The Exterminating Angel: Punishment is the same for everyone…

Χαιρετώ και σήμερα.  Μετά από το χθεσινό μακελειό στο Σύνταγμα δεν είχα και πολύ όρεξη να ανεβάσω ταινιούλα σήμερα.  Σιγά την απώλεια θα μου πείτε, δίκαιο θα έχετε.  Έχω βαρεθεί πλέον να βλέπω τα ίδια και τα ίδια: κλέψιμο, δολοπλοκίες, ξύλο, βανδαλισμούς και, και, και….Μέχρι να μπορέσω να φύγω από αυτή τη κωλοχώρα πάντως, θα προσπαθώ να κάνω αυτό που γουστάρω, όπως γουστάρω και εκεί που πάει να με πάρει από κάτω, θα μου δίνω ένα χαστούκι και θα συνέρχομαι και πάλι…So θα κάνω και πάλι αυτό που μου αρέσει και απολαμβάνω: θα γράψω και σήμερα για μια ταινία που προσωπικά την βρήκα άξια ‘ανεβάσματος’ και θα αφήσω για 2 ωρίτσες όλα τα υπόλοιπα έξω από το μυαλό μου.  2 ωρίτσες μόνο ζητώ…

Μια παρέα πλουσίων καταφθάνουν σε μια τεράστια και λουσάτη έπαυλη, οπού πρόκειται να δοθεί ένα εξαιρετικού γούστου δείπνο.  Λίγο μετά το τέλος του φαγητού όλοι οι παρευρισκόμενοι θα αποφασίσουν χωρίς καμιά προφανή αιτία να περάσουν το βράδυ στο σπίτι της οικοδέσποινας, κατασκηνώνοντας στην ουσία μέσα στο σαλόνι με τους μισούς να κοιμούνται στο πάτωμα και τους υπόλοιπους σε πολυθρόνες, καναπέδες και καρέκλες.  Το επόμενο πρωί θα βρεθούν αντιμέτωποι με μια πολύ περίεργη κατάσταση, όταν συνειδητοποιήσουν οτι δε μπορούν να περάσουν το κατώφλι του δωματίου και οτι είναι παγιδευμένοι μέσα σε αυτό.  Χωρίς κανένα ορατό εμπόδιο και την παραμικρή νύξη ως προς το ποιά είναι η αιτία αυτής της κατάστασης, μια ολόκληρη ομάδα αριστοκρατών θα βρεθεί εγκλωβισμένη μέσα στο σπίτι και θα αναγκαστεί να έρθει αντιμέτωπη με τα πιο πρωτόγονα ένστικτα της ανθρώπινης φύσης….
Ο σκηνοθέτης της ταινίας Luis Bunuel υπήρξε μια από τις σημαντικότερες, και πιο ιδιόρρυθμες φυσιογνωμίες της κινηματογραφικής ιστορίας.  Ο Bunuel υπήρξε ένθερμος εκφραστής του ρεύματος του σουρεαλισμού, γεγονός που φαίνεται σε πολλές από τις ταινίες του που άφησαν και αυτές με τη σειρά τους, το δικό τους στίγμα στον παγκόσμιο κινηματογράφο.  Ανήσυχη φύση από τα πρώτα του δημιουργικά χρόνια, συνεργάστηκε με εξέχουσες προσωπικότητες των τεχνών, όπως με τον εξίσου ιδιόρρυθμο Salvador Dali για τις ανάγκες μιας από τις πρώτες του ταινίες: τον “Ανδαλουσιανό Σκύλο”, μια μικρής διάρκειας ταινία, που ταρακούνησε από νωρίς (μόλις το 1929) τον κόσμο της σκηνοθετικής προσέγγισης και των τολμηρών θεμάτων που παρουσίαζε, καθώς σεξουαλικότητα και θρησκεία μπλέκονταν μεταξύ τους με έναν προκλητικό τρόπο που έκανε αίσθηση.

 
Ο Bunuel δεν έμενε πάντα πιστός στην σουρεαλιστική του δουλειά, αλλά τόλμησε να δοκιμάσει και άλλα είδη, όπως αυτό του νεορεαλισμού με ταινίες όπως το “Los Olvidados” (1950) οπού παρακολουθούμε τη ζωή των εξαθλιωμένων παιδιών στο Μεξικό, αλλά και το “Nazarin” (1959) οπού επικεντρώνεται στην παρουσίαση της πορείας ενός ιερέα προς την υπέρτατη, προσωπική του αρετή.  Προσωπική μου άποψη μιας που έτυχε να παρακολουθήσω τις ταινίες αυτές στο φεστιβάλ είναι οτι χάνουν πολύ από την ιδιαίτερη φύση του σκηνοθέτη και περιορίζονται στην απεικόνιση ρεαλιστικών, καθημερινών καταστάσεων.  Εξαιρετικά παραδείγματα ρεαλιστικού κινηματογράφου και σκηνοθεσίας, αλλά χωρίς καμιά περαιτέρω διάσταση.  Αντιθέτως τα σουρεαλιστικά του διαμάντια όπως το “Viridiana” (1961) με ρεαλιστική μεν ιστορία, εφευρετικά στοιχεία δε που την κατατάσσουν στις καλύτερές του, το “Belle de Jour” (1967) και κυρίως το καλύτερό του κατά πολλούς “L’Ange Exterminateur” (1962), αποτελούν εξαιρετικά καλλιτεχνικά δημιουργήματα, πολυεπίπεδα και ουσιώδη.

Πολλές από τις ταινίες του έχουν ως χαρακτηριστικό την έντονη κριτική που ασκούσε (τις περισσότερες φορές σε δεύτερη ανάγνωση) στην κοινωνία της μπουρζουαζίας, αλλά και στην θρησκεία και κυρίως στον Καθολικισμό.  Αυτά είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που συναντάμε και στην σημερινή ταινία.  Ο Bunuel θέλοντας να κριτικάρει έντονα την τάξη των μεγαλοαστών και των κτηματιών, επιλέγει εδώ έναν αλληγορικό τρόπο προκειμένου να παρουσιάσει την ματαιοδοξία και το βόλεμα στην καλοπέραση αυτών των ανδρών και των γυναικών.  Τους βάζει λοιπόν σε ένα χλιδάτο σαλόνι και θέτει κάποια αόρατα όρια, τα οποία τα άτομα αυτά δεν μπορούν να ξεπεράσουν, χωρίς όμως να καταλαβαίνουν το γιατί.  Οι πόρτες είναι ανοιχτές, η ζωή έξω από το σπίτι συνεχίζεται και όμως εκείνοι απλά δεν μπορούν να κάνουν το σωτήριο βήμα προς τον διάδρομο του σπιτιού.  Αυτό ο κατά κάποιον τρόπο αυτοπεριορισμός τους θα έχει σαν αποτέλεσμα να αναζητήσουν το θηρίο που ο καθένας κρύβει μέσα του.  Η έλλειψη φαγητού και νερού θα τους οδηγήσει στα όρια της παράνοιας και όσοι είναι τυχεροί στον θάνατο.  Οι εντάσεις, οι καυγάδες και οι γκρίνιες θα αποτελούν πλέον την ζοφερή καθημερινότητα τους και θα μάθουν με τον πιο σκληρό τρόπο πως είναι να ζεις μέσα στην εξαθλίωση, την πείνα και την φτώχεια.  Πως μπορούν τώρα να βοηθήσουν τα λεφτά;
Θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για μια σκηνοθεσία δωματίου, καθώς ελάχιστα ξεφεύγει συνολικά η κάμερα από την κατάσταση των εγκλωβισμένων στο σαλόνι.  Η διαρκής εναλλαγή από πρόσωπο σε πρόσωπο δημιουργεί σύγχυση και αποτελεί και προκαλεί μια έντονη ανησυχία επικείμενων κακών μαντάτων.  Ο Bunuel πολύ επιτυχημένα κάνει το δικό του σχόλια για μια ακόμη φορά απέναντι στη ζωή της αστικής τάξης και τους βάζει να το πληρώσουν με τον χειρότερο τρόπο.  Το γεγονός μάλιστα οτι φαίνεται ουσιαστικά να περιορίζονται από τους ίδιους τους τους εαυτούς, παραπέμπει σε μια κατάσταση εσωτερικής διεργασίας που έχουν ίσως αρχίσει να πραγματοποιούν μέσα τους, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ξεφύγουν από τον κόσμο των κρυστάλλινων ποτηριών και του ακριβού χαβιαριού, και να φτάσουν σε μια πολυπόθητη εξιλέωση.  Ή μήπως οχι;

Ένα από τα χαρακτηριστικά των ταινιών του είναι ηα παρουσία ζώων που δεν έχουν καμία σχέση με την πλοκή της ταινίας.  Στην προκειμένη περίπτωση βέβαια τα πρόβατα ίσως να παίζουν και τον δικό τους αγνό ρόλο, αλλά σίγουρα η χαριτωμένη…αρκουδίτσα που κάνει την εμφάνιση της, δεν έχει καμία λογική.  Όταν μάλιστα είχε ερωτηθεί ο Bunuel γιατί την είχε βάλει είχε απαντήσει απλά: “επειδή στον πατέρα μου άρεσαν οι αρκούδες”…

Υ.Γ1: Χλευασμός υπάρχει και για την Εκκλησία.  Ο τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνεται είναι εμφανής στο τέλος της ταινίας.  Και έχει τόσο δίκαιο…

Υ.Γ2: Ο τίτλος της ταινίας δικαιολογείται απόλυτα σε περίπτωση που αναρωτιέστε, και μάλιστα εάν είστε λίγο προσεκτικοί θα καταλάβετε και το γιατί μιας που θα το δείτε με τα μάτια σας ; )

Traileraki δε βάζω γιατί αυτά που υπάρχουν δε τα λες ακριβώς trailer….

TRIVIA

  • O Bunuel αργότερα δήλωσε σε μια συνέντευξή του οτι θεωρεί την ταινία μια αποτυχία και οτι εάν την είχε γυρίσει αργότερα στο Παρίσι θα είχε ωθήσει τα όρια ακόμα παραπέρα, οδηγώντας τους ήρωές του σε κανιβαλισμό!
  • Η προβολή της είχε απαγορευτεί στην Ρωσία, στην οποία θεωρήθηκε οτι η ιστορία για κάποια άτομα που δεν μπορούν να φύγουν από ένα πάρτυ είναι προσβλητική και…αντι-κυβερνητική.  (οτι να’ναι επίσης…)
(Πηγή IMDB)
Nothing στην tv… 
Αύριο έχουμε και πάλι ψηφοφορία, αυτή τη φορά με favorite music biography.  Πολλές και καλές ταινίες θα παίξουν αύριο, οπότε σας θέλω εδώ παρακαλώ as always! 
Bye…

La Grande Bouffe (a.k.a The Big Feast): Κάποιος έφαγε μέχρι σκασμού…

Καλημέρα to all!  Σήμερα έχουμε κάτι από ιταλική σάτιρα στο menu, και σίγουρα από τις πιο περίεργες και ιδιαίτερες ταινίες που θα δείτε, εάν φυσικά αποφασίσετε να το τολμήσετε.  Εγώ θα σας έλεγα πάντως να το κάνετε καθώς αποτελεί σίγουρα μια από τις πιο καυστικές και μαύρες κωμωδίες που έχω δει.  Here we go then….

Τέσσερις φίλοι αποφασίζουν να πραγματοποιήσουν κάτι σαν mini ταξιδάκι αναψυχής;  Ο Marcello (Marcello Mastroianni), o Michel (Michel Picoli), o Philippe (Philippe Noiret) και ο Ugo (Ugo Tognazzi) με την συνοδεία μερικών πορνών στην αρχή, θα επισκεφθούν την τεράστια και μεγαλοπρεπή έπαυλη του Philipe προκειμένου να επιδοθούν σε σεξουαλικά όργια (λιγάκι) και να φάνε κυριολεκτικά μέχρι σκασμού.  Και όταν μιλάμε για φαΐ στην συγκεκριμένη ταινία, δεν αστειευόμαστε καθόλου…
Οι Ιταλοί είναι γνωστοί για την δημιουργία των πλέον κλασσικών, σατιρικών ταινιών τους.  Όπως ακριβώς είχε πει και ο σκηνοθέτης Mario Monicelli, οι Ιταλοί ήταν αυτοί που δημιούργησαν το είδος της κωμωδίας/φαρσοκωμωδίας που επικεντρώνεται γύρω από τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα της χώρας.  Πολλές φορές μέσα από τραγικές καταστάσεις βγαίνει το γέλιο, μέσα από τραγελαφικά γεγονότα και εξαθλιωμένους ήρωες, που η αφέλεια και η κουτοπονηριά τους, τους φέρνει αντιμέτωπους με κάθε λογής κωμικές συνέπειες.  Παρόλα αυτά στην σάτιρα φαίνεται πως τα πράγματα λειτουργούν κάπως ανάποδα.  Για παράδειγμα στην συγκεκριμένη περίπτωση οι ήρωες μας δεν είναι φτωχοί (όσον αφορά το χρηματικό κομμάτι, γιατί στην τελική φαίνεται να υστερούν ψυχικά κατά κάποιον τρόπο), ούτε αντιμετωπίζουν κοινωνικά προβλήματα.  Αυτό κάνει και στην τελική ενδιαφέρουσα την ιστορία μας εδώ.  Το πως ουσιαστικά κάποια άτομα τα οποία φαινομενικά δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης και βρίσκονται σε μια πολύ καλή, χρηματική κατάσταση, πως φτάνουν στο σημείο να δώσουν τέλος στη ζωή τους με έναν πρωτοφανή τρόπο.  Τι τους οδήγησε εδώ; Γιατί αποφάσισαν να το κάνουν και τι σημαίνει αυτό για τους ομοίους τους και την κοινωνική τάξη την οποία εκπροσωπούν;

Όπως ακριβώς και στο “Divorzio all’italiana” του Pietro Germi οπού διακωμωδείται ο θεσμός του γάμου μέσα από απιστίες και δολοπλοκίες του συζύγου, ο οποίος φτάνει μέχρι και σε έγκλημα πάθους προκειμένου να γλυτώσει από την γυναίκα του, έτσι και εδώ δίνεται ένα γλυκόπικρο twist σε μια ταινία που θα μπορούσε να προκαλέσει απλά ακραία αποστροφή ή τεράστια απορία στους θεατές.  Οι χαρακτήρες είναι καρικατουρίστικοι και κάθε άλλο παρά χαμηλού κοινωνικού στρώματος.  Ο Marcello είναι ένας γοητευτικός αν και αρκετά άξεστος πιλότος που θέλει να κάνει sex διαρκώς και παντού.  Ο Philippe είναι ένα ένας πλούσιος δικαστής, βολεμένος στην καλοπέραση του και περνώντας τον χρόνο του στο κρεβάτι του και ενίοτε ανάμεσα στα βυζιά της μεγαλονταντάς που μόνο που δε τον βυζαίνει ακόμα.  Από την άλλη ο Ugo είναι υπεύθυνος ενόσ delicatessen και πρώην μάγειρας και είναι αυτός που στην ουσία προετοιμάζει κάθε φορά τα λουκούλλεια γεύματα στο τεράστιο σπίτι.  Τέλος ο Michel εργάζεται ως τηλεοπτικός παραγωγός και αποτελεί το τελευταίο μέλος αυτής της ιδιόρρυθμης παρέας, με τα πολλά (πάρα πολλά) ψυχαναγκαστικά προβλήματα.
O σκηνοθέτης της ταινίας Marco Ferreri θέλοντας να κάνει το δικό του κοινωνικό σχόλιο πάνω στην σύγχρονη μόδα του υπερκαταναλωτισμού, τοποθετεί τους τέσσερις αυτούς άνδρες σε ένα αρχοντικό και τους βομβαρδίζει με άπειρα γουρουνόπουλα, αρνιά, οστρακοειδή, μακαρονάδες, συκώτια πατέ και αφράτες πουτίγκες.  Προφανώς θέλοντας να υπερτονίσει το γεγονός οτι ο άνθρωπος της νέας εποχής διακατέχεται από μια ακόρεστη όρεξη για διαρκή κατανάλωση οχι μόνο φαγητού, αλλά και υλικών αγαθών, χρήματος και πάει λέγοντας, αποφασίζει στην ταινία του να ωθήσει τα πράγματα στα όρια και αρκετές φορές να τα ξεπεράσει.  Στο πλαίσιο αυτό της διαρκούς λαιμαργίας που τους χαρακτηρίζει, καθώς τρώνε ακόμα και όταν έχουν ήδη φάει, τοποθετούνται και μερικές πόρνες για να κατανοήσει ο θεατής οτι δεν πρόκειται μόνο για ένα μεγάλο φαγοπότι, αλλά οτι τα όρια εκτείνονται και πέρα από το πλαίσιο του φαγητού.  Φυσικά όταν δεν είναι πλέον χρήσιμες και τα αγόρια μας έχουν επιστρέψει και πάλι στα πιάτα τους, απλά αποχωρούν…

Άξιο προσοχής είναι το γεγονός οτι στο σπίτι παραμένει μόνο μια ευτραφής γυναίκα, η δασκάλα.  Η μεταμόρφωσή της από συμπαθητική δασκάλα δημοτικού, σε άνευ αναστολών γυναίκα που πηδιέται με όλους μέσα στο σπίτι, είναι ένα ακόμα καυστικό σχόλιο στο πόσο πολύ μπορεί τελικά να αλλάξει ο άνθρωπος όταν βομβαρδίζεται διαρκώς από τα καταναλωτικά προϊόντα.
Η παρέα αυτή των ηθοποιών δεν διστάζει να τσαλακωθεί και να αυτοχλευαστεί, προκειμένου να περάσουν με έναν αρκετά σοκαριστικό τρόπο την σταδιακή αποξένωση και την πορεία προς τον θάνατο μιας κοινωνίας που αυτοπροσδιορίζεται από το πόσα λεφτά έχει στην τσέπη και την ποσότητα των-τελικά- άχρηστων πραγμάτων που μπορεί να αγοράσει με αυτά.  Ο θάνατος των ηρώων επέρχεται τμηματικά και είναι τραγικά χιουμοριστικός, αφού άλλος πάει από χέσιμο, άλλος από πέσιμο και ούτο καθεξής…
Η γλαφυρότητα της σκηνοθεσίας ίσως και να ξενίσει πολλούς, αλλά στην προκειμένη περίπτωση ο σκηνοθέτης αυτό ακριβώς επιθυμεί.  Να ταρακουνήσει και να κατακρίνει έναν ολόκληρο τρόπο ζωής.  Οι λόγοι για τους οποίους αυτοί οι άνδρες αποφασίζουν να πεθάνουν δεν γίνεται απόλυτα κατανοητός, αλλά δεν έχει και τόση σημασία.  Το πραγματικά υποκριτικό της υπόθεσης είναι οτι επιλέγουν να σκάσουν κυριολεκτικά στο φαγητό, κι οχι κάποιον άλλον τρόπο αυτοκτονίας.  Αυτό και μόνο κάνει την ταινία να ξεχωρίζει κυρίως λόγω της εξωφρενικής (ή ίσως οχι και τόσο) ωμότητας και ειλικρίνειας της.  Και μιλάμε βασικά για το 1973…

Οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές και σου δημιουργούν ανάμικτα συναισθήματα.  Άλλοτε συμπάθεια, άλλοτε λύπη και άλλοτε αναπόφευκτα το γέλιο.  Οι ατάκες ανάμεσα στην παρέα δίνουν και παίρνουν, ενώ ακόμα και οι διαδοχικοί θάνατοι των πρωταγωνιστούν είναι τόσο προσποιητοί και εξυπηρετούν τόσο ξεκάθαρα τον κριτικό τους σκοπό, ώστε δε γίνεται να νοιώσεις στεναχώρια, αλλά μάλλον να σε κάνουν να κουνήσεις περιφρονητικά το κεφάλι σου για την θλιβερή αυτή κατάντια.
Αρκετό γυμνό, άπειρο φαγητό που εκεί που πάνε να σου τρέξουν τα σάλια σε ξενερώνει και άνθρωποι που πηδάνε και τρώνε (μερικοί κλάνουν κιόλας) όοοολη μέρα ασταμάτητα, είναι οι βασικές εικόνες που θα εμποτιστούν σε όποιον δει αυτή τη ταινία.  Όπως όμως είπα είναι μια ταινία που πρέπει να την δείτε οχι τόσο γι’αυτό που φαίνεται, όσο γι’αυτό που δεν φαίνεται αλλά υπονοείται ξεκάθαρα: ο υπερκαταναλωτισμός βλάπτει σοβαρά την υγεία.

Υ.Γ: Η μουσική δένει τέλεια με την παρηκμασμένη γενιά των ανδρών.  Μελαγχολική και θυμίζοντας περασμένα μεγαλεία, είναι το μόνο που μένει να θυμίζει την αριστοκρατία μιας άλλης εποχής…

http://www.youtube.com/watch?v=uZz3Nh2pJfs
(με γερμανικό voice over, το οποίο είναι εκνευριστικό οπότε απλά χαμηλώστε το και ο θεός μαζί σας)

No trivia for this movie…

H TV ΣΗΜΕΡΑ….
STAR: 22:00 Jarhead, με τους Jake Gyllenhaal, Jamie Fox.  Μια ταινία για τα στίγματα που αφήνει ο πόλεμος στους στρατιώτες και την ζωή μετά…
Αυτά απο εμένα, αύριο πάλι εδώ με new arrival “Cars 2”!
Cya!