Exit Through the Gift Shop: What is art?

Καλημέρα καλημέρα σε όλους.  Παρασκευή επιτέλους και όσον αφορά τα του κινηματογράφου, σίγουρα δε θα έχετε παράπονο, μιας που αυτή την εβδομάδα κυκλοφόρησαν στις αίθουσες, ούτε λίγο, ούτε πολύ, 6-7 ταινίες και μάλιστα, για όλα τα γούστα.  Αν και σας είχα πει οτι από σήμερα θα ξεκινήσουμε μια κριτικούλα σε όσες βγήκαν χθες τη Πέμπτη στις αίθουσες, εντούτοις, θα ξεκινήσουμε με “Holy Motors” της Δευτέρα, και θα συνεχίσουμε έτσι την υπόλοιπη εβδομάδα.  Για σήμερα-περίεργη μέρα για εμένα-αποφάσισα να γράψω και εγώ τη δική μου άποψη/κριτική σχετικά με τη ταινία του Banksy, “Exit Through the Gift Shop” η οποία αποτελεί στην ουσία ένα κωμικό (αλλά και δραματικό όσον αφορά την ουσία του), ντοκιμαντέρ.  Όσοι λοιπόν δε το προλάβατε στις αίθουσες, ψάξτε να το βρείτε γιατί δίνει τη δική του, έμμεση απάντηση απέναντι στο αιώνιο ερώτημα, “τι είναι Τέχνη;”.

To “Exit Through the Gift Shop”, είναι μια ενδιαφέρουσα και ιδιάζουσα περίπτωση ντοκιμαντέρ, γεγονός που οφείλεται στην σταδιακή και τμηματική εναλλαγή του σκηνοθέτη από κάποιον άλλον (και συγκεκριμένα τον γνωστό-άγνωστο αρτίστα του δρόμου, Banksy), τη στιγμή που ο ίδιος ερασιτέχνης κινηματογραφιστής, γίνεται το αντικείμενο αναφοράς της ταινίας.
Πιο συγκεκριμένα, ο εκκεντρικός, Γάλλος Thierry Guetta (γνωστός πλέον στους “καλλιτεχνικούς” κόλπους ως ‘Mr. Brainwash’), ένας wannabe σκηνοθέτης, είχε αποφασίσει να δημιουργήσει μια ταινία, αφιερωμένη στα προσωπικά ινδάλματα του δρόμου και συγκεκριμένα σε όλους εκείνους τους τύπους που είχαν καταφέρει να ανάγουν την “street art” σε-έτσι κι αλλιώς- πραγματική art, κοινωνό ποικίλων μηνυμάτων.  Από τον Invader, ο οποίος αναπαριστά πάνω στους τοίχους τα πλασματάκια από το γνωστό arcade παιχνίδι, τα φαντασματάκια του Pac-Man και ένα σωρό άλλες λιλιπούτειες, αταρίστικες φιγούρες, και τον Borf, με την Big-Brother παρουσία του (πολλοί υποστήριξαν οτι η λέξη Borf, ήταν στην ουσία το ονοματικό ακρωνύμιο ενός φίλου του δημιουργού αυτής της graffiti καμπάνιας, ο οποίος είχε αυτοκτονήσει), μέχρι τον Shepard Fairey, τον διάσημο πλέον δημιουργό του συνθήματος ΟΒΕΥ, και όλων των ανάλογων ποστερο-ειδών που ακολούθησαν του συνθήματος, συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της φάτσας του Barack Obama, o Guetta, προσπαθούσε μανιωδώς να εγκλωβίσει μέσα στην κάμερα-επέκταση χεριού, όλο τον παρεξηγημένο κόσμο της τέχνης του δρόμου, δείχνοντας τα πράγματα όπως ακριβώς είναι: απλά και ξεκάθαρα.

Βέβαια ο φιλόδοξος Thierry, ήθελε να συμπεριλάβει στη ταινία του, και το Ιερό Δισκοπότηρο της street art, τον Banksy, έναν μυστήριο και άγνωστο μέχρι και σήμερα (δεν έχουμε δει ποτέ το πρόσωπό του, καθώς ακόμα και στο ντοκιμαντέρ, η φωνή του είναι αλλοιωμένη και ο ίδιος βυθισμένος μέσα στο σκοτάδι της κουκούλας του) καλλιτέχνη, ο οποίος έχει δημιουργήσει ολόκληρη σχολή μέσω των καθαρά κοινωνικοπολιτικών του μηνυμάτων που παραπέμπουν σε ένα σωρό θέματα.  Η προσκολλημένη θρησκεία, οι συνέπειες του πολέμου, η κατάχρηση της εξουσίας και η διαφθορά, είναι μόλις μερικά από τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται ο σπουδαίος αυτός, δημιουργός του δρόμου, καταφέρνοντας πάντα μέσα από τα έργα του να προκαλεί, να δηλώνει και κάθε φορά, να αυτοπροσδιορίζεται εκ νέου.
Έτσι λοιπόν, και χάρη σε μια ευτυχή σύμπτωση, ο Thierry θα καταφέρει να φιλμάρει τον Banksy εν ώρα δράσης και να μπει έτσι στον φιλικό του κύκλο.
Η αλήθεια είναι πως η ταινία μας θα μπορούσε να σταματάει κάπου εδώ, με την υπόθεση εξαντλημένη, αλλά και εμάς τους θεατές ικανοποιημένους, αφού το ταξίδι σε αυτή την, κακώς περιθωριοποιημένη, τέχνη, θα μας είχε γεμίσει χρώματα, ιδέες και εντυπώσεις.  Παρόλα αυτά, το twist της συνέχειας είναι αυτό που καταφέρνει και απογειώνει το “Exit Through the Gift Shop”, για έναν, βασικό λόγο: τη κάμερα είχε από την αρχή στο χέρι του ο Banksy.  Και τώρα μας αποκαλύπτει τον πραγματικό λόγο για τον οποίο το έκανε αυτό.

Χρήμα, χρήμα και πάλι χρήμα.  Μια λέξη η οποία μοιάζει να πηγαίνει εντελώς κόντρα απέναντι στις νόρμες και τους λόγους για τους οποίους η τέχνη του δρόμου ζει και ανθίζει μέρα με τη μέρα.  Όλοι οι καλλιτέχνες οι οποίοι πέρασαν από τη ταινία του Banksy, ξεκίνησαν θέλοντας κάτι να πουν, κάτι να υποστηρίξουν και προφανώς, να αφυπνίσουν παράλληλα την κοινωνική συνείδηση, σαν άλλοι πρωταγωνιστές της ταινίας του Carpenter, “They Live!”, εκεί οπού εξωγήινοι “ντυμένοι” άνθρωποι, κατευθύνουν υπογείως τη μάζα, μέσα από υποσυνειδησιακά μηνύματα, κρατώντας τους διαρκώς σε μια κατάσταση κατατονικής αποδοχής των πραγμάτων.  Έτσι και εδώ οι πρωταγωνιστές της ταινίας, δεν έχουν ως πρωταρχικό στόχο το κέρδος (παρά το γεγονός οτι αργότερα, πολλά από τα έργα του Banksy πωλήθηκαν-και εξακολουθούν να πωλούνται-σε διάσημες γκαλερί, έναντι πολλών λιρών), αλλά την προσωπική έκφραση και την ανάγκη να δηλώσεις οτι υπάρχεις, μέσω του τρόπου που ξέρεις καλύτερα: δημιουργώντας τέχνη από το πουθενά.
Είτε αυτό λέγεται “παραδοσιακό”, spray caned graffiti, στένσιλ graffiti, sticker art, ή κατασκευές από ποικίλα άλλα υλικά, αυτό που τα παραπάνω νεαρόπαιδα δημιουργούν, μπορεί να χαρακτηριστεί τελικά ως τέχνη;  Είναι δηλαδή το γκράφιτι (και οτι αυτό εκπροσωπεί) μια νέα σελίδα στην πολύχρονη και πολύπαθη Ιστορία της Τέχνης;  Πολλοί θα έλεγαν ναι, άλλοι θα κρατούσαν ουδέτερη στάση, ενώ σίγουρα θα υπήρχαν και αυτοί που θα δήλωναν ξεκάθαρα, οτι το graffiti δεν είναι τέχνη, είναι βανδαλισμός στη καλύτερη περίπτωση (γεγονός δηλαδή που ενισχύεται και από την αντίδραση της κατακρινόμενης από τον Banksy, δημόσιας εξουσίας, απέναντι στους περισσότερους street art δημιουργούς).  Προσωπικά κρατώ θετική στάση απέναντι στο όλο δημιούργημα της “τέχνης του δρόμου”, επειδή προέρχεται νομίζω από μια πολύ ισχυρή βάση, την οποία κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει: είναι μια μορφή τέχνης, που απευθύνεται σε όλους.  Πλούσιοι, μικροαστοί, φτωχοί, νέοι και γέροι, όλοι έχουν τη δυνατότητα να απολαύσουν στην επόμενη γωνία, στον τούβλινο φράχτη και στον τσιμεντένιο τοίχο, μια ιδιαίτερη τέχνη, μια τέχνη τόσο περιορισμένης διάρκειας (αλήθεια, πόσο μπορεί να κρατήσει ένα από αυτά τα έργα, μέχρι να έρθει ο επόμενος που θα βάλει τη δική του σφραγίδα και πάει λέγοντας;), η αξία της οποίας έγκειται ακριβώς σε αυτό: στη πεπερασμένη της διάρκεια, και την free “συμμετοχή” του κοινού.

Ανάμεσα βέβαια σε όλους αυτούς που κάνουν τέχνη για να πουν κάτι, γιατί έτσι θέλουν να εκφραστούν και να εκφράσουν, πάντα θα υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι θα χάσουν το μέτρο, και θα καταλήξουν να είναι και οι ίδιοι χαμένοι.
Κάπως έτσι φαίνεται πως έγινε το πράγμα με τον Thierry Guetta, τον οποίο αναφέραμε και παραπάνω, και ο οποίος υποτίθεται, οτι ήταν ο δημιουργός αυτού του ντοκιμαντέρ.  Όπως λοιπόν προέκυψε στη συνέχεια, ο Banksy δεν ήταν μόνο ο σκηνοθέτης της ταινίας, αλλά και αυτός που κατάφερε να κολλήσει με το γάντι στον τοίχο, τον Guetta και να θέσει τελικά πρώτος το ερώτημα του, “τι είναι Τέχνη”. 
Ακόμα και έτσι βέβαια δεν είμαστε σίγουροι οτι ο επονομαζόμενος πια, Mr. Brainwash, έχει αντιληφθεί το γεγονός οτι ο ίδιος δε μοιάζει να κάνει τέχνη, αλλά περισσότερο να αναπαράγει έργα διαφορετικών καλλιτεχνών, προσθέτοντας μόνο ελάχιστες, φαντασιακές πινελιές, εμπνευσμένες όμως και αυτές ξεκάθαρα από τη pop art και τον Andy Warhol, τα κόκαλα του οποίου μάλλον κάπου θα τρίζουν.
Ξεκινώντας με τις καλύτερες προθέσεις, αλλά καταλήγοντας σαν ένα από τα πολυάριθμα κακέκτυπα της τέχνης (που νομίζουν οτι κάνουν κάτι δημιουργικό, ενώ στην ουσία αναμασούν τη πρωτοποριακή δουλειά άλλων), ο Mr. Barainwash πέρασε στο άλλο στάδιο, αυτό του μαύρου προβάτου, αποκομίζοντας εκατομμύρια δολάρια από την πρώτη του έκθεση, η οποία κράτησε πάνω από δυο μήνες (ενώ ήταν προορισμένο να διαρκέσει για πέντε μέρες) και αυτό, γιατί όταν τα ζεστά δολάρια άρχισαν να γεμίζουν τις τσέπες, ο πάλαι ποτέ ταπεινός σκηνοθετάκος, σήκωσε κεφάλι, και αποφάσισε να περάσει από τα αλώνια στα σαλόνια.  Τι κι αν κανένα από τα έργα δεν ήταν κατασκευασμένο από τον ίδιο (μιας που για την έκθεση κάλεσε μια στρατιά από δημιουργούς, προκειμένου να τους “μεταλαμπαδεύει” τις ιδέες του και εκείνοι να τις μεταφέρουν στο χαρτί ή όπου αλλού), τι κι αν κατέληξε να είναι απεχθής από όλους τους street artists που κάποτε τον άφηναν να καταγράφει τη δουλειά τους;  O Mr. Brainwash έχει γίνει πλέον ένας από τους πιο πετυχημένους(;) αρτίστες, δημιουργώντας μάλιστα και το εξώφυλλο του-πιο pop art πεθαίνεις- album της Madonna, “Celebration”.  Και ερωτώ, ποιος φταίει για το φαινόμενο Mr. Brainwash;  Ποιος φταίει που μια pure τέχνη του δρόμου, κατέληξε να πωλείται σε gallery, με τα κομμάτια να κοστολογούνται κατά τρόπο ξεδιάντροπο, από τον ίδιο τον δημιουργό, όσο θέλει;  Και απαντώ.  Εμείς.

Φαινόμενα ψευτοκουλτούρας υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν ακόμα και στη χώρα μας, και ένα μεγάλο κομμάτι που αναδεικνύει τέτοιου είδους άτομα, σίγουρα προέρχεται από εκεί.
Αν για να μας θεωρήσουν ψαγμένοι οι φίλοι και οι γκόμενοι/ες μας (η κοινωνία γενικώς), επισκεπτόμαστε gallery, εκθέσεις, πολιτιστικά δρώμενα και ένα σωρό άλλα events και δεν αντιλαμβανόμαστε οτι οχι μόνο εμείς φτάνουμε στα όρια του δήθεν, αλλά ίσως και να αναδεικνύουμει έτσι “ταλέντα” που ούτε κατά διάνοια είναι αυτό που δηλώνουν, τότε δε μπορεί, παρά να είμαστε άξιοι της μοίρας μας.  Κάπως έτσι φαίνεται τουλάχιστον το πράγμα να λειτουργεί και στη ταινία, όταν τα πλήθη συρρέουν στην έκθεση, με άλλους να μην έχουν ιδέα τι θα δουν και άλλους να εκθειάζουν αυτό που βλέπουν, λες και δε πρόκειται για μια pop-αρτίζουσα τέχνη που υπάρχει εδώ και πενήντα χρόνια!
Αυτά φαίνεται πως είδε και ο Banksy, και αποφάσισε να μοιραστεί με τους θεατές, τις παγίδες του να θεωρήσε καλλιτέχνης, αλλά και του ποια πλευρά υπηρετείς: την αμιγώς καλλιτεχνική, την αμιγώς χρηματική ή κάτι που να αποτελεί έναν αρμονικό συνδυασμό και των δυο;
Ίσως το μοναδικό φάουλ του Banksy (που να το ήξερε ο Χριστιανός) είναι οτι έδωσε απλά την ώθηση ώστε να δημιουργηθεί το φαινόμενο Mr. Brainwash, από την άποψη οτι ήταν εκείνος που είπε στο τότε φίλο του Thierry, να ασχοληθεί με κάτι άλλο πέρα από τη σκηνοθεσία (στην οποία αναφέρει οτι ήταν εξίσου κακός), βάζοντάς τον εν μέρει στη θέση των ομοίων του.  Ή τουλάχιστον έτσι κατάλαβε ο τρελο-Γάλλος, και έφτασε να βγάζει λεφτά με το τσουβάλι, μέσω μιας μη-τέχνης.
Όπως και να έχει το “Exit Through the Grift Shop” είναι ένα πανέξυπνο σχόλιο πάνω στη σύγχρονη κατάσταση των πραγμάτων, ειλικρινές και καυστικό όσο δε πάει.  Δείτε το και δε θα χάσετε.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι σύντομα θα φτιάξω έναν invader στο δωμάτιό μου, από πολύχρωμα post-its, οτι η εμμονή του Banksy με τα τρωκτικά είναι άκρως ενδιαφέρουσα και οτι ο Mr. Brainwash είναι από τις πιο cult μορφές που έχω δει τελευταία.


No trivia

Ας δούμε και λίγη “δουλειά”

Banksy

Invader

Shepard Fairey

Mr. Brainwash


Rentaneko (a.k.a Rent a Cat): Is a cat the solution to loneliness?

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Καλησπέρα καλησπέρα, από τον βροχερό Πειραιά!  Τι ωραία μέρα και πόσο μ’ αρέσει όταν είναι έτσι σκοτεινή και βροχερή, αλλά να είμαι και σπίτι μου, να τα λέμε αυτά.  Όπως βλέπετε επιστρέψαμε και πάλι σε κινηματογραφικές προτάσεις από το τελευταίο φεστιβάλ της Αθήνας, τις Νύχτες Πρεμιέρας.  Αν και αυτή την εβδομάδα οι αίθουσες θα είναι γεμάτες από πολλές και διαφορετικές ταινιακές επιλογές, προκειμένου να διαλέξετε αυτή που ταιριάζει σε εσάς, εμείς, θα αρχίσουμε να μιλάμε γι’ αυτές από την Παρασκευή και μέχρι την επόμενη εβδομάδα.  Έχετε λοιπόν το νου σας οτι σας περιμένουν το αμιγώς κινηματογραφικό πόνημα του Leos Carax, “Holy Motors” (ταινία για λίγους, αλλά πραγματική πρόκληση για τους πολλούς), το οπτικοακουστικό υπερθέαμα των αδελφών Watchowski, “Cloud Atlas”, το γοτθικό animation του Tim Burton, “Frankenweenie”, αλλά και το σινεφιλικό δημιούργημα του Christian Mungiu, “Beyond the Hills”.  Για πιο ελαφριές καταστάσεις κυκλοφορεί και μια χαλαρή κωμωδία ηλικίας, με τους Meryl Streep και Tommy-Lee Jones, το “Hope Springs”, ενώ κυκλοφορεί και το αριστουργηματικό “Nosferatu” (1922) του μεγάλου F.W Murnau, με αφορμή τη νεο-αναζωογονημένη μας αγάπη, απέναντι στα βαμπίρια.  Σήμερα εντούτοις, θα ασχοληθούμε με ένα ταινιάκι εξ Ιαπωνίας, το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα μια υποτιπώδη Amelie, αλλά και με την εμπλοκή χαριτωμένων, γούνινων τετράποδων: ψιψίνων φυσικά!  Btw, welcome νέε αναγνώστη : )

H Sayoko είναι μια νεαρή, μοναχική κοπέλα που ζει σε κάποια πόλη της Ιαπωνίας, η οποία συνδυάζει κάτι από αστική, κτιριακή διαμόρφωση και παραδοσιακή, ταυτόχρονα, ζωή, δίπλα στις καλαμιές, το ποτάμι και τη νωχελική καλοκαιρινή ατμόσφαιρα της εποχής.
Η πρωταγωνίστρια δεν είναι και το πιο φυσιολογικό άτομο που έχεις δει, καθώς βγάζει τα προς το ζην με έναν ενδιαφέροντα τρόπο: νοικιάζει γάτες σε ανθρώπους!  Η Sayoko όμως φροντίζει τα γατάκια της και δεν τα δίνει όπου κι όπου.  Τα άτομα τα οποία αποφασίζουν να νοικιάσουν μια γατούλα, είναι συνήθως μοναχικά και απογοητευμένα από την ίδια τη ζωή, οπότε θα έλεγε κανείς πως η νεαρή “επιχειρηματίας”, τους προσφέρει μια μορφή μουστακλίδικης ψυχοθεραπείας.  Όταν μάλιστα έπειτα από το πέρας του συμφωνημένου χρόνου ενοικίασης, τα γατάκια γυρνάνε στο σπίτι, ο ψυχαναλυόμενος, έχει συνήθως λύσει το πρόβλημα του (όπως κι αν μεταφράζεται δηλαδή αυτό), με την Sayoko να υποδέχεται στο σπίτι περιχαρής, την κάθε της ψιψίνα.  Παρόλα αυτά, από την αρχή κιόλας της ταινίας, υπάρχει μια βασική αντίφαση πάνω στην οποία φαίνεται πως πατάει έτσι κι αλλιώς το συγκεκριμένο εργάκι: η Sayoko εξακολουθεί να είναι μόνη, παρέα με τις γάτες της, την ίδια στιγμή που όλοι της οι πελάτες, έχουν καταφέρει να κάνουν το επόμενο βήμα στη ζωή τους.  Και εκείνη;  Πότε θα το κάνει;

Αν και όπως έχετε καταλάβει, αρέσκομαι ιδιαίτερα στον ασιατικό κινηματογράφο (παλαιότερο και σύγχρονο), παρόλα αυτά, έχω μια τάση να βλέπω περισσότερο ταινίες νοτιοκορεατών δημιουργών (άντε και κάνα Χονγκ-Κόνγκ) και πολύ λιγότερο Κινέζων ή Ιαπώνων.  Ο λόγος μάλλον πρέπει να αναζητηθεί στον παράφορο “έρωτά” μου για τον Chan-wook Park, γεγονός που πρέπει να ξεπεράσω κάποια στιγμή, ευχαριστώ πάρα πολύ.
Στη προκειμένη περίπτωση για παράδειγμα, το “Rentaneko” είναι σκηνοθετημένο από μια Ιαπωνέζα δημιουργό, την Naoko Ogigami, για τη δουλειά του οποίου δεν έχω τη παραμικρή ιδέα.  Έτσι κι αλλιώς βέβαια, και από ότι είδα, η φιλμογραφία του είναι και από μόνη της περιορισμένη, οπότε δε μπορώ να πω με σιγουριά τι είδους σκηνοθέτρια είναι η κ. Ogigami.  Μπορώ όμως να πω σίγουρα οτι το “Rentaneko” μου θύμισε τελικά πολύ την αγαπητή μου ταινία του Park, “I’m a Cyborg but that’s OK”, κυρίως όσον αφορά τη φαντασιακή αναπαράσταση ορισμένων σκηνών, αλλά και του σοβαρού κοινωνικού μηνύματος που ενυπάρχει μέσα σε αυτές, και που παρά το γεγονός οτι είναι διαφορετικό, εντούτοις είναι πικρά απτό.  Και για εμένα τέτοιου είδους ταινίες που καταφέρνουν να συνδυάζουν μια γλυκόπικρη επίγευση, με δόσεις πραγματικής ζωής, είναι που αποτελούν πραγματικές, ανεξάρτητες παραγωγές, άξιες προσοχής.  Και πιστεύω οτι το “Rentacat” είναι μια τέτοια.

Στο “I’m a Cyborg but that’s OK”, η πρωταγωνίστρια (νεαρή και εκεί), κλείνεται σε ένα ψυχιατρείο, επειδή πιστεύει οτι είναι…cyborg.  Το θέμα μπορεί να φαντάζει χιουμοριστικό, αλλά τελικά δεν είναι, διότι η ψύχωση της Su-jeong την αποτρέπει από το να φάει και τη παραμικρή ποσότητα κανονικού φαγητού, εξαιτίας του φόβου της οτι μπορεί να βραχυκυκλώσει!  Για τον λόγο αυτό η Su, “τρέφεται” μόνο με…μπαταρίες(!), τις οποίες και γλύφει, προκειμένου να επαναφορτιστεί.
Σε τέτοια περίπου μονοπάτια κινείται και η ταινία της Ogigami, αν και εδώ η ηρωίδα δε φαίνεται να διακατέχεται από κάποιον ακραία διαταραγμένο ψυχισμό, ίσως μόνο από κάποιες προσωπικές εμμονές (βλ. γάτες), καθώς και από την αδυναμία της να κοινωνικοποιηθεί.
Ενώ η ταινία του Park, παρουσιάζει με τρόπο γλαφυρό το πρόβλημα ενός (ή και πολλών) διαταραγμένων προσωπικοτήτων που χρίζουν ιατρικής βοήθειας, καταφέρνει να ξεφύγει από τα τετριμμένα, και να δημιουργήσει ένα παραμύθι πάνω στη δύναμη της φιλίας, της αγάπης και της ανάγκης για επικοινωνία, πράγματα δηλαδή που μπορούν να βοηθήσουν καταλυτικά στην αντιμετώπιση ψυχικών νοσημάτων (σε πρώτη βάση τουλάχιστον).  Με απόλυτο σεβασμό απέναντι σε αυτό που θέλει να πει, λειτουργεί και η Ogigami, η οποία μέσα από μια γλυκιά και χαριτωμένη σκοπιά, παρουσιάζει ένα ολοένα και αυξανόμενο πρόβλημα των καιρών μας: τη μοναξιά.  Φροντίζοντας να μη μεταφέρει τη ταινία του στο άλλο άκρο, αυτό δηλαδή του μελοδράματος και της φτηνής συγκίνησης, δημιουργεί ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο τα αντικρουόμενα συναισθήματα και η ανάγκη της προσωπικής απελευθέρωσης, “καίγονται” από την άνευ ανταλλάγματος αυτοθυσία της πρωταγωνίστριας (η Sayoko δίνει, χωρίς να ζητάει τίποτα).

Η ουσία της μοναξιάς και της καθημερινής ρουτίνας, εκφράζεται έξυπνα μέσα από τη σκηνοθεσία, καθώς στην ουσία η δράση της Sayoko επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά μέσα από ένα και μόνο μοτίβο.  Η Sayoko βγαίνει με το καροτσάκι με τις γάτες στον δρόμο, διαλαλεί την ενοικιαζόμενη πραμάτεια της, κάνει τη συμφωνία με το άτομο εκείνο που θα θεωρήσει οτι πληρεί τις προϋποθέσεις της, του νοικιάζει τη γάτα και στη συνέχεια επανέρχεται στο σπίτι, μέχρι τη στιγμή που θα πάρει και πάλι το κατοικίδιό της πίσω (κάτι που γίνεται με μια τρομερή συμπύκνωση χρόνου, που μπορεί να αφήσει πολλούς να αναρωτιούνται αν τελικά τα ζωάκια παραδίδονται στους πελάτες, μόνο για μια ημέρα!).
Γυμνή από ένα υποθεσιακά, ενδιαφέρον story (δεν υπάρχει στην ουσία υπόθεση, το πράγμα εξαντλείται από τη πρώτη ενοικίαση, όπως ακριβώς και εσύ.  Αυτό όμως είναι το ζητούμενο) και βασισμένη αποκλειστικά και μόνο στην αμελί-στικη παρουσία της Mikako Ichikawa, το “Rentaneko” είναι μια ταινία την οποία είναι σίγουρο οτι θα απολαύσεις, αν σου αρέσει δηλαδή αυτό το είδος της quirky, ανεξάρτητης ταινίας. 
Η αλήθεια είναι πως αυτή η καθημερινή λούπα της Sayoko και η επιφανειακή τελικά επαφή της με τους πελάτες της (οι οποίοι με τη σειρά τους βιώνουν τη δική τους μοναξιά και αποτελούν διάφορα μέλη μιας κοινωνίας, από την ηλικιωμένη γυναίκα, και τον παντρεμένο οικογενειάρχη, μέχρι την εξίσου νεαρή εργένισσα), αποτελεί και το ηθικό δίδαγμα του σκηνοθέτη.  Αν δηλαδή κάποιος δεν αντιληφθεί σε πρώτη φάση από μόνος του, το γεγονός οτι έχει ανάγκη από μια συντροφική βοήθεια, τότε είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί λύση σε αυτό που τον ταλανίζει, γιατί απλά δεν έχει ακόμα βρει τι είναι αυτό.  Για παράδειγμα στην ταινία, όλοι αντιλαμβάνονται το πρόβλημα της μοναξιάς τους, γιατί αποφασίζουν να κάνουν κάτι γι’ αυτό και συγκεκριμένα να νοικιάσουν μια γάτα.  Η Sayoko αποτελεί στην ουσία τον μεσάζοντα για τη “θεραπεία” αυτών των ανθρώπων, οχι όμως και για τη δική της, καθώς από εκείνη λείπει η συνειδητοποίηση της κατάστασής της και άρα, η γνώση.  Εκείνοι που την έλαβαν, πέρασαν στο επόμενο στάδιο της ζωής τους.  Οχι όμως και η νεαρή ηρωίδα μας.

Η σκηνοθεσία της Ogigami είναι γεμάτη ζεστά χρώματα και φως, γεγονός που έρχεται κόντρα με την κατά τα άλλα προβληματική καθημερινότητα της Sayoko, αλλά αυτή είναι και η ανάγκη του σκηνοθέτη, να μας παρουσιάσει δηλαδή μια ταυτόχρονα εναλλακτική, αλλά και τόσο πιστά στα προβλήματα των καιρών μας, πραγματικότητα.
Το τοπίο της ταινίας το οποίο παραπέμπει σίγουρα σε μια διαφορετική, χρονική εποχή, προσδίδοντας μια σταλιά αναγκαίας ντεκαντάνς (και κιτς, αν κρίνουμε από το παλαβιάρικο ντύσιμο της πρωταγωνίστριας), βοηθάει στο να δημιουργηθεί το κατάλληλο περιβάλλον, μέσα από το οποίο ο θεατής θα αρχίσει να αναρωτιέται σχετικά με το αν στη τελική, πρόκειται για ένα εντελώς διαφορετικό, χωροχρονικό κομμάτι, μέσα στη φυσιολογική ροή του χρόνου όπως τον ξέρουμε.
Παραπέμποντας την ίδια στιγμή σε κάτι το ονειρικό, αλλά και σε κάτι το καθημερινά επίπονο, το “Rentaneko” ενδύεται το κοστούμι της χιουμοριστικής ταινίας, τη στιγμή που ξεκάθαρα είναι κάτι ολότελα διαφορετικό.  Αξίζει να του ρίξετε μια ματιά αν μη τι άλλο για την όμορφη σκηνοθεσία, τις ζεστές ερμηνείες και την ειλικρίνεια που βγάζει.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο ανανάς είναι σίγουρα μια πρωτότυπη επιλογή για το ιερό/βωμό της γιαγιάς σου, οτι τα ιαπωνέζικα τζιτζίκια ακούγονται το ίδιο, ακόμα και στο Lineage(!!) και οτι η γυναίκα που συνεχώς “της την λέει” από την διπλανό κήπο, δεν είναι γυναίκα.  Είναι κυριούλης, ο οποίος μάλιστα έχει παίξει και σε ταινίες του Park. Χα!

No trivia

ParaNorman: It’s not easy being one

Alloha guyz!  Σήμερα και μετά από πολύ καιρό, είπα να γράψω το κατιτίς μου και εγώ, για το “Paranorman” το οποίο περίμενα πως και πως να δω.  Και επειδή μάλιστα έχω να βάλω αρκετό καιρό μια πιο ανάλαφρη, animation ταινιούλα στο blog, ε νομίζω το Παρασκευοσαββατοκύριακο, το επιβάλει.  Αν λοιπόν δεν έχετε διάθεση για έξω, ρίξτε μια ματιά σε αυτό το ταινιάκι, και είναι σίγουρο οτι θα περάσετε καλά.  Ξεκινάμε λοιπόν.

O Norman είναι ένα παιδί πολύ διαφορετικό από τους συνομήλικούς του.  Ο λόγος είναι οτι ο Norman έχει τη δυνατότητα να βλέπει τους…νεκρούς, και να επικοινωνεί με τα φαντάσματά τους, σε καθημερινή βάση.  Αυτό έχει φυσικά ως αποτέλεσμα τα παιδιά του σχολείου να τον αντιμετωπίζουν σαν φρικιό, ενώ η ίδια του η οικογένεια να αντιμετωπίζει τη διαφορετικότητά του, ως κάτι για το οποίο πρέπει να ντρέπεται.  Συνεπώς, όπως φαντάζεται κανείς, ο Norman δεν είναι και το πιο κοινωνικό άτομο, καθώς εκτός από τις καθημερινές “επιθέσεις” που δέχεται από τον bully του σχολείου Alvin, οι επαφές του με ανθρώπους είναι στην ουσία μηδενικές.
Μια μέρα, και εντελώς τυχαία ο Norman θα γνωρίσει έναν πιτσιρικά που δέχεται επίσης τις προσβολές του τρομερού Alvin, τον χοντρούλη Neil.  O Neil θα βρει την μεταφυσική επικοινωνία του Norman άκρως ενδιαφέρουσα και θα του ζητήσει να τον φέρει σε επαφή με τον νεκρό του σκύλο, που έχει θαμμένο στην αυλή του σπιτιού του!  Με τα πολλά, τα δυο αγόρια θα γίνουν φίλοι και σύντομα θα μπλέξουν στην πιο “τρομακτική” περιπέτεια, όταν η κατάρα μιας μάγισσας-αξιοθέατο της μικρής πόλης, απειλήσει να κατασπαράξει το Blithe Hollow και όλους τους κατοίκους του.  Τώρα μόνο ο Norman είναι σε θέση να πολεμήσει με τα…ζόμπι και τη κακιασμένη μάγισσα και να σώσει τη πόλη του.  Τα πράγματα όμως δεν είναι πάντα όπως φαίνονται…

Αν το “Paranorman” σου θυμίσει κάπου το “Coraline”, μια ακόμη ολίγον μεταφυσική περιπέτεια με πρωταγωνίστρια εκεί, ένα μικρό κορίτσι, τότε μάθε οτι καλά κάνεις.  Ο λόγος είναι οτι ο σκηνοθέτης του “Coraline”, Chris Butler, ενώνει εδώ τις δυνάμεις του με τον έτερο σκηνοθέτη Sam Fell και δημιουργούν ένα πολύχρωμο, μπαρτονικό σύμπαν το οποίο έχει να σου πει πολλά αν το αφήσεις.  Ιδιαίτερα δηλαδή αν έχεις και εσύ μικρά αδέλφια, ανίψια, ξαδέλφια και πάει λέγοντας, τότε έχεις πετύχει διάνα ένα μιαμισάωρο απολαυστικής και διδακτικής τρομο-χαριτωμενιάς, η οποία σίγουρα θα σε αφήσει με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό σου.  Τώρα τα μικρά μέλη της οικογένειάς σου παίζει: ή θα τρέξουν κλαψουρίζοντας στη μαμά ή αν είναι τόσο bad ass όσο εσύ, θα βρουν το “ParaNorman” ένα εντυπωσιακό συνονθύλευμα χρωμάτων, καταστάσεων, γέλιου και έξυπνων ευτράπελων.  Ναι, ακόμα και αν δεν έχουν ιδέα τι πάει να πει “συνονθύλευμα”.
Βέβαια η επιτυχία της ταινίας (όσον αφορά την καθεαυτή της δημιουργία) ήταν μάλλον αναμενόμενη.  Μπορεί ο Butler να εκτελούσε χρέη story border-ά μέχρι πρότινος, με τη συμμετοχή του σε ταινίες όπως τα “Coraline” και “Corpse Bride”, αλλά το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το “ParaNorman” (το οποίο ταυτίζεται και με τη πρώτη, σεναριογραφική του απόπειρα) αποδεικνύει οτι ξέρει πολύ καλά τι κάνει.  Ακριβώς δηλαδή όπως και ο Fell που μετράει παρουσίες στα “Flushed Away” και “Τhe Tale of Desperaux”.

Η stop-motion τεχνική που χρησιμοποιείται και εδώ, είναι μια από τις πιο απαιτητικές και μπελαλίδικες, σκηνοθετικές διαδικασίες που μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς, και για τον λόγο αυτό το σύνηθες αποτέλεσμα είναι τόσο εντυπωσιακό και παράλληλα τρομακτικό (ιδιαιτέρως όταν ο δημιουργός απαιτεί κάτι τέτοιο).
Η αλήθεια είναι πως τη συγκεκριμένη τεχνική την έχουμε αγαπήσει ήδη από την εποχή που ο Tim Burton άρχισε να κάνει τα πρώτα του βήματα στο stop-motion animation, συνδυάζοντας την κάπως κατακερματισμένη κίνηση των ηρώων προς όφελός του, προσφέροντάς μας μερικά από τα καλύτερα και πιο μακάβρια animation που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια.  Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο το γεγονός πως πιο σύγχρονοι σκηνοθέτες, επιλέγουν να ακολουθούν αυτά τα μπαρτονικά βήματα, χρησιμοποιώντας τα ως μπούσουλα προκειμένου να δημιουργούν εκ νέου, μικρές, τρομακτικές ιστορίες που ανταποκρίνονται όμως τόσο σε μικρότερους, όσο και σε μεγαλύτερους θεατές.  Και αυτό είναι ίσως ένα από τα δυσκολότερα κομμάτια της δουλειάς τους.
Το “ParaNorman” είναι μια κλασική περίπτωση αυτού του είδους ταινίας, το οποίο αφενός προσπαθεί να πατήσει πάνω στην Burton διάσταση, αφετέρου να γίνει αρεστό και σε μικρότερες ηλικίες, κυρίως μέσω του ηθικού του διδάγματος, γεγονός το οποίο παρακολουθούμε κατά κόρον να συμβαίνει στις κλασικές παραγωγές της Disney.  Εδώ όμως επιτυγχάνεται μέσα από την συνηθέστερη μορφή που συναντούμε πλέον στα animation: τον συνδυασμό ελαφρο-horror και διδακτικών στοιχείων.

Ο Norman είναι ένα παιδί της σύγχρονης εποχής, γεμάτο από ζωηρή φαντασία και-γιατί οχι;- μεταφυσικές επαφές με τους νεκρούς (γεγονός βασικά που μοιάζει να λειτουργεί περισσότερο ως βασικός λόγος κοινωνικής απομόνωσης, παρά σαν καθεαυτή, χειροπιαστή πραγματικότητα).  Είναι ένα παιδί το οποίο όπως τόσα άλλα βρίσκονται στο περιθώριο, επειδή διαφέρει από τους υπόλοιπους, και επειδή τα παιδιά έτσι κι αλλιώς είναι σκληρά, είναι ιδανική η τοποθέτησή του εκτός των κοινά αποδεκτών νορμών του σχολείου, εξαιτίας αυτής του της ιδιαιτερότητας.
Το γεγονός αυτό βάζει από τη πρώτη στιγμή σε εγρήγορση τη σκέψη των θεατών, τους οποίους αναγκάζει να ταυτιστούν με τον μικρό πρωταγωνιστή κυρίως επειδή σε κάποια στιγμή της ζωής μας, όλοι τα έχουμε περάσει αυτά.  Το θέμα είναι τι κάναμε, πως αντιδράσαμε και πως τελικά το αντιμετωπίσαμε.  Και αυτή ακριβώς είναι και ολόκληρη η αξία του “ParaNorman: βλέπουμε δηλαδή πως ένα πιτσιρίκι καταφέρνει να γίνει ο μοναδικός local hero που μπορεί να βοηθήσει τη “θεραπεία” της πόλης του, χρησιμοποιώντας την διαφορετικότητά του (αυτή για την οποία όλοι τον κατηγορούν), ως σανίδα σωτηρίας.  Το άγνωστο δεν είναι απαραίτητα κακό και η δακτυλοδεικτούμενη διαφορετικότητα δεν είναι σατανική.  Αντιθέτως, είναι μεγαλόκαρδη.

Η σκηνοθεσία όπως περιμένεις είναι υπέροχα κομικίστικη, με έντονα χρώματα, spooky μουσικές νότες και εξόχως δημιουργημένους χαρακτήρες, εκφραστές της κάθε γενιάς (π.χ η αδελφή του Norman, είναι κλασική teenager, με ροζ πετσετέ φόρμα και σκουλαρίκι στον αφαλό), καθιστώντας έτσι το “ParaNorman”, σκέτη απόλαυση.  Όταν μάλιστα το βλέπεις και μη μεταγλωττισμένο στη original μορφή του, με τις φωνές των Kodi-Smit McPhee, Anna Kendrick, John Goodman, Casey Affleck και Leslie Mann, ε τότε είναι ακόμα καλύτερο.
Έτσι για να ξέρετε πάντως η ταινία κρύβει έναν μεγάλο, σεναριακό άσσο στο μανίκι της, ο οποίος δεν αποκαλύπτεται μέχρι και το τέλος περίπου, όταν όλο το σενάριο μπαίνει τότε στη θέση του και τα πράγματα γίνονται επιτέλους ξεκάθαρα και κατανοητά.
Το “ParaNorman” είναι ένα από τα καλύτερα φετινά animation (και κατά τη γνώμη μου και των τελευταίων ετών), αφού καταφέρνει να απενοχοποιήσει ακόμα περισσότερο το στοιχείο του τρόμου και να το ταιριάξει ιδανικά με ένα σωρό χιουμοριστικές ατάκες και αλλόφρονα ευτράπελα σε ένα διασκεδαστικό, αλλά και αποκαλυπτικό κυνήγι “μαγισσών”.  Δείτε την με τη πρώτη ευκαιρία και είναι σίγουρο οτι θα την ευχαριστηθείτε και εσείς.  Α, και ρίξτε και μια ματιά στους b-movie-στικους τίτλους τέλους.  Είναι χάρμα οφθαλμών!

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι τα gag σε αναφορές κλασικών, horror ταινιών ήταν super (βλ. “Τhe Exorcist” και “Friday the 13th”), οτι η ατάκα του Mitch στο τέλος είναι για εμάς, τα μεγάλα παιδιά και οτι o η μάγισσα κάποιον μου θυμίζει…


No trivia

                

Faster, Pussycat! Kill! Kill!: Some girls are bigger than others

Καλημέρα, καλημέρα, καλή εβδομάδα και όλα τα συναφή!  Σήμερα θα ξεκινήσουμε την κριτική μας εβδομάδα, με έναν τρόπο λιγάκι ανορθόδοξο, μιας που θα ασχοληθούμε με μια ταινία από το μακρινό 1965.  Και τι ταινία ε;  Exploitation από τα λίγα.  Το “Faster, Pussycat! Kill! Kill! είναι η επιτομή του film με γρήγορα (και καλά) αυτοκίνητα, βία, ολίγον από σεξ και φυσικά μεγάλα μπούστα.  Αν θέλετε λοιπόν να περάσετε μια άκρως cult βραδιά με φίλους, σας τη συνιστώ ανεπιφύλακτα.

Η ταινία ξεκινάει με ένα κοντινό στους μηρούς και τις γυμνές κοιλιές των τριών πρωταγωνιστριών, οι οποίες φορώντας μικροσκοπικά, στραφταλιζέ μπουστάκια και βρακάκια με χάντρες, χορεύουν φρενιτωδώς σε κάποιο strip club, με ένα σωρό λιγούρια τριγύρω να γλείφονται και να γουρλώνουν να μάτια πεινασμένοι.  Αμέσως μετά η κάμερα κάνει cut, και μας μεταφέρει σε ένα ερημικό τοπίο στη μέση του πουθενά, οπού υπό τους ήχους ενός λάγνου, μουσικού κομματιού καμπαρετζίδικης εμπνεύσεως, βλέπουμε τρία αυτοκίνητα να ρολλάρουν πάνω στον χωματόδρομο, αφήνοντας πίσω τους σκόνη και άπειρη κακία.
Το story θα μπορούσε και να τελειώνει κάπου εδώ, με εμάς να απολαμβάνουμε τα διάφορα ευτράπελα που οι τρεις θανατηφόρες τύπσσες, θα αντιμετώπιζαν στη πορεία τους.  Παρόλα αυτά η υπόθεση εμπλουτίζεται ακόμα περισσότερο.  Όταν στην οθόνη κάνει την εμφάνισή του ένα ζευγαράκι, και η αρχηγός του γκρουπ, η πληθωρική και uber κακιασμένη Varla (Tura Satana), προκαλέσει το αρσενικό για μια mini κόντρα ταχυτήτων, τα πράγματα θα ξεφύγουν από τον έλεγχο και με μια καρατεκιά της, θα τον αφήσει σέκο.  Αποφασίζοντας να απαγάγουν την αρραβωνιαστικιά του θύματος, θα καταλήξουν σε ένα κακοφορμισμένο σπιτάκι, εκεί που ζει έναν ανώμαλος γέρος, με τον προβληματικό στα μυαλά, αλλά υπερτούμπανο, νεαρό γιο του, καθώς και με τον πιο normal ήρωα της ταινίας, τον μεγαλύτερο γιο.  Εκεί η Ιταλίδα Σπεράντζα Βρανά, Rosie (Haji), η μόνο βυζιά και ζωγραφιστό φρύδι, Varla και η crazy girl Ζωή Λάσκαρη, Billie (Lori Williams) θα τα βρουν επιτέλους, σκούρα.  Και καλά θα πάθουν.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας Russ Meyer, ήταν αν μη τι άλλο μια ενδιαφέρουσα περίπτωση δημιουργού, μιας που έμεινε για πάντα πιστός στο είδος του exploitation/sexploitation film, υπηρετώντας το μέχρι και το τέλος της ζωής του, το 2004.
Ο ίδιος είχε ξεκινήσει από νωρίς τη σκηνοθεσία μικρού μήκους ταινιών, κερδίζοντας μάλιστα το ένα βραβείο μετά το άλλο, αν και κάτι μας λέει οτι από τα 15 του, σίγουρα δεν είχε αρχίσει να δείχνει ακόμη τη τεράστια μανία του προς το μεγάλο, γυναικείο στήθος.  Αργότερα, εκτέλεσε χρέη κάμεραμαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ σύντομα άρχισε να εργάζεται ως φωτογράφος στο Playboy, φωτογραφίζοντας μερικά από τα πρώτα “κουνελάκια”.
Λίγο αργότερα ο Meyer γύρισε και την πρώτη του, κινηματογραφική ταινία με τίτλο “The Immoral Mr. Teas”, τη πρώτη soft πορνό ταινία, που έκανε περισσότερο από $1 εκατομμύριο εισπράξεις, καθιερώνοντας μάλλον στη συνείδηση του κοινού, τη παρουσία του Meyer, ως του σκηνοθέτη του exploitation είδους.  Και αν όντως έτσι έγινε, δεν έπεσαν καθόλου έξω.
Έπειτα από τον Mr. Teas, ακολούθησαν ταινίες όπως οι “Lorna” (1964), “Mudhoney” (1965), “Motor Psycho” (1965) και “Faster, Pussycat! Kill! Kill!” (1965), η οποία θεωρείται από τους περισσότερους, ως το αριστούργημά του.  Με αυτή ακριβώς τη ταινία, ολοκλήρωσε και την ‘Gothic’ δημιουργική του περίοδο, την ονομασία της οποίας βάσισε στο ασπρόμαυρο των συγκεκριμένων ταινιών.
Ο Meyer εργάστηκε και για τον κολοσσό, 20th Century Fox, σκηνοθετώντας το “Beyond the Valley of the Dolls” (1970) το οποίο αποτέλεσε μάλιστα, τεράστια εμπορική επιτυχία, πατώντας αυτή τη φορά στα παραδοσιακά του μοτίβα, αλλά υπό τις ευλογίες ενός μεγάλου studio.  Τελικά ο ίδιος αποφάσισε να επιστρέψει λίγο αργότερα στο προσωπικό, camp και ανεξάρτητο στυλ του, γεμάτο από σεξ, βία, επικίνδυνες γυναίκες και μπόλικο ξύλο.

Η ταινία και τελικά η σκηνοθεσία του Russ Meyer είναι εν προκειμένω μια pop art φαντασίωση, και προφανώς αυτός είναι και ο λόγος που η ταινία έχει δημιουργήσει και έχει κρατήσει μέχρι και τις μέρες μας, το απαράμιλλης αισθητικής, cult, αποτέλεσμά της.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός οτι η πρωταγωνίστρια, μαζί με τις φίλες της (μια εκ των οποίων είναι και ερωμένη της, η μελαχρινή Rosie) μοιάζουν με σύγχρονες, super ηρωίδες, αφού αγαπούν τα γρήγορα αυτοκίνητα, είναι αδίστακτες, επικίνδυνα σαγηνευτικές και μπορούν να σε ξεκάνουν με τα ίδια τους τα χέρια.  Σκέψου απλά οτι ηθοποιοί όπως ο Statham ή ο πιο παλιά καραβάνα, Sylvester Stalone, έχουν χτίσει καριέρες ολόκληρες πάνω σε μια αδρεναλινάτη πορεία, γεμάτη άπειρο πιστολίδι, ξύλο με το κιλό και ορδές κακών, που τους εκμηδενίζουν με το πάτημα μιας και μόνο σκανδάλης.  Εδώ τα πράγματα αλλάζουν.  Η γυναίκα είναι αυτή που βγαίνει μπροστά, σκληραγωγημένη μεν, αλλά χωρίς να αποχωρίζεται ποτέ τη υπερ-θηλυκή της διάσταση (το υπερβολικά μεγάλο στήθος δεν ανταποκρίνεται μόνο στους φετιχιστές, ή τους άνδρες γενικώς, που δε μπορούν να κρατήσουν το βλέμμα τους μακριά από ένα πλούσιο μπούστο, αλλά αποτελεί και μια ξεκάθαρη νύξη στην ίδια την ιδέα του φεμινισμού), διεκδικώντας με τον δικό της τρόπο κομμάτι, από τη μερίδα του λεόντος.  Τον ανδροκρατούμενο δηλαδή κόσμο.

Η πρωταγωνίστρια Tura Satana, αποτελούσε μια ιδιάζουσα περίπτωση γυναίκας.  Έχοντας ξεκινήσει από την ηλικία των 13 ετών να εργάζεται ως εξωτική χορεύτρια σε stip clubs, άρχιζε να παίζει από νωρίς σε ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού, υποδυόμενη ως επί το πλείστον την-έτσι κι αλλιώς-πληθωρική τυχοδιώκτη.  Στο “Faster….” η εικόνα της δεν αλλάζει, όπως ακριβώς και το αβυσσαλέο της ντεκολτέ, που νομίζεις οτι ανά πάσα στιγμή θα αφήσει το στήθος της να πεταχτεί έξω και να σου χώσει ένα βυζοσκάμπιλο που θα είναι όλο δικό σου.  Και αν βλέπω χαμογελάκια να σχηματίζονται στο πρόσωπό σας, μάθετε, οτι η αλήθεια δεν απέχει και πολύ από αυτό.
Ο τρόπος με τον οποίο είναι ντυμένη (φουλ του μαύρου) και ο οποίος παραπέμπει σε μέλος συμμορίας, τα αδρά της χαρακτηριστικά, η απουσία χαμόγελου (ή η διαβολική του παρουσία) και το ταυτόχρονα εκφοβιστικό και άγρια γοητευτικό της, μακιγιάζ, όλα δηλώνουν μια προετοιμασμένη φυσιογνωμία που είναι έτοιμη για οποιοδήποτε ρίσκο.  Το ενδιαφέρον εδώ είναι οτι η διάθεση της αρχηγού δεν είναι τόσο να σαγηνεύσει με τα πλούσια ελέη της, αλλά περισσότερο να “ευνουχίσει” σε έναν βαθμό, όποιον άντρα βρίσκεται απέναντί της, με το να μοστράρει από μόνη της και με τρόπο απροκάλυπτο, το στήθος της.  Αν το πάμε δηλαδή και ακόμη πιο μακριά, το γυναικείο στήθος που είναι αιωνίως ταυτισμένο με το Οιδιπόδειο ενός άνδρα, εδώ αλλάζει χρήση και δε γίνεται πλέον θεμιτό για αυτό που είναι, αλλά αποκρουστικό για όλα αυτά που υπονοεί.
Σε καμία περίπτωση ο σκοπός δεν είναι να βγάλουμε από τη μύγα ξύγκι, αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον πως ακόμα και σε b-movie ταινίες όπως αυτή, ενυπάρχουν στοιχεία εποχής και κοινωνικοπολιτικών προεκτάσεων, γεγονός που γίνεται ξεκάθαρο εδώ, με μια δεύτερη ανάγνωση της ταινίας.  Εξάλλου ας μη ξεχνάμε οτι βρισκόμαστε ακόμη στη δεκαετία του ’60, τότε που η έννοια της απελευθέρωσης είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις σε ποικίλους τομείς της καθημερινότητας.  Και τι καλύτερο να κάνεις μια “ελαφριά” ταινία εποχής, που να μιλάει για την “ζουμερή” κατάσταση του ίδιου τότε;

Όσον αφορά τις ερμηνείες μπορείτε φυσικά να μη περιμένετε τίποτα, αφού τα πάντα σε αυτή τη ταινία είναι υπερβολικά και εντελώς στημένα.  Η προφορά της δήθεν Ιταλίδας, η τρέλα της ξανθιάς χαζογκόμενας, ακόμα και ο ρόλος των αρσενικών (που εκ των πραγμάτων βρίσκεται στα Τάρταρα με έναν ηλικιωμένο πατέρα σε καροτσάκι και έναν γιο με διανοητικό πρόβλημα) είναι υποτυπώδης, αν και ο daddy της παρέας παραδίδει μια άκρως πειστική ερμηνεία, κυρίως χάρη στο αλλοπαρμένο, κακόβουλο βλέμμα του που στάζει μισογυνισμό από χιλιόμετρα μακριά.
Η σκηνοθεσία του Meyer είναι αυτή που σε κερδίζει αμέσως εξαιτίας του γρήγορου μοντάζ, της καρτουνίστικης αισθητικής του και των σκηνών όπως αυτές με τις πρωταγωνίστριες μέσα στο αμάξι και καλά να οδηγούν, αλλά τα σύννεφα στο background να παραμένουν ασάλευτα (και το κούνημα να προέρχεται προφανώς από το δύσμοιρο, παραγωγικό team που κουνούσε τα αυτοκίνητα με τα περισσής μανίας).
Το “Faster, Pussycat! Kill! Kill!” είναι μια από αυτές τις ταινίες που βλέπεις για να περάσεις καλά, πραγματική τροφή του inner, καμένου σου nerd, που ζητάει πότε πότε να το ταΐσεις κάτι εντελώς καλτ και απολαυστικά κακοφτιαγμένου.  Μέσα από χιουμοριστικούς, camp διαλόγους, καρατέκα ξυλίκικη έμπνευση, λουπαριστές μουσικές νότες, κακές γυναίκες και μια στοιχειώδη υπόθεση, αλλά και με λίγη τροφή για σκέψη, αυτή η ταινία είναι must see.  Σκέψου απλά τη μνεία που έκανε για χάρη της ο Quentin Tarantino στο “Death Proof” και θα καταλάβεις οτι μιλάμε για ΤΗΝ έμπνευση.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο σωματαράς γιος, μοιάζει αρκετά με μια πιο brutal εκδοχή του Marlon Brando, οτι η σκηνή με τα catfights και τις ιαχές καράτε είναι άπαιχτες και οτι εγώ ένα από τα poster θα το κάνω μπλουζάκι.  Τέλος.


 No trivia

Juan de los Muertos (a.k.a Juan of the Dead): Viva la revolution!

Hello hello!  Σήμερα το σκέφτηκα απο’δω, το σκέφτηκα απο’κει, και αποφάσισα να γράψω για μια ανεξάρτητη ταινιούλα εκ Κούβας, την οποία ήταν να δω στις Νύχτες Πρεμιέρας (τη τελευταία τους μέρα μάλιστα), αλλά τελικά κατέληξα να τη δω λίγο αργότερα.  Και συγκεκριμένα, μόλις ελάχιστες ώρες αργότερα, αγκαζέ με το boyfriend, στο σπίτι.  Η αλήθεια είναι, πως την περίμενα λίγο καλύτερη, αλλά στην τελική το “Juan de los Muertos” είναι μια ταινία-απόλαυση, για όλους τους fan των απέθαντων, που υπάρχουν εκεί εξώ.  Και είναι πολλοί.  Οι fan, οχι οι απέθαντοι.
Με αφορμή λοιπόν και το ξεκίνημα της τρίτης σεζόν του “The Walking Dead” (η οποία ξεκίνησε φορτσάτα, να τα λέμε αυτά), σήμερα η μέρα μας είναι αφιερωμένα στα χαριτωμένα ζόμπια, και δη αυτά της…κουβανικής καταγωγής, τα οποία για πρώτη φορά βλέπουμε στη μεγάλη οθόνη-αν δεν απατώμαι.  Ξεκινάμε λοιπόν.  Γκρρρουααα…

Τον Ιούλιο του 1953, ο Fidel Castro ξεκίνησε την επανάστασή του, κατά του Κουβανού διακτάτορα, Fulgencio Batista.  Το αποτέλεσμα μέτρησε υπέρ του μέχρι σήμερα ‘σκυλιού μαύρου’ Castro, και έτσι το 1959 ο Batista μάζεψε τα μπογαλάκια του, πήρε το κουβαδάκι του και πήγε σε άλλη παραλία-για να μιλήσουμε και με τρόπο ιστορικό.
59 χρόνια μετά, μια νέα επανάσταση μοιάζει να σιγοβράζει στο κουβανικό έδαφος, με μπροστάρη τον τεμπελχανά Juan (Alexis Diaz de Villegas), και τους έτερους ‘συναδέλφους’ στη τεμπελιά: τον κολλητό, κοιλαρά του, φίλο, τον ωραίο γιο του φίλου, μια τραβεστί όλα τα λεφτά, καθώς και τον τούμπανο φίλο της τραβεστί, ο οποίος παρά το παρουσιαστικό του, λιποθυμά στο λεπτό, μπροστά στην θέα του αίματος.  Και οι φίλοι μας, έχουν να δουν πολύ αίμα αυτές τις μέρες…

Ενώ όλα φαίνεται να κυλούν με τους ίδιους, νωχελικούς ρυθμούς στη πόλη, περίεργα κρούσματα βίας θα αρχίσουν να κάνουν την εμφάνισή τους, με τον πληθυσμό της περιοχής να μην έχει καλά καλά συνειδητοποιήσει οτι πρόκειται για κάτι πολύ σοβαρότερο: όπως έναν ιό για παράδειγμα που σε κάνει επιρρεπή στη λύσσα, τις άναρθρες κραυγές, το σάπισμα και την ακόρεστη όρεξη για ανθρώπινο κρέας.  Όταν τελικά ο Juan και η παρέα του πάρουν χαμπάρι το κακό που τους έχει βρει (προσθέστε στη παρέα και την νεαρά κόρη του Juan), τότε θα αποφασίσουν να δημιουργήσουν μια κερδοφόρα επιχείρηση, προκειμένου να εκμεταλλευτούν τη δύσκολη αυτή κατάσταση: θα εξοντώνουν-με το αζημίωτο βέβαια-κάθε ζόμπι το οποίο τους ζητείται από τους πελάτες (βλ. υγιείς ακόμη ανθρώπους).  Περιττό να πούμε οτι κάποια στιγμή το πράγμα ξεφεύγει εντελώς.  Ειδικά όταν στη μέση μπαίνει και η κυβέρνηση, η οποία πληροφορεί τους πολίτες οτι αυτοί που προκαλούν τον αιμάτινο χαμό, είναι επαναστάτες του αντίπαλου, πολιτικού μετώπου, οι οποίοι θέλουν να την ανατρέψουν.  Yeah right…

Έκτη μεγάλου μήκους ταινία του Αργεντινού, Alejandro Brugues, ο οποίος μέχρι τώρα έχει σκηνοθετήσει φιλμάκια, που η αλήθεια είναι πως δεν είχα ακούσει ποτέ στη ζωή μου.
Αν δε βαριέσαι να τον ψάξεις λίγο παραπάνω, κάποιοι τίτλοι του είναι οι “Personal Belongings”, “Fabula” (σενάριο) και “Frutas en el Cafe” (πάλι σενάριο), αν και μεταξύ μας, δε νομίζω να έχουν το ίδιο fun με τη πιο πρόσφατη, ζομπίστικη προσπάθειά του.
Για την ιστορία, να σου πω επίσης, οτι το “Juan de los Muertos” έχει τσεπώσει σχεδόν όλα τα βραβειάκια των αντίστοιχων κινηματογραφικών φεστιβάλ στα οποία έχει συμμετάσχει, και προφανώς εννοούμε αυτά, του φανταστικού.  Στην Ελλάδα προβλήθηκε στη κατηγορία “Μετά τα μεσάνυχτα” και φανταζόμαστε οτι αν είχε συμμετάσχει στο φεστιβάλ του Sundance, θα ανήκε στη κατηγορία “Midnight Madness”, στην οποία πολύ πιθανό και να κέρδιζε.
Βεβαίως μη περιμένετε να κλείσω αυτή τη μικρή, και συνήθως αφιερωμένη στον σκηνοθέτη της ταινίας, παράγραφο, χωρίς να αναφερθώ έστω και λίγο στο επικά cult poster της ταινίας, καθώς θα ήταν ντροπή.
Πολύ κακός Juan που ουρλιάζει στο προσκήνιο, με ψηφιακές πιτσιλιές αίματος στο μπλουζάκι;  Check.  Κοιλαράς φίλος στο πλάι, με bad ass ύφος χιλίων καρδιναλίων και βάλε;  Check.  Υπερcool γιος κοιλαρά φίλου στην άλλη πλευρά, με γυαλί Ray Ban και στάση ‘γατάκια-ζόμπι, για ελάτε και θα σας δείξω εγώ.  Γατάκιααα’;  Check.  Η αργεντίνικη σημαία να πιάνει όλο το background, ξεσκισμένη και μέσα σε ένα χρώμα κίτρινο σα τον ίκτερο;  Check.  Και φυσικά, κτίρια, εκρήξεις, και ολίγον από σαπιοχέρια στον πάτο του poster;  Μα φυσικά και check.  Απορώ τι άλλο θέλετε.  Μμμ, ίσως τον Godzilla να έχει αρπάξει τον Rex τον τυραννόσαυρο από τον λαιμό, ρίχνοντας δεξί κροσέ στα μούτρα του King Kong, και το George Romero να έχει αναληφθεί στα ουράνια μέσα σε ένα χρυσό φως, καθισμένος σε μια βελούδινη, μπορντό πολυθρόνα.  Ίσως…

Η ταινία είναι ένα από εκείνα τα εντελώς fun φιλμάκια, που συνήθως βλέπεις αραχτός μπροστά στη τηλεόραση, παρέα με τους κολλητούς και απλά κάνεις καφρίλες, αλλά ενδείκνυται και για όταν θες ζόμπι στο menu, χωρίς όμως την μεγάλη τρομάρα βρε αδελφέ!  Βάζεις έτσι να δεις τον Juan, με τον Κουβανοαργεντινό (τι ακριβώς είναι θα σας γελάσω) John Torturo ή αλλιώς Alexis Diaz de Villegas και ξενοιάζεις.
Η αλήθεια βέβαια είναι οτι ο Juan, είναι μια τόσο απροκάλυπτα b-movie φύσεως ταινία, ώστε ούτε οι ίδιοι οι ηθοποιοί δε παίρνουν τους εαυτούς τους στα σοβαρά, παραπέμποντας περισσότερο σε απολαυστικές, cult καρικατούρες, παρά σε ανθρώπους που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το νεκροζώντανο κακό που τους απειλεί.
Το ωραίο με τη συγκεκριμένη παραγωγή, είναι η ατμόσφαιρα που αποπνέει η ίδια η Κούβα.  Παθιασμένη, καυτή και sexy, είναι πραγματικά αλλόκοτο το πως ο σκηνοθέτης έχει καταφέρει να κρατήσει αυτή την εικόνα, μέσα σε μια ταινία splatter.  Και όμως το κάνει τόσο καλά.  Είτε ρίχνοντας στο παιχνίδι πληθωρικές πόρνες, είτε βάζοντας να παιχτεί ένα ειδύλλιο ανάμεσα στη κόρη του Juan, και τον γιο του κολλητού του, είτε πάλι γεμίζοντας τα πλάνα του από καθάριο, γαλάζιο ουρανό και αλκοολικά τσουγκρίσματα, το σίγουρο είναι οτι ο Brugues δεν είναι καθόλου φειδωλός στη παρουσίαση της Κούβας, την οποία καθιστά ουσιαστική πρωταγωνίστρια, από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας.  Και καλά κάνει.

Αν περιμένεις να δεις μια ταινία με την οποία θα τρομάξεις, σου έχω κακά μαντάτα καθώς αυτό που κυριαρχεί εδώ είναι το χιούμορ και το χιούμορ μόνο.  Οk ο Brugues μπορεί να επιλέγει και ολίγον από συναίσθημα, αλλά μη περιμένετε τίποτα δακρύβρεχτο, καθώς όπως είπαμε ο βασικός σκοπός είναι η πρόκληση μιας κωμικής φρίκης, μέσα σε ένα περιβάλλον που έχει αρχίσει να παραπαίει επικίνδυνα.
Και κάπου εδώ αυτοί που αρέσκονται στο κάτι παραπάνω, θα μπορέσουν να αντιληφθούν την ειρωνεία αυτού του κινηματογραφικού επιτεύγματος, όσον αφορά τη πολιτική του διάσταση.
Η κυβέρνηση εθελοτυφλεί και ενημερώνει τους πολίτες οτι οι νεκροί είναι στασιαστές, επαναστάτες που θέλουν να της πάνε κόντρα, αδιαφορώντας για το πραγματικό πρόβλημα που έχει κατακλύσει ολόκληρη τη Κούβα (και προφανώς, οχι μόνο).
Στην ουσία θα μπορούσαμε να πούμε οτι πρόκειται και για έναν έμμεσο, εύστοχο σχολιασμό, πάνω στην πολιτική ιστορία και τις κοινωνικές αναταραχές της χώρας;  Γιατί οχι;  Εξάλλου στο πρόσωπο των γραφικών ζόμπι, μπορούμε να αναζητήσουμε είτε το αντίπαλο, πολιτικό δέος, είτε την ίδια τη κυβέρνηση η οποία με μυαλό σαθρό, και σάπια πολιτική αντίληψη, εξακολουθεί να χειραγωγεί τους πολίτες της.  Και στη προκειμένη περίπτωση, με κάτι περισσότερο από καταστροφικά αποτελέσματα.
Ως προς τη σκηνοθεσία της, μιλάμε για μια έντιμη προσπάθεια, δεδομένου και του μικρού-όπως όλα δείχνουν-budget το οποίο φαίνεται να είχε η ταινία.  Τα ειδικά εφέ, μοιάζουν πολύ ειδικά και πολύ ψεύτικα, αλλά κάτι μου λέει οτι αυτό είχε στο μυαλό του και ο σκηνοθέτης.  Παράλληλα, οι ευτραπελικές καταστάσεις αποτελούν τη βάση της υπόθεσης, οι οτινανικοί χαρακτήρες το κερασάκι στη τούρτα και γενικώς όλο το γλυκό δένει, χάρη στη προσηλωμένη προσπάθεια του δημιουργού: να κάνει μια “χιουμοριστική”, splatter ταινία με ζόμπια και υπόνοιες πολιτικού περιεχομένου.  Μα είναι να μη σ’ αρέσει;

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο εναπομένον νεαρός έπειτα από ένα zombie outbreak, είναι πάντα ωραίος, οτι ποτέ δε κατάλαβα γιατί ο χοντρούλης φορούσε τη στολή του δύτη και οτι το τέλος είναι ‘πιο χολιγουντιανό πεθαίνεις’.


No trivia

Safety Not Guaranteed: The past is waiting for you…

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Hello again!  Μμμ σήμερα και έπειτα από το πολλά βαρύ και την αυστηρή κριτική μου για το “Amour” (να με συγχωράτε, αλλά έτσι μου βγήκε), είπα να ελαφρύνω λιγάκι πάλι το κλίμα και να ασχοληθούμε με ένα ταινιάκι που έκλεψε τις εντυπώσεις στις φετινές, Νύχτες Πρεμιέρας, και μάλιστα για τους σωστούς λόγους.  Το “Safety Not Guaranteed” είναι μια απόλυτα fun, indie ταινία, την οποία οι λάτρεις των καλοφτιαγμένων, low budget films, δε πρέπει να χάσουν.  Και αν νομίζετε οτι υπερβάλω, για να δούμε ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που την καθιστούν τόσο αξιαγάπητη.  Here we go!

Τρεις εργαζόμενοι ενός περιοδικού, αποφασίζουν να τσεκάρουν μια άκρως ενδιαφέρουσα, αν και ομολογουμένως περίεργη αγγελία, η οποία ζητά partner για ένα επικείμενο ταξίδι στο…παρελθόν!  Έτσι λοιπόν ο ερωτύλος γόης Jeff (Jake Johnson), η εναλλακτική hip Darius (Aubrey Plaza) και ο Κουθραπαλίζον Ινδός Arnau (Karan Soni) που όπως όλα δείχνουν είναι ακόμα παρθένος, ξεκινούν ένα ιδιόμορφο ταξίδι, προκειμένου να ανακαλύψουν τη πραγματική ταυτότητα του τύπου, που έγραψε τη ‘τρελή’ αυτή αγγελία.  Σύντομα θα μπλεχτούν σε ένα περιπετειώδες road trip σε μια πανέμορφη, παράκτια πόλη, οπού θα γίνουν τελικά τα αποκαλυπτήρια, όταν η Darius βάλει όλη τη γοητεία και τη σπιρτάδα της, σε δράση.  Ο Kenneth (Mark Duplass) όπως θα δουν, είναι ένας παλιομοδίτης τύπος με 80s’ αμφίεση, δεμένη μπαντάνα στο κεφάλι τύπου Karate Kid και κλασική κουπ mullet.  H Darius από γνήσιο, δημοσιογραφικό ενδιαφέρον-σε πρώτη φάση δηλαδή-θα δηλώσει στη στιγμή συνέταιρος στο εγχείρημα του Kenneth και μαζί, θα ξεκινήσουν τη προετοιμασία τους για το “back to the past”.
Όταν όμως τα πράγματα αρχίσουν και επισήμως να περιπλέκονται, με την εμφάνιση μερικών, κυβερνητικών(;) που μοιάζουν να παρακολουθούν τον Kenneth, όλοι θα απορρήσουν αν ο μοναχικός αυτός τύπος έχει χάσει ολοκληρωτικά το μυαλό του.  Well, has he?

Όπως πλέον έχεις συνηθίσει και εσύ, το “Safety Not Guaranteed” είναι η πρώτη, μεγάλου μήκους, κινηματογραφική απόπειρα του δημιουργού της και συγκεκριμένα του Καλιφορνέζου Colin Trevorrow.
Ο Colin μετρώντας μόνο μια σκηνοθετική προσπάθεια, σε διάφορα είδη (short film, documentary και TV movie) επιτέλους, καταφέρνει με αυτή την indie sensation να προκαλέσει το ενδιαφέρον του πιο hipster (και οχι μόνο) κοινού, ενώ και το πέρασμά της από τα κινηματογραφικά φεστιβάλ του Sundance και του SXSW του προσδίδει αναμφίβολα κάτι από hyped, εναλλακτική πρόταση της χρονιάς.  Και δε κάνουμε πλάκα.
Αν σκεφτεί μάλιστα κανείς, οτι ο σεναριογράφος Derek Conolly έστησε ένα τόσο έξυπνο και ταυτόχρονα ενδιαφέρον σκηνικό, με τα πλέον ουσιώδη και απλά συστατικά, τότε δεν είναι να απορεί κανείς που το αποτέλεσμα είναι κάτι παραπάνω από αξιοπρεπές.  Και βεβαίως το καλύτερο δε σας το είπα ακόμη.  Το σενάριο βασίζεται σε μια πραγματική αγγελία, όπως αυτή δημοσιεύθηκε το 1997 στο περιοδικό, Backwoods Home magazine, το original απόκομμα της οποίας, εμφανίζεται και μέσα στην ταινία, όταν οι εργαζόμενου του περιοδικού συζητούν για το ρεπορτάζ που θέλουν να αναλάβουν (και συγκεκριμένα ο Jeff, μιας που τα δυο νεαρά παιδιά είναι interns, στα οποία απευθύνεται σε πρώτη φάση ως “the lesbo” and “the Indian”.  Αυτά είναι.)
Η διάθεση των δημιουργών πάντως, να συμπεριλάβουν την πραγματική διάσταση της time travel αγγελίας, δε περιορίζεται μόνο στη χρήση του αποκόμματος της εφημερίδας, αλλά και στην cameo εμφάνιση του πραγματικού συντάκτη, καθώς και στο σπίτι στο οποίο διαμένει ο πρωταγωνιστής της ταινίας (το περιοδικό Backwoods Home, μπορούμε να το μεταφράσουμε και ως “σπίτι μέσα στο δάσος”).  Ετοιμαστείτε.  Οι συνωμοσιολογίες είναι εδώ.

Η ταινία έχει μια απόλυτα feelgood διάθεση, που ακόμα και αν δε σου φαίνεται, θα σου φανεί σίγουρα κάπου προς το τέλος της, όταν και δοθούν οι σωστές (επιτέλους!) πλέον απαντήσεις, που αρμόζουν σε τέτοιου είδους προσπάθειες.  Και τι εννοώ.
Όταν απολαμβάνεις μια ανεξάρτητη παραγωγή, δε μπορείς παρά να σκεφτείς αν το δημιουργικό team, είναι όντως τόσο δημιουργικό, ώστε να καταφέρει να σου δώσει αυτό το κάτι πρωτότυπο και αναζωογονητικό που αποζητάς, χωρίς να υποπέσει σε τετριμμένες καταστάσεις και κλισέ, που ταιριάζουν περισσότερο σε αποχαυνωμένες, χολιγουντιανές παραγωγές.  Ε λοιπόν εδώ είναι και επειδή δε θέλω να σου κάνω το παραμικρό spoiler, προκειμένου να σου χαλάσω τη ταινία, σου λέω απλώς οτι δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα.  Πάμε παρακάτω λοιπόν.
Μη περιμένεις οτι μέσα στη ταινία δε θα δεις και ολίγον από ρομάντζο (μιας που αντικειμενικά μιλώντας, πουλάει), αλλά επίσης μη περιμένεις να ξενερώσεις τη ζωή σου μέσα από δακρύβρεχτες εξομολογήσεις, corny συναισθήματα all around the place και μηδαμινή χημεία, που για λόγους δολαρίων, πρέπει οπωσδήποτε να πιεστεί, για να βγει στην επιφάνεια.
Το love story της Darius και του Kenneth, δε το λες και ακριβώς λαβ στόρι και αυτό είναι κάτι που λειτουργεί, μιας που ξεκινάμε από μια υποβόσκουσα “τσάι και συμπάθεια”, μόνο για να καταλήξουμε σε ένα κάπως awkward συναισθηματικό δέσιμο των δυο πρωταγωνιστών, στα πλαίσια φυσικά του καθόλα ανεξάρτητου χαρακτήρα της ταινίας.  Εν ολίγοις, τα παιδιά είναι δυο εκκεντρικές υπάρξεις που κατά έναν περίεργο και ‘οh so cute’ τρόπο, φαίνεται να ενώνουν ο ένας τον άλλον.  Ναι, ακόμα και αν δε το έχουν πάρει χαμπάρι.

Το story ομολογουμένως πρωτότυπο, καταφέρνει να σου κρατήσει το ενδιαφέρον, αν και δε θα πρέπει να περιμένεις οτι είναι το next, big thing όσον αφορά το sci fi κομμάτι του, το οποίο περισσότερο πλανάται στον αέρα, παρά χρησιμοποιείται με τρόπο χειροπιαστό μέσα στη ταινία.  Ακόμα και έτσι όμως ο συνδυασμός cool ατακών, με σωστή δόση χιούμορ, η εντυπωσιακή σκηνοθεσία στα Ocean Shores της Washington που παραπέμπει σε μια απροσδιόριστα, παλιακή εποχή (ακόμα δηλαδή και πριν το 1997) και γενικότερα, η ατμόσφαιρα που δημιουργεί συμπαθητικά ευτράπελα προωθώντας την υπόθεση, κάνουν το “Safety Not Guaranteed” ένα ταινιάκι, την ‘περιπέτεια’ του οποίου, πολύ θα ήθελες να ζήσεις με τους κολλητούς σου.
Και κάπου εδώ να πούμε (για να σε πείσουμε περισσότερο δηλαδή), ότι αν σου άρεσε το γλυκόπικρο “Little Miss Sunshine”, τότε μάθε οτι οι ίδιοι παραγωγοί έχουν αναλάβει και εδώ τα ηνία, οπότε αυτό αποτελεί μια ακόμη θετική ένδειξη, πως αν την επιλέξεις, σίγουρα δε θα χάσεις.  Α ναι!  Σε όλα αυτά, ρίξε και ένα υπέροχα μελωδικό, ολίγον παλιομοδίτικο και ‘συνεφφιασμένο’ soundtrack, το οποίο περιλαμβάνει μια top notch εκτέλεση του song “Big Machine” από τον πρωταγωνιστή, Mark Duplass, καθώς και το πανέμορφο “Civilian” των Wye Oak.  Άκουσε τα.

Για τις ερμηνείες και πάλι τα καλύτερα έχουμε να πούμε.  Ο Duplass κερδίζει σίγουρα τις εντυπώσεις, χάρη στην ιδιαιτερότητα του ρόλου του, που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν όντως μπορεί να ταξιδέψει στο παρελθόν, ή αν στη τελική, έχει κάποιο mental problem.  Αν μάλιστα η φάτσα του σου φαίνεται γνωστή, είναι γιατί ο συγκεκριμένος ηθοποιός αρέσκεται να παίζει σε πιο χαμηλού budget φιλμάκια, τα οποία κρατούν πάντα κάτι από indie διάθεση, όπως τα “The Puffy Chair” και “Humpday”.
Εδώ, πραγματικά είναι μια συγκινησιακή αποκάλυψη με πολλές καλές στιγμές και απρόσμενα ταιριαστή χημεία με την Αubrey Plaza, η οποία είναι επίσης πολύ καλή.  Μιουταρισμένη ερμηνεία, καυστικές ατάκες εκεί που δε το περιμένεις και μια πληθωρική παρουσία που γεμίζει την οθόνη.  Στο πλευρό τους οι Jake Johnson και Karan Soni, αποτελούν το ιδανικό οτινανικό δίδυμο, κρατώντας σίγουρα και αυτοί, δυο ρόλους, που ταιριάζουν ταμάμ μέσα στη ταινία.
Το “Safety Not Guaranteed” είναι μια ανεξάρτητη παραγωγή, με αρχή, μέση και τέλος.  Και τι τέλος!
Αν θέλετε να περάσετε μια γλυκιά βραδιά, τότε αυτή είναι η ταινία για εσάς.  Πολύχρωμη, σκηνοθετικά υπέροχη και με μια όμορφη μουσική επένδυση που σε ‘ψήνει’, σε καλεί να τη γνωρίσεις.  Trust me.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το να έχεις προσθετικό αυτί, μπορεί να είναι cool, οτι θέλω τα μαλλιά της πρωταγωνίστριας και οτι ένα παλιακό, κίτρινο αυτοκίνητο είναι πάντα must.


No trivia

Fat Kid Rules the World: And he rules it well

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Καλή εβδομάδα και σήμερα σε όλους!  Χθες το βράδυ, 30 Σεπτεμβρίου, παρέα με τον μήνα, μας αποχαιρέτισε και ένα ακόμη κινηματογραφικό φεστιβάλ Αθηνών, το οποίο είχε για ακόμη μια φορά ηχηρή παρουσία και φέτος.  Άσχετο, αλλά για να μη ξεχαστώ κιόλας, καλό μήνα σε όλους βρε!!
Μετά και από το χθεσινό, υπέροχο κλείσιμο του φεστιβάλ με μια από τις hands down, καλύτερες ταινίες της χρονιάς, το “Beasts of the Southern Wild”, η βραδιά κύλησε όμορφα και σίγουρα μας κρατούσε το καλό για το τέλος.  Υπέροχο κομμάτι cinema, είναι μια ταινία που δε πρέπει να χάσετε (αν με το καλό πάρει διανομή και σε εμάς) και για την οποία θα μιλήσουμε και εμείς μέσα στις επόμενες εβδομάδες.
Σήμερα θα ασχοληθούμε με μια ακόμη ταινία την οποία παρακολούθησα στα πλαίσια του φεστιβάλ, και μπορώ να πω πως αν και μπήκε σφήνα στο πρόγραμμα το οποίο είχα βγάλει, ήταν τελικά μια από τις καλύτερες που είδα.  Αισιόδοξη, τρυφερή, αλλά και πικρούτσικη, το “Fat Kid Rules the World” ήταν αναμφίβολα μια αποκάλυψη για όσους παρευρέθησαν στις αίθουσες και μια πραγματική, εφηβική απόλαυση αν με ρωτάτε.  Κάπου εδώ θέλω επίσης να πω, οτι από εδώ και πέρα, ακόμα και αν οι Νύχτες τελείωσαν, τον παραπάνω τιτλάκο θα συνεχίσω να τον βάζω, πρώτον, γιατί θα αποτελεί αναφορά στις ταινίες που θα προτείνω, και που είδα στο φεστιβάλ, και δεύτερον, γιατί καθότι ψυχαναγκαστικό άτομο, δε θα μπορούσα να συνεχίσω να βάζω ταινίες χωρίς την παραπάνω παραπομπή, μιας που έχω ήδη ανεβάσει κάποιες που φέρουν τον αντίστοιχο τίτλο (όσοι δε θέλετε να με έχετε φίλη πια, θα το καταλάβω).  Και τώρα, περνάμε στο ψητό.

O Troy (Jacob Wysocki) είναι ένας παχύσαρκος έφηβος με αυτοκτονικές τάσεις, καθώς πέρα από την αγάπη του για το φαγητό, δε λες οτι έχει και καμιά άλλη στη ζωή του (αν και πολύ θα’θελε).  Ούτε φίλους, ούτε κοπέλα, ούτε καν μητέρα, μιας που έχει πεθάνει, με αποτέλεσμα να ζει μαζί με τον πρώην πεζοναύτη πατέρα του, Μr. Billings (Billy Campbell) και τον μικρότερο αδελφό του, Dayle (Dylan Arnold).
Όταν μια μέρα ο Troy αποφασίσει πως ήρθε η ώρα να βάλει τέλος στη θλιβερή ζωή του, θα σταθεί μπροστά από ένα λεωφορείο και θα αρχίσει να φαντασιώνεται το σπλατερικό του τέλος, τίγκα στην αιματίλα.  Και εκεί που το σχέδιο πάει να ευοδώσει, θα πεταχτεί στα ξαφνικά ένας περίεργος νεαρός, ο Marcus (Matt O’Leary) ο οποίος θα τον σώσει.  Το πράγμα όμως δεν είναι και τόσο απλό, όταν ο άστεγος και ναρκομανής Marcus, απαιτήσει από τον Troy να δημιουργήσουν μια…rock μπάντα, ως αντάλλαγμα για τη σωτηρία της ψυχής του (που είναι τελικά πολύ μεγάλο πράγμα).
Ο Troy που δεν έχει ιδέα πως να παίζει ντραμς, και ακόμα περισσότερο τι πάει να πει rock, θα πειστεί τελικά να κάνει μια προσπάθεια και να βοηθήσει τον Marcus στο ‘φιλόδοξο’, μουσικό του project.  Θα πρέπει όμως πρώτα να αντιμετωπίσει ένα σοβαρό πρόβλημα: να βοηθήσει τον καινούριο του φίλο, να ξεπεράσει το πρόβλημα της εξάρτησής του.  Πράγμα, καθόλου εύκολο…

Το “Fat Kid Rules the World” είναι μια πραγματικά feelgood ταινία, η οποία μέσα από οικογενειακές δυσκολίες και σύγχρονα θέματα-μάστιγες, όπως αυτό των ναρκωτικών, αλλά και της αποξένωσης, καταφέρνει να πάρει στροφή προς κάτι πιο αισιόδοξο, καταλήγοντας να είναι ταυτόχρονα και μια από τις πιο αναπάντεχα καλές, coming of age ταινίες που έχεις δει τελευταία.
Το φιλμάκι αυτό βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της νεαρής, Αμερικανίδας συγγραφέως KL Going, και συγκαταλέγεται όπως καταλαβαίνεις στη κατηγορία της λογοτεχνίας που προορίζεται για “young adults”.  Η ιστορία γράφτηκε το 2003 και η ‘American Library Association’ ανακήρυξε το βιβλίο ως ένα από τα καλύτερα της περασμένης δεκαετίας.  Και αν ακόμα δεν έχω τη προσοχή σου, είμαι σίγουρη πως μετά από την αποκάλυψη του σκηνοθέτη, θα την έχω.  Και ποιος είναι αυτός;  Ο Matthew Lillard.
Όσο περίεργο σου φαίνεται εσένα, άλλο τόσο φάνηκε και σε εμένα, ιδιαίτερα αφού τσέκαρα τον σκηνοθέτη, μετά το τέλος της ταινίας, και αν δεν έχεις καταλάβει ακόμα για ποιον μιλάμε, να σου πω οτι ο Lillard είναι ένας από τους πιο γελοίους τύπους που μπορεί να θυμηθείς να παίζει σε ταινίες, καθότι ηθοποιός.  Από το “Scream” (1996), μέχρι το corny “She’s All That” (1999), και από το alter-ego Shaggy του “Scooby-Doo” (2002), μέχρι το πιο πρόσφατο, ‘ποιοτικό’ του πέρασμα από τη ταινία του Alexander Payne, “Τhe Descendants”.
Μπορεί εν ολίγοις ο Lillard να μη φημίζεται κιόλας για το υποκριτικό του ταλέντο, μιας που αναλώνεται σε χαζορόλους εξίσου χαζών ταινιών, παρόλα αυτά με τη πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, μοιάζει να βρίσκει τον κινηματογραφικό του στόχο, που χαρακτηρίζεται από μια ολοφάνερη indie διάθεση, χαλαρούς, σκηνοθετικούς ρυθμούς και μπόλικες δόσεις εναλλακτικού στυλ.

Η ταινία δεν έχει καμία διάθεση διδακτισμού και απλά παίρνει την πραγματικότητα ως έχει.  Ούτε κατακραυγή για τον εθισμό του Marcus στα ναρκωτικά, ούτε για την υπέρβαρη παρουσία του Troy, ούτε και για μια ολόκληρη γενιά που απολαμβάνει τη μουσική της επανάσταση και προσπαθεί (ή οχι) μέσα από αυτή.
Προσωπικά, μου έκανε τεράστια εντύπωση το γεγονός, οτι ο πατέρας του Troy, είναι πρώην marine, καθώς κάποιος θα σκεφτόταν οτι τέτοιου είδους, σκληροπυρηνικοί τύποι, δεν αφήνουν τα παιδιά τους να γίνουν μπουλούκοι, και οτι στις περισσότερες περιπτώσεις, η “ράβδος” και η λεκτική βία, κάνουν θαύματα (αν και όλοι ξέρουμε οτι δημιουργούν θύματα).  Έχοντας στο μυαλό μου τον πρώην στρατιωτικό πατέρα του Ricky στη ταινία του Mendes, “American Beauty”, φανταζόμουν οτι η περίπτωση πατέρα-γιου θα ήταν παρόμοια και εδώ.  Τελικά έκανα λάθος, μιας που για πρώτη φορά είδα τη “πατρική φιγούρα που έχει τελέσει σε ειδικές δυνάμεις”, ακομπλεξάριστη, αυστηρή μεν, πραγματικά ανθρώπινη δε.
Γενικότερα αυτό που μπορεί κανείς να παρατηρήσει εύκολα σε αυτό το-με δικό του τρόπο-fan ταινιάκι, είναι πως έχει μια αισιοδοξία και μια αγάπη για τη ζωή, ακόμα και όταν αυτή σου προσφέρει στο πιάτο τη πιο κακομαγειρεμένη της μερίδα.  Ακόμα και τότε, ο Troy θα συνεχίσει να τρώει (αυτό θα μπορούσε να είναι και σεφερλικό αστείο) και να υπάρχει, ο Mr. Billings να πονάει, αλλά να κρατάει την οικογένεια ενωμένη και ο Marcus να εθίζεται όλο και περισσότερο, αλλά να εξακολουθεί να ροκάρει.
Οι χαρακτήρες του “Fat Kid Rules” είναι σαφέστατα έρμαια των επιλογών τους, αλλά έχουν την επιλογή να τις αντιμετωπίσουν και να τις αλλάξουν.  Δεν υπάγονται τόσο σε μια μοιρολατρική διάθεση τέλους (ακόμα και η δήθεν αυτοκτονία του Troy, παρουσιάζεται με τρόπο μαύρα χιουμοριστικό), όσο σε μια χειροπιαστή, δύσκολη πραγματικότητα, από την οποία ανταπεξέρχονται μέρα με τη μέρα.  Και αν κάτι κάνει αυτό το film αξιοπρόσεχτο, είναι η φροντισμένη σκηνοθεσία και η ειλικρινής αγάπη με την οποία πλάθει ο Lillard τους ήρωές του.  Good job.

 

Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών είναι προσεγμένες και απλές, καθότι υποδύονται και άτομα της διπλανής πόρτας, χωρίς αυτό να σημαίνει οτι δε χαρακτηρίζονται από μια δυναμική, που πρέπει να συναντά κανείς σε τέτοιου είδους, ανεξάρτητες προσπάθειες.
Αυτός που αναμφίβολα κερδίζει τις εντυπώσεις με τη πληθωρική του παρουσία, είναι φυσικά ο Wysocki, τον οποίο ίσως και να θυμάσαι από τη ταινία “Terri”, οπού και συμπρωταγωνιστούσε στο πλευρό του John C. Reilly.  Ο ρόλος του δεν ήταν και πολύ διαφορετικός απ’οτι στη ταινία του Lillard, μιας που και εκεί έπαιζε έναν εκτοπισματικό έφηβο, ο οποίος προσπαθούσε να τα βρει με τη ζωή του.
Εδώ ο Wysocki μοιάζει περισσότερο να αυτοσαρκάζεται και από ένα σημείο και μετά απλά, ‘he doesn’t give a damn!’, και καλά κάνει.  Στην ουσία, η σταδιακή του μετεξέλιξη από έναν κομπλαρισμένο, μοναχικό έφηβο, σε ένα παιδί με δίπλωμα στη δύσκολη ζωή, είναι κάτι το συγκινητικό να το βλέπεις, και ακόμα και αν μιλάμε τελικά για ένα χιλιοπαιγμένο σενάριο και πάλι εγώ θα σου πω, οτι αυτές οι indie παραγωγές είναι που κρύβουν το λαχταριστά, φρέσκο ζουμί.
Ευαίσθητος και πάνω απ’ολα καλός φίλος, ο Troy είναι ένας άνθρωπος των καιρών του, που παλεύει να κάνει τη διαφορά.  Ακόμα και αν αυτή περιορίζεται στη σωτηρία του νεοαποκτιθέντα φίλου του.  Λίγο είναι αυτό;
Από την άλλη πλευρά, πολύ καλός και ο O’Leary, ο οποίος αν και βέρο Αμερικανάκι, εντούτοις περνάει ευκολότατα για british boy, με λιγδωμένο μαλλί,  ξεσκισμένο ντύσιμο και κιθάρα στην αγκαλιά για punk-rock νότες.  Μαζί με τον Wysocki μάλιστα δημιουργούν ένα δίδυμο με χημεία που σε πείθει για όλες τις νεανικές τους τρέλες: καλές, κακές, χοντροκομμένες και απλά, αληθινές.
Ας μη ξεχάσουμε εδώ και τον Billy Campbell (τον θυμάσαι από το ξυλίκι που του είχε χώσει η-και πολύ κακιά-Jennifer Lopez στο “Enough”;) στον ρόλο του πατριάρχη, που δίνει μια όμορφα ώριμη ερμηνεία, και αναλαμβάνει μερικές από τις καλύτερες ατάκες της ταινίας.

Η σκηνοθεσία ακολουθεί ανάλαφρους ρυθμούς και για κάποιον λόγο αν δεν είχα δει οτι πρόκειται για αμερικάνικη παραγωγή, θα είχα ορκιστεί οτι πρόκειται για κάποια ανεξάρτητη, βρετανική ταινία.
Ο Lillard ακολουθεί ράθυμες διαδρομές, χωρίς να τους λείπει όμως μια νεανική δυναμική και καταφέρνει να δημιουργήσει ένα κλίμα πραγματικότητας, αλλά και με δόσεις φαντασιακής διάθεσης, κυρίως όταν ο Troy σκέφτεται τρόπος για να εξοντώσει τον…εαυτό του.
Αν έχεις δει το “The School of Rock” και σου άρεσε, τότε θα μπορούσαμε να πούμε οτι το “Fat Kid Rules the World” είναι σαν την ενήλικη μετάβαση της ταινίας με τον Jack Black.  Σπινθηροβόλο, γλυκά αισιόδοξο και με τα απαραίτητα, ροκ γρατσουνίσματα, είναι μια τόσο feelgood ταινία, όσο και τα μηνύματα που θέλει να περάσει.  Τσέκαρέ την με τη πρώτη ευκαιρία.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το παντελόνι στον τοίχο είναι και πολύ rock, διακοσμητική πρόταση, οτι όταν κάνεις μάστερ το γύρισμα της μπαγκέτας στο χέρι, έχεις αρχίσει να μαθαίνεις ντραμς και οτι όταν φαντάζεσαι πως το αίμα σου είναι μια κόκκινη μάζα από…ζελέ, ε, είναι πιο fun.

No trivia

Smashed: Hangover all around bitch!

NEW ARRIVAL

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Γεια σας γεια σας!  Ξεκίνησε και χθες επίσημα πια, το 18 Φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας, με πολλές και διάφορες ταινίες για όλα τα γούστα.  Η δική μου παρουσία περιορίστηκε στις αίθουσες του ΔΑΝΑΟΥ, μιας που απόλαυσα δυο πολύ καλές ταινίες, και έτσι για εμένα, το φεστιβάλ, ξεκίνησε με τον καλύτερο τρόπο.  Η πρώτη προβολή ξεκίνησε με το “Teddy Bear” ένα δανέζικο δράμα σχετικά με το πασιφανές οιδιπόδειο ενός τεράστιου μποντιμπιλντερά, με τη μητέρα του, γεγονός που καθιστά δύσκολη την περαιτέρω σχέση του με το αδύναμο φύλλο.  Πολύ καλή και μετρημένη η ταινία, θα μιλήσουμε γι’ αυτή από την άλλη εβδομάδα.  Μέχρι τότε, τη προτείνω ανεπιφύλακτα μιας που θα παιχτεί σε επαναλήψεις στις 20:00 σήμερα, στο ΟDEION ΟΠΕΡΑ, αλλά και τη Πέμπτη, 27 Σεπτεμβρίου στις 20:00, πάλι στην ΟΠΕΡΑ.  Από την άλλη πλευρά, έχουμε το “Smashed” για το οποίο θα πούμε δυο πραγματάκια σήμερα, οπότε δε λέω εδώ κάτι περισσότερο πέρα από το οτι ήταν μια πραγματικά feelgood ταινία, με τον δικό τις κατά πολλές στιγμές, πικρό και ακαλούποτο τρόπο.  Αν σήμερα ψάχνεστε για ταινία, τσεκάρετε στις Νύχτες το “Grabbers” με ένα μάτσο εξωγήινους αλλεργικούς στο…αλκοόλ, μια ταινία του σκηνοθέτη των “Shaun of the Dead” και “Hot Fuzz” (ΔΑΝΑΟΣ 1, 00:00), ενώ για πιο απογευματινούς τύπους υπάρχει και το “Safety Not Guaranteed”, όπως όλα δείχνουν-πολύ καλό romantic, sci-fi ταινιάκι που κέρδισε το βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ του Sundance (17:45 ΙΝΤΕΑΛ).  Αυτά λοιπόν.  Ξεκινάμε!

Η Kate (Mary Elizabeth Winstead) και ο σύζυγός της Charlie (Aaron Paul), είναι ένα νεαρό ζευγάρι εθισμένο στο αλκοόλ, που εκτός από την τρέλα της ηλικίας τους, κουβαλούν και τις extra δόσεις τρέλας που τους προσφέρει ένα φλασκί καλό ουίσκι, ή μια δωδεκάδα μπύρες.
Αν και οι δυο τους αντιμετωπίζουν μέχρι ενός σημείου τον εθισμό τους, ως κάτι το καθημερινό και χαριτωμένο, η Kate σύντομα θα συνειδητοποιήσει οτι αυτή η κατάσταση δε μπορεί να συνεχιστεί για πολύ ακόμη.  Η αφορμή;  Όταν έπειτα από ένα hangover ξεράσει μπροστά στα πιτσιρίκια στα οποία κάνει μάθημα (καθότι δασκάλα) και αναγκαστεί να παραδεχθεί οτι είναι…έγκυος, προκειμένου να τα μπαλώσει όπως όπως, τότε μόνο θα δει οτι ίσως και να έχει πάρει τον δρόμο χωρίς γυρισμό.  Σίγουρα σε αυτό βοηθάει το γεγονός οτι κάποιες φορές ξυπνάει έξω στον δρόμο, πλάι σε ρεματιές ή απλώς σε στέκια αστέγων, χωρίς να έχει καμία επαφή με το περιβάλλον και όντας ακόμα υπό την επήρεια ενός τρομερού, οινοπνευματώδους πονοκεφάλου.
Βλέποντας λοιπόν οτι ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι, η Kate θα αναζητήσει βοήθεια στους ΑΑ, εκεί οπού θα γνωρίσει την πνευματώδη Jenny (Octavia Spencer) η οποία και θα γίνει ‘ανάδοχός’ της, στον δύσκολο δρόμο της απεξάρτησης.  Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά, καθώς ο Charlie συνεχίζει ακάθεκτος το ποτό, η μητέρα της δε της προσφέρει τη παραμικρή συμπαράσταση, ενώ σύντομα και η δήθεν εγκυμοσύνη της, θα αρχίσει να προκαλεί ερωτήματα.  Και τώρα, πως θα ξεμπλέξει από αυτόν τον μικρό χαμό που έχει δημιουργηθεί;

Ο σκηνοθέτης της ταινίας, James Ponsoldt, αποτελεί κλασική περίπτωση νέου και ανερχόμενου, ανεξάρτητου σκηνοθέτη με καταγωγή εκ Αμερικής, ο οποίος έκανε και το πρώτο του, επιτυχημένο βήμα στο φεστιβάλ του Sundance, στο οποίο η ταινία του κέρδισε το Special Jury Prize στην κατηγορία του δράματος.
Κάθε νέος σκηνοθέτης φιλοδοξεί, οτι το πέρασμά του από τα διάφορα-και ως επί το πλείστον ανεξάρτητα- φεστιβάλ, θα είναι ένα από αυτά που θα ξεχωρίσει και θα καταστήσει το όνομά του συζητήσιμο μέσα στους κόλπους των εναλλακτικών προτάσεων.
Κάπως έτσι λοιπόν φαίνεται πως είναι και η μέχρι τώρα, μικρή πορεία του Ponsoldt, ο οποίος μετράει στο ενεργητικό του τρία short-φιλμάκια, ένα full-length κινηματογραφικό ντεμπουτάρισμα, το “Off the Black”, με πρωταγωνιστή τον Nick Nolte, καθώς και τη συμμετοχή στο ντοκιμαντέρ, “We Saw Such Things”.  Στη συνέχεια, η δημιουργία του indie drama-comedy “Smashed”, έστρεψε τα φώτα πάνω στον σκηνοθέτη, που μάλλον πήρε φόρα, αν κρίνουμε από το προ-παραγωγικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται μια ακόμη ταινία με πρωταγωνίστριες την Winstead (για ακόμη μια φορά), καθώς και την Shailene Woodley, που τη θυμάσαι ίσως από τον ρόλο της κόρης του George Clooney, στο “The Descendants”.
Λίγα πράγματα, αλλά καλά μέχρι τώρα ο Ponsoldt, δεδομένου οτι το “Smashed” είναι σίγουρα από τις πιο indie και περίεργα feelgood καταστάσεις που θα μπορέσεις να απολαύσεις τη φετινή χρονιά.  Το γεγονός μάλιστα οτι κατασκευάστηκε με $1 εκατομμύριο, λέει πολλά για την ανεξάρτητη αφετηρία της, που ακόμα και αν δε μας παρέσυρε με την κλασικής υπόστασης υπόθεσή της, εντούτοις κατάφερε να μας σαγηνεύσει χάρη στην εκπληκτική χημεία των δυο πρωταγωνιστών, την εξαίσια σκηνοθεσία και την όμορφη μουσική επένδυση.

Το γεγονός οτι κάποια στιγμή έρχεται σε όλους η ευκαιρία να λάμψουν μέσα από κάποιον ρόλο, δε θεωρώ οτι είναι καθόλου τυχαίο, μιας που εκτός από το τρανό παράδειγμα του Matthew McConaughey (βλ. “Killer Joe” and more to come), έχουμε εν προκειμένω και τη περίπτωση της Winstead.
Έπειτα από ταινίες όπως τα “Final Destination 3”, “Black Christmas” και το-οχι άλλα χορευτικά, φτάνει!-“Make it Happen”, η πορεία της όμορφης ηθοποιού φάνηκε να αλλάζει έπειτα από τη μικρή, αλλά θαυματουργή της παρουσία στο ταραντινίστικο “Death Proof” με βλέμμα Λολίτας και κίτρινη αμφίεση cheer-leader, αλλά και στο totally fun “Scot Pilgrim vs. the World”, στο οποίο υποδυόταν μια σούπερ cool τύπισσα, με φουξιομώβ μαλλί και ένα σωρό πρώην κομικίστικους γκόμενους για τα πανηγύρια.
Παρόλα αυτά ο ρόλος της ως αλκοολική σύζυγος στο “Smashed” είναι σίγουρα αυτός που θα την καθιερώσει στη συνείδηση πολλών, ως μια ηθοποιό που έχει πράγματα να δώσει.
Με ένα απόλυτα ρεαλιστικό και φυσικό τρόπο παιξίματος, η Winstead κερδίζει τις εντυπώσεις και προκαλεί τον εαυτό της και εμάς, σε ένα αιθυλικό ντελίριο που την κατεδαφίζει εκ των έσω.  Αμακιγιάριστη, με ντύσιμο γεροντοκόρης και αθλητικό “σπορτεξάκι”, μακριές, πλεχτές ζακέτες και χαχόλικα φορέματα μέχρι τους αστραγάλους, η Winstead απέχει πολύ από την συμπαθητικά sexy παρουσία και τη φάση ‘κορίτσι της διπλανής πόρτας’ με την οποία την έχουμε συνηθίσει, βουτώντας στα βαθιά και εξερευνώντας με τρόπο χαλαρό και πικρά διασκεδαστικό, την προσωπικότητα ενός ατόμου εθισμένου στο αλκοόλ.
Και αν η ίδια είναι καλή (όπως δηλαδή και ο Paul), υπάρχουν κάνα-δυο στοιχεία που προσωπικά ίσως να με ξένισαν και λίγο, δε μου στοίχησαν όμως καθόλου την απόλαυση της ταινίας και ειδικά του σφιχτοκαρδικού της τέλους που με έκανε να λυγίσω, έτσι χωμένη καθώς ήμουν στη καρέκλα μου.

Αρχικά, βρήκα λίγο αμφιταλαντευόμενη τη προσπάθεια του Ponsoldt να αναπαραστήσει ένα θέμα τόσο βαρύ όσο ο αλκοολισμός μέσα από τη ταινία του, καθώς άλλες φορές είχα την εντύπωση οτι έψαχνε να βρει το πολύ σοβαρό της υπόθεσης, και άλλες πάλι, οτι το όλο θέμα αντιμετωπιζόταν ως ένα παιχνίδι για ενηλίκους.  Στην ουσία αισθάνθηκα να αποπροσανατολίζομαι λίγο ως προς το πως έπρεπε και εγώ να αντιληφθώ το πρόβλημα του εθισμού των πρωταγωνιστών: ως ένα πρόβλημα στιβαρό που τους δημιουργεί τεράστια θέματα στον γάμο, την μεταξύ τους σχέση και τις κοινωνικές επαφές με τους γύρω τους, ή ως ένα περιστασιακό καπρίτσιο και των δυο, το οποίο ήταν λιγάκι τρελιάρικο, ήταν και λιγάκι επικίνδυνο, αλλά στη τελική περνούσαν και καλά βρε αδελφέ;  Αυτό με ενόχλησε κάπως, μιας που θα επιθυμούσα μια πιο προσανατολισμένη κατεύθυνση σχετικά με το θέμα του πιοτού.  Παρόλα αυτά μπορώ να κατανοήσω και την ίδια τη φύση της ταινίας, η οποία όντας λίγο πιο εκτός πεπερασμένων ορίων, προφανώς ήθελε να δείξει το πόσο χαμένα μοιάζουν έτσι κι αλλιώς δυο νέα παιδιά: πότε έτσι, πότε αλλιώς και πάει λέγοντας.
Το δεύτερο και τελευταίο στοιχείο που απλά μου προκάλεσε μια μικρή αμηχανία, ήταν μια εκ των σκηνών στην οποία η Winstead είναι μεθυσμένη και ξεσπάει στον άντρα της.  Τη συγκεκριμένη προσπάθεια τη βρήκα περισσότερο ‘στημένη’ απ’οτι θα έπρεπε και είχα την εντύπωση οτι η Winstead έκανε οτι μπορούσε προκειμένου να μας πείσει οτι έμαθε να παίζει τη μεθυσμένη.  Νευρόσπαστες κινήσεις, παραληρηματικά γελάκια και υπερβολικά ξύλινες φωνές, δημιούργησαν μια περίεργα προσποιητή ατμόσφαιρα που λίγο με ξένισε.
Αυτή η σκηνή ολίγων λεπτών βέβαια, δεν είναι ικανή να σας στερήσει την γενικότερη ιδέα και feeling της ταινίας (αν δηλαδή σας προβληματίσει και εσάς, διαφορετικά no problem) το οποίο ομοιάζει αρκετά σε στήσιμο και στυλ, με το πρόσφατο “Take this Waltz”, με τη διαφορά οτι εκεί η ονειρική σκηνοθεσία πάει χεράκι-χεράκι με την εύθραυστη προσωπικότητα της Williams (υπερτονίζοντας την καταπιεσμένη φύση της), ενώ εδώ η κάμερα λειτουργεί περισσότερο ως καταγραφέας μιας επικείμενης μπόρας.

Στα θετικά της ταινίας μπορούμε να βάλουμε περισσότερα, μην ανησυχείτε.
Καταρχάς, το έτσι κι αλλιώς καλό, κεντρικό δίδυμο, πλαισιώνουν η βραβευμένη με Oscar, Octavia Spencer η οποία κρατάει τα μπόσικα της Winstead και λειτουργεί περισσότερο υποστηρικτικά (με τις δικές της καλές στιγμές), ενώ ο Nick Offerman (γνωστός από τη συμμετοχή του σε ουκ ολίγες τηλεοπτικές σειρές, όπως το “Parks and Recreation”) είναι κάτι σε διασταύρωση Ζακ Γαλιφιανάκη και creepy guy, γεγονός που δεν απέχει και πολύ από τις ξεδιάντροπες και λοιπές χιουμοριστικές του ατάκες.
Στο πλευρά της πολύ καλής Winstead, o Paul υποδύεται τον Jesse Pinkman από το “Breaking Bad”, ένα alter ego που μάλλον θα τον κυνηγάει για πολύ ακόμα στις κινηματογραφικές του επιλογές.  Μετρημένος, μεθυσμένος και με επαφή ‘χάρμα οφθαλμών’ με τη συμπρωταγωνίστριά του, δίνει μια ερμηνεία στα κυβικά του και αποδεικνύει πως όταν έχεις τιθασεύσει έναν τόσο δύσκολο και απαιτητικό ρόλο, όπως αυτόν στο Breaking Bad, μπορείς να κάνεις πολλά.  Και ακόμα περισσότερα από αυτά.
Η σκηνοθεσία του Ponsoldt είναι γλυκιά και μεστωμένη (σαν παλιό, καλό κρασί, oh the irony) με instagram-ικά πλάνα, αποχρωματισμένα φίλτρα, πλανάκια που κουνιούνται στο χέρι και μια ταξιδιάρικη αίσθηση να πλανάται ολούθε.  Οι μουσικές νότες, προσδίδουν επίσης μια κλαψιγελική διάσταση, προκαλούν συγκίνηση, αλλά και μια ταυτόχρονη αισιοδοξία που λειτουργεί σαν βάλσαμο στη καρδιά.
Το “Smashed” μέσα από χιουμοριστικές στιγμές, γλυκόπικρες συγκρούσεις, ειλικρινείς ερμηνείες και μια τόσο ταιριαστή σκηνοθεσία, φέρνει στο προσκήνιο ένα σοβαρό πρόβλημα, υπό το πρίσμα όμως μιας καλειδοσκοπικής, συναισθηματικής γκάμας και σε κάνει να το απολαμβάνεις γιατί είναι ακριβώς όπως η ζωή: πικρούτσικο, γλυκούτσικο και στυφό, αλλά και τόσο λυτρωτικό.  Ακριβώς δηλαδή όπως και ένα δυνατό κοκτέιλ. Χα, κοίτα να δεις…

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι αντί για κρακ, ήθελα λίγη blue meth (σαρκασμός στο full), οτι ο Paul αν δε πει τη λέξη “bitch” απλά δε μπορεί και οτι όταν ο γκόμενός σου κοιμάται όταν κάνετε sex, ακολούθησε τον δρόμο που χάραξε η Kate.  Εγγύηση.


TRIVIA

  • Τα γυρίσματα της ταινίας ολοκληρώθηκανε μέσα σε μόλις, 19 μέρες!
(ΠΗΓΗ IMDB)
 

Fear and Trembling (a.k.a Stupeur et tremblements): We don’t have Paris anymore

Allo again!  Σήμερα, με την επίσημη έναρξη του φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας, είπα να ανεβάσω στο blog μια από τις τελευταίες ταινίες που είδα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, μιας που μέχρι και τον Οκτώβρη πια, οτι ταινιάκια προτείνω, θα προέρχονται από τις επιλογές μου στο κινηματογραφικό φεστιβάλ Αθηνών.  Για όσους ενδιαφέρονται, σήμερα θα κάνει πρεμιέρα η νέα ταινία του Jacques Audiard, “Rust and Bone” με την Marion Cottilard, την οποία βέβαια να θέλετε να δείτε, καλύτερα να κάνετε υπομονή μέχρι την επίσημη, έξοδό της στις αίθουσες, μιας που όπως ακούγεται, τόσο η πρεμιέρα, όσο και η επανάληψη της είναι ήδη, κλεισμένες.  Αν έτσι κι αλλιώς αποφασίσετε να μείνετε για ταινία σπίτι, τότε τσεκάρετε το σημερινό “Fear and Trembling”, το οποίο παρά τον παραπλανητικό του τίτλο, δεν έχει καμία σχέση με ταινία θρίλερ/τρόμου.  Περίεργο φιλμάκι που για ακόμη μια φορά δεν είναι για όλα τα γούστα, αλλά περισσότερο για όσους θέλουν να δουν κάτι διαφορετικό και περίεργα τραγελαφικό.  Ξεκινάμε;

H Amelie (Sylvie Testud) είναι μια Βελγίδα, η οποία γεννήθηκε και έζησε τα πέντε πρώτα χρόνια της ζωή της στην Ιαπωνία.  Όταν ο καιρός πέρασε και έγινε μεγαλοκοπέλα, κατάφερε να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα και να επιστρέψει και πάλι στη χώρα, που τόσο πολύ την είχε συγκλονίσει ήδη από πιτσιρίκι.
Αφού έκλεισε ένα μονοετές συμβόλαιο ως μεταφράστρια σε μια από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές εταιρίες του κόσμου, την Yumimoto, υπέθεσε οτι τα πράγματα θα έβαιναν καλώς και οτι επιτέλους θα μπορούσε να κάνει αυτό που ήθελε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη ζωή της: να εργαστεί και να ζήσει στην Ιαπωνία.
Ξεκινώντας λοιπόν από χαμηλά, η Amelie τα κατάφερε.  Τι ακριβώς;  Μα να πέσει ακόμη χαμηλότερα, εξαιτίας της άγνοιας και της δυσκολίας κατανόησης, της γιαπωνέζικης κουλτούρας και μάλιστα αυτής, που χαρακτηρίζει αυστηρές και μετρημένες επιχειρήσεις όπως η Yumimoto.  H Amelie θα αρχίσει να κάνει το ένα στραβοπάτημα μετά το άλλο (ξεκινώντας από το να μιλήσει γιαπωνέζικα μπροστά σε ένα συμβούλιο της εταιρίας.  Αυτή, μια δυτική!), με αποτέλεσμα ακόμη και η κατά τα άλλα γοητευτική και συμπαθητική προϊσταμένη της, Fubuki (Kaori Tsuji), να την βάλει στο στόχαστρο.  Τότε, η μικροσκοπική “westerner” θα καταλάβει πόσο δύσκολο και απαιτητικό είναι να αποτελεί κανείς μέρος του ανατολικού τρόπου σκέψης.  Ο ναι, ανάμεσα σε αλλαγές κωλόχαρτων, και σφουγγαρίσματος των τουαλετικών πατωμάτων, η Amelie θα έχει άφθονο χρόνο να σκεφτεί τι πήγε στραβά. Fear and trembling φίλοι μου, fear and trembling.

Η ταινία βασίζεται στην ομώνυμη νουβέλα της συγγραφέως Amelie Nothomb, η οποία κέρδισε για το βιβλίο της αυτό, το μεγάλο βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας το 1999.
Αν και ο τίτλος του ήταν για πολλούς κάπως διφορούμενος (μιας που μεταφράζεται ως ‘amazement and trembling’, αλλά και ως ‘fear and trembling’, παραπέμποντας περισσότερο σε φόβο και τρόμο, παρά σε εντυπωσιασμό), η απάντηση φαίνεται να δίνεται μέσα από τις πρώτες σελίδες, στις οποίες η Nothomb εξηγεί οτι ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από ένα πραγματικό, παραδοσιακό γεγονός, όπως αυτό συνηθιζόταν να συμβαίνει την εποχή του Αυτοκράτορα.  Πιο συγκεκριμένα αναφέρει πως κατά την ιστορική περίοδο μέχρι και το 1947, όταν και ο Αυτοκράτορας αντιμετωπιζόταν ως ένας επίγειος Θεός, οι πιστοί, έπρεπε να δείχνουν μπροστά του την ευλάβειά τους, με φόβο και δέος.
Παρά το γεγονός οτι οι περισσότεροι Ιάπωνες, δε γνωρίζουν μέχρι και σήμερα αυτή την-τείνει τρόπο-διαταγή, εντούτοις η εν δυνάμει, ιστορική αναφορά της Nothomb, μπορεί να εξηγήσει εύκολα και εύστοχα το περιεχόμενο της ταινίας, το οποίο λειτουργεί αφενός αφηγηματικά (για την καλύτερη δυνατή αναπαράσταση μιας πραγματικότητας, επί της οθόνης), και αφετέρου, ιδιαιτέρως καυστικά (και σε ορισμένες φορές με μια ξεκάθαρη διάθεση για μαύρο χιούμορ), με στόχο να βγάλει στην επιφάνεια τις τεράστιες πολιτισμικές διαφορές Ανατολής-Δύσης, καθώς και τις αδυναμίες της εκάστοτε πλευράς.

Τη σκηνοθεσία στη προκειμένη περίπτωση, ανέλαβε ο Γάλλος Alain Corneau, η τελευταία δουλειά του οποίου ήταν το “Love Crime” (2010-την οποία θα δούμε πάλι στις αίθουσες, αυτή τη φορά υπό την σκηνοθετική επιμέλεια του Brian de Palma και πρωταγωνίστριες τις Noomi Rapace και Rachel McAdams), λίγο πριν πεθάνει την ίδια χρονιά, σε ηλικία 67 ετών.
O Corneau μετρούσε στο ενεργητικό του αρκετές δουλειές, οι περισσότερες εκ των οποίων ήταν γαλλικής παραγωγής, ενώ είχε και το δικό του μερίδιο συμμετοχής στα διάφορα-ευρωπαϊκά ως επί το πλείστον-κινηματογραφικά φεστιβάλ.
To “Fear and Trembling” γυρίστηκε το 2003, και στην ουσία μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει ως μια στουντιακή ταινία, από την άποψη, οτι τα εξωτερικά πλάνα είναι ελάχιστα, σε σχέση με το πόσος χρόνος και χώρος καταναλώνεται μέσα στα γραφεία της επιχείρησης.
Η σκηνοθεσία είναι λιτή και απέριττη, με κάποια προτζεκτορικά τρικ που αναπαριστούν τις ονειροπολήσεις της Amelie (σε κάποιες σκηνές φαντάζεται οτι πετάει πάνω από την πόλη του Τόκιο) και ένα voice-over της πρωταγωνίστριας που λειτουργεί ως αφορμή για το ξεδίπλωμα της ιστορίας, η οποία λαμβάνει χώρο στο παρελθόν.  Στην ουσία η Amelie μας διηγείται την περιπέτειά της στην επιχείρηση της Yumimoto, με απώτερο και προφανή σκοπό, να υπάρξει και κάποιο ηθικό δίδαγμα στο τέλος αυτής.  Κατά τα άλλα η σκηνοθεσία είναι στρωτή, με μπόλικα cut και διαρκή γκρο πλάνα στους πρωταγωνιστές, και κυρίως στις δυο γυναίκες της ταινίας (πράγμα που έχει τη δική του σημασία, αν αναλογιστεί κανείς οτι μέσα στην ανδροκρατούμενη εταιρία, οι γυναίκες, είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού).

Μεγάλης σημασίας για την παραγωγή νοημάτων, είναι βέβαια και ο ίδιος ο χώρος μέσα στον οποίο προσπαθεί να λειτουργήσει η Amelie.  Γραφεία μικρά, στημένα από την παραμικρή ένδειξη έντονου χρώματος, και μια πληθώρα ανθρώπων που εργάζονται χωρίς να σηκώνουν κεφάλι, αποτελούν απλά τις πρώτες ενδείξεις όσον αφορά την πορεία της-σε πρώτη φάση-χαρούμενης και ενεργητικής πρωταγωνίστριας.  Ακόμα και η παρουσία της στους δρόμους της Ιαπωνίας, ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες το γάλα, αφού ο κόσμος που την περιτριγυρίζει είναι αγέλαστος και φουριόζος, δίνοντας αμέσως το στίγμα ενός λαού πειθαρχημένου και προσηλωμένου στις ‘δικές του δουλειές’.  Ακόμα και από το ντύσιμο της Fubuki όμως, μπορεί κανείς να καταλάβει πολλά: επαγγελματισμός, αυστηρότητα, τελειότητα.  Ο καθένας μπορεί να προβεί εύκολα στις δικές του συγκρίσεις, και να τσιμπήσει από την αρχή όλα εκείνα τα μικρά, που ανάγουν όμως το νόημα μιας ταινίας σε μεγάλο.  Απλώς συγκρίνετε την αναμαλλιασμένη και παράταιρα ντυμένη Amelie, με την άψογα μακιγιαρισμένη και καθωσπρέπει Fubuki, και θα εντοπίσετε και εκεί το πολιτισμικό χάος το οποίο φαίνεται να διαχωρίζει τις δυο γυναίκες.
Η αλήθεια είναι πως στην προσπάθειά της η Nothomb να προβάλει το ισχυρό και απόλυτα επαγγελματικό προφίλ των Ιαπώνων, και κατ’ επέκταση τη γενικότερη εικόνα που παρουσιάζουν ως λαός, ίσως και να το παράκανε λιγάκι με την υπέρ του δέοντος κακία και τα πισώπλατα μαχαιρώματα.  Εξάλλου τέτοια περιστατικά μπορούν να συμβούν οπουδήποτε, χωρίς να υπάρχει ένας πολιτισμικός γκρεμός στη μέση.

Από την άλλη μεριά, η ταινία σίγουρα προσφέρει και σε έναν, κάποιο βαθμό μια γεύση του αυστηρού κόσμου στον οποίο ζουν οι Ιάπωνες, ακόμα και αν πρόκειται για το επαγγελματικό τους περιβάλλον.  Και σίγουρα κάπου εκεί θα ανακαλύψετε και την μεγάλη ειρωνεία της ταινίας: πως γίνεται οι υψηλά ιστάμενοι, να ζητούν από την Amelie σεβασμό, ταπεινότητα και επαγγελματισμό, όταν την κατσαδιάζουν σαν υστερικοί, την αποκαλούν ηλίθια και δεν αναγνωρίζουν την πραγματική, επαγγελματική της δυνατότητα, για την οποία στην ουσία την προσέλαβαν;
Αυτή ακριβώς η δισυπόστατη φύση των Ιαπώνων είναι που τελικά οδηγεί την Amelie σε ένα βραχυκύκλωμα ολκής, δίνοντάς της έτσι ένα πρώτης τάξεως μάθημα για το τι πάει να πει Ανατολή. 
Πάντως εν μέσω προβληματικών σχέσεων και υποτιθέμενης ασέβειας απέναντι στην παράδοσή της Ιαπωνίας, μπορείς να εντοπίσεις και στοιχεία απτών, κοινωνικών θεμάτων, τα οποία ταλανίζουν την αμέμπτου ηθικής χώρα, μέχρι και τις μέρες μας.  Τρανό παράδειγμα η θέση της γυναίκας (η εργατική Fubuki, όσο σωστή και αν είναι στη δουλειά της, ποτέ δε θα φτάσει πιο ψηλά στην ιεραρχία της επιχείρησης), αλλά και η ανάγκη της νεότερης φουρνιάς Ιαπώνων, να μείνουν πιστοί στον ‘θρύλο’ της παράδοσής τους, παρά το γεγονός οτι ίσως και να μη συμφωνούν απόλυτα με αυτόν (χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Πρόεδρος, ο οποίος ενώ αντιλαμβάνεται τις ικανότητες της Amelie, δε μπορεί να κάνει τίποτα απολύτως προκειμένου να αλλάξει το ιαπωνικό σύστημα φιλτραρίσματος μελλοντικών, εταιρικών στελεχών).
Όσον αφορά τις ερμηνείες, βασικά είναι μια, αυτή της Sylvie Testud, η οποία φορτώνεται όλο το βάρος στις πλάτες της, και τα καταφέρνει περίφημα…awkwardly.  Με το διογκωμένο της βλέμμα, το μικροσκοπικό της ανάστημα και την αμφίεση παραδουλεύτρας, είναι οτι πιο ξεκάρφωτο θα μπορούσες να φανταστείς, μέσα στην σχιστομάτικη λαοθάλασσα της Yumimoto, δίνοντας παράλληλα μια νευρική και-εσκεμμένα-άτολμη ερμηνεία που κολλάει γάντι, απέναντι στους σαν στυλιάρια ξύλινους (και πάλι επίτηδες) συμπρωταγωνιστές της.
Το “Fear and Trembling” είναι μια κωμωδία περίεργη, που λίγοι θα την δουν, και ακόμα λιγότεροι θα την εκτιμήσουν.  Θεώρησα όμως οτι αξίζει να βρίσκεται στο blog εξαιτίας της διαφορετικής της προσέγγισης, όσον αφορά το θέμα στην διαφορά παράδοσης, ηθών και εθίμων, ανάμεσα στη σύγχρονη Ανατολή και Δύση.  Ρίξτε μια ματιά και στο trailer παρακάτω και η απόφαση δική σας.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι υπάρχει σοκολάτα με γεύση πεπόνι (ιουυ), οτι όλοι κάποια στιγμή πετάνε τα ρούχα τους μέσα στο άδειο γραφείο και χοροπηδάνε γυμνοί και οτι η καλύτερη δουλειά για έναν “δυτικό” σύμφωνα με τη είναι να δουλεύει σκουπιδιάρης.


No trivia

Eagle vs Shark: Can you spell a-w-k-w-a-r-d?

Hello hello και καλή εβδομάδα σε όλους!  Επιτέλους δροσιά και βροχή, και πόσο απολαυστικό να γράφεις με έναν τέτοιο καιρό έξω;  Μόλις δυο μερούλες έμειναν μέχρι την έναρξη του 18ου φεστιβάλ, Νύχτες Πρεμιέρας, και φαντάζομαι όλοι ετοιμάζετε εισιτήρια και παρτενέρ, προκειμένου να παρευρεθείτε και εσείς στη γιορτή του cinema, που μας έβγαλε και τη πίστη βεβαίως βεβαίως, μέχρι να αρχίσει.  Αν λοιπόν ψάχνετε κάτι να δείτε μέχρι να ξεκινήσει το καθημερινό μας ραντεβού στις αίθουσες του ΙΝΤΕΑΛ, Οdeon Οπερα, και Δαναό, τότε έχω σήμερα για εσάς μια εναλλακτική και πολύ feel good ταινιούλα, από αυτές τις εντελώς ανεξάρτητες και εντελώς χωμένες κάπου στα βάθη του διαδικτύου, που όταν όμως τις ανακαλύψεις, αξίζει τον χρόνο και το ψάξιμο.  Παρόλα αυτά πρέπει να προειδοποιήσω μερικούς, πως η ταινία είναι είναι η προσωποποίηση του indie romance και συνεπώς όσοι δεν αρέσκονται σε αυτό το είδος, καλό είναι να μη την αναζητήσουν.  Όλοι οι υπόλοιποι feel free να την τσεκάρετε και περιμένω οσονούπω τις απόψεις σας.  Here we go!

Βρισκόμαστε κάπου στη Νέα Ζηλανδία του 2007, εκεί που παρά το νέο millennium, ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει για τους δυο πρωταγωνιστές, οι οποίοι μπλέκουν σε ένα από τα πιο awkward love stories που έχεις δει σε ταινία.  Για να σου δώσω να καταλάβεις το μέγεθος της weird αυτής κατάστασης, σκέψου τη πρώτη φορά που βγήκες ραντεβού με το αγόρι/κορίτσι που σου άρεσε, τις ελάχιστες κουβέντες που ανταλλάξατε μέσα στη σκοτεινή αίθουσα του κινηματογράφου (ναι ναι, όλοι έχουμε περάσει από ένα τέτοιο ραντεβού, το άβολο μπέργκερ με french fries που απολαύσατε λίγο αργότερα, καθώς και την επιστροφή στο σπίτι στο τέλος, με ή χωρίς φιλί (που κατά έναν περίεργο τρόπο ήταν ένα και το αυτό).  Ωραία.  Τώρα φαντάσου μια σχέση στην οποία να πρέπει καθημερινώς να αντιμετωπίζεις άβολα γελάκια, geeky sex και πέρα βρέχει ατάκες.  Now, you know what i mean?

E λοιπόν αυτή ακριβώς την ατμόσφαιρα θα ζήσεις στο φουλ, αν αποφασίσεις να δεις τη συγκεκριμένη ταινία.  Η Lily (Loren Horsley) είναι μια νεαρότερη, ξεπατικωσούρα της Gillian Anderson, με ελιά πάνω στα χείλη, αυτοπεποίθηση παρατημένου κουταβιού, μαλλί που ακολουθεί πιστά τον νόμο της βαρύτητας και κοινωνική ζωή μονίμως καρφωμένη κάτω από τους μηδέν βαθμούς Κελσίου.  Σε μια προσπάθεια να ανεβάσει τη θερμοκρασιακή της βελόνα σε λίγο πιο hot αριθμούς, η Lily που εργάζεται σε ένα μπεργκεράδικο ονόματι “Meaty Boy”, θα προσπαθήσει να διεκδικήσει τη προσοχή του μεγάλου της έρωτα, με κάθε πιθανό τρόπο: χαμογελώντας σπασμωδικά, γουρλώνοντας τα μάτια, στραβώνοντας το στόμα σε φάση ‘περαστική ημιπληγία’ και κερνώντας τηγανητές πατάτες deluxe.  Όπως δηλαδή κάνει κάθε μια από εμάς για να ρίξει το πολυπόθητο γκομενάκι.  Τςςς…
Από την άλλη πλευρά, ο μεγάλος έρωτας, ακούει στο όνομα Jarrod (Jemaine Clement), αγαπημένο του ζώο είναι ο αετός (o vintage κατά προτίμηση), φοράει παλιακά πατομπούκαλα πορνοστάρ των ’70s, κουρεύεται στον μπαρμπέρη του macgyver, διατηρώντας το mullet του θελκτικό, κατασκευάζει freeky κεριά, παίζει video games εποχής atari, διατηρεί πλήρη συλλογή φονικών όπλων Ninja (suriken και nunchaku ftw) και έχει βάλει σκοπό της ζωής του, να κατατροπώσει τον άνθρωπο που του έκανε τον βίο αβίωτο στο σχολείο.  Ξέρετε τώρα, με badass πορτοκαλί μπαντάνα στο κεφάλι και κακά, ’80s αεροκλωτσίδια.
Και επειδή ένα τέτοιο άτομο προφανώς και εκπέμπει απαράμιλλη γοητεία, κοίτα να δεις που το γλυκό τελικά δένει, η Lily επισκέπτεται μαζί του την γενέτειρα πόλη, και ο Jarrod αρχίζει την προετοιμασία του, προκειμένου να δείξει στην σαμοανή νέμεσή του, Eric Elisi, τι εστί βερίκοκο.  Χα.

Το όνομα Taika Waititi σου λέει κάτι;  Οχι;  Ούτε κι εμένα μου έλεγε, οπότε μπορείς να καταλάβεις τον λόγο που εντυπωσιάστηκα όταν αποφάσισα να τσεκάρω λίγο το profile του συγκεκριμένου τύπου (ναι δεν είναι τύπισσα, και εγώ αυτό νόμιζα στην αρχή), καθώς εκεί βρήκα πως οχι μόνο έχει κάνει διάφορες δουλειές σε κινηματογράφο και τηλεόραση, οχι μόνο έχει τσιμπήσει μια υποψηφιότητα για Oscar σε κατηγορία short film, αλλά αποτελεί επίσης κλασική, σκηνοθετική επιλογή διαφόρων κινηματογραφικών φεστιβάλ ανά τον κόσμο, ενώ εκτελεί και χρέη ηθοποιού, εκτός από αυτά του σκηνοθέτη, με τον τελευταίο του ρόλο να εντοπίζεται στο-δυστυχώς-κακό, “Green Lantern”.
Ο φίλος μας λοιπόν, με την καταγωγή από τους Μαορί της Νέας Ζηλανδίας, μετράει στο ενεργητικό του το “Eagle vs Shark”, που αποτέλεσε και το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, καθώς και μια ακόμη πολυβραβευμένη ταινία, το “Boy” (2010).  Από εκεί και πέρα φαίνεται πως έχει ασχοληθεί περισσότερο με δουλειές για την τηλεόραση, με πιο γνωστή ίσως τη σειρά “The Flight of the Conchords”, που θέτει στο επίκεντρο μια folk μπάντα με την ίδια ονομασία, που προσπαθεί να βρει τον δρόμο της στην Νεα Υόρκη, και τον Jemaine Clement να κρατάει και εδώ έναν από τους βασικούς ρόλους.  Η σειρά έχει βρεθεί υποψήφια ουκ ολίγες φορές για βραβείο Emmy (δέκα συγκεκριμένα), ενώ διαθέτει και ένα αρκετά ισχυρό ρεύμα θαυμαστών, από θεατές που αρέσκονται σε πιο υποδόρια, κωμικές σειρές.
Αν παρόλα αυτά αρέσκεσαι και σε πιο περίεργο χιούμορ, από αυτό που δεν είναι ακριβώς χιούμορ, αλλά πιο πολύ αυτοσαρκασμός, και από εκείνες τις ατάκες που σκάνε στα μούτρα σου ξαφνικά, συνειδητοποιώντας το μέγεθος του περιεχομένου τους και αποφασίζεις να το φιλοσοφήσεις το θέμα, και ίσως μετά να γελάσεις κάπως πικρά, τότε το “Eagle vs Shark” είναι μια ταινία στην οποία θα τα βρεις αυτά.  Όπως, θα βρεις και άλλα…more or less.

Το “Eagle vs Shark” (σε περίπτωση που αναρωτιέσαι από που πήρε τον τίτλο του, μάθε οτι προέρχεται από τα αντίστοιχα, αγαπημένα ζώα των ηρώων, τα οποία μάλιστα υποστήριξαν ενδυματολογικώς σε ένα μασκέ, ζωο-πάρτι) θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηριστεί ως το νόθο δημιούργημα του Wes Anderson, και τολμώ να πω οτι κατά κάποιον τρόπο η ταινία κατατάσσεται στη κατηγορία, ‘hipster, before it was cool’ (well, hipsters gonna hate).
Αν έχεις δει πρόσφατα το “Moonrise Kingdom”, θα διαπιστώσεις πως τα παστέλ χρώματα, οι πρασινωπές αποχρώσεις, η φωτογραφία, αλλά και το γενικότερο feeling που αποπνέει, ομοιάζει πολύ σε αυτό το ανεξάρτητο, νεοζηλανδικό κατασκεύασμα, και σε κάνει να αναρωτιέσαι ποιος εμπνέεται από ποιον.  Ακόμα και αν αυτό όμως, δεν έχει και τόση σημασία, σίγουρα θα διαπιστώσεις και από μόνος σου, το πόσο εύκολο (και στη προκειμένη περίπτωση θετικό) είναι να επικρατήσει μια κάποια συγκεκριμένη τάση στη σκηνοθετική ματιά των δημιουργών, φέρνοντας έτσι στο προσκήνιο τα κατά καιρούς trends με τα οποία πορεύονται οι λιγότερο, αλλά και οι περισσότερο γνωστοί σκηνοθέτες του σύγχρονου κινηματογράφου.
Όσον αφορά τη θεματική της ταινίας, σίγουρα εν ολίγοις αποτελεί ένα indie ρομάντζο, πολύ διαφορετικό από τα ρομάντζα του σωρού, αλλά που εκ των πραγμάτων είναι ακριβώς αυτό: μια corky ιστορία αγάπης, με ακόμα πιο ιδιόρρυθμους χαρακτήρες απ’οτι συνήθως.  Εξάλου δεν είναι περίεργο πως οχι μόνο οι κεντρικοί μας χαρακτήρες, αλλά ο κοιωνικός τους περίγυρος, χαρακτηρίζονται από αυτή την αλλοπρόσαλλη, αλλά τόσο cute λοξότητά τους ως άνθρωποι (ο πατέρας του Jarrod για παράδειγμα, κινείται με αναπηρικό καροτσάκι ενώ περπατάει κανονικά, η αδελφή του και ο άντρας της, έχουν κολλήσει θαρρείς στο παρελθόν, ντυμένοι με εκείνες τις cult, γυαλιστερές φόρμες γυμναστικής, ενώ ο φίλος του Jarrod, Mason, είναι ένας περίεργος, σπυριασμένος τυπάς που βλέπει με τις ώρες πορνό στον υπολογιστή του).  Και ενώ μεμονωμένοι, όλοι αυτοί οι χαρακτήρες θα αποτελούσαν απλά, κοινωνικούς παρίες, συγκεντρωμένοι στο πλαίσιο μιας οικογένειας, δε φαίνονται και τόσο εξωπραγματικοί.  Κάθε άλλο, φαίνεται απλά να πορεύονται με μια κοσμοθεωρία και σε έναν κόσμο, δικής τους έμπνευσης, ακριβώς όπως και οι ήρωες του Wes Anderson.  Καλά, και με μπόλικες δόσεις ’80s στυλ.

“I guess i’ve gotta keep creating or i’ll just die”, λέει ο Jarrod στη Lily και πάνω που έχεις αρχίσει να μπαίνεις στο κλίμα ενός socially awkward δεσμού, προσγειώνεσαι στιγμιαίως με αυτή την ατάκα, μόνο για να ‘απογειωθείς’ αργότερα με το εξίσου αποστομωτικό “where they too fat?”, στη δήλωση της Lily “my parents died from heart attacks”…
Η ταινία αποτελεί στην ουσία μια διαρκή εναλλαγή ανάμεσα στο φευγάτο, και την επιστροφή στη πραγματικότητα, και παρά την ονειροπαρμένη και κάπως εκτός αλήθειας διάστασή της, εντούτοις, καταφέρνει και βγάζει ξεκάθαρο νόημα, από τη στιγμή που οι χαρακτήρες της, είναι άτομα που αντιμετωπίζουν έτσι κι αλλιώς, τα καθημερινά προβλήματα της ζωής τους.  Μπορεί δηλαδή να μιλάμε για την περίεργη ιστορία αγάπης, δυο εξίσου περίεργων και-με τον δικό τους τρόπο-ασυμβίβαστων νεαρών, στη τελική όμως ο καθένας παλεύει για κάτι χειροπιαστό: η μια για τον πραγματικό έρωτα, και ο άλλος για τον εξορκισμό των παλιών του δαιμόνων και την αποκατάσταση των σχέσεων με την οικογένεια και κυρίως τον πατέρα του.
Εκτός από τη ξεκάθαρη διάθεση του σκηνοθέτη να πρωτοτυπήσει όσο μπορεί θεματικά, επιδιώκει κάτι αντίστοιχο και από πλευράς κινηματογράφησης, με πολλαπλά cut, γκρο πλάνα και τις παρεμβολές μερικών ολιγόλεπτων, stop motion πλάνων, τα οποία προσδίδουν στην ταινία ακόμη πιο έντονο χαρακτήρα ανεξάρτητης προσπάθειας.  Παράλληλα, οι τόνοι κρατούνται χαμηλοί, η φωτογραφία των καταπράσινων τοπίων και του γαλανού ουρανού είναι ονειρεμένη, ενώ στο όλο “Napoleon Dynamite” feeling, έρχεται και προστίθεται και το υπέροχο, μελωδικό και γιουκαλιλικό soundtrack του film, δια χειρός ‘The Phoenix Foundation’ (αναζητήστε τους).
Αν λοιπόν αγαπάτε τα ιδιαίτερα, awkward και άνευ καλουπιού love stories με extra δόσεις χρώματος, μουσικής και περίεργης ομορφιάς, τότε επιλέξτε την και δε θα χάσετε.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο αποθανών αδελφός του Jarrod, είναι ο ίδιος ο σκηνοθέτης, οτι ένα θέμα με τις τίγρεις το έχουν στη Νέα Ζηλανδία (είναι απλά ‘παντού’) και οτι η ατάκα του Jarrod “I’m complex”, θα με ακολουθεί για καιρό.

No trivia

Πάρτε και ένα δείγμα από τη μουσική διάθεση της ταινίας.