιλάμε για μια ινδονησιακή παραγωγή, σκηνοθετημένη από έναν Ουαλό, αποτελεί από μόνο του ένα στοιχείο το οποίο αν μη τι άλλο θα έπρεπε να προκαλεί εντύπωση και ενδιαφέρον σε καθέναν από εμάς που του αρέσει γενικώς και αορίστως να τολμά στις κινηματογραφικές του επιλογές.
Ακόμα πιο εντυπωσιακό μάλιστα είναι και το γεγονός οτι η συγκεκριμένη ταινία γυρίστηκε με ένα budget μόλις $1.100.000 εκατομμυρίων, αποδεικνύοντας για πολλοστή φορά οτι οι καλές ταινίες μπορούν να γίνουν και με τα λίγα λεφτά.
Σε κάτι τέτοιο φάνηκε τουλάχιστον πως πίστεψε και ο σκηνοθέτης Gareth Evans, τον οποίο ομολογώ πως ούτε καν τον είχα ακουστά, αλλά τον έμαθα μια και καλή την περίοδο του φεστιβάλ του Sundance, όταν και τσέκαρα για πρώτη φορά το trailer του film και κατάλαβα πως πρόκειται για ένα martial art-ιστικό αριστούργημα.
O Evans μέχρι και πριν από το “Τhe Raid” είχε γυρίσει δυο ακόμα ταινιάκια που κυμαίνονταν σε παρόμοια σεναριακά και σκηνοθετικά μονοπάτια, αν και σίγουρα δεν έφταναν το ‘μεγαλείο’ της νέας του προσπάθειας.
Στο “Footsteps” (2006) ο Evans σκηνοθετεί μια ιστορία για έναν μυστήριο τύπο που αρέσκεται να κινηματογραφεί ξυλοδαρμούς, δολοφονίες και βιασμούς, κάτι που παραπέμπει ξεδιάντροπα στην ίδια την ουσία τους σκηνοθέτη ως επάγγελμα, ενώ στο “Merentau” (2009) -το οποίο σύμφωνα με τον σκηνοθέτη αποτελεί πλέον ένα άτυπο prequel του “The Raid”-αναλαμβάνει να μας καταστήσει για πρώτη φορά γνωστό τον Iko Uwais ο οποίος πριν γίνει ηθοποιός ήταν οδηγός φορτηγών(!).
Αν και η ταινία είχε ξεκινήσει αρχικά με στόχο μια γκανγκστερικής φύσεως υπόθεση που εκτυλίσσεται στη φυλακή με τίτλο “Berandal”, εντούτοις η έλλειψη οικονομικών πόρων οδήγησε τον Evans και τους συνεργάτες του σε ένα μικρότερο και λιγότερο φιλόδοξο project, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του “The Raid”.  Και επειδή ακριβώς οι αντιδράσεις κοινού και κριτικών ήταν στο μεγαλύτερο ποσοστό θετικές, αλλά και τα χρήματα που απέφερε αρκετά, ο Evans αποφάσισε τελικά να κλείσει την υποτιθέμενη τριλογία του με την αρχική του ταινιακή σύλληψη, “Berandal” η οποία αναμένεται να κυκλοφορήσει στις αρχές του 2013 και να συνεχίσει φυσικά την ‘κληρονομιά’ του “The Raid” με πρωταγωνιστή και πάλι τον νευρώδη Uwais στον ρόλο του Rama.

Αν πάτε να δείτε την ταινία με την πεποίθηση οτι πρόκειται να δείτε κάτι ολότελα πρωτότυπο, τότε κάνετε λάθος.  Η υπόθεσή του είναι μια κλασική, αφηγηματική ιστορία από αυτές που έχουμε φάει με το κουτάλι της σούπας από το Hollywood και οχι μόνο, και αν θα έπρεπε να την τοποθετήσουμε σε κάποιο καλούπι μάλλον θα λέγαμε οτι ανήκει στο action crime είδος.  Μια ομάδα επίλεκτων εισβάλει σε ένα κτίριο και τα κάνει όλα ρημαδιό προκειμένου να το ξεσκαρτάρει από όλα τα κακοποιά στοιχειά.  Ωραία, θα μου πείτε.  Και γιατί στο καλό να δώσουμε λεφτά για να πάμε να δούμε κάτι που το έχουμε δει αμέτρητες ακόμα φορές;  Εδώ έγκειται και η γοητεία του “The Raid”.  Κοιτάξτε πέρα από το σενάριο, εκεί που την παράσταση κλέβει η σκηνοθεσία, οι άρτια χορογραφιμένες σκηνές, τα γρονθοκοπήματα, οι κλωτσιές και τα αυτόματα που δε σταματούν λεπτό να ξεχύνουν καυτές σφαίρες και θάνατο.  Και κάπου εκεί θα καταλάβετε οτι δε μιλάμε για την κλασική περιπέτεια με τις υπερψευτιές, τις δυνατές εκρήξεις και τους πρωταγωνιστές που βγαίνουν αλώβητοι και σε φάση ‘πάλι γ*μησα ο π*στης’ (censored).  Κάπου εκεί θα καταλάβετε πως λειτουργεί μια φονική, ανθρώπινη μηχανή χρησιμοποιώντας με τον καλύτερο τρόπο τα πιο δολοφονικά της όπλα: το μυαλό και τη δύναμη του σώματος.
Οι πολεμικές τέχνες και συγκεκριμένα το silat (ένας συνδυασμός πολεμικών τεχνών από αυτές που διδάσκονται στα βάθη της Ασίας), είναι αυτές που αποτελούν τους αδιαφιλονίκητους πρωταγωνιστές της ταινίας, καθώς στο μεγαλύτερο μέρος της και αθροιστικά όσον αφορά τη διάρκειά της, όλοι οι ήρωες έρχονται στα χέρια και γίνεται το μακελειό του αιώνα.  Είναι κάτι το υπέροχο να το βλέπεις, καθώς πέρα από την αυταπόδεικτη βία και βαναυσότητά του, είναι σαν να παρακολουθείς ένα άψογα εκτελεσμένο, brutal μπαλέτο μόνο από άντρες.
Ο Evans έχει μιουτάρει εύστοχα τα πολλά λόγια και έχει φέρει στο προσκήνιο την δράση, τη πράξη, τις σπασμωδικές κινήσεις, την μυρωδιά του ιδρώτα και την αγριάδα αυτών των μικροκαμωμένων, μαυροτσούκαλων ανθρώπων που σε κάνουν σκόνη πριν ακόμη προλάβεις να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου.  Και είναι τόσο full στην αδρεναλίνη όλο αυτό το οπτικοακουστικό υπερθέαμα που το παραδέχομαι ακόμα και εγώ που είμαι γυναίκα.  Και που σε όλη τη διάρκεια της ταινίας δε μπόρεσα να ξεκολλήσω να μάτια μου από την οθόνη.

Οι σεκάνς των ξυλοδαρμών και των εκτελέσεων είναι σίγουρα από τα καλύτερα πράγματα που έχω δει σε περιπέτεια εδώ και πολύ πολύ καιρό, μιας που ο Evans δε βιάζεται, αλλά τους δίνει όλο τον απαραίτητο χρόνο προκειμένου να ξετυλιχθούν και σε πραγματικό χρόνο να αναρωτηθείς πόσο ακόμα θέλει για κάποιος για να πεθάνει.  Οι ήχοι από τα χτυπήματα και τους πυροβολισμούς που πέφτουν βροχή θα σε κάνουν να ζαρώσεις επίπονα τη μύτη σου και να αναφωνήσεις παρέα με τους υπόλοιπους μέσα στην αίθουσα ‘ω ρε φίλε!’, ‘πωπωωω, ή πωωωω (αναλόγως)’, ‘σσσσσσσ αυτό πόνεσε’ και όλα τα σχετικά, οδηγώντας σε τελικά σε μια αναπόφευκτη και αβίαστη λύτρωση έπειτα από τη  απόλυτη ταύτισή σου με τον truly bad ass πρωταγωνιστή.
Εκτός όμως από τα του ξύλου το οποίο πέφτει άφθονο και αυθεντικά ευφάνταστο σε πολλές (πάρα πολλές) οδυνηρές στιγμές, η σκηνοθεσία του Evans κάνει πολύ καλά τη δουλειά της και επιτέλους βλέπουμε και τη σωστή χρήση του slow motion.  Αγαπητοί σκηνοθέτες, δε χρειάζεται κάθε λίγο και λιγάκι να χρησιμοποιούμε το slow motion σαν πανάκεια σε κάθε άκυρη στιγμή την οποία θέλουμε οπτικά να ενισχύσουμε.  Επιλέξτε μια σκηνή που έχει πραγματικά σημασία, δώστε της το slow motion που τις αξίζει και συγχαρητήρια, είστε ένα βήμα πιο κοντά στη προσωπική, καλλιτεχνική σας ανέλιξη.  Επειδή όμως ο Evans φαίνεται οτι είναι από αυτούς που το κάνουν έτσι κι αλλιώς σωστά, θα απολαύστε δυο-τρεις στιγμές επιτυχημένης χρήσης της συγκεκριμένης τεχνικής, οι οποίες θα προσδώσουν στο feeling της ταινίας ακόμα μεγαλύτερη απόλαυση.
Όσον αφορά το σκηνικό, η επιλογή του χώρου αποτέλεσε μια έξυπνη ιδέα για τη δημιουργία του κλειστοφοβικού αισθήματος που προκύπτει από το σαπιοκτίριο (αρκετοί χώροι κατασκευάστηκαν μιας που δεν υπήρχε δυνατότητα εύρεσης ενός χώρου αυτούσια ικανού, για αυτό που είχε στο μυαλό του ο σκηνοθέτης) το οποίο εντείνει ακόμα περισσότερο το σασπένς που έτσι κι αλλιώς βρίθει στο συγκεκριμένο εργάκι.
Οι κλειστές πόρτες, οι ημιφωτισμένοι διάδρομοι και η διαδραστικότητα με τα αντικείμενα του χώρου, αποτελούν μόνο μερικά από τα στοιχεία που διαμορφώνουν το χειρότερο battlefield που έχετε δει τελευταία, και που σε συνεργασία με την χρονικά καθυστερούμενη εξέλιξη των πραγμάτων (χάρη στα αγχώδη πλάνα του Evans) προσδίδουν μια extra δόση τεστροστερονάτης φινέτσας.

Εκτός από όλα τα καλά που έχει, έχει και κάτι ακόμα: ένα απόλυτα cool ΟST, δημιούργημα του Mike Shinoda των Likin Park και του Joseph Trapanese, γνωστός για πολλές κινηματογραφικές μουσικές.  Οι μελωδίες που έχει γράψει ο τύπος αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι κάθε σκηνής η οποία περιλαμβάνει σωματική δράση, και είναι τόσο εύστοχο, δυναμικό και ταιριαστό, ώστε φαντάζεσαι πως αν απλά έβλεπες τις σκηνές χωρίς τη μουσική υπόκρουση κάπου θα έχαναν και τούμπαλιν.
Το “The Raid: Redemption” είναι μια ταινία για όλους, αρκεί να ξέρεις τι πας να δεις.  Έχει ένταση, δύναμη, άγρια ομορφιά, πολύ καλές ερμηνείες, εκατοντάδες κομπάρσους, bad ass OST, τρελή σκηνοθεσία (αρκεί να σκεφτείτε οτι η κάμερα ακολουθεί κατά πόδας κάθε φρενήρη μονομαχία) και άρτια εκτέλεση.  Αν θες να δεις μια ταινία που να κάνει το μυαλό σου να εκραγεί, κάνε λίγη υπομονή μέχρι τις 2 Αυγούστου και δε θα χάσεις.  Απλά δες την και ετοιμάσου για πολεμικές ιαχές.  Και από τους ήρωες, αλλά και από εσένα.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι άνετα θα μπορούσα να τη φανταστώ ως ένα mini tribute στο “Oldboy”, καθώς οι σκηνές με το ξύλο στον διάδρομο σου φέρνουν στο μυαλό κατευθείαν τη ταινία του Chan-woo Park, οτι υπάρχει και πιο επίπονος θάνατος από το να επιχειρήσουν να σε πετάξουν από τον χ όροφο, στο ισόγειο και ότι η φράση ‘μαύρο σκυλί’ αποκτά νέο νόημα.

No trivia

Πάρτε και το πωρωτικό OST και έχετε το νου σας στην κυκλοφορία.  Adios.