Fat Kid Rules the World: And he rules it well

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Καλή εβδομάδα και σήμερα σε όλους!  Χθες το βράδυ, 30 Σεπτεμβρίου, παρέα με τον μήνα, μας αποχαιρέτισε και ένα ακόμη κινηματογραφικό φεστιβάλ Αθηνών, το οποίο είχε για ακόμη μια φορά ηχηρή παρουσία και φέτος.  Άσχετο, αλλά για να μη ξεχαστώ κιόλας, καλό μήνα σε όλους βρε!!
Μετά και από το χθεσινό, υπέροχο κλείσιμο του φεστιβάλ με μια από τις hands down, καλύτερες ταινίες της χρονιάς, το “Beasts of the Southern Wild”, η βραδιά κύλησε όμορφα και σίγουρα μας κρατούσε το καλό για το τέλος.  Υπέροχο κομμάτι cinema, είναι μια ταινία που δε πρέπει να χάσετε (αν με το καλό πάρει διανομή και σε εμάς) και για την οποία θα μιλήσουμε και εμείς μέσα στις επόμενες εβδομάδες.
Σήμερα θα ασχοληθούμε με μια ακόμη ταινία την οποία παρακολούθησα στα πλαίσια του φεστιβάλ, και μπορώ να πω πως αν και μπήκε σφήνα στο πρόγραμμα το οποίο είχα βγάλει, ήταν τελικά μια από τις καλύτερες που είδα.  Αισιόδοξη, τρυφερή, αλλά και πικρούτσικη, το “Fat Kid Rules the World” ήταν αναμφίβολα μια αποκάλυψη για όσους παρευρέθησαν στις αίθουσες και μια πραγματική, εφηβική απόλαυση αν με ρωτάτε.  Κάπου εδώ θέλω επίσης να πω, οτι από εδώ και πέρα, ακόμα και αν οι Νύχτες τελείωσαν, τον παραπάνω τιτλάκο θα συνεχίσω να τον βάζω, πρώτον, γιατί θα αποτελεί αναφορά στις ταινίες που θα προτείνω, και που είδα στο φεστιβάλ, και δεύτερον, γιατί καθότι ψυχαναγκαστικό άτομο, δε θα μπορούσα να συνεχίσω να βάζω ταινίες χωρίς την παραπάνω παραπομπή, μιας που έχω ήδη ανεβάσει κάποιες που φέρουν τον αντίστοιχο τίτλο (όσοι δε θέλετε να με έχετε φίλη πια, θα το καταλάβω).  Και τώρα, περνάμε στο ψητό.

O Troy (Jacob Wysocki) είναι ένας παχύσαρκος έφηβος με αυτοκτονικές τάσεις, καθώς πέρα από την αγάπη του για το φαγητό, δε λες οτι έχει και καμιά άλλη στη ζωή του (αν και πολύ θα’θελε).  Ούτε φίλους, ούτε κοπέλα, ούτε καν μητέρα, μιας που έχει πεθάνει, με αποτέλεσμα να ζει μαζί με τον πρώην πεζοναύτη πατέρα του, Μr. Billings (Billy Campbell) και τον μικρότερο αδελφό του, Dayle (Dylan Arnold).
Όταν μια μέρα ο Troy αποφασίσει πως ήρθε η ώρα να βάλει τέλος στη θλιβερή ζωή του, θα σταθεί μπροστά από ένα λεωφορείο και θα αρχίσει να φαντασιώνεται το σπλατερικό του τέλος, τίγκα στην αιματίλα.  Και εκεί που το σχέδιο πάει να ευοδώσει, θα πεταχτεί στα ξαφνικά ένας περίεργος νεαρός, ο Marcus (Matt O’Leary) ο οποίος θα τον σώσει.  Το πράγμα όμως δεν είναι και τόσο απλό, όταν ο άστεγος και ναρκομανής Marcus, απαιτήσει από τον Troy να δημιουργήσουν μια…rock μπάντα, ως αντάλλαγμα για τη σωτηρία της ψυχής του (που είναι τελικά πολύ μεγάλο πράγμα).
Ο Troy που δεν έχει ιδέα πως να παίζει ντραμς, και ακόμα περισσότερο τι πάει να πει rock, θα πειστεί τελικά να κάνει μια προσπάθεια και να βοηθήσει τον Marcus στο ‘φιλόδοξο’, μουσικό του project.  Θα πρέπει όμως πρώτα να αντιμετωπίσει ένα σοβαρό πρόβλημα: να βοηθήσει τον καινούριο του φίλο, να ξεπεράσει το πρόβλημα της εξάρτησής του.  Πράγμα, καθόλου εύκολο…

Το “Fat Kid Rules the World” είναι μια πραγματικά feelgood ταινία, η οποία μέσα από οικογενειακές δυσκολίες και σύγχρονα θέματα-μάστιγες, όπως αυτό των ναρκωτικών, αλλά και της αποξένωσης, καταφέρνει να πάρει στροφή προς κάτι πιο αισιόδοξο, καταλήγοντας να είναι ταυτόχρονα και μια από τις πιο αναπάντεχα καλές, coming of age ταινίες που έχεις δει τελευταία.
Το φιλμάκι αυτό βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της νεαρής, Αμερικανίδας συγγραφέως KL Going, και συγκαταλέγεται όπως καταλαβαίνεις στη κατηγορία της λογοτεχνίας που προορίζεται για “young adults”.  Η ιστορία γράφτηκε το 2003 και η ‘American Library Association’ ανακήρυξε το βιβλίο ως ένα από τα καλύτερα της περασμένης δεκαετίας.  Και αν ακόμα δεν έχω τη προσοχή σου, είμαι σίγουρη πως μετά από την αποκάλυψη του σκηνοθέτη, θα την έχω.  Και ποιος είναι αυτός;  Ο Matthew Lillard.
Όσο περίεργο σου φαίνεται εσένα, άλλο τόσο φάνηκε και σε εμένα, ιδιαίτερα αφού τσέκαρα τον σκηνοθέτη, μετά το τέλος της ταινίας, και αν δεν έχεις καταλάβει ακόμα για ποιον μιλάμε, να σου πω οτι ο Lillard είναι ένας από τους πιο γελοίους τύπους που μπορεί να θυμηθείς να παίζει σε ταινίες, καθότι ηθοποιός.  Από το “Scream” (1996), μέχρι το corny “She’s All That” (1999), και από το alter-ego Shaggy του “Scooby-Doo” (2002), μέχρι το πιο πρόσφατο, ‘ποιοτικό’ του πέρασμα από τη ταινία του Alexander Payne, “Τhe Descendants”.
Μπορεί εν ολίγοις ο Lillard να μη φημίζεται κιόλας για το υποκριτικό του ταλέντο, μιας που αναλώνεται σε χαζορόλους εξίσου χαζών ταινιών, παρόλα αυτά με τη πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, μοιάζει να βρίσκει τον κινηματογραφικό του στόχο, που χαρακτηρίζεται από μια ολοφάνερη indie διάθεση, χαλαρούς, σκηνοθετικούς ρυθμούς και μπόλικες δόσεις εναλλακτικού στυλ.

Η ταινία δεν έχει καμία διάθεση διδακτισμού και απλά παίρνει την πραγματικότητα ως έχει.  Ούτε κατακραυγή για τον εθισμό του Marcus στα ναρκωτικά, ούτε για την υπέρβαρη παρουσία του Troy, ούτε και για μια ολόκληρη γενιά που απολαμβάνει τη μουσική της επανάσταση και προσπαθεί (ή οχι) μέσα από αυτή.
Προσωπικά, μου έκανε τεράστια εντύπωση το γεγονός, οτι ο πατέρας του Troy, είναι πρώην marine, καθώς κάποιος θα σκεφτόταν οτι τέτοιου είδους, σκληροπυρηνικοί τύποι, δεν αφήνουν τα παιδιά τους να γίνουν μπουλούκοι, και οτι στις περισσότερες περιπτώσεις, η “ράβδος” και η λεκτική βία, κάνουν θαύματα (αν και όλοι ξέρουμε οτι δημιουργούν θύματα).  Έχοντας στο μυαλό μου τον πρώην στρατιωτικό πατέρα του Ricky στη ταινία του Mendes, “American Beauty”, φανταζόμουν οτι η περίπτωση πατέρα-γιου θα ήταν παρόμοια και εδώ.  Τελικά έκανα λάθος, μιας που για πρώτη φορά είδα τη “πατρική φιγούρα που έχει τελέσει σε ειδικές δυνάμεις”, ακομπλεξάριστη, αυστηρή μεν, πραγματικά ανθρώπινη δε.
Γενικότερα αυτό που μπορεί κανείς να παρατηρήσει εύκολα σε αυτό το-με δικό του τρόπο-fan ταινιάκι, είναι πως έχει μια αισιοδοξία και μια αγάπη για τη ζωή, ακόμα και όταν αυτή σου προσφέρει στο πιάτο τη πιο κακομαγειρεμένη της μερίδα.  Ακόμα και τότε, ο Troy θα συνεχίσει να τρώει (αυτό θα μπορούσε να είναι και σεφερλικό αστείο) και να υπάρχει, ο Mr. Billings να πονάει, αλλά να κρατάει την οικογένεια ενωμένη και ο Marcus να εθίζεται όλο και περισσότερο, αλλά να εξακολουθεί να ροκάρει.
Οι χαρακτήρες του “Fat Kid Rules” είναι σαφέστατα έρμαια των επιλογών τους, αλλά έχουν την επιλογή να τις αντιμετωπίσουν και να τις αλλάξουν.  Δεν υπάγονται τόσο σε μια μοιρολατρική διάθεση τέλους (ακόμα και η δήθεν αυτοκτονία του Troy, παρουσιάζεται με τρόπο μαύρα χιουμοριστικό), όσο σε μια χειροπιαστή, δύσκολη πραγματικότητα, από την οποία ανταπεξέρχονται μέρα με τη μέρα.  Και αν κάτι κάνει αυτό το film αξιοπρόσεχτο, είναι η φροντισμένη σκηνοθεσία και η ειλικρινής αγάπη με την οποία πλάθει ο Lillard τους ήρωές του.  Good job.

 

Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών είναι προσεγμένες και απλές, καθότι υποδύονται και άτομα της διπλανής πόρτας, χωρίς αυτό να σημαίνει οτι δε χαρακτηρίζονται από μια δυναμική, που πρέπει να συναντά κανείς σε τέτοιου είδους, ανεξάρτητες προσπάθειες.
Αυτός που αναμφίβολα κερδίζει τις εντυπώσεις με τη πληθωρική του παρουσία, είναι φυσικά ο Wysocki, τον οποίο ίσως και να θυμάσαι από τη ταινία “Terri”, οπού και συμπρωταγωνιστούσε στο πλευρό του John C. Reilly.  Ο ρόλος του δεν ήταν και πολύ διαφορετικός απ’οτι στη ταινία του Lillard, μιας που και εκεί έπαιζε έναν εκτοπισματικό έφηβο, ο οποίος προσπαθούσε να τα βρει με τη ζωή του.
Εδώ ο Wysocki μοιάζει περισσότερο να αυτοσαρκάζεται και από ένα σημείο και μετά απλά, ‘he doesn’t give a damn!’, και καλά κάνει.  Στην ουσία, η σταδιακή του μετεξέλιξη από έναν κομπλαρισμένο, μοναχικό έφηβο, σε ένα παιδί με δίπλωμα στη δύσκολη ζωή, είναι κάτι το συγκινητικό να το βλέπεις, και ακόμα και αν μιλάμε τελικά για ένα χιλιοπαιγμένο σενάριο και πάλι εγώ θα σου πω, οτι αυτές οι indie παραγωγές είναι που κρύβουν το λαχταριστά, φρέσκο ζουμί.
Ευαίσθητος και πάνω απ’ολα καλός φίλος, ο Troy είναι ένας άνθρωπος των καιρών του, που παλεύει να κάνει τη διαφορά.  Ακόμα και αν αυτή περιορίζεται στη σωτηρία του νεοαποκτιθέντα φίλου του.  Λίγο είναι αυτό;
Από την άλλη πλευρά, πολύ καλός και ο O’Leary, ο οποίος αν και βέρο Αμερικανάκι, εντούτοις περνάει ευκολότατα για british boy, με λιγδωμένο μαλλί,  ξεσκισμένο ντύσιμο και κιθάρα στην αγκαλιά για punk-rock νότες.  Μαζί με τον Wysocki μάλιστα δημιουργούν ένα δίδυμο με χημεία που σε πείθει για όλες τις νεανικές τους τρέλες: καλές, κακές, χοντροκομμένες και απλά, αληθινές.
Ας μη ξεχάσουμε εδώ και τον Billy Campbell (τον θυμάσαι από το ξυλίκι που του είχε χώσει η-και πολύ κακιά-Jennifer Lopez στο “Enough”;) στον ρόλο του πατριάρχη, που δίνει μια όμορφα ώριμη ερμηνεία, και αναλαμβάνει μερικές από τις καλύτερες ατάκες της ταινίας.

Η σκηνοθεσία ακολουθεί ανάλαφρους ρυθμούς και για κάποιον λόγο αν δεν είχα δει οτι πρόκειται για αμερικάνικη παραγωγή, θα είχα ορκιστεί οτι πρόκειται για κάποια ανεξάρτητη, βρετανική ταινία.
Ο Lillard ακολουθεί ράθυμες διαδρομές, χωρίς να τους λείπει όμως μια νεανική δυναμική και καταφέρνει να δημιουργήσει ένα κλίμα πραγματικότητας, αλλά και με δόσεις φαντασιακής διάθεσης, κυρίως όταν ο Troy σκέφτεται τρόπος για να εξοντώσει τον…εαυτό του.
Αν έχεις δει το “The School of Rock” και σου άρεσε, τότε θα μπορούσαμε να πούμε οτι το “Fat Kid Rules the World” είναι σαν την ενήλικη μετάβαση της ταινίας με τον Jack Black.  Σπινθηροβόλο, γλυκά αισιόδοξο και με τα απαραίτητα, ροκ γρατσουνίσματα, είναι μια τόσο feelgood ταινία, όσο και τα μηνύματα που θέλει να περάσει.  Τσέκαρέ την με τη πρώτη ευκαιρία.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το παντελόνι στον τοίχο είναι και πολύ rock, διακοσμητική πρόταση, οτι όταν κάνεις μάστερ το γύρισμα της μπαγκέτας στο χέρι, έχεις αρχίσει να μαθαίνεις ντραμς και οτι όταν φαντάζεσαι πως το αίμα σου είναι μια κόκκινη μάζα από…ζελέ, ε, είναι πιο fun.

No trivia

Killer Joe: Κ.F.C will never be the same

 NEW ARRIVAL (από 20 Σεπτεμβρίου στις αίθουσες)

Καλησπέρα σε όλους.  Λίγο περίεργη η σημερινή μέρα (ήλιος και υγρασία δεν ήταν ποτέ από τα αγαπημένα μου ζευγαράκια), και το κεφάλι μου λες οτι πάει να σπάσει και λίγο, αλλά τι να κάνεις;  Δε μπορείς να τα’χεις και όλα δικά σου.  Έπειτα λοιπόν και από το χθεσινό τρέξιμο για να μαζέψω τα εισιτήρια για τις Νύχτες Πρεμιέρας (epic τρέξιμο για την ακρίβεια), και αφού ξεμπέρδεψα με αυτό, ήρθε επιτέλους η ώρα να γράψω και για ένα φρεσκότατο ταινιάκι που παρακολούθησα μαζί με μπόοολικα ακόμα άτομα, τη Πέμπτη το βράδυ στο σινε-ΘΗΣΕΙΟ, στα πλαίσια του 2ου Athens Open Air Film Festival.  Η ταινία με την οποία μας αποχαιρέτισε το φεστιβάλ, ήταν το “Killer Joe”, μια μαύρη κωμωδία, με οτινανικές ερμηνείες που σπάνε κόκαλα και τον Mathew McConaughey στον καλύτερο ρόλο της νεοανεγερθείσας καριέρας του, δεδομένου οτι τα τελευταία, 2-3 χρόνια έχει αρχίσει να μας εκπλήσσει πραγματικά με τις κινηματογραφικές του επιλογές.  So, here we go.

Ο Chris (Emile Hirsch) είναι ένας νεαρός, drug dealer ο οποίος ζει κάπου στο Τέξας μαζί με την- απομυθοποιητική για το αμερικανικό όνειρο- οικογένειά του.  Ο πατέρας του Ansel (Thomas Haden Church) είναι ένας μπυρομανής ηλίθιος, τυπικής βλαχο-redneck φάσης, που περνάει τον χρόνο του από το συνεργείο, στο σιχλιασμένο οικογενειακό τροχόσπιτο, κι από εκεί στο τοπικό στριπτιτζάδικο, με τις ‘πλαστικό βυζί καρμπόν’ νταρντάνες μεγαλοκοπέλες.  Η νέα του γκόμενα, Sharla (Gina Gershon) είναι μια ξεπεταγμένη MILF, η οποία έχει φυσικά τη πουτανιά μέσα, αλλά και έξω της, εκφράζεται σαν φορτηγατζής, αγαπά την αδελφή του Chris, Dottie (Juno Temple) σαν δικό της παιδί και σιχαίνεται τον ίδιο τον Chris, όπως ο διάολος το λιβάνι (εχμμ το ίδιο και ο πατέρας του).  Από την άλλη πλευρά η Dottie είναι μια αλαφροΐσκιωτη παρουσία, ένα εύθραυστο και μυστήριο πλάσμα, που περνάει τη μέρα της βλέποντας ταινίες του Μπρους Λι, ρίχνοντας κλωτσιές και μπουνιές στον αέρα, ετοιμάζοντας φαγητό στο σπίτι και μιλώντας σαν τη χαμένη κόρη του Paulo Coelho (“your eyes hurt”).  Μέσα σε αυτή τη κακορίζικη ατμόσφαιρα, θα έρθει να προστεθεί και ένα extra θεματάκι όταν ο Chris αντιμετωπίσει πρόβλημα με το μεγάλο αφεντικό της περιοχής, στον οποίο χρωστάει αρκετό παραδάκι έπειτα από μια στραβή με τη γκόμενά του.  Μη τα ρωτάτε…
Έτσι σε μια προσπάθεια να μαζέψει τα λεφτά, για να μη τον μαζέψουν αργότερα από κάνα χαντάκι, συλλαμβάνει τη φαϊνή ιδέα να σκοτώσει την μάνα του, προκειμένου να εισπράξει την ασφάλεια, ύψους $50.000.  Έτσι βάζει στο κόλπο τον πατέρα και τη μητριά του, και προσλαμβάνει έναν επαγγελματία εκτελεστή (ο οποίος τυγχάνει και ντετέκτιβ), τον Killer Joe (Mathew McConaughey), προκειμένου να βγάλει το φίδι από την τρύπα.  Επειδή όμως ο Chris δεν έχει τη χρηματική μπροστάντζα που θέλει ο νέος του ‘φίλος’, ο ωραίος Joe του ζητάει ως εγγύηση την Dottie(!).  Εκείνος με τα πολλά δέχεται.  Αnd then…all hell breaks loose.

Το γεγονός είναι πως μόνο μια ταινία σαν το “Killer Joe” θα μπορούσε να είναι υποψήφια στο περσινό φεστιβάλ της Βενετίας για τον Χρυσό Λέοντα και τελικά να καταλήξει να κερδίσει ένα άλλο βραβείο, αυτό του Χρυσού Ποντικιού (Golden Mouse award).  Και αν αναρωτιέσαι, τι στο καλό είναι αυτό το βραβείο, μπορώ να σου πω οτι απονέμεται από online κριτικούς, στην ταινία της αρεσκείας τους.  Συνεπώς μπορεί να μην είναι και τόσο κουλό όσο ακούγεται, αν όμως μείνεις μόνο στην ονομασία του συγκεκριμένου επάθλου, τότε μπορείς να καταλάβεις πολλά για αυτή τη ταινία την οποία πρόκειται να δεις.  Δεν είναι λιοντάρι, αλλά ένα βρώμικο και αρρωστιάρικο ποντίκι, που έχει όμως ακόμα αρκετές δαγκωνιές να μοιράσει.  Ναι ναι, αυτό ακριβώς είναι το “Killer Joe”.
Αν πάλι σκέφτεσαι ποιος έχει σκηνοθετήσει μια τέτοια, αρκούντως σάπια ταινία, ε τότε θα σου πω και πολύ θα το ευχαριστηθώ.  Ποια θα έλεγες οτι είναι η πιο τρομακτική ταινία όλων των εποχών, αυτή που ακόμα και σήμερα να τη δει κανείς, θα την βρει τουλάχιστον highly disturbing;  Αν ακόμα δε τη μάντεψες, η ταινία που σου λέω είναι φυσικά το “The Exorcist” και ο σκηνοθέτης δεν είναι άλλος από τον γνωστό και μη εξαιρετέο, William Friedkin.
Ο William λοιπόν, ο οποίος έχει γράψει κινηματογραφική ιστορία με το δαιμονισμένο κοριτσάκι που ξερνάει πρασινίλες, έχει κατά καιρούς βρεθεί στο προσκήνιο με διάφορες ταινίες, επεισόδια τηλεοπτικών σειρών, ντοκιμαντέρ και γενικά ένα σωρό παραγωγές που αποδεικνύουν οτι δεν κάθετε ήσυχος.  Προσωπικά αν με ρωτήσετε, θα σας πω πως πριν από το “Killer Joe” (το οποίο ήδη διεκδικεί μια θέση στην blogoscar-ική μου λίστα), αγαπημένη ταινία του Friedkin ήταν το “Bug” του 2006, οπού και πρόσεξα για πρώτη φορά την τρέλα που βαράει τον Michael Shannon και για την οποία, πολύ τον εκτίμησα.  Ε τώρα, και μετά από αυτό το ανοσιούργημα του black humor, η εκτίμηση για τον Friedkin ανέβηκε ένα σκαλί περισσότερο.  Τουλάχιστον.

Εκτός βέβαια από τη σκηνοθετική δεινότητα του Friedkin, σπουδαία είναι στη προκειμένη περίπτωση και η συμβολή του συνεργάτη του, Tracy Letts, ο οποίος έγραψε το σενάριο, προσαρμόζοντάς το από το ομώνυμο θεατρικό, δικής του έμπνευσης.  Και το 2006 όμως ο Letts, εκτέλεσε χρέη σεναριογράφου για το “Bug”, το οποίο είχε αποτελέσει και πάλι σε πρώτη φάση θεατρικό, δικής του γραφής.
Σε αντίθεση λοιπόν με την δουλειά και των δυο στο “Bug”, το οποίο αποτελεί μια ταινία για τη σχιζοφρενική φύση του ανθρώπου, το “Killer Joe” είναι ένα φιλμ το οποίο αρχικά δεν είναι για όλους.  Εξαιτίας των υπερβολικά γραφικών σκηνών βίας, αλλά και του απροκάλυπτου γυμνού το οποίο μπορεί να φέρει μερικούς σε δύσκολη θέση, είναι ένα κατασκεύασμα για όσους έχουν λίγο πιο ανοιχτό μυαλό, και είναι διατεθειμένοι να απολαύσουν πραγματικό, βιτριωλικό, μαύρο χιούμορ.  Δε θα έπρεπε να ξεγελάσει κάποιον το γεγονός οτι αποτελεί επί της ουσίας μια κωμωδία, καθώς έχει πολλά χαρακτηριστικά που την καθιστούν ταυτόχρονα μια ταινία cult, με νεο-noir διαστάσεις, υπόγειο κοινωνικό σχολιασμό και μια περίεργη ψυχογράφηση, διαφορετικών ειδών ανθρώπων.
Στο “Killer Joe” κανείς δεν είναι μόνο καλός ή μόνο κακός, αλλά όλοι μοιάζουν να αποτελούν έρμαια του χώρου, του τόπου και της κοινωνικής τους τάξης.  Η οικογένεια του πρωταγωνιστή ζει σε ένα λασπωμένο trailer park, κάτω από το διαρκές γάβγισμα ενός boxer ονόματι Τ-bone (μπριζόλα), τρώγοντας τηγανισμένο κοτόπουλο και εν μέσω διαρκών εντάσεων, ξεκατινιασμάτων και βρισίματος.  Μέσα σε μια τέτοια καθημερινότητα δεν είναι να απορεί κανείς πως ο γιος μπλέκει με το εμπόριο, η κόρη είναι στον κόσμο της (οχι και τόσο καλύτερος ομολογουμένως) και ο killer Joe εκμεταλλεύεται τη κατάσταση-και εδώ που τα λέμε και τη Dottie-προκειμένου να βγάλει όλη τη διεστραμμένη μανιακή του διάθεση.
Κοινωνική εξαθλίωση, ζωή δίχως μέλλον, έμποροι ναρκωτικών, ένας πληρωμένος δολοφόνος και ένας σκατόκαιρος (δεν είναι τυχαίο που η βροχή πέφτει αμείλικτη), συνθέτουν ένα ταινιακό παζλ, που από τη πρώτη στιγμή σε κάνει να αισθάνεσαι τη δυσωδία και τη ντεκαντάνς, πάνω στο ίδιο σου το κορμί.  Και το χειρότερο;  Μέσα σε αυτή την ανθρώπινη αποσύνθεση, ο Friedkin βρίσκει την ευκαιρία για υποδόριο χιούμορ και με τις 50 shades of black του.  Right to the bone.

Η σκηνοθεσία του Friedkin είναι καθαρά αφηγηματική, χωρίς χρονικά κολπάκια, περίεργες γωνίες λήψεις ή πλάνα που κρύβουν κάποιο βαθύ, φιλοσοφικό νόημα.  Κάθε άλλο.  Η κάμερά του ακολουθεί τις καταστάσεις αποστασιοποιημένη, καταγράφει τις εξελίξεις με τρόπο ρεαλιστικό και δίνει κάθε φορά στον εκάστοτε ήρωα, τον χώρο που απαιτεί το υποκριτικό του βάρος, προκειμένου να στηθεί επαρκώς και να αποτελέσει αναπόσπαστο κομμάτι της αναθεματικής αυτής ιστορίας.
Βέβαια υπάρχουν στιγμές που καταλαβαίνεις οτι ο άνθρωπος που σκηνοθέτησε τόσο έξοχα τον Εξορκιστή, δε μπορεί να έχει ξεμείνει από ιδέες.  Τις εμπνεύσεις του, μπορείς να τις αναζητήσεις σε πλάνα όπως είναι ένα συγκεκριμένα για παράδειγμα, στο οποίο ενώ η κάμερα είναι ακινητοποιημένη πότε από τη μια πλευρά του Hirsch, και πότε από την άλλη του McConaughey, ενώ είναι μαζί μέσα στο αυτοκίνητο, ξαφνικά βγαίνει εκτός, αφήνει το αμάξι να τη προσπεράσει και μένει πίσω, επιλέγοντας να αφήσει σε κοντινό για μερικά δευτερόλεπτα, τρεις ξύλινους σταυρούς μπηγμένους στο έδαφος.  Μια ξεκάθαρη προοικονομία, ή ίσως μια θύμηση των παλαιότερων, μεγάλων στιγμών του;  It’s your call.
Εκτός από το καθαρά σκηνοθετικό κομμάτι, όλο το μουντό τοπίο της Louisiana στην οποία έγιναν τα γυρίσματα, οι σκουριασμένες σιδηροδρομικές γραμμές, οι μπετονιασμένες γέφυρες κυκλοφορίας, ο καταξεραμένος κόσμος και το γεγονός οτι οι πιο κρυφές και μιασματικές πράξεις γίνονται νύχτα, δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια για τον σκοπό των δημιουργών: το χτίσιμο μιας ατμόσφαιρας του Νότου, μίζερης και θανατερής, με ήρωες που αμφιταλαντεύονται μέσα στην άγνοιά τους, ανάμεσα στο θλιβερό και το αστείο.  Υπάρχει κάτι χειρότερο από αυτό;

Το cast είναι εντυπωσιακά ταιριαστό, με τον καθένα να κρατάει από ένα κομμάτι, μιας ιδιαίτερης ερμηνευτικής πίτας.  Η Gershon μας δείχνει το μάγκικο και βραχνιασμένο της υποκριτικό ταλέντο (και οχι μόνο, μιας που η ταινία ξεκινάει με πλάνο από τη μέση της και κάτω, γυμνή και με έναν διόλου ευκαταφρόνητο ‘θάμνο’ να ανοίγει την πόρτα στον Hirsch), o Church είναι η προσωποποίηση του πιο απαθούς και χαζού άνδρα που μπορείς να φανταστείς, αλλά και του πιο αποτελεσματικού στην τελική και με τις καλύτερες ατάκες μέσα στη ταινία, ο Hirsch παραπέμπει εξωφρενικά σε μια νεότερη εκδοχή του di Caprio από πλευράς φυσίκ και φωνής, και δίνει ξανά πολλά στον ρόλο του (έπειτα από την κακοτοπιά του “The Darkest Hour”, ακόμα και αν βγήκε μετά τον Joe), ενώ και η Juno Temple είναι ένα από τα γρήγορα, ανερχόμενα ταλέντα της Χολιγουντιανή βιομηχανίας, που με προσεχτικές επιλογές, έχει καταφέρει μέχρι τώρα να είναι πολύ καλή όπου κι αν παίζει.  Στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα, ο ρόλος της είναι έτσι κι αλλιώς πιο απαιτητικός, μιας που καλείται να υποδυθεί ένα κορίτσι λίγο αλλιώτικο από τα άλλα, ένα θηλυκό που με τη πρώτη ματιά δε το καταλαβαίνεις, αλλά σύντομα αρχίζεις να συνειδητοποιείς οτι κάτι δε πάει καλά με αυτή.
Βέβαια όπως καταλαβαίνετε, αυτός που κλέβει τη παράσταση είναι ο McConaughey ο οποίος δίνει ρεσιτάλ τρέλας, διαστροφής και κακόβουλης διάθεσης.  Πλέον μπορούμε να πούμε με σιγουριά, οτι ο ξανθός ηθοποιός έχει επιτέλους βρει τον δρόμου του, μιας που εκτός από το “Killer Joe” θα τον δούμε και σε μερικές ακόμη, αξιοπρόσεκτες παραγωγές, όπως τα “Mud” του Jeff Nichols (υπεύθυνου για το περσινό “Take Shelter”), “The Wolf of Wall Street” του Scorsese καθώς και το “Τhe Dallas Buyer’s Club”.  Τρελός, φευγάτος και super ικανός να φέρει εις πέρας μερικούς, πραγματικά απαιτητικούς ρόλους, ο McConeughey επιτέλους ξύπνησε, αποδεικνύοντας οτι δεν είναι μόνο σερφ και κοιλιακούς, αλλά και κάτι παραπάνω.  Για την ακρίβεια, πολύ παραπάνω.
Το “Killer Joe” είναι μια ταινία σκληρή, όσο και σκοτεινά αστεία, γεμάτη κωμικοτραγικά ευτράπελα και βλαχαδερούς ήρωες.  Σίγουρα μια από τις πιο διαφορετικές ταινίες της χρονιάς και για κοινό που αγαπάει τον αυτοσαρκασμό και τις περίεργες διαθέσεις.  Μη τη χάσετε.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το να φοράς μάυρο παντελόνι, μαύρο πουκάμιστο, μαύρο δερμάτινο, μαύρα γάντια, μαύρα γυαλιά και μαύρο, καουμπόϊκο καπέλο, βοηθάει στο να μη δίνεις στόχο.  Ευτυχώς. Οτι καλό θα είναι πριν τη δείτε να μην έχετε φάει τηγανητό κοτόπουλο και οτι η extra χρησιμότητα μιας κονσέρβας θα σε εκπληξει.  Όπως και του μπουτιού κοτόπουλου.


No trivia

Miss Bala: Her dream turned into a nightmare

Καλημέρα καλημέρα!  Τετάρτη σήμερα, 12 Σεπτεμβρίου και βρισκόμαστε μια μέρα μακριά, από την ανακοίνωση του full προγράμματος για τις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας.  Αν και τα πράγματα είναι λιγάκι περίεργα αυτή τη χρονιά από πλευράς καρτών που εξαντλούνται (10αρες υπάρχουν ακόμη στον Δαναό, το είπαμε και στο Reel.gr), από οργάνωση του προγράμματος (αύριο ανακοινώνεται, αύριο ξεκινάει και η διάθεση των εισιτηρίων), και από διάφορα άλλα παρατράγουδα, εντούτοις, εμείς θα προσπαθήσουμε να είμαστε εκεί κάθε μέρα, παρακολουθώντας αξιόλογα ταινιάκια και διαμάντια, όπως εκείνα που βάλαμε και πέρσι στο blog, την ίδια περίπου εποχή.  Έτσι λοιπόν, και σε κόντρα των καιρών, λέμε να το παίξουμε cool και άνετοι, ξεκινώντας μάλιστα από σήμερα, με το κλείσιμο του 2ου Athens Open Air Film Festival, το οποίο θα κατεβάσει αυλαία στο σινε ΘΗΣΕΙΟ, στις 22:300, παίζοντας το “Killer Joe”, μια ταινία που προσωπικά περίμενα μετά μανίας.  Προς το παρόν, θα συνεχίσουμε τη σημερινή μέρα με τη ταινία, “Miss Bala”, μια δυνατή και καθόλα ρεαλιστική που αξίζει να προσέξουν οι σινεφίλ, αλλά και όσοι ψάχνουν το δράμα μέσα από τις καθημερινές, τραγικές αναποδιές.

Η Laura Guerrero (Stephanie Sigman) είναι μια όμορφη, νεαρή κοπέλα η οποία ζει με τον πατέρα και τον μικρότερό της αδελφό.  Προκειμένου να βγάλουν τα προς το ζην, πουλάνε ρούχα και λίγο πολύ τα κουτσοκαταφέρνουν στην οικογένεια, χωρίς όμως περιττά έξοδα και πολυτελή ζωή.  Στη τελική πόσο πολυτελής μπορεί να είναι η ζωή σου όταν ζεις στις φτωχογειτονιές του Μεξικό, και αναγκάζεσαι να κλειδαμπαρώνεσαι μέσα στο σπίτι σου, σε μια ελάχιστη προσπάθεια να μείνεις μακριά από τις φατρίες των εμπόρων ναρκωτικών και των απανταχού εγκληματιών;  Όταν η Laura θελήσει να συμμετάσχει στον τοπικό, καλλιστειακό διαγωνισμό δηλώνοντας συμμετοχή και κάνοντας το όνειρό της πραγματικότητα, νομίζει πως θα καταφέρει να ξεφύγει έτσι κι αλλιώς, από μια μαύρη και άραχνη ζωή, αυτή χωρίς μέλλον, που μοιάζει να τη περιμένει.  Κάνει όμως μεγάλο λάθος…
Όταν από σπόντα εκείνη και η φίλη της βρεθούν σε ένα club το οποίο θα δεχθεί επίθεση από τους μεγαλέμπορους ναρκωτικών και την ομάδα της DEA, εκείνες, θα βρεθούν εν μέσω πυρών, προσπαθώντας να ξεφύγουν.  Λίγο αργότερα η Laura, θα πέσει στα χέρια του Lino, του αρχηγού του ναρκωτικού δικτύου, ο οποίος και θα την χρησιμοποιήσει, προκειμένου να κάνει τις βρωμοδουλειές του, χωρίς να τραβά τα βλέμματα πάνω του.  Η Laura θα καταλήξει θύμα μιας τεράστιας βιομηχανίας όπλων και ναρκωτικών.  Και το χειρότερο;  Δίνει την εντύπωση του μοναδικού θηλυκού, βασικού μέλους της ομάδας των εμπόρων.  Και ποιος θα πιστέψει οτι τελικά, εσύ είσαι το θύμα;

Το “Miss Bala” είναι όπως έχετε καταλάβει, μια μεξικάνικη, δραματική παραγωγή του 2011, την οποία σκηνοθέτησε ο Gerardo Naranjo, ο οποίος έχει γυρίσει δυο ακόμη ταινίες μεγάλου μήκους, και κάποιες ακόμα short δουλειές.
Παρά το γεγονός οτι ο δημιουργός της ταινίας, δεν έχει κάνει και πολλά άλλα πράγματα, αυτό δεν είναι απαγορευτικό-όπως έχουμε ξαναδεί-για εκείνον, αλλά και για άλλους, νέους σκηνοθέτες να κατασκευάσουν κάτι το αξιόλογο.  Στην προκειμένη περίπτωση ο Naranjo σκηνοθετεί μια ταινία στιβαρή και άγρια, παρουσιάζοντας μέσα από την κάμερά του, την εικόνα μια μεξικανικής κοινωνίας που ζει στην άλλη πλευρά του νόμου, αυτή τη παραβατικότητας, των αναλώσιμων, ανθρώπινων σωμάτων και του τέλους της ‘αθωότητας’.
Η ταινία αποτέλεσε πέρσι την επίσημη συμμετοχή σε διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ, εκ των οποίων τα πιο γνωστά ήταν αυτά των Καννών, του Τορόντο, αλλά και της Νέας Υόρκης.  Ενδιαφέρον έχει να σημειώσουμε εδώ, πως ο Naranjo είχε κερδίσει και το βραβείο FIPRESCI στο Διεθνές Διαγωνιστικό του φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης το 2008, με την ταινία του “Voy a Explotar”.

Ο κοινωνικός σχολιασμός, η απουσία ευκαιριών και η καταβαράθρωση της νέας γενιάς, αποτελούν μόνο μερικά από τα στοιχεία της ταινίας, τα οποία την καθιστούν τόσο πικρά αληθινή στα μάτια των θεατών, και ίσως-ακόμα χειρότερα-σε όσους βλέπουν μέσα σε αυτή, τη δική τους πραγματικότητα, δεδομένου οτι το “Miss Bala” είναι ένα film με προεκτάσεις παγκόσμιες και καθολικές, που μιλάει κατευθείαν στη ψυχή όσον έχουν ζήσει (και εξακολουθούν δυστυχώς να ζουν) τέτοιου είδους περιστατικά.  Δεν είναι εξάλου και καθόλου τυχαίο το γεγονός, οτι η ιστορία της Laura, βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, και συγκεκριμένα σην υπόθεση της beauty queen, Laura Zuniga, η οποία συνελήφθη το 2008, μαζί με τα μέλη μιας συμμορίας, μέσα σε ένα φορτηγό γεμάτο πυρομαχικά.  Όπως και στα αληθινά γεγονότα, έτσι και στην ταινία, υπονοείται πως η νίκη στο διαγωνισμό ομορφιάς, επήλθε έπειτα από τις πιέσεις των μελών της συμμορίας, στους υπεύθυνους διοργανωτές, οι οποίοι αναγκάστηκαν τελικά να δώσουν το σικέ-στέμμα στην εμπλεκόμενη στις υποθέσεις τους, κοπέλα.
Εκτός από το cast, βασικοί πρωταγωνιστές της ταινίας είναι οι κακόφημες γειτονιές, τα-κυριολεκτικά-υγρά και βρώμικα σοκάκια, οι μεξικάνικοι χωματόδρομοι και όλα εκείνα τα στοιχεία μιας πόλης, που την καθιστούν μετά βίας βιώσιμη, επικίνδυνη και ξεχασμένη από τον Θεό.
Αν και το θέμα που παίζει στο background και αποτελεί την κινητήριο δύναμη της ταινίας (αυτό της μάστιγας του εμπορίου ναρκωτικών), το έχεις δει ουκ ολίγες φορές σε διάφορες ακόμα ταινίες, εντούτοις αυτό το μεξικάνικο film, έχει κάτι από ατόφια κινηματογράφηση και τόσο ρεαλιστική απόδοση καταστάσεων, που νομίζεις πως το μάτι της κάμερας είναι το δικό σου, και έχεις τη δυνατότητα να παρακολουθείς το δράμα της πρωταγωνίστριας, σαν άλλος σαδιστής ηδονοβλεψίας, που δεν έχει καμία όρεξη να παρέμβει και να χαλάσει το ‘πάρτυ’.  Αυτό προσδίδει από μόνο του μια μοιρολατρική διάσταση στην όλη κατάσταση, καθώς τα γεγονότα εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας, αλλά κανείς δεν έχει τη δυνατότητα να τα αλλάξει.  Εμείς με τη μηδενική έτσι κι αλλιώς, δυνατότητα αντίδρασης, αλλά και οι ήρωες οι οποίοι αποτελούν έρμαια μια πραγματικότητας που διαιωνίζεται, μιας πραγματικότητας από αυτές που δε χωρούν τη παραμικρή επιστροφή.

Το ενδιαφέρον της συγκεκριμένης ταινίας έχει να κάνει και με την ιδιαιτερότητα του φιλμαρίσματός της, και τον τρόπο με τον οποίο καθιστά ο Naranjo την κάμερά του κοινωνό, πολλαπλών νοημάτων.
Με το που ξεκινάει η ταινία, βλέπουμε έναν καθρέφτη γεμάτο αποκόμματα περιοδικών και εφημερίδων, που αναπαριστούν μοντέλα, ηθοποιούς και τραγουδίστριες (κάπου εκεί υπάρχει και η Madonna αν δεν απατώμαι).  Θα μου πείτε ωραία, και;  Αν προσέξει κανείς λίγο καλύτερα, μπορεί να δει από την αρχή ένα σημάδι που προοικονομεί την επερχόμενη καταστροφή στη ζωή της ηρωίδας: ένα απόκομμα με δυο μόνο λέξεις, “fashion victim”.  Και αν το καλοσκεφτεί κανείς, η αλυσίδα γεγονότων που οδήγησαν την Laura μπλεγμένη, ξεκίνησε ακριβώς από αυτό: από την ελπίδα της να γίνει fashion icon και βασίλισσα της ομορφιάς.  Αντ’αυτού, έγινε η βασίλισσα του καρτέλ, οπότε κατά κάποιον τρόπο η μοίρα της ως θύμα, επιβεβαιώνεται έτσι κι αλλιώς.
Τέτοιου είδους μικρά κομματάκια είναι που κάνουν μια ταινία να διαφέρει, ακόμα και όταν δεν πραγματεύεται εξ’ ολοκλήρου πρωτότυπες υποθέσεις (υπάρχει άραγε πια παρθενογένεση στο cinema;).  Ένα ακόμη στοιχείο που την βοηθά να προβάλει το δραματικό της περιεχόμενο πιο έντονα, είναι το φιλμάρισμα της ηρωίδας από πίσω.  Σε ένα μεγάλο μέρος της ταινίας, μπορούμε να δούμε μόνο τη πλάτη της, τα μαλλιά της και το σώμα της.  Σκεφτείτε όμως, πόσο άσχημο και χωρίς προσωπικότητα είναι ένα σώμα χωρίς ‘πρόσωπο’, χωρίς ταυτότητα.  Εδώ αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι πως στην ουσία η υπόσταση της Laura ως μια όμορφη γυναίκα, κατακερματίζεται, αφού ακόμα και αυτή, αποτελεί ένα απρόσωπο πιόνι στα χέρια των εγκληματιών.  Ακόμα όμως και όταν την βλέπουμε καθαρά, δεν είναι το κορίτσι που για ελάχιστα λεπτά εμφανίζεται στην αρχή της ταινίας.  Το χαμόγελο αντικαθίσταται από το κλάμα, το γοητευτικό βλέμμα, από μια τρομοκρατημένη παραλλαγή του, και ο αγώνας για το διαφορετικό, μετατρέπεται σε ολοκληρωτική παραίτηση.  Η Laura είναι ένα ακόμη αναλώσιμο κορμί.  Ωραίο μεν, χωρίς καμία αξία για τους εκμεταλλευτές της, δε.

Αναμφίβολα στην ενδιαφέρουσα, σκηνοθετική οπτική του Naranjo, θα πρέπει να προσθέσουμε και τον ‘σκηνοθετικό αποκεφαλισμό’ της ηρωίδας.  Και τι εννοούμε με αυτό;  Υπάρχουν αρκετές στιγμές κατά τις οποίες παρακολουθούμε τα πράγματα από την οπτική της Laura (υποκειμενική οπτική γωνία), είτε τα βλέπουμε σαν να μην υπάρχει το κεφάλι της εκεί, σαν να μπορούσε δηλαδή κατά κάποιον τρόπο να είναι αόρατο, και εμείς να βλέπουμε τι γίνεται πέρα από αυτό.  Αυτό το τρικ, προσδίδει στη ταινία μεγαλύτερη αμεσότητα και ρεαλιστική υπόσταση, αφού η κάμερα-κεφάλι μας δίνει την πιο κοντινή αντίληψη των πραγμάτων, όπως αυτά βιώνονται δυνητικά, από την πρωταγωνίστρια.
Πέρα από τις σκηνοθετικές επιλογές του δημιουργού, και η επιλογή του cast φαίνεται να απέδωσε καρπούς, καθώς η Sigman είναι εξαιρετική στον ρόλο της.  Με έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις, εκφραστικότητα και πειστικότητα, καταφέρνει και διηγείται την ιστορία με τρόπο ωμό και ατρόμητο.  Πλάι της ο Noe Hernandez στον ρόλο του αφεντικού, είναι γλοιώδης και αδίστακτος, η τέλεια προσωποποίηση του κακού Μεξικανού.
Η μοναδική ένσταση που έχω, αφορά τη διάρκειά της (κοντά στις δυο ώρες), αφού εκ των πραγμάτων η αργά εξελισσόμενη δράση, κάνει κάπου κοιλιά και ίσως κουράσει.
Παρά τη χρονικής της διάρκεια, το “Miss Bala” είναι μια ταινία που θα εκτιμήσουν κυρίως οι πιο σινεφίλ, μιας που απαιτεί μεγαλύτερη υπομονή από τους θεατές της.  Και πάλι όμως, αν αρέσκεστε σε τέτοιου είδους ταινιάκι, σίγουρα θα την ‘απολαύσετε’.  Ειλικρινής και χωρίς να μασάει τα λόγια της, αξίζει να της δώσετε μια ευκαιρία.  Αν μη τι άλλο και για το βουβό της τέλος…

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι Μεξικανός χωρίς μουστάκα, δε γίνεται, οτι για να μην τσαλακωθεί το σατέν σου φόρεμα, άφησέ το κουβαριασμένο μέσα σε ένα αυτοκίνητο και οτι αν η φίλη σου νταραβερίζεται με αποβράσματα, βάλε της και λίγο μυαλό, γιατί θα σε πάρει και εσένα παραμάζωμα.  Λέω εγώ τώρα…


No trivia

Breaking Bad: All Hail the King

Ξέρετε πως βασικά το blogaki είναι για να ανεβάζει ταινίες.  Παρόλα αυτά, μια στο τόσο και όταν οι περιστάσεις το απαιτούν, βάζω και καμιά σειρά, έτσι για να ξεφεύγουμε λιγάκι και από τα καθιερωμένα.  Βέβαια το να γράψει κανείς για μια σειρά, απαιτεί να έχει δει και όσο τον δυνατόν περισσότερους κύκλους από αυτή (αν δηλαδή έχει πάρει το πράσινο φως για περισσότερους από έναν), μιας που έτσι κάποιος μπορεί να έχει στα σίγουρα μια αρκετά πιο ολοκληρωμένη εικόνα, σχετικά με το περί τίνος πρόκειται.  Έτσι λοιπόν μετά από σειρές όπως το “Dexter”, “Boardwalk Empire” και “Game of Thrones”, περνάμε στη νέα μου εμμονή, μιας που το καλοκαίρι μου έδωσε την ευκαιρία να καθίσω και κυριολεκτικά να λιώσω μπροστά στην οθόνη, ολοκληρώνοντας και την τέταρτή της σεζόν.  Όπως έχετε καταλάβει, μιλάμε φυσικά για το “Breaking Bad”, μια από τις πιο καλογραμμένες και καλοσκηνοθετημένες σειρές που έχω δει ποτέ.  Κι αν ακόμα δεν έχετε πειστεί, ίσως τα παρακάτω σας κάνουν να αλλάξετε γνώμη.

Ο Walter White (Brian Cranston), είναι μια χημική διάνοια, που παρά το τρισμέγιστο ταλέντο και την ταπεινοφροσύνη που ξεπερνάει ακόμα και αυτή του Jesus Christ, δεν έχει καταφέρει να κάνει το πολυπόθητο, μεγάλο βήμα στη ζωή του, παραμένοντας κολλημένος σε ένα τοπικό σχολείο, διδάσκοντας Χημεία.  Το γεγονός βέβαια οτι ο ίδιος είναι σαν καημένος, δε βοηθάει και πολύ τα πράγματα, μιας που ούτε δυναμικό τον λες, ούτε άτομο που υποστηρίζει την άποψή του τον λες, ούτε καν τον άντρα στη σχέση τον λες, μιας που η Skyler White (Anna Gunn), η σπαζαρχί σύζυγος, φροντίζει να τον μανιπιουλάρει και να τον έχει και λίγο μέσα στο extra extra large βρακί της, καθότι έγκυος.  Από την άλλη πλευρά και ο μεγαλύτερος γιος, Walter Jr. (RJ Mitte, ο οποίος υποδύεται έναν έφηβο με κινητικές δυσκολίες και οχι μόνο) δε φαίνεται να πολυκαταλαβαίνει την ‘αδυναμία’ του πατέρα του να ορθώσει ανάστημα με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο.
Έχουμε λοιπόν: έναν σύζυγο η αυτοπεποίθηση του οποίου είναι ένα με το πάτωμα, μια σύζυγο με τούρλα τη κοιλιά, που φυσικά δεν εργάζεται, έναν γιο με πρόβλημα υγείας και έναν μισθό που με το ζόρι φτάνει για τα απαραίτητα.  Και κάπου εδώ, έρχεται το πραγματικά ‘καλό’: o Walter πάσχει από καρκίνο στους πνεύμονες, και οι γιατροί του δίνουν γύρω στον έναν χρόνο ζωής.  Αυτό θα πει καλοτυχία.
Όταν ο καλός Walter ενημερωθεί για την κατάστασή του, θα αποφασίσει να πάρει-επιτέλους-τον έλεγχο της ζωή του στα χέρια του, και να δράσει άμεσα, προκειμένου να εξασφαλίσει οικονομικά την οικογένεια, μετά τον θάνατό του.  Και τότε κάνει το ακόμα καλύτερο: γίνεται μάγειρας κρυσταλλικής μεθαδόνης, παίρνει στη δούλεψή του έναν πρώην μαθητή(!), τον ‘τα ζώα μου αργά’ Jesse Pinkam (Aaron Paul) και πιάνει δουλειά.
Το ταλέντο του ως χημικός θα φανεί γρήγορα, όταν η μπλε, κρυσταλλική μεθαδόνη του, γίνει ανάρπαστη και ξεσηκώσει θύελλα ευφραινόμενης καρδίας στους απανταχού εμπόρους και πρεζόνια, χάρη στη pure, purest σύνθεσή της.  Ο Walt πιστεύει πως έχει πιάσει ήδη τη καλή.  Τι κρίμα που ο κουνιάδος του Hank (Dean Norris) εργάζεται για την DEA (Drug Enforcement Administration), τα μεξικάνικα ναρκω-καρτέλ δεν αστειεύονται, ο ίδιος δεν έχει ιδέα για το πως λειτουργεί το σύστημα, και ο Jesse είναι κάτι περισσότερο από άχρηστος;  Κρίμα indeed.

Από τη χρονιά που ξεκίνησε να προβάλλεται, το “Breaking Bad”, αποτέλεσε κλασικό πελάτη των Emmy Awards, αφού μόνο το 2011 δεν έλαβε κάποια υποψηφιότητα.  Έκτοτε, και μέχρι σήμερα, όλοι μιλούν για τη σειρά-φαινόμενο, που έχει καθηλώσει εκατομμύρια θεατές στους δέκτες του, εξακολουθεί να κερδίζει το ένα βραβείο μετά το άλλο, και να κρατά το ενδιαφέρον στα ύψη, ακόμα και στην 5η σεζόν, η οποία ξεκίνησε και επισήμως από τις 15 Ιουλίου.
Η αλήθεια είναι πως όταν βλέπεις μια σειρά να έχει φτάσει αισίως ως την πέμπτη σεζόν, να εξακολουθεί να κρατάει το ενδιαφέρον σου αμείωτο, και μάλιστα να βρίσκεται στην καλύτερή της στιγμή, ε τότε ο μεγάλος ντόρος γύρω από το όνομά της, καταλαβαίνεις οτι δεν είναι καθόλου τυχαίος.
Βέβαια για να λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους, μεγάλο ρόλο παίζει στη συγκεκριμένη περίπτωση και το κανάλι από το οποίο προβάλλεται η σειρά (μιλάμε βασικά για την επίσημη προβολή της στη τηλεόραση της Αμερικής, και οχι για το downloading των επεισοδίων από το internet).  Το ΑΜC λοιπόν, το οποίο έχει αναλάβει τη προβολή μερικών, από τις πιο επιτυχημένες σειρές (στο πλευρό του Breaking Bad, θα δει κανείς το “Mad Men”, αλλά και το “The Walking Dead”) παίζει μαζί με το HBO (“True Blood”, “Boardwalk Empire”, “Game of Thrones”), στη πρώτη θέση των επιλογών των θεατών, χάρη στο πολυποίκιλο και καλοφτιαγμένο θέαμα που προσφέρουν.  Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, που έπειτα από την τεράστια επιτυχία του “Breaking Bad”, η αναγνωρισιμότητα και η φήμη του AMC, έχει εκτοξευθεί στα ύψη.
Πάντως, για να τα λέμε και λιγάκι μεταξύ μας, κάθε καλωδιακό κανάλι θα ήθελε να έχει στο ενεργητικό του, ένα τόσο βαρύ πυροβολικό, όσο το “Breaking Bad”, καθώς αρκεί να δεις τις πρώτες σεζόν για να καταλάβεις οτι αυτή η σειρά, τα έχει όλα: έξυπνο story, πολυεπίπεδους χαρακτήρες, διαρκείς ανατροπές, εντυπωσιακή σκηνοθεσία, δράση και ρεαλιστικότητα στο έπακρο.  Αν δε την έχεις ήδη ξεκινήσει, here is your time.

Είναι εύκολο να υποπέσει κάποιος σε μοιραίο ολίσθημα, από τη στιγμή που ασκεί κριτική σε μια σειρά, καθώς είναι τόσα αυτά που έχεις δει, και τόσα αυτά για τα οποία θες να μιλήσεις, που και το παραμικρό spoiler, είναι κρίμα και άδικο για όσους δε την έχουν ακόμα πάρει πρέφα.  Έτσι λοιπόν, θα προσπαθήσω να αποφύγω την ανάλυση υπερβολικά, συγκεκριμένων στιγμών της σειράς, και θα μιλήσω λίγο πιο γενικά, για το feeling που σου αφήνει επεισόδιο το επεισόδιο.
Όταν ξεκίνησα και εγώ να τη παρακολουθώ φέτος το καλοκαίρι, ομολογώ πως στην αρχή δε μου είχε φανεί κάτι το εντυπωσιακό, κυρίως επειδή έπρεπε πρώτα να γνωρίσουμε τους χαρακτήρες.  Τι εννοώ;  Οτι μέχρι να καταστούν οι χαρακτήρες επαρκώς κατανοητοί από τη σκηνοθετική ομάδα, εμείς πρέπει να κάνουμε σαφέστατα μια μικρή υπομονή, αν μη τι άλλο, για να δούμε που το πάνε.  Ο χαρακτήρας του Walter δε, πρέπει να αποδοθεί με σαφήνεια, προκειμένου να γίνει αντιληπτή η τεράστια αλλαγή που έχει επέλθει πάνω του για παράδειγμα, στο τέλος της τέταρτης σεζόν.  Για τον λόγο αυτό σας προειδοποιώ, πως αν πιάσετε τον εαυτό σας να βαριέται στα πρώτα επεισόδια, δώστε της λίγο χρόνο (όπως βασικά σε κάθε σειρά που έχετε αντιληφθεί οτι αξίζει) και αφήστε την να εξελιχθεί με τον τρόπο που το κάνει και πιστέψτε με, από εκεί που αρχικά θα νιώθετε οίκτο και συμπάθεια για τον Walter, είναι πολύ πιθανό να νιώθετε αργότερα μια απτή αποστροφή για το άτομό του.  Προσωπικά αισθάνομαι μια άρρωστη περηφάνια για εκείνον (α και δέος, μπόλικο δέος), αλλά who gives a f*ck?  Ο καθένας θα το…βιώσει διαφορετικά το πέρασμα του ήρωα από μια ζωή δίχως μέλλον, σε μια άλλη ζωή, αυτή τη φορά με ένα, όσο δε πάει, επίφοβο παρόν.

Κατά γενική ομολογία, οι ταινίες που πραγματεύονται το θέμα των ναρκωτικών είναι ως επί το πλείστον ή υπερδραματικές με extra focus πάνω σε κάποιον μοιραίο ήρωα, ή καταλήγουν στον αντίποδα, σε φάση “Trainspotting” τύπου ‘είμαι χωμένος μέσα στα σκατά, αλλά και τι να κάνεις;”.  Όταν όμως μιλάμε για τον πεπερασμένο χρόνο μιας κινηματογραφικής ταινίας, οι επιλογές σου είναι έτσι κι αλλιώς περιορισμένες.  Ή θα ακολουθήσεις τη μια κατεύθυνση, ή την άλλη.  Αντιθέτως όταν σου προσφέρονται οι μπόλικες ώρες μιας τηλεοπτικής σειρά, τότε, αν διαθέτεις και το κατάλληλο υλικό, μπορείς να δημιουργήσεις μια κατάσταση-δυναμίτη.  Προφανώς και καταλάβατε οτι το “Breaking Bad”, είναι αυτό ακριβώς.
Εδώ δε μπορούμε να μιλάμε για απόλυτες καταστάσεις, για junkies χωρίς επιστροφή, για τρελαμένα αφεντικά χωρίς τιμή ή τέλος πάντων για μια καθαρά γραμμική, υποθεσιακή εξέλιξη.  Οχι.  Εδώ μπορούμε να μιλήσουμε για προοδευτικά διαφοροποιούμενους χαρακτήρες, για τύπους που από αρνάκια του Θεού, καταλήγουν λύκοι του Διαβόλου, για ωμές συνθήκες βίας, βεντέτες του δρόμου και ένα σωρό δουλείες που στραβώνουν και πάλι από την αρχή.
Ο πρωταγωνιστής της σειράς θέτει σε εφαρμογή ένα επικίνδυνο σχέδιο, από αγνή αγάπη για την οικογένειά του και καταλήγει να αποτελεί στόχο της Δίωξης, των κακών Μεξικανών με τα τσεκούρια, των ύπουλων αφεντικών της meth που αρέσκονται στο τραγανό κοτόπουλο και μυριάδων ακόμα χαρακτήρων, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο σημαντικών, όλων όμως με έναν ρόλο που επηρεάζει και επηρεάζεται.
Το “Breaking Bad” είναι μια ιστορία για έναν πραγματικά good guy, που turned bad, και αυτό είναι μια αυταπόδεικτη αλήθεια.  Άλλοι αποφασίζουν να αλλάξουν ζωή κάνοντας ένα ταξίδι, ένα παιδί, αλλάζοντας δουλειά ή με το να παντρευτούν.  Ο Walter White όμως διαφέρει, καθώς ξεκινάει να κατασκευάζει το pure ναρκωτικό του από καθαρά οικογενειακό συμφέρον.  Αυτό που δεν υπολόγιζε είναι βέβαια και η δική του, προσωπική αλλαγή, από έναν άνθρωπο του σχολείου και έναν καλό σύζυγο/πατέρα, σε έναν άνθρωπο χωρίς πρόσωπο, έναν καραφλό τύπο με μούσι, γυαλιά ηλίου και καπέλο, που ακούει στο κωδικό όνομα Heisenberg.  Και αυτή η ασυνείδητη αλλαγή, είναι που κάνει τον White έναν από τους πιο badass χαρακτήρες που έχεις δει τα τελευταία χρόνια οχι μόνο στη τηλεόραση, αλλά και στον κινηματογράφο.

Η σκηνοθεσία είναι το λιγότερο εντυπωσιακή (για τα δεδομένα μάλιστα μιας σειράς), με πλάνα που έρχονται από τα βάθη του…μαγειρευτικού καζανιού, από τον πάτο ενός σκουπιδοτενεκέ και άλλα τέτοια χαριτωμένα, τοποθεσίες στην άκρη του Θεού, χιλιόμετρα καυτής ερήμου μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου (και ακόμα παραπέρα) και όλα αυτά δοσμένα με έναν τρόπο καθόλα ρεαλιστικό, καθημερινό και επί της ουσίας, πραγματικό.
Το να παίρνεις τόσους πολλούς, ετερόκλητους χαρακτήρες και να τους δίνεις πνοή μέσα σε ένα περιβάλλον που μοιάζουν να μη κολλάνε, αλλά και ταυτόχρονα να είναι το μοναδικό στο οποίο να έχουν μια κάποια τύχη, είναι κάτι το αξιοπρόσεχτο.  Όταν μάλιστα καταφέρνεις και κάνεις το περιβάλλον το ίδιο, εν μέρει, πρωταγωνιστή της σειράς, τότε είσαι μάλλον από εκείνους που δεν αφήνουν τίποτα να πάει χαμένο-και καλά κάνεις, αν αξίζει στη τελική.  Έτσι και εδώ, τα fast forward της κάμερας, τα πανοραμικά πλάνα, οι συνεχείς λήψεις ενός καθάριου, γαλάζιου ουρανού (ταυτόσημου της καθάριας, γαλαζωπής meth;  Who knows?), και η προσήλωση πάνω στους χαρακτήρες, όλα, δημιουργούν μια αίσθηση εναλλακτικής πραγματικότητας, σαν να βρίσκεσαι εσύ σπίτι σου και κάπου εκεί έξω ένας Walter White, παίρνει το κολατσιό του, φοράει τη προστατευτική του στολή και ξεκινάει για να βγάλει το μεροκάματο της ημέρας (κάτι εκατοντάδες, χιλιάδες δολάρια δηλαδή).
Ο Brian Cranston στον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι απλά αποκάλυψη.  Ένας τύπος που τα κάνει όλα και συμφέρει, με την εντυπωσιακή και τρομακτική ομολογουμένως αλλαγή του, να κρατάει πάνω της ολόκληρη της σειρά.  Μοιάζοντας να είναι καμωμένος από τη πάστα ενός πραγματικού ηθοποιού, θέλουμε πολύ να τον δούμε και σε άλλες παραγωγές και είμαι διατεθειμένη να του συγχωρέσω το μικρό ολίσθημα του ρόλου του στο κομπάρσικο “Total Recall” με την ιερή τριάδα των κομπάρσων, Colin Farell, Jesicca Bieal, Keit Beckinsale.
Στο πλευρό του και ο νεαρός Aaron Paul δίνει μια συγκλονιστική ερμηνεία στον ρόλο του Jesse, σε βαθμό που ξεχνάς οτι είναι ένας ηθοποιός που υποδύεται τον ρόλο του.  Διόλου τυχαίο που και οι δυο τους έχουν κερδίσει τα Emma-κια τους, με τον Cranston να είναι υποψήφιος και για Χρυσή Σφαίρα.
Εκτός από τους δυο τους, όλο το υπόλοιπο υποστηρικτικό cast είναι από τα καλύτερα που έχεις δει, με τον Dean Norris στον ρόλο του DEA agent, την Anna Gunn ως αμέμπτου(;) ηθικής συζύγου και τον Giancarlo Esposito ως Gus Fring, να κερδίζουν τις εντυπώσεις.
Συμπέρασμα: Αν δεν την έχεις αρχίσει ακόμα, είναι ώρα σου.  Τόσο εθιστική, όσο και αυτό το καταραμένο, little blue thing που κατασκευάζουν.  Τσέκαρέ την.

Τι έμαθα από τη σειρά: Οτι ο Cranston με κουρούπα-μούσι είναι πολύ κακός, οτι πλέον θα βλέπω τα K.F.C με άλλο μάτι και οτι το ρητό ‘πολλοί τη δόξα εμίσησαν, το χρήμα ουδείς’ παίρνει εδώ, σάρκα και οστά.


No trivia

The Man From Nowhere: …has got nothing to lose

Alloha και πάλι και καλή εβδομάδα.  Λοιπόν σήμερα η ταινιούλα μας είναι αφιερωμένη σε όλα τα παιδιά που έδιναν φέτος Πανελλαδικές και την αγωνία τους που έχει χτυπήσει ταβάνι σήμερα, με αφορμή τη δημοσίευση των βάσεων.  Εγώ να πω μια μεγάλη, καλή τύχη σε όλους, και εύχομαι όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά, να καταφέρουν να πετύχουν τελικά τους στόχους τους!
Η ταινία που αποφάσισα να βάλω σήμερα, παίζει και αυτή στο κομμάτι του revenge, asian cinema, και αποτέλεσε στη συνείδησή μου, μια από τις καλύτερες (αν οχι η καλύτερη) ταινίες που αποφάσισα να δω το φετινό καλοκαίρι.  Όσοι δε την έχετε δει, πρόκειται για μια εντυπωσιακά φτιαγμένη περιπέτεια, οπού φυσικά δε της λείπουν και οι απαραίτητες, δραματικές πινελιές, όπως ακριβώς συμβαίνει σε κάθε τέτοια ταινία των φίλων μας των Ασιατών.  Για να ξεκινήσουμε λοιπόν.  “Τhe Man From Nowhere”.

O Cha Tae-sik (Bin Won) είναι ένας φιλήσυχος ιδιοκτήτης ενός ενεχυροδανειστηρίου, σε μια βρώμικη πολυκατοικία κάπου στη Seoul.  Το μοναδικό άτομο με το οποίο ανταλλάσσει μια κουβέντα, είναι ένα μικρό κοριτσάκι, η So-mi, η οποία αντιμετωπίζει ήδη πολλά προβλήματα στην ανήλικη ζωή της.  Η μητέρα της εργάζεται ως στρίπερ σε ένα τοπικό μπαρόκλαμπο, και για να περνάει ευχάριστα η ώρα, βαράει που και που και καμιά ένεση ηρωίνης, έτσι για να αλλάζει η διάθεση βρε αδελφέ.  Η μικρούλα So-mi αναγκάζεται να τριγυρνάει μέσα στη πόλη μόνη της και να κλέβει μικροπράγματα, μιας που η μητέρα της την έχει στη καλύτερη περίπτωση χεσμένη και γενικά κανείς δε φαίνεται να δίνει δεκάρα για το ξύπνιο παρόλα αυτά, πιτσιρίκι.
Μια μέρα η μητέρα της θα μπλέξει πολύ άσχημα, όταν κλέψει ένα δείγμα ηρωίνης το οποίο προόριζε η κορεατική μαφία για μερικούς εξέχοντες, Κινέζους αγοραστές.  Τότε όλη η Κόλαση θα ξεσπάσει πίσω της, αφού τα τσιράκια των μεγάλων αφεντικών, πρέπει να την εντοπίσουν, να πάρουν πίσω το εμπόρευμα και να την τιμωρήσουν σκληρά.
Όταν τελικά καταλήξουν να απαγάγουν την ίδια, αλλά και την κόρη της, θα συνειδητοποιήσουν οτι υπολόγιζαν χωρίς τον ξενοδόχο, μιας που ο Cha Tae-sik, με το αινιγματικό παρελθόν, θα ξεκινήσει έναν αγώνα ενάντια στον χρόνο, προκειμένου να σώσει τη So-mi.  Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, σύντομα θα βρεθεί και ο ίδιος προ απροόπτου, όταν πληροφορηθεί οτι οι μάγκες που κυνηγάει, εμπλέκονται εκτός από το εμπόριο ναρκωτικών, και σε εμπόριο διακίνησης οργάνων…

Η ταινία αποτελεί παραγωγή του 2010, και έχει σκηνοθετηθεί από τον Jeong-beom Lee, ο οποίος έχει κάνει μια ακόμη ταινία (το “Cruel Winter Blues” το 2006) και τίποτε άλλο.
Δε μπορώ να πω βέβαια οτι με εκπλήσει ιδιαίτερα το γεγονός οτι ένας ακόμη Κορεάτης σκηνοθέτης έχει κάνει μια τόσο καλή ταινία όσο αυτή που τσεκάρουμε σήμερα, με μοναδική προϋπηρεσία μια ακόμη.  Η αλήθεια είναι πάντως πως ακόμα και με την πρώτη του ταινία, ο Lee, κατάφερε να χωθεί βαθιά στο μυαλό των συμπατριωτών του, αλλά και των απανταχού ασιατόφιλων, κυρίως επειδή φάνηκε να δίνει μια νέα, πιο φρέσκια πνοή στις ήδη αξιοπρόσεκτες (και ως επί το πλείστον cult) δουλειές του Takeshi Kitano.
To “Cruel Winter Blues”, εμπεριέχει έναν γκανγκστερικό κόσμο, με εμφανέστατα στοιχεία διαλογισμού και φιλοσοφικών αναζητήσεων, πετυχαίνοντας να αναζωογονήσει τείνει τρόπο τις αντίστοιχου είδους ταινίες του Kitano, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από μια πιο ωμή και ρεαλιστική ματιά, πάνω στον κόσμο των κακών παιδιών της νύχτας.
Στο “The Man From Nowhere” δημιουργεί μια ακόμη φορά ένα εφιαλτικό (και όμως τόσο απροκάλυπτα πραγματικό) σύμπαν από αναλώσιμους ανθρώπους, ψυχωτικά αφεντικά και μοιραίους ήρωες, οι οποίοι τα παίζουν όλα για όλα.  Και όσο κι αν φαίνεται πως κάποιος δεν έχει τελικά τίποτα να χάσει, μη ξεγελιέστε.  Πάντα έχει.
Μπορεί λοιπόν ο Lee μέχρι και σήμερα να μην έχει σκηνοθετήσει κάποια νέα ταινία, παρόλα αυτά, αυτή η δική του ιστορία εκδίκησης, είναι σίγουρα μια από τις καλύτερες που έχετε/θα έχετε δει.  Μεστή, σκληρή και περίεργα ανθρώπινη, είναι μια ταινία για την απώλεια, τη μοναξιά, την αγάπη και την ύστατη θυσία η οποία δεν προέρχεται κατ’ ανάγκη από κάποιον φίλο ή συγγενή.  Είναι δυνατόν να προέρχεται και από κάποιον εντελώς άγνωστο.  Κάποιον που φαίνεται να έρχεται ‘από το πουθενά’.

Αν κάποιος αποφασίσει να δει τη ταινία, θα διαπιστώσει οτι ακολουθεί το κλασικό, εκδικητικό μονοπάτι, το οποίο έχουμε συνηθίσει στις σύγχρονες, South Korean ταινίες, γεγονός που μπορεί να κάνει ορισμένους να πουν οτι ‘ok η ταινία δε μου προσφέρει τίποτα καινούριο και συνεπώς είναι μια από τα ίδια’.  Ναι, μπορεί αυτό όντως να συμβαίνει, αλλά για μια ακόμη φορά μιλάμε για μια υπόθεση τόσο άρτια δομημένη και τόσο εξαιρετικά σκηνοθετημένη, που πραγματικά θα σας είναι δύσκολο να ξεκολλήσετε τα μάτια σας από πάνω της.
Έχω ξαναπεί και θα το λέω για όσο ακόμα χρειαστεί.  Είναι προτιμότερο να βλέπεις μια ταινία αυτής της φρέσκιας, κινηματογραφικής σχολής των Ασιατών, απ’οτι ένα Χολυγουντιανό καρμπονάκι, το οποίο τις περισσότερες φορές είναι και υπερβολικό, και βαρετό και τίγκα στην κακιασμένη τεστοστερόνη/αδρεναλίνη, σε βαθμό που καταντάει απλά γελοίο και ψεύτικο (δεν δέχομαι οτι ο Statham σκαρφαλώνει και γαζώνει, με τη καράφλα στεγνή και καθαρή.  Δε γίνεται ρε φίλε!).  Δε θέλω να κριτικάρω αυτού του είδους τις ταινίες, δε με αφορά κιόλας αυτή τη στιγμή να μπω σε μια τέτοια συζήτηση, μιας που ξέρω πως όλο και κάποιος θα βρεθεί να μου μιλήσει για το γαμάουα γερό-κάλος του Silvester Stalone, ή την απαράμιλλη γοητεία του always bad, Jean Claude van Damme.
Αν θέλετε να δείτε όμως κάτι που και τη δράση στα ύψη έχει, και αξιόλογες ερμηνείες, και τις δραματικές του εξάρσεις (όταν πρέπει βεβαίως, μιας που και οι περισσότερες ασιατικές ταινίες, δε στοχεύουν στο τσάμπα κλάμα) και μια υπόθεση κατά τα άλλα κλασική, αλλά πάντα καλή, ε τότε δείτε το “The Man From Nowhere” και αφήστε τα ψευτοπιστολίδια και τις ‘εκρήξεις ανά λεπτό’ για τις κάφρικες βραδιές, παρέα με τους κολλητούς.

Πρωταγωνιστής και αυτή τη φορά, είναι ο Bin Won, και λέω και αυτή τη φορά, γιατί μερικές εβδομάδες πριν είχα ανεβάσει στο blog και τη ταινία, “Mother”.  Για όσους δε θυμάστε ο Won, υποδύεται εκεί έναν διανοητικά προβληματικό νεαρό, ο οποίος κατηγορείται από την αστυνομία για τη δολοφονία μιας κοπέλας, δίνοντας μια πραγματικά, εντυπωσιακή ερμηνεία και πείθοντας απόλυτα στον ρόλο του.
Εδώ ο χαρακτήρας που υποδύεται, δε θα μπορούσε να είναι πιο κόντρα.  Λιγομίλητος, με δολοφονικά ένστικτα, σκούρο κοστουμάκι και βλέμμα κοφτερό σαν λεπίδι, δίνει μια ερμηνεία που ισορροπεί ανάμεσα στο δράμα και τη βίαιη περιπέτεια με μεγάλη ευκολία.  Χωρίς πολλές υπερβολές, αλλά με μια υπόθεση που υιοθετεί το μοτίβο του “good guy gone bad” και κάνει πιστευτή την εξέλιξή της, η ταινία πετυχαίνει να ξεχωρίσει μέσα στον συρφετό των ανεγκέφαλων περιπετειών του σωρού, που δεν έχουν τίποτα περισσότερο να προσφέρουν, πέρα από μερικούς γυμνούς κοιλιακούς (τουλάχιστον εδώ τους βλέπεις με άλλο μάτι), γυναικείες παρουσίες που περιορίζονται στο ρόλο της sexy γατούλας και τίποτε άλλο, και ένα αέναο πάρε δώσε από σφαίρες, που φυσικά ποτέ δε βρίσκουν τον στόχο τους (ο πρωταγωνιστής βγαίνει συνήθως αλώβητος, ακόμα και όταν καμιά ντουζίνα από αυτόματα, έχουν ξεράσει πάνω του εκατοντάδες σφαίρες).
Οχι εδώ.  Εδώ ο κεντρικός ήρωας και θα πονέσει, και θα χτυπηθεί, και θα βασανιστεί εξαιτίας των προσωπικών του επιλογών, και στη συνέχεια θα λυτρωθεί.  Με τον έναν, ή με τον άλλο τρόπο.

Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα ιδέα της ταινίας, να έχει να κάνει με τη σχέση που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στον πρωταγωνιστή και το κοριτσάκι.  Εξακολουθώντας να δρα ανελέητα για χάρη της μικρής και σε μια προσπάθεια να τη σώσει, ο ίδιος, δε περιορίζεται στον ρόλο του macho τύπου, που δε θέλει πάρε δώσε με κανέναν, παρά μόνο με τη μοναξιά του.  Ίσα ίσα που μέσα από την πορεία της ταινίας, μπορεί κανείς να εντοπίσει τα ψήγματα ενός ληθαργικού πατρικού ενστίκτου, τα οποία άθελά της ίσως, ξύπνησε η So-mi.
Η σχέση τους γίνεται προοδευτικά όλο και πιο στενή, όλο και πιο ισχυρή και μάλιστα με τον πιο απλό τρόπο και χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις.  Ένα…βαμμένο νύχι, μια αγκαλιά ή μια εξομολόγηση, αποτελούν τα πιο δυνατά χαρτιά που δένουν τους δυο χαρακτήρες, κάτω από το πρίσμα μιας ολοένα και πιο επικίνδυνης πραγματικότητας της νύχτας.
Ο Lee δε μασάει τα λόγια του, αλλά αντικατοπτρίζει πάνω στη κάμερά του τα σκοτεινά σοκάκια, την αμίλητη βία και την παράνοια του κόσμου, μέσα από ακραίους συνδυασμούς χρωμάτων (έντονες, σχεδόν φλουο πινελιές, έρχονται σε αντίθεση με το σκοτάδι της νύχτας), αλλά και τη δράση του ήρωα ως επί το πλείστον βράδυ.  Ακόμα και όταν η μέρα παίρνει τη σκυτάλη, ο Cha Tae-sik περιμένει τη δύση του ηλίου για να δράσει, σε μια εμφανέστατη ανάγκη να διατυπωθεί έτσι, και η ερεβώδης ψυχική του κατάσταση.
Όλο το ζοφερό αυτό κλίμα που επικρατεί, ενισχύεται ακόμη περισσότερο από τις μουσικές νότες (οι οποίες μοιάζουν πολύ μεταξύ τους, έτσι κι αλλιώς), εμπνευσμένες από κλασσικά κομμάτια, τα οποία ντύνουν ακόμα και τις πιο σοκαριστικές στιγμές της ταινίας.
Εν προκειμένω η εκδίκηση γίνεται μονόδρομος, ο θεατής τάσσεται από τη πρώτη στιγμή κατά του μαφιόζικου καρτέλ που σκοτώνει δίχως έλεος όποιον βρεθεί μπροστά του, και ο πρωταγωνιστής γίνεται κάτι σαν τον σκοτεινό άγγελο που φέρνει τη δικαιοσύνη.  Οχι όμως και χωρίς τίμημα.
Εντυπωσιακά απλά στη σύλληψή της, αλλά με μια εκτέλεση που προκαλεί δέος, το “The Man From Nowhere” είναι μια βραδυφλεγής ταινία που μπορεί να ξεκινάει ύπουλα μιουταρισμένη, καταλήγει όμως σε ένα φρενήρες κυνηγητό, για την επούλωση ενός παλιού τραύματος…Απλά εξαιρετική.

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι οι ντετέκτιβ είναι για ακόμη μια φορά τζιμάνια, οτι μια συγκεκριμένη σκηνή μου θύμισε πολύ “The Raid” και οτι ο ένας εκ των κακών, μοιάζει με creepy, ασιάτη, Michael Jackson.


No trivia

The Raid: Redemption: The action movie of the year

NEW ARRIVAL (από 2 Αυγούστου στους κινηματογράφους)

Γεια σας και πάλι!  Έπειτα από κοντά μια εβδομάδα απουσίας, είπα να βάλω μια ακόμη ταινιούλα, και να με συγχωρέστε για την μικρότερη παρουσία μου στα κινηματογραφικά αυτόν τον καιρό, αλλά όπως είπα κάνω διακοπούλες στην Αθήνα, οπότε πρέπει να συνδυάζω και τα δυο μαζί.  Η αλήθεια είναι βέβαια πως η ταινία την οποία είδα δυο μέρες πριν, στον θερινό κινηματογράφο Λαϊς, της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, με έκανε να μη κρατιέμαι να την ανεβάσω στο blog, και να την στέψω ως ΤΗΝ καλύτερη ταινία δράσης της χρονιάς και πιθανότατα και των τελευταίων ετών.  Το “The Raid: Redemption” είναι μια τέρμα τα γκάζια τεστοστερονάτη περιπέτεια, με χορογραφημένες, ξυλίκικες σεκάνς που κρατούν αρκετά λεπτά, μπόλικη βία και αντρικό αίμα να πετάγεται από τις πιο απίθανες, ανθρώπινες τρύπες.  Ενημερώνω από τώρα.  Δεν είναι μια ταινία ούτε για ξενέρωτους, ούτε για όσους το παίζουν ‘βαριά κουλτούρα’, ούτε για κυράτσες ντυμένες λες και πάνε να απολαύσουν καμιά αποστειρωμένη οπερέτα (ήταν τουλάχιστον τρεις τύπισσες στο cinema, οπού έπειτα από μερικά λεπτά προβολής, σηκώθηκαν απηυδισμένες και αποχώρησαν.  Που μας μωρή ξυπόλυτη στα αγκάθια;  Δε διαβάζεις τι θα πας να δεις, πριν το δεις, ή το ‘ελεύθερη είσοδος’ σου θόλωσε το μυαλό;).  So όσοι δεν ανήκετε στις παραπάνω κατηγορίες, λίγη υπομονή θα κάνετε μέχρι τις 2 Αυγούστου, όταν και θα κυκλοφορήσει.  Για όσους δε μπορούν να περιμένουν, υπάρχει και στο Youtube (και οχι μόνο) ολόκληρη παρακαλώ, αλλά χωρίς υπότιτλους.  Ξεκινάμε…

Σε μια φτωχογειτονιά της Jakarta στην Ινδονησία, ένα 30όροφο κτίριο αποτελεί εδώ και καιρό το εγκληματικό άβατο ενός βαρώνου των ναρκωτικών, του Tama και των πιστών του ‘σκυλιών’ που απαρτίζονται από κάθε λογής παρανοϊκούς δολοφόνους, κλέφτες, έμπορους και χρήστες ναρκωτικών, καθώς και άλλων ακόμη κοινωνικών σκουπιδιών που ο Tama χρησιμοποιεί για την δική του προστασία, αλλά και αυτή των διαφόρων βρωμοδουλειών του.
Παρά το γεγονός οτι το κτίριο στέκει απειλητικό και βρώμικο μες τη μέση της πόλης, κανείς δε φαίνεται να έχει τολμήσει την πολυπόθητη, αστυνομική έφοδο, μιας που οι τριάντα όροφοί του, τίγκα στους εγκληματίες, δεν προϊδεάζει για καμία αίσια έκβαση.  Όλα αυτά δηλαδή μέχρι τη στιγμή που μια ομάδα SWAT αποτελούμενη από 18 άτομα, αποφασίσει να εισβάλει τελικά σε αυτό το κολασμένο άβατο, προκειμένου να το καθαρίσει μια και καλή από τα ανθρώπινα αποβράσματα που το κατοικούν.  Ανάμεσα στους νεοφερμένους επίλεκτους (παιδάκια χωρίς την παραμικρή εκπαίδευση για τέτοιες περιπτώσεις) βρίσκεται και ο Rama (Iko Uwais) ένας νεαρός ο οποίος άφησε την έγκυο γυναίκα του στο σπίτι, και πήρε μέρος στην αποστολή πιστεύοντας στο υψηλό αίσθημα επαγγελματικότητας και τυπικότητας, το οποίο θα έπρεπε να διακρίνει τον καθέναν από αυτούς.  Αλλά δε τους διακρίνει.  Όταν γίνει αντιληπτό από τους υπόλοιπους οτι η αποστολή αυτή αποτελεί στην ουσία, αποστολή αυτοκτονίας (καθότι ο γκριζομάλλης αρχηγός δεν ενδιαφέρθηκε να ενημερώσει κανέναν άλλον σχετικά με το που θα πάνε και τι θα κάνουν), τότε τα πράγματα θα γίνουν επικίνδυνα στριμόκωλα.  Σε βαθμό που μια ομάδα από ανεκπαίδευτα τρυφερούδια να μοιάζει πανεύκολη λεία για τους φουλαρισμένους σε μασετιάριδες/αυτοματιάριδες/τρελιάριδες ορόφους του τρισκατάρατου οικοδομήματος.  Και πάνω που λες οτι το παιχνίδι έχει χαθεί, σκάει μύτη ο Rama και φέρνει τα πράγματα στα ίσια.  The game has just began.

Καταρχάς το γεγονός και μόνο οτι μιλάμε για μια ινδονησιακή παραγωγή, σκηνοθετημένη από έναν Ουαλό, αποτελεί από μόνο του ένα στοιχείο το οποίο αν μη τι άλλο θα έπρεπε να προκαλεί εντύπωση και ενδιαφέρον σε καθέναν από εμάς που του αρέσει γενικώς και αορίστως να τολμά στις κινηματογραφικές του επιλογές.
Ακόμα πιο εντυπωσιακό μάλιστα είναι και το γεγονός οτι η συγκεκριμένη ταινία γυρίστηκε με ένα budget μόλις $1.100.000 εκατομμυρίων, αποδεικνύοντας για πολλοστή φορά οτι οι καλές ταινίες μπορούν να γίνουν και με τα λίγα λεφτά.
Σε κάτι τέτοιο φάνηκε τουλάχιστον πως πίστεψε και ο σκηνοθέτης Gareth Evans, τον οποίο ομολογώ πως ούτε καν τον είχα ακουστά, αλλά τον έμαθα μια και καλή την περίοδο του φεστιβάλ του Sundance, όταν και τσέκαρα για πρώτη φορά το trailer του film και κατάλαβα πως πρόκειται για ένα martial art-ιστικό αριστούργημα.
O Evans μέχρι και πριν από το “Τhe Raid” είχε γυρίσει δυο ακόμα ταινιάκια που κυμαίνονταν σε παρόμοια σεναριακά και σκηνοθετικά μονοπάτια, αν και σίγουρα δεν έφταναν το ‘μεγαλείο’ της νέας του προσπάθειας.
Στο “Footsteps” (2006) ο Evans σκηνοθετεί μια ιστορία για έναν μυστήριο τύπο που αρέσκεται να κινηματογραφεί ξυλοδαρμούς, δολοφονίες και βιασμούς, κάτι που παραπέμπει ξεδιάντροπα στην ίδια την ουσία τους σκηνοθέτη ως επάγγελμα, ενώ στο “Merentau” (2009) -το οποίο σύμφωνα με τον σκηνοθέτη αποτελεί πλέον ένα άτυπο prequel του “The Raid”-αναλαμβάνει να μας καταστήσει για πρώτη φορά γνωστό τον Iko Uwais ο οποίος πριν γίνει ηθοποιός ήταν οδηγός φορτηγών(!).
Αν και η ταινία είχε ξεκινήσει αρχικά με στόχο μια γκανγκστερικής φύσεως υπόθεση που εκτυλίσσεται στη φυλακή με τίτλο “Berandal”, εντούτοις η έλλειψη οικονομικών πόρων οδήγησε τον Evans και τους συνεργάτες του σε ένα μικρότερο και λιγότερο φιλόδοξο project, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του “The Raid”.  Και επειδή ακριβώς οι αντιδράσεις κοινού και κριτικών ήταν στο μεγαλύτερο ποσοστό θετικές, αλλά και τα χρήματα που απέφερε αρκετά, ο Evans αποφάσισε τελικά να κλείσει την υποτιθέμενη τριλογία του με την αρχική του ταινιακή σύλληψη, “Berandal” η οποία αναμένεται να κυκλοφορήσει στις αρχές του 2013 και να συνεχίσει φυσικά την ‘κληρονομιά’ του “The Raid” με πρωταγωνιστή και πάλι τον νευρώδη Uwais στον ρόλο του Rama.

Αν πάτε να δείτε την ταινία με την πεποίθηση οτι πρόκειται να δείτε κάτι ολότελα πρωτότυπο, τότε κάνετε λάθος.  Η υπόθεσή του είναι μια κλασική, αφηγηματική ιστορία από αυτές που έχουμε φάει με το κουτάλι της σούπας από το Hollywood και οχι μόνο, και αν θα έπρεπε να την τοποθετήσουμε σε κάποιο καλούπι μάλλον θα λέγαμε οτι ανήκει στο action crime είδος.  Μια ομάδα επίλεκτων εισβάλει σε ένα κτίριο και τα κάνει όλα ρημαδιό προκειμένου να το ξεσκαρτάρει από όλα τα κακοποιά στοιχειά.  Ωραία, θα μου πείτε.  Και γιατί στο καλό να δώσουμε λεφτά για να πάμε να δούμε κάτι που το έχουμε δει αμέτρητες ακόμα φορές;  Εδώ έγκειται και η γοητεία του “The Raid”.  Κοιτάξτε πέρα από το σενάριο, εκεί που την παράσταση κλέβει η σκηνοθεσία, οι άρτια χορογραφιμένες σκηνές, τα γρονθοκοπήματα, οι κλωτσιές και τα αυτόματα που δε σταματούν λεπτό να ξεχύνουν καυτές σφαίρες και θάνατο.  Και κάπου εκεί θα καταλάβετε οτι δε μιλάμε για την κλασική περιπέτεια με τις υπερψευτιές, τις δυνατές εκρήξεις και τους πρωταγωνιστές που βγαίνουν αλώβητοι και σε φάση ‘πάλι γ*μησα ο π*στης’ (censored).  Κάπου εκεί θα καταλάβετε πως λειτουργεί μια φονική, ανθρώπινη μηχανή χρησιμοποιώντας με τον καλύτερο τρόπο τα πιο δολοφονικά της όπλα: το μυαλό και τη δύναμη του σώματος.
Οι πολεμικές τέχνες και συγκεκριμένα το silat (ένας συνδυασμός πολεμικών τεχνών από αυτές που διδάσκονται στα βάθη της Ασίας), είναι αυτές που αποτελούν τους αδιαφιλονίκητους πρωταγωνιστές της ταινίας, καθώς στο μεγαλύτερο μέρος της και αθροιστικά όσον αφορά τη διάρκειά της, όλοι οι ήρωες έρχονται στα χέρια και γίνεται το μακελειό του αιώνα.  Είναι κάτι το υπέροχο να το βλέπεις, καθώς πέρα από την αυταπόδεικτη βία και βαναυσότητά του, είναι σαν να παρακολουθείς ένα άψογα εκτελεσμένο, brutal μπαλέτο μόνο από άντρες.
Ο Evans έχει μιουτάρει εύστοχα τα πολλά λόγια και έχει φέρει στο προσκήνιο την δράση, τη πράξη, τις σπασμωδικές κινήσεις, την μυρωδιά του ιδρώτα και την αγριάδα αυτών των μικροκαμωμένων, μαυροτσούκαλων ανθρώπων που σε κάνουν σκόνη πριν ακόμη προλάβεις να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου.  Και είναι τόσο full στην αδρεναλίνη όλο αυτό το οπτικοακουστικό υπερθέαμα που το παραδέχομαι ακόμα και εγώ που είμαι γυναίκα.  Και που σε όλη τη διάρκεια της ταινίας δε μπόρεσα να ξεκολλήσω να μάτια μου από την οθόνη.

Οι σεκάνς των ξυλοδαρμών και των εκτελέσεων είναι σίγουρα από τα καλύτερα πράγματα που έχω δει σε περιπέτεια εδώ και πολύ πολύ καιρό, μιας που ο Evans δε βιάζεται, αλλά τους δίνει όλο τον απαραίτητο χρόνο προκειμένου να ξετυλιχθούν και σε πραγματικό χρόνο να αναρωτηθείς πόσο ακόμα θέλει για κάποιος για να πεθάνει.  Οι ήχοι από τα χτυπήματα και τους πυροβολισμούς που πέφτουν βροχή θα σε κάνουν να ζαρώσεις επίπονα τη μύτη σου και να αναφωνήσεις παρέα με τους υπόλοιπους μέσα στην αίθουσα ‘ω ρε φίλε!’, ‘πωπωωω, ή πωωωω (αναλόγως)’, ‘σσσσσσσ αυτό πόνεσε’ και όλα τα σχετικά, οδηγώντας σε τελικά σε μια αναπόφευκτη και αβίαστη λύτρωση έπειτα από τη  απόλυτη ταύτισή σου με τον truly bad ass πρωταγωνιστή.
Εκτός όμως από τα του ξύλου το οποίο πέφτει άφθονο και αυθεντικά ευφάνταστο σε πολλές (πάρα πολλές) οδυνηρές στιγμές, η σκηνοθεσία του Evans κάνει πολύ καλά τη δουλειά της και επιτέλους βλέπουμε και τη σωστή χρήση του slow motion.  Αγαπητοί σκηνοθέτες, δε χρειάζεται κάθε λίγο και λιγάκι να χρησιμοποιούμε το slow motion σαν πανάκεια σε κάθε άκυρη στιγμή την οποία θέλουμε οπτικά να ενισχύσουμε.  Επιλέξτε μια σκηνή που έχει πραγματικά σημασία, δώστε της το slow motion που τις αξίζει και συγχαρητήρια, είστε ένα βήμα πιο κοντά στη προσωπική, καλλιτεχνική σας ανέλιξη.  Επειδή όμως ο Evans φαίνεται οτι είναι από αυτούς που το κάνουν έτσι κι αλλιώς σωστά, θα απολαύστε δυο-τρεις στιγμές επιτυχημένης χρήσης της συγκεκριμένης τεχνικής, οι οποίες θα προσδώσουν στο feeling της ταινίας ακόμα μεγαλύτερη απόλαυση.
Όσον αφορά το σκηνικό, η επιλογή του χώρου αποτέλεσε μια έξυπνη ιδέα για τη δημιουργία του κλειστοφοβικού αισθήματος που προκύπτει από το σαπιοκτίριο (αρκετοί χώροι κατασκευάστηκαν μιας που δεν υπήρχε δυνατότητα εύρεσης ενός χώρου αυτούσια ικανού, για αυτό που είχε στο μυαλό του ο σκηνοθέτης) το οποίο εντείνει ακόμα περισσότερο το σασπένς που έτσι κι αλλιώς βρίθει στο συγκεκριμένο εργάκι.
Οι κλειστές πόρτες, οι ημιφωτισμένοι διάδρομοι και η διαδραστικότητα με τα αντικείμενα του χώρου, αποτελούν μόνο μερικά από τα στοιχεία που διαμορφώνουν το χειρότερο battlefield που έχετε δει τελευταία, και που σε συνεργασία με την χρονικά καθυστερούμενη εξέλιξη των πραγμάτων (χάρη στα αγχώδη πλάνα του Evans) προσδίδουν μια extra δόση τεστροστερονάτης φινέτσας.

Εκτός από όλα τα καλά που έχει, έχει και κάτι ακόμα: ένα απόλυτα cool ΟST, δημιούργημα του Mike Shinoda των Likin Park και του Joseph Trapanese, γνωστός για πολλές κινηματογραφικές μουσικές.  Οι μελωδίες που έχει γράψει ο τύπος αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι κάθε σκηνής η οποία περιλαμβάνει σωματική δράση, και είναι τόσο εύστοχο, δυναμικό και ταιριαστό, ώστε φαντάζεσαι πως αν απλά έβλεπες τις σκηνές χωρίς τη μουσική υπόκρουση κάπου θα έχαναν και τούμπαλιν.
Το “The Raid: Redemption” είναι μια ταινία για όλους, αρκεί να ξέρεις τι πας να δεις.  Έχει ένταση, δύναμη, άγρια ομορφιά, πολύ καλές ερμηνείες, εκατοντάδες κομπάρσους, bad ass OST, τρελή σκηνοθεσία (αρκεί να σκεφτείτε οτι η κάμερα ακολουθεί κατά πόδας κάθε φρενήρη μονομαχία) και άρτια εκτέλεση.  Αν θες να δεις μια ταινία που να κάνει το μυαλό σου να εκραγεί, κάνε λίγη υπομονή μέχρι τις 2 Αυγούστου και δε θα χάσεις.  Απλά δες την και ετοιμάσου για πολεμικές ιαχές.  Και από τους ήρωες, αλλά και από εσένα.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι άνετα θα μπορούσα να τη φανταστώ ως ένα mini tribute στο “Oldboy”, καθώς οι σκηνές με το ξύλο στον διάδρομο σου φέρνουν στο μυαλό κατευθείαν τη ταινία του Chan-woo Park, οτι υπάρχει και πιο επίπονος θάνατος από το να επιχειρήσουν να σε πετάξουν από τον χ όροφο, στο ισόγειο και ότι η φράση ‘μαύρο σκυλί’ αποκτά νέο νόημα.

No trivia

Πάρτε και το πωρωτικό OST και έχετε το νου σας στην κυκλοφορία.  Adios.

Bad Lieutenant: The ‘badest’ around

Hello hello!  Αυτές τις μέρες, και επειδή όπως σας είπα οι διακοπές μου πρόκειται να γίνουν τελικά εντός Αθήνας, μπορεί το πρόγραμμά μου σχετικά με το ανέβασμα των ταινιών, να είναι λιγάκι πιο περίεργο.  Παρόλα αυτά θα συνεχίσω να γράφω μερικές ακόμα κριτικούλες (για όσο δηλαδή έχω όρεξη και φρέσκο υλικό), μέχρι τη στιγμή που κάπου στον Αύγουστο-φαντάζομαι-θα σας αποχαιρετήσω για κάνα δυο βδομάδες, προκειμένου να τα πούμε και πάλι από Σεπτέμβρη.  Σήμερα λοιπόν το menu μας έχει μια ταινία από το μακρινό 1992, στην οποία πρωταγωνιστεί ένας σάπιος-και εξαίρετος, να τα λέμε αυτά-Harvey Keitel.  “Bad Lieutenant” λοιπόν…

O Harvey Keitel υποδύεται τον Lieutenant, έναν άνδρα χωρίς όνομα (πιθανότατα και χωρίς πρόσωπο) ο οποίος αποτελεί ένα από τα εξέχοντα κατακάθια της Νέας Υόρκης.  Ο Lieutenant στον ελεύθερο χρόνο του (ή και οχι απαραίτητα μόνο σε αυτόν) συνηθίζει να μπεκροπίνει και να γίνεται λιάρδα, να κάνει excessive χρήση ναρκωτικών, από ελαφριά μαριχουάνα, μέχρι χτυπημένη ηρωϊνη, κατευθείαν μέσα στην ‘όμορφή του φλέβα’, όπως χαρακτηριστικά του λέει η τύπισσα που τον τρυπάει κάθε φορά, να τον ‘παίζει’ στη θέα ανήλικων κορασίδων και να επιδίδεται σε ένα ασταμάτητο, αθλητικό τζογάρισμα άνευ προηγουμένου.  Το αποτέλεσμα;  O Lieutenant είναι ένας άνθρωπος χωρίς ιερό και όσιο, με ένα σώμα παραδομένο σε κάθε μορφής δηλητήριο και παραγκωνισμένος από κάθε μορφή ουσιαστικής κοινωνικότητας με το επαγγελματικό, αλλά και οικογενειακό του περιβάλλον.
Έπειτα από τον βιασμό μιας καλόγριας από δυο νεαρούς ναρκομανείς, ο Lieutenant θα βρεθεί μπροστά στη συνειδητοποίηση του δικού του, προσωπικού ‘βιασμού’ από τον ίδιο του τον εαυτό, ξεκινώντας μια προσπάθεια για να βρει τα δυο καλόπαιδα και να διεκδικήσει έτσι και την υπαρξιακή του λύτρωση.  Ο δρόμος όμως προς τη συγχώρεση είναι μακρύς και ο ρόλος του ‘σωστού’ Καθολικού δεν είναι για όλους.  Πόσο μάλλον για έναν τύπο που κοινωνεί τα παιδιά του, μιλώντας παράλληλα για το μεγάλο χρέος του στο big-boss των στοιχημάτων και τα διόλου ευκαταφρόνητα ποσά των χιλιάδων δολαρίων που του χρωστά.  Για να μην αναφέρω τη φάση του ‘ξέρω τι έκανες χθες το βράδυ σε δυο πιτσιρίκες, τις οποίες εκβίασες για να ικανοποιήσεις τις σεξουαλικές σου ορμές’…

Ο σκηνοθέτης της ταινίας Abel Ferrara αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, αν μη τι άλλο επειδή ποτέ δε φάνηκε να εγκαταλείπει το προσωπικό του στυλ μέσα στα χρόνια.
Ξεκινώντας από short ταινιάκια τη δεκαετία του ’70, δημιούργησε σιγά σιγά ένα cult status, χάρη στις πρώτες μεγάλου μήκους ταινίες του, το “The Driller Killer” (1979), και κυρίως το “Ms. 45” (1981) οι θετικές κριτικές του οποίου έδωσαν στον Ferrara το απαραίτητο exploitative boost στην καριέρα του.
Η αλήθεια είναι πως και μέχρι σήμερα (η πιο πρόσφατη ταινία του “4:44” αναμένεται στους κινηματογράφους από τις 19 Ιουλίου και μέχρι τώρα έχει λάβει μάλλον bad reviews) ο σκηνοθέτης έχει διατηρήσει ένα δικό του ύφος το οποίο φροντίζει να ενισχύει μέσα από τις ταινίες του οι οποίες παίζουν πάντα επικίνδυνα ανάμεσα στο trashy και το originally cult.
Γκάνγκστερς, βρυκόλακες, μανιακοί δολοφόνοι, διεφθαρμένοι αστυνομικοί, μοιραίες γυναίκες, όλοι αποτελούν δείγματα μιας κοινωνίας που παραπαίει, και ενός κόσμου μέσα στον οποίο οι ήρωές δεν έχουν στον ήλιο μοίρα.  Εξάλλου αν κάποιο μοτίβο είναι κλασικό, αυτό δεν είναι άλλο από την κυριολεκτική σαπίλα την οποία παρουσιάζει μέσα από την κάμερά του και η οποία ελοχεύει σε πολλές και διαφορετικές γωνίες της πόλης που δε κοιμάται ποτέ: της Νέας Υόρκης.

Οι χαρακτήρες του πάντα τυραννισμένοι και αυτοκαταστροφικοί, αποτελούν γέννημα θρέμμα αυτής της μεγαλούπολης η οποία αρέσκεται να τους ‘καταβροχθίζει’ υφαίνοντας ύπουλα ένα πεπρωμένο που παραπέμπει σε ελληνική τραγωδία, με τις δυσκολίες, τον χαμό και την λύτρωση να παίζουν σταθερά στο προσκήνιο.  Όσο exploitative όμως και αν χαρακτηρίσει κανείς έναν σκηνοθέτη όπως ο Ferrara, δε μπορεί παρά να αντιληφθεί και την ανάγκη του να ασχοληθεί με πιο ψαγμένα ζητήματα φιλοσοφικών και θρησκευτικών προεκτάσεων, πράγμα που σημαίνει οτι πολλές από τις ταινίες του δεν αποτελούν απλά b-movies που έχουν ως μοναδικό σκοπό να διασκεδάσουν και να κανιβαλίσουν καταστάσεις.  Αντιθέτως μέσα ακριβώς από τα ύστατα αδιέξοδά των ηρώων του (δεν είναι τυχαίο οτι ένα από τα πολλά trade marks του σκηνοθέτη είναι πως βάζει αρκετούς από τους πρωταγωνιστές του να πεθαίνουν στο τέλος της ταινίας) οδηγεί τόσο τους ίδιους, όσους και εμάς τους θεατές σε μια υπέρτατη λύτρωση, είτε αυτή λέγεται συγχώρεση, εκδίκηση ή απλά θάνατος.
Από τα πιο χαρακτηριστικά σκηνοθετικά και υποθεσιακά αποτελέσματα του Ferrara, είναι αναμφίβολα και το “Bad Lieutenant” το οποίο περιλαμβάνει όλα όσα είπαμε παραπάνω και ακόμα περισσότερα.

Πολυάσχολος αποδείχθηκε το 1992 ο Harvey Keitel, πρωταγωνιστώντας σε δυο ταινίες οι οποίες έμελλαν να γράψουν κινηματογραφική ιστορία, η κάθε μια για τους δικούς της λόγους.
Από τη μια πλευρά ο ρόλος του Mr. White στα “Reservoir Dogs” του Tarantino, ο οποίος αποτέλεσε ένα από τα πολλά κερασάκια πάνω σε μια καριέρα που είχε από καιρό ξεκινήσει να παίρνει την ανιούσα, έπειτα μάλιστα και από την παρουσία του ηθοποιού σε μια σειρά από σκορσεζικές ταινίες (“Mean Streets”, Taxi Driver”, “The Last Temptation of Christ”), και από την άλλη μια alter-ego-ική αμφίεση του ταραγμένου λόγω πολέμου στο Taxi Driver, Travis Bickle, και o Keitel μεταμορφώνεται σε έναν de Niro/Travis (πόσο ίδιοι είναι ακόμα και στο poster του Bad Lieutenant;) δεκαέξι χρόνια μετά την ταινία-σταθμό του Scorsese, με τον Ferrara να αποδίδει αυτή τη φορά την κατεστραμμένη προσωπικότητα του ήρωα στο life style της εποχής.  Λεφτά, ναρκωτικά, sex χωρίς προφύλαξη και εγκληματικότητα στα ύψη, είναι ένα μόνο μέρος της Αμερικής των ’90s όσο σκληρά και ωμά μας το παρουσιάζει εδώ ο Ferrara, και όσο ψυχασθενώς μας το δείχνει η Mary Harron στο “American Psycho”, μια μαύρη κωμωδία για την αποπροσωποποίηση και την αποξένωση του ατόμου στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Στο “Bad Lieutenant” ο πρωταγωνιστής είναι εμποτισμένος με κάθε τι κακό το οποίο μπορεί να υπάρχει, αποτελώντας μια από αυτές τις ταινίες που δικαιολογούν απόλυτα τον τίτλο τους.
Ο ίδιος ο χαρακτήρας του Keitel δεν έχει όνομα, ενδεχομένως επίτηδες από τη πλευρά του σκηνοθέτη, σε μια προσπάθεια να καταστήσει το πρόσωπο αυτό παγκόσμιο και οικουμενικό, σαν να αποτελεί στην ουσία έναν μόνο από τους πολλούς bad lieutenants που κυκλοφορούν εκεί έξω (θυμηθείτε και τον πιο πρόσφατό μας Driver/Gosling του “Drive”).

Η προσωπικότητα του Keitel μοιάζει διαλυμένη ολοκληρωτικά εκ των έσω (πράγμα που δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα των ναρκωτικών), με το επάγγελμά του να αποτελεί επί της ουσίας ένα βιτρινάτο καύκαλο το οποίο έχει ήδη αρχίσει να σπάει.  Βέβαια θα έλεγε κανείς πως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια της ταινίας είναι η-κατά κάποιον τρόπο-εμμονή του ήρωα με τον καθωσπρέπει καθολικισμό του.  Μπορεί να ζει μια ακόλαστη ζωή, παρόλα αυτά μέσα στον Οίκο του Θεού θεωρεί οτι και μόνο η παρουσία του είναι αρκετή προκειμένου να εξαγνιστεί.  Όταν όμως τα πράγματα δυσκολέψουν, τότe θα αναζητήσει την μοναδική λύση που βλέπει, δια μέσου της συγχώρεσης και η ευκαιρία θα του παρουσιαστεί σαν από μηχανής Θεός, όταν και αποφασίσει να λυτρωθεί μέσα από την εύρεση των βιαστών της καλόγριας.  Η τραγική ειρωνεία πέφτει βαριά πάνω του, όταν η πολυπόθητη ανακούφιση δεν έρθει ούτε από εκεί, μιας που η νεαρή και όμορφη καλόγρια έχει ήδη συγχωρέσει τους βιαστές της.  Και τώρα πως θα λογοδοτήσει ο Lieutenant μπροστά στον… Θεό τη στιγμή της Κρίσης, αν οχι έχοντας δώσει τουλάχιστον λίγη ανακούφιση σε ένα αγνό, παρθένο πρόβατο του ποιμνίου του;
Όλη η κοσμοθεωρία της εμπλεκόμενης και διαρκώς αμφισβητίσημης θρησκευτικότητας του άνδρα, εμπεριέχεται σε ένα και μοναδικό πλάνο στην αρχή της ταινίας.  Ο Lieutenant αφού έχει αφήσει τα παιδιά του στο σχολείο, παίρνει μια γερή σνίφα κοκαΐνης ενώ βρίσκεται μέσα στο αυτοκίνητο.  Και ποιο το έξυπνο εύρημα από πλευράς σκηνοθέτη;  Ο Keitel είναι απόλυτα νεταρισμένος (φαίνεται ολοκάθαρα), ενώ από τον εσωτερικό καθρέφτη του αμαξιού κρέμεται ένας σταυρός ο οποίος παίζει στο φλου (δε φαίνεται πολύ καθαρά).  Case closed: η δυσδιάκριτη φύση του σταυρού, αντικατοπτρίζει επακριβώς τη δυσδιάκριτη πίστη του ήρωα.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία, είναι γεγονός οτι θυμίζει έντονα Scorsese (Mean Streets ftw), με πλάνα που ρέουν και αφήνουν την υπόθεση (ποια υπόθεση;) να εξελιχθεί ήσυχα, πολλά κοντινά που υπερτονίζουν τη αυξανόμενη ένταση και μια κινηματογράφηση επίπονης ρεαλιστικότητας και αναπόφευκτου κινδύνου.
Το “Bad Lieutenant” είναι μια ταινία για περιορισμένα γούστα καθώς έχει ακραίες εικόνες-ιδιαίτερα γλαφυρές σε στιγμές-, αθυροστομία στο φουλ και λοιπά άλλα.  Έχει όμως και μια ερμηνειάρα ΝΑ από τον Keitel, μια ιδανική χαρτογράφηση της εποχικής Αμερικής, και μια σκηνοθεσία μαύρη κι άραχνη.  Έτσι δηλαδή όπως της αξίζει.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο Keitel ήταν σφίχτης και στο full frontal του απέδειξε οτι διαθέτει και άλλα ‘μεγαλεία’, οτι το remake με τον Nicolas Cage είναι εξίσου απολαυστικό (και ο Nicolas Cage μαζί με το φυτεμένο μαλλί του, τέλειοι!) και οτι ο Ferrara έκανε μια μνεία στη παλία του επιτυχία “Ms. 45” στην οποία μια μουγκή κοπέλα βιάζεται δυο φορές μέσα σε μια μέρα (oh f*ck) και έπειτα μεταμφιέζεται σε…καλόγρια, πάει σε μασκέ πάρτι και ζητά εκδίκηση.  Ferrara σ’αγαπώ…

TRIVIA

  • Η ταινία γυρίστηκε σε μόλις 18 μέρες.
  • Η γυναίκα που κάνει χρήση μαζί με τον Keitel, είναι η Zoe Lund, συν-συνεραιογράφος και πρωταγωνίστρια του “Ms. 45”.  Τραγική ειρωνεία;  Πέθανε σε ηλικία 37 ετών από ναρκωτικά.
  • Ο πρωταγωνιστικός ρόλος γράφηκε αρχικά για τον Christopher Walken.
(ΠΗΓΗ IMDB)

Requiem for a Dream: Dream for a Requiem…

Hello guyzzz!  Σας χαιρετώ από την εξωτική Λαμία : )  Αν και έχω έρθει εδώ, δε μπορούσα να μην ανεβάσω ταινιούλα, από τη στιγμή μάλιστα που είδα ότι η συμμετοχή ήταν και πάλι μεγάλη και χάρηκα πολύ!  Δε βγήκε βέβαια η ταινία που ψήφισα, αλλά αν και είμαι σίγουρη ότι έχετε δει οι περισσότεροι το “Fight Club” θα το ανεβάσω έτσι κι αλλιώς κάποια στιγμή :P.  So σήμερα η ταινία που βγάλατε πρώτη, άξια έτσι κι αλλιώς, “Requiem for a Dream”.  Here we go…

4 πρόσωπα ζουν και ονειρεύονται ότι πετυχαίνουν κάτι στη ζωή τους.  Η μοναχική Sara Goldfarb (Ellen Burnstyn) που θέλει να συμμετάσχει σε ένα διάσημο τηλεπαιχνίδι, ο όμορφος γιος της Henry (Jared Leto) και η αγαπημένη του Marion (Jennifer Conelly) που ονειρεύονται ότι ανοίγουν ένα κατάστημα με ρούχα και ο κολλητός του Tyrone (Marlon Wayans) που απλά ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον, μακριά από εξαρτήσεις και εθισμούς.  Όταν όμως η εξάρτηση του κάθε προσώπου μεγαλώσει, όταν η ανάγκη για ναρκωτικά, χάπια και παντώς είδους εξάρτηση γίνει αβάσταχτη, τότε το τέλος θα είναι κοντά.  Τότε ένα requiem θα τους οδηγήσει στην προσωπική τους κόλαση…

Η δεύτερη ταινία του σκηνοθέτη Darren Aronofsky, μετά το παρανοϊκό και εντελώς mindf*cking “Pi”, έμελλε να αποτελέσει ένα από τα αριστουργήματα του που έγραψαν κινηματογραφική ιστορία, λόγω των ωμών και σκληρών σκηνών του, του εξίσου δύσκολου θέματος περί ναρκωτικών και γενικότερα του επικίνδυνου εθισμού, των σπουδαίων ερμηνειών και φυσικά της εκπληκτικής του σκηνοθεσίας.  Ο Aronofsky έχει δημιουργήσει έναν κόσμο τραγικών προσώπων, που υπακούουν στην καταστροφική τους μοίρα, στην οποία δε φαίνεται να υπάρχει καμία διέξοδος.  Το ζοφερό και μαύρο περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν τα πρόσωπα της ταινίας είναι απόλυτα ταιριαστό.  Δε θα μπορούσαν να υπάρχουν μέσα  σε ένα διαφορετικό σύμπαν, καθώς όλη η υπόθεση περικλείει και την τρομακτικά μοναχική και σκληρή πραγματικότητα.  Η όλη ταινία ακολουθεί μια πτωτική πορεία, με του ήρωες αρχικά να βιώνουν την ψευδαίσθηση της ευτυχίας και της πραγμάτωσης των ονείρων τους και στη συνέχεια, σταδιακά να καταλήγουν στην σκληρή συνειδητοποίηση ότι όλα όσα πίστεψαν, ήταν ένα ψέμα.  Μια πλασματική εικόνα, μια διαστρεβλωμένη εικόνα της αληθινής πραγματικότητας.  Ο Aronosfky πετυχαίνει με μεγάλη μαεστρία να αποδώσει αυτόν τον ψεύτικο κόσμο, τον γεμάτο εξαρτήσεις και εθισμούς.  Τα διαρκή ‘cut’ που κάνει ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της χρήσης, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα ανησυχίας και υπερκινητικόητας, όπως ακριβώς συμβαίνει στους χρήστες.  Το μάτι με τη διεσταλμένη κόρη, η σύριγγα με την ηρωίνη, η ουσία που διοχετεύεται στο αίμα, τα ρολαρισμένα χαρτονομίσματα για να σνιφάρεται η κοκαϊνη, όλη αυτή η διαρκής επανάληψη, προκαλεί τις αισθήσεις του θεατή και τον βάζει στο “τριπάκι” του χρήστη, είτε αυτή είναι η μητέρα που χαπακώνεται ανεξέλεγκτα, είτε τα παιδιά που δοκιμάζουν τα πάντα και στη συνέχεια δοκιμάζονται και τα ίδια…Τα σαν σε fast-forward πλάνα του σκηνοθέτη, η κάμερα που γυρίζει αδιάκοπα όποτε είναι ‘φτιαγμένοι’ καθώς και οι σεκανς των φριακιαστικών παραισθήσεων που βιώνει η μητέρα, όλα παίζουν τον δικό τους ρόλο προκειμένου η κάθοδος προς την απόλυτη κατάντια και τον εξευτελισμό, να γίνει πιο απτός.      
Ο χώρος και ο χρόνος γίνονται ένα, ο κλοιός σφίγγει και το ωμό τέλος κάνει την εμφάνισή του, μην αφήνοντας κανένα περιθώριο λύτρωσης και επανάκαμψης.  Τα πάντα έχουν χαθεί προ πολλού…

Οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών είναι εξίσου συγκλονιστικές, όπως και η σκηνοθεσία.  Η Burnstyn δίνει ρέστα στον ρόλο της μοναχικής και τελικά τρελής γυναίκας, καταφέρνοντας να κερδίσει και μια υποψηφιότητα για Oscar (το οποίο έχασε εκείνη τη χρονιά από την Roberts και το “Erin Brocovich”). Τραγική και για λύπηση, δίνει μια  κορυφαία ερμηνεία που σε τρυπάει και μένει στο μυαλό σου, για πολύ πολύ καιρό (όπως δηλαδή και ολόκληρη η ταινία).  Ο Leto και η Connelly είναι επίσης εξαιρετικοί και δίνουν πολύ δυνατές ερμηνείες.  Σαν προβληματικοί, εξαρτημένοι νέοι είναι disturbingly good και απόλυτα αυθεντικοί.  Η Connelly είναι τόσο όμορφη και στο τέλος καταλήγει να είναι ‘άσχημη’ και βρώμικη, μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει λεφτά για την δόση της (η σκηνή στο τραπέζι μνημονεύεται ακόμα από πολλούς).  O Leto από την άλλη δίνει και αυτός τα μέγιστα και ομολογώ ότι εμένα με εξέπληξε, καθώς πάντα θεωρούσα τον συγκεκριμένο ρόλο απαιτητικό, αλλά παρόλα αυτά έκανε καλή δουλειά.  Όπως και ο Wayans, ο οποίος αν και σχετικά με τους υπόλοιπους έμεινε πιο πολύ στα μετόπισθεν, ήταν καλός.  Δύσκολες και απαιτητικές ερμηνείες, που αποδόθηκαν με ρεαλιστικότητα, ωμότητα και μια περίεργη ‘ομορφιά’.
Φυσικά σε όλο αυτό που έκανε ο Aronofsky δε γίνεται να μη προσθέσουμε και τη μουσική του Clint Mansell που αποτέλεσε το κομμάτι που ολοκλήρωσε το παζλ.  Μελαγχολική, έντονη και απίστευτα εκφραστική, έδεσε τέλεια με την ταινία και αποτελεί πλέον ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα themes που έχει ακουστεί άπειρα σε διάφορες ακόμα ταινίες.  Έτσι κι αλλιώς οι ταινίες του Aronosfky έχουν βρει τον τρόπο να αποτελούν τον ιδανικό συνδυασμό με τη μουσική του Mansell.  Και κάπως έτσι έγινε η αρχή…
Σκληρή, αλλά υπέροχη ταινία…

http://www.youtube.com/watch?v=lgo3Hb5vWLE

TRIVIA

  • Οι περισσότερες ταινίες περιλαμβάνουν 600-700 cuts.  Το Requiem περιλαμβάνει 2.000.
  • O Aronofsky ζήτησε από τον Leto και τον Wayans να αποφύγουν τη ζάχαρη και το…sex για 30 ημέρες, προκειμένου να καταλάβουν λίγο καλύτερα το θέμα της στέρησης και της εξάρτησης…
  • Ο συγγραφέας του βιβλίου, Hubert Selby Jr. κάνει μια cameo εμφάνιση ως ένας από τους αστυνομικούς που εποπτεύον τον Tyron στην φυλακή.
  • Στη σκηνή του μονολόγου της Βurnstyn σχετικά με το πως είναι να είσαι μόνος και γέρος, ο σκηνοθέτης έχασε το πλάνο της καθώς είχε ξεσπάσει σε κλάματα λόγω της έντονης συναισθηματική φόρτισης που του προκάλεσε η ερμηνεία της ηθοποιού.
  • Ο Aronofsky αγόρασε τα δικαιώματα του γιαπωνέζικου animation,”Perfect Blue”, προκειμένου να αναπαραστήσει με τον ίδιο ακριβή τρόπο τη σκηνή οπού η Marion είναι μέσα στη μπανιέρα και ουρλιάζει κάτω από το νερό.
(Πηγή IMDB)

Τίποτα το ιδιαίτερο η tv σήμερα so…τα λέμε πάλι αύριο! 
Cya!


Enter the Void: Κινηματογραφική ψυχεδέλεια for sure…

Καλημέρα σε όλους!  Λοιπόν λοιπόν, σήμερα σας έχω μια ταινία, που για να μιλήσω και στη γλώσσα της νεολαίας “δεν υπάρχει!”.  Είμαι σίγουρη οτι δεν μοιάζει με καμία άλλη, που έχετε δει.  Και εγω πριν τη δω έλεγα, οτι εντάξει, πόσο διαφορετική είναι πια, τι έχει;  Έχει τα πάντα και μαζί, απολύτως τίποτα από όλα αυτά τα συμβατικά που ξέρουμε από άποψη σκηνοθεσίας, που είναι πραγματικά γιουχου (όπως βλέπετε πάντα μιλάω με κινηματογραφικές ορολογίες!).  Πρόκειται για ένα υπερθέαμα που συμβαίνει μπροστά στα μάτια των θεατών, καθώς η βασική λεπτομέρεια είναι η εξής: η ταινία οπτικοποιείται μέσα από το βλέμμα κάποιου που έχει πάρει ναρκωτικά.  And boy what he sees!

Όλα αυτά που θα δείτε στην ταινία, μπορούν άνετα να συνοψιστούν στο poster που βλέπετε ακριβώς από πάνω.  Μόνο που είναι 100 φορές πιο έντονο, καθώς υπάρχει κίνηση και δράση.  Αλλά γενικά μιλάμε για μια ταινία οπου κυριαρχούν οι καλειδοσκοπικές εικόνες, πολλά και έντονα χρώματα σαν να βιώνεις παραισθήσεις (το οποίο έτσι κι αλλιώς γίνεται), διαρκή κοψίματα της κάμερας που άνετα σου προκαλούν ενόχληση (άνετα όμως) και γενικά πράγματα και θάματα.  Σαν μια άλλη Αλίκη στη χώρα των Θαυμάτων, ‘φτιαγμένη’ για τα καλά και σε κατάσταση διαρκούς και ατελείωτου tripping…
Κάπου εκεί, υπάρχει και ένα story που εκτυλλίσεται, αν και προσωπικά δε θα είχα κάνενα πρόβλημα εάν δεν υπήρχε.  Ο Oscar (Nathaniel Brown) ζει μαζί με την αδελφή του Linda (Paz de la Huerta) σε ένα μικρό διαμέρισμα κάπου στην Ιαπωνία.  Ένα βράδυ μια αγοραπωλησία ναρκωτικών, θα καταλήξει σε τραγωδία και ο Oscar θα σκοτωθεί.  Τότε θα επιστρέψει και πάλι στη Γη, αυτή τη φορά ως ‘φιλικό φάντασμα’, προκειμένου να βοηθήσει και να προσέχει την αδελφή του, που έχει μείνει πλέον μόνη σε αυτή την αχανή χώρα.
Καταρχάς, έχω αρκετές διαφωνίες σχετικά με την ταινία, αφού μπορεί μεν να αποτελεί μια άλλου είδους εμπειρία και κάτι το πραγματικά πρωτόγνωρο, αλλά δε παύει να αποτελεί ταινία, και μάλιστα με κάποια περιττά και υπερβολικά θα έλεγα, κομμάτια.  Πρώτη μου διαφωνία, είναι αυτό που ανέφερα και πριν, το story.  Ουσιαστικά αποτελεί απλά μια αφορμή για να ξεκινήσει η ταινία, και κατά τη γνώμη μου τίποτα παραπάνω.  Δε βλέπουμε ποτέ τον αδελφό να μετουσιώνεται σε διάφανο φάντασμα (που και να το βλέπαμε, η ταινία είναι full από ναρκωτικά, οπότε δε θα προκαλούσε εντύπωση στο πλαίσιο μιας ακόμα παραίσθησης).  Συνεπώς από κάποιο σημείο και μετά, ο θεατής βρίσκεται σε κάποιο χάσιμο, γιατί πολύ απλά η πλοκή της ταινίας, έχει πηδηχτεί απ’το παράθυρο!.  Γι’αυτό και είπα, οτι στη τελική και πλοκή να μην είχε, δεν θα μου έκανε καμία διαφορά.  Δεύτερη διαφωνία μου, η ταινία κράτησε πολύ, γι’αυτό που ήθελε να δείξει και να μας περάσει: ένα οπτικοαουστικό ταξίδι δηλαδή, στο κόσμο των παρισθήσεων και των ναρκωτικών, γενικότερα.  Το ομολογώ οτι έπιασα τον εαυτό μου σε κάποια φάση να μη μπορεί να βολευτεί στην καρέκλα, γεγονός που όποτε μου συμβαίνει, σημαίνει οτι έχω αρχίσει να μη τη πολυπαλεύω τη ταινία.  Βέβαια και το γεγονός οτι την είδα κατά τις 4 το πρωί, και τελείωσε κατά τις 7 παρά, σίγουρα δε βοήθησε και πολύ!…Θα την προτιμούσα πιο σύντομη, γιατί νομίζω οτι θα ήταν πιο ολοκληρωμένη και πιο ‘συμπαγής’ σε αυτά που ήθελε να παρουσιάσει.  Τρίτη και τελευταία μου αντίρρηση: πολύ και ανούσιο γυμνό (μη χάσετε, αμέσως να τρέξετε!), καθώς και δυο-τρεις σκηνές, που ήταν πράγματι δύσκολες να τις δεις και προκάλεσαν για να προκαλέσουν.  Νothing more (you will see what i meen…).
Και τώρα πάμε στα καλά, γιατί σίγουρα μετά από όσα σας είπα, θα αναρωτιέστε για ποιό στον καλό λόγο, να δείτε τελικά αυτή τη ταινία.  Γιατί είναι κάτι που δεν έχετε ξαναδεί ποτέ.  Είναι αναμφισβήτητα μια τρομερή εμπειρία να την βλέπεις και μια ακόμη πιο τρομερή, για τον ψυχοσωματικό αντίκτυπο που θα έχει πάνω σας.  Ο τρόπος με τον οποίο έχει χρησιμοποιηθεί η κάμερα, είναι εκπληκτικός.  Εμείς σαν θεατές, βλέπουμε πάντα με τα μάτια του Oscar, είτε ως ζωντανός, είτε ως φάντασμα.  Η οπτική μας γωνία δεν αλλάζει και είναι πραγματικά σαν να βρισκόμαστε εμείς οι ίδιοι στην ταινία μέσα.  Υπάρχουν πλάνα στα οποία ειλικρινά ανρωτήθηκα, που στο καλό είχαν τοποθετήσει την κάμερα και υπέθεσα οτι θα μπορούσαν να την έχουν βάλει στον ώμο ή ακόμα και στο κεφάλι του ηθοποιού, προκειμένου να επιτύχουν αυτή την υποκειμενική ματιά ήρωα/θεατή.  Επίσης η κάμερα λειτουργεί, ως φυσικό όργανο και συγκεκριμένα όπως ακριβώς τα μάτια μας.  Θα προσέξετε τα διαρκή ‘κατ’ που κάνει, τα οποία υποδύονται το φυσικό βλεφάρισμα των ματιών!.  Επίσης υπάρχουν σκηνές κατά τις οποίες η κάμερα κινείται θεωρητικά, με τρομερή ταχύτητα μιας που από την αρχή φαίνεται οτι δεν υπακούει σε καμία συμβατική μέθοδο χρήσης της.  Από την άλλη οι εικόνες που ξεπετάγονται σαν μέσα από καλειδοσκόπιο, είναι εντυπωσιακές και ‘ενοχλητικές’ μαζί, όπως θα έπρεπε.  Τίποτα δεν υπάγεται στον πραγματικό κόσμο.  Χρώματα μπερδεύονται, εικόνες στροβιλίζονται, λάμψεις ξεπετάγονται από το πουθενά (ακόμα και από τα επίμαχα σημεία των ανθρώπων, κάτι το οποίο μου άρεσε πολύ), φλούο και φωσφοριζέ αποχρώσεις κυριαρχούν σε όλη τη ταινία, σε σημείο που να προκαλέσουν τα μάτια και τον εγκέφαλό σου σε δοκιμασία.  Η αλήθεια είναι οτι μετά την ταινία μπορεί να αισθανθείτε κάπως περίεργα, σαν μια ζαλάδα, ελαφρύ πονοκέφαλο ή απλά τα μάτια σας να είναι λίγο έτοιμα να εκραγούν (εντάξει είμαι και λίγο υπερβολική, προκειμένου να σας κάνω να τη δείτε 😛 ),  αλλά σίγουρα θα την θυμάστε for ever μετά.
Ακόμαι και τόσα που έγραψα, δε νομίζω οτι με έφτασαν για να περιγράψω επακριβώς αυτή τη ταινία του Gaspar Noe (σκηνοθέτης και του Irreversible με την Monica Beluchi, οπότε καταλαβαίνετε).  Θα πρέπει να τη δείτε για να καταλάβετε απόλυτα τι εννοώ.  Όσο αντέξετε δηλαδή, γιατί εγώ άντεξα στο τσακ!.  Θα σας δώσω να πάρετε και μια μικρή γεύση από το trailer και τα opening credits και αν δε πάθετε τώρα επιληψία, μάλλον δε θα πάθετε ποτέ σας…

Opening credits
http://www.youtube.com/watch?v=tPxgi-PiNFE
(full HD παρακαλώ και σε full οθόνη επίσης…yeah…)

Τrailer
http://www.youtube.com/watch?v=bKRxDP–e-Y

TRIVIA

  • Προκειμένου να αναπτύξει αυτή την υποκειμενική οπτική, ο Noe εμπνεύστηκε από το μουσικό video των Prodigy, “Smack My Bitch Up”.
  • Ένα ακόμα έγο από το οποίο εμπνεύστηκε την “star gate” sequence, ήταν το “2001: Α Space Odyssey”, του Kubrick.
(Πηγή IMDB)
H TV ΣΗΜΕΡΑ….

ET1:22:00, Τhe Hours, με τους Nicole Kidman, Julianne Moore, Meryl Streep, Ed Harris, Claire Danes, Jeff Daniels.  Η ζωή της διάσημης συγγραφέως Virginia Woolf, στην καλύτερη ίσως ταινία για το 2002, που τιμήθηκε με Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας, και Oscar ‘A Γυναικείου Ρόλου, για την Kidman.  Ένα εξαιρετικό cast ηθοποιών σε μια εξίσσου εξαιρετική ταινία.

Cya tomorrowzzz…

Half Nelson: Ryan Gosling at his best….

Heyyyyy!  Είδα οτι η χθεσινή ταινιούλα άρεσε και χάρηκα πολύ 🙂  Ελίπζω να σας αρέσει και η σημερινή, αφού είναι επίσης πολύ καλή.  Δε ξέρω αν είναι ιδιαίτερα γνωστή, αφού κι εγώ την είχα βρεί κατά τύχη και την είχα δει ή μάλλον την είχα δει μια περίοδο που παρακολουθούσα τα άπαντα του Gosling.  Η αλήθεια είναι οτι μετά το ‘Τhe Notebook’ (έχω και εγω τις ευαίσθητες στιγμές μου, τι να κάνουμε;) έψαξα να δω τι άλλο είχε κάνει από ταινίες ο Gosling και πρέπει να πω οτι έχει κάνει αρκετά καλά πράγματα.  Θεωρώ οτι το Half Nelson και το Lars and the Real Gril (που έχω ανεβάσει παλαιότερα το blog) είναι μέχρι στιγμής τουλάχιστον, οι καλύτερες στιγμές του…

Η ταινία είναι ένα κοινωνικό δράμα που περιστρέφεται γύρω από τη ζωή ενός καθηγητή και της σχέσης που αναπτύσει με μια μαθήτριά του.  Μιας σχέσης οχι ερωτικής, αλλά φιλικής και πιο πολύ συντροφικής, με έναν τρόπο που έτσι κι αλλιώς στους υπόλοιπους μοιάζει περίεργη και αφύσικη.
O Dan Dunne (Ryan Gosling) είναι ένας καθηγητής που διδάσκει σε ένα σχολείο με (ως επι το πλείστον) έγχρωμους μαθητές.  Ο ίδιος αντιμετωπίζει πρόβλημα με τα νακρωτικά και είναι άμεσα εξαρτημένος από αυτά.  Κάποια στιγμή μια από τις μαθήτριές του η Drey (Shareeka Epps) θα αντιληφθεί το πρόβλημα εθισμού που έχει ο καθηγητής της και τότε αυτό θα αποτελέσει την αιτία για την ανάπτυξη μιας ιδιάζουσας σχέσης ανάμεσά τους.
Το story γνωστό: λευκός καθηγητής που διδάσκει σε σχολείο με έγχρωμους μαθητές, πάει ελαφρώς γυρεύοντας για μπελάδες.  Ή τουλάχιστον έτσι μας το παρουσίαζαν μέχρι τώρα στις ταινίες.  Εδώ όμως μάλλον συμβαίνει το αντίθετο.  Ο καθηγητής είναι αυτός που γυρεύει μπελάδες, εκεί που βασικά δεν υπάρχει και κάποιο πρόβλημα από πλευράς μαθητών και σχολείου.  Ο Gosling δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία ως ναρκομανής καθηγητής και η νεαρή, πρωτοεμφανιζόμενη Epps είναι αποκάλυψη.
Ουσιαστικά καθ’ολη τη διάρκεια της ταινίας φαίνεται οτι υπάρχουν στιγμές που ο Dan συνειδητοποιεί το πρόβλημά του, και άλλες που βρίσκεται κυριολεκτικά στον κόσμο του.  Για τον λόγο αυτό, η φιλία τους με τη μαθήτριά του έχει και τόσο μεγάλη σημασία, τόσο για τον ίδιο, όσο και για την πιτσιρίκα.  Στη πραγματικότητα έρχεται αντιμέτωπος με μια μεγάλη αλήθεια: το γεγονός οτι τελικά ίσως και να μη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, έστω και λίγο.  Και αυτό για έναν νεαρό καθηγητή με όραμα και όνειρα είναι ότι χειρότερο.  Προσπαθώντας να μάθει πράγματα στην τάξη του, να τους μάθει να επιμένουν και να μάχονται γι΄αυτά που θέλουν, θα ξεχάσει αυτά που θέλει ο ίδιος.  Να κάνει κάτι στον κόσμο αυτό που να το θεωρεί σημαντικό και αξιόλογο.  Φαίνεται οτι δεν καταλαβαίνει πως τελικά το επιτυγχάνει αυτό, μέσα από την επίδραση και όλα αυτά που με τον δικό του τρόπο μεταλαμπαδεύει στους μαθητές του.  Συνεπώς τα ναρκωτικά αποτελούν μια πρώτης τάξεως λύση για τα υπαρξιακά του προβλήματα.  Κάπου εκεί είναι που η Drey θα λειοτυργήσει σαν ‘από μηχανής θεός’, αφού δεν είναι τυχαίο το γεγονός οτι είναι η μόνη που αντιλαμβάνεται οτι ο καθηγητής της κάνει χρήση.  Παρά και τα δικά της προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσει, βρίσκεται δίπλα του όταν την χρειάζεται, με έναν όμως οχι και τόσο προφανή τρόπο.  Η σχέση που τελικά προκύπτει μεταξύ τους είναι κάπως σαν τη σχέση ενός εξομολογητή ή ενός ψυχολόγου, με κάποιον πιστό ή ασθενή, αντίστοιχα.  Μέσα από τις συζητήσεις τους και τις αλήθειες που θα μοιραστούν, δεν είναι και απόλυτα σίγουρο οτι θα καταφέρουν να ‘λυτρωθούν’, ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος.  Αυτό όμως που είναι σίγουρο, είναι οτι θα καταφέρουν να συνεχίσουν.  Έτσι κι αλλιώς όλοι γι’αυτό δε προσπαθούμε;.
Το Half Nelson αποτελεί ξεκάθαρα μια ταινία ερμηνειών και είμαι σίγουρη οτι για αρκετούς θα είναι και εξαιρετικά βαρετή, καθώς επικεντρώνεται κυρίως στη σχέση των ανθρώπων αυτών, μέσα από συζητήσεις και εντάσεις.  Οπότε εάν δεν είστε και πολύ των χαλαρών ταινιών, καλύτερα να μη την επιλέξετε, γιατί μάλλον εγώ θα τ’ακούσω! :P.  Όσοι όμως βλέπετε τέτοιες ταινίες, είμαι και πάλι σίγουρη οτι θα σας αρέσει πολύ.  Μη φανταστείτε οτι είναι κάποιο αριστούργημα που όμοιό του δεν έχετε ξαναδεί.  Είναι όμως μια αυθεντικά καλή και αληθινή ταινία, με τον Ryan Gosling ειδικά να είναι απλά υπέροχος στον ρόλο του.  Είναι αυτό που λέμε οτι όταν ο άλλος το’χει το ταλέντο φαίνεται!.  Ε εδώ λοιπόν κάνει….μπαμ!.  Αξίζει να της δώσετε λίγη προσοχή, γιατί εγγυόμαι οτι είναι από τις καλές ταινίες…αλήθεια!.

http://www.youtube.com/watch?v=_BHPM956cYY

TRIVIA

  • Σε κάποια στιγμή στη ταινία ο Dan μιλώντας για το αντίστοιχο θέμα, λέει της εξής ατάκα: “It’s no cool to be a Nazi anymore, baby”.  Ο Gosling έπαιξε έναν νεο-Ναζι στη ταινία ‘The Believer’.
  • Σε μια σκηνή οπού ο Dan πήγαινε στο σπίτι ενός τύπου στη ταινία, κρατούσε στα χέρια του μια γάτα η οποία δεν ήταν μέσα στο σενάριο.  O Gosling την βρήκε στον δρόμο τη στιγμή που γύριζαν την σκηνή και αποφάσισε να την κρατήσει.  Δεδομένου οτι η γάτα του Dan είχε πεθάνει λίγο νωρίτερα, οι συντελεστές της ταινίες θεώρησαν αυτή τη κίνηση εξαιρετική και έτσι αποφάσισαν να κρατήσουν την γάτα στην τελική σκηνή!.
  • Ο τίτλος της ταινίας Half Nelson αναφέρεται σε μια κίνηση που χρησιμοποιείται στην…πάλη, οπού ο ένας αντίπαλος περνάει το χέρι του κάτω από το χέρι του άλλου αντιπάλου και του πιάνει τον σβέρκο με το χέρι πίσω από την πλάτη του!.
(Πηγή IMDB)
H TV ΣΗΜΕΡΑ….
ΕΤ1: 21:00, Το Κορίτσι με το Μαργαριταρένιο Σκουλαρίκι, με Scarlett Johansson, Colin Firth.  Ιστορία βασιζμένη στον ομόνυμο πίνακα, με την κοπέλα την οποία ποτέ κανείς δεν έμαθε ποιά είναι.  Στη ταινία βλέπουμε μια πιθανή ιστορία της ζωή της, αλλά και πως τελικά δημιουργήθηκε το πορτραίτο της και έγινε για πάντα, κομμάτι της Τέχνης.  Πολύ καλή.
STAR: 00:30, Παιχνίδια Μυαλόύ (Sleuth), με τους Jude Law, Michael Caine.  Ταινία μυστηρίου, που βασίζεται και στο ομόνυμο θεατρικό, αλλά και remake της παλαιότερης, original ταινίας.  Εδώ ο Law ερμηνεύεο τον ρόλο, που στην original ταινία είχε ερμηνεύσει ο Caine, αμέσως μετά την ταινία του Alfie, μια ταινία στην οποία είχε πάλι πρωταγωνιστήσει ο Caine στην original εκδοχή της.  Επίσης πολύ καλή.
ET3: 00:30, Ο Πιανίστας, με τον Andrien Brody.  Εξαιρετικό δράμα, με τη σκηνοθετική υπογγραφή του Roman Polanski.  H ταινία που χάρισε στον Brody το Oscar ‘A Ανδρικού Ρόλου.  Απλά εκπληκτική (σκόπευα έτσι κι αλλιώς να την ανεβάσω κάποια στιγμή, οπότε όσοι μπορέσετε να την δείτε σήμερα).
Adios….!