Black Death: Repent while you can…

Hello again.  Μετά από πολύ καιρό (βασικά δε ξέρω καν αν έχω ανεβάσει πάλι ταινία παρόμοιου περιεχομένου, ένα μυαλό το’χω κι εγώ) σήμερα θα πούμε δυο πραγματάκια για ένα φιλμ, που αποπνέει Μεσαίωνα.  Πιο συγκεκριμένα το “Black Death”, το είχα στο νου μου εδώ και αρκετό καιρό, εξαιτίας της υπόθεσης η οποία είχε τραβήξει τη προσοχή μου σε πρώτη φάση, αλλά και του πρωταγωνιστικού cast που συνηθίζουμε πια να βλέπουμε σε παρόμοια projects.  Για του λόγου το αληθές να σας πω, οτι πρωταγωνιστής είναι ο Sean Bean και όλοι καταλαβαίνουμε τι σημαίνει αυτό.  Για πάμε να δούμε.

Βρισκόμαστε κάπου στο 1300-φτύσε με, και η βουβωνική πανώλη (γνωστή και ως “μαύρη πανώλη” ή “μαύρος θάνατος”), έχει ήδη κάνει την εμφάνισή της στην Αγγλία, αποδεκατίζοντας τεράστιους αριθμούς πληθυσμών.  Κάπου εκεί, ένας νεαρός μοναχός ο Osmund (Eddie Redmayne), αποδέχεται τον ρόλο του οδηγού μιας ομάδας περιπλανώμενων πολεμιστών, οι οποίοι αναζητούν κάτι πολύ συγκεκριμένο: ένα χωριό στο οποίο λέγεται οτι οι νεκροί επιστρέφουν και πάλι στον κόσμο των ζωντανών.  Έτσι, με μπροστάρη τον Osmund και αρχηγό τον σκληροτράχηλο Ulrich (Sean Bean), η ομάδα θα προσπαθήσει να δώσει μια απάντηση, για την αινιγματική ζωή των κατοίκων του μικρού χωριού, το οποίο όπως όλα δείχνουν, είναι το μοναδικό προπύργιο υγείας, μέσα στον σηψαιμικό θάνατο που επικρατεί τριγύρω.  Και πως έχουν καταφέρει αυτοί οι άνθρωποι να μείνουν ζωντανοί, μακριά από την “οργή του Θεού”, όπως χαρακτηρίστηκε η θανατηφόρα αυτή ασθένεια;  Η αποκάλυψη της αλήθειας είναι απρόβλεπτη.  Όπως ακριβώς και ο αιώνιος πόλεμος ανάμεσα στον Θεό και τον Διάβολο.  Το καλό και το κακό…

Το «Black Death» είναι ένα από εκείνα τα ταινιάκια που βλέπεις για να περάσεις την ώρα σου, και τη περνάς τελικά καλά.  Δεν πρόκειται να αναζητήσουμε θέματα όπως αυτά που είδαμε στο “Killing Them Softly”, αλλά ως ένα βαθμό, έχει και αυτό τη δική του αξία, παρότι πραγματεύεται ζητήματα τα οποία έχουμε ξαναδεί σε παρόμοιου περιεχομένου ταινίες και οχι μόνο.  Έτσι λοιπόν όπως μπορείτε να καταλάβετε, δεδομένου και της εποχής στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία, τα ζευγάρια θεμάτων που παίζουν είναι κυρίως ο θάνατος και η ζωή, η πίστη και η απουσία της, ο Θεός και ο-ας τον πούμε-Διάβολος, και εδώ ο σκηνοθέτης Chrostopher Smith κάνει οτι περνάει από το χέρι του, προκειμένου να κρατήσει τα πράγματα απλά, αλλά ενδιαφέροντα.  Και το καταφέρνει.
Ο Smith έχει κάνει μέχρι τώρα μερικές ακόμη ενδιαφέρουσες επιλογές, σκηνοθετώντας ως επί το πλείστον θρίλερ ή ταινίες τρόμου, όπως το πολύ καλό και mind fucking “Triangle” (για το οποίο θα πούμε κάποια στιγμή και εδώ), το spooky “Creep”, καθώς και τη μαύρη κωμωδία με extra extra δόσεις gore, “Severance”.  Μπορεί καμία από αυτές να μη δρέπει δάφνες για τη πρωτοτυπία της, είναι όμως μια καλή ευκαιρία να τις τσεκάρετε σήμερα, για να μπείτε και λίγο σε Halloween κλίμα. 

Στο “Black Death” μπορεί ο τρόμος ως σπλάτερ να λείπει, όμως υπάρχει αυτή η μυστηριακή ατμόσφαιρα των μεσαιωνικής εποχής ιστοριών, καθώς και η εμπλοκή με τη θρησκεία και τις πάσης φύσεως ειδωλολατρικές εκδηλώσεις της πίστης, έτσι ώστε η ταινία σε αφήνει ικανοποιημένο, αν ζητάς και εσύ αυτό από εκείνη.
Σκέψου λίγο το “Game of Thrones” στο πιο μαζεμένο του όμως, χωρίς την υπερσεξουαλική φύση και το αίμα που ρέει, και θα έχεις μια καλή εικόνα σχετικά με το τι πραγματεύεται το “Black Death”.
H αλήθεια βέβαια είναι, πως εκτός από την εποχή που είναι ίδια και σε αυτές τις παραγωγές, υπάρχουν δυο πρόσωπα στη ταινία, που θα σου φέρουν κατευθείαν στο μυαλό την επικών διαστάσεων σειρά, του ΗΒΟ.  Το πρώτο είναι φυσικά ο Sean Bean, ο οποίος έχω πειστεί πλέον οτι έχει γεννηθεί για να παίζει τέτοιους ρόλους-στολή μαχητή, σπαθιά στα χέρια, μακρύ λαδωμένο μαλλί και μούσια- μιας που όπως και να το κάνουμε του πάνε πολύ.  Το δεύτερο άτομο, είναι ακόμα πιο ενδιαφέρον αφού πρόκειται για την Carise van Houten, το πραγματικό όνομα της οποίας μπορεί να μη σας λέει κάτι, σίγουρα όμως σου λέει αυτό στη σειρά όπου υποδύεται την Melisandre.  Ξέρεις τώρα, εκείνη τη μάγισσα που γέννησε τον δαίμονα του σκότους;  Ε, ο χαρακτήρας της εδώ, δε διαφέρει και πολύ από αυτόν στο Game of Thrones…

Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν στη Γερμανία (αν με ρωτούσατε θα έλεγα οτι έγιναν μάλλον σε σκανδιναβικά εδάφη) και όπως θα δείτε, από πλευράς τουλάχιστον ατμόσφαιρας, η παραγωγή έχει πετύχει διάνα.  Καταπράσινα δάση, χωριάτικοι οικισμοί, σπηλιές, σκληρή πέτρα και κρύο, συναρμολογούν μια εικόνα ακριβώς όπως έχουμε συνηθίσει να τη βλέπουμε σε σειρές και ταινίες ίδιου περιεχομένου.  Παρόλα αυτά εκείνο που κατά πάσα πιθανότητα θα σας ιντριγκάρει περισσότερο στο “Black Death” είναι η σταδιακή αλλαγή του μοναχού Osmund (εκπληκτικός εδώ ο Redmayne), ο οποίος στο ταξίδι του, βλέπει πια πίσω από το παραπέτασμα της αυστηρής πειθαρχίας και της ύπαρξης ενός υπέρτατου όντος, ανακαλύπτοντας οτι ο άνθρωπος είναι τελικά πολύ πιο καταστροφικός, ακόμα και από την πιο επικίνδυνη ασθένεια…
Εκτός από τη σκηνοθεσία η οποία πατάει στα αφηγηματικά της μονοπάτια (ειλικρινά αν δεν έχει κάτι περισσότερο ενδιαφέρον η σκηνοθεσία για να σχολιάσω, νοιώθω σαν κάτι να λείπει από τη ταινία), το story έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κυρίως χάρη στον τρόπο με τον οποίο ξεδιπλώνεται και με τον οποίο οι αποκαλύψεις έρχονται στο φως, επίπονες και άγριες.
Η έννοια της πίστης κερδίζει έδαφος, ο Θεός είναι ο υπέρτατος κριτής και η πανώλη η τιμωρία του πάνω στους ανθρώπους, για όλα τα κακά που έχει προκαλέσει η επίγεια ζωή τους.  Συνεπώς τι σημαίνει αυτό για όσους δεν έχουν υποστεί ακόμα την οργή του Δημιουργού;  Οτι δε πιστεύουν;  Οτι αναστένουν τους νεκρούς τους, χάρη στη βαθιά πίστη τους σε κάτι σατανικό και αρχαίο;  Ή μήπως όλα αυτά είναι τελικά μια ανθρώπινη παρεξήγηση, μια φριχτή σύμπτωση που κάνει τον μανδύα της δεισιδαιμονίας να απλώνεται ακόμα πιο βαρύς, πάνω από τα κεφάλια των αγράμματων και των φτωχών;

Εκτός από την ικανοποιητική σκηνοθεσία και τις υπέροχα ομιχλώδεις τοποθεσίες των γυρισμάτων, οι ερμηνείες είναι επίσης καλές, με τον Redmayne βεβαίως να ξεχωρίζει.
Η αλήθεια είναι πως όταν είχα δει το “One Week with Marilyn” είχα απορήσει με την ερμηνεία του νεαρού  Βρετανού, καθώς μου είχε φανεί το λιγότερο αδιάφορος.  Στο “Black Death” αντιθέτως είναι πολύ καλός, με μια γκάμα συναισθημάτων να τον χαρακτηρίζει και να του δίνει νεύρο και ψυχή.
Στο πλευρό του πάντα αξιόλογος σε τέτοιους ρόλους, είναι και ο Shean Bean, στον ρόλο του δυναμικού, πιστού άντρα, γεγονός που δημιουργεί ωραία αντίθεση με το νεαρό της ηλικίας του Redmayne ο οποίος φαντάζει μπροστά του πιτσιρίκι.  Και αυτό εξυπηρετεί.
Σε γενικές γραμμές το “Black Death” είναι μια ταινία που έχει όλο το πακέτο, αν θες να δεις κάτι για να περάσεις ευχάριστα την ώρα σου (όσο ευχάριστα δηλαδή, δεδομένου του θέματός του).  Έχει καλές ερμηνείες, ωραία υπόθεση, ταιριαστή σκηνοθεσία και πετυχαίνει ιδανικά την αναπαράσταση της κακορίζικης εκείνης εποχής.  Τσεκάρετέ την.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι τα ρούχα του Game of Thrones, είναι δανικά από εδώ, οτι ο θρύλος του Bean ζει, και οτι ο τον ρόλο της van Houten, διεκδίκησε και η Lena Headey.  Οποία έκπληξις!


No trivia

Lawless: Booze, brothers and a wet county

NEW ARRIVAL

Καλημέρα καλημέρα guyz!  Λοιπόν αυτή τη βδομάδα βγήκαν στις αίθουσες δυο ταινίες που περίμενα εναγωνίως από τότε που είχα δει τα trailers τους.  Τις είδα τελικώς και τις δυο και έχω να πω οτι δεν έπεσα και πολύ έξω στις προβλέψεις μου οτι πρόκειται για καλές ταινίες.  Πρώτη είδα στις δημοσιογραφικές, το “Lawless”-με το οποίο θα ασχοληθούμε και σήμερα-, ένα γκάνγκστερ, δράμα εποχής, με πολύ καλές ερμηνείες και μια αξιοπρεπή προσπάθεια στο σύνολό του.  Χθες, είδα και το “Killing them Softly” την οποία βρήκα αριστουργηματική ως προς τη σκηνοθεσία της, και η μπόλικη (μπόλικη όμως) αθυροστομία της, την έκανε για εμένα ακόμη πιο απολαυστική.  Σε αυτό βέβαια, μάλλον δε συμφώνησε καμιά 10ρια άτομα, που άρχισαν να τη κάνουν με ελαφρά από την αίθουσα.  Όπως και να έχει, για τη νέα ταινία του Brad του Pitt, θα μιλήσουμε από Δευτέρα, οπότε σας θέλω τριγύρω.  Πάμε σήμερα για “Lawless”.

Βρισκόμαστε στο 1931, την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης και της Ποταπαγόρευσης, και όπως με έχει μάθει σωστά το “Boardwalk Empire”, δεν υπάρχει περίπτωση να δεις περισσότερο αλκοόλ σε καμία άλλη εποχή, πέραν από αυτή της Ποταπαγόρευσης.
Εν προκειμένω, στο Franklin County της Virginia, τρια αδέλφια κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα: διυλίζουν αλκοόλ, πουλώντας το στη συνέχεια στις γύρω φάρμες, τα νέγρικα κουτούκια και διάφορους άλλους καλοθελητές που επιθυμούν να αγοράσουν το διάφανο ουίσκι της οικογένειας Bondurant.  Οχι δηλαδή οτι οι μοναδικοί προμηθευτές είναι αυτοί, αφού αν για κάτι είναι γνωστή η συγκεκριμένη, υγρή κομητεία του Franklin, αυτό είναι βεβαίως, ο τεράστιος αριθμός παράνομων διυλιστηρίων που βρίσκονται καμουφλαρισμένα σε όλη της την επικράτεια.
Όταν λοιπόν βλέπεις οτι έχεις του χεριού σου ακόμα και τον τοπικό σερίφη, και ο θρύλος για την αντρίκια δύναμη και ατρομιτότητά σου, καλά κρατεί, το μόνο σίγουρο είναι οτι θα τσινίσεις στην guest εμφάνιση ενός νέου, γλοιώδη και σαδιστή Special Deputy ονόματι Charlie Rakes (Guy Pearce) ο οποίος έχει έρθει για να σου κάνει τη ζωή Κόλαση.  Απαιτώντας μερίδιο από τη μπάζα της πώλησης του αλκοόλ, προκειμένου να μη βάλει λουκέτο στη παράνομη δράση των κατοίκων, ο Rakes θα γίνει ο φόβος κι ο τρόμος της περιοχής, χάρη στην καθικίστικη φύση του.  Ο τουμπανοσοφός όμως, Forrest Bondurant (Tom Hardy), o μπεκρής αδελφός του που ρίχνει ξύλο, Howard (Jason Clarke) και ο άβγαλτος ακόμη, βενιαμίν της οικογένειας, Jack (Shia LaBeouf), θα υψώσουν ανάστημα και δε θα αφήσουν το καλογυαλισμένο λουστρίνι του Rakes, να τους πατήσει κάτω.  Για πόσο όμως;

Η νέα ταινία του Αυστραλού John Hillcoat, δεν είναι αυτό ακριβώς που μας είχε προϊδεάσει το trailer, ούτε και το επιβλητικό του cast.  Αν δηλαδή περιμένεις να δεις μπόλικο πιστολίδι, ατέλειωτη δράση και περιπέτεια τσίτα τα γκάζια, μάλλον θα απογοητευθείς οικτρά και καλά θα κάνεις να περιμένεις το “Gangster Squad” για τέτοια φάση.  Παρόλα αυτά, το “Lawless” είναι μια ταινία με την οποία θα περάσεις καλά στη κινηματογραφική αίθουσα, αφού μπορεί να της λείπουν οι πολλές, extra δόσεις αδρεναλίνης και τεστοστερόνης, αναπληρώνει όμως αυτό που δεν έχει, όχι τόσο χάρη στο σενάριό της (το οποίο είναι καλό, αλλά μέχρι εκεί), αλλά κυρίως χάρη στις πολύ καλές ερμηνείες ολόκληρου του πρωταγωνιστικού cast, την ατμοσφαιρική σκηνοθεσία και την εξαιρετική απόδοση μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.

Ο Hillcoat έπειτα από τη συνεργασία του με τον επίσης Αυστραλό, και υπεραλαντούχο σε διάφορους τομείς, μουσικούς και μη, Nick Cave, στο πολύ καλό “The Proposition” (στο οποίο ο Cave εκτέλεσε χρέη σεναριογράφου), αποφάσισε να μείνει πιστός στις κινηματογραφικές του επιλογές και να χρησιμοποιήσει και πάλι τον παλιόφιλο τον Nick, στο σενάριο του “Lawless”.
Πέρα από την παραγωγική συνεργασία των δυο τους, φαίνεται πως ο Hillcoat αρέσκεται και στην ιδιαίτερη περσόνα του Guy Pearce, ο οποίος σχεδόν σε όλη του τη καριέρα, επιμένει να υποδύεται ρόλους υπέροχα μισητούς, που τον καθιστούν αυτομάτως στο μάτι του θεατή, ως τον “bad seed” της υπόθεσης.  Έτσι, μετά τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Guy, στο “The Propostition”, τα τηλέφωνα έπεσαν και ο Pearce δέχθηκε και παίξει ένα ακόμη σκουλήκι στη κινηματογραφική του πορεία.  Σωστός.
Αν πάλι θυμάσαι το όνομα του σκηνοθέτη και από άλλες ταινίες-συγκεκριμένα ταινία-τότε αγαπητέ μου δε πέφτεις καθόλου έξω, μιας που o Hillcoat μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το υπέροχο όπως λένε (μιας που αυτή τη περίοδο εντρυφώ σε άλλα έργα του) βιβλίο του Cormac McCarthy, “The Road”.
Πιστός λοιπόν και στη λογοτεχνική του τροφή, ο Ηillcoat αποφάσισε να στηρίξει το “Lawless” στη βιογραφική νουβέλα του Matt Bondurant (εγγονού του τρίτου και μικρότερου εκ των αδελφών, του Jack δηλαδή) “The Wettest county in the Word”, με την ανάλογη φυσικά, σεναριακή προσαρμογή.

Πέρα από την απουσία μιας χειροπιαστής δράσης, αν θα έπρεπε να πω και κάτι ακόμα που με ενόχλησε κάπως στη ταινία, αυτό μάλλον θα αφορούσε σε ένα βαθμό τη σκηνοθεσία, πράμα οξύμωρο καθώς γενικώς βρήκα οτι ο Hillcoat απέδωσε με πολύ εποχικές πινελιές την συγκεκριμένη, ταραχώδη περίοδο.  Και τι εννοώ λοιπόν;
Εννοώ, οτι υπήρχαν στιγμές μέσα στην πλοκή του έργου, στις οποίες η όποια σεναριακή συνοχή έσπαγε με τρόπο βροντερό, και εσύ έπρεπε να προσπαθήσεις να ενώσεις τα κομμάτια προκειμένου, οχι να βγάλεις νόημα, αλλά να αντιμετωπίσεις την κάμερα του σκηνοθέτη, ως μια ρέουσα κατάσταση.  Η υποθεσιακή συνέχεια που θα έπρεπε να υπάρχει, κάπου χαλαρώνει, η κάμερα εκτελεί τα πολύ βασικά της χρέη (βλ. ρόλο παρατηρητή) και γενικώς όταν στρέφεται πάνω στα πρόσωπα και τις καταστάσεις, μοιάζει σαν κάτι να λείπει.  Αντιθέτως, όποτε βλέπουμε πανοραμικά πλάνα της wannabe Virginia (τα γυρίσματα έγιναν ως επί το πλείστον στην Georgia) ή τις ελάχιστες σκηνές που περιλαμβάνουν traveling, τότε ως δια μαγείας ο κινηματογραφικός φακός του Hillcoat μεταμορφώνεται και το μάτι μας γεμίζει με όλη εκείνη την αγροτική, παλιομοδίτικη ομορφιά, με τους καπνούς των διυλιστηρίων, τα χωριάτικα μπαρ, τα υπέροχα κοστούμια, και την vintage διάθεση που αποπνέει το τοπιακό, αλλά και το έμψυχο υλικό της ταινίας.
Αν είστε λοιπόν από αυτούς, που δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικοί ως προς τα θέματα της “συμπεριφοράς” της κάμερας, δεν θα έχετε κανένα πρόβλημα να απολαύσετε την ιδιωματισμική ομορφιά και τη μαγκιά του “Lawless”.

Το κλασικά crime σενάριο, βοηθάει πολλές ταινίες να ξεφεύγουν τον σκόπελο των αρνητικών κριτικών, ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για προσαρμογές τύπου “Drive” και “Killing them Softly” που έχουν να σου δώσουν αβέρτα πράγμα (btw πιστεύω οτι μέχρι τώρα, το “Killing them Softly” είναι το “Drive” της χρονιάς, αλλά αυτά θα τα πούμε από τη Δευτέρα).
Μπορεί εδώ το σενάριο να κρατάει έναν κάπως, ουδέτερο ρόλο, καθώς δεν είναι αυτό που θα μπορούσε να οδηγήσει τη ταινία στη καταστροφή, ούτε όμως και στην εκπληκτική της αναγνώριση, καταφέρνει όμως να κρατάει τα μπόσικα και να δίνει τροφή σε αυτό που νομίζω πως είναι το καλύτερό της στοιχείο: οι ερμηνείες.
Όλοι, ανεξαιρέτως, δίνουν στο “Lawless” ωραίες, μεστές ερμηνείες και-ω του θαύματος!-ακόμα και ο Shia LaBeouf ταιριάζει γάντι μέσα στο όλο γκανγκστεροφεύγοντας σκηνικό.
Πιο συγκεκριμένα ο Tom Hardy είναι επιβλητικός με τον όγκο του (βλέπετε δε πρόλαβε να χάσει τη μυϊκή μάζα που είχε αποκτήσει για τον χαρακτήρα του Bane), λιγομίλητος και μουντρούχος, με ιδανικά προσαρμοσμένη, χωριάτικη ομιλία και πολύ καλή χημεία, με την σαγηνευτική (εντάξει δε πάει πιο όμορφη ρε κοπελιά) Jessica Chastain, η οποία υποδύεται φυσικά, τη μοιραία γυναίκα.  Παράλληλα, ο Pearce δίνει μια ακόμη κακιασμένη ερμηνεία που του πάει πολύ, και κλέβει τις εντυπώσεις με μπριγιαντινέ μαλλί χωρίστρα, leather γαντάκια σε διάφορες αποχρώσεις (και με kinky διάθεση παρακαλώ) και ατσαλάκωτο look, ενώ και η παρουσία της Mia Wasikowska δίνει ένα απαραίτητο, φρέσκο touch, χάρη στην εύθραυστη ομορφιά της.  Κάπου εκεί θα δείτε και τον Gary Oldman να κάνει ένα πέρασμα στον ρόλο ενός μεγαλοαφεντικού γκάνγκστερ, με παρουσία μικρή, αλλά πληθωρική.  Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε οτι το ηττοπαθές και καημένο βλέμμα του LaBeouf επιτέλους αποδίδει-αλληλούια!-αποτυπώνοντας στον πανί έναν χαρακτήρα που αντρώνεται από τις πισωμαχαιρικές καταστάσεις, παύει να είναι το πιτσιρίκι που φοράει τα ρούχα του μπαμπά και αποκτά μερικά much needed κότσια (μαζί με ένα shotgun στο χέρι, καθότι συνήθως αυτά τα δυο, πάνε μαζί).
Το “Lawless” δεν είναι μια πρωτότυπη ταινία-ούτε κατά διάνοια-, μιας που όλα είναι συμβατικά δοσμένα, αλλά ταυτόχρονα καλά.  Η σκηνοθεσία, οι ερμηνείες, το σενάριο, η ατμόσφαιρα.  Όλα καλά, αλλά τίποτα το εξαιρετικά φοβερό.  Είναι όμως στη τελική και μια ταινία που έχει μαγκιά, attitude και country νότες να τη σιγοντάρουν (δια χειρός Nick Cave εννοείται).  Μερικές φορές για να περάσουμε καλά, ακόμα και αυτό αρκεί.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η Chastain κάνει το πρώτο της-μάλλον-φουλ γυμνό, οτι τις ίδιες ζακετούλες που φοράει ο Hardy, φοράει και ο παππούς μου και οτι ο Gary Oldman είναι ο Gary Oldman.  Σε περίπτωση δηλαδή που δε το ξέρατε.


No trivia

Flipped: The very first love of your life…

Γεια σας γεια σας και πάλι!  Σήμερα έχουμε ακόμη μια νοσταλγική ταινιούλα βγαλμένη κατευθείαν από την καρδιά των 60s, όπως ακριβώς και το “Moonrise Kingdom” που είδαμε μερικές μέρες πιο πριν.  Το “Flipped” είναι ένα όμορφο, γλυκό ταινιάκι, με γνωστούς ηθοποιούς, μια μελιστάλαχτη ιστορία σχετικά με τη πρώτη αγάπη και την ατμόσφαιρα μιας εποχής γεμάτη χαμένη αθωότητα.  Η ταινία έχει τα καλά της, αλλά έχει και τα κακά της (κανα-δυο αλλά τα έχει), οπότε ξεκινάμε κατευθείαν και γι’αυτή τη κριτικούλα μας.  Here we go.

Η ιστορία μας απλή και χιλιοειπωμένη.  O Bryce Loski (Callan McAuliffe) μετακομίζει με την οικογένειά του και ενώ είναι ακόμα πιτσιρίκι, απέναντι από το σπίτι των Baker, οι οποίοι εκτός από δυο γιους έχουν και ένα χαριτωμένο, αλλά ολίγον περίεργο κοριτσάκι που του αρέσει να χώνει τη μύτη του παντού, τη Juli (Madeline Carroll).  Η μικρή Juli θα νοιώσει από τη πρώτη στιγμή τη καρδιά της να χτυπάει λίγο πιο γρήγορα για τον ξανθό Bryce με τα ‘dazzling eyes’, αλλά τα αισθήματα δε φαίνεται να είναι αμοιβαία, μιας που ο Bryce είναι απλά εντελώς αδιάφορος απέναντί της.  Όταν τα χρόνια περάσουν και τα παιδιά μεγαλώσουν, η Juli θα αποτελέσει μια όμορφη, και ενδιαφέρουσα έφηβη η οποία βλέπει τη πραγματική μαγεία στη θέα μιας τεράστιας συκομουριάς, έχει τη δική της επιχείρηση από εκτρεφόμενες…κότες, και τον διακαή πόθο που εξακολουθεί να τη καίει σχετικά με το πότε θα καταφέρει να ξεκλέψει το πολυπόθητο φιλί από τον γόη της γειτονιάς.  Όταν όμως οι καταστάσεις φέρουν τη Juli να αμφισβητήσει την πραγματική αξία-ενός κενού όπως όλα δείχνουν Bryce-τότε τα πράγματα θα κάνουν ένα απρόσμενο flip, και εκεί που η πιτσιρίκα ξελιγωνόταν στη θέα του γείτονά της, τα πράγματα θα αντιστραφούν κατά 180 μοίρες, με τον Bryce να αρχίσει να βλέπει διαφορετικά την από καιρό κολλιτσίδα του.  Έχει ο καιρός γυρίσματα…

Ο σκηνοθέτης/σεναριογράφος/παραγωγός Rob Reiner είναι υπεύθυνος και πάλι για τη δημιουργία ενός film που διαθέτει στιλ και ατμόσφαιρα βγαλμένη κατευθείαν από τη καρδιά της δεκαετίας του ’60, πράγμα καθόλου περίεργο αν σκεφτεί κανείς πως είναι και ο δημιουργός μιας από τις καλύτερες coming of age ταινίες (της ίδιας πάντα εποχής), του “Stand by Me” το οποίο αποτελεί βεβαίως και βιβλιακό κατασκεύασμα του Stephen King.
Η αλήθεια είναι πως το “Flipped” δε φτάνει καθόλου τις αξιώσεις μιας ταινίας όπως το “Stand by Me”, παρόλα αυτά καταφέρνει με τον δικό του τρόπο να αποτελέσει μια feel good προσπάθεια από μέρος του σκηνοθέτη.
O Reiner αποτελεί μια πολυσχιδή προσωπικότητα που φέρνει στο πανί πολλές, διαφορετικές ιστορίες τις οποίες διηγείται με απόλυτο σεβασμό απέναντι στην εποχή και τους χαρακτήρες της.  Εξάλλου δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως έχει σκηνοθετήσει δυο από τις καλύτερες μεταφορές βιβλίων του Stephen King στη μεγάλη οθόνη, καθώς εκτός από το παρεϊστικο “Stand by Me” ‘έδωσε’ στην Kathy Bates το Oscar Α’ Γυναικείου Ρόλου για την τρομερή της ερμηνεία στη ταινία “Misery”.  Το να μεταφέρεις την ουσία ενός βιβλίου στον κινηματογράφο, δεν είναι και οτι πιο εύκολο, ο Reiner όμως έχει αποδείξει οτι δεν είναι και ακατόρθωτο.
Αν τσεκάρει κανείς τη φιλμογραφία του, θα εντοπίσει μια ποικιλία ετερόκλητων, κινηματογραφικών ειδών με μια μεγαλύτερη έφεση σε ρομαντικές/αισθηματικές παραγωγές όπως το “The Princess Bride” (1987), το θρυλικό πια “When Harry Met Sally…” (1989), το μάλλον κακό “The Story of Us” (1999), το ακόμη χειρότερο “Alex and Emma” (2003) με την χείριστη Kate Hudson *barf*, καθώς και το αδιάφορο “Rumor Has It” (2005).  Εκτός όμως από όοοολα αυτά τα (άλλα καλά και άλλα οχι και τόσο) ρομάντζα, ο ίδιος έχει κάνει και μερικές καλές ταινίες όπως το μουσικό “This Is Spinal Tap” (1984) και το “A Few Good Men” (1992).  Και αν αναρωτιέστε γιατί τόση ώρα σας αραδιάζω τις ταινίες του κ. Reiner είναι απλό: το “Flipped” κυμαίνεται κάπου ανάμεσα στο νεανικό και αθώο ρομάντζο μιας άλλης εποχής, και μιας ταινίας που όμως κάτι της λείπει, αποτελόντας στην ουσία μια ταινία ύψους και βάθους.  Ακριβώς όπως και το σύνολο της φιλμογραφίας του δηλαδή.

Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της συγγραφέως Wendelin Van Draanen, και είναι γεμάτη από μια νοσταλγική διάθεση, ακριβώς όπως απαιτείται από τέτοιου είδους παραγωγές.  Σίγουρα στα θετικά της πρέπει να προστεθεί η συγκέντρωση ενός ενδιαφέροντος και γνωστού cast στους κεντρικούς ρόλους που απαρτίζεται από τους, Penelope Ann Miller, Rebecca De Mornay, Antony Edwards, Aidan Quinn και John Mahoney.
Όσον αφορά την ιστορία καθεαυτή, του πρώτου δηλαδή παιδικού-εφηβικού έρωτα, μπορεί να την έχουμε δει ξανά και ξανά στον κινηματογράφο, παρόλα αυτά όταν τοποθετείται σε μια ρομαντική εποχή όπως αυτή των 60s (τουλάχιστον σε σχέση με τον τρόπο που παρουσιάζεται η εποχή αυτή στο cinema), τότε σίγουρα μιλάμε για ένα love story που στοχεύει κατευθείαν στις καρδιές των θεατών.  Και ως ένα βαθμό, αυτό επιτυγχάνεται και εδώ.  Ως ένα βαθμό όμως, γιατί υπάρχει ένα πολύ βασικό μείον: η χημεία των νεαρών πρωταγωνιστών είναι από ελάχιστη, έως ανύπαρκτη και αυτό αγαπητέ μου κ. Reiner είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας.

Καταρχάς για να λέμε και τα πράγματα όπως είναι, η ταινία φορτώνεται από νωρίς στη πλάτη της πολύ καλής Madeline Carroll (την είδαμε και φέτος στο “Μachine Gun Preacher” ως απαιτητική κόρη του Gerard Butler), η οποία καταφέρνει να μας πείσει με την γκάμα των συναισθημάτων που μπορούμε να διακρίνουμε στο πρόσωπό και το γενικότερο στήσιμό της.
Από την άλλη πλευρά ο συμπρωταγωνιστής της Callan McAuliffe είναι στη καλύτερη περίπτωση ένα αγγούρι και μισό.  Ίδιο βλέμμα, ίδια έκφραση, ίδια μονότονη ομιλία (αγάπη μου έχεις κάποια συγγένεια με την Kristen?) σε βαθμό που να θες να του αστράψεις ένα χαστούκι.  Και καλά, ως ένα βαθμό δικαιολογείται από τον ρόλο τον οποίο υποδύεται (αυτόν ενός άνευρου και άτολμου νεαρού, που σταδιακά αρχίζει να βλέπει την περίεργη για όλους Juli, διαφορετικά), αλλά σε καμία περίπτωση δε μπορεί αυτό να αποτελέσει τον μπούσουλα πάνω στον οποίο ο McAuliffe χτίζει την ταινιακή του περσόνα.  Και αυτό γιατί στην τελική απαιτείται συναίσθημα και τόλμη για να βγει κάτι τουλάχιστον αξιοπρεπές.
Η Caroll στο πλευρό του πασχίζει να του βγάλει τη συγκίνηση και το ενδιαφέρον, επωμιζόμενη όλη την ιστορία τελικά πάνω της και αποτελώντας το άλλο κομμάτι ενός awkward, νεανικού διδύμου το οποίο πάσχει από την προφανέστατη έλλειψη ταλέντου του McAuliffe.  Και να φανταστεί κανείς οτι είναι και πατριώτης μου.  A screw that, at least we have Hemsworth.

Πέρα από τον προβληματικό McAuliffe του οποίου το σκάλωμα φαίνεται και μπόλικο και βαρύ στη ταινία, το “Flipped” ίσως καταφέρει κάπου να σου ξυπνήσει το παιδί που κρύβεις μέσα σου.
Η σκηνοθεσία του είναι όμορφη και αγνά ανεπιτήδευτη, πιάνοντας εύκολα τον παλμό της εποχής και προσφέροντας ένα θέαμα πασπαλισμένο με ζαχαρόσκονη, και τις σωστές δόσεις δράματος.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται η εναλλαγή ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο βλέπουν και αντιμετωπίζουν τις καταστάσεις τα δυο παιδιά, καθώς πρώτα παίρνει τη σκυτάλη ο ένας κάνοντας το δικό του voice over και έπειτα ο άλλος, με μια παράλληλη παρουσίαση των ίδιων γεγονότων, με ελαφρώς διαφορετικό, χρονικό προσδιορισμό, ανάλογα με το ποιος μιλάει.
Όλο το υπόλοιπο υποστηρικτικό cast στέκεται σοβαρά απέναντι στο θεατή, και δίνει τον καλύτερό του εαυτό σε αυτό το ανάλαφρο, και γλυκό ταινιάκι.
Μπορεί να μη μιλάμε για ένα πρωτότυπο story και μπορεί και ο πρωταγωνιστής να τα κάνει σε μεγάλο βαθμό μαντάρα, παρόλα αυτά το “Flipped” είναι μια ταινία που μπορεί να σε συγκινήσει και ταυτόχρονα να σε κάνει να χαμογελάσεις.  Συνεπώς αν αναζητάς χαλαρές, καλοκαιρινές βραδιές με όμορφη παρέα, αυτό το filmaki είναι σίγουρα οτι ψάχνεις.  Χαριτωμένο, αναζωογονητικό και τόσο όμορφο όσο ο πρώτος μας παιδικός έρωτας.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η θέα από ψηλά κάνει τη διαφορά, οτι η Rebecca De Mornay είναι αγέραστη, και οτι θα είχε πλάκα να λένε κάποιον Sal Monella.

No trivia

The Passion of Joan of Arc: One of the greatest silent films ever

Καλημέρα και πάλι σε όλους!  Όπως σας είχα πει λοιπόν, σήμερα θα ξεκινήσουμε μια αναφορά σε παλιές ταινίες του κλασικού κινηματογράφου, αρχίζοντας με το βωβό αριστούργημα του Δανού σκηνοθέτη, Carl Theodor Dreyer, “The Passion of Joan of Arc”.  Let’s start…

Η ταινία του Carl Dreyer αποτέλεσε την πρώτη μεταφορά, της πραγματικής ιστορίας της ‘Αγίας των Γάλλων’ στο κινηματογραφικό πανί, μόλις το 1928 και η αλήθεια είναι πως πίσω από τη δημιουργία της και την κόπια που όλοι σήμερα μπορούμε να απολαύσουμε, κρύβεται μια μεγάλη ‘απώλεια’.
Πιο συγκεκριμένα ελάχιστο καιρό έπειτα από την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, ο Dreyer πληροφορήθηκε πως η original κόπια της ταινίας είχε καταστραφεί χάρη σε κάποιο ατύχημα!  Ο ίδιος μην έχοντας τη δυνατότητα να ξαναφτιάξει την ταινία από την αρχή, αποφάσισε να την ανασυνθέσει κατά κάποιον τρόπο, χρησιμοποιώντας ως πρωταρχικό υλικό όλα εκείνα τα φιλμικά κομμάτια τα οποία είχε απορρίψει (γνωστά και ως ρετάλια).  Έτσι λοιπόν η σημερινή ταινία όπως έχει σωθεί, αποτελεί μια μόνο κατά προσέγγιση του αυθεντικού film του σκηνοθέτη, που εμείς φανταζόμαστε πως παρόλα αυτά, βρίσκεται όσο το δυνατόν πιο κοντά στην πρωταρχική του ιδέα.  Επίσης να τονίσουμε πως αυτό το αριστούργημα, είναι βωβό (φυσικά), αλλά πως όποιος έχει την τύχη να το παρακολουθήσει σήμερα, θα διαπιστώσει πως είναι επενδυμένο με ένα υπέροχο και μοναδικά ταιριαστό, μουσικό κομμάτι, αυτό του Richard Einhorn, “Voices of Light”.  Η προσωπική μου άποψη είναι πως εντείνει ακόμα περισσότερο την δυναμική των εικόνων του Dreyer.
Όσον αφορά λοιπόν την υπόθεση καθεαυτή, παρακολουθούμε στην ουσία τη δίκη της Jeanne d’Arc, την καταδίκη, καθώς και το κάψιμό της στην πυρά.  Από εκεί και πέρα η πρωτοποριακή για την εποχή, σκηνοθεσία του Dreyer και η μοναδική ερμηνεία της Maria Falconetti (κατά πολλούς η καλύτερη στην ιστορία του κινηματογράφου) κρατούν τα ηνία σε αυτό το κλασικό διαμάντι.

O Carl Theodor Dreyer αποτελούσε έναν από τους μεγάλους παλιούς, του κλασικού κινηματογράφου, τον οποίο παρόλα αυτά φρόντιζε να προκαλεί και να καταρρίπτει κάθε φορά που του δινόταν η ευκαιρία, με αποκορύφωμα την τελευταία του ταινία, “Gertrud” (1964).
Ρηξικέλευθος και υποδόριος επαναστάτης, ο Dreyer κατάφερνε κάθε φορά μέσα από τα films του τα θυσιάζει το κομμάτι του υποθεσιακού περιεχομένου, για χάρη της cinema-τικής φόρμας της κάθε του ταινίας.  Φρόντιζε δηλαδή κάθε φορά να καθιστά πρωταγωνιστή των films του, την ίδια την κινηματογραφική δομή, η οποία κατασπάραζε κυριολεκτικά το περιεχόμενο αυτών.
Από τις κινήσεις της κάμεράς του, τη χρήση της μουσικής και τους φωτισμούς (οι πηγές δεν είναι πάντα εμφανείς, ενώ ακόμα και οι σκιές που δημιουργούν μια απτή αίσθηση χώρου, μοιάζουν να εξαφανίζονται από τα έργα του), μέχρι την εντελώς πρωτοποριακή χωροχρονική άρθρωση και την περιθωριοποίηση των κανόνων και των νορμών του κινηματογράφου, ο Dreyer υπήρξε ένας σκηνοθέτης με όραμα, που έφερε την πνοή του μοντέρνου μέσα στο κλασικό cinema.
Στις μεταγενέστερες ταινίες του ο Dreyer φρόντιζε να κάνει ακόμα πιο έντονη την παρουσία του μινιμαλισμού και της θεατρικότητας, καθώς έστρεφε τους ηθοποιούς του κατευθείαν στην κάμερα, ενώ και το όλο στήσιμο και παίξιμό τους, ήταν αυτό που κάποιος θα χαρακτήριζε ‘ερμηνεία της σκηνής’.  Το γεγονός οτι αποοικιοποιούσε ακόμα περισσότερο τις κλασικές νόρμες του cinmea (όπως π.χ έκανε και ο Ozu, με το χαρακτηριστικό του ‘πήδημα του άξονα), ήταν κάτι που φαινόταν να έχει ξεκινήσει, ακόμα και από την σημερινή μας ταινία και μιλάμε μόλις για τη δεκαετία του ΄20.  Όπως θα δούμε και παρακάτω ο τρόπος με τον οποίο συνέθετε τα πλάνα της Jeanne (στην πλειοψηφία τους γκρο) και των δικαστών της, τα ανάποδα πλάνα, το δέσιμο των βλεμμάτων τους, καθώς και τα τράβελινγκ της κάμερας για την ανάδειξη της παρουσίας των ανδρών, όλα αυτά αποτελούν στοιχεία ενός μοντερνισμού ο οποίος προϋπήρχε, πολύ πριν καθιερωθούν οι χρυσοί κανόνες του κινηματογράφου.

  
“Τίποτα στον κόσμο δε συγκρίνεται με το ανθρώπινο πρόσωπο.  Είναι ένα έδαφος το οποίο κανείς δεν μπορεί να κουραστεί να εξερευνά.  Δεν υπάρχει μεγαλύτερη εμπειρία σε ένα studio, από το να είσαι μάρτυρας του τρόπου με τον οποίο εκφράζεται ένα ευαίσθητο πρόσωπο, κάτω από τη μυστήρια δύναμη της έμπνευσης.  Να το βλέπεις να ζωντανεύει από μέσα, να εξωτερικεύεται, και να μεταμορφώνεται σε ποίηση”.  Αυτά είναι τα λόγια του ίδιου του Dreyer και μάλλον δεν υπάρχει καλύτερο υλικό στο οποίο να μπορέσουμε να εντοπίσουμε την αλήθεια αυτών των λόγων, από το “The Passion of Jean of Arc”.
Ουσιαστικά όλο το αφήγημα και το ίδιο το δράμα περνάει εδώ μέσα από τις εκφράσεις των προσώπων (κυρίως αυτό της Falconetti) και σε αντίθεση με άλλες του ταινίες, στις οποίες γίνεται μέσω των διαλόγων.  Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα η αυθεντικότητα και η αλήθεια της ταινίας, βασίζεται πάνω σε μια από τις πιο καθάριες μορφές του κινηματογράφου: αυτή των γκρο πλάνων.
Όπως είναι φυσικό ο θεατής έχει τη δυνατότητα να γίνει μάρτυρας (στο πλευρό της Jeanne που έχει ήδη αρχίσει να μαρτυρά) των παθών της πρωταγωνίστριας μέσα από τις σπασμωδικές και αγωνιώδεις εκφράσεις του προσώπου της, τα δάκρυά της και το βλέμμα της (το βλέμμα είναι ο κινηματογράφος).  Η τεράστια ποικιλία συναισθημάτων και διαφοροποίησης, γίνεται στο πρόσωπο της ηρωίδας, η οποία αποτελεί τον εκφραστή της ατομικότητας.  Είναι την ίδια στιγμή ένας χαρακτήρας, αλλά και ένας performer.  Είναι ένα πρόσωπο που ανήκει στην ηθοποιό, αλλά την ίδια στιγμή ανήκει και στην Jeanne.  Με τον τρόπο αυτό ο Dreyer εκφράζει μαι κινηματογραφική οικονομία, τεράστιο τόλμημα για την εποχή, εάν αναλογιστεί μάλιστα κανείς πως το 95% της ταινίας είναι μια αλληλουχία, από διαδοχικά γκρο-πλαν.

Στην τεράστια σημασία του πλαναρίσματος, έρχεται να προστεθεί και η αξία της απουσίας του μακιγιάζ.  Γι’αυτό ο Dreyer λέει: “Είναι φυσικό και πρόδηλα σωστό το να φτιάχνεις μια ταινία στην οποία οι ηθοποιοί δεν έχουν καθόλου μακιγιάζ.  Και σ’όλο το φάσμα του κινηματογράφου η αληθινή αναπαράσταση μπορεί να πάρει σάρκα και οστά μόνο με εντελώς αμακιγιάριστους ηθοποιούς που ομιλούν μια απόλυτα καθημερινή γλώσσα”.  Γίνεται έτσι απόλυτα κατανοητό πως ο Dreyer μέσω της απουσίας του μακιγιάζ (κάτι το ανήκουστο για την εποχή του βωβού κινηματογράφου) επιτυγχάνει να ενισχύσει ακόμα περισσότερο τη δυναμική και τη ‘σκληρότητα’ των προσώπων.
Εκτός βέβαια από την κυρίαρχη αισθητική των γκρο-πλαν, ο σκηνοθέτης φροντίζει να τολμήσει και στο θέμα του φιλμικού χωροχρόνου.  Είναι γεγονός πως αποξενώνει και αλλοτριώνει τον έναν χώρο από τον άλλον, καθώς κατά τη διάρκεια της ταινίας φαίνεται πως η Jeanne βρίσκεται κάπου αλλού.  Μπορεί δηλαδή η πρωταγωνίστρια και οι κατήγοροί της να βρίσκονται στο ίδιο δωμάτιο, ο Dreyer όμως καταφέρνει με το μη-δέσιμο των βλεμμάτων τους, να μας δώσει την εντύπωση πως βρίσκονται σε διαφορετικούς χώρους.  Δεν υπάρχουν υποκειμενικά βλέμματα, και όπως ακριβώς υπάρχει μια γενικότερη αντικανονικότητα στο δέσιμο των πλάνων, έτσι υπάρχει και στο δέσιμο του βλέμματος.  Η Jeanne γίνεται μια ηρωίδα που είναι μόνη, εν μέσω πολλών.  Υποφέρει, αγωνιά και μάχεται, όντας παρούσα μπροστά σε ένα κοπάδι από λυσσασμένα κτήνη, που είναι έτοιμα να τη κατασπαράξουν στο όνομα του Θεού τους, αδυνατώντας να καταλάβουν οτι ο δικός τους Θεός και αυτό της Jeanne, είναι το ένα και το αυτό.  Ο Dreyer το καθιστά χειροπιαστό μέσα από την εικονική της απομόνωση, τα κατακερματισμένα-ορισμένες φορές-γκρο της, και την μοναξιά του βλέμματος.

Αν και στην ουσία η ταινία θα μπορούσε να είναι αυτό ακριβώς που υποδηλώνει ο τίτλος της (η ιστορία της Jeanne), εντούτοις μάλλον ο κρυμμένος πρωταγωνιστής του Dreyer είναι ο ίδιος ο Χριστός.  Αυτή η κεκαλυμμένη αναφορά, ίσως να μην είναι και τόσο κεκαλυμμένη τελικά αν προσέξει κανείς κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία της ταινίας όπως π.χ στη παραπάνω εικόνα οπού τα κάγκελα του παραθύρου δημιουργούν έναν σταυρό, καθώς και η ομοιότητα της ηρωίδας με τον Χριστό, όταν οι φύλακες την φορούν ένα πλεχτό στεφάνι.  Ίσως θα μπορούσαμε να κάνουμε και έναν παραλληλισμό των παθών της γυναίκας, με αυτά του Χριστού, αλλά και πάλι δε μπορούμε να είμαστε ολοκληρωτικά σίγουροι για το τι είχε στο μυαλό του ο μεγάλος σκηνοθέτης.
Το “The Passion of Jean of Arc” είναι ένα μοναδικό δημιούργημα, με μια εξίσου μοναδική ερμηνεία από τη Maria Falconetti.  Η προσήλωση στο βλέμμα, τις εκφράσεις των προσώπων, η απουσία σκιών (και εδώ, γεγονός που προσδίδει στο film ένα επίπεδο, μίνιμαλ σκηνικό) και το χτίσιμο της ταινίας πάνω στα γκρο πλαν, αποτελούν μερικούς μόνο από τους λόγους που τη καθιστούν μια από τα μεγαλύτερα, κινηματογραφικά δημιουργήματα που έγιναν ποτέ.  Και εμείς θα έρθουμε φυσικά να συμφωνήσουμε.
Extra tip: Μάλιστα ο Dreyer επιρρέασε πολλούς ακόμη σκηνοθέτες, όπως τον Goddart, αλλά και πιο σύγχρονους, όπως τον Chan-woo Park, ο οποίος φαίνεται πως στο “Lady Vengeance” κάνει τη δική του μνεία στη ταινία του Dreyer, μέσα από τα λοξά κοντινά της πρωταγωνίστριάς του, που θυμίζουν έντονα αυτά της Falconetti.

Τι έμαθα από τη ταινία: Ένα πράγμα: οτι τελικά ο κόσμος του κινηματογράφου είναι μαγικός (μμμ κάτι είχα ψιλιαστεί).

TRIVIA 

  • Η ταινία είχε θεωρηθεί χαμένη, μέχρι που βρέθηκε στο ντουλάπι ενός ψυχιατρικού ιδρύματος στο Oslo.
  • O Dreyer λέγεται οτι άφηνε τη Falconetti νηστική ή την έβαζε να γονατίζει με τις ώρες στο πλακόστρωτο έδαφος, προκειμένου να αποδώσει καλύτερα τον χαρακτήρα της.
(Πηγή IMDB)

Game of Thrones: Winter is coming…

Hello hello! Τι κάνουμε guyz?  Λοιπόν σήμερα είπα να ασχοληθούμε με κάτι πιο της σειράς, και πιο συγκεκριμένα το “Game of Thrones”.  Φαντάζομαι όλοι-λίγο πολύ-έχετε μπει σε περιέργεια να τσεκάρετε από ένα επεισόδιο της σειράς φαινόμενο πλέον, έως και όλη τη σεζόν (εγώ ανήκω όπως καταλάβατε στη δεύτερη κατηγορία) και παρά το γεγονός οτι το blog μου έχει να κάνει κατά κύριο λόγο με ταινίες, έχω και μια κατηγοριούλα με σειρές που με ιντριγκάρουν.  Οχι πολλές η αλήθεια είναι, αλλά όσες έχω συμπεριλάβει στη λίστα μου, πραγματικά με έχουν ενθουσιάσει.  Κάτι ανάλογο έγινε και με το επικό, “Game of Thrones”.  Πολλοί μου έλεγαν για το truly επικών διαστάσεων story της σειράς (και το boyfriend επίσης, το οποίο κατάλαβα αργότερα γιατί την εκτιμά τόσο πολύ : P) και το μόνο που έμενε ήταν να το ανακαλύψω και μόνη μου.  Ε λοιπό τον ανακάλυψα και σας το παρουσιάζω.

Από που να ξεκινήσει κανείς να λέει για τη συγκεκριμένη σειρά.  Ίσως από τη πρώτη σεζόν;  Σωστά, ας το πιάσουμε το πράγμα από εκεί λοιπόν.
Επτά μεγάλες οικογένειες αρχίζουν έναν αγώνα χωρίς προηγούμενο, προκειμένου να καταφέρει η κάθε μια από αυτές, να επικρατήσει έναντι των υπολοίπων και να αναλάβει τον έλεγχο της μυθικής γης του Westeros.  Την ίδια στιγμή ο βασιλιάς Robert Baratheon αποφασίσει να κάνει μια επίσκεψη στο Βορρά, και συγκεκριμένα στον παλιό του φίλο Eddard Stark, Άρχοντα του Winterfell προκειμένου να του εκφράσει την επιθυμία να τον καταστήσει το Δεξί του Χέρι, το ύψιστο αξίωμα έπειτα από αυτό του Βασιλιά.  Παρά το γεγονός οτι ο Stark λαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τις ύποπτες (και μάλλον δολοφονικές ενέργειες) οι οποίες οδήγησαν το προηγούμενο Χέρι στον θάνατο, δέχεται τη θέση, προκειμένου αφενός να προστατέψει εκ των έσω τον Βασιλιά και αφετέρου να ερευνήσει εις βάθος αυτές τις ανησυχητικές ειδήσεις.

Παράλληλα η Βασίλισσα δε κάθεται φρόνιμα, αλλά απ’οτι φαίνεται μαζί με την υπόλοιπη φάρα των Lannister δολοπλοκεί εις βάρος του…συζύγου της, για την ανατροπή του και την απόκτηση της εξουσίας.  Πέρα από τη θάλασσα οι τελευταία απόγονοι μιας ακόμα ευγενούς οικογένειας, αυτής των Targaryens, αγωνίζονται να βρουν στρατό και να διεκδικήσουν με τη σειρά τους τον Σιδηρούν Θρόνο ο οποίος τους στερήθηκε.  Η όμορφη Daenerys κρατάει μερικούς καυτούς άσσους στο μανίκι της…
Οι εναπομείναντες οικογένειες, αυτές των Greyjoy, Tully, Arryn και Tyrell, ακονίζουν τα δικά τους νύχια και μαχαίρια, και περιμένουν την κατάλληλη στιγμή προκειμένου να κάνουν την παρουσία τους αισθητή.  Ο πόλεμος βρίσκεται προ των πυλών, και εκτός από το ποτάμι αίματος που φαίνεται να τους περιμένει όλους, έρχεται να προστεθεί ένα πανάρχαιο κακό το οποίο έχει αρχίσει να ξυπνάει στον Βορρά.  Η μαυροντυμένη φρουρά των Night Watch είναι η μοναδική που στέκει ανάμεσα στον κόσμο του βασιλείου, και τον παγωμένο τρόμο που ελοχεύει πέρα από αυτό.  Αλλά ακόμα και εκείνοι μοιάζουν να μη μπορούν να σταματήσουν τις σκοτεινές δυνάμεις που ανασυντάσσονται.  Και σύντομα οι δολοπλόκοι άντρες, οι θανατηφόρες γυναίκες και τα συμφεροντολόγα τσιράκια, δεν θα έχουν που να κρυφτούν…

Η σειρά θεωρείται ήδη μια από τις πιο επιτυχημένες ever, έχοντας κατακτήσει μια Χρυσή Σφαίρα (για την εξαιρετική παρουσία του μικροσκοπικού, αλλά τεράστιου Peter Dinklage) και αναρίθμητες ακόμη υποψηφιότητες, για καλύτερες γυναικείες παρουσίες, σκηνικά, κοστούμια, σκηνοθεσία, μουσική επένδυση και ένα σωρό άλλα.
Το γεγονός οτι αποτελεί παραγωγή του HBO μόνο τυχαία δεν μπορεί να θεωρηθεί, καθώς τα τρία αυτά γράμματα, αποτελούν πλέον εγγύηση πολλών, καλών και αξιοζήλευτων παραγωγών.  Από τους “The Sopranos”, το “Six Feet Under”, το “True Blood” και το “The Wire”, μέχρι το καλοφτιαγμένο “The Boardwalk Empire”, το πολύ καλό “In Treatment” και τώρα το “Game of Thrones”, το HBO έχει αποδείξει οτι ξέρει να βγάζει στη πιάτσα σειρές, που τα έχουν όλα.  Και το “Game of Thrones” καταφέρνει και συνδυάζει με ιδανικό τρόπο την οργιάζουσα δράση μιας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με τα δολοπλόκα και διψασμένα για δύναμη μυαλά μιας-γιατί οχι;-εν δυνάμει αρχαϊκής, ελληνικής φύσεως.  Τα ίδια κάναμε και εμείς.  Απλά καλύτερα.

Η σκηνοθεσία είναι πέρα για πέρα εντυπωσιακή, και τα σκηνικά τόσο αληθοφανή που νομίζεις οτι θα κάνεις μια βουτιά, και θα βρεθείς μονομιάς σε μια εποχή άλλη, μια εποχή δράκων, μαγείας και λασπωμένων πανοπλιών.
Η χρήση των CGI είναι πραγματικά εξαιρετικά δουλεμένη, προσεγμένη και προσαρμοσμένη με τρόπο που δε ξενίζει και κυρίως, δε μοιάζει ψεύτικος.  Σε κάνει πραγματικά να πιστεύεις οτι η Γη του Westeros κάπου υπάρχει και μπόλικα παλικάρια σφάζονται στη ποδιά της.  Και όχι μόνο.  Το εντυπωσιακό στην υπόθεση της σειράς είναι ο τρόπος με τον οποίο όλοι κρατάνε τον δικό τους, καίριας σημασίας, ρόλο, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει ξαφνικά στην πιο αναπάντεχη ανατροπή.  Λάγνες, αισθησιακές γυναίκες που κάνουν τα πάντα στον βωμό της εξουσίας και πολεμοχαρείς άνδρες, τυφλωμένοι από τη σιδερένια λάμψη του Θρόνου.
Ο κάθε χαρακτήρας είναι δουλεμένος μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια, κερδίζοντας ή χάνοντας αντίστοιχα τη συμπάθεια του κοινού.  Ο half-man Tyrion Lannister (Peter Dinklage) έχει το απαράμιλλο ταλέντο της διπλωματίας και της πειθούς.  Καταφέρνει και αποσπά τις πληροφορίες που θέλει, όπως θέλει, όταν θέλει και κυρίως από όποιον θέλει, κρατώντας τους γερά δεμένους με τα εκάστοτε μυστικά τους.  Ο νεαρός, σαδιστής Βασιλιάς Joffrey (Jack Gleeson), αποτελεί εύκολα έναν από τους πιο μισητούς (αν οχι τον πιο μισητό) χαρακτήρες της σειράς, χάρη στο άδειο κεφάλι του, τον παδικό το εγωισμό και την χαιρέκακη φύση του, που ικανοποιείται μόνο από ματωμένα μάγουλα και παλουκωμένα κεφάλια.  Η μητέρα του, Βασίλισσα Cersei (Lena Headay) μια φιλόδοξη και πονηρή γυναίκα, που κάνει τα πάντα για να διατηρήσει την όποια ψευδαίσθηση ισχύος, και η όμορφη, δυναμική Daenerys (Emilia Clarke) η οποία επωμίζεται το βάρος ενός ολόκληρου λαού πάνω της, είναι μόνο μερικοί από τους τόσους πολλούς χαρακτήρες, που όμως ο καθένας μένει καρφωμένος στο μυαλό στου, για τους δικούς του λόγους…

Το περιβάλλον του μυθικού κόσμου είναι δομημένο με κάθε λογής λεπτομέρεια.  Από τα διαφορετικά μεταξύ τους βασίλεια, μέχρι τα κοστούμια, τη θαλάσσια δύναμη του ενός, ή την παγωμένη ηρεμία του άλλου, τα πάντα είναι προσεγμένα και right to the point.
Η διαφθορά βασιλεύει, οι δολοπλοκίες αποτελούν το βασικό συστατικό της καθημερινότητας, το σεξ είναι φυσικά αναπόσπαστο κομμάτι,προκειμένου τα αρσενικά και τα θηλυκά να εκτονώνουν τις ορμές τους ή και να επιτυγχάνουν τους προσωπικούς τους σκοπούς και βλέψεις, η γύμνια είναι στο φουλ (hooray! αγόρια), τα σπαθιά μπήγονται σε κοιλιές, κεφάλια και τα σχετικά, με περισσή ευκολία, και γενικά οτιδήποτε έχει να κάνει με μια επική σύλληψη κόσμου, μπορείς να το βρεις εύκολα εδώ.
Κάπου εδώ να αναφέρουμε και το γεγονός οτι όλη η ιστορία του “Game of Thrones” προέρχεται από το μυαλό του Αμερικανού συγγραφέα George R.R Martin, ο οποίος ξεκίνησε τη συγγραφή μια σειράς, φαντασιακών νουβέλων, ξεκινώντας από την πρώτη, που τιτλοφορούνταν “A Song of Ice and Fire”.  Χμμμ είχαμε τον Tolkin με το επίσης επικών διαστάσεων “The Lord of the Rings”, και τώρα έχουμε και το σειριακό, epic story του “Game of Thrones”, εκ μυαλού συγγραφέως για ακόμη μια φορά.  Ενδιαφέρον…

Η πρώτη σεζόν μας άφησε με τις καλύτερες εντυπώσεις και τις μεγαλύτερες προσδοκίες, καθώς τον τέλος ήταν υπέροχο, και η αρχή της επόμενης, πολλά υποσχόμενη.  Την αλήθεια μου θα την πω.  Έχω απογοητευτεί λιγάκι μέχρι την μέχρι τώρα πορεία της δεύτερης σεζόν, καθώς το πράγμα κάπου έχει μείνει λίγο στάσιμο.  Σίγουρα η προετοιμασία ενός επερχόμενου πολέμου έχει αξία για όλες τις πλευρές, από την άλλη όμως καλό είναι να αρχίσουμε να βλέπουμε και λίγη ουσιαστική δράση.  Τη δε ιστορία της Kalisi την έχουμε αφήσει στο περιθώριο και είναι κρίμα, γιατί αποτελεί αναμφίβολα από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες.  Βέβαια αν έχεις καταφέρει να πάρεις τα δικαιώματα για τουλάχιστον ακόμα μια σεζόν, κάπου το δικαιολογείς το καθυστερούμενο πράγμα, και κάνεις λίγη υπομονή.  Λίγη όμως.
Γενικά όσοι αρέσκεστε σε καλές σειρές, με μπόλικο σασπένς, αγωνία, υπέροχη εκτέλεση, εξαιρετικό σενάριο και extra δόσεις από μαγεία, μυθικά πλάσματα και supernatural καταστάσεις, τότε το “Game of Thrones” είναι σίγουρα για εσάς.  Δοκιμάστε την σύντομα γιατί, winter is coming, and then, what?

Τι έμαθα από τη σειρά:  Οτι εξαιτίας της άρχισα πάλι Lineage (πφφφ), οτι η αιμομιξία κάνει κακό αποδεδειγμένα και οτι ο Sean Bean δε θα γλυτώσει ποτέ από τη μοίρα του.  Ναι, όλοι ξέρετε τι εννοώ.

No trivia

ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Οι τίτλοι έναρξης της σειράς, που είναι απλά υ-π-έ-ρ-ο-χ-ο-ι

Tinker Tailor Soldier Spy: Gary Oldman welcome back

NEW ARRIVAL (από τη Πέμπτη 16/2 στις αίθουσες)

Καλημέρα σε όλους και καλή εβδομάδα;  Δε θα το έλεγα και πολύ.  Μετά από τα χθεσινοβραδινά επεισόδια και τις χθεσινοβραδινές, πολιτικές αποφάσεις (που προκάλεσαν και τεράστια εντύπωση άλλωστε) σήμερα νοιώθω/νοιώθουμε περίεργα.  Όσο η Αθήνα ήταν τυλιγμένη στις φλόγες και το πλιάτσικο είχε χτυπήσει κόκκινο, εγώ ήμουν στα κινηματογραφικά μου σεμινάρια.  Δεν είχαμε και πολύ όρεξη χθες (σουρεαλιστικό το γεγονός οτι κάναμε το μιούζικαλ) και το μάθημα προσπαθούσε να χωρέσει εν μέσω μηνυμάτων από γονείς περί εκτρόπων στο Σύνταγμα, και διαρκή ενημέρωση του κάθε καινούριου κτιρίου που τυλιγόταν στις φλόγες.  Όταν έφτασε η στιγμή που ενημερώθηκα για το ΑΤΤΙΚΟΝ και το ΑΣΤΥ η καρδιά μου σφίχτηκε για τα καλά.  Και μην αρχίσω να ακούω πράγματα του τύπου ‘εδώ πάμε για φούντο, εσένα αυτό σε πείραξε’ ή ‘για τη κατάντια μας δε νοιάζεται, τα ντουβάρια σε συγκίνησαν’.  Ναι ρε.  Με συγκίνησαν ΚΑΙ αυτά.  Γιατί πέρσι το καλοκαίρι μου το πέρασα όλο στην παλιακή αίθουσα του ΑΣΤΥ να βλέπω όμορφες ταινίες, παλιές και νεότερες και να τις απολαμβάνω, ενώ φέτος για πρώτη φορά ήρθα σε επαφή με τις Μυστικές Πρεμιέρες, και θαύμασα την ομορφιά των αιθουσών του ΑΤΤΙΚΟΝ.  Και όταν είδα τους κινηματογράφους καμένους στη τηλεόραση, σοκαρίστηκα.  Γιατί είχα περάσει όμορφα, είχα ξεχαστεί, είχα ερωτευθεί ταινίες και είχα περάσει μερικές από τις πιο αναζωογονητικές μου βραδιές, μακριά από το άγχος και τη μιζέρια.  Όσοι πραγματικά αγαπούν τον κινηματογράφο σίγουρα δεν είδαν να καίγονται μερικά ντουβάρια, όπως πολύ άκαρδα είπαν χθες μερικοί.  Αλλά οι αναμνήσεις τους και το πνευματικό/ψυχικό τους καταφύγιο.  Έβαλαν φωτιά μέχρι και εκεί λοιπόν…Δε ξέρω σήμερα πόσο εμπεριστατωμένη θα είναι η κριτική μου, πόσο εκτενής ή άξια διαβάσματος.  Όπως μου βγει τέλος πάντων…

Την εποχή του Ψυχρού Πολέμου τότε που η κατασκοπεία βρίσκεται στα φόρτε της, ένας ηλικιωμένος βετεράνος του είδους, ο George Smiley (Gary Oldman) αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας ίσως την πιο δύσκολη μέχρι τότε αποστολή του.  Ο αρχηγός της Βρετανικής Μυστικής Υπηρεσίας (John Hurt) αναθέτει στον λιγομίλητο Smiley να ανακαλύψει τον σοβιετικό σπιούνο που μοιάζει να έχει φωλιάσει στη καρδιά της MI6.  Ο Smiley θα έρθει αντιμέτωπος με μερικές στιβαρές αλήθειες που θα ταρακουνήσουν τα θεμέλια της μυστικής του υπηρεσίας, και θα φέρουν στην επιφάνεια μυστικά που κάποια πάλεψαν πολύ σκληρά προκειμένου να τα κρατήσουν κρυφά.  Έκαναν όμως και μερικά ασυγχώρητα λάθη, τα οποία ο οξυδερκής πράκτορας σύντομα θα ανακαλύψει.  Και τότε ποιον θα πάρει η μπάλα; Και κυριότερο: ποιος είναι το καρφί;
Το “Tinker Tailor Soldier Spy” είναι ένα άρτιο, κατασκοπικό δράμα το οποίο είναι σκηνοθετημένο από τον σκηνοθέτη του εξαιρετικού “Let the Right One In”, Tomas Alfredson.
Αν και μέχρι τώρα η καριέρα του Σουηδού Alfredson έχει επικεντρωθεί κυρίως στις τηλεοπτικές δουλειές, καθώς έχει σκηνοθετήσει μπόλικες σειρές, εντούτοις ήδη με το ώριμα βαμπιρίστικο ταινιάκι του 2008, κατάφερε να κεντρίσει το ενδιαφέρον μας.  Αυτή τη φορά σκηνοθετεί μαεστρικά και αρκετά μιουταρισμένα μια ταινία η οποία βασίζεται μάλιστα σε ομώνυμη νουβέλα.

Το 1974 ο διάσημος, Βρετανός συγγραφέας κατασκοπικών μυθιστορημάτων John le Carre έγραψε το Τ.Τ.S.S, ακριβώς δηλαδή τη νουβέλα πάνω στην οποία βασίστηκε η ταινία του Alfredson.
Η αλήθεια είναι οτι στο σύνολό του το φιλμ αυτό θέλει και απαιτεί την αμέριστη προσοχή του θεατή, καθώς τα ονόματα, οι καταστάσεις και οι διαρκείς αποκαλύψεις σχετικά με το “who done it” παίζουν εναλλάξ και μπορεί κάπου να χάσεις τη μπάλα εάν δεν είσαι απόλυτα προσηλωμένος σε αυτό που βλέπεις.  Όσοι φυσικά περιμένουν να δουν κάτι σε στιλ James Bond με κακούς Ρώσους, δίμετρες Ρωσίδες και άπειρο ψευτιλίκι-πιστολίδι, μάλλον θα απογοητευθούν οικτρά καθώς εάν κάτι χαρακτηρίζει αυτή τη ταινία, είναι ο ράθυμος σκηνοθετικός της ρυθμός και μια υποδόρια χαλαρότητα σε όλο αυτό που συμβαίνει, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει οτι πρόκειται για ένα βαρετό έργο.  Κάθε άλλο.
O Alfredson είναι μανούλα στο να στήνει το χώρο του και αν αφήνει τους ηθοποιούς να κάνουν τα δικά τους, κινούμενοι πάντα μέσα σε ένα αυστηρό πλαίσιο, ακριβώς δηλαδή όπως απαιτείται εν προκειμένου από την ιστορική βάση της πλοκής.  Εξάλλου αν μη τι άλλο, η ταινία αξίζει και κερδίζει μάλιστα extra πόντους, χάρη στην επιστροφή του Gary Oldman όπως τον ξέρουμε και τον αγαπάμε, γεγονός στο οποίο φαίνεται να συμφωνεί και η Ακαδημία, εάν κρίνουμε από την υποψηφιότητά του για Oscar Ά Ανδρικού, το οποίο αποτελεί και την πρώτη υποψηφιότητα για το χρυσό αγαλματάκι που είχε ποτέ στην καριέρα του!  Για την ιστορία η ταινία είναι επίσης υποψήφια για Original Score, καθώς και Oscar Προσαρμοσμένου Σεναρίου, από τους σεναριογράφους Bridget O’Connor και Peter Straughan.

Εκτός από ένα καλά πλεγμένο και ιδανικά εκτελεσμένο σενάριο, όλο το cast της ταινίας είναι απλά εξαιρετικό.  Η πλειάδα των ηθοποιών που έχει συγκεντρωθεί για το μοίρασμα των πρωταγωνιστικών, αλλά και των δευτερευόντων ρόλων, έχει καταφέρει να δέσει με έναν υπέροχο τρόπο και με τον καθέναν από αυτούς να κρατάει μια ξεκάθαρη εικόνα και προσωπικότητα.  Ο Colin Firth υποδύεται τον Bill Haydon, τον αλέγκρο και γυναικά τύπο του υψηλά ιστάμενου προσωπικού της Μυστικής Υπηρεσίας, ο ασχημούλης Toby Jones είναι ο Percy Alleline ο οποίος επιδιώκει πάντα να φαίνεται μπροστά, ενίοτε γλείφοντας και παραμονεύοντας για τη στιγμή που η ‘θέση’ θα αδειάσει, ενώ ο Mark Strong (προσωπική μου συμπάθεια) είναι ο Jim Prideux, ο τύπος του οποίου η αποστολή πάει κατά διαβόλου, με αποτέλεσμα να αποσυρθεί στα μετόπισθεν και να αντιδράσει όταν οι συνθήκες το απαιτήσουν.  Ενδιαφέρον είναι και το πέρασμα του Tom Hardy, ο οποίος φαίνεται ασταμάτητος πλέον, και ο οποίος δίνει μια πολύ καλή ερμηνεία στον ρόλο του Ricky Tarr, ενός πράκτορα που είδε πολλά και που μάλλον ερωτεύθηκε τη λάθος γυναίκα.  Οι ηθοποιοί έχουν μια απίστευτη, ομαδική χημεία και δένουν ιδανικά ο ένας με τον άλλο, αν και στην ουσία ο αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής είναι ο Gary Oldman.
Μετά από τα κινηματογραφικά του στραβοπατήματα όπως τη συμμετοχή του στο ανεκδιήγητο “Red Riding Hood”, ο Oldman δίνει αυτή τη φορά ραντεβού σε μια ταινία υπόγειων συμφωνιών και παραπετασματικών παιχνιδιών, κερδίζοντας τον θεατή από τη πρώτη στιγμή με τη μετρημένη του παρουσία.  O Smiley δεν είναι τελικά και τόσο smiley, καθώς το μοναδικό πράγμα πιο κοντά σε χαμόγελο που έχει, είναι ένα μειδίαμα κατανόησης που και που.  Η παρουσία του είναι πληθωρική, τα λόγια του περιορισμένα και αυστηρά, ενώ ολόκληρος ο χαρακτήρας του είναι πλασμένος με μια αίγλη τελείως άλλης εποχής.  Απόλυτα δικαιολογημένη η φετινή του υποψηφιότητα για Oscar καθώς αν μη τη άλλο, είναι από αυτούς τους ηθοποιικούς χαμαιλέοντες που του αξίζει τουλάχιστον μια τέτοια διάκριση (αν και πλέον αυτά τα βραβεία τείνουν να γίνουν γεγονός για πολλά γέλια).

Από σκηνοθετικής πλευράς η ατμόσφαιρα που έχει δημιουργήσει ο Alfredson είναι ιδανική.  Μουντά χρώματα, σκούρα (αλλά απαράμιλλης γοητείας) κοστούμια, καλογυαλισμένο μαλλί και μηχανικό σχεδόν, σε ορισμένες στιγμές παίξιμο από τους ηθοποιούς, συνθέτουν μια σκηνοθετική άποψη που με κάνει να πιστεύω (αν και δεν έχω διαβάσει το βιβλίο) οτι ο le Carre πολύ θα εκτιμούσε, καθώς φαίνεται να έχει μεταφερθεί αυτή η ζοφερότητα και ο φοβισμός εκείνης της εποχής, με τον πλέον κατάλληλο τρόπο.
Το παιχνίδι γάτας-ποντικιού εκφράζεται τέλεια στις κινήσεις και τις ερμηνείες του πρωταγωνιστικού cast, καθώς όλοι ανεξαιρέτως έχουν μπει στο πετσί του ρόλου και ζουν τους ήρωές τους στο φουλ.  Ίσως το μόνο φάουλ που μπορώ να βρω είναι η κάπως μεγάλη διάρκεια της ταινίας σε σχέση με το περιεχόμενό της, γεγονός που μπορώ να το δικαιολογήσω τελικά εξαιτίας του…περιεχόμενού της!
Γενικά το “Tinker Tailor Soldier Spy” είναι μια ταινία μυαλού και καθαρής λογικής.  Δε τη βλέπεις εάν θες να διασκεδάσεις, εάν βαριέσαι, ή εάν θες να παρακολουθήσεις κάτι στο χαλαρό για να ξεχαστείς και λίγο.  Δώσε της την προσοχή σου και θα σου την δώσει και αυτή.  Προσωπική μου άποψη είναι πως αποτελεί μια από τις καλύτερες, αν και λιγάκι underrated ταινίες της χρονιάς.  Τσεκάρετέ την.

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι η σκηνή με τον Strong και το Firth είναι όλα τα λεφτά, οτι το στυλ του Oldman είναι αηδιαστικά άψογο, και οτι το OST της ταινίας, άνετα ένα από τα καλύτερα για φέτος.

TRIVIA

  • Αποτελεί το πρώτο αγγλόφωνο film του Alfredson.
  • Για να υποδυθεί τον ρόλου του ο Oldman είπε οτι έφαγε αρκετές ποσότητες κρέμας και κέικ προκειμένου να δημιουργήσει μια ‘καλή’…κοιλιά μέσης ηλικίας, ενώ επισκέφθηκε και το ίδιο τον le Carre ξεπατικώνοντας μερικές από τις κινήσεις του, και υιοθετώντας τες για τον χαρακτήρα του Smiley.
  • Η ταινία αφιερώνεται στη σεναριογράφο Bridget O’Connor η οποία πέθανε από καρκίνο έπειτα από την ολοκλήρωση της ταινίας.
(Πηγή  IMDB)



Υ.Γ: Οι αίθουσες των κινηματογράφων κατάφεραν τελικά να σωθούν.  Πάλι καλά 

Albert Nobbs: A wo(man)

NEW ARRIVAL

Καλημέρα σας για ακόμη μια φορά guyz!  Δε πρόλαβα και χθες να ανεβάσω ταινιούλα, γιατί είχα διάφορα τρεχάματα αλλά δε πειράζει, κάτι θα γράψουμε σήμερα!  Λοιπόν ένα μεγάλο welcome και στα καινούρια μας μέλη (hello hello!) και να πω οτι σήμερα θα πούμε δυο πραγματάκια για το “Albert Nobbs” και το δυναμικό comeback της Glenn Close.  Αύριο το menu έχει “Shame”.  Έτσι για να ετοιμαζόμαστε λιγάκι από τώρα γι’ αυτό.  Δε καθυστερούμε άλλο λοιπόν, ξεκινάμε.

Βρισκόμαστε στο Δουβλίνο του 19ου αιώνα και παρακολουθούμε τη ζωή στο ξενοδοχείο Morrison’s, όπως τη ζει το υπηρετικό προσωπικό και οι παντός τύπου ψηλομύτιδες αριστοκράτες που μένουν σε αυτό.  Κάπου ανάμεσα σε υπερήλικες σερβιτόρους και τσουπωτές μαγείρισσες, βρίσκεται και ο Nobbs (Glenn Close), ένας σοβαρός και λιγομίλητος, ηλικιωμένος σερβιτόρος ο οποίος κάνει τη δουλειά του και δε δίνει ποτέ στόχο για συζητήσεις.  Μέχρι που έρχεται η στιγμή και καταφθάνει στο ξενοδοχείο ο Hubert Page (Janet McTeer), ένας ψηλός και πληθωρικός άνδρας που αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας μερικά μερεμετάκια στο χώρο.  Όταν η κ. Baker (Pauline Collins) η στρίγγλα που έχει στην κατοχή της την ξενοδοχειακή επιχείρηση, δώσει εντολή να κοιμηθεί ο Page στο δωμάτιο του Nobbs, αυτό θα αποτελέσει την αφορμή για μια σειρά αποκαλύψεων και αποφάσεων ζωής για τον ταπεινό εργαζόμενο του Morrison’s.  Βλέπετε ο Nobbs είναι γυναίκα!  Όταν μάλιστα σε αυτό το ιδιόμορφο παιχνίδι μπει και η Helen (Mia Wasikowska) μια όμορφη, νεαρή σερβιτόρα την οποία ο Nobbs…γλυκοκοιτάζει, τότε τα πράγματα θα γίνουν πραγματικά περίπλοκα.  Ανέφερα μήπως οτι η Helen είναι ερωτευμένη με έναν γοητευτικό, αλλά άξεστο νέο τον Joe (Aaron Johnson) ο οποίος έπιασε δουλειά στο ίδιο ξενοδοχείος μόλις πρόσφατα;  Το αναφέρω και αυτό και οτι είναι να γίνει ας γίνει!

Ο σκηνοθέτης της ταινίας Rodrigo Garcia μετράει στο ενεργητικό του περισσότερες τηλεοπτικές σειρές, παρά ταινίες.  Προτιμά να σκηνοθετεί short films, παρά full length ταινίες και η αλήθεια είναι οτι τα δυο βασικά, σκηνοθετικά του επιτεύγματα μέχρι τώρα κυμαίνονται σε χαλαρές καταστάσεις.  Από το ψυχολογικό θρίλερ “The Passengers” (2008) στο οποίο φαινόταν πως κάτι ήθελε να πει, αλλά δεν ήξερε τον ακριβή τρόπο, μέχρι και το δραματικό “Mother and Child” (2009) σίγουρα δεν έχει μεσολαβήσει και κάνα μεγάλο χρονικό διάστημα.  Παρόλα αυτά στη τελική ο Garcia φαίνεται να μην ενδιαφέρεται γι’ αυτό.  Να κάνει δηλαδή μια ταινία, απλά για να κάνει μια ταινία.  Αυτό μάλιστα γίνεται εμφανές με το “Albert Nobbs” στο οποίο αποδεικνύει οτι σκηνοθετώντας, μπορεί και να στείλει τους πρωταγωνιστές του στις υποψηφιότητες των Oscar με περισή ευκολία.  Ας μη ξεχνάμε οτι στην φετινή τελετή η οποία πρόκειται να πραγματοποιηθεί σε μερικές μέρες, η Close είναι υποψήφια στην κατηγορία ‘Α Γυναικείου Ρόλου, ενώ η συμπρωταγωνίστριά της Janet McTeer έχει τσιμπήσει το nomination της για τον ‘Β Γυναικείο Ρόλο.
Σε αυτή τη ταινία ο Garcia μεταφέρει έξοχα την εποχή και την απαραίτητη ατμόσφαιρα του 19ου αιώνα, ντύνει τους πρωταγωνιστές του με όμορφα κοστούμια και μας δίνει μια γεύση αξιοπρεπέστατων ερμηνειών, που δικαιολογούν και τα βραβεία για τα οποία προορίζονται (ειδικά η Close η οποία έχει να προταθεί για Oscar από το 1988 για την ταινία “Dangerous Liaisons”!).  Παρόλα αυτά θεωρώ οτι η ταινία πάσχει και από ένα βασικό μειονέκτημα: την ανεπαρκή σεναριακή υποστήριξη.

Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο short story του Ιρλανδού συγγραφέα George Moore, και φαίνεται να πραγματεύεται από νωρίς τη θέση που κατείχε (τουλάχιστον τότε) η γυναίκα μέσα στη κοινωνία.  Αν και ο χαρακτήρας που υποδύεται η Close είναι στο σύνολό του συμπαθής, εντούτοις δε γίνεται να μη προσέξει κανείς οτι όλο αυτό το προσωπείο που παρουσιάζει η ηθοποιός, ενισχύεται από μια βαθύτερη ανάγκη για αποδοχή και το σημαντικότερο, για την εύρεση μιας εργασίας.
Αν και η ηρωίδα έχει μάθει να ζει ως άνδρας για πολλά χρόνια, εξαιτίας ενός τραυματικού συμβάντος που έτυχε στη κοριτσίστικη ζωή της, εντούτοις φαίνεται πως η ίδια έχει χάσει ολοκληρωτικά τη γυναικεία της φύση, κάτι που γίνεται αντιληπτό από την ίδια, μόνο όταν είναι πλέον πολύ αργά (και ΑΝ γίνεται κιόλας αντιληπτό).  Αποδεχόμενη την διαφορετικότητά της προκειμένου να επιβιώσει και να βγάλει τα προς το ζην, η Close υποδύεται τελικά ένα άφυλο πλάσμα (με υποψίες transgenderism) που την ίδια στιγμή έχει όμως χαρακτηριστικά και των δυο φύλων (η παρουσία του στήθους εξάλλου, του κατεξοχήν γυναικείου χαρακτηριστικού, μένει εκεί για να μας θυμίζει οτι κάτω από το αυστηρό, μπατλερικό κοστούμι, κρύβεται μια γυναίκα).  Η ίδια είναι πλέον εγκλωβισμένη σε ένα σώμα το οποίο είναι λίγο και από τα δύο, αδυνατώντας στην ουσία να την βοηθήσει να καταλάβει ποια φύση υπερισχύει.  Από τη μια πλευρά η ανάγκη για χρήματα και κατ’ επέκταση η συνέχιση του ονείρου της δικής της επιχείρησης, την οδηγεί στο να ωθεί τα όρια λίγο πιο μακριά κάθε φορά, και να χάνεται όλο και περισσότερο στην πλασματική, ανδρική της ταυτότητα.  Από την άλλη πλευρά τα ψήγματα της γυναικείας της φύσης κάπου υπάρχουν και δεν έχουν ολοκληρωτικά χαθεί, καθώς έρχεται η στιγμή που φαίνεται πως βιώνει αυτή της την πλευρά ως απελευθέρωση και σπάσιμο των δεσμών.  Φαίνεται πως το σχήμα είναι αρκετά οξύμωρο.  Για να μπορέσει να αισθανθεί ελεύθερη από τον κοινωνικό περίγυρο, φοράει την ανδρική καλύπτρα και κερδίζει τα χρήματα που θα τη βοηθήσουν να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα.  Η εσωτερική της όμως ελευθερία μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την αποδοχή της πραγματικής της ταυτότητας ως γυναίκα, κάτι που έρχεται κόντρα με την εικόνα του ανδροειδούς που περνάει προς τα έξω.  Οι δυο κόσμοι της συγκρούονται και εκεί επέρχεται η ρήξη.

Αν και ερμηνευτικά η Close είναι top (και ας φοράει αυτό το περίεργο, προσθετικό μακιγιάζ που την κάνει να μοιάζει επικίνδυνα με τον χαμένο δίδυμο αδελφό του Φλωρινιώτη), εντούτοις μια βασική ένσταση νομίζω πως έχει να κάνει με το σενάριο, το οποίο κάπου σκαλώνει και δεν αφήνει την υπόθεση να εξελιχθεί όπως θα έπρεπε.
Ενώ η ταινία ξεκινάει με τους καλύτερους οιωνούς, στη πορεία φαίνεται οτι το πράγμα βαλτώνει λίγο, και οι ηθοποιοί αναγκάζονται να πάρουν εξ’ ολοκλήρου πάνω τους το βάρος που αφήνει πίσω ένα αιωρούμενο σενάριο.  Η υπόθεση σηκώνει και λίγο δράμα, και λίγο κοινωνικό σχολιασμό και ολίγον από ρομάντζο, αλλά φαίνεται οτι το love story της Wasikowska με τον Johnson επιτελεί απλά προωθητικούς σκοπούς, προκειμένου να ξεδιπλωθούν τα θέλω και οι βλέψεις του Nobbs.  Αυτό δεν ενοχλεί απαραίτητα, αλλά σίγουρα δημιουργεί πρόβλημα ως προς τη γενικότερη κατανόηση του τι θέλει ακριβώς να πει ο σκηνοθέτης και που να επικεντρωθεί.
Χωρίς να έχει ιδιαίτερες εξάρσεις, αλλά ακολουθώντας μάλλον μια στρωτή, αφηγηματική πορεία το “Albert Nobbs” έχει να σου δώσει πράγματα, αν μπορέσεις να κοιτάξεις λίγο πιο μακριά από το τελικά αδύναμο σενάριό του.  Από τη στιγμή βέβαια που ανακοινώθηκαν οι υποψηφιότητες των Oscars έγινε κάτι παραπάνω από κατανοητό οτι αυτή η ταινία βγάζει μπροστά τους ηθοποιούς της και αφήνει στο background όλα τα υπόλοιπα.  Μόνο να’δινε λίγη παραπάνω προσοχή και εκεί, και θα μιλούσαμε για μια σαφέστατα καλύτερη ταινία, από κάθε πλευρά.

Στους συμπρωταγωνιστικούς ρόλους τα τρυφερούδια του Hollywood έχουν την τιμητική τους.  H Wasikowska είναι εύθραυστη και ερμηνεύει εξαιρετικά τον ρόλο της νεαρής σερβιτόρας Helen, ο Johnson (τον οποίο σίγουρα θυμάστε από τον ρόλο του ως geeky superhero στο “Kick-Ass”) είναι απόλυτα γοητευτικός και δίνει το απαραίτητο βρετανικό του φλέγμα, κάνοντάς με να πιστεύω οτι θα είναι από τα πρόσωπα που θα απασχολήσουν στο μέλλον το κινηματογραφικό γίγνεσθαι.  Και ο Brendan Gleeson στη παρέα, υποδυόμενος τον γιατρό του ξενοδοχείου και γεμίζοντας το cast με τη πληθωρική του παρουσία.  Τέλος και η Janet McTeer (την οποία ομολογώ πως δεν ήξερα μέχρι τώρα) δίνει επίσης μια εντυπωσιακή ερμηνεία και με το ύψος της που φτάνει το 1.85(!) κερδίζει τα βλέμματα.  Φυσικά αδιαφιλονίκητη πρωταγωνίστρια η Close ερμηνεύει υπέροχα και με πραγματική ανθρωπιά τον σιωπηλό Nobbs, κάνοντας ένα από τα πιο δυναμικά comeback των τελευταίων ετών.  Εξαίσια.
Η σκηνοθεσία είναι όμορφη και η ατμόσφαιρα της εποχής έχει αναπαρασταθεί με ιδανικό τρόπο.  Εάν εξαιρέσουμε όπως είπαμε το σενάριο, τότε μπορούμε να πούμε οτι το “Albert Nobbs” είναι μια ταινία αξιώσεων που αξίζει την προσοχή σας, αν οχι για κάτι άλλο, για την υπέροχη Clenn.

Tι έμαθα από τη ταινία: Οτι το στήθος της McTeer είναι τεράστιο!, οτι αυτή τη σκύλα που έχει το ξενοδοχείο, θα μπορούσα να την εκτελέσω με συνοπτικές διαδικασίες και οτι ο Nobbs φιλούσε υπέροχα;

TRIVIA

  • Η ταινία σκηνοθετήθηκε σε μόλις 34 μέρες!
  • Η Close έπαθε πνευμονία κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.
  • Επίσης η πολυτάλαντη Close εκτός από το να πρωταγωνιστήσει, συνυπέγραψε το σενάριο, έγραψε την πρωτότυπη μουσική της ταινίας και αποτέλεσε επίσης μια εκ των παραγωγών.
  • H Seyfrid και ο Bloom ήταν υποψήφιο για το νεαρό δίδυμο, αλλά επειδή λόγω προγράμματος δε μπορούσαν, οι ρόλοι δόθηκαν τελικά στους Wasikowska-Johnson.  Ευτυχώς.
(Πηγή IMDB)




Χαιρετώ!

Ran: One of the final classics of master Akira Kurosawa

Χαιρετώ και σήμερα!  Λοιπόν λοιπόν ήταν και πάλι μια από τις μέρες που προσπαθούσα να σκεφτώ τι θα μπορούσα να γράψω σήμερα, καθώς κακά τα ψέματα υπάρχουν φορές που νομίζω οτι έχω στερέψει από ταινιούλες.  Και δώστου να στύβω και να ξαναστύβω το μυαλό μου μπας και καταλήξω κάπου.  Ευτυχώς κατέληξε και για σήμερα : ).  Μιας λοιπόν που τον τελευταίο καιρό έχουμε κυρίως νεότερες ή brand new ταινιούλες, είπα σήμερα να ασχοληθούμε λίγο με υπέρτατο Kurosawa μιας που νομίζω πως δεν έχω γράψει μέχρι τώρα.  Ήρθε η ώρα λοιπόν για επικό “Ran”.  Για την Πέμπτη έχουμε καινούρια ταινία στις αίθουσες, το “Take Shelter” που πολύ καλά θα κάνετε να δείτε, καθώς κατά την ταπεινή μου άποψη είναι μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς!  So time to start…

Στην φεουδαρχική Ιαπωνία ο γηραιός άρχοντας Hidetora (Tatsuya Nakadai) αποφασίζει πως έχει πια φτάσει η στιγμή να αποσυρθεί από την ενεργό δράση και την διαχείριση του τεράστιου βασιλείου του. Αποφασίζει λοιπόν να μοιράσει την περιουσία του στους τρεις γιους του και να παραχωρήσει την θέση του άρχοντα στον έναν από αυτούς.  Όταν ο ένας από τους υπόλοιπους δυο αντιδράσει έντονα για την προτίμηση του πατέρα του, αποδίδοντάς του βαρείς χαρακτηρισμούς, ο Hidetora θα τον αποκληρώσει για την αναίδειά του και θα παραχωρήσει τα βασιλικά του προνόμια στους εναπομείναντες γιους.  Ο απόκληρος θα φύγει από την περιοχή του πατέρα του και τα πράγματα μοιάζουν να παίρνουν το δρόμο τους.  Σύντομα όμως η ανθρώπινη δίψα για εξουσία και πλούτη θα στρέψει τους δυο γιους εναντίον του πατέρα τους, την ίδια στιγμή που πολλαπλά συμφέροντα θα αρχίσουν να ‘τρέχουν’ από το οικείο τους περιβάλλον.  Δολοπλόκες γυναίκες, άμυαλοι άνδρες και παιχνίδια εξουσίας θα οδηγήσουν τα βασίλεια σε σύρραξη, και τον Hidetora αυτή τη φορά ‘εξόριστο’ από τα ίδια του τα σπλάχνα που αλληλοσπαράζονται.  Οι ρόλοι αντιστρέφονται και οι ο εξόριστος γιος φαντάζει ως η μοναδική όαση, απέναντι στους διαβολικούς του σπόρους που αρχίζουν να ποτίζουν το χώμα με αίμα.  Η ανθρώπινη φύση σε όλο το φριχτό της μεγαλείο…

Ο Ιάπωνας Akira Kurosawa υπήρξε ένας δημιουργός που δε χρειάζεται και πολλές συστάσεις.  Με μια καριέρα που μετρούσε 40 χρόνια τουλάχιστον (σκηνοθέτησε το πρώτο του φιλμ το 1943!), μετρώντας στο ενεργητικό του πάνω από τριάντα ταινίες ως σκηνοθέτης και πάνω από εβδομήντα σενάρια τα οποία έγραψε ο ίδιος, είχε την τύχη το όνομά του να γίνει ευρέως γνωστό οχι μόνο μέσα στα όρια της Ιαπωνίας, αλλά και έξω από αυτή, σε ολόκληρο τον Δυτικό κόσμο.  Το peak της καριέρας του το οποίο εντοπίζεται τη περίοδο της Χρυσής Εποχής του ιαπωνικού κινηματογράφου (από τα μέσα της δεκαετίας του ’50) και η συνεργασία με ένα από τα πιο επιτυχημένα στούντιο παραγωγής, το Toho αποτέλεσαν πρώτης τάξεως εφαλτήρια προκειμένου οι ιαπωνικές ταινίες να καταφέρουν να βρουν μια πολυπόθητη διέξοδο προς τη Δύση.  Το γεγονός οτι αυτό ξεκίνησε με το “Rashomon” (1950) του ίδιου, που θεωρείται μια εκ των καλυτέρων ταινιών του, σίγουρα παίζει τον δικό του σημαντικό ρόλο.
“Ikiru” (1952), “Seven Samurai” (1954) και “Throne of Blood” (1957) είναι από τις πιο γνωστές σε παγκόσμιο επίπεδο ταινίες του Ιάπωνα σκηνοθέτη, ο οποίος καθ’όλη τη διάρκεια της καριέρας του δε δίστασε να δοκιμάσει πολλές και διαφορετικές ταινιακές φόρμες, σκηνοθετικά στυλ και φυσικά ποικίλες θεματικές.  Αν και η αναγνώριση που έτυχε εκτός Ιαπωνίας, ήταν μεγαλύτερη από αυτή εντός της χώρας του, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί το δημιουργικό μεγαλείο αυτού του ανθρώπου.  Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός οτι επηρεάστηκε έντονα από ξένα ρεύματα και σκηνοθέτες, όπως για παράδειγμα τον John Ford, τον Σοβιετικό σκηνοθέτη Sergei Eisenstein και τη γενικότερη εποχή του βωβού κινηματογράφου.  Έξω από την κινηματογραφική του αναπαράσταση δε θα μπορούσε να μείνει ούτε ο Shakespeare, στα έργα του οποίου έχει βασίσει το σενάριο ορισμένων ταινιών του, όπως το “Throne of Blood” στο οποίο έχει μεταφέρει την ιστορία του Macbeth στην Edo period της Ιαπωνική Ιστορίας, αλλά και το σημερινό μας “Ran” στο οποίο έχει ενστερνιστεί την ιστορία του King Lear και την έχει προσαρμόσει στο δικό του μοναδικό στυλ.

Αν και οι τελευταίες του ταινίες (κυρίως από τη δεκαετία του ’70 και μέχρι τις αρχές του ’90) χαρακτηρίζονταν από μια έντονη σκηνοθετική διαφοροποίηση του Kurosawa η οποία εκτεινόταν μέχρι και την αντίληψη που είχε πλέον διαμορφώσει για τον κόσμο, όλοι θα συμφωνήσουν οτι το στυλ του εξακολουθούσε να είναι δυναμικό, στιβαρό, πλούσιο και επικών διαστάσεων, που ορισμένες φορές θύμιζε τις εξίσου επικές (με την κυριολεκτική σημασία της λέξης) ταινίες του old time, classic Hollywood.  Αν και ο ίδιος εμπεριείχε στις ταινίες του το στοιχείο της αφηγηματικότητας, εντούτοις η απαξίωση της 180 μοιρών κάμερας (όταν οι ηθοποιοί φιλμάρονται μέσα σε ένα νοητό ημικύκλιο και επουδενί έξω από αυτό), η στατικότητα και τα κενά πλάνα που γεμίζουν ξαφνικά από κίνηση (χαρακτηριστικά τα πλάνα του “Ran”) τον διαφοροποίησαν αισθητά από τους συναδέλφους του στην Αμερική.
Το “Ran” αποτελεί μια από τις τελευταίες ταινίες του Kurosawa, και μέχρι το 1985 αποτελούσε την πιο ακριβή Ιαπωνική παραγωγή με budjet….$12 εκατομμύρια!  Τα περισσότερα γυρίσματα ήταν εξωτερικά και πραγματοποιήθηκαν ανάμεσα στις πεδιάδες του μεγαλύτερου ενεργού ηφαιστείου της Ιαπωνίας, του Mount Aso.  Τα σκηνικά και τα κοστούμια (η σχεδιάστρια κοστουμιών Emi Wada κέρδισε και το αντίστοιχο Oscar) εξέπεμπαν χλιδή και επική καταγωγή, αφού το καθένα από τα 1.400 κοστούμια(!) είχε επιμεληθεί με μοναδικό τρόπο.
Η θεματική αυτής της ταινίας δεν ήταν κάτι καινούριο για τον Kurosawa καθώς το “Ran” τοποθετείται στην κατηγορία των jidaigeki films, έναν όρο που χρησιμοποιείται για να περιγράφει τα δράματα εποχής που τοποθετούνταν στην Ιαπωνική Ιστορία κάπου ανάμεσα στο 1603 και το 1868 (Edo Period).  Αν και τα έργα του χαρακτηρίζονται από μια μεγάλη γκάμα ιστοριών, όπως αυτή της σχέσης δασκάλου-μαθυτευόμενου (“Sanshiro Sugata”- 1943), του ηρωικού ιδεώδους (“Seven Samurai”- 1954) και της ορμητικής Φύσης που παίζει στο background κάθε σχεδόν ταινίας του (τα σύννεφα στο “Ran” κρέμονται πάνω από τα κεφάλια των πρωταγωνιστών σαν μαύρη κατάρα, υπονοώντας την συσσωρευμένη βία η οποία οπτικοποιείται με την τρομακτική καταιγίδα που ξεσπάει παράλληλα με τις αιματηρές συγκρούσεις).  Εδώ το θέμα είναι λίγο πιο γενικό και πραγματεύεται την ίδια την έννοια της βίας-της ανθρώπινης ψυχής κυρίως- και του αντίκτυπου που έχει στα πάντα γύρω της.

Από τον τίτλο ακόμα της ταινίας καταλαβαίνουμε τι πρόκειται να επακολουθήσει, καθώς στα ιαπωνικά η λέξη έχει τη σημασία του χάους και της ‘επανάστασης’.  Και πραγματικά η διομισάωρη ταινία, είναι αυτό ακριβώς.
Όταν η πρωτόγονη φύση που κρύβουμε μέσα μας, βγαίνει στην επιφάνεια και η οργή, το μίσος, τα συμφέροντα και η τυφλή ανάγκη για εξουσία έρχονται και υπερισχύουν απέναντι σε αξίες όπως η οικογένεια και οι δεσμοί αίματος, τότε είναι ξεκάθαρο οτι η κατάληξη μπορεί να είναι μόνο μία: η ίδια η Κόλαση επί της Γης.  Και εδώ ο Kurosawa δε μασάει τα λόγια του, αλλά παρουσιάζει την ζοφερή εικόνα μια παραπαίουσας ανθρωπότητας, και ενός πιθανού τέλους του κόσμου.  Η ταινία διακρίνεται από μια έντονη αίσθηση ματαιότητας και νιχιλισμού, όχι μόνο εξαιτίας της αδυναμίας-τελικά-του ατόμου να εναντιωθεί απέναντι στην φύση του, αλλά και εξαιτίας της απουσίας ενός από μηχανής Θεού που θα μπορούσε να αποκαταστήσει την τάξη των πραγμάτων.  Φωτιά και θάνατος περιμένει τους αντιφρονούντες, και σύντομα η μπάλα τους παίρνει όλους, αθώους και ένοχους.  Η ύβρις απέναντι στον πατέρα έχει γίνει, αλλά και η τραγικά λανθασμένη απόφαση του πατέρα έχει και αυτή τις συνέπειές της.  Η όποια δύναμη μπορεί να κρύβεται εκεί ψηλά είναι αδρανής, και αφήνει τα ανθρώπινα πιόνια να αλληλοκαταστραφούν δίχως έλεος.
Εκτός από τα επικών διαστάσεων σκηνικά, τους αμέτρητους κομπάρσους, την φρενήρη σκηνοθεσία που φέρνει διαρκώς στο προσκήνιο καταστάσεις και μυστικά, οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές (όπως πάντα άλλωστε) με τον Tatsuya Nakadai ο οποίος στον ρόλο του Hidetora και με μακιγιάζ που παραπέμπει στο κλασικό, ιαπωνικό θέατρο Noh, να είναι απλά συγκλονιστικός.  Η προοδευτική του μεταμόρφωση και η τρέλα στην οποία σταδιακά βυθίζεται λόγω των αποφάσεών του, είναι κάτι το υπέροχο να το βλέπεις, και την ίδια στιγμή τραγικό.  Η απωανατολική σχολή παρέδιδε, παραδίδει και θα συνεχίσει να παραδίδει και με τον σύγχρονο κινηματογράφο της, μαθήματα σκηνοθεσίας και ερμηνείας.

Το “Ran” είναι μια ταινία με βαθιά υπαρξιακή υπόσταση και συγκαταλέγεται ανάμεσα σε αυτές που πρέπει οπωσδήποτε να δει κανείς στη ζωή του.  Τα χρώματα, η ατμόσφαιρα και μια ιστορία πιο παλιά και από τον ίδιο τον κόσμο, την καθιστούν ένα άρτιο δείγμα εξέχουσας ιαπωνικής αισθητικής.

Τι έμαθα από την ταινία:  Οτι είναι αξεπέραστοι, ναι ντε οι Ιάπωνες!, οτι οι γυναίκες ήταν δολοφονικές και οτι μοιάζει με την ιστορία του Ασώτου Υιου στο ανάποδο.

TRIVIA

  • Η διαδικασία δημιουργίας των κοστουμιών διήρκεσε 2 χρόνια καθώς το καθένα είχε φτιαχτεί στο χέρι!
  • Εκτός από τον Shakespear, το story βασίστηκε και σε παλιούς μύθους με samurai της ιαπωνικής παράδοσης.
  • Η γυναίκα του Kurosawa πέθανε σε ηλικία 39 ετών στα γυρίσματα της ταινίας.  O Kurosawa σταμάτησε μόνο για μια ημέρα τα γυρίσματα προκειμένου να θρηνήσει και στη συνέχεια το φιλμάρισμα άρχισε και πάλι.
  • Μια σκηνή απαιτούσε το βάψιμο ενός ολόκληρου χωραφιού…χρυσού, αλλά τελικά η σκηνή κόπηκε κατά τη διάρκεια του μοντάζ!
  • Σχεδόν όλη η ταινία είναι γυρισμένη με μακρινές λήψεις, εκτός μόνο από ένα πλάνα οπού υπάρχει κοντινό.
  • Το μακιγιάζ του Nakadai χρειαζόταν 4 ώρες για να φτιαχτεί!
(Πηγή IMDB)

A Dangerous Method: The Father(s) and the Mistress

NEW ARRIVAL


Καλημερούδια! Λοιπόν λοιπόν σήμερα επισήμως το νέο κινηματογραφικό site “Reel.gr” είναι γεγονός!  Μπείτε και διαβάστε κριτικές για νέες ταινίες, νέα, αφιερώματα, δείτε trailers και πολλά πολλά ακόμη που θα ανεβαίνουν προοδευτικά : )  Σήμερα στο blogaki θα μιλήσουμε λίγο για το “A Dangerous Method”, που με άφησε με ποικίλες εντυπώσεις.  Από σήμερα παίζεται στους κινηματογράφους και όπως σας είπα και τις περασμένες μέρες, επιλέξτε να δείτε και το “Tyronnosaur” το οποίο φαίνεται εξαιρετικό.  Θα προσπαθήσω να το δω και να το ανεβάσω σύντομα και εδώ : )  Now, have fun!

Ο νεαρός ακόμα (τόσο σε ηλικία, όσο και σε εμπειρία) Σουηδός ψυχίατρος Carl Jung (Michael Fassbender) υποδέχεται στην κλινική του την Sabina Spielrein (Keira Knightley) μια κοπέλα με μπόλικα παιδικά τραύματα, διαταραγμένη προσωπικότητα και εμμονές.  Όταν έρθει η στιγμή που ο Jung θα γνωρίσει από κοντά τον Πατέρα της ψυχανάλυσης Sigmund Freud (Viggo Mortensen ) τότε οι δυο άνδρες θα ξεκινήσουν μια αέναη αναζήτηση της φύσης της ψυχανάλυσης, μέσα από ατέλειωτες συζητήσεις και επιστημονικές επιστολές.  Στην πορεία της ολοκληρωτικής διαφοροποίησης και την αμετάκλητης μεταξύ τους ρήξης, ο Jung θα ακολουθήσει τελικά την ‘επικίνδυνη μέθοδο’ του Freud προκειμένου να θεραπεύσει την νεαρή Sabina, μέσω της καθαρά σεξουαλικής διάστασης.  Την ίδια στιγμή τα δικά του καταπιεσμένα, σεξουαλικά απωθημένα θα έρθουν στην επιφάνεια και η ιδιάζουσα σχέση που θα αναπτύξει με την ασθενή του θα τον οδηγήσει αφενός σε ολέθρια, προσωπικά αποτελέσματα, και αφετέρου στην ανάπτυξη της δικής του μεθόδου περί αναλυτικής ψυχολογίας.  Με έναν Freud να σιγοντάρει την ιδέα του σχετικά με την σεξουαλική φύση των πάντων, έναν υπερσεξουλιάρη Αυστριακό ψυχαναλυτή τον Otto Gross (Vincent Cassel) τον οποίο στέλνει στον Jung για-υποτιθέμενη-θεραπεία και ο οποίος μοιάζει κατάλληλα εκπαιδευμένος για να κινήσει τα νήματα του ‘δασκάλου’ του, ο Jung πέφτει στην παγίδα της δικής του αμφισβήτησης σχετικά με την προβληματική φύση των ανθρώπων η οποία μπορεί να αναζητηθεί μόνο στα σεξουαλικά του ένστικτα, και απαγκιστρώνεται ολοκληρωτικά από τον σοφό μέντορά του, Sigmund Freud.  Από την Sabina όμως φαίνεται πως δε μπορεί να ξεφύγει έτσι εύκολα…

Μετά από απουσία 4 ετών, o ταλαντούχος Cronenbreg επιστρέφει και πάλι στα κινηματογραφικά πλατό, αυτή τη φορά σκηνοθετώντας ένα ιστορικό δράμα, με ολίγον μόνο από επικίνδυνη σεξουαλικότητα (περίεργο αν σκεφτεί κανείς τις άλλες ταινίες του στις οποίες μας έχει συνηθίσει), μπλα μπλα που φτάνει και περισσεύει και μερικές από τις καλύτερες φετινές ερμηνείες (θα πάω κόντρα στους πολλούς και θα υποστηρίξω οτι μπορεί και να μιλάμε για την καλύτερη μέχρι τώρα ερμηνεία της Knightley, κι ας πέσουν να με φάνε 😛 ).
Με μια καριέρα που μετράει ήδη τέσσερις δεκαετίες, μια συλλογή βραβείων που ξεπερνάει σε αριθμό τα Manolo της Carrie Bradsaw και την παγκόσμια αναγνώριση, o Cronenberg είναι ένας ‘τεχνίτης’ της εποχής του, όπως κάθε φορά αυτή τον προστάζει να είναι.  Καταφέρνοντας να διατηρεί από την μια το δικό του, απαράμιλλο (και πολλές φορές αρκούντως άρρωστο) στιλ, και από την άλλη αφήνοντας πάντα το στίγμα του χωρίς όμως να καταλήγει παλιομοδίτικος, αλλά ξέροντας τι πουλάει και τι θέλει το κοινό, έχει δημιουργήσει όνομα μεταπηδώντας με μαεστρία από το ένα κινηματογραφικό είδος στο άλλο.  Sci-fi (“Scanners”-1981, το εξαιρετικό remake του “The Fly”-1986, “eXistenZ”-1999), κωμωδία/αυτοβιογραφία (“Naked Lunch”-1991), δράμα (“Μ. Βutterfly”-1993, “A Dangerous Method”-2011) και crime περιπέτειες, με ιδιαίτερη ηθοποιική προτίμηση στον Viggo Mortensen (“A History of Violence”-2005, “Eastern Promises”-2007) είναι μερικά από τα πιο γνωστά του φιλμ.  Βέβαια παρά το γεγονός οτι έχει δοκιμάσει διαφορετικές συνταγές στις ταινίες του, το horror είδος με έντονη την αιματηρή σεξουαλικότητα, εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να αποτελούν από τα καλύτερα του δείγματα, τόσο σε σκηνοθετικό, όσο και σε σεναριακό επίπεδο.  Στο “They Came from Within” (1975) οι κάτοικοι μιας πολυκατοικίας προσβάλλονται από ένα μικρόβιο σε ερωτική φρενίτιδα, κολλώντας ο ένας τον άλλον μέσω της σεξουαλικής επαφής, στο “Rabid” (1977) μια νεαρή γυναίκα αποκτά μια έντονη δίψα για ανθρώπινο αίμα έπειτα από μια…πλαστική επέμβαση που πήγε στραβά μετατρέπονται μια ολόκληρη πόλη σε ζομπο-φωλιά, ενώ στο προκλητικό “Crash” (1996) βάζει μια ομάδα ανθρώπων να ερεθίζονται σεξουαλικά από…τροχαία ατυχήματα, ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων από τους θεατές.  Σε όλα αυτά προσθέστε το ντελιριακό “Videodrome” (1983) και το underated horror διαμαντάκι του “The Brood” (1979) με πρωταγωνίστρια μια γυναίκα που σωματοποιεί τον θυμό της στο πρόσωπο μιας ομάδας φριχτών, δολοφονικών νανο-πλασμάτων, και έχετε στο πιάτο όλους τους λόγους για τους οποίους ο Cronenberg αποτελεί το αφορισμένο (πολλές φορές), αλλά και τόσο αγαπημένο ‘παιδί’ του Hollywood.

Αυτή τη φορά επιχειρεί ένα μακροβούτι στα θολά νερά της ψυχανάλυσης μένοντας τελικά με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο πιστός στο πολυαγαπημένο του θέμα, αυτό της διφορούμενης σεξουαλικότητας.  Μασκαρεμένος ως το σινεματικό του alter ego, Viggo Mortensen (πατώντας εν μέρει και στο βιβλίο του John Kerr, “A Most Dangerous Method”) και λαμβάνοντας κατά κάποιον τρόπο ξεκάθαρη θέση ως προς την οπτική πλευρά της ταινίας, μπορεί να μη του βγαίνει και τόσο καλά η είς βάθος αναλυτική βουτιά στις απαρχές της επιστήμης, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν παραμένει αρκετά δροσερή και ενδιαφέρουσα.
Βάζοντας στο στόχαστρο την σχέση μίσους και πάθους των δυο μεγάλων Πατέρων της ψυχανάλυσης, ο Cronenberg προσπαθεί να κρατήσεις τις δέουσες αποστάσεις, αλλά μας κλείνει και το μάτι κρυφά δείχνοντας προς την πλευρά του Freud για τις όποιες απαντήσεις.  Ο Jung μοιάζει σαν άβγαλτο παιδαρέλι που έχει ακόμα πολλά να μάθει, ενώ ο Freud σαν το πανούργο δάσκαλο που προσπαθεί να τον δασκαλέψει, περνώντας του στην ‘από πίσω’ τον δικό του τρόπο σκέψης και την ιδανική κατά τον ίδιο μέθοδο προσέγγισης ενός ασθενή.  Για να γίνει ακόμα πιο έντονος ο αντιθετικός τρόπος αντιμετώπισης των πραγμάτων, ο Cronenberg ‘πετάει’ ανάμεσά τους την Keira Knightley ως το σαδομαζό μήλον της έριδος, και τους αφήνει να φάνε τις σάρκες τους.  Επι της ουσίας το “A Dangerous Method” μπορεί να μην εμβαθύνει τόσο στα επί της ουσίας της γέννησης της ψυχανάλυσης (ή όπως λέει χαρακτηριστικά ο Freud στην ταινία οχι psych-analisis, αλλά psycho-analysis), αφού μοιάζει να ξύνει μόνο την επιφάνεια μιας υπόθεσης που θα σήκωνε πολλή συζήτηση, αλλά καταφέρνει να κερδίσει το ενδιαφέρον σου επειδή για μια ακόμη φορά ο Mortensen είναι too good to be true, η kinky εξάρτηση της Knightley από τον Fassbender σου δημιουργεί ενδιαφέρουσες σκέψεις και στην τελική γιατί όλη αυτή η εγκεφαλική προσπάθεια για την κατανόηση της ψυχαναλυτικής επιστήμης δεν γίνεται ούτε υπερβολική, ούτε μοιάζει να υπολείπεται σε παρουσίαση.  It’s a win win situation.

Η απόδοση του περιβάλλοντος της εποχής του 20ου αιώνα έχει γίνει με προσοχή και με την πρέπουσα αριστοκρατική εσάνς, που έμοιαζε να χαρακτηρίζει τα πάντα: από τα μεγαλοπρεπή κτίρια και τα εκλεπτυσμένα κοστούμια, μέχρι το στήσιμο, την ομιλία και το ύφος των ηρώων.  Το πρωταγωνιστικό τρίδυμο, έμεινε πιστό απέναντι στις εποχικές υποδείξεις του τότε, δημιουργώντας παράλληλα απόλυτα πειστικούς και επαρκώς δομημένους χαρακτήρες.  Η Keira Knightley στον ρόλο της άρρωστης νεαράς, που γουστάρει να τις τρώει που και που, δίνει μια υπερβολική ερμηνεία (μπορεί ακόμα και να ξεφεύγει μερικές φορές), αλλά στο κάτω κάτω τρελή είναι, οτι θέλει κάνει.  Ο Mortensen με την προσθετική του μύτη μοιάζει εξωφρενικά στον original Freud και δίνει μια ερμηνειάρα καθισμένος-σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της ταινίας- στην δερμάτινη καρέκλα του, καπνίζοντας το πούρο του και σφάζοντας με το γάντι τον νεαρό Jung μέσω συζητήσεων και αμέτρητων επιστολών.  Πραγματικά εκπληκτικός ο Viggo ο φίλος μου.  Όσον αφορά τον Fassbender τι μπορεί να πει κανείς για την φετινή του παρουσία στα κινηματογραφικά δρώμενα;  “Jaen Eyre”, X-Men: First Class”, “Shame” (κερδίζοντας το βραβείο καλύτερης ταινίας και καλύτερου ηθοποιού στο φεστιβάλ Βενετίας), “Haywire” και έχοντας και στα σκαριά για το 2012 το πολλά υποσχόμενο “Prometheus” του Ridley Scott.  Αναμφίβολα φέτος είναι η χρονιά του και οχι αδίκως.  Έχοντας δώσει από νωρίς στην καριέρα του ψήγματα καλής πάστας ηθοποιού, ο Fassbender τα καταφέρνει περίφημα και στον ρόλο του Carl Jung.  Υποδυόμενος με κομψότητα και ραφιναρισμένη αριστοκρατικότητα έναν ψυχίατρο που έχει ακόμα πολλά να μάθει και να εντρυφήσει στον ομιχλώδη κόσμο της ψυχανάλυσης, είναι εξαιρετικός.  Σύντομα οι σεξουαλικές του ορμές τον οδηγούν σε ένα ξέσπασμα (ακόμα και τότε παραμένει συγκρατημένος, γεγονός που το κάνει ακόμα καλύτερο να το βλέπεις) αποδεικνύοντας οτι η επικίνδυνη μέθοδος του Freud δεν είναι χωρίς μειονεκτήματα.  Μοιάζοντας με πιτσιρίκι που έχει μόλις χώσει το χέρι στο βάζο με το γλυκό και αποφεύγει να παραδεχτεί αυτό που ο κόσμος έχει τούμπανο: οτι η ασθενής, έχει γίνει ερωμένη.  Καλοπαιγμένος ρόλος, με διαρκή ψυχρότητα στα γαλάζια μάτια, και χωρίς να αποχωρίζεται ποτέ την ψυχραιμία του (ακόμα και στην τελευταία σκηνή που είναι όλα τα λεφτά), ο Fassbender είναι υπόδειγμα ηθοποιού χαμαιλέοντα τα τελευταία χρόνια και φαίνεται πως δύσκολα θα απογοητεύσει.  Επίσης όσες γυναίκες δούν την σκηνή με το spanking της δεμένης στο κρεβάτι Knightley από τον Fassbender και δεν σκεφτούν έστω φευγαλέα τι ωραία θα ήταν να βρίσκονταν στην θέση της, απλά λένε ψέματα.  Ευχαριστώ.

Μπορεί η θρησκευτική προσέγγιση του Jung να κοντραρίστηκε με αυτή της σεξουαλικής επιθυμίας του Freud, και να χώρισαν τελικά τα τσανάκια τους, παρόλα αυτά η φαίνεται πως η αλληλεπίδραση των δυο τους είναι βαθύτερη απ’οτι θα πίστευε κανείς και εδώ ο Cronenberg το αφήνει σαν αιωρούμενη απορία κάπου στο τέλος της ταινίας.  Δείτε την αν μη τι άλλο για την σκηνή a la “Secretary”, άντε και για τις πολύ καλές ερμηνείες ; )

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η Keira Knightley αν αδυνατίσει κι άλλο θα πάψει να υπάρχει, οτι ο Mortensen έχει ξεφύγει πλέον και επισήμως από τον ρόλο του άπλυτου Aragorn, και οτι οι φλέβες στα χέρια του Fassbender ‘πετούν’ τόσο έντονα που έκανα pause για κάνα 5λεπτο και τις χάζευα (το ξέρω οτι έχω πρόβλημα, να’στε καλά!)

TRIVIA

  • O Christoph Waltz πέρασε από casting για τον ρόλο του Freud, αλλά τελικά δεν δέχθηκε τον ρόλο για να παίξει στο “Water for Elephants” (είσαι και λίγο χαζούλιακας ρε Waltz), όπως επίσης και ο Christian Bale(!) με τον οποίο επίσης δεν έδεσε το γλυκό.
(Πηγή IMDB)

Αύριο σας περιμένω με poll για “best actor/actress tranformation for a movie”  Να είστε εδώ!

The Conspirator: A historical drama with powerful performances

ΨΙΛΟNEW ARRIVAL


Καλημέρα καλημέρα!  Πω πω ο καιρός όσο πάει και πιο κρύος γίνεται, finally ένας καλός χειμώνας!  Και τι καλύτερο ειδικά αν είσαι επαγγελματίας άνεργος, να κάθεσαι στο σπιτάκι σου, με έναν ζεστό cappuccino, να ακούς και την μουσική σου και να γράφεις για τις ταινίες σου;  Για εμένα τίποτα.  Έτσι λοιπόν και σήμερα είμαι ready να σας προτείνω μια ακόμη ταινία που είδα πρόσφατα και βρήκα πολύ καλή.  Το “The Conspirator” το παρακολούθησα στις Μυστικές Πρεμιέρες του Δαναού, αν και είχα την δυνατότητα να την δω και στις Νύχτες Πρεμιέρας, αλλά τότε ήταν τόσες οι ταινίες που έπρεπε αναγκαστικά να αποκλείσω κάποιες.  So είπα να σας προτείνω κάτι καινούριο, μιας που τώρα τελευταία έχω επικεντρωθεί σε πιο παλιές ταινιούλες.  Δεν ξέρω αν θα βρει διανομή στην Ελλάδα η ταινία, καθώς έχω την εντύπωση οτι μπορεί να έχει ήδη βγει σε dvd (βλέπετε δε τα πήγε και πολύ καλά στο box-office, αλλά αυτά θα τα πούμε παρακάτω), οπότε ο τρόπος με τον οποίο θα την δείτε αφήνεται πάνω σας.  Πάντως αν την συναντήσετε, επιλέξτε την καθώς είναι πράγματι μια πολύ καλή προσπάθεια που βασίζεται μάλιστα και σε πραγματικά γεγονότα.  Let’s start…

Βρισκόμαστε στο έτος 1865.  Λίγη μόλις ώρα μετά τη δολοφονία του Προέδρου Abraham Lincoln, οι συνωμότες συλλαμβάνονται, εκτός από έναν, τον John Surratt (Johnny Simmons).  Αντ’αυτού συλλαμβάνεται η μητέρα του Mary Surratt (Robin Wright) η οποία για κακή της τύχη ήταν η ιδιοκτήτρια της πανσιόν στην οποία ο γιος της και οι φίλοι του κανόνιζαν τα δολοπλόκα σχέδιά τους για την απαγωγή αρχικά και έπειτα για τη δολοφονία του 16ου Προέδρου των Η.Π.Α.  Σε μια χώρα με ευδιάκριτες ακόμα τις πληγές του Εμφυλίου και ένα δυσοίωνο κλίμα να απλώνεται παντού, οι υψηλά ιστάμενοι σοκαρισμένοι ακόμα από το γεγονός, ξεκίνησαν ένα ανελέητο κυνηγητό προκειμένου να φέρουν ενώπιον της δικαιοσύνης; όσους έβαλαν στο στόχαστρο τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο καθώς και τον Υπουργό Εξωτερικών. Την ίδια στιγμή ανατίθεται στον Frederick Aiken (James McAvoy) ήρωα πολέμου και νέο στην πιάτσα δικηγόρο, η υπεράσπιση της Surratt.  Ο ίδιος θεωρώντας οτι είναι ένοχη, αναλαμβάνει με δυσκολία τα δικηγορικά του καθήκοντα, αισθανόμενος οτι προδίδει τα πατριωτικά του πιστεύω και φοβούμενος την οργισμένη αντίδραση του αμερικάνικου λαού.  Μόνο στην πορεία της στρατιωτικής δίκης θα ανακαλύψει στοιχεία τα οποία φανερώνουν την δυνητική αθωότητα της κατηγορουμένης και τότε ο Aiken θα βρεθεί αντιμέτωπος με όλη την ανθρώπινη σαπίλα που κρύβεται πίσω από τον πιο ‘άμεμπτο κριτή’: το αμερικανικό Σύνταγμα.

3 χρόνια μετά το “Lions for Lambs” το οποίο σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε, ο Robert Redford επιστρέφει και πάλι, αυτή τη φορά μόνο στον ρόλο του σκηνοθέτη, σε ένα αγωνιώδες πολιτικό δράμα εποχής, με δυνατό cast και εξαιρετικές ερμηνείες.
Ο βραβευμένος με Oscar ηθοποιός υφαίνει μια μετεμφυλιακή Αμερική βουτηγμένη στον φόβο και το σκοτάδι, απογυμνωμένη από κάθε ηθική αναστολή, ακόμα και όταν διακυβεύεται η ζωή ενός ανθρώπου.  Είναι η Surratt αθώα ή ένοχη;  Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα που παίζει σε όλη τη διάρκεια της ταινίας και το οποίο κινητοποιεί ολόκληρη την υπόθεση.  Βέβαια αυτό που μοιάζει να έχει μεγαλύτερη σημασία για την πολιτική αφρόκρεμα που συνεχίζει να παραβρίσκεται με την ίδια ευκολία στα πάρτι με τσάι και τα πιανιστικά ρεσιτάλ, αλλά και στα καπνισμένα της γραφεία ακόμα και μετά τον θάνατο του Λίνκολν, είναι ο κατευνασμός της λαϊκής οργής και η επαναφορά της υποτιθέμενης ηρεμίας με οποιοδήποτε κόστος…

Ο Redford παλιά καραβάνα του κινηματογραφικού πανιού, και ένθερμος υποστηρικτής των φιλελεύθερων πολιτικών απόψεων, δημιούργησε μια ταινία που αποδεικνύει και τα δυο του αυτά στοιχεία.  Από την μια πλευρά η εμπειρία είναι κάτι που χτίζεται σταδιακά, και φαίνεται πως ο Καλιφορνέζος γόης έχει ταΐσει μέχρι σκασμού το σκηνοθετικό του μικρόβιο.  Αποδίδοντας με την πρέπουσα ρεαλιστικότητα την ιστορία της μετέπειτα εποχής της δολοφονίας του Λίνκολν και καταγράφοντας με γλαφυρότητα την απόδοση του κάθε χαρακτήρα, κατασκευάζει ένα όσο πρέπει δραματικό σενάριο που προκαλεί το ενδιαφέρον του θεατή μέσα από τα-πάντα- βρώμικα πολιτικά παιχνίδια.  Η πολιτική του τοποθέτηση μοιάζει αρκετά ξεκάθαρη αν αναλογιστεί κανείς οτι φιλμάρει την ταινία από την πλευρά του συνήγορου της Sarratt, Frederick Aiken, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα την αντίπαλη πλευρά, αυτή του κατήγορου Joseph Holt (Danny Huston), των μελών του στρατιωτικού δικαστηρίου, καθώς και του Secretary of War, Edwin Stanton (Kevin Kline) ως πιόνια ενός πολιτικού παιχνιδιού με προκαθορισμένο από την αρχή τέλος.

Το γεγονός οτι η ταινία βασίζεται στα πραγματικά γεγονότα που οδήγησαν στην δολοφονία του Προέδρου, δίνει μια extra δόση σασπένς σε ένα έτσι κι αλλιώς καλογραμμένο σενάριο.  Τα κοστούμια, τα κτίρια, και γενικώς όλα τα σκηνικά έχουν μεταφερθεί με την κάθε λεπτομέρεια της εποχής, ενώ το ίδιο το story σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή λόγω της καλής του σκηνοθεσίας.
Η προάσπιση των αμερικανικών συμφερόντων (ότι κι αν σημαίνει αυτό), το κρύψιμο των πραγματικών στοιχείων κάτω από το χαλάκι της Ιστορίας, ο ψυχολογικός εκβιασμός και το αίσθημα της ευθύνης που κουβαλάει ο McAvoy στις πλάτες του σε πείσμα όλων, αποτελούν χαρακτηριστικά μοτίβα του “The Conspirator” τα οποία δένονται όλα μεταξύ τους μέσα από την διαρκή αναζήτηση του κεντρικού ήρωας, της μιας και μοναδικής αλήθειας.  Φυσικά όπως γίνεται από αρχαιοτάτων χρόνων, από την εποχή για παράδειγμα της δολοφονίας του Καίσαρα (είχαμε και το πρόσφατο πολιτικό θρίλερ του Clooney που μας παρέπεμψε λόγο τίτλου στην προδοσία και τον φόνο του Ρωμαίου στρατηγού), μέχρι και την νεότερη ιστορία που βρίθει τέτοιων παραδειγμάτων, αυτοί που έχουν την δύναμη, αυτοί λύνουν και δένουν κινώντας τα νήματα αφελών αδυνάτων ή (ακόμα χειρότερα) νεαρών  πατριωτών που εξακολουθούν να πιστεύουν ρομαντικά στο Σύνταγμα.  Στην ταινία γίνεται νωρίς κατανοητό οτι το Σύνταγμα δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από μερικούς νόμους γραμμένους σε χαρτί, νόμους τους οποίους οι ‘μεγάλοι’ puppet masters μπορούν να γράψουν στα παλιά τους τα παπούτσια ανα πάσα στιγμή.  Και αυτό ακριβώς κάνουν στο όνομα της ‘καμίας δικαιοσύνης’.

‘Οπως ανέφερα και παραπάνω μπορεί η ταινία να μην τα κατάφερε καλά στο box office (με budget $25 εκατομμυρίων, απέφερε μόλις $11 εκατομμύρια), αλλά αυτό δεν αποδεικνύει και τίποτα.  Το γεγονός οτι απαρτίζεται από ένα top notch cast είναι σίγουρο.  Η Robin Wright κλέβει την παράσταση με τον τίμιο, εύθραυστο και βαθιά μητρικό χαρακτήρα που υποδύεται, σε έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας της (αν οχι τον καλύτερο).  Μια ταλαιπωρημένη μαυροντυμένη φιγούρα που αποτελεί την ιδανική επιλογή για την ταινία του Redford.  Στο πλευρό της ο McAvoy που έτσι κι αλλιώς έχει αποδείξει οτι του ταιριάζουν οι ρόλοι εποχής, είναι πάρα πολύ καλός, με εκρηκτικές στιγμές, αγωνιώδη ερμηνεία και έναν μονόλογο εντός δικαστήριο που παραλίγο να με κάνει να σηκωθώ στην αίθουσα και να χειροκροτάω μόνη μου.  Στα τριγύρω του cast συναντάμε την Evan Rachel Wood ως την κόρη της Surratt (την είδαμε και στο “Ides of March” ως πέτρα του παρολίγον σκανδάλου), η οποία έχει δώσει δείγματα σταθερά καλής ηθοποιίας, καθώς και τον πάντα μετρημένο Kevin Kline σε ρόλο αντιπαθητικού μεγαλοεξουσιαστή και πρώτης τάξεως εντολοδότη.  Ας μην ξεχνάμε και τον Tom Wilkinson (Reverdy Johnson) στον ρόλο του δικηγορικού μέντορα του McAvoy ο οποίος γεμίζει με το ταλέντο του κάθε φορά της ερμηνευτικές χαραμάδες που μπορεί να έχουν ξεφύγει στον εκάστοτε σκηνοθέτη.  Εδώ όλοι η ομάδα των ηθοποιών δένει υπέροχα, προσφέροντας υποκριτικό οφθαλμόλουτρο (σε βαθμό που η Wright θα έπρεπε να είναι υποψήφια για κάνα Oscaraki).
Το “The Conspirator” είναι μια αξιόλογη ταινία, που δυστυχώς δεν έχει τύχει της αναγνώρισης που έπρεπε κατά την ταπεινή μου γνώμη.  Αναζητήστε την και περιμένω και την δική σας γνώμη επί του θέματος.  Πολύ καλή προσπάθεια αγαπητέ Robert : )

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι οι πολιτικοί είναι τα ίδια σκατά παντού (είχα μια ιδέα βασικά και πριν δω την ταινία), οτι η Alexis Bledel δεν είναι και πολύ ταλαντούχα (αυτό να μείνει μεταξύ μας) και οτι τα φορέματα εκείνη την εποχή ήταν απλά divine!

No trivia available.


Η TV ΣΗΜΕΡΑ….

ΕΤ1: 23:00, Fish Tank, με τους Katie Jarvis, Michael Fassbender.  Ανεξάρτητο βρετανικό ταινιάκι που έχω ανεβάσει πριν καιρόοο και στο blog.  Η 15χρονη Katie αποβάλλεται από το σχολείο της και περνάει τις μέρες της δοκιμάζοντας χορευτικές φιγούρες για μια οντισιόν.  Όταν η μητέρα της φέρνει στο σπίτι τον καινούριο της γκόμενο (βλ. Fassbender) τότε η ζωή της Katie θα περιπλεχτεί.  Φαντάζομαι πως κι εγώ το ίδιο θα πάθαινα αν η μητέρα μου έφερνε σπίτι κάποιον σαν τον Fassbender.  Όπως και να’ χει δείτε την αν μπορέσετε καθώς ο Michael θα μας απασχολήσει πολύ φέτος μιας που παίζει σε ουκ ολίγες ταινίες. (“X-Men: First Class”, “Jane Eyre”, “A Dangerous Method”, “Shame”, “Haywire”)
Cu around…