Eden Lake: A brutal thriller about a trip gone wrong

Hey again, καλή εβδομάδα σε όλους και άντε και καλό χειμώνα (λέμε τώρα).  Έπειτα από μια πολύ όμορφη εβδομάδα-και κάτι παραπάνω-που πέρασα, επέστρεψα και πάλι στα μπλογκικά μου καθήκοντα, αν και η αλήθεια είναι πως προσπαθούσα να είμαι παρούσα στα των γραπτών μου, και κατά τη διάρκεια των mini διακοπών που έκανα μέχρι και σήμερα.  Τώρα λοιπόν θα περνάμε όμορφα μαζί με ενδιαφέρουσες ελπίζω, ταινιακές προτασούλες.  Έτσι σήμερα, είπα να ανεβάσω κάτι από τα ελάχιστα πιο παλιά (και συγκεκριμένα του 2008).  Η ταινία “Eden Lake” μου είχε μείνει μέχρι πρότινος στο μυαλό, ως μια από τις ταινίας, που όσο δούλευα στο video club της γειτονιάς μου, έβλεπα οτι έπιανε σκόνη στο μεσαίο ράφι του ταμπλό.  Και ποτέ δε κατάλαβα το γιατί.  Ίσως επειδή μέχρι τότε δε την είχα δει ούτε και εγώ για να τη προτείνω.  Και όπως φάνηκε, έκανα κακώς, γιατί σίγουρα είναι μια από τις πιο ‘εκνευριστικές’ και αφόρητα ζοφερές ταινίες, που θα μπορέσετε να επιλέξετε για μια θριλερική βραδιά.  Για να δούμε…

Η Jenny (Kelly Reilly) και ο boyfriend (και soon to be husband, αν και ακόμα δε το ξέρει) Steve (Michael Fassbender), αποφασίζουν να πάνε ταξιδάκι αναψυχής για το σαββατοκύριακο, προκειμένου να το σκάσουν από τη θορυβώδη πόλη και να κατευθυνθούν προς τις πιο πράσινες κι νωχελικές περιοχές του Ηνωμένου Βασιλείου.  Εκεί η καλόκαρδη Jenny, που είναι και νηπιαγωγός (κρατήστε το αυτό, καθώς έχει σημασία το επάγγελμά της σε ένα βαθμό, όσον αφορά τις μετέπειτα αντιδράσεις της στη ταινία) και ο hot Steve (γνωστός, ξεγνωστός από τότε, για τον Fassbender μιλάμε παιδιά) έχουν σκοπό να περάσουν ένα ρομαντικό διήμερο τα δυο τους, με βουτιές στην Eden Lake, φωτίτσα στην άκρη της λίμνης και μπόλικο sex μέσα στη μοναχική τους σκηνή.  Και ενώ οι πρώτες ενδείξεις φανερώνουν μια εκδρομή που θα τους μείνει αξέχαστη (καθότι ο Steve κουβαλάει μαζί του και ένα μονόπετρο, με μια κοτρόνα ΝΑ, για την πρόταση γάμου), τελικά θα μείνει πράγματι αξέχαστο, αλλά για διαφορετικούς λόγους.  Βλέπετε, την ήσυχη εξόρμησή τους, πρόκειται σύντομα να καταστρέψει μια παρέα από αγγλάκια-κωλόπαιδα, τα οποία βρίζουν, πλακώνονται στο ξύλο και κάνουν φασαρία, χωρίς να δίνουν δεκάρα για κανέναν.  Όταν μάλιστα εντοπίσουν το πρωταγωνιστικό δίδυμο, θα στρέψουν την κακόβουλη συμπεριφορά που διαθέτουν, απέναντί τους, ξεκινώντας μια σειρά από επικίνδυνες πλάκες που θα φέρει τη Jenny και τον Steve σε δύσκολη θέση.  Τα πράγματα όμως θα πάρουν σύντομα απειλητική τροπή, όταν τα μαλακισμένα τους κλέψουν το αυτοκίνητο.  Αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει, είναι ένας αγώνας επιβίωσης.  Των ενηλίκων.  Τα πιτσιρίκια με αρχηγό τους τον διαταραγμένο Brett (Jack O’Connell) δεν είναι διατεθειμένα να σταματήσουν πουθενά.  Και ο θάνατος, δεν είναι με το μέρος τους…

Δε ξέρω αν τη συγκεκριμένη ταινία την έχεις δει, κάτι μου λέει όμως οτι δεν ήταν λίγοι εκείνοι, που είπαν να δώσουν μια ευκαιρία στον Harry Potter-Daniel Radcliffe να ξεφύγει πια από τον ρόλο του μάγου με την αστραπή στο κούτελο, και να τον απολαύσουν σε κάτι περισσότερο spooky, όπως ας πούμε στη ταινία “The Woman in Black”, η οποία παίχτηκε τον περασμένο χειμώνα στις αίθουσες.
Μπορεί λοιπόν η ταινία να βασίζεται σε νουβέλα, και να αποτέλεσε κιόλας remake του παλαιότερου tv φιλμακίου του 1989 (στον οποίο σημειωτέων, το πρωταγωνιστικό ρόλο κρατάει ο κυριούλης που έπαιξε τον πατέρα του Harry Potter στην κινηματογραφική οκταλογία, ο Adrian Rawlis), αλλά οι κριτικές που απέσπασε, ήταν ως επί το πλείστον καλές, καθώς πολλοί τη χαρακτήρισαν ως μια αξιοπρεπή ταινία τρόμου, μεταφυσικού περιεχομένου.
Και γιατί σας τα λέω όλα αυτά;  Για να σας εξηγήσω οτι ο σκηνοθέτης του “The Woman in Black” (2012), είναι ο ίδιος που ανέλαβε τα γυρίσματα και του “Eden Lake”.  Ο James Watkins μάλιστα, έγραψε και το σενάριο της ταινίας, το οποίο μπορεί να μη σκίζει και από πρωτοτυπία, είναι όμως αρκούντως disturbing και με μια οπτική απόδοση, που σου ξυπνάει τους χειρότερους εφιάλτες.
Επίσης, σε περίπτωση που αναρωτιέσαι τι άλλο έχει κάνει το παιδί, να σου πω οτι δεν έχει κάνει τίποτα άλλο, πέρα από κάνα δυο ακόμη σενάρια (ανάμεσά του και ένα για μια ταινία που λέγεται “My Little Eye” και φαίνεται ενδιαφέρουσα).  Οπότε εσύ, μέχρι να αποφασίσει και για τίποτα καινούριο, μπορείς να δεις το “Eden Lake” και να μη ξαναπάς ποτέ για πικ-νικ με τον φίλο στου στο δάσος.  Τι ωραία!

Με το που διάβασα το story της ταινίας, μου ήρθε αυτομάτως στο μυαλό το “Long Weekend” (το οποίο έχω φιλοξενήσει και στο blog), μιας που και εκείνο πραγματεύεται την ιστορία ενός ζευγαριού που αποφασίζει να πάει μια εκδρομή, η οποία τελικά του βγαίνει σε πολύ, πολύ κακό.
Αν και οι ομοιότητες των δυο ταινιών σταματούν επί της ουσίας στην υπόθεση, εντούτοις και οι δυο χαρακτηρίζονται τόσο από ένα κραυγαλέο ένστικτο επιβίωσης, όσο και από την διάσταση του φόβου/δέους, που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο όταν βρίσκεται κοντά στη φύση.
Στο “Long Weekend” η ανησυχία του ζευγαριού, πηγάζει από διάφορα φαινόμενα, τα οποία ενώ στα μάτια τους φαντάζουν περίεργα, είναι τελικά μια έμμεση αναφορά στην ‘εκδικητική’ μανία της φύσης, απέναντι στην καταστροφικότητα του ανθρώπου.  Αντιθέτως, το “Eden Lake” αποτελεί ένα πρώτης τάξεως εφιαλτικό ταξίδι, που έχει ως βασικό στόχο να μας κάνει κοινωνούς της ανθρώπινης θηριωδίας, όπως αυτή πηγάζει από οργισμένους εφήβους, οι οποίοι βρίσκουν τον αποδιοπομπαίο τράγο που ζητούν, στα πρόσωπα δυο αγνώστων.  Άνθρωπος vs. ανθρώπου σημειώσατε Χ.

Μπορεί η ταινία να μη προσφέρει έντονες συγκινήσεις από πλευράς περιεχομένου, μιας που τέτοιου είδους σεναριακές προσπάθειες έχουμε δει σωρό, παρόλα αυτά αξίζει να τη τσεκάρει κανείς, κυρίως, επειδή θίγει με τρόπο υποδόριο, ένα κοινωνικό θέμα που μαστίζει τη σύγχρονη Βρετανία: αυτό της ανήλικης εγκληματικότητας.
Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, υπολογίζεται οτι στη Μεγάλη Βρετανία το ποσοστό της ανήλικης εγκληματικότητας, ξεπερνάει το 20% του συνόλου της, με αποτέλεσμα να έχει μετατραπεί πλέον σε μια πραγματική, κοινωνική μάστιγα την εποχής μας, η οποία οχι μόνο δεν επιδέχεται εύκολα ‘γιατρειάς’, αλλά και τα επιπρόσθετα κοινωνικοπολιτικά προβλημάτα που αντιμετωπίζει πια σε μεγάλο βαθμό η Ευρώπη, σίγουρα οξύνουν ακόμα περισσότερο τη κατάσταση.  Θέματα όπως η φτώχεια, η ανέχεια, η ανεργία, ο αλκοολισμός και τα ναρκωτικά, καθώς και άλλα, οικογενειακής φύσεως όπως η κακοποίηση ή η παραμέληση, μπορούν να οδηγήσουν ένα παιδί ή έναν έφηβο, σε παραβατικές δραστηριότητες, οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο οχι μόνο τον εαυτό του, αλλά και άλλους.  Το “Eden Lake” είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πως διοχετεύεις την οργή σου, απέναντι στους άλλους, όντας προσωπικότητα βαθιά προβληματική.  Εν προκειμένω, ο επικίνδυνος χαρακτήρας των παιδιών (και κυρίως αυτός του Brett), φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα μιας εξίσου προβληματικής και δυσλειτουργικής οικογένειας.
Συνεπώς, μπορεί να μη περιμένετε από τη ταινία μια δόση αιματηρού τρόμου, αυτό όμως που θα δείτε είναι πολύ χειρότερο.  Κυρίως, επειδή είναι τόσο ανυπόφορα πραγματικό.

Εκτός από τις ερμηνείες όλων, οι οποίες είναι σωστές και ορθές, με ψυχολογικές διακυμάνσεις που παραπέμπουν σε ρεαλιστικές αντιδράσεις (και κυρίως αυτή της Reilly η οποία όντας και νηπιαγωγός, είναι ακόμα μια ευάλωτη ψυχολογικά, απέναντι στο bullying που δέχεται αυτή και ο φίλος της), άκρως σοκαριστική είναι και η σκηνοθεσία, η οποία μετατρέπει ένα κατά τα άλλα ειδυλλιακό περιβάλλον, σε πραγματική Κόλαση.  Η γαλήνια λίμνη, τα καταπράσινα δέντρα και η μυστικιστική ομορφιά του δάσους, γίνονται όπλα στα χέρια της ομάδας των ανηλίκων, οι οποίοι είναι αποφασισμένοι να μη χαριστούν στο νεαρό ζευγάρι.
Και σαν να μην φτάνουν όλα αυτά, το επερχόμενο τέλος της ταινίας σε αφήνει εξίσου άναυδο, επειδή και αυτό αποτελεί μια ακόμα φέτα σκληρής πραγματικότητας, και αδιανόητης τρέλας, που σιγοντάρει τη φράση “they are just children”.  Ναι μπορεί.  Του διαόλου ίσως!!
Σκληρή, ωμή και επικίνδυνα κοντά σε μια καθημερινότητα που πονάει, το “Eden Lake” είναι ένα θρίλερ που θα σε καθηλώσει, θα σε τσαντίσει και θα σε κάνει να ξεστομίσεις πράγματα, που μάλλον ούτε εσύ φανταζόσουν.  Δες τη.

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι ο Fassbender έχει παίξει σε καλά ταινιάκια, ακόμα και πριν γίνει υπερδιάσημος, οτι η γυναίκα του Dr. John Watson, είναι καλή εδώ και οτι όταν οι καταστάσεις το απαιτούν, τα σαπισμένα κουφάρια των ζώων και η λάσπη, είναι ένα εξαίρετο καμουφλάζ.  Ιου.


No trivia

A l’interieur (a.k.a Inside): A disturbingly gory piece of movie

Χαιρετώ για ακόμη μια φορά και επί τη ευκαιρία, να πω και ένα welcome στα καινούρια μέλη του blog.  Γεια σας λοιπόν : ).  Λοιπόν σήμερα και εν αναμονή του “Prometheus” για το οποίο τρέφω ακόμα κάποιες ελπίδες οτι μπορεί και να φτάσει τις προσδοκίες μου, θα μιλήσουμε για ένα low budget ταινιάκι, γαλλικής παραγωγής για το οποίο πρέπει να προειδοποιήσω από τώρα. Όσοι δεν αρέσκεστε στα μακάβρια horror films, τις έντονα slash στιγμές και το αίμα που ρέει άφθονο, δεν έχετε κανέναν απολύτως λόγο να συνεχίσετε να διαβάζετε την κριτική.  Οχι τίποτα άλλο, αλλά μπορεί μετά να μπείτε στον πειρασμό, να την δείτε και μετά να με κατηγορείτε που δε θα μπορείτε να κλείσετε μάτι το βράδυ : P.  Για να εξηγούμαστε λοιπόν, το “Inside” δεν είναι μια ταινία για ευαίσθητα στομάχια και καρδιές, so όσοι δεν αντέχετε, stay away!



H Sarah (Alysson Paradis) είναι μια νεαρή γυναίκα που εμπλέκεται σε ένα τραγικό, αυτοκινητιστικό δυστύχημα, το οποίο κοστίζει την ζωή του συζύγου της.  Η ίδια όντας έγκυος, τραυματίζεται σοβαρά, αλλά όπως όλα δείχνουν λίγο αργότερα, τόσο η δική της κατάσταση, όσο και αυτή του μωρού της, βαίνουν καλώς.  Όταν τελικά η Sarah φύγει από το νοσοκομείο, έπειτα και από τις τελευταίες εξετάσεις σχετικά με την εγκυμοσύνη της, θα επιστρέψει στο σπίτι, οπού θα αναγκαστεί να υπομείνει στωικά την μοναξιά της, μέχρι και την επόμενη μέρα δηλαδή, η οποία είναι και η καταληκτική ημερομηνία γεννήσεως του μωρού.
Η ηρωίδα εγκλωβισμένη ανάμεσα στο παρελθόν και τις φωτογραφικές της αναμνήσεις, θα αποφασίσει να περάσει μόνη την παραμονή των Χριστουγέννων, μη γνωρίζοντα για το κακό που καραδοκεί, υπό τη μορφή μιας μυστηριώδους, μαυροντυμένης γυναίκας (Beatrice Dalle).  Αυτή η άγνωστη γυναίκα θα της χτυπήσει την πόρτα ζητώντας της βοήθεια, για το αυτοκίνητό της που χάλασε λίγο παραπέρα, απαιτώντας να την αφήσει να μπει μέσα στο σπίτι.  Όταν η Sarah αρνηθεί, εκείνη θα κάνει ότι περνάει από το χέρι της, προκειμένου να μπει μέσα και να της αρπάξει ότι πολυτιμότερο έχει: το αγέννητο παιδί της…

Το δίδυμο των σκηνοθετών της ταινίας, Alexandre Bustillo και Julien Maury, δεν έχουν κάνει τίποτα περισσότερο στα κινηματογραφικά δρώμενα, πέρα από το “Α l’interieur” και ένα ακόμη horror flick, το “Livid” (2011).  Παρά το γεγονός όμως οτι δεν έχουν να μετρήσουν ένα κάποιο σκηνοθετικό (και σεναριογραφικό) background, καταφέρνουν εδώ να δημιουργήσουν μια ταινία τρόμου, απίστευτης αγριότητας και ωμότητας, από αυτές που μένουν αναμφίβολα για πάντα κολλημένες στο μυαλό σου.  Θες δε θες.
Και μόνο το γεγονός οτι θέτεις ως πρωταγωνίστρια της ταινίας σου, μια εγκυμονούσα γυναίκα, η οποία καλείται να αντιμετωπίσει φρικιαστικές καταστάσεις, είναι από μόνο του σοκαριστικό, αφού κακά τα ψέματα υποτίθεται οτι η περίοδος κατά την οποία μια γυναίκα κυοφορεί, είναι την ίδια στιγμή η πιο δύσκολη, αλλά και η πιο όμορφη περίοδος της ζωής της.
Ερμηνευόμενο έτσι, θα μπορούσαμε σίγουρα να προσδώσουμε μια εντελώς διαφορετική διάσταση, στην καθαρά gory αισθητική που ήθελαν να δώσουν οι σκηνοθέτες, και να το προχωρήσουμε λίγο παραπέρα, λέγοντας οτι το “Inside” είναι μια αλληγορία απέναντι στις δυσκολίες, τους πόνους και τις σκαμπανευαστικές αλλαγές διάθεσης,  που πολλές φορές μπορεί να υποστεί το σώμα και η ψυχολογία μιας γυναίκας.  Όταν μάλιστα μιλάμε και για μια η οποία έχει χάσει τον άνδρα της σε τροχαίο, ένα τροχαίο για το οποίο όπως όλα δείχνουν εκείνη έφταιγε, αναγκασμένη να μεγαλώσει ένα παιδί που θα της τον θυμίζει μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο, τότε γίνεται κάτι παραπάνω από ξεκάθαρο πως αν οι δημιουργοί είχαν έστω και αφηρημένα αυτή τη διάσταση στο μυαλό τους, και πάλι επιτυχημένη θα ήταν.

Πολλά από τα στοιχεία της ταινίας, μαρτυρούν την ρεαλιστική, αλλά και την ίδια στιγμή, μεταφορική διάσταση της ταινίας, αφού μπορεί τελικά να καταλήγουμε σε ένα ταινιάκι τρόμου, με-υπέρ του δέοντος αν με ρωτάτε-σκηνές ξεντεριασμάτων, πολτοποιημένων κεφαλιών, σκισμένης, ανθρώπινης σάρκας και ενός αιμάτινου ποταμιού που κατακλύζει το σπίτι, αλλά η πορεία μέχρι εκεί, σου αφήνει μια ιδιαίτερη επίγευση, σχετικά με το τι στο καλό τρέχει τέλος πάντων σε αυτό το σπίτι του τρόμου.  Κάπου εδώ κρατείστε οτι ο αριθμός του σπιτιού είναι 666.  Χμμμ…
Είτε θέλοντας να προσδώσουν μια διάσταση σχιζοφρενικής πραγματικότητας, είτε πνευματικού σουρεαλισμού (σίγουρα σε κάποια φάση θα αναρωτηθείτε εάν η μαυροντυμένη γυναίκα είναι φάντασμα), οι σκηνοθέτες έχουν κατασκευάσει μια άνευ προηγουμένου, Κόλαση επί της Γης μέσα σε ένα σπίτι.  Και αυτό είναι από μόνο του εξαιρετικό κατόρθωμα για μια ταινία τρόμου, ενός είδους δηλαδή που τις περισσότερες φορές αναλώνεται σε κλασικά, τρομολαγνικά μοτίβα χωρίς ιδιαίτερα νοήματα.

Μέσα σε ένα απόλυτα κλειστοφοβικό περιβάλλον, η πρωταγωνίστρια πρέπει να σώσει το μωρό της και έπειτα τον εαυτό της, και αν αυτό σας φαίνεται παράδοξο (δε πρέπει πρώτα η μανούλα να είναι καλά, προκειμένου να είναι και το μωράκι; duh), μπορεί όντως και να είναι, αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν είναι έτσι ακριβώς η αίσθηση που μας δίνεται από τη Sarah.
Από την άλλη πλευρά και πέρα από τις παραπάνω εικασίες που μπορεί να κάνει κανείς, σχετικά με την πραγματική φύση της ταινίας (πραγματικότητα-μεταφυσικότητα-μεταφορά), προσωπικά μου ήρθε στο μυαλό μια ακόμη παρακολουθώντας την ταινία.  Και αν η απειλητική γυναίκα είναι η εξωτερίκευση και η προσωποποίηση της καταθλιπτικής, εσωτερικής φύσης της Sarah;  Και αν η ίδια φορτωμένη από τις τύψεις για τον θάνατο του άντρα της, αποφασίσει με αυτόν τον τρόπο να αυτοτιμωρηθεί και τελικά να εξιλεωθεί;  Θα μπορούσε.  Κανείς δε μας λέει οτι κάτι τέτοιο δε θα ήταν πιθανό.  Και πάλι όμως έρχονται τα υπόλοιπα στοιχεία της ταινίας τα οποία αρχίζουν να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους (διάφοροι ήρωες, λόγια και αναμνήσεις) που τείνουν προς μια πιο ρεαλιστική κατεύθυνση.  Αλλά και πάλι δε μπορείς να είσαι απόλυτα σίγουρος…
Αν θα έπρεπε να το προσδιορίσω, θα έλεγα πως το “A l’interieur” δε φτάνει τις αξιώσεις και το φιλοσοφικό υπόβαθρο του “Martyrs”, μιας άλλης γαλλικής παραγωγής, την οποία όταν είχα δει για πρώτη φορά με είχε ‘πυροβολήσει’ κατευθείαν στο κεφάλι.  Παρόλα αυτά, αν και η απουσία ενός βαθύτερου νοήματος είναι εμφανής (στη τελική δε χρειάζεται κάθε horror movie να έχει και κάποιο νοηματικό υπόβαθρο, γι’ αυτό και λέγεται horror movie), η απαραίτητη ατμόσφαιρα δημιουργείται χάρη στις φρικαλέες ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστριών, της απρόσμενα στιλιζαρισμένης σκηνοθεσίας και της εντελώς ‘άσχετης’ μουσικής επένδυσης, που όμως της ταιριάζει τόσο πολύ.



Είναι γεγονός πως τα τελευταία χρόνια, ο γαλλικός κινηματογράφος ακολουθεί μια αξιοθαύμαστη άνοδο, σε διάφορα κινηματογραφικά είδη και αυτό ακριβώς βλέπουμε και εδώ.
Μπορεί στην ουσία να μιλάμε για μια αιματοβαμμένη ταινία τρόμου, παρόλα αυτά οι δημιουργοί δεν έχουν αφήσει στην άκρη το κομμάτι της σκηνοθεσίας.  
Τα μουντά, παγωμένα χρώματα, η ρέουσα κίνηση της κάμερας και τα ημιφωτισμένα κάδρα, κερδίζουν extra πόντους για χάρη της ταινίας, και σε καθηλώνουν ακόμα περισσότερο στη θέση σου.  Το δε πλάνο στο οποίο κάνει την εμφάνισή της η Γυναίκα μέσα στο σπίτι, είναι μακράν ένα από τα καλύτερα και πιο τρομακτικά που έχω δει ποτέ σε κάποιο film.
Τα πάντα, από το σενάριο και τη σκηνοθεσία, μέχρι τον…καιρό, την τοποθεσία του σπιτιού και το ίδιο το εσωτερικό του, ουρλιάζουν για το σαδιστικό κακό που έρχεται, και η άχλη μέσα στην οποία είναι βουτηγμένο το σπίτι, το κάνει να μοιάζει σαν να είναι βγαλμένο από άλλη διάσταση.  Και μπορεί να είναι τελικά.
Εκτός όμως από τα κατεξοχήν τεχνικά στοιχεία, ενδιαφέρον έχουν και οι ατάκες των ηθοποιών οι οποίες τις περισσότερες φορές αποτελούν στοιχείο προϊκονομοίας.  Για παράδειγμα λίγο πρίν φύγει η Sarah από το νοσοκομείο, μια περίεργη νοσοκόμα την ενημερώνει σχετικά με το πόσο δύσκολή είναι η πρώτη γέννα, το πρώτο παιδί, λέγοντας της χαρακτηριστικά πως είναι “…fucking hell”.  Έπειτα γινόμαστε μάρτυρες, αυτού ακριβώς, αν και σε μια πολύ, πολύ πιο hardcore εκδοχή του…
H ερμηνεία της Paradis (αδελφή της γνωσότερης Vanessa) είναι εξαιρετική.  Βουτηγμένη στην κατάθλιψη και τη μοναξιά, υποδύεται τον ρόλο της υπέροχα, και με μια μακάβρια εμμονή, προκειμένου να σώσει το παιδί της.  Από την άλλη, η Dalle είναι αναμφίβολα αυτή που κλέβει την παράσταση.  Ασχημούλα και επικίνδυνη, σαν αγρίμι σε κλουβί, ουρλιάζει, σκοτώνει και βάζει μπροστά τα ζωώδη της ένστικτα, προκειμένου να πάρει αυτό που θέλει.
Τέλος νομίζω αξίζει και μια αναφορά στην μουσική επένδυση, η οποία πάει εντελώς κόντρα στην σκληρή υπόθεση της ταινίας.  Μελιχτάλαχτη, γλυκιά και σχεδόν σαν νανούρισμα (χμμμ…) έρχεται και επισφραγίζει αυτή τη ταινία, η οποία μπορεί να μην είναι χωρίς τις υπερβολές και τις ‘τρύπες’ της, είναι όμως σίγουρα μια εμπειρία για…δυνατούς λύτες.  Δείτε την μόνο με δική σας πρωτοβουλία.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι τα πλάνα του μωρού στη κοιλιά, παραπέμπουν στο videoclip των Massive Attack, ‘Teardrop’, οτι η σκηνή στη σκάλα δε γίνεται να ξεχαστεί ποτέ πια από το μυαλό μου και οτι οι αστυνομικοί, είναι μερικοί από τους πιο ηλίθιους που έχω δει ποτέ σε ταινία.




No trivia

Pontypool: Kill is kiss

Γεια σας και πάλι!  Τι μέρα κι αυτή σήμερα; (εμένα προσωπικά μου αρέσει πάντως).  Λοιπόν λοιπόν ξέρω οτι είχα αναφέρει στην αρχή της εβδομάδας, οτι θα αρχίσουμε να ασχολούμαστε με κλασικό κινηματογράφο, αλλά έλα που έτυχε να δω κάνα δυο ταινιούλες που άξιζαν τη προσοχή μας;  Έτσι λοιπόν και σήμερα θα ασχοληθούμε με μια ανεξάρτητη παραγωγή του 2008 και θα αφήσουμε τα υπόλοιπα από την επόμενη φορά.  Επίσης να υπενθυμίσω πως αυτή η εβδομάδα είναι αρκετά φτωχή κινηματογραφικά μιας που μόνο μια ταινία βγήκε στις αίθουσες και συγκεκριμένα αυτή του Tim Burton, “Dark Shadows”.  Επίσης να πούμε οτι ξεκίνησε και το 65ο φεστιβάλ των Κανών (σνιφ!), συνεπώς αν έχουμε κάποιο hot νεάκι ή ενδιαφέρον backstage, εδώ είμαστε (σνιφ, σνιφ δυστυχώς εδώ και οχι εκεί).  Ξεκινάμε λοιπόν…

Σε μια μικρή πόλη του Ontario, στο Pontypool, κάτι περίεργο πρόκειται να συμβεί.  Ενώ η μέρα έχει ξεκινήσει όπως ακριβώς κάθε άλλη, ο Grant Mazzy (Stephen McHattie), ο ηλικιωμένος και uber cool εκφωνητής του τοπικού, ραδιοφωνικού σταθμού αντιλαμβάνεται πως ίσως κάτι να μη πηγαίνει καθόλου καλά, όταν μια μυστηριώδης γυναίκα χτυπήσει το τζάμι του αυτοκινήτου του ψελίζοντας μερικές ακατανόητες λέξεις και στη συνέχεια εξαφανιστεί.  Ο Mazzy εν μέσω κρύου και χιονιού, φτάνει τελικά στον σταθμό, οπού και ξεκινάει την καθημερινή του εκπομπή, με βοηθούς τις Sydney (Lisa Houle) και την νεότερη Laurel-Ann (Georgina Reilly) η οποία έχει μόλις επιστρέψει από το Αφγανιστάν.  Και ενώ η μέρα προχωράει με τις τυπικές φιλονικίες Mazzy και Sydney, αρχίζουν να καταφτάνουν στον σταθμό μερικές περίεργες ειδήσεις, σχετικά με ένα τσούρμο ανθρώπων που έχουν αρχίσει να κατακλύζουν τη πόλη, δρώντας κάτω από μια περίεργη συμπεριφορά.  Οι περισσότεροι μοιάζουν να μιλούν ακατάληπτα, ενώ έχουν αρχίσει να επιτίθενται και ο ένας στον άλλον, σημειώνοντας μάλιστα και τις πρώτες, ανθρώπινες απώλειες.  Στο σταθμό, προσπαθούν να βγάλουν ένα νόημα από όλα αυτά, και να ενημερώσουν τους πολίτες προκειμένου να προστατεύσουν τους εαυτούς τους.  Το πράγμα όμως όσο πάει και αγριεύει, καθώς οι πολίτες φαίνεται να έχουν επιστρέψει στα πρωτόγονα ένστικτά τους, ξεσκίζοντας κυριολεκτικά ο ένας τις σάρκες του άλλου, σε μια νέα πραγματικότητα που δεν έχει επιστροφή.  Κι όμως, ένας επικίνδυνος ιός αποτελεί τελικά τη πηγή του κακού, ένας ιός που δε μοιάζει με κανέναν άλλον, καθώς δεν έχει εξαπλωθεί ούτε μέσω αποτυχημένου πειράματος, ούτε ενός επικίνδυνου, μολυσμένου ζώου.  Η αρχή του ολέθρου αυτή τη φορά αναζητείται κάπου πολύ διαφορετικά: στην ίδια την αγγλική γλώσσα!  Τώρα οι πρωταγωνιστές θα προσπαθήσουν να βρουν μια λύση, πριν να είναι πολύ αργά.  Πόσο εύκολο όμως θα είναι να το κάνουν, απο τη στιγμή που η ομιλία αποτελεί το μέσο διάδοσης του ιού;

Μην έχοντας και πολλά κέφια τις προηγούμενες ημέρες, αποφάσισα να επισκεφτώ το τοπικό dvd club (ναι υπάρχουν ακόμα) για να δω τι παίζει από κυκλοφορίες, μιας που ήθελα άμεσα να δω κάτι, προκειμένου να…πνίξω τον πόνο μου.  Πρόσεξα λοιπόν κάπου χωμένη μια ταινία, (αν θυμάστε σε εκείνα τα ψηλά ράφια, κάπου τέρμα αριστερά ή δεξιά, εκεί που τα αντίτυπα έκαναν παρέα με την οικογένεια αραχνών του καταστήματος) που λεγόταν “Pontypool”, με ένα εξώφυλλο τίγκα στα κόκκινα αστεράκια, από αυτά που μπαίνουν συνήθως από κάτι κριτικούς εφημερίδων και περιοδικών (τύπου π.χ Τα Νέα της Κωλοπετινίτσας) ε και είπα ‘δε βαριέσαι’, ας πάρω να δω τι έχει να μου προτείνει ο διακεκριμένος συνάδελφος της Κωλοπετινίτσας.  Ε λοιπόν θα τον ξαναεμπιστευτώ στα σίγουρα, καθώς το “Pontypool” είναι από τις πιο έξυπνες και ανενωτικές ταινίες του horror/thriller είδους, που έχω δει τελευταία.  Plus, ανεξάρτητης παραγωγής και αρκετά low budget ($1.5 εκατομμύριο).  Τέλεια δηλαδή.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας Bruce McDonald είναι στο κινηματογραφικό κουρμπέτι, ήδη από την δεκαετία του ΄80 και μετράει στο ενεργητικό του περισσότερα από 50 δημιουργήματα τα οποία περιλαμβάνουν ταινίες, τηλεοπτικές σειρές, ντοκιμαντέρ και short φιλμάκια.  Σαν να λέμε δηλαδή οτι ο τύπος τα έχει κάνει όλα, και αν τσεκάρει κανείς την φιλμογραφία του θα διαπιστώσει οτι ο McDonald μια έφεση στα μουσικά δράματα/ταινίες/ντοκιμαντέρ, την έχει σίγουρα (χρησιμοποιεί μάλιστα πολύ τη μουσική των Ramones, ενώ έχει cast-άρει και τον Joey Ramone στα film του).
Πολυσχιδής προσωπικότητα απ’οτι φαίνεται, έχει συμμετάσχει σε πάμπολλα κινηματογραφικά φεστιβάλ, ενώ έχει αποσπάσει και περισσότερα από είκοσι βραβεία.  Δε μου κάνει λοιπόν καμία εντύπωση πως αυτό το άτομο, έφτιαξε μια ταινία όπως το “Pontypool”, γεμάτη από μια σύγχρονα, camp αισθητική, έντονο σασπένς και αγωνία που χτυπάει ταβάνι, έναν κεντρικό ήρωα βγαλμένο θαρρείς από τις σελίδες του Stephen King (καουμπόικο καπέλο και ασορτί μπότες), και μια εντελώς ‘αναζωογωνητική’ υπόθεση, που προχωράει τον μύθο των απέθαντων (ή οχι ακριβώς) ένα βήμα παραπέρα.

Και λέω ‘οχι ακριβώς’ καθώς τα άτομα που έχουν μολυνθεί στη ταινία, μπορεί να μοιάζουν εμφανισιακά και σε συμπεριφορά με τα ζόμπι, όμως δε φαίνεται να είναι ακριβώς αυτό.. Περισσότερο παραπέμπουν σε άλογα όντα, τα οποία όμως επιτίθενται σε άλλους, οχι για να τους κατασπαράξουν λόγω πείνας, αλλά μάλλον για να τους σκοτώσουν λόγο μανίας και τρέλας.  Οι χαρακτήρες αυτοί θυμίζουν πολύ τους αντίστοιχους στο βιβλίο “Blood Crazy” (“Δίψα για Αίμα”) του Simon Clark.   Εκεί ξημερώνει η καταστροφολογική ημέρα κατά την οποία όλοι οι ενήλικοι, άνω των 18 ετών καταλαμβάνονται από μια ανεξέλεγκτη μανία, σκοτώνοντας τα παιδιά τους.  Όσα καταφέρουν να ξεφύγουν, θα προσπαθήσουν να δημιουργήσουν και πάλι τον ανθρώπινο πολιτισμό, που μοιάζει να έχει φτάσει πια στο τέλος του.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στη ταινία, με τη διαφορά οτι οι παράφρονες, επαναλαμβάνουν ξανά και ξανά τις ίδιες λέξεις, παραμιλούν και παραληρούν, μοιάζοντας να αναζητούν κάτι.  Η αλήθεια είναι πως αυτό που αναζητούν είναι η ομιλία όσων παραμένουν ακόμα υγιείς, τις λέξεις που βγαίνουν από το στόμα τους, και τον ήχο των όσων λένε, με τα οποία και ‘τρέφονται’.  Και αυτή ακριβώς η εύστοχη και έξυπνη υπόθεση είναι που καθιστά αυτό το φιλμάκι (το οποίο βασίζεται και στην ομώνυμη νουβέλα του συγγραφέα Tony Burgess) αξέχαστο.

Όλη η δράση διαδραματίζεται μέσα στον ραδιοφωνικό σταθμό, χωρίς να βλέπουμε ποτέ τι γίνεται έξω από αυτόν.  Παράλληλα ως θεατές ταυτιζόμαστε απόλυτα με τους κεντρικούς ήρωες, καθώς μαθαίνουμε μόνο από ακούσματα, το τι ακριβώς συμβαίνει στην πόλη.  Αυτό το βρήκα ένα από τα δυνατά σημεία της ταινίας, καθώς καταφέρνει να χτίσει μια εξαιρετικά αγωνιώδη κατάσταση, κρατώντας τη κάμερα κολλημένη διαρκώς, στον ίδιο χώρο.  Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι οι τρομαγμένες φωνές των πολιτών και του ανταποκριτή του σταθμού, που φθάνουν στους πρωταγωνιστές από σταθερά και κινητά τηλέφωνα, μόνο για να δημιουργήσουν ένα απόλυτα κλειστοφοβικό αίσθημα και μια μια πραγματικότητα που μυρίζει αίμα και θάνατο.
Η ιδέα του οτι ορισμένες λέξεις της αγγλικής γλώσσας, μεταφέρουν τον ιό και μολύνουν, όποιον αρχίσει να τις επαναλαμβάνει, είναι διαβολικά έξυπνη, όπως ακριβώς και ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να αντιμετωπιστεί και να ανατραπεί αυτό, κάτι όμως το οποίο δε θα ήθελα να σας κάνω spoiler και προτιμώ να το τσεκάρετε μόνοι σας.  Απλά κάπου εδώ θέλω να προσθέσω πως πίσω από αυτό το τρομακτικό story, κρύβεται σίγουρα ένας κοινωνικός σχολιασμός σχετικά με το γεγονός πως η αγγλική, αποτελεί πια την παγκόσμια γλώσσα, και δεδομένου οτι η ταινία είναι γυρισμένη στον Καναδά, κάνει το πράγμα ακόμα πιο καυστικό και ίσως τραγικά χιουμοριστικό.  Το να αποτελεί η γαλλική τη μητρική σου, αλλά εσύ να μιλάς αγγλικά, έχοντας μάλιστα ξεχάσει σχεδόν τα γαλλικά, αποτελεί μια υπέροχη πάσα, για μια τέτοια-ίσως και b-movie διάστασης-ταινία, που αν μη τι άλλο θέτει επί τάπητος ένα βασικό ζήτημα, με τρόπο εντελώς σουρεαλιστικό και πρωτότυπο.  Αρκεί να σκεφτούμε και τα δικά μας greeklish, και καταλαβαίνουμε όλοι τι σημαίνει αυτό…
Οι ερμηνείες είναι καλές, με κορυφαία αυτή του πρωταγωνιστή που είναι ο ιδανικός για τον ρόλο, και χειρότερη αυτή της Houle, η οποία είναι κομπάρσα από τις λίγες, σε βαθμό που να γελάω ακατάπαυστα μαζί της-να’ ναι καλά.  Η σκηνοθεσία σίγουρα σου τραβάει τη προσοχή, και γενικά τείνω να εκθειάζω φιλμάκια που κρατούν το ενδιαφέρον στου αμείωτο χωρίς φρενήρεις καταστάσεις (βλ. “Buried”-εμένα μ’ άρεσε).
Μαύρο χιούμορ, μια απρόσμενη λύση και ένα απόλυτα τρομακτικό κλίμα, συνθέτουν το “Pontypool”, μια ταινία που πρέπει να προσέξετε και να δείτε.  Είναι τόσο-god damn-σύγχρονη και αληθινή, που καταντάει απολαυστικό.  Εκτός από αυτό που όλοι αρχίζουν και επαναλαμβάνουν τις ίδιες ακριβώς λέξεις, ένα σχόλιο right to the bone.  Lol, lol, lol, lol.  Oh fuck…

Tι έμαθα από τη ταινία:  Οτι η ηλεκτροπληξία σου στραβώνει το στόμα(!), οτι τα γαλλικά είναι τελικά κάπου χρήσιμα και οτι πρέπει να δείτε και την extra σκηνή μετά του τίτλους τέλους, για μια Howard Hawks γεύση.

No trivia

Alien: In space no one can hear you scream…

Καλησπέρα σας και καλή εβδομάδα σε όλους!  Αργήσαμε λιγάκι σήμερα να ανεβάσουμε ταινιούλα, αλλά ας όψεται το γυμναστήριο το οποίο με καλούσε εδώ και μέρες (και το οποίο σχολαστικά φρόντιζα να αποφεύγω, σφυρίζοντας αδιάφορα).  Μετά από την τόσο δα κραιπάλη των γιορτών ήταν μια απόφαση που έπρεπε να παρθεί και ποια καλύτερη μέρα για να γίνει αυτό από την κλασική ‘από Δευτέρα’.  Έτσι λοιπόν και με το γαλακτικό οξύ να έχει ήδη αρχίσει να μου δίνει σουβλιές πόνου (φαντάζομαι αύριο θα σηκωθώ υπό γωνία από το κρεβάτι μου), ξεκινάμε την κριτικούλα για την hands down μια από τις πραγματικά καλύτερες ταινίες επιστημονικής φαντασίας, το “Alien”.  Στη πρώτη θέση λοιπόν συναντάμε με 16 ψήφους την κακιασμένη bitch του διαγαλαξιακού σύμπαντος δια χειρός Ridley Scott, στη δεύτερη  με 14 τα πανούργα “Gremlins” που θυμίζουν σε όλους τα Χριστούγεννα της παιδικής μας ηλικίας, ενώ στη τρίτη έμεινε ο αιώνιος-ποτέ δε κατάλαβα γιατί αφού δεν τίθεται μέτρο σύγκρισης-εχθρός του Alien, “Predator” με 11 ψήφους.  Αρκετά καλά τα πήγαν και τα cult τέρατά μας, ενώ παραπονεμένο έμεινε το the Blob που δε πήρε ούτε μια ψήφο.  Καθίστε να έρθει καμιά μέρα καταπάνω σας μια τεράστια, φούξια, μυξοειδή μάζα που σας ορέγεται, και μετά μου λέτε!  Ευχαριστώ πάντως για τις ψήφους σας και πάλι, welcome στα νέα μέλη και…ξεκινάμε!

Το πλήρωμα ενός διαστημικού πλοίου εξόρυξης που ταξιδεύει στο σύμπαν για διαφόρων ειδών μερεμετάκια και δουλειές, λαμβάνει σήμα από έναν κοντινό πλανήτη και αποφασίζει να κάνει μια βολτίτσα από εκεί, προκειμένου να δει τι συμβαίνει, καθώς σε πρώτη φάση το σήμα φαίνεται να παραπέμπει σε κάποιο SOS.  Όταν αργότερα το spaceship φτάσει εκεί, το πλήρωμα με αρχηγό τη σκληροπυρηνική Ripley (Sigourney Weaver) θα εξερευνήσει την προέλευση του σήματος, προκειμένου να πάρει μια απάντηση.  Το μόνο που βρίσκουν είναι μια σειρά από μεγάλα, περίεργα αυγά.  Όταν επιχειρούν να τα επεξεργαστούν καλύτερα, ένα πράγμα που μοιάζει με συνδυασμό καβουριού και αράχνης πετάγεται από μέσα και προσκολλάται στο πρόσωπο ενός από τα μέλη.  Στον πανικό τους το πλήρωμα φεύγει όπως όπως, αλλά βλέποντας οτι το εξωγήινο αυτό πλάσμα δε δημιουργεί προβλήματα, δε φαίνεται να δίνει και μεγάλη σημασία.  Όλα αυτά βέβαια μέχρι τη στιγμή που το πλάσμα έχοντας φυτέψει τους εξωγήινους σπόρους του μέσα στον άτυχο άνδρα, αποκολλάται και φεύγει, δίνοντας τη θέση του στον πιο φονικό εξωγήινο που πέρασε ποτέ από τη μεγάλη οθόνη. Τώρα το πλήρωμα κουβαλάει έναν extra επιβάτη κολοσσιαίας απειλής τον οποίο καλείται να εξολοθρεύσει, πριν τους αποδεκατίσει ο ίδιος έναν έναν.  Και εκεί στο διάστημα, κανείς δε μπορεί να σε ακούσει να ουρλιάζεις….

Η σκηνή κατά την οποία το έμβρυο σπάει τον θώρακα του Kane (John Hurt) γεμίζοντας τον τόπο με αίματα και σωθικά, σε μια προσπάθεια να απελευθερωθεί και να οδηγηθεί στο δολοφονικό του κρεσέντο λίγο αργότερα, αποτελεί πλέον μια από της πιο αναγνωρίσιμες σκηνές που δημιουργήθηκαν ποτέ για τον κινηματογράφο.  Η μαεστρική της απόδοση έκανε ακόμα και τους ίδιους τους ηθοποιούς να ουρλιάξουν με καθαρό τρόμο, χαράσσοντάς την στη μνήμη μας για πάντα.
Στην ουσία όλο αυτό το πλάνο αποτελεί την καλύτερη και αρτιότερη απόδοση της σχέσης ζωής/θανάτου, που έχουμε δει ποτέ σε ταινία.  Η γέννηση του πλάσματος του δίνει ζωή.  Η ζώη του αποτελεί τον θάνατο για τον νεαρό πρωταγωνιστή, και όλα αυτά μέσα σε ένα πλάνο διάρκειας μερικών δευτερολέπτων και αυτό είναι όλο.  Τόσο σύντομο κι όμως τόσο εμπνευσμένα καλό.  Πραγματικά ευφυής η σκέψη του σεναριογράφου Dan O’Bannon.
Η σεναριακή αναζήτηση ενός πρωτότυπου τρόπου προκειμένου ο εξωγήινος να μπει μέσα στο διαστημόπλοιο, τον οδήγησε σε αυτή την ευφάνταστη ιδέα, την οποία όπως είδε με τον έτερο σεναριογράφο Ronald Shusett, κανείς άλλος δεν είχε παρουσιάσει ποτέ μέχρι τότε.  Και κάπως έτσι γεννήθηκε αυτή η ιδιόμορφη και φονική σεξουαλική επαφή του εξωγήινου με τον άτυχο ήρωα.  Όπως χαρακτηριστικά είχε πει και ο ίδιος ο O’Bannon, “this is a movie about alien, inter species rape”.  Και αν το σκεφτεί κανείς λιγάκι καλύτερα, πως αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυτή η εκβιαστική βεντουζοποίηση του εξωγήινου στην πρώτη του μορφή και η γέννηση στη συνέχεια του κλασικού πλέον alien?  Μα φυσικά μόνο ως ένας βιασμός!

Αν και ο Ridley Scott δεν είχε κάνει σκηνοθετικά μέχρι τότε αυτό που λέμε ‘το μεγάλο μπαμ’, το “Alien” αποτέλεσε τελικά τη ‘σειρήνα’ που καταγοήτευσε και κατατρόμαξε σε ίδια ποσοστά κοινό και κριτικούς, δημιουργώντας ένα hi tech περιβάλλον διαστημικής κλειστοφοβίας και μεγαλοπρεπούς τρόμου, και αποτελώντας το σπέρμα που τροφοδοτεί μέχρι και σήμερα πολλές αναλόγου ύφους ταινίες.
Βέβαια η τεράστια επιτυχία του “Alien”, η βράβευσή του με το Oscar οπτικών εφέ και η μνημόνευσή του ως η καλύτερη sci-fi/alien ταινία που γυρίστηκε ποτέ, δε βασίστηκε μόνο στο-αδιαμφισβήτητο-ταλέντο του Scott και τη συνεργασία του με τα σωστά άτομα, αλλά και στις ήδη επικρατούσες, κινηματογραφικές συνθήκες μέσα στις οποίες εμφανίστηκε η ταινία του.  Πολύ απλά ήταν η κατάλληλη δουλειά, τη κατάλληλη στιγμή.
Τέσσερα χρόνια πριν από αυτό, το κοινό είχε απολαύσει ταινίες που περιελάμβαναν ξεχωριστά όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που η ταινία του Scott είχε την τύχη να συγκεντρώσει μαζί.  Το “Jaws” (1975) του Spielbergh προσέφερε την-όσο έπρεπε, ή ίσως και λίγο περισσότερο-δόση τρόμου που ζητούσαν οι θεατές, καθιστώντας τον φυσικό κυνηγό των θαλασσών, ως την τελειότερη φονική μηχανή.  Το 1997 ο George Lucas με την διαστημική του ελεγεία “Star Wars” προσέφερε άρτο και θέαμα, σκοράροντας στο box office και αποδεικνύοντας οτι το να είσαι εμπορικός, δε σημαίνει οτι παράγεις κακό cinema.  Την ίδια χρονιά ο Spielberg ξαναχτυπά, αυτή τη φορά με μια ρομαντικίζουσα ταινία επιστημονικής φαντασίας, το “Close Encounters of the third Kind”, η οποία δίνει μια διαφορετική πινελιά στην εξω-γήινη διανόηση.  Τέλος, ας μη ξεχνάμε οτι 1978 ήταν η σειρά του John Carpenter να θέσει τον πήχη του τρόμου λίγο πιο ψηλά, κάνοντας πρωταγωνιστή του “Halloween” του, τον μανιακό Michael Mayers ο οποίος κραδαίνοντας το πιστό του κουζινομάχαιρο, έσφαζε με συνοπτικές διαδικασίες όποιον βρισκόταν στο δρόμο του.
Εάν λοιπόν μαζέψουμε όλα τα παραπάνω στοιχεία (τρόμος, διάστημα, αγωνία, σασπένς, φιλοσοφικές σκέψεις τύπου ‘είμασε μόνοι;’ και ‘the truth is out there’) δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς για ποιον λόγο το “Alien” χτύπησε κατευθείαν στο μυαλό και τα μάτια των θεατών.  Μια ομάδα ατόμων παγιδευμένα στο μαύρο σύμπαν, μέσα σε ένα υψηλής τεχνολογίας κατασκεύασμα, που όμως δε τους προσφέρει καμία προστασία απέναντι σε έναν άγνωστο εχθρό;  Και μάλιστα με γενναίες δόσεις αίματος, ουρλιαχτών και κυνηγητού;  Hell yeah!

Εκτός από την κεντρική ιδέα του εξωγήινου που τα βάζει με το πλήρωμα, ο Scott αποφάσισε να κάνει τους ήρωες του ακόμα πιο ευάλωτους μέσα στην ανθρώπινή τους υπόσταση.  Προκειμένου να το πετύχει αυτό, πρόσθεσε στο story της ταινίας ένα evil ρομπότ τον Ash (Ian Holm) και την μια πλεκτάνη γύρω από αυτό, με κεντρική βάση την απληστία.  Έτσι λοιπόν οι ήρωες οχι μόνο απειλούνται εκ των έξω, αλλά και εκ των έσω, αφού απαιτούμενη για την επιβίωσή τους συνεργασία, διαλύεται μετά τους τριγμούς που προκύπτουν από την απαραίτητη παραδοχή της αλήθειας.
Αν και στη προκειμένη περίπτωση το δράμα, η υπόθεση δηλαδή αυτή καθεαυτή ενισχύει τη φύση των χαρακτήρων, εντούτοις δεν είναι αυτό που κρατάει κολλημένο τον θεατή στην οθόνη.  Παρόλα αυτά ο Scott πολύ εύστοχα ‘πετάει’ μέσα στην ιστορία μια επαρκή πλοκή, που θα ικανοποιούσε ακόμα και όσους βρίσκονταν να την κατακρίνουν για εφετζίδικη υπερέκθεση και στιλιζάρισμα.  Και το κάνει πολύ καλά.
Η προσοχή στη λεπτομέρεια, τη δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας και του απαραίτητου σασπένς, αποτελούν από τα βασικότερα συστατικά που καθιστούν το “Alien” αυτό που είναι: ένα μείγμα απαράμιλλου τρόμου και φευγάτης, τεχνολογικής ομορφιάς (από το διαστημόπλοιο Nostromo, μέχρι τους λαβυρινθικούς διαδρόμους και φυσικά το υπέροχο alien), γεγονός που οδήγησε σε μια σειρά από sequels, τα οποία ήταν λίγο πολύ αναμενόμενα.  Αυτό που ίσως δεν ήταν καθόλου αναμενόμενο είναι πως τη σκηνοθεσία τους ανέλαβαν μερικά από τα σπουδαιότερα, σύγχρονα σκηνοθετικά μυαλά.  Ο James Cameron γύρισε το “Aliens” (1986), ο David Fincher το “Alien 3” το 1992, ενώ ο Jean-Pierre Jeunet γνωστός για την φανταστική του “Amelie”, σκηνοθέτησε το 1997 το “Alien: Ressurection”.

Όσο όμως μάστορας κι αν είναι ο Scott και όσο δυναμικό και άγριο θυληκό το παίζει η Weaver εδώ, τίποτα δε συγκρίνεται με τον πραγματικό πρωταγωνιστή της ταινιάς.  Το φοβερό alien.
Η δημιουργία του δεν ήταν εύκολη υπόθεση, αν και η έμπνευση προϋπήρχε στο μυαλό και τους πίνακες του Σουηδού σουρεαλιστή καλλιτέχνη, H.R. Giger.
O Giger δημιουργούσε γλυπτά και πίνακες που αναπαριστούσαν ανθρωποειδή πλάσματα, πόλεις και γυναικείες μορφές, που αποτελούσαν μια πρόσμιξη τεχνολογίας, ιαπωνικού cyberpunk είδους, μηχανοποιημένου κόσμου, biosomething ατμόσφαιρας και γενικότερης ανδροειδούς, disturbing αισθητικής, που όμως μοιάζει τόσο σαγηνευτική και επικίνδυνη την ίδια στιγμή.  Ακριβώς δηλαδή όπως και το alien.  Η αλήθεια εξάλλου είναι πως ο Scott μαζί με τους σεναριογράφους του εμπνεύστηκε το τέρας του, από την εικονογράφηση ενός πίνακα του Giger που ονομάζεται Necronomon IV.  Ή για να είμαστε πιο σαφείς, αποτελεί rip off του πίνακα, μιας που ο Giger έλαβε μαζί με την υπόλοιπη παλιοπαρέα το Oscar για τα visual effects.  Τσέκαρε και τις φωτο πιο κάτω αν δε με πιστεύεις! (κάτω κάτω)
Αν και η μορφή λοιπόν υπήρχε, έπρεπε να δοθεί μια συγκεκριμένη κατεύθυνση σχετικά με τη συμπεριφορά, την ευφυΐα και τα λοιπά χαρακτηριστικά του πλάσματος.  Το συνεργείο λοιπόν κατέληξε σε μια πιο αφυλετική προέλευση του εξωγήινου, αν και στις επόμενες ταινίες ο διαχωρισμός έγινε σαφής με την εμφάνισης της Βασίλισσας.  Έτσι λοιπόν το alien παρουσιάστηκε με έναν τρόπο που συνδύαζε φονικότητα, αλλά και γοητεία.  Ήταν επιβλητικό, προσεγμένο, με μοναδικές λεπτομέρειες που συνδύαζαν ένα τεχνολογικά προηγμένο σώμα, με την αρχέγονη εξυπνάδα ενός παμπάλαιου αρπακτικού.  Ήταν το τέλειο επίτευγμα, που όπως λένε χαρακτηριστικά οι δημιουργοί “it could fuck you, and then kill you”.  Συγκλονιστικό, αλλά αληθές.  Ήταν τέτοια η σεξουαλική έλξη και γοητεία που ασκούσε, που όσο το πλήρωμα στη ταινία έμενε εμβρόντητο και το χάζευε, αυτό προλάβαινε να σε ξεκάνει μια κι έξω.  Είναι τώρα τυχαίο που ο Giger στους πίνακές του παρουσιάζει αυτά τα εξωγήινα ανδροειδή του, με τη μορφή μιας γυναίκας;  Ενός πλάσματος δηλαδή που ομοιάζει πολύ με τα παραπάνω που ανέφερα; Χμμμ…
Ξέρετε κι εσείς οτι είναι μια ταινία που πρέπει να δείτε εάν δε το έχετε ήδη κάνει.  Έχει δημιουργήσει σχολή, είναι καλοφτιαγμένη μέχρι σιχαμερής λεπτομέρειας και φιλοξενεί τον καλύτερο, πιο ζωώδη και εντυπωσιακό εξωγήινο που είδαμε ποτέ.  Τέλος.

(Από τη ταινία του Mario Bava, “Planet of the Vampires” (1965) που σίγουρα άσκησε τη δική του επίδραση)

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι οι εξωγήινοι αναπτύσονται με ταχύτατους ρυθμούς, οτι η Weaver είναι ο Chuck Norris του διαστήματος και οτι o Giger έχει αρρωστημένα δημιουργική φαντασία.  Καλά αυτό το έμαθα τώρα.

TRIVIA

  • Ο αρχικός τίτλος της ταινίας ήταν “Star Beast”
  • Μερικά από τα υλικά από τα οποία κατασκευάστηκε το ‘κοστούμι’ του alien ήταν πλαστελίνη και κομμάτια από…Rolls Royce!
  • Το αρχικό σχέδιο του Giger για το alien είχε και μάτια, αλλά οι δημιουργοί αποφάσισαν να τα αφαιρέσουν για να το κάνουν ακόμα πιο απειλητικό
  • Σχισμένα…προφυλακτικά χρησιμοποιήθηκαν για να αναπαραστήσουν τους τένοντες του φονικού στόματος του alien.
(Πηγή IMDB)

Υ.Γ: Πολλές από τις πληροφορίες τις πήρα από το βιβλίο HORROR CINEMA, του εκδοτικού οίκου ΤASCHEN.
Y.Γ 2: Για ακόμα περισσότερα έργα του Giger τσεκάρετε εδώ
Αυτά από εμένα! Τα λέμε και πάλι αύριο! Adios 😉 )

The Evil Dead: Nothing ‘eviler’ that the Dead

Hello hello και καλή εβδομάδα να έχουμε!  Αν και για εμένα ξεκινάει λίγο περίεργα μιας που είμαι κρυωμένη : (, αλλά τι να κάνουμε, εδώ στον αγώνα!!  Αυτή τη φορά σκοράραμε 43 ψήφους στην ψηφοφορία (yeah!) και να ξαναμαναευχαριστήσω όσους αφιέρωσαν μερικά δευτερόλεπτα και ψήφισαν!  Thanx guyz!  Σήμερα λοιπόν τα αποτελέσματα είχαν ως εξής: στην πρώτη θέση με 18 ψήφους παρακαλώ, βρέθηκε το horror ταινιάκι του ευφάνταστου Sam Raimi, “Τhe Evil Dead” (για το οποίο θα γράψω παρακάτω).  Στη δεύτερη έμεινε ο “Scarface” Al Pacino με 15, ενώ στην τρίτη βρίσκουμε τον Jack Nicholson στον ρόλο του ψυχωτικού Jack Torrance από το “The Shining”, με 14.  Now let’s start!

Μια παρέα νεαρών αποφασίζουν να πάνε ταξιδάκι αναψυχής σε ένα απομονωμένο σπιτάκι μέσα στο δάσος (πρώτο μεγάλο λάθος).  Εκεί θα βρουν εγκαταλειμμένο το…Necronomicon και-οποία έκπληξης- μια μαγνητοφωνημένη εκφώνησή του, την οποία φυσικά θα βάλουν να ακούσουν (δεύτερο τεράστιο λάθος).  Αποτέλεσμα;  Το Κακό που ελοχεύει στα σκοτάδια του δάσους θα ξυπνήσει και σιγά σιγά θα αρχίσει να κυριεύει τα σώματα των ομολογουμένως πανηλίθιων νεαρών.  Ο μόνος που θα καταφέρει να αντισταθεί είναι ο Ash (Bruce Campbell με τρέλα!), ο οποίος θα πρέπει τώρα να αντιμετωπίσει τους δαίμονες σε μια προσπάθεια να σώσει τον εαυτό του, αλλά και τους φίλους του.  Θα καταφέρει άραγε να παραμείνει ζωντανός μέχρι το πρωί ή θα καταλήξει και αυτός ‘σκεύος υποδοχής’ των δαιμονικών οντοτήτων που τριγυρίζουν τo μικρό cabin-άκι;
Η χαρά μου που γράφω για αυτή την ταινία δε θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη, καθώς πραγματικά την λατρεύω για τον φοβερό συνδυασμό horror/comedy και για τον αγαπημένο μου cool, b-movie actor Bruce Campbell.  Ο Campbell έχει γράψει πλεόν ιστορία με τον πρωταγωνιστικό του ρόλο εδώ, μπαίνοντας στο πάνθεον των cult χαρακτήρων όσον αφορά τις ταινίες τρόμου, πλάι στον σαλταρισμένο Norman Bates του Χιτσκοκικού “Psycho” (1960), την Linda Blair του “The Exorcist” (1971) και τον μασκοφόρο Michael Myers του “Halloween” (1978), to name a few.

Αν και το “The Evil Dead” αποτελεί την πρώτη ταινία μιας τριλογίας που σκηνοθέτησε ο εκκεντρικός Sam Raimi με τον ίδιο κεντρικό πρωταγωνιστή και παραλλαγές της ιστορίας των ζομποδαιμόνων, εντούτοις η επιτυχία ήταν ανάλογη (μπορεί και μεγαλύτερη) για το “Evil Dead 2” (1987) και το “Army of Darkness” (1992 και δικό μου αγαπημένο).  Η μεγάλη επιτυχία και η διαχρονική πλέον αξία του Evil Dead, δεν είναι καθόλου τυχαία αφού ο Raimi με την πρώτη του αυτή σκηνοθετική δουλειά ανανέωσε το horror είδος, συνδυάζοντας το gore και το σπλάτερ, με αρκετές δόσεις μαύρου χιούμορ, δημιουργώντας έτσι ένα αναγνωρίσιμο πλέον ταινιακό μείγμα το οποίο ακολουθεί και τα πιο σύγχρονα έργα του, όπως για παράδειγμα το “Drag Me to Hell” (2009).
Η αλήθεια είναι πως αν κάποιος δεν έχει παρακολουθήσει μέχρι τώρα την παραπάνω ταινία, ίσως βρεθεί σε δύσκολη θέση, εξαιτίας των extreme βίαιων σκηνών και του ανεκδιήγητου και εξωφρενικού story που θέλει τους ήρωες σαν σφαχτάρια στην σειρά, και αναλώσιμους μέχρι τελευταίου…δαχτύλου.  Παρόλα αυτά σύντομα θα συνειδητοποιήσετε οτι πρόκειται τελικά για ένα horror comedy, που ικανοποιεί τέλεια τον σκοπό του, να προκαλέσει δηλαδή ίσες αντιδράσεις φρίκης και γέλιου.
Ίσως το πιο εντυπωσιακό γεγονός είναι οτι η ταινία σκηνοθετήθηκε με πολύ περιορισμένο budget, που κυμαινόταν γύρω στα $350-400 χιλιάδες, αποδεικνύοντας οτι δεν χρειάζεται να διαθέτεις τεράστια ποσά, προκειμένου να δημιουργήσεις ευφάνταστες υποθέσεις και ήρωες.  Το αποτέλεσμα μετρούσε $30 εκατομμύρια στο παγκόσμιο box-office, και έναν Raimi απόλυτα ικανοποιημένο με την κατάληξη του ρίσκου το οποίο είχε μοιραστεί από κοινού με τον κολλητό του Campbell.  Εξίσου ενδιαφέρον είναι οτι η full lenght ταινία βασίστηκε σε ένα μικρού μήκους ταινιάκι, το “Within the Woods” (1978), με το οποίο οι δυο φίλοι/συνεργάτες προσπάθησαν να προσελκύσουν χορηγούς προκειμένου να τους αποδείξουν οτι το πρωτότυπο σενάριο τους, θα μπορούσε να οδηγήσει και σε μια πρωτότυπη, μεγάλου μήκους ταινία.  Τα πράγματα από εκεί και πέρα δεν άργησαν να πάρουν τον δρόμο τους.

Μακέλεμα σε όλο του το μεγαλείο.  Δε μπορώ να φανταστώ κάποια άλλη πρόταση που να συνοψίζει καλύτερα αυτή τη ταινία.  Απέθαντοι, δαιμόνια, ουρλιαχτά, αίμα και φριχτές εικόνες, όλα έχουν τη θέση που τους αρμόζει εδώ και φυσικά όλα επιτελούν τον δικό τους σκοπό, σε αυτό grand guignol πανηγύρι.  Η ευφυΐα όμως του Raimi δεν περιορίζεται μόνο στην απόδοση ενός τρομακτικού περιβάλλοντος και ενός εξίσου τρομακτικού story.  H μαγκιά έγκειται στην σκηνοθετική ματιά του δημιουργού.  Η κάμερα στην προκειμένη περίπτωση δίνει ρεσιτάλ, για τον απλό λόγο οτι δένει απόλυτα με την φρενήρη εξέλιξη της υπόθεσης, η οποία ξεκινάει σχεδόν αμέσως με την έναρξη της ταινίας.  Η γρήγορη κίνηση της κάμερας, η εναλλαγή εξωτερικού/εσωτερικού χώρου, ακόμα και οι δυσκολίες που προέκυψαν κατά την διάρκεια των γυρισμάτων (οι θερμοκρασίες ήταν εξαιρετικά χαμηλές, το budget τόσο περιορισμένο που όταν εξαντλήθηκε, οι συντελεστές αναγκάστηκαν να ζητήσουν χρήματα από φίλους και συγγενείς, ενώ τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν σε πέρας ενάμιση χρόνου!), όλα αυτά βοήθησαν ώστε το αποτέλεσμα να αξίζει τον κόπο του. 
Tο “The Evil Dead” αποτέλεσε στην ουσία την ταινία μέσα από την οποία παρουσιάστηκαν και τα trade marks του Sam σαν σκηνοθέτη.  Η ενασχόλησή του με αιματοβαμμένες, αλλά χιουμοριστικές πλοκές και μεταφυσικές ιδέες, ξεκίνησαν από εδώ, καταλήγοντας σε μια από τις καλύτερες gooey εξτραβαγκάντσες που πέρασαν ποτέ από την οθόνη.  Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στα “whipe pan” πλάνα του.  Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει την γρήγορη οριζόντια κίνηση της κάμερας, από την μια πλευρά στην άλλη, δίνοντας ένα θαμπό αποτέλεσμα που προκύπτει μέσα από μπερδεμένες εικονικές ραβδώσεις, που δεν επιτρέπουν στον θεατή να αντιληφθεί ξεκάθαρα το περιεχόμενο της εκάστοτε σκηνής.  Εδώ αυτή η σκηνοθετική τεχνική ταιριάζει ιδανικά στα πλαίσια των ξαφνικών και βίαιων κινήσεων της κάμερας.

Φυσικά η φυσιογνωμία του Bruce Campbell έλαμψε για πρώτη φορά στην σημερινή μας ταινία, καθιστώντας τον, τον βασιλιά των σύγχρονων b-movieστικων φιλμς.  Είτε ως ηθοποιός, είτε ως σκηνοθέτης, είτε ως παραγωγός, ο Campbell έχει καταφέρει να μνημονεύεται για τους υπερβολικούς χαρακτήρες που υποδύεται και φυσικά για τις εξίσου υπερβολικές υποθέσεις στις οποίες καταλήγει να βρίσκεται πάντα μπλεγμένος.  Είτε μιλάμε για super διάσημες ταινίες, όπως το “Escape from L.A” (1996) του Carpenter, είτε για ταινίες που εκτιμούν οι fan του (ο περισσότερος κόσμος χλωμό, έως και πολύ χλωμό), όπως οι “Bubba-ho Tep” (2002, έχει ανέβει και blogaki) και “My name is Bruce” (2007), είτε ακόμα και ως guest-star σε σειράρες όπως η “Zina” (στην οποία πρωταγωνιστεί και ο αδελφός του Sam Raimi, Ted, στον ρόλο του χαζούλη Joxer), o Campbell είναι πάντα ορμητικός και κάνει την διαφορά αποδέχοντας την ηθοποιική του φύση, που τον οδηγεί στις συγκεκριμένες ταινιακές επιλογές.  Κάνει πάντα την διαφορά, όπως ακριβώς γίνεται δηλαδή και στο “The Evil Dead”.  Από την κορυφή μέχρι τα νύχια καλυμμένος με αίμα και με ένα ηλεκτρικό πριόνι στο χέρι για να πολεμάει τους μεταφυσικούς του εχθρούς, είναι τρομερός στον ρόλο του Ash και αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για το πως μπορείς να μη πάρεις στα σοβαρά τον εαυτό σου, και παράλληλα να πετύχεις έναν τόσο άψογα δουλεμένο συνδυασμό κωμικής και horror ερμηνείας.  Αναμφισβήτητα η καλύτερή του στιγμή.
Αυτό το βλάσφημο, slash φιλμ ενδείκνυται μόνο για τους fan του είδους, καθώς οι υπόλοιποι θα το κρίνουν από μια μάλλον άδικη πλευρά εξαιτίας περιεχομένου και γραφικής βίας.  Όσοι όμως είστε λάτρεις αυτού του είδους και δεν την έχετε τσεκάρει ακόμα, μην αργείτε!  Σπάνια στις μέρες μας συναντάει κανείς μια τόσο επιτυχημένη συνταγή, γεγονός που γίνεται ακόμα καλύτερο και από τις δυο επικές συνέχειές της.  Το δίλημμα μπροστά στο οποίο θα βρεθείτε θα είναι μεγάλο, καθώς πιστέψτε με, η μια είναι καλύτερη από την άλλη. ; )
Τι έμαθα από την ταινία: Οτι δεν πρέπει ποτέ, ΠΟΤΕ να πηγαίνεις μόνος σε ένα ξεχασμένο σπιτάκι πάνω στα βουνά.  Ποτέ δε ξέρεις με τι θα έρθεις αντιμέτωπος (μας τα είπε και το “Dead Snow” ντε!).  Οτι ένα αλυσοπρίονο είναι τελικά πολύ χρήσιμο για να κόβεις κάθε λογής πράγματα….ακόμα και το δαιμονισμένο κορίτσι σου και οτι ποτέ μη πιστέψεις οτι ξεμπέρδεψες με αυτές τις μεταφυσικές μαλακίες.  Πάντα κάποια θα γυρίσει να σε στοιχειώσει και φτου και απ΄την αρχή…

 TRIVIA:
  • Το σπιτάκι στο οποίο γυρίστηκε η ταινία, ήταν πράγματι παρατημένο μέσα στο δάσος (είπαμε περιορισμένο budget).
  • Στην αρχική σεκάνς οπού φαίνεται το Κακό να περνάει πάνω από την λίμνη, στην πραγματικότητα είναι ο Campbell που…σπρώχνει τον Raimi όσο αυτός φιλμάρει.
  • Η ηθοποιός Betsy Baker έμεινε χωρίς…βλεφαρίδες, όταν έβγαλε το εκμαγείο που χρησιμοποιήθηκε στο πρόσωπό της, προκειμένου να επιτευχθεί το-πραγματικά- εντυπωσιακό μακιγιάζ των δαιμονισμένων.
  • Σε μια σκηνή, μια από της ηρωίδες βιάζεται από τα κλαδιά και τις ρίζες ενός δέντρου (!!) (θυμίζει τα πλοκαμοτέρατα των Hentai), με αποτέλεσμα να απαγορευτεί η προβολή της σε αρκετές χώρες.
  • Το αρχικό σενάριο ήθελε τους ηθοποιούς να καπνίζουν μαριχουάνα όταν ακούνε στην αρχή την κασέτα.  Οι ηθοποιοί αποφάσισαν να το κάνουν στην πραγματικότητα, με αποτέλεσμα ολόκληρη η σκηνή να χρειαστεί να γυριστεί από την αρχή αργότερα, επειδή φυσικά οι ηθοποιοί ήταν κάπως…ανεξέλεγκτοι : P
  • Το αίμα ήταν ένας συνδυασμός σιροπιού, κρέμας και μαγειρικής χρωστικής.  Σε κάποια στιγμή η μπλούζα του Campbell είχε ποτίσει τόσο πολύ από αυτό το μείγμα, που όταν την άφησε κοντά στη φωτιά για να στεγνώσει και λίγο μετά δοκίμασε να την φορέσει, αυτή είχε κοκαλώσει τόσο, ώστε έσπασε!
  • Στην σκηνή οπού κρατάει το πριόνι και ετοιμάζεται να κόψει την γκόμενα του, ο Bruce έπρεπε να χρησιμοποιήσει ένα κανονικό πριόνι πάνω από το στήθος της ηθοποιού.  Κάπου εκεί εάν κάποιος κοιτάξει τον λαιμό της, μπορεί να δει οτι από την πραγματική αγωνία και το άγχος, ο παλμός της χτυπάει σαν τρελός!
(Πηγή IMDB)
H TV ΣΗΜΕΡΑ….
STAR: 22:00, Ocean’s Thirteen, με τους George Clooney, Brad Pitt, Matt Damon, Al Pacino, Don Cheadle.  Και η συμμορία αυξάνει…Σε σκηνοθεσία Steven Soderbergh.

Αύριο πάλι : )

Buried: Τhe clock is ticking…

Hello, hello guyzzzz!  Ακόμη μια ψηφοφορία τελείωσε και αυτή τη φορά αναδείχθηκε νικητής πανηγυρικά, το Black Hawk Down Την αλήθεια μου πρέπει να την πω.  Δε την έχω δει ακόμα, but i will, i promise!.  Οπότε επειδή δε τν έχω δει, συνεπώς δε μπορώ ακόμα να την ανεβάσω στο blog.  Όμως σίγουρα Τετάρτη θα ανέβει.  Μέχρι τότε θα σας προτίνω δυο άλλες ταινιούλες, μια καινούρια και μια σχετικά πιο παλιά, εξίσου καλές και οι δυο για να μην έχετε και παράπονα! : )  So gratzzz σε όσους ψήφισαν το Black Hawk.  Οι επόμενοι την Παρασκευή όταν και θα ανεβάσω κατηγορία που πρέπει να μαζέψει τουλάχιστον 100 ψήφους καθώς είναι αγαπημένη όοοολων, μικρών και μεγάλων ; ).  Till then, stay Buried…

Όπως το “Black Swan” και το “127 Hours”, έτσι και το “Buried” θεωρώ οτι έχει ένα από τα καλύτερα poster για φέτος.  Και αυτό που είναι ακόμα καλύτερο είναι οτι ολόκληρη η σειρά με τις αφίσες που βγήκε για την ταινία του Aronofsky, αλλά και για το “Buried” είναι πολύ εντυπωσιακές και καλοφτιγμένες.  Πολλοί παραπονιούνται βέβαι, οτι το παραπάνω poster μοιάζει υπερβολικά, με την αφίσα από την ταινία του Hitchcock, “Vertigo”. http://miatainiathnhmera.blogspot.com/search?q=vertigo 
Νομίζω οτι η ομοιότητα είναι εμφανής, και ως ένα σημείο και εσκεμμένη, αλλά δε νομίζω οτι φτάνει στον βαθμό να αποτελεί rip off του συγκεκριμένου poster, όπως διάβασα διάφορους να λένε.  Και βασικά πως θα μπορούσε άλλωστε αφού οι ταινίες απέχουν έτη φωτός, η μια από την άλλη.  Ωραία, tricky αφίσα, που ταιριάζει απόλυτα με όλη την αίσθηση που αποπνέει η ταινία και σε κάνει να μπαίνεις σε ανάλογο mood, πριν καν ξεκινήσει…
O Paul Conroy (Ryan Reynolds) είναι βασικά ο άνθρωπος που βρέθηκε στο λάθος σημείο, τη λάθος στιγμή.  Εργαζόμενος ως εργολάβος στο Ιρακ, προκειμένου να μπορέσει να ζήσει την οικογένεια του πίσω στην πατρίδα, καταλήγει πολύ…βαθιά μπλεγμένος, όταν μετά από επίθεση που δέχεται το convoy του, από τα ιρακινά στρατεύματα, καταλήγει θαμμένος σε ένα ξύλινο κουτί, αρκετά μέτρα κάτω από τη γη.  Εκεί έχοντας στη διάθεσή του μόνο ένα…κινητό τηλέφωνο και έναν αναπτήρα, θα προσπαθήσει να βρεί τον δρόμο προς την επιφάνεια, πριν να είναι πραγματικά πολύ αργά. 
Η ταινία έχει ουσιαστικά έναν πρωταγωνιστή, τον Reynolds.  Καθόλη τη διάρκειά της δε βλέπουμε κανέναν άλλον, εκτός ίσως μιας σκηνής.  Γενικότερα οι ταινίες οι οποίες επικεντρώνονται σε έναν πρωταγωνιστή μπορούν να αποτελέσουν παγίδα, διότι είτε θα είναι μεγάλες πατάτες, είτε θα είναι κάτι όντως καλό.  Στη προκειμένη περίπτωση, αν και ο Reynolds δεν είναι ακριβώς αυτό που λέμε, μεγάλος ηθοποιός, εντούτοις στην ταινία δίνει μια μεγάλη ερμηνεία και φυσικά ο ρόλος του έρχεται…κουτί-κυριολεκτικά και μεταφορικά.  Νομίζω οτι ο σκηνοθέτης,  Rodrigo Cortes, δικαιολογημένα επένδυσε στον Reynolds, αφού κατάφερε να έχει τελικά μια πολυ ιδιαίτερη και ξεχωριστή ταινία, από την οποία φυσικά βγήκε και ο ίδιος απόλυτα κερδισμένος.
Το απόλυτο και αδιαμφισβήτητο χαρακτηριστικό της ταινίας, είναι η τρομερά κλειστοφοβική αίσθηση που επικρατεί.  Ο πρωταγωνιστής είναι εγκλωβισμένος μέσα σε ένα ξύλινο φέρετρο ουσιαστικά και παλεύει με τον χρόνο, προκειμένου να καταφέρει να απεγκλωβιστεί πριν τελειώσει το οξυγόνο μέσα στον εξαιρετικά μικρό, άβολο και σκοτεινό χώρο στον οποίο βρίσκεται.  Από την αρχή ήμουν διαθετημένη να κάνω τα ‘στραβά μάτια’ απέναντι σε κάποια χολυγουντιανά κλισε, όπως το κινητό που έχει μαζί του ο ήρωας και το οποίο (οποία έκπληξης!) έχει σήμα ακόμα και κάτο από τη γή ή ακόμα και τον αναπτήρα που έχει μαζί του (ο οποίος sorry που το λέω φίλε, αλλά θα σου καταναλώσει άμεσα το μισό σου οξυγόνο εκεί μέσα!).  Ο λόγος για τον οποίο το έκανα αυτό, είναι οτι πολύ απλά η ταινία με απορρόφησε σε τέτοιο βαθμό, ώστε σε κάποιες στιγμές έπιασα τον εαυτό μου να αναπνέει με δυσκολία, έχοντας βάλει τον εαυτό μου στη θέση του Paul.  Το καλό είναι οτι εκεί που τα αναμένομενα κλισε, ενδεχομένως να σε ξενίσουν κάπως, τελικά πετυχαίνουν το ακριβώς αντίθετο.  Καταφέρνουν να δημιουργήσουν μια τελείως ρεαλιστική και τρομακτική εμπειρία, στην οποία και εσυ πολύ θα ήθελες να έχεις τα μέσα που διαθέτει και ο ήρωας και να κάνεις με αυτά οτι καλύτερο μπορείς.  Εξάλλου ας είμαστε και λιγάκι ρεαλιστές, εάν δε υπήρχαν αυτά, πόσο δύσκολο θα ήταν να παρακολουθήσουμε μια ταινία μιαμισης ώρας, βλέποντας το απόλυτο σκοτάδι και ακούγοντας μόνο κάποιον να βαριανασαίνει, να ουρλιάζει και να κοπανιέται;  Νομίζω πολυ…
Ο Reynolds με εντυπωσιάσε και το ευχαριστήθηκα.  Ο ρόλος του πάει πολύ και έχει καταφέρει να μπει απόλυτα στην ψυχολογία του χαρακτήρα του και να μείνει εκεί.  Προσπαθεί διαρκώς να με διάφορα κόλπα να απελευθερωθεί από την αποπνικτική του φυλακή, φωνάζει, κλαίει, ελπίζει, απελπίζεται και γενικά, βιώνει μια μεγάλη γκάμα συναισθημάτων στην οποία συμμετέχει και ο θεατής.  Νομίζω οτι σχεδόν μπορεί κανείς να μυρίσει τον ιδρώτα, από την αγωνιώδη προσπάθεια να κρατηθεί ζωντανός και είναι σχεδόν χειροπιαστός ο πανικός και ο τρόμος που βιώνει μέσα από όλη αυτή τη κατάσταση.  Από την αρχή σε κερδίζει με την αυθεντικότητα με την οποία ερμηνεύει τον ρόλο του και αυτό για το οποίο σίγουρα κανείς δε μπορεί να τον κατηγορήσει, είναι οτι υπερβάλει στον τρόπο με τον οποίο παίζει.  Στη συγκεκριμένη περίπτωση δε χωρούν υπερβολές και πολύ σκέψη από μέρος του ηθοποιού, γιατί πολύ απλά σε τόσο ασφυκτικά, άσχημες συνθήκες οι ανθρώπινες αντιδράσεις μπορούν να είναι και εξαιρετικά αψυχολόγητες.  Οπότε νομίζω οτι ο Reynolds απλά αντιδρά όπως ίσως θα αντιδρούσε η πλειοψηφία των ανθρώπων, σε περίπτωση που βίωνε κάτι αντίστοιχο.  Σίγουρα η καλύτερη ερμηνεία, στην μέχρι τώρα καριέρα του.
Η σκηνοθεσία είναι ευρηματική και εντυπωσιακή.  Δε νομίζω να έχω δει κάτι ανάλογο και δε θυμάμαι άλλη ταινία που να έχει ‘γυριστεί’ ολοκληρωτικά μέσα σε ένα κουτί.  Αυτό που για εμένα μετράει πολύ, είναι οτι η κάμερα λειτουργεί από την αρχή σαν το μάτι του θεατή.  Είναι σαν να υπάρχουν άπειρες μικρές τρυπούλες γύρω από το κουτί, από το οποίο εμείς μπορούμε ανα πάσα στιγμή να κρυφοκοιτάξουμε και να δούμε μέσα τον πρωταγωνιστή.  Όλα μοιάζουν τόσο φυσικά και αβίαστα, ενώ όσο περίεργο κι αν φαίνεται, υπάρχουν κανα δυο πλάνα τα οποία μοιάζουν πολύ καλλιτεχνικά.  Για παράδειγμα είναι μια σκηνή στην οποία βλέπουμε τον Paul παγιεδευμένο, αλλά εμείς φαίνεται να τον παρακολουθούμε από ψηλά, σαν να μην υπάρχει χώμα από πάνω του, αλλά ένα απέραντο κούφιο κενό, μέσα στο οποίο ο σκηνοθέτης έχει τοποθετήσει την κάμερα και μας έχει πει, ‘δείτε!’.  Φυσικά εκείνη τη στιγμή δε σκέφτεσαι έτσι, απλά απολαμβάνει αυτό που σου δίνει η ταινία.  Αργότερα όμως όταν τελειώσει δε μπορείς, παρά να το σκεφτείς, αλλά ακόμα και τότε θα βρείς μάλλον να σε έχει εντυπωσιάσει αυτό το γεγονός, οτι παρά την κλειστοφοβική και αγχωτική της φύση, η ταινία μπορεί να σου προσφέρει και μερικές ιδιαίτερες στιγμές.
Το “Buried” είναι μια ταινία που είμαι σίγουρη οτι πολλοί θα έχουν προσπεράσει, θεωρώντας οτι δεν έχει και τίποτα το αξιόλογο να τους προσφέρει.  Σε καμία περίπτωση δε θεωρώ οτι είναι ΤΟ αριστούργημα, αλλά δε μπορώ να και μην θαυμάσω τον τρόπο με τον οποίο έχει σκηνοθετηθεί, την τρομερή ερμηνεία του Reynolds και τον αγνό τρόμο που πηγάζει από έναν από τους παλαιότερους φόβους του ανθώπου: αυτόν του να θαφτεί ζωντανός.  Δε ξέρω αν ενδείκνυται για άτομα που έχουν σοβαρό κλειστοφιβικό θέμα, καθώς σίγουρα θα τρίξουν τα δόντια, βλέποντάς την.  Εδω το έκανα εγω που δεν αντιμετωπίζω τέτοιο θέμα, αλλά που πολύ απλά κάπου προς το τέλος της ταινίας, αναγκάστηκα να πιέσω τον εαυτό μου να μη βάλει καμιά φωνή, αφού πλέον αυτό που έβλεπα είχε γίνει unbearable ακόμα και για εμένα…Original και πρωτότυπο, δείτε το, όπως μου συνέστησε ένας φίλος, με απόλυτο σκοτάδι και απόλυτη ησύχια και δείτε τους ρόλους να εναλλάσονται και να βρίσκεστε εσείς στη θέση του Paul…όνειρο…

http://www.youtube.com/watch?v=j1Yyhxq56Xg
Για ακόμη μια φορά μη διαβάσετε τα comments κάτω από το trailer.  Μιλάμε για super ξενέρωμα…


TRIVIA

  • Πάμε για ρεκορ.  Η ταινία γυρίστηκε μόλις μέσα σε 17 μέρες, στην Βαρκελώνη!
  • Χρησιμοποιήθηκαν επτά διαφορετικά φέρετρα για τα γυρίσματα της ταινίας.
  • Ο αριθμός τηλεφώνου για το γραφείο του FBI στο Σικαγο, που αναφέρεται στην ταινία, είναι ο πραγματικός αριθμός του γραφείου.
  • Ο Reynolds ανέφερε οτι προς το τέλος της ταινίας, άρχισε να αισθάνεται ολοένα και περισσότερο το αίσθημα της κλειστοφοβίας.  Αυτό έγινε λόγω του οτι καθώς προχωρούσαν τα γυρίσματα, το φέρετρο έπρεπε να γεμίσει μέχρι κάποιο σημείο με άμμο, αλλά σταδιακά.  Ο ίδιος περιέγραψε την τελευταία μέρα γυρίσματος, ως “κάτι που δε περίμενα να ζήσω ποτέ στη ζωή μου και δε θέλω να βιώσω κάτι τέτοιο ξανά, ποτέ!”.
(Πηγή IMDB) 
H TV ΣΗΜΕΡΑ…. 

STAR: 21:00. Body of Lies, με τους Leonardo diCaprio, Russel Crowe, Mark Strong.  Αντικατασκοπία, μυστικές υπηρεσίες, πλεκτάνες, προσωπικά συμφέροντα.  Όλα χωράνε σε μια καλή ταινία, δια χειρός Ridley Scott.

Cya….

The Descent: Μια ταινία τρόμου για γερά νεύρα!

Youhouuuu σας και απόψε παιδιά!.  Σήμερα το μενού έχει ταινιούλα τρόμου, γιατί απ’οτι είδα έχω και αρκετό καιρούλη να ανεβάσω τέτοιου είδους.  Α δε θέλω γκρίνιες!.  Δηλαδή τι, τι έκοψα εγώ και θα μου τια αρχίσετε εσείς;;  Α, όλα κι όλα!!.  Εξάλλου και αυτή που θα σας προτίνω σήμερα, είναι πολύ καλή και γενικά σε όσους την έχω πει, αρέσει.  Κοιτάξτε μη μου κάνετε και πολυ τους δύσκολους, γιατί δε το’χω σε τίποτα να μη ξαναγράψω και να το διαγράψω το blogaki…..(σας παρακαλώ μη με εγκαταλείψετε, πλακίτσα κάνω, huhu!! 🙂 )

Λοιπόοον έχουμε και λέμε.  Η ταινιούλα είναι αγγλική παραγωγή του 2005-2006.  Και μονο αυτό το γεγονός της προσδίδει μια κάποια καλύτερη αντιμετώπιση νομίζω, απο άλλες διότι όπως και να το κάνουμε τα τελευταία χρόνια πιο πολύ (αλλά και παλαιότερα) οι περισσότερες βρετανικές ταινίες γίνονται μεγάλες επιτυχίες και κυρίως σε είδη όπως η κωμωδία και του τρόμου.  Τυχαίο; Δε νομίζω!.  Προσωπικά έχω πιάσει τον εαυτό μου να γελάει απείρως περισσότερο ή και να τρομάζει πολυ περισσότερο, με βρετανικές παραγωγές, παρά με αμερικάνικες.  Έτσι λοιπόν και το The Descent δεν αποτελεί εξαίρεση, μιας που μου έμεινε στο μυαλό απο τη μέρα που την είδα, σαν μια ταινία splater-horror και πολυ μα πολυ κλειστοφοβική.
Η ιστορία της ταινίας έχει να κάνει με μια ομάδα γυναικών, που αποφασίζουν να πάνε για εξερεύνηση υπόγειων σπηλαίων.  Εκεί και ενώ το όλο θέαμα τους προκαλεί τεράστιο δέος και θαυμασμό, κάτι θα πάει πολύ στραβά, και έτσι και οι 6 τους θα βρεθούν παγιδευμένες πολλά μέτρα κάτω απο τη γη, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι και την αποπνικτική ατμόσφαιρα.  Όταν λοιπόν οι ίδιες πιστέψουν οτι τα πράγματα δε θα μπορούσαν να πάνε χειρότερα, κάτι αρχίζει να αναδύεται απο τα τρομακτικά σκοτάδια των σπηλιών.  Κάτι αρχέγονο και φρικιαστικό….κάτι που ορέγεται το ζεστό τους αίμα….
Οκ λοιπόν η ταινία θα έλεγα οτι είναι για τους λάτρεις του είδους ή και τους απλούς fan, αλλά δε θα την πρότινα ούτε σε όσους δε τους αρέσουν αυτές οι ταινίες (εμ hello εννοείται), αλλά ούτε και σε όσους αποκτούν εφιάλτες απο ανάλογα φιλμ,καθώς αυτό σίγουρα θα σας κάνει να δείτε τους μικρούς και στενάχωρους χώρους, με άλλο μάτι.  Όσοι πάλι τρελαίνεστε για τέτοια, σίγουρα θα βρείτε στη ταινία αυτή κάτι που θα σας αρέσει.  Προσωπικά, αυτο που εκτίμησα πάρα πολύ ήταν η απόλυτη κλειστοφοβική αίσθηση που σου προκαλεί, κυρίως λόγω των απίστευτα στενών χώρων και περασμάτων, απο τα οποία έπρεπε να συρθούν κυριολεκτικά οι πρωταγωνίστριες, προκειμένου να συνεχίζουν την εξερεύνησή τους στη σπηλιά.  Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για εμένα, μιας που δεν έχω και ιδιαίτερο πρόβλημα με τους περιορισμένους χώρους.  Όταν όμως παρακολούθησα απο που στο καλό περνούσαν αυτές οι ημίτρελες (μπορεί και ολοκληρωτικά τρελές), προκειμένου να εξερευνήσουν το χώρο, είχα πάθει σοκ.  Θυμάμαι οτι έβλεπα τη ταινία, και κάθε φορά μόρφαζα και σχεδόν ‘πιανόταν’ η αναπνοή μου, όταν αναγκάζονταν να πιέσουν τα σώματά τους για να χωρέσουν μέσα στις τόσο στενές κοιλότητες που έκαναν τα βράδια.  Συν το γεγονός οτι την έβλεπα σε απόλυτο σκοτάδι, ήταν πραγματικά λες και βρισκόμουν και εγω μαζί τους εκεί πέρα και είχα αγχωθεί τρομερά.  Στα συν θα έβαζα και το γεγονός οτι η σκηνοθεσία είναι τέλεια για αυτή τη ταινία, γιατί πολυ απλά η ύπαρξη της κάμερας μέσα σε εκείνους τους χώρους, είναι μαγική.  Τα κοντινά στα πρόσωπα των γυναικών, αυτό το ημίφως που επικρατεί στη ταινία και οι εναλλαγές του με το ‘μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά’, ήταν κάτι το εξαιρετικό.  Επίσης όλο το αναλώσιμο πράγμα της υπόθεσης (you will see) της πήγαινε πολυ, αφού η ταινία δεν έχει διδακτικό ή συνεφιλικό σκοπό, αλλά απλά να προκαλέσει τρόμο και αηδία θα μπορύσα να πω (σε ορισμένες σκηνές οχι όλες).  Βέβαια δε θα μπορούσα να μην αναφέρω και το τέλος της στα πλεονεκτήματά της, καθώς είναι ιδιαίτερο και ξαφνιάζει ευχάριστα όλους εκείνους που αντιπαθούν τα κλασσικά χαρούμενα και πασπαλισμένα με πολυ χρυσόσκονη και ζάχαρη, τέλη διαφόοοορων ταινιών.  ‘Φίλε η ζωή δεν έχει happy ending, deal with it’!.  Παρόλα αυτά τη ταινία την χαρακτηρίζει και ένα μεγάλο, για εμένα, μειονέκτημα.  Αυτό είναι τα ΄πράγματα΄ που βρίσκονται εκεί κάτω (ελάτε τώρα που σας το χάλασα, αφού κάτι είχατε καταλάβει!) και αυτό γιατί τα βρήκα λίγο ξενερουά και λίγο πολυπαιγμένα, αλλά δεν έγινε και τίποτα το φοβερό.  Ήταν απλά μια εμπορική πινελιά, σε μια ταινία που θα μπορούσε να είναι πρωτότυπη και απόλυτα τρομακτική, ακόμα και αν έλειπαν αυτά τα κατά τα άλλα, γλυκίτατα πλασματάκια.  Πολυ απλά γιατί η αίσθηση του αποκλεισμού απο τον πάνω κόσμο, και ο εγκλεισμός κατά κάποιον τρόπο στα έγατα τις γης, είναι απο μόνη της τρομερή.

Για δείτε και πείτε λοιπόν. θα περιμέεεενω:
http://www.youtube.com/watch?v=l5I1q4KhKNU

I’ll be back….

The Shining: Redrum….

Τι και αν ο ίδιος ο Stephen King, ποτέ δε δέχτηκε την συγκεκριμένη ταινία ως μεταφορά του βιβλίου του στη μεγάλη οθόνη;  Τι και αν η πρωταγωνίστρια της ταινίας είχε προταθεί, τη χρονιά που η ταινία βγήκε (1980), για το χρυσό…βατόμουρο, εξαιτίας της ερμηνείας της;  Το πράγμα δεν αλλάζει.  Το The Shining αποτελεί μια απο τις πιο κλειστοφοβικές και ψυχοβγαλτικές ταινίες που έχω δει ποτέ! (παραβλέπω το γεγονός οτι παραάργησα να γράψω ταινιούλα σήμερα και συνεχίζω :P).

Ομολογώ πως το παραπάνω poster της ταινίας δε το είχα ξαναδεί, αλλά επειδή είναι zuuuuper, το έβαλα.
Το The Shining είναι μια πολυ καλογυρισμένη ταινία, που παρά το γεγονός οτι διαδραμτίζεται σε ενα τεράαααστιο ξενοδοχείο, εμένα μου δημιούργησε ενα απίστευτο αίσθημα κλειστοφοβίας, που δε το έχω πάθει με πολλές άλλες.  Αν και πρέπει να παραδεχτώ οτι στο 2001: Α Space Odyssey του Kubrick με πήρε δυο φορές ο ύπνος (ντρέπομαι αλλά τι να κάνω, αφου με πήρε!), στη Λάμψη (οχι του μεγάλου Φώσκολου, που να τον φτάσει ενας παλιο-kubrick),δε βαρέθηκα ουτε κατα διάνοια.  Ατμοσφαιρικότατη και με δυο ερμηνείες τρομερές, του αξεπέραστου ετσι και αλλιώς Jack Nicholson και του μικρού που έπαιζε τον γιο του, που σε αρκετές στιγμές ήταν ακόμα πιο τρομακτικός απο τον πατέρα του (εντάξει σε αρκετές είπα, οχι σε όλες!).  Η Duvall που παίζει την γυναίκα του Nickolson προσπάθησε πολυ και προσωπικά την απόλαυσα στις στιγμές που ούρλιαζε και τρόμαζε (οι γκριμάτσες της απλά δεν υπάρχουν), αλλά ετσι και αλλιώς η παρουσία της σε σχέση με τους άλλους δυο υπηρετεί απλά το ρόλο του βιβλίου.  Παρόλα αυτά και σύμφωνα με τον King, η μεταφορά του Kubrick δεν είχε ουδεμία σχέση με το βιβλίο του και γενικά είχαν ακουστεί πολλά σχετικά με μια ‘κόντρα’ που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στους δυο δημιουργούς σχετικά με αυτο το θέμα.
Όπως ανέφερα παραπάνω, η ιστορία εκτιλύσεται σε ενα απομονωμένο ξενοδοχείο που βρίσκεται κυριολεκτικά χωμένο μέσα στα χιόνια και περιτρυγιρισμένο απο βουνά.  Σε αυτο το φαινομενικά ειδυλιακό περιβάλλον αποφασίζουν να μετακομίσουν ο Jack μάζι με τη γυναίκα και τον γιο τους, για τη διάρκεια του χειμώνα, προκειμένου  ο Jack να εργαστεί ως συντηρητής του ξενοδοχείου, μαζί με τη γυναίκα του, κατα τη διάρκεια του χειμώνα, αλλά να έχει και την δυνατότητα μέσα στην απόλυτη ηρεμία και γαλήνη να συγγράψει το βιβλίο του.  Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε.  Στη πορεία θα φανεί οτι ίσως να μην είναι και τοσο μόνοι στο τεράστιο αυτο ξενοδοχείο, όταν ο μικρός τους γιός, ο οποίος έχει ενα ιδιαίτερο χάρισμα, θα αρχίσει να βλέπει διάφορα πράγματα και ο Jack θα αρχίσει να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στη παράνοϊα.
Η ταινία έχει αυτή την ‘παλιακή’ εικόνα που καταλαβαίνεις οτι έχει γυριστεί αρκετά χρόνια πριν και η οποία για εμένα πάντα δίνει στα θρίλερ και τις ταινίες αγωνίας, αυτο ακριβώς που τους λείπει σήμερα, την ατμόσφαιρα και το γενικότερο στυλιζάρισμα.  Κάθε φορά που τη βλέπω, η ερμηνεία του Nicholson με αιχμαλωτίζει, αφού αρκεί μονο το σαλεμένο του βλέμμα για να καταλάβεις οτι ήταν η ιδανική επιλογή για εναν τέτοιο ρόλο.  Πάντα όμως θαυμάζω και την ερμηνεία του πιτστιρικά που είναι τοσο ρεαλιστική και τρομακτική, που πολυ απλά δε μπορείς να κάνεις και διαφορετικά, παρά να την απολαύσεις.
Σίγουρα δε θα αρέσει σε όλους, αλλά πρέπει έτσι κι αλλιώς να την δείτε, ανεξαρτήτου αποτελέσματος, απλά για να συγκρίνετε αυθεντικά και καλαίσθητα θρίλερ του τότε, σε σχέση με τα τωρινά (έεεεετη φωτός μακριά το ενα απο το άλλο, trust me).

Κλείνω και σήμερα με το trailer της ταινίας που δε θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο πέρα απο….υπέρτατο και ενα απο τα καλύτερα ever made έτσι κι αλλιώς (και αυτο δε το λέω μονο εγω).

http://www.youtube.com/watch?v=dKdKc06av1g

Enjoy! :))