The Hunt (a.k.a Jagten): The seed of hate is planted…

NEW ARRIVAL (από 8 Νοεμβρίου στις αίθουσες)

Γεια σας, γεια σας και πάλι.  Το menu σήμερα έχει μια ταινία που μας έρχεται από το πάλαι ποτέ παιδί του Δόγματος 95, Thomas Vinterberg.  Το “The Hunt” είναι ένα σκληρό και ωμό δράμα, όπως αυτό εκτυλίσεται σε μια ήσυχη πόλη της Δανίας και σίγουρα αποτελεί τη μια εκ των δυο καλύτερων ταινιών που μπορείς να παρακολουθήσεις αυτή την εβδομάδα.  Η δεύτερη είναι το “Seven Psychopaths”, μια θεόμουρλη κωμωδία, με ένα cast διαλεχτό και τρομερό (βλ. Woody Harrelson, Sam Rockwell, Christopher Walken, Tom Waits κ.α).  Για τους Ψυχοπαθείς, θα μιλήσουμε από Παρασκευή και μετά, μιας που τώρα είναι ώρα για “Το Κυνήγι”.  Και τι κυνήγι…

Ο Lucas (Mads Mikkelsen) είναι ένας φιλήσυχος άνδρας, που ζει μόνος του, σε μια μικρή πόλη, κάπου στη Δανία.  Εκεί, όλοι είναι γνωστοί και φίλοι μεταξύ τους.  Οι σύζυγοι μαζεύονται για ανδροκρατούμενες νύχτες, παρέα με μπύρες, τραγούδια και κυνήγι ελαφιού στο δάσος, ενώ οι γυναίκες πλάθουν κουλουράκια, μαγειρεύουν, φροντίζουν τα παιδιά, και προσδίδουν στο σπιτικό, ζεστασιά και θαλπωρή.  Εν ολίγοις όλα είναι υπέροχα, και η ζωή κυλάει όμορφα σε αυτή την παρεϊστικη κοινότητα.  Όλα αυτά, μέχρι τη στιγμή, που ένα παιδικό ψέμα, θα μετατρέψει τους κατοίκους, σε σαρκοβόρα θηρία, έτοιμα να ξεσκίσουν τον άτυχο Lucas.  Ο λόγος;  Ο Lucas εργάζεται ως παιδαγωγός στον τοπικό, παιδικό σταθμό, αποτελώντας μάλιστα τον δάσκαλο που όλα τα πιτσιρίκια λατρεύουν να παίζουν μαζί του.  Όταν μια μέρα η 5χρονη κόρη του καλύτερού του φίλου, υπονοήσει εμμέσως πλην σαφώς οτι ο Lucas “ασέλγησε” εις βάρος της, τότε ο ήρωας θα ζήσει την πραγματική Κόλαση επί Γης.  Την στιγμή που όλα έδειχναν να έχουν πάρει τον δρόμο τους γι’ αυτόν (ο γιος του θα ερχόταν να μείνει μαζί του, ενώ είχε ξεκινήσει και μια σχέση με την Nadja, την καθαρίστρια του παιδικού σταθμού), τα πάντα θα γκρεμιστούν μπροστά σε αυτό το τρομερό μυστικό που θα αποκαλυφθεί.  Και οχι, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία οτι ο Lucas έκανε κάτι τόσο ακατονόμαστο.  Ο πέλεκυς της εκδίκησης, θα πέσει βαρύς πάνω του, έτσι κι αλλιώς.  Ακόμα και αν εμείς ως θεατές, γνωρίζουμε την πάσα αλήθεια…

Έπειτα από μερικές, σκηνοθετικές αναποδιές (αλήθεια, ξέρατε οτι ο Vinterberg έχει κάνει ταινία που λέγεται “It’s All About Love”, με πρωταγωνιστές τους Joaquin Phoenix, Claire Danes και Sean Penn?), και μια προσπάθεια στροφής προς την κωμική του φύση-που μάλλον δε του βγήκε- ο Δανός σκηνοθέτης, Thomas Vinterberg, ο οποίος ταρακούνησε επισήμως για πρώτη φορά, τα κινηματογραφικά νερά με τη ταινία του “The Celebration” το μακρινό 1998, επιστρέφει και πάλι σε αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα: το δράμα.
Η βασική διαφορά βέβαια του Vinterberg με πολλούς πολλούς ακόμη, σύγχρονους σκηνοθέτες, είναι οτι επιλέγει μια δραματική υπόθεση, οχι τόσο όσον αφορά το περιεχόμενό της, αλλά όσον αφορά την εξυπηρέτηση και την ύπαρξη μια ιστορίας, ενός δράματος δηλαδή.  Αυτό που στην ουσία εννοώ είναι πως σκηνοθέτες όπως ο Vinterberg (βάλε και τον πιο artistic Trier) δεν ενδιαφέρονται για φανφαρώδεις μελοδραματισμούς, συγκινήσεις και δακρύβρεχτες καταστάσεις.  Όταν λέμε δράμα στη προκειμένη περίπτωση, εννοούμε την ύπαρξη ενός στοιχειώδους story, το οποίο εξυπηρετεί τις ιδέες που έχει στο μυαλό του ο σκηνοθέτης.  Συνεπώς, μη νομίζετε οτι το “The Hunt” είναι μια ταινία που έχει ως στόχο να σας δημιουργήσει αισθήματα λύπης, θλίψης και στενοχώριας.  Κάθε άλλο.  Η βασική της ανάγκη είναι να προκαλέσει την οργή, τη μανία και την δίψα για εκδίκηση.  Οχι του ήρωα.  Τη δική μας.

Μεγαλώνοντας και αφήνοντας πια στην άκρη το αυστηρά οριοθετημένο πλαίσιο του Δόγματος 95, ο Vinterberg δημιουργεί μια ακόμη σπουδή πάνω στο “κακό”, που όλοι κρύβουμε μέσα μας.  Ένα κακό, τυφλό και μανιασμένο, που βρίσκεται καλά κρυμμένο στο σκοτάδι, μέχρι να του δωθεί η κατάλληλη ευκαιρία για να ορμήξει, και να κατασπαράξει ζωές και μέλλον.
Η ιδιαιτερότητα του “The Hunt” είναι οτι ο Vinterberg αποφασίζει να παίξει ένα σαδιστικό παιχνίδι μαζί μας, καθιστώντας μας παντογνώστες από την πρώτη κιόλας στιγμή, χωρίς όμως τη δυνατότητα παρέμβασης.  Εμείς, γνωρίζουμε την αλήθεια, τη βλέπουμε με τα μάτια μας από την αρχή και κατανοούμε όλους τους λόγους που οδήγησαν τη μικρή Clara, να πει ένα τόσο απροκάλυπτο ψέμα.  Που και το γεγονός οτι το “είπε”, είναι μάλλον προς συζήτηση καθώς α) η ηλικία της δε της επιτρέπει να αντιληφθεί το μέγεθος του κακού, που έχουν προκαλέσει τα λόγια της και β) η εξομολόγησή της, μοιάζει βεβιασμένη και ετσιθελική, σε μια σκηνή ωδή, στην ανθρώπινη ηλιθιότητα.  Και όμως, γιατί οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να πιστέψουν στο λεπτό, την διαβολική, την άρρωστη φύση κάποιου άλλου;  Μήπως επειδή ενδόμυχα γνωρίζουν τι υπάρχει και μέσα στους ίδιους;  Μήπως γιατί ξέρουν οτι πλέον, είναι πιο εύκολο να περιμένεις από τον άλλον να ασελγήσει πάνω στο παιδί σου, από το να το πιάσει από το χέρι και να το πάει σχολείο;  Μήπως επειδή πίσω από τα χαμόγελα, το τραγούδι και την γειτονική συντροφικότητα, κρύβεται στον καθέναν από ένα σκοτεινό πλάσμα που περιμένει το παραμικρό στραβοπάτημα, τη παραμικρή-αβάσιμη-φήμη, προκειμένου να γυμνώσει τα δόντια του, και να δικαιολογήσει την κεκαλυμμένη του μαυρίλα, στο όνομα μιας δήθεν εκδίκησης;  Μήπως;

Ο Vinterberg πέρα από τη διάθεση που έχει να συνομιλήσει μαζί σου, και να ρωτήσει τη γνώμη σου (εσύ στη θέση τους τι θα έκανες;), φροντίζει να ενισχύσει την πλοκή της ταινίας, με έναν τρόπο που δηλώνει ξεκάθαρα αυτή ακριβώς τη πρόθεσή του.  Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Lucas παρουσιάζεται στην αρχή ευτυχισμένος, κομμάτι μιας φαινομενικά, γαλήνιας κοινότητας (τόσο γαλήνιας, που το ξέσπασμα της μπόρας που καραδοκεί κάπου εκεί, είναι σαρωτικό και πνιγηρό), με την τύχη επιτέλους να του χαμογελά και τη ζωή του να φαντάζει όμορφη.  Ο Vinterberg είναι εξίσου σαδιστής, όπως και ο Michael Haneke στο “Funny Games”.  Αυτήν ακριβώς την ευτυχία θέλει να την κάνει κομμάτια.  Και το πετυχαίνει οδυνηρά καλά.
Στον αντίποδα της φρενιασμένης κοινότητας, βρίσκεται ο χαρακτήρας του Mikkelsen (κέρδισε μάλιστα και το βραβείο Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας, στο φεστιβάλ των Καννών).  Άνθρωπος ταπεινός και συγκροτημένος.  Το ενδιαφέρον με τον ρόλο του, είναι οτι εξακολουθεί να παραμένει έτσι, ακόμα και μετά την περιθωριοποίησή του (και οχι μόνο), από την πόλη, μέχρι δηλαδή και το τελειωτικό του ξέσπασμα.  Χωρίς υπερβολικούς συναισθηματισμούς και περιττές αντιδράσεις, ο σκηνοθέτης δίνει το στίγμα των καιρών, εκεί που όλοι θεωρούνται ένοχοι, μέχρι αποδείξεως του εναντίου.
Είναι πραγματικά εξοργιστικό να παρακολουθείς το μαρτύριο ενός άνδρα στον οποίο, οχι μόνο δε δόθηκε η ευκαιρία να υποστηρίξει τη δική του γνώμη και την προσωπική του αλήθεια πάνω στο θέμα, αλλά έγινε αυτοστιγμεί δακτυλοδεικτούμενος, ένας ανώμαλος παρίας ανάμεσα σε “αγνές”, οικογενειακές καρδιές.  Και αυτή είναι στην τελική και η προσωπική αλήθεια του ίδιου του Vinterberg: “σας καθιστώ όλους υπεύθυνους”, μοιάζει να μας λέει.  “Και εσάς που τον δαιμονοποιήσατε επειδή έτσι θέλατε, αλλά και εσάς που ενώ γνωρίζετε την αλήθεια, παραμένετε αμέτοχοι, ανίκανοι να τον σώσετε”.  Και τι μπορούμε να κάνουμε άραγε;

Η σκηνοθεσία του Vinterberg είναι μετρημένη, λιτή και καθόλα χειραγωγική, αφού στρέφει τη προσοχή μας, ακριβώς εκεί που θέλει: στην κατάρρευση του κεντρικού ήρωα και την απολυτότητα οτι η ζωή, δε θα είναι ποτέ ξανά η ίδια.
Μέσα από την άγρια ομορφιά του δανέζικου τοπίου, με το αγνό, αφράτο χιόνι και το κρύο που περονιάζει, ο σκηνοθέτης μυεί τον θεατή σε έναν κόσμο μεγάλης ομορφιάς, αλλά και ενοχικών συνδρόμων.  Εκεί, ο άτυχος Lucas, αναγκάζεται να υποδυθεί τον αποδιοπομπαίο τράγο, προκειμένου η κοινωνία να ξεσπάσει το συνολικό της μένος.  Οι λόγοι;  Μπορεί πολλοί.  Μπορεί και κανένας.  Haneke much;
Η ερμηνεία του Mads Mikkelsen είναι υποδειγματική.  Ειλικρινής και σαρωτική, αποτελεί επί της ουσίας μια κοχλάζουσα, ήρεμη δύναμη που ανά πάσα στιγμή περιμένεις οτι θα ξεσπάσει.  Υπέροχος ο Mikkelsen, κάνει την νίκη του στο φεστιβάλ των Καννών, στη κατηγορία Καλύτερης Ερμηνείας, να φαντάζει απόλυτα δικαιολογημένη.
Το “The Hunt” είναι μια ταινία που θα κουβαλάς μέσα σου για πολύ καιρό (αν δηλαδή της δώσεις αυτή την ευκαιρία).  Οχι τόσο εξαιτίας του υποθεσιακού της περιεχομένου, αλλά κυρίως χάρη στις ερμηνείες-δυναμίτη, και όλο το προβληματικό κοινωνικό περιβάλλον, που φαίνεται να σκαλίζει εδώ ο Vinterberg με τα περισσής μανίας.  Ωμό, σοκαριστικό και απρόβλεπτα ειλικρινές, είναι ένα film που ξεμπροστιάζει με τον χειρότερο/καλύτερο τρόπο το ενοχικό σύνδρομο του καθενός από εμάς.  Αυτού που δε χρειάζεται πολλά.  Μόνο μια φήμη και ένα θύμα.  Και ο σπόρος της ενδεδυμένης αμφιβολίας θα υπάρχει για πάντα στις καρδιές.  Αν υπάρχουν κι αυτές.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το σπίτι στο φινάλε, είναι εντυπωσιακά ίδιο με αυτό στο “The Celebration” του 1998, οτι ο σκανδιναβικός κινηματογράφος έχει ακόμα πολλά να μας πει, και οτι το τέλος είναι οτι πρέπει.

No trivia

Barbara: Α quiet little drama

NEW ARRIVAL

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Καλημέρα καλημέρα!  Σήμερα στο blog, θα μιλήσουμε για μια ταινία ήπιων τόνων (καμία σχέση δηλαδή με αυτά που είδατε, όσοι αποφασίσατε να τσεκάρετε το ιδιαιτέρως ιδιαίτερο, “Excision”).  Το “Barbara”, είναι μια ταινία για τους σινεφίλ κυρίως, οχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά εξαιτίας της αργής της εξέλιξης, την οποία όσοι προτιμούν άλλου είδους cinema, μάλλον δε θα εκτιμήσουν.  Συνεπώς αν είσαι ο τύπος ο σινεφίλ, πάνε δες τη.  Θα σ’ αρέσει.  Για να ξεκινήσουμε λοιπόν.

H Barbara (Nina Hoss) είναι μια δυναμική και ανεξάρτητη γυναίκα (όσο δυναμική και ανεξάρτητη δηλαδή της επιτρεπόταν να είναι, κατά την τελευταία δεκαετία της διχοτομημένης Γερμανίας του ’80) η οποία ακολουθεί καριέρα γιατρού στο Βερολίνο.  Η Barbara όμως δεν αντέχει το καταπιεστικό και εκφοβιστικό περιβάλλον της Ανατολικής Γερμανίας, καταθέτοντας το “Ausreiseantrag”, ένα επίσημο έγγραφο, με το οποίο ζητά την αποχώρησή της από τη GDR (German Democratic Republic).  Η επιθυμία της δε γίνεται φυσικά αποδεκτή, και προκειμένου να καταστείλουν τις “επαναστατικές” της βλέψεις, για μια καλύτερη ζωή κάπου αλλού, η Barbara στέλνεται πακέτο σε ένα μικρό, αγροτικό νοσοκομείο κάπου κοντά στη Βαλτική.  Εκεί ο υπεύθυνος γιατρός Andre (Ronald Zehrfeld) επωμίζεται το έργο της διακριτικής της παρακολούθησης, ξεπληρώνοντας και ο ίδιος έτσι, ένα τραγικό λάθος του παρελθόντος που τον οδήγησε σε μια θέση, μακριά από την μεγάλη καριέρα.   Παράλληλα, η ηρωίδα καλείται να ανέχεται και τον εξευτελιστικό της έλεγχο από τη Stasi, η οποία φροντίζει να κάνει αισθητή τη παρουσία της ανά τακτά, χρονικά διαστήματα.  Και ενώ συμβαίνουν αυτά, η Barbara δεν έχει σταματήσει τις προσπάθειες φυγής, στηριζόμενη πια στον εραστή της, ο οποίος της υπόσχεται δαχτυλίδια και γάμους στη Δανία.  Μα, μήπως και αυτό, δεν είναι μια καινούρια φυλακή;  Μακριά βέβαια από τον κοινωνικοπολιτικό εγκλεισμό της χώρας της, αλλά nonetheless, μια νέα, πλουμιστή, συζυγική φυλακή;

Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Christian Petzold μας έκανε τη τιμή, και παρευρέθηκε μαζί με τον πρωταγωνιστή του Ronald Zehrfeld (ωραίο παιδί ο Ronald), στη πρεμιέρα της ταινίας του στη Ελλάδα, στο πλαίσιο του 18ου Κινηματογραφικού φεστιβάλ της Αθήνας.
Μέσα σε μια κατάμεστη αίθουσα, ο Petzold απάντησε στις ερωτήσεις του κοινού και μοιράστηκε μαζί μας όλα αυτά που έχουν αφήσει το δικό τους στίγμα πάνω του, και που στην ουσία γίνονται γνωστά στους θεατές, μέσα ακριβώς από τις ταινίες του (στο τέλος της κριτικής, θα παραθέσω και κάνα-δυο ερωταπαντήσεις, όπως αυτές έγιναν, έπειτα από το τέλος της προβολής).
Στα γενικά μας τώρα, ο Petzold έχει θεωρηθεί στη χώρα του, ένας από τους σημαντικότερους, σύγχρονους σκηνοθέτες και όπως όλα δείχνουν, οχι αδίκως.
Ξεκινώντας από τηλεοπτικές ταινίες και video, έκανε γρήγορα το πέρασμά του στον κινηματογράφο, όταν το 2000 σκηνοθέτησε τη πρώτη, μεγάλου μήκους ταινία του, με τίτλο “The State I Am In”.
Η πρώτη του προσπάθεια χαιρετίστηκε θερμά οχι μόνο από τη χώρα του, αλλά και από τη πληθώρα των κινηματογραφικών φεστιβάλ στα οποία συμμετείχε, ενώ κέρδισε και στο Κινηματογραφικό φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, τα βραβεία, Καλύτερου Σεναρίου και FIPRESCI.
Η πορεία του συνέχισε έκτοτε να είναι ανοδική, επικεντρωνόμενος κυρίως στη δημιουργία ρεαλιστικού, πολιτικού σινεμά, το οποίο σε συνδυασμό με τα προσωπικά δράματα των ηρώων του, αναδίδουν μνήμες παλιές και επίπονες, το οποίο διέπεται ως επί το πλείστον, από μια σχεδόν λυρική, σκηνοθετική διάθεση.

Εδώ με το “Barbara”, o Petzold επανέρχεται για ακόμη μια φορά στο γνώριμο στυλ του, κατασκευάζοντας το πορτραίτο μιας γυναίκας, που αντιμάχεται με τρόπο υπόγειο, το ετσιθελικό, πολιτικό, status quo της χώρας της, με φόντο την αγροτική εξορία και μια βαρετή ζωή που δε της ταιριάζει.  Ή μήπως οχι;
Έχοντας κερδίσει την Ασημένια Άρκτο, στο πρόσφατο φεστιβάλ του Βερολίνου, ο Petzold ήρθε φορτσάτος και σε εμάς, αποσπώντας μάλιστα ένα δυνατό χειροκρότημα στο τέλος της ταινίας και αυτό γιατί, παρά το γεγονός οτι το “Barbara” δεν σε εκπλήσσει υποθεσιακά, καθώς πραγματεύεται στην ουσία ένα προσωπικό δράμα, εντούτοις, αυτό που κάποιος θα εκτιμήσει είναι η υποκριτική αρτιότητα της “σκληρής” Nina Hoss και η υπέροχη σκηνοθεσία του Γερμανού δημιουργού, τα πλάνα του οποίου θυμίζουν σε στιγμές, κάτι από Tarkovsky.
Ο 40χρονος διαμελισμός του γερμανικού κράτους, έχει δημιουργήσει αναμφίβολα, πληγές, φόβο και αγωνία για το-όποιο-μέλλον.  Στη ταινία βέβαια, δε γινόμαστε ποτέ μάρτυρες κάποιου απροκάλυπτου, πολιτικού προβληματισμού, αλλά αφηνόμαστε να βγάλουμε τα δικά μας συμπεράσματά, από τα σεναριακά ψίχουλα, που αποφασίζει να μας σερβίρει ο Petzold.  Και αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό, όταν γίνεται με τον τρόπο που το κάνει εδώ.  Χωρίς δηλαδή υπερβολικές καταστάσεις, υπέρ του δέοντος δραματική υπόθεση και μια ηρωίδα στα πρόθυρα νευρικής κρίσης.  Αντιθέτως, ο σκηνοθέτης, επιλέγει να περιορίσει την ουσία των διαλόγων του, στα απολύτως απαραίτητα, και να αφήσει κυρίως το παράστημα και το διαπεραστικό βλέμμα της Hoss να τα πουν όλα.

Το “Barbara” είναι μια ταινία με σπάνια (για την εποχή μας πάντα) “οικονομία” η οποία γίνεται αισθητή στο σύνολό της.  Από ενδυματολογικής (προσέξτε οτι η Hoss φοράει το ίδιο ζευγάρι παπούτσια και τα ίδια, επαναλαμβανόμενα ρούχα, σε όλη τη διάρκεια του φιλμ), μέχρι σεναριακή πλευράς, και από το στήσιμο της κάμερας, μέχρι τη πρόζα, αυτή η ταινία χαρακτηρίζεται από μια απλότητα και μια ειλικρίνεια, η οποία μπορεί να οδηγήσει έναν θεατή στο τελικό χειροκρότημα, ή το ύστατο χασμουρητό.  Εξαρτάται από το τι ακριβώς περιμένει ο θεατής.
Όπως είπαμε και νωρίτερα, ο Petzold φροντίζει να ντύνει τις ταινίες του, με ένα κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, το οποίο λειτουργεί ως βάση, πάνω στην οποία εκτυλίσσεται σταδιακά η ιστορία του.  Αν και αυτό το background, υπάρχει για να δηλώνει και να καθορίζει το ταινιακό του πλαίσιο, εντούτοις δεν αποτελεί ακριβώς τον πρωταγωνιστή, αλλά μοιάζει να λειτουργεί σαν ένα φάντασμα, το οποίο πλανάται πάνω από τους ήρωες, υποκινώντας πράξεις και αποφάσεις.  Ποτέ δε το βλέπουμε πραγματικά, αλλά αισθανόμαστε τη παρουσία του με τρόπους πολλούς και διάφορους.  Ένας από αυτούς είναι και η τμηματική παρουσία της Stasi στη ταινία.
Χωρίς να έχουμε ακολουθήσει για παράδειγμα, οπτικώς εξαρχής, τους λόγους για τους οποίους η Barbara “στάλθηκε” στο αγροτικό νοσοκομείο, καταλαβαίνουμε στη πορεία ποιοί μπορεί να είναι αυτοί, όταν αντιλαμβανόμαστε την πρώτη επίσκεψη της Stasi στο σπίτι της.
Λίγο αργότερα η Barbara αναλαμβάνει να βοηθήσει μια πιτσιρίκα που είναι έγκυος, και την οποία αναζητεί η αστυνομία.  Και πάλι η απάντηση έρχεται λίγο αργότερα, όταν καταλαβαίνουμε ποιος είναι ο ρόλος της, και γιατί τελικώς την έχουν βάλει και αυτή στο μάτι.
Αυτό αποτελεί και το έξυπνα δομημένο κομμάτι της ταινίας: το γεγονός οτι τη μια στιγμή ο Petzold σου δημιουργεί ερωτήματα, μόνο για να έρθει και να στα απαντήσει λίγο αργότερα.  Και ποιος είναι πάντα ο κρυμμένος φταίχτης όλων αυτών;  Το ανατολικογερμανικό καθεστώς και όλα τα παρελκόμενά του.  Και ο σκηνοθέτης δε μιλάει τυχαία…

Όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος στη mini συνέντευξή του, οι γονείς του, ανήκαν σε αυτούς τους ανθρώπους (και ήταν πολλοί αυτοί), οι οποίοι έζησαν την εμπειρία της Ανατολικής Γερμανίας στο πετσί τους, αναγκάζοντας να μετακομίσουν και να αφήσουν πίσω τους αναμνήσεις, εμπειρίες και μια ζωή, πίσω στην οποία, δεν επέστρεψαν ποτέ ξανά.
Αυτό ο τείνι τρόπου, βιωματικός κινηματογράφος του Petzold είναι που κάνει και τη συγκεκριμένη ιστορία (μια ανάμεσα σε χιλιάδες) τόσο αξιοπρόσεχτη και δοσμένη κινηματογραφικά με έναν τρόπο, ο οποίος είναι την ίδια στιγμή όμορφος και μελαγχολικός.
Η προσωπική του θλίψη για τα όσα έζησαν οι γονείς του, αλλά και η κρυφή ελπίδα της λύτρωσης, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος αφενός στην στεγνή και αγέρωχη παρουσία/ερμηνεία της Hoss, με μερικές φεμινιστικές πινελιές να κάνουν την εμφάνισή τους,  (η οποία συνεργάζεται για 5η φορά με τον Petzold), και αφετέρου στην υπέροχη κινηματογράφηση του “Barbara”, το οποίο εγκλωβίζει πράσινα τοπία, σιωπηλή ομορφιά και ατέλειωτη υπομονή για ένα διαφορετικό μέλλον.
Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών είναι πολύ καλές, σε αυτό των ήπιων τόνων δράμα, ενώ και η γεύση που σου μένει στο τέλος, είναι μάλλον γλυκόπικρη και ακριβώς αυτό που της ταιριάζει.
Δες το “Barbara” αν αρέσκεσαι σε τέτοιου είδους cinema και μόνο, και έχε στο μυαλό σου οτι ένα βραδυφλεγές, λιτό δράμα, μπορεί να σου πει πολλά περισσότερα από ένα πραγματικό tearjerker ταινιάκι.

Τι έμαθα από τη ταινία: Oτι τα παπούτσια αυτά τα θέλω απεγνωσμένα, οτι εντάξει, μεταξύ μας, ο φλώρος γκόμενός της, δε συγκρίνεται με τον γιατρό και οτι αυτές οι ορθοπεταλιές σε ένα τέτοιο περιβάλλον, με σκοτώνουν…

No trivia

Συνέντευξη Christian Petzold

1) Γιατί επιλέξατε για ακόμη μια φορά την Nina Hoss για τον ρόλο, από τη στιγμή που έχετε ήδη συνεργαστεί τέσσερις ακόμα φορές μαζί της;
Η αλήθεια είναι οτι στην αρχή δε τη πήγαινα!  Μου φαινόταν κάπως σαν διανοούμενη και δε τη συμπαθούσα ιδιαίτερα.  Αργότερα όμως, και όταν συνεργάστηκα μαζί τις, τις πρώτες φορές, συνειδητοποίησα πόσο μεγαλειώδης ηθοποιός είναι.  Καταφέρνει να γεμίσει τον χώρο μέσα στη ταινία, και να αδειάζει τον εαυτό της, μέσα σε αυτόν.  Συνεπώς, δε θα έλεγα ακριβώς οτι είναι μούσα μου (μούσες πιστεύω έχουν οι ζωγράφοι και οι καλλιτέχνες), αλλά πιστεύω οτι είναι μια πραγματικά, μεγάλη ηθοποιός.
2) Και γιατί διαλέξατε τον Ronald Zehrfeld για τον πρωταγωνιστικό ρόλο; 
Ήθελα πολύ καιρό να συνεργαστώ μαζί του (δίπλα του ο Ronald), αλλά μέχρι τώρα δε τα είχα καταφέρει λόγω του φορτωμένου του προγράμματος.  Νομίζω οτι ο Ronald είναι ένας ηθοποιός ο οποίος μπορεί με τη πληθωρική του, έντονη παρουσία να κάνει αίσθηση.  Το γεγονός δε οτι αυτή η παρουσία, έρχεται σε αντίθεση με μια θλίψη που έχει στο πρόσωπό του, είναι αυτό που τον έκανε ιδανικό για τον κεντρικό ρόλο της ταινίας.
3) Πως ήταν η συνεργασία σας με τη Hoss;
Εξαιρετική, θαυμάσια η συνεργασία μου μαζί της.  Αν μάλιστα θα έπρεπε να επιλέξω και μια σκηνή η οποία είναι η αγαπημένη μου, θα διάλεγα αυτή στο τέλος.  Λέει πολλά και συμπυκνώνει όλο το νόημα τη ταινίας μέχρι εκείνη τη στιγμή.

4) Γιατί επιλέξατε και πάλι το θέμα της Ανατολικής Γερμανίας;
Οι γονείς μου ζούσαν για μεγάλο διάστημα στην Ανατολική Γερμανία, και όταν αναγκάστηκαν να φύγουν, έπρεπε να “διαγράψουν” και ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής τους.  Γεγονότα, εμπειρίες, αναμνήσεις.  Δεν επέστρεψαν ποτέ πίσω, είχαν αφήσει εκεί συγγενείς, φίλους.  Και όμως, δε πήραν ποτέ την απόφαση να επιστρέψουν.  Ήταν μια ζωή που ήθελαν να ξεχάσουν, να ξεκόψουν.  Πάντα όμως είχαν αυτή τη θλίψη που άφησαν τον τόπο.  Κατά κάποιον τρόπο, μέσα από τις ταινίες, γίνομαι μάρτυρας των όσον έζησαν.  Η ταινία, αποτελεί παράλληλα και μια ιστορία, γυναικείας χειραφέτησης, στην οποία όμως το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον το οποίο έζησα μέσα από τους γονείς μου, είναι εκεί και υπάρχει.

Amour: Where is the love?

NEW ARRIVAL

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Καλημέρα και καλή εβδομάδα σε όλους.  Σήμερα, θα ασχοληθούμε με μια ακόμη από τις ταινίες που έτυχε να δω στις Νύχτες Πρεμιέρας.  Αντικειμενικά, η νέα ταινία του Haneke, “Amour” ήταν μια από τις πιο αναμενόμενες ταινίες του φεστιβάλ που μας πέρασε και οι προσδοκίες των περισσοτέρων, έπειτα μάλιστα και από τη νίκη του Χρυσού Φοίνικα στο φεστιβάλ των Καννών, ήταν αυξημένες.  Όπως θα καταλάβετε και από το παρακάτω κείμενο, η δική μου στάση βρέθηκε κάπου στη μέση.  Ούτε αγάπησα τη ταινία (έτσι κι αλλιώς και ο σκοπός του δημιουργού, δε νομίζω πως ήταν αυτός), ούτε όμως και μου πέρασε, παγερά αδιάφορη.  Είχε τις καλές τις στιγμές, τη κλασική της σκηνοθεσία, το δουλεμένο της (τόσο όσο) story, αλλά για εμένα μέχρι εκεί, μιας, που μου φάνηκε πως του έλειπε κάτι πολύ βασικό για τις ταινίες που γουστάρω: ψυχή.

O Georges (Jean-louis Trintignant) και η Anne (Emmanuelle Riva), είναι ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, καλλιεργημένων ανθρώπων, οι οποίοι παρά το γεγονός οτι έχουν φτάσει στην ηλικία των 80, δεν έχουν σταματήσει να αγαπούν και να εκτιμούν τη κλασική τους παιδεία και τη μουσική.
Μέσα στο ταιριαστά κουλτουρέ τους σπίτι, οι δυο τους ζουν όπως κάθε φυσιολογικό ζευγάρι, μοιράζοντας τη καθημερινότητά τους, ανάμεσα σε κονσέρτα, ετοιμασία πρωινού και διάβασμα βιβλίων.
Όταν ένα πρωί ο Georges, εντοπίσει τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια υγείας στη σύντροφό του, δε θα μπορέσει να διανοηθεί το κακό που σύντομα, θα τους χτυπήσει τη πόρτα.  Η Anne σύντομα θα μείνει παράλυτη έπειτα από ένα σοβαρό εγκεφαλικό και μια αποτυχημένη εγχείρηση, γεγονός, που θα τη καθηλώσει στο αναπηρικό καροτσάκι.
Η ζωή πρόκειται πλέον να μεταμορφωθεί σε πραγματικό γολγοθά, τόσο για την ανήμπορη πια Anne (η οποία με πόνο στα μάτια, δηλώνει οτι δε μπορεί άλλο αυτή τη κατάσταση), και κυρίως για τον Georges που θα επωμιστεί όλο το βάρος της φροντίδας και της προστασίας της γυναίκας του.
Ο δεσμός αγάπης, πρόκειται να δοκιμαστεί πολύ σκληρά.  Και πόσο τελικά θα αντέξει;

Ο Γερμανός σκηνοθέτης, Michael Haneke, αποτελεί πλέον και στη χώρα μας, μια τείνει τρόπο μόδα, την οποία νομίζω πως δεν είχα δει με κανέναν άλλο δημιουργό τα τελευταία χρόνια (ίσως λίγο με τον Woody Allen).  Και τι εννοώ με αυτό;  Μα φυσικά κάτι πολύ απλό: από το φετινό αφιέρωμα στο έργο του, που πραγματοποιήθηκε τo καλοκαίρι στον πολυχώρου του GazARTE, μέχρι και τις διθυραμβικές κριτικές που είχαν αρχίσει ήδη να κάνουν την εμφάνισή τους στο φετινό φεστιβάλ των Καννών, καθώς φυσικά και την κατάκτηση του Χρυσού Φοίνικα, ο Haneke έκλεψε και πάλι τα φώτα της κινηματογραφικής δημοσιότητας, με μια ταινία μάλιστα η οποία εκ πρώτης όψεως παρουσιαζόταν ως ένα από τα μεγάλα αριστουργήματά του.  Φυσικά, και εμείς εδώ στην Ελλάδα, που αγαπάμε πολλές φορές τέτοιου είδους, ποιοτικούς δημιουργούς για τους λάθος λόγους, δεν αργήσαμε να μιλάμε για το “Amour” με στόμφο και ενθουσιασμό, ακόμα και αν οι περισσότεροι δε την είχαμε καν δει (στη χώρα μας η ταινία προβλήθηκε σε πρώτη φάση, στα πλαίσια του φεστιβάλ, Νύχτες Πρεμιέρας).  Βάζω και τον εαυτό μου μέσα, αν και σε έναν κάποιο βαθμό, είχα αποφασίσει να κρατήσω μικρό καλάθι, γιατί δεν είναι και λίγες οι φορές που την είχα πατήσει, εξαιτίας των υψηλών μου προσδοκιών.  Και τελικά για εμένα, καλά έκανα.  Το “Amour” είναι ένα σαδιστικό αστείο του Haneke, σε όλους τους θαυμαστές και το κοινό του.  Γηραιών και μη.  Enjoy.

“Funny Games”, “Cache”, “The White Ribbon”, όλες αποτελούν δημιουργήματα της φαντασίας ενός μυαλού, που αρέσκεται σε βαθιά, κοινωνικοπολιτική σάτιρα, ξεμπρόστιασμα της σύγχρονης, μπουρζουαζέ ζωής, απρόσμενες εξάρσεις βίας και μιας μοιρολατρικής διάθεσης απέναντι στο ύπουλο και αρχέγονα σάπιο, ανθρώπινο κύτταρο.
Ιστορίες όπως αυτή του “Funny Games”, ή του “Benny’s Video”, θα μας θυμίζουν πάντα τη βιβλική τρέλα που κουβαλάμε όλοι πάνω μας, και η οποία μέσα στις ταινίες του Haneke βρίσκει το πρόσφορο έδαφος που ζητά, βγαίνει μπροστά και γίνεται ο σκληρός και αμείλικτος πρωταγωνιστής.  Ίσως αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο μέχρι και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, δεν έχω καταλάβει που ακριβώς έγκειται η ‘αγάπη’, ανάμεσα στο πρωταγωνιστικό ζευγάρι του “Amour”.  Στο γεγονός οτι επί τόσο έτη μοιράζονται μια κοινή ζωή μέσα από τον γάμο;  Στο οτι τα κοινά τους ενδιαφέροντα τους κράτησαν μακριά από συγκρούσεις και εντάσεις (όπως αφήνει να εννοηθεί το σοκ μιας παραπληγικής πια Anne, στο μοιραία σκληρό χαστούκι του συζύγου); ή μήπως στο γεγονός οτι ο Georges, παίρνει τη θέση του-έτσι κι αλλιώς-προστάτη, αλλά στο πιο πασιφανές, για εμάς τους θεατές;  Και κάπου εκεί έγκειται και η προσωπική μου ένσταση, όσον αφορά όχι τόσο το story, τη σκηνοθεσία (που μεταξύ μας, ok, την έχω ξαναδεί πολλές πολλές φορές, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα) ή την ιδέα του Hakene, να κάνει μια ταινία για την τρίτη ηλικία (κλείνοντας ενδεχομένως συνωμοτικά το μάτι σε όλους εμάς και γελώντας κρυφά).  Η ένστασή μου αφορά το θέμα της αγάπης και τους λόγους που οδήγησαν τον σκηνοθέτη στο να ονομάσει έτσι μια ταινία, η οποία εκ των πραγμάτων παλεύει με όλα εκείνα τα ‘κλασικά ποιοτικά στοιχεία’ προκειμένου να σε πείσει για κάτι που όπως εύκολα φαντάζεσαι, θα ίσχυε έτσι κι αλλιώς.  Δυο άνθρωποι είναι μαζί χρόνια ολόκληρα και ζουν τη συνταξιοδοτική τους ζωή με αξιοπρέπεια και σεβασμό.  Εκεί ναι, τη βλέπω την αγάπη, τη νοιώθω και τη φαντάζομαι, μιας που η αναφορά στη προ-εγκεφαλικού εποχή, είναι ελάχιστη.  Τι γίνεται όμως με όλη την υπόλοιπη ταινία;  Θα σου πω, πως το είδα εγώ.  Ο Haneke υπερπροσπαθεί να τονίσει οτι η αγάπη επέρχεται μέσα από την αυτοθυσία, την ίδια στιγμή που αυτό είναι κάτι το φυσιολογικό, ακόμα και ως προς τα δεσμά του γάμου.  Πόσο πρέπει να αγαπάς κάποιον, προκειμένου να ‘αυστοθυσιαστείς’ στο ενδεχόμενο μιας διαφορετικής πορείας και να ‘συμβιβαστείς’ με έναν σύντροφο, για όλη την υπόλοιπη ζωή σου;  Αυτό είναι και το σφάλμα του Haneke.  Την αγάπη την έχουμε ήδη δει, χωρίς να έχουμε δει και τίποτα.  Παρακάτω;  Τι γίνεται παρακάτω;

Χωρίς καμία πρόθεση να γίνω ούτε αφοριστική, ούτε ξινή απέναντι στη συγκεκριμένη ταινία, δε μπορώ να μη παραδεχτώ οτι οι ερμηνείες των δυο βασικών πρωταγωνιστών είναι εξαιρετικές.  Όπως είπα μάλιστα και σε φίλους, μαζί με τους οποίους την είδα, νομίζω πως χρειάζεται πολλά κότσια (ή και κάτι άλλο), προκειμένου ένας ηλικιωμένος να υποδυθεί έναν τόσο προκλητικό ρόλο, από πλευράς τραγικής ειρωνείας.  Πόσο εύκολο θα ήταν να πάθει κάτι ανάλογο, η Riva ή ο Trintignant και στη πραγματική τους ζωή;  Το να αναλαμβάνουν λοιπόν (και κυρίως η Riva) να παίξουν ρόλους ανθρώπων τόσο ανήμπορων, παραιτημένων πια από τη ζωή, που αποζητούν τελικά τη λύτρωση μέσα από τον θάνατο, είναι κινηματογραφικά εντυπωσιακό και αν σε κάποιον αξίζουν να πάνε τα εύσημα, σίγουρα είναι το κεντρικό μας ζευγάρι.
Η σκηνοθεσία του Haneke είναι και πάλι μια από τα ίδια.  Μεγάλης διάρκειας στατικά πλάνα, λιτοί διάλογοι με ένα-μεγάλο σε στιγμές-φιλοσοφίζον υπόβαθρο, μουντά χρώματα και μια αίσθηση ντεκαντάνς πολυτέλειας, που ακολουθεί κατά πόδας το ζεύγος και εξωτερικεύει υπό την μορφή εσωτερικής διακόσμησης του σπιτιού, την κλασική τους εκπαίδευση.

Δυστυχώς, πέρα από τις ερμηνείες όπως ανέφερα και παραπάνω, πραγματικά δε κατάφερα να εντοπίσω τους λόγους για τους οποίους το “Amour” βρέθηκε τόσο ψηλά σε αξιολόγηση κριτικών και κοινού.  Ή μάλλον για το κοινό, ίσως και να μπορώ να καταλάβω.
Όταν παίρνεις ένα ζευγάρι τρίτης ηλικίας, προκαλείς στη σύζυγο ένα εγκεφαλικό, πετάς μέσα στη πλοκή μια εγχείρηση που στράβωσε και στη συνέχεια δίνεις τη σκυτάλη στον σύζυγο, προκειμένου να αποδείξει μια αγάπη(;) μέσα από την αλλαγή της πάνας, το γυμνό σώμα της γυναίκας που μπανιαρίζεται πονώντας, την άρνησή της να φάει, την προοδευτική απώλεια αίσθησης του χώρου και του χρόνου, καθώς και τη διαρκή επίκληση βοήθειας, μέσα από μια σειρά ασταμάτητων, ανατριχιαστικών βογκητών, μπορείς να περιμένεις και το δάκρυ, και το σοκ που πέφτει σαν ασήκωτη πέτρα στη ψυχολογία του θεατή.  Και μάλλον γι’ αυτόν το λόγο δεν μπόρεσα να παραδεχτώ αυτή τη φορά τον Haneke: διότι ήταν σαν να εκβίαζε τις δικές μας αντιδράσεις, απέναντι σε κάτι αυταπόδεικτα τραγικό.  Ήταν σαν να μου έδινε στο πιάτο ένα χειραγωγικό σενάριο, από αυτά του σωρού κιόλας, και να απαιτούσε από εμένα να του δώσω τη συγκίνησή μου, αλλά παράλληλα να τον αναγνωρίσω και ως έναν μεγάλο δημιουργό, στον οποίο επιτρέπεται να κάνει κάτι τέτοιο, επειδή είναι μεγάλος.  Λυπάμαι, αλλά δε πάει έτσι.  Το γεγονός (για εμένα τουλάχιστον) οτι η υπόθεση της ταινίας έβγαζε εύκολο δράμα που φώναζε από μακριά, δεν αλλάζει.  Το μόνο που βρήκα ενδιαφέρον, ήταν η έξυπνη εναλλαγή του φιλμικού χρόνου, και η θέση της κόρης στο τέλος.  Ακόμα και άλλα στοιχεία με τα οποία υποτίθεται οτι έπρεπε να σκεφτούμε κάτι παραπάνω, είναι σαν να τα έβαλε επίτηδες, για να σκεφτούμε εμείς, ενώ εκείνος απλά έκανε το παιχνίδι του λέγοντας, “ας το ρίξω και αυτό μέσα, όντας ο Haneke μπορεί να σκεφτούν οτι κάτι εννοώ”.  Ναι, τίποτα.
Το “Amour” είναι μια ταινία, η οποία θα μπορούσε να αποδειχθεί πραγματικό διαμάντι, αν δεν είχε μπει στη μέση η ματαιοδοξία του σκηνοθέτη της.  Και αν κάτι απεχθάνομαι, είναι να μου πασάρουν καταστάσεις που άλλες φορές κατακρίνονται ως φτηνοί μελοδραματισμοί, ως κουλτούρα, εξαιτίας του δημιουργού.  Εξαίσιες ερμηνείες, ικανοποιητική σκηνοθεσία, μερικές καλές (καθαρά κινηματογραφικές στιγμές) και αυτό είναι όλο.  Δες καλύτερα το “Funny Games”.  Εκεί τουλάχιστον το διασκεδάζει και ο λόγος που το κάνει είναι ξεκάθαρος, απολαυστικός και απείρως κιτς, αλλά με αιτία.

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι ξεκινάει με το μεγαλύτερο spoiler (αν και δε θα ήταν δύσκολο να το καταλάβουμε από μόνοι μας), οτι το τέλος είναι επιτέλους ξεκάθαρο στα μάτια μου και οτι αν δε καθόταν ο Haneke πίσω από τη κάμερα, δε ξέρω κατά πόσο η ταινία θα είχε τσιμπήσει τον Χρυσό Φοίνικα.


No trivia

Teddy Bear: Never judge a book by its cover

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Hello και καλή μας εβδομάδα!  Σήμερα, συνεχίζουμε με τις προτάσεις μας από το φεστιβάλ Αθήνας, Νύχτες Πρεμιέρας και όσο σας κρατάμε καθημερινά ενήμερους σχετικά με το πρόγραμμα, τα καλά, τα μέτρια και τα περίεργα στο Reel.gr, άλλο τόσο μπορείτε να επισκέπτεστε το blog μου για μια πιο αναλυτική ματιά πάνω στις ταινίες που προκάλεσαν τουλάχιστον, το δικό μου ενδιαφέρον.  Έπειτα λοιπόν από το γλυκούλι “Smashed”, συνεχίζουμε σήμερα με ένα ιδιαίτερο δράμα, και έναν εξίσου ιδιαίτερο πρωταγωνιστή.  Ξεκινάμε λοιπόν.

Ο 38χρονος Dennis (Kim Kold) είναι ένας πελώριος μποντιμπιλντεράς, με ένα δωμάτιο τίγκα στο χρυσό και τα μετάλλια, φωτογραφήσεις σε περιοδικά και μπόλικα ακόμη αναμνηστικά παλιών, καλών, ένδοξων εποχών, τότε που έπαιρνε ακόμα με το κουτάλι μέρος στους διαγωνισμούς και εκμηδένιζε τους αντιπάλους, χάρη στο υπερτούμπανα χτισμένό του σώμα.
Ο Dennis σίγουρα θα μπορούσε να είναι ο τύπος με τον οποίο δε θα ήθελες επ’ουδενί να τα βάλεις, να τον δεις στον δρόμο το βράδυ ή να του κλέψεις λεφτά μπροστά στα μούτρα του.  Η μόνη διαφορά είναι πως ο Dennis είναι αυτό ακριβώς που λέει και ο τίτλος: ένας τεράστιος, καλόκαρδος αρκούδος με καρδιά πιο τρυφερή και από αυτή ενός μαρουλιού.
Παρά το γεγονός οτι έχει φτάσει κοντά στα 40, δεν έχει αποκτήσει ποτέ στη ζωή του κοπέλα, ενώ εξακολουθεί να ζει με την αυταρχική του μητέρα, η οποία ούτε λίγο, ούτε πολύ τον έχει καλά χωμένο μέσα στο βρακί της.
Όταν μια μέρα ο θείος του παντρευτεί και συστήσει στο έτερο σόι την γυναίκα του η οποία κατάγεται από την Ταϊλάνδη, ο Dennis θα ενδιαφερθεί να μάθει περισσότερα για τα ‘κορίτσια’ εκεί, μιας που όπως χαρακτηριστικά λέει, εκείνες, φαίνεται να είναι περισσότερο διατεθειμένες να βρεθούν πλάι σου.
Αφού λοιπόν πάρει τις απαραίτητες πληροφορίες από τον θείο, πει ψέματα στη μητέρα του (η οποία απλά θα του απαγόρευε να πάει, με φρύδια και χείλη σμιχτά), και κάνει το ταξίδι μέχρι την εξωτική Ταϊλάνδη, σύντομα θα έρθει αντιμέτωπος με την άσχημη φήμη της πόλης Pattaya και τον άκρατο σεξοτουρισμό που κυριαρχεί παντού.  Τα όνειρα του Dennis γκρεμίζονται και όπως όλα δείχνουν, δεν έχει καμία ελπίδα να βρει γυναίκα για σπιτικό μέσα σε εκείνη την δίποδη χαβούζα.  Ή μήπως οχι;

Κερδίζοντας το βραβείο Σκηνοθεσίας στην κατηγορία World Cinema- dramatic, στο φεστιβάλ του Sundance, ο Δανός σκηνοθέτης Mads Matthiesen κάνει το full length ντεμπούτο του με μια ταινία, η οποία βασίζεται σε ένα άλλο δικό του, short ταινιάκι, με τίτλο “Dennis” (2007).
Σε εκείνο το μικρού μήκους film, συναντάμε για πρώτη φορά τον θηριώδη πρωταγωνιστή με την αγνή καρδιά, και βλέπουμε τις περιπέτειές του, όταν αποφασίζει να πάει κόντρα στη σαν μέγκενη μητέρα του, να βγει με ένα κορίτσι και να ζήσει για λίγο αυθεντικά ελεύθερα.
Το συγκεκριμένο φιλμάκι κέρδισε όλα τα βραβεία, σε όποια κατηγορία και αν βρέθηκε στα κινηματογραφικά φεστιβάλ, και το μόνο που μπορούμε να υποθέσουμε είναι πως ο Matthiesen αναρωτήθηκε “why not?”, προχωρώντας έτσι και στη μεγάλη μήκους ταινία του, με πρωταγωνιστές και πάλι τους ίδιους ήρωες και τους ίδιους φυσικά ηθοποιούς.

Καταγόμενος από μια χώρα που παρέα με μερικές άλλες, έχουν εδώ και καιρό αρχίσει να δημιουργούν παράδοση στο καλό cinema, ο Matthiesen δημιουργεί ένα ήπιων τόνων δράμα, με επιμέρους ξεσπάσματα τα οποία προς δική μας έκπληξη δεν προέρχονται από τον καταπιεσμένο Dennis, αλλά από την παράλογη μητέρα του.
Το πιο αναμφίβολα ενδιαφέρον κομμάτι της συγκεκριμένης ταινίας, έχει να κάνει κυρίως με την υπόθεσή της, και οχι τόσο με το στήσιμο των ηθοποιών, τη σκηνοθεσία, τη μουσική επένδυση και όλα τα υπόλοιπα που καθιστούν ένα έργο ξεχωριστό.  Εδώ το “Teddy Bear” ξεχωρίζει χάρη στον ξεδιάντροπο τρόπο με τον οποίο καταπιάνεται με το θέμα του οιδιπόδειου συμπλέγματος.
Το γεγονός οτι η ειρωνεία της όλης υπόθεσης δεν εξαντλείται στον όγκο του πρωταγωνιστή και την εκ διαμέτρου αντίθετη προσωπικότητά του, αλλά εμβαθύνεται ακόμη περισσότερο από το οτι στην ουσία τηρεί υπό ένα ‘άρρωστο’, μητριαρχικό καθεστώς, είναι αυτό που καθιστά την ταινία ενδιαφέρουσα και κάπως ιντριγκαδόρικη.
Σίγουρα το story περί οιδιπόδειου δε το βλέπεις για πρώτη φορά, μπορείς όμως να το κατανοήσεις όταν προέρχεται από τον τσιλιβήθρα, Wolowitz στο “Big Bang Theory” μιας που έχει επικρατήσει στο μυαλό μας πως ο περί ου μαμάκιας λόγος, έχει να κάνει μόνο με geeky αγόρια, παλιομοδίτικους τυπάδες και σπυριασμένους έφηβους κολλημένους μπροστά από το pc τους, που παίζουν για ώρες καψιμέϊκα, ιντερνετικά games.  Κι όμως.  Ακόμα και ένας ανθρώπινος γίγαντας όπως ο Dennis, μπορεί να λέει ψέματα στη μητέρα του φοβούμενος την εξοργισμένη της αντίδραση ή και να απορρίπτει σχέσεις με το ωραίο φύλλο, για χάρη μιας και μοναδικής, δηλητηριώδους ματιάς που η “μαμά” θα ρίξει πάνω του.

Η σκηνοθεσία του Matthiesen ακολουθεί κατά πόδας των ήρωά του, σε αυτό το ταξίδι αυτογνωσίας και ύστατης προσπάθειας απελευθέρωσης από τα μητρικά του δεσμά.
Η ρεαλιστική ματιά του σκηνοθέτη και τα πλάνα της καθωσπρέπει ζωής στο σπίτι στη Κοπεγχάγη τα οποία έρχονται σε έντονη αντίθεση με τη σαπίλα και την εκμετάλλευση που επικρατεί στις νυχτερινές γωνιές της Ταϊλάνδης, δημιουργούν ένα ενδιαφέρον οπτικό μείγμα, το οποίο ενισχύεται και από τα σποραδικά και ειλικρινώς όμορφα τοπία αυτής της χώρας, με τις τόσες αντιθέσεις και διαφορές.
Σίγουρα κάπου θα αναζητήσεις ένα κάποιο ξέσπασμα από τον πρωταγωνιστή, και θα απαιτήσεις από αυτόν να γίνει επιτέλους άντρας και να αντιταχθεί στη μάνα του, που του κάνει τον βίο, αβίωτο.
Παρά το γεγονός οτι ο Dennis τελικά δεν ξεσπά, δε τα κάνει όλα λαμπόγυαλο, ούτε φυσικά βάζει την ασπρομάλλα γυναίκα στη θέση της, εντούτοις μπορείς να πει οτι κάνει τελικά (κάπως καθυστερημένα, αλλά την κάνει) την επανάστασή του, ενηλικιώνεται πλέον και στη πράξη και παίρνει τον έλεγχο της ζωής του στα χέρια του.
Κι αν κάπου προσπαθήσεις να δώσεις και ένα δίκαιο σε αυτή τη μητέρα, ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος Martin Zandvliet, έχουν φροντίσει και γι’αυτό, αφήνοντας να πλανηθεί στην ατμόσφαιρα η εντύπωση οτι ο λόγος της μοναξιάς της, έχει να κάνει με κάτι ασυγχώρητο και εγωιστικό, το οποίο έγινε από τη πλευρά του πατέρα του Dennis. 
Και ενώ προσπαθείς να καταλάβεις προς τα που γέρνει η ζυγαριά, τόσο το ενδοοικογενειακό δράμα συνεχίζει να παίζεται, το οιδιπόδειο να φουντώνει και εσύ να καταλήγεις να σκέφτεσαι, “ε πήδα τον κιόλας κυρά μου να ησυχάσουμε!”.  So sick, but so true…

Οι ερμηνείες είναι ένα ακόμα στοιχείο που κάνουν το “Teddy Bear” bear-able.  Καταρχάς ο Kim Kold, αυτός ο Δανός body-builder με το 1.93 ύψος, αποτελεί την προσωποποίηση του μιουταρισμένου ήρωα, δίνοντας μια ερμηνεία όλο γλυκύτητα και ταπεινότητα, όσο περίεργο και να το καθιστά αυτό, το ογκώδες του εκτόπισμα.
Με τα γυαλιά της μυωπίας, το κουταβίσιο βλέμμα του και την ανάγκη εύρεσης συντρόφου ζωής, και οχι απλής ξεπέτας, ο Kold είναι έτσι και αλλιώς πληθωρικός και σε κάνει να πιστεύεις με την απλή αλλά αρκετή ερμηνεία του, οτι είναι όντως ένας άνθρωπος εξίσου απλός, αλλά παρεξηγημένος.
Στον αντίποδα βρίσκεται η Elsebeth Steenfolt που υποδύεται την μητέρα-βδέλλα, πρώτης τάξεως ευνουχίστρια, και το κάνει τόσο καλά, που την απεχθάνεσαι από τη πρώτη κιόλας στιγμή.  Με αυστηρό παρουσιαστικό, άκαμπτη στάση και βλοσυρά χαρακτηριστικά, καταλαβαίνεις οτι είναι κακά μαντάτα και τάσσεσαι τελικά υπέρ του γιου, ασυζητητί.  Παρόλα αυτά, δίνει και εκείνη μια δυνατή ερμηνεία που πείθει και μαζί με τον Kold, δημιουργούν ένα απρόβλεπτα ταιριαστό, ηθοποιϊκό δίδυμο.
Το “Teddy Bear” είναι μια ταινία για την αργοπορημένη ενηλικίωση ενός άνδρα και την αξία της ζωής, όταν τελικά σπας τις αλυσίδες σου (όπως κι αν μεταφράζονται αυτές) και καταφέρνεις να παλέψεις πια για όλα αυτά που έχουν πραγματική σημασία: τη συντροφικότητα, την οικογένεια, την αγάπη.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το look βερμούδα-σακάκι θα γίνει trend, οτι όλοι οι γέροι που πηδάνε πιτσιρίκια σε τέτοιες χώρες, είναι γλοιώδεις και θα έπρεπε να τους κόβονται τα παπάρια (τουλάχιστον) και οτι όταν είσαι 38 χρονών μαντράχαλος, κάνεις μπάνιο και η μάνα σου έρχεται και κατουράει σαν να μη τρέχει τίποτα, πρέπει να καταλάβεις οτι κάτι δε πάει καθόλου καλά.


No trivia

The Secret World of Arietty: The ‘children’ of the underfloor

Καλησπέρα σε όλους και πάλι.  Αν και χθες δε πρόλαβα να ανεβάσω ταινιούλα, είπα να το κάνω σήμερα, έτσι για να μη φεύγουμε και πολύ από το πρόγραμμά μας.  Αποφάσισα λοιπόν να συνεχίσω τον Σεπτέμβρη, με μια ταινιούλα που είδα το καλοκαίρι, και που πραγματικά με εντυπωσίασε με την απλότητά των τόσο σοβαρών, αλλά και τόσο κατανοητών, ηθικών και ανθρώπινων μηνυμάτων της.  Μιλάω βεβαίως για το “The Secret World of Arietty”, ένα γιαπωνέζικο animation, από αυτά που αγαπάμε πάντα να βλέπουμε.  Κι αν αναρωτιέστε αν αξίζει τον κόπο, σας λέω οτι αξίζει.  Here we go.

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα αγόρι που το έλεγαν Sho.  O Sho λοιπόν (για να μιλήσουμε και σε ενεστωτικό χρόνο) είναι ένα παιδί, λίγο διαφορετικό από τα άλλα, μιας που υποφέρει από καρδιακά προβλήματα, τα οποία τον καθιστούν ανίκανο να τρέξει, να παίξει και να ζήσει σαν ένα φυσιολογικό παιδί.  Για τον λόγο αυτό, αποφασίζεται να επισκεφθεί το σπίτι της θείας του στην εξοχή, προκειμένου να προετοιμαστεί μέσα στη γαλήνη και την ησυχία του πράσινου κόσμου γύρω του, για την επερχόμενη, δύσκολη εγχείρηση στην οποία θα πρέπει να υποβληθεί.
Από την πρώτη μέρα κιόλας που πατάει το πόδι του στο πατρικό της μητέρας του και νυν σπίτι της θείας Shadako, θα έρθει αντιμέτωπος με μια περίεργη, μικροσκοπική οικογένεια που όπως θα αντιληφθεί, ζει κάτω από το πάτωμα του σπιτιού!  Πιο συγκεκριμένα, ο Sho, θα γνωρίσει την περιπετειώδη κόρη της οικογένειας Clock, Arietty, η οποία κάνει τα πρώτα της βήματα ως “borrower”.  Και τι είναι αυτό;  Είναι απλό.  Η οικογένειά της, δανείζεται ένα σωρό πράγματα από το σπίτι, προκειμένου να μπορέσει και εκείνη με τη σειρά της να ζήσει.  Κύβοι ζάχαρης, σπάγκος και ψίχουλα ψωμιού, είναι μερικά μόνο από τα-μικροσκοπικά για εμάς, τεράστια σε ποσότητα για εκείνους-αντικείμενα, που κάνουν την καθημερινότητά τους ευκολότερη.  Τι γίνεται όμως όταν η Arietty καταλάβει οτι η κάλυψή τους έχει προδοθεί και οτι επιπλέον, η υπηρέτρια του σπιτιού, ξεκινάει έναν αγώνα προκειμένου να ξετρυπώσει την τοσοδούλικη οικογένειά της, και να καρπωθεί τη ‘δόξα’ του ευρήματός της;  Και τελικά, ο Sho, είναι ένας ακόμη από εκείνους τους ανθρώπους που θέλουν το κακό της, ή ένας πραγματικός φίλος;

Η ταινία αποτελεί μεταφορά της νουβέλας “The Borrowers”, τη Βρετανίδας συγγραφέως για παιδιά, Mary Norton και παρά το γεγονός οτι το γνωστό σε όλους μας, Studio Chibli, ήθελε να προχωρήσει σε μια μεταφορά του συγκεκριμένου βιβλίου εδώ και…σαράντα χρόνια(!), τελικά κατάφεραν να οδηγήσουν την ιστορία σε παραγωγή, μόλις το 2009.
Αν και έχουμε συνηθίσει τον Hayao Miyazaki στον ρόλο του σκηνοθέτη, τέτοιων εντυπωσιακών, animation προσπαθειών, εντούτοις η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί σκηνοθετικό προϊόν του animator, Hiromasa Yionebayashi, ο οποίος είχε συνεργαστεί με τον Miyazaki και για άλλα animation, όπως τα αγαπημένα μας πια, “Howl’s Moving Castle”, “Ponyo” και “Spirited Away”.  Στη προκειμένη περίπτωση ο Miyazaki κράτησε τον ρόλο του production planner.
Παρά το γεγονός οτι η αναγνωρισιμότητά του, δεν έφτασε εκείνη άλλων κλασικών, japanese παραγωγών όπως το “Princess Mononoke” ή το “Spirited Away” που απευθύνονται έτσι κι αλλιώς, και σε λίγο μεγαλύτερα ‘παιδιά’, κατάφερε εντούτοις να σκοράρει παγκοσμίως γύρω στα $150 εκατομμύρια, πράγμα που έφερε έτσι την Arietty, τέταρτη, στην κατάταξη των πιο πετυχημένων εμπορικά, animation.
Όπως και να’ χει, μπορεί όντως δύσκολα να αγγίζει την αξία των προκατόχων του, παρόλα αυτά το “The Secret World of Arietty” έχει τη δική του απαράμιλλη γοητεία και παιδική αθωότητα, που το καθιστούν must see για τους fan, και οχι μόνο.

Η ιστορία ξεκινάει στην ουσία από τη στιγμή που ο Sho, φτάνει στο σπίτι της θείας του.  Από εκεί και πέρα η μια δράση πυροδοτεί την άλλη, και το πράγμα καταλήγει σε πανωλεθρία για την οικογένεια της Arietty, το μέγεθος της οποίας, δε της επιτρέπει να τα ‘βάζει’ με τους, κανονικού μεγέθους, ανθρώπους.
Σε αντίθεση όμως με το μέγεθός τους, τόσο οι Clocks, όσο και η Arietty συγκεκριμένα, διακατέχονται από ένα βαθύ ένστικτο επιβίωσης, το οποίο είναι αυτό που τους υποκινεί να παλεύουν μέρα με τη μέρα και να ζουν την κάθε τους στιγμή στο φουλ.
Αυτό αποτελεί στην τελική και την ουσία του συγκεκριμένου animation: η ανάγκη κάποιου να παλεύει και να μη παραδίνεται αμαχητί σε τίποτα.  Είτε αυτό λέγεται κακιασμένη υπηρέτρια που χώνει τη μύτη της εκεί που δε τη σπέρνουν, είτε λέγεται σοβαρό πρόβλημα υγείας.
Είναι όμορφο να βλέπεις πόσο αρμονικά και αβίαστα έχει συνδεθεί μέσα από την πλοκή, ο αγώνας του μικρού Sho, ο οποίος αντιμετωπίζει το πρόβλημα με τη καρδιά του, αλλά και ο γολγοθάς της οικογένειας των borrowers, για τους οποίους η κάθε μέρα είναι και ένα τεράστιο βουνό δυσκολίας.  Και όμως, δε τα παρατούν, αλλά συνεχίζουν να προσπαθούν για οτι καλύτερο μπορούν.  Η μητέρα φροντίζει το σπίτι, ο πατέρας κουβαλάει τα αγαθά, και με τη βοήθεια της Arietty, τα πράγματα δείχνουν ελπιδοφόρα.  Επειδή όμως μιλάμε για την παράδοση των Ιαπώνων, οι οποίοι όλο και κάτι θέλουν να σε διδάξουν μέσα από τα κινούμενα σχέδιά τους, οι ζωές και των δυο πλευρών δεν είναι και τόσο εύκολες, καθώς ο καθένας τους, καλείται να αντιμετωπίσει και από ένα εμπόδιο το οποίο θα αποκαλύψει στη συνέχεια, το είδος του ανθρώπου το οποίο είναι: λιγόψυχος ή αγωνιστής;

Το εξίσου ενδιαφέρον της υπόθεσης έχει να κάνει με το πως αντιμετωπίζονται οι κακοτυχίες από τους πρωταγωνιστές, αναφορικά μάλιστα και με το μέγεθός τους.
Από τη μια πλευρά ο Sho, αν και μπροστά στα μάτια της Arietty είναι ένας γίγαντας, εντούτοις στην αρχή της ταινίας (και σε ένα μεγάλο ποσοστό της), μοιάζει φοβισμένος για την επερχόμενη εγχείρηση, αγχωμένος και με μια απαισιόδοξη διάθεση στο μυαλό του, σχετικά με την έκβάσή της.  Αντιθέτως η γλυκιά Arietty, είναι αισιόδοξη, χαρούμενη και ζωηρή, παρά το γεγονός οτι η ζωή της απειλείται διαρκώς από πράγματα που εμάς μας φαίνονται τουλάχιστον αστεία: μια…ακρίδα, μια γάτα, ή η απουσία προσανατολισμού μέσα στον κήπο, μπορεί να αποτελέσουν θανάσιμο κίνδυνο για εκείνη και την οικογένειά της.  Και όμως, εκείνη αγωνίζεται και προσπαθεί, σε πείσμα όλων αυτών.
Επομένως θα έλεγε κανείς, οτι η δύναμη της ψυχής, δεν έχει να κάνει με το ύψος ή το μέγεθος, αλλά με τον τρόπο με τον οποίο αποφασίζεις να δεις τα πράγματα και με το κατά πόσο τελικά, πιστεύεις στον ίδιο σου τον εαυτό.  Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός οτι ο Sho εμψυχώνεται από την ατρόμητη Arietty, και παίρνει κουράγιο, καθώς στον αντίποδα αυτού, υπάρχει και η πραγματική φιλία που της προσφέρει απλόχερα εκείνος, καθώς και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης απέναντι στους ομοίους του.  Και αυτό είναι το σημαντικότερο μάθημα ζωής που παίρνουν και οι δυο.

Από πλευράς animation όπως μπορείτε να δείτε, μιλάμε για ακόμη μια φορά για την παραδοσιακή, επιτυχημένη συνταγή του στούντιο Chibli με τις πολύχρωμες, ζαχαρένιες του εικόνες, την κουκλίστικη πανδαισία αντικειμένων και τα υπερφωτισμένα πλάνα, που σε κανονική ταινία θα ανήκαν μάλλον αποκλειστικά στον Terrence Malick.
Μάλλον αδύνατον να της αντισταθεί κανείς, το “The Secret World of Arietty”, αποτελεί ένα ήπιων τόνων, οπτικοακουστικό θέαμα, που θα σας γεμίσει ζεστασιά και πιθανότατα θα ζωγραφίσει στο πρόσωπό σας, ένα θλιμμένο χαμόγελο.  Αν αυτό το animation ήταν μυρωδιά, σίγουρα θα ήταν μοσχομυριστά, σπιτικά, κουλουράκια κανέλας.  Δείτε το.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο καλύτερος τρόπος να κάνεις οικονομία, είναι να είσαι τόσο δα μικρός, οτι η παράφραση του human being, σε human bean, είναι πολύ εύστοχη, και οτι το κοκαλάκι της Arietty για τα μαλλιά, είναι μια πατέντα που όλα τα κοριτσάκια έχουμε δοκιμάσει κάποια στιγμή: αγαπημένο μανταλάκι.

Και μη ξεχνιόμαστε, ιαπωνέζικα με υπότιτλους.  Οχι μεταγλωτισμένο στα αγγλικά, έλεος!

No trivia

Breaking Bad: All Hail the King

Ξέρετε πως βασικά το blogaki είναι για να ανεβάζει ταινίες.  Παρόλα αυτά, μια στο τόσο και όταν οι περιστάσεις το απαιτούν, βάζω και καμιά σειρά, έτσι για να ξεφεύγουμε λιγάκι και από τα καθιερωμένα.  Βέβαια το να γράψει κανείς για μια σειρά, απαιτεί να έχει δει και όσο τον δυνατόν περισσότερους κύκλους από αυτή (αν δηλαδή έχει πάρει το πράσινο φως για περισσότερους από έναν), μιας που έτσι κάποιος μπορεί να έχει στα σίγουρα μια αρκετά πιο ολοκληρωμένη εικόνα, σχετικά με το περί τίνος πρόκειται.  Έτσι λοιπόν μετά από σειρές όπως το “Dexter”, “Boardwalk Empire” και “Game of Thrones”, περνάμε στη νέα μου εμμονή, μιας που το καλοκαίρι μου έδωσε την ευκαιρία να καθίσω και κυριολεκτικά να λιώσω μπροστά στην οθόνη, ολοκληρώνοντας και την τέταρτή της σεζόν.  Όπως έχετε καταλάβει, μιλάμε φυσικά για το “Breaking Bad”, μια από τις πιο καλογραμμένες και καλοσκηνοθετημένες σειρές που έχω δει ποτέ.  Κι αν ακόμα δεν έχετε πειστεί, ίσως τα παρακάτω σας κάνουν να αλλάξετε γνώμη.

Ο Walter White (Brian Cranston), είναι μια χημική διάνοια, που παρά το τρισμέγιστο ταλέντο και την ταπεινοφροσύνη που ξεπερνάει ακόμα και αυτή του Jesus Christ, δεν έχει καταφέρει να κάνει το πολυπόθητο, μεγάλο βήμα στη ζωή του, παραμένοντας κολλημένος σε ένα τοπικό σχολείο, διδάσκοντας Χημεία.  Το γεγονός βέβαια οτι ο ίδιος είναι σαν καημένος, δε βοηθάει και πολύ τα πράγματα, μιας που ούτε δυναμικό τον λες, ούτε άτομο που υποστηρίζει την άποψή του τον λες, ούτε καν τον άντρα στη σχέση τον λες, μιας που η Skyler White (Anna Gunn), η σπαζαρχί σύζυγος, φροντίζει να τον μανιπιουλάρει και να τον έχει και λίγο μέσα στο extra extra large βρακί της, καθότι έγκυος.  Από την άλλη πλευρά και ο μεγαλύτερος γιος, Walter Jr. (RJ Mitte, ο οποίος υποδύεται έναν έφηβο με κινητικές δυσκολίες και οχι μόνο) δε φαίνεται να πολυκαταλαβαίνει την ‘αδυναμία’ του πατέρα του να ορθώσει ανάστημα με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο.
Έχουμε λοιπόν: έναν σύζυγο η αυτοπεποίθηση του οποίου είναι ένα με το πάτωμα, μια σύζυγο με τούρλα τη κοιλιά, που φυσικά δεν εργάζεται, έναν γιο με πρόβλημα υγείας και έναν μισθό που με το ζόρι φτάνει για τα απαραίτητα.  Και κάπου εδώ, έρχεται το πραγματικά ‘καλό’: o Walter πάσχει από καρκίνο στους πνεύμονες, και οι γιατροί του δίνουν γύρω στον έναν χρόνο ζωής.  Αυτό θα πει καλοτυχία.
Όταν ο καλός Walter ενημερωθεί για την κατάστασή του, θα αποφασίσει να πάρει-επιτέλους-τον έλεγχο της ζωή του στα χέρια του, και να δράσει άμεσα, προκειμένου να εξασφαλίσει οικονομικά την οικογένεια, μετά τον θάνατό του.  Και τότε κάνει το ακόμα καλύτερο: γίνεται μάγειρας κρυσταλλικής μεθαδόνης, παίρνει στη δούλεψή του έναν πρώην μαθητή(!), τον ‘τα ζώα μου αργά’ Jesse Pinkam (Aaron Paul) και πιάνει δουλειά.
Το ταλέντο του ως χημικός θα φανεί γρήγορα, όταν η μπλε, κρυσταλλική μεθαδόνη του, γίνει ανάρπαστη και ξεσηκώσει θύελλα ευφραινόμενης καρδίας στους απανταχού εμπόρους και πρεζόνια, χάρη στη pure, purest σύνθεσή της.  Ο Walt πιστεύει πως έχει πιάσει ήδη τη καλή.  Τι κρίμα που ο κουνιάδος του Hank (Dean Norris) εργάζεται για την DEA (Drug Enforcement Administration), τα μεξικάνικα ναρκω-καρτέλ δεν αστειεύονται, ο ίδιος δεν έχει ιδέα για το πως λειτουργεί το σύστημα, και ο Jesse είναι κάτι περισσότερο από άχρηστος;  Κρίμα indeed.

Από τη χρονιά που ξεκίνησε να προβάλλεται, το “Breaking Bad”, αποτέλεσε κλασικό πελάτη των Emmy Awards, αφού μόνο το 2011 δεν έλαβε κάποια υποψηφιότητα.  Έκτοτε, και μέχρι σήμερα, όλοι μιλούν για τη σειρά-φαινόμενο, που έχει καθηλώσει εκατομμύρια θεατές στους δέκτες του, εξακολουθεί να κερδίζει το ένα βραβείο μετά το άλλο, και να κρατά το ενδιαφέρον στα ύψη, ακόμα και στην 5η σεζόν, η οποία ξεκίνησε και επισήμως από τις 15 Ιουλίου.
Η αλήθεια είναι πως όταν βλέπεις μια σειρά να έχει φτάσει αισίως ως την πέμπτη σεζόν, να εξακολουθεί να κρατάει το ενδιαφέρον σου αμείωτο, και μάλιστα να βρίσκεται στην καλύτερή της στιγμή, ε τότε ο μεγάλος ντόρος γύρω από το όνομά της, καταλαβαίνεις οτι δεν είναι καθόλου τυχαίος.
Βέβαια για να λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους, μεγάλο ρόλο παίζει στη συγκεκριμένη περίπτωση και το κανάλι από το οποίο προβάλλεται η σειρά (μιλάμε βασικά για την επίσημη προβολή της στη τηλεόραση της Αμερικής, και οχι για το downloading των επεισοδίων από το internet).  Το ΑΜC λοιπόν, το οποίο έχει αναλάβει τη προβολή μερικών, από τις πιο επιτυχημένες σειρές (στο πλευρό του Breaking Bad, θα δει κανείς το “Mad Men”, αλλά και το “The Walking Dead”) παίζει μαζί με το HBO (“True Blood”, “Boardwalk Empire”, “Game of Thrones”), στη πρώτη θέση των επιλογών των θεατών, χάρη στο πολυποίκιλο και καλοφτιαγμένο θέαμα που προσφέρουν.  Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, που έπειτα από την τεράστια επιτυχία του “Breaking Bad”, η αναγνωρισιμότητα και η φήμη του AMC, έχει εκτοξευθεί στα ύψη.
Πάντως, για να τα λέμε και λιγάκι μεταξύ μας, κάθε καλωδιακό κανάλι θα ήθελε να έχει στο ενεργητικό του, ένα τόσο βαρύ πυροβολικό, όσο το “Breaking Bad”, καθώς αρκεί να δεις τις πρώτες σεζόν για να καταλάβεις οτι αυτή η σειρά, τα έχει όλα: έξυπνο story, πολυεπίπεδους χαρακτήρες, διαρκείς ανατροπές, εντυπωσιακή σκηνοθεσία, δράση και ρεαλιστικότητα στο έπακρο.  Αν δε την έχεις ήδη ξεκινήσει, here is your time.

Είναι εύκολο να υποπέσει κάποιος σε μοιραίο ολίσθημα, από τη στιγμή που ασκεί κριτική σε μια σειρά, καθώς είναι τόσα αυτά που έχεις δει, και τόσα αυτά για τα οποία θες να μιλήσεις, που και το παραμικρό spoiler, είναι κρίμα και άδικο για όσους δε την έχουν ακόμα πάρει πρέφα.  Έτσι λοιπόν, θα προσπαθήσω να αποφύγω την ανάλυση υπερβολικά, συγκεκριμένων στιγμών της σειράς, και θα μιλήσω λίγο πιο γενικά, για το feeling που σου αφήνει επεισόδιο το επεισόδιο.
Όταν ξεκίνησα και εγώ να τη παρακολουθώ φέτος το καλοκαίρι, ομολογώ πως στην αρχή δε μου είχε φανεί κάτι το εντυπωσιακό, κυρίως επειδή έπρεπε πρώτα να γνωρίσουμε τους χαρακτήρες.  Τι εννοώ;  Οτι μέχρι να καταστούν οι χαρακτήρες επαρκώς κατανοητοί από τη σκηνοθετική ομάδα, εμείς πρέπει να κάνουμε σαφέστατα μια μικρή υπομονή, αν μη τι άλλο, για να δούμε που το πάνε.  Ο χαρακτήρας του Walter δε, πρέπει να αποδοθεί με σαφήνεια, προκειμένου να γίνει αντιληπτή η τεράστια αλλαγή που έχει επέλθει πάνω του για παράδειγμα, στο τέλος της τέταρτης σεζόν.  Για τον λόγο αυτό σας προειδοποιώ, πως αν πιάσετε τον εαυτό σας να βαριέται στα πρώτα επεισόδια, δώστε της λίγο χρόνο (όπως βασικά σε κάθε σειρά που έχετε αντιληφθεί οτι αξίζει) και αφήστε την να εξελιχθεί με τον τρόπο που το κάνει και πιστέψτε με, από εκεί που αρχικά θα νιώθετε οίκτο και συμπάθεια για τον Walter, είναι πολύ πιθανό να νιώθετε αργότερα μια απτή αποστροφή για το άτομό του.  Προσωπικά αισθάνομαι μια άρρωστη περηφάνια για εκείνον (α και δέος, μπόλικο δέος), αλλά who gives a f*ck?  Ο καθένας θα το…βιώσει διαφορετικά το πέρασμα του ήρωα από μια ζωή δίχως μέλλον, σε μια άλλη ζωή, αυτή τη φορά με ένα, όσο δε πάει, επίφοβο παρόν.

Κατά γενική ομολογία, οι ταινίες που πραγματεύονται το θέμα των ναρκωτικών είναι ως επί το πλείστον ή υπερδραματικές με extra focus πάνω σε κάποιον μοιραίο ήρωα, ή καταλήγουν στον αντίποδα, σε φάση “Trainspotting” τύπου ‘είμαι χωμένος μέσα στα σκατά, αλλά και τι να κάνεις;”.  Όταν όμως μιλάμε για τον πεπερασμένο χρόνο μιας κινηματογραφικής ταινίας, οι επιλογές σου είναι έτσι κι αλλιώς περιορισμένες.  Ή θα ακολουθήσεις τη μια κατεύθυνση, ή την άλλη.  Αντιθέτως όταν σου προσφέρονται οι μπόλικες ώρες μιας τηλεοπτικής σειρά, τότε, αν διαθέτεις και το κατάλληλο υλικό, μπορείς να δημιουργήσεις μια κατάσταση-δυναμίτη.  Προφανώς και καταλάβατε οτι το “Breaking Bad”, είναι αυτό ακριβώς.
Εδώ δε μπορούμε να μιλάμε για απόλυτες καταστάσεις, για junkies χωρίς επιστροφή, για τρελαμένα αφεντικά χωρίς τιμή ή τέλος πάντων για μια καθαρά γραμμική, υποθεσιακή εξέλιξη.  Οχι.  Εδώ μπορούμε να μιλήσουμε για προοδευτικά διαφοροποιούμενους χαρακτήρες, για τύπους που από αρνάκια του Θεού, καταλήγουν λύκοι του Διαβόλου, για ωμές συνθήκες βίας, βεντέτες του δρόμου και ένα σωρό δουλείες που στραβώνουν και πάλι από την αρχή.
Ο πρωταγωνιστής της σειράς θέτει σε εφαρμογή ένα επικίνδυνο σχέδιο, από αγνή αγάπη για την οικογένειά του και καταλήγει να αποτελεί στόχο της Δίωξης, των κακών Μεξικανών με τα τσεκούρια, των ύπουλων αφεντικών της meth που αρέσκονται στο τραγανό κοτόπουλο και μυριάδων ακόμα χαρακτήρων, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο σημαντικών, όλων όμως με έναν ρόλο που επηρεάζει και επηρεάζεται.
Το “Breaking Bad” είναι μια ιστορία για έναν πραγματικά good guy, που turned bad, και αυτό είναι μια αυταπόδεικτη αλήθεια.  Άλλοι αποφασίζουν να αλλάξουν ζωή κάνοντας ένα ταξίδι, ένα παιδί, αλλάζοντας δουλειά ή με το να παντρευτούν.  Ο Walter White όμως διαφέρει, καθώς ξεκινάει να κατασκευάζει το pure ναρκωτικό του από καθαρά οικογενειακό συμφέρον.  Αυτό που δεν υπολόγιζε είναι βέβαια και η δική του, προσωπική αλλαγή, από έναν άνθρωπο του σχολείου και έναν καλό σύζυγο/πατέρα, σε έναν άνθρωπο χωρίς πρόσωπο, έναν καραφλό τύπο με μούσι, γυαλιά ηλίου και καπέλο, που ακούει στο κωδικό όνομα Heisenberg.  Και αυτή η ασυνείδητη αλλαγή, είναι που κάνει τον White έναν από τους πιο badass χαρακτήρες που έχεις δει τα τελευταία χρόνια οχι μόνο στη τηλεόραση, αλλά και στον κινηματογράφο.

Η σκηνοθεσία είναι το λιγότερο εντυπωσιακή (για τα δεδομένα μάλιστα μιας σειράς), με πλάνα που έρχονται από τα βάθη του…μαγειρευτικού καζανιού, από τον πάτο ενός σκουπιδοτενεκέ και άλλα τέτοια χαριτωμένα, τοποθεσίες στην άκρη του Θεού, χιλιόμετρα καυτής ερήμου μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου (και ακόμα παραπέρα) και όλα αυτά δοσμένα με έναν τρόπο καθόλα ρεαλιστικό, καθημερινό και επί της ουσίας, πραγματικό.
Το να παίρνεις τόσους πολλούς, ετερόκλητους χαρακτήρες και να τους δίνεις πνοή μέσα σε ένα περιβάλλον που μοιάζουν να μη κολλάνε, αλλά και ταυτόχρονα να είναι το μοναδικό στο οποίο να έχουν μια κάποια τύχη, είναι κάτι το αξιοπρόσεχτο.  Όταν μάλιστα καταφέρνεις και κάνεις το περιβάλλον το ίδιο, εν μέρει, πρωταγωνιστή της σειράς, τότε είσαι μάλλον από εκείνους που δεν αφήνουν τίποτα να πάει χαμένο-και καλά κάνεις, αν αξίζει στη τελική.  Έτσι και εδώ, τα fast forward της κάμερας, τα πανοραμικά πλάνα, οι συνεχείς λήψεις ενός καθάριου, γαλάζιου ουρανού (ταυτόσημου της καθάριας, γαλαζωπής meth;  Who knows?), και η προσήλωση πάνω στους χαρακτήρες, όλα, δημιουργούν μια αίσθηση εναλλακτικής πραγματικότητας, σαν να βρίσκεσαι εσύ σπίτι σου και κάπου εκεί έξω ένας Walter White, παίρνει το κολατσιό του, φοράει τη προστατευτική του στολή και ξεκινάει για να βγάλει το μεροκάματο της ημέρας (κάτι εκατοντάδες, χιλιάδες δολάρια δηλαδή).
Ο Brian Cranston στον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι απλά αποκάλυψη.  Ένας τύπος που τα κάνει όλα και συμφέρει, με την εντυπωσιακή και τρομακτική ομολογουμένως αλλαγή του, να κρατάει πάνω της ολόκληρη της σειρά.  Μοιάζοντας να είναι καμωμένος από τη πάστα ενός πραγματικού ηθοποιού, θέλουμε πολύ να τον δούμε και σε άλλες παραγωγές και είμαι διατεθειμένη να του συγχωρέσω το μικρό ολίσθημα του ρόλου του στο κομπάρσικο “Total Recall” με την ιερή τριάδα των κομπάρσων, Colin Farell, Jesicca Bieal, Keit Beckinsale.
Στο πλευρό του και ο νεαρός Aaron Paul δίνει μια συγκλονιστική ερμηνεία στον ρόλο του Jesse, σε βαθμό που ξεχνάς οτι είναι ένας ηθοποιός που υποδύεται τον ρόλο του.  Διόλου τυχαίο που και οι δυο τους έχουν κερδίσει τα Emma-κια τους, με τον Cranston να είναι υποψήφιος και για Χρυσή Σφαίρα.
Εκτός από τους δυο τους, όλο το υπόλοιπο υποστηρικτικό cast είναι από τα καλύτερα που έχεις δει, με τον Dean Norris στον ρόλο του DEA agent, την Anna Gunn ως αμέμπτου(;) ηθικής συζύγου και τον Giancarlo Esposito ως Gus Fring, να κερδίζουν τις εντυπώσεις.
Συμπέρασμα: Αν δεν την έχεις αρχίσει ακόμα, είναι ώρα σου.  Τόσο εθιστική, όσο και αυτό το καταραμένο, little blue thing που κατασκευάζουν.  Τσέκαρέ την.

Τι έμαθα από τη σειρά: Οτι ο Cranston με κουρούπα-μούσι είναι πολύ κακός, οτι πλέον θα βλέπω τα K.F.C με άλλο μάτι και οτι το ρητό ‘πολλοί τη δόξα εμίσησαν, το χρήμα ουδείς’ παίρνει εδώ, σάρκα και οστά.


No trivia

Trois Couleurs: Bleu: Music and color

Γεια σας, γεια σας και πάλι!  Σήμερα είπα να επιστρέψω και πάλι λίγο στα παλιά, και επί τη ευκαιρία σήμερα που είναι και τα 71 “γενέθλια” του Πολωνού σκηνοθέτη, Krysztof Kieslowski (ακόμα καλύτερα αν ζούσε μέχρι τώρα δηλαδή), αποφάσισα να γράψω μερικά πραγματάκια για την πρώτη ταινία της χρωματιστής τριλογίας του, τη Μπλε.  Να σας θυμίσω οτι αύριο έχουμε και νέες ταινιούλες στις αίθουσες, και μπορείτε να διαλέξετε ανάμεσα στο αργεντίνικο “Medianeras” (Sidewalls) το οποίο είχαμε δει εμείς εδώ στις Νύχτες Πρεμιέρας για πρώτη φορά, το “Rampart”, ένα αστυνομικό, κοινωνικοδραματικό ταινιάκι με έναν βίαιο και εξαιρετικό Woody Harrelson στον πρωταγωνιστικό ρόλο (το είχαμε δει πριν μερικούς μήνες και εδώ στο blog), καθώς και το ιστορικό δράμα “Farewell, My Queen”.  Αν είστε των πιο παλιών μπορείτε να προτιμήσετε τη γοητευτική “Gilda”, το κωμικό “The Philadephia Story” ή το αγωνιώδες “Cape Fear”.  Πολλές οι προτάσεις για όλα τα γούστα, αλλά αν πάλι προτιμάτε να μείνετε σπιτάκι, έχουμε την κατάλληλη ταινία και για μέσα: “Blue”.

Η Julie (Juliette Binoche) είναι μια γυναίκα η οποία καλείται να αντιμετωπίσει τον θάνατο του συζύγου και της μικρής της κόρης, έπειτα από το φριχτό ατύχημα που είχαν με το αυτοκίνητο και από το οποίο μόνο η ίδια κατάφερε να βγει ζωντανή.  Καθόλη τη διάρκεια της ταινίας, το παρελθόν φαίνεται να επιστρέφει διαρκώς, οδυνηρό και ορμητικό, κατακλύζοντας τα αισθήματά της και μην επιτρέποντας στη Julie να κάνει το πολυπόθητο (είναι όμως άραγε πολυπόθητο από την ίδια;) βήμα μπροστά και να συνεχίσει τη ζωή της.  Και όσο εκείνη προσπαθεί να συμβιβαστεί με την σκληρή πραγματικότητα, τόσο το παρελθόν θα της χτυπάει την πόρτα και εκείνη θα γίνεται για ακόμη μια φορά έρμαιό του.  Και οι αναμνήσεις της είναι μουσικές και έχουν χρώμα μπλε…

Το “Three Colors: Blue” αποτελεί την πρώτη ταινία μιας κινηματογραφικής τριλογίας (αποτελώντας και τη πιο αναγνωρισμένη δουλειά του Kieslowski), η οποία αφορά τη σύγχρονη, γαλλική κοινωνία και έχει ως βασικό της μοτίβο τα τρία χρώματα που περιλαμβάνει η γαλλική σημαία: μπλέ, κόκκινο και λευκό.
O Kieslowski ξεκίνησε την καριέρα του σκηνοθετώντας πολλές ταινίες μικρού μήκους, αλλά και documentaries, ενώ οι full length ταινίες του ήταν σαφέστατα λιγότερες σε αριθμό (οχι όμως και σε αξία), ενώ ο ίδιος αποτέλεσε μέλος του κινήματος, “cinema of moral anxiety” (ένα κίνημα το οποίο στόχευε στο να δείξει την επίδραση που είχε ο Κομμουνισμός στους Πολωνούς).  Όσον αφορά το καθαρά κινηματογραφικό του έργο, αναμφίβολα ο μεγάλος σκηνοθέτης, έγραψε ιστορία με την θεματική του τριλογία, επηρρεάζοντας πολλούς νεότερους σκηνοθέτες, και διαδασκόμενος μέχρι σήμερα σε κάθε κινηματογραφική σχολή που σέβεται τον εαυτό της.
Αν και η ‘ταινιακή’ του καριέρα υπήρξε σύντομη (ο ίδιος πέθανε το 1996 από καρδιακή ανακοπή σε ηλικία μόλις 54 ετών), εντούτοις ήταν τόσο πλούσια σε ουσία και περιεχόμενο, ώστε τα film του να αποτελούν αντικείμενο θαυμασμού μέχρι και σήμερα, χάρη στην μεθοδευμένη και καλλιτεχνικά, πλούσια σκηνοθεσία που τις συνόδευε.  Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα, είναι φυσικά και η Μπλε Ταινία.

Είναι σημαντικό να πούμε κάπου εδώ οτι ο Kieslowski κατάφερε να φέρει στα έργα του, μια πνοή αφηγηματικής ανανέωσης, γεγονός που αρχίζει να γίνεται κατανοητό από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας του.  Για παράδειγμα το εντελώς πρωτοποριακό πλάνο του, με την κάμερα να βρίσκεται ‘πίσω’ από τη ρόδα του κινούμενου αυτοκίνητου (το μπλε σαν χρώμα αρχίζει ήδη την κυρίαρχη παρουσία του, ως ουρανός που χαράζει στο βάθος), καθώς και οι υποκειμενικές ματιές των ηρώων που κάνουν σιγά σιγά την εμφάνισή τους, δείχνουν μια απροκάλυπτη διάθεση του σκηνοθέτη για την δημιουργία ενός αυτοαμφισβητούμενου έργου το οποίο εισάγει στην ουσία μια νέα ματιά πάνω στον τρόπο της αφήγησης, εξοστρακίζοντας το μέχρι τότε κλασικό μοτίβο που ακολουθούσαν άλλοι δημιουργοί.  Εξάλλου αν τολμάμε να το πούμε, φαίνεται πως ο Kieslowski προχωράει την ιδέα του Hitchcock περί τις off screen δράσης λίγο παραπέρα, μιας που οχι μόνο μας δίνει κάποιες μόνο νήξεις σχετικά με το επερχόμενο κακό (π.χ η αντίληψη των πραγμάτων από τη πλευρά της κόρης είναι διαστρεβλωμένη, ταραγμένη) χωρίς να προσφέρει τη δράση στο πιάτο, αλλά ταυτόχρονα προτιμά την γοητεία της εξωαφηγηματικής αντίδρασης, καθιστώντας εμάς του θεατές δέκτες ενός γεγονότος, το οποίο βιώνουμε μέσω του βλέμματος (ο κινηματογράφος είναι βλέμμα) ενός νεαρού που τυγχάνει να βρίσκεται στον τόπο του ατυχήματος (δε βλέπουμε ποτέ τη στιγμή καθεαυτή του συμβάντος, μόνο το αποτέλεσμά του).
Θα μπορούσε να πει κανείς οτι ο Kieslowski λειτουργεί ως ένας άλλος Καβάφης, μιας που στις ταινίες του το στοιχείο της τύχης και της σύμπτωσης είναι εμφανές, προωθώντας την ιστορία και θέτωντας κάθε ενέργεια σε κίνηση.  Παρά το γεγονός όμως οτι η τύχη επιφέρει αναγκαστικά ένα κάποιο στοιχείο δραματικότητας, ο σκηνοθέτης επιλέγει να αφήσει εκτός τα επουσιώδη και το υπερδράμα (ολόκληρη σχεδόν οικογένεια ξεκληρίζεται και δε μας δείχνει το δράμα της μάνας; οχι, οχι τουλάχιστον υπό τη μορφή μιας δακρύβρεχτης πραγματικότητας), εστιάζοντας στο θέμα της μνήμης από την οποία πασχίζει από εκεί και πέρα να απελευθερωθεί η ηρωίδα του.

Το μπλε αποτελεί από μόνο του ένα χρώμα παγωμένο και ψυχρό, αλλά την ίδια στιγμή αποτελεί και το χρωματικό σύμβολο της ελευθερίας, τόσο στη γαλλική σημαία, όσο και στην ίδια τη ζωή της Julie.  Από τι όμως πασχίζει να (απ)-ελευθερωθεί η Julie;  Μα φυσικά από το επίπονο παρελθόν της: την απώλεια του συζύγου και του παιδιού της.
Ο Kieslowski φτάνει στο σημείο να ταυτίσει τελικά τη μνήμη και το ίδιο το παρελθόν της πρωταγωνίστριας, με το μπλε χρώμα, το οποίο επειδή ακριβώς βλέπουμε παρόν σε κάθε κομμάτι της ζωής της (π.χ το παραπάνω φωτιστικό το κουβαλάει μαζί της ακόμα και όταν μετακομίζει.  Η προσπάθεια δηλαδή για να προχωρήσει και να ‘ξεχάσει’, συνοδεύεται τελικά και πάλι από τον ερχομό του παρελθόντος) συμπεραίνουμε οτι δεν μπορεί να αποκοπεί από αυτό.  Οχι ακόμα και ίσως ποτέ.
Εκτός από το χρώμα όμως, το παιχνίδι της θύμησης και της λήθης παίζει σε διπλό ταμπλό, καθώς κάθε φορά που κάνει αισθητή την εμφάνισή του το μπλε, η μουσική έρχεται στο μυαλό της Julie και της θυμίζει και πάλι τα παλιά.  Το γεγονός οτι ο άντρας της αποτελούσε έναν διάσημο συνθέτη, ο οποίος άφησε μετά τον θάνατό του, μισοτελειωμένες τις παρτιτούρες του, είναι μια ακόμα ένδειξη οτι η Julie δε μπορεί να απαγκιστρωθεί από το παρελθόν το οποίο την κρατάει δέσμια.  Χρώμα και μουσική συμβολίζουν όλα αυτά που η ηρωίδα προσπαθεί επί ματαίω να θάψει μέσα της.
Πέρα από την υπόθεση της ταινίας όμως, ο Kieslowski οπτικοποιεί με τρόπο θαυμάσιο τον ψυχισμό της Julie, προσδίδοντας στο δημιούργημά του μια ατμόσφαιρα μαγικού ρεαλισμού.  Χρακτηριστικά είναι τα dissolve (η μια εικόνα διαλύεται μέσα στην άλλη), έτσι όπως περνάνε από το μπλε χρώμα, σε μερικά δευτερόλεπτα μαύρης οθόνης, μόνο για να γίνει πιο κατανοητό οτι εκείνη τη στιγμή, κοιτάμε πιο βαθιά στο μυαλό της Julie, ακριβώς όταν ο χρόνος και ο χώρος έχουν πάψει να υπάρχουν.  Το φάγωμα του χωροχρόνου παίζει και αυτό με τη σειρά του στη ταινία, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τον αγώνα της ηρωίδας απέναντι στον πιο αμείλικτο εχθρό: τον χρόνο.

Όλη αυτή η εσωτερική πάλη της πρωταγωνίστριας και η διαρκής παρουσία του μπλε χρώματος στη ζωή της, δημιουργούν μια ανεπανάληπτης ομορφιάς ταινία, η οποία συνδυάζει με τρόπο αρμονικό την υπόθεση και την μεταφορική σημασία του χρώματος.  Δε θυμάμαι κάποια άλλη ταινία στην οποία το χρώμα να αποτελεί τόσο βασικό πρωταγωνιστή (εκτός βεβαίως από τις άλλες δυο ταινίες του Kieslowski, καθώς και το “Ju Dou” (1990) των Zhang Yimou και Fengliang Yang για την οποία σίγουρα θα πούμε κάποια στιγμή) και ταυτόχρονα κοινωνό νοήματος.
Ο ψυχισμός της Julie βιώνει διαρκώς μια αντίφαση η οποία εκφράζεται από διαδοχικά, αντιθετικά ζεύγη: ψυχρό-ζεστό (όπως το παγωτό και ο καφές που παραγγέλνει, αλλά και τα αντίστοιχα χρώματα), αποδοχή-απόρριψη (ενός άντρα που την ποθεί), απόλαυση-τιμωρία.  Έτσι πρέπει να γίνει όμως, προκειμένου η ηρωίδα να οδηγηθεί τελικά στη δική της λύτρωση.
Η σκηνοθεσία του Kieslowski είναι πραγματικά υπέροχη με προσήλωση σε μικρές, μαγικές λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά, τόσο ως προς την καλλιτεχνικότητα της ταινίας, όσο και στο πλαίσιο της ζωής της γυναίκας.  Αν περιμένει κανείς δράση από τη ταινία, μάλλον θα πρέπει να αναζητήσει κάτι διαφορετικό καθώς και η ίδια η ηρωίδα αναλώνεται σε στιγμές που από άλλα film θα αποτελούσαν ενδεχομένως ένα περιττό υλικό (π.χ την βλέπουμε στη πισίνα να κάνει μπάνιο, να ρίχνει μια ζάχαρη στον καφέ της, να φροντίζει τη γλάστρα της κ.λ.π) προφανώς για να τονιστεί η ανάγκη της να περιορίσει τον κόσμο στα αυστηρώς δικά της πλαίσια.
Τα φλουταρίσματα του φακού, τα κοντινά στη Binoche, το παιχνίδισμα με τις αποχρώσεις του μπλε και η φαντασματική σχεδόν μουσική, δημιουργούν ένα σύμπαν προκλητικό, αλλά ταυτόχρονα απειλητικό για την ίδια την οντότητα της Julie.

Η Binoche είναι υπέροχη στον ρόλο της και με αρκετές δικής της έμπνευσης στιγμές που προστέθηκαν στο σενάριο (βλ. παραπάνω εικόνα), μια εκ των οποίων είναι και το τελευταίο πλάνο της ταινίας.  Τα μάτια της, η εύθραυστη ομορφιά και δυναμική της, την βγάζουν εύκολα στην επιφάνεια της ταινίας, με την ίδια ορμητικότητα με την οποία βγαίνει και εκείνη από τα βάθη της πίσίνας, σε μια προσπάθεια να γλυτώσει και πάλι από το αναπόφευκτο.
Όμορφη και ταυτόχρνοα πικρή, το “Troiw Couleurs: Bleu” είναι μια ταινία που οι σινεφίλ αγαπούν έτσι κι αλλιώς, και σίγουρα θα αγαπήσουν και όλοι οι υπόλοιποι, καθώς αποπνέει αλήθεια και συναίσθημα χωρίς να το παρακάνει, βασιζόμενη στην ομορφιά ενός πίνακα.
Τελικά το παν είναι να συμβιβαστείς με το παρελθόν, γιατί μόνο τότε θα μπορέσεις να προσωρήσεις μπροστά.  ΄Η μήπως οχι;

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι μερικές γυναίκες είναι απλά όμορφες ότι κι αν κάνουν, οτι το τέλος της ταινίας θυμίζει έντονα αυτό του “Donnie Darko” (ή μάλλον το αντίστροφο) και οτι η μουσική του Zbigniew Preisner είναι απλά αντριχιαστική.

TRIVIA

  • Για τη σκηνή κατά την οποία η Julie γδέρνει το χέρι της πάνω σε έναν πέτρινο τοίχο, επρόκειτο να φορέσει κάποιο προσθετικό, αλλά επειδή φαινόταν έντονα στη κάμερα και επειδή η Binoche ήξερε οτι είχε μεγάλη σημασία, αποφάσισε να γδάρει το δικό της έτσι κι αλλιώς και να το κάνει να ματώσει.
  • Λέγεται πως για τη σκηνή στην οποία η Julie αφήνει έναν κύβο ζάχαρης να ποτίσει από τον καφέ, ο Kiewslowski είχε βάλει τον βοηθό σκηνοθέτη να δοκιμάσει πολλές διαφορετικές μάρκες, προκειμένου να βρει την μια η οποία θα πότιζε ακριβώς στα πέντε δευτερόλεπτα.
(ΠΗΓΗ IMDB)

Michael: I am the guy your mother warned you about…

Καλή εβδομάδα σε όλους και σιγά σιγά, άντε και καλό μήνα.  Έπειτα από δυο κλασικές, παλιές ταινίες που ποστάραμε την προηγούμενη εβδομάδα, σήμερα λέω να περάσουμε σε πιο σύγχρονα πάλι πράγματα, και να επιστρέψουμε στα classic λίγο αργότερα.  Σήμερα λοιπόν θα ασχοληθούμε με μια ταινία που το ξεκαθαρίζω από τώρα, πραγματεύεται ένα σοκαριστικό θέμα με έναν αρκετά μινιμαλιστικό μεν, σοκαριστικό-και αυτόν-δε τρόπο: την παιδοφιλία.  Η ταινία χρειάζεται γερά νεύρα, αλλά αν τη δει κανείς μέχρι τέλους, θα διαπιστώσει οτι αποτελεί ένα άρτιο δείγμα του πως μπορεί κανείς να προσεγγίσει ευαίσθητα ζητήματα, αφήνοντας όμως εκτός τις πραγματικά ‘περιττές’ λεπτομέρειες.  Ξεκινάμε, με “Michael”.

O Michael (Michael Fuith) είναι ένας παιδόφιλος ο οποίος κρατάει κλειδωμένο στο υπόγειο του σπιτιού του ένα δεκάχρονο αγόρι.  Η ταινία επικεντρώνεται στους πέντε μήνες από τη ζωή του Michael, κατά τους οποίους ο εγκλεισμός του μικρού αγοριού έχει πλέον κλονίσει ολοκληρωτικά τον ψυχικό του κόσμο.  Την ίδια στιγμή ο Michael συνεχίζει κανονικά τη ζωή του, πηγαίνοντας στη δουλειά, έχοντας περιορισμένες, αλλά υπαρκτές, κοινωνικές σχέσεις και ευρισκόμενος μπροστά μιας τεράστιας εκπλήξεως, όταν το αφεντικό στην δουλειά τον ενημερώσει οτι είναι υποψήφιος για την επερχόμενη προαγωγή.  Ζώντας στην ουσία δυο διαφορετικές ζωές, ο Michael καταφέρνει να κρατά το βρώμικο μυστικό του πολύ καλά κρυμμένο, φροντίζοντας να διπλοκλειδώνει την αποθήκη οπού κρατείται το αγόρι, να ηχομονώνει τις πόρτες και γενικότερα να συντηρεί το άτυχο παιδί, κατασκευάζοντάς του ένα μικρό χώρο για να ζει μόνο του.  Φυσικά όποτε οι περιστάσεις το απαιτούν, ο Michael κάνει και τη κλασική του βόλτα από το δωμάτιο του πιτσιρικά, προκειμένου να πάρει αυτό που θέλει και τα πράγματα συνεχίζονται κάπως έτσι μέχρι και το τέλος της ταινίας.  Κάπως…

Ο σκηνοθέτης Markus Schleinzer δημιουργεί ένα καλογυαλισμένο δράμα, με επίκεντρο στην ουσία τη σχέση εξουσιαστή και εξουσιαζομένου.  Η ταινία αποτελεί την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα, καθώς μέχρι πρότινος ο ίδιος εργαζόταν σχεδόν κατ’αποκλειστικότητα ως casting director, συμμετέχοντας μάλιστα στην ταινία του Michael Haneke, “The White Ribbon” η οποία είχε κερδίσει μάλιστα στο φεστιβάλ των Καννών του 2007, τον Χρυσό Φοίνικα (για την ιστορία ο Haneke κέρδισε και φέτος τον Φοίνικα, με τη ταινία του “Amour”).
Εδώ ο Schleinzer κατασκευάζει ένα ημι-αστικό δράμα, με μιουταρισμένο κοινωνικό σχολιασμό, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει οτι καταλήγει να καταστήσει τον πρωταγωνιστή του αρεστό στους θεατές.  Κάθε άλλο.  Ο Michael είναι ένας άνδρας που δεν έχει ηθικές αναστολές, ακόμα και αν δε του φαίνεται, μιας που το μοτίβο του ‘δε του φαινόταν’ και ‘περνούσε απαρατήρητος’, είναι αυτό ακριβώς που επιλέγει και ο σκηνοθέτης, προκειμένου να καταστήσει σαφές οτι τέτοιες άρρωστες ορέξεις, μπορούν να προέρχονται ακόμα και από τον πιο ταπεινό χαρτογιακά.

Η ταινία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα (φυσικά) αλλά πιο συγκεκριμένα στην ιστορία μιας πιτσιρίκας η οποία έπειτα από τον 8χρονο(!) εγκλεισμό της σε ένα υπόγειο, κατάφερε τελικά να ξεφύγει από τον δυνάστη της.  Το ακόμα πιο τραγικό της υπόθεσης, ήταν το γεγονός οτι ο άντρας αυτός ήταν παντρεμένος και διατηρούσε μάλιστα το μυστικό δωμάτιο, στο ίδιο σπίτι στο οποίο ζούσε με την οικογένειά του.  Όπως είχε χαρακτηριστικά δηλώσει η γυναίκα του, δεν είχε καταλάβει το παραμικρό από αυτή τη ‘δράση’ του άντρα της…
Η αλήθεια είναι πως μπορεί κάποιος να με ρωτήσει, γιατί να δει αυτή τη ταινία;  Για ποιον λόγο να υποστεί αυτή τη ψυχική δυσαρέσκεια, βλέποντας ένα παιδί να αποτελεί σεξουαλικό υποχείριο ενός ενήλικα;  Αν έπρεπε να απαντήσω θα έλεγα, γιατί αποτελεί στην ουσία ένα ψυχογράφημα της ανθρώπινης κατάστασης, όπως αυτή βιώνεται τόσο από τη πλευρά του Michael, όσο και από αυτή του μικρού Wolfgang.
Η ταινία δεν έχει εμφανείς σεξουαλικές διαστάσεις και καλά κάνει, αλλά περισσότερο μένει στα υπονοούμενα και τις εικονικές υποθέσεις.  Το πριν και το μετά είναι τα μόνα που έχουν σημασία, καθώς το τώρα (όσον αφορά το τι γίνεται δηλαδή ανάμεσα στους δυο πρωταγωνιστές) δεν έχει καμία ανάγκη οπτικής ύπαρξης και συνεπώς δε το βλέπουμε και ποτέ.  Παρόλα αυτά πολλές φορές μια κατάσταση που υπονοείται, ένα βλέμμα, μια κίνηση του χεριού ή το κλείσιμο μιας πόρτας, μπορούν να πουν περισσότερα, με τρόπο καθόλα δυναμικό και αναπόφευκτα σκληρό.

Η σκηνοθεσία της χαρακτηρίζεται από μια ψυχρότητα, αντίστοιχη αυτής που μπορεί να συναντήσει κανείς σε σκανδιναβικές παραγωγές, γεγονός που δένει απλά ιδανικά με το δύσκολο περιεχόμενό της.  Πέρα από την ιστορία που πραγματεύεται όμως, το “Michael” είναι μια ταινία με εντυπωσιακά μινιμαλιστική σκηνοθεσία, που σου περνάει τα μηνύματα που θέλει με τρόπο απλό, λιτό και περιεκτικό.
Την περασμένη εβδομάδα είχαμε κάνει στα σεμινάρια για τον μεγάλο, Δανό σκηνοθέτη Carl Theodor Dreyer και πιο συγκεκριμένα για τη ταινία του “Gertrud”.  Ένα πλάνο της ταινίας, έδειχνε την πρωταγωνίστρια να κλείνεται στο δωμάτιό της, και την κάμερα να μένει κολλημένη πάνω στην κλειστή πόρτα.  Το γεγονός οτι γνωρίζαμε πως πίσω από αυτή τη πόρτα, παίζεται ένα παιχνίδι θανάτου, καθώς η Γερτρούδη είχε πλέον φτάσει στο τέλος της ζωής της, ήταν κάτι το συγκλονιστικό να το σκέφτεται κανείς, καθώς όλο το κινηματογραφικό στήσιμο, έπαιρνε σάρκα και οστά, μέσα από αυτό το απλό πλάνο της υπόνοιας.
Έτσι κι εδώ λοιπόν, όταν ο Michael επισκέπτεται στο δωμάτιο τον Wolfgang, η κάμερα δε μπαίνει ποτέ από τη μέσα πλευρά, αλλά παραμένει απ’ έξω, φιλμάροντας έναν κενό χώρο, πίσω από τον οποίο όμως, παιζόταν μια φρικτή πραγματικότητα.  Η δυναμική ενός τέτοιου πλάνου είναι απλά συνταρακτική.
Παράλληλα η ταινία είναι γεμάτη από μικρές στιγμές, ψυχολογικής διάστασης που σκιαγραφούν ιδανικά τους χαρακτήρες, και τον τρόπο που συμπεριφέρονται ανάλογα τις περιστάσεις.  Για παράδειγμα ο Michael, σαν ‘καλός’ πολίτης που είναι, δεν καπνίζει μέσα στο σπίτι, αλλά έξω από αυτό.  Αν προσέξει κανείς θα δει, οτι αυτό γίνεται όσο ο ίδιος διατηρεί τον έλεγχό του πάνω στο αγόρι.  Όταν κάποια στιγμή ο Wolfgang αρρωστήσει, ο Michael τοποθετείται να καπνίζει μέσα στο σπίτι, δείχνοντάς μας με τρόπο ξεκάθαρο και απλούστατα ιδιοφυές, οτι έχει χάσει τον έλεγχο της καθορισμένης καθημερινότητάς τους και ακόμα χειρότερα, βρίσκεται σε μια θέση που δε ξέρει τι να κάνει για να βοηθήσει τον μικρό.
Με τον ίδιο τρόπο κινούνται τα πάντα μέσα στη ταινία.  Ράθυμα, με ψυχολογικές εξάρσεις και ανατροπές, το δράμα εκτυλίσσεται, μέχρι και την οριστική του κορύφωση στο τέλος.

Οι ερμηνείες είναι κοφτές και εντελώς ρεαλιστικές, χωρίς υπερβολές, γεγονός που θα πήγαινε έτσι κι αλλιώς κόντρα σε όλη την υπόλοιπη δομή της ταινίας.  O Fuith είναι τόσο υποδόρια σάπιος όσο δε πάει, ενώ ο David Rauchenberger, ο μικρός που παίζει τον Wolfgang είναι απλά σπαρακτικός, καθώς μπορεί να μη λέει πολλά, αλλά όταν τελικά τα πει, χτυπάει κατευθείαν στο κόκαλο.
Τέλος θα σας έλεγα να προσέξετε ιδιαίτερα και τους διάφορους ήχους της ταινίας (κλειδαριές που κλειδώνουν, πόρτες που τρίζουν, κρέας που τσιτσιρίζει στο τηγάνι κ.α) οι οποίοι φαίνεται να αποτελούν τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές, καθώς καταφέρνουν να ανάγουν ένα κοινότυπο σπίτι, σε φυλακή και κάτι εντελώς εφιαλτικό.
Το “Michael” είναι μια ταινία που προκαλεί το μυαλό και την ψυχή σας, τόσο σκληρή όσο και η ίδια η πραγματικότητα.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι όταν κάποιος σε ρωτάει ‘τι θες να σου χώσω, το π**λί μου ή το μαχαίρι’, η καλύτερη απάντηση είναι το μαχαίρι, οτι ακόμα και έτσι σαν ανάποδο γαμώτο αν είσαι, κάποια γκόμενα θα σου κάτσει και οτι θέλει πολλά κότσια να παίξεις και τον ρόλο του Michael, αλλά και αυτόν του Wolfgang.

No trivia

Game of Thrones: Winter is coming…

Hello hello! Τι κάνουμε guyz?  Λοιπόν σήμερα είπα να ασχοληθούμε με κάτι πιο της σειράς, και πιο συγκεκριμένα το “Game of Thrones”.  Φαντάζομαι όλοι-λίγο πολύ-έχετε μπει σε περιέργεια να τσεκάρετε από ένα επεισόδιο της σειράς φαινόμενο πλέον, έως και όλη τη σεζόν (εγώ ανήκω όπως καταλάβατε στη δεύτερη κατηγορία) και παρά το γεγονός οτι το blog μου έχει να κάνει κατά κύριο λόγο με ταινίες, έχω και μια κατηγοριούλα με σειρές που με ιντριγκάρουν.  Οχι πολλές η αλήθεια είναι, αλλά όσες έχω συμπεριλάβει στη λίστα μου, πραγματικά με έχουν ενθουσιάσει.  Κάτι ανάλογο έγινε και με το επικό, “Game of Thrones”.  Πολλοί μου έλεγαν για το truly επικών διαστάσεων story της σειράς (και το boyfriend επίσης, το οποίο κατάλαβα αργότερα γιατί την εκτιμά τόσο πολύ : P) και το μόνο που έμενε ήταν να το ανακαλύψω και μόνη μου.  Ε λοιπό τον ανακάλυψα και σας το παρουσιάζω.

Από που να ξεκινήσει κανείς να λέει για τη συγκεκριμένη σειρά.  Ίσως από τη πρώτη σεζόν;  Σωστά, ας το πιάσουμε το πράγμα από εκεί λοιπόν.
Επτά μεγάλες οικογένειες αρχίζουν έναν αγώνα χωρίς προηγούμενο, προκειμένου να καταφέρει η κάθε μια από αυτές, να επικρατήσει έναντι των υπολοίπων και να αναλάβει τον έλεγχο της μυθικής γης του Westeros.  Την ίδια στιγμή ο βασιλιάς Robert Baratheon αποφασίσει να κάνει μια επίσκεψη στο Βορρά, και συγκεκριμένα στον παλιό του φίλο Eddard Stark, Άρχοντα του Winterfell προκειμένου να του εκφράσει την επιθυμία να τον καταστήσει το Δεξί του Χέρι, το ύψιστο αξίωμα έπειτα από αυτό του Βασιλιά.  Παρά το γεγονός οτι ο Stark λαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τις ύποπτες (και μάλλον δολοφονικές ενέργειες) οι οποίες οδήγησαν το προηγούμενο Χέρι στον θάνατο, δέχεται τη θέση, προκειμένου αφενός να προστατέψει εκ των έσω τον Βασιλιά και αφετέρου να ερευνήσει εις βάθος αυτές τις ανησυχητικές ειδήσεις.

Παράλληλα η Βασίλισσα δε κάθεται φρόνιμα, αλλά απ’οτι φαίνεται μαζί με την υπόλοιπη φάρα των Lannister δολοπλοκεί εις βάρος του…συζύγου της, για την ανατροπή του και την απόκτηση της εξουσίας.  Πέρα από τη θάλασσα οι τελευταία απόγονοι μιας ακόμα ευγενούς οικογένειας, αυτής των Targaryens, αγωνίζονται να βρουν στρατό και να διεκδικήσουν με τη σειρά τους τον Σιδηρούν Θρόνο ο οποίος τους στερήθηκε.  Η όμορφη Daenerys κρατάει μερικούς καυτούς άσσους στο μανίκι της…
Οι εναπομείναντες οικογένειες, αυτές των Greyjoy, Tully, Arryn και Tyrell, ακονίζουν τα δικά τους νύχια και μαχαίρια, και περιμένουν την κατάλληλη στιγμή προκειμένου να κάνουν την παρουσία τους αισθητή.  Ο πόλεμος βρίσκεται προ των πυλών, και εκτός από το ποτάμι αίματος που φαίνεται να τους περιμένει όλους, έρχεται να προστεθεί ένα πανάρχαιο κακό το οποίο έχει αρχίσει να ξυπνάει στον Βορρά.  Η μαυροντυμένη φρουρά των Night Watch είναι η μοναδική που στέκει ανάμεσα στον κόσμο του βασιλείου, και τον παγωμένο τρόμο που ελοχεύει πέρα από αυτό.  Αλλά ακόμα και εκείνοι μοιάζουν να μη μπορούν να σταματήσουν τις σκοτεινές δυνάμεις που ανασυντάσσονται.  Και σύντομα οι δολοπλόκοι άντρες, οι θανατηφόρες γυναίκες και τα συμφεροντολόγα τσιράκια, δεν θα έχουν που να κρυφτούν…

Η σειρά θεωρείται ήδη μια από τις πιο επιτυχημένες ever, έχοντας κατακτήσει μια Χρυσή Σφαίρα (για την εξαιρετική παρουσία του μικροσκοπικού, αλλά τεράστιου Peter Dinklage) και αναρίθμητες ακόμη υποψηφιότητες, για καλύτερες γυναικείες παρουσίες, σκηνικά, κοστούμια, σκηνοθεσία, μουσική επένδυση και ένα σωρό άλλα.
Το γεγονός οτι αποτελεί παραγωγή του HBO μόνο τυχαία δεν μπορεί να θεωρηθεί, καθώς τα τρία αυτά γράμματα, αποτελούν πλέον εγγύηση πολλών, καλών και αξιοζήλευτων παραγωγών.  Από τους “The Sopranos”, το “Six Feet Under”, το “True Blood” και το “The Wire”, μέχρι το καλοφτιαγμένο “The Boardwalk Empire”, το πολύ καλό “In Treatment” και τώρα το “Game of Thrones”, το HBO έχει αποδείξει οτι ξέρει να βγάζει στη πιάτσα σειρές, που τα έχουν όλα.  Και το “Game of Thrones” καταφέρνει και συνδυάζει με ιδανικό τρόπο την οργιάζουσα δράση μιας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με τα δολοπλόκα και διψασμένα για δύναμη μυαλά μιας-γιατί οχι;-εν δυνάμει αρχαϊκής, ελληνικής φύσεως.  Τα ίδια κάναμε και εμείς.  Απλά καλύτερα.

Η σκηνοθεσία είναι πέρα για πέρα εντυπωσιακή, και τα σκηνικά τόσο αληθοφανή που νομίζεις οτι θα κάνεις μια βουτιά, και θα βρεθείς μονομιάς σε μια εποχή άλλη, μια εποχή δράκων, μαγείας και λασπωμένων πανοπλιών.
Η χρήση των CGI είναι πραγματικά εξαιρετικά δουλεμένη, προσεγμένη και προσαρμοσμένη με τρόπο που δε ξενίζει και κυρίως, δε μοιάζει ψεύτικος.  Σε κάνει πραγματικά να πιστεύεις οτι η Γη του Westeros κάπου υπάρχει και μπόλικα παλικάρια σφάζονται στη ποδιά της.  Και όχι μόνο.  Το εντυπωσιακό στην υπόθεση της σειράς είναι ο τρόπος με τον οποίο όλοι κρατάνε τον δικό τους, καίριας σημασίας, ρόλο, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει ξαφνικά στην πιο αναπάντεχη ανατροπή.  Λάγνες, αισθησιακές γυναίκες που κάνουν τα πάντα στον βωμό της εξουσίας και πολεμοχαρείς άνδρες, τυφλωμένοι από τη σιδερένια λάμψη του Θρόνου.
Ο κάθε χαρακτήρας είναι δουλεμένος μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια, κερδίζοντας ή χάνοντας αντίστοιχα τη συμπάθεια του κοινού.  Ο half-man Tyrion Lannister (Peter Dinklage) έχει το απαράμιλλο ταλέντο της διπλωματίας και της πειθούς.  Καταφέρνει και αποσπά τις πληροφορίες που θέλει, όπως θέλει, όταν θέλει και κυρίως από όποιον θέλει, κρατώντας τους γερά δεμένους με τα εκάστοτε μυστικά τους.  Ο νεαρός, σαδιστής Βασιλιάς Joffrey (Jack Gleeson), αποτελεί εύκολα έναν από τους πιο μισητούς (αν οχι τον πιο μισητό) χαρακτήρες της σειράς, χάρη στο άδειο κεφάλι του, τον παδικό το εγωισμό και την χαιρέκακη φύση του, που ικανοποιείται μόνο από ματωμένα μάγουλα και παλουκωμένα κεφάλια.  Η μητέρα του, Βασίλισσα Cersei (Lena Headay) μια φιλόδοξη και πονηρή γυναίκα, που κάνει τα πάντα για να διατηρήσει την όποια ψευδαίσθηση ισχύος, και η όμορφη, δυναμική Daenerys (Emilia Clarke) η οποία επωμίζεται το βάρος ενός ολόκληρου λαού πάνω της, είναι μόνο μερικοί από τους τόσους πολλούς χαρακτήρες, που όμως ο καθένας μένει καρφωμένος στο μυαλό στου, για τους δικούς του λόγους…

Το περιβάλλον του μυθικού κόσμου είναι δομημένο με κάθε λογής λεπτομέρεια.  Από τα διαφορετικά μεταξύ τους βασίλεια, μέχρι τα κοστούμια, τη θαλάσσια δύναμη του ενός, ή την παγωμένη ηρεμία του άλλου, τα πάντα είναι προσεγμένα και right to the point.
Η διαφθορά βασιλεύει, οι δολοπλοκίες αποτελούν το βασικό συστατικό της καθημερινότητας, το σεξ είναι φυσικά αναπόσπαστο κομμάτι,προκειμένου τα αρσενικά και τα θηλυκά να εκτονώνουν τις ορμές τους ή και να επιτυγχάνουν τους προσωπικούς τους σκοπούς και βλέψεις, η γύμνια είναι στο φουλ (hooray! αγόρια), τα σπαθιά μπήγονται σε κοιλιές, κεφάλια και τα σχετικά, με περισσή ευκολία, και γενικά οτιδήποτε έχει να κάνει με μια επική σύλληψη κόσμου, μπορείς να το βρεις εύκολα εδώ.
Κάπου εδώ να αναφέρουμε και το γεγονός οτι όλη η ιστορία του “Game of Thrones” προέρχεται από το μυαλό του Αμερικανού συγγραφέα George R.R Martin, ο οποίος ξεκίνησε τη συγγραφή μια σειράς, φαντασιακών νουβέλων, ξεκινώντας από την πρώτη, που τιτλοφορούνταν “A Song of Ice and Fire”.  Χμμμ είχαμε τον Tolkin με το επίσης επικών διαστάσεων “The Lord of the Rings”, και τώρα έχουμε και το σειριακό, epic story του “Game of Thrones”, εκ μυαλού συγγραφέως για ακόμη μια φορά.  Ενδιαφέρον…

Η πρώτη σεζόν μας άφησε με τις καλύτερες εντυπώσεις και τις μεγαλύτερες προσδοκίες, καθώς τον τέλος ήταν υπέροχο, και η αρχή της επόμενης, πολλά υποσχόμενη.  Την αλήθεια μου θα την πω.  Έχω απογοητευτεί λιγάκι μέχρι την μέχρι τώρα πορεία της δεύτερης σεζόν, καθώς το πράγμα κάπου έχει μείνει λίγο στάσιμο.  Σίγουρα η προετοιμασία ενός επερχόμενου πολέμου έχει αξία για όλες τις πλευρές, από την άλλη όμως καλό είναι να αρχίσουμε να βλέπουμε και λίγη ουσιαστική δράση.  Τη δε ιστορία της Kalisi την έχουμε αφήσει στο περιθώριο και είναι κρίμα, γιατί αποτελεί αναμφίβολα από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες.  Βέβαια αν έχεις καταφέρει να πάρεις τα δικαιώματα για τουλάχιστον ακόμα μια σεζόν, κάπου το δικαιολογείς το καθυστερούμενο πράγμα, και κάνεις λίγη υπομονή.  Λίγη όμως.
Γενικά όσοι αρέσκεστε σε καλές σειρές, με μπόλικο σασπένς, αγωνία, υπέροχη εκτέλεση, εξαιρετικό σενάριο και extra δόσεις από μαγεία, μυθικά πλάσματα και supernatural καταστάσεις, τότε το “Game of Thrones” είναι σίγουρα για εσάς.  Δοκιμάστε την σύντομα γιατί, winter is coming, and then, what?

Τι έμαθα από τη σειρά:  Οτι εξαιτίας της άρχισα πάλι Lineage (πφφφ), οτι η αιμομιξία κάνει κακό αποδεδειγμένα και οτι ο Sean Bean δε θα γλυτώσει ποτέ από τη μοίρα του.  Ναι, όλοι ξέρετε τι εννοώ.

No trivia

ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Οι τίτλοι έναρξης της σειράς, που είναι απλά υ-π-έ-ρ-ο-χ-ο-ι

Rampart: Being a corrupted cop and stuff…

 NEW ARRIVAL

Καλημέρα καλημέρα!  Οι όμορφες μέρες συνεχίζονται και απ’οτι φαίνεται έχουμε μπει για τα καλά σε mood καλοκαιρινό.  Λοιπόν επειδή χθες δεν ανεβάσαμε ταινιάκι, είπα να βάλω κάτι σήμερα μιας που το έχω και πρόσφατο στο μυαλό μου.  Σε εμάς αναμένεται μέσα στον Μάϊο και είναι κάτι μεταξύ αστυνομικού δράματος και ανθρώπινου ψυχογραφήματος.  Η αλήθεια είναι πως εγώ τη ταινιούλα ξεκίνησα να η βλέπω γιατί βασικά ήθελα να δω έναν συγκεκριμένο ηθοποιό με τον οποίο έχω φάει τελευταία μια πετριά (γενικά όποτε πετροβολούμαι με κάποιον, πρέπει να δω οπωσδήποτε όσο το δυνατόν περισσότερες από τις ταινίες που βρίσκονται στη φιλμογραφία του.  Tragic i know, αλλά πολλές φορές έχω οδηγηθεί σε κρυμμένα διαμαντάκι χάρη σε αυτή την εμμονή μου).  Το “Rampart” δεν είναι αυτό ακριβώς που λες διαμάντι, καθώς το story κάπου το έχεις ξαναδεί, όπως και τις γενικότερες καταστάσεις του είδους.  Παρόλα αυτά είναι μια καλή ταινία.  “Rampart” λοιπόν.

Ο Dave Brown (Woody Harrelson) είναι ένας από τους τελευταίους διεφθαρμένους μπάτσους με τους οποίους ασχολείται το αστυνομικό τμήμα του Los Angeles.  Ο Dave εργάζεται στο Rampart Division του αστυνομικού τμήματος, το οποίο έπειτα από τον ξυλοδαρμό ενός άνδρα από τον Brown, αντιμετωπίζει την κοινωνική κατακραυγή, αλλά και τις πιέσεις των ανωτέρων που θέλουν να τον θέσουν σε διαθεσιμότητά.  Ο Dave δεν είναι και τόσο συνηθισμένος αστυνομικός, καθώς πέρα από το γεγονός οτι είναι διεφθαρμένος μέχρι το μεδούλι, έχει και μερικά ακόμη χαρακτηριστικά που τον κάνουν το λιγότερο αρεστό άτομο του τμήματος.  Ρατσιστής, μισογύνης, βίαιος, επηρμένος και γυναικάς (ναι όσο κι αν φαίνεται περίεργο από την στιγμή που είναι μισογύνης, είναι και ένας αθεράπευτος γυναικάς, ο οποίος αφού πηδήξει την εκάστοτε γκόμενα, την παρατάει στα κρύα του λουτρού), είναι το κλασικό καθίκι με στολή που δεν είναι και τόσο δύσκολο να συναντήσει κανείς στις μέρες μας.  Το story βέβαια εκτυλίσσεται το 1999, και περιστρέφεται γύρω από τον Brown ο οποίος παρά το γεγονός οτι αποτελεί ένα ανθρώπινο κατακάθι, προσπαθεί εντούτοις να κρατήσει την οικογένειά του ενωμένη και να σώσει όπως όπως το τομάρι του.  Πικάντικη λεπτομέρεια: ο ίδιος έχει ήδη δυο διαζύγια στην κατοχή του, όταν κατά το παρελθόν είχε παντρευτεί με τη σειρά δυο..αδελφές, χαρίζοντας στη κάθε μια και από μια κόρη.  Έτσι λοιπόν τώρα μένουν όλοι μαζί, σαν μια χαρούμενη οικογένεια, την οποία βέβαια φροντίζει τελικά να καταστρέφει μέρα με τη μέρα.  Όπως ακριβώς την καριέρα και τη ζωή του.

Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Oren Moverman, δημιουργεί ένα κλασικό, αστυνομικό δράμα το οποίο περιορίζει τη δράση, για χάρη του ήρωα, τοποθετόντας τον στο μάτι του κυκλώνα τον οποίο έτσι κι αλλιώς ο ίδιος δημιούργησε.
Έπειτα από το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με τη ταινία “The Messenger” (2009) η οποία ήταν και υποψήφια για δυο Oscars (‘Β Καλύτερου Ανδρικού για τον Harrelson και πρωτότυπου σεναρίου για τους Moverman-Camon), το “Rampart” αποτελεί τη δεύτερη δουλεία του, και αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος, είναι μια ταινία που μιλάει για τους ήρωες.  Δε μας αφορούν και τόσο οι αυτές καθεαυτές ενέργειες του ήρωα, αλλά κυρίως ο αντίκτυπος που έχουν αυτές στον ίδιο και τον κοινωνικό του περίγυρο.  Συγγενείς, φίλοι και συνεργάτες τον τοποθετούν στο περιθώριο και τον αφήνουν μόνο, προκειμένου να αναλογιστεί τις συνέπειες των πράξεών του.  Παρόλα αυτά ο Dave σαν χαρακτήρας μοιάζει περισσότερο σαν κακομαθημένο 5χρονο, παρά σαν ενήλικας ο οποίος έχει χάσει τον έλεγχο εδώ και καιρό.  Εξακολουθεί να μη δίνει δεκάρα για τους νόμους (τους οποίους πρώτοι απ’ όλους πρέπει να υπακούσουν αυτοί που τους προστατεύουν) και έχει κάνει καραμέλα το ποιηματάκι σχετικά με την συμμετοχή του στον πόλεμο του Βιετνάμ.
Αν και στις περισσότερες ταινίες το θέμα του Βιετνάμ έχει μια καθαρά δικαιολογητική χροιά, όσον αφορά τα ψυχολογικά προβλήματα ή τα πάσης φύσεως προβλήματα υγείας του ήρωα, εδώ ο πρωταγωνιστής χρησιμοποιεί με τρόπο απροκάλυπτο και ολίγον ξεδιάντροπο, αυτή του την εμπειρία προκειμένου 1) να αποδείξει την αγάπη του για την πατρίδα και κατ’ επέκταση τον σεβασμό απέναντι σε οτιδήποτε εκπροσωπεί το αμερικάνικο ιδεώδες και 2) για να του δοθεί κατά κάποιον τρόπο μια άφεση αμαρτιών, επειδή ακριβώς είναι βετεράνος, ήρωας πολέμου.

Ένα στοιχείο που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση είναι το cast της ταινίας, το οποίο περιλαμβάνει μερικά μεγάλα ονόματα, τα οποία από την άλλη πλευρά, κρατάνε έναν μικρό ρόλο.  Για παράδειγμα ο Steve Bucsemi εμφανίζεται το πολύ για πέντε λεπτάκια, ενώ η Robin Wright κρατάει ένα μεγαλύτερο ρολάκι, στο ρόλο της next fuckable τύπισσας.  Άλλα ονόματα που συναντάμε είναι αυτό της Cynthia Nixon (η κατά κόσμον Miranda από το “Sex and the City”) η οποία υποδύεται τη μια, πρώην γυναίκα του Dave, καθώς και την Anne Heche, η οποία υποδύεται την άλλη.  Επίσης συναντάμε και το Ben Foster, έναν ηθοποιό με τον οποίο ο Moverman συνεργάστηκε και στο “The Messenger”, αλλά και τη Sigourney Wiver στον ρόλο της υπεύθυνης για τον εκδιωγμό του Dave από το Σώμα.
Η αρχική μου έκπληξη σχετικά με το διάσημο cast, έδωσε τη θέση της στην ικανοποίηση μερικών αξιοπρεπέστατων ρόλων από ηθοποιούς όπως η Nixon και ο Foster, οι ρόλοι των οποίων αν και δεν ήταν μεγάλοι, ήταν παρόλα αυτά σημαντικοί για την διαμόρφωση της προσωπικότητας του αδιαφιλονίκητου πρωταγωνιστή, Woody Harrelson.
O Harrelson αποτελούσε νομίζω από πάντα, μια ιδιαίτερη περίπτωση ηθοποιού που ή θα έπαιζε σε ενδιαφέρουσες ταινίες (με τις περισσότερες από αυτές να ακολουθούν μια cult πορεία), ή θα πρωταγωνιστούσε σε αδιάφορες παραγωγές, αρκετές εκ των οποίων, κακές.  Παρόλα αυτά το “Rampart” θα έλεγα πως είναι μια από τις ταινίες του που βρίσκονται κάπου στη μέση: ούτε κακή, αλλά ούτε και κάτι το εξαιρετικό.  Πρέπει όμως να παραδεχτώ οτι αποτελεί έναν από τους πιο πειστικούς, κακούς μπάτσους που έχω δει σε ταινία.

Σίγουρα θα σκεφτείτε σε κάποια στιγμή και εσείς, οτι με τη στολή και το ημικουρούπα κεφάλι του, ο Harrelson θυμίζει έντονα τον-καλό εκεί-αστυνομικό του “Robocop”, Peter Weller.  Βέβαια στη προκειμένη περίπτωση ο πρωταγωνιστής μας έχει να κάνει με ξαφρίσματα χρημάτων, βιαιοπραγία εναντίον πολιτών και μια fucked up life, την οποία υποτίθεται πς προσπαθεί να διορθώσει ίσα για τα μάτια του κόσμου.
Ο Harrelson πετυχαίνει διάνα όσον αφορά την ερμηνεία του, καθώς κακά τα ψέματα οι ρόλοι του παρελθόντος τον έχουν βοηθήσει να διατηρεί ένα συγκεκριμένο status απέναντι σε ανάλογες ταινίες.  Από το “Natural Born Killers” (1994), μέχρι το “No Country for Old Men” (2007) και το “Zombieland” (2009), έχει χτίσει καριέρα πάνω σε ειρωνικούς χαρακτήρες, με στραβό χαμόγελο και μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους.  Το διεφθαρμένο του alter ego στο “Rampart” έχει  πολλά δάνεια τόσο από τους παλιούς του ρόλους, όσο και από σύγχρονες αστυνομικές περιπέτειες/δράματα, όπως το “Pride and Glory” (2008) και το “The Bad Lieutenant” (2009) με έναν σάπιο, αλλά απολαυστικότατο Nicolas Cage.  Δυναμικός όπως πάντα, με επικίνδυνο βλέμμα και έναν αυτάρεσκο προγναθισμό, ο Harrelson είναι για ακόμη μια φορά πιστός στον ρόλο του.

Η σκηνοθεσία ως επί το πλείστον θυμίζει κάμερα στο χέρι, με θολά, μακρινά πλάνα και φλου backgrounds που θέτουν στο κέντρο της εικόνας τους πρωταγωνιστές και τα πάθη τους.  Δεν έχει κάποια ιδιαιτερότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είναι καλή.  Ίσα ίσα σε ανάλογες ταινίες, η αποστασιοποίηση των σκηνοθετικών τρικ βοηθάει ακόμα περισσότερο στην φυσικότητα της δράσης και καθιστά τον θεατή άμεσο δέκτη μιας καθημερινότητας που μπορεί σχεδόν να την αισθανθεί στο πετσί του.
Το “Rampart” είναι μια αναπαράσταση του κλασικού θέματος του μαύρου πρόβατου, που και αυτή τη φορά επιλέγεται στα πλαίσια ενός αστυνομικού τμήματος.  Ενδιαφέρουσα, αν και χωρίς κάποια ιδιαίτερη πρωτοτυπία, μπορεί να σε ‘κρατήσει’ αν αυτό που ψάχνεις δεν είναι η δράση, αλλά η προβληματική προσωπικότητα ενός οργάνου της τάξεως και ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη φύση του ο ίδιος, αλλά και οι άλλοι.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι τα Ray Ban γυαλία είναι φτιαγμένα για τον Harrelson.  End of story.  Οτι ο Jon Bernthal τον οποίο λύσσαξα να δω, παίζει μόνο στη πρώτη σκηνή και πουθενά αλλού (pffff) και οτι η Cynthia Nixon μπορεί να παίξει.  Wow…

No trivia







ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

ABC Monsters, by La Pompadour


ABC monsters from La Pompadour on Vimeo.