Fa yeung nin wa (a.k.a In the Mood for Love): We won’t be like them

Καλημέρες, καλημέρες!  Τετάρτη σήμερα και από αύριο έχουμε μια ουσιαστικά, νέα ταινία που βγαίνει στις αίθουσες, κι αν μάλιστα δεν είστε fan, καλύτερα να το αφήσετε.  Η Bella, ο Edward και ο Jacob, επιστρέφουν για το τελευταίο μέρος του “The Twilight Saga”, “The Breaking Dawn-Part 2”, κλείνοντας έτσι μια και καλή το όραμα; της συγγραφέως Stephanie Meyer, σχετικά με τη μεταφορά του βαμπιρικού love story της, στον κινηματογράφο.  Αν πάλι δεν είστε και πολύ θερμοί οπαδοί της ελαφριάς βαμπιρολαγνείας, τότε μπορείτε να επισκεφθείτε τον ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟ για μια πολύ καλή δόση “Monsieur Lazhar” ή να πάτε να δείτε τελικά το “The Hunt” που τόσο καιρό σας πρήζω και πιστέψτε με, αξίζει τα λεφτά του.  Στα καθ’ημάς, σήμερα το menu έχει κάτι από Ανατολή στα καλύτερά της (θα μου πείτε και πότε δεν ήταν;).  Το “In the Mood of Love” είναι μια ήπιων τόνων ιστορία αγάπης, με εξαιρετική σκηνοθεσία, υπέροχη ατμόσφαιρα και λιτές, αλλά ταυτόχρονα απόλυτα δυναμικές ερμηνείες.  Μια ταινία που πρέπει να δείτε σίγουρα…

Βρισκόμαστε στο Χόνγκ Κόνγκ του 1962.  Δυο ζευγάρια μετακομίζουν την ίδια στιγμή σε δυο γειτονικά διαμερίσματα, τα οποία (εκείνη την εποχή τουλάχιστον), διέθεταν κοινούς, τη κουζίνα, αλλά και άλλους χώρους.  Αυτομάτως ο σκηνοθέτης καθιστά έντονη τη παρουσία, της όμορφης Mrs. Chan (Maggie Cheung) και του εκλεπτυσμένου Mr. Chow (Tony Leung Chiu Wai), οι οποίοι από την πρώτη στιγμή θα αρχίσουν να αναπτύσσουν έναν ενδιαφέροντα δεσμό, κυρίως μέσα από το βλέμμα.  Όταν οι υποψίες τους, σχετικά με την εξωσυζυγική σχέσει των συζύγων τους (οι οποίοι τα έχουν μπλέξει μεταξύ τους), επιβεβαιωθεί και από τους δυο, τότε το πρωταγωνιστικό μας “ζευγάρι” θα οδηγηθεί στα δικά του ερωτικά μονοπάτια, συνάπτοντας σχέση μεταξύ τους, αλλά με μια διαφορά: η δική τους σχέση είναι οριοθετημένη και ελεγχόμενη.  Ένα ελεγχόμενο πάθος θα έλεγε κανείς.  Και αυτό είναι που στην ουσία θα ορίσει τις ζωές και των δυο για πάντα.

Ο Kar Wai Wong, είναι ένας Κινέζος σκηνοθέτης, με πολλές ταινίες στο ενεργητικό του, οι περισσότερες εκ των οποίων έχουν χαρακτηριστεί ως μικρά αριστουργήματα, κερδίζοντας το ένα βραβείο μετά το άλλο, στα διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ ανά τον κόσμο.  Η αλήθεια είναι βέβαια πως το ” Ιn the Mood for Love”, έχει χαρακτηριστεί από τους περισσότερους, ως η καλύτερη στιγμή της καριέρας του, και οχι τυχαία, καθώς έχει καταφέρει να συνδυάσει τόσο τη φόρμα, όσο και το περιεχόμενο του έργου του, με έναν τρόπο μοναδικό και απόλυτα αισθαντικό.  Στις νεότερές του ταινίες, όπως οι “2046” και “My Blueberry Nights”, ο Wai μοιάζει να έχει απομακρυνθεί από το φορμαλιστιστικό του στοιχείο, επικεντρώνοντας γραφή και σκηνοθεσία, περισσότερο στο περιεχόμενο και το story του film.  Χωρίς να είναι απαραίτητα κακό αυτό, φαίνεται εντούτοις πως έχει χάσει κάπου το στοιχείο εκείνο, που καθιστούσε ταινίες όπως το “In the Mood For Love”, σημειολογικές και αλληγορικές αναπαραστάσεις της ανθρώπινης κατάστασης, μέσα από τα σκηνοθετικά του τεχνάσματα.  Μένει να δούμε αν με τη νέα του ταινία, “The Grandmasters” την οποία οι fan περίμεναν για καιρό, θα μπορέσει να επανακάμψει όσον αφορά το καθαρό κομμάτι της συμβολικής του φόρμας.  Μέχρι τότε, μπορούμε να ασχοληθούμε με τη σημερινή μας ταινία, η οποία είναι τόσο πλούσια καλλιτεχνικά, ώστε η κάθε της σκηνή, η κάθε τοποθέτηση των ηρώων, η κάθε κουβέντα που θα πουν, αποτελεί μέγιστο κοινωνό νοήματος.  Και αυτό είναι πραγματικά “αποκαλυπτικό”.

Η ουσία και η πρωτοτυπία αν θέλετε του “In the Mood for Love”, έγκειται σε δυο, βασικά χαρακτηριστικά του: πρώτον, οτι η γνωριμία των ηρώων γίνεται οχι με το σπάσιμο των κωδικών ηθικής, αλλά με το ακριβώς αντίθετο.  Με το μη σπάσιμο.  Στην ουσία μπορεί να μιλάμε για ένα παράνομο ζευγάρι, το γεγονός όμως οτι δε πατούν ποτέ έξω από την αυστηρά καθορισμένη συμπεριφορά τους, αλλά ζουν έναν έρωτα δικών τους, ασφαλιστικών δικλείδων, δίνει αν μη τι άλλο αμέσως την εικόνα ενός πάθους υπαρκτού, αλλά κεκαλυμμένου.  Το δεύτερο είναι, πως τα πάντα παίζονται μέσω του βλέμματος, και εδώ ο Wai πετυχαίνει διάνα για έναν πολύ απλό λόγο.  Ο ίδιος ο πυρήνας του κινηματογράφου, είναι το βλέμμα.  Συνεπώς η ταινία είναι βγαλμένη μέσα από τις κοινά αποδεκτές νόρμες του σινεμά.
Εξίσου πιστός σε αυτό που κάνει παραμένει και όταν αποφασίζει να προβεί σε ένα κλασικό σπάσιμο, κινηματογραφικού κώδικα, το οποίο για τη Δύση, είναι μάλλον απαγορευτικό.  Σαν γνήσιος ασιάτης όμως, ο Wai, αποφασίζει οτι το “πήδημα του άξονα” (η αλλαγή θέσης της κάμερας από τη μια πλευρά, στην άλλη, η οποία οδηγεί στην οπτική σύγχυση του θεατή) του ταιριάζει, από τη στιγμή μάλιστα που ενδιαφέρεται για την αισθητική του καδραρίσματός του.  Για ακόμη μια φορά, η φόρμα κυριαρχεί.
Εκτός από τη γοητευτική, αλλά και κάπως καταθλιπτική διάσταση που παίρνει στα μάτια μας η εικόνα ενός σκοτεινού Χονγκ Κόνγκ, γεμάτου όμως από πορφυρά χρώματα, ημίφως και βροχή, ο σκηνοθέτης μας καθιστά απλούς παρατηρητές της ιστορίας του, γεγονός που εξυπηρετείται ιδανικά, από την θέση της κάμερας, η οποία λειτουργεί πάντα ως ένα τρίτο πρόσωπο, κινηματογραφώντας τις καταστάσεις, με μάτι ουδέτερο και ξένο.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γεγονός, οτι μέσα στο διαμέρισμα η κάμερα παραμένει σταθερά στον διάδρομο, χωρίς ποτέ να βλέπουμε τα δωμάτια των ηρώων, αλλά ούτε και τους έτερους συζύγους, τους οποίους βλέπουμε μόνο κατακερματισμένους (μια πλάτη, ένα χέρι, μια μέση).  Ο λόγος;  Μα για τον Wai δεν έχει σημασία.  Οτιδήποτε περιττό ή οτιδήποτε υπονοείται, δεν έχει αυτούσιο λόγο ύπαρξης μέσα στη ταινία του.  Το δέσμιο love story έχει τον πρώτο λόγο.

Ο off screen χώρος και η συμπύκνωση του χρόνου, επιτελούν τον δικό τους ρόλο στην ταινία, καθώς ο Wai, απολαμβάνει να μας παρουσιάζει την ιστορία του, μέσα από καθαρά, κινηματογραφικούς τρόπους.  Το off screen (κυρίως ακούμε τους συζύγους να μιλούν, ενώ την ίδια στιγμή βλέπουμε το πρωταγωνιστικό μας ζευγάρι σε πρώτο πλάνο) εξυπηρετεί στην εικαστικότητα της ταινίας, αλλά και στην συμβολική αναπαράσταση της αξίας των βοηθητικών ηρώων.  Οι άπιστοι σύζυγοι δεν χρειάζεται να φανούν ποτέ, επειδή ακριβώς πέρα από την ύφανση του κινήτρου που οδηγεί σιγά σιγά τους ήρωες μας σε μια δική τους σχέση, δεν επιτελούν κανέναν άλλο σκοπό.  Όσο για τη συμπύκνωση του χρόνου, αυτό επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους, από το σβήσιμο της εικόνας, και το εκπληκτικό μοντάζ, μέχρι τις εναλλαγές των ονειρεμένων φορεμάτων της πρωταγωνίστριας (46 στον αριθμό παρακαλώ, αν και δε φορέθηκαν όλα στη ταινία), προσδίδοντας την δική του, εικαστική πινελιά.
Το “In the Mood for Love” είναι τελικά μια ταινία για την μοναξιά, γεγονός που προδίδεται μέσα από το βλέμμα (όπως είπαμε και παραπάνω), τη λουπαριστή, μουσική επένδυση, ακόμα και το slow motion (μια ακόμη φορμαλιστική χρήση μέσα στη ταινία), και γενικώς με τη χρήση καθαρά φιλμικών μέσων.  Ο Wai δεν καταφεύγει σε φτηνούς μελοδραματισμούς προκειμένου να κατανοήσουμε τη φύση του ερωτικού story των πρωταγωνιστών, αλλά αρκείται να μας υπενθυμίσει σε στιγμές οτι η εποχή και η απιστία, δε μπορούν να συμβαδίσουν.  Το τραγικό μιλάει από μόνο του, οι πληροφορίες παραμένουν πίσω από την κουρτίνα και ο θεατής καλείται να τις ανακαλύψει σταδιακά μόνος του.  Και να οδηγηθεί και αυτός στην όποια λύτρωση αποζητούν οι ήρωες.

Οι ερμηνείες των κεντρικών ηρώων πατούν στο mute, και παραμένουν χωρίς τα δακρύβρεχτα ξεσπάσματα, ψύχραιμες και περιεκτικές.  Είναι όμως ταυτόχρονα προσεγμένες μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια.  Από το στήσιμο και την ενδυματολογική τους φροντίδα, μέχρι τους διαλόγους και το βλέμμα, τα πάντα λειτουργούν εξυπηρετικά για το story, αλλά και για την πρόκληση του βαθύτερου συναισθήματος.
Όπως καταλαβαίνετε η σκηνοθεσία είναι υψηλής ποιότητας, με πολλά ακόμη σκηνοθετικά ευρήματα, ένα εκ των οποίων είναι και η ύπαρξη θεατρικών στοιχείων, σε σκηνές κατά τις οποίες το παράνομο ζευγάρι, υποδύεται τους αντίστοιχους συζύγους(!), σε μερικές από τις πιο ευφυείς σκηνές της ταινίας.  Ο Wai έχει τη δυνατότητα σαν άλλος μάγος του κινηματογράφου να σε παρασύρει και να σε μπερδεύει, κάνοντάς σε να πιστέψεις αυτά που ο ίδιος θέλει.  Μέχρι δηλαδή το επόμενο πλάνο οπού αναφωνείς “ααααα, δεν ήταν αυτός”.  Οχι, δεν ήταν.
Αυτό το εύρημα της θεατρικής παράστασης μέσα στην ταινία, είναι που δίνει στην τελική το ζητούμενο twist σε αυτό το love story, πετυχαίνοντας να το ξεχωρίσει από πολλά ακόμη ρομάντζα τα οποία έχουμε δει, και τα οποία πατούν πάνω σε παραδοσιακά, ξενέρωτα μονοπάτια.
Το “In the Mood for Love” είναι μια εξόχως δομημένη ταινία, αν και μοιάζει να προορίζεται περισσότερο για τις πιο σινεφιλίδικες καρδιές.  Παρόλα αυτά, αν της δώσετε μια ευκαιρία, είναι σίγουρο οτι θα σας αποζημιώσει και με το παραπάνω.  Αισθαντικό, επίπονο και τόσο γοητευτικό, είναι ένα film που θα μιλήσει τόσο στη καρδιά, όσο και στο μυαλό σας.  Το ιδανικό δηλαδή.

 Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το τέλος είναι υπέροχο, οτι τα φορέματα επίσης και οτι τώρα περιμένω με αγωνία την καινούρια ταινία του Wai, για να δω αν έχει μεγαλουργήσει και εκεί.

 TRIVIA

  • Η ταινία χρειάστηκε 15 μήνες προκειμένου να ολοκληρωθεί.
  • Το μακιγιάζ και το ντύσιμο της πρωταγωνίστριας χρειαζόταν καθημερινά γύρω στις 5 ώρες!
  • Το νούμερο του δωματίου στο οποίο έμενε ο ήρωας στο ξενοδοχείο είναι 2046.  Η επόμενη δηλαδή ταινία του Wai.
(ΠΗΓΗ IMDB)

The Hunt (a.k.a Jagten): The seed of hate is planted…

NEW ARRIVAL (από 8 Νοεμβρίου στις αίθουσες)

Γεια σας, γεια σας και πάλι.  Το menu σήμερα έχει μια ταινία που μας έρχεται από το πάλαι ποτέ παιδί του Δόγματος 95, Thomas Vinterberg.  Το “The Hunt” είναι ένα σκληρό και ωμό δράμα, όπως αυτό εκτυλίσεται σε μια ήσυχη πόλη της Δανίας και σίγουρα αποτελεί τη μια εκ των δυο καλύτερων ταινιών που μπορείς να παρακολουθήσεις αυτή την εβδομάδα.  Η δεύτερη είναι το “Seven Psychopaths”, μια θεόμουρλη κωμωδία, με ένα cast διαλεχτό και τρομερό (βλ. Woody Harrelson, Sam Rockwell, Christopher Walken, Tom Waits κ.α).  Για τους Ψυχοπαθείς, θα μιλήσουμε από Παρασκευή και μετά, μιας που τώρα είναι ώρα για “Το Κυνήγι”.  Και τι κυνήγι…

Ο Lucas (Mads Mikkelsen) είναι ένας φιλήσυχος άνδρας, που ζει μόνος του, σε μια μικρή πόλη, κάπου στη Δανία.  Εκεί, όλοι είναι γνωστοί και φίλοι μεταξύ τους.  Οι σύζυγοι μαζεύονται για ανδροκρατούμενες νύχτες, παρέα με μπύρες, τραγούδια και κυνήγι ελαφιού στο δάσος, ενώ οι γυναίκες πλάθουν κουλουράκια, μαγειρεύουν, φροντίζουν τα παιδιά, και προσδίδουν στο σπιτικό, ζεστασιά και θαλπωρή.  Εν ολίγοις όλα είναι υπέροχα, και η ζωή κυλάει όμορφα σε αυτή την παρεϊστικη κοινότητα.  Όλα αυτά, μέχρι τη στιγμή, που ένα παιδικό ψέμα, θα μετατρέψει τους κατοίκους, σε σαρκοβόρα θηρία, έτοιμα να ξεσκίσουν τον άτυχο Lucas.  Ο λόγος;  Ο Lucas εργάζεται ως παιδαγωγός στον τοπικό, παιδικό σταθμό, αποτελώντας μάλιστα τον δάσκαλο που όλα τα πιτσιρίκια λατρεύουν να παίζουν μαζί του.  Όταν μια μέρα η 5χρονη κόρη του καλύτερού του φίλου, υπονοήσει εμμέσως πλην σαφώς οτι ο Lucas “ασέλγησε” εις βάρος της, τότε ο ήρωας θα ζήσει την πραγματική Κόλαση επί Γης.  Την στιγμή που όλα έδειχναν να έχουν πάρει τον δρόμο τους γι’ αυτόν (ο γιος του θα ερχόταν να μείνει μαζί του, ενώ είχε ξεκινήσει και μια σχέση με την Nadja, την καθαρίστρια του παιδικού σταθμού), τα πάντα θα γκρεμιστούν μπροστά σε αυτό το τρομερό μυστικό που θα αποκαλυφθεί.  Και οχι, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία οτι ο Lucas έκανε κάτι τόσο ακατονόμαστο.  Ο πέλεκυς της εκδίκησης, θα πέσει βαρύς πάνω του, έτσι κι αλλιώς.  Ακόμα και αν εμείς ως θεατές, γνωρίζουμε την πάσα αλήθεια…

Έπειτα από μερικές, σκηνοθετικές αναποδιές (αλήθεια, ξέρατε οτι ο Vinterberg έχει κάνει ταινία που λέγεται “It’s All About Love”, με πρωταγωνιστές τους Joaquin Phoenix, Claire Danes και Sean Penn?), και μια προσπάθεια στροφής προς την κωμική του φύση-που μάλλον δε του βγήκε- ο Δανός σκηνοθέτης, Thomas Vinterberg, ο οποίος ταρακούνησε επισήμως για πρώτη φορά, τα κινηματογραφικά νερά με τη ταινία του “The Celebration” το μακρινό 1998, επιστρέφει και πάλι σε αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα: το δράμα.
Η βασική διαφορά βέβαια του Vinterberg με πολλούς πολλούς ακόμη, σύγχρονους σκηνοθέτες, είναι οτι επιλέγει μια δραματική υπόθεση, οχι τόσο όσον αφορά το περιεχόμενό της, αλλά όσον αφορά την εξυπηρέτηση και την ύπαρξη μια ιστορίας, ενός δράματος δηλαδή.  Αυτό που στην ουσία εννοώ είναι πως σκηνοθέτες όπως ο Vinterberg (βάλε και τον πιο artistic Trier) δεν ενδιαφέρονται για φανφαρώδεις μελοδραματισμούς, συγκινήσεις και δακρύβρεχτες καταστάσεις.  Όταν λέμε δράμα στη προκειμένη περίπτωση, εννοούμε την ύπαρξη ενός στοιχειώδους story, το οποίο εξυπηρετεί τις ιδέες που έχει στο μυαλό του ο σκηνοθέτης.  Συνεπώς, μη νομίζετε οτι το “The Hunt” είναι μια ταινία που έχει ως στόχο να σας δημιουργήσει αισθήματα λύπης, θλίψης και στενοχώριας.  Κάθε άλλο.  Η βασική της ανάγκη είναι να προκαλέσει την οργή, τη μανία και την δίψα για εκδίκηση.  Οχι του ήρωα.  Τη δική μας.

Μεγαλώνοντας και αφήνοντας πια στην άκρη το αυστηρά οριοθετημένο πλαίσιο του Δόγματος 95, ο Vinterberg δημιουργεί μια ακόμη σπουδή πάνω στο “κακό”, που όλοι κρύβουμε μέσα μας.  Ένα κακό, τυφλό και μανιασμένο, που βρίσκεται καλά κρυμμένο στο σκοτάδι, μέχρι να του δωθεί η κατάλληλη ευκαιρία για να ορμήξει, και να κατασπαράξει ζωές και μέλλον.
Η ιδιαιτερότητα του “The Hunt” είναι οτι ο Vinterberg αποφασίζει να παίξει ένα σαδιστικό παιχνίδι μαζί μας, καθιστώντας μας παντογνώστες από την πρώτη κιόλας στιγμή, χωρίς όμως τη δυνατότητα παρέμβασης.  Εμείς, γνωρίζουμε την αλήθεια, τη βλέπουμε με τα μάτια μας από την αρχή και κατανοούμε όλους τους λόγους που οδήγησαν τη μικρή Clara, να πει ένα τόσο απροκάλυπτο ψέμα.  Που και το γεγονός οτι το “είπε”, είναι μάλλον προς συζήτηση καθώς α) η ηλικία της δε της επιτρέπει να αντιληφθεί το μέγεθος του κακού, που έχουν προκαλέσει τα λόγια της και β) η εξομολόγησή της, μοιάζει βεβιασμένη και ετσιθελική, σε μια σκηνή ωδή, στην ανθρώπινη ηλιθιότητα.  Και όμως, γιατί οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να πιστέψουν στο λεπτό, την διαβολική, την άρρωστη φύση κάποιου άλλου;  Μήπως επειδή ενδόμυχα γνωρίζουν τι υπάρχει και μέσα στους ίδιους;  Μήπως γιατί ξέρουν οτι πλέον, είναι πιο εύκολο να περιμένεις από τον άλλον να ασελγήσει πάνω στο παιδί σου, από το να το πιάσει από το χέρι και να το πάει σχολείο;  Μήπως επειδή πίσω από τα χαμόγελα, το τραγούδι και την γειτονική συντροφικότητα, κρύβεται στον καθέναν από ένα σκοτεινό πλάσμα που περιμένει το παραμικρό στραβοπάτημα, τη παραμικρή-αβάσιμη-φήμη, προκειμένου να γυμνώσει τα δόντια του, και να δικαιολογήσει την κεκαλυμμένη του μαυρίλα, στο όνομα μιας δήθεν εκδίκησης;  Μήπως;

Ο Vinterberg πέρα από τη διάθεση που έχει να συνομιλήσει μαζί σου, και να ρωτήσει τη γνώμη σου (εσύ στη θέση τους τι θα έκανες;), φροντίζει να ενισχύσει την πλοκή της ταινίας, με έναν τρόπο που δηλώνει ξεκάθαρα αυτή ακριβώς τη πρόθεσή του.  Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Lucas παρουσιάζεται στην αρχή ευτυχισμένος, κομμάτι μιας φαινομενικά, γαλήνιας κοινότητας (τόσο γαλήνιας, που το ξέσπασμα της μπόρας που καραδοκεί κάπου εκεί, είναι σαρωτικό και πνιγηρό), με την τύχη επιτέλους να του χαμογελά και τη ζωή του να φαντάζει όμορφη.  Ο Vinterberg είναι εξίσου σαδιστής, όπως και ο Michael Haneke στο “Funny Games”.  Αυτήν ακριβώς την ευτυχία θέλει να την κάνει κομμάτια.  Και το πετυχαίνει οδυνηρά καλά.
Στον αντίποδα της φρενιασμένης κοινότητας, βρίσκεται ο χαρακτήρας του Mikkelsen (κέρδισε μάλιστα και το βραβείο Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας, στο φεστιβάλ των Καννών).  Άνθρωπος ταπεινός και συγκροτημένος.  Το ενδιαφέρον με τον ρόλο του, είναι οτι εξακολουθεί να παραμένει έτσι, ακόμα και μετά την περιθωριοποίησή του (και οχι μόνο), από την πόλη, μέχρι δηλαδή και το τελειωτικό του ξέσπασμα.  Χωρίς υπερβολικούς συναισθηματισμούς και περιττές αντιδράσεις, ο σκηνοθέτης δίνει το στίγμα των καιρών, εκεί που όλοι θεωρούνται ένοχοι, μέχρι αποδείξεως του εναντίου.
Είναι πραγματικά εξοργιστικό να παρακολουθείς το μαρτύριο ενός άνδρα στον οποίο, οχι μόνο δε δόθηκε η ευκαιρία να υποστηρίξει τη δική του γνώμη και την προσωπική του αλήθεια πάνω στο θέμα, αλλά έγινε αυτοστιγμεί δακτυλοδεικτούμενος, ένας ανώμαλος παρίας ανάμεσα σε “αγνές”, οικογενειακές καρδιές.  Και αυτή είναι στην τελική και η προσωπική αλήθεια του ίδιου του Vinterberg: “σας καθιστώ όλους υπεύθυνους”, μοιάζει να μας λέει.  “Και εσάς που τον δαιμονοποιήσατε επειδή έτσι θέλατε, αλλά και εσάς που ενώ γνωρίζετε την αλήθεια, παραμένετε αμέτοχοι, ανίκανοι να τον σώσετε”.  Και τι μπορούμε να κάνουμε άραγε;

Η σκηνοθεσία του Vinterberg είναι μετρημένη, λιτή και καθόλα χειραγωγική, αφού στρέφει τη προσοχή μας, ακριβώς εκεί που θέλει: στην κατάρρευση του κεντρικού ήρωα και την απολυτότητα οτι η ζωή, δε θα είναι ποτέ ξανά η ίδια.
Μέσα από την άγρια ομορφιά του δανέζικου τοπίου, με το αγνό, αφράτο χιόνι και το κρύο που περονιάζει, ο σκηνοθέτης μυεί τον θεατή σε έναν κόσμο μεγάλης ομορφιάς, αλλά και ενοχικών συνδρόμων.  Εκεί, ο άτυχος Lucas, αναγκάζεται να υποδυθεί τον αποδιοπομπαίο τράγο, προκειμένου η κοινωνία να ξεσπάσει το συνολικό της μένος.  Οι λόγοι;  Μπορεί πολλοί.  Μπορεί και κανένας.  Haneke much;
Η ερμηνεία του Mads Mikkelsen είναι υποδειγματική.  Ειλικρινής και σαρωτική, αποτελεί επί της ουσίας μια κοχλάζουσα, ήρεμη δύναμη που ανά πάσα στιγμή περιμένεις οτι θα ξεσπάσει.  Υπέροχος ο Mikkelsen, κάνει την νίκη του στο φεστιβάλ των Καννών, στη κατηγορία Καλύτερης Ερμηνείας, να φαντάζει απόλυτα δικαιολογημένη.
Το “The Hunt” είναι μια ταινία που θα κουβαλάς μέσα σου για πολύ καιρό (αν δηλαδή της δώσεις αυτή την ευκαιρία).  Οχι τόσο εξαιτίας του υποθεσιακού της περιεχομένου, αλλά κυρίως χάρη στις ερμηνείες-δυναμίτη, και όλο το προβληματικό κοινωνικό περιβάλλον, που φαίνεται να σκαλίζει εδώ ο Vinterberg με τα περισσής μανίας.  Ωμό, σοκαριστικό και απρόβλεπτα ειλικρινές, είναι ένα film που ξεμπροστιάζει με τον χειρότερο/καλύτερο τρόπο το ενοχικό σύνδρομο του καθενός από εμάς.  Αυτού που δε χρειάζεται πολλά.  Μόνο μια φήμη και ένα θύμα.  Και ο σπόρος της ενδεδυμένης αμφιβολίας θα υπάρχει για πάντα στις καρδιές.  Αν υπάρχουν κι αυτές.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το σπίτι στο φινάλε, είναι εντυπωσιακά ίδιο με αυτό στο “The Celebration” του 1998, οτι ο σκανδιναβικός κινηματογράφος έχει ακόμα πολλά να μας πει, και οτι το τέλος είναι οτι πρέπει.

No trivia

Spring, Summer, Fall, Winter…and Spring: Human and Nature

Καλημέρα και καλή εβδομάδα να’χουμε!  Όσοι από εσάς έχετε αποδράσει κατά Θεσσαλονίκη μεριά, με αφορμή το 53ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ, καλά να περνάτε, αν και αυτό είναι το μόνο σίγουρο αν κρίνω από το πρόγραμμα τους φεστιβάλ.  Για όλους τους υπόλοιπους που ξεμείναμε εδώ, άντε να πούμε για καμιά ταινία να περάσει και η ώρα πιο δημιουργικά, γιατί πάλι του απαλεύτου είναι τέτοιες μέρες-ειδικά δηλαδή όταν τις ξεκινάς προσπαθόντας να βρεις δουλειά, και κλασικά, δε βρίσκεις τίποτα.  Έτσι για να πνίξω και εγώ τον πόνο μου (πολύ μελούρα έπεσε), είπα να ασχοληθώ με μια ταινία πιο σινεφίλ και στοχαστική, σε σχέση τουλάχιστον με όσες ανέβασα τη περασμένη εβδομάδα.  “Spring, Summer, Fall, Winter…and Spring” λοιπόν.

Το πότε και το ακριβές που, δεν έχουν καμία σημασία, σε αυτή την διδακτική ταινία του Κορεάτη σκηνοθέτη, Kim-ki Duk, η οποία σκιαγραφεί με τον πιο νατουραλιστικό και παραδοσιακά θρησκευτικό τρόπο, το ανθρώπινο ταξίδι μέχρι και τη στιγμή της ύψιστης, προσωπικής απελευθέρωσης: της νιρβάνα.
Σε μια λίμνη στη μέση του πουθενά, βρίσκεται ένας πλωτός ναός, πάνω στον οποίο κατοικεί ένας σεβάσμιος Δάσκαλος του Βουδισμού, και ένα πιτσιρίκι το οποίο μαθητεύει κοντά του, με στόχο-φανταζόμαστε-να πατήσει μια μέρα στα χνάρια του Δασκάλου του, και να φτάσει στην ατομική του φώτιση, μέσω της εναρμόνισής του με τη Φύση.
Και ενώ οι εποχές περνούν, και το παιδί μετατρέπεται σε έφηβο, η σαρκική λαγνεία θα κάνει ισχυρή την εμφάνισή της, υπό τη μορφή μιας νέας κοπέλας που επισκέπτεται τη μονή, προς αναζήτηση γιατρειάς για την “ασθένεια” που κουβαλάει.  Ο νεαρός πια μοναχός, θα έρθει αντιμέτωπος με τα πρωτόγονα ένστικτά του, με τρόπους που πάνε κόντρα στις διδαχές του ασκητισμού και την ίδια την ιδέα του Βουδισμού.  Και οι εποχές περνάνε…

Για τον Kim-ki Duk, είχαμε πει μερικά πράγματα αρκετό καιρό πριν, όταν είχα ανεβάσει στο blog μια ακόμη ταινία του, και συγκεκριμένα το σοκαριστικό “Bad Guy”.
Ο Duk, διατηρώντας μια κλασικά arthouse καριέρα ήδη από τη δεκαετία του ΄90, αποτελεί μέχρι και τις μέρες μας, ένα από τα πιο δυνατά, κινηματογραφικά ονόματα που έχει να επιδείξει η Νότια Κορέα, μετρώντας 18 ταινίες στο ενεργητικό του, στις περισσότερες από τις οποίες εκτελεί παράλληλα χρέη παραγωγού και σεναριογράφου.
Η πιο πρόσφατη δουλειά του, “Pieta”, κέρδισε στο φετινό φεστιβάλ της Βενετίας, τον Χρυσό Λέοντα, και όπως όλα δείχνουν ο Duk έχει ακόμη ψωμί να δώσει στους απανταχού λάτρεις των ταινιών του.
Βέβαια το να αποτελεί κανείς υποστηρικτή της δουλειάς του συγκεκριμένου σκηνοθέτη, είναι ταυτόχρονα μια απολαυστική, αλλά και μυσταγωγική εμπειρία, κυρίως γιατί ο Duk είναι από εκείνους τους δημιουργούς που δεν αφήνει στις ταινίες του, τίποτα στη τύχη.  Από το καδράρισμα του περιβάλλοντα χώρου, το στήσιμο των ηθοποιών του, την απουσία, πολλές φορές, της πρόζας, και την χρήση της μουσικής, μέχρι τη χρήση των συμβόλων, την εικαστικότητα των πλάνων του και την παραβολική διάθεση όσον αφορά το περιεχόμενο της ιστορίας του, ο Duk είναι ένας μεγάλος, σύγχρονος δημιουργός επειδή σου δίνει τη δυνατότητα να μιλήσεις για τη ταινία του, να εντοπίσεις πράγματα, κρυμμένες αναφορές ή και απροκάλυπτες παραπομπές σε οικουμενικά θέματα, όπως αυτά της θρησκείας, της πίστης, της ανθρώπινης ύπαρξης και της Φύσης.  Πράγματα δηλαδή τα οποία στο “SSFWAS” (a.k.a Spring, Summer, Fall, Winter…and Spring) αποτελούν το ζουμί.  Και είναι μπόλικο.

Ο Βουδισμός είναι ίσως η μοναδική θρησκεία στην οποία η εναρμόνιση του ατόμου με τη Φύση, είναι τόσο πρωταρχικής σημασίας, προκειμένου το άτομο, να καταφέρει να αγγίξει την υπέρτατη πνευματική κατανόηση, και να φτάσει έτσι στη πλήρη φώτιση, μέσω μιας καθαρά διαλογιστικής κατάστασης.  Στη προκειμένη περίπτωση ο Duk, χρησιμοποιεί με τρόπο έξυπνο την έννοια της θρησκείας και των εποχών, προκειμένου να αποτυπώσει με τρόπο κινηματογραφικό το ταξίδι προς την ενηλικίωση του νεαρού πρωταγωνιστή, καθώς και οτι συνεπάγεται αυτό. 
Η ταινία ξεκινάει με την ‘Ανοιξη, και μια πόρτα που ανοίγει, προκειμένου να μπούμε σιγά σιγά στον πνευματικό κόσμο του Βουδισμού.  Η πόρτα αποτελεί στην ουσία την απαρχή μιας υπερβατικής ιστορίας, μιας παραβολής, η οποία έχει ως στόχο να διδάξει, να καταστήσει βιωματική την έννοια της Γνώσης και να πει σε εμάς τους θεατές ένα παραμύθι, σχετικά με τη πορεία ζωής του πρωταγωνιστή.  Και όπως όλα τα παραμύθια, δεν έχει χώρο, ούτε χρόνο, αλλά μοιάζει να είναι περισσότερο αρθρωμένη μέσα σε έναν εξω-πραγματικό και εντελώς αλληγορικό κόσμο, απογυμνωμένη από κάθε τι κοσμικό και επίπλαστο.  Άνθρωπος και Φύση πρέπει να είναι ένα.  Είναι όμως;
Η συζήτηση σχετικά με το “φαίνεσθαι” και το “είναι”, είναι τεράστια, και δε θα μπούμε σε τέτοια λημέρια, αξίζει όμως να τονίσουμε οτι η ταινία του Duk είναι ακριβώς αυτό: παρουσιάζεται ως μια αφηγηματική ιστορία, που είναι όμως το παραμύθι της μύησης του ανθρώπου στη ζωή, και το γεγονός μάλιστα οτι ο σκηνοθέτης, χρησιμοποιεί το εύρημα της εναλλαγής των εποχών για να δηλώσει τόσο το πέρασμα του χρόνου, όσο και για να τονίσει την εικαστικότητα των σκηνών, είναι κάτι παραπάνω από ευφυές.  Είναι καταλυτικό για την αξία της ταινίας.

 

Όπως είπαμε και πριν, τίποτα δεν είναι τυχαίο, πράγμα που επιβεβαιώνεται από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας, στα οποία βλέπουμε την παιδική ηλικία του ήρωα, να “εκπροσωπείται” από την Άνοιξη.  Πρόκειται για την αναγέννηση και την απόκτηση γνώσης του χαρακτήρα, μέσω της πιο ζωη-κής εποχής του χρόνου.  Μέσα εκεί ο μικρός, γίνεται κοινωνός της γνώσης, η άγνοιά του σχετικά με την Φύση-την τάξη της οποία διαταράσσει, υποκινούμενος από τη παιδική του αφέλεια-και τον κόσμο παύει να υπάρχει και συνεπώς, οποιαδήποτε άλλη “αμαρτία” του επιφυλάσσεται για το μέλλον, είναι πια διπλά κολάσιμη.  Ο λόγος;  Μα φυσικά το γεγονός οτι έχει πλέον γνωρίσει την έννοια του θανάτου, αντιλαμβάνεται το σωστό και το λάθος, και συνεπώς, όποιο μελλοντικό παραπάτημα θα σημαίνει οτι έχει γίνει πλέον εις γνώσιν του.
Αμέσως μετά, ακολουθεί το Καλοκαίρι (με ένα μόνο πέρασμα, δηλώνεται και η συμπίεση του χρόνου) στο οποίο ο πιτσιρικάς έχει φτάσει στην εφηβεία, με το σαρκικό του ένστικτο να αρχίζει να κοχλάζει (ο νεαρός, παρακολουθεί με μεγάλο ενδιαφέρον δυο φίδια να ερωτοτροπούν).  Λίγο αργότερα βλέπει μια κοπέλα, μαζί με τη μητέρα της, να πλησιάζουν τη μονή.  Και πάλι όμως το γεγονός οτι ο ήρωας τις παρακολουθεί να έρχονται, έχοντας σκαρφαλώσει πάνω σε μια τεράστια, πέτρινη φιγούρα του Βούδα, δηλώνει μόνο ένα πράγμα (διόλου τυχαίο φυσικά) : ακόμα και έτσι, η σαρκική του λαχτάρα είναι οριοθετημένη, υπό το άγρυπνο βλέμμα του Πεφωτισμένου Θεού.  Η λογοκρισία (εκ του Δασκάλου) είναι αναπόφευκτη, αλλά παράλληλα αποδεκτή, μιας που ο Βουδισμός επιτρέπει τη νιρβάνα, μέσω της σεξουαλικής επαφής.  Όταν μάλιστα αυτή τοποθετείται μέσα στη Φύση, όπως εδώ, τότε η σεξουαλική συνεύρεση, παύει να είναι μόνο ένστικτο, αλλά εμπεριέχεται πλέον σε αυτή και η δύναμη της αρχέγονης, και αιώνιας Φύσης (π.χ το νερό, παραπέμπει στη διαρκή ροή και στην αέναη αναγέννηση, υπερτονίζοντας τη σημασία του έρωτα μέσα στη ταινία, στο πλαίσιο όμως του ταξιδιού του πρωταγωνιστή, μέσα στη ζωή και τα παθήματα που γίνονται μαθήματα).

Άνοιξη-παιδί, Καλοκαίρι-έφηβος, Φθινόπωρο-νεαρός άνδρας, Χειμώνας-ώριμος άνδρας, Άνοιξη-παιδί.  Ακόμα και από τον τίτλο, μπορεί κανείς να βγάλει το συμπέρασμα οτι η ταινία του Duk είναι τελικά μια ελεγεία πάνω στον κύκλο της ζωής και την αδιατάρακτη δύναμη της Φύσης, η οποία υπήρχε πολύ καιρό πριν την εμφάνιση του ανθρώπου πάνω στη Γη, και θα εξακολουθήσει να υπάρχει ακόμη και μετά τον θάνατό μας.
Εκτός από το ταξίδι ζωής, μέσω των βουδιστικών διδαχών, ο Duk (ο οποίος υποδύεται την “τελευταία” ηλικία του ήρωα, όπως βλέπεις στη πιο πάνω φωτογραφία) θέτει πανανθρώπινα ζητήματα (όπως ο θάνατος και η πάλη με τις ενοχές) μέσα από την ταινία του, η οποία αποτελεί στην κυριολεξία ένα έργο τέχνης, τόσο χάρη στο περιεχόμενό της, όσο και στη σκηνοθεσία της, η οποία παραπέμπει ευχάριστα στους πίνακες των αναγεννησιακών ζωγράφων (οι αντικατοπτρισμοί στο νερό, οι κάθετοι κορμοί των δέντρων και το οριζόντιο, πράσινο τοπίο στο φόντο, τα άλλοτε ψυχρά και άλλοτε θερμά χρώματα, όλα συνηγορούν σε μια οπτική πανδαισία με περιεχόμενο.  Η τέχνη κάνει κύκλους, όπως ακριβώς και η ζωή, γιατί η τέχνη είναι ζωή και τούμπαλιν.)
Ως προς τη σκηνοθεσία, ο Duk επιλέγει μια πιο αποστασιοποιημένη ματιά, τοποθετώντας τη κάμερά του μακριά από τα πρόσωπα των ηρώων, στερώντας από εμάς-επίτηδες προφανώς-τις στομφώδεις και μελοδραματικές τους εκφράσεις, οι οποίες θα αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι μιας δυτικής ταινίας.  Οχι όμως εδώ.  Η Φύση δεν ενδιαφέρεται για τα ανθρώπινα δράματα, και ο Duk το καθιστά ξεκάθαρο αυτό, με τη χρήση μακρινών λήψεων, μέσω των οποίων το άτομο μοιάζει σαν μια μικρή, ανεπαίσθητη κουκκίδα, στην οργιαστική χλωρίδα του κόσμου.  Το άτομο μηδενίζεται, το σαρκίο απογυμνώνεται του πνεύματός του, και ο υπέρτατος στόχος είναι η ένωση και η ολοκληρωτική εναρμόνιση με τη Φύση και άρα τον Θεό.
Εκτός από την όποια, ρεαλιστική δράση των ηρώων στα πλαίσια της ιστορίας, ο Duk φροντίζει να την ντύνει και με έναν μεταφυσικό μανδύα, που καθιστά την ιδέα περί παραβολής, ακόμα πιο αισθητή.  Υπάρχουν σκηνές, οι οποίες δε μπορούν να εξηγηθούν λογικά, όπως το οτι ο πλωτός ναός μοιάζει να κινείται διαρκώς, χωρίς όμως ποτέ να φεύγει από τη θέση του (η ασταμάτητη πορεία των πραγμάτων, η ροή του νερού αλλιώς), το γεγονός οτι ο δάσκαλος παρακολουθεί τον μικρό μαθητή, χωρίς να εξηγείται το πως πέρασε τη λίμνη, αφού ο μικρός είχε πάρει τη βάρκα ή ακόμα και η επιστροφή της βάρκας από μόνη της, στον ναό.
Το “Spring, Summer, Fall, Winter…and Spring” είναι μια ωδή πάνω στην ίδια τη ζωή.  Μέσα από μια αλληγορική ματιά, ο Duk διηγείται τον αιώνιο αγώνα του ανθρώπου να φτάσει στη Κάθαρση, έχοντας για εργαλείο τα γραπτά και τις προσευχές του Βουδισμού, μέσω των οποίων μπορεί κάποιος να οδηγηθεί στην ύστατη απελευθέρωση από τα δεσμά του κόσμου, μόνο αφού βιώσει τον προσωπικό του Γολγοθά.  Η ανάβαση είναι σκληρή, η ανταμοιβή όμως αιώνια.  Ακριβώς δηλαδή όπως και το βλέμμα του αγάλματος στο τέλος, που αντικρίζει ολόκληρη τη πλάση.  Αιώνιο.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το σκηνικό είναι φτιαγμένο και η λίμνη τεχνητή, εδώ και χρόνια (O_O), οτι ο σκύλος που συμβολίζει τη πίστη και η γάτα τη πανουργία, παίζουν τους δικούς τους ρόλους και οτι το κλείσιμο της ταινίας, είναι εξαίσιο.

No trivia

Barbara: Α quiet little drama

NEW ARRIVAL

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Καλημέρα καλημέρα!  Σήμερα στο blog, θα μιλήσουμε για μια ταινία ήπιων τόνων (καμία σχέση δηλαδή με αυτά που είδατε, όσοι αποφασίσατε να τσεκάρετε το ιδιαιτέρως ιδιαίτερο, “Excision”).  Το “Barbara”, είναι μια ταινία για τους σινεφίλ κυρίως, οχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά εξαιτίας της αργής της εξέλιξης, την οποία όσοι προτιμούν άλλου είδους cinema, μάλλον δε θα εκτιμήσουν.  Συνεπώς αν είσαι ο τύπος ο σινεφίλ, πάνε δες τη.  Θα σ’ αρέσει.  Για να ξεκινήσουμε λοιπόν.

H Barbara (Nina Hoss) είναι μια δυναμική και ανεξάρτητη γυναίκα (όσο δυναμική και ανεξάρτητη δηλαδή της επιτρεπόταν να είναι, κατά την τελευταία δεκαετία της διχοτομημένης Γερμανίας του ’80) η οποία ακολουθεί καριέρα γιατρού στο Βερολίνο.  Η Barbara όμως δεν αντέχει το καταπιεστικό και εκφοβιστικό περιβάλλον της Ανατολικής Γερμανίας, καταθέτοντας το “Ausreiseantrag”, ένα επίσημο έγγραφο, με το οποίο ζητά την αποχώρησή της από τη GDR (German Democratic Republic).  Η επιθυμία της δε γίνεται φυσικά αποδεκτή, και προκειμένου να καταστείλουν τις “επαναστατικές” της βλέψεις, για μια καλύτερη ζωή κάπου αλλού, η Barbara στέλνεται πακέτο σε ένα μικρό, αγροτικό νοσοκομείο κάπου κοντά στη Βαλτική.  Εκεί ο υπεύθυνος γιατρός Andre (Ronald Zehrfeld) επωμίζεται το έργο της διακριτικής της παρακολούθησης, ξεπληρώνοντας και ο ίδιος έτσι, ένα τραγικό λάθος του παρελθόντος που τον οδήγησε σε μια θέση, μακριά από την μεγάλη καριέρα.   Παράλληλα, η ηρωίδα καλείται να ανέχεται και τον εξευτελιστικό της έλεγχο από τη Stasi, η οποία φροντίζει να κάνει αισθητή τη παρουσία της ανά τακτά, χρονικά διαστήματα.  Και ενώ συμβαίνουν αυτά, η Barbara δεν έχει σταματήσει τις προσπάθειες φυγής, στηριζόμενη πια στον εραστή της, ο οποίος της υπόσχεται δαχτυλίδια και γάμους στη Δανία.  Μα, μήπως και αυτό, δεν είναι μια καινούρια φυλακή;  Μακριά βέβαια από τον κοινωνικοπολιτικό εγκλεισμό της χώρας της, αλλά nonetheless, μια νέα, πλουμιστή, συζυγική φυλακή;

Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Christian Petzold μας έκανε τη τιμή, και παρευρέθηκε μαζί με τον πρωταγωνιστή του Ronald Zehrfeld (ωραίο παιδί ο Ronald), στη πρεμιέρα της ταινίας του στη Ελλάδα, στο πλαίσιο του 18ου Κινηματογραφικού φεστιβάλ της Αθήνας.
Μέσα σε μια κατάμεστη αίθουσα, ο Petzold απάντησε στις ερωτήσεις του κοινού και μοιράστηκε μαζί μας όλα αυτά που έχουν αφήσει το δικό τους στίγμα πάνω του, και που στην ουσία γίνονται γνωστά στους θεατές, μέσα ακριβώς από τις ταινίες του (στο τέλος της κριτικής, θα παραθέσω και κάνα-δυο ερωταπαντήσεις, όπως αυτές έγιναν, έπειτα από το τέλος της προβολής).
Στα γενικά μας τώρα, ο Petzold έχει θεωρηθεί στη χώρα του, ένας από τους σημαντικότερους, σύγχρονους σκηνοθέτες και όπως όλα δείχνουν, οχι αδίκως.
Ξεκινώντας από τηλεοπτικές ταινίες και video, έκανε γρήγορα το πέρασμά του στον κινηματογράφο, όταν το 2000 σκηνοθέτησε τη πρώτη, μεγάλου μήκους ταινία του, με τίτλο “The State I Am In”.
Η πρώτη του προσπάθεια χαιρετίστηκε θερμά οχι μόνο από τη χώρα του, αλλά και από τη πληθώρα των κινηματογραφικών φεστιβάλ στα οποία συμμετείχε, ενώ κέρδισε και στο Κινηματογραφικό φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, τα βραβεία, Καλύτερου Σεναρίου και FIPRESCI.
Η πορεία του συνέχισε έκτοτε να είναι ανοδική, επικεντρωνόμενος κυρίως στη δημιουργία ρεαλιστικού, πολιτικού σινεμά, το οποίο σε συνδυασμό με τα προσωπικά δράματα των ηρώων του, αναδίδουν μνήμες παλιές και επίπονες, το οποίο διέπεται ως επί το πλείστον, από μια σχεδόν λυρική, σκηνοθετική διάθεση.

Εδώ με το “Barbara”, o Petzold επανέρχεται για ακόμη μια φορά στο γνώριμο στυλ του, κατασκευάζοντας το πορτραίτο μιας γυναίκας, που αντιμάχεται με τρόπο υπόγειο, το ετσιθελικό, πολιτικό, status quo της χώρας της, με φόντο την αγροτική εξορία και μια βαρετή ζωή που δε της ταιριάζει.  Ή μήπως οχι;
Έχοντας κερδίσει την Ασημένια Άρκτο, στο πρόσφατο φεστιβάλ του Βερολίνου, ο Petzold ήρθε φορτσάτος και σε εμάς, αποσπώντας μάλιστα ένα δυνατό χειροκρότημα στο τέλος της ταινίας και αυτό γιατί, παρά το γεγονός οτι το “Barbara” δεν σε εκπλήσσει υποθεσιακά, καθώς πραγματεύεται στην ουσία ένα προσωπικό δράμα, εντούτοις, αυτό που κάποιος θα εκτιμήσει είναι η υποκριτική αρτιότητα της “σκληρής” Nina Hoss και η υπέροχη σκηνοθεσία του Γερμανού δημιουργού, τα πλάνα του οποίου θυμίζουν σε στιγμές, κάτι από Tarkovsky.
Ο 40χρονος διαμελισμός του γερμανικού κράτους, έχει δημιουργήσει αναμφίβολα, πληγές, φόβο και αγωνία για το-όποιο-μέλλον.  Στη ταινία βέβαια, δε γινόμαστε ποτέ μάρτυρες κάποιου απροκάλυπτου, πολιτικού προβληματισμού, αλλά αφηνόμαστε να βγάλουμε τα δικά μας συμπεράσματά, από τα σεναριακά ψίχουλα, που αποφασίζει να μας σερβίρει ο Petzold.  Και αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό, όταν γίνεται με τον τρόπο που το κάνει εδώ.  Χωρίς δηλαδή υπερβολικές καταστάσεις, υπέρ του δέοντος δραματική υπόθεση και μια ηρωίδα στα πρόθυρα νευρικής κρίσης.  Αντιθέτως, ο σκηνοθέτης, επιλέγει να περιορίσει την ουσία των διαλόγων του, στα απολύτως απαραίτητα, και να αφήσει κυρίως το παράστημα και το διαπεραστικό βλέμμα της Hoss να τα πουν όλα.

Το “Barbara” είναι μια ταινία με σπάνια (για την εποχή μας πάντα) “οικονομία” η οποία γίνεται αισθητή στο σύνολό της.  Από ενδυματολογικής (προσέξτε οτι η Hoss φοράει το ίδιο ζευγάρι παπούτσια και τα ίδια, επαναλαμβανόμενα ρούχα, σε όλη τη διάρκεια του φιλμ), μέχρι σεναριακή πλευράς, και από το στήσιμο της κάμερας, μέχρι τη πρόζα, αυτή η ταινία χαρακτηρίζεται από μια απλότητα και μια ειλικρίνεια, η οποία μπορεί να οδηγήσει έναν θεατή στο τελικό χειροκρότημα, ή το ύστατο χασμουρητό.  Εξαρτάται από το τι ακριβώς περιμένει ο θεατής.
Όπως είπαμε και νωρίτερα, ο Petzold φροντίζει να ντύνει τις ταινίες του, με ένα κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, το οποίο λειτουργεί ως βάση, πάνω στην οποία εκτυλίσσεται σταδιακά η ιστορία του.  Αν και αυτό το background, υπάρχει για να δηλώνει και να καθορίζει το ταινιακό του πλαίσιο, εντούτοις δεν αποτελεί ακριβώς τον πρωταγωνιστή, αλλά μοιάζει να λειτουργεί σαν ένα φάντασμα, το οποίο πλανάται πάνω από τους ήρωες, υποκινώντας πράξεις και αποφάσεις.  Ποτέ δε το βλέπουμε πραγματικά, αλλά αισθανόμαστε τη παρουσία του με τρόπους πολλούς και διάφορους.  Ένας από αυτούς είναι και η τμηματική παρουσία της Stasi στη ταινία.
Χωρίς να έχουμε ακολουθήσει για παράδειγμα, οπτικώς εξαρχής, τους λόγους για τους οποίους η Barbara “στάλθηκε” στο αγροτικό νοσοκομείο, καταλαβαίνουμε στη πορεία ποιοί μπορεί να είναι αυτοί, όταν αντιλαμβανόμαστε την πρώτη επίσκεψη της Stasi στο σπίτι της.
Λίγο αργότερα η Barbara αναλαμβάνει να βοηθήσει μια πιτσιρίκα που είναι έγκυος, και την οποία αναζητεί η αστυνομία.  Και πάλι η απάντηση έρχεται λίγο αργότερα, όταν καταλαβαίνουμε ποιος είναι ο ρόλος της, και γιατί τελικώς την έχουν βάλει και αυτή στο μάτι.
Αυτό αποτελεί και το έξυπνα δομημένο κομμάτι της ταινίας: το γεγονός οτι τη μια στιγμή ο Petzold σου δημιουργεί ερωτήματα, μόνο για να έρθει και να στα απαντήσει λίγο αργότερα.  Και ποιος είναι πάντα ο κρυμμένος φταίχτης όλων αυτών;  Το ανατολικογερμανικό καθεστώς και όλα τα παρελκόμενά του.  Και ο σκηνοθέτης δε μιλάει τυχαία…

Όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος στη mini συνέντευξή του, οι γονείς του, ανήκαν σε αυτούς τους ανθρώπους (και ήταν πολλοί αυτοί), οι οποίοι έζησαν την εμπειρία της Ανατολικής Γερμανίας στο πετσί τους, αναγκάζοντας να μετακομίσουν και να αφήσουν πίσω τους αναμνήσεις, εμπειρίες και μια ζωή, πίσω στην οποία, δεν επέστρεψαν ποτέ ξανά.
Αυτό ο τείνι τρόπου, βιωματικός κινηματογράφος του Petzold είναι που κάνει και τη συγκεκριμένη ιστορία (μια ανάμεσα σε χιλιάδες) τόσο αξιοπρόσεχτη και δοσμένη κινηματογραφικά με έναν τρόπο, ο οποίος είναι την ίδια στιγμή όμορφος και μελαγχολικός.
Η προσωπική του θλίψη για τα όσα έζησαν οι γονείς του, αλλά και η κρυφή ελπίδα της λύτρωσης, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος αφενός στην στεγνή και αγέρωχη παρουσία/ερμηνεία της Hoss, με μερικές φεμινιστικές πινελιές να κάνουν την εμφάνισή τους,  (η οποία συνεργάζεται για 5η φορά με τον Petzold), και αφετέρου στην υπέροχη κινηματογράφηση του “Barbara”, το οποίο εγκλωβίζει πράσινα τοπία, σιωπηλή ομορφιά και ατέλειωτη υπομονή για ένα διαφορετικό μέλλον.
Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών είναι πολύ καλές, σε αυτό των ήπιων τόνων δράμα, ενώ και η γεύση που σου μένει στο τέλος, είναι μάλλον γλυκόπικρη και ακριβώς αυτό που της ταιριάζει.
Δες το “Barbara” αν αρέσκεσαι σε τέτοιου είδους cinema και μόνο, και έχε στο μυαλό σου οτι ένα βραδυφλεγές, λιτό δράμα, μπορεί να σου πει πολλά περισσότερα από ένα πραγματικό tearjerker ταινιάκι.

Τι έμαθα από τη ταινία: Oτι τα παπούτσια αυτά τα θέλω απεγνωσμένα, οτι εντάξει, μεταξύ μας, ο φλώρος γκόμενός της, δε συγκρίνεται με τον γιατρό και οτι αυτές οι ορθοπεταλιές σε ένα τέτοιο περιβάλλον, με σκοτώνουν…

No trivia

Συνέντευξη Christian Petzold

1) Γιατί επιλέξατε για ακόμη μια φορά την Nina Hoss για τον ρόλο, από τη στιγμή που έχετε ήδη συνεργαστεί τέσσερις ακόμα φορές μαζί της;
Η αλήθεια είναι οτι στην αρχή δε τη πήγαινα!  Μου φαινόταν κάπως σαν διανοούμενη και δε τη συμπαθούσα ιδιαίτερα.  Αργότερα όμως, και όταν συνεργάστηκα μαζί τις, τις πρώτες φορές, συνειδητοποίησα πόσο μεγαλειώδης ηθοποιός είναι.  Καταφέρνει να γεμίσει τον χώρο μέσα στη ταινία, και να αδειάζει τον εαυτό της, μέσα σε αυτόν.  Συνεπώς, δε θα έλεγα ακριβώς οτι είναι μούσα μου (μούσες πιστεύω έχουν οι ζωγράφοι και οι καλλιτέχνες), αλλά πιστεύω οτι είναι μια πραγματικά, μεγάλη ηθοποιός.
2) Και γιατί διαλέξατε τον Ronald Zehrfeld για τον πρωταγωνιστικό ρόλο; 
Ήθελα πολύ καιρό να συνεργαστώ μαζί του (δίπλα του ο Ronald), αλλά μέχρι τώρα δε τα είχα καταφέρει λόγω του φορτωμένου του προγράμματος.  Νομίζω οτι ο Ronald είναι ένας ηθοποιός ο οποίος μπορεί με τη πληθωρική του, έντονη παρουσία να κάνει αίσθηση.  Το γεγονός δε οτι αυτή η παρουσία, έρχεται σε αντίθεση με μια θλίψη που έχει στο πρόσωπό του, είναι αυτό που τον έκανε ιδανικό για τον κεντρικό ρόλο της ταινίας.
3) Πως ήταν η συνεργασία σας με τη Hoss;
Εξαιρετική, θαυμάσια η συνεργασία μου μαζί της.  Αν μάλιστα θα έπρεπε να επιλέξω και μια σκηνή η οποία είναι η αγαπημένη μου, θα διάλεγα αυτή στο τέλος.  Λέει πολλά και συμπυκνώνει όλο το νόημα τη ταινίας μέχρι εκείνη τη στιγμή.

4) Γιατί επιλέξατε και πάλι το θέμα της Ανατολικής Γερμανίας;
Οι γονείς μου ζούσαν για μεγάλο διάστημα στην Ανατολική Γερμανία, και όταν αναγκάστηκαν να φύγουν, έπρεπε να “διαγράψουν” και ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής τους.  Γεγονότα, εμπειρίες, αναμνήσεις.  Δεν επέστρεψαν ποτέ πίσω, είχαν αφήσει εκεί συγγενείς, φίλους.  Και όμως, δε πήραν ποτέ την απόφαση να επιστρέψουν.  Ήταν μια ζωή που ήθελαν να ξεχάσουν, να ξεκόψουν.  Πάντα όμως είχαν αυτή τη θλίψη που άφησαν τον τόπο.  Κατά κάποιον τρόπο, μέσα από τις ταινίες, γίνομαι μάρτυρας των όσον έζησαν.  Η ταινία, αποτελεί παράλληλα και μια ιστορία, γυναικείας χειραφέτησης, στην οποία όμως το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον το οποίο έζησα μέσα από τους γονείς μου, είναι εκεί και υπάρχει.

Amour: Where is the love?

NEW ARRIVAL

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Καλημέρα και καλή εβδομάδα σε όλους.  Σήμερα, θα ασχοληθούμε με μια ακόμη από τις ταινίες που έτυχε να δω στις Νύχτες Πρεμιέρας.  Αντικειμενικά, η νέα ταινία του Haneke, “Amour” ήταν μια από τις πιο αναμενόμενες ταινίες του φεστιβάλ που μας πέρασε και οι προσδοκίες των περισσοτέρων, έπειτα μάλιστα και από τη νίκη του Χρυσού Φοίνικα στο φεστιβάλ των Καννών, ήταν αυξημένες.  Όπως θα καταλάβετε και από το παρακάτω κείμενο, η δική μου στάση βρέθηκε κάπου στη μέση.  Ούτε αγάπησα τη ταινία (έτσι κι αλλιώς και ο σκοπός του δημιουργού, δε νομίζω πως ήταν αυτός), ούτε όμως και μου πέρασε, παγερά αδιάφορη.  Είχε τις καλές τις στιγμές, τη κλασική της σκηνοθεσία, το δουλεμένο της (τόσο όσο) story, αλλά για εμένα μέχρι εκεί, μιας, που μου φάνηκε πως του έλειπε κάτι πολύ βασικό για τις ταινίες που γουστάρω: ψυχή.

O Georges (Jean-louis Trintignant) και η Anne (Emmanuelle Riva), είναι ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, καλλιεργημένων ανθρώπων, οι οποίοι παρά το γεγονός οτι έχουν φτάσει στην ηλικία των 80, δεν έχουν σταματήσει να αγαπούν και να εκτιμούν τη κλασική τους παιδεία και τη μουσική.
Μέσα στο ταιριαστά κουλτουρέ τους σπίτι, οι δυο τους ζουν όπως κάθε φυσιολογικό ζευγάρι, μοιράζοντας τη καθημερινότητά τους, ανάμεσα σε κονσέρτα, ετοιμασία πρωινού και διάβασμα βιβλίων.
Όταν ένα πρωί ο Georges, εντοπίσει τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια υγείας στη σύντροφό του, δε θα μπορέσει να διανοηθεί το κακό που σύντομα, θα τους χτυπήσει τη πόρτα.  Η Anne σύντομα θα μείνει παράλυτη έπειτα από ένα σοβαρό εγκεφαλικό και μια αποτυχημένη εγχείρηση, γεγονός, που θα τη καθηλώσει στο αναπηρικό καροτσάκι.
Η ζωή πρόκειται πλέον να μεταμορφωθεί σε πραγματικό γολγοθά, τόσο για την ανήμπορη πια Anne (η οποία με πόνο στα μάτια, δηλώνει οτι δε μπορεί άλλο αυτή τη κατάσταση), και κυρίως για τον Georges που θα επωμιστεί όλο το βάρος της φροντίδας και της προστασίας της γυναίκας του.
Ο δεσμός αγάπης, πρόκειται να δοκιμαστεί πολύ σκληρά.  Και πόσο τελικά θα αντέξει;

Ο Γερμανός σκηνοθέτης, Michael Haneke, αποτελεί πλέον και στη χώρα μας, μια τείνει τρόπο μόδα, την οποία νομίζω πως δεν είχα δει με κανέναν άλλο δημιουργό τα τελευταία χρόνια (ίσως λίγο με τον Woody Allen).  Και τι εννοώ με αυτό;  Μα φυσικά κάτι πολύ απλό: από το φετινό αφιέρωμα στο έργο του, που πραγματοποιήθηκε τo καλοκαίρι στον πολυχώρου του GazARTE, μέχρι και τις διθυραμβικές κριτικές που είχαν αρχίσει ήδη να κάνουν την εμφάνισή τους στο φετινό φεστιβάλ των Καννών, καθώς φυσικά και την κατάκτηση του Χρυσού Φοίνικα, ο Haneke έκλεψε και πάλι τα φώτα της κινηματογραφικής δημοσιότητας, με μια ταινία μάλιστα η οποία εκ πρώτης όψεως παρουσιαζόταν ως ένα από τα μεγάλα αριστουργήματά του.  Φυσικά, και εμείς εδώ στην Ελλάδα, που αγαπάμε πολλές φορές τέτοιου είδους, ποιοτικούς δημιουργούς για τους λάθος λόγους, δεν αργήσαμε να μιλάμε για το “Amour” με στόμφο και ενθουσιασμό, ακόμα και αν οι περισσότεροι δε την είχαμε καν δει (στη χώρα μας η ταινία προβλήθηκε σε πρώτη φάση, στα πλαίσια του φεστιβάλ, Νύχτες Πρεμιέρας).  Βάζω και τον εαυτό μου μέσα, αν και σε έναν κάποιο βαθμό, είχα αποφασίσει να κρατήσω μικρό καλάθι, γιατί δεν είναι και λίγες οι φορές που την είχα πατήσει, εξαιτίας των υψηλών μου προσδοκιών.  Και τελικά για εμένα, καλά έκανα.  Το “Amour” είναι ένα σαδιστικό αστείο του Haneke, σε όλους τους θαυμαστές και το κοινό του.  Γηραιών και μη.  Enjoy.

“Funny Games”, “Cache”, “The White Ribbon”, όλες αποτελούν δημιουργήματα της φαντασίας ενός μυαλού, που αρέσκεται σε βαθιά, κοινωνικοπολιτική σάτιρα, ξεμπρόστιασμα της σύγχρονης, μπουρζουαζέ ζωής, απρόσμενες εξάρσεις βίας και μιας μοιρολατρικής διάθεσης απέναντι στο ύπουλο και αρχέγονα σάπιο, ανθρώπινο κύτταρο.
Ιστορίες όπως αυτή του “Funny Games”, ή του “Benny’s Video”, θα μας θυμίζουν πάντα τη βιβλική τρέλα που κουβαλάμε όλοι πάνω μας, και η οποία μέσα στις ταινίες του Haneke βρίσκει το πρόσφορο έδαφος που ζητά, βγαίνει μπροστά και γίνεται ο σκληρός και αμείλικτος πρωταγωνιστής.  Ίσως αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο μέχρι και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, δεν έχω καταλάβει που ακριβώς έγκειται η ‘αγάπη’, ανάμεσα στο πρωταγωνιστικό ζευγάρι του “Amour”.  Στο γεγονός οτι επί τόσο έτη μοιράζονται μια κοινή ζωή μέσα από τον γάμο;  Στο οτι τα κοινά τους ενδιαφέροντα τους κράτησαν μακριά από συγκρούσεις και εντάσεις (όπως αφήνει να εννοηθεί το σοκ μιας παραπληγικής πια Anne, στο μοιραία σκληρό χαστούκι του συζύγου); ή μήπως στο γεγονός οτι ο Georges, παίρνει τη θέση του-έτσι κι αλλιώς-προστάτη, αλλά στο πιο πασιφανές, για εμάς τους θεατές;  Και κάπου εκεί έγκειται και η προσωπική μου ένσταση, όσον αφορά όχι τόσο το story, τη σκηνοθεσία (που μεταξύ μας, ok, την έχω ξαναδεί πολλές πολλές φορές, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα) ή την ιδέα του Hakene, να κάνει μια ταινία για την τρίτη ηλικία (κλείνοντας ενδεχομένως συνωμοτικά το μάτι σε όλους εμάς και γελώντας κρυφά).  Η ένστασή μου αφορά το θέμα της αγάπης και τους λόγους που οδήγησαν τον σκηνοθέτη στο να ονομάσει έτσι μια ταινία, η οποία εκ των πραγμάτων παλεύει με όλα εκείνα τα ‘κλασικά ποιοτικά στοιχεία’ προκειμένου να σε πείσει για κάτι που όπως εύκολα φαντάζεσαι, θα ίσχυε έτσι κι αλλιώς.  Δυο άνθρωποι είναι μαζί χρόνια ολόκληρα και ζουν τη συνταξιοδοτική τους ζωή με αξιοπρέπεια και σεβασμό.  Εκεί ναι, τη βλέπω την αγάπη, τη νοιώθω και τη φαντάζομαι, μιας που η αναφορά στη προ-εγκεφαλικού εποχή, είναι ελάχιστη.  Τι γίνεται όμως με όλη την υπόλοιπη ταινία;  Θα σου πω, πως το είδα εγώ.  Ο Haneke υπερπροσπαθεί να τονίσει οτι η αγάπη επέρχεται μέσα από την αυτοθυσία, την ίδια στιγμή που αυτό είναι κάτι το φυσιολογικό, ακόμα και ως προς τα δεσμά του γάμου.  Πόσο πρέπει να αγαπάς κάποιον, προκειμένου να ‘αυστοθυσιαστείς’ στο ενδεχόμενο μιας διαφορετικής πορείας και να ‘συμβιβαστείς’ με έναν σύντροφο, για όλη την υπόλοιπη ζωή σου;  Αυτό είναι και το σφάλμα του Haneke.  Την αγάπη την έχουμε ήδη δει, χωρίς να έχουμε δει και τίποτα.  Παρακάτω;  Τι γίνεται παρακάτω;

Χωρίς καμία πρόθεση να γίνω ούτε αφοριστική, ούτε ξινή απέναντι στη συγκεκριμένη ταινία, δε μπορώ να μη παραδεχτώ οτι οι ερμηνείες των δυο βασικών πρωταγωνιστών είναι εξαιρετικές.  Όπως είπα μάλιστα και σε φίλους, μαζί με τους οποίους την είδα, νομίζω πως χρειάζεται πολλά κότσια (ή και κάτι άλλο), προκειμένου ένας ηλικιωμένος να υποδυθεί έναν τόσο προκλητικό ρόλο, από πλευράς τραγικής ειρωνείας.  Πόσο εύκολο θα ήταν να πάθει κάτι ανάλογο, η Riva ή ο Trintignant και στη πραγματική τους ζωή;  Το να αναλαμβάνουν λοιπόν (και κυρίως η Riva) να παίξουν ρόλους ανθρώπων τόσο ανήμπορων, παραιτημένων πια από τη ζωή, που αποζητούν τελικά τη λύτρωση μέσα από τον θάνατο, είναι κινηματογραφικά εντυπωσιακό και αν σε κάποιον αξίζουν να πάνε τα εύσημα, σίγουρα είναι το κεντρικό μας ζευγάρι.
Η σκηνοθεσία του Haneke είναι και πάλι μια από τα ίδια.  Μεγάλης διάρκειας στατικά πλάνα, λιτοί διάλογοι με ένα-μεγάλο σε στιγμές-φιλοσοφίζον υπόβαθρο, μουντά χρώματα και μια αίσθηση ντεκαντάνς πολυτέλειας, που ακολουθεί κατά πόδας το ζεύγος και εξωτερικεύει υπό την μορφή εσωτερικής διακόσμησης του σπιτιού, την κλασική τους εκπαίδευση.

Δυστυχώς, πέρα από τις ερμηνείες όπως ανέφερα και παραπάνω, πραγματικά δε κατάφερα να εντοπίσω τους λόγους για τους οποίους το “Amour” βρέθηκε τόσο ψηλά σε αξιολόγηση κριτικών και κοινού.  Ή μάλλον για το κοινό, ίσως και να μπορώ να καταλάβω.
Όταν παίρνεις ένα ζευγάρι τρίτης ηλικίας, προκαλείς στη σύζυγο ένα εγκεφαλικό, πετάς μέσα στη πλοκή μια εγχείρηση που στράβωσε και στη συνέχεια δίνεις τη σκυτάλη στον σύζυγο, προκειμένου να αποδείξει μια αγάπη(;) μέσα από την αλλαγή της πάνας, το γυμνό σώμα της γυναίκας που μπανιαρίζεται πονώντας, την άρνησή της να φάει, την προοδευτική απώλεια αίσθησης του χώρου και του χρόνου, καθώς και τη διαρκή επίκληση βοήθειας, μέσα από μια σειρά ασταμάτητων, ανατριχιαστικών βογκητών, μπορείς να περιμένεις και το δάκρυ, και το σοκ που πέφτει σαν ασήκωτη πέτρα στη ψυχολογία του θεατή.  Και μάλλον γι’ αυτόν το λόγο δεν μπόρεσα να παραδεχτώ αυτή τη φορά τον Haneke: διότι ήταν σαν να εκβίαζε τις δικές μας αντιδράσεις, απέναντι σε κάτι αυταπόδεικτα τραγικό.  Ήταν σαν να μου έδινε στο πιάτο ένα χειραγωγικό σενάριο, από αυτά του σωρού κιόλας, και να απαιτούσε από εμένα να του δώσω τη συγκίνησή μου, αλλά παράλληλα να τον αναγνωρίσω και ως έναν μεγάλο δημιουργό, στον οποίο επιτρέπεται να κάνει κάτι τέτοιο, επειδή είναι μεγάλος.  Λυπάμαι, αλλά δε πάει έτσι.  Το γεγονός (για εμένα τουλάχιστον) οτι η υπόθεση της ταινίας έβγαζε εύκολο δράμα που φώναζε από μακριά, δεν αλλάζει.  Το μόνο που βρήκα ενδιαφέρον, ήταν η έξυπνη εναλλαγή του φιλμικού χρόνου, και η θέση της κόρης στο τέλος.  Ακόμα και άλλα στοιχεία με τα οποία υποτίθεται οτι έπρεπε να σκεφτούμε κάτι παραπάνω, είναι σαν να τα έβαλε επίτηδες, για να σκεφτούμε εμείς, ενώ εκείνος απλά έκανε το παιχνίδι του λέγοντας, “ας το ρίξω και αυτό μέσα, όντας ο Haneke μπορεί να σκεφτούν οτι κάτι εννοώ”.  Ναι, τίποτα.
Το “Amour” είναι μια ταινία, η οποία θα μπορούσε να αποδειχθεί πραγματικό διαμάντι, αν δεν είχε μπει στη μέση η ματαιοδοξία του σκηνοθέτη της.  Και αν κάτι απεχθάνομαι, είναι να μου πασάρουν καταστάσεις που άλλες φορές κατακρίνονται ως φτηνοί μελοδραματισμοί, ως κουλτούρα, εξαιτίας του δημιουργού.  Εξαίσιες ερμηνείες, ικανοποιητική σκηνοθεσία, μερικές καλές (καθαρά κινηματογραφικές στιγμές) και αυτό είναι όλο.  Δες καλύτερα το “Funny Games”.  Εκεί τουλάχιστον το διασκεδάζει και ο λόγος που το κάνει είναι ξεκάθαρος, απολαυστικός και απείρως κιτς, αλλά με αιτία.

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι ξεκινάει με το μεγαλύτερο spoiler (αν και δε θα ήταν δύσκολο να το καταλάβουμε από μόνοι μας), οτι το τέλος είναι επιτέλους ξεκάθαρο στα μάτια μου και οτι αν δε καθόταν ο Haneke πίσω από τη κάμερα, δε ξέρω κατά πόσο η ταινία θα είχε τσιμπήσει τον Χρυσό Φοίνικα.


No trivia

Miss Bala: Her dream turned into a nightmare

Καλημέρα καλημέρα!  Τετάρτη σήμερα, 12 Σεπτεμβρίου και βρισκόμαστε μια μέρα μακριά, από την ανακοίνωση του full προγράμματος για τις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας.  Αν και τα πράγματα είναι λιγάκι περίεργα αυτή τη χρονιά από πλευράς καρτών που εξαντλούνται (10αρες υπάρχουν ακόμη στον Δαναό, το είπαμε και στο Reel.gr), από οργάνωση του προγράμματος (αύριο ανακοινώνεται, αύριο ξεκινάει και η διάθεση των εισιτηρίων), και από διάφορα άλλα παρατράγουδα, εντούτοις, εμείς θα προσπαθήσουμε να είμαστε εκεί κάθε μέρα, παρακολουθώντας αξιόλογα ταινιάκια και διαμάντια, όπως εκείνα που βάλαμε και πέρσι στο blog, την ίδια περίπου εποχή.  Έτσι λοιπόν, και σε κόντρα των καιρών, λέμε να το παίξουμε cool και άνετοι, ξεκινώντας μάλιστα από σήμερα, με το κλείσιμο του 2ου Athens Open Air Film Festival, το οποίο θα κατεβάσει αυλαία στο σινε ΘΗΣΕΙΟ, στις 22:300, παίζοντας το “Killer Joe”, μια ταινία που προσωπικά περίμενα μετά μανίας.  Προς το παρόν, θα συνεχίσουμε τη σημερινή μέρα με τη ταινία, “Miss Bala”, μια δυνατή και καθόλα ρεαλιστική που αξίζει να προσέξουν οι σινεφίλ, αλλά και όσοι ψάχνουν το δράμα μέσα από τις καθημερινές, τραγικές αναποδιές.

Η Laura Guerrero (Stephanie Sigman) είναι μια όμορφη, νεαρή κοπέλα η οποία ζει με τον πατέρα και τον μικρότερό της αδελφό.  Προκειμένου να βγάλουν τα προς το ζην, πουλάνε ρούχα και λίγο πολύ τα κουτσοκαταφέρνουν στην οικογένεια, χωρίς όμως περιττά έξοδα και πολυτελή ζωή.  Στη τελική πόσο πολυτελής μπορεί να είναι η ζωή σου όταν ζεις στις φτωχογειτονιές του Μεξικό, και αναγκάζεσαι να κλειδαμπαρώνεσαι μέσα στο σπίτι σου, σε μια ελάχιστη προσπάθεια να μείνεις μακριά από τις φατρίες των εμπόρων ναρκωτικών και των απανταχού εγκληματιών;  Όταν η Laura θελήσει να συμμετάσχει στον τοπικό, καλλιστειακό διαγωνισμό δηλώνοντας συμμετοχή και κάνοντας το όνειρό της πραγματικότητα, νομίζει πως θα καταφέρει να ξεφύγει έτσι κι αλλιώς, από μια μαύρη και άραχνη ζωή, αυτή χωρίς μέλλον, που μοιάζει να τη περιμένει.  Κάνει όμως μεγάλο λάθος…
Όταν από σπόντα εκείνη και η φίλη της βρεθούν σε ένα club το οποίο θα δεχθεί επίθεση από τους μεγαλέμπορους ναρκωτικών και την ομάδα της DEA, εκείνες, θα βρεθούν εν μέσω πυρών, προσπαθώντας να ξεφύγουν.  Λίγο αργότερα η Laura, θα πέσει στα χέρια του Lino, του αρχηγού του ναρκωτικού δικτύου, ο οποίος και θα την χρησιμοποιήσει, προκειμένου να κάνει τις βρωμοδουλειές του, χωρίς να τραβά τα βλέμματα πάνω του.  Η Laura θα καταλήξει θύμα μιας τεράστιας βιομηχανίας όπλων και ναρκωτικών.  Και το χειρότερο;  Δίνει την εντύπωση του μοναδικού θηλυκού, βασικού μέλους της ομάδας των εμπόρων.  Και ποιος θα πιστέψει οτι τελικά, εσύ είσαι το θύμα;

Το “Miss Bala” είναι όπως έχετε καταλάβει, μια μεξικάνικη, δραματική παραγωγή του 2011, την οποία σκηνοθέτησε ο Gerardo Naranjo, ο οποίος έχει γυρίσει δυο ακόμη ταινίες μεγάλου μήκους, και κάποιες ακόμα short δουλειές.
Παρά το γεγονός οτι ο δημιουργός της ταινίας, δεν έχει κάνει και πολλά άλλα πράγματα, αυτό δεν είναι απαγορευτικό-όπως έχουμε ξαναδεί-για εκείνον, αλλά και για άλλους, νέους σκηνοθέτες να κατασκευάσουν κάτι το αξιόλογο.  Στην προκειμένη περίπτωση ο Naranjo σκηνοθετεί μια ταινία στιβαρή και άγρια, παρουσιάζοντας μέσα από την κάμερά του, την εικόνα μια μεξικανικής κοινωνίας που ζει στην άλλη πλευρά του νόμου, αυτή τη παραβατικότητας, των αναλώσιμων, ανθρώπινων σωμάτων και του τέλους της ‘αθωότητας’.
Η ταινία αποτέλεσε πέρσι την επίσημη συμμετοχή σε διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ, εκ των οποίων τα πιο γνωστά ήταν αυτά των Καννών, του Τορόντο, αλλά και της Νέας Υόρκης.  Ενδιαφέρον έχει να σημειώσουμε εδώ, πως ο Naranjo είχε κερδίσει και το βραβείο FIPRESCI στο Διεθνές Διαγωνιστικό του φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης το 2008, με την ταινία του “Voy a Explotar”.

Ο κοινωνικός σχολιασμός, η απουσία ευκαιριών και η καταβαράθρωση της νέας γενιάς, αποτελούν μόνο μερικά από τα στοιχεία της ταινίας, τα οποία την καθιστούν τόσο πικρά αληθινή στα μάτια των θεατών, και ίσως-ακόμα χειρότερα-σε όσους βλέπουν μέσα σε αυτή, τη δική τους πραγματικότητα, δεδομένου οτι το “Miss Bala” είναι ένα film με προεκτάσεις παγκόσμιες και καθολικές, που μιλάει κατευθείαν στη ψυχή όσον έχουν ζήσει (και εξακολουθούν δυστυχώς να ζουν) τέτοιου είδους περιστατικά.  Δεν είναι εξάλου και καθόλου τυχαίο το γεγονός, οτι η ιστορία της Laura, βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, και συγκεκριμένα σην υπόθεση της beauty queen, Laura Zuniga, η οποία συνελήφθη το 2008, μαζί με τα μέλη μιας συμμορίας, μέσα σε ένα φορτηγό γεμάτο πυρομαχικά.  Όπως και στα αληθινά γεγονότα, έτσι και στην ταινία, υπονοείται πως η νίκη στο διαγωνισμό ομορφιάς, επήλθε έπειτα από τις πιέσεις των μελών της συμμορίας, στους υπεύθυνους διοργανωτές, οι οποίοι αναγκάστηκαν τελικά να δώσουν το σικέ-στέμμα στην εμπλεκόμενη στις υποθέσεις τους, κοπέλα.
Εκτός από το cast, βασικοί πρωταγωνιστές της ταινίας είναι οι κακόφημες γειτονιές, τα-κυριολεκτικά-υγρά και βρώμικα σοκάκια, οι μεξικάνικοι χωματόδρομοι και όλα εκείνα τα στοιχεία μιας πόλης, που την καθιστούν μετά βίας βιώσιμη, επικίνδυνη και ξεχασμένη από τον Θεό.
Αν και το θέμα που παίζει στο background και αποτελεί την κινητήριο δύναμη της ταινίας (αυτό της μάστιγας του εμπορίου ναρκωτικών), το έχεις δει ουκ ολίγες φορές σε διάφορες ακόμα ταινίες, εντούτοις αυτό το μεξικάνικο film, έχει κάτι από ατόφια κινηματογράφηση και τόσο ρεαλιστική απόδοση καταστάσεων, που νομίζεις πως το μάτι της κάμερας είναι το δικό σου, και έχεις τη δυνατότητα να παρακολουθείς το δράμα της πρωταγωνίστριας, σαν άλλος σαδιστής ηδονοβλεψίας, που δεν έχει καμία όρεξη να παρέμβει και να χαλάσει το ‘πάρτυ’.  Αυτό προσδίδει από μόνο του μια μοιρολατρική διάσταση στην όλη κατάσταση, καθώς τα γεγονότα εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας, αλλά κανείς δεν έχει τη δυνατότητα να τα αλλάξει.  Εμείς με τη μηδενική έτσι κι αλλιώς, δυνατότητα αντίδρασης, αλλά και οι ήρωες οι οποίοι αποτελούν έρμαια μια πραγματικότητας που διαιωνίζεται, μιας πραγματικότητας από αυτές που δε χωρούν τη παραμικρή επιστροφή.

Το ενδιαφέρον της συγκεκριμένης ταινίας έχει να κάνει και με την ιδιαιτερότητα του φιλμαρίσματός της, και τον τρόπο με τον οποίο καθιστά ο Naranjo την κάμερά του κοινωνό, πολλαπλών νοημάτων.
Με το που ξεκινάει η ταινία, βλέπουμε έναν καθρέφτη γεμάτο αποκόμματα περιοδικών και εφημερίδων, που αναπαριστούν μοντέλα, ηθοποιούς και τραγουδίστριες (κάπου εκεί υπάρχει και η Madonna αν δεν απατώμαι).  Θα μου πείτε ωραία, και;  Αν προσέξει κανείς λίγο καλύτερα, μπορεί να δει από την αρχή ένα σημάδι που προοικονομεί την επερχόμενη καταστροφή στη ζωή της ηρωίδας: ένα απόκομμα με δυο μόνο λέξεις, “fashion victim”.  Και αν το καλοσκεφτεί κανείς, η αλυσίδα γεγονότων που οδήγησαν την Laura μπλεγμένη, ξεκίνησε ακριβώς από αυτό: από την ελπίδα της να γίνει fashion icon και βασίλισσα της ομορφιάς.  Αντ’αυτού, έγινε η βασίλισσα του καρτέλ, οπότε κατά κάποιον τρόπο η μοίρα της ως θύμα, επιβεβαιώνεται έτσι κι αλλιώς.
Τέτοιου είδους μικρά κομματάκια είναι που κάνουν μια ταινία να διαφέρει, ακόμα και όταν δεν πραγματεύεται εξ’ ολοκλήρου πρωτότυπες υποθέσεις (υπάρχει άραγε πια παρθενογένεση στο cinema;).  Ένα ακόμη στοιχείο που την βοηθά να προβάλει το δραματικό της περιεχόμενο πιο έντονα, είναι το φιλμάρισμα της ηρωίδας από πίσω.  Σε ένα μεγάλο μέρος της ταινίας, μπορούμε να δούμε μόνο τη πλάτη της, τα μαλλιά της και το σώμα της.  Σκεφτείτε όμως, πόσο άσχημο και χωρίς προσωπικότητα είναι ένα σώμα χωρίς ‘πρόσωπο’, χωρίς ταυτότητα.  Εδώ αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι πως στην ουσία η υπόσταση της Laura ως μια όμορφη γυναίκα, κατακερματίζεται, αφού ακόμα και αυτή, αποτελεί ένα απρόσωπο πιόνι στα χέρια των εγκληματιών.  Ακόμα όμως και όταν την βλέπουμε καθαρά, δεν είναι το κορίτσι που για ελάχιστα λεπτά εμφανίζεται στην αρχή της ταινίας.  Το χαμόγελο αντικαθίσταται από το κλάμα, το γοητευτικό βλέμμα, από μια τρομοκρατημένη παραλλαγή του, και ο αγώνας για το διαφορετικό, μετατρέπεται σε ολοκληρωτική παραίτηση.  Η Laura είναι ένα ακόμη αναλώσιμο κορμί.  Ωραίο μεν, χωρίς καμία αξία για τους εκμεταλλευτές της, δε.

Αναμφίβολα στην ενδιαφέρουσα, σκηνοθετική οπτική του Naranjo, θα πρέπει να προσθέσουμε και τον ‘σκηνοθετικό αποκεφαλισμό’ της ηρωίδας.  Και τι εννοούμε με αυτό;  Υπάρχουν αρκετές στιγμές κατά τις οποίες παρακολουθούμε τα πράγματα από την οπτική της Laura (υποκειμενική οπτική γωνία), είτε τα βλέπουμε σαν να μην υπάρχει το κεφάλι της εκεί, σαν να μπορούσε δηλαδή κατά κάποιον τρόπο να είναι αόρατο, και εμείς να βλέπουμε τι γίνεται πέρα από αυτό.  Αυτό το τρικ, προσδίδει στη ταινία μεγαλύτερη αμεσότητα και ρεαλιστική υπόσταση, αφού η κάμερα-κεφάλι μας δίνει την πιο κοντινή αντίληψη των πραγμάτων, όπως αυτά βιώνονται δυνητικά, από την πρωταγωνίστρια.
Πέρα από τις σκηνοθετικές επιλογές του δημιουργού, και η επιλογή του cast φαίνεται να απέδωσε καρπούς, καθώς η Sigman είναι εξαιρετική στον ρόλο της.  Με έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις, εκφραστικότητα και πειστικότητα, καταφέρνει και διηγείται την ιστορία με τρόπο ωμό και ατρόμητο.  Πλάι της ο Noe Hernandez στον ρόλο του αφεντικού, είναι γλοιώδης και αδίστακτος, η τέλεια προσωποποίηση του κακού Μεξικανού.
Η μοναδική ένσταση που έχω, αφορά τη διάρκειά της (κοντά στις δυο ώρες), αφού εκ των πραγμάτων η αργά εξελισσόμενη δράση, κάνει κάπου κοιλιά και ίσως κουράσει.
Παρά τη χρονικής της διάρκεια, το “Miss Bala” είναι μια ταινία που θα εκτιμήσουν κυρίως οι πιο σινεφίλ, μιας που απαιτεί μεγαλύτερη υπομονή από τους θεατές της.  Και πάλι όμως, αν αρέσκεστε σε τέτοιου είδους ταινιάκι, σίγουρα θα την ‘απολαύσετε’.  Ειλικρινής και χωρίς να μασάει τα λόγια της, αξίζει να της δώσετε μια ευκαιρία.  Αν μη τι άλλο και για το βουβό της τέλος…

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι Μεξικανός χωρίς μουστάκα, δε γίνεται, οτι για να μην τσαλακωθεί το σατέν σου φόρεμα, άφησέ το κουβαριασμένο μέσα σε ένα αυτοκίνητο και οτι αν η φίλη σου νταραβερίζεται με αποβράσματα, βάλε της και λίγο μυαλό, γιατί θα σε πάρει και εσένα παραμάζωμα.  Λέω εγώ τώρα…


No trivia

All About Eve: All about women…and their men

Γεια σας και πάλι, σήμερα Πέμπτη 9 Αυγούστου και φαντάζομαι πως οι περισσότεροι από εσάς την έχετε ήδη κάνει για κάποιον καλοκαιρινό προορισμό.  Σε μερικές μερούλες θα βάλω και εγώ λουκετάκι στο blog, και όπως όλα δείχνουν θα επιστρέψω και πάλι από αρχές Σεπτέμβρη, με μια εξαίρεση πιθανότατα την 22η-23η Αυγούστου οπού και θα ανεβάσω στα σίγουρα τη δική μου κριτική για το τελευταίο μέρος της μπατμανικής τριλογίας του Christopher Nolan, “The Dark Knight Rises”.  Σήμερα λοιπόν θα ασχοληθούμε με μια ακόμη μεγάλη ταινία του κλασικού κινηματογράφου, με ένα εξίσου τεράστιο cast και μερικές από τις καλύτερες, δολοφονικές ατάκες που έχουμε ακούσει ποτέ σε ταινία.  “All About Eve” και ξεκινάμε.

H Margo Channing (Bette Davis) είναι μια μεγάλη, ώριμη ντίβα του θεάτρου που έχει βγει στο κουρμπέτι εδώ και χρόνια, γνωρίζοντας πλέον πολύ καλά πως να λύνει και να δένει συνεργάτες, εραστές και φίλους.  Και ενώ η ίδια εξακολουθεί να αποτελεί το μεγαλύτερο όνομα του Broadway στον λουξουράτο και κοσμικό κύκλο ο οποίος την περιτριγυρίζει (και φυσικά περιτριγυρίζεται και από αυτήν) τίγκα στην αφρώδη σαμπάνια, τα λουλουδιασμένα μπουκέτα και τις σικ τουαλέτες, η Margo θα γνωρίσει ένα βράδυ μια νεαρή και μυστήρια ύπαρξη, την Eve (Anne Baxter).  Η Eve η οποία θα δηλώσει από τη πρώτη στιγμή ως η νούμερο ένα, φανατική θαυμάστρια της μεγάλης αυτής κυρίας του σανιδιού, θα κερδίσει από τη πρώτη στιγμή τις καρδιές των φίλων και συνεργατών παρευρισκομένων της Margo, με αποτέλεσμα να πλασαριστεί σιγά σιγά στο πλευρό της ηθοποιού, ως το παιδί για όλες τις δουλειές.  Και ενώ η ιστορία προχωράει, η Eve θα αρχίσει να κάνει ολοένα και περισσότερο αισθητή τη παρουσία της σε αυτόν τον αστραφτερό κόσμο, ενώ η Margo θα αρχίσει από την άλλη να αμφισβητεί την ώριμη γοητεία της και θα υποπέσει στο ολέθριο λάθος της ‘κρίσης μέσης ηλικίας’, βλέποντας τον wannabe αρραβωνιάρη της, να αναπτύσει μια υπερφιλική σχέση με την ‘δεσποινίς μάτια πλάνα’, Eve.  Κι όμως η στιγμή που η Margo θα αντιληφθεί την πραγματική, σκοτεινή φύση της θαυμάστριάς της, δε θα αργήσει.  Αλλά τότε ποιος θα πιστέψει στα-κατά τα άλλα-καπρίτσια μιας μεγάλης σταρ, και οχι στο ανερχόμενο αστέρι που ακούει στο όνομα Eve;  Α δε σας τα’παμε;  Η Eve έχει και βλέψεις να γίνει μια επιτυχημένη ηθοποιός.  Χμμμ…

Παραγωγός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης ο Joseph L.Mankiewicz αποτελούσε αναμφίβολα ένα από τα πιο δυνατά χαρτιά της εποχής του χρυσού Hollywood, μετρώντας στο ενεργητικό του περισσότερες από πενήντα ταινίες, σε πολλές από τις οποίες είχε ασκήσει και τις τρεις ιδιότητές του ταυτόχρονα.
Ανάμεσα στα διάφορα film που δημιούργησε για χάρη του κινηματογράφου, συναντάει κανείς το “The Quiet American (1958), το “Suddenly, Last Summer” (1959) με τις εντυπωσιακές κυρίες Elizabeth Taylor και Katharine Hepburn, καθώς και το “Cleopatra” (1963), μια ταινία που αποτέλεσε κατά πολλούς, ένα από τα μεγαλύτερα, κινηματογραφικά flops στην ιστορία της 7ης Τέχνης.
Ο Mankiewicz είχε προταθεί οκτώ φορές για Oscar, εκ των οποίων τις τέσσερις κέρδισε, χάρη στις ταινίες του “All About Eve” (για την οποία κατέκτησε το χρυσό αγαλματάκι στη κατηγορία Best Director και Best Writing, Screenpla) καθώς και για τη ταινία “A Letter to Three Wives” (1949), για την οποία κέρδισε τα Oscar στις ίδιες κατηγορίες.  Αν σκεφτεί κανείς πάντως πως και ο αδελφός του, Herman J. Mankiewicz είχε κερδίσει το Oscar σεναρίου επτά χρόνια πριν, για το εμβληματικό “Citizen Kane”, τότε μπορεί να καταλάβει εύκολα το γεγονός, οτι το ταλέντο και το επιχειρηματικό πνεύμα, μάλλον αποτελούσαν κοινό κτήμα της οικογένειας.
Το “All About Eve” εν προκειμένω, αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα του δείγματος δουλειάς που μερικοί από τους πιο σπουδαίους σκηνοθέτες, ήταν σε θέση να προσφέρουν την εποχή που ο κινηματογράφος βρισκόταν στις πραγματικές του δόξες.  Εντυπωσιακή, σταρ-άτη και πιο σύγχρονη από ποτέ, είναι μια ταινία για τον κόσμο της showbiz μπροστά και πίσω από τις κάμερες (και στη προκειμένη περίπτωση το πάλκο), αλλά και για το πως οι γυναίκες μπορούν και γίνονται εξέχουσες show-bitches ενός συστήματος που τις τροφοδοτεί, αλλά και τις κατασπαράζει.

Το πιο ενδιαφέρον ίσως κομμάτι της ταινίας, είναι η εμπλοκή του στοιχείου του θεάτρου, καθώς αυτό και μόνο καθιστά στην ουσία το “All About Eve”, μια ταινία για το θέατρο, ή αλλιώς μια θεατρική ταινία.
Το γεγονός οτι ολόκληρη η υπόθεση εκτυλίσσεται σε εσωτερικά σκηνικά (με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις), έρχεται και υπερτονίζει ακόμα περισσότερο την ιδέα οτι στη προκειμένη περίπτωση, θέατρο και κινηματογράφος, ταυτίζονται.  Δυο τόσο διαφορετικές και παράλληλα, τόσο όμοιες-σε σημεία-τέχνες, έρχονται και κλειδώνουν μαζί, δημιουργώντας ένα εξαίσιο αποτέλεσμα το οποίο ενισχύεται στην ιδέα του ακόμα περισσότερο, από το αριστουργηματικό cast που έχει συγκεντρωθεί για τις ανάγκες του φιλμ.
Προσωπικά, πάντα πίστευα οτι αποτελώ μεγάλη φαν του κινηματογράφου, καθώς αυτός μπορούσε να μου δώσει όλα εκείνα τα οποία από το θέατρο δε θα μπορούσα ποτέ να πάρω.  Και το λέω και το παραδέχομαι: το θέατρο δε μπορώ να το παρακολουθήσω, δεν είναι για εμένα.  Αν και πιστεύω ακράδαντα οτι η άμεση επαφή θεατή-ηθοποιού, δημιουργεί μια σχεδόν ‘ερωτική’ σχέση ανάμεσά τους, δε μπορώ να παραβλέψω το γεγονός, οτι αυτή η αρχή της ερωτικής σχέση, έρχεται και απογειώνεται στον κινηματογράφο, οδηγώντας τον θεατή σε ένα είδος ηδονοβλεπτικού οργασμού, τον οποίο σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να βιώσει στα αυστηρώς περιορισμένα όρια μιας θεατρικής σκηνής.  Και εδώ ακριβώς έγκειται η μεγάλη μαγκιά του “All About Eve”: κατορθώνει με τρόπο κινηματογραφικό, να μεταφέρει στον θεατή όλη την αίγλη και την origian αξίας του θεάτρου, χωρίς όμως τα δυο αυτά μέσα να στερούνται εκείνων των στοιχείων, που τα καθιστούν μοναδικά και ανεπανάληπτα στους λάτρεις τους.  Και αυτό είναι κάτι το πραγματικά εξαίσιο.  Κινηματογράφος και θέατρο δεν υπήρξαν ποτέ πιο άρρηκτα συνδεδεμένα σε μια ταινία κατά τη γνώμη μου, αν και νομίζω οτι όσοι αγάπησαν το πολυυυυ μεταγενέστερο “Dogville” του Trier, όπως το αγάπησα και εγώ, θα συμφωνήσουν πως και εκεί το πάντρεμα των δυο αυτών ηθοποιϊκών μέσων, ήταν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακό.  Ήταν μαγικό.

Εκτός όμως από το παιχνίδι θεάτρου-cinema, ιδανική είναι η αναπαράσταση όλου αυτού του υπέρλαμπρου star system όπως αυτό εκφράζεται κυρίως στον κινηματογράφο, αλλά και τα παρασκηνιακά παιχνίδια και τα πισώπλατα μαχαιρώματα που από πάντα φιλοξενούσε στην ιστορία του.
Εδώ η νεαρή και γοητευτική Eve βάζει τα προσόντα της μπροστά (σαν κάθε σωστή γυναίκα δηλαδή) και αποφασίζει να πατήσει επί πτωμάτων, προκειμένου να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα και να γίνει μια διάσημη και τρισμέγιστη ηθοποιός.  Το θέμα βέβαια είναι το πόσο εύστοχα και πόσο ύπουλα καταφέρνει να ενελιχθεί στη σκάλα φιλίας της Margo, και να βρεθεί ένα σκαλοπάτι πριν από τον θρίαμβο, με πικρές όμως συνέπειες, τόσο για όσους την γνώρισαν, όσο και για τον εαυτό της.
Ο Mankiewicz γράφει ένα σενάριο (το οποίο μάλιστα βασίστηκε στο short story ‘The Wisdom of Eve’, της Mary Orr, το οποίο και είχε δημοσιευθεί στο…Cosmopolitan) για τη γυναικεία πονηριά, τον ώριμο τσαμπουκά (της Davis, η οποία εδώ υποδύεται ένα από τα πιο αυθεντικά alter ego ηθοποιού επί της μεγάλης οθόνης, στο περήφανο πρόσωπο της Margo Channing), την κρίση μέσης ηλικίας και την ικανότητα του να ξέρεις που ανήκεις.
Η σκηνοθεσία πατάει πάνω σε παραδοσιακά χνάρια, και μια καθαρά αφηγηματική μορφή, αν και σίγουρα μια ιδιαίτερη νότα προσδίδει το βαθύφωνο voice over, καθώς και όλη η ιστορία της ταινίας η οποία λειτουργεί ως ένα μεγάλο flash-back.
Oι ερμηνείες είναι από όλους μεστές και ώριμες, με μια ομάδα ηθοποιών που χαρακτηρίζονταν από τη κλασική τους παιδιά και την μεγάλη τους επιτυχία (Celeste Holm, Thelma Ritter, Gary Merill, Hugh Marlowe).  Παρόλα αυτά το κεντρικό, θυληκό δίδυμο Davis-Baxter είναι αυτό που κλέβει τη παράσταση.  Η Davis ως πληθωρική γυναίκα με τσαγανό, που κρύβει στο στραφταλιζέ τσαντάκι της, ένα σωρό καυστικές, δηλητηριώδεις ατάκες, αλλά και ατάκες που έγραψαν ιστορία (‘Fasten you seatbelts.  It’s going to be a bumpy night!’), είναι μοναδική και αιθέρια, γεμίζοντας το πλάνο με το μπλαζέ βλέμμα και την άγρια χαίτη.  Από την άλλη η Baxter ως ματαιόδοξη ενζενί, μπορεί ορισμένες φορές να υπερβάλει υποκριτικά, είναι όμως πιστική και μισητή στον ρόλο της.  Έτσι κι αλλιώς την χρυσή εποχή του κινηματογράφου, όλα είχαν μια δόση υπερβολής.  N’est-ce pas?

Το “All About Eve” είναι ένα κλασικό, χολιγουντιανό αριστούργημα που όλοι οι σινεφίλ-και οχι μόνο-θα έπρεπε να δουν.  Κατασκευασμένο από την αυθεντική πάστα του old time Hollywood, και καμωμένο με μεράκι, ταλέντο και διαλόγους-χείμαρρους, είναι μια ταινία που φέρνει στο μυαλό παλιές, καλές εποχές, ακόμα και αν εμείς δε τις ζήσαμε.  Μπορούμε όμως να φανταστούμε πως ήταν, και μμμ, πρέπει να ήταν πολύ καλές.
Στη τελική αν ακόμα δε σας έπεισα, να σας πω πως από το φιλμ κάνει ένα πέρασμα και η Marilyn Monroe πιο πλατινέ και sexy από ποτέ, κάνοντας όλες τις άλλες γυναικείες υπάρξεις γύρω της να ωχριούν.  Και πως δε θα μπορούσε άλλωστε…

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι το biopic της Monroe θα μπορούσε να παίξει η Penelope Ann Miller, μια δεκαετία νωρίτερα, η ομοιότητα της οποίας με το αιώνιο sex-symbol ήταν εμφανέστατη (ειδικά στη πρώτη φωτό στην οποία φαίνεται και η Marilyn), οτι το μαλλί της Baxter είναι αυτό που λέμε ‘to die for’ και οτι η Davis ήταν σπουδαία.


TRIVIA

  • H Zsa Zsa Gabor επισκεπτόταν συχνά τα γυρίσματα στις σκηνές οπού ο συζύγός της George Sanders έπαιζε με την Marilyn στο πλευρό του.  Ο λόγος;  Μα φυσικά ζήλευε!
  • Η Davis ερωτεύθηκε τον συμπρωταγωνιστή της Gary Merrill κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, με αποτέλεσμα οι δυο τους να παντρευτούν τον Ιούλιο του 1950, έπειτα από την ολοκλήρωση της ταινίας, ενώ υιοθέτησαν και ένα κοριτσάκι το οποίο ονόμασαν Margot.
  • Η Holm υποδυόταν στη ταινία την φίλη της Davis.  Όταν αργότερα είχε ερωτηθεί για τη συνεργασία της μαζί της, είπε: “I walked onto the set the first day and said Goodmorning, and do you know her reply? ‘Oh shit, good manners!’ I never spoke to her again-ever!’.
  • Και η Davis όμως είχε πει χαρακτηριστικά: ‘Filming All About Eve was a very happy experience…the only bitch in the cast was Celeste Holm!’
(ΠΗΓΗ IMDB)

Madeo (a.k.a Mother): She is always there for you…

Γεια σας, γεια σας και αν δε σας το είχα πει, καλό μήνα!  Έπειτα από απουσία δυο εβδομάδων περίπου, είπα να επιστρέψω και πάλι στα γνώριμα εδάφη, με κριτικούλες και οτιδήποτε νεότερο από το κινηματογραφικό μέτωπο.  Η αλήθεια είναι πως θα προσπαθήσω να είμαι συνεπής καθ’όλη τη διάρκεια αυτής της εβδομάδας, αλλά δε ξέρω κατά πόσο θα καταφέρω να γράψω μέχρι και την επόμενη, μιας που στο πρόγραμμα θα μπουν και οι οικογενειακές διακοπές.  Όπως και να έχει όμως, θα είμαστε μαζί για…όσο είμαστε και από εκεί και πέρα, θα επιστρέψουμε και πάλι δυναμικά από τον Σεπτέμβρη έχοντας μάλιστα και την καλύτερη αφορμή: τις αγαπημένες μας φυσικά Νύχτες Πρεμιέρας.  Για να ξεκινήσουμε λοιπόν, have fun και για όσους είναι ήδη σε κάποιο όμορφο νησάκι, καλές διακοπές να έχετε : )

Η Hye-ja Kim υποδύεται την Mother, η οποία στη ταινία δε φέρει κανένα άλλο αναγνωριστικό όνομα, πέρα από την ιδιότητα της μάνας, μητέρας, μαμάς.
Η Μητέρα λοιπόν, ζει φτωχικά θα έλεγε κανείς, σε ένα εξίσου φτωχικό χωριομέρος, παρέα με τον διανοητικά προβληματικό γιο της, Yoon Do-joon.  Η Μητέρα βγάζει τα προς το ζην, προκειμένου να ταΐσει τον εαυτό και τον ιδιαίτερο γιο της, έχοντας ένα μαγαζάκι με κάθε λογής ματζούνια, βότανα και λοιπά άλλα, και χρησιμοποιώντας σε σφριγηλούς, νεαρούς γλουτούς κοτζαμάν βελόνες, για αποβολή του στρες και ‘πιάσιμο’ παιδιών.
Όπως είναι λογικό, η γηραιά αυτή γυναίκα αποτελεί το μοναδικό στήριγμα του Do-joon, με αποτέλεσμα να είναι αναγκασμένη να τον παρακολουθεί διαρκώς, σε περίπτωση που κάτι πάει στραβά.  Όταν τελικά το στραβό έρθει και χτυπήσει την πόρτα του ταπεινού σπιτικού τους, μεταμφιεσμένο σε μια νεαρή κοπέλα βάναυσα δολοφονημένη, τότε η τοπική αστυνομία (η οποία στις κορεατικές παραγωγές απαρτίζεται πάντα κατά έναν περίεργο τρόπο, από “τρομερά” φυντάνια και τζιμάνια αστυνομικούς και ντετέκτιβ) θα κατηγορήσει τον Do-joon για τον θάνατο της, θα τον συλλάβει με συνοπτικές διαδικασίες και θα τον οδηγήσει πίσω από της φυλακής τα σίδερα, αποδεικνύοντας οτι αυτά δεν είναι μόνο για τους λεβέντες.
Η Mother λοιπόν, θα ξεκινήσει ένα ανελέητο κυνηγητό, προκειμένου να βρει τους πραγματικούς δολοφόνους, και να αποδείξει την αθωότητα του μονάκριβου γιου της.  Στη πορεία όμως θα δει οτι ο δρόμος τον οποίο διάλεξε να ακολουθήσει, δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα και σύντομα θα καταλάβει οτι σε αυτό το ‘ταξίδι’ μπορεί να χάσει εκτός από το παιδί της, και τον ίδιο της τον εαυτό…

Ο σκηνοθέτης Joon-ho Bong αποτελεί μια από τις κλασικές περιπτώσεις Κορεάτη σκηνοθέτη, ταινίες του οποίου έχουμε ξαναδεί στο blog.  Και αν δε θυμάστε, τότε να σας φρεσκάρω λιγάκι τη μνήμη και να σας πω οτι ο συγκεκριμένος δημιουργός είναι υπεύθυνος για μερικές, πραγματικά καλές ταινίες, όπως το “Memories of Murder” (2003) το οποίο μάλιστα παρουσιάζει μεγάλες, θεματικές ομοιότητες με το “Mother”, καθώς και το “The Host” (2006), μια από τις καλύτερες και πιο underrated ταινίες με τέρας, ever.
Έπειτα και από την-φεστιβαλική κυρίως-επιτυχία του “Mother”, ο ίδιος αποφάσισε να περάσει σε πιο εμπορικά μονοπάτια και να δοκιμάσει για πρώτη φορά τη τύχη του στο λαμπερό Hollywood.  Η πρώτη του αμερικανόφερτη μάλιστα παραγωγή, αναμένεται να κυκλοφορήσει μέσα στο 2013, βασιζόμενη στο graphic novel του Benjamin Legrand, Snowpiercer.  Η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα σε έναν παγωμένο κόσμο, στον οποίο οι επιβάτες ενός τραίνου προσπαθούν να συνυπάρξουν όσο το δυνατόν καλύτερα.  Αν κρίνουμε πάντως από το εντυπωσιακό cast που έχει καταφέρει να μαζέψει (Tilda Swinton, John Hurt, Jamie Bell, Chris Evans, Octavia Spencer, Kang-ho Song, Ewen Bremmer), και το γεγονός πως έτσι κι αλλιώς οι μεταφορές των graphic novels στον κινηματογράφο συγκεντρώνουν έτσι κι αλλιώς πιστούς θεατές, τότε κάτι μας λέει πως το ντεμπουτάρισμα του Bong στην Αμερική, θα είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακό και ακριβοθώρητο.  Εν αναμονή λοιπόν των μελλοντικών του σχεδίων, θα προσπαθήσουμε σήμερα να…ξεκοκαλίσουμε όσο μπορούμε το “Mother”.

Αν μη τι άλλο αυτή η ταινία του Bong αποτελεί ένα καλοστημένο και στιλιζαρισμένο δράμα, το οποίο διαποτίζεται από μια προοδευτική, χιτσκοκική εξέλιξη που μπορεί και να την είχες φανταστεί, αλλά ακόμα και έτσι, πάλι σε σοκάρει με την απολυτότητα και την αλήθεια της.
Πολλοί θα συμφωνήσουν πως σεναρικά η ταινία δε διαφέρει από πολλές άλλες και κατά κύριο λόγο ξενόγλωσσες, οι οποίες θέτουν στο επίκεντρό τους έναν θηλυκό χαρακτήρα που καθίσταται έρμαιο των αποφάσεων, της μοίρας και τελικά ενός αναπόφευκτου, τελολογικού πεπρωμένου.  Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα το οποίο έτυχε να παρακολουθήσω σχετικά πρόσφατα, είναι και η τελευταία ταινία του Andrey Zvyagnitzev, “Elena”, στην οποία μια μεσήλικη γυναίκα προσπαθεί πάλι να βοηθήσει τον γιο της (χαραμοφάη στη προκειμένη περίπτωση) και την οικογένειά του.  Το ηθικό δίδαγμα της ταινίας έχει να κάνει για ακόμη μια φορά με την ιδιότητα της μάνας και με το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει μια γυναίκα στα πλαίσια της μητρότητας.  Αυτή είναι εξάλλου η αρχή, η μέση και το τέλος της ταινίας: η μητέρα.  Δεν έχει και τόση σημασία το γεγονός οτι ο γιος αντιμετωπίζει ένα κάποιο πρόβλημα, ούτε και ο τρόπος ζωής τους, το κοινωνικό περιβάλλον ή οι κατηγορίες για τη δολοφονία, αφού αυτά απλά εξυπηρετούν την προώθηση του δράματος.  Η αρχή ιδέα έχει συλληφθεί.  Αυτό που έχει σημασία είναι το πως μια μητέρα αντιδρά και απαιτεί να προστατέψει το παιδί της, είτε αυτό είναι ένοχο, είτε αθώο.  Θα μπορούσε στην ουσία να πει κανείς, πως το “Mother” αποτελεί μια σύγχρονη ωδή πάνω στον άνθρωπο, ο οποίος έχει παίξει έναν από τους σημαντικότερους ρόλους στη ζωή ενός ατόμου, το έχει γαλουχήσει (κυριολεκτικά και μεταφορικά) και το έχει κάνει σε ένα μεγάλο ποσοστό αυτό που τελικά είναι.  Και ο τρόπος με τον οποίο ο Bong αποφασίζει να μας παρουσιάσει την ουσία της μάνας είναι και δραματικός, και τρομερός και τρυφερός, αλλά πάνω απ’ολα είναι αληθινός: μια μάνα θα έκανε τα πάντα για το παιδί της and that’s a fact.

Αν αφήσει κανείς στην άκρη την απλούστατη υπόθεση του έργου, μπορεί να ανακαλύψει μερικά έξυπνα τρικ τα οποία φαίνεται να εισήγαγε ο Bong στη σκηνοθεσία του, προκειμένου να την καταστήσει περισσότερο αλληγορική και μεταφορική.
Για παράδειγμα αυτό που προσωπικά μου έκανε μεγάλη εντύπωση είναι το πόσο έντονα κυριαρχεί μέσα στο φιλμ, το μπλε χρώμα.  Δε μιλάμε όμως για μια προσπάθεια να το καταστήσει κανείς ως βασικό πρωταγωνιστή (όπως π.χ γινόταν στις ταινίες του Kieslowski), αλλά περισσότερο το χρώμα αυτό να χρησιμοποιηθεί ως ένα σημαντικό μέσο εξωτερίκευσης της προοδευτικά μεταβαλλόμενης ψυχοσύνθεσης της μητέρας.
Σε όλη τη διάρκεια της, κοντά δυόμιση ώρες, ταινίας γίνεται κάτι παραπάνω από εμφανές οτι το μπλε είναι αυτό που κατακλύζει κάθε σπιθαμή του πλάνου.  Από εξωτερικούς χώρους (νύχτα, λίμνη, βροχή, ουρανός), και αντικείμενα δωματίων (τοίχοι, ποτήρια, ντοσιέ, τραπέζια, καρέκλες), μέχρι και τα ίδια τα ρούχα της πρωταγωνίστριας (προς το τέλος, καθώς αρχικά τα συνολάκια που φοράει είναι κόκκινου χρώματος, κάτι που έχει τη δική του σημασία), όλα κυμαίνονται στις αποχρώσεις του μπλε.
Επειδή λοιπόν αυτό μου κίνησε έντονα τη περιέργεια, αποφάσισα να αναζητήσω τη σημασία που μπορεί να έχει το μπλε χρώμα στην ασιατική και ιδιαίτερα, κορεατική κουλτούρα.  Η αλήθεια είναι πως βρήκα μερικές πληροφορίες, οι οποίες αν δεν αποτελούν δικό μου παρατράβηγμα, τότε μάλλον είναι αρκετά ενδιαφέρουσες.
Σύμφωνα λοιπόν με τα παραδοσιακά κορεάτικα χρώματα, το μπλε συμβολίζει τη ψύχραιμη, θηλυκή ενέργεια και πράγματι δε θα μπορούσε να ταιριάζει περισσότερο απ’οτι εδώ, μιας που η κεντρική ηρωίδα είναι μια γυναίκα.  Συνεχίζοντας, το συγκεκριμένο χρώμα υποτίθεται οτι συμβολίζει την eum energy, η οποία έχει να κάνει με το φεγγάρι (μεγάλο μέρος της ταινίας διαδραματίζεται νύχτα), την δεκτικότητα και την δυνατότητα του να προσαρμόζεται κανείς, ανάλογα τις περιστάσεις.  H Mother είναι ακριβώς μια τέτοια γυναίκα.  Ταπεινή, και όμως παραγωγική, δεκτική σε κάθε καλό και κακό, με μια φοβερή δυνατότητα προσαρμογής, ακόμα και κάτω από τις χειρότερες συνθήκες.  Παρόλα αυτά εκτός από όλα αυτά, το μπλε συμβολίζει και κάτι ακόμη:  τον θάνατο, το πρώτο δηλαδή υλικό πάνω στο οποίο βασίζεται η υπόθεση της ταινίας.  Και οχι μόνο…
Ένα ακόμη χρώμα που κάνει τη παρουσία του, ίσως οχι τόσο έντονα όσο το μπλε, είναι το κόκκινο, μιας που εμείς βλέπουμε τη πρωταγωνίστρια να φοράει μέχρι και περίπου τη μέση της ταινίας, κόκκινα ρούχα.  Ενδιαφέρον είναι το πως το κόκκινο στην παράδοση της Κορέας, συμβολίζει το δυναμικό και όλο φωτιά, ανδρικό πνεύμα, αποτελώντας παράλληλα το αντιθετικό χρώμα του μπλε.  Διόλου απίθανο λοιπόν ο σκηνοθέτης να κάνει μια υποδόρια, χρωματική ταύτιση στο πρόσωπο της μάνας, από τη στιγμή που ο πατέρας είναι απών.  Η μάνα είναι την ίδια στιγμή άντρας και γυναίκα, κόκκινο και μπλε, δύναμη και πνεύμα, ζωή και θάνατος.

Από πλευράς σκηνοθεσίας το “Mother” θα σου δώσει αυτό ακριβώς που περιμένεις από μια τέτοια παραγωγή.  Ατμοσφαιρική, δεμένη, με μια χρωματική παλέτα που μαρτυράει περισσότερα από όσα αφήνει σε πρώτη φάση να εννοηθούν και γεμάτη αγροτική καλαισθησία, είναι μια ταινία φίνα σκηνοθετημένη που θα φέρει στο μυαλό σας αυτοστιγμεί, το σκηνικό του “Memories of Murder”.
Οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές, όπως γίνεται πάντα (σχεδόν), με την Kim να αποσπά μπόλικα βραβεία για αυτή τη βαθιά συγκινητική, αλλά και τρομακτική της ερμηνεία και τον Won να δίνει μια εξίσου πολύ καλή ερμηνεία, υποδυόμενος τον δικό του, απαιτητικό ρόλο.
Αν ψάχνεις για μια ταινία που θα σε κάνει να νοιώσεις όλη τη γκάμα των ανθρώπινων συναισθημάτων, τότε το “Mother” είναι μια από αυτές.  Ειδικά με το μουσικό κρεσέντο στο τέλος της, θα νοιώσεις και εσύ αυτό που τόσο αποζητούσε να νοιώσει η μάνα.  Δε σου λέω τι, καλύτερα δες την.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι υπάρχει κάτι που λέγεται pervert phone, οτι οι Ασιάτες με outfit για γκόλφ μου κάνουν κάτι το περίεργο και οτι πρέπει να προτιμάς ομπρέλες από τύπου, ρακένδυτους άνδρες στο δρόμο.  Ποτέ δε ξέρεις τι μπορεί να μάθεις…


No trivia

The Red Shoes: Torn apart between love and ballet

Χαιρετώ και πάλι!  Σήμερα λέω να ασχοληθούμε με μια ακόμη κλασική ταινία, βρετανικής παραγωγής αυτή τη φορά, τη οποία είχα ήδη σταμπάρει από τη στιγμή που είχα δει και το “Black Swan” του Aronofsky.  Η αλήθεια είναι πως όσον αφορά την ιστορία η σχέση ανάμεσα στις δυο ταινίες, δεν είναι και πολύ μεγάλη, αλλά αν έπρεπε να μαντέψω θα έλεγα πως σε ένα κάποιο ποσοστό ο σκηνοθέτης σίγουρα επηρεάστηκε από το εκπληκτικό αποτέλεσμα του “The Red Shoes”.  Συνεπώς θα δούμε μερικά πράγματα για την ταινία αυτή, και μιας που έτσι κι αλλιώς αυτή την εβδομάδα τη λες και φτωχή κινηματογραφικά (εξαιρείται η ψηφιακή επανακυκλοφορία του εμμονικού “Taxi Driver”), θα μπορούσατε να την τσεκάρετε, όσοι βέβαια αρέσκεστε σε κλασικά αριστουργήματα.  Για να δούμε…

Ο Boris Lermontov (Anton Walbrook) είναι ένας από τους πιο φημισμένους παραγωγούς μπαλετικών παραστάσεων στον κόσμο, αφού κάθε φορά τα έργα που αναεβάζει γίνονται ανάρπαστα, όπου και αν παιχτούν.  Ο Lermontov βέβαια δεν είναι και ο πιο εύκολος άνθρωπος του κόσμου: καυστικός, ειρωνικός και απόλυτα απαιτητικός από τους χορευτές, αλλά και τους συνεργάτες του, έχει την πάστα του ανθρώπου ο οποίος θέλει πάντα το καλύτερο, χωρίς να συμβιβάζεται με οτιδήποτε λιγότερο.  Είναι όμως και από εκείνος που οτι πιάσει στα χέρια του, γίνεται ατόφιο χρυσάφι.  Το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και με δυο νεαρά και φρέσκα ‘παιδιά’.  Από τη μια πλευρά αποφασίζει να δώσει μια ευκαιρία στον Julian Craster (Marius Goring) έναν ταλαντούχο συνθέτη από τον οποίο ζητά να του γράψει τη μουσική για μια μεγαλεπίβολη παράσταση με την ονομασία, The Red Shoes.  Από την άλλη η δεύτερη ανακάλυψή του είναι ακόμα πιο εντυπωσιακή, όταν παίρνει την απόφαση να καλέσει στον θιάσό του, μια όμορφη κοπέλα, την Victoria Page (Moira Shearer), το μεγαλύτερο όνειρο της οποίας είναι να καταφέρει να εργαστεί ως μπαλαρίνα και γιατί οχι, να φτάσει και μέχρι το ανώτερο σκαλοπάτι: αυτό της primal χορεύτριας.  Η μεγάλη στιγμή δεν θα αργήσει μάλιστα να έρθει, όταν ο Lermontov της προτίνει να παίξει τον βασικό ρόλο στο νέο του έργο…
Όταν η Page αρχίσει να κάνει πια αισθητή τη παρουσία της στον κόσμο του θεάματος, ο Lermontov θα καταλάβει οτι έχει στα χέρια του έναν θησαυρό, τον οποίο πρέπει πάση θυσία να κρατήσει.  Μη μπορώντας όμως ο ίδιος να βάλει στοπ στην νεανική καρδιά, η Victoria και ο Julian θα ερωτευθούν, με αποτέλεσμα να τεθεί υπό απειλή, ολόκληρη η λαμπερή καριέρα την οποία είχε φανταστεί ο Boris για την πρώτη του χορεύτρια.  Η Victoria θα κληθεί τώρα να επιλέξει ανάμεσα στον έρωτά της και τη μεγάλη της αγάπη: το μπαλέτο.  Και τι θα διαλέξει;

Το βραβευμένο με δυο Oscar (Best Art Direction-Set Decoration, Color και Best Music-Scoring of a Dramatic or Comedy Picture) “The Red Shoes”, είναι μια ταινία που βασίζεται χαλαρά στο ομώνυμο παραμύθι του Hans Christian Andersen, το οποίο διηγείται την ιστορία ενός φτωχού κοριτσιού, της Karen η οποία υιοθετείται από μια ηλικιωμένη, πλούσια κυρία.  Αργότερα όταν μεγαλώνει και έχει καταλήξει στην άλλη άκρη, όντας ένα πλάσμα ματαιόδοξο, με αγάπη για τα πλούτη και τα λούσα, θα ζητήσει από τη μητέρα της ένα ζευγάρι κόκκινα, χορευτικά παπούτσια που να ταιριάζουν σε μια πριγκίπισσα.  Από τη στιγμή που η κοπέλα τα φορέσει, τα παπούτσια φαίνονται σαν να τη καταλαμβάνουν με μιας, αναγκάζοντάς την να χορεύει ασταμάτητα όπου κι αν βρεθεί, ως τιμωρία για την ματαιόδοξη φύση της.  Ακόμα και όταν ένα άγγελος της κόψει τα πόδια(!) προκειμένου να τη γλυτώσει, τα παπούτσια θα εξακολουθήσουν να χορεύουν μπροστά της, θυμίζοντάς της διαρκώς το θανάσιμο αμάρτημα στο οποίο υπέπεσε.  Όταν τελικά ζητήσει βοήθεια και συγχώρεση από τον Θεό, τότε θα πεθάνει(!!) και η ψυχή της επιτέλους θα αναπαυθεί…

Αν και αυτή η βρετανική παραγωγή του 1948 δεν συνδέεται άμεσα με το σκληρό-ομολογουμένως-story του διάσημου παραμυθά, εντούτοις έχει κρατήσει σε έναν βαθμό αρκετά στοιχεία, τα οποία όμως έχει προσαρμόσει σε έναν πιο σύγχρονο μύθο.
Υπεύθυνοι για αυτό υπήρξαν οι σκηνοθέτες/σεναριογράφοι/παραγωγοί Michael Powell και Emeric Pressburger, οι οποίοι είχαν συνεργαστεί ουκ ολίγες φορές και σε άλλες ταινίες όπως το βραβευμένο με δυο Oscar “Black Narkissus” (1947), το “Stairway to Heaven” (1946) και το “Hour of Glory” (1949).
Σημαντικές προσωπικότητες της εποχής του κλασικού κινηματογράφου οι Eric Pressburger (βραβευμένος με Oscar Πρωτότυπου Σεναρίου για το “49th Parallel”) και Michael Powell (υποψήφιος για Oscar Πρωτότυπου Σεναρίου για το “One of Our Aircraft Is Missing”) δημιούργησαν ταινίες που έμειναν αναλλοίωτες στον χρόνο, ακριβώς όπως και τα κόκκινα παπούτσια της ιστορίας του Andersen.
Το “The Red Shoes” είναι μια ταινία για τη δυσκολία των επιλογών, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για πράγματα καίριας σημασίας για τη ζωή κάποιου.  Τόσο ο έρωτας, όσο και το πάθος για αυτό που κάνεις (εν προκειμένω για τον χορό), αποτελούν βασικά συστατικά της ίδιας της ζωής.  Χωρίς το ένα από τα δυο, πάντα θα λείπει κάτι, πάντα θα αισθάνεσαι μισός όσο κι αν προσπαθήσεις να πείσεις τον εαυτό σου οτι μπορεί και να τα καταφέρεις.   
Καμωμένη με τα πιο γνήσια, όμορφα και old school Hollywood (ακόμα και αν μιλάμε για μια βρετανική παραγωγή) υλικά, το “The Red Shoes” είναι μια ταινία που έχει γράψει τη δική της κινηματογραφική ιστορία, αποτελώντας παράλληλα και μια από τις αγαπημένες ταινίες μεγάλων, πιο σύγχρονων σκηνοθετών, όπως ο Martin Scorsese και ο Brian de Palma.

Η ταινία αποτελεί μια καθαρά δραματική ιστορία, χωρίς όμως υπερβολές και δακρύβρεχτες εξάρσεις, από αυτές που έχουμε πια συνηθίσει στον mainstream κινηματογράφο.
Με σκηνοθεσία που δίνει έμφαση στο καθαρά μουσικοχορευτικό κομμάτι της ταινίας (όπως δηλαδή ακριβώς και οι ερμηνείες), θα μπορούσαμε να πούμε οτι αυτό το ταινιάκι-άρα, αποτελεί μια κινηματογραφημένη, παράσταση μπαλέτου, με την ιστορία των πρωταγωνιστών, να εκτυλίσσεται κάπου στο ενδιάμεσο.
Οι σκηνοθέτες φαίνεται πως δεν είχαν στο μυαλό τη δημιουργία ενός story που να πατά πάνω σε ψυχολογικά ή θριλερικά (ας μη ξεχνάμε οτι ο Hitchcock ήδη οργίαζε καλλιτεχνικά) μονοπάτια, αλλά περισσότερο τους ένοιαζε να αποδώσουν, με τρόπο κομψό και αδιόρατα απειλητικό, τον εσωτερικό ψυχισμό μιας prima μπαλαρίνας, η οποία είναι αναγκασμένη να ‘χωριστεί’ σε κομμάτια, προκειμένου να διαλέξει μια μόνο μεγάλη αγάπη.
Σε αντίθεση με τον κατασκότεινο, ψυχολογικό τρόμο που μας σέρβιρε δυο χρονάκια πριν ο Aronofsky στον Μαύρο Κύκνο του, στον οποίο η συγκλονιστική Natalie Portman φτάνει στα όρια της σχιζοφρένειας μέσα από την εμμονική της ανάγκη να είναι τέλεια, οι Powell-Pressburger επιθυμούν να μας διηγηθούν την ιστορία μιας ιστορίας (οι τίτλοι αρχής υποδηλώνουν οτι θα παρακολουθήσουμε την ιστορία-παραμύθι του Andersen, η οποία με τη σειρά της θα μας διηγηθεί μια ιστορία), καθιστώντας την περισσότερο ως μια μορφή αλληγορικής υπόθεσης, ακόμα και αν από πλευράς πλοκής η original εκδοχή του Andersen διαφέρει ολοκληρωτικά.
Εδώ η νεαρή Victoria Page, σαν άλλη, ‘καταραμένη’ Dorothy από τον Μάγο του Οζ (νομίζω οτι έμεινα εμβρόντητη με την ενδυματολογική ομοιότητα της Shearer, με αυτή της Judy Garland στο “The Wizard of Oz” του 1939, δέκα χρόνια σχεδόν πριν το “The Red Shoes”), αποτελεί το μήλον της έριδος ανάμεσα στον πάτρωνά της Boris Lermontov, και τον αγαπημένο της Julian Craster.  Και αν αναρωτιέστε ‘μα γιατί;’, είναι απλό.  Ο καθένας την θέλει για τον εαυτό του.  Όταν λοιπόν η σύγκρουση ανάμεσα στους δυο άντρες (οι οποίοι αποτελούν στην ουσία και την προσωποποίηση των δυο βασικών επιλογών με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπη κάθε γυναίκα στη ζωή της, αυτές φυσικά της καριέρας και της οικογένειας) είναι αναπόφευκτη, εξίσου αναπόφευκτη είναι και η τελεσίδικη διορία που της δίνουν: ‘Αν επιλέξεις τον έρωτα, ξέχνα τη καριέρα και το μεγάλο όνομα’, ‘Αν επιλέξεις τον χορό, ξέχνα την αγάπη μας’.  Honey, we are not in Kansas any more…

Εκτός από το θέμα της πλοκής, το “The Red Shoes” αποτελεί ένα ταινιακό κομψοτέχνημα που μοιάζει να συνδυάζει με τρόπο ιδανικό το κινηματογραφικό πανί και το θεατρικό πάλκο.
Η ανάληψη της παραγωγής της ταινίας από την The Rank Organization, μια από τις πιο επιτυχημένες εταιρίες παραγωγής και διανομής ταινιών, η οποία ιδρύθηκε το 1937, αποτέλεσε ένα από τα αδιαμφισβήτητα μεγάλα χαρτιά του film, καθώς και μόνο η παρουσία του ημίγυμνου κυριούλη που χτυπούσε το τεράστιο γκονγκ, αποτελούσε την καλύτερη εγγύηση για μια ταινία υψηλής αισθητικής.  Τι κι αν σε ένα μεγάλο μέρος της γινόμαστε μάρτυρες των-σε πολλές περιπτώσεις-χάρτινων σκηνικών που ορίζουν το background της και κάνουν εμφανές το γεγονός οτι μιλάμε για ένα στουντιακό project;  Το γεγονός δεν αλλάζει: βρισκόμαστε στη χρυσή εποχή του κινηματογράφου.  Εξάλου ακόμα και όταν ο Hitchcock έβαζε στα έργα του τους ήρωές του να οδηγούν αυτοκίνητα τη στιγμή που αυτά ήταν ακίνητα και από πίσω ο προτζέκτορας πρόβαλε ένα ταχύτατα κινούμενο τοπίο, δίνοντας τη ψευδαίσθηση της κίνησης (για camp/cult καταστάσεις), εμείς απλά χαμογελάμε με νόημα και αφήνουμε να μας παρασύρει έτσι κι αλλιώς η ευφυΐα ανθρώπων του δικού του βεληνεκούς.
Βεβαίως δε πρέπει να ξεχνάμε και την εκτενέστατη χρήση τoυ Technicolor, το οποίο εδώ αποδίδει τα μέγιστα μέσα από την ενίσχυση των χρωμάτων: έντονα κόκκινα, ψυχρά μπλε, αγνά λευκά και επικίνδυνα μαύρα, αποτελούν μερικές μόνο αποχρώσεις από την χρωματική πλειάδα που συναντά κανείς στην ταινία.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία, ακολουθεί και εκείνη τα χνάρια της ιστορίας, δίνοντας έμφαση στις εφιαλτικές/ονειρικές σεκάνς, θέτοντας σε πρώτη βάση το μουσικοχορευτικό κομμάτι με τα εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια, και χρησιμοποιώντας φοντί για την συμπύκνωση του χρόνου, αλλά και για να γίνει το πέρασμα από το ένα κατ στο άλλο πιο μαλακό.
Οι ερμηνείες είναι λίγο πιο ουδέτερες, χωρίς να σημαίνει οτι στερούνται οποιασδήποτε αξίας.  O Walbrook στον ρόλο του Lermontov είναι εξαιρετικός, ενώ η αλαβάστρινης ομορφιάς Shearer κερδίζει εύκολα τις εντυπώσεις χάρη στις αιθέριες, μπαλετικές της κινήσεις και την μοναδική της παρουσία.
Το “The Red Shoes” είναι μια ταινία κλασικής εποχής, που δίνει στον μύθο του Anderson ένα νέο twist: εδώ τα κόκκινα παπούτσια κάνουν και πάλι τη ζημιά τους (περνώντας στη μεταφορική διάσταση του μπαλέτου που έχει πάρει την ίδια ονομασία): μπορεί βεβαίως τα πόδια της ηρωίδας να μην…κόβονται, όμως όταν σου ζητείται να διαλέξεις ανάμεσα στα δυο πράγματα που αγαπάς περισσότερο, δεν είναι σαν να σε υποβάλουν έτσι και αλλιώς σε έναν ψυχολογικό ακρωτηριασμό;


Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η δεύτερη παράσταση των ‘Κόκκινων Παπουτσιών’ είναι και η πιο συγκλονιστική, οτι το γκονγκ που λειτουργεί ως σήμα κατατεθέν της εταιρίας, είναι αυτό που είδα και στην επίσκεψή μου στο Film Museum of London, και οτι δε θα μπορούσε από μια ταινία για μπαλέτο να λείπει η μουσική για την Λίμνη των Κύκνων του μεγάλου Tchaikovsky.  Φυσικά…

No trivia

Trois Couleurs: Bleu: Music and color

Γεια σας, γεια σας και πάλι!  Σήμερα είπα να επιστρέψω και πάλι λίγο στα παλιά, και επί τη ευκαιρία σήμερα που είναι και τα 71 “γενέθλια” του Πολωνού σκηνοθέτη, Krysztof Kieslowski (ακόμα καλύτερα αν ζούσε μέχρι τώρα δηλαδή), αποφάσισα να γράψω μερικά πραγματάκια για την πρώτη ταινία της χρωματιστής τριλογίας του, τη Μπλε.  Να σας θυμίσω οτι αύριο έχουμε και νέες ταινιούλες στις αίθουσες, και μπορείτε να διαλέξετε ανάμεσα στο αργεντίνικο “Medianeras” (Sidewalls) το οποίο είχαμε δει εμείς εδώ στις Νύχτες Πρεμιέρας για πρώτη φορά, το “Rampart”, ένα αστυνομικό, κοινωνικοδραματικό ταινιάκι με έναν βίαιο και εξαιρετικό Woody Harrelson στον πρωταγωνιστικό ρόλο (το είχαμε δει πριν μερικούς μήνες και εδώ στο blog), καθώς και το ιστορικό δράμα “Farewell, My Queen”.  Αν είστε των πιο παλιών μπορείτε να προτιμήσετε τη γοητευτική “Gilda”, το κωμικό “The Philadephia Story” ή το αγωνιώδες “Cape Fear”.  Πολλές οι προτάσεις για όλα τα γούστα, αλλά αν πάλι προτιμάτε να μείνετε σπιτάκι, έχουμε την κατάλληλη ταινία και για μέσα: “Blue”.

Η Julie (Juliette Binoche) είναι μια γυναίκα η οποία καλείται να αντιμετωπίσει τον θάνατο του συζύγου και της μικρής της κόρης, έπειτα από το φριχτό ατύχημα που είχαν με το αυτοκίνητο και από το οποίο μόνο η ίδια κατάφερε να βγει ζωντανή.  Καθόλη τη διάρκεια της ταινίας, το παρελθόν φαίνεται να επιστρέφει διαρκώς, οδυνηρό και ορμητικό, κατακλύζοντας τα αισθήματά της και μην επιτρέποντας στη Julie να κάνει το πολυπόθητο (είναι όμως άραγε πολυπόθητο από την ίδια;) βήμα μπροστά και να συνεχίσει τη ζωή της.  Και όσο εκείνη προσπαθεί να συμβιβαστεί με την σκληρή πραγματικότητα, τόσο το παρελθόν θα της χτυπάει την πόρτα και εκείνη θα γίνεται για ακόμη μια φορά έρμαιό του.  Και οι αναμνήσεις της είναι μουσικές και έχουν χρώμα μπλε…

Το “Three Colors: Blue” αποτελεί την πρώτη ταινία μιας κινηματογραφικής τριλογίας (αποτελώντας και τη πιο αναγνωρισμένη δουλειά του Kieslowski), η οποία αφορά τη σύγχρονη, γαλλική κοινωνία και έχει ως βασικό της μοτίβο τα τρία χρώματα που περιλαμβάνει η γαλλική σημαία: μπλέ, κόκκινο και λευκό.
O Kieslowski ξεκίνησε την καριέρα του σκηνοθετώντας πολλές ταινίες μικρού μήκους, αλλά και documentaries, ενώ οι full length ταινίες του ήταν σαφέστατα λιγότερες σε αριθμό (οχι όμως και σε αξία), ενώ ο ίδιος αποτέλεσε μέλος του κινήματος, “cinema of moral anxiety” (ένα κίνημα το οποίο στόχευε στο να δείξει την επίδραση που είχε ο Κομμουνισμός στους Πολωνούς).  Όσον αφορά το καθαρά κινηματογραφικό του έργο, αναμφίβολα ο μεγάλος σκηνοθέτης, έγραψε ιστορία με την θεματική του τριλογία, επηρρεάζοντας πολλούς νεότερους σκηνοθέτες, και διαδασκόμενος μέχρι σήμερα σε κάθε κινηματογραφική σχολή που σέβεται τον εαυτό της.
Αν και η ‘ταινιακή’ του καριέρα υπήρξε σύντομη (ο ίδιος πέθανε το 1996 από καρδιακή ανακοπή σε ηλικία μόλις 54 ετών), εντούτοις ήταν τόσο πλούσια σε ουσία και περιεχόμενο, ώστε τα film του να αποτελούν αντικείμενο θαυμασμού μέχρι και σήμερα, χάρη στην μεθοδευμένη και καλλιτεχνικά, πλούσια σκηνοθεσία που τις συνόδευε.  Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα, είναι φυσικά και η Μπλε Ταινία.

Είναι σημαντικό να πούμε κάπου εδώ οτι ο Kieslowski κατάφερε να φέρει στα έργα του, μια πνοή αφηγηματικής ανανέωσης, γεγονός που αρχίζει να γίνεται κατανοητό από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας του.  Για παράδειγμα το εντελώς πρωτοποριακό πλάνο του, με την κάμερα να βρίσκεται ‘πίσω’ από τη ρόδα του κινούμενου αυτοκίνητου (το μπλε σαν χρώμα αρχίζει ήδη την κυρίαρχη παρουσία του, ως ουρανός που χαράζει στο βάθος), καθώς και οι υποκειμενικές ματιές των ηρώων που κάνουν σιγά σιγά την εμφάνισή τους, δείχνουν μια απροκάλυπτη διάθεση του σκηνοθέτη για την δημιουργία ενός αυτοαμφισβητούμενου έργου το οποίο εισάγει στην ουσία μια νέα ματιά πάνω στον τρόπο της αφήγησης, εξοστρακίζοντας το μέχρι τότε κλασικό μοτίβο που ακολουθούσαν άλλοι δημιουργοί.  Εξάλλου αν τολμάμε να το πούμε, φαίνεται πως ο Kieslowski προχωράει την ιδέα του Hitchcock περί τις off screen δράσης λίγο παραπέρα, μιας που οχι μόνο μας δίνει κάποιες μόνο νήξεις σχετικά με το επερχόμενο κακό (π.χ η αντίληψη των πραγμάτων από τη πλευρά της κόρης είναι διαστρεβλωμένη, ταραγμένη) χωρίς να προσφέρει τη δράση στο πιάτο, αλλά ταυτόχρονα προτιμά την γοητεία της εξωαφηγηματικής αντίδρασης, καθιστώντας εμάς του θεατές δέκτες ενός γεγονότος, το οποίο βιώνουμε μέσω του βλέμματος (ο κινηματογράφος είναι βλέμμα) ενός νεαρού που τυγχάνει να βρίσκεται στον τόπο του ατυχήματος (δε βλέπουμε ποτέ τη στιγμή καθεαυτή του συμβάντος, μόνο το αποτέλεσμά του).
Θα μπορούσε να πει κανείς οτι ο Kieslowski λειτουργεί ως ένας άλλος Καβάφης, μιας που στις ταινίες του το στοιχείο της τύχης και της σύμπτωσης είναι εμφανές, προωθώντας την ιστορία και θέτωντας κάθε ενέργεια σε κίνηση.  Παρά το γεγονός όμως οτι η τύχη επιφέρει αναγκαστικά ένα κάποιο στοιχείο δραματικότητας, ο σκηνοθέτης επιλέγει να αφήσει εκτός τα επουσιώδη και το υπερδράμα (ολόκληρη σχεδόν οικογένεια ξεκληρίζεται και δε μας δείχνει το δράμα της μάνας; οχι, οχι τουλάχιστον υπό τη μορφή μιας δακρύβρεχτης πραγματικότητας), εστιάζοντας στο θέμα της μνήμης από την οποία πασχίζει από εκεί και πέρα να απελευθερωθεί η ηρωίδα του.

Το μπλε αποτελεί από μόνο του ένα χρώμα παγωμένο και ψυχρό, αλλά την ίδια στιγμή αποτελεί και το χρωματικό σύμβολο της ελευθερίας, τόσο στη γαλλική σημαία, όσο και στην ίδια τη ζωή της Julie.  Από τι όμως πασχίζει να (απ)-ελευθερωθεί η Julie;  Μα φυσικά από το επίπονο παρελθόν της: την απώλεια του συζύγου και του παιδιού της.
Ο Kieslowski φτάνει στο σημείο να ταυτίσει τελικά τη μνήμη και το ίδιο το παρελθόν της πρωταγωνίστριας, με το μπλε χρώμα, το οποίο επειδή ακριβώς βλέπουμε παρόν σε κάθε κομμάτι της ζωής της (π.χ το παραπάνω φωτιστικό το κουβαλάει μαζί της ακόμα και όταν μετακομίζει.  Η προσπάθεια δηλαδή για να προχωρήσει και να ‘ξεχάσει’, συνοδεύεται τελικά και πάλι από τον ερχομό του παρελθόντος) συμπεραίνουμε οτι δεν μπορεί να αποκοπεί από αυτό.  Οχι ακόμα και ίσως ποτέ.
Εκτός από το χρώμα όμως, το παιχνίδι της θύμησης και της λήθης παίζει σε διπλό ταμπλό, καθώς κάθε φορά που κάνει αισθητή την εμφάνισή του το μπλε, η μουσική έρχεται στο μυαλό της Julie και της θυμίζει και πάλι τα παλιά.  Το γεγονός οτι ο άντρας της αποτελούσε έναν διάσημο συνθέτη, ο οποίος άφησε μετά τον θάνατό του, μισοτελειωμένες τις παρτιτούρες του, είναι μια ακόμα ένδειξη οτι η Julie δε μπορεί να απαγκιστρωθεί από το παρελθόν το οποίο την κρατάει δέσμια.  Χρώμα και μουσική συμβολίζουν όλα αυτά που η ηρωίδα προσπαθεί επί ματαίω να θάψει μέσα της.
Πέρα από την υπόθεση της ταινίας όμως, ο Kieslowski οπτικοποιεί με τρόπο θαυμάσιο τον ψυχισμό της Julie, προσδίδοντας στο δημιούργημά του μια ατμόσφαιρα μαγικού ρεαλισμού.  Χρακτηριστικά είναι τα dissolve (η μια εικόνα διαλύεται μέσα στην άλλη), έτσι όπως περνάνε από το μπλε χρώμα, σε μερικά δευτερόλεπτα μαύρης οθόνης, μόνο για να γίνει πιο κατανοητό οτι εκείνη τη στιγμή, κοιτάμε πιο βαθιά στο μυαλό της Julie, ακριβώς όταν ο χρόνος και ο χώρος έχουν πάψει να υπάρχουν.  Το φάγωμα του χωροχρόνου παίζει και αυτό με τη σειρά του στη ταινία, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τον αγώνα της ηρωίδας απέναντι στον πιο αμείλικτο εχθρό: τον χρόνο.

Όλη αυτή η εσωτερική πάλη της πρωταγωνίστριας και η διαρκής παρουσία του μπλε χρώματος στη ζωή της, δημιουργούν μια ανεπανάληπτης ομορφιάς ταινία, η οποία συνδυάζει με τρόπο αρμονικό την υπόθεση και την μεταφορική σημασία του χρώματος.  Δε θυμάμαι κάποια άλλη ταινία στην οποία το χρώμα να αποτελεί τόσο βασικό πρωταγωνιστή (εκτός βεβαίως από τις άλλες δυο ταινίες του Kieslowski, καθώς και το “Ju Dou” (1990) των Zhang Yimou και Fengliang Yang για την οποία σίγουρα θα πούμε κάποια στιγμή) και ταυτόχρονα κοινωνό νοήματος.
Ο ψυχισμός της Julie βιώνει διαρκώς μια αντίφαση η οποία εκφράζεται από διαδοχικά, αντιθετικά ζεύγη: ψυχρό-ζεστό (όπως το παγωτό και ο καφές που παραγγέλνει, αλλά και τα αντίστοιχα χρώματα), αποδοχή-απόρριψη (ενός άντρα που την ποθεί), απόλαυση-τιμωρία.  Έτσι πρέπει να γίνει όμως, προκειμένου η ηρωίδα να οδηγηθεί τελικά στη δική της λύτρωση.
Η σκηνοθεσία του Kieslowski είναι πραγματικά υπέροχη με προσήλωση σε μικρές, μαγικές λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά, τόσο ως προς την καλλιτεχνικότητα της ταινίας, όσο και στο πλαίσιο της ζωής της γυναίκας.  Αν περιμένει κανείς δράση από τη ταινία, μάλλον θα πρέπει να αναζητήσει κάτι διαφορετικό καθώς και η ίδια η ηρωίδα αναλώνεται σε στιγμές που από άλλα film θα αποτελούσαν ενδεχομένως ένα περιττό υλικό (π.χ την βλέπουμε στη πισίνα να κάνει μπάνιο, να ρίχνει μια ζάχαρη στον καφέ της, να φροντίζει τη γλάστρα της κ.λ.π) προφανώς για να τονιστεί η ανάγκη της να περιορίσει τον κόσμο στα αυστηρώς δικά της πλαίσια.
Τα φλουταρίσματα του φακού, τα κοντινά στη Binoche, το παιχνίδισμα με τις αποχρώσεις του μπλε και η φαντασματική σχεδόν μουσική, δημιουργούν ένα σύμπαν προκλητικό, αλλά ταυτόχρονα απειλητικό για την ίδια την οντότητα της Julie.

Η Binoche είναι υπέροχη στον ρόλο της και με αρκετές δικής της έμπνευσης στιγμές που προστέθηκαν στο σενάριο (βλ. παραπάνω εικόνα), μια εκ των οποίων είναι και το τελευταίο πλάνο της ταινίας.  Τα μάτια της, η εύθραυστη ομορφιά και δυναμική της, την βγάζουν εύκολα στην επιφάνεια της ταινίας, με την ίδια ορμητικότητα με την οποία βγαίνει και εκείνη από τα βάθη της πίσίνας, σε μια προσπάθεια να γλυτώσει και πάλι από το αναπόφευκτο.
Όμορφη και ταυτόχρνοα πικρή, το “Troiw Couleurs: Bleu” είναι μια ταινία που οι σινεφίλ αγαπούν έτσι κι αλλιώς, και σίγουρα θα αγαπήσουν και όλοι οι υπόλοιποι, καθώς αποπνέει αλήθεια και συναίσθημα χωρίς να το παρακάνει, βασιζόμενη στην ομορφιά ενός πίνακα.
Τελικά το παν είναι να συμβιβαστείς με το παρελθόν, γιατί μόνο τότε θα μπορέσεις να προσωρήσεις μπροστά.  ΄Η μήπως οχι;

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι μερικές γυναίκες είναι απλά όμορφες ότι κι αν κάνουν, οτι το τέλος της ταινίας θυμίζει έντονα αυτό του “Donnie Darko” (ή μάλλον το αντίστροφο) και οτι η μουσική του Zbigniew Preisner είναι απλά αντριχιαστική.

TRIVIA

  • Για τη σκηνή κατά την οποία η Julie γδέρνει το χέρι της πάνω σε έναν πέτρινο τοίχο, επρόκειτο να φορέσει κάποιο προσθετικό, αλλά επειδή φαινόταν έντονα στη κάμερα και επειδή η Binoche ήξερε οτι είχε μεγάλη σημασία, αποφάσισε να γδάρει το δικό της έτσι κι αλλιώς και να το κάνει να ματώσει.
  • Λέγεται πως για τη σκηνή στην οποία η Julie αφήνει έναν κύβο ζάχαρης να ποτίσει από τον καφέ, ο Kiewslowski είχε βάλει τον βοηθό σκηνοθέτη να δοκιμάσει πολλές διαφορετικές μάρκες, προκειμένου να βρει την μια η οποία θα πότιζε ακριβώς στα πέντε δευτερόλεπτα.
(ΠΗΓΗ IMDB)