Albino Alligator: Sacrifice the rest, to save yourself

Hello hello again!  Σήμερα θα ασχοληθούμε με ένα ενδιαφέρον, μικρό ταινιάκι (σε budget, oχι σε διάρκεια) από τη μακρινή εποχή του 1996 και μάλιστα σε σκηνοθεσία λατρεμένου, Kevin Spacey.  Το “Albino Alligator” είναι από αυτές τις κλασσικές ταινίες, τις οποίες συναντάς εντελώς τυχαία κατά τη διάρκεια του σερφαρίσματός σου στο internet, και σου περνάνε εντελώς στο αδιάφορο.  Εγώ έτυχε να τη βρω στο Μοναστηράκι (από κάποιο παμπάλαιο τεύχος εφημερίδας φυσικά) και είπα να την πάρω, καθώς κατά κύριο λόγο με ιντρίγκαρε το πολύ διάσημο και πολύ καλό της cast.  Είμαι σίγουρη οτι αρκετοί από εσάς θα τη βρείτε έως και βαρετή ή μια από τα ίδια.  Και αν με ρωτήσετε γιατί εμένα μου άρεσε, δε ξέρω να σας απαντήσω με σιγουριά.  Ίσως λίγο η ατμόσφαιρα, ίσως λίγο το cast, ίσως το ‘δράμα’ δωματίου.  ‘Η ίσως και να σκεφτόμουν τι ωραία που θα ήταν να ήμουν και εγώ σε ένα τέτοιο μπαράκι.  Απομονωμένο, σχεδόν άδειο, υπόγειο.  Μ’ αρέσουν αυτά.  Για πάμε.

Μια ομάδα κακοποιών προσπαθεί να ξεφύγει, έπειτα από μια αποτυχημένη απόπειρα ληστείας.  Όταν τελικά αναγκαστεί να καταφύγει σε ένα έρημο σχεδόν, μπαράκι, οι πρωταγωνιστές θα βρεθούν σαν τα ποντίκια μες τη φάκα, καθώς οχι μόνο θα περικυκλωθούν από την αστυνομία, αλλά επιπλέον θα διαπιστώσουν οτι το συγκεκριμένο μπαράκι δε διαθέτει τη βολική ‘πίσω πόρτα’ που θα μπορούσε να αποτελέσει το κλειδί της ελευθερίας τους.  Και ενώ τα λεπτά περνάνε, και οι διαπραγματεύσεις με τις αρχές κολλάνε σε εμβρυακό σημείο, η ένταση ανάμεσα σε αυτούς και τους ελάχιστους ομήρους τους, θα αρχίσει να γίνεται εντονότερη.  Η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στις δυο ομάδες, απειλείται με τη παραμικρή κίνηση, όσο ο κλοιός σφίγγει ολοένα και περισσότερο γύρω από το υπόγειο μπαρ.  Και ενώ οι ειδήσεις για την ομηρία, παίζουν στην τηλεόραση οι τρεις κακοποιοί συνειδητοποιούν κάτι σοκαριστικό: η αστυνομία δεν κυνηγάει αυτούς…Και τώρα, τι γίνεται;

Το “Albino Alligator” αποτέλεσε τη πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του Kevin Spacey, και την μόλις μια εκ των…δυο μέχρι και σήμερα σκηνοθετικών του δουλειών, με την δεύτερη να έρχεται οκτώ χρόνια μετά και να τιτλοφορείται “Beyond the Sea”.  Έκτοτε ο αγαπητός Kevin έχει περιοριστεί στους ρόλους του ηθοποιού-πρωτίστως-και του παραγωγού.
Αν και εκ πρώτης όψεως η ταινία αυτή δεν έχει καμία σχέση με το “Trees Lounge” (στην οποία έχουμε και πάλι ηθοποιό πίσω από την κάμερα, και συγκεκριμένα τον Steve Buscemi), εντούτοις με το που παρακολούθησα τα δέκα πρώτα λεπτά, αυτή ακριβώς ήταν η ταινία που μου ήρθε στο μυαλό.
Θα έλεγε κανείς οτι οι διαφορές που έχουν, είναι περισσότερες από τις ομοιότητες, παρόλα αυτά αποφάσισα να ακολουθήσω το “Trees Lounge” ως μπούσουλα, προκειμένου να καταστήσω σαφές το πως μπορεί μια ταινία να μη σου γεμίζει και πολύ το μάτι στην αρχή, αλλά τελικά να αποδεικνύεται a good, little movie.
Ενώ η ταινία του Buscemi βασίζεται πάνω σε έναν κοινωνικοδραματικό άξονα, με ένα κάποιο χιούμορ μέσα, αυτή του Spacey έχει μια neo-noir χροιά που της πάει πολύ, και νομίζω την κάνει να ξεχωρίζει αρκετά, από άλλες του είδους.  Ποιού είδους;  Μα φυσικά αυτό του crime suspect.  Και αφού είναι έτσι θα μου πείτε, καλά, εσύ πως ακριβώς κατέληξες στο συμπέρασμα οτι μοιάζουν;  Εύκολο.  Βασικός ήρωας και των δυο, είναι ένα μπαρ μέσα στο οποία διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος των δυο film.  Αφενός στο ένα ο Buscemi πηγαινοέρχεται και μπεκροπίνει, καταστρέφοντας σιγά σιγά τη σχέση με φίλους, συγγενείς, γκόμενες κ.λ.π, και αφετέρου στην άλλη όλη η δράση περιορίζεται μέσα στο μπαράκι, τοποθετώντας όλους εμάς στη θέση ενός θεατρικού κοινού.

Ο τρόπος με τον οποίο το crime δράμα θυμίζει έντονα θεατρική σκηνή, είναι εμφανέστατος, με έναν μεγάλο χώρο να κυριαρχεί και τους ήρωές του να περιδιαβαίνουν μέσα σε αυτόν.  O Spacey αποδεικνύει με τρόπο περίτρανο πως δε χρειάζονται φανφάρες και άπειρες σκηνές κυνηγητού, προκειμένου να δημιουργήσεις ένα καλογραμμένο και καλοπαιγμένο, ‘μικρό ταινιάκι’ crime αισθητικής.  Βέβαια αυτό μας το είχε αποδείξει και ο Tarantino, το 1992 με το “Reservoir Dogs” οπότε καταλαβαίνετε πως έχει το πράγμα.
Σε όλη τη διάρκεια της, η ταινία απαρτίζεται στην ουσία από ένα και μοναδικό twist, το οποίο δίνει τη λύση σε θύτες και θύματα, βάζοντας τέλος στην όλη υπόθεση.  Κι αν κάπου εδώ έχετε αρχίσει να αναρωτιέστε που κολλάει ο τίτλος με το όλο story, θα σας πως πως έπεσα και εγώ στη παγίδα του ‘albino alligator’ μάλλον θα λέγεται το μπαράκι.  Οχι, δεν είναι αυτό.  Όπως ακριβώς ένας albino alligator αποτελεί ένα παρείσακτο πλάσμα στους κόλπους των κανονικών ερπετοειδών, και τον οποίο μάλιστα χρησιμοποιούν ως δόλωμα προκειμένου να κερδίζουν νέα ‘εδάφη’, έτσι ακριβώς προτείνει και ο ένας εκ των τριών κακοποιών, να θυσιαστεί στη τελική κάποιος όμηρος προκειμένου να τη σκαπουλάρουν.  Επειδή όμως μιλάμε για μια ταινία, είναι φυσικό και επόμενο να συναντήσουμε και τους ανάλογους χαρακτήρες.

Το κακό παιδί των ’90s, Matt Dillon υποδύεται τον αρχηγό της συμμορίας, η οποίος βρίσκεται αμφιταλαντευόμενος κάθε φορά ανάμεσα στη λογική την οποία προσπαθεί να επιβάλει ο αδελφός του Milo (Gary Sinise), και την καθαρή, ωμή βία που προτείνει ο Law (William Fichtner).  Όλοι τους δίνουν πραγματικά καλές ερμηνείες, με τον Sinise και τον Fichtner να ξεχωρίζουν επειδή αποτελούν κατά κάποιον τρόπο τα δυο άκρα της ομάδας, αν και αν θα έπρεπε να διαλέξω κάποιον αγαπημένο από τη ταινία, σίγουρα θα ήταν ο…Viggo Mortensen (Guy Foucard) ο οποίος υποδύεται έναν από τους πελάτες του μπαρ, στο πλευρό της ακόμα γοητευτικής Fay Dunaway.
Όπως έχω ξαναπεί, ο Mortensen έχει μια μοναδική ικανότητα να μεταμορφώνεται, ακόμα και αν δε μιλάμε για μεταμόρφωση ολκής.  Στη προκειμένη περίπτωση υποδύεται έναν Γάλλο, και το κάνει με τόσο απλό και όμως τόσο καλό τρόπο, που σίγουρα συγκρατείς και αυτή του την ερμηνεία στο top 5 των καλύτερών του.
Από πλευράς σκηνοθεσίας μη περιμένετε και πολλά, καθώς η κάμερα κινείται διαρκώς μέσα στον περιορισμένο (για εμάς τους θεατές, οχι για τους χαρακτήρες) χώρο του μαγαζιού, με διαρκή cuts προκειμένου να περνάει από πρόσωπο σε πρόσωπο, αλλά και για να βλέπουμε τι συμβαίνει έξω από αυτό, οπού οι μπάτσοι καραδοκούν.  Κανένα τρικ, καμία υποβόσκουσα φιλοσοφία ή παράλληλο νόημα.  Απλά καθαρόαιμη, αφηγηματική σκηνοθεσία, σε ένα εξίσου καθαρόαιμο crime ταινιάκι περιορισμένης δράσης και 90s αισθητικής.

Το “Albino Alligator” είναι μια ταινία που αν θες την ξεχνάς, αλλά σίγουρα θα απολαύσεις μέχρι ενός σημείου την ξεκάθαρη, σύγχρονα noir αισθητική της, τις πολύ καλές της ερμηνείες και το στρωτό story, με την έξυπνη εναλλαγή του, κάπου από το δεύτερο μισό της και μετά.  Δείτε την και αν δε σας ιντριγκάρει από την αρχή απλά κλείστε την, διαφορετικά δείτε την μέχρι τέλους και απολαύστε κάτι που θα μπορούσε να ήταν παρακλάδι της ταραντινίστικης σχολής ή της ίδιας της προσωπικότητας του Kevin Spacey.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο William είναι hot, αν και το είχα πάρει χαμπάρι μόλις στην επική “Καταιγίδα” του Petersen, οτι ο Skeet Ulrich μοιάζει εντυπωσιακά με τον Johnny Depp και οτι ο Mantegna πάντα θα είναι ο αστυνομικός της υπόθεσης.

No trivia

ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Crime Time: The Getaway, by Future Thought Productions

Reservoir Dogs: ‘Killer’ colours…

Yo! Καλή εβδομάδα σε όλους και καλή συνέχεια διακοπών σε όσους λείπουν για μια ακόμη φορά. Ήγγικεν η ώρα που θα ‘την κάνω’ και εγώ με ελαφρά οπότε το blogaki θα κατεβάσει ρολά αυτή την εβδομάδα. Μάλλον θα βάλω και την τελευταία ψηφοφορία πιο νωρίς για να προλάβω να ανεβάσω την ταινία που θα βγει πρώτη, συνεπώς μη σας ξενίσει αυτό. So αυτή τη φορά είχαμε πολλαπλούς νικητές και μπόλικες ψήφους (thanx γι’ αυτό!). Στην πρώτη θέση με 11 ψήφους έχουμε “The Sixth Sense”, “Fight Club” και “Pulp Fiction”. Όλες έχουν ανέβει παλαιότερα οπότε θα περάσουμε στη δεύτερη θέση οπού συναντάμε με 10 το “The Godfather” και το “Reservoir Dogs”. Επέλεξα να ανεβάσω την ταινία του Tarantino επειδή μέχρι τώρα έχω ανεβάσει τις υπόλοιπες, πιο γνωστές του και θεώρησα οτι με αυτήν θα κλείσουμε κατά κάποιον τρόπο την ομάδα των επικών ταινιών του (επιφυλάσσομαι να ανεβάσω και άλλες όταν έρθει η ώρα). Το “The Godfather” θα ανέβει επίσης σίγουρα κάποια στιγμή μετά τις διακοπές. Για απλή πληροφόρηση στην τρίτη θέση βρέθηκαν με 8 το “The Lion King” και ” Dirty Harry” (χάσμα χασμάτων). Και τώρα περνάμε κατευθείαν στο ψητό…
Μια παρέα εγκληματιών ετοιμάζεται για την ληστεία που θα τους αποφέρει πολλά φράγκα στις τσέπες. Όταν τελικά η απόπειρα να κλέψουν μερικά διαμάντια πάει κατά διαόλου, οι κατηγορίες θα αρχίσουν να διαδέχονται η μια την άλλη και οι υποψίες οτι ανάμεσά τους κάποιος παίζει τον ρόλο του χαφιέ θα πληθαίνουν….
‘Οταν το 1992 το “Reservoir Dogs” παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Sundance Film Festival, στην Utah, ο πρωτοεμφανιζόμενος τότε σεναριογράφος/σκηνοθέτης Quentin Tarantino έγινε στη στιγμή κινηματογραφικό ίνδαλμα και αποτέλεσε από τότε έναν από τους θρύλους της μεγάλης οθόνης. 2 μόλις χρόνια μετά κατάφερε να κερδίσει το Oscar για το “Pulp Fiction”, όπως επίσης και τον Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ των Κανών του ίδιου χρόνου. Το αστέρι του Tarantino άρχισε να λαμποκοπάει και έκτοτε δεν σταμάτησε να μας προσφέρει απολαυστικά βίαιες και με καυστικό χιούμορ ταινίες, με το χαρακτηριστικό του πλέον και ιδιαίτερο στιλ…
Το “Reservoir Dogs” είναι μια ταινία η οποία βρίθει όλων αυτών των στοιχείων που κάνουν τις ταινίες του να ξεχωρίζουν από χιλιόμετρα. Ουσιαστικά οι διάφορες παντιέρες που χρησιμοποιεί επανειλημμένα στα έργα του ο Tarantino ξεκίνησαν από εδώ. Δεν ήταν και πολύ εύκολα τα πράγματα για την πρώτη του απόπειρα, καθώς το budget ήταν πολύ περιορισμένο και συνεπώς υπήρχαν μπόλικα προβλήματα σχετικά με το χτίσιμο και την σκηνοθεσία της ταινίας. Παρόλα αυτά ίσως αυτό ακριβώς να αποτέλεσε και την αφετηρία του φιλμικού είδους που άρχισε να αναπτύσσει ο Tarantino. Χαρακτήρες του υποκόσμου, βρισίδι στο έπακρο, αίμα με το λίτρο, καταδιώξεις, ναρκωτικά, λεφτά, κομπίνες και πάει λέγοντας. Παράλληλα η αισθητική του “b-movie” είδους που είναι χαρακτηριστική στα έργα του δεν είναι τυχαία, καθώς εάν παρακολουθήσει κανείς το “Reservoir Dogs” θα δει οτι είναι στην τελική μια καλοστημένη σκηνοθετική δουλειά, που κατάφερε να μείνει στην ιστορία, ακόμα και με τα ελάχιστα αυτά χρήματα που δαπανήθηκαν για την παραγωγή της. Τυχαία ή οχι η αισθητική της ‘πρόχειρης’ δουλειάς και της b-ταινίας, είναι αναπόσπαστο κομμάτι των ταινιών του Tarantino, ο οποίος φροντίζει μάλιστα να την ενισχύει με φαντεζί σκηνοθετικά κολπάκια, ξεπλυμένα ενίοτε χρώματα, ‘παλιακές’ εικόνες, καρικατουρίστικους χαρακτήρες και επιλογές από soundtrack που παραπέμπουν σε άλλες εποχές, μιας που ο ίδιος έχει παραδεχτεί οτι η μουσική που χρησιμοποιεί είναι πάντα από προσωπικές του συλλογές και ποτέ δημιουργημένη για την εκάστοτε δουλειά του.
Εδω ερμηνείες και σκηνοθεσία δημιουργούν ένα cult αποτέλεσμα που πολλοί θα ζήλευαν σήμερα, αποδεικνύοντας πως το σκηνοθετικό ταλέντο του Tarantino (γιατί από υποκριτική λίγο μαύρα μεσάνυχτα) και ένα τσούρμο cool guyz, καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα αποτέλεσμα που χωρίς πολλές σκηνές δράσης ή ανελέητου κυνηγητού, αποτελούν το χρωματιστό κερασάκι μιας τόσο ένοχα γλυκιάς ταινιακής τούρτας.
Το “Reservoir Dogs” είναι μια ταινία που ούτε λίγο ούτε πολύ τα περισσότερα πράγματα αιωρούνται κάπου πάνω από τους ατέλειωτους διαλόγους των πρωταγωνιστών και στην ουσία δε βλέπουμε τίποτα πέρα από αυτό. Ούτε την ληστεία, ούτε το κυνηγητό με την αστυνομία, ούτε αν την γλύτωσαν όλοι, ούτε πως στο καλό έγινε όλο αυτό που σε μια οποιαδήποτε άλλη ταινία του Hollywood θα αποτελούσε το ζουμί της υπόθεσης, με την ληστεία να ‘τρώει’ σίγουρα ένα 20λεπτο οπού φυσικά θα παρακολουθούσαμε κάθε συνταρακτική λεπτομέρεια. Σε καμία περίπτωση δε προσπαθώ να μειώσω τέτοιου είδους ταινίες, καθώς πολλές από αυτές είναι πράγματι καλές, αλλά δε μπορώ και να μην εκστασιαστώ με την μαγκιά του Tarantino να σε κρατάει καθηλωμένο από την αρχή, χωρίς να σου έχει δείξει τίποτα!
Οι ερμηνείες όλων με ενθουσίασαν και βρήκα πολύ έξυπνο το εύρημα οτι ο καθένας από την συμμορία διέθετε οχι κάποιο ηλίθιο κωδικό όνομα, αλλά ένα χρώμα. O Mr. White (Harvey Keitel), o Mr. Brown (Quentin Trantino), o Mr. Orange (Tim Roth), o Mr. Blue (Edward Bunker), o Mr. Blonde (Michael Madsen) και ο Μr. Pink (Steve Buscemi)-και προσωπική αγάπη-, αποτελούσαν τα μέλη της εγκληματικής ομάδας, με τον Joe Cabot (Lawrence Tierney) στον ρόλο του Big boss και τον Nice Guy-Eddie Cabot (Chris Penn) στον ρόλο του γιου/bodyguard του. Εκτός από τα ονόματα-χρώματα που τους δίνει ο ‘αρχηγός’, ενδιαφέρον είναι το πόσο ξεκάθαρα οριοθετημένοι είναι και οι χαρακτήρες που υποδύονται: ο Pink είναι ο ορθολογιστής της παρέας, ο συγκρατημένος και ψυχρός επαγγελματίας, που ξέρει τι πρέπει να κάνει και πότε να το κάνει, σκεπτόμενος πάντα λογικά. Ο White είναι ο ‘παλιός’, αυτός που κουβαλάει την εμπειρία και ουσιαστικά παίζει τον ρόλο της πατρικής φιγούρας ανάμεσα στους νεαρούς κακοποιούς, ενώ ο Blonde είναι ο κλασσικός ψυχάκιας που συναντάμε και σε άλλες ταινίες του Tarantino (ο ρόλος του Madsen δεν διαφέρει και πολύ από τον αντίστοιχό του στο Kill Bill) ο οποίος δεν δίνει δεκάρα για κανέναν πέρα από το δικό του τομάρι και μπορεί να σκοτώσει με την ίδια ευκολία ένα κουνούπι και έναν άνθρωπο. Ναι με την ίδια…
Ερμηνείες-ρεσιτάλ από Busemi-Roth-Keitel. Ο Βuscemi πολυλογάς όπως είναι, δίνει μια νευρώδη ερμηνεία που σε πορώνει, ο Keitel με το ώριμο παρουσιαστικό του είναι ιδανικός για τον ρόλο του εν δυνάμει μέντορα, που όταν σκέφτεται με την καρδιά και οχι το μυαλό, μόνο χαμένος βγαίνει, ενώ και ο Roth αποτελεί ανεξάντλητη πηγή ερμηνευτικής ικανότητας, με τον παραληρηματικό του λόγο και το αγωνιώδες βλέμμα του, δίνει πραγματικά τα μέγιστα στον ρόλο του και την ικανοποίηση στον Τarantino που τον επέλεξε. Στους υπόλοιπους ρόλους είναι όλοι καλοί και αποτελούν το ιδανικό team cast για την πραγμάτωση της φαντασίωσης του σκηνοθέτη.
Φυσικά από σκηνοθετική πλευρά θα δείτε όλα αυτά που έχετε συνηθίσει: πλάνα μέσα από το port baggage, ατάκες που ‘γράφουν’, cool τύπους με χαρτοφύλακες και βαλίτσες που κρύβουν συνήθως το λόγο για τον οποίο γίνεται κάθε φορά ο κακός χαμός, βία που φτάνει και περισσεύει, και άλλη τόση που παίζει ‘έξω’ από την ταινία και ένα σωρό άλλα σκηνοθετικά τεχνάσματα και οχι μόνο, που πολλοί θα τα ξέρετε και καλύτερα από εμένα.
To “Reservoir Dogs” είναι μια περιπέτεια που πρέπει να δουν οι fan και οπωσδήποτε αυτοί που δεν αρέσκονται σε τέτοιου είδους ταινίες, γιατί απλά θα την αγαπήσουν. Για το παράλογο, τις σπουδαίες ερμηνείες, την εξαιρετική και φυσικά τρελαμένη σκηνοθεσία του Tarantino, το compilation από soundtracks που έχουν μαγειρευτεί τέλεια με την ταινία και φυσικά την όλη αισθητική που αποπνέει και την κάνει με μόλις ένα βασικό σκηνικό στο οποίο έγιναν τα γυρίσματα, μια από τις καλύτερες ταινίες ever. Plus μπόλικο eye candy για όσες γυναίκες δεν κατάφερα να πείσω με τα παραπάνω (εγώ κρατάω τον Mr. Pink για να μην τσακωθούμε….)
Υ.Γ: Mr. Blonde είσαι θεός….ξέρεις για ποια στιγμή μιλάω…
TRIVIA
  • Η ταινία περιλαμβάνει 272 διαφορετικές χρήσεις της λέξης “fuck” (nothing less to be expected).
  • Κατά την διάρκεια των γυρισμάτων ένας

    νοσοκόμος παρέμενε εκεί προκειμένου να επιβεβαιώνει οτι το αίμα που έχανε ο Mr. Orange από τον πυροβολισμό, ήταν σε ρεαλιστική ποσότητα.

  • Η αποθήκη στην οποία έγιναν τα περισσότερα γυρίσματα ήταν κάποτε…νεκροτομείο!
  • O Madsen δυσκολεύτηκε πολύ να γυρίσει την σκηνή οπού γίνεται βίαιος απέναντι σε έναν αστυνομικό. Ο ηθοποιός που τον υποδυόταν (Kirk Baltz) πέταξε την ατάκα “i have a child at home” αυτοσχεδιάζοντας, και τότε ο Madsen ως νέος πατέρας που ήταν και ο ίδιος, δε μπορούσε να τελειώσει την σκηνή σκεπτόμενος οτι θα άφηνε ορφανό ένα παιδάκι!
  • O Roth έμενε για αρκετές ώρες μέσα σε μια λίμνη ‘αίματος’ από την οποία έπρεπε να τον ξεκολλάνε, καθώς δημιουργούσε κρούστα όσο περνούσε η ώρα (ικ!).
  • Το budget ήταν τόσο περιορισμένο που οι ηθοποιοί φορούσαν δικά τους ρούχα, όπως ο Penn και ο Buscemi που φοράει σκούρο τζιν και οχι παντελόνι από κοστούμι.
  • Ο Tarantnino αποφυλάκισε τον Lawrence Tierney ο οποίος είχε μπει φυλακή επειδή είχε στρέψει το όπλο προς τον ανιψιό του, μόνο και μόνο για να παίξει στην ταινία!
  • Ο ρόλος του Mr. Pink είχε γραφτεί για τον ίδιο τον Tarantino. Όταν ο Buscemi πέρασε από casting του είχε πει οτι δεν υπήρχε περίπτωση να του δώσει τον ρόλο, γιατί τον ήθελε για τον ίδιο και οτι έπρεπε να είναι πολύ καλός για να τον πάρει. Ο Buscemi ήταν κάτι περισσότερο από καλός τελικά…
  • Στην αρχή που τους βλέπουμε όλους μαζεμένους γύρω από το τραπέζι να συζητούν για την…Madonna, ο Chris Penn δεν συμμετέχει καθόλου στην κουβέντα. Ο λόγος απλός: ο αδελφός του Sean Penn ήταν ζευγάρι με την Madonna τότε.
  • Το αυτοκίνητο που οδηγεί ο Madsen είναι επίσης δικό του. ‘Οταν τον βλέπουμε μέσα στην αποθήκη κρατώντας ένα αναψυκτικό, ήταν εκτός σεναρίου αφού έκανε μια βόλτα μαζί με τον ηθοποιό που έπαιζε τον αστυνομικό (ο οποίος του είχε πει να τον κλειδώσει στο port baggage για να πιάσει καλύτερο….feeling) και περνώντας από ένα Taco Bell αποφάσισε να πιει κάτι. Στη συνέχεια έφερε αυτό το κάτι και στην ίδια την ταινία…
Και μερικά fan made posterakia που βρήκα και μου άρεσαν:

Τίποτα η tv σήμερα…

Bye bye!

The Score: ‘Η αλλιώς πως να πετύχεις 3 μεγάλους ηθοποιούς στην ίδια ταινία!

Οκ λοιπόν χτές δε πρόλαβα πάλι να γράψω ταινιούλα, διότι βρε, για σας δουλεέυω βρε!!.  Είχα πάει να δω το ‘Stone’, τη καινούρια ταινία στην οποία πρωταγωνιστού ο Edward Norton και ο Πολυ γερασμένος, αλλά πάντα εξαιρετικός Robert de Niro.  Θα κάνω όμως την ανατροπή και δε θα σας μιλήσω σήμερα για αυτή τη ταινία, γιατί θέλω πρώτα να τη σκεφτώ καλά και μετά να δω αν τη θεωρώ τελικά τόσο καλή, ώστε να την ανεβάσω στο καταπληκτικό μου blog (γέλασε κανείς;;;…..είπα μήπως!).  Μια ακόμα ανατροπή που θα κάνω (ούτε ο Πρετεντέρης να ήμουν) είναι οτι θα ανεβάσω μια άλλη ταινιούλα, όπου τι σύμπτωση παίζει πάλι το παραπάνω δίδυμο, αφού είναι και η πρώτη ταινία στην οποία συναντιούνται οι δυο ομολογουμένως μεγάλοι αυτοί ηθοποιοί.  Εάν μάλιστα προσθέσετε και τον πληθωρικό Marlon Brando, ε τότε έχουμε πετύχει jack-pot!.

Είναι πολυ ωραίο όταν βλέπεις στην ίδια ταινία να πρωταγωνιστούν 3 ηθοποιοί, διαφορετικών γενεών, οι οποία μάλιστα τυγχάνει να είναι και οι καλύτεροι της γενιάς τους.  Είναι μια ευτυχέστατη σύμπτωση, ακόμα και όταν το σενάριο της ταινίας δεν είναι και τίποτα το ξεχωριστό, αφού το μόνο σίγουρο είναι οτι θα καταφέρουν να το σώσουν χάρη στις ερμηνείες τους.  Τρανό παράδειγμα, το ‘The Score’.
Ήμουν έτοιμη να την πω την κακία μου, η αλήθεια να λέγεται.  Επειδή η σημερινή ταινία, παρουσιάζει πολλές ομοιότητες απο άποψη πλοκής και γενικότερου στησίματος, με το ‘Oceans Eleven’ ήμουν έτοιμη να πω οτι ‘εαν ήταν η ζήλια ψώρα, θα έτρωγε όοοολη η χώρα’.  Αλλά βλέπετε αυτό δε μπορώ να το πω, καθώς και οι 2 ταινίες βγήκαν στην άιθουσες την ίδια χρονιά, το 2001!.  Παρόλα αυτά το The Score, έχει ενα ελαφρύ προβάδισμα καθώς βγήκε το καλοκαίρι, ενώ η άλλη τον Δεκέμβρη του ίδιου έτους.  Βέβαια πρέπει να πω οτι ενώ και οι δυο ταινίες μοιάζουν σε πολλά πράγματα, το γεγονός οτι το Oceans Eleven είχε συγκεντρώσει όλο αυτό το υπέρλαμπρο, πανέμορφο κλπ κλπ cast, νομίζω πως είναι ίσως ο πιο βασικός λόγος που επισκίασε το The Score, καθώς δε μπορώ να δώσω μια άλλη εξήγηση στο γεγονός οτι ενω είναι τοσο ίδιες, η μια ελαφρώς χαντακώθηκε και η άλλη γύρισε και δυο συνέχειες (απαίσιες, αλλά τις γύρισε!).  Προσωπικά δαγκωτό Norton, who cares about Pitt and Clooney??.
Όπως είπα και πριν η ταινία δεν είναι κάτι το φοβερό σε story.  O Robert de Niro υποδύεται τον Nick Wells, έναν κλέφτη ‘μάστορα’ στη τέχνη του, ο οποίος αποφασίζει να αποσυρθεί και να ζήσει πλέον μια ήσυχη ζωή με τη γυναίκα που αγαπά και το jazz club του οποίου είναι ιδιοκτήτης.  Κάπου εκεί ο Max (Marlon Brando), παλιός φίλος του συναφιού, τον προκαλεί σε μια τελευταία κομπίνα, που φαίνεται να είναι η μεγαλύτερη και πιο επικερδής της καριέρας του, εάν ο Nick την δεχτεί.  Παράλληλα του συστήνει και τον Jack (Edward Norton) έναν ανερχόμενο και πολλά υποσχόμενο κλέφτη, ο οποίος επιθυμεί διακαώς να συμμετάσχει στο τελευταίο, μεγάλο κόλπο του Nick.
Ο καθένας στον ρόλο του είναι εξαιρετικός.  Ο de Niro, ως ώριμος και συνειδητοποιημένος πλέον, ‘παλαίμαχος’ κλέφτης, ο Brando ως γερασμένος γόης, παλιών καλών εποχών, που προσβλέπει στη τελαυταία δουλειά, πρικειμένου να ξεπληρώσει τα πολλά του χρωστούμενα και ο Norton ως ο νέος διάδοχος (έτσι θέλει τουλάχιστον να πιστεύει), ενός εκ των καλυτέρων κλεφτών, του Nick.
Οι τρεις αυτοί ηθοποιοί έχοθν δέσει τόσο καλά μεταξύ τους, που μου είναι δύσκολο να φανταστώ άλλους που θα λειτουργούσαν τόσο καλά μαζί.  Επίσης πιστεύεω ακράδαντα, οτι σε περίπτωση που οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι είχαν πάει σε άλλους, η ταινία ίσως και να ήταν μια απο τις πολλές, χωρίς κανένα απολύτως ενδιαφέρον.  Αλλά καταφέρνουν να την σώσουν τοσο καλά, που ειλικρινά δε με ενόχλησε τίποτα απολύτως,  Αντιθέτως την απόλαυσα μέχρι τέλους, ως μια γρήγορη και καλοπαιγμένη περιπέτεια.
Η σκηνοθεσία δε με χάλασε καθόλου, αφού δεν ήταν των άκρων, αλλά κάπου στη μέση, ούτε πολλά ρίσκα, αλλά ούτε και ελλείψεις.  Οι χαρακτήρες ήταν πολυ πιστικοί και ρεαλιστικοί και γενικά δεν υπήρχε πολυ βαβούρα ή εξωφρενικά πράγματα του τύπου ‘Επικίνδυνες Αποστολές’ ή ακόμα και ‘Oceans Eleven, twelve, thirteen’ (εντάξει το παράχεσαν και αυτοί πια!).  Ειδικά και ο ρόλος, μέσα στον ρόλο που υποδύεται ο Norton (θα καταλάβετε οταν δείτε, τι εννοώ) είναι φοβερός και τον ερμηνεύει τόσο καλά, που καταντάει πια αηδία το πόσο ταλαντούχος είναι (με τη καλή την έννοια 🙂 ).
Γενικά νομίζω οτι εαν επιλέξετε να την δείτε, δε θα θεωρήσετε χαμένο τον χρόνο σας, αφού έχει αρκετή δράση, εφευρετικότητα (ως προς τον όλο σχεδιασμό της κομπίνας) και φυσικά τρεις εξαιρετικές ερμηνείες, απο τρεις εξαιρετικούς ηθοποιούς.

Trailer δεν έχει σήμερα guyz, διότι όταν είσαι ηλίθιος και δεν ξέρεις να κάνεις σωστά τη δουλειά σου, το αποτέλεσμα είναι να δεις ολόκληρη τη ταινία, μέσα στα 2 λεπτά που διαρκεί το trailer, οπότε μετά δε χρειάζεαι να τη δείς, αφου σου έχουν ήδη αποκαλυφθεί όλα!!!.  Εαν λοιπόν θέλετε να τη δείτε, μη δείτε το trailer, γιατί μετά δε θα έχει νόημα, trust me!.

Φιλιάααα…