What Ever Happened to Baby Jane?: Twisted sister

Hello again!  Σήμερα το menu έχει και πάλι κάτι από τα παλιά και συγκεκριμένα από το μακρινό, το πολύ μακρινό, 1962.  Το “Whatever Happened to Baby Jane?” (θα το λέμε για το υπόλοιπο της κριτικής WHTBJ για συντομία) είναι μια ιδιάζουσα ταινία η οποία περιλαμβάνει δυο από τις μεγαλύτερες κυρίες του κλασικού Hollywood, όταν αυτό βρισκόταν ακόμα στις δόξες του.  Παρά το γεγονός όμως οτι οι δυο τους αποτέλεσαν εξέχουσες φυσιογνωμίες του old time classic, αμερικανικού κινηματογράφου, σε αυτή τη ταινία του-κόντρα στα κατεστημένα- σκηνοθέτη Robert Aldrich, οι Crawford και Davis προκαλούν και προκαλούνται, καθώς επί της ουσίας αναβιώνουν στην μεγάλη οθόνη το άσβηστο μίσος και την αέναη κόντρα που χαρακτήριζε την μεταξύ τους σχέση, στην off screen ζωή.  Εκτός αυτών, μέχρι και σήμερα πολλοί αναρωτιούνται πως τελικά οι δυο τους αποφάσισαν να συνεργαστούν σε μια ταινία, και οχι μόνο αυτό, αλλά να βγάλουν και ένα τόσο δυνατό, creepy και αντισυμβατικό αποτέλεσμα που σπάει κόκαλα.  Ίσως απλά να άφησαν τη φυσική αντιπάθεια που έτρεφε η μια για την άλλη, να τις καθοδηγήσει.  Ακόμα και έτσι όμως το WHTBJ αποτελεί ένα από τα πιο σοκαριστικά δημιουργήματα της χρυσής ακόμα εποχής του Hollywood, με συγκλονιστικές (και υπέροχα τρομακτική από πλευράς Davis) ερμηνείες, και ένα cult status που την ακολουθεί μέχρι και σήμερα.  Here we go…

Η μικρή Baby Jane Hudson ήταν ένα από τα αναρίθμητα παιδάκια με υποτυπώδες ταλέντο, η οποία χάρη στην αθώα, ξανθιά ομορφιά της, τη μελιστάλαχτη φωνούλα που έλεγε τραγουδάκια αφιερωμένα στον μπαμπάκα, και τις χαριτωμένες χορευτικές της φιγούρες, αποτελούσε για το φιλοθεάμον, λαϊκό κοινό ένα παιδί-θαύμα, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα κακομαθημένο παλιόπαιδο, τα καπρίτσια του οποίου φρόντιζε να ικανοποιεί η οικογένεια διαρκώς, μιας που στη τελική ήταν αυτό που έφερνε και τα λεφτά στο σπίτι.  Από την άλλη πλευρά η καστανομάλλα αδερφή της Blanche έπαιζε μόνη της στο άλλο άκρο.  Ήσυχη, ταπεινή και υπάκουη αποτελούσε πάντα την ήρεμη δύναμη που δε προκαλούσε προβλήματα, αλλά αναγκαζόταν να υπομένει στοϊκά όλα τα καπρίτσια της αγγελικής (και ταυτόχρονα disturbing) ομορφιάς, αδελφής της.
Όταν τα χρόνια πέρασαν, οι γονείς πέθαναν και οι ρόλοι αντιστράφηκαν.  Πάνω στο άνθος της νιότης τους, η Blanche (Joan Crawford), πανέμορφη και εκτυφλωτική, ήταν αυτή που έκανε την μια επιτυχία μετά την άλλη στον αδηφάγο, κατά τα άλλα, χώρο του θεάματος, αφήνοντας την αδελφή της Baby Jane (Bette Davis) να φάει την ταλαντούχα σκόνη της, και να περιοριστεί σε μέτριες ταινίες, χωρίς κανένα ηθοποιϊκό ταλέντο.
Και ενώ τα χρόνια εξακολουθούσαν να περνούν και ο ανταγωνισμός ανάμεσά τους μεγάλωνε, ένα τραγικό ατύχημα θα καθηλώσει για πάντα την Blanche σε μια αναπηρική καρέκλα, καθιστώντας την παράλληλα έρμαιο στα χέρια της ζηλιάρας και μπέκρας πια, αδελφής της.  Οι δυο τους φτάνοντας στην τρίτη ηλικία, θα καταλήξουν να μένουν μαζί σε μια Χολιγουντιανή έπαυλη-φυλακή η οποία παραπαίει (ακριβώς όπως και η Jane).  Εκεί μέσα ένα δράμα παίζεται μέρα με τη μέρα καθώς η εθισμένη στο αλκοόλ Jane αρχίζει σταδιακά να χάνει τον έλεγχο και να ξεσπάει λεκτικά και σωματικά πάνω στην ανάπηρη αδελφή της.  H Blanche μην έχοντας άλλη επιλογή, υπομένει και αυτά τα ‘χτυπήματα’.  Για πόσο όμως;

Ο Αμερικανός Robert Aldrich έχει μείνει στην κινηματογραφική ιστορία ως ένας από τους σκηνοθέτες που δεν τυφλώθηκε ποτέ από τα λαμπερά φώτα του Hollywood, και έμεινε μέχρι και την τελευταία στιγμή πιστός στο προσωπικό του cinema.
Μπαίνοντας αρκετά δυναμικά στον χώρο του κινηματογράφου το 1941 ως βοηθός παραγωγής της εταιρίας RKO, o Aldrich κατάφερε σύντομα να ανελιχθεί και να αποτελέσει ένα από τα πιο περιζήτητα ονόματα, με την ειδικότητα πια, του βοηθού σκηνοθέτη.
Το 1953 πραγματοποιεί το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με τη ταινία “Big Leaguer”, ενώ από τότε μέχρι και το τέλος της ζωή του το 1983, θα σκηνοθετήσει περισσότερες από 30 ταινίες, οι περισσότερες από τις οποίες θα φέρουν πάντα την αισθητική του υπογραφή.
Κινούμενος με μαεστρία ανάμεσα σε διαφορετικά φιλμικά είδη, ο Aldrich εμπλούτισε τη φιλμογραφία του, αλλά και τον ίδιο τον κινηματογράφο με ταινίες οι οποίες έγραψαν ιστορία, για τους δικούς της λόγους η καθεμιά. Το “Kiss Me Deadly” (1955) αποτέλεσε υπόδειγμα noir ταινίας, με σκοτεινούς χαρακτήρες και μοιραία υπόθεση, το “WHTBJ” έγινε από τη πρώτη στιγμή το cult διαμάντι του Hollywood με την camp αισθητική, ενώ το πολεμικό/περιπετειώδες “The Dirty Dozen” (1967) έσπασε ταμεία και έκανε τους φανατικούς υποστηρικτές του έργου του, να υποκληθούν μπροστά στην εντυπωσιακή της σκηνοθεσία.  Παρά το γεγονός όμως οτι ο ίδιος κατάφερε να δημιουργήσει τείνει τρόπο σχολή μέσα από τα έργα του (και κυρίως ένα ρεύμα που χαρακτηρίστηκε ως hagsploitation, και θα το δούμε λίγο παρακάτω), να γίνει περιζήτητος στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο και να αποτελέσει αδιαμφισβήτητο auteur για τα δυο μεγαλύτερα σινεματικά περιοδικά, τα Cahiers du Cinema και Positif, εντούτοις η αναγνώρισή του στη χώρα του ήρθε μάλλον ετεροχρονισμένα και κυρίως μετά τον θάνατό του.  Δε πειράζει όμως, και έτσι εμείς έχουμε την τύχη να παρακολουθούμε μέχρι και σήμερα, μερικές από τις πιο κακόβουλα υστερικές και σχιζοφρενικά ταραγμένες περσόνες του παγκόσμιου κινηματογράφου.  Το “WHTBJ” αποτέλεσε σίγουρα τον ‘κακεντρεχή’ κολοφώνα της καριέρας του.

Στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ υπάρχει ένα εκτενές αφιέρωμα που περιστρέφεται τόσο γύρω από την ταινία καθεαυτή, όσο και γύρω από την αιώνια κόντρα των δυο πρωταγωνιστριών της και με αφορμή αυτό, παραθέτω και εγώ μερικά από τα στοιχεία που βρήκα άκρως ενδιαφέροντα.
Τόσο σε επαγγελματικό επίπεδο, όσο και σε προσωπικό οι δυο πάλαι ποτέ ντίβες της χρυσής εποχής τους Hollywood, θα έφταναν στα άκρα προκειμένου να καταφέρει να επιβληθεί η μια στην άλλη και να κερδίσει μερικούς extra πόντους στο star system της εποχής.
Όσο σαγηνευτική, σεξουαλική και totally…bitch υπήρξε η Crawford (η οποία κέρδισε το μοναδικό Oscar στη καριέρα της για την ταινία “Mildred Pierce” το 1945), άλλο τόσο ταλαντούχα, με πιο αμφιλεγόμενη ομορφιά και totally bitch επίσης, υπήρξε και η Davis η οποία κατάφερε να σκοράρει δυο Oscar (ένα για τη ταινία “Dangerous” το 1935 και ένα για το “Jezebel” τρία χρόνια μετά), κάνοντας την μελαχρινή αντίζηλο να φάει τα λύσσακά της.
Η ζωή τους γεμάτη από χολιγουντιανή γκλαμουριά, ξεκατινιάσματα, αλλά και απαράμιλλο ταλέντο δεν μπορούσε φυσικά να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο, παρόλα αυτά όταν άρχισε να καταφτάνει στην Αμερική το νέο, φρέσκο αίμα τα πράγματα άλλαξαν δραστικά.  Οι δυο μεγάλες κυρίες βρέθηκαν στο περιθώριο, γηραιές και μόνες, και το κοινό φάνηκε αρχικά να μη δίνει τη παραμικρή δεκάρα ακόμα και για μια τόσο απροκάλυπτα αναγκαία επιστροφή, μέσω της κοινής τους συνεργασίας στο “WHTBJ”.
Παρά το γεγονός πως δεν ήθελαν ποτέ να συνεργαστούν (ήταν χαρακτηριστική η απάντηση της Davis σε ερώτηση δημοσιογράφου για το εάν θα συνεργαζόταν ποτέ με την Crawford: “μόνο όταν παγώσει η Κόλαση”), εντούτοις η αφάνεια και η λήθη αποτελούν επικίνδυνα, καριερίστικα σαράκια, και έτσι στην πρόταση του Aldrich για επικείμενη κοινή εμφάνιση, οι δυο τους δεν έφεραν αντίρρηση.  Τι κι αν ο Jack Warner (της Warner Bros) είχε δώσει τη δική του, ‘φιλική’ συμβουλή στον Auldrich: “Δε θα έδινα ούτε μια δεκάρα γι’αυτές τις ξεπλυμένες γριές, σκύλες”.  Τι κι αν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων οι κατά λάθος κλωτσιές της Davis στο κεφάλι της Crawford δημιούργησαν έναν wannabe θρύλο γύρω από τη ταινία;  Όπως ακριβώς δηλαδή και τα βαρίδια που λέγεται οτι έβαλε η Crawford στο παλτό της Davis προκειμένου να την πονέσει η μέση, όταν εκείνη σε μια σκηνή, σέρνει την ανάπηρη αδελφή της;  Όπως και να έχει και οτι κι αν συνέβαινε μεταξύ τους, ένα πράγμα είναι σίγουρο: το “WHTBJ” ήταν, είναι και θα είναι μια βαθιά disturbing ταινία, η οποία βρίσκεται τόσο κοντά στην πραγματική αλήθεια των δυο ηρωίδων της, όσο καμία άλλη.

Ακροβατώντας επικίνδυνα ανάμεσα στο ψυχολογικό θρίλερ και το exploitation ‘εμπόρευμα’ (ο όρος hagslpoitation ήρθε και αγκάλιασε κάθε ταινία η οποία περιελάμβανε ηλικιωμένες, ξεπεσμένες ηρωίδες, οι οποίες ως επί το πλείστον αρέσκονταν να βασανίζουν, συζύγους, κόρες, γιούς, ερωμένες, αδελφές και να βυθίζονται σταδιακά σε μια απολαυστική για εμάς, παράνοια) το “WHTBJ” είναι ένα πανηγύρι γκραν-γκινιόλ αισθητικής, μαύρων, κωμικών στιγμών, έντονου αυτοσαρκασμού (οι σκηνές στις οποίες η Bette Davis επιδεικνύει την αλκοολική της μπάκα, είναι απλά υπέροχες), αναμφίβολα camp διάστασης και εκδικητικής μανίας, το οποίο έχει τόσα πολλά-και ένοχα απολαυστικά-στοιχεία που το παρακολουθείς αποσβολωμένος, δεδομένου της μεγάλης, κλασικής επιτυχίας που είχαν κάποτε οι ηρωίδες του.
Οι προσωποποιημένες έννοιες του καλού και του κακού, ενυπάρχουν μέσα στην ταινία σε ξεκάθαρες ποσότητες.  Η Davis αναλαμβάνει τον ρόλο της κακιασμένης αδελφής, με το υπερβολικό μακιγιάζ και την εξτραβαγκαντ αμφίεση, που παραπέμπουν σε τσατσά ξεπεσμένου μπουρδέλου, και αποτελώντας χαρακτηριστικό δείγμα μιας διαταραγμένης προσωπικότητας η οποία δεν ξεπέρασε ποτέ την επιτυχία που είχε ως παιδί-θαύμα (τότε που τα χαριτωμένα, φρου-φρου φουστανάκια ήταν τουλάχιστον όμορφα και το μακιγιάζ φρέσκο πάνω στα ροδαλά, κοριτσίστικα μαγουλάκια).  Από την άλλη η Crawford αποτελεί την πεμπτουσία της καλοκαρδοσύνης και της μεγαλοψυχίας.  Συνδυάζοντας όλα  τα κλισέ ενός χαρακτήρα πάνω της (καλή κοπέλα, που αγαπάει το τέρας/αδελφή της, ακόμα και αν εκείνη ήταν ο λόγος που έμεινε παράλυτη) βρίσκεται στο άλλο άκρο, με συμπεριφορές μελιστάλακτες, πικρό χαμόγελο και άπειρη κατανόηση για την ‘φτωχή, άρρωστη αδελφή της’.
O Aldrich μεταφέρει ιδανικά στη μεγάλη οθόνη το ομώνυμο διήγημα του Henry Ferrell, ενός συγγραφέα περισσότερο γνωστού για τα grand guignol έργα του, αποδίδοντας την αρρωστημένη ατμόσφαιρα μια εξίσου αρρωστημένης σχέσης εξάρτησης, με τρόπο διακριτικά horror και απόλυτα ζοφερό.  Αν μάλιστα κάποιος κοιτάξει πιο προσεκτικά, ίσως δει και μια προσπάθεια του σκηνοθέτη να χλευάσει τελικά τα δημιουργήματα του λαμπερού κόσμου της δόξας, ο οποίος την μια στιγμή σε έχει Θεό και την άλλη σε πετάει στο καλάθι τον αχρήστων σαν ξεζουμισμένη λεμονόκουπα.  Πόσο τυχαίο μπορεί να είναι το γεγονός, οτι οι δυο πρωταγωνίστριες υποδύονται στη ταινία τους πραγματικούς τους εαυτούς;  Δυο ξεχασμένες δηλαδή ντίβες του παλιού, καλού καιρού;

Η σκηνοθεσία περιορίζεται ως επί το πλείστον στο εσωτερικό της τεράστιας έπαυλης, μέσα στην οποία παίζεται και όλο το δραματικό παιχνίδι.  Η μοναδική φορά που οι δυο αδελφές βγαίνουν έξω μαζί, θα σηματοδοτήσει και την τελική αναμέτρηση/λύτρωση με μια εξαίσια σκηνή στην παραλία.
Με επίκεντρο την επικίνδυνα παραπαίουσα συμπεριφορά της Baby Jane (δικαιολογημένα η Davis ήταν υποψήφια για ένα ακόμη Oscar) και την Crawford να περιορίζεται στον ρόλο του παθητικού δέκτη όλης αυτής της ανυπέρβλητης κακίας (πολύ καλή, αν και φαντάζομαι πως δε την δόθηκε η ευκαιρία να αποδείξει το δικό της υποκριτικό ταλέντο), οι δυο τους δημιουργούν μια εξαίσια, διαβολική χημεία που αποδίδει τα μέγιστα και καθιστά τη ταινία αυτό που είναι: ένα creepy ανοσιούργημα, και ένα σχόλιο πάνω στον σαρκοφαγικό κόσμο του θεάματος.  Αν δε την έχετε δει, δώστε της μια ευκαιρία, με αφορμή και την επανακυκλοφορία της στις 26 Αυγούστου.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι οι αρουραίοι έχουν κι άλλη χρησιμότητα, οτι η δικές μας hagsploitation ταινίες σίγουρα θα περιελάμβαναν την Τασσώ Καββαδία και οτι τραγούδι “Ι’ve written a letter to Daddy” το οποίο τραγουδά η Davis, είναι σίγουρα από τις πιο ενοχλητικές στιγμές της ταινίας.


TRIVIA

  • Η περίεργη, έφηβη που ζει δίπλα από τις αδελφές Hudson, είναι στην πραγματικότητα η κόρη της Bette Davis.
  • Κατά τη διάρκεια της παραγωγής η Davis ζήτησε να τοποθετηθεί στο set ένα μηχάνημα της Coca-Cola προκειμένου να τσατίσει την Crawford η οποία ήταν η χήρα του Προέδρου της Pepsi.
  • Στο βιβλίο της “This N’ That” η Davis αναφέρει οτι αρχική σκέψη ήταν να γυριστεί η ταινία έγχρωμη.  Τελικά επειδή η ίδια αρνήθηκε δεν έγινε.  Σύμφωνα με την ίδια το χρώμα θα έκανε απλά μια θλιβερή ιστορία, να φαντάζει όμορφη.
(ΠΗΓΗ IMDB)

Long Weekend: Nature’s way…

Hello again και καλή εβδομάδα να έχουμε.  Γράφοντας στο laptopaki με το κολάρο στο λαιμό, δε το λες και ακριβώς fun, αλλά τι να κάνουμε πρέπει κάτι να γράψουμε, να περάσει και λίγο η ώρα, και να περιμένουμε τη φοβερή πρόταση για καριέρα στο εξωτερικό (όπου να΄ναι έρχεται, i can feel it!).  Όπως πολύ σωστά μαντέψατε, η σημερινή μας πρόταση είναι το “Long Weekend” μια περίεργη ταινία, την οποία οι περισσότεροι έχουν αντιπαθήσει (και καλά έχουν κάνει), ενώ η μειοψηφία την έχει αγαπήσει (και αυτοί καλά κάνουν).  Εγώ για να πω και την αλήθεια μου, δεν είχα κάποια πρόθεση να κράξω τη ταινία, αλλά ούτε μπορώ να πω πως την αγάπησα και παράφορα.  Μάλλον είμαι από αυτούς που βρίσκονται κάπου στη μέση.  Την εκτίμησα μεν για κάποια πράγματα, αλλά με ξενέρωσε και σε σχέση με κάποιο πολύ συγκεκριμένο.  Όπως και να’ χει θα προσπαθήσω να είμαι όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική στη σημερινή μου κριτική, και να παρουσιάσω τόσο τα θετικά, όσο και τα αρνητικά της.

Ο Peter (Jim Caviezel) και η γυναίκα του Carla (Claudia Karvan) αποφασίζουν να πάνε ένα διήμερο, ταξιδάκι αναψυχής κάπου στη θαλάσσια ερημιά της Αυστραλίας, προκειμένου να ξεφύγουν από την πόλη, αλλά και να έρθουν λίγο πιο κοντά.  Η αλήθεια είναι πως τα πράγματα δε πάνε και πολύ καλά μεταξύ τους, και έτσι αποφασίζουν να δώσουν στους εαυτούς τους την ευκαιρία και τη δυνατότητα να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση και τον γάμο τους, μέσα από μια χαλαρή εκδρομούλα.  Ή τουλάχιστον έτσι νομίζουν.  Όταν τελικά φτάσουν στον προορισμό τους, ένα καταγάλανος ωκεανός, μια ήσυχη αμμουδιά και ένα καταπράσινο τοπίο τους περιμένει.  Και εκείνοι ως κλασικοί άνθρωποι των καιρών μας, θα αποφασίσουν να ‘οικιοποιηθούν’ το περιβάλλον τους και να κάνουν ότι γουστάρουν.  Την ίδια στιγμή η σχέση τους οδηγείται σε ολοκληρωτική ρήξη και οι δυο τους ακροβατούν σε τεντωμένο σκοινί.  Το πράγμα όμως δε τελειώνει εδώ.  Η Φύση καραδοκεί.  Και επίσης η Φύση είναι σαν τον Τσακ Νόρις.  Δεν αστειεύεται ποτέ.

Το “Long Weekend” αποτελεί το remake της original, ομώνυμης φυσικά ταινίας του 1978, δια σκηνοθετικής ματιάς Collin Eggleston.
Το remake του 2008 το οποίο εξετάζουμε σήμερα, φρόντισε να κρατήσει την αυστραλιανή τοποθεσία των γυρισμάτων, η οποία αποτελεί τον αδιαμφισβήτητο πρωταγωνιστή της ταινίας.  Και έτσι θα έπρεπε δηλαδή από τη στιγμή που μιλάμε για μια περίεργη ταινία, στην οποία η Mother Nature έχει τον τελευταίο λόγο.
Σκηνοθέτης αυτή τη φορά ήταν ο Jamie Blanks, του οποίου την φιλμογραφία αν τσεκάρει κανείς, θα διαπιστώσει οτι περιορίζεται σε σεξουαλικά θριλεράκια της πλάκας (ναι από αυτά που έχουν απαραιτήτως ένα ξεγυμνωμένο κωλομέρι και ένα σετ από στήθη που περιφέρονται αυτόνομα) και σε τρομολαγνικές ταινίες με οτι να΄ναι δολοφόνους και ακόμα πιο οτι να’ ναι θύματα.  Βεβαίως έχει κάνει την αποδεκτά cult απόπειρά του με το “Urban Legent” (1998) και πρωταγωνιστές τον Joshua Jackson, τον Robert Englund (χαίρε ένδοξο παρελθόν του Freddy Krueger) και τον Jared Leto (ευτυχώς ήρθε μετά και το “Fight Club” και κάπως σώθηκε).
Όπως καταλαβαίνετε δε θα έλεγε κανείς πως κάτω από την καθοδήγηση του συγκεκριμένου ανθρώπου θα μπορούσε να βγει κάτι, έστω αφηρημένα καλό.  Αφού λοιπόν δε το λέει κανείς, θα το πως εγώ.  Το “Long Weekend” αποτέλεσε τον κολοφώνα της δόξας του.  Της όποιας τέλος πάντων…

Το 1963 ο Hitchcock προκάλεσε μέγα σοκ στο φιλοθεάμον κοινό, όταν έβαλε ένα τσούρμο πουλιά (‘The Birds”) να επιτίθενται στους πρωταγωνιστές του, να τους ξε-ματιάζουν και να τους δίνουν αιματηρές, θανατηφόρες τσιμπιές, και μάλιστα χωρίς απολύτως καμία εξήγηση.  Το γεγονός οτι ο μετρ του θρίλερ δεν έδωσε ποτέ απάντηση στη ταινία, σχετικά με το γιατί τα πουλιά επιδίδονταν σε επιθέσεις, δημιούργησε μια ολόκληρη σχολή ταινιών με κεντρικό story, ‘man vs. nature’.
Μπορεί κανείς να μη κατάφερε ποτέ να ακουμπήσει το επίπεδο και το δημιουργικό ταλέντο του Hitchcock (ιεροσυλία, ιεροσυλία!), παρόλα αυτά το γεγονός οτι τη δεκαετία του ’70 ο κινηματογράφος κατακλύστηκε από τέτοιου είδους ταινίες, είναι αναμφίβολο.
Το ανοιχτό τέλος των Πουλιών, ενέπνευσε σειρές επί σειρών σκηνοθετών, οι οποίοι επέλεγαν να εμπλουτίζουν τις ταινίες τους με υπερμεγέθη έντομα και ζώα (“Τhe Deadly Bees”-1967, “Squirm”-1976, “Empire of the Ants”-1977), σε μια προσπάθεια να τονίσουν την ολοένα και αυξανόμενη ασέβεια του ανθρώπου απέναντι στη Φύση.  Που να ζούσαν και σήμερα δηλαδή…

Η cult αισθητική των συγκεκριμένων ταινιών, όσο εμφανής κι αν ήταν, παρόλα αυτά τόνιζε σε ένα βαθμό την αγωνία σχετικά με το μέλλον της Φύσης.
Σήμερα θα έλεγε κανείς πως σκηνοθέτες όπως ο Roland Emmerich (πρωτομάστορας πια) ενδιαφέρονται στο ελάχιστο για την κατά διαόλου πορεία της, και περισσότερο για το οπτικοακουστικό υπερθέαμα και τα πολλά δολάρια που θα φέρει η ταινία.  Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ίσως και να αποδέχθηκα τα όσα είδα στο “Long Weekend”.  Γιατί κατάφερε να με πείσει για την παραπαίουσα σχέση ανθρώπου-Φύσης, με έναν τρόπο που χωρούσε εύκολα μια μεταφυσική ερμηνεία, αλλά και ένα τέλος όμοιο με αυτό του Hitchcock.  Γιατί τέτοιο μένος από πλευράς περιβάλλοντος;  Για όλα αυτά που του έκανε ο άνθρωπος;  Για την έλλειψη σεβασμού και αγάπης;  Μπορεί.  Ίσως όμως και να κρύβεται κάτι ακόμα από πίσω.
Σύμφωνα με τον Robin Wood, συγγραφέα του “Hollywood from Vietnam to Reagan” και ειδικό των films (ο οποίος έχει ερευνήσει εις βάθος τις ταινίες του Hitchcock) στις ταινίες οι οποίες πραγματεύονται την εκδίκηση της Φύσης, δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός, πως “τις περισσότερες φορές αυτή η κινητοποίηση πυροδοτείται είτε από τις σεξουαλικές, είτε από τις οικογενειακές εντάσεις των πρωταγωνιστών”.  Και όντως αυτό έχει μια βάση, καθώς μπορεί να παρατηρηθεί και στο “The Birds”.  Εκεί το σεξουαλικό κομμάτι είναι παρόν.  Η Tipi Hendrern ‘ξεκλειδώνεται’ ερωτικά από τον Rod Taylor, την ίδια στιγμή που εκείνος περιτριγυρίζεται μόνο από γυναίκες: την σκληρή μητέρα του, την αδελφή του και την αντίζηλο της ξανθιάς πρωταγωνίστριας.  Στη περίπτωση του “Long Weekend” μπορεί κανείς να δει το συγκεκριμένο μοτίβο να λειτουργεί.  Ακόμα κι αν δε πρόκειται για Hitchcock.

Η ουσιαστική μου ένσταση έγκειται στο γεγονός οτι το remake δεν φαίνεται να έχει την b-movie αίγλη του αντίστοιχου original.  Η ταινία κινείται σε σύγχρονα μονοπάτια, τοποθετώντας και πάλι την οικογενειακή σύγκρουση στον αντίποδα της εκδικητικής Φύσης, αλλά κάπου η cult μαγεία χάνεται, ακριβώς γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος φαίνεται να την έχει γραμμένη έτσι κι αλλιώς.  Στις ταινίες του ΄70 φαινόταν οτι το άτομο χαρακτηριζόταν από έναν αρχέγονο και ουσιαστικό τρόμο απέναντι στα στοιχεία της Φύσης, αλλά όχι πια.  Το “Long Weekend” θέλει να διδάξει, αλλά χάνει πολύ στον τρόπο με τον οποίο θέλει να το κάνει.  Ο άνθρωπος του 2012 μπορεί και τα βάζει με τεράστια κύματα, σεισμούς, τυφώνες, και θηρία ανήμερα.  Σωστό το περιεχόμενο, αλλά λάθος η προσέγγιση.  Η έλλειψη της αυθεντικής, campy αισθητικής δημιουργεί το πρόβλημα.
Κατά τα άλλα το πρωταγωνιστικό ζευγάρι είναι καλό, πατάει σωστά πάνω στα θεμέλια ενός προβληματικού γάμου, και το ωραίο είναι πως έτσι κι αλλιώς δε σε αφήνει να καταλάβεις αν η Φύση αντεπιτίθεται εξαιτίας της έλλειψης σεβασμού απέναντί της, αν τελικά αποτελεί μια εξωτερίκευση της ήδη διαταραγμένης προσωπικής σχέσης του ζευγαριού, ή αν σε όλα αυτά εμπλέκεται και μια μυστικιστική, μεταφυσική διάσταση στην οποία επιλέγεται να μη δωθεί καμία εξήγηση.
Η σκηνοθεσία είναι όμορφη, αφού σίγουρα το τοπίο σε κερδίζει, ενώ σίγουρα μπορείς να επιλέξεις για το αν θα την αντιμετωπίσεις ως μια κακόγουστη φάρσα, ή ως μια ταινία που ξύνει την επιφάνεια (θα μπορούσε και πολύ περισσότερο) ενός διαφορετικού, ενδιαφέροντος επιπέδου.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι nature is a bitch!, οτι ο η Karvan είναι ιδανικά εκνευριστική και οτι το τοπίο της πατρίδας μου είναι πανέμορφο.  Με εξαίρεση τους καρχαρίες.  Και τους κροκόδειλους.  Την άπειρη ζέστη.  Και ας μη μιλήσω για τις τεράστιες τσούχτρες…


No trivia

ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ 

Loom, by Jan Bitzer, Ilija Brunck, Csaba Letay


The Hunger Games: Not the next Twilight

NEW ARRIVAL

Καλημέρα guyz!  Σήμερα είπα να γράψω δυο λογάκια για την ομολογουμένως, πολύ καλή μεταφορά του “Hunger Games” στη μεγάλη οθόνη.  Έχοντας μια μικρότερη αδελφή, μπορώ και εγώ ενίοτε να παρακολουθώ ταινίες που προκαλούν σούσουρο και οι “Αγώνες Πείνας” έκαναν ακριβώς αυτό από την πρώτη κιόλας στιγμή.  Για να δούμε λοιπόν προς τι όλος αυτός ο χαμός.  “Hunger Games”…

Σε ένα οχι και τόσο μακρινό, δυστοπικό μέλλον η Βόρεια Αμερική έχει καταρρεύσει εξαιτίας λιμών, καταποντισμών και ενός καταστροφικού πολέμου που δεν άφησε τίποτα στο πέρασμά του.  Από τις στάχτες τις παλιάς δύναμης αναδύθηκε μια νέα χώρα, η Panem η οποία απαρτίζεται πλέον από μια υπερ-δύναμη, την Capitol που κόβει και ράβει τις τύχες όλων, καθώς και από 12 Περιοχές (districts).  Ο άκαρδος πρόεδρος της Capitol, Snow (Donald Sutherland) δίνει κάθε χρονιά το έναυσμα για τους Αγώνες Πείνας, μια μάχη ζωής και θανάτου ανάμεσα σε 24 παιδιά (ηλικίας από 12 εώς και 18 ετών), τα οποία επιλέγονται μετά από κλήρωση από καθεμιά από τις 12 Περιοχές.  Ένα αγόρι και ένα κορίτσι, αποτελούν τους άτυχους κλήρους που πρέπει να θυσιαστούν για χάρη των πατεράδων και των μανάδων τους, οι οποίοι είχαν το ‘θράσος’ να εξεγερθούν παλαιότερα ενάντια στην καταπιεστική και εκφοβιστική Capitol.  Επειδή όμως αυτή η μεγαλόπρεπη πόλη ματαιόδοξων φρικιών δε ξεχνά, ο Πρόεδρος φρόντισε να τιμωρήσει την αντίδραση του απλού λαού, προσφέροντας τον ως άρτο και θέαμα κάθε χρόνο, στον λαό της Capitol.  Τα παιδιά καλούνται να πολεμήσουν μέχρι θανάτου μέσα σε μια κατασκευασμένη αρένα, με στόχο την επικράτηση ενός και μόνο νικητή, την ίδια στιγμή που εκατοντάδες κάμερες θα προσφέρουν το πολυπόθητο θέαμα.  Φαίνεται όμως πως αυτή τη χρονιά οι διοργανωτές υπολόγιζαν χωρίς τον ‘ξενοδόχο’, καθώς ένα κορίτσι από την περιοχή 12, η Katniss Everdeen (Jennifer Lawrence) πρόκειται να πάει κόντρα σε όλους τους θεσμούς και τα καπρίτσια της Capitol.  Στο πλευρό της θα βρίσκεται και ο Peeta Mellark (Josh Hutcherson) από την ίδια Περιοχή, προσπαθώντας να στρέψει τα φώτα πάνω στην Katniss και να δημιουργήσει και εκείνος τις κατάλληλες προϋποθέσεις προκειμένου όλοι να προσέξουν, να θαυμάσουν και να συγκινηθούν με το ‘Φλεγόμενο Κορίτσι’.  Γιατί μόνο τότε έχεις μια καλή ευκαιρία να βγεις ζωντανός από την αρένα: να γίνεις αγαπητός στους πολίτες της Capitol και η Katniss δεν είναι ακριβώς ο τύπος του αξιαγάπητου κοριτσιού…

Είχα την τύχη να ξεκινήσω να διαβάζω την τριλογία των Hunger Games 2-3 χρόνια πρίν και είχα πει θυμάμαι, πως αν δε γίνει ταινία αυτή η ιστορία θα είναι πραγματικά κρίμα.
Το κόλλημά μου με τα βιβλία έγινε κατά τρόπο τελείως τυχαίο, όταν είχα επισκεφθεί αρχικά ένα κατάστημα προκειμένου να αγοράσω-κλασικά-κάνα Stephen King.  Επειδή όμως αυτό που ζητούσα δεν υπήρχε, είπα να τσεκάρω τι άλλο κυκλοφορούσε στα ράφια.  Το μάτι μου έπεσε το πρώτο, μαύρο βιβλίο με τίτλο”Αγώνες Πείνας” και καθότι αγαπώ τις ιστορίες που διαδραματίζονται σε κάποιο ενναλακτικό (και κατά προτίμηση δυστοπικό) μέλλον, αποφάσισα να το αγοράσω.  Ε μέτα διάβασα και τα άλλα δυο, και κατάλαβα οτι μόλις είχα γίνει μάρτυρας μιας καλά κεκαλυμμένης προτροπής για…επανάσταση!
Αν κάτι γίνεται προοδευτικά εμφανές στη τριλογία της Suzanne Collins είναι πως ολόκληρη η ιστορία της βασίζεται στην αιώνια ανάγκη του ανθρώπου για ξεσηκωμό και Επανάσταση ενάντια σε ολοκληρωτικά και τυραννικά καθεστώτα, όπως αυτό του Προέδρου Snow, ο οποίος αποτελεί κλασικό παράδειγμα τυράννου.
Έτσι λοιπόν τα βιβλία της αποτελούν τον καθρέφτη που αναπαριστά την προοδευτικά αυξανόμενη δίψα του καταπιεσμένου και εξαθλιωμένου λαού των Περιοχών, για ελευθερία και αποτίναξη του ζυγού.  Και προφανώς για να γίνει κάτι τέτοιο, ο λαός πρέπει να βρει τον έμπνευσή του σε ένα πρόσωπο, σε ένα άτομο που θα βγει μπροστά, θα αναλάβει τα ηνία και θα προκαλέσει απροκάλυπτα την εξουσία, μέσα στο ίδιο της το σπίτι.  Αυτή δεν είναι άλλη από την Katniis Everdeen της Περιοχής 12.

Ο σκηνοθέτης Gary Ross, γνωστός για τις ταινίες του “Pleasantville” (1998) και “Seabiscuit” (2003) καταφέρνει να πιάσει σε ένα μεγάλο ποσοστό το νόημα των βιβλίων και να αποδώσει όσο καλύτερα μπορεί το περιβάλλον ενός ζοφερού μέλλοντος, στη δυομισάωρη περίπου, ταινία του.  Παρόλα αυτά υπάρχουν δυο σημαντικά φάουλ που δε με άφησαν να απολαύσω τη ταινία στην ολότητά της, αλλά μου ‘χτυπούσαν’ άσχημα κάθε φορά που τα εντόπιζα.
Αρχικά η αναπαράσταση του περιβάλλοντος της Capitol ξέραμε (τουλάχιστον όσοι έχουμε διαβάσει τα βιβλία) οτι θα ήταν μια δύσκολη αποστολή.  Από τη μια πλευρά μιλάμε για μια καθαρά προοδευμένη τεχνολογικά πόλη, σε τομείς όπως οι μεταφορές, η βιολογία, η νανοτεχνολογία, η γενετική και ένα σωρό άλλες κατηγορίες, στις οποίες η Capitol έχει φτάσει στο ζενίθ.  Σίγουρα η οπτική απόδοση ενός τέτοιου περιβάλλοντος δεν είναι εύκολη, αλλά την ίδια στιγμή μπορεί να αποτελέσει και μεγάλη πρόκληση.  Ενώ λοιπόν στο γενικότερο σύνολο η κινηματογραφική απόδοση εντός τόσο φουτουριστικού τοπίου ήταν καλή, απείχε μίλια προκειμένου να γίνει εξαιρετική.  Το background πολλές φορές έμοιαζε της πλάκας, σαν να παρακολουθείς δουλειά ερασιτέχνη που δε μπορεί να αποδώσει ψηφιακά την απαιτούμενη εικόνα.  Τα δε θηρία και δολοφονικά έντομα που βρίσκονταν στην αρένα ήταν πραγματική ντροπή, καθώς η CGI αισθητική τους τα πρόδιδε από μακριά (και ήθελα τόσο πολύ να μη βρω καμία ομοιότητα με το “Twiligth”.  Ευτυχώς που περιορίζονται εδώ).  Για να μη παρεξηγηθώ κιόλας, η κακή χρήση των CGI είναι μερική και σε σημεία, και δεν αποτελεί πρόβλημα για όλη τη ταινία.

Δεύτερη ένσταση και ξεμπερδεύουμε είναι η ενόχληση που μου προκλήθηκε από την υπερβολικά shaky κάμερα του Ross στις στιγμές δράσης της ταινίας και συγκεκριμένα του ανθρωποκυνηγητού μέσα στην αρένα.  Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μειωθεί αρκετά η δυναμική των σκηνών αυτών, καθώς το μόνο που είχες τη δυνατότητα να δεις, ήταν μια βίαιη μουντζούρα στην οποία δε ξεχώριζες ούτε άτομο, ούτε και τη πορεία της μάχης.  Ίσως το συγκεκριμένο κομμάτι να αποδόθηκε έτσι προκειμένου η ταινία να καταφέρει να διατηρήσει κάποια καταλληλότητα για το νεότερό της κοινό και συνεπώς να μη χάσει χρήμα.  Παρόλα αυτά ήταν πραγματικά κρίμα που δε καταφέραμε να απολαύσουμε στο έπακρο την μάχη σώμα με σώμα των πρωταγωνιστών.
Και αφού τελειώσαμε με τα ενοχλητικά σημεία, να πούμε και δυο καλά.  Καταρχάς η επιλογή της Lawrence για τον ρόλο της Katniss δε θα μπορούσε να ήταν καλύτερη.  Η Lawrence που έκανε το μεγάλο μπαμ με το προπέρσινο “Winter’s Bone” (2010) καταφέρνει και διατηρεί ψήγματα του ελαφρώς κατατονικού της χαρακτήρα και εδώ, προκειμένου οι αντιδράσεις της να είναι καθόλα δυναμικές και εμφανώς διαφορετικές, όταν διακυβεύεται η ζωή της, ή η ζωή των φίλων(;) της.
Εξίσου καλό είναι και το υπόλοιπο cast με έναν υπέροχο μπεκρή Woody Harelson στον ρόλο του μέντορα της Katniss και του Peeta, Haymitch, την τρελιάρα Elizabeth Banks στον ρόλο της Effie Trinket που της πάει πολύ, καθώς και έναν…Lenny Kravitz που δίνει το σωστό στίγμα και κάνει τη διαφορά.  Για τον Stanley Τucci δε λέω τίποτα, καθώς αυτός ο άνθρωπος παίζει πάντα σε δικό του ταμπλό, ενώ ευχάριστη έκπληξη αποτελεί και ο Wes Bentley με το υπέροχο μούσι του Seneca Crane, τον οποίο είχα πολύ καιρό να δω σε κάτι καλό, από την εποχή νομίζω του “American Beauty” (1999).

Κι αν τώρα σκέφτεστε μετά από αυτά οτι δεν αξίζει να τη δείτε, μάλλον κάνετε λάθος, καθώς η αλήθεια είναι πως έχει περισσότερες καλές στιγμές από κακές.  Το story παρουσιάζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να καταλάβει κανείς τη συμβαίνει, ακόμα κι αν δεν έχει διαβάσει τα βιβλία, οι χαρακτήρες έχουν δομηθεί με προσοχή, η αρένα είναι εντυπωσιακός χώρος μάχης, ενώ και η μουσική επένδυση είναι πρώτης τάξεως.
Στο σύνολό τους οι “Αγώνες Πείνας” είναι μια δραματική ταινία δράσης με επαναστατική βάση, που έχει κι άλλες πτυχές και τις οποίες πρόκειται να ανακαλύψουμε σύντομα στις επόμενες συνέχειές της.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο Kravitz θέλει μόνο μια γραμμή χρυσού eyeliner για να είναι cool, οτι η ταινία μοιράζεται παρόμοια ιδέα, αλλά δεν έχει καμία σχέση με το γιαπωνέζικο “Battle Royale” (2000) και οτι το γκομενάκι που άφησε στη Περιοχή 12 η Katniss και ονομάζεται Gale είναι α) ο αδελφός του τουμπανο-τύπου που υποδύεται τώρα τελευταία τον Thor και β) ο γκόμενος της Miley Cyrus.  Oh god why?

No trivia 



ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Vincent, by Tim Burton

The Crow: A goth story about love, death and revenge

Καλημέρα σας!  Μετά το τέλος και αυτής της ψηφοφορίας μας, έχουμε επιτέλους μια ταινία η οποία έχει παίξει σε πολλά από τα προηγούμενα polls και που αυτή τη φορά κατάφερε να κερδίσει μια θέση στο blog, εξαιτίας του γεγονότος οτι οι περισσότερες από τις άλλες ταινίες έχουν ήδη ανέβει εδώ και καιρό.  Έτσι λοιπόν αν και δεν βρέθηκε στην πρώτη τριάδα, παρόλα αυτά το “The Crow” θα είναι η σημερινή επιλογή. Για πληροφοριακούς λόγους στην πρώτη θέση ήρθε αναμενόμενα το “V For Vendetta” με 24 ψήφους, στη δεύτερη το “The Count of Monte Cristo” με 19, ενώ στην τρίτη η έκπληξη “Carrie” με 17. Thanx for voting again, και επίσης θα ήθελα κάπου εδώ να σας πω οτι δέχομαι οτι προτάσεις θέλετε για να κάνουμε αυτό το blogaki καλύτερο.  Οτι θέλετε και νοιώθετε οτι λείπει, προτάσεις, αλλαγές κ οτιδήποτε άλλο θα θέλατε να δείτε εδώ feel free να μου πείτε, προκειμένου να το ανανεώσω όσο μπορώ : ) Τέλος θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σας σε ένα καινούριο κινηματογραφικό site που θα κάνει το launch του την Πέμπτη και που αποτελεί μια ακόμη προσπάθεια μου να γράφω ευρύτερα, και εκτός των ορίων του προσωπικού μου blog, αλλά και μια ομαδική συνεργασία για ένα καλό, ενημερωτικό και πλήρες σχόλιο πάνω στον εβδομαδιαίο κινηματογράφο και οχι μόνο. Θα σας το υπενθυμίζω καθημερινά, γιατί η αλήθεια είναι πως θα χρειαστούμε ένα πουσάρισμα στην αρχή, so thanx again : ) ! Μετά κι από αυτή την εισαγωγή, περνάμε στα δικά μας και την κλασική πια κριτικοανάλυση της καθημερινής μας ταινίας.  “The Crow”…

Ένας νεαρός κιθαρίστας, ο Eric Draven (Brandon Lee) και η αγαπημένη του Shelly (Sofia Shinas) πέφτουν θύματα μιας συμμορίας η οποία αφού πυροβολήσει στο κεφάλι τον Eric αφήνοντάς τον-σε πρώτη φάση-παράλυτο και ανήμπορο να κάνει το παραμικρό, αναγκάζεται να γίνει μάρτυρας του βιασμού και της δολοφονίας της αρραβωνιαστικιάς του.  Λίγο αργότερα θα ξεψυχήσει και ο ίδιος, όμως η ιστορία δεν τελειώνει εδώ.  Ένα κοράκι θα τον επαναφέρει στην ζωή, σαν άλλον σκοτεινό άγγελο ο οποίος θα ζητήσει και θα λάβει την γλυκιά του εκδίκηση από το υποκοσμιακό τσούρμο που τόλμησε να σκοτώσει την καλή του.  Το κοράκι πιστός καθοδηγητής στο πλευρό του, θα τον οδηγήσει σε έναν-έναν από αυτά τα καλόπαιδα τα οποία θα αρχίσει να ξεπαστρεύει σε ένα βίαιο κρεσέντο.  Μπορεί η εκδίκηση να είναι γλυκιά, αλλά η Shelly έχει ήδη χαθεί για πάντα.  Επιπλέον, ο αρχηγός της συμμορίας Top Dollar (Michael Wincott) θα ανακαλύψει τον θρύλο που κρύβεται πίσω από το κοράκι και τον λόγο για τον οποίο ο Eric μοιάζει ανίκητος.  Μερικές φορές ο θάνατος μοιάζει η καλύτερη επιλογή…
Ο ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτης Alex Proyas ήταν ο άνθρωπος που μετέφερε την σειρά των γοτθικών comic του “The Crow” στην μεγάλη οθόνη.  Με $15 εκατομμύρια budget και περίπου $100 εκατομμύρια εισπράξεις παγκοσμίως, το Κοράκι έτυχε θερμής υποδοχής το μακρινό 1994, και ανάμεικτων συναισθημάτων εξαιτίας του θανάτου του ηθοποιού Brandon Lee (γιο του άσσου των πολεμικών τεχνών/ηθοποιού Bruce Lee) κατά την διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας.  Μπορεί η στιλιστική απόδοση του comic να ήταν έτσι κι αλλιώς πετυχημένη, σίγουρα όμως ο μύθος που αναπόφευκτα την έδενε πλέον με τον οριστικό χαμό του Lee (όσο ειρωνικό κι αν ακούγεται το γεγονός οτι το σενάριο της ταινίας πραγματεύεται την αναγέννησή του και τον ερχομό του από τους νεκρούς) βοήθησε ώστε το Κοράκι να αποτελέσει μια ιδιαίτερα φορτισμένη συναισθηματικά ταινία, την οποία κοινό και κριτικοί αγκάλιασαν από την αρχή.

Ακολουθώντας κοινή πορεία με άλλους γνωστούς σκηνοθέτες όπως ο David Fincher και ο Michael Bay, o Proyas ξεκίνησε την καριέρα του σκηνοθετώντας μουσικά κλιπάκια και διαφημίσεις, για να περάσει στην συνέχεια σε κινηματογραφικές ταινίες οι περισσότερες εκ των οποίων (ομολογουμένως δεν είναι και πολλές) έφεραν την χαρακτηριστική, πεσιμιστική του υπογραφή μέσα από το χτίσιμο ζοφερών, εναλλακτικών, μελλοντικών κόσμων στους οποίους οι χαρακτήρες του αποτελούν κατά κάποιον τρόπο έρμαια τους.  Θυμίζοντας σε στυλ ολίγον από Tim Burton (στο λιγότερο παραμυθατζίδικό του) αλλά και ολίγον από Ridley Scott (χωρίς την υποδόρια, φιλοσοφική του οπτική) ο Proyas καθιέρωσε στις ταινίες του αυτό το μοτίβο των διαφορετικών φουτουριστικών κόσμων, τόσο σε επίπεδο μεταφοράς όπως γίνεται εδώ με το “The Crow”, όσο και σε επίπεδο καθαρά δικής του σεναριακής έμπνευσης, όπως με το “Dark City” (1998).  Αν και σε παραγωγικό επίπεδο δεν γκαζώνει όπως άλλοι συνεργάτες του, καθώς οι ταινίες του απέχουν χρονικά αρκετά η μια από την άλλη (σκηνοθέτησε το 2004 το “I,Robot” και επέστρεψε πέντε χρόνια μετά με τον Nicolas Cage στο “Knowing”), εντούτοις ακολουθεί μια σταθερή, δική του πορεία όσον αφορά το release της εκάστοτε ταινίας του.  Απ’οτι φαίνεται μάλιστα ίσως και να μιλάμε για μια επιστροφή του Proyas στις ποιητικές ρίζες του 1994, μιας που στα επόμενα δυο χρόνια αναμένεται μια ακόμη ταινία του (της οποίας το cast δημιουργεί περίεργες εντυπώσεις, αν πάρει κανείς στα σοβαρά τον Bradley Cooper ο οποίος μετά από την μη συμμετοχή του σε ένα προσδοκώμενο remake του Κορακιού, θα υποδυθεί τον…Lucifer.  Άφεση δίνω μόνο στον Casey Affleck που μετά το “The Killer Inside Me” θα ποθώ για πάντα) η οποία είναι βασισμένη αυτή τη φορά στο ποίημα του John Milton, “Paradise Lost”…

Τον Ιανουάριο του 1845 εκδόθηκε για πρώτη φορά το ποίημα του Edgar Alan Poe, “The Raven”.  Το story (μιας που μιλάμε για ένα ‘αφηγηματικό’ ποίημα) περιστρέφεται γύρω από έναν νεαρό και την επίσκεψη που δέχεται από ένα μυστηριώδες κοράκι που μιλάει.  Ο νεαρός θρηνεί για τον χαμό της αγαπημένης του Lenore, ενώ το κοράκι τον οδηγεί σταδιακά στον δρόμο της τρέλας και της παράνοιας, έναν δρόμο χωρίς επιστροφή.  Σύμφωνα με αναλύσεις επί αναλύσεων, το κεντρικό θέμα του ποιήματος (ακόμα και αν στην ουσία πρόκειται για έναν διαρκή ‘μονόλογο’ του νεαρού πρωταγωνιστή, με ένα κοράκι το οποίο αρκείται στο να επαναλαμβάνει συγκεκριμένες φράσεις και κυρίως την λέξη “Nevermore”) είναι η παντοτινή αφοσίωση.  Ακόμα και όταν ο κοράκι (το οποίο σε πολλές παραδόσεις συμβολίζει το κακό και τον ίδιο τον θάνατο) βρίσκεται σε έναν κάποιον αντίλογο με τον ήρωα, οδηγώντας τον έτσι σε μια κορυφούμενη φρενίτιδα, εντούτοις ο νεαρός άνδρας επιστρέφει διαρκώς στην θύμηση της αιώνια αγαπημένης του.  Όπως λέγεται χαρακτηριστικά, “ο αφηγητής βιώνει μια διαρκή σύγκρουση, ανάμεσα στην ανάγκη του να ξεχάσει και την ανάγκη να εξακολουθήσει να θυμάται”.  Στις μέρες μας η αναγνώριση του ποιήματος του Poe έχει φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη, ενώ και η αντιμετώπιση του ίδιου του ποιητή ως γοτθική, μελαγχολική προσωπικότητα με τα έργα του να χαρακτηρίζονται από περιρέουσα θανατίλα, πικρή θύμηση και φαντάσματα του παρελθόντος, είναι πλέον κλασική αξία.
Σαφέστατα επιρεασμένος από το σκοτεινό κλίμα του Poe, ο δημιουργός του comic “The Crow” James O’Barr προσπάθησε να οδηγηθεί στην δική του προσωπική κάθαρση, όταν και ξεκίνησε να σκιτσάρει την δουλειά του μετά τον θάνατο της αρραβωνιαστικιάς του από έναν μεθυσμένο οδηγό.  Όπως ανέφερε και ο ίδιος σε μια συνέντευξή του: “Καθώς ζωγράφιζα την κάθε σελίδα γινόμουν ολοένα και πιο αυτοκαταστροφικός…Υπάρχει καθαρός θυμός σε κάθε σελίδα”…Ακόμα κι έτσι το graphic novel του με πρωταγωνιστή έναν ρομαντικό, goth κιθαρίστα ονόματει Eric D(raven) έφτασε να πουλήσει κοντά στο ένα εκατομμύριο αντίτυπα παγκοσμίως, αλλά και να γίνει επιτυχημένη ταινία με τον ίδιο τίτλο.  Δυστυχώς η ‘κατάρα’ χτύπησε και τα κινηματογραφικά πλατώ…

Η ερμηνεία του Brandon Lee είναι αισθαντικά υπέροχη.  Μακιγιαρισμένος σαν σατανικός αρλεκίνος σταλμένος από την Κόλαση και με outfit που θυμίζει έντονα τον Ψαλιδοχέρη του Burton, χωρίς τα ψαλίδια, δίνει την καλύτερη ερμηνεία της σύντομης καριέρας του, που είναι καταδικασμένη να είναι και η τελευταία του (14 χρόνια μετά ένας μακιγιαρισμένος Heath Ledger στον ρόλο του σαδιστή joker θα περάσει στο πάνθεον των αδικοχαμένων ηθοποιών, έχοντας δώσει την τελευταία καλύτερή του ερμηνεία, κερδίζοντας το Oscar ‘Β Ανδρικού Ρόλου μετά θάνατον και την παντοτινή υστεροφημία).
Αν και ο τραγικός θάνατος του Lee έδωσε-κακά τα ψέματα- ένα boost στην ταινία, αναμφίβολα ο Proyas έκανε καλή δουλειά.  Συνδυάζοντας την κομικίστικη υφή του O’Barr και κρατώντας τον απαραίτητο νοσταλγικό πεσιμισμό του Poe, δημιούργησε ένα ταινιακό ‘graphic novel’ με ψυχή που κυμαίνεται ανάμεσα στην βιντεοκλιπίστικη cyberpunk αισθητική, τα λοξά πλάνα, τις πανοραμικές λήψεις μιας πόλης που θυμίζει έντονα την σαπίλα της burtonikis Gotham, τον έντονο αποχρωματισμό της εικόνας και την ρομαντική διάθεση του σκοτεινού ήρωα.  Αν και σε πολλές σκηνές ο Lee αντικαταστάθηκε από άλλον ηθοποιό, ο Proyas κατάφερε να κρατήσει τον θρύλο του ζωντανό, κρύβοντας στην ουσία τον ‘νέο’ Eric πίσω από σκιές, δείχνοντάς τον μόνο πλάτη ή χρησιμοποιώντας μακρινά πλάνα.
Το εντυπωσιακό visual style του Proyas γίνεται εμφανές σε όλη την ταινία, από το στήσιμο των σκηνικών και της γενικότερης ατμόσφαιρας, μέχρι και τους πρωταγωνιστές οι οποίοι φάνηκε να μένουν πιστοί στο όραμα για λύτρωση του O’Barr. Αν και ο σκηνοθέτης είχε στο μυαλό του να σκηνοθετήσει ένα ασπρόμαυρο κοράκι, εμπνεόμενος απόλυτα από την μορφή του graphic novel, εντούτοις τα studio παραγωγής που πολλές φορές φαίνεται να παίρνουν τις λάθος αποφάσεις, δεν επέτρεψαν κάτι τέτοιο.  Το αποτέλεσμα ήταν ο Proyas να συμβιβαστεί με ένα πιο μιουταρισμένο και μουνταρισμένο σκηνοθετικό εγχείρημα, αφήνοντας περιθώριο στους Frank Miller/Robert Rodriguez/Quentin Tarantino να κάνουν την επιθυμία του πραγματικότητα 11 χρόνια μετά, με την δική τους οπτική εξτραβαγκάντζα “Sin City” (2005).

Με έναν σκοταδιασμένο κόσμο που έχει ακόμα χώρο για περιπλανώμενες, ρομαντικές ψυχές, ένα σενάριο που μετράει αιώνες δημιουργίας, ένα εκπληκτικό OST από ονόματα όπως οι Cure, Nine Inch Nails, Rage Against the Mashine, Pantera, υπέροχη, ισορροπημένη σκηνοθεσία από τον Proyas και έναν ερμηνευτικό, όσο και κυριολεκτικό μύθο να την σκεπάζει για πάντα, το “The Crow” είναι πραγματικά μια ιστορία για την άσβεστη αγάπη, τον μοιραίο θάνατο και την δίψα για εκδίκηση.  Και όλα αυτά προσωποποιημένα στον αδικοχαμένο Brandon Lee.  Απλά μοναδική ταινία.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι μερικές φορές η κατάρα μπορεί όντως να υπάρχει, οτι όταν επιστρέφεις από τους νεκρούς γίνεσαι πιο kick ass απ’οτι πριν και οτι μερικές φορές η αγάπη μπορεί να είναι παντοτινή…

TRIVIA

  • Ο ρόλος της Shelly είχε προταθεί στην Cameron Diaz αλλά τον απέρριψε γιατί δεν της άρεσε το σενάριο.  Ήξερε να διαλέγει από τότε η Cameron.
  • Σύμφωνα με την βιογραφία του Bruce Lee, ο θάνατος του γιου του είχε προβλεφθεί από τον Bruce λίγο αφότου είχε ξυπνήσει από το κώμα στο οποίο είχε πέσει.  Ο θάνατός του είχε προβλεφθεί πρίν καν ο Brandon αποφασίσει οτι ήθελε να γίνει ηθοποιός.
  • Τις πρώτες μέρες των γυρισμάτων η κατάρα εξαπλώθηκε.  Ένας ξυλουργός έπαθε σοβαρά εγκαύματα όταν ο γερανός του χτύπησε σε κάτι καλώδια ρεύματος, μια μπουλντόζα έπιασε φωτιά, ένας νευριασμένος συνεργάτης-γλύπτης στούκαρε το αυτοκίνητό του στο studio που κατασκευάζονταν τα διάφορα προσθετικά για την ταινία και ένα μέλος του συνεργείου τρύπησε το χέρι του με ένα κατσαβίδι.  Κατά τα άλλα καλά…
(Πηγή IMDB)

Τίποτα το ιδιαίτερο στην tv σήμερα.

Τσακώστε και το concept art όταν ακόμα συζητιόταν ο Bradley Cooper για τον ρόλο του Eric Draven.
Και τα αγαπημένα μας posterakia.
Cu αύριο!

Some Guy Who Kills People: and serves ice cream. Yeah, you can do both!

….and last but not least έχουμε αυτό το ανεξάρτητο, αμερικανικό ταινιάκι με το οποίο θα κλείσουμε την ομάδα των φιλμς τα οποία απόλαυσα στις Νύχτες Πρεμιέρας, μιας που πλέον το υλικό μου από εκεί σώθηκε!  Πάντως με βοήθησε πολύ προκειμένου να έχω στο μυαλό μου μερικές καλές επιλογές, για διάφορα γούστα προκειμένου να απολαύσετε και εσείς με την σειρά σας αυτή της αρεσκείας σας : )  Σήμερα λοιπόν θα κλείσουμε την εβδομάδα μας με μια αρκετά χιουμοριστική και πρωτότυπη ταινία που ελπίζω να σας αρέσει αν και εφόσον την δείτε!  So ας μπούμε κατευθείαν στο ψητό…

O Ken Boyd (Kevin Corrigan) είναι ένας άνδρας που έχει τα προβλήματά του.  Και όταν λέμε προβλήματα, το εννοούμε με όλη τη σημασία της λέξης.  Αποκομμένος από όλους, κλεισμένος στον εαυτό του και το κομικίστικο, ζωγραφικό του ταλέντο, ολίγον σπασικλάκι και γενικά στον δικό του κόσμο από την εποχή της εφηβείας του, μεγάλωσε μόνο για να γίνει μια αρκετά συστολική προσωπικότητα που αποφεύγει τα πολλά πολλά με τους ανθρώπους και εξακολουθεί να ζει με την γηραιά, αλλά πάντα τσαούσα μάνα του Ruth (Karen Black).  Ο Ken έπεφτε πολύ συχνά θύμα λεκτικής, αλλά και σωματικής βίας από τους συμμαθητές του ή τους mutcho guyz του σχολείου.  Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα να οδηγηθεί στο…ψυχιατρείο για αρκετό καιρό, δημιουργώντας έτσι τον ‘μύθο’ που ακολουθεί από’ κει και πέρα κάθε άτομο που τυγχάνει ψυχιατρικής φροντίδας.  Έπειτα από την έξοδό του από την πόρτα του τρελάδικου μια και καλή, ο Ken θα προσπαθήσει να σταθεί στα πόδια του όπως μπορέσει, αλλά τα τραύματα του παρελθόντος βαραίνουν ακόμα την πλάτη του, με αποτέλεσμα να συμβιβαστεί με μια μέτρια ζωή.  Η καθημερινότητά αποτελείται από την δουλειά του στο παγωτατζίδικο της γειτονιάς και την επιστροφή του στο σπίτι, παρέα με τη μαμά.  Κάποια στιγμή όμως ο Ken μην αντέχοντας άλλο αυτή τη ρουτίνα, θα αποφασίσει να της δώσει πραγματικό νόημα αρχίζοντας να κυνηγά και να…εξολοθρεύει έναν έναν όσους πολλά χρόνια πριν τον είχαν καταστρέψει, παίρνοντας έτσι την πολυπόθητη εκδίκησή του.  Ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται…
Σκηνοθέτης αυτής της ανεξάρτητης μαύρης κωμωδίας, είναι ο Jack Perez.  Τώρα θα μου πείτε-και με το δίκιο σας-κάτι μας είπες!  Συμφωνώ.  Και εγώ ιδέα δεν είχα για το ποιος είναι ο κύριος Perez.  Αργότερα βέβαια ανακάλυψα οτι πρόκειται για έναν low profile σκηνοθέτη/σεναριογράφο/παραγωγό, ο οποίος μετράει ήδη 20 χρόνια τόσο στο κινηματογράφο, όσο και στην τηλεόραση.  Αν ακόμα δεν σας έχω εντυπωσιάσει με τα κατορθώματά του, μάθετε και οτι είναι ο δημιουργός του τρισμέγιστου φιλμ “Mega Shark Vs Giant Octopus” (2009), το οποίο αποτελεί μια από τις…χειρότερες ίσως ταινίες που δημιουργήθηκαν ποτέ : )  Το story όπως καταλαβαίνετε είναι πολύ απλό: ένας υπερτεράστιος καρχαρίας και ένα βαρβάτα πλωκαμάτο χταπόδι, εξίσου τεραστίων διαστάσεων βρίσκονται παγωμένα σε θέση μάχης, ξεπαγώνουν σαν τα θαλασσινά Καλλιμάνης και αρχίζουν να πλακώνονται στις φάπες.  Ελικόπτερα, αεροπλάνα, υποβρύχια, πλοία και η γέφυρα του Μπρούκλιν είναι μόνο μερικές από τις παράπλευρες απώλειες της πάλης του αιώνα (η σκηνή που ο καρχαρίας πετάγεται στον αέρα και δαγκώνει το αεροπλάνο, είναι απλά μαγική).
Η αλήθεια είναι πάντως πως μπορεί το παραπάνω να αποτελεί ένα φριχτό δείγμα ταινίας (ενδεχομένως εσκεμμένα) και απλά ιδανικό για να χαβαλεδιάσεις με την παρέα σου, γελώντας ακατάπαυστα όοοολο το βράδυ, το “Some Guy Who Kills People” όμως είναι ειλικρινά μια αυθεντική horror comedy, με ωραία υπόθεση και ατάκες ‘δολοφονικού’ χιούμορ.  Αυτή τη φορά ο Perez δείχνει την πραγματική σκηνοθετική του ικανότητα, κρατώντας καλές ισορροπίες και οδηγώντας τελικά την ταινία του στα παγκόσμια κινηματογραφικά φεστιβάλ, στα οποία κάνει αίσθηση και αποσπά θετικές στο σύνολό της κριτικές από το φιλοθεάμον κοινό.

Ενδιαφέρον αποτελεί πάντως και το γεγονός οτι στην θέση του executive producer βρίσκεται ένα γνωστό όνομα, αυτό του John Landis.  Εάν σας θυμίζει κάτι είναι επειδή από τις πιο γνωστές προσωπικότητες εκεί στο Hollywood, καθώς έχει εκτελέσει τόσο χρέη παραγωγού, όσο και σκηνοθέτη.  “The Blues Brothers” (1980), “An American Warewolf in London” (1981) και “Beverly Hills Cop III” (1994) είναι μόνο μερικές από τις πιο γνωστές του βραβευμένου με Emmy σκηνοθέτη.
Συνεπώς για να έχει αναλάβει τα ηνία της παραγωγής ένα τέτοιο όνομα, σημαίνει οτι μελέτησε τα χαρτιά του καλά και είδε οτι η προσπάθεια του Perez θα μπορούσε να αποδώσει καλούς καρπούς.  Και κάπως έτσι το πράγμα πήρε τον δρόμο του…

Περνώντας στο ψαχνό της ταινίας, οι συντελεστές έχουν φροντίσει να μην ξεπεράσουν το όριο όσον αφορά τον προβληματικό ψυχισμό του πρωταγωνιστή, αλλά να δώσουν μια φρέσκια, κωμική εσάνς στην όλη υπόθεση.  Χωρίς να γίνεται προκλητική ή να αγγίζει τα όρια του γκροτέσκου, ο ήρωάς μας είναι ένας καθημερινός άνθρωπος με κάποια ιδιαίτερα προσωπικά του προβληματάκια.
Το ωραίο με αυτή την ταινία είναι οτι η πλοκή της δεν εξαντλείται σύντομα, αλλά ίσα ίσα αυτή εξελίσσεται διαρκώς μέχρι και το τέλος της.  Για παράδειγμα όταν ο Ken παίρνει την απόφαση να πάρει στο κατόπι όλους τους παλιούς του γνωστούς, εκείνη την κρίσιμη στιγμή θα εμφανιστεί στην ζωή του η 11χρονη κόρη του Amy (Ariel Gade), μια σπιρτόζα πιτσιρίκα που θα δώσει αυτή τη φορά πραγματικό νόημα στην πεζή του καθημερινότητα, οι προτεραιότητές του θα αλλάξουν και θα προσπαθήσει θα επαναπροσδιορίσει την σχέση του μαζί της.  Παράλληλα μοιάζει λες και το σύμπαν συνωμοτεί προκειμένου να μη θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό του, καθώς εκτός από το αίμα του, την πόρτα θα του χτυπήσει και ο έρωτας όταν η Stephanie (Lucy Davis) μια πελάτισσα του παγωτατζίδικου θα αρχίσει εμφανώς να τον κορτάρει.  Ο Ken θα βρεθεί μπροστά σε πρωτόγνωρες καταστάσεις καθώς θα κληθεί να αναλάβει ρόλους που ποτέ πριν δεν είχε φανταστεί, όπως αυτόν του πατέρα και του εραστή και τα ευτράπελα θα αρχίσουν να διαδέχονται το ένα το άλλο!

Οι εκλεκτές, σπλάτερ πινελιές, το βιτριολικό χιούμορ και οι καρικατουρίστικοι χαρακτήρες (που είναι πραγματικά όλοι ένας κι ένας) αποτελούν τα τα βασικά υλικά αυτής της κωμωδίας που κάτι θέλει να σου πει.  Εάν την δείτε, είμαι σίγουρη οτι θα βρείτε εξαιρετικά ενδιαφέροντες όλους του ηθοποιούς που συμμετέχουν.  Ο πρωταγωνιστής Kevin Corrigan είναι σκέτο διαμαντάκι.  Έχοντας στο ενεργητικό του περισσότερες από 100(!) ταινίες, ο ηθοποιός από το Bronx με το σκούρο βλέμμα και το….πυκνό μαλλί, έχει παίξει σε μπόλικες ανεξάρτητες ταινιούλες προκαλώντας αίσθηση.  Βέβαια δε του λείπουν και οι μπλοκμπαστερικές συμμετοχές, αν και σε δευτερεύοντες κυρίως ρόλους όπως στο “The Departed” (2006) του Scorsese και το “American Gangster” (2007) του Ridley Scott.  Εδώ ως διαταραγμένος, αλλά πάντα συμπαθής κερδίζει με ευκολία τις εντυπώσεις.  Ωραίος στον ρόλο του κωμικού σερίφη είναι και ο Barry Bostwick, βραβευμένος με Χρυσή Σφαίρα ηθοποιός ο οποίος είναι πολύ πιθανό να σας θυμίσει αφηρημένα τον ασπρομάλλη αποθανόντα πια, Leslie Nielsen.  Είναι απλά ο ορισμός του χαζοβιόλη σερίφη, με κοφτερό όμως μυαλό (συνδυασμός που σκοτώνει) και κρατάει τις καλύτερες χιουμοριστικές ατάκες της ταινίας.  Αξίζει εδώ να αναφέρω και την παρουσία της κάπως τρομακτικής στην όψη Karen Black που υποδύεται την μητέρα του Corrigan η οποία αν και δε της φαίνεται, έχει διανύσει αρκετά κινηματογραφικά χιλιόμετρα, έχει προταθεί για Oscar για την ταινία “Five Easy Pieces” (1970) οπού έπαιξε στο πλευρό του Jack Nicholson, και έχει τσιμπήσει και την Χρυσή της Σφαίρα για τον ρόλο της στον “The Great Gatsby” (1974).  Στα πιο πρόσφατα θα την θυμάστε σίγουρα από τo καλτίλικο “House of 1000 Corpses” (2003) του Rob Zombie, οπού έπαιζε την evil μητέρα.  Εδώ περιορίζεται και πάλι στον ρόλο της μητέρας, αλλά προσδίδει στον ρόλο της την απαιτούμενη τσαχπινιά και τσιγαριστή της γοητεία.
Το “Some Guy Who Kills People” είναι ένα σχετικά άγνωστο fun ταινιάκι που έχει την πλάκα του και καλά θα κάνετε να του δώσετε την προσοχή σας.  Αν μη τι άλλο το posteraki του είναι τέλειο ; )

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι το να εργάζεσαι σε ένα παγωταζίδικο είναι πολύ cool, οτι τα 11χρονα κοριτσάκια μπορούν να σου πάρουν τα αυτία από την πολυλογία τους και οτι σαν κάτι να μου θυμίζει από “American Psycho”.  Χμμμ…

No trivia


STAR: 22:00 The Hangover, με τους Bradley Cooper, Ed Helms, Zach Galifianakis.  Τα σχόλια είναι νομίζω περιττά : )


Αύριο έχουμε ψηφοφορία με favorite revenge movies vol.2 για να τελειώσουμε και από αυτήν!  Άντε και τα λέμε!

Sleepers: One mistake changed their lives forever…

Καλή εβδομάδα once again my friends!  Ξεμπερδέψαμε και με τις favorite revenge movies, σας ευχαριστώ και πάλι που ψηφίσατε!  Στην πρώτη θέση αυτή τη φορά βρίσκουμε το ταραντινίστικο “Kill Bill 1,2” με 20 ψήφους, στην δεύτερη έμεινε το “Old Boy” του Park (που θα έπρεπε να είναι ψηλότερα, ντροπή!), ενώ στην τρίτη έχουμε το “Sleepers” με 12, μια ταινία με δυνατό και λαμπρό cast.  Εξαιρετική ταινία της προπερασμένης δεκαετίας, το “Sleepers” είχε ταρακουνήσει το κοινό με το story του και φυσικά τους πασίγνωστους ηθοποιούς που είχε συγκεντρώσει.  Now let’s start…

Καλοκαίρι στο Hell’s Kitchen (μια ονομασία διόλου τυχαία) και τέσσερα αγόρια μεγαλώνουν αλητεύοντας και κάνοντας ηλιοθεραπεία κάτω από τον καυτό ήλιο της πόλης.  Μια μέρα αποφασίζουν να κάνουν μια σκληρή πλάκα σε έναν μικροπωλητή hot dog, η οποία καταλήγει σε καταστροφή…Τα τέσσερα παιδιά, ο Tommy (Jonathan Tucker), o John (Geoffrey Widgor), o Michael (Brad Renfro) και ο ‘Shakes’ (Joseph Perrino) θα σταλούν για έναν χρόνο στο σωφρονιστικό ίδρυμα για νεαρά αγόρια, Wilkinson Center.  Εκεί θα υποστούν βασανιστήρια, την απόλυτη ταπείνωση και την καθημερινή σεξουαλική κακοποίηση από τους φρουρούς, με επικεφαλής τον σαδιστή Sean Nokes (Kevin Bacon).  13 χρόνια μετά η παρέα θα συναντηθεί και πάλι, εξαιτίας της κατηγορίας του ενήλικου πια Τommy (Billy Crudup) και του John (Ron Eldard) για την δολοφονία ενός ‘παλιού γνωστού’.  Αυτό θα αποτελέσει μόνο την αφορμή προκειμένου και οι τέσσερις (μαζί με τους έτερους Michael-Brad Pitt και ‘Shakes’-Jason Patrick) να πάρουν την απόφαση να ξεσκεπάσουν την σαπίλα που είχε ποτίσει μέχρι και το τελευταίο δοκάρι του Wilkinson Center…
Σε σκηνοθεσία Barry Levinson, το “Sleepers” (1996) είναι ένα κοινωνικό δράμα με τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών να περνούν μπροστά και να αποτελούν το δυνατό χαρτί της ταινίας.  Η σκηνοθεσία είναι κλασική, αφηγηματικού τύπου και στα πλαίσια μιας normal (αν και σε κάποιες στιγμές υπερδραματικής), χολιγουντιανής συνταγής.  Ο βραβευμένος με Oscar ‘Καλύτερης Σκηνοθεσίας’ (για το “Rain Man”-1988) Levinson έχοντας ως φόντο τους κακόφημους δρόμους της Νέας Υόρκης και ως βάση, το ομώνυμο βιβλίο του συγγραφέα Lorenzo Carcaterra, δημιούργησε μια ωμή και αγωνιώδη μέσα στην βαρβαρότητά της ταινία που μέχρι και τις μέρες μας αποτελεί ένα από τα πιο δυνατά θρίλερ δικηγορικής αίθουσας…

Οι ταινίες που πραγματεύονται θέματα όπως η παιδική κακοποίηση, η βία, ο εγκλεισμός και η απομόνωση, αποτελούν διαχρονικά κλασικές επιλογές για τους θεατές καθώς η ταύτιση με το θύμα καθιστά την δίψα για εκδίκηση, κινητήρια δύναμη για την εξέλιξη της υπόθεσης.  Εξάλλου αν και απογυμνωμένες στο σύνολό τους, από οποιαδήποτε διάθεση για χάιδεμα αυτιών και για καλλωπισμό ενός θέματος που δεν καλλωπίζεται με τίποτα, αυτές οι ταινίες επιδιώκουν και έναν κάποιον κοινωνικό σχολιασμό μιας κατάστασης που διαιωνίζεται σε όλους τους πολιτισμούς και τις κουλτούρες (αλλού περισσότερου, αλλού λιγότερο): αυτή της παιδικής κακοποίησης, σωματικής αλλά και ψυχικής.
Στην τηλεταινία του 1992 “The Boys of St. Vincent”, μια ομάδα αγοριών κακοποιούνται με κάθε πιθανό τρόπο από τους ιερείς οι οποίοι έχουν αναλάβει το μεγάλωμά τους στο ορφανοτροφείο του Saint Vincent.  Το 1993 μια ακόμη τηλεταινία που τιτλοφορήθηκε “The Boys of St. Vincent: 15 Years Later”, πραγματεύεται την ενηλικίωση των παιδιών αυτών, και την προσπάθεια να δωθεί άπλετο φως σε μια υπόθεση που διάφορες πολιτικές και θρησκευτικές ομάδες προσπαθούν να θάψουν, μην μπορώντας να αντιμετωπίσουν την κοινωνική κατακραυγή.  Αυτό το story συνοψίζεται τέλεια στο 2μισάωρο σχεδόν “Sleepers” οπού παρακολουθούμε τόσο το παρελθόν, όσο και το παρόν των στιγματισμένων αυτών ψυχών.

Όπως και αν το κάνουμε ένα τέτοιου είδους θέμα είναι αρκούντως προκλητικό και ιντριγκαδόρικο ώστε να προσελκύσει τα πλήθη και να καταστήσει την ταινία αξιομνημόνευτη.  Από το “Primal Fear” (1996) και την εκπληκτική πρώτη εμφάνιση του Edward Norton ως κακοποιημένο παπαδοπαίδι, μέχρι το βρετανικό διαμαντάκι του 2002 “The Magdalene Sisters” και από το Eastwood-ικό “Mystic River” (2003) μέχρι και το πιο πρόσφατο (και σύντομα αναρτήσιμο στο blog) νορβηγικό φιλμ “King of Devil’s Island” με πρωταγωνιστή τον Stellan Skarsgard, η σεξουαλική κακοποίηση και όλοι οι δαίμονες που γίνονται unleash από μια τέτοια πράξη, αποτελούσαν και θα εξακολουθούν να αποτελούν μια επιτυχημένη συνταγή για την δημιουργία ταινιών.  Το θέμα είναι ο τρόπος με τον οποίο θα εξακολουθεί να παρουσιάζεται αυτό το πρόβλημα-μάστιγα των σύγχρονων (και οχι μόνο) κοινωνιών, καθώς καλή η επιτυχία, αλλά μήπως δεν πρέπει να το παρακάνουμε με ταινίες που αφορούν τόσο αγκαθωτά θέματα και που έχουν ως πρωταρχικό μέλημα το χρήμα και τηn δόξα;  Λέω εγω τώρα…

To “Sleepers” πάντως έχει κρατήσει μια ιδανική ισορροπία ανάμεσα στην γραφικότητα (που κυρίως υποννοείται, με εξαίρεση κάνα-δυο σκηνές) και την ρεαλιστική απόδωση των καταστάσεων.  Το ωραίο με αυτή την ταινία είναι οτι σου δίνει τον χρόνο να ταυτιστείς τόσο με την πιτσιρικαρία που τραβάει τα πάνδεινα, όσο και με τους ενήλικους εαυτούς τους.  Ο λόγος είναι οτι και οι δυο πλευρές αιχμαλωτίζουν ιδανικά, αντιδράσεις και συμπεριφορές, καθιστώντας τους καθημερινούς και πραγματικούς χαρακτήρες.
Εκεί που η σκηνοθεσία παίζει στο background, οι ερμηνείες όλων βγαίνουν μπροστά και οδηγούν την ταινία.  Εξάλλου όπως είπαμε και παραπάνω, πρόκειται για την συνάντηση μιας ομάδας λαμπρών ηθοποιών, οι οποίοι κατάφεραν να δημιουργήσουν μια ειλικρινή χημεία μεταξύ τους.  Οι έφηβοι ήρωες είναι πραγματικά πολύ καλοί, με τον Brad Renfro (ο οποίος πέθανε σε ηλικία 25 ετών το 2008, μετά από υπερβολική δόση ναρκωτικών) να ηγείται του group και να δίνει μια φοβερή ερμηνεία, που αποτέλεσε σίγουρα μια από τις καλύτερες της σύντομης καριέρας του.  Όσον αφορά την παρέα στα μεταγενέστερα χρόνια, οι ήρωες ήταν κατά κάποιον τρόπο οριοθετημένοι: έχουμε τον επιτυχημένο και δυναμικό δικηγόρο Brad Pitt, τον συνεσταλμένο και πολύ low profile Jason Patrick και τα κωλόπαιδα της παρέας (σε κάποιους έπρεπε να πέσει εμφανώς το βάρος της κακοποίησης) Billy Crudup και Ron Eldard.  Σε ρόλους κλειδί συναντάμε και δυο μεγαθήρια του παγκόσμιου κινηματογράφου, τον Robert de Niro στον ρόλο του μέντορα-πάτερ Bobby, καθώς και τον Dustin Hoffman (αγαπημένη επιλογή του Levinson στις ταινίες του) στον ρόλο του μεθύστακα δικηγόρου υπεράσπισης των παραπάνω κωλόπαιδων.  Όσο όμως καλές κι αν είναι οι ερμηνείες των παραπάνω, προσωπική μου ταπεινή άποψη είναι οτι δεν συγκρίνονται με αυτή του Kevin Bacon.

O Bacon είναι από αυτούς τους ηθοποιούς για τους οποίους δύσκολα μπορείς να εκφράσεις μια ξεκάθαρη άποψη, σχετικά με το εάν σου αρέσουν ή οχι.  Οι κινηματογραφικές του επιλογές άλλες φορές δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό του ως ‘καλό ηθοποιό’ (“A Few Good Men”, “Mystic River”, “The Woodsman”) και άλλες οχι και τόσο (“Hollow Man”, “Beauty Shop”).  Παρόλα αυτά αποτελεί έναν ηθοποιό που έχει καταφέρει να μνημονεύεται ως επί το πλείστον, για τους κακούς και ιδιαίτερους ρόλους τους οποίους ερμηνεύει.  Ο ρόλος του διαβολικού και σαδιστή Nokes στο “Sleepers” αποτέλεσε αναμφισβήτητα σταθμό στην καριέρα του.  Αν και η συνολική του παρουσία στην ταινία δεν είναι μεγάλη, εντούτοις η παρουσία του είναι κάτι παραπάνω από αισθητή.  Η κάπως perverted φάτσα του και η έντονα καθαρή φωνή του, τον έκαναν τον φόβο και τον τρόμο των ανήλικων αγοριών του αναμορφωτηρίου και τον έκαναν έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους και διεστραμμένα (χωρίς όμως να παρουσιάζεται ξεκάθαρα το παραμικρό!) κακούς της μεγάλης οθόνης.  Διόλου περίεργο που αρκετά χρόνια μετά και συγκεκριμένα το 2004 ο Bacon ερμήνευσε και πάλι έναν ρόλο που ξέρει πολύ καλά: αυτόν του μετανοημένου παιδεραστή στο πολύ καλό “The Woodsman”.  Τέτοιου είδους ρόλοι-πρόκληση αποτελούν τις κορυφαίες στιγμές στις καριέρες πολλών ηθοποιών και ο Bacon μένει μόνο να μας αποδείξει οτι ‘το΄χει ακόμη’…
Το “Sleepers” είναι μια ταινία που φαντάζομαι οτι όλοι θα έχουμε λίγο πολύ δει.  Σίγουρα αποτελεί μια πρώτης τάξεως ιστορία εκδίκησης και επιβεβαιώνει περίτρανα την ρήση οτι ‘η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο’.  Σκοτεινή ατμόσφαιρα, μετρημένες ερμηνείες και μια σοκαριστική πλοκή, συνθέτουν μια ταινία που δεν παύει να είναι ανησυχητικά σύγχρονη.  Αλλά και τόσο ορθή και προσεκτική στην απόδοσή της…

Τι έμαθα από την ταινία:  Οτι μερικές φορές όταν παίρνεις τον νόμο στα χέρια σου, δικαιολογείσαι απόλυτα, οτι ο de Niro σε πείθει ακόμα και ως ευσεβής πάτερ και οτι τα αναμορφωτήρια είχαν πάντα κάτι creepy και δυσοίωνο να τα ακολουθεί…

No trivia

H TV ΣΗΜΕΡΑ….

ΝΕΤ: 00:30, Doubt, με τους Meryl Streep, Philip Seymour Hoffman, Amy Adams.  Σε ένα καθολικό σχολείο του 1964 η σχέση ενός πάτερ με ένα 12χρονο μαύρο αγόρι, τίθεται υπό αμφισβήτηση από το προσωπικό του σχολείου και κυρίως από την διευθύντρια.




Τα λέμε αύριο και πάλι!

Hobo with a Shotgun: Drop the lawnmower, get the shotgun!

Γεια σας και πάλι!  Λοιπόν λοιπόν σήμερα για να κάνουμε την πλάκα μας είπα να ανεβάσω μια ακόμη ταινία από τις Νύχτες Πρεμιέρας, που βασικά ήταν τόσο bloody good, με όλη τη σημασία αυτής της πρότασης.  Το “Hobo with a Shotgun” είναι μια ταινία που δε παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό της, και πολύ καλά κάνει.  Σίγουρα ήταν μια από τις προβολές που έγινε σε γεμάτη αίθουσα και την ευχαριστήθηκαν όλοι πολύ.  Από την αρχή μέχρι και το τέλος της, ήταν όμορφο να βλέπεις οτι σε τέτοιους καιρούς, μπορούμε έστω και μέσω μιας ταινίας, να διασκεδάσουμε, να γελάσουμε και να ξεδώσουμε λιγάκι όλοι μαζί.  Και μόνο γι’ αυτό άξιζε που βρέθηκα εκεί τα μεσάνυχτα της προηγούμενης Παρασκευής.  Το γεγονός μάλιστα οτι παρακολούθησα ΑΥΤΗ τη ταινία, έκανε την όλη εμπειρία απλά…ανεπανάληπτη! ; )

Τι να πει κανείς γι’ αυτή την ταινία που έχει κυριολεκτικά τα πάντα μέσα;  Ας ξεκινήσουμε για αρχή από την-ας την πούμε- πλοκή.  Ο Rutger Hauer είναι ο Hobo, ένας ηλικιωμένος άστεγος, που φτάνει σε μια πόλη σε αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης.  Δυστυχώς σύντομα καταλαβαίνει οτι έχει φτάσει στην ίδια την Κόλαση επί της Γης.  Νεαροί σαδιστές, δολοφόνοι, παιδεραστές Αϊ-βασίληδες, πόρνες, διεφθαρμένοι, σιχαμεροί αστυνομικοί και ένα σωρό άλλα αποβράσματα της κοινωνίας κατοικούν εκεί, υπακούοντας στις παρανοϊκές εντολές του άρχοντα αυτής της σκατούπολης, Drake (Brian Downey).  Ο Hobo το μόνο που θέλει είναι να αγοράσει μια…χλωοκοπτική μηχανή προκειμένου να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα και να ανοίξει μια μικρή επιχείρηση.  Παρόλα αυτά η βία και η εγκληματικότητα θα τον κάνουν να δει με άλλο μάτι τα ελάχιστα χρήματα που έχει μαζέψει για τον σκοπό αυτό.  Θα αποφασίσει να αγοράσει ένα shotgun και να τινάξει στον αέρα τα μυαλά όλων των σάπιων motherf*ckers που απαρτίζουν την πόλη.  Στο πλευρό του θα βρεθεί και μια ανήλικη πόρνη, η Abby (Molly Dunsworth) την οποίο ο Hobo θα πάρει υπό την προστασία του.  Και τότε με το shotgun στα χέρια θα γίνει κακός.  Πολύ πολύ κακός…
Όταν πριν από τέσσερα χρόνια είχε κυκλοφορήσει στις αίθουσες το επικά σπλατερικό “Grindhouse” του Quentin Tarantino και του κολλητού του Robert Rodriguez, τα μάτια μας είδαn λουτρά αίματος, εξωφρενικούς χαρακτήρες και μια γενικότερη b-movies αισθητική.  Οι δυο σκηνοθέτες πέτυχαν διάνα και δημιούργησαν μια σύγχρονη, cult ταινία, βασισμένοι στην κλασσική συνταγή των ’60s-’70s, την χρυσή δηλαδή εποχή των ταινιών αυτών. Παράλληλα με το release του “Grindhouse” ο Rodriguez σε συνεργασία πάντα με τον Tarantino είχε δημιουργήσει δυο fake trailers, τα οποία έπαιζαν λίγο πριν από την προβολή της κανονικής ταινίας.  Φυσικά και τα δυο αποτελούσαν μια πρόγευση του επικείμενου φίλμ, με ανάλογο μουσικό score και σκηνοθεσία.  Το 2010 το πρώτο από αυτά έγινε full length ταινία με πρωταγωνιστή τον mucho Danny Trejo στον ρόλο του “Machete”.  Το δεύτερο-ναι καλά καταλάβατε- είχε την ίδια τύχη με αποτέλεσμα φέτος να απολαμβάνουμε τον Rutger Hauer στον ρόλο του εκδικητικού “Hobo with a Shotgun”, για ’90 λαχταριστά λεπτά.  Cool!

Ο σκηνοθέτης Jason Eisener εκτός από το πόνημα μιας ολοκληρωμένης ταινίας για τον Hobo, είχε συμμετάσχει επίσης στην δημιουργία της ιστορίας για το αρχικό trailer που αποτέλεσε τελικά την βάση και την ιδέα για αυτό το φιλμ.  Ουσιαστικά το “Hobo with a Shotgun” είναι στην κυριολεξία ένας φόρος τιμής στις exploitation ταινίες των δεκαετιών ’60-’70.  Όταν αναφερόμαστε στον όρο ‘exploitation’, εννοούμε ταινίες οι οποίες ακριβώς όπως λέει και η λέξη, έχουν ως βασικό στόχο να ‘εκμεταλευτούν’ κάποιον μεγάλο αστέρα (η Pam Grier αποτελούσε κλασσικό δείγμα ηθοποιού που πρωταγωνιστούσε σε τέτοιου είδους φιλμ) ή κάποιο συγκεκριμένο θέμα.  Η βία, το sex και τα γρήγορα αυτοκίνητα, αποτελούσαν βασικά χαρακτηριστικά αυτού του είδους ταινιών.  Πολλές φορές το περιεχόμενο εκτεινόταν αρκετά πιο πέρα, με την δημιουργία exploitative υπο-ειδών που περιελάμβαναν θέματα με..Ναζί, κανίβαλους, τέρατα, ιστορίες εκδίκησης και γενναίες δόσεις ξεκοιλιασμάτων.
Στην περίπτωση του Hobo το πράγμα δεν αλλάζει και πολύ.  Ο Eisener δίνει ρέστα με μια υποτυπώδη υπόθεση και μια φρενήρη σκηνοθεσία, όπως ακριβώς του αξίζει.  Oι fan του είδους σίγουρα θα περάσουν μια υπέροχη, αιματοβαμένη βραδιά εάν την επιλέξουν, αν και δεν μπορώ να πω το ίδιο για όλους τους υπόλοιπους.  Εαν εξαιρέσουμε τις παρωδίες, νομίζω πως σε κανένα άλλο είδος ταινιών δε μπορεί κάποιος να γελάσει και να διασκεδάσει βλέποντας εντόσθια και πίδακες αίματος από κομμένα κεφάλια.  Αυτή ακριβώς όμως είναι και η ουσία.  Tα exploitation movies αναλώνονται σε gory θέματα που προκαλούν τον θεατή επειδή ακριβώς ο ίδιος επιθυμεί να προκληθεί.  Συνεπώς καλό είναι να ξέρετε τι σας περιμένει αν αποφασίσετε να την δείτε…

Η σκηνοθεσία εδω είναι το άλφα και το ωμέγα.  Από την πρώτη κιόλας στιγμή αισθάνεσαι στο πετσί σου οτι πρόκειται για μια b-moviestikh ταινιούλα.  Εξάλλου ο σκηνοθέτης μας κάνει την χάρη και κοτσάρει στους τίτλους έναρξης το λογότυπο της Technicolor, της μεγαλύτερης ίσως εταιρίας παραγωγής έγχρωμων ταινιών που μέχρι και τα τέλη περίπου, της δεκαετίας του ’50 αποτέλεσε τη βάση για την δημιουργία πολλών από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών (χωρίς αυτό να σημαίνει οτι δεν εξακολούθησε να υπάρχει και τα επόμενα χρόνια, αν και οχι με την ίδια δυναμική) .  Σήμερα η θρυλική αυτή εταιρία, αποτελεί κομμάτι του Γαλλικού κολοσσού Thomson, έχοντας χάσει ως ένα βαθμό την παλιά της αίγλη.  Παρόλα αυτά, η συμμετοχή της στην παραγωγική διαδικασία ταινιών συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Η αλήθεια είναι πως το χαρακτηριστικό γνώρισμα της Technicolor-τα ζωηρά και εκτυφλωτικά της χρώματα-είναι αναπόσπαστο κομμάτι του Hobo. Καθόλη την διάρκειά της έχεις την εντύπωση οτι τα χρώματα έχουν ‘καεί’, δίνοντας αυτό το πολύ φωτεινό αποτέλεσμα που θυμίζει παλιακό, ταινιακό υλικό.  Την ίδια στιγμή η σκηνοθεσία του Eisener αποτελεί το ιδανικό ταίρι, συνδυάζοντας άνετα την αισθητική των b-movies και ενός story που εάν δεν ήταν τόσο απροκάλυπτα και ‘ξεδιάντροπα’ φτιαγμένο, θα μπορούσε να αποτελεί την αληθινή εικόνα κάποιας μεγαλούπολης (βουτηγμένη εννοείται στην υπερ-υπερβολή).  Μένοντας πιστός στις θεματικές απαιτήσεις αυτών των φιλμ, ο Eisener δημιούργησε ένα μείγμα σπλάτερ περιπέτειας και ατακαδόρικης κωμωδίας, που εναρμονίζεται πλήρως με τον χώρο δράσης και τους ήρωες.  Η κάμερα ακολουθεί κατά πόδας τον Hobo στο εκδικητικό του κρεσέντο, ο οποίος είναι συμπαθής και θανατηφόρος την ίδια στιγμή. Έτσι για να μην ξεχνάμε πως είναι οι πραγματικοί ήρωες των exploitation films.  Αιματοβαμένοι και πολύ cool.

Εκτός από τον γαλανομάτη Hauer που παραμένει as cold as ever, αλλά δείχνει και την τρυφερούλικη πλευρά του μωρέ σαν άλλος φύλακας άγγελος της Abby, όταν βέβαια δεν ανοίγει τρύπες στα κεφάλια και τα στομάχια των κακοποιών στοιχείων, και το υπόλοιπο cast είναι αξιοπρόσεκτο.  Ο Brian Downey ως Drake δίνει ρεσιτάλ κακίας και παλαβομάρας, σαν άλλος διάολος επί της Γης και όλοι στέκονται σούζα στις αποφάσεις σου.  Διεκπεραιωτές των δολοφονικών του απαιτήσεων είναι οι δυο γιοι του, Ivan (Nick Bateman) και Slick (Gregory Smith), τον οποίο ίσως και να θυμάστε από την οικογενειακή σειρά “Everwood” οπού υποδυόταν τον καλό και ευγενικό Ephram.  Αυτά που ξέρετε να τα ξεχάσετε.  Εδώ ως Slick είναι ένα αθυρόστομο κωλόπαιδο που αρέσκεται να βιάζει κοριτσάκια, να δολοφονεί για την πλάκα του και να επιδίδεται σε ένα σωρό όργια παρέα με τον αδελφούλη του.  Highlight τα κολεγιακά μπουφανάκια με το όνομά τους στην πλάτη, που σε παραπέμπουν αμέσως σε άλλη εποχή (σε περίπτωση δηλαδή που δε το είχες καταλάβει μέχρι τώρα).
Το “Hobo with a Shotgun” είναι τελικά μια ταινία που όντως έχει τα πάντα.  Cult φυσιογνωμίες και ατμόσφαιρα, απενοχοποιημένους διαλόγους, ένα…kraken (αν και το μόνο που βλέπεις είναι κάτι πλοκάμια, οπότε μπορεί να είναι και ένα απλό, υπερμεγέθες χταπόδι), συκωταριές, νεφρά, πολτοποιημένα κεφάλια, κάτι τύπους με μεταλλικές πανοπλίες που αυτοαποκαλούνται “The Plague”, ότι ζητήσεις θα το βρεις και θα το ευχαριστηθείς σε αυτό το ανίερο, b-movieiko συνονθύλευμα.

Τι έμαθα από την ταινία:  Οτι έχει πλάκα να κρεμάς κάποιον ανάποδα και να τον κοπανάς με μπαστούνια του baseball στα οποία έχεις ενσωματώσει ξυραφάκια, μέχρι αυτός να ανοίξει στα δυο σαν καρπούζι, οτι είναι σοβαρό δίλημμα το πως θα αξιοποιήσεις τα 49,99 δολάρια σου, να αγοράσεις μια μηχανή του γκαζόν ή ενα shotgun? Μμμ…Και οτι εάν τελικά καταλήξεις στο shotgun αυτόματα ο αριθμός των σφαιρών σου είναι άπειρος, ακόμα και αν έχεις να φας ολόκληρη την πόλη.  Ένας άγγελος-εκδικητής έχει φαντάζομαι την εύνοια του Θεού. Αμήν.

No trivia.

H TV ΣΗΜΕΡΑ…. 

NET:01:45, Νurse Betty, με τους Rene Zellweger, Morgan Freeman, Chris Rock, Greg Kinnear.  Όταν ο άντρας της Betty δολοφονείται μπροστά στα μάτια της, η ίδια βιώνει ένα ισχυρό σοκ και αποφασίζει να γνωρίσει από κον΄τα τον αστέρα της αγαπημένης της σαπουνόπερας, θεωρώντας οτι ο ρόλος του γιατρού που υποδύεται είναι και ο πραγματικός τους χαρακτήρας! Η ίδια καταλήγει να υποδύεται μια νοσοκόμα, αλλά το χειρότερο είναι οτι στα αλήθεια πιστεύει οτι είναι η βοηθός του αγαπημένου της γιατρού…
Είχε πολλά και ωραία posterakia και δεν ήξερα ποιά να διαλέξω, οπότε απλά τα βάζω όλα.

 

Τα λέμε αύριο!  Τσιου.

Kill Bill Vol. 1: Here comes the Bride…

Χαιρετώ χαιρετώ!  Μετά από ένα ρεκορ συμμετοχής αυτή τη φορά στο poll, (104 ψήφοι wtf?? 😛 )  θέλω να σας ευχαριστήσω όλους για τις ψήφους σας, αφού πραγματικά φαίνεται να απολαμβάνετε τα soundtracks/themes κάθε φορά και φυσικά να πω οτι έχουμε ακόμα δυο volumes, με epic ΟSTs που δεν έχουν μπει ακόμα, όπως “Godfather” και “Requiem for a Dream”.  Μακελειό αυτή τη φορά, με το “Lion King” να κρατάει τις πρώτες μέρες την πρωτιά.  Τελικά η ψηφοφορία έληξε με το “The Dark Knight” πρώτο με 51 ψήφους (f*ck yeah!!), το “Kill Bill” να ακολουθεί με 47 (f*ck yeah again!) και τρίτο κάτω από τις 40 ψήφους να μένει after all, το “Lion King” με 36.  Όπως καταλαβαίνετε επειδή το “Dark Knight” και ο Simba έχουν ανέβει ήδη στο blog από άλλες ψηφοφορίες, έπρεπε να πάω στην αμέσως επόμενη ταινία από τον νικητή, που ήταν τελικά το “Kill Bill”.  Tarantino ftw…

Η Νύφη (Uma Therman) ξυπνάει από κώμα μετά από αρκετό καιρό.  Το μόνο που θυμάται είναι οτι η ομάδα των επίλεκτων δολοφόνων στην οποία κάποτε ανήκε, την πρόδωσε με τον χειρότερο τρόπο: την σκότωσαν…ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν.  Όταν μάλιστα συνειδητοποιήσει οτι το μωρό που κυοφορούσε πριν την απόπειρα εναντίον της δεν υπάρχει πια, τότε η Νύφη θα αποφασίσει να πάρει μια αιματηρή εκδίκηση από τους πάλαι ποτέ συνεργάτες της,Vernita Green (Vivica A. Fox) και O-Ren Ishii (Lucy Liu) σε πρώτη φάση στο vol. 1 και από τον Budd (Michael Madsen), Elle Driver (Daryl Hannah) και τον εγκέφαλο της υπόθεσης Bill (David Carradine) στη δεύτερη συνέχεια αυτού του Ταραντινικού έπους.
Ενδεχομένως και να μιλάμε για μια από τις πιο εμπνευσμένες και ιδανικά σκηνοθετημένες ταινίες, του σύγχρονου κινηματογράφου.  Ο Tarantino παρέα με τη μούσα του από εποχής “Pulp Fiction” Uma Therman έχει δημιουργήσει την απόλυτη ιστορία εκδίκησης.  Η υπόθεση εκτελεσμένη με έναν τρόπο που εμπνέεται άμεσα από την ασιατική κουλτούρα των πολεμικών τεχνών, του στυλιζαρισμένου splatter και του κόσμου των anime, συνδυάζεται εκρηκτικά με την τύπου spaghetti western/άπω ανατολη μουσική και το αποτέλεσμα είναι σίγουρα πρωτοποριακό και εντυπωσιακό.

Η κοφτή και γρήγορη σκηνοθεσία του Tarantino αποτελεί ένα από τα βασικά σκηνοθετικά πλεονεκτήματα της ταινίας.  Κάθε πλάνο βρήθει από πολλά και διαφορετικά στοιχεία που σου προσελκύουν την προσοχή, από τους ηθοποιούς, μέχρι και τα ποικιλοτρόπως διακοσμημένα backgrounds στις σκηνές της έντονης δράσης.  Η εναλλαγή ανάμεσα στην έγχρωμη και την ασπρόμαυρη εικόνα είναι συχνή, και χρησιμοποιείται είτε για να δηλώνει τις αναμνήσεις της Νύφης, είτε για να μετριάζει (εσκεμμένα καθώς ο Tarantino δεν έχει τέτοια θέματα ως προς την παρουσία του ‘αίματος’) και να mutάρει το μπόλικο αίμα που αναβλύζει κυριολεκτικά στην κορυφαία σκηνή της σύγκρουσης Νύφης-O-Ren Ishii.  O Τarantino ως λάτρης του ασιατικού κινηματογράφου, επιδίωξε να δώσει στην ταινία του μια αισθητική εμπνευσμένη από τις κλασσικές πλέον ταινίες με πολεμικές τέχνες, του ’70.  Σε συνεργασία με τον υπεύθυνο φωτογραφίας Robert Richardson, βασίστηκαν στα πρότυπα των ταινιών του πρωτεργάτη του είδους Cheh Chang και των Shaw Brothers (μερικά από τα themes της ταινίας προέρχονται αυτούσια από εκείνες τις ταινίες).  Ο Quentin θέλοντας να μείνει πιστός στις τεχνικές του είδους, χρησιμοποίησε μέχρι και κινέζικα….προφυλακτικά γεμάτα ψεύτικο αίμα τα οποία έσκαγαν όταν έπρεπε, αποτίοντας φόρο τιμής στον Cheh Chang.

Με την χρήση animation σκηνών και σκληρών, άμεσων cuts στα πλάνα του, έδωσε ακόμα μεγαλύτερη ώθηση στην υπόθεση της ταινίας και την εξέλιξη της αδυσώπητης, εκδικητικής μανίας της Νύφης.  To καλογυαλισμένο Hatori Hanzo σπαθί της Therman, οι ιαπωνέζικες ιαχές, τα στιλέτα και οι παντώς τύπου ανοξείδωτες λεπίδες, έχουν τον κεντρικό λόγο στο “Kill Bill” για το πως πρέπει να κλείνονται οι: “unfinished businnesses” με προτίμηση στο αίμα να ρέει άφθονο και να κηλιδώνει εκεί που πρέπει την κίτρινη, motorbike στολή της Νύφης.
Η Therman έχει περάσει πλέον στο μυαλό όλων (δικαολογημένα ομολογουμένως) ως η απόλυτη Bride.  Δυναμική, χωρίς ίχνος οίκτου και αποφασισμένη να ξεκάνει έναν-έναν αυτούς που την πρόδωσαν, είναι απλά η επί χρόνων επιλογή του Tarantino για τέτοιου είδους ταινίες.  Αν μάλιστα κρίνουμε και από την τρίτη συνέχεια που ετοιμάζει, κάτι θα ξέρει παραπάνω ο ίδιος.  Από τους υπόλοιπους σίγουρα ο Carradine ξεχωρίζει για το πόσο γαλήνια αδίστακτος είναι (ακόμα και αν δεν εμφανίζεται καθόλου σε αυτό το part, και ακούμε μόνο την φωνή του) και κερδίζει τις εντυπώσεις στον ρόλο του μέντορα/εραστή/πατέρα και ένα σωρό άλλα (προσωπικά ποτέ δε φαντάστηκα οτι o Bill θα κατέληγε στην πραγματικότητα νεκρός στην προσπάθειά του να προκαλέσει στον εαυτό του σεξουαλική υπερδιέγερση μέσα από την…ασφυξία!  Πόσο uncool τρόπος για να πεθάνει ο Bill τέλος πάντων;).  Επίσης καλή στον ρόλο της σιγανοπαπαδιάς O-Ren Ishii η Lucy Liu που αν και μικροσκοπική, ήταν αποτελεσματική.  Δε σου γέμιζε το μάτι, μέχτι τη στιγμή που σου έπαιρνε και το scalp αν ήθελε.  Καρτουνίστικες και γοητευτικά ωμές ερμηνείες από όλους, σαν να πρόκειται για manga φουλ στο splatterιλίκι, και ατακαδόρικοι διάλογοι που σου μένουν στο μυαλό.  “Bitch, you can stop right there”…

Τι άλλο να πει κανείς για αυτή τη ταινία;  Απλά δείτε την ξανά, και ξανά, και ξανά…

http://www.youtube.com/watch?v=z-T9l8cJ6g0&feature=related

TRIVIA

  • Είναι η πρώτη ταινία του Tarantino οπού η λέξη ‘fuck’ ακούγεται μόνο 17 φορές.  Σε άλλες ταινίες του ακούγεται από 100 και πάνω…
  • Ο ρόλος του Bill είχε αρχικά προταθεί στον Warren Beatty, αλλά τον απέρριψε.  Ήταν ο ίδιος μάλιστα που πρότεινε στον Tarantino να προτείνει τον ρόλο στον Carradine.
  • Οι συζητήσεις για το “Kill Bill” είχαν ξεκινήσει από την εποχή του “Pulp Fiction” (1994).  Ο Tarantino ήθελε μόνο την Therman για τον ρόλο της Νύφης.  Ήταν η ίδια μάλιστα που πρότεινε να ξεκινάει η ταινία με την ίδια να τρώει ξύλο, φορώντας ένα νυφικό.
  • Μεγάλος θαυμαστής του “Battle Royale” ο Tarantino εδωσε τον ρόλο της Gogo Yubari (την πιτσιρίκα με την επική μπάλα με τα καρφιά) στην Chiaki Kuriyama, η οποία είχε φυσικά παίξει και στο “Battle Royale”.
  • Για να πείσει τον Robert Richardson να συνεργαστεί στην ταινία μαζί του, o Τarantino του έστειλε το σενάριο της ταινίας την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, μαζί με ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα 😛
  • Τα μέλη της Deadly Viper Assassination Squad έχουν όλα κωδικά ονόματα φιδιών.  Sidewinder, Black Mamba, Cottonmouth, Copperhead και California Mountain (King) snake.  Επίσης αποτελούν και τα ονόματα εχθρών του Captain America.
  • O Tarantino παραδέχτηκε σε μια συνέντευξή του οτι όλη η μουσική του “Kill Bill” είναι από άλλες ταινίες και οτι ουσιαστικά χρησιμοποίησε τη μουσική από τη συλλογή του με soundtracks.
(Πηγή IMDB)
H TV ΣΗΜΕΡΑ….
NET: 23:00 Casanova, με τους Heath Ledger, Sienna Miller, Jeremy Irons.  H ιστορία του περιβόητου καρδιοκατακτήτη με τον Heath Ledger στον ρόλο του Καζανόβα.  Σε σκηνοθεσία Lasse Hallstrom (“Chocolat”, “What’s eating Gilbert Grape?”).
Adios!

Princess: They are going to pay…

Χαιρετώ χαιρετώ.  Λοιπόν σήμερα σκεφτόμουν οτι έχω αρκετό καιρό να ανεβάσω καινούρια ταινιούλα, οπότε αύριο θα ανεβάσω “Insidious”, μια ταινία τρόμου η οποία βγαίνει στις αίθουσες την ερχόμενη Πέμπτη και φαίνεται να είναι αρκετά ενδιαφέρουσα.  Σήμερα είπα να ασχοληθώ με ένα animation που έμαθα από το φετινό Αnimfest και που βρήκα αρκετά καλό.  Είναι ένα animation αυστηρά για μεγάλα παιδιά, αφού πραγματεύεται τον κόσμο της βιομηχανίας πορνό και τα διάφορα συνεπακόλουθά της.  So…Princess…

Μετά τον θάνατο της αδελφής του ο 32χρονος Augustus αποφασίζει να εγκαταλείψει το επάγγελμά του ως priest και να διαλευκάνει τις περίεργες συνθήκες κάτω από τις οποίες η αδελφή του βρέθηκε νεκρή.  Στην πορεία θα βρεθεί μπλεγμένος στα επικίνδυνα κυκλώματα της βιομηχανίας πορνό, μεγάλο ‘αστέρι’ της οποίας αποτελούσε η Christina, η αδελφή του.  Τότε ο Augustus θα επιδοθεί σε μια άνευ προηγουμένου εκδικητική φρενίτιδα απέναντι σε όλους αυτούς που την εκμεταλλεύτηκαν και την οδήγησαν σταδιακά στον θάνατο, ενώ παράλληλα θα πρέπει να πάρει και υπό την προστασία του την 5χρονη ανηψιά του Mia, η οποία πλέον δεν έχει κανέναν άλλον για να την φροντίζει…
Το “Princess” είναι ένα μείγμα από animation και real action σκηνοθεσία.  Πιο συγκεκριμένα το 80% της ταινίας αναλογεί στο animation, ενώ το υπόλοιπο 20% στο live action κομμάτι.  Αυτός ο πρωτότυπος συνδυασμός αποδίδει αρκετά καλά στην ταινία, αν και κάποιες στιγμές είχα την αίσθηση οτι σαν κάτι να λείπει, σαν να υπάρχει ένα κενό κυρίως στον τομέα του συναισθήματος.  Γενικότερα θεωρώ οτι το story το οποίο παρουσιάζει, θα μπορούσε να αποτελεί εξ’ολοκλήρου και animation, αλλά και ταινία σκηνοθετημένη με actual ηθοποιούς.  Παρόλα αυτά μιλάμε για μια πολύ καλή προσπάθεια, που έχει και τις εξίσου πολύ καλές στιγμές της, ιδιαίτερα από τη μέση και μετά, όταν και η εκδίκηση του Augustus έχει πλέον δρομολογηθεί για τα καλά.

Η πλοκή της τανίας δεν είναι καθόλου ξένη απέναντι μας, αφού η εκδίκηση αποτελεί βασικό κομμάτι πολλών πλέον φιλμ, χαρακτηριστικότερο παράδειγμα των οποίων είναι φυσικά ο ασιατικός κινηματογράφος.  Εδώ ο Δανός σκηνοθέτης Anders Morgenthaler, προχωράει το θέμα του μοναχικού εκδικητή ένα βήμα πιο πέρα.  Επιρρεασμένος καθώς φαίνεται από τις καρτουνίστικες αναφορές του Tarantino σε φιλμ όπως το “Kill Bill” και με μια σπλατερική διάθεση να είναι έκδηλη ιδιαίτερα στα πλάνα οπού ο Augustus έρχεται αντιμέτωπος με τους κακούς της υπόθεσης, το “Princess” καταφέρνει να ισοσταθμήσει τα ολοφάνερα σε κάποιες στιγμές κενά της υπόθεσης, με σκηνές αιματηρής βίας και ευφάνταστες ‘ματαφορές’.  Προσέξτε ιδιαίτερα την σκηνή που ο πρωταγωνιστής μπουκάρει σε ένα ασιατικό (τυχαίο;) εστιατόριο και τα κάνει όλα ρημαδιό.  Ο τρόπος με τον οποίο εκτελεί τα θύματά του και η σεκανς που ακολουθεί δείχνοντας πως αυτά πεθαίνουν, είναι εκπληκτική πραγματικά.

Το animation είναι ‘σκληρό’ και γεμάτο ένταση.  Δεν ακολουθεί την πεπατημένη άλλων που θέλουν να ωραιοποιήσουν το θέμα το οποίο παρουσιάζουν, γιατί στην προκειμένη περίπτωση το θέμα της ταινίας είναι έτσι κι αλλιώς δύσκολο.  Το γεγονός οτι τον πρωταγωνιστικό ρόλο αναλαμβάνει ένας priest, δίνει στην ιστορία ακόμα μεγαλύτερη τραγικότητα καθώς όταν ένας ‘άνθρωπος του Θεού’ αποφασίζει να λοξοδρομήσει για την τιμή της αδελφής του, σοκάρει περισσότερο από ενδεχομένως κάποιον που θα ήταν χωμένος σε διάφορες βρωμοδουλειές από την αρχή.  Επίσης ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η σχέση ανάμεσα στον Augustus και την μικρούλα Mia είναι ενδεικτικός του τρόπου με τον οποία μεγάλωνε μέχρι τότε η πιτσιρίκα μέσα σε ένα νοσηρό περιβάλλον.  Είναι αντιδραστική, δε μιλάει, κλαίει, ενώ μιμείται και πράγματα τα οποία έβλεπε και την μητέρα της να κάνει…Όλη η κατάσταση παίρνει την κάτω βόλτα όταν στα εκδικητικά σχέδια του Augustus αναλαμβάνει δράση και η 5χρονη Mia…
Είναι σίγουρα ένα πρωτότυπο και όμορφο animation, παρά την βιαιότητα και την ωμότητα που το χαρακτηρίζει.  Όσο προχωράει προς το τέλος αιχμαλωτίζει ακόμα περισσότερο την προσοχή σου μέχρι τη στιγμή που σε αφήνει με μια γλυκόπικρη και κάπως κενή αίσθηση.
Είναι σε παραγωγή του 2006, οπότε λογικά θα μπορέσετε να το βρείτε για να το δείτε.  Στην Ελλάδα η πρώτη προβολή έγινε στις 24 Μαρτίου φέτος, στο πλαίσιου του “Animfest”.

http://www.youtube.com/watch?v=dV_1nYpNL2A&feature=related

TRIVIA

  • ‘Princess (2006/I)’ is not for kids. It’s not nice. It’s tough and incredibly depressing. I’m enormously proud of it’. (quote του σκηνοθέτη)
  • Ο Anders είναι επίσης αναγνωρισμένος καρτουνίστας, κερδίζοντας παράλληλα πολλά βραβεία για ανάλογες δουλειές του.
(Πηγή IMDB)
H TV ΣΗΜΕΡΑ….
ΕΤ1: 22:00, Το κορίτσι της λίμνης.  Ιταλική παραγωγή του 2007.  Μια πόλη συγκλονίζεται από τον θάνατο μια νεαρής κοπέλας που βρίσκεται γυμνή στις όχθες μιας λίμνης.  Δεν υπάρχουν σημάδια κακοποίησης και κανείς δεν γνωρίζει τι πραγματικά έχει συμβεί, μέχρι τη στιγμή που ένας επιθεωρητής θα αποφασίσει να λύσει ένα μυστήριο που μοιάζει να περιπλέκεται ολοένα και περισσότερο…Βασισμένη στο best seller μυθιστόρημα “Don’t Look Back” της Νορβηγίδας συγγραφέως ψυχολογικών θρίλερ, Karim Fossum και ψηφισμένη ως η καλύτερη ιταλική ταινία του 2007.
Adios….

The Count of Monte Cristo: Η ιστορία μιας εκδίκησης…

Hello again.  Σήμερα είναι η τελευταία ταινιούλα της εβδομάδας που ανεβαίνει.  Κανονικά αύριο θα είχαμε και ψηφοφορία, αλλά λόγω αναχώρησης για τις πασχαλινές διακοπές κατά Ζάκυνθο μεριά, δε θα μπορέσω να βάλω poll :(.  Καλύτερα ίσως γιατί αν λείπετε και πολλοί δε θα έχουμε μεγάλη συμμετοχή και απαιτώ καλή συμμετοχή από την επόμενη εβδομάδα, μιας που θα έχουμε volume. 1 από favorite soundtracks 😛  Ενδεχομένως να σπάσω την ψηφοφορία σε 3 volumes επειδή είναι άπειρα τα καλά themes και soundtracks, οπότε γι’αυτό θα ξεκινήσουμε από την άλλη βδομάδα.  So σήμερα είπα να μπω λίγο στο κλίμα των ημερών (λίγο) και να ανεβάσω Monte Cristo, την οποία βλέπω κάθε χρόνο στην τηλεόραση αυτή την εποχή.  Κάποια στιγμή θα την δείξει (εαν δε την έχει δείξει ήδη), οπότε επειδή είναι και ωραία ταινία γενικά, είπα να κλείσω με αυτή την εβδομάδα μας.  So let’s start!

Μεταφορά του ομόνυμου βιβλίου του Alexandre Dumas, το οποίο μαζί με τους Τρεις Σωματοφύλακες θεωρούνται ως οι πιο γνωστές δουλειές του συγγραφέα.  Ψάχνοντας να βρω φωτογραφίες για το post μου, είδα οτι υπάρχουν 4-5 τουλάχιστον ταινίες με την ιστορία του Monte Cristo.  Παρόλα αυτά εγω επέλεξα να βάλω αυτή του 2002 με τον Jim Caviezel λόγω προσωπικής συμπάθειας :P, επειδή είναι η μόνη εκδοχή που έχω δει (πιστεύω οτι οι παλαιότερες θα είναι ενδεχομένως καλύτερες), αλλά και επειδή είναι στην τελική μια πολύ καλή ταινία.
O Edmond Dantes (Jim Caviezel) είναι ένας καλοκάγαθος και μάλλον αφελής νεαρός, ο οποίος μετά την τυχαία συνάντησή του με τον Ναπολέοντα στην νήσο Έλβα οπού είναι εξόριστος, θα δεχθεί να μεταφέρει ένα γράμμα που θα του δώσει.  Σύντομα ο καλύτερος του φίλος Fernand Montego (Guy Pearce) θα στήσει μια ολόκληρη πλεκτάνη εις βάρος του μαζί με μερικούς ακόμα ‘φίλους’, με αποτέλεσμα o Εdmond να οδηγηθεί στην φυλακή του Chateau d’Il οπού και θα εκτίσει ποινή 14 ολόκληρων ετών.  Μέσα στη φυλακή ο Edmond θα αποκτήσει γνώση, πυγμή και μια ακόρεστη δίψα για εκδίκηση.  Μετά από την άδικη φυλάκισή του θα αναγεννηθεί από τις στάχτες του και θα αποφασίσει να πάρει πίσω τη ζωή που του στέρησαν.  Ο Edmond Dantes δεν υπάρχει πια, τώρα είναι ο Κόμης Monte Cristo…
Η ιστορία του count Monte Cristo αποτελεί ίσως την καλύτερη ιστορία εκδίκησης της κλασσικής πεζογραφίας.  Το βιβλίο (και στην προκειμένη περίπτωση και η ταινία) καταφέρνουν να σκιαγραφήσουν με έναν εξαιρετικό τρόπο καταστάσεις και χαρακτήρες και κυρίως το πως μπορεί να αλλάξει ένας άνθρωπος μέσα από τα βιώματά του.  Όταν μάλιστα πρόκειται για την ολοκληρωτική αλλαγή του ήρωά μας εδώ από φιλήσυχο και τίμιο νεαρό, σε έναν εκδικητικό και ψυχρό άντρα, τότε αυτός ο βιωματικός επαναπροσδιορισμός του χαρακτήρα του κεντρικού πρωταγωνιστή, γίνεται ακόμα πιο έντονος.

Ο σκηνοθέτης Kevin Reynolds έχει δημιουργήσει μια ταινία ακριβώς όπως πρέπει.  Κρατώντας όσο το δυνατόν περισσότερο μπορεί, το feeling της εποχής, την ατμόσφαιρα και κυρίως την σταδιακή αλλαγή του Edmond από το βιβλίο και μεταφέροντάς το στην οθόνη, πετυχαίνει ένα πολύ καλό αποτέλεσμα, που εάν αναλογιστεί κανείς οτι είναι το αποτέλεσμα που βασίζεται σε ένα κλασσικό μυθιστόρημα, τότε είναι ακόμα καλύτερο.  Η σκηνοθεσία είναι όμορφη και σίγουρα αιχμαλωτίζει όλη την αίσθηση μιας παλίας, αριστοκρατικής εποχής, τότε που οι γυναίκες κυκλοφορούσαν με φουσκωτά φορέματα και πλουμιστά καπέλα, και οι άντρες με το καλοραμένο τους φράκο και την άψογη ιποττική τους συμπεριφορά.  Μέσα σε ένα τέτοιο πλούσιο περιβάλλον ο Dumas επέλεξε να τοποθετήσει τον βασικό του πρωταγωνιστή ο οποίος βρίσκεται στο ακριβώς απέναντι άκρο.  Φυλακισμένος, καταπτοημένος από τις κακουχίες και τα διαρκή βασανιστήρια στα οποία υποβάλεται μαζί με τους υπόλοιπους, επιμένει και υπομένει καρτερικά τα μαρτύρια, προετοιμάζοντας την υπέρτατη εκδίκησή του.  Ο Reynolds δε καθυστερεί καθόλου την ολοκληρωτική αλλαγή του πρωταγωνιστή και σύντομα βλέπουμε το καινούριο πρόσωπο του, αυτό του count Monte Cristo.  Είναι εξαιρετικό να βλέπεις πως η ανθρώπινη ψυχή χαρακτηρίζεται από τέτοια δύναμη, ακόμη και αν ο απώτερος σκοπός της δεν είναι και ο πιο αγνός…

Όλοι οι ηθοποιοί στην ταινία δίνουν τον καλύτερο τους εαυτό.  Στον Caviezel βρήκα τον ιδανικό Dantes/Monte Cristo, καθώς η μετάβασή του είναι πραγματικά ενυπωσιακή και φαίνεται τόσο από την εξωτερική του εμφάνιση, όσο και από τον χαρακτήρα του.  Αρχικά είναι ένας απλοϊκός νεαρός, καλός, αγαθός και δυστυχώς αφελής.  Φτάνεις σε σημείο να αναρωτιέσαι αν έχει κάποιο ψήγμα κακίας μέσα του τέλος πάντων!  Αργότερα η μεταμόρφωσή του είναι ολική: έχει μεταμορφωθεί σε έναν γοητευτικό, ραδιούργο άντρα, που δε σταματάει πουθενά προκειμένου να εκδικηθεί και τότε αναρωτιέσαι αν υπάρχει πλέον ίχνος ανθρωπιάς μέσα του…Ιδανική επιλογή καθώς και στην πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη φινέτσα ο συγκεκριμένος ηθοποιός.  Σε μερικές στιγμές μάλιστα μου θύμισε έντονα τον Χριστό, τον οποίο υποδύθηκε στην ταινία του Mel Gibson, “The Passion of the Christ”, κυρίως στις σκηνές των βασανιστηρίων του και της γενικότερης εξαθλίωσης μέσα στην φυλακή. Ο Pearce είναι το καθίκι της υπόθεσης και του πάει πολύ.  Έχοντας βάλει στο μάτι τη γυναίκα του κάποτε καλύτερού του φίλου, Mercedes (Dagmara Dominczyk) καταφέρνει να την ‘ρίξει’, αλλά παράλληλα επιδίδεται σε κομπίνες για να πλουτίζει, πάει με άλλες γυναίκες και αποτελεί την επιτομή του ατόμου που θα πατήσει επί πτωμάτων για να πάρει αυτό που θέλει.  Εξαιρετική είναι και η παρουσία του Richard Harris στον ρόλο του Abbe Faria, του ηλικιωμένου που ήταν φυλακισμένος μαζί με τον Dantes και που ήταν εκείνος που του μεταλαμπάδευσε τη γνώση, η οποία αποτέλεσε τη βάση για την μεγαλεπίβολη εκδίκησή του.  Ο Harris μοιάζοντας σαν μια βιβλική φιγούρα γεμάτη σοφία, αποτελεί την παλιά γενιά που κυριολεκτικά μεταβιβάζει τις γνώσεις μιας ζωής στον νεαρό Dantes.  Και όπως αποδεικνύεται του μεταδίδει τη γνώση και το μυστικό για έναν χαμένο θησαυρό, με τα οποία θα αλλάξει ολοκληρωτικά πρώτα τον ίδιο του τον εαυτό και στη συνέχεια την ίδια του τη ζωή.
Καλογυρισμένη ταινία, με μεστές ερμηνείες χωρίς υπερβολές και ένα ιστορικό background που σε πείθει για τις τοποθεσίες των γυρισμάτων και την ‘ειλικρίνια’ των χαρακτήρων.  Σίγουρα μια από τις καλύτερες ιστορίες για εκδίκηση, η οποία αρθρώνεται τέλεια μέσα στην ταινία, ξεκινώντας ήδη μέσα από την φυλακή και ακολουθώντας μια προσεκτικά σχεδιασμένη και προσεγμένη πορεία, μέχρι το τέλος της.  Γιατί στην τελική η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο, πόσο μάλλον μετά από 14 χρόνια…

http://www.youtube.com/watch?v=JG7FDivQLac

TRIVIA

  • Αρχικά ο ρόλος του Dantes είχε προταθεί στον Pearce.  Μετά κατάλαβαν οτι δε θα μπορούσαν να βρούν εύκολα άλλο κοντό καθίκι, και του έδωσαν τελικά τον ρόλο του Fernand.
  • Στην ταινία η Dominczyk έχει έναν-υποτίθεται- έφηβο γιο.  Στην πραγματικότητα ο ηθοποιός που υποδύθηκε τον γιο της, ήταν μόλις επτά χρόνια μικρότερός της.
  • H Disney ήλπιζε όταν έδωσε το πράσινο φως για τα γυρίσματα της τανίας, οτι θα ήταν μια οικογενειακή ταινία, την οποία θα μπορούσε να κυκλοφορήσει με το ομόνυμο logo της.  Τελικά κάτι τέτοιο δεν έγινε.
  • Το όνομα Zattara που δίνεται στο Dantes από έναν περιπλανώμενο κακοποιό σε κάποια στιγμή της ταινίας, τον Vampa, σημαίνει driftwood στη γλώσσα των Myamar.  Αυτό εξηγείται επειδή ο Vampa βρήκε τον Dantes σε μια παραλία, ξεβρασμένο από το κύμα.
(Πηγή IMDB)
H TV ΣΗΜΕΡΑ….
STAR: 21:00, The Bucket List, με τους Jack Nickolson, Morgan Freeman.  Δυο άγνωστοι που βρίσκονται στο ίδιο νοσοκομειακό δωμάτιο, πληροφορούνται οτι δε τους απομένει πολύς καιρός ζωής.  Τότε αποφασίζουν να κάνουν την κάθε τελευταία τους στιγμή να αξίζει, ξεκινόντας ένα ταξίδι ζωής και κάνοντας πράγματα που δεν τόλμησαν να κάνουν ποτέ.  Όμορφη γλυκόπικρη ταινιούλα, με το δίδυμο Nickolson-Freeman σε εξαιρετική χημεία.
ALTER: 21:45, The Three Musketeers.  Τσακώστε σήμερα και δείτε την ταινία που βασίζεται στο άλλο βιβλίο του Dumas, και ελπίζω μέσα στις επόμενες μέρες να βάλει και τον Monte Cristo : )
Άυριο έχει “Shawshank Redemption” στις 21:00 στο MEGA.  Don’t miss it!
Σας χαιρετώ guyz! Καλές γιορτές και με ρέγουλα το κατσίκι!  Εμείς θα τα ξαναπούμε την Τετάρτη τώρα με καινούρια ταινιούλα και super ψηφοφορία από την άλλη βδομάδα.  

Have fun!!