Gimme the Loot: …cause my plans are big nigga!

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Καλημέρα, καλημέρα!  Τoday, θα μιλήσουμε και πάλι για μια ακόμη ταινία, η οποία φιλοξενήθηκε στο 18ο φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας, και η οποία αποτέλεσε για εμένα μια ευχάριστη έκπληξη, όσον αφορά το σύνολό της.  Το να σηκώνεσαι πρωί, με τη τσίμπλα στο μάτι και να πηγαίνεις για προβολή ταινίας, δεν είναι και οτι πιο εύκολο, δεδομένου οτι αν η ταινία σου βγει μάπα, τότε κλάφτα.  Όταν όμως σου βγαίνει μικρό διαμαντάκι τύπου “Gimme the Loot”, τότε και εσύ πολαμβάνεις τον καφέ σου αραχτός στο κάθισμα, και τη ταινία γουστάρεις, και στη τελική, δε κλαίς και το ξύπνημά σου.  Για να δούμε λοιπόν, τι θα δούμε και σήμερα…

Η Sofia (Tashiana Washington) και ο Malcolm (Ty Hickson), είναι δυο φιλαράκια από το Bronx, που αρέσκονται να γκραφιτιάζουν κάθε σπιθαμή τοίχου που μπορεί να βρουν ελεύθερη.  Οι υπογραφές τους, μοστράρουν ως επί το πλείστον κομβικά σημεία, από τα οποία τα ονόματά τους, γίνονται αξιοθέατο προς τέρψην αντίπαλων ομάδων, οι οποίες διεκδικούν με τη σειρά τους χώρο, στους τσιμεντένιους τοίχους της πόλης.
Όταν μια μέρα η Sofia αντιληφθεί οτι το γκράφιτί τους, έχει καλυφθεί από το αντίπαλο δέος, το οποίο τόλμησε να ‘περάσει’ πάνω από το δικό τους, το χαρακτηριστικό logo των NY Mets (ένα…μήλο δηλαδή), οι δυο φίλοι, θα συλλάβουν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο, προκειμένου να γίνει κατανοητό μια για πάντα, ποιος είναι το αφεντικό στο Brooklyn: βάζουν στόχο να μπουν κρυφά στο γήπεδο των Mets, και να γράψουν τα ονόματά τους πάνω στο μεγάλο, κατακόκκινο και πλαστικό μήλο, που βρίσκεται εκεί, για τις ανάγκες των αγώνων της ομάδας.  Έτσι, θα ξεκινήσουν ένα διήμερο ταξίδι, προκειμένου να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα-για τον φύλακα του γηπέδου-χρήματα, ο οποίος με διακριτικό τρόπο, θα τους αφήσει να μπουν και να κάνουν τη δουλειά τους.
Μέσα από πώληση αντικειμένων, δανεισμό χρημάτων, και ολίγον από κλέψιμο, τα παιδιά, θα προσπαθήσουν να συγκεντρώσουν το ποσό, πάση θυσία και να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα: να γίνουν οι πιο γνωστοί γκραφιτάδες της περιοχής, γράφοντας ιστορία.  Και τα ονόματά τους στο τεράστιο φρούτο βεβαίως βεβαίως.

Η συγκεκριμένη ταινία, αποτέλεσε για εμένα μια, από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις του φετινού φεστιβάλ, καθώς είχε όλα τα φόντα να αποτελέσει εκείνη την εναλλακτική πρόταση, που εσύ και οι φίλοι σου θα εκτιμούσατε δεόντως.  Και όπως έδειξε το πράγμα, δεν έπεσα και πολύ έξω.
Το όνομα Adam Leon, πιθανότατα δε σου λέει τίποτα, και πως θα μπορούσε άλλωστε, από τι στιγμή που μιλάμε για έναν ακόμη νέο δημιουργό, με δυο-τρεις μόνο δουλειές, στο ενεργητικό του.
Πιο συγκεκριμένα ο Leon εκτός από το “Gimme the Loot” έχει σκηνοθετήσει ένα ακόμη short ταινιάκι με τίτλο “Killer” και πρωταγωνιστή και πάλι τον Ty Hickson, τον οποίο βλέπουμε εδώ στον ρόλο του Malcolm.
Από εκεί και πέρα οι δουλειές του περιλαμβάνουν συμμετοχές σε κάνα-δυο ακόμη ταινίες, όπως στο “Melinda and Melinda” (εκτελόντας χρέη production office assistant), καθώς και στη ταινία του Woody Allen, “Hollywood Ending”, ως set production assistant.
Mε το “Gimme the Loot” (το οποίο αποτελεί και τη πρώτη, μεγάλου μήκους δουλειά του) ο Leon, τσιμπάει και το βραβείο του “Best Narrative Feature”στο φεστιβάλ του SXSW, και αν με ρωτήσετε, διόλου τυχαία.  Ας είναι καλά η τεράστια επίδραση του κινηματογράφου του Spike Lee, όπως θα δούμε παρακάτω.

Ξεκινώντας να βλέπεις τη ταινία του Leon, είναι σαν να έχεις βουτήξει πραγματικά, στο παρελθόν του Spike Lee, ενός, από τους πιο ιδιαίτερους και με always προσωπικό στυλ, σύγχρονους σκηνοθέτες της Αμερικής.
Με μια καριέρα που μετρά περισσότερα από τριάντα χρόνια, και δουλειές που ξεπερνούν σε αριθμό τις πενήντα, ο Lee, αποδεικνύει οτι μένοντας πιστός στον κοινωνικό/πολιτισμικό κινηματογράφο που επέλεξες να ακολουθείς, μπορείς να κάνεις θαυμάσια πράγματα, να υφάνεις εξαιρετικούς χαρακτήρες και να δώσεις πνοή σε κατά τα άλλα, γκετοποιημένες, αμερικάνικες γωνιές, όντας, το ίδιο παραγωγικός (και απείρως πιο αληθινός) με άλλους σκηνοθέτες της ίδιας ή της μετέπειτα από εσένα, γενιάς.  Το γεγονός δε οτι ο ίδιος κατάφερνε πάντα να θέτει στο προσκήνιο ή και στο background των ταινιών του, τους κοινωνικούς του προβληματισμούς σχετικά με την ίδια τη ζωή των αφροαμερικανών, τον οδήγησε στην απόκτηση ενός ξεκάθαρου, προσωπικού ύφους, με το οποίο έντυνε κάθε ταινία που περνούσε από τα χέρια του.  Ιδιαιτέρως όταν μιλάμε για τη πρώιμη δουλειά του και τη σκηνοθεσία films όπως τα “Malcolm X”, “Crooklyn”, “Clockers” και “Summer of Sam”, τότε μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε όλα εκείνα τα μοτίβα τα οποία ενώ επαναλαμβάνονται, προσδίδουν εντούτοις αυθεντικότητα και ρεαλισμό στον δικό του κινηματογράφο, εντάσσοντάς τον σε μια κατηγορία σκηνοθετών με-ως επί το πλείστον-καθαρά βιωματικό cinema.
Έτσι λοιπόν δεν είναι να απορεί κανείς, που η ταινία αυτή του Adam Leon, παρουσιάζει τόσες πολλές ομοιότητες, με τις αντίστοιχες του Lee.  Μπορεί η επίδρασή του είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρη, τη ίδια στιγμή όμως ο Leon, κρατάει τα μπόσικα, προσθέτοντας τις δικές του χιουμοριστικές και άλλες, πινελιές.

Όπως είδατε κρατήθηκα πολύ, προκειμένου να μην αναφερθώ στην λανθασμένη (για εμένα τουλάχιστον) επιλογή του σκηνοθέτη, να σκηνοθετήσει εκ νέου το “Oldboy” του Chan wook Park, με πρωταγωνιστές τους Samuel L. Jackson, Elisabeth Olsen και Josh Brolin.  Προτιμώ να αναφερθώ στα θέματα τα οποία επιλέγει ο Lee και τα οποία (με μεγάλη ικανοποίηση ομολογουμένως) εντόπισα στο “Gimme the Loot”.
Η ζωή των δυο πρωταγωνιστών δεν είναι καθόλου εύκολη, μιας που αποτελούν κομμάτι ενός μικρόκοσμου, ο οποίος βρίσκεται μέσα σε έναν αδηφάγο μακρόκοσμο.  Πολυτελή λοφτς, μοντέρνοι ουρανοξύστες, φωτεινές βιτρίνες και μπλαζέ μπουρζουαζία, έρχονται σε έντονη αντίθεση με τους κακόφημους δρόμους (Scorsese much?), την άνευ ευκαιριών πραγματικότητα, την έντονη παραβατικότητα και γενικώς, τη προβολή ενός βαλτοποιημένου κόσμου, που ακόμα και σήμερα, αδυνατεί να ακολουθήσει τους γρήγορους, σύγχρονους ρυθμούς της ζωής.
Παρόλα αυτά η διάθεση του Leon δεν είναι μοιρολατρική, αλλά μοιάζει να κοιτάζει τα πράγματα με μια σκληρή μεν, ρεαλιστική δε, ματιά, εντάσσοντας στη ταινία του χιουμοριστικές στιγμές, ευτραπελικές καταστάσεις, κίνδυνο, αλλά και μια γραφική, γλυκιά αθωότητα, που χαρακτηρίζει τους κεντρικούς ήρωες.
Χωρίς τη παραμικρή διάθεση για κριτική, ο Leon μας παρουσιάζει με τρόπο απλό την αντικειμενική κατάσταση, ζητώντας ταυτόχρονα από εμας να μην αδιαφορήσουμε για τα κοινωνικά προβλήματα των νεαρών, αλλά να μη τα πάρουμε και βαρέως.  Στη τελική, αυτό που έχει σημασία είναι το ταξίδι, και οχι ο προορισμός.  Το “Gimme the Loot” είναι αυτό ακριβώς.  Ένα ταξίδι στη δύσκολη καθημερινότητα των παιδιών του γκέτο, που όμως έχουν μάθει να προσαρμόζονται, να αυτοσαρκάζονται, να διεκδικούν και να αγαπούν.  Τη ζωή.

Η σκηνοθεσία είναι Spike Lee-ική to say the least, χωρίς αυτό να σημαίνει οτι ο Leon δεν έχει τη δυνατότητα να μετατραπεί σε έναν νέο, ανερχόμενο σκηνοθέτη, με ενδιαφέρουσα παρουσία.  Στη παρούσα φάση είναι μάλλον δύσκολο να τον κατατάξουμε κάπου, αν μη τι άλλο γιατί δεν έχουμε δει τίποτε άλλο από εκείνον.  Παρόλα αυτά το κινηματογραφικό του ντεμπούτο μοιάζει αρκετά πράγματα υποσχόμενο, οπότε μένει να δούμε.
Όσον αφορά τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών, αυτές, ξεχειλίζουν από φυσικότητα και ρεαλισμό, γεγονός που μόνο χέρι χέρι θα μπορούσε να πάει τόσο με την υπόθεση, όσο και με το είδος της σκηνοθεσίας.
Οι σχέσεις των κοινωνικών ομάδων, η ζωή της έγχρωμης κοινότητας, η αστική εγκληματικότητα, η φτώχεια, καθώς και η πολιτική διάσταση του θέματος (που εδώ σε πρώτο διάβασμα δε γίνεται αντιληπτή, εξακολουθεί όμως να υπάρχει), είναι εκφάνσεις του αμερικάνικου τρόπου ζωής, και των περιοχών τύπου Bronx, Brooklyn κ.α, οπότε σίγουρα δε θα μπορούσαν να λείπουν ως απτή πραγματικότητα από το “Gimme the Loot”.  Παρόλα αυτά, όπως είπαμε, αυτό δεν είναι και το ζητούμενο.  Η φιλία, η ανάγκη για προστασία, η αγάπη και τα καθημερινά μαθήματα ζωής, αποτελούν τον καταλύτη αυτής της ταινίας, την οποία τη λες και feel good, ακόμα και αν εκ πρώτης όψεως, δε σου φαίνεται.
Αθυρόστομη, με υπέροχες νέγρικες, jazz νότες, ειλικρινής και με ψυχή, η πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του Adam Leon είναι ένα δείγμα ανεξάρτητου, αμερικανικού κινηματογράφου που οι fan θα εκτιμήσουν δεόντως.  Αναζήτησέ την.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι όταν έχεις ανάγκη από χρήματα, τότε και ένα ζευγάρι χρησιμοποιημένα αθλητικά, είναι ότι πρέπει για πούλημα, οτι a lady is a lady, ακόμα και μέσα σε sneakers, βρώμικο μπλουζάκι, χακί χαχολο-βερμούδα και μαλλί wannabe κοτσίδα, και οτι όταν δεν έχεις πισίνα, κάνε μια βουτιά στο υδραγωγείο δίπλα από το σπίτι σου.  Απλά πράγματα.

No trivia

Fat Kid Rules the World: And he rules it well

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Καλή εβδομάδα και σήμερα σε όλους!  Χθες το βράδυ, 30 Σεπτεμβρίου, παρέα με τον μήνα, μας αποχαιρέτισε και ένα ακόμη κινηματογραφικό φεστιβάλ Αθηνών, το οποίο είχε για ακόμη μια φορά ηχηρή παρουσία και φέτος.  Άσχετο, αλλά για να μη ξεχαστώ κιόλας, καλό μήνα σε όλους βρε!!
Μετά και από το χθεσινό, υπέροχο κλείσιμο του φεστιβάλ με μια από τις hands down, καλύτερες ταινίες της χρονιάς, το “Beasts of the Southern Wild”, η βραδιά κύλησε όμορφα και σίγουρα μας κρατούσε το καλό για το τέλος.  Υπέροχο κομμάτι cinema, είναι μια ταινία που δε πρέπει να χάσετε (αν με το καλό πάρει διανομή και σε εμάς) και για την οποία θα μιλήσουμε και εμείς μέσα στις επόμενες εβδομάδες.
Σήμερα θα ασχοληθούμε με μια ακόμη ταινία την οποία παρακολούθησα στα πλαίσια του φεστιβάλ, και μπορώ να πω πως αν και μπήκε σφήνα στο πρόγραμμα το οποίο είχα βγάλει, ήταν τελικά μια από τις καλύτερες που είδα.  Αισιόδοξη, τρυφερή, αλλά και πικρούτσικη, το “Fat Kid Rules the World” ήταν αναμφίβολα μια αποκάλυψη για όσους παρευρέθησαν στις αίθουσες και μια πραγματική, εφηβική απόλαυση αν με ρωτάτε.  Κάπου εδώ θέλω επίσης να πω, οτι από εδώ και πέρα, ακόμα και αν οι Νύχτες τελείωσαν, τον παραπάνω τιτλάκο θα συνεχίσω να τον βάζω, πρώτον, γιατί θα αποτελεί αναφορά στις ταινίες που θα προτείνω, και που είδα στο φεστιβάλ, και δεύτερον, γιατί καθότι ψυχαναγκαστικό άτομο, δε θα μπορούσα να συνεχίσω να βάζω ταινίες χωρίς την παραπάνω παραπομπή, μιας που έχω ήδη ανεβάσει κάποιες που φέρουν τον αντίστοιχο τίτλο (όσοι δε θέλετε να με έχετε φίλη πια, θα το καταλάβω).  Και τώρα, περνάμε στο ψητό.

O Troy (Jacob Wysocki) είναι ένας παχύσαρκος έφηβος με αυτοκτονικές τάσεις, καθώς πέρα από την αγάπη του για το φαγητό, δε λες οτι έχει και καμιά άλλη στη ζωή του (αν και πολύ θα’θελε).  Ούτε φίλους, ούτε κοπέλα, ούτε καν μητέρα, μιας που έχει πεθάνει, με αποτέλεσμα να ζει μαζί με τον πρώην πεζοναύτη πατέρα του, Μr. Billings (Billy Campbell) και τον μικρότερο αδελφό του, Dayle (Dylan Arnold).
Όταν μια μέρα ο Troy αποφασίσει πως ήρθε η ώρα να βάλει τέλος στη θλιβερή ζωή του, θα σταθεί μπροστά από ένα λεωφορείο και θα αρχίσει να φαντασιώνεται το σπλατερικό του τέλος, τίγκα στην αιματίλα.  Και εκεί που το σχέδιο πάει να ευοδώσει, θα πεταχτεί στα ξαφνικά ένας περίεργος νεαρός, ο Marcus (Matt O’Leary) ο οποίος θα τον σώσει.  Το πράγμα όμως δεν είναι και τόσο απλό, όταν ο άστεγος και ναρκομανής Marcus, απαιτήσει από τον Troy να δημιουργήσουν μια…rock μπάντα, ως αντάλλαγμα για τη σωτηρία της ψυχής του (που είναι τελικά πολύ μεγάλο πράγμα).
Ο Troy που δεν έχει ιδέα πως να παίζει ντραμς, και ακόμα περισσότερο τι πάει να πει rock, θα πειστεί τελικά να κάνει μια προσπάθεια και να βοηθήσει τον Marcus στο ‘φιλόδοξο’, μουσικό του project.  Θα πρέπει όμως πρώτα να αντιμετωπίσει ένα σοβαρό πρόβλημα: να βοηθήσει τον καινούριο του φίλο, να ξεπεράσει το πρόβλημα της εξάρτησής του.  Πράγμα, καθόλου εύκολο…

Το “Fat Kid Rules the World” είναι μια πραγματικά feelgood ταινία, η οποία μέσα από οικογενειακές δυσκολίες και σύγχρονα θέματα-μάστιγες, όπως αυτό των ναρκωτικών, αλλά και της αποξένωσης, καταφέρνει να πάρει στροφή προς κάτι πιο αισιόδοξο, καταλήγοντας να είναι ταυτόχρονα και μια από τις πιο αναπάντεχα καλές, coming of age ταινίες που έχεις δει τελευταία.
Το φιλμάκι αυτό βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της νεαρής, Αμερικανίδας συγγραφέως KL Going, και συγκαταλέγεται όπως καταλαβαίνεις στη κατηγορία της λογοτεχνίας που προορίζεται για “young adults”.  Η ιστορία γράφτηκε το 2003 και η ‘American Library Association’ ανακήρυξε το βιβλίο ως ένα από τα καλύτερα της περασμένης δεκαετίας.  Και αν ακόμα δεν έχω τη προσοχή σου, είμαι σίγουρη πως μετά από την αποκάλυψη του σκηνοθέτη, θα την έχω.  Και ποιος είναι αυτός;  Ο Matthew Lillard.
Όσο περίεργο σου φαίνεται εσένα, άλλο τόσο φάνηκε και σε εμένα, ιδιαίτερα αφού τσέκαρα τον σκηνοθέτη, μετά το τέλος της ταινίας, και αν δεν έχεις καταλάβει ακόμα για ποιον μιλάμε, να σου πω οτι ο Lillard είναι ένας από τους πιο γελοίους τύπους που μπορεί να θυμηθείς να παίζει σε ταινίες, καθότι ηθοποιός.  Από το “Scream” (1996), μέχρι το corny “She’s All That” (1999), και από το alter-ego Shaggy του “Scooby-Doo” (2002), μέχρι το πιο πρόσφατο, ‘ποιοτικό’ του πέρασμα από τη ταινία του Alexander Payne, “Τhe Descendants”.
Μπορεί εν ολίγοις ο Lillard να μη φημίζεται κιόλας για το υποκριτικό του ταλέντο, μιας που αναλώνεται σε χαζορόλους εξίσου χαζών ταινιών, παρόλα αυτά με τη πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, μοιάζει να βρίσκει τον κινηματογραφικό του στόχο, που χαρακτηρίζεται από μια ολοφάνερη indie διάθεση, χαλαρούς, σκηνοθετικούς ρυθμούς και μπόλικες δόσεις εναλλακτικού στυλ.

Η ταινία δεν έχει καμία διάθεση διδακτισμού και απλά παίρνει την πραγματικότητα ως έχει.  Ούτε κατακραυγή για τον εθισμό του Marcus στα ναρκωτικά, ούτε για την υπέρβαρη παρουσία του Troy, ούτε και για μια ολόκληρη γενιά που απολαμβάνει τη μουσική της επανάσταση και προσπαθεί (ή οχι) μέσα από αυτή.
Προσωπικά, μου έκανε τεράστια εντύπωση το γεγονός, οτι ο πατέρας του Troy, είναι πρώην marine, καθώς κάποιος θα σκεφτόταν οτι τέτοιου είδους, σκληροπυρηνικοί τύποι, δεν αφήνουν τα παιδιά τους να γίνουν μπουλούκοι, και οτι στις περισσότερες περιπτώσεις, η “ράβδος” και η λεκτική βία, κάνουν θαύματα (αν και όλοι ξέρουμε οτι δημιουργούν θύματα).  Έχοντας στο μυαλό μου τον πρώην στρατιωτικό πατέρα του Ricky στη ταινία του Mendes, “American Beauty”, φανταζόμουν οτι η περίπτωση πατέρα-γιου θα ήταν παρόμοια και εδώ.  Τελικά έκανα λάθος, μιας που για πρώτη φορά είδα τη “πατρική φιγούρα που έχει τελέσει σε ειδικές δυνάμεις”, ακομπλεξάριστη, αυστηρή μεν, πραγματικά ανθρώπινη δε.
Γενικότερα αυτό που μπορεί κανείς να παρατηρήσει εύκολα σε αυτό το-με δικό του τρόπο-fan ταινιάκι, είναι πως έχει μια αισιοδοξία και μια αγάπη για τη ζωή, ακόμα και όταν αυτή σου προσφέρει στο πιάτο τη πιο κακομαγειρεμένη της μερίδα.  Ακόμα και τότε, ο Troy θα συνεχίσει να τρώει (αυτό θα μπορούσε να είναι και σεφερλικό αστείο) και να υπάρχει, ο Mr. Billings να πονάει, αλλά να κρατάει την οικογένεια ενωμένη και ο Marcus να εθίζεται όλο και περισσότερο, αλλά να εξακολουθεί να ροκάρει.
Οι χαρακτήρες του “Fat Kid Rules” είναι σαφέστατα έρμαια των επιλογών τους, αλλά έχουν την επιλογή να τις αντιμετωπίσουν και να τις αλλάξουν.  Δεν υπάγονται τόσο σε μια μοιρολατρική διάθεση τέλους (ακόμα και η δήθεν αυτοκτονία του Troy, παρουσιάζεται με τρόπο μαύρα χιουμοριστικό), όσο σε μια χειροπιαστή, δύσκολη πραγματικότητα, από την οποία ανταπεξέρχονται μέρα με τη μέρα.  Και αν κάτι κάνει αυτό το film αξιοπρόσεχτο, είναι η φροντισμένη σκηνοθεσία και η ειλικρινής αγάπη με την οποία πλάθει ο Lillard τους ήρωές του.  Good job.

 

Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών είναι προσεγμένες και απλές, καθότι υποδύονται και άτομα της διπλανής πόρτας, χωρίς αυτό να σημαίνει οτι δε χαρακτηρίζονται από μια δυναμική, που πρέπει να συναντά κανείς σε τέτοιου είδους, ανεξάρτητες προσπάθειες.
Αυτός που αναμφίβολα κερδίζει τις εντυπώσεις με τη πληθωρική του παρουσία, είναι φυσικά ο Wysocki, τον οποίο ίσως και να θυμάσαι από τη ταινία “Terri”, οπού και συμπρωταγωνιστούσε στο πλευρό του John C. Reilly.  Ο ρόλος του δεν ήταν και πολύ διαφορετικός απ’οτι στη ταινία του Lillard, μιας που και εκεί έπαιζε έναν εκτοπισματικό έφηβο, ο οποίος προσπαθούσε να τα βρει με τη ζωή του.
Εδώ ο Wysocki μοιάζει περισσότερο να αυτοσαρκάζεται και από ένα σημείο και μετά απλά, ‘he doesn’t give a damn!’, και καλά κάνει.  Στην ουσία, η σταδιακή του μετεξέλιξη από έναν κομπλαρισμένο, μοναχικό έφηβο, σε ένα παιδί με δίπλωμα στη δύσκολη ζωή, είναι κάτι το συγκινητικό να το βλέπεις, και ακόμα και αν μιλάμε τελικά για ένα χιλιοπαιγμένο σενάριο και πάλι εγώ θα σου πω, οτι αυτές οι indie παραγωγές είναι που κρύβουν το λαχταριστά, φρέσκο ζουμί.
Ευαίσθητος και πάνω απ’ολα καλός φίλος, ο Troy είναι ένας άνθρωπος των καιρών του, που παλεύει να κάνει τη διαφορά.  Ακόμα και αν αυτή περιορίζεται στη σωτηρία του νεοαποκτιθέντα φίλου του.  Λίγο είναι αυτό;
Από την άλλη πλευρά, πολύ καλός και ο O’Leary, ο οποίος αν και βέρο Αμερικανάκι, εντούτοις περνάει ευκολότατα για british boy, με λιγδωμένο μαλλί,  ξεσκισμένο ντύσιμο και κιθάρα στην αγκαλιά για punk-rock νότες.  Μαζί με τον Wysocki μάλιστα δημιουργούν ένα δίδυμο με χημεία που σε πείθει για όλες τις νεανικές τους τρέλες: καλές, κακές, χοντροκομμένες και απλά, αληθινές.
Ας μη ξεχάσουμε εδώ και τον Billy Campbell (τον θυμάσαι από το ξυλίκι που του είχε χώσει η-και πολύ κακιά-Jennifer Lopez στο “Enough”;) στον ρόλο του πατριάρχη, που δίνει μια όμορφα ώριμη ερμηνεία, και αναλαμβάνει μερικές από τις καλύτερες ατάκες της ταινίας.

Η σκηνοθεσία ακολουθεί ανάλαφρους ρυθμούς και για κάποιον λόγο αν δεν είχα δει οτι πρόκειται για αμερικάνικη παραγωγή, θα είχα ορκιστεί οτι πρόκειται για κάποια ανεξάρτητη, βρετανική ταινία.
Ο Lillard ακολουθεί ράθυμες διαδρομές, χωρίς να τους λείπει όμως μια νεανική δυναμική και καταφέρνει να δημιουργήσει ένα κλίμα πραγματικότητας, αλλά και με δόσεις φαντασιακής διάθεσης, κυρίως όταν ο Troy σκέφτεται τρόπος για να εξοντώσει τον…εαυτό του.
Αν έχεις δει το “The School of Rock” και σου άρεσε, τότε θα μπορούσαμε να πούμε οτι το “Fat Kid Rules the World” είναι σαν την ενήλικη μετάβαση της ταινίας με τον Jack Black.  Σπινθηροβόλο, γλυκά αισιόδοξο και με τα απαραίτητα, ροκ γρατσουνίσματα, είναι μια τόσο feelgood ταινία, όσο και τα μηνύματα που θέλει να περάσει.  Τσέκαρέ την με τη πρώτη ευκαιρία.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το παντελόνι στον τοίχο είναι και πολύ rock, διακοσμητική πρόταση, οτι όταν κάνεις μάστερ το γύρισμα της μπαγκέτας στο χέρι, έχεις αρχίσει να μαθαίνεις ντραμς και οτι όταν φαντάζεσαι πως το αίμα σου είναι μια κόκκινη μάζα από…ζελέ, ε, είναι πιο fun.

No trivia

Flipped: The very first love of your life…

Γεια σας γεια σας και πάλι!  Σήμερα έχουμε ακόμη μια νοσταλγική ταινιούλα βγαλμένη κατευθείαν από την καρδιά των 60s, όπως ακριβώς και το “Moonrise Kingdom” που είδαμε μερικές μέρες πιο πριν.  Το “Flipped” είναι ένα όμορφο, γλυκό ταινιάκι, με γνωστούς ηθοποιούς, μια μελιστάλαχτη ιστορία σχετικά με τη πρώτη αγάπη και την ατμόσφαιρα μιας εποχής γεμάτη χαμένη αθωότητα.  Η ταινία έχει τα καλά της, αλλά έχει και τα κακά της (κανα-δυο αλλά τα έχει), οπότε ξεκινάμε κατευθείαν και γι’αυτή τη κριτικούλα μας.  Here we go.

Η ιστορία μας απλή και χιλιοειπωμένη.  O Bryce Loski (Callan McAuliffe) μετακομίζει με την οικογένειά του και ενώ είναι ακόμα πιτσιρίκι, απέναντι από το σπίτι των Baker, οι οποίοι εκτός από δυο γιους έχουν και ένα χαριτωμένο, αλλά ολίγον περίεργο κοριτσάκι που του αρέσει να χώνει τη μύτη του παντού, τη Juli (Madeline Carroll).  Η μικρή Juli θα νοιώσει από τη πρώτη στιγμή τη καρδιά της να χτυπάει λίγο πιο γρήγορα για τον ξανθό Bryce με τα ‘dazzling eyes’, αλλά τα αισθήματα δε φαίνεται να είναι αμοιβαία, μιας που ο Bryce είναι απλά εντελώς αδιάφορος απέναντί της.  Όταν τα χρόνια περάσουν και τα παιδιά μεγαλώσουν, η Juli θα αποτελέσει μια όμορφη, και ενδιαφέρουσα έφηβη η οποία βλέπει τη πραγματική μαγεία στη θέα μιας τεράστιας συκομουριάς, έχει τη δική της επιχείρηση από εκτρεφόμενες…κότες, και τον διακαή πόθο που εξακολουθεί να τη καίει σχετικά με το πότε θα καταφέρει να ξεκλέψει το πολυπόθητο φιλί από τον γόη της γειτονιάς.  Όταν όμως οι καταστάσεις φέρουν τη Juli να αμφισβητήσει την πραγματική αξία-ενός κενού όπως όλα δείχνουν Bryce-τότε τα πράγματα θα κάνουν ένα απρόσμενο flip, και εκεί που η πιτσιρίκα ξελιγωνόταν στη θέα του γείτονά της, τα πράγματα θα αντιστραφούν κατά 180 μοίρες, με τον Bryce να αρχίσει να βλέπει διαφορετικά την από καιρό κολλιτσίδα του.  Έχει ο καιρός γυρίσματα…

Ο σκηνοθέτης/σεναριογράφος/παραγωγός Rob Reiner είναι υπεύθυνος και πάλι για τη δημιουργία ενός film που διαθέτει στιλ και ατμόσφαιρα βγαλμένη κατευθείαν από τη καρδιά της δεκαετίας του ’60, πράγμα καθόλου περίεργο αν σκεφτεί κανείς πως είναι και ο δημιουργός μιας από τις καλύτερες coming of age ταινίες (της ίδιας πάντα εποχής), του “Stand by Me” το οποίο αποτελεί βεβαίως και βιβλιακό κατασκεύασμα του Stephen King.
Η αλήθεια είναι πως το “Flipped” δε φτάνει καθόλου τις αξιώσεις μιας ταινίας όπως το “Stand by Me”, παρόλα αυτά καταφέρνει με τον δικό του τρόπο να αποτελέσει μια feel good προσπάθεια από μέρος του σκηνοθέτη.
O Reiner αποτελεί μια πολυσχιδή προσωπικότητα που φέρνει στο πανί πολλές, διαφορετικές ιστορίες τις οποίες διηγείται με απόλυτο σεβασμό απέναντι στην εποχή και τους χαρακτήρες της.  Εξάλλου δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως έχει σκηνοθετήσει δυο από τις καλύτερες μεταφορές βιβλίων του Stephen King στη μεγάλη οθόνη, καθώς εκτός από το παρεϊστικο “Stand by Me” ‘έδωσε’ στην Kathy Bates το Oscar Α’ Γυναικείου Ρόλου για την τρομερή της ερμηνεία στη ταινία “Misery”.  Το να μεταφέρεις την ουσία ενός βιβλίου στον κινηματογράφο, δεν είναι και οτι πιο εύκολο, ο Reiner όμως έχει αποδείξει οτι δεν είναι και ακατόρθωτο.
Αν τσεκάρει κανείς τη φιλμογραφία του, θα εντοπίσει μια ποικιλία ετερόκλητων, κινηματογραφικών ειδών με μια μεγαλύτερη έφεση σε ρομαντικές/αισθηματικές παραγωγές όπως το “The Princess Bride” (1987), το θρυλικό πια “When Harry Met Sally…” (1989), το μάλλον κακό “The Story of Us” (1999), το ακόμη χειρότερο “Alex and Emma” (2003) με την χείριστη Kate Hudson *barf*, καθώς και το αδιάφορο “Rumor Has It” (2005).  Εκτός όμως από όοοολα αυτά τα (άλλα καλά και άλλα οχι και τόσο) ρομάντζα, ο ίδιος έχει κάνει και μερικές καλές ταινίες όπως το μουσικό “This Is Spinal Tap” (1984) και το “A Few Good Men” (1992).  Και αν αναρωτιέστε γιατί τόση ώρα σας αραδιάζω τις ταινίες του κ. Reiner είναι απλό: το “Flipped” κυμαίνεται κάπου ανάμεσα στο νεανικό και αθώο ρομάντζο μιας άλλης εποχής, και μιας ταινίας που όμως κάτι της λείπει, αποτελόντας στην ουσία μια ταινία ύψους και βάθους.  Ακριβώς όπως και το σύνολο της φιλμογραφίας του δηλαδή.

Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της συγγραφέως Wendelin Van Draanen, και είναι γεμάτη από μια νοσταλγική διάθεση, ακριβώς όπως απαιτείται από τέτοιου είδους παραγωγές.  Σίγουρα στα θετικά της πρέπει να προστεθεί η συγκέντρωση ενός ενδιαφέροντος και γνωστού cast στους κεντρικούς ρόλους που απαρτίζεται από τους, Penelope Ann Miller, Rebecca De Mornay, Antony Edwards, Aidan Quinn και John Mahoney.
Όσον αφορά την ιστορία καθεαυτή, του πρώτου δηλαδή παιδικού-εφηβικού έρωτα, μπορεί να την έχουμε δει ξανά και ξανά στον κινηματογράφο, παρόλα αυτά όταν τοποθετείται σε μια ρομαντική εποχή όπως αυτή των 60s (τουλάχιστον σε σχέση με τον τρόπο που παρουσιάζεται η εποχή αυτή στο cinema), τότε σίγουρα μιλάμε για ένα love story που στοχεύει κατευθείαν στις καρδιές των θεατών.  Και ως ένα βαθμό, αυτό επιτυγχάνεται και εδώ.  Ως ένα βαθμό όμως, γιατί υπάρχει ένα πολύ βασικό μείον: η χημεία των νεαρών πρωταγωνιστών είναι από ελάχιστη, έως ανύπαρκτη και αυτό αγαπητέ μου κ. Reiner είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας.

Καταρχάς για να λέμε και τα πράγματα όπως είναι, η ταινία φορτώνεται από νωρίς στη πλάτη της πολύ καλής Madeline Carroll (την είδαμε και φέτος στο “Μachine Gun Preacher” ως απαιτητική κόρη του Gerard Butler), η οποία καταφέρνει να μας πείσει με την γκάμα των συναισθημάτων που μπορούμε να διακρίνουμε στο πρόσωπό και το γενικότερο στήσιμό της.
Από την άλλη πλευρά ο συμπρωταγωνιστής της Callan McAuliffe είναι στη καλύτερη περίπτωση ένα αγγούρι και μισό.  Ίδιο βλέμμα, ίδια έκφραση, ίδια μονότονη ομιλία (αγάπη μου έχεις κάποια συγγένεια με την Kristen?) σε βαθμό που να θες να του αστράψεις ένα χαστούκι.  Και καλά, ως ένα βαθμό δικαιολογείται από τον ρόλο τον οποίο υποδύεται (αυτόν ενός άνευρου και άτολμου νεαρού, που σταδιακά αρχίζει να βλέπει την περίεργη για όλους Juli, διαφορετικά), αλλά σε καμία περίπτωση δε μπορεί αυτό να αποτελέσει τον μπούσουλα πάνω στον οποίο ο McAuliffe χτίζει την ταινιακή του περσόνα.  Και αυτό γιατί στην τελική απαιτείται συναίσθημα και τόλμη για να βγει κάτι τουλάχιστον αξιοπρεπές.
Η Caroll στο πλευρό του πασχίζει να του βγάλει τη συγκίνηση και το ενδιαφέρον, επωμιζόμενη όλη την ιστορία τελικά πάνω της και αποτελώντας το άλλο κομμάτι ενός awkward, νεανικού διδύμου το οποίο πάσχει από την προφανέστατη έλλειψη ταλέντου του McAuliffe.  Και να φανταστεί κανείς οτι είναι και πατριώτης μου.  A screw that, at least we have Hemsworth.

Πέρα από τον προβληματικό McAuliffe του οποίου το σκάλωμα φαίνεται και μπόλικο και βαρύ στη ταινία, το “Flipped” ίσως καταφέρει κάπου να σου ξυπνήσει το παιδί που κρύβεις μέσα σου.
Η σκηνοθεσία του είναι όμορφη και αγνά ανεπιτήδευτη, πιάνοντας εύκολα τον παλμό της εποχής και προσφέροντας ένα θέαμα πασπαλισμένο με ζαχαρόσκονη, και τις σωστές δόσεις δράματος.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται η εναλλαγή ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο βλέπουν και αντιμετωπίζουν τις καταστάσεις τα δυο παιδιά, καθώς πρώτα παίρνει τη σκυτάλη ο ένας κάνοντας το δικό του voice over και έπειτα ο άλλος, με μια παράλληλη παρουσίαση των ίδιων γεγονότων, με ελαφρώς διαφορετικό, χρονικό προσδιορισμό, ανάλογα με το ποιος μιλάει.
Όλο το υπόλοιπο υποστηρικτικό cast στέκεται σοβαρά απέναντι στο θεατή, και δίνει τον καλύτερό του εαυτό σε αυτό το ανάλαφρο, και γλυκό ταινιάκι.
Μπορεί να μη μιλάμε για ένα πρωτότυπο story και μπορεί και ο πρωταγωνιστής να τα κάνει σε μεγάλο βαθμό μαντάρα, παρόλα αυτά το “Flipped” είναι μια ταινία που μπορεί να σε συγκινήσει και ταυτόχρονα να σε κάνει να χαμογελάσεις.  Συνεπώς αν αναζητάς χαλαρές, καλοκαιρινές βραδιές με όμορφη παρέα, αυτό το filmaki είναι σίγουρα οτι ψάχνεις.  Χαριτωμένο, αναζωογονητικό και τόσο όμορφο όσο ο πρώτος μας παιδικός έρωτας.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η θέα από ψηλά κάνει τη διαφορά, οτι η Rebecca De Mornay είναι αγέραστη, και οτι θα είχε πλάκα να λένε κάποιον Sal Monella.

No trivia

Moonrise Kingdom: The awesome world of mr. Wes Anderson

NEW ARRIVAL

Καλημέρα καλημέρα σε όλους!  Αρχικά να σας πως πως σπάσαμε τα 100.000 views από την ημέρα δημιουργίας του blog μου, και είμαι ενθουσιασμένη!  Σας ευχαριστώ πολύ όλους για την επίσκεψη και το πέρασμά σας που και που από το blogaki, και υπόσχομαι να συνεχίσουμε με ακόμα περισσότερες, όμορφες ταινιούλες.  Και επειδή άρχισα να ‘ακούγομαι’ σαν σε προεκλογική καμπάνια (φτάνει δε θέλουμε άλλα), περνάμε κατευθείαν στο ψητό.  Χθες το βραδάκι πήγα σε θερινό σινεμά για να δω το “Moonrise Kingdom” το οποίο η αλήθεια είναι πως το περίμενα πως και πως, από τη στιγμή που είδα το trailer του.  Νομίζω πως το μόνο το οποίο με ξενέρωσε ήταν τα…8 ευρώ(!) εισιτήριο που έδωσα, αλλά ευτυχώς η ταινία με αποζημίωσε.  Τόσο γλυκιά και τόσο όμορφη, ακριβώς όπως τα πρώτα παιδικά σκιρτήματα.  Σίγουρα αποτελεί την ταινία της εβδομάδας, και την προτείνω ανεπιφύλακτα σε όλους.  Ξεκινάμε…

O Sam (Jared Gilman) είναι ένας έξυπνος, ορφανός πρόσκοπος που αποφασίζει να παρατήσει την κατασκήνωσή του και να το σκάσει με τον πρώτο του, παιδικό έρωτα, την ιδιότροπη και περπατημένη Suzy (Kara Hayward).  Οι δυο τους θα επιδοθούν σε ένα mini-ταξίδι μέσα στη δασώδη φύση της Νέας Αγγλίας της δεκαετίας του ’60 (και συγκεκριμένα του 1965), ανακαλύπτοντας την γλυκιά και αθώα αίσθηση του πρώτου, ρομαντικού σκιρτίματος.  Με μοναδική παρέα ένα φορητό πικ-απ, το γατάκι της Suzy και φυσικά τους ίδιους τους τους εαυτούς, τα παιδιά θα ανακαλύψουν πολλά περισσότερα πράγματα για το τι σημαίνει να αγαπάς (με την ευρύτερη, αλλά και την πιο συγκεκριμένη έννοια), από το ενήλικο περιβάλλον τους, που μοιάζει να το έχει ξεχάσει.  Οι γονείς της Suzy, Laura (Frances McDormand) και Walt (Bill Murray) αποτελούν ένα ανδρόγυνο που έχει βαλτώσει στην βαρετή τους, οικογενειακή καθημερινότητα, ενώ όπως όλα δείχνουν η Laura έχει αναπτύξει και ένα ψιλοφλερτάκι με τον αστυνομικό του νησιού, τον Captain Sharp (Bruce Willis) έναν θλιμμένο και μοναχικό τύπο.  Παρά το γεγονός αυτό, όλοι μαζί, παρέα και με τον Scout Master Ward (Edward Norton) θα προσπαθήσουν να βρουν τα ατίθασα παιδιά, προκειμένου αυτά να επιστρέψουν και πάλι σπίτι.  Τα πράγματα όμως δεν είναι και τόσο απλά, καθώς τα πιτσιρίκια φαίνονται αποφασισμένα να υπερασπιστούν τη σχέση τους και όπως όλα δείχνουν οι συμμετέχοντες θα πάρουν το μάθημά τους.  Ένα μάθημα ζωής…

Την πικρή μου αλήθεια θα την πω.  Πριν παρακολουθήσω χθες το βράδυ αυτό το όμορφο ταινιάκι, δεν είχα ξαναδεί άλλη ταινία του Anderson, παρά το γεγονός οτι μέχρι στιγμής μόνο καλά πράγματα έχω ακούσει για τις σκηνοθετικές και σεναριακές του δυνάμεις.  Η αλήθεια είναι πως ο υποψήφιος για δυο Oscar σκηνοθέτης (μια φορά για καλύτερο animation της χρονιάς για το πολύ καλό “Fantastic Mr. Fox” και μια ακόμη για το σενάριο της ταινίας του, “The Royal Tenenbaums”) χτύπησε κατευθείαν στην καρδιά μου με το “Moonrise Kingdom” καθώς οχι μόνο απολαμβάνω να βλέπω τέτοιας ομορφιάς, coming of age ταινιάκια, αλλά όταν μάλιστα χαρακτηρίζονται από μια τέτοια ονειρική σκηνοθεσία, ένα εκπληκτικά δεμένο cast (όλοι ένας κι ένας στον ρόλο τους) και ένα soundtrack που σε ταξιδεύει σε άλλες εποχές, τότε που το eyeliner έβγαινε έξω από το μάτι, το καρό ήταν in και τα 45άρια δισκάκια must για όποιον ήθελε να λικνιστεί σε twist-ικους ρυθμούς, ε τότε δε μπορώ να αντισταθώ και απλά αφήνω αυτή τη μαγική αίσθηση να με παρασύρει.  Αφήστε που τώρα που το σκέφτομαι το χαμόγελο δε πρέπει να άφησε καθόλου το πρόσωπό μου, καθ όλη τη διάρκεια της ταινίας…

Αν και φαντάζομαι πως θα μπορούσα να πω πως η ταινία διακατέχεται από μια hipster αισθητική, εντούτοις προτιμώ να μη το κάνω.  Οχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά νομίζω πως οτιδήποτε έχει να κάνει με μια παλιακή παρουσία (με τη καλή έννοια) δε σημαίνει απαραιτήτως πως πρέπει να καταχωρηθεί στη συνείδησή μας, ως ‘χιπστεριά’.  Ένα ντύσιμο άλλης εποχής, ένα ζευγάρι καλολουστραρισμένα παπούτσια, ένας κοκάλινος σκελετός γυαλιών και ένα γαλάζιο πικ-απ, αποτελούν απλά στοιχεία που προσδιορίζουν στη προκειμένη περίπτωση, μια χρονική εποχή.  Και αν αποδεχθούμε εκ των πραγμάτων οτι μιλάμε για το 1965, δε μπορώ να αποδεχτώ και τη χρήση του όρου hipster, γιατί πολύ απλά η συγκεκριμένη εποχή χαρακτηριζόταν από μόνη της από ένα κάποιο ύφος, ένα στυλ.  Συνεπώς και για να τελειώνουμε και λίγο με αυτό το θέμα (το οποίο πάλι με εκνεύρισε λίγο) το “Moonrise Kingdom” δεν είναι μια hipster ταινία (hipsters gonna hate, αλλά δε μπορώ να κάνω κάτι γι’αυτό).  Είναι μια ταινία για μια εποχή αθώα και συγκινητική, αληθινά όμορφη και ταυτόχρονα φανταστική.  Είναι μια ταινία για την ‘κανείς δε με καταλαβαίνει και σας μισώ όλους’ προ εφηβική ηλικία, τις τρέλες και τις σοβαρές αποφάσεις που νομίζει κανείς πως είναι έτοιμος να πάρει στα μόλις 12 του χρόνια.  Έχει χάρη και το απαράμιλλο στυλ της παλιάς εποχής (όσον αφορά το ντύσιμο τουλάχιστον, καθώς στα υπόλοιπα ο Anderson έχει βάλει τις υπερβολικές του νότες και καλά έκανε).  Ίσως και ο ίδιος ο Anderson να επέλεξε να τοποθετήσει την ιστορία του εκεί (όσον αφορά τον χρόνο), προκειμένου να εισαγάγει στη ταινία του μια χαλαρή, hipster διάσταση, για εμάς τα σύγχρονα παιδιά, αλλά μέχρι εκεί.  Το “Moonrise Kingdom” είναι μια ταινία που τρέφει τα μάτια, τη ψυχή και τη καρδιά σου.  Α, και τα αυτιά σου βεβαίως, βεβαίως.

Το story είναι απλό και θα μπορούσε να σου θυμίζει πολλές διαφορετικές, νεανικές ταινίες, με τη διαφορά οτι τόσο η εκτέλεσή του, όσο και οι χαρακτήρες που το απαρτίζουν έχουν πολλές ιδιαιτερότητες.
Μπορεί να μην έχω δει άλλες ταινίες του, από αυτά τα λίγα όμως που διάβασα και από μια συνέντευξή του, μου δίνεται να καταλάβω πως ο Anderson είναι ένας σκηνοθέτης που θέτει πάντα στο πλαίσιο των film του, την οικογένεια.  Οχι απαραίτητα αυτή που έχουμε στο νου μας ως παραδοσιακή, αλλά τέλος πάντων μια οικογένεια και ότι μπορεί να συνεπάγεται αυτό.  Προβλήματα, απιστίες, απώλεια του έρωτα, δυσκολίες με τα παιδιά και ένα σωρό άλλα.  Έτσι λοιπόν και εδώ φροντίζει να παρουσιάσει το πλαίσιο μιας φαμίλιας, αλλά με τρόπο που αφήνει να εννοηθεί οτι παίζει περισσότερο στο background (δίνοντάς μας ενδεχομένως και ιδέες σχετικά με το γιατί η Suzy έχει γίνει τόσο αντιδραστική), αφήνοντας το παιδικό love story να ξετυλιχθεί μπροστά στα μάτια μας.  Ακόμα και το ορφανό παρελθόν του Sam συνηγορεί στο γεγονός προκειμένου ο θεατής να τεθεί υπέρ των δυο παιδιών.  Από τη μια πλευρά ο κοινωνικός τους περίγυρος (όπως αυτός εκφράζεται στο πρόσωπο των γονιών, της αστυνομίας, του αρχηγού των προσκόπων, ακόμα και της κοινωνικής λειτουργού που θέλει να στείλει τον μικρό στο ορφανοτροφείο) τους ‘κυνηγά’, προσπαθώντας να τους μπάσει μέσα στα “όπως πρέπει” καλούπια, ενώ από την άλλη τα παιδιά θέλουν να ζήσουν μακριά από περιορισμούς και “πρέπει”.  Πηγαίνοντας κόντρα στην όποια εξουσία, ο Anderson δημιουργεί ένα γλυκόπικρο, νεανικό δράμα, με ουσία και περιεχόμενο, που έρχονται απλά να ενισχυθούν ακόμα περισσότερο από την εξαίσια σκηνοθεσία του.

Παίζοντας με τη χρωματική παλέτα του κίτρινου/μουσταρδί, των αποχρώσεων του πράσινου και των ζωηρών παστέλ, ο Anderson κατασκευάζει ένα ονειρικό σύμπαν, τόσο ονειρικό μάλιστα όσο η ζωγραφιά ενός παιδιού, ή όσο μιας μαγικής ιστορίας, από αυτές που απολαμβάνει να διαβάζει η Suzy (πρωταγωνίστρια εδώ στη δική της, πραγματική ιστορία).  Τα κοντινά του πλάνα, η εστίαση στο διαπεραστικό βλέμμα της πρωταγωνίστριας, τα α λα Godard πλανάκια μέσα από το αυτοκίνητο, οι υποκειμενικές ματιές, το παιχνίδισμα με το βάθος πεδίου και τις διαστάσεις των αντικειμένων, τα απότομα cuts και η αίσθηση της περιπλανώμενης σκηνοθεσίας (ολίγον από “Stand by Me” στο πιο μελιστάλαχτό του), όλα δημιουργούν ένα αρκούντως αναζωογονητικό και fan ταινιάκι.
Οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές από όλους.  O Bruce Willis σε ένα ευφυέστατο τσαλάκωμα είναι απλά μοναδικός, η Tilda Swinton σε μια μικρή, αλλά χορταστική εμφάνιση υποδύεται την ψυχή κοινωνική λειτουργό, o Bill Murray όπως πάντα υπέροχος και ο Norton σε ένα δυναμικό comeback που απρόσμενα του ταιριάζει (love love love).  Παρόλα αυτά τις εντυπώσεις κλέβει φυσικά το πρωταγωνιστικό δίδυμο, με τις γειωμένες του ερμηνείες και τη μηχανική ομιλία, απογυμνωμένη από κάθε τη φανφαροειδές και περιττό.  Δίνουν και οι δυο ρεσιτάλ, και αποτελούν την εναλλακτική πρόταση σε ένα σωρό υπερζαχαρωμένα, νερόβραστα ζευγάρια που έχουμε δει κατά καιρούς, ακόμα και σε πιο ενήλικη φάση.

Κλείνοντας να δώσουμε εύσημα και στο εξαίρετο soundtrack που συνοδεύει την ταινία, δημιούργημα του Alexandre Desplat, καθώς και το υπέροχο “Le Temps de L’Amour” της Francoise Hardy, γεμάτο από τη μελωδικότητα και την παλιακότητα μιας άλλη εποχής.
Quirky και witty.  Αυτοί είναι δυο χαρακτηρισμοί που θα μπορούσαν να προσδιορίσουν επακριβώς το “Moonrise Kingdom”.  Μια ταινία για να αισθανθούμε και πάλι παιδιά.  Έστω και για λίγο…

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι μερικοί άντρες είναι sexy ακόμα και με τη στολή του προσκόπου, οτι το να ντυθείς κοράκι είναι εγγυημένος τρόπο για να ‘ρίξεις’ κάποιον, και οτι με δυο αγκίστρια και δυο σκαθάρια μπορείς να φτιάξεις υπέροχα, vintage κοσμήματα. 

No trivia

Super 8: The best amateur movie ever made!

Καλημέρα και πάλι λοιπόν!  Σήμερα θα ασχοληθούμε με ένα νεανικό ταινιάκι που προβλήθηκε μέσα στο 2011 (εξού και το καινούριο) και το οποίο παρακολούθησα μόλις πρόσφατα, εν μέρει και για τις ανάγκες των Blogoscars.  Παρόλα αυτά σύντομα βρήκα το εαυτό μου να το απολαμβάνει πραγματικά, μιας που έχω ιδιαίτερη αδυναμία σε φίλμς με πιτσιρικαρία που μπλέκει σε ένα σωρό περιπέτειες.  Sο ξεκινάμε;  Υeap, we do!

Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1979, οπού μια παρέα παιδιών αποφασίζει να γυρίσει ένα super 8 ταινιάκι, προκειμένου ο ένας από αυτούς-ένας φιλόδοξος, χοντρούλης σκηνοθέτης-να συμμετάσχει με τη κόπια του σε έναν κινηματογραφικό διαγωνισμό.  Οι φίλοι του συμφωνούν να τον βοηθήσουν προκειμένου να γυρίσει το πολυπόθητο ζομποεργάκι του, ζητώντας τη βοήθεια της όμορφης Alice (Elle Fanning).  Όταν ξεκινούν τα γυρίσματα το βράδυ κοντά σε έναν σταθμό τραίνων, τα παιδιά θα γίνουν μάρτυρες ενός τρομακτικού ατυχήματος, που λίγο θα λείψει να στοιχίσει τη ζωή τους.  Σύντομα θα έρθουν αντιμέτωποι με μια σειρά περίεργων εξαφανίσεων και φαινομένων στη πόλη τους, με τον αναπληρωτή Σερίφη Jackson Lamb (Kyle Chandler) να προσπαθεί να δώσει μια λογική εξήγηση.  Τα παιδιά δε θα αργήσουν να ανακαλύψουν τι συμβαίνει, και τότε θα έρθουν αντιμέτωποι με μια φρίκη την οποία ποτέ τους δεν είχαν φανταστεί.

Ο σκηνοθέτης J.J Abrams είναι μια ιδιόμορφη Χολιγουντιανή προσωπικότητα, καθώς κάνει την εμφάνισή του μέσα στα χρόνια, όταν και όποτε το αποφασίσει ο ίδιος, πιο πολύ στον ρόλο του κινηματογραφικού παραγωγού.  Βεβαίως έχει εκτελέσει και χρέη σκηνοθέτη (όπως δηλαδή στο σημερινό μας ταινιάκι) για επιτυχημένες μάλιστα στο είδος τους ταινίες, όπως το “Mission Impossible III” (2006) και το “Star Trek” (2009).  Παρόλα αυτά οι φορές που έχει καθήσει πίσω από την κάμερα είναι πραγματικά μετρημένες στα δάχτυλα, αφού προτιμά να εκτελεί χρέη παραγωγού ή σεναριογράφου, και μάλιστα περισσότερο σε σειρές, παρά σε ταινίες.  Το “Lost” και το “Fringe” είναι από τις χαρακτηριστικότερες και πιο επιτυχημένες δουλειές του.  Έτσι λοιπόν αν και έχει δώσει καλά δείγματα δουλειάς, ήταν σίγουρα μια έκπληξη όταν μαθεύτηκε οτι μια ταινία όπως το “Super 8” θα την υπέγραφε σεναριακά και σκηνοθετικά ο ίδιος.  Όταν μάλιστα μάθαμε οτι ο Spielberg θα αναλάμβανε την παραγωγή, τότε το ενδιαφέρον γύρω από το story και την εκτέλεση της ταινίας, χτύπησε ταβάνι.

Η αλήθεια είναι πως από σεναριακή πλευρά η ταινία δεν έχει κάτι καινούριο να μας πει, από την άποψη οτι το story με τα πιτσιρίκια που μπλέκουν σε περιπέτειες το έχουμε δει, και το έχουμε ξαναδεί ήδη από τη δεκαετία του ’80, όταν και αυτός ο κινηματογράφος βρισκόταν στις δόξες του.  Εάν όμως κοιτάξει κανείς πέρα από το κλασικού μοτίβου σενάριο, θα διαπιστώσει ο το “Super 8” έχει κάτι να πει και το λέει καλά, κυρίως γιατί πατάει πάνω σε μια νοσταλγική βάση, τότε που ήμασταν και εμείς παιδιά και θέλαμε να κατακτήσουμε τον κόσμο όλο.  Αυτή ακριβώς η νοσταλγική διάθεση και η θύμηση παλιών, μπλοκμπαστερικών φιλμ, είναι που κάνει αυτή τη ταινία αξιολάτρευτη.
Αν λοιπόν δε σας ενοχλεί ένα σενάριο που σίγουρα θα έχετε ξαναδεί τριγύρω, τότε σίγουρα θα απολαύσετε τα πάντα σε αυτό το φρέσκο και στιλιζαρισμένο ταινιάκι, που έτσι κι αλλιώς (και χρονολογικά να το δει κανείς) παραπέμπει στην καλύτερη δεκαετία για τέτοιες ενέργειες: αυτή του 1980.
Προσωπικά υπάρχουν πράγματα τα οποία μπορεί να έχω ξαναδεί σε μια ταινία, αλλά να καταφέρνει με ένα μόνο διαφορετικό στοιχείο, να κερδίσει την προσοχή και το ενδιαφέρον μου.  Στη προκειμένη περίπτωση το γεγονός οτι η παρέα των παιδιών γυρίζει μια ταινία, μέσα σε μια ταινία, είναι καταλυτικής σημασίας για την προώθηση της ιστορίας, καθώς όπως η κάμερα του σκηνοθέτη γίνεται κοινωνός των εικόνων και εξελίσσει τη δράση, έτσι και εδώ η κάμερα των παιδιών θα αποτελέσει τη γνώση της οποίας θα γίνουν μάρτυρες οι μικροί πρωταγωνιστές και θα προσπαθήσουν να αντιμετωπίσουν την επικίνδυνη κατάσταση μέσα στην οποία έχει μπλεχτεί η μικρή τους πόλη Lilian.  Αναμφίβολα ένα σκηνοθετικό εύρημα που έχει τη δική του-σημαντική-αξία μέσα στη ταινία.

Εξίσου ενδιαφέρον είναι και το μήνυμα το οποίο φαίνεται να πετάει ο Abrams μέσα στο φιλμ του, ένα μήνυμα το οποίο εν έτη 2011 είναι πιο σημαντικό από ποτέ.
Κατά τη διάρκεια του τεράστιου χαμού στη πόλη, κάνει την εμφάνισή του ο στρατός, ο οποίος φαίνεται πως ξέρει πολύ καλά τι έχει συμβεί και κυρίως ποιος είναι ο υπεύθυνος της τεράστιας καταστροφής που έχει γίνει στη περιοχή.  Όπως γίνεται αργότερα γνωστό ο στρατός ήταν υπεύθυνος για μια σειρά πειραμάτων που είχαν γίνει πάνω σε ένα… περίεργο πλάσμα, το οποίο τώρα είναι ελεύθερο, τρομοκρατώντας τη πόλη των πρωταγωνιστών.
Στο πλαίσιο της υπόθεσης θα μπορούσαμε να μείνουμε σε αυτό το κομμάτι της περιπετειώδους δράσης και να μη δώσουμε μεγαλύτερη σημασία στο ‘γιατί’ και το ‘πως’.  Αν όμως αποφασίσουμε να το κάνουμε, τότε θα δούμε την ύπαρξη μιας αντίληψης η οποία στις μέρες μας είναι πιο έντονη από ποτέ: η φύση εκδικείται.  Και πως δε θα μπορούσε;  Όταν ο άνθρωπος παρεμβαίνει στα πράγματα γύρω του, τα εκμεταλλεύεται και τα καταστρέφει στο όνομα του δικού του οφέλους, είναι μόνο θέμα ώρας μέχρι η Φύση να πάρει το ‘αίμα της πίσω’, επιβάλλοντας την καταστροφική της δύναμη πάνω στους ανθρώπους, χωρίς κανένα έλεος.  Έτσι και εδώ το πρωταγωνιστικό πλάσμα αντικατοπτρίζει την ανθρώπινη αδικία πάνω στη Φύση και τα όντα της, μια αδικία που αργά ή γρήγορα ξεπληρώνεται.  Όπως ακριβώς γίνεται και στη ταινία.  Ποιος μπορεί να κατακρίνει την οργή του, όταν αποτέλεσε αντικείμενο εκμετάλλευσης, πειραμάτων και κακομεταχείρισης από τον άνθρωπο, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα;  Η απάντηση είναι κανείς.

Όσον αφορά τη σκηνοθεσία του Abrams είναι πολύ καλή, καθώς καταφέρνει αν επαναφέρει την ‘αίγλη’ και την αθωότητα της παλιάς εποχής (περιμένεις πως από στιγμή σε στιγμή θα πεταχτεί από κάπου ο Eliot μαζί με το E.T και θα αρχίσουν να βολτάρουν με το ποδήλατό τους).  Το ντύσιμο των ηθοποιών, τα σκηνικά και κυρίως η αύρα η οποία πηγάζει από τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών, συνθέτουν ένα όμορφο αποτέλεσμα που δύσκολα θα αφήσει κάποιον παγερά αδιάφορο.
Οι ερμηνείες είναι επίσης εξαιρετικές, καθώς ιδιαίτερα η Fanning και ο μικρός Courtney έχουν μια ιδιαίτερη χημεία μεταξύ τους, που βγαίνει εύκολα στην οθόνη και είναι πραγματικά απολαυστικό να τους παρακολουθείς.  Και τα υπόλοιπα πιτσιρίκια όμως είναι ιδανικά στους ρόλους τους οι οποίοι είναι ως επί το πλείστον ξεκάθαροι: ο πλακατζής, ο χοντρούλης (είναι αναπόφευκτο), ο φοβιτσιάρης και πάει λέγοντας.
Από πλευράς ενηλίκων έχουμε τη παρουσία του Chandler (τον θυμάστε από μια σειρά που έβαζε το Mega κάτι πρωινά, το “Early Edition”), του Noah Emmerich στον ρόλο του κακού επικεφαλής του στρατού, καθώς και τον Ron Eldard ο οποίος υποδύεται τον μέθυσο πατέρα της Fanning και είναι πολύ καλός σε αυτό.
Το “Super 8” είναι μια ταινία που σου θυμίζει τι ωραία είναι τελικά να είσαι παιδί.  Αξίζει να της δώσετε την προσοχή σας, ιδιαίτερα εάν θέλετε να περάσετε ένα ευχάριστο βραδάκι στο σπίτι, εν μέσω του παγετού που επικρατεί έξω.  Έχει χιούμορ, συναίσθημα και εντυπωσιακά εφέ, συνδυασμένα όλα σε μια παλιακή αισθητική που σε κερδίζει.  Καλή σας προβολή : )

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι ο στρατός φταίει πάντα, οτι θα έδινα τα πάντα για να ζούσα σε μια τέτοια πόλη και οτι η ταινία ξεκινάει με μια ευφυέστατη, μινιμαλιστική σκηνή που έμεινε στο μυαλό μου…

TRIVIA

  • Ο Abrams ονόμασε την πόλη Lilian από τη γιαγιά του.
  • Το διάσημο πλέον ποδήλατο του Spielberg από τον Ε.Τ το βλέπουμε στην ταινία κάπου προς το τέλος, όταν πολλά μεταλλικά αντικείμενα αρχίζουν ξαφνικά να έλκονται προς έναν water tower.
  • Επειδή η Fanning ήταν 12 χρονών στα γυρίσματα, αλλά κάποιες σκηνές απαιτούσαν από εκείνη να οδηγάει, αυτό επιτεύχθηκε με έναν τύπο στο πίσω κάθισμα ο οποίος οδηγούσε το αυτοκίνητο κρατώντας ένα μικρό τιμόνι!
  • Το ατύχημα με το τραίνο έγινε εσκεμμένα πιο καταστροφικό, απ’ ότι θα ήταν στη πραγματικότητα, ως φόρος τιμής στις exploitation movies του ’70.
(Πηγή IMDB)























Τα λέμε αύριο! Τσιου!

Attack the Block: Inner City vs. Outer Space

Hey you aliens out there! Προς τι η ιδιαίτερη προσφώνηση;  Ε λοιπόν σήμερα έχουμε ένα πολύ fan ταινιάκι επηρεασμένο από τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας, που για κάποιον λόγο εδώ και αρκετό καιρό σκάνε από παντού σαν πιο low budget φιλμάκια μακριά από αντίστοιχου είδους μπλοκμπαστερικά πυροτεχνήματα περασμένων δεκαετιών (βλ. “Independance Day”-1996 και “War of the Worlds”-2005 με το αστρονομικό budget των $132 εκατομμυρίων!!).  Στην προκειμένη περίπτωση ο συνδυασμός indie διάθεσης και $13 εκατομμυρίων δημιούργησαν ένα νεανικό ταινιάκι που βλέπεις με την παρέα σου βράδυ Σαββάτου, με πίτσες και μπύρες ολόγυρα και γουστάρετε όλοι μαζί.  Μια μικρή λεπτομέρεια: δεν είναι και τόσο χαριτωμένο όσο μπορεί να πιστέψετε διαβάζοντας την υπόθεση παρακάτω…

Μια συμμορία πιτσιρικάδων στο Νότιο Λονδίνο επιδίδεται σε ξαφρίσματα, κλεψίματα υπό την απειλή μαχαιριών και άπειρη χρήση της λέξης “fuck” προκειμένου να αποδείξει ποιοι είναι οι άρχοντες του block τους, αλλά και για να περάσουν τις ώρες της καθημερινής τους ανίας.  Όταν ένα βράδυ αρχίσουν να πέφτουν από τον ουρανό κάτι μυστήρια, φωτεινά πράγματα στο οικοδομικό τους τετράγωνο, αυτό που αρχικά θα αντιμετωπίσουν χαλαρά και θα πάρουν στην πλάκα, θα αποδειχθεί μια θανατηφόρα απειλή που είναι έτοιμη να κατασπαράξει ολόκληρο το Λονδίνο: οι alien-οι επιτίθενται!  Η πιτσιρικαρία θα πάρει τον νόμο στα χέρια της και θα αποφασίσει να υπερασπιστεί την γειτονιά της από τον νούμερο ένα εχθρό: ένα τσούρμο μαλλιαρών πραγμάτων που θυμίζουν κάτι μεταξύ τεράστιας, πυκνόμαλλης αρκούδας και σκύλου, με glamorous χαρακτηριστικό κάτι κοφτερά, υπερθφοριωμένα πρασινογάλαζα δόντια που άμα λάχει ξεσκίζουν σάρκες.  Όσο έπαιξαν τους νταήδες σε ανυποψίαστους περαστικούς και μοναχικές γυναίκες, έπαιξαν.  Τώρα ήρθε η στιγμή να βρουν τους…δικούς τους μάστορες.  And man they are pissed off!
Οι παραγωγοί του “Shaun of the Dead” (2004) μετέφεραν τον γνωστό, βρετανικό αέρα που πνέει ούριος απέναντι από τον αντίστοιχο αμερικάνικο τα τελευταία χρόνια σε αυτό το ταινιάκι το οποίο αποτελεί στην ουσία μια πρόσμιξη διαφόρων ειδών, όπως horror, κωμωδία, splatter, αλλά και κάτι από κοινωνικό προβληματισμό,θυμίζοντας κάτι από”Green Street Hooligans” (2005) και”Kidulthood” (2006). Για να τελειοποιηθεί η συνταγή της επιτυχίας είναι απαραίτητη η παρουσία του διδύμου Nick Frost-Simon Pegg, αλλά ακόμα και αν δεν μπορείς να έχεις και τους δυο, τότε και ο ένας μόνος του αρκεί (εδώ ο Frost με γλίτσα μακρύ μαλλί, γυαλιστερή αθλητική φόρμα απευθείας από τα ’80s και δασύτριχο στήθος, είναι απλά η επιτομή του ‘πίνω μπάφους και παίζω pro’, μιας που στο background παίζει και μια μικρο καλλιέργεια μαριχουάνας).  Απ ‘ολα έχει ο μπαχτσές…

Ο Joe Cornish έγραψε το σενάριο και ανέλαβε την σκηνοθεσία του “Attack the Block”, της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του.  Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα δείχνουν οτι ο Cornish είναι ένα άτομο που κινείται σε διάφορα επίπεδα του κινηματογράφου, όντας ηθοποιός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης.  Έχει παίξει έναν βασικό ρόλο στην άλλη υπερ-ταινιάρα με το υπερ-δίδυμο Pegg-Frost, “Hot Fuzz” (2007), ενώ στις πιο πρόσφατες δουλειές του, τον συναντάμε ως έναν από τους σεναριογράφους του αναμενόμενου από πολλούς “The Adventures of Tin Tin” το οποίο βγαίνει στις δικές μας αίθουσες την ερχόμενη Πέμπτη.  Στα μελλοντικά του σχέδια συμπεριλαμβάνεται το σεναριακό adaptation του comic book “Αnt Man”, το οποίο πραγματεύεται την ιστορία ενός επιστήμονα που αναπτύσσει μια φόρμουλα η οποία του επιτρέπει να επικοινωνεί και να ελέγχει τα έντομα.  Στην σκηνοθεσία θα βρίσκεται ο φίλτατος Edgar Wright, του “Shaun of the Dead” και “Scott Pilgrim vs. the World” (2010).  Mμμ not bad…

Το 1985 μια παρέα παιδιών αναζητούσε τον θρυλικό θησαυρό του πειρατή “One-Eyed” Willy, περνώντας ένα σωρό δοκιμασίες και διακινδυνεύοντας τις ζωές τους (όσο μπορεί να την διακινδυνεύσει κανείς στις νεανικοεφηβικές παραγωγές του ΄80), στο κλασικό και αγαπημένο ταινιάκι “The Goonies”.  2 χρόνια αργότερα δυο ακόμα φιλμ ήρθαν για να εδραιώσουν ακόμα περισσότερο την δυναμική που είχε αρχίσει να αναπτύσεται γύρω από φιλμ που πραγματεύονταν τις περιπέτειες της εκάστοτε πρωταγωνιστικής ομάδας παιδιών.  Στο “The Lost Boys” (1987) του Joel Schumacher δυο αδέλφια αντιλαμβάνονται οτι η νέα πόλη στην οποία μετακόμισαν, βρίθει νεαρών βρικολάκων (μια έμμεση και μεταφορική παρουσίαση της ανάγκης για εξωτερίκευση της σεξουαλικότητας των εφήβων) και αποφασίζουν να ζητήσουν βοήθεια από έναν έφηβο, μετρ στο παλούκωμα, τον Edgar Frog (o Corey Feldman έστησε ολόκληρη καριέρα πάνω σε αυτόν τον ρόλο, και που τον έχανες που τον έβρισκες, αποτελούσε αναπόσπαστο μέλος των νεανικών συμμοριών/παρεών στις ταινίες του ΄80 και προσωπική μου, ένοχη απόλαυση ; ) ).  Η ταινία εκτυλίσσεται με την τριάδα να προσπαθεί να αντιμετωπίσει τον βαμπιρικό εχθρό, ο οποίος σωματοποιείται στο πρόσωπο του νεαρού τότε Jack Bower/Kiefer Sutherland ο οποίος υποδυόταν συνήθως το κωλόπαιδο της υπόθεσης.  Την ίδια χρονιά μια άλλη παρέα παιδιών ήρθε αντιμέτωπη με μυθικά τέρατα, στο b-movie ταινιάκι των ’80s που φαίνεται να αποτέλεσε την κυριότερη βάση για το σύγχρονο μας “Attack the Block”.  Στο “The Monster Squad” ένα μάτσο από αλητάκια που θεωρούνται και λίγο losers από τους ίδιους τους τους γονείς (κάτι που δεν απέχει και πολύ από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι πρωταγωνιστές μας στην ταινία του Cornish) τα βάζουν με τον Δράκουλα, τον Φρανκενστάιν, τον Λυκάνθρωπο και άλλα παλιοτέρατα.
Γίνεται κάτι παραπάνω από εμφανές οτι δεν υπάρχει παρθενογένεση πλέον στην τέχνη.  Αλλά όταν ξέρεις τι πρέπει να δανειστείς και πως, τότε το αποτέλεσμα μπορεί να είναι γνήσιο και δροσερό, όπως ακριβώς το “Attack the Block”.

Τα τελευταία χρόνια ο κινηματογράφος βομβαρδίζεται από ταινίες επιστημονικής φαντασίας, ενώ μόνο το 2010-11 οι sci-fi παραγωγές ήταν μπόλικες μπόλικες. “Monsters”, “Skyline”, “Battle: Los Angeles”, “Paul” (με Frost-Pegg να κρατούν για μια ακόμη φορά πρωταγωνιστικούς ρόλους), “Super 8”, “Cowboys and Aliens”.  Αν προσθέσουμε και το “Distict 9” του 2009 που προκάλεσε αίσθηση, αλλά και το αναμενόμενο μέσα στα Χριστούγεννα περίπου, “The Darkest Hour” τότε γίνεται πλέον ξεκάθαρο οτι έχουμε μια μαζική επανάκαμψη των horror/sci-fi ταινιών.  Πολλά από αυτά τα έχουμε ξαναδεί, με αποτέλεσμα η ενίσχυσή τους από προηγμένα εφετζίδικα κόλπα να αποτελεί τον μοναδικό άσσο στο μανίκι του σκηνοθέτη, που όμως φαίνεται αρκετό για να προσελκύσει τα πλήθη των θεατών στις αίθουσες.  Το πρόβλημα με πολλές από αυτές τις ταινίες, είναι οτι προσπαθώντας να ερεθίσουν οπτικά τον θεατή, κάπου ξεχνούν την σαφή ανάπτυξη των χαρακτήρων τους, ακρωτηριάζοντας εν μέρει την ταινία.  Αυτό αποφεύγεται λαμπρά στο “Attack the Block”.
Επειδή ακριβώς η σωτηρία του λονδρέζικου προαστίου εναποθέτεται στα χέρια της yo αληταρίας μας, δεν γίνεται παρά το κοινό να ταυτιστεί με το νεαρό της ηλικίας τους και το ‘φορτίο’ που κουβαλούν στην πλάτη τους.  Για τον λόγο αυτό ίσως να μην είναι και τόσο τυχαίο το γεγονός, οτι η εξωγήινη παρουσία δεν γίνεται ποτέ απόλυτα εμφανής, αλλά ο σκηνοθέτης περιορίζεται στο να μας δείχνει μεμονωμένα, γρήγορα πλάνα του θανατηφόρου εχθρού.

Εκτός από την γρήγορη σκηνοθεσία που θυμίζει κάπως video clip, την σύγχρονη αστική ζωή σε κακόφημους δρόμους και τις ερασιτεχνικές σχεδόν ερμηνείες των πιτσιρικάδων, που όμως σε πείθουν άνετα στους ρόλους τους, το “Attack the Block” κρύβει και έναν κοινωνικό σχολιασμό που γίνεται ξεκάθαρος κυρίως στις τελευταίες του σκηνές.
Τα παιδιά αυτά ζούν μέσα στην εφηβική τους παρανομία, μακριά από πρότυπα ανθρώπων και κοινωνικών ευκαιριών.  Όταν ακόμα και οι οικογένειές τους αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα, το κλέψιμο φαντάζει μονόδρομος, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει οτι μιλάμε για πλάσματα που δεν έχουν ικανότητες και ταλέντα.  Δεν έχουν όμως χώρο, μέσα και μια ευκαιρία προκειμένου να καταφέρουν να ξεφύγουν (προς το παρόν τουλάχιστον) από τις παραβατικές τους συμπεριφορές.  Και εδώ έγκειται το ανατρεπτικό στοιχείο.  Πως μπορούμε να κάνουμε αρεστά, ένα μάτσο κωλόπαιδα που βιώνουν μια τέτοια καθημερινότητα;  Είναι απλό.  Πετάμε ένα τσούρμο πιθηκοειδή εξωγηινάκια στην πόλη τους και μετατρέπουμε τα λονδρεζόπαιδα σε instant heroes.  Ακριβώς όπως και στο “The Monster Squad”, έτσι κι εδώ αποδεικνύεται πως αρκεί μια ευκαιρία στον καθένα, προκειμένου να αποδείξει τι είναι σε θέση να κάνει.  Είτε αυτό μεταφράζεται στο να σώσω το πατρικό μου σπίτι, από το να μετατραπεί σε γήπεδο του γκολφ (βλ. “The Goonies’), είτε στο να σώσω την γειτονιά μου και τους φίλους μου, από επιδημία εξωγήινων/τεράτων.
Δείτε το “Attack the Block” εάν θέλετε μια φρέσκια και νεανική περιπέτεια, με τις δόσεις της από σπλάτερ (η ταινία είναι ελαφρώς πιο μαύρη, απ’οτι αφήνει να εννοηθεί), αλλά και εάν θέλετε μια εκσυγχρονισμένη ματιά πάνω στην b-movie, sci-fi αισθητική περασμένων δεκαετιών.

Τι έμαθα από την ταινία:  Οτι τελικά οι εξωγήινοι μπορούν να εμφανιστούν και αλλού ΕΚΤΟΣ από την Αμερική (και μετά σου λέει ‘God Bless America’), οτι ακόμα και στις πιο απρόσμενες στιγμές μπορεί να μοιάζεις στον…Michael Jackson και οτι καλό είναι όταν έχεις να αντιμετωπίσεις ορδές από εξωγήινα πράγματα να μην είσαι ‘φτιαγμένος’.  Ή μπορεί και να είναι καλύτερο…μμμ…

Νo trivia

(Δε σας θυμίζει και εσάς η γραμματοσειρά δίπλα, b-movie ταινιά περασμένης δεκαετίας;)

H TV ΣΗΜΕΡΑ….

NET: 00:30, The dangerous lives of Altar boys, με τους Jodie Foster, Vincent D’Onofrio, Emile Hirsch, Jena Malone, Kieran Culkin.  Μια παρέα  πιτσιρικάδων σε ένα Καθολικό σχολείο, γίνονται τσακωτοί από τους δασκάλους εξαιτίας ενός ιερόσυλου comic book μου φαίνεται να έφτιαξαν.  Όταν τους επιβληθεί αυστηρή τιμωρία, τα παιδιά θα αποφασίσουν να προχωρήσουν σε μια ακόμα χειρότερη πλάκα η οποία αναμένεται να τους κάνει ήρωες της μικρής κοινωνίας.  
Την τιμητική τους σήμερα οι ταινίες με καλόπαιδα 🙂 Enjoy!



Αύριο new arrival! Stay around!

Tomboy: A curious little girl and her ‘inner’ boy…

NEW ARRIVAL

Hello hello.  Μμμ αυτή η εβδομάδα (από σήμερα Πέμπτη) δεν είναι και οτι καλύτερο ταινιακά.  Έχουμε “The Three Musketeers” σε 3D παρακαλώ(!), επανέκδοση του “The Lion King” σε 3D ξαναπαρακαλώ, μετά από 17 ολόκληρα χρόνια, επανέκδοση μιας βαμπιρίστικης culto-ταινίας του ’85, το “Fright Night”, αυτή τη φορά με πρωταγωνιστή τον Colin Farell, και τέλος έχουμε και το ταινιάκι του Woody Allen “Μidnight in Paris”, που κακιά δε θέλω να γίνω, αλλά μου μοιάζει μια απ’ τα ίδια.  Αυτό που δεν είναι ξαναζεσταμένη συνταγή, είναι το γαλλικό “Tomboy”, μια γλυκιά και τρυφερή ταινιούλα που σίγουρα δε θα σας αφήσει αδιάφορους εάν την προτιμήσετε.  Let’s see…

Η 10χρονη Laure (Zoe Heran) μετακομίζει με την οικογένειά της σε ένα καινούριο διαμέρισμα, κάπου έξω από το Παρίσι.  Εκεί θα γνωρίσει νέους φίλους, παίζοντας και διασκεδάζοντας όλη μέρα.  Την ίδια στιγμή θα γνωρίσει και την Lisa (Jeanne Disson), ένα συμπαθητικό κορίτσι που φαίνεται να έχει ιδιαίτερη αδυναμία στην Laure.  O λόγος;  η μικρή νεοφερμένη έχει αυτοσυστηθεί στην πιτσιρικαρία της γειτονιάς ως…αγόρι με το όνομα Michael, με αποτέλεσμα η Lisa να αρχίσει να νοιώθει τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, χωρίς φυσικά να γνωρίζει οτι το γαλανομάτικο πλάσμα που έχει απέναντί της είναι κορίτσι.  Η αποκάλυψη της αλήθειας είναι ζήτημα χρόνου και τότε τα πράγματα θα περιπλεχθούν ακόμα περισσότερο…
Η σκηνοθέτης Celine Scimma δημιουργεί ένα αληθινό, αυθεντικό ταινιάκι σχετικά με την σεξουαλικότητα που κάθε πλάσμα κρύβει μέσα του, ακόμα και από την παιδική του ηλικία.  Η αυθεντικότητά της δεν περιορίζεται μόνο στην πρωτοτυπία του σεναρίου (είναι άξιο λόγου σίγουρα το γεγονός οτι το story είναι ιδωμένο και βιωμένο από ένα παιδί), αλλά και στην ερασιτεχνική υποκριτική των κεντρικών-μικρών μας-ηρώων, καθότι είναι η πρώτη τους φορά μπροστά από κάμερα (συμπεριλαμβανομένης και της πραγματικά συγκλονιστικής πρωταγωνίστριας Ζoe Heran).  20 μέρες γυρισμάτων, ένα εκατομμύριο ευρώ και περίσσιο ταλέντο, ήταν αρκετά για την σκηνοθεσία αυτού του γαλλικού coming of age φιλμ (στα πιο πρόσφατα είχαμε το βρετανικό “Submarine”) στο οποίο εξερευνάται με διακριτικό τρόπο, η αρχή της μετάβασης από την προεφηβική, στην εφηβική ηλικία, με όλες τις συνέπειες και επιπτώσεις που κάτι τέτοιο συνεπάγεται.

Η ταινία ξεκινά με τον τίτλο της να χρωματίζεται πρώτα μπλε, στην συνέχεια κόκκινο-φούξια και μετά να καταλήγει να απαρτίζεται και από τα δυο χρώματα (τα μισά γράμματα της λέξης “Tomboy” είναι μπλε και τα υπόλοιπα κόκκινα).  Προσωπική μου εκτίμηση είναι πως με ένα τόσο απλό κολπάκι, η σκηνοθέτης σου δίνει στο πιάτο όλη την ιστορία που πρόκειται να παρακολουθήσεις στην συνέχεια.  H Laure είναι κορίτσι (φούξια γράμματα), αλλά δηλώνει στους καινούργιους της γείτονες πως είναι αγόρι (μπλε γράμματα), μόνο για να καταλήξει λίγο αργότερα σε μια εμφανή εσωτερική πάλη (και συνειδητοποίηση ίσως;) οτι τελικά ίσως είναι λίγο και από τα δυο, οτι τόσο η κοριτσίστικη, όσο και η αγορίστικη φύση της, συνυπάρχουν στο παιδικό της ακόμα σώμα (συνεπώς έχουμε και την ανάλογη διχρωμία στην γραμματοσειρά του “Tomboy”).  Με απλό και λιτό τρόπο συνοψίζεται όλο το περιεχόμενο της ταινίας, στα opening credits της.  Ένα τέχνασμα που βρήκα πολύ έξυπνο και διασκεδαστικό, σχεδόν παιχνιδιάρικο.  Όπως ακριβώς και η ‘πρώτη ύλη’ της ταινίας: τα παιδιά.
Το γαλλικό “Αγοροκόριτσο” θα μπορούσε να είναι το σύγχρονο “Boys Don’t Cry” (1998), χωρίς όμως την βία και το σεξ, αλλά περιορισμένο στην θεματική του κοριτσιού που για τους χ, ψ λόγους αποφασίζει να παρουσιαστεί και κατ’ επέκταση να συμπεριφερθεί, σαν αγόρι.  Εδώ οι λόγοι για τους οποίους η πρωταγωνίστρια υποδύεται το αγόρι, δεν γίνονται ποτέ γνωστοί, δεν έχει όμως και τόση σημασία για την εξέλιξη της υπόθεσής μας.

Ο κοινωνικός προβληματισμός της σκηνοθέτιδας επιτυγχάνεται με έναν φυσικό και απροσποίητο τρόπο, που ενισχύεται τόσο από την σκηνοθεσία, όσο και από τις ερμηνείες.  Αυτό που επιθυμεί από την αρχή να μας πει, γίνεται ξεκάθαρο όταν πλέον η αλήθεια έρχεται στην επιφάνεια: η κοινωνική αποξένωση είναι αναπόφευκτη.  Δεν είναι τυχαίο οτι οι αντιδράσεις που προέρχονται μέσα από την γειτονιά (την οποία αντιλαμβανόμαστε μέσα στην ταινία ως μια μικροκοινωνία, μια αναπαράσταση του μεγάλου κόσμου εκεί έξω) της Laure είναι ποικίλες.  Άλλοι σοκάρονται με την αποκάλυψη, άλλοι την βάζουν στο περιθώριο εξαιτίας του ψέματός της, ενώ άλλοι δείχνουν μεγαλύτερη επιείκεια και κατανόηση.  Ακριβώς δηλαδή όπως θα γινόταν και στα πλαίσια της κοινωνίας σε ευρύτερη κλίμακα.  Αν και οι λόγοι για τους οποίους συμπεριφέρεται έτσι δεν είναι εμφανείς-όπως είπα και παραπάνω-μπορούμε μόνο να εικάσουμε για ποιον λόγο τα κάνει όλα αυτά.  Είναι η παιδική περιέργεια σχετικά με το άλλο φύλο;, είναι μια βαθύτερη και πιο ουσιαστική ανάγκη που της έχει γεννηθεί τόσο νωρίς; ή ένας απλός, συνηθισμένης πειραματισμός της ηλικίας;.  Όποια ερμηνεία και αν αποφασίσετε να δώσετε, το σίγουρο είναι οτι οι απαντήσεις που θα πάρετε θα είναι διφορούμενες μιας που τελικά δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο ποιο από τα παραπάνω σενάρια ‘παίζει’.  Όπως και να’ χει όμως, αυτή η ταινία το κάνει το σχολιάκι του πάνω σε ένα-κατά γενική ομολογία-‘καυτό’ θέμα.  Η διαφορά της με άλλα φιλμάκια που πραγματεύονται παρόμοιες καταστάσεις είναι οτι το κάνει με έναν προσεκτικό (μιλάμε για παιδιά εξάλλου) και καθόλα ειλικρινή τρόπο, που πηγάζει από την αθωότητα που κατακλύζει την οθόνη, και προέρχεται-από που αλλού;- από τα ίδια τα παιδιά.

Η Zoe Heran είναι πραγματική αποκάλυψη.  Χωρίς να μιλάει πολύ, αλλά αρκούμενη στο βλέμμα και τις κινήσεις του σώματος, αποτελεί την ιδανική ενσάρκωση ενός αγνού πλάσματος, που αποζητά την αποδοχή όπως εκείνο θέλει.  Σε δυο ειδικά σκηνές (όταν αναγκάζεται από την μητέρα της να φορέσει ένα μπλε φόρεμα, και όταν η παρέα των παιδιών μαθαίνει την αληθινή της ταυτότητα) δίνει ρεσιτάλ, και πάλι όμως χωρίς πολλά πολλά.  Αναμφισβήτητα το ανδρόγυνο παρουσιαστικό της, την κάνει τέλεια για τον ρόλο και αποτελεί εξαιρετική περίπτωση, ταλαντούχου πιτσιρικιού, αν αναλογιστεί μάλιστα κάποιος το γεγονός οτι είναι ο πρώτος της ρόλος σε ταινία (τον οποίο κέρδισε με το σπαθί της στην πρώτη κιόλας οντισιόν).  Στο πλευρό της η μικρούλα και ‘πιο γλυκιά πεθαίνω’ Mallon Levana στον ρόλο της πανέξυπνης και αρκούντως οξυδερκούς 6χρονης Jeanne.  Η αλήθεια είναι πως κάθε άλλο, παρά τυχαίο είναι το γεγονός οτι δυο τόσο αντιθετικά, όμορφα κοριτσάκια υποδύονται τους κεντρικούς ρόλους.  Από την μια πλευρά έχουμε την Laure, με την αγορέ γοητεία, τα κοντοκουρεμένα, ξανθά της μαλλιά, τα γαλάζια μάτια και το αγορίστικο στυλ της.  Από την άλλη η Jeanne είναι η επιτομή της χαριτωμένης παιδικής φύσης, με τις καστανές τις μπούκλες, τα σκούρα μάτια με τις μεγάλες βλεφαρίδες και το ροζ, μπαλετικό της φουστάκι με το οποίο τραγουδάει, χορεύει και γενικότερα κάνει ένα σωρό γλύκιες και τσαχπινιές.  Η αντίθεση εντονότατη (δε νομίζω να γινόταν πιο έντονη) και επιτυχημένη, ενώ και η Levana αποτελεί ηθοποιική έκπληξη, παρά το νεαρό της ηλικίας της.
Φυσικά όλα αυτά μπορούν να συνοψιστούν εύκολα μέσα στην ρευστή σκηνοθεσία της ταινίας, τα όμορφα, φυσικά πλάνα και την συνολική αίσθηση αθωότητας και ζεστασιάς που αποπνέει.  Χωρίς περιτές φιοριτούρες, βρίσκει τον στόχο της, τον πετυχαίνει και δημιουργεί ένα οπτικό αποτέλεσμα γεμάτο, προβλήματα καρδιάς, παιδικής περιέργειας, φιλίες και αμήχανης αλήθειας.  Σίγουρα μια από τις ταινίες που δεν πρέπει να χάσετε, διότι είναι ότι πιο γλυκό θα δείτε τώρα τελευταία : )

Τι έμαθα από την ταινία:  Οτι όταν μοιάζεις σαν αγόρι, πρέπει να συμπεριφέρεσαι και αναλόγως προκειμένου να πείσεις τους γύρω σου (φτυσίματα, περιφορά άνευ φανέλας και ποδόσφαιρο, είναι μόνο μερικά από τα θεμητά χαρακτηριστικά), οτι η πλαστελίνη έχει πολλές χρήσεις, και οτι όταν έχει μια έξυπνη, μικρή αδελφή μπορείς να την εκμεταλευτείς με τρόπους που θα ωφελήσουν και τους δυο σας 🙂

No trivia

H TV ΣΗΜΕΡΑ….
ET1: 22:00, Το μέλι (a.k.a Bal).  Τούρκικη παραγωγή, οχι σαν τις μαλακοπαπαριές της τηλεόρασης.  Δραματική ταινία, που κέρδισε πέρσι στο φεστιβάλ του Βερολίνου την Χρυσή Άρκτο.
STAR: 22:00, Gran Torino, με τον Clint Eastwood να πρωταγωνιστεί και να σκηνοθετεί.  Ένας βετεράνος του πολέμου της Κορέας, πιάνει φιλίες με έναν νεαρό Ασιάτη έπειτα από μπόλικη κακοκροπιά από μέρος του και βλέπει την ζωή του να αλλάζει…  

Αύριο σας περιμένω με ψηφοφοριούλα για favorite movie based on a Stephen King book/novel!  

Cya!

Jess + Moss: Summer memories…

Alloha!  Συνεχίζοντας την…παράδοση των τελευταίων εβδομάδων κατά την οποία ανεβάζω ταινιούλες από το φεστιβάλ, σήμερα θα δούμε μια μικρή κριτική για μια πολύ γλυκιά και περίεργα όμορφη ταινία, το “Jess + Moss”.  Ιδιαίτερη σκηνοθετικά και χωρίς κάποια εμφανή και συγκεκριμένη πλοκή, αποτελεί πραγματικά βάλσαμο για τα μάτια του θεατή, καθώς παρουσιάζει την εφηβική πραγματικότητα σε όλο της το μεγαλείο, με έναν ειλικρινή και ρεαλιστικό τρόπο, που διανθίζεται από μια σχεδόν ονειρική διάσταση.  Here we go…

H Jess (Sarah Hagan) και ο Moss (Austin Vickers) είναι δυο ξαδέλφια που περνούν μαζί το καλοκαίρι τους.  Μακριά από υποχρεώσεις και σχολεία, οι δυο τους (18 ετών η Jess και 12 ο Moss) θα ζήσουν ξέγνοιαστες στιγμές, ενώ την ίδια στιγμή θα έρθουν αντιμέτωποι με την σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν αμφότεροι, όσον αφορά την οικογενειακή συμπαράσταση και προστασία που δέχονται.  Ένα καλοκαίρι αναμνήσεων, ερωτικών σκιρτημάτων και πικρών συνειδητοποιήσεων…
Οι φετινές Νύχτες Πρεμιέρας ήταν γεμάτες με μικρά, ανεξάρτητα διαμαντάκια.  Δεν είναι τυχαίο λοιπόν οτι πολλές από τις ταινίες που σας προτείνω αυτές τις μέρες, είναι τα σκηνοθετικά ‘ξεπαρθενέματα’ πολλών δημιουργών.  Στην προκειμένη περίπτωση συμβαίνει ακριβώς το ίδιο, με τον σκηνοθέτη Clay Jeter, ο οποίος ομολογουμένως έχει κατασκευάσει μια υπέροχα λυρική ταινία, που μοιάζει περισσότερο με αφηγηματικό ποίημα (όσο οξύμωρο κι αν φαίνεται αυτό), παρά με μεγάλου μήκους φιλμ.
Δρέποντας δάφνες από τα περισσότερα φεστιβάλ από τα οποία έχει περάσει, το “Jess + Moss” κατάφερε να αναδειχθεί σε ένα αξιοπρόσεκτο εργάκι, χάρη στην εξαιρετική του σκηνοθεσία και φωτογραφία που σε μαγνητίζουν από την πρώτη στιγμή.  Sundance και Berlinale είναι από τα πιο γνωστά στα οποία συμμετείχε η ταινία, προκαλώντας ιδιαίτερα θερμές αντιδράσεις, κυρίως από τους κριτικούς.  Στο Athens International Film Festival δεν ήμασταν πολλοί αυτοί που την παρακολούθησαν, όμως πιστεύω πως όσοι βρεθήκαμε εκεί τελικά απολαύσαμε μια πραγματικά υπέροχη ταινία, από αυτές που αξίζει να δει κανείς στη ζωή του.

Στην ουσία αυτή η ταινία είναι μια ωδή στην ξεχασμένη αθωότητα, αυτή που χαρακτηρίζει οχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά και τον χώρο μέσα στον οποίο ζουν, μέσα στον οποίο έχουν μεγαλώσει.  Οι δυο πρωταγωνιστές της ταινίας δε θα μπορούσαν να παρουσιάσουν με πιο απόλυτο τρόπο αυτήν ακριβώς την εγκαταλελειμμένη τους φύση.  Είναι δυο παιδιά που το μόνο που έχουν είναι ο ένας τον άλλον.  Η Jess ζει με τον αδιάφορο πατέρα της, ενώ ο Moss με τους υπερηλικιωμένους παππούδες του με τους οποίους φυσικά δεν έχει το παραμικρό, κοινό στοιχείο.  Η-ας την πούμε ιστορία μας-εκτυλίσσεται στο δυτικό Kentucky, οπού οι ώρες περνούν με ποδηλατικές βόλτες, εξερευνήσεις στο καταπράσινο δάσος, πυροτεχνήματα και ανάματα φωτιών προς τέρψιν των νεαρών ηρώων.  Η αλήθεια είναι οτι θα μπορούσε να αποτελεί ένα ιδανικό καλοκαίρι σύμφωνα με τα παραπάνω, αλλά μάλλον δεν είναι και τόσο.  Μέσα από την διαρκή παρέα μεταξύ τους, έρχονται στο φως αλήθειες και γεγονότα που πληγώνουν ανεπανόρθωτα και η στιγμή της οριστικής τους ρήξης, ίσως να μην είναι και πολύ μακριά.  Εξάλλου πάνω απ’όλα είναι παιδιά και τα παιδιά μπορούν να πληγώσουν πραγματικά, ακόμα και αν δεν έχουν τέτοια πρόθεση.  Ακόμα και η 18χρονη Jess είναι μια παρατεταμένη πιτσιρίκα που μοιάζει να αρνείται να αποδεχτεί την ηλικία της και κυρίως όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν.  Βέβαια εμείς σαν θεατές, παρακολουθώντας τους εγκλωβισμένους σε μια επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα, είναι δύσκολο να τους ‘κατηγορήσουμε’ για κωλυσιεργία και τεμπελιά, καθώς εκ των πραγμάτων οι καλοκαιρινές διακοπές είναι η κατεξοχήν εποχή για παιδική ανεμελιά και διασκέδαση.  Με την διαφορά οτι σε αυτή την περίπτωση οι πρωταγωνιστές μοιάζουν να σέρνουν από πίσω τους το βάρος ενήλικων προβλημάτων.
Αναμφίβολα έχουμε δει πολλές ταινίες ανάλογου ύφους και περιεχομένου.  Το “Jess + Moss” διαφέρει από αυτές, ως προς την σκηνοθετική του απόδοση, αν και σε γενικές γραμμές κινείται στο ξαναπαιγμένο σενάριο της πρώιμης ενηλικίωσης.  Χαρακτηριστικό είναι οτι η αποζητούμενη ενηλικίωση επέρχεται κλιμακωτά, όσο περνάει η ώρα, μέχρι που φτάνει σε ένα λυτρωτικό κρεσέντο κοντά στο τέλος, οπού η αλλαγή ως προς τον τρόπο σκέψης, δράσης και αντίδρασης, είναι πλέον μονόδρομος και για τους δυο ήρωες μας.  Αν και τελικά μιλάμε για ένα ταξίδι στα στενά όρια όμως της αγροτική περιοχής στην οποία ζουν (γεγονός είναι οτι τα γυρίσματα έγιναν εξ’ ολοκλήρου στην φάρμα του σκηνοθέτη), εντούτοις παρουσιάζεται με έναν τόσο μαγικό/μοναδικό τρόπο που σε ταξιδεύει μέσα από το κάθε πλάνο, δίνοντάς σου την αίσθηση οτι όλος ο κόσμος είναι μονάχα αυτό που βλέπουμε, μόνο δηλαδή η περιοχή που κατοικούν οι πρωταγωνιστές.  Από εκεί και πέρα τίποτα άλλο δεν μοιάζει να έχει σημασία, παρά μόνο ο χώρος, ο χρόνος και δυο μοναχικές παρουσίες…
Η δύσκολη και επίπονη ηλικιακή μετάβαση παρουσιάζεται μέσα πό εξαιρετικής ομορφιάς φωτογραφία η οποία χαρακτηρίζεται από μια retro αισθητική που της πάει πολύ.  Ταυτίζοντας κατά κάποιον τρόπο τις ‘ωμές’, απαίδευτες και αυθεντικές προσωπικότητες των ηρώων, με το φυσικό τοπίο της περιοχής, τα καλλιεργούμενα χωράφια και τον λαμπερό και καθάριο ουρανό της υπαίθρου, η φωτογραφία γίνεται κάτι παραπάνω από ένα απλό μέσο παρουσίασης: γίνεται κοινωνός μηνυμάτων, παραλληλίζοντας το εξωτερικό περιβάλλον τόσο με την Jess, όσο και με τον Moss, και δείχνοντας ξεκάθαρα πόσο άμεσα συνδεδεμένοι (και επηρεασμένοι) είναι με αυτό.
Η σκηνοθεσία είναι εξίσου συναρπαστική.  Η γρήγορη εναλλαγή των πλάνων (πολλά από τα οποία είναι ετερόκλητα μεταξύ τους), τα απότομα cut και η αφήγηση έκπληξη που προέρχεται από ένα κασετόφωνο, αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της ομορφιάς της ταινίας.  Όσον αφορά ειδικότερα την αφήγηση, ακούμε πότε τις κασέτες με την ομιλία της μητέρας της Jess (η οποία είναι απούσα από τη ζωή της, αν και την ακούμε να της δίνει την υπόσχεση οτι μια μέρα θα επιστρέψει για να την πάρει μαζί της), και πότε τις αφηγήσεις από τις κασέτες του Moss, o οποίος αρέσκεται να ακούει συνεδρίες σχετικά με την επαναφορά της μνήμης και την σημασία αυτής.  Ενδεχομένως αυτό να μην είναι καθόλου τυχαίο.  Οι αναμνήσεις και η κινητοποίηση της μνήμης είναι παράγοντες που παίζουν καίριο ρόλο στο πλαίσιο της ταινίας καθώς λειτουργούν καταλυτικά, προκειμένου εμείς σαν θεατές να γνωρίσουμε πτυχές από το παρελθόν των παιδιών και μαζί με εμάς να τις γνωρίσουν-ή μάλλον να τις ξαναθυμηθούν- και οι ίδιοι.
Τα ζωηρά χρώματα δίνουν στην ταινία μια φρέσκια νότα, όπως ακριβώς απαιτούν οι εμφανίσεις των δυο πρωταγωνιστών και καταλαμβάνουν όλη την χρωματική παλέτα (μωβ/πορτοκαλί ουρανός στο ηλιοβασίλεμα, έντονο πράσινο στα δέντρα, ακόμα και τα φωτεινά, γαλάζια μάτια της Jess), θυμίζοντας παράλληλα παλιές εικόνες, σαν τις φωτογραφίες της Polaroid.  Εξίσου αποδοτικές είναι και οι σκηνοθετικές τεχνικές με τα πολλά κοντινά, τα rewinds και τις γωνίες λήψεις που δίνουν μια ακόμα πιο ολοκληρωμένη παρουσία της ψυχικής κυρίως κατάστασης των ατόμων.
Τέλος, οι ερμηνείες όπως προείπα είναι όμορφες και φυσικές.  Οι δυο πρωταγωνιστές ταιριάζουν τέλεια μεταξύ τους και η χημεία τους είναι αδιαμφισβήτητη.  Καταφέρνουν να υποδυθούν τους ρόλους τους εξαιρετικά και να συνδυάσουν την παιδική/εφηβική τους διάσταση, με αυτή της κατ ανάγκη ενήλικης πλευράς τους.  Σίγουρα ένα εξαιρετικό ερμηνευτικό δίδυμο που αξίζει να δει κανείς, καθώς μέσα από τις συγκρούσεις, την αγάπη και την βαθύτερη μοναξιά που βιώνουν δίνουν τελικά ‘ρέστα’.
Το “Jess + Moss” είναι ένα ανεξάρτητο ταινιάκι που πρέπει σίγουρα να δείτε, για την διαφορετικότητα και την ωμή ομορφιά του.  Οπτικά πανέμορφο.
Τι έμαθα από την ταινία:  Οτι τελικά τα πυροτεχνήματα μπορούν να έχουν πλάκα, οτι το ιδανικό στέκι για άραγμα είναι ένα εγκαταλειμμένο, ετοιμόρροπο σπίτι και οτι ακόμα και αν είσαι 18 είσαι τελικά παιδί.

No trivia

H TV ΣΗΜΕΡΑ….
STAR: 22:00, The Terminal, με τους Tom Hanks, Catherine ZetaJones.  Ένας άνδρας ‘εγκλωβίζεται’ στον χώρο του αεροδρομίου, έπειτα από το πραξικόπημα στη χώρα του, που είχε ως αποτέλεσμα να μην αναγνωρίζεται ως υπήκοος κανενός κράτους και συνεπώς να μην ισχύει και το διαβατήριό του.  Ζήσε το αμερικάνικο όνειρο και στο αμερικάνικο αεροδρόμιο, μπορείς!  Πολύ καλή ταινία, σε σκηνοθεσία Steven Spielbergh.

Αύριο new arrival! Be here!

Submarine: A fun and sweet movie about coming of age

Hey hey!  Τι κάνουμε;  Ελπίζω καλά.  Μμμ σήμερα θα συνεχίσουμε με μια ακόμη ταινία από το πρόσφατο φεστιβάλ Αθηνών, μιας που στο σύνολο του οι ταινίες που προβλήθηκαν ήταν μια και μια.  Σίγουρα από τις αγαπημένες μου ήταν και το “Submarine”, μια όμορφη ιστορία ενηλικίωσης (όπως λέω και στον τίτλο) η οποία διαθέτει όλα τα στοιχεία για να γίνει αδιαμφισβήτητα μια από τις καλύτερες ταινιούλες που θα δείτε τελευταία, αρκεί να το αποφασίσετε.  Submarine λοιπόν…

O Oliver (Craig Roberts) είναι ένας πιτσιρικάς που αντιμετωπίζει όλα τα τυπικά προβλήματα ενός εφήβου: προσπαθεί απεγνωσμένα να αποκτήσει την φήμη του cool, δημοφιλή τύπου του σχολείου, πασχίζει να είναι το καλύτερο boyfriend όταν η όμορφη και προχωρημένη Jordana (Yasmin Paige) τον επιλέξει για γκόμενο, έχει πολλές απορίες σχετικά με το sex και πρέπει να βοηθήσει στην εξομάλυνση της προβληματικής σχέσης των γονιών του, της κάπως απόμακρης μητέρας του Jill (Sally Hawkins) και του ολίγον παθητικού πατέρα του Lloyd (Noah Taylor).  Η κατάσταση μάλιστα θα γίνει ακόμα πιο δύσκολη όταν δίπλα από το σπίτι τους μετακομίσει ο πρώην σύντροφος και μεγάλος έρωτας της μητέρας του, Graham (Paddy Considine) ένας ιδιόρρυθμος τύπος που έχει αυτοβαπτιστεί μυστικιστής και διδάσκει τις ευεργετικές ιδιότητες του εσωτερικού μας φωτός και το πόσο καλό είναι να ανοίγει κανείς το…τρίτο μάτι του.  O Oliver θα ακολουθήσει μερικές περίεργες μεθόδους προκειμένου να κρατήσει την οικογένειά του ενωμένη, αλλά και την σχέση του με την Jordana ανέπαφη, αποδεικνύοντας πόσο δύσκολο είναι κάποιες φορές να είσαι έφηβος, αλλά και πόσο όμορφο ταυτόχρονα…
Ο σκηνοθέτης με τα φουντωτά μαλλιά Richard Ayoade, δημιουργεί μια γλυκιά ταινία εμπειριών και  αναπόφευκτης ωρίμανσης σε αυτό το σκηνοθετικό ντεμπούτο, βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα του Joe Dunthorne, ενός 26χρονου που έγραψε αυτή την ιστορία για το μάθημα της δημιουργικής γραφής, κάπου στην Ανατολική Αγγλία!  Όπως λέει ο ίδιος o Dunthorne, πολλά από τα βιώματα του νεαρού Oliver, προέρχονται από προσωπικές του εμπειρίες και καταστάσεις τις οποίες έχει ζήσει μέσα (και μαζί) στην οικογένειά του.  Ο Ayoade παίρνει αυτό το γραμμένο υλικό νεανικών ανησυχιών και το μεταφέρει στο κινηματογραφικό πανί, με μια witty και συγκινητική σε πολλές στιγμές, σκηνοθεσία, καθιστώντας το “Submarine”, οχι μόνο μια από της καλύτερες ταινίες της χρονιάς, αλλά και ενδεχομένως μια από τις καλύτερες σκηνοθετικές πρωτο-εμφανίσεις των τελευταίων ετών.

Η ταινία τοποθετείται γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν τα κινητά τηλέφωνα ήταν ακόμα  ιδέα του μέλλοντος και οι υπολογιστές ήταν μάλλον αξιοπερίεργοι ακόμα, παρά χρήσιμοι.  Για τον λόγο αυτό τόσο η απουσία κινητών, όσο και ηλεκτρονικών υπολογιστών, καθιστούν τον χρονικό προσδιορισμό του φιλμ λιγάκι πιο εύκολο.  Αν και η γενικότερη αισθητική που αποπνέει είναι κάπως παλιακή (γεγονός που υπερτονίζεται από την ένταση των χρωμάτων), παρόλα αυτά η ιστορία εκτυλίσσεται σε ένα πιο σύγχρονο περιβάλλον, απ’ότι αφήνει ο σκηνοθέτης να εννοηθεί.  Βέβαια αυτό δεν έχει και πολύ σημασία όσον αφορά την αποδοχή της ταινίας, η οποία υπήρξε ιδιαίτερα θερμή, εξαιτίας των πολύ αληθινών ερμηνειών (το εφηβικό δίδυμο της φωτογραφίας είναι πραγματικά εξαιρετικό) και φυσικά της άψογης σκηνοθετικά απόδοσης ενός story που μπορεί να έχει υποθεί ξανά και ξανά, όμως εδώ κρατάει εύκολα την πρωτότυπη βάση πάνω στην οποία είναι κατασκευασμένο.
Ο δημοσιογράφος της Βρετανικής εφημερίδας “The Observer”, Tim Adams έκανε έναν παραλληλισμό ανάμεσα στο αμερικανοβρετανικό “Submarine” και το σπουδαίο λογοτεχνικό έργο “The Catcher of the Rye”, του μεγάλου συγγραφέα J.D Salinger, που αν και σε μια πρόχειρη ανάλυση μπορεί να φαίνεται υπερβολικός, εντούτοις υπάρχουν κάποια κοινά σημεία όπως τονίζει και ο ίδιος.  Στην ταινία μας, ο 15χρονος Oliver είναι ένας επαναστάτης με τους δικούς του όρους.  Αγωνίζεται να κρατήσει την οικογένειά του ενωμένη όπως όπως και παράλληλα κάνει οτι περνάει από το χέρι του προκειμένου η σπιρτόζα Jordana να παραμείνει κοντά του.  Ακόμα και όταν οδηγούνται σε συγκρούσεις, ο ίδιος φροντίζει να επεξεργάζεται τις καταστάσεις και να πράττει αναλόγως.  Οι δράσεις και οι αντιδράσεις του δείχνουν ένα άτομο που περνάει σταδιακά από την εφηβική, στην ενήλικη ζωή, ιδιαίτερα όσον αφορά τον τρόπο σκέψης.  Διατηρώντας παράλληλα τις ηλικιακές του απορίες (πότε θα κάνω sex;, είμαι αρκετά cool;, πως να συμπεριφερθώ τελικά απέναντι στην Jordana;, τι να της πω;, θα χωρίσει η μαμά και ο μπαμπάς;) αποδίδεται με τρυφερότητα και ‘ζωντανή’ δυναμική, ένας ρόλος που εύκολα θα μπορούσε να καταλήξει σε μικρομέγαλες συμπεριφορές οι οποίες θα ξένιζαν.

Στο έργο του Salinger ο νεαρός πρωταγωνιστής Holden Caulfield είναι αντιδραστικός και περνάει τα πάντα δια πυρός και σιδήρου.  Απορρίπτει τους μαθητές του καθώς πρέπει σχολείου του, κατηγορώντας τους για υποκρισία και επιθυμεί να γνωρίσει τον κόσμο με τον δικό του τρόπο, καταλήγοντας να έρθει σε επαφή με μια πραγματικότητα αρκετά διαφορετική από αυτή που περίμενε.  Μέσα από τις ‘περιπέτειές’ του, θετικές ή αρνητικές, η επαφή με τον ενήλικο κόσμο είναι αναπόφευκτη.  Ένας έφηβος σε μια κοινωνία μεγάλων.  Αν και οι διαφορές είναι μάλλον περισσότερες από τις ομοιότητες, εντούτοις και οι δυο ιστορίες κυμαίνονται κάπου στο ίδιο μοτίβο, με τα άγχη και τις νεανικές συμπεριφορές των πρωταγωνιστών σε πρώτο πλάνο.  Στο “Submarine” με αρκετές δόσεις right to the point χιούμορ και δραματικές αυξομοιώσεις, αυτή η ενηλικίωση του ήρωα επιτυγχάνεται με διακριτική ελαφρότητα και χαριτωμένη διάθεση.
Πωπω τι άγχος και αυτό να προλάβουμε την ταινία!  Σάββατο πρωί στο Απόλλων, φτάσαμε με μια μικρούλα καθυστέρηση και βολευτήκαμε στις πρώτες θέσεις που βρήκαμε.  Και φυσικά με το που άρχισα να την παρακολουθώ (ναι καλέ την ταινία) δε μπόρεσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω της.  Αυτό που προσέχεις αμέσως είναι η σκηνοθεσία-σίγουρα πράγματα.  Μεταξύ αφήγησης (ακούγεται συχνά πυκνά η φωνή του Oliver) και τιτλοποιημένων κεφαλαίων, αυτή η ιστορία είναι τόσο αυθεντικά ρομαντική, όσο δε πάει.  Οι ονειρικές σχεδόν, ψυχρές τοποθεσίες της Ουαλίας, τα μουντά, ξεπλημένα χρώματα από την μια, και το έντονο κόκκινο πανωφόρι της Jordana από την άλλη, οδηγούν σε ποικίλες νοητικές αντιθέσεις: οικογένεια του Oliver/οικογένεια της Jordana, τρόπος σκέψης του Oliver/τρόπος σκέψης της Jordana, μαύρη καπαρντίνα για τον απομονωμένο Oliver/κόκκινη για την famous Jordana κ.λ.π.  Πολύ ενδιαφέρουσα σκηνοθετική λεπτομέρεια είναι και το χρωματιστό πλάνο που πέφτει πριν από τη μετάβαση στην επόμενη σεκάνς.  Ενώ σε όλες τις ταινίες είναι μαύρο, εδώ είναι είτε μπλε, είτε κόκκινο, τονίζοντας για μια ακόμη φορά την ‘εναλλακτική’ φύση αυτού του όμορφου φιλμ.

Όταν περάσεις το πρώτο θετικό σοκ της σκηνοθεσίας, σου έρχεται τότε και το δεύτερο των ερμηνειών.  Όλοι είναι ένας κι ένας.  Κινηματογραφικό ντεμπούτο και για τον νεαρό Craig Roberts που θεωρείται ήδη από τα ανερχόμενα αστεράκια του Hollywood και οχι τυχαία.  Ο ρόλος του ταιριάζει γάντι, και τον υποδύεται με έναν σχεδόν συγκινητικό (οχι δε θα κλάψω!) επαγγελματισμό.  Μαζί με την τσαχπίνα και uber cool Υasmin Paige, αποτελούν από τα πιο αταίριαστα, και όμως τόσο ταιριαστά τελικά ζευγάρια που θα δείτε τελευταία, ενδεχομένως επειδή το “Submarine” χαρακτηρίζεται από αυτήν ακριβώς την γλυκόπικρη φρεσκάδα του.  Στα μετόπισθεν οι Hawkins-Taylor στους ρόλους των προβληματικών γονιών δίνουν την απαραίτητη μουρτζουφλάδα (ειδικά ο Taylor που δίνει ένα μίνι ρεσιταλάκι), αλλά και βιτριολικές ατάκες που σου μένουν για πολύ ώρα αφού δεις την ταινία.  Εξαιρετικοί και οι δυο.
Πριν κλείσω και αυτή μας την κριτική δε μπορώ παρά να κάνω και μια μικρή αναφορά στο OST της ταινίας, το οποίο είναι γραμμένο και εκτελεσμένο από τον frontman των Arctic Mokeys, Alex Turner.  Πέρα από το γεγονός οτι δένει τέλεια με το όλο mood/mod του φιλμ, είναι γεμάτο με νοσταλγική μουσική και πανέμορφους στίχους που σε ταξιδεύουν και σου δημιουργούν μια ζεστασιά στην καρδιά.  Όπως δηλαδή και το ίδιο το εργάκι.  Αξίζει να την έχετε στην συλλογή σας, γιατί πολύ απλά δε θα βαρεθείτε ποτέ να την ακούτε : )

Το “Submarine” (με executive producer τον Ben Stiller παρακαλώ) είναι ένα αξιόλογο φιλμ, για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η κάθε ηλικία, αλλά και για αυτά που έχουν σημασία: οι στιγμές των συγκρούσεων, μια βόλτα στη θάλασσα, μια κασέτα με τραγούδια, να έχεις στο πλευρό σου ανθρώπους που σε αγαπούν, να ερωτεύεσαι και να σε ερωτεύονται.  Απλά υπέροχη, δείτε την!


Τι έμαθα από την ταινία:  Οτι η κόκκινη καπαρντίνα δε φεύγει ΠΟΤΕ από την μόδα, οτι δεν παίζει να υπάρχει πιο τρελή και όμως τόσο περίεργα cool ατάκα από το “My mum gave a handjob to a mystic”, και οτι τελικά τα χρόνια της εφηβείας είναι ανεπανάληπτα όταν τα ζεις στην κρύα και υγρασιασμένη Ουαλία. Αχχχ…

No trivia



H TV ΣΗΜΕΡΑ….
STAR: 02:00, Re-Cycle Παραγωγή τρόμου του 2006 από Χονγκ-Κονγκ την οποία έχουμε ξαναδεί.  Μια συγγραφέας καταλήγει εγκλωβισμένη στον πλασματικό κόσμου του βιβλίου της, οπού απαρτίζεται από απειλητικά φαντάσματα και σάπιες πόλεις.  Εκεί σε αυτή τη τεράστια χωματερή καταλήγουν όλες οι σκέψεις που ποτέ δεν πέρασαν στο χαρτί του συγγραφέα.  Η ηρωίδα θα πασχίζει να ξεφύγει από αυτό τον εφιαλτικό κόσμο, και την τρομακτική φιγούρα με τα μακριά, μαύρα μαλλιά που την στοιχειώνει….

Αύριο σας περιμένω για ψηφοφοριούλα με favorite movie posters from the ’80s!  Stay around! : )

Juno: Adolescence is full of…growing problems!

Καλημέρα καλημέρα!  Και καλή εβδομάδα!  Τελείωσε και αυτή η ψηφοφορία μας και αν κρίνω από το αποτέλεσμα, ο Travoltas μάλλον έκλεψε και πάλι τις εντυπώσεις : P.  Στην πρώτη θέση με 15 ψήφους βρέθηκε το “Pulp Fiction”, το οποίο από την αρχή βρέθηκε μπροστά και έμεινε εκεί.  Στη δεύτερη θέση έμειναν τα φιλαράκια του “Toy Story” με 11, ενώ την τρίτη θέση μοιράστηκαν αρκετές ταινίες με 9 ψήφους.  “Edward Scissorhands”, “Heat”, “Casablanca” και “Juno”.  Ευχαριστώ για ακόμη μια φορά για την συμμετοχή σας!  Από αυτές λοιπόν που ήρθαν τρίτες, αποφάσισα να γράψω για το “Juno”.  Μια ταινιούλα που είχα δει και πραγματικά μου είχε αφήσει μια πολύ γλυκιά αίσθηση.  Ήθελα καιρό να την ανεβάσω στο blog, οπότε τώρα είναι ιδανική η ευκαιρία.  So, here we go…

H Juno (Ellen Page) είναι μια 16χρονη σπιρτόζα πιτσιρίκα που ζει μια φυσιολογική ζωή, όπως κάθε τυπικός έφηβος.  Μέχρι την στιγμή που μένει έγκυος από την μια και μοναδική βραδιά που έκανε sex με τον geeky φίλο της Bleeker (Michael Cera).  Η Juno θα πάρει την απόφαση να γεννήσει το μωράκι και στη συνέχεια να το δώσει για υιοθεσία σε ένα ζευγάρι που η ίδια θα επιλέξει.  Oι cool γονείς της θα αποφασίσουν να στηρίξουν την επιλογή της αυτή, και να σταθούν δίπλα της. Το ζευγάρι τελικά βρίσκεται και αποτελείται από δυο ευκατάστατους γιάπηδες, την Vanessa (Jennifer Garner) και τον άντρα της Mark (Jason Bateman), με τους οποίους η Juno θα αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση.  Τι γίνεται όμως με τον ‘μπαμπά’ Bleeker;  Έχει κάποιον λόγο σε όλο αυτό ή τις αποφάσεις παίρνει αποκλειστικά η όλο και πιο φουσκωμένη 16χρονη έφηβη;
Το “Juno” ήταν η κινηματογραφική έκπληξη του 2007, με σκηνοθέτη τον Jason Reitman, γνωστό για επιτυχημένες ταινίες όπως το “Thank You for Smoking” (2005) και το “Up in the Air” (2007) ενώ αποτέλεσε και το σεναριακό ντεμπούτο της άγνωστης μέχρι τότε Diablo Cody.  Η πρώην στρίπερ έσκασε από το πουθενά εκείνη την χρονιά, καταφέρνοντας μάλιστα να κερδίσει και το Oscar ‘Πρωτότυπου Σεναρίου’ (2008) με την πρώτη της δουλειά.  Πολλά άρχισαν να ακούγονται από τότε σχετικά με το ταλέντο και το μέλλον που περίμενε την εναλλακτική και εντυπωσιακή Diablo.  Η αλήθεια είναι οτι μέχρι σήμερα, 4 χρόνια μετά, μετράει στο ενεργητικό της μια ακόμη ταινία, το “Jennifer’s Body” με πρωταγωνίστριες τα ιερά τέρατα, Megan Fox και Amanda Seyfried, η οποία όμως καταποντίστηκε στο box-office και έλαβε στο σύνολό της μέτριες, έως και κακές κριτικές.  Εκτός από αυτό το στραβοπάτημα, η Cody συνεχίζει να είναι παραγωγική με την σειρά “United States of Tara” (2009-2011) η οποία τσίμπησε και την Χρυσή της Σφαιρίτσα, ενώ αναμένεται να δούμε σύντομα και την Charlize Theron στην καινούρια της ταινία, “Young Adult” από Δεκέμβρη καλά να’μαστε.  Χμμμ για να δούμε…

Διασκεδαστική και αληθινή.  Είναι νομίζω δυο λέξεις που μπορούν να χαρακτηρίσουν αυτή την ταινία.  Οι καταστάσεις είναι άνετα βιωματικές και οι ήρωες είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι που μπορούμε να τους συναντήσουμε οπουδήποτε.  Δεν είναι τυχαίο οτι το “Juno” αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες, καταφέρνοντας μάλιστα να αποτελέσει την πρώτη ταινία της εταιρίας παραγωγής Fox Searchlight, που ξεπέρασε τα $100 εκατομμύρια στο box-office!  Η επιτυχία της μπορεί να αναζητηθεί στο έξυπνο σενάριο, τους witty διαλόγους των ηρώων (και κυρίως της μικροκαμωμένης Ellen Page) και τη γενικότερη fan ατμόσφαιρα που χαρακτηρίζει αυτό το φιλμάκι.
Η ιδιαιτερότητά του έγκειται στο γεγονός οτι δεν αναμασά την ίδια τροφή που τόσες και τόσες teenage ταινίες έχουν κάνει μέχρι και σήμερα.  Οι περισσότερες-είτε πρόκειται συνήθως για ρομαντικές κωμωδίες, είτε για χαβαλεδιάρικες, κολεγιακές ιστορίες- περιορίζονται στα κλασσικά και τετριμμένα μοτίβα στερεοτυπικών χαρακτήρων (χαζοί αθληταράδες, nerds με σπυράκια και Τ-shirts με ‘καμμένα’ slogan συνήθως σε κάποια ακατάληπτη γλώσσα προγραμματισμού, δημοφιλείς ξανθιές barbies που όλοι λιγουρεύονται, εναλλακτικές chicks που ασχολούνται με την ζωγραφική και την ποίηση και γόηδες με αστραφτερά χαμόγελα και μια πληθώρα γκόμενων για να επιλέξουν), του ποιος πήδηξε ποια και ένα σωρό άλλες χαζομάρες.  Αυτό βέβαια δε σημαίνει σε καμία περίπτωση πως δεν υπάρχουν και αξιόλογες εξαιρέσεις στον κανόνα.  Ταινίες όπως το “Ten Things I Hate About You” (1999), το “Charlie Bartlett” και το “Superbad” (και τα δυο κυκλοφόρησαν το 2007), αποτελούν πραγματικά fan ταινιάκια που ξεφεύγουν από τις καθιερωμένες λούπες, και σου προσφέρουν κάτι το διαφορετικό.  Όπως ακριβώς και το “Juno”.

Το σενάριο ερευνά μια ιστορία που σίγουρα κάθε οικογένεια θα ήθελε να αποφύγει πάση θυσία.  Παρόλα αυτά το κάνει με έναν μάλλον σύγχρονα διδακτικό τρόπο.  Εντάξει δεν είναι και ότι καλύτερο η 16χρονη κόρη σου να μένει έγκυος, αλλά η ταινία προσπαθεί να αποδείξει οτι ακόμα και τότε πρέπει να προσπαθείς να βλέπεις την θετική πλευρά των πραγμάτων.  Στην ουσία το “Juno” δεν έχει να κάνει τόσο με αυτή καθεαυτή την εγκυμοσύνη της πιτσιρίκας, όσο με τα γενικότερα προβλήματα και ανησυχίες που αντιμετωπίζει ένας έφηβος.  Άγχος, έρωτες, μαθήματα όλα βρίσκονται στο καθημερινό του πρόγραμμα και ένα δεν είσαι εξοπλισμένος με μια οικογένεια που βρίσκεται πλάι σου, όπως και να το κάνουμε δυσκολεύεσαι λιγάκι περισσότερο.  Ταυτόχρονα η όλη διαδικασία της εγκυμοσύνης στην προκειμένη περίπτωση ωθεί την νεαρή πρωταγωνίστρια να λάβει κάποιες σημαντικές αποφάσεις για την ζωή της, που ίσως αποτελέσουν το καλύτερο μάθημα που θα διδαχθεί ποτέ της: κάθε τι στη ζωή έχει και τις ανάλογες συνέπειες.  Το θέμα είναι, πόσο καλά προετοιμασμένος είσαι για να τις αντιμετωπίσεις;
Χάρη στην ψύχραιμη αντίδραση των γονιών και της οξυδέρκειας της ηρωίδας, το story της ταινίας περνάει στον θεατή το μήνυμα, οτι κάθε εμπόδιο μπορεί να ξεπεραστεί, αρκεί να επικρατεί καθαρή λογική και φυσικά ψυχραιμία.  Εδώ η σεναριογράφος έχει εμπλουτίσει πολύ έξυπνα την υπόθεση με ενδιαφέροντες (και διαφορετικούς μεταξύ τους) χαρακτήρες, οι οποίοι έχουν όλη την καλή διάθεση να βοηθήσουν την εγκυμονούσα Juno να αντιμετωπίσει την περίεργη κατάσταση στην οποία βρίσκεται.  Με αρκετές δόσεις χιούμορ και έξυπνων διαλόγων, η κατάσταση εξομαλύνεται και καταλήγουμε να παρακολουθούμε μια χαριτωμένη κωμωδία, παρά ένα οικογενειακό δράμα.  Ευτυχώς…

Οι ερμηνείες κλέβουν την παράσταση σε αυτή την ταινία.  Η Ellen Page αρχικά με την ακατάπαυστη ομιλία της, δίνει ένα μικρό ρεσιτάλ εδώ και παίρνει και μια υποψηφιότητα για το Oscar ‘Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας’.  Με τη φυσικότητα μιας everyday έφηβης, την εξυπνάδα της περπατημένης μικρής και το εναλλακτικό της look, κερδίζει τις εντυπώσεις και κάνει το μπαμ που έδωσε στην καριέρα της την μεγάλη ώθηση.  Στο πλευρό της ο Cera είναι ο…κλασσικός Cera που όλοι ξέρουμε και αγαπάμε.  Με φυσικά nerdy φάτσα, ψηλός και ξερακιανός σε κάνει να απορείς πως στο καλό προέκυψε οχι η εγκυμοσύνη, αλλά το sex για αρχή.  Μετά βέβαια (σε μια από τις πολύ όμορφες σκηνές της ταινίας) καταλαβαίνεις γιατί.  Γιατί απλά έτσι είναι.  Καλές είναι και οι ερμηνείες του μεγαλύτερου cast, όπως του πατέρα της Juno, Mac (J.K Simmons) ο οποίος συνδυάζει coolnes και μοντέρνο, πατρικό ένστικτο, αλλά και της Jenniger Garner στον ρόλο της μετρημένης και πρότυπο ιδανικής μητέρας, Vanessa.
Γεμάτα από νεανικές ανησυχίες, πολύ όμορφες ερμηνείες, ένα πρωτότυπο σενάριο, γλυκούτσικη μουσική και έξοχη σκηνοθεσία, το “Juno” είναι μια ταινία που μπορείς να απολαμβάνεις ξανά και ξανά, γιατί είναι απλά απολαυστική.  Εάν δεν την έχετε δει ακόμα, σας την προτίνω ανεπιφύλακτα!

Τι έμαθα από την ταινία:   Οτι ακόμα και με τη μια φορά μπορεί να γίνει η στραβή (καλά βασικά αυτό δε περίμενα να το μάθω από την ταινία), οτι το τηλέφωνο-χάμπουργκερ απλά το θέλω!, και οτι είναι δύσκολο να αντισταθείς στον συνδυασμό κίτρινο σορτσάκι/βυσσινί μπλούζα/αθλητικές κάλτσες φορεμένες ψηλά/και κίτρινο headpiece.  Πολύ δύσκολο….

 TRIVIA
  • Σκηνοθετημένη σε μόλις 31 ημέρες!
  • Η Garner δέχτηκε να μειώσει την αμοιβή της, όταν ακόμα η ταινία αναμενόταν να ‘περάσει’ ως μια μικρή, ανεξάρτητη παραγωγή.  Όταν τελικά έγινε μια από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες, η Garner πήρε τον μισθό που της αναλογούσε και μάλιστα μέχρι σήμερα το “Juno” έχει αποτελέσει την πιο καλοπληρωμένη της ταινία.
  • “Juno” είναι το όνομα της Ρωμαϊκής θεότητας της γέννας και του γάμου.
(Πηγή IMDB)
H TV ΣΗΜΕΡΑ….
ΕΤ3: 23:00, Jacknife, με τους Robert de Niro, Kathy Baker.  Μεταβιετναμέζικο δράμα του 1988 με πρωταγωνιστή τον de Niro, στον ρόλο ενός ψυχικά διαταραγμένου άνδρα.
Εδω πάλι αύριο με new arrival!