ParaNorman: It’s not easy being one

Alloha guyz!  Σήμερα και μετά από πολύ καιρό, είπα να γράψω το κατιτίς μου και εγώ, για το “Paranorman” το οποίο περίμενα πως και πως να δω.  Και επειδή μάλιστα έχω να βάλω αρκετό καιρό μια πιο ανάλαφρη, animation ταινιούλα στο blog, ε νομίζω το Παρασκευοσαββατοκύριακο, το επιβάλει.  Αν λοιπόν δεν έχετε διάθεση για έξω, ρίξτε μια ματιά σε αυτό το ταινιάκι, και είναι σίγουρο οτι θα περάσετε καλά.  Ξεκινάμε λοιπόν.

O Norman είναι ένα παιδί πολύ διαφορετικό από τους συνομήλικούς του.  Ο λόγος είναι οτι ο Norman έχει τη δυνατότητα να βλέπει τους…νεκρούς, και να επικοινωνεί με τα φαντάσματά τους, σε καθημερινή βάση.  Αυτό έχει φυσικά ως αποτέλεσμα τα παιδιά του σχολείου να τον αντιμετωπίζουν σαν φρικιό, ενώ η ίδια του η οικογένεια να αντιμετωπίζει τη διαφορετικότητά του, ως κάτι για το οποίο πρέπει να ντρέπεται.  Συνεπώς, όπως φαντάζεται κανείς, ο Norman δεν είναι και το πιο κοινωνικό άτομο, καθώς εκτός από τις καθημερινές “επιθέσεις” που δέχεται από τον bully του σχολείου Alvin, οι επαφές του με ανθρώπους είναι στην ουσία μηδενικές.
Μια μέρα, και εντελώς τυχαία ο Norman θα γνωρίσει έναν πιτσιρικά που δέχεται επίσης τις προσβολές του τρομερού Alvin, τον χοντρούλη Neil.  O Neil θα βρει την μεταφυσική επικοινωνία του Norman άκρως ενδιαφέρουσα και θα του ζητήσει να τον φέρει σε επαφή με τον νεκρό του σκύλο, που έχει θαμμένο στην αυλή του σπιτιού του!  Με τα πολλά, τα δυο αγόρια θα γίνουν φίλοι και σύντομα θα μπλέξουν στην πιο “τρομακτική” περιπέτεια, όταν η κατάρα μιας μάγισσας-αξιοθέατο της μικρής πόλης, απειλήσει να κατασπαράξει το Blithe Hollow και όλους τους κατοίκους του.  Τώρα μόνο ο Norman είναι σε θέση να πολεμήσει με τα…ζόμπι και τη κακιασμένη μάγισσα και να σώσει τη πόλη του.  Τα πράγματα όμως δεν είναι πάντα όπως φαίνονται…

Αν το “Paranorman” σου θυμίσει κάπου το “Coraline”, μια ακόμη ολίγον μεταφυσική περιπέτεια με πρωταγωνίστρια εκεί, ένα μικρό κορίτσι, τότε μάθε οτι καλά κάνεις.  Ο λόγος είναι οτι ο σκηνοθέτης του “Coraline”, Chris Butler, ενώνει εδώ τις δυνάμεις του με τον έτερο σκηνοθέτη Sam Fell και δημιουργούν ένα πολύχρωμο, μπαρτονικό σύμπαν το οποίο έχει να σου πει πολλά αν το αφήσεις.  Ιδιαίτερα δηλαδή αν έχεις και εσύ μικρά αδέλφια, ανίψια, ξαδέλφια και πάει λέγοντας, τότε έχεις πετύχει διάνα ένα μιαμισάωρο απολαυστικής και διδακτικής τρομο-χαριτωμενιάς, η οποία σίγουρα θα σε αφήσει με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό σου.  Τώρα τα μικρά μέλη της οικογένειάς σου παίζει: ή θα τρέξουν κλαψουρίζοντας στη μαμά ή αν είναι τόσο bad ass όσο εσύ, θα βρουν το “ParaNorman” ένα εντυπωσιακό συνονθύλευμα χρωμάτων, καταστάσεων, γέλιου και έξυπνων ευτράπελων.  Ναι, ακόμα και αν δεν έχουν ιδέα τι πάει να πει “συνονθύλευμα”.
Βέβαια η επιτυχία της ταινίας (όσον αφορά την καθεαυτή της δημιουργία) ήταν μάλλον αναμενόμενη.  Μπορεί ο Butler να εκτελούσε χρέη story border-ά μέχρι πρότινος, με τη συμμετοχή του σε ταινίες όπως τα “Coraline” και “Corpse Bride”, αλλά το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το “ParaNorman” (το οποίο ταυτίζεται και με τη πρώτη, σεναριογραφική του απόπειρα) αποδεικνύει οτι ξέρει πολύ καλά τι κάνει.  Ακριβώς δηλαδή όπως και ο Fell που μετράει παρουσίες στα “Flushed Away” και “Τhe Tale of Desperaux”.

Η stop-motion τεχνική που χρησιμοποιείται και εδώ, είναι μια από τις πιο απαιτητικές και μπελαλίδικες, σκηνοθετικές διαδικασίες που μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς, και για τον λόγο αυτό το σύνηθες αποτέλεσμα είναι τόσο εντυπωσιακό και παράλληλα τρομακτικό (ιδιαιτέρως όταν ο δημιουργός απαιτεί κάτι τέτοιο).
Η αλήθεια είναι πως τη συγκεκριμένη τεχνική την έχουμε αγαπήσει ήδη από την εποχή που ο Tim Burton άρχισε να κάνει τα πρώτα του βήματα στο stop-motion animation, συνδυάζοντας την κάπως κατακερματισμένη κίνηση των ηρώων προς όφελός του, προσφέροντάς μας μερικά από τα καλύτερα και πιο μακάβρια animation που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια.  Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο το γεγονός πως πιο σύγχρονοι σκηνοθέτες, επιλέγουν να ακολουθούν αυτά τα μπαρτονικά βήματα, χρησιμοποιώντας τα ως μπούσουλα προκειμένου να δημιουργούν εκ νέου, μικρές, τρομακτικές ιστορίες που ανταποκρίνονται όμως τόσο σε μικρότερους, όσο και σε μεγαλύτερους θεατές.  Και αυτό είναι ίσως ένα από τα δυσκολότερα κομμάτια της δουλειάς τους.
Το “ParaNorman” είναι μια κλασική περίπτωση αυτού του είδους ταινίας, το οποίο αφενός προσπαθεί να πατήσει πάνω στην Burton διάσταση, αφετέρου να γίνει αρεστό και σε μικρότερες ηλικίες, κυρίως μέσω του ηθικού του διδάγματος, γεγονός το οποίο παρακολουθούμε κατά κόρον να συμβαίνει στις κλασικές παραγωγές της Disney.  Εδώ όμως επιτυγχάνεται μέσα από την συνηθέστερη μορφή που συναντούμε πλέον στα animation: τον συνδυασμό ελαφρο-horror και διδακτικών στοιχείων.

Ο Norman είναι ένα παιδί της σύγχρονης εποχής, γεμάτο από ζωηρή φαντασία και-γιατί οχι;- μεταφυσικές επαφές με τους νεκρούς (γεγονός βασικά που μοιάζει να λειτουργεί περισσότερο ως βασικός λόγος κοινωνικής απομόνωσης, παρά σαν καθεαυτή, χειροπιαστή πραγματικότητα).  Είναι ένα παιδί το οποίο όπως τόσα άλλα βρίσκονται στο περιθώριο, επειδή διαφέρει από τους υπόλοιπους, και επειδή τα παιδιά έτσι κι αλλιώς είναι σκληρά, είναι ιδανική η τοποθέτησή του εκτός των κοινά αποδεκτών νορμών του σχολείου, εξαιτίας αυτής του της ιδιαιτερότητας.
Το γεγονός αυτό βάζει από τη πρώτη στιγμή σε εγρήγορση τη σκέψη των θεατών, τους οποίους αναγκάζει να ταυτιστούν με τον μικρό πρωταγωνιστή κυρίως επειδή σε κάποια στιγμή της ζωής μας, όλοι τα έχουμε περάσει αυτά.  Το θέμα είναι τι κάναμε, πως αντιδράσαμε και πως τελικά το αντιμετωπίσαμε.  Και αυτή ακριβώς είναι και ολόκληρη η αξία του “ParaNorman: βλέπουμε δηλαδή πως ένα πιτσιρίκι καταφέρνει να γίνει ο μοναδικός local hero που μπορεί να βοηθήσει τη “θεραπεία” της πόλης του, χρησιμοποιώντας την διαφορετικότητά του (αυτή για την οποία όλοι τον κατηγορούν), ως σανίδα σωτηρίας.  Το άγνωστο δεν είναι απαραίτητα κακό και η δακτυλοδεικτούμενη διαφορετικότητα δεν είναι σατανική.  Αντιθέτως, είναι μεγαλόκαρδη.

Η σκηνοθεσία όπως περιμένεις είναι υπέροχα κομικίστικη, με έντονα χρώματα, spooky μουσικές νότες και εξόχως δημιουργημένους χαρακτήρες, εκφραστές της κάθε γενιάς (π.χ η αδελφή του Norman, είναι κλασική teenager, με ροζ πετσετέ φόρμα και σκουλαρίκι στον αφαλό), καθιστώντας έτσι το “ParaNorman”, σκέτη απόλαυση.  Όταν μάλιστα το βλέπεις και μη μεταγλωττισμένο στη original μορφή του, με τις φωνές των Kodi-Smit McPhee, Anna Kendrick, John Goodman, Casey Affleck και Leslie Mann, ε τότε είναι ακόμα καλύτερο.
Έτσι για να ξέρετε πάντως η ταινία κρύβει έναν μεγάλο, σεναριακό άσσο στο μανίκι της, ο οποίος δεν αποκαλύπτεται μέχρι και το τέλος περίπου, όταν όλο το σενάριο μπαίνει τότε στη θέση του και τα πράγματα γίνονται επιτέλους ξεκάθαρα και κατανοητά.
Το “ParaNorman” είναι ένα από τα καλύτερα φετινά animation (και κατά τη γνώμη μου και των τελευταίων ετών), αφού καταφέρνει να απενοχοποιήσει ακόμα περισσότερο το στοιχείο του τρόμου και να το ταιριάξει ιδανικά με ένα σωρό χιουμοριστικές ατάκες και αλλόφρονα ευτράπελα σε ένα διασκεδαστικό, αλλά και αποκαλυπτικό κυνήγι “μαγισσών”.  Δείτε την με τη πρώτη ευκαιρία και είναι σίγουρο οτι θα την ευχαριστηθείτε και εσείς.  Α, και ρίξτε και μια ματιά στους b-movie-στικους τίτλους τέλους.  Είναι χάρμα οφθαλμών!

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι τα gag σε αναφορές κλασικών, horror ταινιών ήταν super (βλ. “Τhe Exorcist” και “Friday the 13th”), οτι η ατάκα του Mitch στο τέλος είναι για εμάς, τα μεγάλα παιδιά και οτι o η μάγισσα κάποιον μου θυμίζει…


No trivia

                

Skyfall: This is the end

NEW ARRIVAL

Καλημέρα καλημέρα σε όλους!  Όπως καταλάβατε σήμερα θα πούμε δυο (ή μπορεί και περισσότερα) λογάκια για τον νέο James Bond, τον οποίο παρακολούθησα χθες το βράδυ σε μια-ομολογουμένως-τίγκα αίθουσα, στη τέταρτη σειρά.  Καλά ήταν, παράπονο δεν έχω.  Ίσως δηλαδή τα μόνο παράπονα που έχω από εδώ κι από εκεί, να αφορούν την ίδια τη ταινία, αλλά αυτά θα τα δούμε παρακάτω.  Ξεκινάμε λοιπόν…

O James Bond (Daniel Craig), καλείται να αντιμετωπίσει σε αυτή την 23η ταινία του πράκτορα-θρύλου, έναν εχθρό που βρίσκεται στις σκιές και μοιάζει να ξέρει καλά το παιχνίδι που παίζει η MI6 όλα αυτά τα χρόνια.  Την ίδια στιγμή που η Μ (Judi Dench) βλέπει να έρχονται στην επιφάνεια παλιά, καλά κρυμμένα μυστικά που θέτουν σε κίνδυνο την ίδια, αλλά και ολόκληρη τη μυστική υπηρεσία της Βρετανίας, ο Bond θα πρέπει να μαζέψει τα κομμάτια του, να αφήσει τον προσφάτως μπεκρή εαυτό του στην άκρη και να επιστρέψει στην ενεργό δράση, πριν ο σκιώδης εχθρός καταφέρει στην Υπηρεσία το τελειωτικό του χτύπημα.  Και ενώ ο κλοιός σφίγγει γύρω από αυτό το παιχνίδι γάτας-ποντικιού, η MI6 καλείται να συμβιβαστεί με τη στρυφνή, γραφειοκρατική παρουσία του νέου Προέδρου Πληροφοριών και Ασφαλείας, Gareth Mallory (Ralph Fiennes), αλλά και την αμφισβήτηση της κυβέρνησης, όσον αφορά την αξία και τη χρησιμότητα της Μυστικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, εν έτει 2012.  Ο Bond πρέπει τώρα να αντιμετωπίσει έναν εχθρό αλλιώτικο από τους άλλους.  Έναν εχθρό που βρίσκεται ταυτόχρονα παντού και πουθενά.  Έναν εχθρό που ορκίζεται εκδίκηση.  Θα την πάρει;

Όταν είχαμε πρωτοακούσει οτι ο Sam Mendes έχει αναλάβει τη σκηνοθεσία ενός νέου James Bond, δε νομίζω να υπήρξε κανείς που να είχε θεωρήσει τη συγκεκριμένη απόφαση λανθασμένη ή ρίσκο.  Και η χαρά με τον νέο, φλεγματικό πράκτορα είναι πως όντως πέσαμε μέσα (όπως το φανταζόμασταν δηλαδή).
Ο Sam Mendes έχει συγκεντρώσει γύρω του ένα επιτελείο δημιουργών κλασικής τζεϊμς-μποντίλας (οι σεναριογράφοι Neal Purvis και Robert Wade, είναι υπεύθυνοι για τη συγγραφική προσπάθεια μερικών εκ των νεότερων ταινιών του 007, ενώ ο τρίτος της παρέας, John Logan μετράει στο ενεργητικό του σενάρια για ταινίες όπως το “The Gladiator”, “The Aviator” και “Rango”, ενώ όπως όλα δείχνουν θα συμμετέχει και στις επόμενες δυο ταινίες του James Bond, οι οποίες βρίσκονται βεβαίως, σε εμβρυακό στάδιο ακόμα), τον κινηματογραφιστή Roger Deakins, υποψήφιο για εννέα Oscars, με δουλειές όπως τα “Shawshank Redemption”, “A Beautiful Mind”, “No Country for Old Men”, “The Big Lebowski” και ένα σωρό άλλες, καθώς και ένα πλούσιο, πρωταγωνιστικό cast, δημιουργώντας την-κατά πολλούς-καλύτερη ταινία James Bond που γυρίστηκε ποτέ.  Και ποια είμαι εγώ για να το αμφισβητήσω αυτό;
Επειδή ακριβώς δεν έχω δει τις παλιές, cult (έλα τώρα μεταξύ μας;) ταινίες του λογοτεχνικού ήρωα του Ian Fleming, και επειδή η μοναδική που έτυχε να παρακολουθήσω από την αρχή, μέχρι και το τέλος ήταν το “Casino Royale”, θα κρίνω σήμερα το “Skyfall”, οχι με βάση τις περασμένες προσπάθειες, αλλά το ίδιο το film ως αυτοτελή παρουσία.  Φυσικά, το “Casino Royale” θα είναι ένας μικρός μπούσουλας ως προς το τι μου έδωσε η μια και τι η άλλη ταινία.  Και για να ξεκαθαρίσω από τώρα τη θέση μου (και να πέσει ο πέλεκυς της δικής σας κριτικής, βαρύς, πάνω στο κεφάλι μου), για εμένα, το “Casino Royale” ήταν καλύτερο από το “Skyfall”.  Λυσσάξτε!

Ας ξεκινήσουμε με τα καλά της ταινίας, τα οποία δεν είναι και λίγα.  Καταρχάς, τα opening credits της, είναι αναμφίβολα τα καλύτερα, έπειτα από αυτά που είχα απολαύσει στον κινηματογράφο, λίγο πριν την αρχή του “The Girl with the Dragon Tattoo” του Fincher, εκεί όπου πρωταγωνιστούσε και πάλι ο Craig, στον ρόλο ενός δημοσιογράφου.  Η αλήθεια είναι οτι και τότε, αλλά και χθες, δε μπορούσα παρά να θαυμάσω το πόσο δημιουργική, εντυπωσιακή και μέσα στο κλίμα μπορεί να είναι η κατασκευή των αρχικών credits, γεγονός που λειτουργεί καταλυτικά στο μυαλό σου, ώστε να υποδεχτείς την ταινία, με μια συγκεκριμένη διάθεση.  Οι τίτλοι του Fincher ήταν σκοτεινοί και μυστήριοι, ενώ αυτοί του Daniel Kleinman, δίνουν με τον καλύτερο τρόπο μια εσάνς αριστοκρατικής καταγωγής, σύγχρονης τρομοκρατίας και γυναικείου αρώματος, που είναι αδύνατον να σε αφήσουν αδιάφορο.  Αν σε αυτό προσθέσετε και την αιθέρια φωνή της Adelle που τραγουδάει το ομώνυμο song, τότε θα δείτε οτι μιλάμε για ένα από τα καλύτερα και πιο ατμοσφαιρικά openings των τελευταίων ετών.
Στα συν θα πρέπει σίγουρα να βάλουμε την εντυπωσιακότατη σκηνοθεσία του Mendes ο οποίος εκμεταλλεύτηκε άρτια τα $150 εκατομμύρια(!), κατασκευάζοντας ένα προσωπικό, “ψυχροπολεμικό” σύμπαν, μέσα στο οποίο κανείς δεν είναι ασφαλής.  Η ραφιναρισμένη σκηνοθεσία του κρατάει ψηλά το βρετανικό physic του Bond, ο οποίος εξακολουθεί να είναι αποτελεσματικός και γοητευτικός, και ίσως, πιο ώριμος από ποτέ.  Παράλληλα, ο Mendes δε κρύβει την ηλικία του πρωταγωνιστή του, αλλά την κάνει στα χέρια του δυνατό χαρτί, κερνώντας τον εμπειρία και σιγουριά, τη στιγμή που την έχει περισσότερο ανάγκη.  Οι υπέροχες τοποθεσίες των γυρισμάτων (Τουρκία, Αγγλία, Κίνα) και η εκλεπτυσμένη, κοσμοπολίτικη ομορφιά τους, έρχονται σε έντονη αντίθεση με τον “old dog-new tricks” χαρακτήρα του James Bond, ο οποίος βρίσκεται στην καλύτερη περίοδο ώριμης δράσης του.
Κάπου εδώ, αξίζει να αναφέρουμε και τον κακό της υπόθεσης, τον ψυχωτικό Silva (Javier Bardem) ο οποίος είναι μια μπαϊσεξουαλική απόλαυση.  Με πλατινέ μαλλί, παραμορφωτικά χαρακτηριστικά και τζοκερίστικο χαμόγελο, ο Μπαρδέμ είναι ο κακός που ποτέ δεν είχαμε δει σε ταινία του Bond.  Αδίστακτος και μανιασμένος, είναι ένα μεγάλο παιδί, με high tech παιχνίδια.  Το πάτημα ενός κουμπιού, δεν ήταν ποτέ πιο δολοφονικό.  Σίγουρα ο Ισπανός ηθοποιός δίνει μια ερμηνεία αινιγματική και ψυχολογικά απροσδιόριστη, πετυχαίνοντας να ανεβάσει τον πήχη της ταινίας, η οποία χωρίς αυτόν θα έχανε αρκετά.  Και αν έχετε στο μυαλό σας τον Joker του Nolan, δεν έχετε και άδικο, μιας που ο Bardem είναι ακριβώς αυτό: ένας κλόουν, δίχως μακιγιάζ, αλλά με τσιρκολέ, χακερίστικα παιχνιδάκια.  Και είναι άσσος ο άτιμος.

Επίσης να αναφέρω οτι ιδιαίτερη, νοσταλγική χροιά, πρόσθεσε η αναφορά σε παλαιότερες ταινίες του James Bond, μέσα από ατάκες και τη χρήση κλασικών, πρακτορικών gadgets εποχής Sean Connery, γεγονός που προσέδωσε στην ταινία το feeling μιας ιστορικής συνέχειας.
Ως προς τα θέματα τα οποία με ενόχλησαν κάπως στη ταινία, αυτά έχουν να κάνουν περισσότερο με τα κενά της υπόθεσης, τις ερμηνείες ορισμένων χαρακτήρων και το γεγονός οτι κάποιες καταστάσεις έμοιαζαν ασύνδετες και βεβιασμένες.
Αρχικά η όποια προσπάθεια εσωτερικής ενδοσκόπησης του James Bond, αλλά και επιστροφής στα παιδικά του λημέρια, γίνεται με τρόπο εντελώς ξεκάρφωτο και το πράγμα γρήγορα μπάζει, χωρίς πολλές εξηγήσεις, καθώς η όποια προσωπική ιστορία θυσιάζεται για χάρη της much needed δράσης.  Εκεί που οι σεναριογράφοι σε ετοιμάζουν να γνωρίσεις κομμάτια του προ-James Bond παρελθόν του ήρωα, εκεί σου τραβούν το χαλί κάτω από τα πόδια, και δε σε αφήνουν να αντιληφθείς επαρκώς το ‘κουβαλάω βάρος από μικρός’ θέμα του ήρωα.  Παράλληλα, το ίδιο πρόβλημα υπάρχει και στη περίπτωση του Silva, και των κινήτρων που τον οδηγούν να δράσει έτσι όπως δρα.  Ειδικά εκεί, το πράγμα χάνεται εντελώς, οι λόγοι σκαρφίζονται στα γρήγορα, και η σύνδεση του Silva με διάφορες καταστάσεις μέσα στη ταινία, μοιάζει περίεργη και υπερβολικά απλοϊκή.  Τα κίνητρά του εξακολουθούν να παραμένουν αδικαιολόγητα, και η όποια προσπάθεια εξαναγκαστικής χρήσης της κακίας του, μάλλον πέφτει στο κενό.  Το γλυκό απλά δε δένει.  Και αυτό δυστυχώς φαίνεται.
Στον αντίποδα, η διαφημιστική καμπάνια της ταινίας, μάλλον θα έπρεπε να είναι πιο προσεχτική ως προς το ποιον προβάλει, και πόσο τον προβάλει, καθώς ΜΕΓΑ SPOILER ΠΡΟΣΟΧΗ!!! η σχέση του Bond με την εκθαμβωτική Severine (Berenice Marlohe), λήγει άδοξα, η Marlohe εξαφανίζεται από την οθόνη μέσα σε πέντε λεπτά, και το μόνο που σου έχει αφήσει είναι μια πικρή επίγευση, εξαιτίας της αδιάφορης παρουσίας της.  Όσο κι αν από την καμπάνια φαίνεται οτι η συμμετοχή της είναι μεγάλη, και σημαντική, αυτό δεν ισχύει, αφού και να μη τη βλέπαμε, δε θα άλλαζε και κάτι.  Έπρεπε όμως να επιτελέσει τον ρόλο του Bond girl, και αν κρίνουμε και από το πόσο γρήγορα Bond και Severine καταλήγουν στη ντουζιέρα για sex, ε είναι γελοίο ακόμα και για τα δεδομένα του καρδιοκατακτητή πράκτορα.
Στα αρνητικά μπαίνουν για εμένα και μερικές κλισέ ατάκες, αλλά και ορισμένες cheesy σκηνές τις οποίες δεν ήθελα να δω από έναν σκηνοθέτη όπως ο Sam Mendes, αφού ξέρω οτι μπορεί και καλύτερα.  Η χημεία επίσης του James με τις γυναίκες πρωταγωνίστριες είναι μέτρια (την ίδια στιγμή που με την Eva Green στο “Casino Royale” ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής.  Ήταν καυτή. ), αλλά δε φαίνεται να υπάρχει διάθεση να είναι κάτι παραπάνω, έτσι κι αλλιώς. 
Γενικότερα η μεγαλύτερη ένστασή μου βρίσκεται στο σενάριο, στο story το οποίο νομίζω πως κάπου χάνεται και δεν έχει τόση σημασία, τη στιγμή που για να δικαιολογηθεί ολόκληρη η ταινία, θα έπρεπε να έχει.

Το “Skyfall” είναι αναμφίβολα μια δυνατή περιπέτεια, με μπόλικη δράση, φλεγματικό χιούμορ και στο σύνολό της αξιοπρεπέστατη.  Αν κάποιος όμως θέλει και κάτι παραπάνω, ίσως και να απογοητευτεί από την απουσία μιας λίγο πιο προσωπικής οπτικής από πλευράς του Bond, ο οποίος φαίνεται αποστασιοποιημένος από όλους και από όλα μέσα στη ταινία.  Για παράδειγμα στο “Casino Royale” τον βλέπουμε να ματώνει, να νοιάζεται και να συγκλονίζεται πραγματικά από τον χαμό της προδότρας αγάπης του.  Εδώ ο Craig κρατάει έναν ρόλο περισσότερο απομακρυσμένο, που χωρίς να είναι κακό, εμποδίζει την υπόθεση και το στήσιμο των χαρακτήρων να αναδειχθούν περισσότερο και να συνταιριάξουν με την περιπετειώδη σκηνοθεσία του Mendes.
Παρόλα αυτά, αν θες απαράμιλλο, βρετανικό στυλ, δράση και μπόλικο κυνηγητό, το “Skyfall” είναι αυτό που ψάχνεις.  Ο Bond προσδιορίζεται εκ νέου, ως μια σύγχρονη, κατασκοπική φιγούρα, η παρουσία της οποία μέσα στη τωρινή πραγματικότητα, έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη παρελθοντική του ύπαρξη, την ίδια στιγμή που ακόμα και οι σχέσεις του με την Υπηρεσία και κυρίως την M, δοκιμάζονται.  Αλλά στη τελική το “Skyfall” είναι και μια ταινία που μιλάει για το σύγχρονο πρόσωπο της τρομοκρατίας, για τον άγνωστο εχθρό και την κρυμμένη απειλή.  Και αν μη τι άλλο, ο σύντομος μονόλογος της M μπροστά στην Υπουργό, αναφορικά με το θέμα της παγκόσμιας τρομοκρατίας, είναι όλα τα λεφτά.  Τα οποία επίσης είναι σίγουρο οτι δε θα κλάψετε όταν τελικά τη δείτε.  Sure thing.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο Bardem έχει πάντα τα πιο fail μαλλιά στις ταινίες που παίζει, οτι η Τόνια Σωτηροπούλου εμφανίζεται τελικά περισσότερο από 5 δευτερόλεπτα (epic win) και οτι υπάρχει μια σκηνή με τον Bardem να φαίνεται σαν σκια σε φωτεινό φόντο, που είναι ίδιος ο Joker.  Όταν τη δείτε, θα καταλάβετε.


TRIVIA

  • Στην αρχή είχε ακουστεί οτι ο Kevin Spacey θα κρατούσε έναν ρόλο στη ταινία, και μάλλον αυτόν του Bardem.  Το πράγμα τελικά δεν έκατσε λόγω προγράμματος.  Ο Spacey είχε πρωταγωνιστήσει φυσικά στη βραβευμένη ταινία του Mendes, “American Beauty”, όπου εκεί λέει και μια ενδιαφέρουσα ατάκα, όταν αναγκάζεται να πάει στο σχολείο, και να να δει τον χορό της κόρης του: “I’ll be missing the James Bond marathon on TNT.”  Κοίτα να δεις!
  • Σύμφωνα με τις πληροφορίες, το “Skyfall” δεν έχει καμία σχέση ως προς την υπόθεσή του, με το έργο του Ian Fleming, αναφορικά με τον ήρωα του James Bond.
  • Πολλά από τα stunts έγιναν από τον ίδιο τον Craig, ο οποίος κατέστρεψε στη ταινία περισσότερα από 40 κοστούμια Tom Ford, το καθένα από τα οποία κόστιζε γύρω, στα $10 χιλιάδες!
 (ΠΗΓΗ IMDB)

Looper: "This time travel crap…just fries your brain like an egg"

NEW ARRIVAL

Χαίρετε, χαίρετε και ξαναχαίρετε.  Όπως έχετε προφανέστατα καταλάβει, εδώ και κάνα δυβδόμαδο περίπου ασχολούμαστε με τις νέες κινηματογραφικές προτάσεις που προέρχονται εκ Νυχτών Πρεμιέρας.  Οι περισσότερες είναι καλές και ενδιαφέρουσες, αλλά πρέπει να ομολογήσω οτι δυστυχώς μέχρι τώρα δεν έχω δει τη ταινία-“Drive” (και μάλλον, ούτε πρόκειται να τη δω).  Αν και η πλειοψηφία που έχει φέρει το φεστιβάλ φέτος, είναι αναμφίβολα αξιοπρόσεκτη, κακά τα ψέματα, η μεγάλη έκπληξη δεν έχει έρθει ακόμα από πουθενά και αν με ρωτάτε, ούτε καν από την πολυναμενόμενη δουλειά του Haneke, “Amour” (η οποία θα μπει στο blog, όντας καλή ταινία, αλλά θα πούμε και τα πράγματα με το όνομά τους, όπως για παράδειγμα ότι είναι ένα film που δεν έχει τίποτα το πραγματικά original.  Από σκηνοθεσία, story και feeling, μέχρι ηθικά διδάγματα, ατάκες και πάει λέγοντας.  Όταν έρθει η σειρά του όμως).  Οι ελπίδες μου εναποθέτονται πλέον στην ταινία της τελετής λήξης, “Beasts of the Southern Wild” η οποία πιστεύω ακράδαντα οτι θα είναι ένα οπτικοακουστικό υπερθέαμα.  Μέχρι τη Κυριακή όμως, μπορείτε να καταλάβετε την ευχάριστη έκπληξή μου όταν βρέθηκα στην αίθουσα του IΝΤΕΑΛ προκειμένου να παρακολουθήσω τη δημοσιογραφική του “Looper”.  Ω Θεοί!!  Μια περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας χάρμα οφθαλμών;  Είναι δυνατόν;  Είναι.  Αλληλούια και δέκα χαίρε Μαίρη!  Για δες γιατί…

Βρισκόμαστε σε ένα τόσο μακρινό, αλλά ταυτόχρονα και αρκετά κοντινό μέλλον, στο 2042 και πιο συγκεκριμένα στην πόλη του Κάνσας, η οποία δεν είναι πλέον για κοριτσάκια όπως η Dorothy.  Honey, we are definetely not in Kansas any more…
Σε μια hob-ική πόλη, που βρωμάει και ζέχνει από την ανθρώπινη κατάντια, τους άπειρους αστέγους, τα χαρτονένια παραπήγματα στους δρόμους και τον δείκτη της εγκληματικότητας κολλημένο εδώ και καιρό στα ύψη, ο κόσμος μοιάζει να βουλιάζει σε μια ζοφερή πραγματικότητα χωρίς επιστροφή και το χειρότερο, χωρίς ελπίδα.
Ένας τέτοιος, shitty world όμως, πρέπει να έχει και το αντίστοιχο, κακό αφεντικό που του ταιριάζει και το οποίο στην προκειμένη περίπτωση είναι ο Abe (Jeff Daniels).  O Abe, λύνει και δένει, κινεί τα νήματα και έχει υπό την επίβλεψή του μια ομάδα επίλεκτων εκτελεστών, γνωστούς με την ονομασία Loopers.  Και τι κάνουν αυτά τα παιδιά;  Αφήστε με να σας εξηγήσω…
Με το που ξεκινάει η ταινία, ο χαρακτήρας του Joseph Gordon-Levitt (Joe), μας πληροφορεί σχετικά με το γεγονός οτι το ταξίδι στον χρόνο έχει εφευρεθεί, αλλά επειδή θεωρείται παράνομο, έχει ταυτόχρονα απαγορευθεί.  Μιας όμως που τα συνδικάτα του εγκλήματος δεν είχαν και ποτέ σε υπόληψη τον Νόμο, έχουν καταστήσει τα time travels αναπόσπαστο κομμάτι της μπίζνας τους.  Και πως γίνεται αυτό;  Μα είναι απλό.  Η μαφία του μέλλοντος (αυτού δηλαδή που υπάρχει στη σφαίρα του χρόνου 30 χρόνια μπροστά από τον νεαρό εαυτό του Joe, δηλαδή στο 2072) στέλνει ‘πίσω’ στον χρόνο (το 2042) όλους εκείνους τους τύπους που θέλει να ‘καθαρίσει’.  Εκεί, ο Looper είναι έτοιμος να ρίξει μια μπαμπάτσικη σοτγκανιδιά στο κουκουλοφόρο θύμα και να εξαφανίσει ένα πτώμα το οποίο αν το καλοσκεφτείς, δεν υπάρχει καν ακόμα το 2042 (mindfucking huh?).  Και σε ερωτώ, υπάρχει πιο αποτελεσματικός τρόπος να ξεφορτωθείς κάποιον, από το να τον στείλεις για εκτέλεση στο παρελθόν;  Δε νομίζω…
Το ίδιο φαίνεται να σκέφτεται και ο νεαρός Joe, ο οποίος τη βρίσκει με το κολλυριακό ναρκωτικό που βρίσκεται στη γύρα (ναι, ναι, δυο σταγόνες στο μάτι και είσαι φτιαγμένος για ώρες), εκτελεί τις εντολές των ανωτέρων του, ζει μια πλουσιοπάροχη ζωή (δεδομένης της τραγικής κοινωνικής κατάστασης που επικρατεί) και γενικώς, είναι ένα εγωιστικό πρεζάκι, ένας εγωκεντρικός και ψυχρός τύπος.  Τόσο ψυχρός και ‘σκληρός’ δηλαδή, όσο και οι πλακέτες ασημιού με τις οποίες πληρώνονται οι Loopers, για κάθε επιτυχημένο ξεσκαρτάρισμα.  Τα πάντα όμως, έχουν το τίμημά τους…
Όταν μια μέρα ο Joe στηθεί στο κλασικό του σημείο, προκειμένου να κάνει τη δουλειά του θα εμφανιστεί ένας τύπος ο οποίος κάτι του θυμίζει.  Λογικό, αν σκεφτεί κανείς οτι είναι ο ίδιος ο Joe, τριάντα χρόνια μετά (και υπό το καραφλοειδές παρουσιαστικό του Bruce Willis).
Ο νεαρός Joe θα πρέπει τώρα να φέρει τα πάνω κάτω προκειμένου να σκοτώσει τον μελλοντικό του εαυτό και να “κλείσει τη θηλιά του” (θα δείτε τι σημαίνει αυτό στη ταινία, ε μη σας τα πω και όλα!).  Πόσο εύκολο όμως είναι τελικά αυτό;  Θα σας πω εγώ.  Όταν μπλεχτούν στην υπόθεση και μερικοί εξωτερικοί παράγοντες ανυπολόγιστης σημασίας, δε θα είναι καθόλου.  Μα καθόλου όμως.

Ο σκηνοθέτης του “Looper”, Rian Johnson είναι μια ιδιαίτερη πάστα δημιουργού και όπως μας προϊδεάζει τουλάχιστον η πιο πρόσφατη ταινία του, μάλλον είναι έτοιμος να ακολουθήσει τα χνάρια ενός άλλου, ιδιαίτερου και σπουδαίου εμπορικού σκηνοθέτη: του Christopher Nolan.
Ξεκινώντας τη καριέρα του όπως πολλοί ακόμη, με μικρού μήκους ταινιάκια, θα περάσει το 2005 στο πρώτο του, μεγάλου μήκους film, με πρωταγωνιστή και πάλι τον-κατά πολύ νεότερο τότε- Joseph Gordon-Levitt.  Η ταινία “Brick”, η οποία πραγματεύεται την περιπέτεια ενός νεαρού στη προσπάθειά του να ανακαλύψει την εξαφάνιση της πρώην κοπέλας του, είναι ένα ενδιαφέρον κινηματογραφικό ντεμπούτο, καθότι πασπαλισμένη με γενναίες δόσεις neo-noir διάθεσης, high-school-ικών μπελάδων και κακόφημης πιτσιρικαρίας, όλα τεχνηέντως μπλεγμένα μέσα σε μια κατά τα άλλα στρωτή υπόθεση.  Αυτή αποτελεί εξάλλου τη πρώτη, σαφή ένδειξη οτι ο Johnson είναι ένας νέος δημιουργός, που δεν αρέσκεται στα εύκολα, προτιμάει τη δημιουργία ατμόσφαιρας και την ύπαρξη πολλαπλών story-κών στρωμάτων που εξελίσσουν και εξελίσσονται.
Η δεύτερη ταινία του, “The Brothers Bloom” μπορεί να είχε συγκεντρώσει ένα ενδιαφέρον cast (Ruffalo, Brody, Weisz), αλλά μάλλον ο σκηνοθέτης κάπου το έχασε (ευτυχώς λίγο) στη προσπάθειά του να δημιουργήσει ένα μείγμα κωμωδίας και ολίγον δραματίζουσας περιπέτειας(!).  Έτσι κι αλλιώς όταν ο χρόνος αποδεικνύει οτι μπορείς να στήσεις με τρόπο εντυπωσιακό και σκεπτόμενο, μια ταινία όπως το “Looper” τότε το κοινό μπορεί να σου συγχωρήσει και μια αναποδιά.  Όταν δε προσωπικά είδα οτι έχει σκηνοθετήσει και κάνα-δυο επεισοδιάκια από τη νέα σεζόν του “Breking Bad” τότε ήμουν σίγουρη οτι αυτός ο κύριος επρόκειτο να “break bad” και στο “Looper”, μια ταινία που είχε ήδη αρχίσει να συζητιέται, πριν καν προβληθεί.  Και είχα δίκιο.

Όπως είπα και στη κριτική μου για το Reel.gr, και θα ξαναπώ (γιατί βασικά μ’ αρέσει και πιστεύω πως όντως έτσι είναι) το “Looper” μοιάζει σαν το γεννημένο παιδί, μιας ταινιακής παρτούζας, όσο weird κι αν σας φαίνεται αυτό.  Mε “Blade Runner” και “Hobo with a Shotgun” αισθητική (τα θολά και μακρινά πλάνα της πόλης θυμίζουν πολύ τις intro σκηνές της ιστορικής πλέον, sci-fi ταινίας του Ridley Scott, ενώ τα κοντινά της και όλο το θέμα της ανθρώπινης εξαθλίωσης, παραπέμπουν εύκολα στο σύγχρονο b-movie δημιούργημα, με πρωταγωνιστή έναν hobo Rutger Hauer που είναι έτοιμος να βάλει τα πράγματα στη θέση του, παρέα με ένα shotgun.  Το οποίο όλως περιέργως συναντάμε στο “Looper” σε μεγάλη έκταση), χρονοδινική υπόθεση α λα “Twelve Monkeys” (μα και εκεί ο Bruce;) και κάτι από “X-Men” μετάλλαξη, είναι αναμφίβολα το αμαλγαμικό προϊόν μερικών μεμονωμένα καλών ταινιών, από τις οποίες παίρνει τα καλύτερά στοιχεία, και τα απογειώνει.
Ο Johnson, όσο master μοιάζει να έχει κάνει το κομμάτι της sci-fi σκηνοθεσίας (χωρίς υπερβολές, η κάμερά του καταγράφει κάθε σπιθαμή μελλοντολογικής διάστασης, με μια στέρεη και εξόχως δουλεμένη ματιά), άλλο τόσο φαίνεται πως έχει πιάσει το νόημα των χρονοταξιδιών και της γενικότερης δυσκολίας, όσον αφορά την απεικόνιση τέτοιων θεμάτων, στη μεγάλη οθόνη.
Δεν είναι εύκολο να πραγματεύεσαι θέματα που έχουν να κάνουν με τα μυστήρια του χρόνου και τις “loopholes” (ρωγμές στην κανονικότητα του χρόνου που σου δίνουν τη δυνατότητα να ταξιδέψεις ποικιλοτρόπως στο παρελθόν.  Εξού και η ονομασία των επαγγελματιών, εκτελεστών στη ταινία), μιας που η προσπάθεια να στηρίξεις μια ιστορία πάνω τους, μπορεί να αποβεί μοιραία και γεμάτη αντιφάσεις.  Πότε;  Πώς; και Γιατί; είναι τα κλασικά ερωτήματα που περνάνε από το μυαλό σου και χρειάζονται άμεση απάντηση προκειμένου να μπορέσεις να παρακολουθήσεις ένα τέτοιο, φιλόδοξο project.  Ε λοιπόν ο Rian Johnson τα καταφέρνει περίφημα και ίσως αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο που έχουμε δει τελευταία, το πιο βασικό μοτίβο αυτών των ταινιών: την κυκλικότητα του χρόνου και κατ’ επέκταση το αναπόφευκτο μιας ήδη, προδιαγεγραμμένης μοίρας.  Oh, and it’s so freakingly cool.

Πριν από αρκετό καιρό είχα δει τη ταινία “Mr. Nobody” με ένα πολύ καλό Jared Letto στον κεντρικό ρόλο, η οποία εξερευνούσε τις διαφορετικής πορείες μιας ζωής, ανάλογα με τρεις διαφορετικές αποφάσεις που θα μπορούσε να είχε πάρει ο ήρωας, αρκετά πιο νωρίς στη ζωή του.  Άρτια δεμένη ταινία με ως επί το πλείστον φιλοσοφικό/προσωπικό υπόβαθρο, που μοιάζει να βρίσκει το περιπετειώδες, δίδυμό της στο αδρεναλινάτο, “Looper”.
Στη προκειμένη περίπτωση βέβαια, ο Johnson (ο οποίος έχει γράψει και το σενάριο), δεν είναι διατεθειμένος να σε πιάσει από το χεράκι και να σου εξηγήσει τα πάντα, μιας που πολλά τα αφήνει στο δικό σου μυαλό να τα αντιληφθεί και να τα επεξεργαστεί.  Και ειλικρινά, δεν είναι και τόσο δύσκολο.
Ακόμα όμως και αν έτσι το ήθελες, μάλλον δε θα έχεις και μεγάλο πρόβλημα στη συνέχεια όταν η δυναμική του σκηνοθεσία και το solid στήσιμο της υπόθεσής του, σε παρασύρουν σε μια high κλασάτη περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, με τσαγανό, μπόλικη δράση, αλλά και μια ενδιάμεση υποτονικότητα, που εκτελεί χρέη puzzle maker, προκειμένου να σου προσφέρει ένα τελικό κρεσέντο…μούρλια.
Η neo-noir διάθεση είναι έκδηλη και σε αυτό το film, το οποίο έχει κάτι από παρελθόν, παρόν και μέλλον, γεγονός που το καθιστά απόλυτα σαγηνευτικό.  Τα σκοτεινά χρώματα, οι ετερόκλητες προσωπικότητες, τα γρήγορα, εναλλασσόμενα ‘κατ’ της κάμερας και η ρέουσα σκηνοθεσία της, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα γεμάτη και πληθωρική, ακριβώς όπως αξίζει σε τέτοιου είδους ταινίες.
Παράλληλα η χρήση των CGI γίνεται με προσοχή και εκεί που χρειάζεται, για να αναφωνήσεις “ααααα!” και “ωωωωω!”, βοηθάει στο στήσιμο μιας πόλης-φάντασμα, μερικών ιπτάμενων μηχανών και των περίεργων φρυδιών-ζυγωματικών-χειλιών του Levitt, που με τη πρόσθετη βοήθεια ενός τρίωρου μακιγιάζ, δίνουν την εντύπωση ενός νεότερου Bruce Willis.  Και κατά έναν περίεργο τρόπο, το πετυχαίνουν διάνα.

Οι υπόλοιπες ερμηνείες της ταινίας είναι συμπληρωματικές και κάνουν καλή δουλειά στο να προωθήσουν την υπόθεση.  H Emily Blunt η οποία υποδύεται μια μοναχική μητέρα, είναι ιδιαιτέρως τσαμπουκαλού, ξεσπάει μαζί με το τσεκούρι της πάνω σε έναν κορμό δέντρου (ε να μη δείξουμε και τα καλογυμνασμένα μπράτσα;) και κραδαίνοντας το δικό της shotgun, διώχνει από τη φάρμα της κάθε ανθρώπινο κατακάθι που μπορεί να ταράξει τον γιο της.
Στον αντίποδα ο Jeff Danniels που είχαμε και καιρό να δούμε, κρατάει μεν έναν βασικό ρόλο, αλλά σε έκταση οχι και τόσο.  Παρόλα αυτά πείθει για σατανικό, μουσάτο αφεντικό της μαφίας.
Σε γενικότερο επίπεδο, αν θες να δεις μια καλογραμμένη περιπέτεια φαντασίας, το “Looper” είναι σίγουρα αυτό που ζητάς.  Μπορεί το τέλος της να συζητηθεί και σίγουρα θα υπάρξουν και πολέμιοι που θα προσπαθήσουν να βρουν τη λούπα στην οποία υπέπεσε και ο σκηνοθέτης, παρόλα αυτά-χωρίς φυσικά να είναι τέλειος-ο Johnson φτιάχνει μια αριστοτεχνικά σκηνοθετημένη ταινία, με εκπληκτική μουσική (δια χειρός Nathan Johnson, ξαδέρφου του σκηνοθέτη) που θυμίζει κάτι από Mansell, εντυπωσιακή στήσιμο και μια ιστορία που θα μπορούσε να είχε καταλήξει πολύ διαφορετικά, αν ο Johnson δεν ήταν αυτός που-φαίνεται-να είναι: ένας δημιουργός με όραμα και την ικανότητα να φτιάχνει καλές ταινίες.  Δύσκολα πράγματα…

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι αυτή η Piper Perabo είναι αγέραστη, οτι ο μικρός Pierce Cagnon είναι όνειρο και οτι ο Levitt είναι cool.  Εντάξει, αυτό το ήξερα και από πριν.


No trivia

Τσεκάρετε και ένα τέλειο trailer για την ταινία, κατασκευασμένο εξ’ολοκλήρου σε animated style.

 

The Secret World of Arietty: The ‘children’ of the underfloor

Καλησπέρα σε όλους και πάλι.  Αν και χθες δε πρόλαβα να ανεβάσω ταινιούλα, είπα να το κάνω σήμερα, έτσι για να μη φεύγουμε και πολύ από το πρόγραμμά μας.  Αποφάσισα λοιπόν να συνεχίσω τον Σεπτέμβρη, με μια ταινιούλα που είδα το καλοκαίρι, και που πραγματικά με εντυπωσίασε με την απλότητά των τόσο σοβαρών, αλλά και τόσο κατανοητών, ηθικών και ανθρώπινων μηνυμάτων της.  Μιλάω βεβαίως για το “The Secret World of Arietty”, ένα γιαπωνέζικο animation, από αυτά που αγαπάμε πάντα να βλέπουμε.  Κι αν αναρωτιέστε αν αξίζει τον κόπο, σας λέω οτι αξίζει.  Here we go.

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα αγόρι που το έλεγαν Sho.  O Sho λοιπόν (για να μιλήσουμε και σε ενεστωτικό χρόνο) είναι ένα παιδί, λίγο διαφορετικό από τα άλλα, μιας που υποφέρει από καρδιακά προβλήματα, τα οποία τον καθιστούν ανίκανο να τρέξει, να παίξει και να ζήσει σαν ένα φυσιολογικό παιδί.  Για τον λόγο αυτό, αποφασίζεται να επισκεφθεί το σπίτι της θείας του στην εξοχή, προκειμένου να προετοιμαστεί μέσα στη γαλήνη και την ησυχία του πράσινου κόσμου γύρω του, για την επερχόμενη, δύσκολη εγχείρηση στην οποία θα πρέπει να υποβληθεί.
Από την πρώτη μέρα κιόλας που πατάει το πόδι του στο πατρικό της μητέρας του και νυν σπίτι της θείας Shadako, θα έρθει αντιμέτωπος με μια περίεργη, μικροσκοπική οικογένεια που όπως θα αντιληφθεί, ζει κάτω από το πάτωμα του σπιτιού!  Πιο συγκεκριμένα, ο Sho, θα γνωρίσει την περιπετειώδη κόρη της οικογένειας Clock, Arietty, η οποία κάνει τα πρώτα της βήματα ως “borrower”.  Και τι είναι αυτό;  Είναι απλό.  Η οικογένειά της, δανείζεται ένα σωρό πράγματα από το σπίτι, προκειμένου να μπορέσει και εκείνη με τη σειρά της να ζήσει.  Κύβοι ζάχαρης, σπάγκος και ψίχουλα ψωμιού, είναι μερικά μόνο από τα-μικροσκοπικά για εμάς, τεράστια σε ποσότητα για εκείνους-αντικείμενα, που κάνουν την καθημερινότητά τους ευκολότερη.  Τι γίνεται όμως όταν η Arietty καταλάβει οτι η κάλυψή τους έχει προδοθεί και οτι επιπλέον, η υπηρέτρια του σπιτιού, ξεκινάει έναν αγώνα προκειμένου να ξετρυπώσει την τοσοδούλικη οικογένειά της, και να καρπωθεί τη ‘δόξα’ του ευρήματός της;  Και τελικά, ο Sho, είναι ένας ακόμη από εκείνους τους ανθρώπους που θέλουν το κακό της, ή ένας πραγματικός φίλος;

Η ταινία αποτελεί μεταφορά της νουβέλας “The Borrowers”, τη Βρετανίδας συγγραφέως για παιδιά, Mary Norton και παρά το γεγονός οτι το γνωστό σε όλους μας, Studio Chibli, ήθελε να προχωρήσει σε μια μεταφορά του συγκεκριμένου βιβλίου εδώ και…σαράντα χρόνια(!), τελικά κατάφεραν να οδηγήσουν την ιστορία σε παραγωγή, μόλις το 2009.
Αν και έχουμε συνηθίσει τον Hayao Miyazaki στον ρόλο του σκηνοθέτη, τέτοιων εντυπωσιακών, animation προσπαθειών, εντούτοις η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί σκηνοθετικό προϊόν του animator, Hiromasa Yionebayashi, ο οποίος είχε συνεργαστεί με τον Miyazaki και για άλλα animation, όπως τα αγαπημένα μας πια, “Howl’s Moving Castle”, “Ponyo” και “Spirited Away”.  Στη προκειμένη περίπτωση ο Miyazaki κράτησε τον ρόλο του production planner.
Παρά το γεγονός οτι η αναγνωρισιμότητά του, δεν έφτασε εκείνη άλλων κλασικών, japanese παραγωγών όπως το “Princess Mononoke” ή το “Spirited Away” που απευθύνονται έτσι κι αλλιώς, και σε λίγο μεγαλύτερα ‘παιδιά’, κατάφερε εντούτοις να σκοράρει παγκοσμίως γύρω στα $150 εκατομμύρια, πράγμα που έφερε έτσι την Arietty, τέταρτη, στην κατάταξη των πιο πετυχημένων εμπορικά, animation.
Όπως και να’ χει, μπορεί όντως δύσκολα να αγγίζει την αξία των προκατόχων του, παρόλα αυτά το “The Secret World of Arietty” έχει τη δική του απαράμιλλη γοητεία και παιδική αθωότητα, που το καθιστούν must see για τους fan, και οχι μόνο.

Η ιστορία ξεκινάει στην ουσία από τη στιγμή που ο Sho, φτάνει στο σπίτι της θείας του.  Από εκεί και πέρα η μια δράση πυροδοτεί την άλλη, και το πράγμα καταλήγει σε πανωλεθρία για την οικογένεια της Arietty, το μέγεθος της οποίας, δε της επιτρέπει να τα ‘βάζει’ με τους, κανονικού μεγέθους, ανθρώπους.
Σε αντίθεση όμως με το μέγεθός τους, τόσο οι Clocks, όσο και η Arietty συγκεκριμένα, διακατέχονται από ένα βαθύ ένστικτο επιβίωσης, το οποίο είναι αυτό που τους υποκινεί να παλεύουν μέρα με τη μέρα και να ζουν την κάθε τους στιγμή στο φουλ.
Αυτό αποτελεί στην τελική και την ουσία του συγκεκριμένου animation: η ανάγκη κάποιου να παλεύει και να μη παραδίνεται αμαχητί σε τίποτα.  Είτε αυτό λέγεται κακιασμένη υπηρέτρια που χώνει τη μύτη της εκεί που δε τη σπέρνουν, είτε λέγεται σοβαρό πρόβλημα υγείας.
Είναι όμορφο να βλέπεις πόσο αρμονικά και αβίαστα έχει συνδεθεί μέσα από την πλοκή, ο αγώνας του μικρού Sho, ο οποίος αντιμετωπίζει το πρόβλημα με τη καρδιά του, αλλά και ο γολγοθάς της οικογένειας των borrowers, για τους οποίους η κάθε μέρα είναι και ένα τεράστιο βουνό δυσκολίας.  Και όμως, δε τα παρατούν, αλλά συνεχίζουν να προσπαθούν για οτι καλύτερο μπορούν.  Η μητέρα φροντίζει το σπίτι, ο πατέρας κουβαλάει τα αγαθά, και με τη βοήθεια της Arietty, τα πράγματα δείχνουν ελπιδοφόρα.  Επειδή όμως μιλάμε για την παράδοση των Ιαπώνων, οι οποίοι όλο και κάτι θέλουν να σε διδάξουν μέσα από τα κινούμενα σχέδιά τους, οι ζωές και των δυο πλευρών δεν είναι και τόσο εύκολες, καθώς ο καθένας τους, καλείται να αντιμετωπίσει και από ένα εμπόδιο το οποίο θα αποκαλύψει στη συνέχεια, το είδος του ανθρώπου το οποίο είναι: λιγόψυχος ή αγωνιστής;

Το εξίσου ενδιαφέρον της υπόθεσης έχει να κάνει με το πως αντιμετωπίζονται οι κακοτυχίες από τους πρωταγωνιστές, αναφορικά μάλιστα και με το μέγεθός τους.
Από τη μια πλευρά ο Sho, αν και μπροστά στα μάτια της Arietty είναι ένας γίγαντας, εντούτοις στην αρχή της ταινίας (και σε ένα μεγάλο ποσοστό της), μοιάζει φοβισμένος για την επερχόμενη εγχείρηση, αγχωμένος και με μια απαισιόδοξη διάθεση στο μυαλό του, σχετικά με την έκβάσή της.  Αντιθέτως η γλυκιά Arietty, είναι αισιόδοξη, χαρούμενη και ζωηρή, παρά το γεγονός οτι η ζωή της απειλείται διαρκώς από πράγματα που εμάς μας φαίνονται τουλάχιστον αστεία: μια…ακρίδα, μια γάτα, ή η απουσία προσανατολισμού μέσα στον κήπο, μπορεί να αποτελέσουν θανάσιμο κίνδυνο για εκείνη και την οικογένειά της.  Και όμως, εκείνη αγωνίζεται και προσπαθεί, σε πείσμα όλων αυτών.
Επομένως θα έλεγε κανείς, οτι η δύναμη της ψυχής, δεν έχει να κάνει με το ύψος ή το μέγεθος, αλλά με τον τρόπο με τον οποίο αποφασίζεις να δεις τα πράγματα και με το κατά πόσο τελικά, πιστεύεις στον ίδιο σου τον εαυτό.  Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός οτι ο Sho εμψυχώνεται από την ατρόμητη Arietty, και παίρνει κουράγιο, καθώς στον αντίποδα αυτού, υπάρχει και η πραγματική φιλία που της προσφέρει απλόχερα εκείνος, καθώς και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης απέναντι στους ομοίους του.  Και αυτό είναι το σημαντικότερο μάθημα ζωής που παίρνουν και οι δυο.

Από πλευράς animation όπως μπορείτε να δείτε, μιλάμε για ακόμη μια φορά για την παραδοσιακή, επιτυχημένη συνταγή του στούντιο Chibli με τις πολύχρωμες, ζαχαρένιες του εικόνες, την κουκλίστικη πανδαισία αντικειμένων και τα υπερφωτισμένα πλάνα, που σε κανονική ταινία θα ανήκαν μάλλον αποκλειστικά στον Terrence Malick.
Μάλλον αδύνατον να της αντισταθεί κανείς, το “The Secret World of Arietty”, αποτελεί ένα ήπιων τόνων, οπτικοακουστικό θέαμα, που θα σας γεμίσει ζεστασιά και πιθανότατα θα ζωγραφίσει στο πρόσωπό σας, ένα θλιμμένο χαμόγελο.  Αν αυτό το animation ήταν μυρωδιά, σίγουρα θα ήταν μοσχομυριστά, σπιτικά, κουλουράκια κανέλας.  Δείτε το.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο καλύτερος τρόπος να κάνεις οικονομία, είναι να είσαι τόσο δα μικρός, οτι η παράφραση του human being, σε human bean, είναι πολύ εύστοχη, και οτι το κοκαλάκι της Arietty για τα μαλλιά, είναι μια πατέντα που όλα τα κοριτσάκια έχουμε δοκιμάσει κάποια στιγμή: αγαπημένο μανταλάκι.

Και μη ξεχνιόμαστε, ιαπωνέζικα με υπότιτλους.  Οχι μεταγλωτισμένο στα αγγλικά, έλεος!

No trivia

The Man From Nowhere: …has got nothing to lose

Alloha και πάλι και καλή εβδομάδα.  Λοιπόν σήμερα η ταινιούλα μας είναι αφιερωμένη σε όλα τα παιδιά που έδιναν φέτος Πανελλαδικές και την αγωνία τους που έχει χτυπήσει ταβάνι σήμερα, με αφορμή τη δημοσίευση των βάσεων.  Εγώ να πω μια μεγάλη, καλή τύχη σε όλους, και εύχομαι όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά, να καταφέρουν να πετύχουν τελικά τους στόχους τους!
Η ταινία που αποφάσισα να βάλω σήμερα, παίζει και αυτή στο κομμάτι του revenge, asian cinema, και αποτέλεσε στη συνείδησή μου, μια από τις καλύτερες (αν οχι η καλύτερη) ταινίες που αποφάσισα να δω το φετινό καλοκαίρι.  Όσοι δε την έχετε δει, πρόκειται για μια εντυπωσιακά φτιαγμένη περιπέτεια, οπού φυσικά δε της λείπουν και οι απαραίτητες, δραματικές πινελιές, όπως ακριβώς συμβαίνει σε κάθε τέτοια ταινία των φίλων μας των Ασιατών.  Για να ξεκινήσουμε λοιπόν.  “Τhe Man From Nowhere”.

O Cha Tae-sik (Bin Won) είναι ένας φιλήσυχος ιδιοκτήτης ενός ενεχυροδανειστηρίου, σε μια βρώμικη πολυκατοικία κάπου στη Seoul.  Το μοναδικό άτομο με το οποίο ανταλλάσσει μια κουβέντα, είναι ένα μικρό κοριτσάκι, η So-mi, η οποία αντιμετωπίζει ήδη πολλά προβλήματα στην ανήλικη ζωή της.  Η μητέρα της εργάζεται ως στρίπερ σε ένα τοπικό μπαρόκλαμπο, και για να περνάει ευχάριστα η ώρα, βαράει που και που και καμιά ένεση ηρωίνης, έτσι για να αλλάζει η διάθεση βρε αδελφέ.  Η μικρούλα So-mi αναγκάζεται να τριγυρνάει μέσα στη πόλη μόνη της και να κλέβει μικροπράγματα, μιας που η μητέρα της την έχει στη καλύτερη περίπτωση χεσμένη και γενικά κανείς δε φαίνεται να δίνει δεκάρα για το ξύπνιο παρόλα αυτά, πιτσιρίκι.
Μια μέρα η μητέρα της θα μπλέξει πολύ άσχημα, όταν κλέψει ένα δείγμα ηρωίνης το οποίο προόριζε η κορεατική μαφία για μερικούς εξέχοντες, Κινέζους αγοραστές.  Τότε όλη η Κόλαση θα ξεσπάσει πίσω της, αφού τα τσιράκια των μεγάλων αφεντικών, πρέπει να την εντοπίσουν, να πάρουν πίσω το εμπόρευμα και να την τιμωρήσουν σκληρά.
Όταν τελικά καταλήξουν να απαγάγουν την ίδια, αλλά και την κόρη της, θα συνειδητοποιήσουν οτι υπολόγιζαν χωρίς τον ξενοδόχο, μιας που ο Cha Tae-sik, με το αινιγματικό παρελθόν, θα ξεκινήσει έναν αγώνα ενάντια στον χρόνο, προκειμένου να σώσει τη So-mi.  Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, σύντομα θα βρεθεί και ο ίδιος προ απροόπτου, όταν πληροφορηθεί οτι οι μάγκες που κυνηγάει, εμπλέκονται εκτός από το εμπόριο ναρκωτικών, και σε εμπόριο διακίνησης οργάνων…

Η ταινία αποτελεί παραγωγή του 2010, και έχει σκηνοθετηθεί από τον Jeong-beom Lee, ο οποίος έχει κάνει μια ακόμη ταινία (το “Cruel Winter Blues” το 2006) και τίποτε άλλο.
Δε μπορώ να πω βέβαια οτι με εκπλήσει ιδιαίτερα το γεγονός οτι ένας ακόμη Κορεάτης σκηνοθέτης έχει κάνει μια τόσο καλή ταινία όσο αυτή που τσεκάρουμε σήμερα, με μοναδική προϋπηρεσία μια ακόμη.  Η αλήθεια είναι πάντως πως ακόμα και με την πρώτη του ταινία, ο Lee, κατάφερε να χωθεί βαθιά στο μυαλό των συμπατριωτών του, αλλά και των απανταχού ασιατόφιλων, κυρίως επειδή φάνηκε να δίνει μια νέα, πιο φρέσκια πνοή στις ήδη αξιοπρόσεκτες (και ως επί το πλείστον cult) δουλειές του Takeshi Kitano.
To “Cruel Winter Blues”, εμπεριέχει έναν γκανγκστερικό κόσμο, με εμφανέστατα στοιχεία διαλογισμού και φιλοσοφικών αναζητήσεων, πετυχαίνοντας να αναζωογονήσει τείνει τρόπο τις αντίστοιχου είδους ταινίες του Kitano, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από μια πιο ωμή και ρεαλιστική ματιά, πάνω στον κόσμο των κακών παιδιών της νύχτας.
Στο “The Man From Nowhere” δημιουργεί μια ακόμη φορά ένα εφιαλτικό (και όμως τόσο απροκάλυπτα πραγματικό) σύμπαν από αναλώσιμους ανθρώπους, ψυχωτικά αφεντικά και μοιραίους ήρωες, οι οποίοι τα παίζουν όλα για όλα.  Και όσο κι αν φαίνεται πως κάποιος δεν έχει τελικά τίποτα να χάσει, μη ξεγελιέστε.  Πάντα έχει.
Μπορεί λοιπόν ο Lee μέχρι και σήμερα να μην έχει σκηνοθετήσει κάποια νέα ταινία, παρόλα αυτά, αυτή η δική του ιστορία εκδίκησης, είναι σίγουρα μια από τις καλύτερες που έχετε/θα έχετε δει.  Μεστή, σκληρή και περίεργα ανθρώπινη, είναι μια ταινία για την απώλεια, τη μοναξιά, την αγάπη και την ύστατη θυσία η οποία δεν προέρχεται κατ’ ανάγκη από κάποιον φίλο ή συγγενή.  Είναι δυνατόν να προέρχεται και από κάποιον εντελώς άγνωστο.  Κάποιον που φαίνεται να έρχεται ‘από το πουθενά’.

Αν κάποιος αποφασίσει να δει τη ταινία, θα διαπιστώσει οτι ακολουθεί το κλασικό, εκδικητικό μονοπάτι, το οποίο έχουμε συνηθίσει στις σύγχρονες, South Korean ταινίες, γεγονός που μπορεί να κάνει ορισμένους να πουν οτι ‘ok η ταινία δε μου προσφέρει τίποτα καινούριο και συνεπώς είναι μια από τα ίδια’.  Ναι, μπορεί αυτό όντως να συμβαίνει, αλλά για μια ακόμη φορά μιλάμε για μια υπόθεση τόσο άρτια δομημένη και τόσο εξαιρετικά σκηνοθετημένη, που πραγματικά θα σας είναι δύσκολο να ξεκολλήσετε τα μάτια σας από πάνω της.
Έχω ξαναπεί και θα το λέω για όσο ακόμα χρειαστεί.  Είναι προτιμότερο να βλέπεις μια ταινία αυτής της φρέσκιας, κινηματογραφικής σχολής των Ασιατών, απ’οτι ένα Χολυγουντιανό καρμπονάκι, το οποίο τις περισσότερες φορές είναι και υπερβολικό, και βαρετό και τίγκα στην κακιασμένη τεστοστερόνη/αδρεναλίνη, σε βαθμό που καταντάει απλά γελοίο και ψεύτικο (δεν δέχομαι οτι ο Statham σκαρφαλώνει και γαζώνει, με τη καράφλα στεγνή και καθαρή.  Δε γίνεται ρε φίλε!).  Δε θέλω να κριτικάρω αυτού του είδους τις ταινίες, δε με αφορά κιόλας αυτή τη στιγμή να μπω σε μια τέτοια συζήτηση, μιας που ξέρω πως όλο και κάποιος θα βρεθεί να μου μιλήσει για το γαμάουα γερό-κάλος του Silvester Stalone, ή την απαράμιλλη γοητεία του always bad, Jean Claude van Damme.
Αν θέλετε να δείτε όμως κάτι που και τη δράση στα ύψη έχει, και αξιόλογες ερμηνείες, και τις δραματικές του εξάρσεις (όταν πρέπει βεβαίως, μιας που και οι περισσότερες ασιατικές ταινίες, δε στοχεύουν στο τσάμπα κλάμα) και μια υπόθεση κατά τα άλλα κλασική, αλλά πάντα καλή, ε τότε δείτε το “The Man From Nowhere” και αφήστε τα ψευτοπιστολίδια και τις ‘εκρήξεις ανά λεπτό’ για τις κάφρικες βραδιές, παρέα με τους κολλητούς.

Πρωταγωνιστής και αυτή τη φορά, είναι ο Bin Won, και λέω και αυτή τη φορά, γιατί μερικές εβδομάδες πριν είχα ανεβάσει στο blog και τη ταινία, “Mother”.  Για όσους δε θυμάστε ο Won, υποδύεται εκεί έναν διανοητικά προβληματικό νεαρό, ο οποίος κατηγορείται από την αστυνομία για τη δολοφονία μιας κοπέλας, δίνοντας μια πραγματικά, εντυπωσιακή ερμηνεία και πείθοντας απόλυτα στον ρόλο του.
Εδώ ο χαρακτήρας που υποδύεται, δε θα μπορούσε να είναι πιο κόντρα.  Λιγομίλητος, με δολοφονικά ένστικτα, σκούρο κοστουμάκι και βλέμμα κοφτερό σαν λεπίδι, δίνει μια ερμηνεία που ισορροπεί ανάμεσα στο δράμα και τη βίαιη περιπέτεια με μεγάλη ευκολία.  Χωρίς πολλές υπερβολές, αλλά με μια υπόθεση που υιοθετεί το μοτίβο του “good guy gone bad” και κάνει πιστευτή την εξέλιξή της, η ταινία πετυχαίνει να ξεχωρίσει μέσα στον συρφετό των ανεγκέφαλων περιπετειών του σωρού, που δεν έχουν τίποτα περισσότερο να προσφέρουν, πέρα από μερικούς γυμνούς κοιλιακούς (τουλάχιστον εδώ τους βλέπεις με άλλο μάτι), γυναικείες παρουσίες που περιορίζονται στο ρόλο της sexy γατούλας και τίποτε άλλο, και ένα αέναο πάρε δώσε από σφαίρες, που φυσικά ποτέ δε βρίσκουν τον στόχο τους (ο πρωταγωνιστής βγαίνει συνήθως αλώβητος, ακόμα και όταν καμιά ντουζίνα από αυτόματα, έχουν ξεράσει πάνω του εκατοντάδες σφαίρες).
Οχι εδώ.  Εδώ ο κεντρικός ήρωας και θα πονέσει, και θα χτυπηθεί, και θα βασανιστεί εξαιτίας των προσωπικών του επιλογών, και στη συνέχεια θα λυτρωθεί.  Με τον έναν, ή με τον άλλο τρόπο.

Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα ιδέα της ταινίας, να έχει να κάνει με τη σχέση που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στον πρωταγωνιστή και το κοριτσάκι.  Εξακολουθώντας να δρα ανελέητα για χάρη της μικρής και σε μια προσπάθεια να τη σώσει, ο ίδιος, δε περιορίζεται στον ρόλο του macho τύπου, που δε θέλει πάρε δώσε με κανέναν, παρά μόνο με τη μοναξιά του.  Ίσα ίσα που μέσα από την πορεία της ταινίας, μπορεί κανείς να εντοπίσει τα ψήγματα ενός ληθαργικού πατρικού ενστίκτου, τα οποία άθελά της ίσως, ξύπνησε η So-mi.
Η σχέση τους γίνεται προοδευτικά όλο και πιο στενή, όλο και πιο ισχυρή και μάλιστα με τον πιο απλό τρόπο και χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις.  Ένα…βαμμένο νύχι, μια αγκαλιά ή μια εξομολόγηση, αποτελούν τα πιο δυνατά χαρτιά που δένουν τους δυο χαρακτήρες, κάτω από το πρίσμα μιας ολοένα και πιο επικίνδυνης πραγματικότητας της νύχτας.
Ο Lee δε μασάει τα λόγια του, αλλά αντικατοπτρίζει πάνω στη κάμερά του τα σκοτεινά σοκάκια, την αμίλητη βία και την παράνοια του κόσμου, μέσα από ακραίους συνδυασμούς χρωμάτων (έντονες, σχεδόν φλουο πινελιές, έρχονται σε αντίθεση με το σκοτάδι της νύχτας), αλλά και τη δράση του ήρωα ως επί το πλείστον βράδυ.  Ακόμα και όταν η μέρα παίρνει τη σκυτάλη, ο Cha Tae-sik περιμένει τη δύση του ηλίου για να δράσει, σε μια εμφανέστατη ανάγκη να διατυπωθεί έτσι, και η ερεβώδης ψυχική του κατάσταση.
Όλο το ζοφερό αυτό κλίμα που επικρατεί, ενισχύεται ακόμη περισσότερο από τις μουσικές νότες (οι οποίες μοιάζουν πολύ μεταξύ τους, έτσι κι αλλιώς), εμπνευσμένες από κλασσικά κομμάτια, τα οποία ντύνουν ακόμα και τις πιο σοκαριστικές στιγμές της ταινίας.
Εν προκειμένω η εκδίκηση γίνεται μονόδρομος, ο θεατής τάσσεται από τη πρώτη στιγμή κατά του μαφιόζικου καρτέλ που σκοτώνει δίχως έλεος όποιον βρεθεί μπροστά του, και ο πρωταγωνιστής γίνεται κάτι σαν τον σκοτεινό άγγελο που φέρνει τη δικαιοσύνη.  Οχι όμως και χωρίς τίμημα.
Εντυπωσιακά απλά στη σύλληψή της, αλλά με μια εκτέλεση που προκαλεί δέος, το “The Man From Nowhere” είναι μια βραδυφλεγής ταινία που μπορεί να ξεκινάει ύπουλα μιουταρισμένη, καταλήγει όμως σε ένα φρενήρες κυνηγητό, για την επούλωση ενός παλιού τραύματος…Απλά εξαιρετική.

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι οι ντετέκτιβ είναι για ακόμη μια φορά τζιμάνια, οτι μια συγκεκριμένη σκηνή μου θύμισε πολύ “The Raid” και οτι ο ένας εκ των κακών, μοιάζει με creepy, ασιάτη, Michael Jackson.


No trivia

The Dark Knight Rises: An epic end to an epic trilogy

NEW ARRIVAL

Χαιρετώ, χαιρετώ όσους έχετε πια επιστρέψει από τις διακοπούλες σας, και σας εύχομαι έναν δημιουργικό και όμορφο χειμώνα!  Οχι δηλαδή οτι θα τον δούμε και σύντομα, αλλά πρέπει να πω και εγώ τα κλασικά καθέκαστα, κάθε φορά που επιστρέφουμε όλοι πίσω στα λαγούμια μας, για έναν ακόμη χρόνο.  Επανερχόμαστε λοιπόν και πάλι στις ποικίλες κριτικές αυτού του blog, και ξεκινάμε-θέλω να ελπίζω-φορτσάτοι για μια ακόμη χρονιά.  Αν δηλαδή υπήρχε και καμιά δουλειά around, δε ξέρω τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω.  Παρόλα αυτά, και επειδή πολλά και διάφορα είναι αυτά που έχουν κάνει (και θα κάνουν) τη διάθεσή μου να ταλαντεύεται επικίνδυνα τις επόμενες μέρες, παρακαλώ να δείξετε και κάποια κατανόηση αν κάτι μου ξεφύγει ή αν κάποιες φορές δε βγάζω νόημα.  Θα προσπαθήσω να αποφύγω το γράψιμο σε περίπτωση που η διάθεσή μου βρίσκεται κάπου στο υπόγειο και εμπάση περιπτώσει, όπως και να’ χει, λέω να διοχετεύσω τις ανάγκες μου εδώ.  So, μετά από αυτό τον σώψυχο πρόλογο, ας περάσουμε κατευθείαν στο ψητό, και φυσικά την πιο αναμενόμενη ταινία της χρονιάς.  “The Dark Knight Rises”…for the last time.

Οκτώ χρόνια έχουν περάσει από τη νύχτα που ο shiny, white Knight της Γκόθαμ, Harvey Dent, δολοφονήθηκε κατά τα λεγόμενα του Commissioner Gordon (Gary Oldman), από τον μασκοφόρο εκδικητή της πόλης, τον κ. Batman (Christian Bale).  Η απόφαση για την δημιουργία ενός τραγικού μύθου, πίσω από τις κατά τα άλλα, διεφθαρμένες, τελευταίες στιγμές του κατά κόσμον Two-Face, έχουν αφήσει την Γκόθαμ με ένα τσούρμο πολίτες που πίνουν νερό στο όνομα του αδικοχαμένου εισαγγελέα, έτοιμους να αρπάξουν δάδες και τσουγκράνες, σε περίπτωση που ο άνθρωπος-νυχτερίδα κάνει και πάλι την εμφάνισή του.
Από την άλλη μεριά ο δισεκατομμυριούχος-και soon to be not-Bruce Wayne, βρίσκεται αυτοεξορισμένος στη μεγαλοπρεπή του έπαυλη, θρηνώντας ακόμη τη χαμένη του αγάπη Rachel, έχοντας αφήσει στο έλεός τους τις διάσημες επιχειρήσεις του, και με μοναδική συντροφιά τον πιστό, γερο-Alfred (Michael Caine).
Όταν μια νέα απειλή κάνει την εμφάνισή της στην υπό καταστολή, σχεδόν ναρκωμένη κάτω από το στραφταλιζέ βαυκάλισμα ενός πεσόντος ήρωα, Γκόθαμ, ο Σκοτεινός της Ιππότης, θα εγερθεί για μια και τελευταία φορά, σε μια προσπάθεια να καταστρέψει ολοκληρωτικά το σκοτεινό παρελθόν που συνεχίζει να τον κυνηγά, μεταμφιεσμένο στον θηριώδη ‘απελευθερωτή’, Bane (Tom Hardy).
Στη προσπάθειά του ο Batman να γλυτώσει οτι έχει απομείνει από την πόλη, θα βρει στο πλευρό του συμμάχους, όπως τον νεαρό αστυνομικό Blake (Joseph Godron-Levvitt) και την ατίθαση κλέφτρα Selina (Anne Hathaway), η οποία αρέσκεται σε ατάκες τύπου Μαρία Αντουανέτα, αλλά στο ανάποδό της (τη φαντάζομαι να αρπάζει το παντεσπάνι από τους ευγενείς, και να το πετάει με ικανοποίηση στη πεινασμένη μάζα), αλλά και επίμονους εχθρούς οι οποίοι προέρχονται τόσο από τα βάθη των αναμνήσεών του, όσο και από το πιο δυνατό κροσέ που θα μπορούσε να υπομείνει: φυσικά αυτό του Χανιμπαλίζοντος Bane.

Η επισφράγιση του Νολανικού μύθου του Batman, αποτελούσε ίσως το πιο αναμενόμενο κλείσιμο ταινιακής ιστορίας εδώ και χρόνια.  Δε θα ήταν εξάλλου υπερβολή αν λέγαμε οτι οι απανταχού θαυμαστές του super ήρωα με τα χλιδάτα γκαντζετάκια, περίμεναν αυτή τη ταινία ήδη, από τη στιγμή που το “The Dark Knight” είχε βγει στις αίθουσες τέσσερα χρόνια πριν.
Η αλήθεια είναι οτι πολλοί ήταν αυτοί που αναρωτήθηκαν σχετικά με τον τρόπο που θα αποφάσιζε ο Nolan να κλείσει την επική τριλογία του, καθότι για αρκετό κόσμο (και για εμένα προσωπικά), το “The Dark Knight” ήταν απλά μια συγκλονιστική κορύφωση άνευ προηγουμένου, σε σχέση με το “Batman Begins” του 2005.  Από τη σκηνοθεσία και το soundtrack, μέχρι το σενάριο, το εξαίρετο cast και την ερμηνεία-κόλαφο του αδικοχαμένου Heath Ledger, στον ρόλο του ψυχάκια Joker, το “The Dark Knight” ήταν αναμφίβολα η καλύτερη super hero-ική ταινία που είχαμε δει ποτέ.
Το μόνο σίγουρο λοιπόν ήταν, πως ο ίδιος ο σκηνοθέτης είχε θέσει τον πήχη πολύ ψηλά, και για να ξεπεράσει την επιτυχία της δεύτερης ταινίας του, θα έπρεπε η τρίτη και τελευταία να είναι ακόμα καλύτερη.  Και εκεί είναι που την πατήσαμε όλοι μαζί.
Ο σκοπός του Nolan αυτή τη φορά δεν ήταν να δημιουργήσει έναν ακόμη instant, classic χαρακτήρα, όπως έγινε για παράδειγμα με τον Joker, ούτε να αντιγράψει την αυταπόδεικτη αξία της προηγούμενης ταινίας, ούτε και να δρέψει τις δάφνες κοινού και κριτικών, μέσα από μια εξίσου εντυπωσιακή προσπάθεια.  Κάθε άλλο.  Το “The Dark Knight Rises” αποτελεί το καλύτερο, το πιο εμπνευσμένο και το πιο ώριμο κλείσιμο που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, για μια τριλογία η οποία επαναπροσδιόρισε εκ νέου την ουσία ενός παρεξηγημένου μέχρι τότε, comic χαρακτήρα.  Και το έκανε με τρόπο που κανείς μέχρι σήμερα δεν είχε τολμήσει να κάνει: έφερε την υπόθεση, τους ήρωες και τα ηθικά διλήμματα, στο σήμερα.  Στη συνέχεια, τα πυροδότησε και τα άφησε να εκραγούν με τρόπο θαυμαστό και απρόσμενα αληθινό μπροστά στα μάτια μας.  Και αυτό φίλοι μου είναι η πραγματική σωτηρία του ήρωα που ακούει στο όνομα Batman.

Ακόμα και έτσι όμως, η αυστηρή (και σε πολλές περιπτώσεις βιτριολική) κριτική, δεν έλειψε.  Πολλά τα ειρωνικά ερωτήματα (τύπου, ‘μα καλά, γιατί κανείς δε πυροβολούσε απλά τον Batman στο κεφάλι για να πεθάνει;’.  Really??), μπόλικη η κατακραυγή και μεγάλη η-άνευ λόγου για εμένα-τσαντίλα, σχετικά με το γιατί ο Nolan έκανε μια ταινία κάτω των προσδοκιών, που δεν έμοιαζε επουδενί στην προηγούμενη και με υπόθεση τίγκα στις τρύπες.  Ε λοιπόν, όλα αυτά εγώ τα ακούω βερεσέ, γιατί αν θες να σου πω και την αλήθεια γρήγορα και απλά, θα σου πω μόνο ένα πράγμα: η ταινία τα σπάει.  Έτσι, για να μιλήσω και τη γλώσσα της νεολαίας.  Και γιατί το κάνει αυτό;  Έρχομαι και εξηγώ.
Καταρχάς ας ξεκαθαρίσουμε ένα μόνιμο πρόβλημα, το οποίο έχει να κάνει με τα sequels, τα prequels και τις συνέχειες μιας ταινίας.  Το γεγονός οτι μια χαλαρή σύγκριση θα είναι αναπόφευκτη, δεν είναι ούτε κακό, ούτε και περιοριστικό, γι’ αυτόν τουλάχιστον που κάνει τη σύγκριση.  Το να προσπαθείς όμως να τσεκάρεις καρέ-καρέ στη προκειμένη περίπτωση το “The Dark Knight” και να λες οτι το “ΤDKR” είναι κατώτερό του, δεν έχει καμία σημασία αφού άλλη η μια ταινία, άλλη η άλλη.  Ακόμα και τέσσερα χρόνια πριν, όταν η παγκόσμια, οικονομική κρίση βρισκόταν προ των πυλών και εμείς ακόμα στον κόσμο μας, απολαμβάναμε με δέος και σοκ τη σκηνή στην οποία ο Joker έκαιγε τα λεφτά της μαφίας.  Σήμερα κάτι τέτοιο δεν έχει απολύτως καμία θέση στη Γκόθαμ του Bane.  O κακός τύπος με το προβατέ παλτό, το φίμωτρο και την περιπαικτική, αλλοιωμένη φωνή, δεν έχει έρθει ούτε για να κλέψει, ούτε για να παραδειγματίσει μέσω της ψυχασθενικής του φύσης, ούτε και για να αποτελέσει το νέο είδωλο της πόλης.  Έχει έρθει για να καταστρέψει.  Απλά, λιτά και απέριττα.
Σφετεριζόμενος την ιδέα ενός απελευθερωτή Μεσσία, έχει καταφθάσει στη Γκόθαμ, με στόχο να την αφανίσει και να ολοκληρώσει έτσι ένα σχέδιο που είχε ήδη αρχίσει (χωρίς τη δική του παρουσία), από τη πρώτη ταινία της τριλογίας.  Εν προκειμένω είναι ο χειρότερος εχθρός.  Καρπώμενος την ελπίδα, την ψυχολογία της μάζας και την ανάγκη των κατοίκων για έναν καινούριο ‘Ιππότη’, ο Bane γίνεται ακριβώς αυτό: κάποιος που θα καταφέρει να τους βγάλει μέσα από τον κυκεώνα των κοινωνικοπολιτικών ανισοτήτων, της καταπάτησης των δικαιωμάτων τους, την χλιδάτης ζωής που ζουν εις βάρος τους οι μεγαλοαστοί της πόλης και τελικά, αυτός που θα φέρει και πάλι την ισορροπία στη κοινωνική ζυγαριά του κόσμου.  Νομίζει κανείς πως η εισβολή του Bane στο Χρηματιστήριο είναι τυχαία;  Φυσικά και οχι.  Είναι ο ίδιος ο Nolan και η παρέα του, που αποφασίζουν να παρουσιάσουν τα σημεία των καιρών μας, μέσα στην ιστορία ενός φανταστικού ήρωα και να τον καταστήσουν πιο σύγχρονο από ποτέ.

Η οικονομική δυσχέρεια και η αγανάκτηση της μάζας, παρουσιάζονται με τρόπο γλαφυρό μέσα στη ταινία, με έναν τρόπο που καταδικάζει τους πλούσιους και ανεβάζει στην ιεραρχία έναν τύπο έτοιμο να της δώσει αυτό για το οποίο γενιές και γενιές ανθρώπων έχουν αγωνιστεί κατά τη διάρκεια της Ιστορίας: την δυνατότητα να πάρουν τον έλεγχο της πόλης, στα δικά τους χέρια.  Ακόμα και οι σκηνές του υποτιπώδους δικαστηρίου που έχει δημιουργηθεί, είναι αρκούντως ενοχλητικές καθώς με τις εναλλακτικές του ‘θανάτου’ ή της ‘εξορίας’, αποφασίζεται η τύχη επιφανών ή και οχι προσώπων της Γκόθαμ.  Η αναρχία κυριαρχεί.  Κατ’ επέκταση γίνεται μάλλον εμφανές οτι το “The Dark Knight Rises” είναι ο μύθος ενός ήρωα των παιδικών μας χρόνων, ιδωμένου όμως μέσα από ένα ζοφερό παρόν, γεμάτο ανησυχία και φόβο για το αύριο.  Γεμάτο από ανθρώπους που είναι έτοιμοι να αλληλοσπαραχθούν ακόμα στο όνομα της πιο εκφοβιστικής τακτικής, αυτής που θα καταφέρει να τους δώσει την εξουσία στα χέρια.  Τι κι αν αυτή εξουσία έρθει μέσα από αίμα και θάνατο;  Σάμπως και όλες οι επαναστάσεις δεν στηρίζονται ακριβώς πάνω σε αυτά;  Η μοναδική διαφορά έγκειται στο εξής: οι πολίτες της Γκόθαμ έχουν εξαπατηθεί.  Και η πόλη αυτή θα εξακολουθήσει να στέκει τρομερή, διεφθαρμένη και κακότυχη, μέσα στο αιώνιο σύμπαν των πιο χαρακτηριστικών δυστοπιών.
Εκτός λοιπόν από την εικόνα ενός σύγχρονα, παραπαίοντος συστήματος, το οποίο εύστοχα παρουσιάζει η ταινία, το απόλυτο χάος ετοιμάζεται να έρθει και μέσα από μια ακόμη ανθρώπινη καινοτομία, από αυτές που στα λάθος χέρια αποτελούν τα καλύτερα όπλα: έναν αντιδραστήρα.
Και πάλι εγείρεται ένα θέμα μεγάλης συζήτησης καθώς, αφενός στα χέρια ενός ειδικού μπορεί να αποτελέσει μια εξαίσια, εναλλακτική πηγή ενέργειας, αφετέρου σε αυτά ενός θηρίου έτοιμου να σπείρει την καταστροφή (ναι τον Bane λέω), αποτελεί σίγουρα το τζακποτ του ολέθρου.
Nevertheless, για ακόμη μια φορά ο Nolan φροντίζει να μη θυσιάσει το ηθικό του δίδαγμα για χάρη της διασκέδασης (και τούμπαλιν), και καταφέρνει να δημιουργήσει για τελευταία φορά, μια δυνατή περιπέτεια στην οποία-άκουσον άκουσον-υπάρχει χώρος και για σκέψη και για δράση και για μπλοκμπαστερική φαντασμαγορία.  Και το βγάζει τόσο αβίαστα ο άτιμος!

Και επειδή μας έχει πλέον καλοσυνηθίσει, μας πλασάρει και πάλι την IMAX τεχνολογία (που πολύ αμφιβάλω αν είχε ουδεμία σχέση με αυτό που είδα στα ODEON Starcity, αλλά whatever), εντυπωσιακή σκηνοθεσία για ακόμη μια φορά, δράση με το μέτρο και χωρίς να καταφεύγει σε υπερβολές (δεν τις έχει και ανάγκη άλλωστε), στρωτή υπόθεση, soundtrack από τον συνήθη ύποπτο Hans Zimmer και ένα ανακυκλώσιμο cast (Levvitt, Cotillard, Caine, Murphy, Hardy) που είναι και πάλι σφιχτοδεμένο και πιάνει εύκολα τις προσδοκίες μας.
Στα υπόλοιπα, την έκπληξη έκανε σίγουρα η Hathaway στον ρόλο της Catwoman (έναν προσδιορισμό που όμως δεν τον ακούμε ποτέ, καθώς ακόμα και στις εφημερίδες αναφέρεται ως “Τha Cat”).  Δυναμική, γοητευτική και με τσαχπινιά ατίθασου θηλυκού στην οποία δε μας είχε συνηθίσει, κερδίζει εύκολα τις εντυπώσεις και βγάζει νοκ-άουτ τους αντιπάλους της, χάρη στα θανατηφόρα τακούνια, την τσίτα κολλητή στολή και τα κατακόκκινα χείλη.  Meow…
Στον αντίποδα βρίσκουμε για ακόμη μια φορά τον Christian Bale, ο οποίος μένει ‘πίσω’ και αφήνει τους κακούς να αναδειχθούν.  Αρκείται στην εκφοβιστική του φωνή, τα πάρε δώσε με τις αιθέριες υπάρξεις της ταινίας και στο διαρκές γρονθοκόπημα, ενώ κάνει και τη φιγούρα του με το νέο, ιπτάμενο thing του.  Κλασικός, αγαπημένος και μετρημένος ο Bale.  Αντιθέτως ο Hardy και τα επιπλέον 15 κιλά του, γεμίζουν την οθόνη με μυς, πιθανή μπυροκοιλιά και λοιπά τρομερά μούσκουλα, δημιουργώντας έναν χαρακτήρα καθόλα απειλητικό, αλλά και τόσο περίεργα γοητευτικό.  Ένα πλάσμα που έχει μεγαλώσει πραγματικά, μέσα στην ίδια τη Κόλαση επί της Γης.  Σίγουρα μια ακόμη εκπληκτική μεταμόρφωση από τον Hardy που κινείται πλέον στα βήματα των μεταμορφώσεων του Bale.  Εξαιρετικά εκφραστικός, ακόμα και αν το πρόσωπό του αυτό καθεαυτό, το βλέπουμε μόνο για ελάχιστα δευτερόλεπτα στην-σχεδόν-τρίωρη διάρκεια της ταινίας.
Αν θα έπρεπε παρόλα αυτά να βρω κάτι που με ξένισε, αυτό θα ήταν 1) η περιορισμένη κάπως χρήση της Cotillard και 2) η χημεία Hathaway-Bale η οποία γκρεμίστηκε στα μάτια μου, από τη στιγμή που εκείνη του απευθύνθηκε ως ‘Μr. Wayne’.  Ήταν σα να βλέπω την American Beauty, Mena Suvari, να απευθύνεται στον mr. Burnham-Kevin Spacey.  Και αυτό μου έκανε πολύ weird.

Αν εξαιρέσει τελικά κανείς μερικές ανεπαίσθητες ενοχλήσεις, το “The Dark Knight Rises” είναι το ιδανικό κλείσιμο, σε μια ιδανικά καμωμένη ιστορία σούπερ ήρωα για μεγάλα παιδιά.  Ιδιαίτερη λεπτομέρεια το γεγονός οτι ο Nolan έμεινε πιστός σε μερικές extra, κομικίστικες στιγμές που θα συζητηθούν και μερικές ακόμα ανατροπές που θα σας αφήσουν άφωνους.
Σκοτεινό και μεγαλοπρεπές, το τέλος του Batman, είναι αυτό ακριβώς που του άρμοζε: ένας επίλογος ωμής ρεαλιστικότητας και άναρχης δόμησης, μέσα από τον οποίο όμως η ελπίδα αρχίζει να διαφαίνεται κάπου στου βάθος και η σωτηρία του Γκόθαμ δε φαντάζει πια τόσο μακρινή.  Βλέπετε η πόλη, πάντα θα έχει τη βοήθεια ‘κάποιου’ όταν τη ζητήσει….

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι ο Matthew Modine ζει και βασιλεύει, οτι οι γκρίζοι κρόταφοι ανήκουν δικαιωματικά στον Clooney, και οτι με τα 20άποντα της Catwoman είναι απλά φύση αδύνατο να τρέξεις.  Ας το παραδεχτούμε τουλάχιστον μεταξύ μας ; )


TRIVIA

  • Ο Νolan χρησιμοποιεί έντονα το μοτίβο της μάσκας μέσω της ταινίας.  Οι Batman, Bane και Catwoman, όλοι φορούν μάσκες.  Ο Bruce Wayne έχει μια συλλογή από μάσκες αφρικανικών φυλών στο δωμάτιο όπου αυτός και ο Διευθυντής Blake έρχουν την πρώτη τους ομιλία μέσα στο αρχοντικό, ενώ και η Miranda Tate (Cotillard) διοργανώνει ένα πάρτι μασκέ.
  • Όταν o Bane σχίζει τη φωτογραφία του Dent Harvey στη μέση, το κάνει τόσο κάθετα στο  πρόσωπο του Harvey, μια ξεκάθαρη αναφορά στη μετάβαση του σε Two-face.
  • Από σεβασμό στον Heath Ledger, το όνομα Joker, δεν αναφέρεται καθόλου στη ταινία.
  • O Hardy δέχθηκε τον ρόλο του Bane, χωρίς να τον διαβάσει.  Όταν του είπαν οτι θα έχει τη δυνατότητα να εκτελέσει ποικίλα stunts, και πρόσβαση σε εξοπλισμό που θα μπορεί να εκπαιδεύεται, δεν χωρούσε συζήτηση το πράγμα.
  •  O Nolan υποστήριξε πως αυτή η ταινία έχει να κάνει με τον Πόνο, το Batman Begins με τον Φόβο, και το Τhe Dark Knight με το Χάος.
(ΠΗΓΗ IMDB) 
 
 

The Raid: Redemption: The action movie of the year

NEW ARRIVAL (από 2 Αυγούστου στους κινηματογράφους)

Γεια σας και πάλι!  Έπειτα από κοντά μια εβδομάδα απουσίας, είπα να βάλω μια ακόμη ταινιούλα, και να με συγχωρέστε για την μικρότερη παρουσία μου στα κινηματογραφικά αυτόν τον καιρό, αλλά όπως είπα κάνω διακοπούλες στην Αθήνα, οπότε πρέπει να συνδυάζω και τα δυο μαζί.  Η αλήθεια είναι βέβαια πως η ταινία την οποία είδα δυο μέρες πριν, στον θερινό κινηματογράφο Λαϊς, της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, με έκανε να μη κρατιέμαι να την ανεβάσω στο blog, και να την στέψω ως ΤΗΝ καλύτερη ταινία δράσης της χρονιάς και πιθανότατα και των τελευταίων ετών.  Το “The Raid: Redemption” είναι μια τέρμα τα γκάζια τεστοστερονάτη περιπέτεια, με χορογραφημένες, ξυλίκικες σεκάνς που κρατούν αρκετά λεπτά, μπόλικη βία και αντρικό αίμα να πετάγεται από τις πιο απίθανες, ανθρώπινες τρύπες.  Ενημερώνω από τώρα.  Δεν είναι μια ταινία ούτε για ξενέρωτους, ούτε για όσους το παίζουν ‘βαριά κουλτούρα’, ούτε για κυράτσες ντυμένες λες και πάνε να απολαύσουν καμιά αποστειρωμένη οπερέτα (ήταν τουλάχιστον τρεις τύπισσες στο cinema, οπού έπειτα από μερικά λεπτά προβολής, σηκώθηκαν απηυδισμένες και αποχώρησαν.  Που μας μωρή ξυπόλυτη στα αγκάθια;  Δε διαβάζεις τι θα πας να δεις, πριν το δεις, ή το ‘ελεύθερη είσοδος’ σου θόλωσε το μυαλό;).  So όσοι δεν ανήκετε στις παραπάνω κατηγορίες, λίγη υπομονή θα κάνετε μέχρι τις 2 Αυγούστου, όταν και θα κυκλοφορήσει.  Για όσους δε μπορούν να περιμένουν, υπάρχει και στο Youtube (και οχι μόνο) ολόκληρη παρακαλώ, αλλά χωρίς υπότιτλους.  Ξεκινάμε…

Σε μια φτωχογειτονιά της Jakarta στην Ινδονησία, ένα 30όροφο κτίριο αποτελεί εδώ και καιρό το εγκληματικό άβατο ενός βαρώνου των ναρκωτικών, του Tama και των πιστών του ‘σκυλιών’ που απαρτίζονται από κάθε λογής παρανοϊκούς δολοφόνους, κλέφτες, έμπορους και χρήστες ναρκωτικών, καθώς και άλλων ακόμη κοινωνικών σκουπιδιών που ο Tama χρησιμοποιεί για την δική του προστασία, αλλά και αυτή των διαφόρων βρωμοδουλειών του.
Παρά το γεγονός οτι το κτίριο στέκει απειλητικό και βρώμικο μες τη μέση της πόλης, κανείς δε φαίνεται να έχει τολμήσει την πολυπόθητη, αστυνομική έφοδο, μιας που οι τριάντα όροφοί του, τίγκα στους εγκληματίες, δεν προϊδεάζει για καμία αίσια έκβαση.  Όλα αυτά δηλαδή μέχρι τη στιγμή που μια ομάδα SWAT αποτελούμενη από 18 άτομα, αποφασίσει να εισβάλει τελικά σε αυτό το κολασμένο άβατο, προκειμένου να το καθαρίσει μια και καλή από τα ανθρώπινα αποβράσματα που το κατοικούν.  Ανάμεσα στους νεοφερμένους επίλεκτους (παιδάκια χωρίς την παραμικρή εκπαίδευση για τέτοιες περιπτώσεις) βρίσκεται και ο Rama (Iko Uwais) ένας νεαρός ο οποίος άφησε την έγκυο γυναίκα του στο σπίτι, και πήρε μέρος στην αποστολή πιστεύοντας στο υψηλό αίσθημα επαγγελματικότητας και τυπικότητας, το οποίο θα έπρεπε να διακρίνει τον καθέναν από αυτούς.  Αλλά δε τους διακρίνει.  Όταν γίνει αντιληπτό από τους υπόλοιπους οτι η αποστολή αυτή αποτελεί στην ουσία, αποστολή αυτοκτονίας (καθότι ο γκριζομάλλης αρχηγός δεν ενδιαφέρθηκε να ενημερώσει κανέναν άλλον σχετικά με το που θα πάνε και τι θα κάνουν), τότε τα πράγματα θα γίνουν επικίνδυνα στριμόκωλα.  Σε βαθμό που μια ομάδα από ανεκπαίδευτα τρυφερούδια να μοιάζει πανεύκολη λεία για τους φουλαρισμένους σε μασετιάριδες/αυτοματιάριδες/τρελιάριδες ορόφους του τρισκατάρατου οικοδομήματος.  Και πάνω που λες οτι το παιχνίδι έχει χαθεί, σκάει μύτη ο Rama και φέρνει τα πράγματα στα ίσια.  The game has just began.

Καταρχάς το γεγονός και μόνο οτι μιλάμε για μια ινδονησιακή παραγωγή, σκηνοθετημένη από έναν Ουαλό, αποτελεί από μόνο του ένα στοιχείο το οποίο αν μη τι άλλο θα έπρεπε να προκαλεί εντύπωση και ενδιαφέρον σε καθέναν από εμάς που του αρέσει γενικώς και αορίστως να τολμά στις κινηματογραφικές του επιλογές.
Ακόμα πιο εντυπωσιακό μάλιστα είναι και το γεγονός οτι η συγκεκριμένη ταινία γυρίστηκε με ένα budget μόλις $1.100.000 εκατομμυρίων, αποδεικνύοντας για πολλοστή φορά οτι οι καλές ταινίες μπορούν να γίνουν και με τα λίγα λεφτά.
Σε κάτι τέτοιο φάνηκε τουλάχιστον πως πίστεψε και ο σκηνοθέτης Gareth Evans, τον οποίο ομολογώ πως ούτε καν τον είχα ακουστά, αλλά τον έμαθα μια και καλή την περίοδο του φεστιβάλ του Sundance, όταν και τσέκαρα για πρώτη φορά το trailer του film και κατάλαβα πως πρόκειται για ένα martial art-ιστικό αριστούργημα.
O Evans μέχρι και πριν από το “Τhe Raid” είχε γυρίσει δυο ακόμα ταινιάκια που κυμαίνονταν σε παρόμοια σεναριακά και σκηνοθετικά μονοπάτια, αν και σίγουρα δεν έφταναν το ‘μεγαλείο’ της νέας του προσπάθειας.
Στο “Footsteps” (2006) ο Evans σκηνοθετεί μια ιστορία για έναν μυστήριο τύπο που αρέσκεται να κινηματογραφεί ξυλοδαρμούς, δολοφονίες και βιασμούς, κάτι που παραπέμπει ξεδιάντροπα στην ίδια την ουσία τους σκηνοθέτη ως επάγγελμα, ενώ στο “Merentau” (2009) -το οποίο σύμφωνα με τον σκηνοθέτη αποτελεί πλέον ένα άτυπο prequel του “The Raid”-αναλαμβάνει να μας καταστήσει για πρώτη φορά γνωστό τον Iko Uwais ο οποίος πριν γίνει ηθοποιός ήταν οδηγός φορτηγών(!).
Αν και η ταινία είχε ξεκινήσει αρχικά με στόχο μια γκανγκστερικής φύσεως υπόθεση που εκτυλίσσεται στη φυλακή με τίτλο “Berandal”, εντούτοις η έλλειψη οικονομικών πόρων οδήγησε τον Evans και τους συνεργάτες του σε ένα μικρότερο και λιγότερο φιλόδοξο project, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του “The Raid”.  Και επειδή ακριβώς οι αντιδράσεις κοινού και κριτικών ήταν στο μεγαλύτερο ποσοστό θετικές, αλλά και τα χρήματα που απέφερε αρκετά, ο Evans αποφάσισε τελικά να κλείσει την υποτιθέμενη τριλογία του με την αρχική του ταινιακή σύλληψη, “Berandal” η οποία αναμένεται να κυκλοφορήσει στις αρχές του 2013 και να συνεχίσει φυσικά την ‘κληρονομιά’ του “The Raid” με πρωταγωνιστή και πάλι τον νευρώδη Uwais στον ρόλο του Rama.

Αν πάτε να δείτε την ταινία με την πεποίθηση οτι πρόκειται να δείτε κάτι ολότελα πρωτότυπο, τότε κάνετε λάθος.  Η υπόθεσή του είναι μια κλασική, αφηγηματική ιστορία από αυτές που έχουμε φάει με το κουτάλι της σούπας από το Hollywood και οχι μόνο, και αν θα έπρεπε να την τοποθετήσουμε σε κάποιο καλούπι μάλλον θα λέγαμε οτι ανήκει στο action crime είδος.  Μια ομάδα επίλεκτων εισβάλει σε ένα κτίριο και τα κάνει όλα ρημαδιό προκειμένου να το ξεσκαρτάρει από όλα τα κακοποιά στοιχειά.  Ωραία, θα μου πείτε.  Και γιατί στο καλό να δώσουμε λεφτά για να πάμε να δούμε κάτι που το έχουμε δει αμέτρητες ακόμα φορές;  Εδώ έγκειται και η γοητεία του “The Raid”.  Κοιτάξτε πέρα από το σενάριο, εκεί που την παράσταση κλέβει η σκηνοθεσία, οι άρτια χορογραφιμένες σκηνές, τα γρονθοκοπήματα, οι κλωτσιές και τα αυτόματα που δε σταματούν λεπτό να ξεχύνουν καυτές σφαίρες και θάνατο.  Και κάπου εκεί θα καταλάβετε οτι δε μιλάμε για την κλασική περιπέτεια με τις υπερψευτιές, τις δυνατές εκρήξεις και τους πρωταγωνιστές που βγαίνουν αλώβητοι και σε φάση ‘πάλι γ*μησα ο π*στης’ (censored).  Κάπου εκεί θα καταλάβετε πως λειτουργεί μια φονική, ανθρώπινη μηχανή χρησιμοποιώντας με τον καλύτερο τρόπο τα πιο δολοφονικά της όπλα: το μυαλό και τη δύναμη του σώματος.
Οι πολεμικές τέχνες και συγκεκριμένα το silat (ένας συνδυασμός πολεμικών τεχνών από αυτές που διδάσκονται στα βάθη της Ασίας), είναι αυτές που αποτελούν τους αδιαφιλονίκητους πρωταγωνιστές της ταινίας, καθώς στο μεγαλύτερο μέρος της και αθροιστικά όσον αφορά τη διάρκειά της, όλοι οι ήρωες έρχονται στα χέρια και γίνεται το μακελειό του αιώνα.  Είναι κάτι το υπέροχο να το βλέπεις, καθώς πέρα από την αυταπόδεικτη βία και βαναυσότητά του, είναι σαν να παρακολουθείς ένα άψογα εκτελεσμένο, brutal μπαλέτο μόνο από άντρες.
Ο Evans έχει μιουτάρει εύστοχα τα πολλά λόγια και έχει φέρει στο προσκήνιο την δράση, τη πράξη, τις σπασμωδικές κινήσεις, την μυρωδιά του ιδρώτα και την αγριάδα αυτών των μικροκαμωμένων, μαυροτσούκαλων ανθρώπων που σε κάνουν σκόνη πριν ακόμη προλάβεις να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου.  Και είναι τόσο full στην αδρεναλίνη όλο αυτό το οπτικοακουστικό υπερθέαμα που το παραδέχομαι ακόμα και εγώ που είμαι γυναίκα.  Και που σε όλη τη διάρκεια της ταινίας δε μπόρεσα να ξεκολλήσω να μάτια μου από την οθόνη.

Οι σεκάνς των ξυλοδαρμών και των εκτελέσεων είναι σίγουρα από τα καλύτερα πράγματα που έχω δει σε περιπέτεια εδώ και πολύ πολύ καιρό, μιας που ο Evans δε βιάζεται, αλλά τους δίνει όλο τον απαραίτητο χρόνο προκειμένου να ξετυλιχθούν και σε πραγματικό χρόνο να αναρωτηθείς πόσο ακόμα θέλει για κάποιος για να πεθάνει.  Οι ήχοι από τα χτυπήματα και τους πυροβολισμούς που πέφτουν βροχή θα σε κάνουν να ζαρώσεις επίπονα τη μύτη σου και να αναφωνήσεις παρέα με τους υπόλοιπους μέσα στην αίθουσα ‘ω ρε φίλε!’, ‘πωπωωω, ή πωωωω (αναλόγως)’, ‘σσσσσσσ αυτό πόνεσε’ και όλα τα σχετικά, οδηγώντας σε τελικά σε μια αναπόφευκτη και αβίαστη λύτρωση έπειτα από τη  απόλυτη ταύτισή σου με τον truly bad ass πρωταγωνιστή.
Εκτός όμως από τα του ξύλου το οποίο πέφτει άφθονο και αυθεντικά ευφάνταστο σε πολλές (πάρα πολλές) οδυνηρές στιγμές, η σκηνοθεσία του Evans κάνει πολύ καλά τη δουλειά της και επιτέλους βλέπουμε και τη σωστή χρήση του slow motion.  Αγαπητοί σκηνοθέτες, δε χρειάζεται κάθε λίγο και λιγάκι να χρησιμοποιούμε το slow motion σαν πανάκεια σε κάθε άκυρη στιγμή την οποία θέλουμε οπτικά να ενισχύσουμε.  Επιλέξτε μια σκηνή που έχει πραγματικά σημασία, δώστε της το slow motion που τις αξίζει και συγχαρητήρια, είστε ένα βήμα πιο κοντά στη προσωπική, καλλιτεχνική σας ανέλιξη.  Επειδή όμως ο Evans φαίνεται οτι είναι από αυτούς που το κάνουν έτσι κι αλλιώς σωστά, θα απολαύστε δυο-τρεις στιγμές επιτυχημένης χρήσης της συγκεκριμένης τεχνικής, οι οποίες θα προσδώσουν στο feeling της ταινίας ακόμα μεγαλύτερη απόλαυση.
Όσον αφορά το σκηνικό, η επιλογή του χώρου αποτέλεσε μια έξυπνη ιδέα για τη δημιουργία του κλειστοφοβικού αισθήματος που προκύπτει από το σαπιοκτίριο (αρκετοί χώροι κατασκευάστηκαν μιας που δεν υπήρχε δυνατότητα εύρεσης ενός χώρου αυτούσια ικανού, για αυτό που είχε στο μυαλό του ο σκηνοθέτης) το οποίο εντείνει ακόμα περισσότερο το σασπένς που έτσι κι αλλιώς βρίθει στο συγκεκριμένο εργάκι.
Οι κλειστές πόρτες, οι ημιφωτισμένοι διάδρομοι και η διαδραστικότητα με τα αντικείμενα του χώρου, αποτελούν μόνο μερικά από τα στοιχεία που διαμορφώνουν το χειρότερο battlefield που έχετε δει τελευταία, και που σε συνεργασία με την χρονικά καθυστερούμενη εξέλιξη των πραγμάτων (χάρη στα αγχώδη πλάνα του Evans) προσδίδουν μια extra δόση τεστροστερονάτης φινέτσας.

Εκτός από όλα τα καλά που έχει, έχει και κάτι ακόμα: ένα απόλυτα cool ΟST, δημιούργημα του Mike Shinoda των Likin Park και του Joseph Trapanese, γνωστός για πολλές κινηματογραφικές μουσικές.  Οι μελωδίες που έχει γράψει ο τύπος αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι κάθε σκηνής η οποία περιλαμβάνει σωματική δράση, και είναι τόσο εύστοχο, δυναμικό και ταιριαστό, ώστε φαντάζεσαι πως αν απλά έβλεπες τις σκηνές χωρίς τη μουσική υπόκρουση κάπου θα έχαναν και τούμπαλιν.
Το “The Raid: Redemption” είναι μια ταινία για όλους, αρκεί να ξέρεις τι πας να δεις.  Έχει ένταση, δύναμη, άγρια ομορφιά, πολύ καλές ερμηνείες, εκατοντάδες κομπάρσους, bad ass OST, τρελή σκηνοθεσία (αρκεί να σκεφτείτε οτι η κάμερα ακολουθεί κατά πόδας κάθε φρενήρη μονομαχία) και άρτια εκτέλεση.  Αν θες να δεις μια ταινία που να κάνει το μυαλό σου να εκραγεί, κάνε λίγη υπομονή μέχρι τις 2 Αυγούστου και δε θα χάσεις.  Απλά δες την και ετοιμάσου για πολεμικές ιαχές.  Και από τους ήρωες, αλλά και από εσένα.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι άνετα θα μπορούσα να τη φανταστώ ως ένα mini tribute στο “Oldboy”, καθώς οι σκηνές με το ξύλο στον διάδρομο σου φέρνουν στο μυαλό κατευθείαν τη ταινία του Chan-woo Park, οτι υπάρχει και πιο επίπονος θάνατος από το να επιχειρήσουν να σε πετάξουν από τον χ όροφο, στο ισόγειο και ότι η φράση ‘μαύρο σκυλί’ αποκτά νέο νόημα.

No trivia

Πάρτε και το πωρωτικό OST και έχετε το νου σας στην κυκλοφορία.  Adios.

The Good, the Bad, the Weird: The Good, the Bad and the Ugly korean style

Γεια σας γεια σας! Έπειτα από απουσία μιας εβδομάδας, είπα να κάνω ένα mini comeback μέχρι τις επόμενες μέρες ανάπαυλας (οχι από τίποτα άλλο, από το blog μόνο, μιας που πολύ θα ήθελα να κάνω ανάπαυλα από καμιά δουλειά αλλά, δε βαριέσαι…).  Την αλήθεια μου θα την πω: αυτές τις μέρες δεν είδα πολλές ταινίες, αλλά ξεκίνησα επιτέλους “Breaking Bad” με το οποίο έχω πάθει και εγώ μια μικρή ψύχωση, so κάποια στιγμή τις επόμενες μέρες θα πούμε δυο λογάκια και γι’ αυτό.  Προς το παρόν σήμερα θα τσεκάρουμε ένα ακόμη ταινιάκι από τον πολυγαπημένο μου ασιατικό κινηματογράφο.  Τρελό, φασαριόζικο και πολύχρωμο το “The Good, the Bad, the Weird” είναι μια υπερπαραγωγή α λα South Korean φάση, την οποία πρέπει να δείτε για μια fun βραδιά με καλή παρέα.  Για να ξεκινήσουμε.

Ένας χάρτης ο οποίος δίνει το στίγμα ενός αμύθητου θησαυρού που είναι θαμμένος κάπου στα σύνορα της Μαντζουρίας, αποτελεί αφορμή προκειμένου να ξεκινήσει ένα ξέφρενο κυνηγητό ανάμεσα σε πολλές και διαφορετικές δυνάμεις που θέλουν να τον καρπωθούν για προσωπικά, αλλά και πατριωτικά οφέλη.  Ο Weird (Kang-ho Song) είναι ένας πανούργος, περιπλανώμενος πλιατσικολόγος (κι ας έχει την όψη χαζού κλέφτη) ο οποίος μπλέκεται στην ιστορία από σπόντα, όταν αποφασίζει να κατακλέψει ένα τρένο στο οποίο βρίσκεται ο πολυπόθητος-χωρίς να το ξέρει-χάρτης.  Όταν σε αυτό επιβιβαστεί και ο Bad (Byung-hun Lee) ο οποίος ‘εργάζεται’ ως επαγγελματίας δολοφόνος και έχει αναλάβει την επανάκτηση του χάρτη από τον διευθυντή των Τραπεζών, τότε η κατάσταση θα ξεφύγει από κάθε έλεγχο καθώς αυτός και τα τσιράκια του θα σπείρουν τον όλεθρο και τον θάνατο προκειμένου να πάρουν το πολύτιμο κομμάτι χαρτιού πίσω.  Την τελειωτική πινελιά θα δώσει ο Good (Woo-sung Jung) ένας κυνηγός επικηρυγμένων ο οποίος θα βρεθεί με τη σειρά του μπλεγμένος, εξαιτίας της προσπάθειάς του να συλλάβει τους δυο παραπάνω κακοποιούς και να τσεπώσει την ανταμοιβή.  Και σαν να μην έφταναν αυτοί, προσθέστε στο story τον ιαπωνικό στρατό και ένα μάτσο φαντεζί Κινέζους ληστές, και έχετε ένα εκρηκτικό, περιπετειώδες μείγμα το οποίο αν ήταν μυρωδιά θα ήταν μονάχα μια: αυτή του μπαρουτοκαπνισμένου όπλου.

Είναι πολύ πιθανό τη συγκεκριμένη ταινία να μην την έχεις ξανακούσει ποτέ στη ζωή σου, αλλά πρώτον, εάν είσαι fun του ασιατικού κινηματογράφου θα την έχεις ήδη δει και δεύτερον, ακόμα και αν δεν έχεις ιδέα σχετικά με αυτή, θα έχεις σίγουρα κάτι να πεις για όλες τις υπόλοιπες ταινίες του Κορεάτη σκηνοθέτη, Jee-woon Kim.  Κι αν ακόμα δε πάει το μυαλό σου στο ποιος είναι αυτός ο τύπος τέλος πάντων, θα σου πω πως είναι ο σκηνοθέτης δυο εκ των καλυτέρων ταινιών σύγχρονου, Asian cinema τις οποίες έχω δει (και για τις οποίες έχουμε επίσης μιλήσει στο blog): το εμμονικό “I Saw the Devil” (2010) και το τρομερό “A Tale of Two Sisters” (2003).
Εν προκειμένω μπορούμε να κάνουμε λόγο για έναν σκηνοθέτη που δε διστάζει να τολμήσει, κινούμενος από το ένα κινηματογραφικό είδος στο άλλο.  Από τη μαύρη κωμωδία “The Quiet Family”, μέχρι την…αθλητική κωμωδία “The Foul King”, και από το horror “Α Tale of two Sisters”, και το δραματικό “Α Bitersweet Life” (για το οποίο έχω ακούσει εξαιρετικά πράγματα αν και ακόμα δε το έχω δει), μέχρι το Χολιγουντιανό breakthrough του σκηνοθέτη με την περιπέτεια “The Last Stand” που αναμένεται μέσα στο 2013 (και για να μη ξεχνιόμαστε πρωταγωνιστούν οι Arnold Schwarzenegger(!), Peter Stormare, Forest Whitaker και Rodrigo Santoro), ο Jee-woon φαίνεται πως αποτελεί ακόμα μια εξαιρετική κινηματογραφική πηγή, η οποία αν δεν καταποντιστεί από το αδηφάγο Hollywood, τότε μπορεί και να συνεχίσει τη πορεία της στην κατά Δύση μεριάκαι οχι μόνο.  Για να δούμε…

Όπως γίνεται εμφανές από τον τίτλο ακόμη, η ταινία αποτελεί στην ουσία ένα χαλαρό remake του μεγάλου, spaghetti western “The Good , the Band and the Ugly” του εξίσου τιτανομέγιστου, Sergio Leone ή για να το πούμε ακόμα καλύτερα βασίζεται σε αυτό.  Αν και κάποιος λιγότερο fun θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάτι τέτοιο ως ιεροσυλία, εντούτοις δεν πρόκειται επ’ουδενί για περίπτωση κατά την οποία ο σκηνοθέτης καβαλάει το αυθεντικό, κλασικό πράγμα, προκειμένου να παράγει κάτι δικό του.  Κάθε άλλο.  Ο Jee-woon με απόλυτο σεβασμό απέναντι στο καουμποϊλίκικο αριστούργημα του Leone, τοποθετεί τους ήρωές του την εποχή του 1940, και τους βάζει να αλληλοσπαραχθούν μεν, με μια εσάνς μαύρης κωμωδίας δε.  Οι χαρακτήρες του δεν είναι αυθεντικοί, μοιραίοι ήρωες, αλλά παραπέμπουν περισσότερο σε καρικατούρες η κάθε μια από τις οποίες υπάρχει για τον δικό της προσωπικό σκοπό και τίποτε άλλο.  Δεν υπακούουν σε κανέναν κώδικα τιμής, και κανένα υψηλό αγαθό (βλ. υπερηφάνεια, θάρρος ή ασπίλωτη τιμή), καθώς το μόνο πράγμα που τους υποκινεί είναι ένα: το χρήμα.
Αν δει κανείς την ταινία μπορεί εντούτοις να προσέξει οτι στην τελική ο σκηνοθέτης αποτίει τον δικό του φόρο τιμής στον Ιταλό δημιουργό, καθώς ιδιαίτερα προς το τέλος τα πλάνα του καταλήγουν να αποτελούν καρμπόν, των αντίστοιχων της original ταινίας.  SPOILER!!  Ιδιαίτερα στις τελευταίες σκηνές ο Jee-woon αποφασίζει να μας κεράσει ένα ταυτόσημο, εικονικό σφηνάκι χρησιμοποιώντας το ίδιο στυλ στη σκηνή των βλεμμάτων ανάμεσα στους τρεις ήρωες, καθώς και στο γενικότερο στήσιμο της τελικής τους αναμέτρησης.  Οι δε γωνίες λήψεις, σε κάνουν απλά να πιστεύεις οτι πραγματικά παρακολουθείς το western του 1966, και οχι μια ταινία του 2008.  Και αυτό τιμά τόσο τον σκηνοθέτη, όσο και την ιδέα του να κάνει κάτι τέτοιο.

Εκτός όμως από τη σκηνοθετική του ομοιότητα με την ταινία του Leone, το “The Good, the Bad, The Ugly” ίσως και να παίρνει ένα ακόμη δάνειο, θεματικό αυτή τη φορά, από τη ταινία του John Huston, “Τhe Treasure of the Sierra Madre” (1948) στην οποία τρεις άνδρες αναζητούν χρυσάφι στις παρυφές των βουνών της Sierra Madre, μόνο για να δούμε στην συνέχεια τη σταδιακή αποδόμηση των χαρακτήρων τους (και κυρίως αυτού του Hamphrey Boggart) καθώς αρχίζουν να ανακαλύπτουν τα πρώτα κοιτάσματα.  Αν και η ταινία του Huston αποτελεί μια ωδή πάνω στη σκοτεινή ανθρώπινη πλευρά όταν το κέρδος και η δίψα για δύναμη κυριεύουν την ψυχή, εντούτοις ο Jee-woon προτιμά να αποδώσει στο κινηματογραφικό πανί την πιο ανάλαφρη πλευρά της υπόθεσης, δημιουργώντας τρεις εκ διαμέτρου αντίθετους χαρακτήρες με έναν όμως κοινό στόχο.  Το γεγονός πως ακόμα και τα επίθετα που τους ακολουθούν-good, bad, weird-μας προϊδεάζει από τη πρώτη στιγμή για την ταυτότητα και το ποιόν τους, δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο στην σκονισμένη, δραματική περιπέτεια του Huston, στην οποία οι αντιδράσεις, η συμπεριφορά και η διαμόρφωση της τελικής προσωπικότητας αποτελούν πράγματα με τα οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι καθ όλη τη διάρκεια της ταινίας.  Δε γνωρίζουμε ούτε πως θα καταλήξουν αυτοί οι άνθρωποι, ούτε τι θα κάνουν για να διεκδικήσουν το χρυσό τους μερίδιο, ούτε και μέχρι σε ποιό βαθμό μπορούν να διαβρωθούν (αν μπορούν δηλαδή).  Το μόνο που έχουμε είναι μια κατανόηση ψηγμάτων των χαρακτήρων τους και τίποτε άλλο.  Αντιθέτως σε αυτή την κορεατική υπερπαραγωγή εκτός από το γεγονός οτι οι χαρακτήρες μοιάζουν βγαλμένοι από τις σελίδες του πιο bad ass manga, αποτελούν ταυτόχρονα τρεις ξεκάθαρες, ανθρώπινες καταστάσεις: ο περισσότερο καλός, ο απόλυτα κακός και ο περίεργος τύπος που βρίσκεται κάπου στη μέση.

Αν και το story αποτελεί στην ουσία μια υπόθεση την οποία έχουμε δει σε αρκετές ταινίες, εντούτοις η σκηνοθεσία της αποτελεί μια από τις καλύτερες που έχω δει εδώ και καιρό.  Ζωηρή φωτογραφία (τα υπέρλαμπρα χρώματα νομίζεις πως θα σε καταπιούν), εντυπωσιακά σκηνικά, μοντέρνα κινηματογράφηση με sliding πλάνα που φεύγουν από τα αριστερά, επικά slow motions και σκηνές σε στιγμιαία fast forward (αν μιλούσαμε για το φιλμ ως υλικό, τότε σχεδόν σίγουρα αυτά τα πλάνα θα είχαν γυριστεί με ταχύτητα μικρότερη των 24 καρέ το δευτερόλεπτο), αποτελούν μόνο μερικά από τα στοιχεία που καθιστούν την ταινία κάτι το πραγματικά εντυπωσιακό να το βλέπεις.  Σε όλα αυτά βάλτε και τις υπέροχα γυρισμένες σκηνές, με άπειρους κομπάρσους και stuntmen να κάνουν κόλπα τρελά, άπειρο κυνηγητό σε καυτές ερήμους, ξύλινες, παραπηγματικές αγορές και σπίτια, καθώς και το διαρκές πιστολίδι, μαχαιρίδι, σπαθίδι που πέφτει σχεδόν σε κάθε πλάνο της, και έχετε ένα μείγμα επικίνδυνο, προκλητικό και ολοκληρωτικά διασκεδαστικό.
Πέρα από όλα αυτά, μιλάμε και για μερικές απολαυστικότατες ερμηνείες, με τον weird να ξεχωρίζει, καθώς τον Kang-ho Sang τον έχουμε ξαναδεί σε μερικές εξαιρετικές παραγωγές όπως τα “Memories of Murder”, “The Host” και “Thirst”.  Γοητευτικός και απόλυτα κακός και ο μούσος του Jee-woon, Byung-hun Lee, ο οποίος έχει επίσης παίξει στα “A Bitersweet Life” και “I Saw the Devil” στον ρόλο του οργισμένου αρραβωνιαστικού.
Αν δε σας φτάνουν όλα αυτά, ε να σας πω τότε οτι το soundtrack της ταινίας είναι από τα καλύτερα που έχετε ακούσει, αφού θυμίζει εντονότατα Quentin Tarantino (ο οποίος με τη σειρά του δανείζεται με τρόπο τις OST-ικές του λίστες, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει, από ένα σωρό άλλες ταινίες), ενώ περιλαμβάνει και το ξεσηκωτικό “Don’t let me be misunderstood” στην πιο εντυπωσιακή σεκάνς της ταινίας.
Το “The Good, the Bad, the Weird” αποτελεί ένα oriental western που βρίθει από ομορφιά, στυλιζαρισμένη σκηνοθεσία, εντυπωσιακά κοστούμια και ένα OST που παίζει στο μυαλό σε λούπα.  Και όπως ακριβώς οι περισσότερες ταινίες που μας προέρχονται από εκεί, έχει μια καρδιά αυθεντική σε στυλ, παράδοση και γοητεία.  Δείτε τη άμεσα.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι δε περίμενα ποτέ πως θα έβρισκα έναν Κορεάτη sexy.  Αλλά τον βρήκα.  Είναι ο κακός της υπόθεσης και ο πιο καλοντυμένος επίσης της ταινίας.  Oh God.  Οτι στο Hollywood μια τέτοια ταινία θα ήταν καταστροφή και οτι πρέπει να την δείτε σε full ανάλυση για να την εκτιμήσετε δεόντως.  Believe me.

No trivia

Τσιμπήστε και ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια από τη ταινία και καλή σας προβολή!

Hodejegerne (a.k.a Headhunters): They both are…

NEW ARRIVAL (από 12 Ιουλίου στις αίθουσες)

Καλή εβδομάδα και πάλι!  Και σήμερα θα προτείνουμε ταινιούλα για τις καυτές μέρες και νύχτες του καλοκαιριού που διανύουμε.  Σήμερα το menu έχει ολίγον από Νορβηγία, και κακά τα ψέματα κάθε ταινία που έχω δει τα τελευταία χρόνια από εκεί (και τη γενικότερη σκανδιναβική περιοχή) είναι οτι καλύτερο και μάλιστα σε διαφορετικά είδη.  Το “Headhunters” είναι μια αγωνιώδης περιπέτεια ανατροπών, που σίγουρα δε θα σας αφήσει ασυγκίνητους, ενώ ενδείκνυται σίγουρα για κινηματογραφικές βραδιές με καλή παρέα, και καλή μπυρίτσα.  Ξεκινάμε λοιπόν!

O Roger Brown (Aksel Hennie) είναι ένας μικρόσωμος, ‘κυνηγός κεφαλών’ του επαγγελματικού χώρου της Νορβηγίας, ο οποίος παρέα με την όμορφη, γκαλερίστα γυναίκα του Diana ζει μια ζωή μέσα στη χλιδή.  Αυτό όμως που η ξανθιά σύζυγος μοιάζει να αγνοεί, είναι πως ο Roger συντηρεί ένα πολυτελές life style που βρίσκεται στον…αέρα, και αυτό γιατί η νόμιμη δουλειά του, δε του προσφέρει τον παχυλό μισθό που κανονικά θα απαιτούνταν για τα 30 ζευγάρια γόβες της Diana, τα ακριβά αυτοκίνητα και το υπερloux σπίτι.  Για τον λόγο αυτό ο μικροκαμωμένος Roger (μόλις 1.68) φροντίζει να καλύπτει τις υλικές ανάγκες της γυναίκας του (και την δική του, χαμηλή αυτοεκτίμηση) με άλλους τρόπους και συγκεκριμένα κλέβοντας αυθεντικά έργα τέχνης και αντικαθιστώντας τα με πλαστά.  Παρόλα αυτά, ακόμα και έτσι βλέπει μάλλον δυσοίωνο το συζυγικό του μέλλον, ενώ έχει σχεδόν προεξοφλήσει και την εγκατάλειψή του από την Diana, σε περίπτωση που σταματήσει να τις παρέχει, οτι της παρείχε τέλος πάντων μέχρι τώρα.  Ακόμα και ένα παιδί φαντάζει αδύνατον γι’ αυτόν, όσο κι αν φαίνεται πως η γυναίκα του το επιθυμεί διακαώς, με αποτέλεσμα να προστίθεται ένα ακόμη αγκάθι στον βιτρινάτο γάμο τους.  Όταν λοιπόν μια μέρα η Diana του συστήσει τον γοητευτικό, πρώην military τύπο, Clas Greve (Nikolaj Coster-Waldau, ή αλλιώς ο γνωστός μας Jaime Lannister, από το “Game of Thrones”) τότε τα πράγματα θα αλλάξουν, καθώς ο Roger θα πληροφορηθεί οτι ο Greve έχει στο σπίτι του έναν πίνακα που μπορεί να αξίζει αρκετά εκατομμύρια.  Βλέποντας μπροστά του ένα νέο μέλλον, θα αποφασίσει μαζί με τον συνεργάτη του Ove, να κάνουν την επόμενη κίνηση, αλλά μια αναπάντεχη αποκάλυψη θα θα πυροδοτήσει ένα ανελέητο κυνηγητό εις βάρος του.  Και ο κυνηγός του;  Ας πούμε οτι ο κ. Greve είχε υπάρξει ένα διαφορετικό είδος head hunter από αυτό που είναι ο Roger.  Ξέρετε τώρα, από αυτούς που στον στρατό είναι πολύτιμοι για να φέρνουν εις πέρας τις βρώμικες δουλειές…

Ο σκηνοθέτης Morten Tyldum δημιουργεί ένα σπιντάτο ταινιάκι, το οποίο κάπου στο Hollywood σίγουρα θα το έχει πάρει πάλι το μάτι σας (η υποθεσιακή ομοιότητα με το “The Thomas Crown Affair” είναι εμφανής), αλλά όπως τείνει να συμβαίνει πλέον, η σκηνοθετική αρτιότητα των σκανδιναβικών ταινιών, είναι για ακόμη μια φορά εμφανής.
Το “Headhunters” αποτελεί την μόλις τρίτη, μεγάλου μήκους ταινία του Tyldum και αν κρίνω από τις αντιδράσεις και τη βαθμολογία της από έγκριτους κριτικούς του κινηματογράφου, μάλλον έχει προκαλέσει αίσθηση χάρη στην στιλάτη κινηματογράφησή της, τις διαρκείς της ανατροπές και τις πολύ καλές ερμηνείες της.  Αν και και το γεγονός οτι αποτελεί μια νορβηγική παραγωγή της δίνει extra πόντους από την αρχή (έχει γίνει πλέον must οτι σχεδόν όλες αυτού του είδους οι παραγωγές, αποτελούν στα σίγουρα αξιόλογες ταινίες), ακόμα και αν δε την έχεις ήδη δει.
Το story βασίζεται στο ομώνυμο best seller του συγγραφέα Jo Nesbo, και όπως έχεις ήδη καταλάβει συγγραφείς και σκηνοθέτες βγάζουν το ψωμί τους παρέα εκεί ψηλά (“Let the Right one In”, “The Millennium Trilogy”-αν και ο Stieg Larsson έγινε διάσημος για το συγγραφικό του έργο, κυρίως μετά θάνατον- και το πιο πρόσφατο “Turn Me On, Dammit!”, είναι μόνο μερικές ακόμα ταινίες που βασίζονται σε νουβέλες διάφορων, διάσημων συγγραφέων κυρίως στα σκανδιναβικά εδάφη).
Και όπως έχεις μέχρι τώρα καταλάβει την αξία αυτών των ταινιών (είτε από καθαρά entertainment πλευρά, είτε και από καλλιτεχνικής διάστασης κάποιες φορές), το ίδιο ακριβώς μπορείς να περιμένεις και από το “Headhunters”.

Η ταινία προσφέρει ένα κλασικό θα έλεγε κανείς σενάριο, το οποίο όμως εμπλουτίζεται από την διαρκή αμφισβήτηση που έχει ο θεατής σχετικά με το ποιος είναι μέσα στο κόλπο, και ποιος οχι.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο ξενέρωτο σε μια περιπέτεια από το να έχεις ήδη ψιλιαστεί από την αρχή, τον καλό και τον κακό, τους φίλους και τους προδότες, μιας που το μόνο που έχεις να περιμένεις μετά είναι απλά η προώθηση της ιστορίας και τίποτα περισσότερο.
Αυτός είναι και ένας βασικός λόγος για τον οποίο το “Headhunters” είναι μια τόσο καλή ταινία: γιατί καταφέρνει να διατηρήσει το ενδιαφέρον σου στα ύψη, μέχρι και λίγο πριν από το τέλος της.  Η ανατροπή διαδέχεται η μια την άλλη και οι ρόλοι αλλάζουν, όπως ακριβώς οι διαμορφωμένες καταστάσεις το απαιτούν.
Ένα πολύ έξυπνο μάλιστα εύρημα είναι και το γεγονός οτι ο πρωταγωνιστής μας είναι ένας μικροκαμωμένος άνδρας, γεγονός που σύντομα καταλαβαίνουμε πως του δημιουργεί ένα κάποιο κόμπλεξ κατωτερότητας και περιορισμένης αυτοπεποίθησης.  Μπορεί να διαθέτει ερωμένη, μια καλή δουλειά και μια όμορφη σύζυγο, το γεγονός όμως παραμένει πως είναι ένας άνδρας με ύψος 1.68 (όπως λέει και ο ίδιος, μάλλον απογοητευμένος στην αρχή).  Συνεπώς σε μια προσπάθεια να αποδείξει στον εαυτό του κυρίως οτι τελικά το ανάστημά του δεν είναι πρόβλημα, και θα ξενοπηδήξει, και ικανοποιημένη θα κρατήσει τη γυναίκα του με πανάκριβα σκουλαρίκια και άλλα ακριβά δώρα και θα πει και μια κουβέντα παραπάνω στη δουλειά του αφού τελικά, he is the boss. Κοντός μεν, αλλά boss.  Όλα αυτά βέβαια μέχρι τη στιγμή που θα κάνει την εμφάνισή του ο Clas Greve και κάπου εκεί το ψεύτικο παραπέτασμα μιας άνετης προσωπικότητας θα πέσει.  Και θα αποδειχθεί οτι ο Roger είναι τελικά ένα μικρό, ταπεινό ανθρωπάκι.  Ή μήπως οχι;

Εξίσου επιτυχημένη βέβαια είναι και η επιλογή του τίτλου, καθώς έχει κατά κάποιον τρόπο διττή σημασία, μιας που και οι δυο κεντρικοί μας ήρωες αποτελούν κυνηγούς κεφαλών.  Απλά φαίνεται με τρόπο ξεκάθαρο πόσο προσηλωμένη, στρατιωτική διάσταση έχει ο ένας, και πόσο μπιζνεσική, κοστουμαρισμένη διάσταση ο άλλος.  Και οι δυο όμως ρίχνονται στην διαδικασία του κυνηγιού, υπακούοντας σε κάποιους κανόνες που έχουν να κάνουν με την προσωπική τους ανέλιξη.  Ο ένας στον στρατιωτικό τομέα, και ο άλλος σε αυτόν των διεθνών επιχειρήσεων.
Το γεγονός οτι τελικά αυτή η διάσταση των lifestyle ανάμεσα στους δυο, πρόκειται να γίνει κοινή, συγχωνεύοντας τις συμπεριφορές και τις αντιδράσεις τους είναι μόνο ζήτημα χρόνου και κάπου εκεί οι ρόλοι αλλάζουν λιγάκι (εως και πολύ).  O Roger βρίσκει τον σκληραγωγημένο του εαυτό, που πιθανότατα δε γνώριζε καν πως υπάρχει, ενώ ο Greve οδηγείται σε μερικές λανθασμένες κινήσεις που του στοιχίζουν αρκετά.
Εκτός από την υπόθεση όμως, η ταινία έχει να σου δώσει και μια άρτια, χορογραφημένη σχεδόν σκηνοθεσία, με γρήγορες εναλλαγές πλάνων, βίαιες στιγμές και απρόσμενες καταστάσεις, όλα κάτω από το πρίσμα ενός παιχνιδιού ‘γάτας-ποντικιού’.  Κάπου μπορεί να σας θυμίσει και λίγο Fincher (δε κάνω πλάκα), οχι τόσο στη χρωματική της απόδοση, όσο στην μεστή, ρεαλιστική και ανδρική της σκηνοθεσία.  Εκτός των άλλων, και η επιλογή του χώρου των γυρισμάτων είναι συνηθισμένη για τέτοιες ταινίες, αφού το ανθρωποκυνηγητό αναλώνεται σε καταπράσινα, φυσικά τοπία, ξύλινες καλύβες μέσα στα δάση και ποταμίσιους γκρεμούς, θυμίζοντας σκηνές από το “The Fugitive” του 1993 (απ’ όσο μπορώ να πω, μιας και την original σειρά του ’63, δε την έχω δει).

Οι ερμηνείες είναι πολύ καλές, ιδιαίτερα από τον Hennie ο οποίος εκμεταλλεύεται στο έπακρο το μικρό του ανάστημα, το οποίο τον βοηθάει να την σκαπουλάρει αρκετά καλά από τις διάφορες κακοτοπιές.  Με έντονο διαπεραστικό (και γουρλωτό βλέμμα) κερδίζει τις εντυπώσεις με την σταδιακή μεταβολή του χαρακτήρα του.  Από την άλλη πλευρά ο Waldau παραμένει λίγο περισσότερο στα μετόπισθεν, υποδυόμενος τον τυπικό κακό, που όμως του πάει έτσι κι αλλιώς (ας είναι καλά και το μεσαιωνικό του alter ego).
Αν κάτι με ενόχλησε στην όλη ταινία είναι μόνο το γεγονός πως το σκληροπυρηνικό παρελθόν του Greve, δεν δικαιολογείται απόλυτα από τη δράση του στη ταινία, καθώς θα περίμενε κανείς πως η παρουσία του θα ήταν περισσότερο έντονη και πως στην τελική he would knew better.  If you know what i mean.
Κατά τα άλλα οι όποιες μικρές, υποθεσιακές τρυπούλες, μπορούν με ευκολία να παρακαμφθούν καθώς η ταινία σου προσφέρει άρτο και θέαμα, καθώς και μερικές χιουμουριστικές στιγμές που πηγάζουν και πάλι από το παρουσιαστικό του Hennie.
To “HeadHunters” είναι μια ταινία νορβηγο-γερμανικής παραγωγής, που σίγουρα θα απολαύσετε και μέσα στην αίθουσα.  Καλογυρισμένο, με έξυπνα twists, ένα παραδοσιακό, crime σενάριο και το φυσικό τοπίο της Νορβηγίας που σιγοντάρει από κοντά, είναι μια από τις καλές, καλοκαιρινές επιλογές και καλά θα κάνετε να τη περιμένετε.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι δε θα δω ποτέ ξανά το χαρτονάκι από το ρολό υγείας, με τον ίδιο τρόπο, οτι δυο υπερτροφικοί αστυνομικοί αποτελούν την καλύτερη προστασία, και οτι το full-skull look είναι και πάλι της μόδας.  Για διαφορετικούς, από τους καθυστερημένους λόγους που είναι πλέον ‘στη μόδα’ και σε εμάς εδώ.


TRIVIA

  • Η ταινία αποτέλεσε τη δεύτερη, μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία στη Νορβηγία μετά το “Max Manus” (2008) με πρωταγωνιστή και πάλι τον Aksel Hennie.
  • Η Summit Entertainment αγόρασε τα δικαιώματα για την παραγωγή του αμερικανικού remake, πολύ πριν από το original release της ταινίας.  Μα τι περίεργο…
  • Η ταινία περιλαμβάνει πολλές αναφορές και tributes στην τριλογία του Stieg Larsson.  Για παράδειγμα κάποια στιγμή η Diana παρακολουθεί στη τηλεόραση τη δεύτερη ταινία, το “The Girl Who Played With Fire”, ενώ χρησιμοποιήθηκαν και κάποιες εναέριες λήψεις από την ταινία “The Girl With the Dragon Tattoo” προκειμένου να καλυφθούν κάποια σκηνοθετικά κενά. 
(ΠΗΓΗ IMDB)

Prometheus: The space, the man and his creator

NEW ARRIVAL

Γεια σας, γεια σας και πάλι!  Όπως θα καταλάβατε, σήμερα πρόκειται να ασχοληθούμε με το διαστημικό υπερθέαμα που χτύπησε από χθες τις αίθουσες και ακούει στο όνομα, “Prometheus”.  Σαφέστατα είχαμε την κυκλοφορία και άλλων ταινιών, αλλά σίγουρα δεν είναι της ίδιας δυναμικής.  Οπότε εκτός από το “Prometheus” θα έχετε τη δυνατότητα να απολαύσετε το “The Deep Blue Sea”, ένα δυνατό δράμα, με τους Reichel Weisz και Tom Hinddleston (ναι, ναι ο Loki), το αισθηματικό “L’Amour Dure Trois Ans”, καθώς και την επανακυκλοφορία του κλασικού “Τhe Man Who Knew Too Much” και πρωταγωνιστές τους James Stewart και Doris Day.  Οπότε έπειτα και από την απαρίθμηση των ταινιών της εβδομάδας, μπορούμε να περάσουμε στα δικά μας.  Ξεκινάμε…

Μια ομάδα επιστημόνων αποφασίζει να ταξιδέψει έτη φωτός μακριά από τη Γη, και μέσα από το σκοτεινό διάστημα, προκειμένου να φτάσουν σε έναν πλανήτη, για τον οποίο έχουν αποδείξεις οτι αποτελεί τη ‘πατρίδα’ των Δημιουργών του ανθρώπινου είδους.
Όταν οι doctors, Elisabeth Shaw (Noomi Rapace) και Charlie Holloway (Logan Marshall-Green) ανακαλύψουν κάποιες πανάρχαιες τοιχογραφίες, οι οποίες παρουσιάζουν μερικά μεγαλόσωμα όντα να δείχνουν ένα συγκεκριμένο αστρικό πλέγμα στον ουρανό, είναι σίγουροι πως πρόκειται για την σημαντικότερη ανακάλυψη που έγινε ποτέ.  Έτσι λοιπόν, όταν αργότερα αποτελέσουν μέλη του πληρώματος του Προμηθέα (έτσι ονομάζεται το σκάφος, το οποίο παραπέμπει κατευθείαν στο αντίστοιχο του “Alien”, καθώς ο Scott μοιάζει να δίνει ιδιαίτερη σημασία στην ονομασία των διαστημικών του οχημάτων και τον ρόλο που αυτά παίζουν) θα έχουν την μοναδική ευκαιρία να δουν από κοντά αυτή την-όπως όλα δείχνουν-αρχή των πάντων.  Παρέα με την cold bitch αρχηγό του πληρώματος, Meredith Vickers (Charlize Theron), εκπρόσωπο της Weyland Corporation που έχει ρίξει το παραδάκι, τον cool καπετάνιο Janek (Idris Elba) και τον David (Michael Fassbender), ένα κατάξανθο ανδροειδές που μιμείται την ομιλία και το εξωτερικό παρουσιαστικό του Peter O’Toole, από την αγαπημένη του ταινία, “Lawrence of Arabia” (1962), η ομάδα φτάνει τελικά έπειτα από μακρόχρονο ταξίδι, στον προορισμό της.
Χωρίς να χάσουν χρόνο θα ξεκινήσουν αμέσως τις έρευνες για την αποκάλυψη ιχνών ζωής.  Αυτό που τελικά θα αντικρίσουν θα ξεπεράσει τα πιο τρελά τους όνειρα.  Αλλά και τους πιο φριχτούς τους εφιάλτες…

Ο μεγάλος μάστορας Ridley Scott επανέρχεται στο είδος που τον γέννησε και τον ανέδειξε κατά τρόπο τόσο προσωποποιημένο, όσο λίγες φορές έχουμε δει και σε άλλους σκηνοθέτες.
Το sci-fi. είδος και συγκεκριμένα αυτό με μπόλικες δόσεις horror, απέκτησε ολοκληρωτικά νέα διάσταση όταν το 1979 έκανε την εμφάνισή του το “Alien”.  Εκεί μια ομάδα ακολουθεί ένα απομακρυσμένο, διαστημικό σήμα και αποφασίζει να ερευνήσει τον πλανήτη από τον οποίο προέρχεται, σε αναζήτηση εξωγήινης ζωής.  Αυτό φυσικά που θα επακολουθήσει το γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά, και κάπου εκεί είναι που θα γεννηθεί και ένα από τα πιο twisted και ενδιαφέροντα ‘love stories’ που κόσμησαν ποτέ τον κινηματογράφο.
Η σκληροπυρηνική Ripley (Sigourney Weaver) θα δημιουργήσει ένα απρόσμενο δέσιμο με το θανατηφόρο, εξωγήινο πλάσμα (hand down το πιο εντυπωσιακό, εξωγήινο δημιούργημα στην ιστορία του cinema), ο οποίος θα την ακολουθήσει και στα υπόλοιπα-αν και οχι ίδιας ισχύς, αλλά παρόλα αυτά αξιοπρεπή-sequels της ταινίας.
Η προσωπική μου άποψη σχετικά με το “Alien” είναι πως ο Scott ήθελε να δημιουργήσει ένα film που θα περιλαμβάνει όλα αυτά που θα έπρεπε ένα αυθεντικό, sci-fi film να περιλαμβάνει.  Δηλαδή: αγωνία, δράση, ένα κάποιο φιλοσοφικό υπόβαθρο (οχι μεγάλο η αλήθεια είναι), αλλά και στιγμές απόλυτου, κλειστοφοβικού τρόμου.  Και στην ουσία ο Scott κάνει αυτό ακριβώς: συνδυάζει την περιέργεια για έναν αχανή, μυστήριο κόσμο , με το πιο αρχέγονο αίσθημα του ανθρώπου, αυτό του φόβου, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό, συμπαντικό κοκτέιλ που σου μένει αξέχαστο.  Μέσα από σιωπηλές στιγμές, ρέουσα σκηνοθεσία που αφήνει την ιστορία να ξεδιπλωθεί μόνη της και έναν εξωγήινο για τον οποίο σε πρώτη φάση έχεις μόνο glimpses (είναι ερπετοειδές;, έχει χαρακτηριστικά αράχνης; ή και κάτι πράγματα που μοιάζουν με πλοκάμια;) σε κολλάει στον τοίχο και σε ταΐζει ένα εξαίρετο για την εποχή υπερθέαμα.  Τα πράγματα είναι απλά.  Το ίδιο ακριβώς κάνει και στο “Prometheus”.

Για να ξεκαθαρίσουμε λίγο τα πράγματα, επειδή πολλά άκουσα από όσους είχαν ήδη δει την ταινία και η απογοήτευσή μου είχε φτάσει σχεδόν πάτωμα.  Το “Alien” δεν έχει κανένα κρυμμένο, φιλοσοφικό ή υπαρξιακό νόημα, και συνεπώς οποιαδήποτε ταύτιση (κακώς έτσι κι αλλιώς από τη πρώτη στιγμή, να αναζητά κανείς κοινή πορεία πλεύσης σε μια ταινία του ΄79 και σε μια άλλη 33 χρόνια αργότερα).  Σαφέστατα μιλάμε για μια ανθρώπινη αποστολή, που αναζητά το νόημα της ζωής και την προέλευση του είδους μας, αλλά αυτό εντοπίζεται αποκλειστικά και μόνο στον Προμηθέα.  Αντιθέτως στο “Alien” φαίνεται πως οι άνθρωποι λειτουργούν περισσότερο μισθοφορικά, εκτελώντας αποστολές σε άλλους πλανήτες και μεταφέροντας πρώτες ύλες και πάσης φύσεως υλικά, πίσω στη Γη (όπως ακριβώς και στο πρόσφατο “Moon” (2009) του Duncan Jones).  Όπως εντοπίζει και ο διάσημος κριτικός κινηματογράφου, Rogert Ebert για τους οχι ακριβώς νεαρούς πρωταγωνιστές του “Alien”, “…these are not adventurers, but workers hired by a company to return 20 millions tone of ore to Earth…”.  So it seems.
Συνεπώς αν κάποιος θέλει φιλοσοφικό υπόβαθρο, τότε ας δει το “Prometheus”.  Σίγουρα η αναζήτηση των απαντήσεων σε αυτά τα αιώνια ερωτήματα που θέτει ο άνθρωπος στον εαυτό του, δεν είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί, δεν έχουμε ακούσει και δεν έχουμε απολαύσει σε πάμπολλες, sci-fi ταινίες.  Αλλά αυτό που φαίνεται να κάνει ο Scott στην προκειμένη περίπτωση είναι ένας αυτοπροσδιορισμός και μια μνεία, αν θέλετε, στο δημιούργημά του, τρεις δεκαετίες πίσω.  Δεν έχει σκοπό ούτε να κατασκευάσει ένα ακόμα “Alien” (δεν θα είχε πια κανένα νόημα), ούτε όμως και να σκηνοθετήσει μια ταινία εντελώς αποκομμένη από την προσωπική του κληρονομιά και παράδοση.  Έτσι λοιπόν το “Prometheus” είναι μια ταινία με υπαρκτή υπαρξιακή βάση (εκεί δε βασίζεται στην τελική το ταξίδι τους;  Στην ανακάλυψη των Δημιουργών μας;) και preqouel-ικά στοιχεία βγαλμένα μέσα από την καρδιά του “Alien”.
Δε κατάλαβα τις αντιδράσεις περί μικρότερου φιλοσοφικού υποβάθρου από αυτό του “Alien”, συνεπώς δε τις δέχομαι γιατί στην ουσία οι δυο ταινίες κινούνται παράλληλα και δεν τέμνονται ποτέ.  Άρα για να ξεμπερδεύουμε και με αυτό το θέμα το οποίο με εκνεύρισε και λίγο, το “Prometheus” είναι όπως το περιμένουν οι περισσότεροι: εντυπωσιακό, άρτια σκηνοθετημένο και με μπόλικα easter eggs, τα οποία θα προϊδέαζαν ιδανικά κάποιον για μια ενδεχόμενη, παρθενική εμφάνιση του “Alien” στις μέρες μας και οχι το ’70.

Όσον αφορά αυτή καθεαυτή την ταινία μας τώρα, τα πρώτα δέκα λεπτά είναι ενδεικτικά και της κατεύθυνσης που επιλέγει να ακολουθήσει ο σκηνοθέτης.  Στο πρώτο πλάνο βλέπουμε ένα εντυπωσιακό τοπίο με ορμητικούς καταρράκτες και λίγο αργότερα ένα πελώριο, χλωμό πλάσμα που θυμίζει αρκετά ανθρώπινο ον, να δοκιμάζει κάτι σαν δηλητήριο και έπειτα να πέφτει στο νερό νεκρό.  Αμέσως μετά η κάμερα μεταφέρεται στη Γη, οπού η Shaw (αλήθεια τι ‘saw’ η Shaw;) ανακαλύπτει τις πανάρχαιες τοιχογραφίες, μέσα από ένα σκηνικό match cut.
Ίσως το πιο διάσημο match cut στην ιστορία του κινηματογράφου, να είναι αυτό στο αστρικό έπος του Stanley Kubrick, “2001: A Space Odyssey”, στο οποίο μεταφερόμαστε αυτοστιγμεί από το κόκαλο που πετάγεται στον αέρα, στον διαστημικό σταθμό που πλανάται νωχελικός στο σκοτεινό διάστημα.
Στην ουσία ο Scott μοιάζει να ενδιαφέρεται να εμπλουτίσει τον Προμηθέα του, με μια σειρά από κινηματογραφικές στιγμές, που αν προσέξει κανείς καλά, θα καταλάβει πως αποτελούν την έμπνευση από άλλα, αξιομνημόνευτα film.  Και οι ομοιότητες με το αριστούργημα του Kubrick δεν τελειώνουν εδώ.
Ο ρόλος του David, οχι μόνο αποτελεί μια συνέχεια των ρόλων που υποδύθηκαν οι Ian Holm (Ash), Lance Henriksen (Bishop- “Aliens”, “Alien 3”) και Wynona Ryder (Annalee Call-“Alien: Resurrection), αλλά και του ψυχρού προδότη, HAL-9000 ο οποίος αποτέλεσε την αφετηρία για την σωτηρία, αλλά και την ψυχεδελική καταστροφή του πληρώματος του διαστημικού σταθμού στο Space Odyssey.  Τα κοινά στοιχεία του David και του HAL-9000 είναι περισσότερα από οτι αφήνεται να εννοηθεί στην αρχή, και ο Fassbender δίνει ρεσιτάλ στον ρόλο του μυστηριώδους ανδροειδούς το οποίο ακολουθώντας την παράδοση του Kubrick είναι η σωτηρία του πληρώματος.  Είναι όμως και η καταστροφή τους;
Το γεγονός που γεννάται εδώ έχει ένα πολύ ενδιαφέρον, υπαρξιακό twist καθώς η ουσία της αναζήτησης των Δημιουργών μας, μεταβιβάζεται ταυτόχρονα και στην δημιουργία του David από εμάς.  Αυτό σημαίνει πως ο Scott δημιουργεί ένα έξυπνο, διπλό παιχνίδι στο οποίο το πλήρωμα αναζητά απαντήσεις, σε κάτι που ο David έχει ήδη απαντήσει: οι Δημιουργοί μου είστε εσείς.  Αυτή η απάντηση στο υπέρτατο ερώτημα, είναι που στην ουσία τον καθιστά παντογνώστη και φυσικά τρομερά επικίνδυνο απέναντι στους ήρωες.  Είναι ένα ανθρωπόμορφο ανδροεϊδές που δεν έχει απολύτως τίποτα να χάσει, σε αντίθεση με την εύθραυστη, ανθρώπινη ύπαρξη που απειλείται να χάσει τις απαντήσεις, μέσα από τα χέρια της…

Εκτός όμως από τον Fassbender που κλέβει εύκολα την παράσταση, εξίσου καλή είναι και η Noomi Rapace σε μια κατά πολύ λιγότερο hardcore εκδοχή της Sigourney Weaver.  Κάπου ανάμεσα στην απλή και ανθρώπινη συμπεριφορά της, με τις αναμνήσεις και τα δάκρυα στα μάτια, η Elisabeth είναι μια γυναίκα που ξέρει ακριβώς τι να κάνει όταν οι συνθήκες το απαιτούν.  Χαρακτηριστικότερη η σκηνή που βρίσκεται μέσα στο ‘ιατρείο’ και δε λέω τίποτα άλλο γι’ αυτό.
Το γεγονός οτι ο Scott δε το παρακάνει με τη θύμηση της Ripley, μόνο καλό κάνει στην ταινία, καθώς αποφεύγεται μεν εύστοχα μια σύγκριση (ποια να συγκριθεί άλλωστε μαζί της;, όπως λέει και το άσμα), ενισχύεται δε το προφίλ της πρωταγωνίστριας μέσα από μια χαλαρά μόνο σύνδεση με την σκληροπυρηνική Ripley.  Εξάλλου το στοιχείο που τις διαφοροποιεί στον μέγιστο βαθμό, είναι αυτό της πίστης.  Η Elisabeth κουβαλάει παντού μαζί της έναν σταυρό τον οποίο φοράει, και ο οποίος πέρασε σε αυτή από τον πατέρα της.  Αντιθέτως η Ripley ήταν μια γυναίκα που βασιζόταν στην ομάδα και στην σκληροτράχηλη οντότητά της, όταν τα πράγματα γίνονταν άγρια.
Ο Ridley και πάλι όμως μπορεί να πετάει στο τσουκάλι και το θέμα της θρησκείας (πίστη και επιστήμη αποτελούν κομμάτια της ίδιας προσωπικότητας της Elisabeth), παρόλα αυτά δε τα ψαχουλεύει και πολύ, αφήνοντας στον καθένα από εμάς να ερμηνεύσει τα όσα βλέπει με δικό του τρόπο.  Κατά τα άλλα και όλο το υπόλοιπο cast ήταν πολύ καλό, με τον Elba και την Theron να συμπληρώνουν την τετράδα μαζί με Rapace και Fassbender.

Το “Prometheus” είναι σίγουρα ένα οπτικοακουστικό υπερθέαμα με ψυχή και περιεχόμενο.  Όπως είναι λογικό έχει και αυτό τις λιγότερο καλές στιγμές του, όπως για παράδειγμα το γεγονός οτι κατά την ταπεινή μου γνώμη του cast αν και πολύ καλό, δεν έδεσε μεταξύ του όπως θα έπρεπε, με αποτέλεσμα να υπάρχουν υποομάδες που φαινόταν να λειτουργούν καλύτερα, και άλλες οχι και τόσο.  Επίσης με ξένισε το γεγονός μερικών corny, όπως θα τις χαρακτήριζα, σκηνών τις οποίες έχω δει άπειρες φορές σε καταστροφολογικές ταινίες και θα ήθελα ο Scott να αποφύγει τον σκόπελο αυτού του κλασικού μοτίβου.  Παρόλα αυτά τα λιγότερο καλά στοιχεία της ταινίας, είναι σαφέστατα περιορισμένα, σε σχέση με αυτό που μπορείς να αποκομίσεις από τη ταινία.
Εντυπωσιακά special effects που σε αφήνουν άναυδο, ένα story που έχουμε ξαναδεί, εμπλουτισμένο όμως με μνήμες από το συναρπαστικό “Alien”, ένας απόκοσμος-κόσμος τόσο σκοτεινός και προκλητικός την ίδια στιγμή που σε συνεπαίρνει, ένα ΟST από τα καλύτερα τώρα τελευταία, ενα εντυπωσιακότατο σκάφος (και φυσικά εξίσου όμορφες στολές, υπο-οχήματα κ.λ.π) και μια σκηνοθεσία υψηλών προδιαγραφών, συνθέτουν μια διαστημική περιπέτεια που κάτι θα σου θυμίσει, αλλά και οχι.
Το “Prometheus” είναι ένα καλοκαιρινό blockbuster με τσαγανό.  Και αν λίγο πριν από το τέλος πας να ξενερώσεις, μη φοβού.  Γιατί στα τελευταία λεπτά το κλείσιμο είναι…λουκούμι.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι probably ο Logan Marshall-Green θα μπορούσε άνετα να είναι ο δίδυμος αδελφός του Tom Hardy, οτι ο Guy Pearce κάνει εμφάνιση σε ρόλο έκπληξη και οτι το όνομα του σκάφους δεν είναι τυχαίο.  Ω οχι, καθόλου τυχαίο…

TRIVIA

  • O Scott έδωσε εντολές στην Theron να στέκεται στις γωνίες και να κινείται σε lurking movements, προκειμένου να ενισχύσει την απόμακρη και αινιγματική φυσιογνωμία της Vickers.
  • Η Theron αντιμετώπισε μεγάλη δυσκολία στο γύρισμα των σκηνών δράσης, εξαιτίας του καπνίσματος.  Ιδιαίτερα όταν έπρεπε να τρέχει με τις μπότες που φορούσε και οι οποίες ζύγιζαν 14 κιλά!
  • Τα ανδροειδή στις ταινίες Alien ακολουθούν αλφαβητική σειρά: Ash, Bishop, Call και David.
(Πηγή IMDB)
Μερικά από τα cool unofficial posters:
Το poster του “Prometheus” αν ήταν b-movie
Και μερικές φωτός από “Alien” και “Prometheus” προς σκέψη και συζήτηση…