The Secret World of Arietty: The ‘children’ of the underfloor

Καλησπέρα σε όλους και πάλι.  Αν και χθες δε πρόλαβα να ανεβάσω ταινιούλα, είπα να το κάνω σήμερα, έτσι για να μη φεύγουμε και πολύ από το πρόγραμμά μας.  Αποφάσισα λοιπόν να συνεχίσω τον Σεπτέμβρη, με μια ταινιούλα που είδα το καλοκαίρι, και που πραγματικά με εντυπωσίασε με την απλότητά των τόσο σοβαρών, αλλά και τόσο κατανοητών, ηθικών και ανθρώπινων μηνυμάτων της.  Μιλάω βεβαίως για το “The Secret World of Arietty”, ένα γιαπωνέζικο animation, από αυτά που αγαπάμε πάντα να βλέπουμε.  Κι αν αναρωτιέστε αν αξίζει τον κόπο, σας λέω οτι αξίζει.  Here we go.

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα αγόρι που το έλεγαν Sho.  O Sho λοιπόν (για να μιλήσουμε και σε ενεστωτικό χρόνο) είναι ένα παιδί, λίγο διαφορετικό από τα άλλα, μιας που υποφέρει από καρδιακά προβλήματα, τα οποία τον καθιστούν ανίκανο να τρέξει, να παίξει και να ζήσει σαν ένα φυσιολογικό παιδί.  Για τον λόγο αυτό, αποφασίζεται να επισκεφθεί το σπίτι της θείας του στην εξοχή, προκειμένου να προετοιμαστεί μέσα στη γαλήνη και την ησυχία του πράσινου κόσμου γύρω του, για την επερχόμενη, δύσκολη εγχείρηση στην οποία θα πρέπει να υποβληθεί.
Από την πρώτη μέρα κιόλας που πατάει το πόδι του στο πατρικό της μητέρας του και νυν σπίτι της θείας Shadako, θα έρθει αντιμέτωπος με μια περίεργη, μικροσκοπική οικογένεια που όπως θα αντιληφθεί, ζει κάτω από το πάτωμα του σπιτιού!  Πιο συγκεκριμένα, ο Sho, θα γνωρίσει την περιπετειώδη κόρη της οικογένειας Clock, Arietty, η οποία κάνει τα πρώτα της βήματα ως “borrower”.  Και τι είναι αυτό;  Είναι απλό.  Η οικογένειά της, δανείζεται ένα σωρό πράγματα από το σπίτι, προκειμένου να μπορέσει και εκείνη με τη σειρά της να ζήσει.  Κύβοι ζάχαρης, σπάγκος και ψίχουλα ψωμιού, είναι μερικά μόνο από τα-μικροσκοπικά για εμάς, τεράστια σε ποσότητα για εκείνους-αντικείμενα, που κάνουν την καθημερινότητά τους ευκολότερη.  Τι γίνεται όμως όταν η Arietty καταλάβει οτι η κάλυψή τους έχει προδοθεί και οτι επιπλέον, η υπηρέτρια του σπιτιού, ξεκινάει έναν αγώνα προκειμένου να ξετρυπώσει την τοσοδούλικη οικογένειά της, και να καρπωθεί τη ‘δόξα’ του ευρήματός της;  Και τελικά, ο Sho, είναι ένας ακόμη από εκείνους τους ανθρώπους που θέλουν το κακό της, ή ένας πραγματικός φίλος;

Η ταινία αποτελεί μεταφορά της νουβέλας “The Borrowers”, τη Βρετανίδας συγγραφέως για παιδιά, Mary Norton και παρά το γεγονός οτι το γνωστό σε όλους μας, Studio Chibli, ήθελε να προχωρήσει σε μια μεταφορά του συγκεκριμένου βιβλίου εδώ και…σαράντα χρόνια(!), τελικά κατάφεραν να οδηγήσουν την ιστορία σε παραγωγή, μόλις το 2009.
Αν και έχουμε συνηθίσει τον Hayao Miyazaki στον ρόλο του σκηνοθέτη, τέτοιων εντυπωσιακών, animation προσπαθειών, εντούτοις η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί σκηνοθετικό προϊόν του animator, Hiromasa Yionebayashi, ο οποίος είχε συνεργαστεί με τον Miyazaki και για άλλα animation, όπως τα αγαπημένα μας πια, “Howl’s Moving Castle”, “Ponyo” και “Spirited Away”.  Στη προκειμένη περίπτωση ο Miyazaki κράτησε τον ρόλο του production planner.
Παρά το γεγονός οτι η αναγνωρισιμότητά του, δεν έφτασε εκείνη άλλων κλασικών, japanese παραγωγών όπως το “Princess Mononoke” ή το “Spirited Away” που απευθύνονται έτσι κι αλλιώς, και σε λίγο μεγαλύτερα ‘παιδιά’, κατάφερε εντούτοις να σκοράρει παγκοσμίως γύρω στα $150 εκατομμύρια, πράγμα που έφερε έτσι την Arietty, τέταρτη, στην κατάταξη των πιο πετυχημένων εμπορικά, animation.
Όπως και να’ χει, μπορεί όντως δύσκολα να αγγίζει την αξία των προκατόχων του, παρόλα αυτά το “The Secret World of Arietty” έχει τη δική του απαράμιλλη γοητεία και παιδική αθωότητα, που το καθιστούν must see για τους fan, και οχι μόνο.

Η ιστορία ξεκινάει στην ουσία από τη στιγμή που ο Sho, φτάνει στο σπίτι της θείας του.  Από εκεί και πέρα η μια δράση πυροδοτεί την άλλη, και το πράγμα καταλήγει σε πανωλεθρία για την οικογένεια της Arietty, το μέγεθος της οποίας, δε της επιτρέπει να τα ‘βάζει’ με τους, κανονικού μεγέθους, ανθρώπους.
Σε αντίθεση όμως με το μέγεθός τους, τόσο οι Clocks, όσο και η Arietty συγκεκριμένα, διακατέχονται από ένα βαθύ ένστικτο επιβίωσης, το οποίο είναι αυτό που τους υποκινεί να παλεύουν μέρα με τη μέρα και να ζουν την κάθε τους στιγμή στο φουλ.
Αυτό αποτελεί στην τελική και την ουσία του συγκεκριμένου animation: η ανάγκη κάποιου να παλεύει και να μη παραδίνεται αμαχητί σε τίποτα.  Είτε αυτό λέγεται κακιασμένη υπηρέτρια που χώνει τη μύτη της εκεί που δε τη σπέρνουν, είτε λέγεται σοβαρό πρόβλημα υγείας.
Είναι όμορφο να βλέπεις πόσο αρμονικά και αβίαστα έχει συνδεθεί μέσα από την πλοκή, ο αγώνας του μικρού Sho, ο οποίος αντιμετωπίζει το πρόβλημα με τη καρδιά του, αλλά και ο γολγοθάς της οικογένειας των borrowers, για τους οποίους η κάθε μέρα είναι και ένα τεράστιο βουνό δυσκολίας.  Και όμως, δε τα παρατούν, αλλά συνεχίζουν να προσπαθούν για οτι καλύτερο μπορούν.  Η μητέρα φροντίζει το σπίτι, ο πατέρας κουβαλάει τα αγαθά, και με τη βοήθεια της Arietty, τα πράγματα δείχνουν ελπιδοφόρα.  Επειδή όμως μιλάμε για την παράδοση των Ιαπώνων, οι οποίοι όλο και κάτι θέλουν να σε διδάξουν μέσα από τα κινούμενα σχέδιά τους, οι ζωές και των δυο πλευρών δεν είναι και τόσο εύκολες, καθώς ο καθένας τους, καλείται να αντιμετωπίσει και από ένα εμπόδιο το οποίο θα αποκαλύψει στη συνέχεια, το είδος του ανθρώπου το οποίο είναι: λιγόψυχος ή αγωνιστής;

Το εξίσου ενδιαφέρον της υπόθεσης έχει να κάνει με το πως αντιμετωπίζονται οι κακοτυχίες από τους πρωταγωνιστές, αναφορικά μάλιστα και με το μέγεθός τους.
Από τη μια πλευρά ο Sho, αν και μπροστά στα μάτια της Arietty είναι ένας γίγαντας, εντούτοις στην αρχή της ταινίας (και σε ένα μεγάλο ποσοστό της), μοιάζει φοβισμένος για την επερχόμενη εγχείρηση, αγχωμένος και με μια απαισιόδοξη διάθεση στο μυαλό του, σχετικά με την έκβάσή της.  Αντιθέτως η γλυκιά Arietty, είναι αισιόδοξη, χαρούμενη και ζωηρή, παρά το γεγονός οτι η ζωή της απειλείται διαρκώς από πράγματα που εμάς μας φαίνονται τουλάχιστον αστεία: μια…ακρίδα, μια γάτα, ή η απουσία προσανατολισμού μέσα στον κήπο, μπορεί να αποτελέσουν θανάσιμο κίνδυνο για εκείνη και την οικογένειά της.  Και όμως, εκείνη αγωνίζεται και προσπαθεί, σε πείσμα όλων αυτών.
Επομένως θα έλεγε κανείς, οτι η δύναμη της ψυχής, δεν έχει να κάνει με το ύψος ή το μέγεθος, αλλά με τον τρόπο με τον οποίο αποφασίζεις να δεις τα πράγματα και με το κατά πόσο τελικά, πιστεύεις στον ίδιο σου τον εαυτό.  Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός οτι ο Sho εμψυχώνεται από την ατρόμητη Arietty, και παίρνει κουράγιο, καθώς στον αντίποδα αυτού, υπάρχει και η πραγματική φιλία που της προσφέρει απλόχερα εκείνος, καθώς και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης απέναντι στους ομοίους του.  Και αυτό είναι το σημαντικότερο μάθημα ζωής που παίρνουν και οι δυο.

Από πλευράς animation όπως μπορείτε να δείτε, μιλάμε για ακόμη μια φορά για την παραδοσιακή, επιτυχημένη συνταγή του στούντιο Chibli με τις πολύχρωμες, ζαχαρένιες του εικόνες, την κουκλίστικη πανδαισία αντικειμένων και τα υπερφωτισμένα πλάνα, που σε κανονική ταινία θα ανήκαν μάλλον αποκλειστικά στον Terrence Malick.
Μάλλον αδύνατον να της αντισταθεί κανείς, το “The Secret World of Arietty”, αποτελεί ένα ήπιων τόνων, οπτικοακουστικό θέαμα, που θα σας γεμίσει ζεστασιά και πιθανότατα θα ζωγραφίσει στο πρόσωπό σας, ένα θλιμμένο χαμόγελο.  Αν αυτό το animation ήταν μυρωδιά, σίγουρα θα ήταν μοσχομυριστά, σπιτικά, κουλουράκια κανέλας.  Δείτε το.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο καλύτερος τρόπος να κάνεις οικονομία, είναι να είσαι τόσο δα μικρός, οτι η παράφραση του human being, σε human bean, είναι πολύ εύστοχη, και οτι το κοκαλάκι της Arietty για τα μαλλιά, είναι μια πατέντα που όλα τα κοριτσάκια έχουμε δοκιμάσει κάποια στιγμή: αγαπημένο μανταλάκι.

Και μη ξεχνιόμαστε, ιαπωνέζικα με υπότιτλους.  Οχι μεταγλωτισμένο στα αγγλικά, έλεος!

No trivia

Elena: What would you do for the people you love?

Καλή εβδομάδα σε όλους και πάλι!  Όσοι έχετε πάει ήδη διακοπές, κάντε καμιά βουτιά και για εμάς εδώ που λιώνουμε από τη ζέστη, ενώ όσοι ετοιμάζεστε σιγά σιγά, καλό ταξιδάκι και καλή ξεκούραση.  Θα ήθελα πολύ να πω και εγώ οτι θα πάω κάπου φέτος, αλλά επειδή ‘no money, no honey’ θα βολευτώ μάλλον εδώ στον παραθαλάσσιο Πειραιά.  Δε βαριέσαι, με τη κατάλληλη παρέα και το καλοκαίρι στη πόλη όμορφο είναι.  Όσον αφορά το blogaki, δε ξέρω για πόσο ακόμα θα γράφω για τώρα το καλοκαίρι, αν και φαντάζομαι για κάνα μήνα ακόμη.  Οπότε μέχρι να κατεβάσουμε ρολά και φέτος, θα γράψουμε για μερικές ακόμα ταινιούλες.  Σήμερα συνεχίζουμε με τη κοινωνικοδραματική “Elena”.

Η Elena (Nadezhda Markina) είναι μια γυναίκα στα 50 της (μπορεί και στα 60 της), η οποία ζει μαζί με τον σύζυγό της Vladimir (Andrey Smirnov), σε ένα πολυτελές, αστικό σπίτι κάπου στη Μόσχα.  Οι δυο τους προέρχονται από τελείως διαφορετικά, κοινωνικά backgrounds, καθώς από τη μια πλευρά η Elena είναι μια ταπεινή γυναίκα του προλεταριάτου, η οποία γνωρίστηκε με τον Vladimir μόλις δέκα χρόνια πριν, εργαζόμενη ως νοσοκόμα (τότε δηλαδή που μια κακή περιτονίτιδα τον ένωσε μαζί της) ενώ εκείνος ένας ευκατάστατος άνδρας της τρίτης ηλικίας, με μια διόλου ευκαταφρόνητη περιουσία.
Παρά το γεγονός οτι μένουν κάτω από την ίδια στέγη ως ζευγάρι, εντούτοις η σχέση τους φαίνεται να χαρακτηρίζεται περισσότερο ως μια συμφωνία, παρά ως ουσιαστική αγάπη, μιας που η ψυχρότητα και η απουσία συναισθήματος ανάμεσά τους είναι έκδηλη.  Πέρα από την καθαρά διαπροσωπική τους σχέση, τόσο η Elena, όσο και ο Vladimir έχουν παιδιά από προηγούμενους γάμους, τα οποία δε τα λες και ακριβώς το καμάρι των γονιών τους.  Η Katerina (Elena Lyadova) είναι η απόμακρη και υλίστρια κόρη του Vladimir, η οποία αναλώνεται σε ναρκωτικά, αλκοόλ και σεξ, ζώντας με τα χρήματα που της στέλνει ο πατέρας της, ενώ ο Sergey (Aleksey Rozin) είναι ο γιος της Elena, ένας τεμπελχανάς με μια κακορίζικη οικογένεια, με την οποία ζει κάπου στα πρώην σοβιετικά προάστια, μέσα στην απόλυτη κατάντια, εκεί που οι ελπίδες για μια καλύτερη ζωή είναι χαμένες από καιρό.
Όταν ο Vladimir μπει εσπευσμένα στο νοσοκομείο έπειτα από ένα καρδιακό επεισόδιο, η απρόσμενη επανένωση με την κόρη του, θα βάλει σε σκέψεις την Elena σχετικά με το που θα καταλήξει η περιουσία του (σε περίπτωση θανάτου), μιας που επιθυμεί διακαώς να βοηθήσει την οικογένεια του γιου της, και συγκεκριμένα των εγγονό της, προκειμένου να του προσφέρει ένα ασφαλές, κολεγιακό μέλλον, μακριά από τον μονόδρομο του στρατού.  Όταν τελικά ο Vladimir αποφασίσει να αφήσει την περιουσία στην κόρη του, η υπάκουη Elena θα πρέπει να πάρει μια πολύ σημαντική απόφαση…

Τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του Ρώσου σκηνοθέτη Andrei Zvyagitsev, ο οποίος έχει θεωρηθεί ο πιο αυθεντικός και ταιριαστός συνεχιστής της Ταρκοφσκικής κληρονομιάς, ιδιαίτερα μετά την πρώτη του ταινία, “The Return” η οποία σάρωσε στο φεστιβάλ της Βενετίας και έδρεψε της δάφνες των απανταχού κριτικών.
Με οξυδερκή ματιά και αλληγορικές εικόνες, ο Zvyagitsev έχει καταφέρει να αποτελέσει έναν από τους πιο σεβαστούς, ‘ξένους’΄σκηνοθέτες της γενιάς του και παρά το γεγονός οτι το “Elena” αποτελεί την τρίτη, μόλις, ταινία του.
Έπειτα από το εντυπωσιακό του ντεμπούτο με την Επιστροφή, η οποία πραγματεύεται το ταξίδι δυο αδελφών μαζί με τον απλησίαστο και ξένο στην ουσία, πατέρα τους (μια ωδή στο cinema του Tarkovsky, από τη σκηνοθεσία και το story, μέχρι το στήσιμο των ηρώων, τη χρωματική παλέτα, το μινιμαλιστικό καδράρισμα κι ένα σωρό άλλα), καθώς και το “The Banishment” του 2007, το οποίο οι περισσότεροι χαρακτήρισαν ως στραβοπάτημα, οι Zvyagitsev φαίνεται να επέστρεψε και πάλι δυναμικά με το “Elena”, μια ταινία που λειτουργεί ως απογυμνωμένος από κάθε πολυπλοκότητα και πολυεπίπεδου νοήματος, κοινωνικοπολιτικός σχολιασμός πάνω στη σύγχρονη Ρωσία και τους ανθρώπους της, τα πράγματα που μπορεί κάποιος να κάνει στο όνομα της πραγματικής του οικογένειας, και στο πως τελικά τόσο οι πλούσιοι, όσο και οι φτωχοί αποτελούν έρμαια της ίδιας ακριβώς μοίρας.

Η ταινία ξεκινά με ένα πλάνο από τον εξωτερικό χώρο του σπιτιού (και συγκεκριμένα έξω από την μπαλκονόπορτα) μέσα από το οποίο δίνεται χρόνος στη νέα μέρα να πάρει τη θέση της, δια του ανατέλλοντος ηλίου.  Την ίδια στιγμή το αρχικό νετάρισμα μια σειράς από κλαδιών ενός δέντρου, περνάει σιγά σιγά σε φλουτάρισμα, μόνο για να καλωσορίσει η κάμερα τον ερχομό ενός πουλιού, και στη συνέχεια να περάσει στο εσωτερικό του σπιτιού.
Το πρώτο πλάνο μπορεί να διαρκεί και τρία λεπτά, πράγμα που είναι έτσι κι αλλιώς πολύ για τα δεδομένα μιας σύγχρονης ταινίας, και δίνει αμέσως το στίγμα του film που πρόκειται να παρακολουθήσουμε: ο σκηνοθέτης θα πάρει τον χρόνο του με τις καταστάσεις, θα αφήσει την ιστορία να ξεδιπλωθεί μόνη της και τους ήρωες να κινηθούν μέσα σε ένα κατά τα άλλα φυσικό τους περιβάλλον.  Όταν λίγο αργότερα κάνουν και την εμφάνισή τους τέσσερα κενά, άδεια πλάνα που απλώς μας δίνουν την αίσθηση του χώρου (ενός χώρου γεμάτου, αλλά άδειου από την ανθρώπινη παρουσία, κενού) τότε ο Zvyagitsev ενισχύει ακόμα περισσότερο την ιδέα της ταινίας του περί ουσιαστικής κενότητας των ανθρώπων, ανεξαρτήτου κοινωνικής προέλευσης και χρήματος, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
O μεγάλος Yasujiro Ozu, χρησιμοποιούσε συχνά στις ταινίες του αυτό που λέμε “άδεια πλάνα” τα οποία ήταν τίνι τρόπω περιγραφικά, καθώς έδιναν μόνο μια αίσθηση χώρου (κάποιες φορές και χρόνου) παρουσιάζοντας παράθυρα από σπίτια, δρόμους, τον ουρανό κ.λ.π, χτίζοντας στην ουσία με τρόπο σύντομο ένα σκηνικό.  Στη προκειμένη περίπτωση τα κενά πλάνα του Zvyagitsev μάλλον στοχεύουν στο να ξεκαθαρίσουν από την αρχή το τι πρόκειται να δούμε και η αλήθεια είναι πως μέσα σε πέντε λεπτά σου έχει ήδη πει τα πάντα.

Η υπόθεση της ταινίας δεν λειτουργεί ως κάτι το πρωτότυπο και πρωτοποριακό, καθώς το πιθανότερο είναι πως όλοι μας-λίγο, πολύ- έχουμε δει αρκετές ακόμα ταινίες που θέτουν στο τραπέζι το ζήτημα των ταξικών διαφορών και του κοινωνικού/πολιτικού περιβάλλοντος που τις καθορίζει.  Παρόλα αυτά ο Zvyagitsev δεν έχει σκοπό ούτε να δημιουργήσει ένα υπερφίαλο δράμα, χαμένο μέσα στην βαρβάτη δραματικότητά του, ούτε και να προσφέρει διδακτισμό προτείνοντας λύσεις και έναν από μηχανής Θεό για να σώσει την κατάσταση.  Το μόνο που κάνει είναι να παρουσιάσει με τρόπο ρεαλιστικό (χωρίς να ασκεί την παραμικρή κριτική) έναν κόσμο ο οποίος βαυκαλίζεται μέσα στις ταπεινές του στάχτες, μη μπορώντας να προχωρήσει παραπέρα.  Ακόμα και όταν η βιτρίνα υπονοεί άλλα.
Δεν είναι τυχαίο πως πολλές από της λήψεις του γίνονται είτε με την παρουσία τζαμιού, είτε με την πρωταγωνίστριά του να αντικατοπτρίζεται σε καθρέφτες, γεγονός που ίσως και να παραπέμπει σε εκείνο το βαθύτερο, το σκοτεινό μας εγώ (όπως λέει και ο Stephen) που κρύβουμε μέσα μας.
Ο Zvyagitsev είναι πραγματικός μάστορας στη δημιουργία ατμόσφαιρας και ξέρει να χειρίζεται την κάμερά του με πραγματική πυγμή, φέρνοντας τους ήρωες του μπροστά στις αναπόφευκτες αποφάσεις που πρέπει να πάρουν, τα πράγματα που πρέπει να ρισκάρουν και την ένοχη συνείδηση με την οποία θα πρέπει να ζήσουν.

Το “Elena” είναι μια ταινία σχεδόν ντοστογιεφσικής αισθητικής με το θέμα του αναπόφευκτου και της κοινωνικής επίπτωσης να είναι πράγματα χειροπιαστά εδώ.  Η ηρωίδα είναι μια γυναίκα που αγαπάει τον γιο της (ποια μάνα δεν αγαπάει τα παιδιά της;) και θέλει να προσφέρει στην οικογένειά του, από τη στιγμή μάλιστα που και ο ίδιος δεν κάνει τίποτε για αυτή, πέρα από το γκαστρώνει τη γυναίκα του ξανά και ξανά.  Χωρίς να έχει λόγο απέναντί του, η Elena δέχεται παθητικά τον ρόλο της μητέρας και της γιαγίας, ενισχύοντας τους οικονομικά όποτε το απαιτούν οι περιστάσεις-δηλαδή συνέχεια.
Ακόμα και ο τρόπος με τον οποίο επισκέπτεται η πρωταγωνίστρια το σπίτι του γιου της είναι συγκλονιστικός, καθώς αποτελεί στην ουσία μια κάθοδο στο παρελθόν της, μια επιστροφή στις ρίζες της, από τις οποίες και δε μπορεί να αποκοπεί τελικά ποτέ.  Η έντονη μάλιστα αντίθεση του πολιτισμένου τοπίου του κέντρου της Μόσχας, με τα Ιστορικά απομεινάρια ενός ταλαιπωρημένου παρελθόντος, κάνουν ακόμα πιο κατανοητό τον λόγο για τον οποίο η Elena υπακούει τυφλά τη συνείδησή της: γιατί έχει ενοχές.  Ενοχές που μένει σε ένα άνετο σπίτι μαζί με τον πλούσιο απόμακρο σύζυγο, ενοχές που ο σύζυγος δε δέχεται να βοηθήσει οικονομικά τον γιο της, ενοχές που εκείνη ξέφυγε από την κατάντια, ενώ το παιδί της οχι.  Κι όμως, αυτό ακριβώς το ενοχικό σύνδρομο είναι που τελικά θα ακυρώσει την ίδια την ύπαρξη της Elena, περιορίζοντάς την και πάλι στον πρότερο ρόλο της: αυτόν την μηχανικής νοικοκυράς και την οικογένεια του γιου της, στο ‘καρκινικό κύτταρο’ που ήταν πάντα.
Οι ερμηνείες είναι πολύ καλές, με την Markina να κλέβει την παράσταση εύκολα, ενώ η σκηνοθεσία του Zvyagitsev είναι και πάλι εξαιρετική, προβάλλοντας μέσα από αυτοί τα πολλαπλά του θέματα (οικογένεια, σύγχρονη κοινωνία, ενοχές, αγάπη, θάνατος…).  Παράλληλα η μουσική επένδυση από τον Philip Glass (“The Hours”, “The Illusionist”, “The Truman Show”) δίνει το απαραίτητο νεύρο μέσα από τις σχεδόν noir νότες της, προκαλώντας ανησυχία και ταραχή.
Το “Εlena” είναι μια ταινία για τους fan αυτού του είδους, καθώς οι υπόλοιποι είναι σχεδόν σίγουρο πως θα βαρεθείτε και δε θα βρείτε και τίποτα το ενδιαφέρον να σας περιμένει.  Για όλους τους υπόλοιπους όμως είναι ένα δυνατό, μικρό ταινιάκι που αξίζει να προσέξετε.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι όταν γίνοτανι συχνά διακοπές ρεύματος, δε χρειάζεσαι κεριά. Τι να τα κάνεις;, οτι όταν τσεκάρεις μικρούλες, θα το φάς τελικά το κεφάλι σου και οτι το σεξ τελικά δε κόβεται (και από αυτό θα το φας το κεφάλι σου, εγώ στο λέω).

No trailer, f*cking spoilers!

No trivia

Nausicaa of the Valley of the Wind: A story of epic proportions

Καλή εβδομάδα σε όλους!  Λοιπόν πρέπει να παραδεχτώ πως έχω αρχίσει να ξεμένω από ιδέες σχετικά με το τι ταινίες να ανεβάσω στο blog, οπότε μάλλον θα κάνω τη κλασική μου στροφή, την οποία κάνω πάνω κάτω την ίδια περίπου, κάθε χρόνο, εποχή και θα ασχοληθώ με παλιό κινηματογράφο και μεγάλους δημιουργούς.  Φυσικά όταν οι συνθήκες το απαιτούν και στις αίθουσες βγαίνει κάτι άξιο λόγου, θα είμαστε εδώ για να το ‘κριτικάρουμε’ και να το σχολιάσουμε.  Για σήμερα λοιπόν, και επειδή ένα ασιατοφερόμενο feeling με έχει πιάσει αυτόν τον καιρό, θα ασχοληθούμε με ένα ακόμα, μεγάλο animation, του εξίσου μεγάλου Hayao Miyazaki.  “Nausicaa of the Valley of the Wind” λοιπόν.

Ο πλανήτης Γη όπως θα μπορούσαν κάποιοι να τον ξέρουν, έχει πλέον καταστραφεί.  Ο άνθρωπος για ακόμη μια φορά φρόντισε να βάλει το χεράκι του, και να ισοπεδώσει τον πλανήτη που τον ζει, κατακαίγοντάς τον στις “Επτά μέρες της Φωτιάς” (“Seven Days of Fire” όπως αναφέρεται στη ταινία).  Πολλά χρόνια μετά, μόνο ψήγματα ανθρώπινης ύπαρξης έχουν καταφέρει να επιζήσουν, δημιουργώντας μικρά χωριά και πόλεις, διασκορπισμένα στους πέντε ανέμους.  Ένα τέτοιο χωριό βρίσκεται και στην Κοιλάδα των Ανέμων, οπού η νεαρή, ειρηνοποιός πριγκίπισσα Nausicaa κάνει ότι περνάει από το χέρι της, προκειμένου να κρατάει ασφαλείς τους κατοίκους του, από τη Sea of Decay, μια άκρως τοξική περιοχή η οποία είναι απροσπέλαστη για τον άνθρωπο (χωρίς την κατάλληλη, αντιασφυξιογόνο μάσκα τουλάχιστον), ενώ κατοικείται και από μια πληθώρα εντόμων και περίεργων πλασμάτων.  Ανάμεσα σε αυτά, περίοπτη θέση κρατούν τα Ohms, κάτι τεράστια όντα που θυμίζουν οστρακόμορφη…βδέλλα, καβούρι και αράχνη.  Και ενώ ο ‘τοξικός βάλτος’ επεκτείνεται σιγά σιγά, απειλώντας να καταπιεί και την εναναπομείνουσα ανθρωπότητα, η Nausicaa είναι αποφασισμένη να τον αντιμετωπίσει με κατανόηση, αγάπη και αυτοθυσία.  Την ίδια στιγμή θα κλιθεί να αντιμετωπίσει και δυο αντίπαλα έθνη, τα οποία απειλούν να καταστρέψουν την Sea of Decay, προκειμένου να σώσουν τον πλανήτη όπως υποστηρίζουν.  Η Nausicaa και οι άνθρωποί της, θα βρεθούν στο μέσω ενός σκληρού πολέμου που αναμένεται να ξεσπάσει, με τη βοήθεια ενός αρχαίου κακού.  Και σαν να μη φτάνουν αυτά, οι ορδές των Ohms καραδοκούν, και ένα μικρό στραβοπάτημα, μπορεί να τους αφανίσει όλους, μια και καλή…

Η Nausicaa αποτελεί τη δεύτερη, μεγάλου μήκους ταινία του Myazaki, την οποία σκηνοθέτησε το 1984.  Όπως ήταν φυσικό, το σενάριο πέρασε για ακόμη μια φορά από τα χέρια του ίδιου, και το αποτέλεσμα ήταν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακό, όπως συνηθίζουν να είναι άλλωστε όλες οι δουλειές του.
Αν και σε μεταγενέστερες ταινίες του, το θέμα της ιερότητας της Φύσης και της προστασίας της, έχει παίξει πιο έντονα, εντούτοις βλέποντας κανείς τη Nausicaa μπορεί να θεωρήσει οτι η αρχή του, βρίσκεται ακριβώς εκεί.
Εκτός βέβαια από το χαρακτηριστικό του αυτό μοτίβο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η έντονα πολεμική/αντιπολεμική διάσταση της ταινίας, γεγονός που επίσης συναντάμε στις περισσότερες από τις νεότερες ταινίες του.  Και αν κάποιοι τον βρίσκετε πολύ μονότονο, ή βαρετό, ή και επαναλαμβανόμενο, να σας θυμίσω οτι μερικά από τα σπουδαιότερα ονόματα του κινηματογράφου, που πέρασαν στο πάνθεον των μεγάλων δημιουργών, έκαναν ακριβώς αυτό: ανανέωναν τους εαυτούς τους, μέσα από την διαρκή επανάληψη των ίδιων θεμάτων.

O Yasujiro Ozu ένας από τους τρεις μεγάλους του ιαπωνικού κινηματογράφου, καταπιανόταν πάντα με το ίδιο θέμα: την αναπόφευκτη πορεία της ανθρώπινης φύσης προς τα γηρατειά, τη διάλυση της οικογένειας για λόγους απλούς, καθημερινούς, την εκτίμηση των μικρών χαρών της ζωής, τη σοφία των γηρατειών, τη μοναξιά και τον θάνατο.  Εάν παρακολουθήσει κανείς τόσο τις προγενέστερες, όσο και τις μετέπειτα δουλειές του, θα διαπιστώσει πως όλες είναι εμποτισμένες με τα παραπάνω στοιχεία.  Ένα ακόμη παράδειγμα είναι και ο Ingmar Bergman, ο οποίος μελετούσε πάντα, και κάτω από το πρίσμα μιας φιλοσοφίζουσας διάθεσης, την αμείλικτη δύναμη του χρόνου, τοποθετώντας τους ήρωές του σε μια κατάσταση εσωτερικής διερώτησης, τις κρίσιμες, προ-θανάτιες στιγμές τους, σχετικά με το τι κατάφεραν στη ζωή, τι πέτυχαν, τι έδωσαν, τι πήραν και πιο το νόημά της (αν δηλαδή υπάρχει).  O Michelangelo Antonioni ήταν ένας καθαρά ‘ψυχρός’ σκηνοθέτης, ο οποίος πετούσε τους προβληματικούς του ήρωες στην αστική ζούγκλα, τους έφερνε αντιμέτωπους με τα αδιέξοδά τους και στο τέλος τους έδινε τη χαριστική βολή.  Στις ταινίες του μεγάλου Ιταλού σκηνοθέτη, οι ηρωίδες του είναι γεμάτες ενοχικά σύνδρομα, συναισθηματικά αδιέξοδα, ανίκανες να μοιραστούν το πάθος και τον έρωτα, ενώ οι άνδρες είναι παίκτες, αδιάφοροι και ψυχροί απέναντι στα προβλήματα των ωραίων γυναικών, τις οποίες δε μπορούν να βοηθήσουν.  Η λύτρωση των εσωτερικών αδιεξόδων δεν έρχεται στην ουσία ποτέ, και οι χαρακτήρες του Antonioni παραμένουν εγκλωβισμένοι εν μέσω μπετονιασμένων πολυκατοικιών και γκρίζων δρόμων.  Ακόμα και ‘νεότεροι’ σκηνοθέτες φαίνεται να διατηρούν ένα κάποιο καλούπι, όπως ο Woody Allen ο οποίος διατηρεί ένα μοτίβο συγκεκριμένο, φέρνοντας στο προσκήνιο (με πολλές φορές καυστικό χιούμορ) τις νευρώσεις της σύγχρονης-για τη κάθε περίοδο-γυναίκα, και τα συντροφικά της κολλήματα.
Έτσι λοιπόν ο Myazaki απλά αποδεικνύει πως ακόμα και αν κατασκευάζεις animations, μπορείς να ακολουθήσεις το δικό σου προσωπικό θέμα, να το εξελίξεις και να το καταστήσεις σήμα κατατεθέν.  Σεβασμός στη Φύση, αντιπολεμικές εικόνες, παράδοση, σεβασμός στο θεσμό της οικογένειας, ισχυρές φιλίες, αγνοί έρωτες;  Ας είναι.

Ο κόσμος της Nausicaa δεν είναι ακριβώς αγγελικά πλασμένος, αλλά μπορεί κανείς να εντοπίσει για ακόμη μια φορά την αστείρευτη φαντασία του δημιουργού της, ο οποίος καταφέρνει να καθιστά κάθε ταινία του ονειρική.
Και εδώ βλέπουμε πως ακόμα και οι ‘κακοί’ της υπόθεσης χαρακτηρίζονται από μια σκοτεινή ομορφιά, και από ζωηρά χρώματα τα οποία φυσικά είναι κατευθείαν βγαλμένα από ζωγραφική παράδοση αιώνων, στα πλαίσια της ιαπωνικής φυσικά κουλτούρας.
Στις ταινίες του Miyazaki δεν είναι φυσικά τυχαίο πως τα μικρά παιδιά και οι έφηβοι είναι αυτοί που αναλαμβάνουν να φέρουν εις πέρας τις ‘δύσκολες’ αποστολές, τις οποίες καθιστούν δύσκολες φυσικά, οι μεγάλοι, οι ενήλικοι.  Αυτοί προκαλούν τις καταστροφές, τους πολέμους, τα δράματα, αφήνοντας στη πιτσιρικαρία να βγάλει το φίδι από την τρύπα και πολλές φορές να πληρώσει πολύ σκληρά το τίμημα της δικής τους αφέλειας.  Φυσικά κάτι τέτοιο είναι αναμενόμενο, από έναν σκηνοθέτη που είναι ταγμένος στο να εξάπτει τη φαντασία των μικρών (αλλά και των μεγάλων) παιδιών, μέσα από ποικίλα ηθικά διδάγματα και θυμοσοφίες.

Το “Nausicaa of the Valley of the Winds” πατάει πάνω στα κλασικά θέματα του Miyazaki, με ένα υπέροχο animation, κλασικούς χαρακτήρες και όμορφο story.  Δείτε την και απολαύστε για ακόμη μια φορά τον μαγευτικό κόσμο του Miyazaki.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η Sea of Decay μοιάζει εκπληκτικά με τον κόσμο από το “Avatar” του Cameron.  Χμμ… Οτι η μουσική είναι υπέροχη και οτι το μεταφορικό μέσο της Nausicaa που το λες και turbo ανεμόπτερο είναι τέλειο!

TRIVIA

  • Η ονομασία Mehve, το όνομα που έχει δώσει η Nausicaa στο μεταφορικό της μέσο, βγαίνει από το “Mowe” που στα γερμανικά σημαίνει “seagull”.
  • Η απουσία έντονου χρώματος, έδινε σε πολλούς την εντύπωση πως η Nausicaa ήταν…γυμνή και οτι δε φορούσε καν εσώρουχο κάτω από τη φούστα της!  Αυτό δεν ισχύει αφού φοράει παντελόνι το οποίο τυγχάνει να είναι το ίδιο χρώμα με το δέρμα της (φαίνεται ξεκάθαρα), ενώ αυτό που αποκαλούν φούστα, είναι το κάτω μέρος του πανωφοριού της.
  • Επειδή δεν υπήρχε δυνατότητα προώθησής της, ο Miyazaki σκιτσάρισε και ένα comic προκειμένου να την προωθήσει.
  • O Miyazaki δυσανασχέτησε τόσο πολύ με την κόπια της ταινίας που κυκλοφόρησε international και είχε τόσα πολλά cuts, ώστε έστειλε στο Executive της Disney ένα σπαθί…σαμουράι και ένα σημείωμα που έλεγε: “No cuts”.
(Πηγή IMDB)

ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Alma, by Rodrigo Blaas

Princess Mononoke: Amongst Gods, spirits and true warriors…

Hello hello!  Σας χαιρετώ και σήμερα.  Χθες δεν ήμασταν μαζί, αλλά είπα σήμερα να γράψω στο blogaki για μια ταινιούλα την οποία είδα προχθές και την οποία αγάπησα παράφορα, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα με κάθε γιαπωνέζικο animation το οποίο βλέπω.  Σήμερα λοιπόν έχουμε “Princess Mononoke”, μια υπέροχη ταινία, από το μετρ του είδους, Hayao Miyazaki.  Για να δούμε.

Ένας νεαρός άρχοντας αποφασίζει να ξεκινήσει ένα ταξίδι επικών διαστάσεων (όπως αποδεικνύεται στη συνέχεια) προκειμένου να λύσει τη κατάρα με την οποία έχει ‘μολυνθεί’ το χέρι του, έπειτα από την εξολόθρευση ενός αγριόχοιρου/δαίμονα ο οποίος απειλούσε να καταστρέψει το χωριό του.  O Ashitaka αποφασίζει να αναζητήσει έναν τρόπο θεραπείας, ταξιδεύοντας προς τη Δύση σε αναζήτηση του παραμικρού στοιχείου που θα μπορέσει να τον λυτρώσει από την ολοένα και πιο θανατηφόρα κατάρα που τον έχει τυλίξει.  Στο δρόμο του θα βρεθεί αντιμέτωπος με έναν σκληρό πόλεμο που ετοιμάζεται να ξεκινήσει ανάμεσα σε μια αποικία ορυχείων, την Tatara και τους τοπικούς Θεούς του γειτονικού δάσος.  Η αρχηγός της αποικίας, Eboshi έχει βάλει σκοπό να εξολοθρεύσει τον Deer God που αποτελεί την πιο σεβαστή θεότητα του δάσους, προκειμένου να καταφέρει να οικειοποιηθεί τον εναπομείναντα χώρο, και να επεκτείνει τις δραστηριότητες της πολυπληθούς ομάδας της, που περιστρέφονται γύρω από την δημιουργία φονικών όπλων.  Την ίδια στιγμή ένα κορίτσι που έχει μεγαλώσει με τα πνεύματα των λύκων, η San, γνωστή και ως Princess Mononoke, αποφασίζει να υπερασπιστεί τη ζωή του δάσους και κάθετι που αυτό προστατεύει.  Στο πλευρό της θα βρεθεί και ο νεαρός Ashitaka.  Οι δυο τους, παρέα με τις ζωώδεις, πνευματικές μορφές του δάσους, θα προσπαθήσουν να σώσουν ότι απέμεινε.  Η προσπάθειά τους αυτή όμως, δεν έρχεται χωρίς θυσίες…

Αναμφίβολα ο Hayao Miyazaki αποτελεί μια από τις πιο αναγνωρίσιμες προσωπικότητες της σύγχρονης, ιαπωνικής, κινηματογραφικής κουλτούρας και οχι μόνο.
Μετρώντας στο ενεργητικό του εικοσιδύο μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες, ένα Οscar κερδισμένο εξαιρετικά από την Ακαδημία, για το υπέροχο “Spirited Away” (2001), μια ακόμη υποψηφιότητα για το εξίσου εκπληκτικό “Ηowl’s Moving Castle” (2004) και ένα σωρό ακόμη κερδισμένα βραβεία ανά τον κόσμο, δεν είναι να απορεί κανείς που καταφέρνει με κάθε του νέα ταινία, να βγαίνει στο προσκήνιο, αποδεικνύοντας ξανά και ξανά το αστείρευτο ταλέντο του.
Τα animation του Miyazaki διαπνέονται πάντα από έναν τεράστιο σεβασμό απέναντι στη Φύση, αλλά και την παράδοση της Ιαπωνίας η οποία τιμά μέχρι και τις μέρες μας τους αρχέγονους Θεούς της, κρατώντας τα ήθη και τα έθιμά της ζωντανά.
Ο μεγάλος αυτός σκηνοθέτης φροντίζει να κάνει εμφανές σε κάθε νέα του δουλειά, την μοναδική ομορφιά των αγροτικών, ιαπωνικών τοπίων, την ζωή των απλών βιοπαλαιστών, την αγνότητα και την χαμένη κατά πολλούς, παιδική αθωότητα, με τον ίδιο να γράφει τις περισσότερες φορές και τα σενάρια.
Στη προκειμένη περίπτωση το “Princess Mononoke” είναι μια επί της ουσίας ιστορία της παράδοσης, των ηθών, αλλά και της διττής ανθρώπινης προσωπικότητας, όπως αυτά μπορούμε να τα συναντήσουμε στην πατρίδα του.  Και φυσικά η μεγαλύτερη βάση δίνεται στην παγκόσμια, Πράσινη ολότητα που ακούει στο όνομα, Φύση.

Η τεράστια αναγνώριση σε παγκόσμιο επίπεδο των anime δεν ήταν κάτι που έγινε από την αρχή, αφού για πολλά χρόνια υπήρχε έντονη κριτική σχετικά με τις ‘δυσκολίες’ όσον αφορούσε την κατανόηση της τεχνικής που χρησιμοποιούσαν οι Ιάπωνες δημιουργοί (κυρίως λόγω έλλειψης πόρων) και της σχετικής απουσίας ρευστότητας και πλαστικής κίνησης των ταινιών τους.  Η Αμερική είχε μάλιστα αποτελέσει από πολύ νωρίς, έναν από τους βασικούς πολέμους του japanese style, επειδή στην ουσία δε φαίνεται να έβλεπαν πέρα από την ανιματζίδικη μορφή της.
Είναι γεγονός πως οι σκηνοθέτες είχαν καταπιαστεί από την αρχή με θέματα που είχαν να κάνουν με τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, την αγάπη προς την Φύση και παντός είδους οικολογικά μηνύματα, τα οποία ίσως και να φαίνονταν στον Δυτικό κόσμο, μονότονα και ξένα.
Όταν αρκετά αργότερα οι αγορές άνοιξαν και το είδος του anime άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο διάσημο στη Δύση (την αρχή έκανε την δεκαετία του ΄80 το εξαίρετο, cyberpunk διαμάντι, “Akira”) τότε μόνο η προσοχή του κόσμου στράφηκε στην γιαπωνέζικη κουλτούρα, η οποία ξαφνικά βρισκόταν παντού.  Η τηλεόραση και ο κινηματογράφος κατακλύστηκαν από χαρακτήρες με τεράστια, ολοστρόγγυλα μάτια, πολύχρωμα μαλλιά, εντυπωσιακές σκηνές δράσης, κωμωδίας και έντονου δράματος, ενώ και η σχεδόν τραγουδιστή γλώσσα τους, έγινε το σήμα κατατεθέν της εισαγόμενης επιτυχίας.  Έκτοτε ο δρόμος είναι ανοιχτός, οι Ιάπωνες δημιουργοί μας χαρίζουν μοναδικά έργα τέχνης και τα σκυλιά είναι ακόμα δεμένα.  Προσωπική μου γνώμη είναι πως-συγκεκριμένα-το αμερικάνικο style έχει παρέλθει, αφού έχει γίνει βαρετό και παρωχημένο.  Ακολουθεί το ευρωπαϊκό το οποίο έχει και φαντασία και χάρη, αλλά ακόμα στην κορυφή το γιαπωνέζικο animation διατηρεί μια φυσική και απαράμιλλη ομορφιά.

Ο Miyazaki επέστρεψε το 1997 στα αγαπημένα, οικολογικά του θέματα, με ένα animation υπέροχων προθέσεων και μοναδικής αξίας.
Οι χαρακτήρες είναι δουλεμένοι με περίσσια αγάπη και ουσιαστική ανάγκη προστασίας ετούτου του κόσμου, της Φύσης μέσα στην οποία γεννιόμαστε και πεθαίνουμε.
Σίγουρα δεν είναι τυχαίο το γεγονός οτι ο Miyazaki δημιούργησε αυτό το έργο, σε μια δεκαετία οπού τα οικολογικά προβλήματα είχαν αρχίσει να κάνουν την επικίνδυνη εμφάνισή τους.  Συνεπώς δε θα ήταν υπερβολή εάν λέγαμε οτι το “Princess Mononoke” λειτουργεί ως μια παραβολή ή ως μια μεταφορά, στην οποία παρακολουθούμε την μανία του σύγχρονου ανθρώπου, να καταστρέψει το φυσικό του περιβάλλον, για καθαρά προσωπικούς και εγωιστικούς λόγους.
Η αρχόντισσα Eboshi φαίνεται να διψάει για ισχύ και επιδιώκει να κατασκευάζονται στο χωριό της, ολοένα και περισσότερα όπλα (πιστόλια, καραμπίνες κ.α) από καυτό μέταλλο.  Την ίδια στιγμή δυο νέα παιδιά, πασχίζουν και αγωνίζονται για τον καλό του δάσους, ενός δάσους που στην ουσία αντικατοπτρίζει ολόκληρη την σύγχρονα, παραπαίουσα Φύση μας.
Οι Ιάπωνες όμως δε το παρουσιάζουν αυτό με τρόπο απλό και άνευ σημασίας.  Η βιωσιμότητα των ανθρώπων βασίζεται στον σεβασμό της Φύσης, η οποία με τη σειρά της δεν είναι ένα άψυχο πράγμα.  Είναι ένα ον με ζωή, πάλλεται και αναπνέει κάθε στιγμή, κάθε δευτερόλεπτο.  Ένα σωρό πλάσματα, Θεοί και στοιχειά την κατοικούν, όντα που είναι υπεύθυνα για την ισορροπία των πραγμάτων και της τάξης πάνω στον πλανήτη.  Και αν θανατωθούν, οι συνέπειες για το ανθρώπινο είδος θα είναι ολέθριες…

Ανάμεσα στα έργα του Miyazaki (προσπαθώ να τα δω όλα), σίγουρα το “Princess Mononoke” κρατάει περίοπτη θέση, ακριβώς γιατί καταφέρνει να συνδυάσει την παραδοσιακή ομορφιά των animation, την κλασική ιστορία της σύγκρουσης ανθρώπου/Φύσης και το ολοκληρωτικά ονειρικό σκηνικό (το οποίο πολλές φορές μπορεί να προέρχεται όμως και από τους χειρότερους εφιάλτες).
Το “Princess Mononoke” είναι μια ταινία για όλη την οικογένεια, αφού περνάει τα δικά της μηνύματα με τρόπο αξιόλογο.  Δείτε την όσο πιο σύντομα μπορείτε, και μη τρομάξετε από την δίωρη διάρκειά της.  Πιστέψτε με, αξίζει τον χρόνο σας.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι δε πρέπει ΠΟΤΕ να βλέπεις ένα animation ντουμπλαρισμένο.  Οι φωνές των original ηθοποιών, δεν συγκρίνονται καν με αυτές των Αμερικανών που είναι επιεικώς για ξέρασμα.  Οτι ο κόσμος του δάσους είναι μαγικός, και οτι ο Deer God μοιάζει περίεργα τόσο με άνθρωπο, όσο και με ζώο.  Προσέξτε το και τα συμπεράσματα δικά σας.

No trivia

ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Last Samurai

The Adventures of Tintin: The magic is real

Γεια σας γεια σας!  Χρόνια Πολλά σε όλους, με υγεία και χαρά και μπλα μπλα μπλα όλα αυτά τα εορταστικά και γλυκούλικα πραγματάκια που λέμε κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, άντε και λίγο στο ενδιάμεσο.  Πέρα από τη πλάκα αυτό που εύχομαι είναι υγεία σε όλους και όλα τα άλλα έπονται.  Λοιπόν ελπίζω να περάσατε όλοι ήρεμες διακοπές, να χαλαρώσατε και να γεμίσατε μπαταρίες.  Σιγά σιγά επιστρέφουμε και πάλι στη καθημερινότητά μας, οπότε επιστρέφω και εγώ στο αγαπητό μου blogaki.  Σήμερα λοιπόν είπα να ξεκινήσουμε με κάτι ανάλαφρο και ιδανικό για περίοδο διακοπών, τις ‘Περιπέτειες του Τεν Τεν’.  Για να δούμε…

Ο Tintin είναι ένας νεαρός, δυναμικός δημοσιογράφος που έχει την τάση να χώνει την μύτη του εκεί που δεν πρέπει, όπως δηλαδή κάθε σωστός δημοσιογράφος που σέβεται τον εαυτό του.  Το επάγγελμά του αυτό, τον έχει οδηγήσει πολλές φορές σε επικίνδυνους δρόμους, κακοποιά στοιχεία και μοναδικές αποκαλύψεις που έρχονται στο φως, και τις οποίες σαν πιστός οπαδός της αλήθειας, φροντίζει να ενισχύει με κάθε πιθανό τρόπο.  Ο Tintin δεν έχει κανένα πρόβλημα να εμπλέκεται σε ένα σωρό περίεργες περιπέτειες προκειμένου να αποδείξει οτι το δημοσιογραφικό του δαιμόνιο και η μύτη λαγωνικού που διαθέτει παραμένουν ενεργά υπόθεση την υπόθεση.  Αυτή τη φορά όμως, καλείται να εξιχνιάσει ένα μυστήριο το οποίο έχει τις ρίζες του στα παλιά χρόνια και πιο συγκεκριμένα τότε που οι πειρατές λυμαίνονταν τις θάλασσες, λεηλατούσαν και έβαζαν στο χέρι τεράστιες ποσότητες χρυσών λιρών και αμύθητων θησαυρών.  Όταν μια μέρα ο κοκκινομάλλης δημοσιογράφος ανακαλύψει στο παζάρι ένα όμορφο ιστιοφόρο, θα το κάνει δικό του αμέσως.  Την ίδια στιγμή όμως περίεργα άτομα θα αρχίσουν να εμφανίζονται στη ζωή του, διεκδικώντας αυτό το καράβι-μινιατούρα και ενισχύοντας τελικά ακόμη περισσότερο την πεποίθηση του Tintin πως κάποιο μυστικό κρύβεται πίσω από αυτό.  Όταν τα πράγματα αρχίσουν να γίνονται επικίνδυνα και ένας πλούσιος κληρονόμος, ο Sakharine, βάλει στο μάτι το θαλασσινό αυτό ‘μοντέλο’, τότε ο Tintin με τη βοήθεια του μπεκρή καπετάνιου Haddock, θα ξεκινήσει μια περιπέτεια άνευ προηγουμένου προκειμένου να αποκαλύψει το μεγάλο μυστικό του ‘Μονόκερουυ’.  Υπερατλαντικά ταξίδια, επικίνδυνοι άντρες, ανελέητο κυνηγητό και μοναδικές, απογονικές αποκαλύψεις πρόκειται να συνθέσουν το περιπετειώδες παζλ των δυο πρωταγωνιστών.

Όταν έχεις τον Steven Spielberg στη καρέκλα του σκηνοθέτη και του παραγωγού, τον Peter Jackson επίσης στη θέση του παραγωγού και τον ταλαντούχο Edgar Wright (“Hot Fuzz”, “Shaun of the Dead”, “Scott Pilgrim vs. the World”) στη θέση του σεναριογράφου, τότε δε μπορεί παρά το αποτέλεσμα να είναι άκρως επιτυχημένο.  Και όντως ήταν.
Ο Tintin έχει αποτελέσει έναν από τους πιο αναγνωρισμένους καρτουνίστικους χαρακτήρες που υπήρξαν ποτέ, χάρη στη φαντασία και την δημιουργικότητα του ‘πατέρα’ του Herge.
Γεννημένος υπό το όνομα George Remi στις 22 Μαΐου του 1907 στις Βρυξέλλες, ο Remi-Herge είχε δείξει από πολύ νωρίς τις ικανότητές του στη ζωγραφική, αυτοδίδακτος καθώς ήταν και χωρίς κάποια προηγούμενη εμπειρία.  Η πρώτη του προσπάθεια η οποία δημοσιεύθηκε, ήταν ένα cartoon που έφερε τον τίτλο “The Adventures of Totor”.  Στη συνέχεια ακολούθησαν πολλές ακόμη ευκαιρίες για το κομικίστικο ιλουστράρισμα περιοδικών και εφημερίδων, μέχρι τη στιγμή που ο Herge βρήκε τη δική του πορεία στο πρόσωπο ενός μικροκαμωμένου, Βέλγου δημοσιογράφου εν ονόματι, Tintin.  Μέχρι το 1930 λοιπόν η εμφάνιση του πρώτου τεύχους του νεαρού ήρωα, ήταν γεγονός.  O “Tintin and the Land of Soviets” αποτέλεσε την αρχή μιας ένδοξης πορείας η οποία έμεινε ανεξίτηλη στο πέρασμα του χρόνου.  Τρανή απόδειξη οτι 80 χρόνια μετά ο Spielberg προχώρησε το όραμα του Herge λίγο παραπέρα.  Και πιο συγκεκριμένα στην 3D του διάσταση.

Για να πω και την αλήθεια μου, δεν έχω διαβάσει ποτέ κάποιο comic του Tintin και συνεπώς πρόκειται να αναφερθώ αποκλειστικά και μόνο σε αυτά που μου προσέφερε η ταινία.  Φαντάζομαι οτι θα υπήρξαν αρκετές αντιδράσεις από τους fan του comic (πάντα υπάρχουν), αλλά εγώ θα μιλήσω γι’ αυτό που απόλαυσα στην οθόνη του σπιτιού μου.  Και που ήταν τελικά πολύ πολύ καλό.
Αν και η απουσία του από την κατηγορία Καλύτερου Animated Film στα Oscars προκάλεσε αίσθηση, μιας που ο Spielberg αποτελούσε από πάντα ένα από τα αγαπητά παιδιά της Ακαδημίας, εντούτοις αυτό δεν αποτέλεσε μετρήσιμο κριτήριο σχετικά με την αξία του animated Tintin.
Η τεχνολογική πρόοδος και η επαναστατική εμφάνιση των CGI γραφικών, αποτελεί κατά πολλούς μια από τις πληγές του κινηματογράφου τα τελευταία χρόνια.  Όταν μάλιστα συνδυάζεται και με το πολυφορεμένο ήδη 3D τότε πράγματι μπορούμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα οτι όντως ίσως και να έχει παραγίνει το κακό.  Παρόλα αυτά πολλές φορές φαίνεται να ξεχνάμε το γεγονός οτι υπάρχουν ακόμα προσπάθειες που ενισχύονται ακόμα περισσότερο, τόσο από την animated αισθητική, όσο και από το καλοφτιαγμένο 3D.  Οι Περιπέτειες του Tintin, ανήκουν σε αυτή ακριβώς την κατηγορία.

Δε ξέρω πόσο αποτελεσματική θα ήταν μια live action εκδοχή του Tintin, αλλά η ανιματζίδικη version της ήταν εντυπωσιακά καλή.  Γεμάτο δράση και σασπένς, το σενάριο της ταινίας θα μπορούσε να αποδοθεί ιδανικά σε μια ταινία με κανονικούς χαρακτήρες, παραπέμποντας σε ντισνεϊκές περιπέτειες που συνδυάζουν το τσαγανό του Indiana Jones, και την χαριτωμένη αφέλεια των ποικίλων χαρακτήρων που έχουν περάσει από τα μεγαλόπρεπα στούντιο της εταιρίας.
Δίνοντας την αίσθηση μιας απόκοσμης-μερικές φορές και με τη καλή έννοια- ρεαλιστικότητας (υπήρχαν σκηνές που νόμιζα πως παρακολουθούσα άλλη ταινία) και με μια πανδαισιακή, χρωματική παλέτα, ο Tintin δε γίνεται να σε αφήσει αδιάφορο μπροστά στις εντυπωσιακές του περιπέτειες και τα υποβόσκοντα ηθικά διδάγματα που προκύπτουν από αυτές.
Η σκηνοθεσία αναμφίβολα καλή (ο Spielberg βρίσκεται στο στοιχείο του), η υπόθεση ζωντανή και ενεργητική μέχρι τέλους, χωρίς την παραμικρή κοιλιά.  Οι ήρωες καλογραμμένοι και με έντονα φλεγματικές, βρετανικές φωνές.  O πάλαι ποτέ “Billy Elliot”, Jamie Bell δανίζει τη φωνή του στον νεαρό πρωταγωνιστή, o Andy Serkis είναι ο καπετάνιος με το θολωμένο από το αλκοόλ βλέμμα, ο Daniel Craig δανείζει την τραχιά του φωνή στον κακό της υπόθεσης, Sakharine, ενώ το αξιολάτρευτο δίδυμο Frost-Pegg απαρτίζουν το χαζοβιόλικο ζευγάρι των αστυνομικών Tomson and Tomson.

Το 3D απλά απογειώνει το τεντενίστικο animation, καθιστώντας άκρως εντυπωσιακά τα πλάνα με το πειρατικό καράβι στη θάλασσα, την αχανή έρημο και την απόδραση κάπου στο τέλος (ok φτάνουν τα spoilers).  Η δράση είναι ασταμάτητη, ενώ ακόμα κι αν κάποιος δεν έχει ιδέα σχετικά με το ιστορικό background του Tintin ως ήρωα, μπορεί πολύ εύκολα να παρακολουθήσει την ιστορία, καθώς υπάρχουν πολλά στοιχεία που παρουσιάζουν την προσωπικότητα του ήρωα με τρόπο απλό, κατανοητό και άκρως περιεκτικό.
Σίγουρα στα συν πρέπει να βάλουμε την μουσική επένδυση του John Williams, ενός από τους πιο αναγνωρισμένους συνθέτες κινηματογραφικής μουσικής, τον οποίο συναντούμε σχεδόν πάντα στο πλευρό του Spielberg και οχι μόνο.  Άξια αναφοράς είναι και τα opening credits τα οποία παρουσιάζουν μια έντονη ομοιότητα με αυτά του “Catch Me If You Can”, και πάλι από τα χεράκια του Steven.
To “Τhe Adventures of Tintin” είναι μια ταινία για όλη την οικογένεια, την οποία σίγουρα θα απολαύσουν όλα τα μέλη της, ανεξαρτήτως ηλικίας.  Με σεβασμό απέναντι στη κληρονομιά του Herge και καλλιτεχνική μαεστρία, ο Spielberg αποδεικνύει οτι τα καταφέρνει περίφημα ακόμα και σε αυτό το είδος ταινίας.  Κάπου μέσα σε αυτή μάλιστα, πετάει και μερικά slow motion πλάνα ή εικόνες οι οποίες μεταμορφώνονται σε κάτι άλλο (όπως για παράδειγμα το εντυπωσιακό πέρασμα από την πραγματικότητα στις αναμνήσεις, και από την εικόνα της ερήμου σε αυτή της φουρτουνιασμένης θάλασσας).  Αν δε την έχετε δει, προτιμήστε την όσο ακόμα τα σχολεία είναι κλειστά και οι μέρες του ρεπό ακόμα μπροστά σας.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η φωνή του Tintin Μου θύμιζε πολλές φορές αυτή του Jude Law, οτι είναι πολύ πιο αξιοπρεπής από πολλά σκουπίδια που πασάρονται ως καλές ταινίες και οτι ο Craig στον ρόλο του Sakharine είναι διαβολικά καλός.

TRIVIA

  • Αποτελεί την πρώτη animated ταινία του Spielberg
  • Ενδιαφέρον είχε δείξει και ο Roman Polanski για τη σκηνοθεσία της
  • O Spielberg είχε τα δικαιώματα της ταινίας από το 1983!  Μόλις πρόσφατα όμως αποφάσισε να την γυρίσει και μάλιστα ψηφιακά.
(ΠΗΓΗ IMDB)
ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Fan made opening credits for Tintin, by James Curran

Charlie and the Chocolate Factory: When the dreams come true

Γεια σας γεια σας και καλή εβδομάδα!  Επιστρέψαμε και πάλι για κριτικούλα, μιας που την περασμένη εβδομάδα σταματήσαμε στην Τετάρτη, λόγο ανειλημμένων υποχρεώσεων, να με συγχωράτε!  Αυτό το σαββατοκύριακο λοιπόν είχαμε την ψηφοφορία σχετικά με τα αγαπημένα σας, remake ταινιών και ομολογώ οτι το αποτέλεσμα με εξέπληξε.  Καταρχάς η πρώτη θέση πήγε στους 12 Πίθηκους (και καλά έκανε βασικά) με 12 ψήφους.  Αν δεν ξέρετε από που έχει δανειστεί τις ιδέες της η ταινία του Terry Gilliam, μάθετε οτι βασίζεται σε μια μικρή ταινία του Γάλλου Chris Marker, “La Jetee” η οποία αποτελεί στην ουσία μια ομάδα φωτογραφιών οι οποίες συνθέτουν μια ταινία με ένα παράλληλο voice over να τρέχει από πίσω.  Η ιστορία πραγματεύεται μια ολίγον υπαρξιακή, ολίγον sci-fi κατάσταση και το απρόσμενο αποτέλεσμα ενός άνδρα ο οποίος γίνεται μάρτυρας του δικού του θανάτου!  Το ταινιάκι μπλέκει χωροχρονικές καταστάσεις και ‘σκουληκότρυπες’ (wormholes) δημιουργώντας ένα ασπρόμαυρο, ιντριγκαδόρικο, μισάωρο διαμαντάκι που έχει μεγάλο ενδιαφέρον.  Περνάμε στη δεύτερη θέση, οπού συναντάμε το “Charlie and the Chocolate Factory” του Tim Burton με 9 ψήφους, μια ταινία που δεν έχει δει ο καθένας μας ούτε δέκα φορές, ενώ στη τρίτη θέση έμεινε ο “Scarface” με 8 ψήφους και τον ‘Little friend’ του.  Σας ευχαριστώ και πάλι όλους για τη συμμετοχή σας, και ξεκινάμε την κριτική μας.

Σε έναν μπαρτονικά δοσμένο κόσμο, ένα φτωχό, νεαρό αγόρι ο Charlie (Freddie Highmore) έχει ένα μοναδικό όνειρο: να καταφέρει να κερδίσει το χρυσό εισιτήριο που θα τον στείλει κατευθείαν για μια πρώτης τάξεως ξενάγηση στο μεγαλύτερο και πιο φαντασμαγορικό εργοστάσιο σοκολάτας που υπάρχει στον κόσμο.  Υπάρχει όμως και ένα βασικό πρόβλημα.  Ο Charlie μπορεί να γεύεται μονάχα μια σοκολάτα κάθε χρόνο και αυτή στα γενέλθιά του, καθώς οι γονείς του έχουν ξεπεράσει τα όρια της φτώχειας προ πολλού.  Είναι μάλιστα αναγκασμένοι να ζούν σε μια ετοιμόρροπη παράγκα μαζί με τους τέσσερις παππούδες του, που κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι!  Βλέποντας σιγά σιγά τα χρυσά εισιτήρια να εξαντλούνται ανά τον κόσμο, καθώς οι άνθρωποι βρίσκονται σε σοκολατένιο παροξυσμό προκειμένου να τα βρουν στο περιτύλιγμα μιας γάλακτος ή μιας νουγκά, ο Charlie αρχίζει να χάνει τις ελπίδες του.  Όταν τελικά ούτε το γενέθλιο δώρο του, του δώσει το εισιτήριο, τότε θα εγκαταλείψει οριστικά την ιδέα του να εξερευνήσει το εσωτερικού του αχανούς εργοστασίου που δεσπόζει μουντό στην άκρη του γειτονικού δρόμου.  Η τύχη όμως δε τον έχει ξεχάσει, αλλά θα του χαμογελάσει όταν καταφέρει να βρει ένα χαρτονόμισμα στο δρόμο, να αγοράσει μια σοκολάτα και-οποία έκπληξις!- να βρει το πολυπόθητο, τελευταίο ‘golden ticket’.  Από εκεί και πέρα ένα ονειρικό ταξίδι στην πιο τρελή φαντασία κάθε παιδιού πρόκειται να ξεκινήσει.  Καπετάνιος θα είναι ο ιδιόρρυθμος και μοναχικός κατασκευαστής λιχουδιών, Willy Wonka (Johnny Depp) ο οποίος θα βρεθεί και προ μεγάλης εκπλήξεως, όταν ο μικρός Charlie του φέρνει στο μυαλό μνήμες ξεχασμένες…

Ακόμα θυμάμαι τον πανικό που είχε προκληθεί όταν είχε βγει η ταινία στις ελληνικές αίθουσες το 2005, αλλά και παγκοσμίως, αποφέροντας ούτε λίγο ούτε πολύ κοντά στα $500 εκατομμύρια!  Αναμενόμενο βέβαια για μια ιστορία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του μεγάλου, κινηματογραφικού παραμυθά, Tim Burton.  Αν και τώρα τελευταία ο Burton μας τα έχει χαλάσει λιγάκι είτε με τη δική του ματιά πάνω σε προϋπάρχον λογοτεχνικό υλικό (το “Alice in Wonderland” ήταν κατά πολλούς ένα misstep στην μέχρι τώρα καριέρα του), είτε με το γενικό του ρετουσάρισμα σε παλαιότερο τηλεοπτικό υλικό, όπως φάνηκε από το νέο trailer του “Dark Shadows” το οποίο βγήκε μάλλον περισσότερο χιουμοριστικό και παρωδιακό απ’οτι θα έπρεπε και με βάση πάντα την ομώνυμη σειρά του 1966.  Παρόλα αυτά, ακόμη και με μερικά αναπόφευκτα, καριερικά σκαμπανεβάσματα ο Burton εξακολουθεί να μαγεύει με τις στιλιζαρισμένες, γοτθικές του πινελιές.
Η ταινία είναι βασισμένη στο ομώνυμο παιδικό βιβλίο του Ουαλού συγγραφέα, Roald Dahl ο οποίος με τις φανταστικές του ιστορίες, κατάφερε να γίνει ο πιο αγαπητός συγγραφέας των μικρών παιδιών. Ανάμεσα στα έργα του συναντάμε κι άλλους νουβέλες που έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο όπως η “Matilda” (1996) και το πιο πρόσφατο “Fantastic Mr. Fox” (2009).  Έτσι λοιπόν και το “Charlie and the Chocolate Factory” ήταν απλά θέμα χρόνου να περάσει στη μεγάλη οθόνη.  Και φυσικά ο Burton δεν ήταν ο πρώτος που το τόλμησε.

Το 1971 ο Mel Stuart σκηνοθέτησε το πρώτο “Charlie and the Chocolate Factory” με τον Gene Wilder στον ρόλο του εκκεντρικού σοκολατοποιού.  Όταν λοιπόν κυκλοφόρησε και το remake του Tim Burton ήταν απλά αναμενόμενη η σύγκριση των δυο φιλμ, με τους κατακριτές να λένε πως το original εξακολουθούσε να αποτελεί την καλύτερη εκ των δυο, ταινία επειδή είχε καταφέρει να μείνει πιο πιστή στο βιβλίο του Dahl.  Η αλήθεια πάντως είναι πως εν έτη 2005 οπου τα CGI, ο προγραμματισμός μέσω υπολογιστών, και η γενικότερη τεχνολογία έχουν προχωρήσει τόσο πολύ, θα ήταν σχεδόν αδιανόητο ο Burton να αφήσει ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία, και να μη προσφέρει στους θεατές έναν οργιαστικό κόσμο χρωμάτων, θαυμάτων και άπειρων γλυκατζίδικων μπουκιών.
Αν λοιπόν και η πρώτη ταινία με τον έτσι κι αλλιώς χαρισματικό Wilder, έμεινε για πάντα στις καρδιές των παιδιών (και οχι μόνο), έτσι και η εκδοχή του Burton κατάφερε αν μη τι άλλο να εντυπωσιάσει, έχοντας μάλιστα σαν μπροστάρη για ακόμα μια φορά τον υπέροχο Johnny Depp (που και αυτός τα έχει κάνει λίγο θάλασσα τελευταία, αλλά δεν είναι της παρούσης).

Αν η version του Burton βγαίνει μπροστά για κάποιον λόγο, από αυτή του Stuart μάλλον αυτός ο λόγος θα ήταν τα εκτυφλωτικά σχεδόν χρώματα που κατακλύζουν τον χώρο.  Από το καταπράσινο γρασίδι που τρώγεται, μέχρι τις πολύχρωμες στολές των Oompa Loompas, και από τα καλειδοσκοπικά χρώματα των δωματίων με τις εφευρέσεις, μέχρι και την ίδια την ρέουσα σοκολάτα, όλα μεταφράζονται σε μια και μόνο λέξη: φάε με (εντάξει εκτός ίσως από τους Oompa Loompas)
Μιλώντας κατευθείαν στην συνείδηση μικρών και μεγάλων παιδιών, όλος αυτός ο κατακλυσμός από σοκολάτες, τσίχλες, γλειφιτζούρια και ένα σωρό άλλα κατασκευάσματα, αποτελούν σίγουρα τον παράδεισο επί της γης.  Με χορταστική ματιά και διάθεση, ο Burton σε στέλνει κατευθείαν σε ένα ταξιδάκι αναψυχής από το οποίο δε θες να γυρίσεις, ή τουλάχιστον προτιμάς να γυρίσεις χορτάτος.
Βέβαια εκτός από την προφανή λιγούρα που σου προκαλεί η ταινία, περνάει φυσικά και τα ηθικά της διαδάγματα, καθώς δε πρέπει να ξεχνάμε οτι ο Dahl ήταν κάτι σαν τον δικό μας Αίσωπο.  Ωραίες οι ιστορίες, ιδιαίτεροι οι πρωταγωνιστές, αλλά τι υπάρχει εκεί για να μάθει ένα παιδί;  Τι πάει να πει μοιράζομαι, είμαι ταπεινός, έξυπνος, έχω καλή καρδιά και δεν κάνω σαν κακομαθημένο;

Οι διδακτικές νότες του Dahl, μεταφέρονται με πίστη και στη ταινία του Burton, καθώς γίνεται εμφανές με κάθε χαρωπό τραγουδάκι των Oompa Loompas οτι τα κακά παιδιά, καταλήγουν να σφηνώνουν σε σωλήνες, να πετάγονται στα σκουπίδι ή να γίνονται τεράστια, βιολετί μπαλόνια επειδή αποφάσισαν να κάνουν του κεφαλιού τους.  Στη προκειμένη περίπτωση ο καλοκάγαθος Charlie οχι μόνο καταφέρνει να κερδίσει την εκτίμηση του Willy Wonka, αλλά τον βοηθάει ουσιαστικά προκειμένου να καταφέρει να διορθώσει τις σχέσεις με τον δικό του, αυστηρό πατέρα (αναπόφευκτο και το πέρασμα του Christopher Lee στον ρόλο του μπαμπά).
Γίνεται έτσι κατανοητό, οτι ακόμα και μέσα από μια ταινία τα παιδιά μπορούν να ‘πάρουν’ πράγματα και να κατανοήσουν πολλά περισσότερα απ’οτι θα πιστεύαμε.  Χωρίς να λείπει το διασκεδαστικό κομμάτι, τα πιτσιρίκια μαθαίνουν και δυο πράγματα αναφορικά με τη ζωή, και νομίζω πως αυτή είναι τελικά και η ουσία της ταινίας.  Απλά ενδεδυμένη με ένα εξαιρετικά λαχταριστό και ακαταμάχητο κοστουμάκι, δια χειρός Tim.

Όσον αφορά τις ερμηνείες δε μπορούμε να πούμε και πολλά, καθώς η επιτυχία των ηρώων βασίζεται σε ένα μεγάλο βαθμό στην συλλογική προσπάθεια τους, προκειμένου ο καθένας να διαφοροποιείται απόλυτα από τον άλλον.  H Violet (AnnaSophia Robb) είναι μια ψηλομύτα πιτσιρίκα με τον ανταγωνισμό να αποτελεί τον καλύτερό της φίλο, η Veruca (Julia Winter) είναι ένα κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο που τα θέλει όλα δικά του, ο Augustus (Philip Wiegtratz) ένας χοντρός, λαίμαργος πιτσιρικάς που έχει το νου του μόνο στα γλυκά, ενώ ο Mike (Jordan Fry) είναι ένα παιδί της τεχνολογίας, αυθάδικο και αποξενωμένο ακόμα και από τους ίδιους του τους γονείς.  Ο μόνο φυσιολογικός μοιάζει να είναι ο Charlie, ένα παιδί καλόκαρδο και με μεγάλη αγάπη για την οικογένειά του.  Ομολογουμένως ο Highmore αποτέλεσε εξαιρετική επιλογή για τον ρόλο του Charlie και μάλιστα προτάθηκε από τον ίδιο τον Depp για τη θέση, έπειτα από τη συγκινητική του ερμηνεία στο “Finding Neverland” (2004) οπού είχε πρωταγωνιστήσει και πάλι στο πλευρό του Depp.
Για τον Johnny δε μπορούμε να πούμε και πολλά, καθώς αποτελεί την κλασική καρικατούρα που όλοι αγαπάμε και που τόσο μας αρέσει να βλέπουμε στις διαφορές-γοτθικές κυρίως-μεταμορφώσεις του.  Εδώ με καρέ μαλλί, χρωματιστούς φακούς επαφής, πάλλευκο δέρμα και εξαιρετικό μελιτζανί σακακοπανωφόρι είναι απλά τέλειος.  Να μην αναφέρω και την περίεργη ομιλία και τα creepy καλογυαλισμένα του δόντια…
Γενικά το “Charlie and the Chocolate Factory” είναι μια ταινία για όλη την οικογένεια και κυρίως για τα πιτσιρίκια που με χαρά θα τη δουν ξανά και ξανά και ξανά.  Πολύχρωμη, με υπέροχα σκηνικά και μπαρτονίστικη σκηνοθεσία, είναι ιδανική για ένα χαλαρό, κυριακάτικο μεσημέρι.  If you know what i mean.  Α, και να μην ξεχνάμε και την κλασικά άψογη μουσική του Danny Elfman.  Να τα λέμε αυτά.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι τα γονεϊκά απωθημένα μπορούν να σε κάνουν έναν υπερταλαντούχο επιχειρηματία, οτι αν έμενα εγώ στο εργοστάσιο μάλλον θα είχα αποδημήσει εις Κύριον λόγο ζαχάρου και οτι οι Oompa Loompas (ή μάλλον ο ηθοποιός που τους υποδυόταν όλους) ήταν freaky. Yikes!

TRIVIA

  • Πολλοί ήθελαν τον ρόλο του Willy Wonka.  Αυτός όμως που πραγματικά είχε παθιαστεί ήταν ο Marilyn Manson.  Πόσο θα ήθελα να το δω αυτό…
  • Τα γλυφιτζούρια, τα μπαστουνάκια και οι τεράστιες καραμέλες μέντας, ήταν πραγματικά.
  • Η φωνή του Depp αποφασίστηκε να είναι αυτή, αφού πρώτα δοκιμάστηκε στην…κόρη του, στην οποία και άρεσε.
  • Η Liz Smith η οποία υποδύθηκε την γιαγιά Georgine είχε δηλώσει σε μια συνέντευξή της οτι είχε διαβάσει τους ρόλους και των δυο γιαγιάδων και οτι τελικά αποφάσισε να επιλέξει αυτή που δίνει ένα φιλί στον Depp.  Όπως αποκάλυψε ήταν εξαιρετικό : )
(Πηγή ΙMDB)



ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Εδώ θα φιλοξενώ κάθε μέρα κάποιο short animation που μου έκανε εντύπωση στο διαδίκτυο.  Σήμερα και επειδή σας μίλησα και λίγο στην αρχή για το “La Jette” είπα να βάλω αυτό.  Από αύριο θα επικεντρωθούμε στα animation περισσότερο.  Enjoy : )
La Jetee

Un homme qui crie (a.k.a The Screaming Man): Scream while you can…

Καλησπέρα σας και σήμερα! Λοιπόν σκεφτόμουν και πάλι πολύ σχετικά με το τι θα μπορούσα να ανεβάσω σήμερα στο blog, καθώς και τα Oscars πέρασαν, και όλα τα συμπαρομαρτούντα βραβεία, και τις περισσότερες ταινίες έχουμε βάλει (επιφυλάσσομαι όταν έρθει η στιγμή να βάλω και το “Hugo”) οπότε πραγματικά προβληματίστηκα.  Μετά σκέφτηκα το τελευταίο μάθημα των σεμιναρίων μου, στο οποίο κάναμε για το film noir παρακαλώ, και τελικά φέρτο από εδώ, φέρτο από εκεί, κατέληξα να γράφω σήμερα για μια ταινία που βρήκε μικρή διανομή στις δικές μας αίθουσες,και συγκεκριμένα πριν από μερικούς μήνες.  Το “Un homme qui crie” έχει μια έμμεση σχέση με το film noir σε περίπτωση που αναρωτιέστε.  Οπότε ξεκινάμε και σας εξηγώ και παρακάτω.

Βρισκόμαστε στο σημερινό Chad.  Εκεί ο 60χρονος Adam (Youssouf Djaoro) πρώην πρωταθλητής στη κολύμβηση, εργάζεται ως επιστάτης στη πισίνα ενός αξιόλογου για τα δεδομένα της περιοχής, ξενοδοχείου.  Ο Adam αγαπάει πολύ τη δουλειά του, η οποία στην ουσία αποτελεί αφενός όλη του τη ζωή και αφετέρου τη βασική πηγή τροφής για τον ίδιο, την γυναίκα του και τον γιο του Abdel (Dioucounda Koma) ο οποίος κάνει και αυτός τις περατζάδες του από το ξενοδοχείο οπού εργάζεται ο πατέρας του.  Όταν η επιχείρηση περάσει στα χέρια των νέων, Κινέζων ιδιοκτητών, ο Adam θα χάσει το πόστο στο οποίο βρισκόταν τόσο καιρό, και θα τοποθετηθεί σε μια νέα εργασιακή θέση: θα είναι υπεύθυνος να σηκώνει τη μπάρα στη πύλη, προκειμένου να περνούν τα αυτοκίνητα, κάτω από έναν καυτό, αφρικάνικο ήλιο.  Ο Adam θα σοκαριστεί από την τρομερή αυτή αλλαγή, καθώς θα νοιώσει να υποβιβάζεται κοινωνικά, αλλά και ως προσωπικότητα, και θα αναζητήσει έναν τρόπο να λυτρωθεί από αυτό το κενό.  Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο γιος του Abdul είναι αυτός που αναλαμβάνει χρέη επιστάτη στη πισίνα.  Την ίδια στιγμή που η εργασιακή (και οχι μόνο) ζωή του Adam καταρρέει, μια ομάδα επαναστατών επιτίθενται στη κυβέρνηση και επιχειρούν να πάρουν την εξουσία δια της βίας.  Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι αντάρτες να απαιτήσουν την ενίσχυση της προσπάθειάς τους είτε με χρήμα, είτε με έμψυχο υλικό και δη νεαρούς που είναι έτοιμοι να θυσιαστούν για τον σκοπό τους.  Όταν οι δυνάμεις αυτές αρχίσουν να πιέζουν ασφυκτικά τον Adam, τότε θα βρεθεί ανήμπορος να κάνει το οτιδήποτε καθώς δεν έχει λεφτά.  Το μόνο πράγμα που του έχει μείνει είναι ο γιος του.  Μήπως τελικά αυτός είναι αρκετός;  Αρκετός από διάφορες απόψεις, και για διάφορους λόγους;

Η ταινία του σκηνοθέτη Mahamat-Saleh Haroun, είναι μια από αυτές τις ταινίες που ενώ τις έχεις κάπου ξαναδεί, εντούτοις καταφέρνουν ακόμα να διατηρούν στοιχεία που σου προκαλούν το ενδιαφέρον και σε κάνουν να συγκινήσε.  Κακά τα ψέματα το ζητούμενο σχεδόν κάθε ταινίας είναι η δημιουργία ενός δράματος και οχι απαραίτητα με την έννοια τους κλάματος, αλλά κυρίως με την έννοια μια δραματουργικής υπόθεσης.  Το δράμα αποτελεί την κινητήριο δύναμη εξάλλου που ωθεί την πλοκή πιο μακριά, θέτει σε κίνηση τα υποκριτικά γρανάζια των ηθοποιών και κινητοποιεί όλη τη δράση.  Έτσι και εδώ, αν και σίγουρα θα πιάσετε τον εαυτό σας να έχει ξαναδεί παρόμοιες ιστορίες ανθρώπων, παρόμοιες καταστάσεις και στη τελική πολιτισμούς, δρώμενα και προσωπικά δράματα, εντούτοις θα διαπιστώσετε οτι το “Un homme qui crie” αποτελεί μια ταινία που μπορεί να ομοιάζει με εκατοντάδες άλλες, αλλά καταφέρνει παρόλα αυτά να βγει μπροστά χάρη σε ένα ενδιαφέρον background, που αν το εντοπίσει κανείς θα διαπιστώσει οτι είναι πολύ πολύ ιδιαίτερο.

Το 1924 ο Γερμανός εξπρεσιονονιστής J.W. Murnau, ένας από τους σημαντικότερους και πιο ιδιαίτερους σκηνοθέτες που υπήρξαν ποτέ, δημιούργησε ένα από τα αριστουργήματά του και συγκεκριμένα το “The Last Laugh”.  Η ιστορία του έχει κάπως έτσι: ένας ηλικιωμένος άνδρας ο οποίος κατέχει τη θέση του θυρωρού σε ένα μεγαλοπρεπές ξενοδοχείο (θέση που του δίνει το απαραίτητο status, κύρος και κοινωνικό ύψος, έναντι των γειτόνων του που αρέσκονται να τον θαυμάζουν φορώντας τη πλουμιστή του στολή) θα χάσει τη γη κάτω από τα πόδια του, όταν σε μια στιγμή αδυναμίας η οποία εκφράζεται σε μια δευτερολεπτική στάση για ένα ποτήρι νερό, τη θέση του θα πάρει ένας νεότερος και πιο…νταβρατισμένος άνδρας ο οποίος φαίνεται να κάνει τη δουλειά με μεγάλη ευκολία και κυρίως χωρίς ίχνος κούρασης.  Ο πρωταγωνιστής λοιπόν θα καταλήξει να εργάζεται στις τουαλέτες του ξενοδοχείου, χωρίς την πρεστιζική του πλέον στολή και αρχίζοντας να χάνει σταδιακά τα λογικά του.  Σε μια προσπάθεια να συνεχίσει να κρατιέται από τη ψευδαίσθηση της παλιάς του εργασίας, θα κλέψει τη στολή που κάποτε αποτελούσε το σήμα της αξίας του, και φορώντας την θα επιστρέφει κάθε βράδυ σπίτι του.  Σαν να μην άλλαξε τίποτα.  Όταν όμως έρθει η στιγμή που οι γείτονες θα καταλάβουν την ‘απάτη’ του, τότε ο χλευασμός θα είναι πικρός και η κοροϊδία, αβάσταχτη…
Είναι κάτι παραπάνω από εμφανές οτι η ταινία του Haroun αποτελεί στην ουσία ένα remake αυτού του αυθεντικά εξπρεσιονιστικού και πρωταρχικού film noir του Murnau.  Γιατί τα noir δεν ήταν πάντα άμεσα συνυφασμένα με γοητευτικούς ντετέκτιβς, μοιραίες γυναίκες και εγκλήματα πάθους.  Πρωτίστως αυτού του είδους το φιλμ, χρωστάει το όνομά του στη γενικότερη σκοτεινή αισθητική που απορρέει από τη χρωματική παλέτα του εκάστοτε σκηνοθέτη.  Έτσι και εδώ ο Murnau δημιουργεί έντονες φωτοσκιάσεις, παίζει με την αντίθεση λευκού/κιαροσκούρου και δημιουργεί στην ουσία τις απαρχές του film noir, στο πλευρό αρκετών ακόμα Γερμανών εξπρεσιονιστών (κυρίως).

Εάν αφαιρέσουμε από τη ταινία του Chad-ατιανού σκηνοθέτη, πρώτον το χρώμα, δεύτερον το γεγονός οτι ο Adam δε φαίνεται να υπόκειται σε κάποιον κοινωνικό χλευασμό, αλλά κυρίως το πρόβλημα βρίσκεται βαθιά μέσα στον ίδιο, και τρίτον το πολτικοστρατιωτικό κομμάτι το οποίο έχει τον δικό του λόγο ύπαρξης στη ταινία, τότε γίνεται σαφές οτι έστω και σε ένα χαλαρό ποσοστό, η ταινία του Murnau έχει ασκήσει άμεση επίδραση στο “Un homme qui crie”.
Η σκηνοθεσία του δεν έχει κάποια ιδιαιτερότητα, αλλά είναι καθόλα ρεαλιστική και επικεντρώνεται φυσικά στο δράμα του πρωταγωνιστή μας.  Όλες οι σκηνές είναι εμποτισμένες με τις χαρακτηριστικές χρυσοκίτρινες αποχρώσεις του ήλιου και του αφρικανικού εδάφους, ενώ η πισίνα του ξενοδοχείου φαντάζει ως η μοναδική όαση (κυριολεκτικά και μεταφορικά).  Και οι ερμηνείες όμως είναι πολύ καλές, από εκείνες που τις αξιολογείς βάση του κατά πόσο επαγγελματίας είναι ο ηθοποιός.  Εδώ ο κεντρικός ήρωας είναι, αλλά σου δίνει την εντύπωση οτι δεν είναι.  Στην ουσία είναι σαν να παρακολουθείς έναν επαγγελματία ηθοποιό, που υποδύεται τον ερασιτέχνη, που υποδύεται τον Adam στη προκειμένη περίπτωση.  Χαθήκατε λίγο;  Δείτε την και θα καταλάβετε.

Το “Un homme qui crie” είναι ένα αρκετά στιβαρό δράμα, το οποίο γίνεται ακόμα στιβαρότερο από την περιοχή στην οποία τοποθετείται.  Φτώχια, κακουχίες και δύσκολη ζωή περιμένουν τη πλειοψηφία των ανθρώπων.  Και αν είναι τυχεροί βασικά τους περιμένει μια κάποια ζωή, μιας που η συνηθέστερη κατάληξη είναι ο θάνατος.  Η ταινία έχει τις ολίγον βαρετές, τις καλές και τις πολύ καλές της στιγμές, με αποκορύφωμα το τέλος της το οποίο χαρακτηρίζεται από μια υπέροχη λυρικότητα που σε μαγεύει και σε τρομάζει παράλληλα.
H ταινία είναι μια ενδιαφέρουσα πρόταση σε όσους αρέσουν τα δράματα και για να δώσω και ένα παραπάνω μπουστ στους βραβειόπληκτους, τσίμπησε και το Grand Jury Prize, στο φεστιβάλ των Καννών το 2010.  Αμεεε.  Check it.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι όταν έχεις δει το “My Week with Marilyn” λίγο πριν δε την εκτιμάς όπως πρέπει, οτι ο κινηματογράφος ΑΣΤΥ μου θυμίζει τόσο ωραία πράγματα και οτι η προσπάθεια του Haroun είναι πολύ καλή.  Όπως βλέπετε δηλαδή όλα σχετικά με τη ταινία.

No trivia

Warrior: Is family worth fighting for?

ΨΙΛΟNEW ARRIVAL


Καλημέρα και πάλι σε όλους!  Όπως σας είπα και χθες, σήμερα θα είχαμε καινούρια ταινιακή πρόταση. Τελικά δεν είναι και τόσο καινούρια, μιας που στην Αμερική έχει ήδη παιχτεί από τον Σεπτέμβρη, και στην Ελλάδα δε φαίνεται να έρχεται σύντομα-μάλλον καθόλου.  Μπορείτε όμως να την βρείτε σε πολύ καλή ανάλυση και να την δείτε, γιατί πραγματικά αξίζει.  Εξάλλου αν έλεγα και ξανάλεγα κάτι ήταν πως αυτή τη ταινία ήθελα να τη δω, ιδιαίτερα πριν ξεκινήσουν και τα Blogoscars (τα οποία θυμίζω ξεκινούν αύριο με top 10 ‘Β Ανδρικών Ρόλων).  Ευτυχώς πρόλαβα, την είδα, συγκινήθηκα και έκλαψα σα χαζή, αλλά την ευχαριστήθηκα.  Μια εξαιρετική ταινία που πρέπει όλοι να δουν καθώς σίγουρα αποτελεί μια από τις καλύτερες της χρονιάς.  Για να δούμε…

O Tommy Conlon (Tom Hardy) επιστρέφει έπειτα από καιρό στο σπίτι του πρώην αλκοολικού, μποξέρ πατέρα του Paddy (Nick Nolte).  Εκεί και μετά από μια ανεπιτυχή προσπάθεια του πατέρα του να αποκτήσει από την αρχή τον γιο, που για δικές του μαλακίες έχασε, θα συμβιβαστεί στον ρόλο του προπονητή του.  Ο λόγος;  Ο Tommy επιθυμεί να συμμετάσχει σε ένα αθλητικό τουρνουά που απαρτίζεται από μια σειρά μικτών, πολεμικών τεχνών, προκειμένου να καταφέρει να κερδίσει το έπαθλο των 5$ εκατομμυρίων, να ορθοποδήσει, αλλά να ξεπληρώσει και μια υπόσχεση ζωής που έχει δώσει σε κάποιον.  Την ίδια στιγμή ο αδελφός του Brendan (Joel Edgarton) ο οποίος αγωνιζόταν και ο ίδιος παλαιότερα ως παλαιστής, σήμερα προσπαθεί να βγάλει τα προς το ζην και να ζήσει την οικογένειά του, διδάσκοντας…Φυσική σε ένα σχολείο.  Όταν όμως η Τράπεζα απειλήσει να τους πάρει το σπίτι εξαιτίας χρεών και υποθηκών, τότε ο Brenadan θα πρέπει να αναζητήσει μια extra πηγή χρημάτων, προκειμένου να προστατέψει την οικογένειά του.  Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα να διεκδικήσει και εκείνος μια θέση στο τουρνουά (το οποίο ονομάζεται μάλιστα SPARTA), καθώς και το τεράστιο, χρηματικό έπαθλο.  Τα δυο αποξενωμένα αδέλφια θα έρθουν πρόσωπο με πρόσωπο σε αυτό το τεράστιο, αθλητικό γεγονός, και τότε οι οικογενειακές πικρίες και τα απωθημένα θα βγουν στην επιφάνεια μια και καλή.  Ποιος θα επικρατήσει τελικά;

Ο σκηνοθέτης Gavin O’Connor επιστρέφει και πάλι στα κινηματογραφικά δρώμενα έπειτα από απουσία τεσσάρων ετών και πιο συγκεκριμένα έπειτα από το ‘μια από τα ίδια, αλλά καλό’ “Pride and Glory” του 2008 με πρωταγωνιστή τον Edward Norton.  Αυτή τη φορά ο O’Connor επιλέγει ξανά γνώριμα, σεναριακά μονοπάτια μιας που φαίνεται οτι τις ταινίες με αθλητικό/δραματικό περιεχόμενο τις ‘έχει’ αρκετά καλά, αν κρίνουμε μάλιστα και από το “Miracle” (2004) με τον Kurt Russel.  Η ταινία παρουσίαζε τη πραγματική ιστορία του παίχτη του χόκεϊ Herb Brooks, ο οποίος ακολούθησε αργότερα καριέρα προπονητή, μόνο για να οδηγήσει την ομάδα της Αμερικής στη νίκη, απέναντι στην αήττητη μέχρι τότε ομάδα της Ρωσίας.
Τώρα στο “Warrior” o Ο’Connor επιλέγει να οικογενιοποιήσει πιο πολύ τα πράγματα, και να χτίσει ένα κοινωνικό δράμα το οποίο όμως εξελίσσεται στα πλαίσια ενός διάσημου, αθλητικού τουρνουά.  Οι σχέσεις των τριών ανδρών βρίσκονται σε τεντωμένο σκοινί, και ο καθένας εκτός από τους προσωπικούς του δαίμονες, καλείται να αντιμετωπίσει και τους νταβρατισμένους δαίμονες του ρινγκ (εκτός από τον πατέρα ο οποίος όμως έτσι κι αλλιώς έχει μπόλικα δικά του θέματα να λύσει).
Αν και έχω τη ταπεινή γνώμη οτι η ταινία δε πλασαρίστηκε όπως έπρεπε, εντούτοις με χαρά ανακαλύπτω οτι ολοένα και περισσότεροι την έχουν ήδη μάθει και την έχουν ήδη δει, με αποτέλεσμα να συνεχίζω και εγώ ολοένα και περισσότερο το ψάξιμό μου για αξιόλογες ταινίες, που δεν έχουν δει και πολύ τα φώτα της δημοσιότητας.  Βέβαια κακά τα ψέματα τα φετινά Oscars φαίνεται πως έβαλαν το χεράκι τους για ένα μπουστάρισμα της, μιας που ο Nolte έχει τσιμπήσει την υποψηφιότητά του για ‘B Ανδρικό Ρόλο.  Η αλήθεια είναι οτι δύσκολα θα κερδίσει το βραβείο μέσα από τα χέρια του ‘πρωτάρη’ Christopher Plummer, αλλά όπως έχω ξαναπεί αυτό που έχει σημασία είναι ο ρόλος και οχι η απόκτηση του κυρίου Oscar.  Και εδώ ο ρόλος του Nolte είναι συνταρακτικός, όπως επίσης και των δυο νεαρών πρωταγωνιστών.

Αρχικά βλέποντας τη ταινία δε γίνεται να μη σου έρθει στο μυαλό το περσινό “The Fighter” με τους Christian Bale και Mark Wahlberg.  Οι ομοιότητες είναι αρκετές.  Και στις δυο περιπτώσεις μιλάμε για δυο αδέλφια μποξέρ (αν και ο Bale είχε καταστραφεί από τη διαρκή χρήση ναρκωτικών), για προβληματικούς, οικογενειακούς δεσμούς οι οποίοι με τη σειρά τους δημιουργούν έντονα εσωτερικά και άλυτα θέματα των πρωταγωνιστών, ενώ και η παρουσία των διαφόρων, απαγορευμένων ουσιών είναι εμφανής, στη μια περισσότερο, στην άλλη λιγότερο.  Ακόμα και το μοτίβο του οικογενειάρχη Wahlberg/Edgerton και του έτερου αδελφού που εξαρτάται σε έναν βαθμό από τον γονέα του (ο Bale από τη μητέρα του, ο Hardy από τον πατέρα του) μοιάζουν αρκετά, καθιστώντας τις δυο ταινίες συνώνυμες.  Παρόλα αυτά χαρακτηρίζονται και από μια ουσιαστικότατη διαφορά.  Αν και στο “The Fighter” οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές, με τον Bale και την Leo να κερδίζουν τα Oscars τους, εντούτοις ο χαρακτήρας του Wahlberg μοιάζει κάπως κενός και άνοστος.  Αντιθέτως το “Warrior” έχει να παρουσιάσει τις καλύτερες δυνατές ερμηνείες, από όλο το cast του, είτε πρόκειται για τους πρωταγωνιστικούς, είτε για τους δευτερεύοντες ρόλους.  Επίσης η δραματικότητα του “The Fighter” έχει να κάνει κυρίως με τα προβλήματα της οικογένειας, και δεν εκφράζεται τόσο πολύ κατά τη διάρκεια του αγώνα, ενώ στο “Warrior” συμβαίνει το αντίθετο.  Μπορεί οι διαπροσωπικές σχέσεις των τριών ανδρών να χρίζουν άμεσης εξυγίανσης, όμως όλη αυτή η ένταση και το άχτι, εκφράζονται ιδανικά μέσα στο φωτισμένο ρινγκ.  Έτσι ενώ μιλάμε για δυο ταινίες που ξεκινούν από κοινή αφετηρία, στη πορεία ακολουθούν τελείως διαφορετικούς δρόμους, με τη ταινία του O’Connor να κρατάει τελικά τα ηνία.
Οι προσωπικότητες των πρωταγωνιστών είναι δομημένες μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια και εμείς σαν θεατές γινόμαστε μάρτυρες των διαφορετικών του παρελθόντων μέσα από τις εκάστοτε αποκαλυπτικές στιγμές και τη πρόζα.  Ο καθένας τους έχει μια διαφορετική ιστορία να διηγηθεί, ενώ το αυστηρά οικογενειακό τους story το μαθαίνουμε μόνο μέσα από κουβέντες και συζητήσεις οι οποίες δεν είναι ξεκάθαρες, αλλά παρόλα αυτά μας βοηθούν να αντιληφθούμε μια γενική ιδέα του τι έχει συμβεί και έχει οδηγηθεί στη ρήξη αυτή η φαμίλια.
Νομίζω οτι το “Warrior” συγκεντρώνει μερικές από τις καλύτερες φετινές ερμηνείες, οι οποίες είναι τόσο βαθιά ανθρώπινες, ειλικρινείς και απόλυτα ρεαλιστικές, που δε γίνεται να μη σε συγκινήσουν ακόμα και αν είσαι φτιαγμένος από πέτρα!
Ο Tom Hardy έχει εξελιχθεί ραγδαία, σε έναν από τους πιο πολυτάλαντους, νέους ηθοποιούς ο οποίος έχει μάλιστα και τη δυνατότητα πραγματικά να μεταμορφώνεται στις ταινίες του.  Από τον θηριώδη χαρακτήρα του στο “Bronson” (2008) στο οποίο μοιάζει με φαλακρό, μουστακαλή χασάπη έτοιμο να σε κοπανήσει με τον καλοτροχισμένο του μπαλτά, μέχρι τον κοστουμαρισμένο γόη του “Inception” (2010) και τον α λα 70s φάση χαρακτήρα που υποδύεται στο “Tinker Tailor Soldier Spy” με φαβοριτέ μαλλί, και παντελόνι καμπάνα, ο Hardy ξέρει ακριβώς τι πρέπει να κάνει και κυρίως πως να το κάνει.  Εδώ υποδύεται τον υπερμουσκουλιασμένο Tommy, ο οποίος δε μιλάει πολύ, αλλά ρίχνει κάτι ξεγυρισμένες γροθιές που σε βγάζει νοκ-άουτ από τον πρώτο κιόλας γύρο.  Η χημεία του με τον Nick Nolte οπού και μοιράζονται τις περισσότερες σκηνές, είναι κάτι παραπάνω από απτή, και το συναίσθημα που βγάζουν είναι συγκλονιστικό.  Είναι τόσο απρόσιτος, τρομακτικός και εύθραυστος την ίδια στιγμή, που σίγουρα δίνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες (αν οχι τη καλύτερη) της μέχρι τώρα καριέρας του.
Πολύ καλός είναι και ο πατριώτης μου Joel Edgerton ο οποίος δίνει μια πειστική ερμηνεία ήπιων τόνων και δραματικών εξάρσεων όταν η υπόθεση το απαιτεί.  Και αυτός καταφέρνει να δέσει πολύ καλά με τους Hardy/Nolte δημιουργώντας μια αυθεντικά ανδρική τριάδα που χαρακτηρίζεται από πυγμή και ηθοποιική δυναμική.  Last but not least, o Νick Nolte ο οποίος είναι συγκινησιακός σίφουνας.
Έχοντας μείνει μακριά από το κακό, αλκοολικό του παρελθόν στη ταινία, φαίνεται πως τα έχει βρει κάπως με τον εαυτό του (με τους γιούς του ούτε λόγος) και κυρίως με τον…Θεό.  Βρήκα εξαιρετική τη σύλληψη των σεναριογράφων οι οποίοι βάζουν τον Nolte να ακούει από τα ακουστικά του τη διήγηση του διασημότατου μυθιστορήματος του Herman Melville, “Moby Dick”.
Για πολλούς η περιπέτεια του Ishmael έχει ταυτιστεί με τον καθημερινό γολγοθά του ανθρώπου να υπερπηδάει τις καθημερινές του δυσκολίες, ζητώντας στην ουσία να φτάσει στην ίδια τη θέωση.  Όπως ακριβώς ο Nolte αναζητά την ύπαρξη του ίδιου του Θεού, έτσι ακριβώς και η ιστορία του Moby Dick έχει να κάνει με τον εντοπισμό μιας θεϊκής οντότητας (έτσι κι αλλιώς πολλοί έχουν χαρακτηρίσει την ίδια τη φάλαινα ως το αναζητούμενο, θεϊκό πλάσμα).  Το γεγονός λοιπόν οτι ο Nolte αντλεί στη ταινία τη δύναμή του από το μυθιστόρημα αυτό, προκειμένου να μείνει νηφάλιος και στο πλευρό του Θεού, δεν είναι διόλου τυχαίο.  Αντιθέτως αυτό ακριβώς το σεναριακό εύρημα, εντείνει ακόμα περισσότερο την αίσθηση της τραγικής ειρωνείας, όταν τελικά οι προσπάθειες του Paddy πέσουν στο κενό.  Και μαζί με αυτές και ο ίδιος.
Η ερμηνεία του είναι μοναδική, το βλέμμα του θα μπορούσε να σου μιλάει με τις ώρες (ειδικά στις σκηνές με τον Hardy), ενώ η βραχνιασμένη του φωνή έρχεται και κολλάει στο ρόλο του, θυμίζοντας πως οι κραιπάλες και οι εθισμοί του παρελθόντος, βρίσκουν τελικά τον τρόπο να σε ακολουθούν για πάντα στη ζωή σου.  Υπέροχος σε βαθμό να σφίγγεται η καρδιά σου.
Η σκηνοθεσία είναι εντυπωσιακή, χωρίς φανφάρες.  Η κάμερα περιορίζεται σε έναν ηδονοβλεπτικό παρατηρητή, ο οποίος κρύβεται πίσω από μπουκάλια, σκηνικά και τοίχους, μόνο για να προσδώσει στη ταινία μια χαρακτηριστική, ρέουσα ματιά.  Τα καδραρίσματα κατά τη διάρκεια των επίπονων ξυλοφορτωμάτων, και το ζουμάρισμα πάνω στα ιδρωμένα και τραβηγμένα πρόσωπα των αθλητών, κάνουν ακόμα πιο έντονη της αίσθηση του σωματικού και πνευματικού πόνου τον οποίο βιώνουν κάθε λεπτό.  Μια ταιριαστή σκηνοθεσία, σε μια ταινία που λέει τα πράγματα με το όνομά τους.
Το “Warrior” είναι αναμφίβολα μια από τις καλύτερες φετινές ταινίες.  Σκηνοθεσία, ερμηνείες, υπόθεση είναι όλα στο φουλ και θα είναι πραγματικά κρίμα να μη τη δείτε.  Ακόμα και όσοι δεν αρέσκονται σε αυτό το-ας το πούμε-αθλητικό περιεχόμενο, να είστε σίγουροι οτι αυτό το εργάκι έχει πολλά…πολλά περισσότερα πράγματα για να σας κρατήσει.
Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι το τελευταίο της 20λεπτο είναι ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ, οτι είναι cool ρε παιδί μου να είσαι το πρωί καθηγητής και το βράδυ να ρίχνεις ξυλίκι, και οτι η κλασική μουσική δημιουργεί τους αυριανούς νικητές.  

TRIVIA

  • O Edgerton έσκισε το MCL (medial collateral ligament) στα γυρίσματα, ενώ ο Hardy έσπασε ένα δάχτυλο ποδιού, μερικά πλευρά και ένα δάχτυλο από το χέρι του.
  • Ο Hardy αντί να πάει στο ξενοδοχείο του όταν έφυγε από την Αγγλία και έφτασε στην Αμερική για τα γυρίσματα, εμφανίστηκε στο σπίτι του σκηνοθέτη τα μεσάνυχτα.  Τελικά οι δυο τους έμειναν μαζί στο σπίτι του σκηνοθέτη για πέντε μέρες!
  • Ο τύπος ο οποίος οργανώνει το αθλητικό τουρνουά στη ταινία, είναι ο σκηνοθέτης Gavin O’ Connor.
(Πηγή IMDB)

Παιδάκια αύριο ξεκινάνε τα Blogoscars οπότε σκεφτόμουν πως μέχρι να τελειώσουν, καλύτερα θα ήταν να μην ανεβάσω ταινίες, διότι θα μου πέσουν όλα μαζί στο κεφάλι και δε θα προλαβαίνω τίποτα.  Άρα η ψηφοφορία μας μεταφέρεται για την άλλη εβδομάδα, υπομονούλα μέχρι τότενες! : )

The Descendants: A family movie in luau tones

NEW ARRIVAL


Χαίρετε χαίρετε και πάλι παιδιά!  Λοιπόν Πέμπτη σήμερα και έχουμε νέες ταινιούλες στις αίθουσες οι οποίες στη τελική δε λένε και πολλά.  Έχουμε τη Kate Beckinsale με τη δερμάτινη στολή της στο “Underworld: Awakening”, ξαναμανά βρυκόλακες και λυκάνθρωποι, το μετριότατο απ’οτι φαίνεται “Man on a Ledge” με τον γενικώς και αορίστου αταλάντου Sam Worthington, καθώς και το δικό μας “Παράδεισος” του Παναγιώτη Φαφούτη που κάτι λέει.  Παρόλα αυτά υπάρχει και μια ταινία που καταφέρνει να ξεχωρίσει ανάμεσα στης υπόλοιπες και φαίνεται πως ήδη πάει φορτσάτη για Oscar.  Το “The Descendants” με τον George Clooney είναι μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς αναμφίβολα.  Τους λόγους για τους οποίους συμβαίνει αυτό, θα τους δούμε παρακάτω.  Ξεκινάμε!

Ο Mat King (George Clooney) είναι ένας οικογενειάρχης που ζει στην ονειρεμένη Χαβάη, έχοντας στη κατοχή του ένα παραδεισένιο κομμάτι γης που κληρονόμησε από τους προ-προ-προπάππους του  και το οποίο αξίζει μια περιουσία.  Εν μέσω πολυάθιρμων ξαδέλφων μάλιστα είναι υπεύθυνος για τον καθορισμό του καλύτερου τρόπου με τον οποίο θα μπορέσουν να εκμεταλλευτούν οικονομικά αυτή τη περιοχή και στην ουσία να χεστούν στα dalas.  Θα έλεγε κανείς οτι ο Mat ζει μια υπέροχη ζωή στο καταπράσινο και παραμυθένιο νησί της Χαβάης.  Κάτι τέτοιο όμως δε συμβαίνει.
Όταν η γυναίκα του Elizabeth (Patricia Hastie) πέσει σε κώμα μετά από ένα ατύχημα με σκάφος, ο Mat θα κλιθεί να στοκάρει τις οικογενειακές του τρύπες, μετά την αποκάλυψη οτι η γυναίκα του τον απατούσε με έναν νεαρό μεσίτη ακινήτων ονόματι Brian Speer (Matthew Lillard).  Την ίδια στιγμή παράλληλα με την προσπάθεια του μοιχειακού χωνέματος, ο Mat θα πρέπει να ανακατασκευάσει τη μέχρι τότε αδιάφορη σχέση με τις δυο του κόρες Alexandra (Shailene Woodley) και Scottie (Amara Miller).  Έπειτα από την ουσιώδη απουσία του από τα τεκταινόμενα της οικογένειάς του, ο Mat θα προσπαθήσει να εξιλεωθεί μέσα από ένα ταξίδι που θα ξεκινήσει μαζί με τα παιδιά του, σε αναζήτηση του άνδρα που ξεμυάλισε τη γυναίκα του.  Αυτή η περιπέτειά θα είναι γεμάτη από πικρή συνειδητοποίηση, αλλά θα αποτελέσει και την καλύτερη ευκαιρία προκειμένου τα χαρτιά να βγουν στο τραπέζι και η παρτίδα να τελειώσει μια και καλή, με νικητές και ηττημένους να μοιράζονται οτι έχει απομείνει.

Ο ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης Alexander Payne επιστρέφει και πάλι στα κινηματογραφικά δρώμενα έπειτα από απουσία πέντε ετών (το 2006 είχε σκηνοθετήσει ένα segment από τη ταινία “Paris, je t’aime”).
Αυτή τη φορά ο Payne χρησιμοποιεί για ακόμη μια φορά το κλασικό του ταινιακό μοτίβο το οποίο θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηριστεί ως ένα κωμικό δράμα ή μια δραματικίζουσα κωμωδία, πείτε το όπως θέλετε.  Δίνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο και πάλι σε έναν άνδρα που βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή της ζωής του και έρχεται αντιμέτωπος με τα αποτελέσματα της δικής του (εκτενούς απ’οτι καταλαβαίνουμε) απουσίας από την οικογενειακή εστία, καταφέρνει να δημιουργήσει για ακόμη μια φορά μια ταινία που κινείται στα παλαιότερα, σκηνοθετικά του δημιουργήματα.
Η μοιχεία, η μοναξιά του βασικού ήρωα και η κατάλυση του αμερικανικού, οικογενειακού προτύπου, παίζουν στο “The Descendants” στο φουλ και δημιουργούν ένα story κοινωνικού προβληματισμού και αδιέξοδων, με μια εσάνς χιουμοριστικών ατακών και c’est la vie διάθεσης.
Όπως και στις προηγούμενες δουλειές του έτσι και εδώ ο Payne μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη υλικό από νουβέλα και συγκεκριμένα της συγγραφέως Kaui Hart Hemmings.  Τα “Election” (1999), “About Schmidt” (2002) και “Sideways” (2004) βασίζονται εξίσου σε βιβλιακό προϊόν, με το “Sideways” μάλιστα να κερδίζει και το Oscar Καλύτερου Προσαρμοσμένου Σεναρίου εκείνης της χρονιάς.

Όπου κι αν έχει μέχρι τώρα προβληθεί, το “The Descendants” έχει προκαλέσει αίσθηση στο κοινό (καλά για τους κριτικούς δε το συζητώ, μιας που ο Payne φαίνεται να αγαπιέται πολύ από αυτούς για τη δουλειά του κάθε φορά) και αν με ρωτήσετε γιατί μπορώ σίγουρα να σας πω οτι δεν είναι για το σενάριό της.  Κακά τα ψέματα η υπόθεση της ταινίας είναι κάτι το συνηθισμένο (οχι κακό, απλά συνηθισμένο) με το θέμα της εξωσυζυγικής σχέσης που είναι και πολύ της μόδας, να αποτελεί απλά την αφορμή προκειμένου να παρακολουθήσουμε επί δυο ώρες περίπου την εξέλιξη ενός οικογενειακού δράματος.  Αυτό που στην ουσία νομίζω οτι κερδίζει τις εντυπώσεις είναι σε πρώτη φάση το cast, το οποίο είναι εξαιρετικό, με έναν Clooney μάλιστα να δίνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του, η ανάλαφρη σκηνοθεσία του Payne η οποία σου δημιουργεί την αίσθηση οτι μπορείς να αισθανθείς σχεδόν στο δέρμα σου το δροσερό, χαβανέζικο αεράκι, και φυσικά το γεγονός οτι οι ήρωες είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι.  Και έτσι ακριβώς αντιδρούν.
Ο Clooney είναι ένας απατημένος σύζυγος που προσπαθεί να μαζέψει τα ασυμμάζευτα, η μεγάλη κόρη η Alexandra είναι μια τυπική teenager που προσπαθεί να αποδεχτεί όλο αυτό που συμβαίνει στο σπίτι, ενώ η μικρούλα Scottie είναι ένα αντιδραστικό πιτσιρίκι που κάνει διαρκώς τις λάθος ερωτήσεις.  Στην ουσία δηλαδή βλέπουμε μια απόλυτα ρεαλιστικά δομημένη ταινία, πάνω σε ένα θέμα που μπορούμε να εντοπίσουμε στην καθημερινότητα του οποιουδήποτε, είτε αυτός βρίσκεται στη Χαβάη, είτε στην Ιαπωνία, είτε στην Ελλάδα.  Όταν μάλιστα αυτές οι πολύ down to earth ερμηνείες, ακολουθούνται από μια εξαιρετικά παιγμένη πρόζα, τότε είναι αναπόφευκτο ο θεατής να ταυτιστεί με τον ήρωα, να γελάσει μαζί του, να θυμώσει και να συγκινηθεί.  Και πιστέψτε με όταν είχα τη τύχη να δω τη ταινία από τους πρώτους στη Μυστική Πρεμιέρα του Δαναού, φαινόταν πως το κοινό vibe μας είχε επηρεάσει το ίδιο μέσα στην αίθουσα.  Στις δε χιουμοριστικές στιγμές, δεν έμενε κανένας εκτός.

Χωρίς να θέλω να γίνω υπερβολική (δε συμφωνώ εξάλλου με όσους λένε οτι αυτή είναι Η καλύτερη ερμηνεία του Clooney σε όοοολη τη καριέρα του), δε μπορώ παρά να συμφωνήσω οτι η παρουσία του στη ταινία είναι αυτή που σηκώνει τη μεγαλύτερη συζήτηση και αποτελεί προφανέστατα τον βασικότερο λόγο για την μεγάλη της επιτυχία.
Αυτή τη φορά ο Clooney βρίσκεται μακριά από το πρότυπο του αρσενικού γόη, του οπλισμένου δολοφόνου και του μυστικού πράκτορα, φοράει τα παρδαλά του, χαβανέζικα πουκάμισα και φωνάζει οργισμένος στην, υπό κωματώδη κατάσταση, γυναίκα του, σε μια από τις καλύτερες στιγμές της ταινίας.
Όλη η απόγνωση της αλήθειας, της πατρικής φυσιογνωμίας με την οποία ουδεμία σχέση έχει, των σημαντικών αποφάσεων που καλείται να πάρει σχετικά με το παρθένο κομμάτι γης και τη τύχη του, καθώς και η δρομολόγηση μιας υγιούς σχέσης με τους γύρω του, όλα εκφράζονται ιδανικά στο πρόσωπο του Clooney ο οποίος δε μασάει τα λόγια του, αλλά είναι ντόμπρος και ερμηνευτικά ειλικρινής.  Τσαλακώνεται και βρίσκεται στη θέση του κερατά (ω τι ντροπή!) μόνο για να καταφέρει να λυτρωθεί μέσα από αυτό και να επέλθει πια ειρήνη κάτω από την οικογενειακή στέγη.  Κι αν σας φαίνεται εύκολο αυτό, ε λοιπόν, δεν είναι.
Ο Clooney μοιάζει πιο ώριμος από ποτέ στους “Απόγονους” οι οποίοι επειδή ακριβώς έχουν μια υποφαινόμενη διττή σημασία, αντικατοπτρίζουν τόσο την εξαίρετη ερμηνεία του, όσο και όλη τη ταινία μέσα σε μια έννοια.  Σύμφωνα με τον κ. Κουτσογιαννόπουλου και την κριτική του για την ταινία στην εφημερίδα LIFO, το descend σημαίνει επίσης ‘κάθοδος’, συνεπώς το the descendants θα μπορούσε εύκολα να διαβάζεται και ως “αυτοί που κατεβαίνουν, που κατρακυλούν” και στην πραγματικότητα αυτό ακριβώς είναι αν το σκεφτεί κανείς.  Η κάθοδος ενός ανθρώπου μέσα στην ηχηρή σαν χαστούκι πραγματικότητά του, και η ‘κλωτσιά’ που δίνει, προκειμένου να καταφέρει να βγει και πάλι στην επιφάνεια.  Το κόστος δε θα είναι μικρό, αλλά το ηθικό δίδαγμα καίριας σημασίας.  Και ο George μοιάζει να έχει πιάσει το νόημα.

Η ταινία του Payne έχει τη τύχη να απαρτίζεται από ηθοποιούς με περίσσιο ταλέντο, όπως το κορίτσι του “The Secret Life of the American Teenager” Shailene Woodley, η οποία στο πλευρό του πατέρα-Clooney δίνει μια πολύ καλή ερμηνεία, με μια φυσικότητα που περνάει τόσο smouth-αριστά λες και παρακολουθείς τη ζωή της γειτόνισσας σου (ή και οχι καθότι αυτό θα ήταν αρκετά creepy).  Η μικρή Amara Miller είναι αξιαγάπητη και το πρόσωπό της ο ερμηνευτικός της καμβάς.  Έκπληξη αποτελεί και η επιλογή του goofy ηθοποιού Matthew Lillard για τον ρόλο του τρομερού εραστή, μιας που στο ενεργητικό του μετράει ταινιάρες όπως το “Scooby- Doo” (2002), το “She’s All That” (1999) και το “The Pool Boys” (2010).  Μικρός ο ρόλος του εδώ, σίγουρα οχι αναντικατάστατος, και γενικά θα πρέπει να να είναι ευτυχισμένος με την ευκαιρία που του δόθηκε να παίξει και σε μια αξιόλογη ταινία.  Έκπληξη (θετική αυτή) ήταν και η παρουσία της Judy Greer (περίεργες οι ταινιακές της επιλογές, αλλά δε τη λες και πολύ κακή) σε έναν ρόλο που…θα τον δείτε δε σας λέω!
Σε γενικές γραμμές το “The Descendants” είναι μια δραματική ταινία, με κωμικές εξάρσεις που βασίζονται στις ατακαδόρικες αντιδράσεις των πρωταγωνιστών, επενδυμένη με μπόλικες luau, μουσικές νότες και τοποθετημένη στην υπέροχη Χαβάη.  Παράλληλα εκτός από το καθαρά οικογενειακό θέμα του ήρωα, η προσπάθεια σχετικά με το τι θα γίνει με το κομμάτι της γης, έρχεται να προσθέσει extra βαθμούς ενοχικού συνδρόμου στον ήρωα, και να βάλει το λιθαράκι της στην ολοκληρωτική μεταμόρφωσή του, μέσα από τις καταστάσεις.  Στα συν και η ζεστή, αφηγηματική φωνή του Clooney.
Λίγο από’ δω, λίγο απο’κει φαντάζομαι δικαιολογεί και τις 5 στο σύνολο, υποψηφιότητές του για Oscar.  Till then (26 Φλεβάρη να θυμάστε), τσεκάρετέ την.  Νομίζω οτι θα σας αρέσει ; )

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η γροθιά ενός ηλικιωμένου κάνει καλή δουλειά, οτι τα πουκάμισα του Clooney μου θυμίζουν αυτά που φορούσε και ο Πανταζής όταν τραγουδούσε ‘το ωραιότερο πλάσ-σ-σμα του κόσ-σ-σμου…’ και έφευγαν τα γαρύφαλλα σωρός και οτι ακόμα και ο Clooney να είσαι το κέρατο μάλλον δε το γλυτώνεις.

No Trivia

H TV ΣΗΜΕΡΑ….

STAR: 02:15 The Shining του Stanley Kubrick, με τον Jack Nicholson.  Epic, απλά.

Αύριο έχουμε poll με opening credits vol.2.  Να είστε εδώ!!

Home Alone: It’s the most wonderful time of the year? Not for them!

Hello, και καλή εβδομάδα σε όλους!  Νομίζω μπήκαμε για τα καλά πλέον στο Πνεύμα των Χριστουγέννων (είμαι σίγουρη οτι περιμένατε το poll μου για να γίνει αυτό :P) και η αλήθεια είναι οτι ανυπομονώ να κάτσω σπίτι μου μια από αυτές τις μέρες και να απολαύσω Χριστουγεννιάτικες ταινιούλες!  Σας ευχαριστώ για μια ακόμη φορά για την συμμετοχή σας, αν και πάνω κάτω φαινόταν πια εργάκια θα επικρατήσουν.  Οι παλιές συνήθειες δεν ξεχνιούνται, και κάπως έτσι το “Home Alone” (1990) βρέθηκε στην κορυφή, μαζεύοντας 12 ψήφους.  Mια ψήφο πιο πίσω βρέθηκε ο “Edward Scissorhands” ενώ στην τρίτη θέση έμεινε το άλλο, κλασικό, μπαρτονικό ταινιάκι “A Nightmare Before Christmas”, με δέκα ψήφους.  Ετοιμαστείτε για μπόλικη δόση χριστουγεννιάτικης τρέλας με μια αγαπημένη ταινία μικρών και μεγάλων.  Home Alone here we go!

Τα Χριστούγεννα έχουν φτάσει.  Η πιο όμορφη και γιορτινή περίοδος του χρόνου, και η οικογένεια McCallister ετοιμάζεται πυρετωδώς για την αναχώρησή της προς Παρίσι μεριά.  Θείοι, ξαδέλφια, ανίψια, βαλίτσες μες τη μέση, ρούχα παντού, άνθρωποι να ανεβοκατεβαίνουν σαν τρελοί τις σκάλες και να φτιάχνουν μανιωδώς τα πράγματα για το ταξίδι.  Και κάπου ανάμεσά τους ο μικρός, ξανθός Kevin (Macaulay Culkin) να παρατηρεί ατάραχος τον πανζουρλισμό.  Όταν έπειτα από έναν μικροκαυγά με τα ανιψοξαδέρφια/αδελφούς, πάει τιμωρία στην σοφίτα τα πράγματα θα πάνε oh so bad!  Η οικογένεια η οποία παρακοιμήθηκε και λίγο θα τρέξει να προλάβει το αεροπλάνο, και από το πολύ τρεχαλητό θα ξεχάσουν ένα μικρό πραγματάκι μωρέ: τον Kevin στο σπίτι μόνο του!  Αν και η ιδέα της μοναξιάς θα φανεί αρχικά στον Kevin υπέροχη καθώς μπορεί να κάνει οτι γουστάρει, σύντομα θα συνειδητοποιήσει οτι τελικά δεν είναι ο μόνος που έχει μείνει στη γειτονιά.  Η έτερη ‘παρέα’ αποτελείται από δυο θρασύτατους-και πανηλίθιους- διαρρήκτες τον Harry (Joe Pesci) και τον Marv (Daniel Stern) οι οποίοι έχουν βάλει στο μάτι το πλουσιοπάροχο σπίτι των McCallister.  Βέβαια οι δυο τους θα υπολογίσουν χωρίς τον ξενοδόχο, καθώς υποθέτουν οτι το σπίτι είναι άδειο.  Ακόμα και όταν δουν τον πιτσιρικά όμως, απλά θα καγχάσουν συνωμοτικά και θα αποφασίσουν να εισβάλουν έτσι κι αλλιώς.  Τι απειλή μπορεί να αποτελεί ένα μικρό, χαριτωμένο αγοράκι;  Το καμένο κεφάλι του ενός, και η στραπατσαρισμένη από σίδερο μούρη του άλλου, μαρτυρούν μεγάλη!

Ο σκηνοθέτης Chris Columbus θα μπορούσε εύκολα να διεκδικήσει το τίτλο του σκηνοθέτη των Χριστουγέννων, καθώς πέρα από το Home Alone που έχει εντυπωθεί στους περισσότερούς μας ως η απόλυτη γιορτινή κωμωδία, είναι υπεύθυνος και για το σενάριο μιας ακόμα καθαρά χριστουγεννιάτικης ταινίας, των “Gremlins”.
Με μια καριέρα που υπήρξε πιο έντονη (σκηνοθετικά τουλάχιστον) στις δεκαετίες του ΄80 και του ΄90, ο Columbus έχει φτιάξει ένα πασίγνωστο όνομα εκεί στο Hollywood που έχει γίνει γνωστό σε παγκόσμιο επίπεδο, κυρίως εξαιτίας των οικογενειακών του ταινιών.  Ανάμεσα τους το “Home Alone 2: Lost in New York” (1992) η οποία πήγε κόντρα στην συνήθως λιγότερο επιτυχημένη (ή και αποτυχημένη το λες) εικόνα των sequels, καθώς κράτησε την τρέλα και την επεισοδιακότητα του πρώτου, και το “Mrs. Doubtfire” (1993) με τον Robin Williams στον ρόλο μιας ευτραφούς νταντάς.  Βεβαίως έχει σκηνοθετήσει και τα δραματάκια του (“Stepmom”-1998), τις χαζοκομεντί του (“Nine Months”-1995) αλλά και brand new πατάτες όπως το “I Love You, Beth Cooper” (2009) με την αταλάντου Hayden Panettiere, καθώς και την επική, Ολυμπιακή περιπέτεια που μάλλον κατέληξε σε κωμωδία, “Percy Jackson & the Olympians: The Lightning Thief” (2010), βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του συγγραφέα Rick Riordan.  Εμείς θα επιλέξουμε πάντως να τον θυμόμαστε για τα “Home Alone”, το σενάριο των “The Goonies” (1985) και τις πολύ καλές μεταφορές των δυο πρώτων harrypotteri-κών βιβλίων, του “Harry Potter ans the Sorcerer’s Stone” (2001) και του “Harry Potter and the Chamber of Secrets” (2002), που αποτελεί ίσως την καλύτερη μεταφορά και από τα επτά βιβλία του μάγου-φαινόμενο.

Το Home Alone είναι μια ξεκαρδιστική κωμωδία από αυτές που δεν βαριέσαι να βλέπεις ξανά και ξανά, καθώς κακά τα ψέματα, έχει αυτή τη νοσταλγική διάσταση που αφενός προκύπτει λόγο Χριστουγέννων, και αφετέρου από την θύμηση των παιδικών μας χρόνων.
Η ταινία αποτέλεσε τεράστια εισπρακτική επιτυχία και απέφερε στα ταμεία γύρω στο μισό δις. δολάρια(!!), με ένα budjet της τάξεως των $10-15 εκατομμυρίων.  Ο Columbus έγινε το νέο hot όνομα και ο πανζουρλισμός γύρω από καθετί που είχε να κάνει με το φιλμ ήταν τεράστιος.  Παρόλα αυτά τίποτα από τα παραπάνω δε συγκρίνεται με τον αντίκτυπο της παρουσίας του χαριτωμένου Macaulay Culkin στο ρόλο του πανέξυπνου και πολυμήχανου Kevin.
Ο Culkin είχε ξεκινήσει την καριέρα του στον κινηματογράφο από νωρίς, καθώς το ‘αγγελικό’ του παρουσιαστικό, τον έκανε πρώτης τάξεως αναλώσιμο; υλικό για το Hollywood.  Πριν το γκραντ σουξέ του στα Home Alone, είχε πρωταγωνιστήσει στο πλευρό του John Candy (ο οποίος κάνει και το περασματάκι του από εδώ), στην ταινία “Uncle Buck” (1989) στην οποία υποδύεται τον συμπαθή ανιψιό τον οποίο (μαζί με τα αδέλφια του) πρέπει να νταντέψει ο θείος Buck, με απρόσμενες όπως είναι φυσικό, εξελίξεις.  Τον επόμενο χρόνο έγινε το πιο αναγνωρισμένο πιτσιρίκι σε όλο τον κόσμο, και θεωρήθηκε αμέσως το παιδί-θαύμα που θα βάδιζε στα χνάρια της Shirley Temple.  Αν και οι επόμενες του ταινίες δεν είχαν την σαρωτική επιτυχία του Home Alone, εντούτοις ο Culkin συνέχισε να επιλέγει ρόλους που βασίζονταν πολύ στην γλυκιά και χαριτωμένη του παρουσία, όπως στο όμορφο “My Girl” (1991), αλλά και στο “The Good Son” (1993) στο οποίο χρησιμοποίησε την εμφάνισή του για κακούς σκοπούς, υποδυόμενος ένα διαβολικό παιδί στο πλευρό του μικρούλη τότε (οχι οτι έχουν αλλάξει και πολλά μέχρι σήμερα) Elijah Wood.
Η κινηματογραφική του πορεία βέβαια δεν ήταν ανάλογη των προσδοκιών που είχαν όλοι από αυτόν (και μάλλον αυτή ήταν και η μεγάλη παγίδα) καθώς ο Culkin κάπου χάθηκε, κάπου έμπλεξε με ναρκωτικά και αλκοόλ και τελικά έγινε και παράδειγμα αναφοράς σε νεαρά αστέρια που είχαν ανάλογη κατάληξη: “Πωπω κοίτα τον!  Κατέληξε σα τον Macaulay Culkin”.  Not cool at all.

Επειδή όμως ο Culkin δε μασάει, ακόμα και αν οι αδελφοί του έχτιζαν την δική τους καριέρα, όσο χρόνια εκείνος βρισκόταν στην αφάνεια, το 2004 κάνει μια πανηγυρική επανεμφάνιση πρωταγωνιστώντας στη πολύ καλή και καυστική νεανική κωμωδία “Saved!” μαζεύοντας θετικές κριτικές, και έκτοτε τον βλέπουμε με συμμετοχές σε τηλεοπτικές σειρές και μικρά ταινιάκια.  Κι αν ακόμα δε έχετε τίποτα να του ζηλέψετε, μάθετε οτι από το 2002 μέχρι και πριν λίγο καιρό, ήταν ζευγάρι με την Mila Kunis.  Ναι με αυτή που έκανε τα λεσβιακά με την Portman στο “Black Swan”.  Α μπα σα να σας βλέπω να ξυπνήσατε τώρα : )
Στο Home Alone ο εύστροφος χαρακτήρας του Kevin δεν ήταν ο μόνος που κέρδισε τους θεατές, καθώς το δίδυμο Pesci-Stern ήταν απλά αξεπέραστο.  Σαν άλλος Ηλίθιος και Πανηλίθιος (ποντάρω τον πανηλίθιο στον Stern) ήταν εξαιρετικοί και προκαλούσαν άφθονο το γέλιο με τα παθήματα, που απ’οτι φαίνεται δε τους έγιναν μαθήματα καθώς οι δυο τους επέστρεψαν για έναν ακόμη γύρο τραυματικών εμπειριών στο Home Alone 2.
Οι αυτοσχέδιες παγίδες, το τσαγανό του μικρού διαβολάκου και η απύθμενη χαζομάρα των επίδοξων κλεφτών, αποτελούν τα βασικά υλικά αυτής της εκρηκτικής (κυριολεκτικά ορισμένες φορές) κωμωδίας.  Και όλο αυτό με background τα πολύχρωμα Χριστούγεννα?  Hell yeah!!

Εκτός από το έξυπνο σενάριο και τις cult ερμηνείες, το Home Alone έχει ένα ακόμα στοιχείο που καθιστά την ταινία ζωντανή μέχρι και σήμερα στο μυαλό μας: το υπέροχο soundtrack της!
Ο συνθέτης John Williams είναι υπεύθυνος για μερικά από τα καλύτερα μουσικά themes που έχουν γραφτεί ποτέ για ταινίες, κάτι που εύκολα μαρτυρούν τα…5 Oscar που έχει κερδίσει (ανάμεσα στα οποία αυτό για το πασίγνωστο theme του “Jaws”-1975, του “Star Wars”-1977 και του “Ε.Τ-1982).
Η μαγική, χριστουγεννιάτικη μουσική σε προδιαθέτει οτι ο συνθέτης θα μπορούσε να είναι ο Danny Elfman, καθώς το στυλ θυμίζει έντονα αυτό του μόνιμου πλέον συνεργάτη του Tim Burton.  Κι όμως αυτή η σκανδαλιάρικη μουσική, που στη συνέχεια μεταλλάσσεται σε ζεστό άκουσμα χορωδιακών, παιδικών φωνών ανήκει στον Williams και φυσικά στα all-time favorite music themes.
Από πλευράς σκηνοθεσίας δεν έχουμε να πούμε κάτι, καθώς χαρακτηρίζεται από καθαρή, σκηνοθετική οπτική χωρίς τεχνάσματα και βαθύτερα νοήματα, γιατί στην τελική πολλές φορές θες απλά να παρακολουθήσεις μια ταινία για να γελάσεις και να περάσεις καλά βρε αδελφέ!
Ήδη έκανε το ετήσιο πέρασμά της από την τηλεόραση, αλλά σίγουρα και το 2ο ταινιάκι θα εμφανιστεί μέσα στις επόμενες μέρες, οπότε προετοιμαστείτε και πάλι για πολλά ευτράπελα και γέλιο.  Κι αν ακούσετε τον Marv να αναφωνεί με μάτια αλλήθωρα “Harryyyyy” εσείς απλά γελάστε πιο δυνατά : )
Καλά Χριστούγεννα!

Τι έμαθα από την ταινία:  Οτι το να ξεχνάς ένα παιδί μόνο του στο σπίτι, είναι το ίδιο με το να ξεχνάς τα γυαλιά σου, οτι ο creepy παππούς της γειτονιάς, μπορεί να μην είναι και τόσο creepy after all, και οτι με απλά υλικά μπορείς να φτιάξεις τις καλύτερες παγίδες.  Ο ναι ναι και να πετύχουν όλες!



TRIVIA

  • O χαρακτήρας του Pesci έχει πάρει τον όνομά του, από την ταινία του Orson Welles, “The Third Man” στην οποία ο ίδιος ο Welles ως πρωταγωνιστής ονομαζόταν Harry Lime.
  • Στο poster της ταινίας ο Culkin είναι με τα χέρια στο πρόσωπο και κάνει οτι ουρλιάζει.  Αυτό το στήσιμο είναι εμπνευσμένο από τον διάσημο πίνακα του Edvart Munch, The Scream.
  • Ο Pesci είχε ξεχάσει κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων οτι πρόκειται για οικογενειακή ταινία, με αποτέλεσμα να λέει συνεχώς τη λέξη fuck.  Στο τέλος ο Columbus του είπε οτι αντί γι’αυτή τη λέξη θα μπορούσε να χρησιμοποιεί τη λέξη fridge!
  • O ρόλος του Harry προτάθηκε στον Rober de Niro αλλά δε τον δέχτηκε.  Η αλήθεια είναι οτι το Little Fockers είναι καλύτερο.
  • O Stern δέχτηκε να βάλει την ταραντούλα στο πρόσωπό του μόνο για μια λήψη.  Το ουρλιαχτό του ντουμπλαρίστηκε αργότερα, γιατί εκείνη τη στιγμή λογικό θα ήταν η ταραντούλα να…ανησυχήσει από τις κραυγές.
  • Υπάρχει ένας θρύλος που λέει οτι ο Elvis Presley (ο οποίος έχει πεθάνει από το 1977) έπαιζε σε μια σκηνή του Home Alone.  Όσοι υποστηρίζουν οτι ο Elvis ζει ακόμα, θεωρούν οτι ένας τύπος που βρίσκεται πίσω από τη μητέρα του Kevin, όταν αυτή ουρλιάζει στον τύπο στο αεροδρόμιο, είναι στην πραγματικότητα ο βασιλιάς της rock’n’roll.  Ok…
  • Στη σκηνή που ο Kevin ανακαλύπτει στο μπαούλο του αδελφού του τη φωτογραφία της κοπέλας του, παίρνει ένα βλέμμα αποστροφής και βγάζει έναν αποδοκιμαστικό ήχο.  Στη πραγματικότητα στην φωτογραφία απεικονιζόταν ένα…αγόρι ντυμένο κορίτσι, επειδή ο Columbus είχε πει οτι θα ήταν πολύ βάρβαρο να αντιμετωπιστεί ένα κορίτσι με τέτοιο τρόπο!  Cute!  
(Πηγή IMDB)