Fa yeung nin wa (a.k.a In the Mood for Love): We won’t be like them

Καλημέρες, καλημέρες!  Τετάρτη σήμερα και από αύριο έχουμε μια ουσιαστικά, νέα ταινία που βγαίνει στις αίθουσες, κι αν μάλιστα δεν είστε fan, καλύτερα να το αφήσετε.  Η Bella, ο Edward και ο Jacob, επιστρέφουν για το τελευταίο μέρος του “The Twilight Saga”, “The Breaking Dawn-Part 2”, κλείνοντας έτσι μια και καλή το όραμα; της συγγραφέως Stephanie Meyer, σχετικά με τη μεταφορά του βαμπιρικού love story της, στον κινηματογράφο.  Αν πάλι δεν είστε και πολύ θερμοί οπαδοί της ελαφριάς βαμπιρολαγνείας, τότε μπορείτε να επισκεφθείτε τον ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟ για μια πολύ καλή δόση “Monsieur Lazhar” ή να πάτε να δείτε τελικά το “The Hunt” που τόσο καιρό σας πρήζω και πιστέψτε με, αξίζει τα λεφτά του.  Στα καθ’ημάς, σήμερα το menu έχει κάτι από Ανατολή στα καλύτερά της (θα μου πείτε και πότε δεν ήταν;).  Το “In the Mood of Love” είναι μια ήπιων τόνων ιστορία αγάπης, με εξαιρετική σκηνοθεσία, υπέροχη ατμόσφαιρα και λιτές, αλλά ταυτόχρονα απόλυτα δυναμικές ερμηνείες.  Μια ταινία που πρέπει να δείτε σίγουρα…

Βρισκόμαστε στο Χόνγκ Κόνγκ του 1962.  Δυο ζευγάρια μετακομίζουν την ίδια στιγμή σε δυο γειτονικά διαμερίσματα, τα οποία (εκείνη την εποχή τουλάχιστον), διέθεταν κοινούς, τη κουζίνα, αλλά και άλλους χώρους.  Αυτομάτως ο σκηνοθέτης καθιστά έντονη τη παρουσία, της όμορφης Mrs. Chan (Maggie Cheung) και του εκλεπτυσμένου Mr. Chow (Tony Leung Chiu Wai), οι οποίοι από την πρώτη στιγμή θα αρχίσουν να αναπτύσσουν έναν ενδιαφέροντα δεσμό, κυρίως μέσα από το βλέμμα.  Όταν οι υποψίες τους, σχετικά με την εξωσυζυγική σχέσει των συζύγων τους (οι οποίοι τα έχουν μπλέξει μεταξύ τους), επιβεβαιωθεί και από τους δυο, τότε το πρωταγωνιστικό μας “ζευγάρι” θα οδηγηθεί στα δικά του ερωτικά μονοπάτια, συνάπτοντας σχέση μεταξύ τους, αλλά με μια διαφορά: η δική τους σχέση είναι οριοθετημένη και ελεγχόμενη.  Ένα ελεγχόμενο πάθος θα έλεγε κανείς.  Και αυτό είναι που στην ουσία θα ορίσει τις ζωές και των δυο για πάντα.

Ο Kar Wai Wong, είναι ένας Κινέζος σκηνοθέτης, με πολλές ταινίες στο ενεργητικό του, οι περισσότερες εκ των οποίων έχουν χαρακτηριστεί ως μικρά αριστουργήματα, κερδίζοντας το ένα βραβείο μετά το άλλο, στα διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ ανά τον κόσμο.  Η αλήθεια είναι βέβαια πως το ” Ιn the Mood for Love”, έχει χαρακτηριστεί από τους περισσότερους, ως η καλύτερη στιγμή της καριέρας του, και οχι τυχαία, καθώς έχει καταφέρει να συνδυάσει τόσο τη φόρμα, όσο και το περιεχόμενο του έργου του, με έναν τρόπο μοναδικό και απόλυτα αισθαντικό.  Στις νεότερές του ταινίες, όπως οι “2046” και “My Blueberry Nights”, ο Wai μοιάζει να έχει απομακρυνθεί από το φορμαλιστιστικό του στοιχείο, επικεντρώνοντας γραφή και σκηνοθεσία, περισσότερο στο περιεχόμενο και το story του film.  Χωρίς να είναι απαραίτητα κακό αυτό, φαίνεται εντούτοις πως έχει χάσει κάπου το στοιχείο εκείνο, που καθιστούσε ταινίες όπως το “In the Mood For Love”, σημειολογικές και αλληγορικές αναπαραστάσεις της ανθρώπινης κατάστασης, μέσα από τα σκηνοθετικά του τεχνάσματα.  Μένει να δούμε αν με τη νέα του ταινία, “The Grandmasters” την οποία οι fan περίμεναν για καιρό, θα μπορέσει να επανακάμψει όσον αφορά το καθαρό κομμάτι της συμβολικής του φόρμας.  Μέχρι τότε, μπορούμε να ασχοληθούμε με τη σημερινή μας ταινία, η οποία είναι τόσο πλούσια καλλιτεχνικά, ώστε η κάθε της σκηνή, η κάθε τοποθέτηση των ηρώων, η κάθε κουβέντα που θα πουν, αποτελεί μέγιστο κοινωνό νοήματος.  Και αυτό είναι πραγματικά “αποκαλυπτικό”.

Η ουσία και η πρωτοτυπία αν θέλετε του “In the Mood for Love”, έγκειται σε δυο, βασικά χαρακτηριστικά του: πρώτον, οτι η γνωριμία των ηρώων γίνεται οχι με το σπάσιμο των κωδικών ηθικής, αλλά με το ακριβώς αντίθετο.  Με το μη σπάσιμο.  Στην ουσία μπορεί να μιλάμε για ένα παράνομο ζευγάρι, το γεγονός όμως οτι δε πατούν ποτέ έξω από την αυστηρά καθορισμένη συμπεριφορά τους, αλλά ζουν έναν έρωτα δικών τους, ασφαλιστικών δικλείδων, δίνει αν μη τι άλλο αμέσως την εικόνα ενός πάθους υπαρκτού, αλλά κεκαλυμμένου.  Το δεύτερο είναι, πως τα πάντα παίζονται μέσω του βλέμματος, και εδώ ο Wai πετυχαίνει διάνα για έναν πολύ απλό λόγο.  Ο ίδιος ο πυρήνας του κινηματογράφου, είναι το βλέμμα.  Συνεπώς η ταινία είναι βγαλμένη μέσα από τις κοινά αποδεκτές νόρμες του σινεμά.
Εξίσου πιστός σε αυτό που κάνει παραμένει και όταν αποφασίζει να προβεί σε ένα κλασικό σπάσιμο, κινηματογραφικού κώδικα, το οποίο για τη Δύση, είναι μάλλον απαγορευτικό.  Σαν γνήσιος ασιάτης όμως, ο Wai, αποφασίζει οτι το “πήδημα του άξονα” (η αλλαγή θέσης της κάμερας από τη μια πλευρά, στην άλλη, η οποία οδηγεί στην οπτική σύγχυση του θεατή) του ταιριάζει, από τη στιγμή μάλιστα που ενδιαφέρεται για την αισθητική του καδραρίσματός του.  Για ακόμη μια φορά, η φόρμα κυριαρχεί.
Εκτός από τη γοητευτική, αλλά και κάπως καταθλιπτική διάσταση που παίρνει στα μάτια μας η εικόνα ενός σκοτεινού Χονγκ Κόνγκ, γεμάτου όμως από πορφυρά χρώματα, ημίφως και βροχή, ο σκηνοθέτης μας καθιστά απλούς παρατηρητές της ιστορίας του, γεγονός που εξυπηρετείται ιδανικά, από την θέση της κάμερας, η οποία λειτουργεί πάντα ως ένα τρίτο πρόσωπο, κινηματογραφώντας τις καταστάσεις, με μάτι ουδέτερο και ξένο.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γεγονός, οτι μέσα στο διαμέρισμα η κάμερα παραμένει σταθερά στον διάδρομο, χωρίς ποτέ να βλέπουμε τα δωμάτια των ηρώων, αλλά ούτε και τους έτερους συζύγους, τους οποίους βλέπουμε μόνο κατακερματισμένους (μια πλάτη, ένα χέρι, μια μέση).  Ο λόγος;  Μα για τον Wai δεν έχει σημασία.  Οτιδήποτε περιττό ή οτιδήποτε υπονοείται, δεν έχει αυτούσιο λόγο ύπαρξης μέσα στη ταινία του.  Το δέσμιο love story έχει τον πρώτο λόγο.

Ο off screen χώρος και η συμπύκνωση του χρόνου, επιτελούν τον δικό τους ρόλο στην ταινία, καθώς ο Wai, απολαμβάνει να μας παρουσιάζει την ιστορία του, μέσα από καθαρά, κινηματογραφικούς τρόπους.  Το off screen (κυρίως ακούμε τους συζύγους να μιλούν, ενώ την ίδια στιγμή βλέπουμε το πρωταγωνιστικό μας ζευγάρι σε πρώτο πλάνο) εξυπηρετεί στην εικαστικότητα της ταινίας, αλλά και στην συμβολική αναπαράσταση της αξίας των βοηθητικών ηρώων.  Οι άπιστοι σύζυγοι δεν χρειάζεται να φανούν ποτέ, επειδή ακριβώς πέρα από την ύφανση του κινήτρου που οδηγεί σιγά σιγά τους ήρωες μας σε μια δική τους σχέση, δεν επιτελούν κανέναν άλλο σκοπό.  Όσο για τη συμπύκνωση του χρόνου, αυτό επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους, από το σβήσιμο της εικόνας, και το εκπληκτικό μοντάζ, μέχρι τις εναλλαγές των ονειρεμένων φορεμάτων της πρωταγωνίστριας (46 στον αριθμό παρακαλώ, αν και δε φορέθηκαν όλα στη ταινία), προσδίδοντας την δική του, εικαστική πινελιά.
Το “In the Mood for Love” είναι τελικά μια ταινία για την μοναξιά, γεγονός που προδίδεται μέσα από το βλέμμα (όπως είπαμε και παραπάνω), τη λουπαριστή, μουσική επένδυση, ακόμα και το slow motion (μια ακόμη φορμαλιστική χρήση μέσα στη ταινία), και γενικώς με τη χρήση καθαρά φιλμικών μέσων.  Ο Wai δεν καταφεύγει σε φτηνούς μελοδραματισμούς προκειμένου να κατανοήσουμε τη φύση του ερωτικού story των πρωταγωνιστών, αλλά αρκείται να μας υπενθυμίσει σε στιγμές οτι η εποχή και η απιστία, δε μπορούν να συμβαδίσουν.  Το τραγικό μιλάει από μόνο του, οι πληροφορίες παραμένουν πίσω από την κουρτίνα και ο θεατής καλείται να τις ανακαλύψει σταδιακά μόνος του.  Και να οδηγηθεί και αυτός στην όποια λύτρωση αποζητούν οι ήρωες.

Οι ερμηνείες των κεντρικών ηρώων πατούν στο mute, και παραμένουν χωρίς τα δακρύβρεχτα ξεσπάσματα, ψύχραιμες και περιεκτικές.  Είναι όμως ταυτόχρονα προσεγμένες μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια.  Από το στήσιμο και την ενδυματολογική τους φροντίδα, μέχρι τους διαλόγους και το βλέμμα, τα πάντα λειτουργούν εξυπηρετικά για το story, αλλά και για την πρόκληση του βαθύτερου συναισθήματος.
Όπως καταλαβαίνετε η σκηνοθεσία είναι υψηλής ποιότητας, με πολλά ακόμη σκηνοθετικά ευρήματα, ένα εκ των οποίων είναι και η ύπαρξη θεατρικών στοιχείων, σε σκηνές κατά τις οποίες το παράνομο ζευγάρι, υποδύεται τους αντίστοιχους συζύγους(!), σε μερικές από τις πιο ευφυείς σκηνές της ταινίας.  Ο Wai έχει τη δυνατότητα σαν άλλος μάγος του κινηματογράφου να σε παρασύρει και να σε μπερδεύει, κάνοντάς σε να πιστέψεις αυτά που ο ίδιος θέλει.  Μέχρι δηλαδή το επόμενο πλάνο οπού αναφωνείς “ααααα, δεν ήταν αυτός”.  Οχι, δεν ήταν.
Αυτό το εύρημα της θεατρικής παράστασης μέσα στην ταινία, είναι που δίνει στην τελική το ζητούμενο twist σε αυτό το love story, πετυχαίνοντας να το ξεχωρίσει από πολλά ακόμη ρομάντζα τα οποία έχουμε δει, και τα οποία πατούν πάνω σε παραδοσιακά, ξενέρωτα μονοπάτια.
Το “In the Mood for Love” είναι μια εξόχως δομημένη ταινία, αν και μοιάζει να προορίζεται περισσότερο για τις πιο σινεφιλίδικες καρδιές.  Παρόλα αυτά, αν της δώσετε μια ευκαιρία, είναι σίγουρο οτι θα σας αποζημιώσει και με το παραπάνω.  Αισθαντικό, επίπονο και τόσο γοητευτικό, είναι ένα film που θα μιλήσει τόσο στη καρδιά, όσο και στο μυαλό σας.  Το ιδανικό δηλαδή.

 Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το τέλος είναι υπέροχο, οτι τα φορέματα επίσης και οτι τώρα περιμένω με αγωνία την καινούρια ταινία του Wai, για να δω αν έχει μεγαλουργήσει και εκεί.

 TRIVIA

  • Η ταινία χρειάστηκε 15 μήνες προκειμένου να ολοκληρωθεί.
  • Το μακιγιάζ και το ντύσιμο της πρωταγωνίστριας χρειαζόταν καθημερινά γύρω στις 5 ώρες!
  • Το νούμερο του δωματίου στο οποίο έμενε ο ήρωας στο ξενοδοχείο είναι 2046.  Η επόμενη δηλαδή ταινία του Wai.
(ΠΗΓΗ IMDB)

The Hunt (a.k.a Jagten): The seed of hate is planted…

NEW ARRIVAL (από 8 Νοεμβρίου στις αίθουσες)

Γεια σας, γεια σας και πάλι.  Το menu σήμερα έχει μια ταινία που μας έρχεται από το πάλαι ποτέ παιδί του Δόγματος 95, Thomas Vinterberg.  Το “The Hunt” είναι ένα σκληρό και ωμό δράμα, όπως αυτό εκτυλίσεται σε μια ήσυχη πόλη της Δανίας και σίγουρα αποτελεί τη μια εκ των δυο καλύτερων ταινιών που μπορείς να παρακολουθήσεις αυτή την εβδομάδα.  Η δεύτερη είναι το “Seven Psychopaths”, μια θεόμουρλη κωμωδία, με ένα cast διαλεχτό και τρομερό (βλ. Woody Harrelson, Sam Rockwell, Christopher Walken, Tom Waits κ.α).  Για τους Ψυχοπαθείς, θα μιλήσουμε από Παρασκευή και μετά, μιας που τώρα είναι ώρα για “Το Κυνήγι”.  Και τι κυνήγι…

Ο Lucas (Mads Mikkelsen) είναι ένας φιλήσυχος άνδρας, που ζει μόνος του, σε μια μικρή πόλη, κάπου στη Δανία.  Εκεί, όλοι είναι γνωστοί και φίλοι μεταξύ τους.  Οι σύζυγοι μαζεύονται για ανδροκρατούμενες νύχτες, παρέα με μπύρες, τραγούδια και κυνήγι ελαφιού στο δάσος, ενώ οι γυναίκες πλάθουν κουλουράκια, μαγειρεύουν, φροντίζουν τα παιδιά, και προσδίδουν στο σπιτικό, ζεστασιά και θαλπωρή.  Εν ολίγοις όλα είναι υπέροχα, και η ζωή κυλάει όμορφα σε αυτή την παρεϊστικη κοινότητα.  Όλα αυτά, μέχρι τη στιγμή, που ένα παιδικό ψέμα, θα μετατρέψει τους κατοίκους, σε σαρκοβόρα θηρία, έτοιμα να ξεσκίσουν τον άτυχο Lucas.  Ο λόγος;  Ο Lucas εργάζεται ως παιδαγωγός στον τοπικό, παιδικό σταθμό, αποτελώντας μάλιστα τον δάσκαλο που όλα τα πιτσιρίκια λατρεύουν να παίζουν μαζί του.  Όταν μια μέρα η 5χρονη κόρη του καλύτερού του φίλου, υπονοήσει εμμέσως πλην σαφώς οτι ο Lucas “ασέλγησε” εις βάρος της, τότε ο ήρωας θα ζήσει την πραγματική Κόλαση επί Γης.  Την στιγμή που όλα έδειχναν να έχουν πάρει τον δρόμο τους γι’ αυτόν (ο γιος του θα ερχόταν να μείνει μαζί του, ενώ είχε ξεκινήσει και μια σχέση με την Nadja, την καθαρίστρια του παιδικού σταθμού), τα πάντα θα γκρεμιστούν μπροστά σε αυτό το τρομερό μυστικό που θα αποκαλυφθεί.  Και οχι, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία οτι ο Lucas έκανε κάτι τόσο ακατονόμαστο.  Ο πέλεκυς της εκδίκησης, θα πέσει βαρύς πάνω του, έτσι κι αλλιώς.  Ακόμα και αν εμείς ως θεατές, γνωρίζουμε την πάσα αλήθεια…

Έπειτα από μερικές, σκηνοθετικές αναποδιές (αλήθεια, ξέρατε οτι ο Vinterberg έχει κάνει ταινία που λέγεται “It’s All About Love”, με πρωταγωνιστές τους Joaquin Phoenix, Claire Danes και Sean Penn?), και μια προσπάθεια στροφής προς την κωμική του φύση-που μάλλον δε του βγήκε- ο Δανός σκηνοθέτης, Thomas Vinterberg, ο οποίος ταρακούνησε επισήμως για πρώτη φορά, τα κινηματογραφικά νερά με τη ταινία του “The Celebration” το μακρινό 1998, επιστρέφει και πάλι σε αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα: το δράμα.
Η βασική διαφορά βέβαια του Vinterberg με πολλούς πολλούς ακόμη, σύγχρονους σκηνοθέτες, είναι οτι επιλέγει μια δραματική υπόθεση, οχι τόσο όσον αφορά το περιεχόμενό της, αλλά όσον αφορά την εξυπηρέτηση και την ύπαρξη μια ιστορίας, ενός δράματος δηλαδή.  Αυτό που στην ουσία εννοώ είναι πως σκηνοθέτες όπως ο Vinterberg (βάλε και τον πιο artistic Trier) δεν ενδιαφέρονται για φανφαρώδεις μελοδραματισμούς, συγκινήσεις και δακρύβρεχτες καταστάσεις.  Όταν λέμε δράμα στη προκειμένη περίπτωση, εννοούμε την ύπαρξη ενός στοιχειώδους story, το οποίο εξυπηρετεί τις ιδέες που έχει στο μυαλό του ο σκηνοθέτης.  Συνεπώς, μη νομίζετε οτι το “The Hunt” είναι μια ταινία που έχει ως στόχο να σας δημιουργήσει αισθήματα λύπης, θλίψης και στενοχώριας.  Κάθε άλλο.  Η βασική της ανάγκη είναι να προκαλέσει την οργή, τη μανία και την δίψα για εκδίκηση.  Οχι του ήρωα.  Τη δική μας.

Μεγαλώνοντας και αφήνοντας πια στην άκρη το αυστηρά οριοθετημένο πλαίσιο του Δόγματος 95, ο Vinterberg δημιουργεί μια ακόμη σπουδή πάνω στο “κακό”, που όλοι κρύβουμε μέσα μας.  Ένα κακό, τυφλό και μανιασμένο, που βρίσκεται καλά κρυμμένο στο σκοτάδι, μέχρι να του δωθεί η κατάλληλη ευκαιρία για να ορμήξει, και να κατασπαράξει ζωές και μέλλον.
Η ιδιαιτερότητα του “The Hunt” είναι οτι ο Vinterberg αποφασίζει να παίξει ένα σαδιστικό παιχνίδι μαζί μας, καθιστώντας μας παντογνώστες από την πρώτη κιόλας στιγμή, χωρίς όμως τη δυνατότητα παρέμβασης.  Εμείς, γνωρίζουμε την αλήθεια, τη βλέπουμε με τα μάτια μας από την αρχή και κατανοούμε όλους τους λόγους που οδήγησαν τη μικρή Clara, να πει ένα τόσο απροκάλυπτο ψέμα.  Που και το γεγονός οτι το “είπε”, είναι μάλλον προς συζήτηση καθώς α) η ηλικία της δε της επιτρέπει να αντιληφθεί το μέγεθος του κακού, που έχουν προκαλέσει τα λόγια της και β) η εξομολόγησή της, μοιάζει βεβιασμένη και ετσιθελική, σε μια σκηνή ωδή, στην ανθρώπινη ηλιθιότητα.  Και όμως, γιατί οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να πιστέψουν στο λεπτό, την διαβολική, την άρρωστη φύση κάποιου άλλου;  Μήπως επειδή ενδόμυχα γνωρίζουν τι υπάρχει και μέσα στους ίδιους;  Μήπως γιατί ξέρουν οτι πλέον, είναι πιο εύκολο να περιμένεις από τον άλλον να ασελγήσει πάνω στο παιδί σου, από το να το πιάσει από το χέρι και να το πάει σχολείο;  Μήπως επειδή πίσω από τα χαμόγελα, το τραγούδι και την γειτονική συντροφικότητα, κρύβεται στον καθέναν από ένα σκοτεινό πλάσμα που περιμένει το παραμικρό στραβοπάτημα, τη παραμικρή-αβάσιμη-φήμη, προκειμένου να γυμνώσει τα δόντια του, και να δικαιολογήσει την κεκαλυμμένη του μαυρίλα, στο όνομα μιας δήθεν εκδίκησης;  Μήπως;

Ο Vinterberg πέρα από τη διάθεση που έχει να συνομιλήσει μαζί σου, και να ρωτήσει τη γνώμη σου (εσύ στη θέση τους τι θα έκανες;), φροντίζει να ενισχύσει την πλοκή της ταινίας, με έναν τρόπο που δηλώνει ξεκάθαρα αυτή ακριβώς τη πρόθεσή του.  Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Lucas παρουσιάζεται στην αρχή ευτυχισμένος, κομμάτι μιας φαινομενικά, γαλήνιας κοινότητας (τόσο γαλήνιας, που το ξέσπασμα της μπόρας που καραδοκεί κάπου εκεί, είναι σαρωτικό και πνιγηρό), με την τύχη επιτέλους να του χαμογελά και τη ζωή του να φαντάζει όμορφη.  Ο Vinterberg είναι εξίσου σαδιστής, όπως και ο Michael Haneke στο “Funny Games”.  Αυτήν ακριβώς την ευτυχία θέλει να την κάνει κομμάτια.  Και το πετυχαίνει οδυνηρά καλά.
Στον αντίποδα της φρενιασμένης κοινότητας, βρίσκεται ο χαρακτήρας του Mikkelsen (κέρδισε μάλιστα και το βραβείο Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας, στο φεστιβάλ των Καννών).  Άνθρωπος ταπεινός και συγκροτημένος.  Το ενδιαφέρον με τον ρόλο του, είναι οτι εξακολουθεί να παραμένει έτσι, ακόμα και μετά την περιθωριοποίησή του (και οχι μόνο), από την πόλη, μέχρι δηλαδή και το τελειωτικό του ξέσπασμα.  Χωρίς υπερβολικούς συναισθηματισμούς και περιττές αντιδράσεις, ο σκηνοθέτης δίνει το στίγμα των καιρών, εκεί που όλοι θεωρούνται ένοχοι, μέχρι αποδείξεως του εναντίου.
Είναι πραγματικά εξοργιστικό να παρακολουθείς το μαρτύριο ενός άνδρα στον οποίο, οχι μόνο δε δόθηκε η ευκαιρία να υποστηρίξει τη δική του γνώμη και την προσωπική του αλήθεια πάνω στο θέμα, αλλά έγινε αυτοστιγμεί δακτυλοδεικτούμενος, ένας ανώμαλος παρίας ανάμεσα σε “αγνές”, οικογενειακές καρδιές.  Και αυτή είναι στην τελική και η προσωπική αλήθεια του ίδιου του Vinterberg: “σας καθιστώ όλους υπεύθυνους”, μοιάζει να μας λέει.  “Και εσάς που τον δαιμονοποιήσατε επειδή έτσι θέλατε, αλλά και εσάς που ενώ γνωρίζετε την αλήθεια, παραμένετε αμέτοχοι, ανίκανοι να τον σώσετε”.  Και τι μπορούμε να κάνουμε άραγε;

Η σκηνοθεσία του Vinterberg είναι μετρημένη, λιτή και καθόλα χειραγωγική, αφού στρέφει τη προσοχή μας, ακριβώς εκεί που θέλει: στην κατάρρευση του κεντρικού ήρωα και την απολυτότητα οτι η ζωή, δε θα είναι ποτέ ξανά η ίδια.
Μέσα από την άγρια ομορφιά του δανέζικου τοπίου, με το αγνό, αφράτο χιόνι και το κρύο που περονιάζει, ο σκηνοθέτης μυεί τον θεατή σε έναν κόσμο μεγάλης ομορφιάς, αλλά και ενοχικών συνδρόμων.  Εκεί, ο άτυχος Lucas, αναγκάζεται να υποδυθεί τον αποδιοπομπαίο τράγο, προκειμένου η κοινωνία να ξεσπάσει το συνολικό της μένος.  Οι λόγοι;  Μπορεί πολλοί.  Μπορεί και κανένας.  Haneke much;
Η ερμηνεία του Mads Mikkelsen είναι υποδειγματική.  Ειλικρινής και σαρωτική, αποτελεί επί της ουσίας μια κοχλάζουσα, ήρεμη δύναμη που ανά πάσα στιγμή περιμένεις οτι θα ξεσπάσει.  Υπέροχος ο Mikkelsen, κάνει την νίκη του στο φεστιβάλ των Καννών, στη κατηγορία Καλύτερης Ερμηνείας, να φαντάζει απόλυτα δικαιολογημένη.
Το “The Hunt” είναι μια ταινία που θα κουβαλάς μέσα σου για πολύ καιρό (αν δηλαδή της δώσεις αυτή την ευκαιρία).  Οχι τόσο εξαιτίας του υποθεσιακού της περιεχομένου, αλλά κυρίως χάρη στις ερμηνείες-δυναμίτη, και όλο το προβληματικό κοινωνικό περιβάλλον, που φαίνεται να σκαλίζει εδώ ο Vinterberg με τα περισσής μανίας.  Ωμό, σοκαριστικό και απρόβλεπτα ειλικρινές, είναι ένα film που ξεμπροστιάζει με τον χειρότερο/καλύτερο τρόπο το ενοχικό σύνδρομο του καθενός από εμάς.  Αυτού που δε χρειάζεται πολλά.  Μόνο μια φήμη και ένα θύμα.  Και ο σπόρος της ενδεδυμένης αμφιβολίας θα υπάρχει για πάντα στις καρδιές.  Αν υπάρχουν κι αυτές.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το σπίτι στο φινάλε, είναι εντυπωσιακά ίδιο με αυτό στο “The Celebration” του 1998, οτι ο σκανδιναβικός κινηματογράφος έχει ακόμα πολλά να μας πει, και οτι το τέλος είναι οτι πρέπει.

No trivia

Teddy Bear: Never judge a book by its cover

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Hello και καλή μας εβδομάδα!  Σήμερα, συνεχίζουμε με τις προτάσεις μας από το φεστιβάλ Αθήνας, Νύχτες Πρεμιέρας και όσο σας κρατάμε καθημερινά ενήμερους σχετικά με το πρόγραμμα, τα καλά, τα μέτρια και τα περίεργα στο Reel.gr, άλλο τόσο μπορείτε να επισκέπτεστε το blog μου για μια πιο αναλυτική ματιά πάνω στις ταινίες που προκάλεσαν τουλάχιστον, το δικό μου ενδιαφέρον.  Έπειτα λοιπόν από το γλυκούλι “Smashed”, συνεχίζουμε σήμερα με ένα ιδιαίτερο δράμα, και έναν εξίσου ιδιαίτερο πρωταγωνιστή.  Ξεκινάμε λοιπόν.

Ο 38χρονος Dennis (Kim Kold) είναι ένας πελώριος μποντιμπιλντεράς, με ένα δωμάτιο τίγκα στο χρυσό και τα μετάλλια, φωτογραφήσεις σε περιοδικά και μπόλικα ακόμη αναμνηστικά παλιών, καλών, ένδοξων εποχών, τότε που έπαιρνε ακόμα με το κουτάλι μέρος στους διαγωνισμούς και εκμηδένιζε τους αντιπάλους, χάρη στο υπερτούμπανα χτισμένό του σώμα.
Ο Dennis σίγουρα θα μπορούσε να είναι ο τύπος με τον οποίο δε θα ήθελες επ’ουδενί να τα βάλεις, να τον δεις στον δρόμο το βράδυ ή να του κλέψεις λεφτά μπροστά στα μούτρα του.  Η μόνη διαφορά είναι πως ο Dennis είναι αυτό ακριβώς που λέει και ο τίτλος: ένας τεράστιος, καλόκαρδος αρκούδος με καρδιά πιο τρυφερή και από αυτή ενός μαρουλιού.
Παρά το γεγονός οτι έχει φτάσει κοντά στα 40, δεν έχει αποκτήσει ποτέ στη ζωή του κοπέλα, ενώ εξακολουθεί να ζει με την αυταρχική του μητέρα, η οποία ούτε λίγο, ούτε πολύ τον έχει καλά χωμένο μέσα στο βρακί της.
Όταν μια μέρα ο θείος του παντρευτεί και συστήσει στο έτερο σόι την γυναίκα του η οποία κατάγεται από την Ταϊλάνδη, ο Dennis θα ενδιαφερθεί να μάθει περισσότερα για τα ‘κορίτσια’ εκεί, μιας που όπως χαρακτηριστικά λέει, εκείνες, φαίνεται να είναι περισσότερο διατεθειμένες να βρεθούν πλάι σου.
Αφού λοιπόν πάρει τις απαραίτητες πληροφορίες από τον θείο, πει ψέματα στη μητέρα του (η οποία απλά θα του απαγόρευε να πάει, με φρύδια και χείλη σμιχτά), και κάνει το ταξίδι μέχρι την εξωτική Ταϊλάνδη, σύντομα θα έρθει αντιμέτωπος με την άσχημη φήμη της πόλης Pattaya και τον άκρατο σεξοτουρισμό που κυριαρχεί παντού.  Τα όνειρα του Dennis γκρεμίζονται και όπως όλα δείχνουν, δεν έχει καμία ελπίδα να βρει γυναίκα για σπιτικό μέσα σε εκείνη την δίποδη χαβούζα.  Ή μήπως οχι;

Κερδίζοντας το βραβείο Σκηνοθεσίας στην κατηγορία World Cinema- dramatic, στο φεστιβάλ του Sundance, ο Δανός σκηνοθέτης Mads Matthiesen κάνει το full length ντεμπούτο του με μια ταινία, η οποία βασίζεται σε ένα άλλο δικό του, short ταινιάκι, με τίτλο “Dennis” (2007).
Σε εκείνο το μικρού μήκους film, συναντάμε για πρώτη φορά τον θηριώδη πρωταγωνιστή με την αγνή καρδιά, και βλέπουμε τις περιπέτειές του, όταν αποφασίζει να πάει κόντρα στη σαν μέγκενη μητέρα του, να βγει με ένα κορίτσι και να ζήσει για λίγο αυθεντικά ελεύθερα.
Το συγκεκριμένο φιλμάκι κέρδισε όλα τα βραβεία, σε όποια κατηγορία και αν βρέθηκε στα κινηματογραφικά φεστιβάλ, και το μόνο που μπορούμε να υποθέσουμε είναι πως ο Matthiesen αναρωτήθηκε “why not?”, προχωρώντας έτσι και στη μεγάλη μήκους ταινία του, με πρωταγωνιστές και πάλι τους ίδιους ήρωες και τους ίδιους φυσικά ηθοποιούς.

Καταγόμενος από μια χώρα που παρέα με μερικές άλλες, έχουν εδώ και καιρό αρχίσει να δημιουργούν παράδοση στο καλό cinema, ο Matthiesen δημιουργεί ένα ήπιων τόνων δράμα, με επιμέρους ξεσπάσματα τα οποία προς δική μας έκπληξη δεν προέρχονται από τον καταπιεσμένο Dennis, αλλά από την παράλογη μητέρα του.
Το πιο αναμφίβολα ενδιαφέρον κομμάτι της συγκεκριμένης ταινίας, έχει να κάνει κυρίως με την υπόθεσή της, και οχι τόσο με το στήσιμο των ηθοποιών, τη σκηνοθεσία, τη μουσική επένδυση και όλα τα υπόλοιπα που καθιστούν ένα έργο ξεχωριστό.  Εδώ το “Teddy Bear” ξεχωρίζει χάρη στον ξεδιάντροπο τρόπο με τον οποίο καταπιάνεται με το θέμα του οιδιπόδειου συμπλέγματος.
Το γεγονός οτι η ειρωνεία της όλης υπόθεσης δεν εξαντλείται στον όγκο του πρωταγωνιστή και την εκ διαμέτρου αντίθετη προσωπικότητά του, αλλά εμβαθύνεται ακόμη περισσότερο από το οτι στην ουσία τηρεί υπό ένα ‘άρρωστο’, μητριαρχικό καθεστώς, είναι αυτό που καθιστά την ταινία ενδιαφέρουσα και κάπως ιντριγκαδόρικη.
Σίγουρα το story περί οιδιπόδειου δε το βλέπεις για πρώτη φορά, μπορείς όμως να το κατανοήσεις όταν προέρχεται από τον τσιλιβήθρα, Wolowitz στο “Big Bang Theory” μιας που έχει επικρατήσει στο μυαλό μας πως ο περί ου μαμάκιας λόγος, έχει να κάνει μόνο με geeky αγόρια, παλιομοδίτικους τυπάδες και σπυριασμένους έφηβους κολλημένους μπροστά από το pc τους, που παίζουν για ώρες καψιμέϊκα, ιντερνετικά games.  Κι όμως.  Ακόμα και ένας ανθρώπινος γίγαντας όπως ο Dennis, μπορεί να λέει ψέματα στη μητέρα του φοβούμενος την εξοργισμένη της αντίδραση ή και να απορρίπτει σχέσεις με το ωραίο φύλλο, για χάρη μιας και μοναδικής, δηλητηριώδους ματιάς που η “μαμά” θα ρίξει πάνω του.

Η σκηνοθεσία του Matthiesen ακολουθεί κατά πόδας των ήρωά του, σε αυτό το ταξίδι αυτογνωσίας και ύστατης προσπάθειας απελευθέρωσης από τα μητρικά του δεσμά.
Η ρεαλιστική ματιά του σκηνοθέτη και τα πλάνα της καθωσπρέπει ζωής στο σπίτι στη Κοπεγχάγη τα οποία έρχονται σε έντονη αντίθεση με τη σαπίλα και την εκμετάλλευση που επικρατεί στις νυχτερινές γωνιές της Ταϊλάνδης, δημιουργούν ένα ενδιαφέρον οπτικό μείγμα, το οποίο ενισχύεται και από τα σποραδικά και ειλικρινώς όμορφα τοπία αυτής της χώρας, με τις τόσες αντιθέσεις και διαφορές.
Σίγουρα κάπου θα αναζητήσεις ένα κάποιο ξέσπασμα από τον πρωταγωνιστή, και θα απαιτήσεις από αυτόν να γίνει επιτέλους άντρας και να αντιταχθεί στη μάνα του, που του κάνει τον βίο, αβίωτο.
Παρά το γεγονός οτι ο Dennis τελικά δεν ξεσπά, δε τα κάνει όλα λαμπόγυαλο, ούτε φυσικά βάζει την ασπρομάλλα γυναίκα στη θέση της, εντούτοις μπορείς να πει οτι κάνει τελικά (κάπως καθυστερημένα, αλλά την κάνει) την επανάστασή του, ενηλικιώνεται πλέον και στη πράξη και παίρνει τον έλεγχο της ζωής του στα χέρια του.
Κι αν κάπου προσπαθήσεις να δώσεις και ένα δίκαιο σε αυτή τη μητέρα, ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος Martin Zandvliet, έχουν φροντίσει και γι’αυτό, αφήνοντας να πλανηθεί στην ατμόσφαιρα η εντύπωση οτι ο λόγος της μοναξιάς της, έχει να κάνει με κάτι ασυγχώρητο και εγωιστικό, το οποίο έγινε από τη πλευρά του πατέρα του Dennis. 
Και ενώ προσπαθείς να καταλάβεις προς τα που γέρνει η ζυγαριά, τόσο το ενδοοικογενειακό δράμα συνεχίζει να παίζεται, το οιδιπόδειο να φουντώνει και εσύ να καταλήγεις να σκέφτεσαι, “ε πήδα τον κιόλας κυρά μου να ησυχάσουμε!”.  So sick, but so true…

Οι ερμηνείες είναι ένα ακόμα στοιχείο που κάνουν το “Teddy Bear” bear-able.  Καταρχάς ο Kim Kold, αυτός ο Δανός body-builder με το 1.93 ύψος, αποτελεί την προσωποποίηση του μιουταρισμένου ήρωα, δίνοντας μια ερμηνεία όλο γλυκύτητα και ταπεινότητα, όσο περίεργο και να το καθιστά αυτό, το ογκώδες του εκτόπισμα.
Με τα γυαλιά της μυωπίας, το κουταβίσιο βλέμμα του και την ανάγκη εύρεσης συντρόφου ζωής, και οχι απλής ξεπέτας, ο Kold είναι έτσι και αλλιώς πληθωρικός και σε κάνει να πιστεύεις με την απλή αλλά αρκετή ερμηνεία του, οτι είναι όντως ένας άνθρωπος εξίσου απλός, αλλά παρεξηγημένος.
Στον αντίποδα βρίσκεται η Elsebeth Steenfolt που υποδύεται την μητέρα-βδέλλα, πρώτης τάξεως ευνουχίστρια, και το κάνει τόσο καλά, που την απεχθάνεσαι από τη πρώτη κιόλας στιγμή.  Με αυστηρό παρουσιαστικό, άκαμπτη στάση και βλοσυρά χαρακτηριστικά, καταλαβαίνεις οτι είναι κακά μαντάτα και τάσσεσαι τελικά υπέρ του γιου, ασυζητητί.  Παρόλα αυτά, δίνει και εκείνη μια δυνατή ερμηνεία που πείθει και μαζί με τον Kold, δημιουργούν ένα απρόβλεπτα ταιριαστό, ηθοποιϊκό δίδυμο.
Το “Teddy Bear” είναι μια ταινία για την αργοπορημένη ενηλικίωση ενός άνδρα και την αξία της ζωής, όταν τελικά σπας τις αλυσίδες σου (όπως κι αν μεταφράζονται αυτές) και καταφέρνεις να παλέψεις πια για όλα αυτά που έχουν πραγματική σημασία: τη συντροφικότητα, την οικογένεια, την αγάπη.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το look βερμούδα-σακάκι θα γίνει trend, οτι όλοι οι γέροι που πηδάνε πιτσιρίκια σε τέτοιες χώρες, είναι γλοιώδεις και θα έπρεπε να τους κόβονται τα παπάρια (τουλάχιστον) και οτι όταν είσαι 38 χρονών μαντράχαλος, κάνεις μπάνιο και η μάνα σου έρχεται και κατουράει σαν να μη τρέχει τίποτα, πρέπει να καταλάβεις οτι κάτι δε πάει καθόλου καλά.


No trivia

Smashed: Hangover all around bitch!

NEW ARRIVAL

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Γεια σας γεια σας!  Ξεκίνησε και χθες επίσημα πια, το 18 Φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας, με πολλές και διάφορες ταινίες για όλα τα γούστα.  Η δική μου παρουσία περιορίστηκε στις αίθουσες του ΔΑΝΑΟΥ, μιας που απόλαυσα δυο πολύ καλές ταινίες, και έτσι για εμένα, το φεστιβάλ, ξεκίνησε με τον καλύτερο τρόπο.  Η πρώτη προβολή ξεκίνησε με το “Teddy Bear” ένα δανέζικο δράμα σχετικά με το πασιφανές οιδιπόδειο ενός τεράστιου μποντιμπιλντερά, με τη μητέρα του, γεγονός που καθιστά δύσκολη την περαιτέρω σχέση του με το αδύναμο φύλλο.  Πολύ καλή και μετρημένη η ταινία, θα μιλήσουμε γι’ αυτή από την άλλη εβδομάδα.  Μέχρι τότε, τη προτείνω ανεπιφύλακτα μιας που θα παιχτεί σε επαναλήψεις στις 20:00 σήμερα, στο ΟDEION ΟΠΕΡΑ, αλλά και τη Πέμπτη, 27 Σεπτεμβρίου στις 20:00, πάλι στην ΟΠΕΡΑ.  Από την άλλη πλευρά, έχουμε το “Smashed” για το οποίο θα πούμε δυο πραγματάκια σήμερα, οπότε δε λέω εδώ κάτι περισσότερο πέρα από το οτι ήταν μια πραγματικά feelgood ταινία, με τον δικό τις κατά πολλές στιγμές, πικρό και ακαλούποτο τρόπο.  Αν σήμερα ψάχνεστε για ταινία, τσεκάρετε στις Νύχτες το “Grabbers” με ένα μάτσο εξωγήινους αλλεργικούς στο…αλκοόλ, μια ταινία του σκηνοθέτη των “Shaun of the Dead” και “Hot Fuzz” (ΔΑΝΑΟΣ 1, 00:00), ενώ για πιο απογευματινούς τύπους υπάρχει και το “Safety Not Guaranteed”, όπως όλα δείχνουν-πολύ καλό romantic, sci-fi ταινιάκι που κέρδισε το βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ του Sundance (17:45 ΙΝΤΕΑΛ).  Αυτά λοιπόν.  Ξεκινάμε!

Η Kate (Mary Elizabeth Winstead) και ο σύζυγός της Charlie (Aaron Paul), είναι ένα νεαρό ζευγάρι εθισμένο στο αλκοόλ, που εκτός από την τρέλα της ηλικίας τους, κουβαλούν και τις extra δόσεις τρέλας που τους προσφέρει ένα φλασκί καλό ουίσκι, ή μια δωδεκάδα μπύρες.
Αν και οι δυο τους αντιμετωπίζουν μέχρι ενός σημείου τον εθισμό τους, ως κάτι το καθημερινό και χαριτωμένο, η Kate σύντομα θα συνειδητοποιήσει οτι αυτή η κατάσταση δε μπορεί να συνεχιστεί για πολύ ακόμη.  Η αφορμή;  Όταν έπειτα από ένα hangover ξεράσει μπροστά στα πιτσιρίκια στα οποία κάνει μάθημα (καθότι δασκάλα) και αναγκαστεί να παραδεχθεί οτι είναι…έγκυος, προκειμένου να τα μπαλώσει όπως όπως, τότε μόνο θα δει οτι ίσως και να έχει πάρει τον δρόμο χωρίς γυρισμό.  Σίγουρα σε αυτό βοηθάει το γεγονός οτι κάποιες φορές ξυπνάει έξω στον δρόμο, πλάι σε ρεματιές ή απλώς σε στέκια αστέγων, χωρίς να έχει καμία επαφή με το περιβάλλον και όντας ακόμα υπό την επήρεια ενός τρομερού, οινοπνευματώδους πονοκεφάλου.
Βλέποντας λοιπόν οτι ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι, η Kate θα αναζητήσει βοήθεια στους ΑΑ, εκεί οπού θα γνωρίσει την πνευματώδη Jenny (Octavia Spencer) η οποία και θα γίνει ‘ανάδοχός’ της, στον δύσκολο δρόμο της απεξάρτησης.  Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά, καθώς ο Charlie συνεχίζει ακάθεκτος το ποτό, η μητέρα της δε της προσφέρει τη παραμικρή συμπαράσταση, ενώ σύντομα και η δήθεν εγκυμοσύνη της, θα αρχίσει να προκαλεί ερωτήματα.  Και τώρα, πως θα ξεμπλέξει από αυτόν τον μικρό χαμό που έχει δημιουργηθεί;

Ο σκηνοθέτης της ταινίας, James Ponsoldt, αποτελεί κλασική περίπτωση νέου και ανερχόμενου, ανεξάρτητου σκηνοθέτη με καταγωγή εκ Αμερικής, ο οποίος έκανε και το πρώτο του, επιτυχημένο βήμα στο φεστιβάλ του Sundance, στο οποίο η ταινία του κέρδισε το Special Jury Prize στην κατηγορία του δράματος.
Κάθε νέος σκηνοθέτης φιλοδοξεί, οτι το πέρασμά του από τα διάφορα-και ως επί το πλείστον ανεξάρτητα- φεστιβάλ, θα είναι ένα από αυτά που θα ξεχωρίσει και θα καταστήσει το όνομά του συζητήσιμο μέσα στους κόλπους των εναλλακτικών προτάσεων.
Κάπως έτσι λοιπόν φαίνεται πως είναι και η μέχρι τώρα, μικρή πορεία του Ponsoldt, ο οποίος μετράει στο ενεργητικό του τρία short-φιλμάκια, ένα full-length κινηματογραφικό ντεμπουτάρισμα, το “Off the Black”, με πρωταγωνιστή τον Nick Nolte, καθώς και τη συμμετοχή στο ντοκιμαντέρ, “We Saw Such Things”.  Στη συνέχεια, η δημιουργία του indie drama-comedy “Smashed”, έστρεψε τα φώτα πάνω στον σκηνοθέτη, που μάλλον πήρε φόρα, αν κρίνουμε από το προ-παραγωγικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται μια ακόμη ταινία με πρωταγωνίστριες την Winstead (για ακόμη μια φορά), καθώς και την Shailene Woodley, που τη θυμάσαι ίσως από τον ρόλο της κόρης του George Clooney, στο “The Descendants”.
Λίγα πράγματα, αλλά καλά μέχρι τώρα ο Ponsoldt, δεδομένου οτι το “Smashed” είναι σίγουρα από τις πιο indie και περίεργα feelgood καταστάσεις που θα μπορέσεις να απολαύσεις τη φετινή χρονιά.  Το γεγονός μάλιστα οτι κατασκευάστηκε με $1 εκατομμύριο, λέει πολλά για την ανεξάρτητη αφετηρία της, που ακόμα και αν δε μας παρέσυρε με την κλασικής υπόστασης υπόθεσή της, εντούτοις κατάφερε να μας σαγηνεύσει χάρη στην εκπληκτική χημεία των δυο πρωταγωνιστών, την εξαίσια σκηνοθεσία και την όμορφη μουσική επένδυση.

Το γεγονός οτι κάποια στιγμή έρχεται σε όλους η ευκαιρία να λάμψουν μέσα από κάποιον ρόλο, δε θεωρώ οτι είναι καθόλου τυχαίο, μιας που εκτός από το τρανό παράδειγμα του Matthew McConaughey (βλ. “Killer Joe” and more to come), έχουμε εν προκειμένω και τη περίπτωση της Winstead.
Έπειτα από ταινίες όπως τα “Final Destination 3”, “Black Christmas” και το-οχι άλλα χορευτικά, φτάνει!-“Make it Happen”, η πορεία της όμορφης ηθοποιού φάνηκε να αλλάζει έπειτα από τη μικρή, αλλά θαυματουργή της παρουσία στο ταραντινίστικο “Death Proof” με βλέμμα Λολίτας και κίτρινη αμφίεση cheer-leader, αλλά και στο totally fun “Scot Pilgrim vs. the World”, στο οποίο υποδυόταν μια σούπερ cool τύπισσα, με φουξιομώβ μαλλί και ένα σωρό πρώην κομικίστικους γκόμενους για τα πανηγύρια.
Παρόλα αυτά ο ρόλος της ως αλκοολική σύζυγος στο “Smashed” είναι σίγουρα αυτός που θα την καθιερώσει στη συνείδηση πολλών, ως μια ηθοποιό που έχει πράγματα να δώσει.
Με ένα απόλυτα ρεαλιστικό και φυσικό τρόπο παιξίματος, η Winstead κερδίζει τις εντυπώσεις και προκαλεί τον εαυτό της και εμάς, σε ένα αιθυλικό ντελίριο που την κατεδαφίζει εκ των έσω.  Αμακιγιάριστη, με ντύσιμο γεροντοκόρης και αθλητικό “σπορτεξάκι”, μακριές, πλεχτές ζακέτες και χαχόλικα φορέματα μέχρι τους αστραγάλους, η Winstead απέχει πολύ από την συμπαθητικά sexy παρουσία και τη φάση ‘κορίτσι της διπλανής πόρτας’ με την οποία την έχουμε συνηθίσει, βουτώντας στα βαθιά και εξερευνώντας με τρόπο χαλαρό και πικρά διασκεδαστικό, την προσωπικότητα ενός ατόμου εθισμένου στο αλκοόλ.
Και αν η ίδια είναι καλή (όπως δηλαδή και ο Paul), υπάρχουν κάνα-δυο στοιχεία που προσωπικά ίσως να με ξένισαν και λίγο, δε μου στοίχησαν όμως καθόλου την απόλαυση της ταινίας και ειδικά του σφιχτοκαρδικού της τέλους που με έκανε να λυγίσω, έτσι χωμένη καθώς ήμουν στη καρέκλα μου.

Αρχικά, βρήκα λίγο αμφιταλαντευόμενη τη προσπάθεια του Ponsoldt να αναπαραστήσει ένα θέμα τόσο βαρύ όσο ο αλκοολισμός μέσα από τη ταινία του, καθώς άλλες φορές είχα την εντύπωση οτι έψαχνε να βρει το πολύ σοβαρό της υπόθεσης, και άλλες πάλι, οτι το όλο θέμα αντιμετωπιζόταν ως ένα παιχνίδι για ενηλίκους.  Στην ουσία αισθάνθηκα να αποπροσανατολίζομαι λίγο ως προς το πως έπρεπε και εγώ να αντιληφθώ το πρόβλημα του εθισμού των πρωταγωνιστών: ως ένα πρόβλημα στιβαρό που τους δημιουργεί τεράστια θέματα στον γάμο, την μεταξύ τους σχέση και τις κοινωνικές επαφές με τους γύρω τους, ή ως ένα περιστασιακό καπρίτσιο και των δυο, το οποίο ήταν λιγάκι τρελιάρικο, ήταν και λιγάκι επικίνδυνο, αλλά στη τελική περνούσαν και καλά βρε αδελφέ;  Αυτό με ενόχλησε κάπως, μιας που θα επιθυμούσα μια πιο προσανατολισμένη κατεύθυνση σχετικά με το θέμα του πιοτού.  Παρόλα αυτά μπορώ να κατανοήσω και την ίδια τη φύση της ταινίας, η οποία όντας λίγο πιο εκτός πεπερασμένων ορίων, προφανώς ήθελε να δείξει το πόσο χαμένα μοιάζουν έτσι κι αλλιώς δυο νέα παιδιά: πότε έτσι, πότε αλλιώς και πάει λέγοντας.
Το δεύτερο και τελευταίο στοιχείο που απλά μου προκάλεσε μια μικρή αμηχανία, ήταν μια εκ των σκηνών στην οποία η Winstead είναι μεθυσμένη και ξεσπάει στον άντρα της.  Τη συγκεκριμένη προσπάθεια τη βρήκα περισσότερο ‘στημένη’ απ’οτι θα έπρεπε και είχα την εντύπωση οτι η Winstead έκανε οτι μπορούσε προκειμένου να μας πείσει οτι έμαθε να παίζει τη μεθυσμένη.  Νευρόσπαστες κινήσεις, παραληρηματικά γελάκια και υπερβολικά ξύλινες φωνές, δημιούργησαν μια περίεργα προσποιητή ατμόσφαιρα που λίγο με ξένισε.
Αυτή η σκηνή ολίγων λεπτών βέβαια, δεν είναι ικανή να σας στερήσει την γενικότερη ιδέα και feeling της ταινίας (αν δηλαδή σας προβληματίσει και εσάς, διαφορετικά no problem) το οποίο ομοιάζει αρκετά σε στήσιμο και στυλ, με το πρόσφατο “Take this Waltz”, με τη διαφορά οτι εκεί η ονειρική σκηνοθεσία πάει χεράκι-χεράκι με την εύθραυστη προσωπικότητα της Williams (υπερτονίζοντας την καταπιεσμένη φύση της), ενώ εδώ η κάμερα λειτουργεί περισσότερο ως καταγραφέας μιας επικείμενης μπόρας.

Στα θετικά της ταινίας μπορούμε να βάλουμε περισσότερα, μην ανησυχείτε.
Καταρχάς, το έτσι κι αλλιώς καλό, κεντρικό δίδυμο, πλαισιώνουν η βραβευμένη με Oscar, Octavia Spencer η οποία κρατάει τα μπόσικα της Winstead και λειτουργεί περισσότερο υποστηρικτικά (με τις δικές της καλές στιγμές), ενώ ο Nick Offerman (γνωστός από τη συμμετοχή του σε ουκ ολίγες τηλεοπτικές σειρές, όπως το “Parks and Recreation”) είναι κάτι σε διασταύρωση Ζακ Γαλιφιανάκη και creepy guy, γεγονός που δεν απέχει και πολύ από τις ξεδιάντροπες και λοιπές χιουμοριστικές του ατάκες.
Στο πλευρά της πολύ καλής Winstead, o Paul υποδύεται τον Jesse Pinkman από το “Breaking Bad”, ένα alter ego που μάλλον θα τον κυνηγάει για πολύ ακόμα στις κινηματογραφικές του επιλογές.  Μετρημένος, μεθυσμένος και με επαφή ‘χάρμα οφθαλμών’ με τη συμπρωταγωνίστριά του, δίνει μια ερμηνεία στα κυβικά του και αποδεικνύει πως όταν έχεις τιθασεύσει έναν τόσο δύσκολο και απαιτητικό ρόλο, όπως αυτόν στο Breaking Bad, μπορείς να κάνεις πολλά.  Και ακόμα περισσότερα από αυτά.
Η σκηνοθεσία του Ponsoldt είναι γλυκιά και μεστωμένη (σαν παλιό, καλό κρασί, oh the irony) με instagram-ικά πλάνα, αποχρωματισμένα φίλτρα, πλανάκια που κουνιούνται στο χέρι και μια ταξιδιάρικη αίσθηση να πλανάται ολούθε.  Οι μουσικές νότες, προσδίδουν επίσης μια κλαψιγελική διάσταση, προκαλούν συγκίνηση, αλλά και μια ταυτόχρονη αισιοδοξία που λειτουργεί σαν βάλσαμο στη καρδιά.
Το “Smashed” μέσα από χιουμοριστικές στιγμές, γλυκόπικρες συγκρούσεις, ειλικρινείς ερμηνείες και μια τόσο ταιριαστή σκηνοθεσία, φέρνει στο προσκήνιο ένα σοβαρό πρόβλημα, υπό το πρίσμα όμως μιας καλειδοσκοπικής, συναισθηματικής γκάμας και σε κάνει να το απολαμβάνεις γιατί είναι ακριβώς όπως η ζωή: πικρούτσικο, γλυκούτσικο και στυφό, αλλά και τόσο λυτρωτικό.  Ακριβώς δηλαδή όπως και ένα δυνατό κοκτέιλ. Χα, κοίτα να δεις…

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι αντί για κρακ, ήθελα λίγη blue meth (σαρκασμός στο full), οτι ο Paul αν δε πει τη λέξη “bitch” απλά δε μπορεί και οτι όταν ο γκόμενός σου κοιμάται όταν κάνετε sex, ακολούθησε τον δρόμο που χάραξε η Kate.  Εγγύηση.


TRIVIA

  • Τα γυρίσματα της ταινίας ολοκληρώθηκανε μέσα σε μόλις, 19 μέρες!
(ΠΗΓΗ IMDB)
 

Take This Waltz: An indie drama full of color

NEW ARRIVAL

Γεια σας και πάλι, καλή εβδομάδα και καλό μήνα να έχουμε!  Σήμερα θα ασχοληθούμε με ένα ταινιάκι που εδώ στην Ελλάδα, μάλλον πήγε λιγάκι άπατο, οχι μόνο λόγω περιεχομένου και αισθητικής, αλλά και γιατί την εβδομάδα κυκλοφορίας του, όλοι μας, είχαμε στραμμένη τη προσοχή στο τελευταίο, μπατμανικό μέρος, της τριλογίας του Nolan, “The Dark Knight Rises”.  Έτσι ήρθε η στιγμή να αποκατασταθεί αυτή η αδικία, και να δούμε τη Michelle Williams να λάμπει, σε έναν ακόμη ρόλο.  Για πάμε.

H Margot (Michelle Williams) είναι μια νεαρή, freelance δημοσιογράφος η οποία γράφει μικρά κειμενάκια για ταξιδιωτικά και τουριστικά φυλλάδια, και που μαζί με τον σύζυγό της, Lou (Seth Rogen), ο οποίος είναι συγγραφέας μαγειρικών συνταγών που αφορούν μόνο κοτόπουλο, ζουν σε μια πορτογαλίζουσα κοινότητα στο Τoronto του Καναδά, μακριά από την πολύβουη και ταραχώδη ζωή της πόλης.
Η Margot περνάει τη μέρα της μεταξύ σπιτιού (οπού ο Lou διαρκώς μαγειρεύει κοτόπουλο, υπό τη μορφή διαφόρων παραλλαγών), κολυμβητηρίου, στο οποίο συνηθίζει να πηγαίνει και με την κουνιάδα της Geraldine (Sarah Silverman), μια αλκοολική οικογενιάρχη σε αποτοξίνωση και…βεράντας, μοιάζοντας με πιτσιρίκι παγιδευμένο σε μια βαρετή καθημερινότητα, χωρίς καμία έξοδο διαφυγής.
Όλα αυτά πρόκειται να αλλάξουν, όταν έπειτα από ένα επαγγελματικό της ταξίδι, θα γνωρίσει τον γοητευτικό και μυστηριώδη Daniel (Luce Kirby), με τον οποίο η σπίθα του φλερτ θα ανάψει στη στιγμή, κάνοντας αν μη τι άλλο την επιστροφή στη πατρίδα πιο παιχνιδιάρικη και ανεκτή.
Και εκεί που η Margot αποφασίζει τελικά να του πει οτι είναι παντρεμένη, ο Daniel με ένα νεύμα κατανόησης, παίρνει τα μπογαλάκια του και πάει σπίτι.  Το πρόβλημα;  Το σπίτι του, βρίσκεται ακριβώς απέναντι από αυτό της Margot και του συζύγου της, μιας που βλέπετε, από ένα παιχνίδι (διόλου τυχαίο για κινηματογραφικά δεδομένα) της μοίρας, ο Daniel καταλήγει ως ο καινούριος γείτονας.  Και τώρα η καθημερινότητα της πρωταγωνίστριας, πρόκειται σίγουρα να γίνει πολύ πιο ενδιαφέρουσα.  Οχι όμως και πιο εύκολη…

Το 2002 η Sarah Polley έκανε το κινηματογραφικό της, full length ντεμπούτο, με τη ταινία “All I Want From Christmas”, μόνο για να έρθει τέσσερα χρόνια αργότερα με το διθυραμβικό, “Αway From Her” και να γίνει χαμός.  Η ιστορία του περιστρέφεται γύρω από ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, όταν η σύζυγος (μια εκπληκτική Julie Christie) αναγκάζεται να νοσηλευτεί σε ένα γηροκομείο, από τη στιγμή που το Αlzheimer τη χτυπήσει βαριά.  Τότε ο άντρας της θα ζήσει μια πρωτοφανή κατάσταση, όταν η Fiona αρχίσει να εκδηλώνει αισθήματα για έναν άλλον άντρα ο οποίος είναι επίσης τρόφιμος του γηροκομείου.
Δυο υποψηφιότητες για Oscar (‘Α Γυναικείου Ρόλου και Καλύτερου, προσαρμοσμένου σεναρίου για την Polley), σαράντα ακόμη νίκες στα απανταχού κινηματογραφικά φεστιβάλ, και κριτικές που εκθείαζαν τόσο την ηθοποιία, όσο και τη σκηνοθεσία της συγκεκριμένης ταινίας, ήταν ο απολογισμός της καλύτερης-για τους περισσότερους- μέχρι σήμερα δουλειάς, της κατά τα άλλα ηθοποιού (κάπου θα την έχει πάρει το μάτι σου στο “Dawn of the Dead” του 2004, το “Mr. Nobody” και το πιο πρόσφατο, “Splice”), Sarah Polley.
Έχοντας λοιπόν θέσει από την αρχή τον πήχη ψηλά, πολλοί έσπευσαν να πουν οτι η νέα της ταινία, “Take This Waltz” επρόκειτο (και βασικά έπρεπε) να είναι τόσο καλή, όσο η προηγούμενη.  Όταν λοιπόν έφτασε η στιγμή που η ταινία έκανε την εμφάνισή της στις αίθουσες, ο πέλεκυς των κριτικών έπεσε τόσο βαρύς πάνω της, που μάλλον ούτε η ίδια η Polley το περίμενε.  Δεν ήταν εξάλλου λίγοι αυτοί που την κατηγόρησαν για μια συγκεκριμένη σκηνή σεξ (δε σας λέω ποια), την οποία και καθόλου ερωτική δε βρήκαν, και χωρίς τη παραμικρή χημεία των συμμετεχόντων και στην τελική, εντελώς φτηνή.
Παρά το δριμύ κατηγορώ και τις δηλητηριώδεις κριτικές (σε βαθμό που να καταντούν τουλάχιστον γελοίες και υποκριτικές) εγώ μπορώ να σας πω ένα πράγμα: η ταινία είναι οτι πιο ζεστό, πιο ανθρώπινο και πιο αληθινό έχω δει από πλευράς story, τώρα τελευταία.  Και αν σας τρώει να μάθετε και για τη σκηνή του σεξ, μπορώ να σας βεβαιώσω οτι ήταν επίτηδες ‘χαλασμένη’.  Τα υπόλοιπα παρακάτω.

Η υπόθεση του “Take This Waltz” σίγουρα δεν είναι κάτι που βλέπεις για πρώτη φορά, οπότε αν περιμένεις κάτι ολοκληρωτικά καινούριο, καλή τύχη και όταν το βρεις, πες το και σε εμένα.
Παρά το γεγονός όμως οτι μιλάμε για μια δραματική, αισθηματική ιστορία που έχεις δει και πάλι σε ένα σωρό ταινίες, εντούτοις, η φωτεινή σκηνοθεσία της Polley, τα εντυπωσιακά, πολύχρωμα σκηνικά, η όμορφη μουσική και οι πολύ καλές ερμηνείες, είναι αναμφίβολα αυτά που σε κερδίζουν.
Σε πρώτη φάση η ερμηνεία της Williams εδώ, είναι μια από τις καλύτερές της.
Με μια συμπεριφορά που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε αυτή της παιδικής αφέλειας και αυτή της κεκαλυμμένα, σεξουαλικής ύπαρξης, δίνει πνοή σε έναν ρόλο, ο οποίος πολύ εύκολα θα μπορούσε να έχει καταλήξει σε καταστροφή, αν είχε πέσει στα λάθος χέρια.
Εδώ τη Williams τη λες και ολίγον καταθλιπτική, και ολίγον στο κόσμο της και ολίγον να ασφυκτιά από μια πραγματικότητα, στην οποία όμως η ίδια δεν έχει καμία ουσιαστική συμμετοχή.  Είναι σαν η ζωή της να περνάει μέρα με τη μέρα, με την ίδια να αποτελεί απλό μάρτυρα αυτής της φριχτής συνειδητοποίησης και χωρίς βέβαια μπορεί να κάνει τίποτα για να το αλλάξει αυτό.
Φαινομενικά η ζωή της είναι αξιοζήλευτη.  Έχει έναν σύζυγο που την αγαπά, ένα υπέροχο μποέμ σπιτικό και μια φυσιολογική καθημερινότητα, που πολλοί θα ήθελαν να έχουν.  Οχι όμως η Margot.  Για εκείνη, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά.  Παγιδευμένη ανάμεσα σε μπαχαριασμένα κοτόπουλα, με έναν άνδρα με τον οποίο δε μιλούν ούτε στην έξοδο της επετείου τους (‘μα μωρό μου, είμαστε παντρεμένοι, τι θες να πούμε;), καλό, χρυσό και άγιο, αλλά απίστευτα βαρετό, χωρίς καμία πρόκληση και κανένα σασπένς, αναλώνεται σε τόσο μικρά πράγματα που το κεφάλι της πάει να εκραγεί από την ασημαντότητα, το βλέμμα της παραμένει θλιμμένο και οι επιλογές της, τρομακτικά περιορισμένες.  Παντού χρώματα-ζωηρό πορφυρό, έντονο μπλε, φωτεινό πορτοκαλί, αποχρώσεις του πράσινου και του ζεστού κίτρινου-κοτόπουλο, ύπνος, βόλτα στην αγορά, κοτόπουλο, μουσική, οχι sex, ύπνος, παιδαριώδη παιχνιδάκια, γέλια, μηχανικο sex, βαρεμάρα, ύπνος και πάλι από την αρχή.  ‘Δεν έχεις ιδέα πόσο δύσκολο μου είναι να σε σαγηνεύσω Lou’.  Οχι, δεν έχει.

Στην ουσία η έλευση του νέου, ωραίου και αρτιστίκ γείτονα, μετουσιώνεται σε μια ευκαιρία της Margot, να γλυτώσει από την εξοντωτικά βαρετή λούπα στην οποία έχει πέσει.
Σίγουρα η σεξουαλική τους χημεία είναι έκδηλη (σε μια σκηνή ο Daniel της εξιστορεί αργά και βασανιστικά, τι ακριβώς θα της έκανε αν μπορούσε τελικά το θέμα να προχωρήσει πιο πέρα, και είναι εμφανές οτι η Margot τον ποθεί κολασμένα), αυτό όμως που ίσως έχει μεγαλύτερη αξία, είναι οτι εκείνη ποθεί την ιδέα του να είναι μαζί με κάποιον τόσο διαφορετικό, τόσο προκλητικό, τόσο παθιασμένο.
Η μάχη της να ξεφύγει πάση θυσία, είναι μια μάχη υπόγεια, που τη θέλει, και δε τη θέλει, την έχει ανάγκη, αλλά ταυτόχρονα αναγκάζεται να την αποθήσει για χάρη του πεντάχρονου γάμου της.  Δεν είναι εύκολο να διεκδικεί κανείς αυτό που θέλει, και στη προκειμένη περίπτωση αυτό είναι μια πικρή αλήθεια.  Όσα όμορφα, vintage φορεματάκια κι αν φοράει, όσο κι αν το βλέμμα της υπόσχεται ένα σωρό πράγματα στον Daniel (και τούμπαλιν), όσο και αν θέλει να ζήσει σαν ένα ελεύθερο, ανεξάρτητο πλάσμα, κατά βάθος είναι μια ενοχική ύπαρξη που έχει ανάγκη περισσότερα, έχει ανάγκη να ζει διαρκώς για το καινούριο και για το διαφορετικό, όμως με μια χαρακτηριστική ατάκα της ταινίας, “new gets old”, η Margot βρίσκεται και πάλι στο σημείο μηδέν: να αφήσω την συνηθισμένη, αλλά σίγουρη ζωή με τον άντρα μου, για να κυνηγήσω κάτι καινούριο, ή και αυτό θα καταλήξει σύντομα παλιό και δεδομένο;
Η sexy σκηνή προς το τέλος της ταινίας (γυρισμένη εντυπωσιακά με μια 360 μοιρών σκηνοθεσία), υπό τις αισθαντικές νότες και την βαθιά φωνή του Leonard Cohen, στο ομώνυμο τραγούδι (ναι, ναι Take this Waltz λέγεται) αποδεικνύει περίτρανα την παραπάνω σοφή επισήμανση, και δε λέω τίποτα περισσότερο γι’ αυτό.
Όπως ανέφερα και πριν, η σκηνοθεσία της Polley είναι εντυπωσιακά ζεστή, με χρώματα που παραπέμπουν σε instagram-ισμένο καλοκαίρι, προσδίδοντας στη ταινία μια εύκολα εναλλακτική και indie διάθεση.  
Σε γενικότερο επίπεδο, η σκηνοθεσία της ακολουθεί την κλασική, αφηγηματική, με την προσθήκη μερικών εξαίσιων πλάνων που θαρρείς οτι φωτοβολούν.
Οι ερμηνείες είναι από όλους καλές, με εξαίρεση ίσως τον Kirby ο οποίος φαινόταν αρκετά αμήχανος και στημένος, ίσως εξαιτίας του διαρκούς γυμνού της Williams στη ταινία.  Who knows?
Αντιθέτως ευχάριστη έκπληξη αποτέλεσαν οι Rogen-Silverman, δυο κατεξοχήν κωμικοί ηθοποιοί, οι οποίοι κράτησαν εντυπωσιακά τους δραματικούς ρόλους που τους δόθηκαν, και ιδιαίτερα η Silverman η οποία ήταν έως και συγκινητική.  Ο Rogen με το always φαφλατάδικο ύφος του, ήταν καλή επιλογή για τον ρόλο του συζύγου, και η χημεία του με την Williams, ανέλπιστα καλή.
Βέβαια όπως και να το κάνουμε αυτή που κράτησε τη προσοχή πάνω της ήταν η Williams, η οποία φαίνεται να λάμπει ταινία με ταινία.  Εύθραυστη, όμορφη και τόσο καλή σε τέτοιους ρόλους, όσο μας έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια, μπορεί πλέον να στεφθεί με επιτυχία ‘Queen of Indie’. Congratulations!
Όμορφη, ξεχωριστή και απόλυτα αληθινή, το “Take This Waltz” είναι μια ταινία για τις προσωπικές μας επιλογές και την αναζήτηση κάθε φορά αυτού που δεν έχουμε.  Το οποίο τις περισσότερες φορές καταλήγει τελικά σαν αυτό που είχαμε.  Τι κρίμα…

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η Williams έχει υπάρξει κινηματογραφική σύζυγος μπόλικων hot names, συμπεριλαμβανομένων του Ryan Gosling, Leonardo di Caprio και Gael Garcia Bernal, οτι θέλω όοοοολη τη γκαρνταρόμπα που φοράει στο film και οτι το γυμνό, γυναικείο σώμα έχει πολύ καιρό να εκθιαστεί, όπως εκθιάζεται οπτικά εδώ από την Polley.

No trivia

Carnage: How things can turn really bad, really fast

Hey hey!  Σήμερα το menu έχει κάτι από τη φετινή σοδειά, το οποίο δίχασε μερικούς ως προς το περιεχόμενό του, και νομίζω και ως προς την εκτέλεσή του.  Το “Carnage” είναι μια ταινία η οποία κυλάει απολαυστικά, και νομίζω οτι έδωσε μερικές από τις καλύτερες ερμηνείες που είδαμε φέτος.  Υπέροχα υστερικές και κακόβουλες.  So, “Carnage” it is…

O μικρός Zachari και ο μικρός Ethan έρχονται στα χέρια, κάπου στο υποτιθέμενο Brooklyn Bridge Park.  Ο Zachari αποφασίζει να κοπανήσει μια στον Ethan με ένα κλαδί, καταλήγοντας να του σπάσει τους δυο κυνόδοντες και να του παραμορφώσει προσωρινά το στόμα.  Αυτή η σύγκρουση θα έχει σαν αποτέλεσμα μια άλλη σύγκρουση, ανάμεσα στους γονείς των δυο παιδιών.  Η καλοβαλμένη οικογένεια Cowan, θα επισκεφθεί το-φανταζόμαστε αρκετά πιο ταπεινό-σπιτικό των Longstreet, προκειμένου να ζητήσουν συγγνώμη για την ανάρμοστη συμπεριφορά του γιου τους, ο οποίος τραυμάτισε αυτόν των Longstreet.  Εμπλεκόμενοι σε μια συζήτηση σχετικά με τα παιδιά τους, που όμως θα αρχίσει να ξεφεύγει επικίνδυνα, οι τέσσερις γονείς θα οδηγηθούν σε μια ακραία, παιδιάστικη συμπεριφορά, χειρότερη από αυτή που τους οδήγησε στην εξαρχής, διπλωματική τους κουβέντα.  Οι μάσκες σύντομα θα πέσουν και θα αποκαλυφθούν τα αληθινά, και ουσιαστικά προβλήματα δυο ημιδιαλυμένων γάμων, που μέχρι τότε απλά προτιμούσαν να θάβουν τα προβλήματα κάτω από το πεντακάθαρο, ‘welcome’ χαλάκι τους.

Προτεινόμενο για δυο Χρυσές Σφαίρες (για τις πρωταγωνίστριές του) και υποψήφιο για μερικά ακόμη βραβεία, το “Carnage” δε λες ακριβώς οτι προκάλεσε έντονη αίσθηση, παρά το γεγονός οτι στη καρέκλα του σκηνοθέτη καθόταν ο πληθωρικός, Roman Polanski, ενώ και το cast απαρτιζόταν από μερικά από τα πιο σημαντικά ονόματα της χολιγουντιανής βιομηχανίας και οχι μόνο, εκ των οποίων οι τρεις βραβευμένοι με Oscar.
Δε μπορώ να καταλάβω επακριβώς τον λόγο για τον οποίο η ταινία δε τράβηξε περισσότερα φώτα επάνω της, αλλά ίσως να μπορώ να το αποδώσω στην απογοήτευση των θεατών όταν κατάλαβαν περί τίνος επρόκειτο.  Για μια ‘μαύρη’ κωμωδία δωματίου.
Είναι γεγονός πως ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, ο εμπορικός κινηματογράφος είναι αυτός που προσελκύει το κοινό στις αίθουσες, ακόμα και τώρα, στην εποχή του πειρατικού downloading, το οποίο κακά τα ψέματα, όλοι έχουμε δοκιμάσει.  Έτσι λοιπόν τα studios και οι εταιρίες παραγωγής, φροντίζουν να ταΐζουν το θεαματικό, αλλά οχι πάντα θρεπτικό και νόστιμο φαγητό τους, στους απανταχού λάτρεις της δράσης, των special effects και των έντονων στιγμών.  Φυσικά όλοι έχουμε ανάγκη από αυτόν τον κινηματογράφο, είτε για να ξεχαστούμε, είτε για να διασκεδάσουμε βρε αδελφέ στην τελική.  Παρόλα αυτά εξακολουθεί να αποτελεί-αν μπορούσα να το θέσω έτσι-‘μάστιγα’ το γεγονός, οτι ταινίες όπως το “Carnage” που δε χαρακτηρίζονται για τη δράση τους ή τη φρενήρη σκηνοθεσία τους, καθώς και πολλά είδη ανεξάρτητων παραγωγών, δε καταφέρνουν να συγκινήσουν όσο θα ανέμενε κανείς, τους θεατές.  Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα πολλές αξιόλογες τέτοιες ταινίες να μη βρίσκουν διανομή, να περνούν κατευθείαν σε dvd (ναι υπάρχουν ακόμα) ή απλά να υπάγονται στη δυνατότητα του download, και συνεπώς ο καθένας μας να προτιμάει να τις δει από τη βολή στου σπιτιού του.

Το γεγονός οτι οι εισπράξεις από το παγκόσμιο box office δεν έβγαλαν ούτε τα $25 εκατομμύρια(!) τα οποία απαιτήθηκαν για την ταινία, είναι ενδεικτικό των όσων μπορεί να εντοπίσει κανείς παραπάνω.  Θα μου πείτε, $25 εκατομμύρια γι’ αυτή τη ταινία;  Με τους τέσσερις ηθοποιούς και το ένα δωμάτιο που χρησιμοποιήθηκε για ο στήσιμό τους;  Και εμένα μου φάνηκε υπερβολικό, αλλά σκεφτείτε και αυτό.  Kate Winslet, Jodie Foster, John C. Reily, Christoph Waltz.  Νομίζω καταλαβαίνετε που το πάω, μιας και οι αμοιβές μόνο για τους ηθοποιούς σίγουρα θα ανέρχονταν σε πολλά, πολλά δολάρια.
Εάν αφήσουμε λοιπόν στην άκρη τους λόγους για τους οποίους η ταινία δε πήγε και πολύ καλά, θα μπορούσαμε να πούμε και δυο πράγματα σχετικά με τους λόγους για τους οποίους θα μπορούσε κανείς να την αντιμετωπίσει ως ένα ώριμο και σπινθηροβόλο ψυχογράφημα των παντρεμένων (και οχι μόνο) ζευγαριών, των σύγχρονων και γρήγορων ρυθμών ζωής.

Ο βασικότερος λόγος για τον οποίο είχα αγαπήσει παράφορα τη ταινία του Lars von Trier, “Dogville”, ήταν η εσκεμμένη θεατρικότητα που είχε επιφέρει ο σκηνοθέτης, πάνω σε ένα κατά τα άλλα, κινηματογραφικό δημιούργημα.  Η σκηνή του θεάτρου λειτουργούσε σε πολλαπλά επίπεδα ως χώρος πάνω στον οποίο εκφραζόταν η κάθε ανάγκη (σαν σπίτι, σαν δωμάτιο του σπιτιού, σαν δρόμος, σαν χωράφι) την ίδια στιγμή.  Τώρα ήταν δρόμος, λίγο πιο εκεί ήταν το σπίτι των πρωταγωνιστών και λίγο παραπέρα θα ερχόταν αργότερα ο πατέρας της ηρωίδας και θα απέδιδε δικαιοσύνη στο πλευρό της.  Όσο ακατόρθωτο κι αν έμοιαζε το να παρουσιάσεις έναν ολόκληρο ταινιακό και χωροχρονικό κόσμο, πάνω σε μια περιορισμένη, ξύλινη σκηνή, τόσο αληθινό και πραγματικό το κατέστησε ο Trier.  Η οριοθέτηση των χώρων από…κιμωλία, οι φορεμένοι ήχοι οι οποίοι έπαιζαν από πίσω και η συμπεριφορά των χαρακτήρων σαν να κινούνταν στον φυσικό τους επίπεδο, προσέδιδαν για εμένα, μια τεράστια γοητεία στη ταινία, αφού κατάφερνε η σκηνοθεσία να την καθιστά την ίδια στιγμή παραδοσιακή, αλλά και ολοκληρωτικά πρωτότυπη.
Σε παρόμοια μονοπάτια φαίνεται πως κινήθηκε και ο Polanski, αν και με εμφανώς πιο ανάλαφρη και χιουμοριστική διάθεση.  Ο χώρος που χρησιμοποιείται εδώ είναι ένα νεοϋορκέζικο διαμέρισμα (μάλλον κάπου στη… Γαλλία αν σκεφτούμε οτι η είσοδος στον Polanski στην Αμερική, έχει απαγορευτεί εδώ και χρόνια) το οποίο αν προσέξει κανείς, θυμίζει έντονα την κατασκευή του δωματίου στο οποίο ο Hitchcock σκηνοθέτησε το ξακουστό του μονοπλάνο, στο “Rope”.  Εδώ η κάμερα μετακινείται διαρκώς, και χαρακτηρίζεται από διαρκή cuts στα πρόσωπα και τις συζητήσεις των ηθοποιών, ενώ μπορεί να διακρίνει κανείς και τον ‘φτιαχτό, εξωτερικό χώρο που βλέπουμε από τα παράθυρα.  Ναι, όπως ακριβώς είχε κάνει και ο Hitchcock στην παραπάνω ταινία.

Σίγουρα το γεγονός οτι το σενάριο βασίστηκε στο θεατρικό της Yasmina Reza, “God of Carnage” (“Le Dieu du Carnage”) ενισχύει ακόμα περισσότερο το θεατρικό του στήσιμο, το οποίο του πάει όπως και να το κάνουμε.  Επειδή ακριβώς ο Polanski επικεντρώνεται στα δυο ζευγάρια, όπως εξάλλου το απαιτεί και το original έργο, δε θα υπήρχε κανένα νόημα και καμία συνοχή, αν δημιουργούσε μια συμβατική ατμόσφαιρα, με την καθημερινότητα να παρεμβάλλεται ανάμεσα στους πρωταγωνιστές.  Και επειδή είναι και μάστορας στη δημιουργία κλειστοφοβικής ατμόσφαιρας (“Rosemary’s Baby”), εδώ πετυχαίνει διάνα με το να ‘παγιδέψει’ τους ήρωές του, τόσο μέσα στο διαμέρισμα, όσο και μέσα στο περιορισμένο πλαίσιο της κάμεράς του.
Από την άλλη πλευρά οι ερμηνείες και των τεσσάρων πρωταγωνιστών είναι εξαίσιες.  Η Kate Winslet στον ρόλο της καθωσπρέπει, αλλά ευγενικής συζύγου, μετατρέπεται σύντομα σε μια μεθυσμένη τύπισσα που…ξερνάει όλο το σπίτι, και τα βάζει με τον πολυάσχολο άντρα της, Christoph Welz, αποδεικνύοντας οτι τα λεφτά, δε φέρνουν πάντα την ευτυχία.  Ο Weltz αποτελεί την επιτομή του ‘i don’t give a damn!’ τύπου, με το κινητό να αποτελεί την προέκταση του χεριού του και τον κυνισμό του στα ύψη.  Από την άλλη πλευρά το συμπαθητικό ζεύγος Longstreet, δεν είναι και τόσο συμπαθητικό.  H καλλιεργημένη και χαμογελαστή Jodie Foster, μετατρέπεται σε μια υστερική γυναίκα που βρίζει σαν νταλικέρης, κλαίει και όσο μπόι της λείπει, το έχει σε φωνή.  Φυσικά υπεύθυνος γι αυτό το ξέσπασμα είναι ο αχαΐρευτος ο άντρας της, John C. Reily ένας κλασικός μαμάκιας, παθητικός και αμέτοχος, με ειρωνικό χαμόγελο και ύφος καρδιναλίων.  Επί της ουσίας τα δυο ζευγάρια αρχίζουν τις διαπροσωπικές τους κατηγορίες, και στη συνέχεια πλακώνονται και μεταξύ τους.  Αμήν.

O Polanksi αποδομεί με εξαιρετική οξυδέρκεια τα προβλήματα των σημερινών, ανθρώπινων σχέσεων και επιδεικνύει με τρόπο καυστικό, το πως από τα πιο απλά θέματα, προκύπτουν τα πιο σύνθετα προβλήματα.  Οι νευρώσεις της γρήγορης καθημερινότητας, οι πολλές απαιτήσεις και οι πολλαπλοί ρόλοι που αναγκαζόμαστε να επωμιζόμαστε μέρα με τη μέρα, οδηγούν τον σύγχρονο άνθρωπο σε κατάσταση πνευματικής κατάρρευσης.  Οι ήρωες της ταινίας, παθαίνουν ακριβώς αυτό (οι γυναίκες ιδιαιτέρως, χαίρε Woody Allen), οδηγούμενοι σε ανώριμες, πρωτόγονες συμπεριφορές και δηλητηριώδη βέλη που εξαπολύουν προς όλες τις κατευθύνσεις ανεξαιρέτως.
Με απλούστατη σκηνοθεσία, υποδόριο χιούμορ και εξαιρετικές ερμηνείες, ο Polanski φτάνει το μαχαίρι στο κόκαλο, και μας δείχνει με τον πιο απλό τρόπο πως οι πολιτισμένες συνήθειες μας αποχαιρετούν, και το πρωτόγονο θηρίο που κρύβουμε μέσα μας, βγαίνει στην επιφάνεια.  And it feels guiltily good.

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι δε πρέπει ποτέ να αφήνεις τα intellectual, καλλιτεχνικά σου βιβλία εκτεθειμένα στο τραπεζάκι του σαλονιού.  Ποτέ δε ξέρεις ποιος μπορεί να στα ξεράσει.  Οτι θέλω κι εγώ από αυτό το whiskey που σε μεθάει αυτοστιγμεί και οτι η τελευταία σκηνή της ταινίας, απλά τα λέει όλα.

TRIVIA

  • Η ταινία γυρίστηκε σε πραγματικό χρόνο, χωρίς διαλείμματα και με εξαίρεση το κομμάτι του πάρκου, σε μια μόνο τοποθεσία.
  • Ο Polanski κάνει και μια cameo εμφάνιση ως ο περίεργος γείτονας που ανοίγει τη πόρτα για να δει τι συμβαίνει.
(Πηγή IMDB)
ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Birdboy, by Abrakam Studio

This Must Be the Place: A quirky road movie

NEW ARRIVAL


Καλημέρα σε όλους για ακόμη μια φορά.  Ξέρω πως Παρασκευές έχετε συνηθίσει να βάζουμε τις ψηφοφοριούλες μας (αν και τώρα τελευταία με έχετε ξεχάσει λιγάκι, να τις κάνω κι εγώ τις γκρινίτσες μου 😛 ), παρόλα αυτά είπα σήμερα να γράψω δυο λογάκια για τη καινούρια ταινία του Sean Penn, “This Must be The Place”.  Ένας παραπάνω λόγος είναι το γεγονός οτι και πάλι χθες λόγο τρεξίματος δε κατάφερα να ανεβάσω ταινιούλα.  Συνεπώς σήμερα είπα να αλλάξω λίγο το πρόγραμμα και να μεταφέρω την ψηφοφορία μας για αύριο.  Η σημερινή ταινία είναι ιδιαίτερη και απευθύνεται σε κοινό που ζητάει το κάτι παραπάνω, όσον αφορά κυρίως τους χαρακτήρες, αλλά και την υπόθεση, η οποία στη προκειμένη περίπτωση είναι κομματάκι περίεργη.  Για να δούμε λοιπόν….

Ο Cheyenne (Sean Penn) είναι ένας πρώην ροκάς ο οποίος στα εξήντα του χρόνια έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση, ζώντας μια μάλλον βαρετή και πληκτική για τον ίδιο ζωή, στο πλευρό της πυροσβέστη γυναίκας του Jane (Frances MacDormand).  Ο Cheyenne αγαπάει τη γυναίκα του πολύ, αλλά δε μπορεί να παραβλέψει και το γεγονός οτι αισθάνεται άχρηστος και παραγκωνισμένος, μέσα στο τεράστιο και πολυτελές αρχοντικό του κάπου στο Δουβλίνο.  Σε μια προσπάθεια να ζει καθημερινά κάτω από το πρίσμα του ένδοξου, hard rock παρελθόν του, εξακολουθεί να κυκλοφορεί με ξασμένο, εβένινο μαλλί, έντονο μακιγιάζ που συμπληρώνεται από το απαραιτήτως κατακόκκινο κραγιόν, μαύρα νύχια και φυσικά μαύρα ρούχα.  Παράλληλα φαίνεται πως η μοναδική του παρέα-όταν δηλαδή η γυναίκα του δεν είναι τριγύρω-είναι μια νεαρή πιτσιρίκα, η Mary (Eve Hewson) η οποία ως γνήσια εκπρόσωπος της γενιάς της, ακολουθεί τα νεορόκ βήματα, τις βάσεις των οποίων είχαν θέσει κάποτε ο Cheyenne και οι όμοιοι του.  Όταν λοιπόν μια μέρα ο γερόλυκος λάβει ένα απρόσμενο τηλεφώνημα, τότε τα πράγματα θα αλλάξουν ολοκληρωτικά στη ζωή του, καθώς τον ενημερώνει πως ο πατέρας του, με τον οποίο δεν είχε καμία επαφή εδώ και καμιά τριανταριά χρόνια, αργοπεθαίνει.  Ο Cheyenne θα αποφασίσει λοιπόν να κάνει ένα ταξιδάκι προκειμένου να αποχαιρετήσει τον μπαμπά, αλλά και να προσπαθήσει να…make amends όσο υπάρχει ακόμα χρόνος.  Τότε είναι που θα βρεθεί μπροστά σε μια μεγάλη έκπληξη.  Όπως θα μάθει σύντομα, ο πατέρας του έφαγε ολόκληρη τη ζωή του, ψάχνοντας τον Ναζί βασανιστή του από το Άουσβιτς, καθότι Εβραίος, τον οποίο μάλιστα δε μπόρεσε να βρει ποτέ.  Τότε ο παλιοροκάς θα πάρει πάνω του το έργο αυτό και θα ξεκινήσει την αναζήτηση του πρώην Ναζιστή, ονόματι Aloise Lange.  Το ταξίδι που θα ξεκινήσει θα αποδειχθεί ιδιαίτερα διαφωτιστικό και αρκούντως απελευθερωτικό για τον ίδιο…

Ο Ιταλός σκηνοθέτης Paolo Sorrentino συνυπέγραψε το σενάριο με τον σεναριογράφο Umberto Contarello, και σκηνοθέτησε αυτό το ευρωπαϊκής παραγωγής δράμα.  Αν και εκ πρώτης όψεως δε του φαίνεται, καθώς μοιάζει με αμερικάνικη παραγωγή-εξάλλου έχει χρησιμοποιήσει δυο από τα κορυφαία ονόματα του Hollywood-παρόλα αυτά το “This Must Be the Place” είναι μια κατά βάση ευρωπαϊκή παραγωγή, καθώς η χρηματοδότησή της προήλθε από την Ιταλία, τη Γαλλία και την Ιρλανδία.
Ο Sorrentino κάνει έτσι το αγγλόφωνο, κινηματογραφικό του ντεμπούτο, αν σκεφτεί κανείς πως οι μέχρι τώρα δουλειές του, περιορίζονται στην ιταλική γλώσσα.  Ο ίδιος δε μετράει στο ενεργητικό του και τόσες πολλές ταινίες μεγάλου μήκους, καθώς εν μέρει το βιογραφικό του συμπληρώνουν short films και video documentaries.
Αν λοιπόν σας κάνει εντύπωση που ένα όνομα όπως αυτό του Penn του πρωταγωνιστεί σε μια τέτοια παραγωγή, μάθετε πως ήταν ο ίδιος αυτός που ζήτησε να συνεργαστεί με τον Sorrentino, έχοντας δει τη δουλειά που έκανε στη ταινία του 2008 “Il Divo”, η οποία πραγματευόταν τη ιστορία του πολιτικού Giulio Andreotti που είχε βρεθεί στη θέση του Πρωθυπουργού της Ιταλίας, επτά φορές, έπειτα από την επαναφορά της δημοκρατίας από το 1946.  Η ταινία είχε προταθεί για Oscar μακιγιάζ, ενώ είχε προκαλέσει και τα θετικά σχόλια κοινού και κριτικών.  Συνεπώς η συνεργασία των δυο τους φάνηκε πως ήταν απλά θέμα χρόνου, και έτσι όταν ο χαρακτήρας του Cheyenne γράφτηκε όντας κομμένος και ραμμένος πάνω στον Penn, εκείνος άδραξε την ευκαιρία και μας έδωσε έναν από τους πιο ενδιαφέροντες και προκλητικά ειλικρινείς χαρακτήρες της καριέρας του.
Για την ιστορία η ταινία ήταν και υποψήφια για τον Χρυσό Φοίνικα στο φετινό φεστιβάλ των Καννών, ενώ κέρδισε το βραβείο ανεξάρτητου feature film, γνωστό ως Prize of the Ecumenical Jury.



Το “This Must Be the Place” πρόκειται στην ουσία για ένα road movie, καθώς παρακολουθούμε τον ήρωα να ταξιδεύει χιλιόμετρα έρημων δρόμων, προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό του: να βρει δηλαδή τον τύραννο που είχε στοιχειώσει για μια ολόκληρη ζωή, την ύπαρξη του πατέρα του.  Βέβαια όπως γίνεται και με κάθε road movie που σέβεται τον εαυτό του, αυτό το ταξίδι αποτελεί παράλληλα μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, προκειμένου ο πρωταγωνιστής να λύσει και τα δικά του υπαρξιακά/ψυχολογικά και πάσης φύσεως, εσωτερικά του προβλήματα.  Έτσι o Cheyenne ξεκινάει έχοντας στο μυαλό του την επίτευξη ενός σκοπού, που τελικά θα τον οδηγήσει και σε μια ολοκληρωτική αναγέννηση του ίδιου του του εαυτού.  Η επαφή του με τους ανθρώπους που συναντάει στη πορεία του, οι ιστορίες που έχουν να του πουν και όλη η εμπειρία ενός ταξιδιού, που φαίνεται πως ήταν γραφτό να γίνει, θα αποτελέσουν μια συνταρακτική εμπειρία για εκείνον και ο Cheyenne σύντομα θα καταλάβει οτι και το παρόν έχει αξία και ομορφιά και πως μπορεί να του δώσει αυτό που λαχταρά πλέον περισσότερο στη ζωή του: μια αλλαγή πλεύσης και ένα πραγματικό ενδιαφέρον για την κατά τα άλλα θλιβερή, επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα.
Ο χαρακτήρας του Penn αλλάζει κατά τη διάρκεια της ταινίας.  Λίγο πριν αναχωρήσει από το σπίτι του, συμπεριφέρεται σαν πεισματάρικο πιτσιρίκι, έτοιμο να φάει και καμιά ξυλιά από τη γυναίκα του, η οποία αποτελεί την ίδια στιγμή και τη ‘μάνα’ του.  Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως η Jane συμπεριφέρεται στον σύζυγό της, σαν να μιλάει σε μικρό παιδί.  Είναι συγκαταβατική, ήρεμη και ψύχραιμη απέναντί του, γεγονός που έρχεται και σε απόλυτη αντιδιαστολή με την σχεδόν κωμική στιγμή οπού οι δυο τους βρίσκονται στο κρεβάτι και κάνουν διάφορα.  Ακριβώς γιατί ο χαρακτήρας του Cheyenne και ο τρόπος με τον οποίο είναι δομημένος, δε σε προϊδεάζει οτι αυτός ο άντρας κάνει sex, συζητάει φυσιολογικά όταν το θέλει ή προσπαθεί να διορθώσει λάθη του παρελθόντος, αναλαμβάνοντας την ‘αποστολή’ του πατέρα του.  Η εξωτερική του εμφάνιση με τη σειρά της, δημιουργεί όλη αυτή την αντιφατική κατάσταση, αφού κάποιες άλλες φορές φαίνεται πως ο πάλαι ποτέ ροκάς, μιλάει σοφά, με εμπειρία της καλής και της κακής ζωής- και τα μυωπικά του γυαλιά στερεωμένα στην άκρη της μύτης του-δημιουργώντας έτσι ένα πρόβλημα αντίληψης όσον αφορά στον θεατή και στο κατά πόσο πρέπει τελικά να τον πάρει στα σοβαρά.  Ο Cheyenne έχει στην ουσία αλλάξει, αλλά μόνο το ταξίδι του θα τον βοηθήσει να το συνειδητοποιήσει και να αλλάξει και το τελευταίο προπύργιο της gothic περσόνας του: την εξωτερική του εμφάνιση.

Η σκηνοθεσία του Sorrentino εντάσσει τους χαρακτήρες του σε μια απτή πραγματικότητα, οπού τίποτα το ενδιαφέρον δε συμβαίνει και απλά η ζωή ακολουθεί τους δικούς της ρυθμούς.  Παρόλα αυτά ο πρωταγωνιστής του θα τολμήσει να το αλλάξει αυτό, ακόμα και αν ο ίδιος στην αρχή δε το έχει καταλάβει.  Η κινηματογράφηση των ατέλειωτων διαπολιτειακών, οι αχανείς έρημοι, οι συναντήσεις με διαφορετικούς ανθρώπους και ο παραλληλισμός στην ουσία της ζωής καθεαυτής, με το ταξίδι του Cheyenne, εκφράζονται ιδανικά μέσα από την κάμερα του Sorrentino και την μινιμαλιστική, αλλά εξαιρετική φωτογραφία της ταινίας.
Από την άλλη πλευρά οι ήρωες δημιουργούν μια ενδιαφέρουσα σύνθεση, με τη παρουσία φυσικά του Penn να ξεχωρίζει, σε έναν ολοκληρωτικά διαφορετικό ρόλο από αυτούς που μέχρι τώρα τον έχουμε συνηθίσει.  Το παίξιμό του είναι σπασμωδικό, ρομποτικό θα έλεγε κανείς, ενώ η συμπεριφορά του κατατονική, ακριβώς όπως και η ομιλία του.  Γενικά φαίνεται σαν να βαριέται τα πάντα-ακόμα και να μιλήσει-ενώ αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση είναι το περίεργο γελάκι του, το οποίο βγάζει μια ‘αρρωστημένη απελπισία’, όπως είχε πει και ο Brad Pitt στον Norton, στο επικό “Fight Club”.
Παρά το γεγονός οτι ο χαρακτήρας του θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ως μια γελοία καρικατούρα, εντούτοις δε πιστεύω οτι απέχει και πολύ από την πραγματικότητα.  Όταν έχεις περάσει μια ζωή μέσα στην ένταση, τις κραιπάλες, τους άπειρους fans και την κυρίως την δημιουργική τέχνη του να φτιάχνεις μουσική, τότε αναμφίβολα η τρίτη ηλικία θα σου πέσει βαριά.  Στην περίπτωση μάλιστα που δεν έχεις απολύτως τίποτα το καλλιτεχνικό να κάνεις στη ζωή σου, θα σου πέσει βαριά εις το τετράγωνο.  Και ο Cheyenne έχει πάθει αυτό ακριβώς, μέχρι που βρίσκει τη σωτηρία με τον πιο απρόσμενο τρόπο…

Το “This Must Be the Place” είναι μια δραματικίζουσα ταινία, με χιουμοριστικές στιγμές, καλογραμμένους χαρακτήρες, ωραία σκηνοθεσία και μια υπόθεση που μπορεί να την έχει ξαναδεί, αλλά δε παύει να είναι καλή.  Το εσωτερικό ταξίδι του ήρωα είναι γεγονός, αλλά όταν αυτός ομοιάζει στον Robert Smith των “The Cure”, ε τότε έχει άλλη αίγλη.  Δείτε την και περιμένω σχολιάκια.


Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται ‘κρύο’, οτι MacDormand και Penn συνθέτουν ένα από τα πιο περίεργα κινηματογραφικά ζευγάρια που έχω δει τελευταία, και οτι ο Penn ξέρει να παίζει κιθάρα.



No trivia



Ψηφοφορία αύριο, μη ξεχνιέστε guyz!  Όσο για το τι θα βάλω…μμμ μάλλον έκπληξη θα είναι.  Καλά καλά δε ξέρω ακόμα, ώχουυυυ!  Βλέπουμε αύριο.  Τσιου.

Trees Lounge: When you’ve got nothing…you still got something to lose

Hey hey!  Καλημέρα σας!  Δεύτερη συνεχόμενη μέρα που θα γράψω ταινιούλα και πάλι στο blog?  Μάλλον θα έγινε κάνα θάμα!  Η αλήθεια είναι πως τώρα τελευταία και επειδή μου σκάνε ψιλοδουλείτσες από το πουθενά (αν πληρωνόμουν κιόλας i would be in Heaven) πολλές φορές δε προλαβαίνω οχι μόνο να γράψω, αλλά καλά καλά να δω και ταινία.  Αφήστε που μετά την blogoscariki εβδομάδα είχα για κάποιες μέρες απέχθεια στο να κάτσω να δω οποιαδήποτε ταινία, καθότι ένα μυαλό τι να σου κάνει, μπούκωσε!  Εντάξει τώρα επανήλθα μιας που έχουν ήδη αρχίσει να σκάνε ωραία φεστιβαλάκια στη πόλη, ήδη από την περασμένη εβδομάδα.  Το 7ο Animfest μας αποχαιρετά σήμερα και μας δίνει ραντεβού και πάλι για του χρόνου, ενώ τη σκυτάλη παίρνει το 7ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Φανταστικού που θα ξεκινήσει από σήμερα, μέχρι και τις 14 Μαρτίου.  Για περισσότερες πληροφορίες τσεκάρετε εδώ.  Και περνάμε στα πιο δικά μας.  Σήμερα είπα να γράψω για ένα ταινιάκι που αποφάσισα να δω χαλαρά προχθές και τελικά αποδείχθηκε πολύ καλό, ανταποκρινόμενο πλήρως στο προσωπικό μου γούστο.  Δε γνωρίζω αν το ξέρετε πολλοί, καθότι είναι και του 1996, αλλά καλά θα κάνετε να το μάθετε τώρα.  Here we go!

O Tommy (Steve Buscemi) είναι ένας απολυμένος μηχανικός αυτοκινήτων, που έχει για χόμπι το ποτό.  Που τον χάνεις που τον βρίσκεις όλο και θα τον συναντήσεις στο τοπικό μπαρ της πόλης, το Trees Lounge.  Εκεί μπορείς να βρεις και διάφορους άλλους τύπους, ο καθένας με τα δικά του θέματα και προβλήματα: ο Bill (Bronson Dudley) είναι ένας ηλικιωμένος ο οποίος κάθεται πάντα στην ίδια θέση του μπαρ, πίνει χωρίς να μιλάει, και αρέσκεται να πετάει που και που κανένα μπινελίκι εάν κάτι τον ενοχλεί, ο Mike (Mark Boone Junior) είναι ένας τύπος που το κάνει το κουμάντο του όντας αφεντικό σε μια μεταφορική εταιρία, αλλά όσον αφορά τη προσωπική του ζωή, μάλλον τα έχει σκατώσει, καθώς η σχέση με τη γυναίκα του δεν είναι και η καλύτερη.  Επίσης ο Mike αγαπάει την κόκα και δε λυπάται μια σνίφα που και που, έτσι για να πάνε τα φαρμάκια κάτω.  Εκεί λοιπόν και ο Tommy προσπαθεί να μαζέψει τα κομματάκια της ζωής του, μπας και καταφέρει να κάνει τίποτα με αυτά.  Έχοντας χάσει τη γκόμενά του, αλλά και τη δουλειά του από τον πάλαι ποτέ φίλο του Rob (Antony LaPaglia) το μόνο που κάνει πλέον, είναι να μπεκροπίνει σφηνάκια και μπύρες, να τη πέφτει σε γκόμενες και να κοιμάται μέχρι αργά, έως την επόμενη μέρα που θα ξεκινήσει πάλι το ποτό και ούτω καθεξής.  Η ζωή του Tommy πάει κατά διαβόλου, και απ’οτι φαίνεται ούτε ένα ice cream truck, ούτε και η επαφή με μια ανήλικη πιτσιρίκα, τη Debbie (Chloe Sevigny) μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα.  Ή μήπως μπορούν;

Το “Trees Lounge” αποτελεί το μεγάλου μήκους σκηνοθετικό ντεμπούτο του ίδιου του Steve Buscemi ο οποίος εκτός των άλλων, υπογράφει και το σενάριο.  Όλα μόνος του και πως δε θα μπορούσε άλλωστε αφού έχουμε ξαναπεί οτι ο Buscemi αποτελεί έναν από τους πιο ταλαντούχους και ιδιαίτερους ηθοποιούς της γενιάς του.  Είναι γεγονός οτι πολλές από τις κινηματογραφικές του επιλογές έχουν προκαλέσει κατά καιρούς αίσθηση, καθώς δε τις λες και πρώτης τάξεως.  Από την άλλη πλευρά έχει αποτελέσει για χρόνια μια χαρακτηριστική επιλογή των αδελφών Coen για τις ταινίες τους (“Burton Fink”, “The Big Lebowski”, “Fargo”), ενώ και οι προσωπικές του επιλογές φαίνεται να κυμαίνονταν τις περισσότερες φορές στη κατηγορία του ανεξάρτητου κινηματογράφου που του πάει ομολογουμένως πολύ.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον ρόλο του Mr. Pink στο ταραντινίστικο “Reservoir Dogs” (1992), τις ταινίες των Coen, το υπέροχο “Ghost World” (2001) ή την εξαιρετική σειρά “Bowardwalk Empire” στην οποία αποδεικνύει πως εξακολουθεί να αποτελεί έναν ηθοποιό αξιώσεων, που πολύ κακώς δεν έχει την απαιτούμενη μέχρι τώρα αναγνώριση;  Από την άλλη ο Buscemi αποτελεί μια από εκείνες τις προσωπικότητες που καταφέρνουν να διατηρήσουν την ιδιαιτερότητά τους, ακόμα και όταν πρωταγωνιστούν σε χολιγουντιανά blockbusters, όπως το “Armageddon” (1998) στον οποίο ο ρόλος του είναι ολότελα τρελός, το “Con Air” (1997) στο οποίο υποδύεται έναν ψυχοπαθή…παιδεραστή, ή και το “The Island” (2005) οπού υποδύεται πάνω κάτω τον εαυτό του.  Βέβαια ας μη γελιόμαστε, ταινίες όπως τα “Spy Kids” (2002-2003), “I Now Pronounce you Chuck & Larry” (2007) και “Grown Ups” (2010), θα προτιμούσαμε να μην υπήρχαν ευθύς εξαρχής.  Και πάλι όμως με μια καλή ερμηνεία, δηλαδή με το φυσικό του υποκριτικό ταλέντο, ο αγαπητός Buscemi ισοφαρίζει.  Και μια φράση από καρδιάς: Adam Sandler, κάτω τα χέρια από τον Steve!!  Ευχαριστώ.


Η σημερινή μας ταινία ανήκει εύκολα στην κατηγορία του indie κινηματογράφου, καθώς αποπνέει και αυτή τη χαρακτηριστική αίσθηση της slow paced καθημερινότητας την οποία βιώνουν οι πρωταγωνιστές.  Οι μέρες κυλούν ράθυμα, ο καθένας κοιτάει τη ζωή του και όλοι πορεύονται με βάση το τι μπορούν να κάνουν ή ακόμα χειρότερα το τι δε μπορούν.
Ο Tommy φυσικά ανήκει στη δεύτερη κατηγορία και η ταινία θα λέγαμε οτι είναι χτισμένη πάνω του, αν και η διαδραστικότητά του με όλους τους υπόλοιπους ήρωες είναι αυτή που έχει τελικά σημασία για τον ίδιο.  Στην ουσία είναι σαν να παρακολουθούμε την καθημερινότητα ενός οποιουδήποτε, random guy σε μια φιλήσυχη κατά τα άλλα μικρή πόλη, στην οποία όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, ζουν σε περιποιημένα σπιτάκια με κήπους και καλοκουρεμένο γκαζόν και στην τελική φροντίζουν για τις οικογένειές τους.  Εκεί, μέσα σε ένα τέτοιο τοπίο ο Tommy με την δυσκολία προσαρμογής, την απουσία εργασίας και το καθημερινό πιόμα στο μπαρ, φαντάζει την ίδια στιγμή κομμάτι, αλλά και απόκληρος της μικρής αυτής κοινωνίας.  Προσπαθεί για κάτι καλύτερο, αλλά συνεχώς πέφτει πάνω σε γνώριμα πρόσωπα που δε τον ‘πάνε’ και πολύ, σε πρώην σχέσεις ή στην οικογένειά του, και συγκεκριμένα τον πατέρα του, ο οποίος δε τον έχει και πολύ σε υπόληψη.  Βέβαια και ο Tommy τις έχει κάνει τις χαζομάρες του και τώρα τις πληρώνει με το να μη του προσφέρεται βοήθεια από πουθενά είτε για κάποια δουλειά, είτε για μια καλύτερη ζωή γενικότερα.  Όταν τελικά εμφανιστεί μια ευκαιρία για να βγάλει μερικά χρήματα, με τα χίλια ζόρια θα την εκμεταλλευτεί, μόνο για να τα κάνει πάλι μπάχαλο λίγο αργότερα και να αποχωρήσει για ακόμη μια φορά ηττημένος.
Το “Trees Lounge” είναι μια ταινία για τη μοναξιά ανάμεσα στους πολλούς, για τον εθισμό (ο οποίος εδώ παρουσιάζεται με μια ειλικρινή ρεαλιστικότητα, χωρίς υπερβολές), για τις ανθρώπινες σχέσεις και τελικά για την ίδια τη ζωή και τη γεύση της: γλυκόπικρη παρακαλώ.

Η σκηνοθεσία του Buscemi είναι απλή και ευχάριστη, χωρίς περιττά στιλιζαρίσματα, αλλά με μια ρέουσα κίνηση της κάμερας που εγκλωβίζει μικρές, καθημερινές στιγμές της πραγματικότητας.  Τόσο το σενάριο, όσο και η σκηνοθεσία δίνουν βήμα σε καθέναν από τους ηθοποιούς να εξελίξει τον χαρακτήρα του και να τον καταστήσει ενδιαφέροντα στα μάτια του θεατή.  Για παράδειγμα ο Kevin Corrigan, ένας ηθοποιός με χαρακτηριστική φάτσα που σίγουρα θα έχετε δει σε αρκετές ταινίες, να παίζει κυρίως στα μετόπισθεν, εδώ προκαλεί το ενδιαφέρον παρά το γεγονός οτι η εμφάνισή του στην οθόνη δεν είναι μεγαλύτερη από 5-7 λεπτά.  Ο χαρακτήρας του όμως ο οποίος έχει χτιστεί όπως πρέπει, του δίνει τη δυνατότητα να περάσει στη συνείδηση του θεατή με μεγάλη ευκολία.  Το ίδιο συμβαίνει και με την μικρή εμφάνιση του Samuel L. Jackson, ο οποίος εμφανίζεται ελάχιστα, λέει τα δικά του και βάζει και αυτός ένα λιθαράκι στην εξέλιξη τις ιστορίας της ταινίας.
Από πλευράς ερμηνειών, αναμφίβολα ο Buscemi κρατάει το καλύτερο κομμάτι, καθώς σίγουρα ο ρόλος του Tommy είναι ένας από τους καλύτερους τις καριέρας του.  Δεν είναι υπερβολικός, ούτε στημένος και οι κινήσεις του, οι εκφράσεις του προσώπου του, ο τρόπος που μιλάει, τα πάντα σου δημιουργούν την εντύπωση οτι πράγματι πρόκειται για έναν ευκαιριακά αλκοολικό τύπο, που απλά προσπαθεί να δει τι μπορεί να κάνει με τη ζωή του, όπως έχει εξελιχθεί.  Εξαιρετικός για ακόμη μια φορά, ενώ στο πλευρό του και η Sevigny είναι πολύ καλή και θα έλεγα οτι μάλλον δημιουργούν ένα από τα ενδιαφέροντα ‘ζευγάρια’ που έχω δει τώρα τελευταία σε ταινία.

Το “Trees Lounge” είναι μια ταινία που θα αγαπήσουν όλοι οι fan του είδους.  Διαθέτει μια κατά βάθος χιουμοριστική ματιά πάνω στην ζωή, καλογραμμένους χαρακτήρες, όμορφη σκηνοθεσία και ένα ιδανικό τέλος, το οποίο μπορεί κανείς να εκλάβει και ως λίγο ως παιχνίδι της μοίρας, καθώς ο πρωταγωνιστής έρχεται αντιμέτωπος με μια σοβαρή πλέον συνειδητοποίηση.  Τα υπόλοιπα επί της οθόνης.  Δείτε την.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η ανήλικη πιτσιρίκα κάθε φορά θα στη κάνει τη ζημιά, οτι όταν είσαι αλκοολικός και το διαμέρισμά σου είναι ακριβώς πάνω από το μπαρ ε, είναι της μοίρας γραφτό και οτι η Sevigny στα κοντινά της μοιάζει σε εκπληκτικό βαθμό με την Evan Rachel Wood.  Σε εκπληκτικό όμως…

TRIVIA

  • Γυρίστηκε σε 24 μόλις μέρες!
  • Στη ταινία παίζει και ο αδελφός του Buscemi, Michael ο οποίος επίσης υποδύεται τον αδελφό του στην ταινία.  Αν τον προσέξετε καλά, θα δείτε πως όντως μοιάζουν πολύ.  Επίσης και ο γιος του Buscemi, Lucian παίζει για λίγο, ως ο γιος της τύπισσας που γνωρίζει στο μπαρ, της Crystal (Debi Mazar)
  • 8 λεπτά αφού ξεκινήσει η ταινία, λίγο πριν ο Tommy κατευθυνθεί στο γκαράζ του John the mechanic σχετικά με το πρόβλημα στο αυτοκίνητό του, περνάει ένα πάρκινγκ.  Εκεί μπορεί κάποιος να παρατηρήσει τρεις άντρες με μαύρα κοστούμια να περπατούν μαζί.  Αρχικά κάποιοι είχαν υποστηρίξει οτι είναι μια μικρή αναφορά του Buscemi για την ταινία που τον ανέδειξε, το “Reservoir Dogs”.  Αργότερα ο Buscemi υποστήριξε οτι ήταν τελικά σύμπτωση.
(Πηγή IMDB)

Warrior: Is family worth fighting for?

ΨΙΛΟNEW ARRIVAL


Καλημέρα και πάλι σε όλους!  Όπως σας είπα και χθες, σήμερα θα είχαμε καινούρια ταινιακή πρόταση. Τελικά δεν είναι και τόσο καινούρια, μιας που στην Αμερική έχει ήδη παιχτεί από τον Σεπτέμβρη, και στην Ελλάδα δε φαίνεται να έρχεται σύντομα-μάλλον καθόλου.  Μπορείτε όμως να την βρείτε σε πολύ καλή ανάλυση και να την δείτε, γιατί πραγματικά αξίζει.  Εξάλλου αν έλεγα και ξανάλεγα κάτι ήταν πως αυτή τη ταινία ήθελα να τη δω, ιδιαίτερα πριν ξεκινήσουν και τα Blogoscars (τα οποία θυμίζω ξεκινούν αύριο με top 10 ‘Β Ανδρικών Ρόλων).  Ευτυχώς πρόλαβα, την είδα, συγκινήθηκα και έκλαψα σα χαζή, αλλά την ευχαριστήθηκα.  Μια εξαιρετική ταινία που πρέπει όλοι να δουν καθώς σίγουρα αποτελεί μια από τις καλύτερες της χρονιάς.  Για να δούμε…

O Tommy Conlon (Tom Hardy) επιστρέφει έπειτα από καιρό στο σπίτι του πρώην αλκοολικού, μποξέρ πατέρα του Paddy (Nick Nolte).  Εκεί και μετά από μια ανεπιτυχή προσπάθεια του πατέρα του να αποκτήσει από την αρχή τον γιο, που για δικές του μαλακίες έχασε, θα συμβιβαστεί στον ρόλο του προπονητή του.  Ο λόγος;  Ο Tommy επιθυμεί να συμμετάσχει σε ένα αθλητικό τουρνουά που απαρτίζεται από μια σειρά μικτών, πολεμικών τεχνών, προκειμένου να καταφέρει να κερδίσει το έπαθλο των 5$ εκατομμυρίων, να ορθοποδήσει, αλλά να ξεπληρώσει και μια υπόσχεση ζωής που έχει δώσει σε κάποιον.  Την ίδια στιγμή ο αδελφός του Brendan (Joel Edgarton) ο οποίος αγωνιζόταν και ο ίδιος παλαιότερα ως παλαιστής, σήμερα προσπαθεί να βγάλει τα προς το ζην και να ζήσει την οικογένειά του, διδάσκοντας…Φυσική σε ένα σχολείο.  Όταν όμως η Τράπεζα απειλήσει να τους πάρει το σπίτι εξαιτίας χρεών και υποθηκών, τότε ο Brenadan θα πρέπει να αναζητήσει μια extra πηγή χρημάτων, προκειμένου να προστατέψει την οικογένειά του.  Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα να διεκδικήσει και εκείνος μια θέση στο τουρνουά (το οποίο ονομάζεται μάλιστα SPARTA), καθώς και το τεράστιο, χρηματικό έπαθλο.  Τα δυο αποξενωμένα αδέλφια θα έρθουν πρόσωπο με πρόσωπο σε αυτό το τεράστιο, αθλητικό γεγονός, και τότε οι οικογενειακές πικρίες και τα απωθημένα θα βγουν στην επιφάνεια μια και καλή.  Ποιος θα επικρατήσει τελικά;

Ο σκηνοθέτης Gavin O’Connor επιστρέφει και πάλι στα κινηματογραφικά δρώμενα έπειτα από απουσία τεσσάρων ετών και πιο συγκεκριμένα έπειτα από το ‘μια από τα ίδια, αλλά καλό’ “Pride and Glory” του 2008 με πρωταγωνιστή τον Edward Norton.  Αυτή τη φορά ο O’Connor επιλέγει ξανά γνώριμα, σεναριακά μονοπάτια μιας που φαίνεται οτι τις ταινίες με αθλητικό/δραματικό περιεχόμενο τις ‘έχει’ αρκετά καλά, αν κρίνουμε μάλιστα και από το “Miracle” (2004) με τον Kurt Russel.  Η ταινία παρουσίαζε τη πραγματική ιστορία του παίχτη του χόκεϊ Herb Brooks, ο οποίος ακολούθησε αργότερα καριέρα προπονητή, μόνο για να οδηγήσει την ομάδα της Αμερικής στη νίκη, απέναντι στην αήττητη μέχρι τότε ομάδα της Ρωσίας.
Τώρα στο “Warrior” o Ο’Connor επιλέγει να οικογενιοποιήσει πιο πολύ τα πράγματα, και να χτίσει ένα κοινωνικό δράμα το οποίο όμως εξελίσσεται στα πλαίσια ενός διάσημου, αθλητικού τουρνουά.  Οι σχέσεις των τριών ανδρών βρίσκονται σε τεντωμένο σκοινί, και ο καθένας εκτός από τους προσωπικούς του δαίμονες, καλείται να αντιμετωπίσει και τους νταβρατισμένους δαίμονες του ρινγκ (εκτός από τον πατέρα ο οποίος όμως έτσι κι αλλιώς έχει μπόλικα δικά του θέματα να λύσει).
Αν και έχω τη ταπεινή γνώμη οτι η ταινία δε πλασαρίστηκε όπως έπρεπε, εντούτοις με χαρά ανακαλύπτω οτι ολοένα και περισσότεροι την έχουν ήδη μάθει και την έχουν ήδη δει, με αποτέλεσμα να συνεχίζω και εγώ ολοένα και περισσότερο το ψάξιμό μου για αξιόλογες ταινίες, που δεν έχουν δει και πολύ τα φώτα της δημοσιότητας.  Βέβαια κακά τα ψέματα τα φετινά Oscars φαίνεται πως έβαλαν το χεράκι τους για ένα μπουστάρισμα της, μιας που ο Nolte έχει τσιμπήσει την υποψηφιότητά του για ‘B Ανδρικό Ρόλο.  Η αλήθεια είναι οτι δύσκολα θα κερδίσει το βραβείο μέσα από τα χέρια του ‘πρωτάρη’ Christopher Plummer, αλλά όπως έχω ξαναπεί αυτό που έχει σημασία είναι ο ρόλος και οχι η απόκτηση του κυρίου Oscar.  Και εδώ ο ρόλος του Nolte είναι συνταρακτικός, όπως επίσης και των δυο νεαρών πρωταγωνιστών.

Αρχικά βλέποντας τη ταινία δε γίνεται να μη σου έρθει στο μυαλό το περσινό “The Fighter” με τους Christian Bale και Mark Wahlberg.  Οι ομοιότητες είναι αρκετές.  Και στις δυο περιπτώσεις μιλάμε για δυο αδέλφια μποξέρ (αν και ο Bale είχε καταστραφεί από τη διαρκή χρήση ναρκωτικών), για προβληματικούς, οικογενειακούς δεσμούς οι οποίοι με τη σειρά τους δημιουργούν έντονα εσωτερικά και άλυτα θέματα των πρωταγωνιστών, ενώ και η παρουσία των διαφόρων, απαγορευμένων ουσιών είναι εμφανής, στη μια περισσότερο, στην άλλη λιγότερο.  Ακόμα και το μοτίβο του οικογενειάρχη Wahlberg/Edgerton και του έτερου αδελφού που εξαρτάται σε έναν βαθμό από τον γονέα του (ο Bale από τη μητέρα του, ο Hardy από τον πατέρα του) μοιάζουν αρκετά, καθιστώντας τις δυο ταινίες συνώνυμες.  Παρόλα αυτά χαρακτηρίζονται και από μια ουσιαστικότατη διαφορά.  Αν και στο “The Fighter” οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές, με τον Bale και την Leo να κερδίζουν τα Oscars τους, εντούτοις ο χαρακτήρας του Wahlberg μοιάζει κάπως κενός και άνοστος.  Αντιθέτως το “Warrior” έχει να παρουσιάσει τις καλύτερες δυνατές ερμηνείες, από όλο το cast του, είτε πρόκειται για τους πρωταγωνιστικούς, είτε για τους δευτερεύοντες ρόλους.  Επίσης η δραματικότητα του “The Fighter” έχει να κάνει κυρίως με τα προβλήματα της οικογένειας, και δεν εκφράζεται τόσο πολύ κατά τη διάρκεια του αγώνα, ενώ στο “Warrior” συμβαίνει το αντίθετο.  Μπορεί οι διαπροσωπικές σχέσεις των τριών ανδρών να χρίζουν άμεσης εξυγίανσης, όμως όλη αυτή η ένταση και το άχτι, εκφράζονται ιδανικά μέσα στο φωτισμένο ρινγκ.  Έτσι ενώ μιλάμε για δυο ταινίες που ξεκινούν από κοινή αφετηρία, στη πορεία ακολουθούν τελείως διαφορετικούς δρόμους, με τη ταινία του O’Connor να κρατάει τελικά τα ηνία.
Οι προσωπικότητες των πρωταγωνιστών είναι δομημένες μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια και εμείς σαν θεατές γινόμαστε μάρτυρες των διαφορετικών του παρελθόντων μέσα από τις εκάστοτε αποκαλυπτικές στιγμές και τη πρόζα.  Ο καθένας τους έχει μια διαφορετική ιστορία να διηγηθεί, ενώ το αυστηρά οικογενειακό τους story το μαθαίνουμε μόνο μέσα από κουβέντες και συζητήσεις οι οποίες δεν είναι ξεκάθαρες, αλλά παρόλα αυτά μας βοηθούν να αντιληφθούμε μια γενική ιδέα του τι έχει συμβεί και έχει οδηγηθεί στη ρήξη αυτή η φαμίλια.
Νομίζω οτι το “Warrior” συγκεντρώνει μερικές από τις καλύτερες φετινές ερμηνείες, οι οποίες είναι τόσο βαθιά ανθρώπινες, ειλικρινείς και απόλυτα ρεαλιστικές, που δε γίνεται να μη σε συγκινήσουν ακόμα και αν είσαι φτιαγμένος από πέτρα!
Ο Tom Hardy έχει εξελιχθεί ραγδαία, σε έναν από τους πιο πολυτάλαντους, νέους ηθοποιούς ο οποίος έχει μάλιστα και τη δυνατότητα πραγματικά να μεταμορφώνεται στις ταινίες του.  Από τον θηριώδη χαρακτήρα του στο “Bronson” (2008) στο οποίο μοιάζει με φαλακρό, μουστακαλή χασάπη έτοιμο να σε κοπανήσει με τον καλοτροχισμένο του μπαλτά, μέχρι τον κοστουμαρισμένο γόη του “Inception” (2010) και τον α λα 70s φάση χαρακτήρα που υποδύεται στο “Tinker Tailor Soldier Spy” με φαβοριτέ μαλλί, και παντελόνι καμπάνα, ο Hardy ξέρει ακριβώς τι πρέπει να κάνει και κυρίως πως να το κάνει.  Εδώ υποδύεται τον υπερμουσκουλιασμένο Tommy, ο οποίος δε μιλάει πολύ, αλλά ρίχνει κάτι ξεγυρισμένες γροθιές που σε βγάζει νοκ-άουτ από τον πρώτο κιόλας γύρο.  Η χημεία του με τον Nick Nolte οπού και μοιράζονται τις περισσότερες σκηνές, είναι κάτι παραπάνω από απτή, και το συναίσθημα που βγάζουν είναι συγκλονιστικό.  Είναι τόσο απρόσιτος, τρομακτικός και εύθραυστος την ίδια στιγμή, που σίγουρα δίνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες (αν οχι τη καλύτερη) της μέχρι τώρα καριέρας του.
Πολύ καλός είναι και ο πατριώτης μου Joel Edgerton ο οποίος δίνει μια πειστική ερμηνεία ήπιων τόνων και δραματικών εξάρσεων όταν η υπόθεση το απαιτεί.  Και αυτός καταφέρνει να δέσει πολύ καλά με τους Hardy/Nolte δημιουργώντας μια αυθεντικά ανδρική τριάδα που χαρακτηρίζεται από πυγμή και ηθοποιική δυναμική.  Last but not least, o Νick Nolte ο οποίος είναι συγκινησιακός σίφουνας.
Έχοντας μείνει μακριά από το κακό, αλκοολικό του παρελθόν στη ταινία, φαίνεται πως τα έχει βρει κάπως με τον εαυτό του (με τους γιούς του ούτε λόγος) και κυρίως με τον…Θεό.  Βρήκα εξαιρετική τη σύλληψη των σεναριογράφων οι οποίοι βάζουν τον Nolte να ακούει από τα ακουστικά του τη διήγηση του διασημότατου μυθιστορήματος του Herman Melville, “Moby Dick”.
Για πολλούς η περιπέτεια του Ishmael έχει ταυτιστεί με τον καθημερινό γολγοθά του ανθρώπου να υπερπηδάει τις καθημερινές του δυσκολίες, ζητώντας στην ουσία να φτάσει στην ίδια τη θέωση.  Όπως ακριβώς ο Nolte αναζητά την ύπαρξη του ίδιου του Θεού, έτσι ακριβώς και η ιστορία του Moby Dick έχει να κάνει με τον εντοπισμό μιας θεϊκής οντότητας (έτσι κι αλλιώς πολλοί έχουν χαρακτηρίσει την ίδια τη φάλαινα ως το αναζητούμενο, θεϊκό πλάσμα).  Το γεγονός λοιπόν οτι ο Nolte αντλεί στη ταινία τη δύναμή του από το μυθιστόρημα αυτό, προκειμένου να μείνει νηφάλιος και στο πλευρό του Θεού, δεν είναι διόλου τυχαίο.  Αντιθέτως αυτό ακριβώς το σεναριακό εύρημα, εντείνει ακόμα περισσότερο την αίσθηση της τραγικής ειρωνείας, όταν τελικά οι προσπάθειες του Paddy πέσουν στο κενό.  Και μαζί με αυτές και ο ίδιος.
Η ερμηνεία του είναι μοναδική, το βλέμμα του θα μπορούσε να σου μιλάει με τις ώρες (ειδικά στις σκηνές με τον Hardy), ενώ η βραχνιασμένη του φωνή έρχεται και κολλάει στο ρόλο του, θυμίζοντας πως οι κραιπάλες και οι εθισμοί του παρελθόντος, βρίσκουν τελικά τον τρόπο να σε ακολουθούν για πάντα στη ζωή σου.  Υπέροχος σε βαθμό να σφίγγεται η καρδιά σου.
Η σκηνοθεσία είναι εντυπωσιακή, χωρίς φανφάρες.  Η κάμερα περιορίζεται σε έναν ηδονοβλεπτικό παρατηρητή, ο οποίος κρύβεται πίσω από μπουκάλια, σκηνικά και τοίχους, μόνο για να προσδώσει στη ταινία μια χαρακτηριστική, ρέουσα ματιά.  Τα καδραρίσματα κατά τη διάρκεια των επίπονων ξυλοφορτωμάτων, και το ζουμάρισμα πάνω στα ιδρωμένα και τραβηγμένα πρόσωπα των αθλητών, κάνουν ακόμα πιο έντονη της αίσθηση του σωματικού και πνευματικού πόνου τον οποίο βιώνουν κάθε λεπτό.  Μια ταιριαστή σκηνοθεσία, σε μια ταινία που λέει τα πράγματα με το όνομά τους.
Το “Warrior” είναι αναμφίβολα μια από τις καλύτερες φετινές ταινίες.  Σκηνοθεσία, ερμηνείες, υπόθεση είναι όλα στο φουλ και θα είναι πραγματικά κρίμα να μη τη δείτε.  Ακόμα και όσοι δεν αρέσκονται σε αυτό το-ας το πούμε-αθλητικό περιεχόμενο, να είστε σίγουροι οτι αυτό το εργάκι έχει πολλά…πολλά περισσότερα πράγματα για να σας κρατήσει.
Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι το τελευταίο της 20λεπτο είναι ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ, οτι είναι cool ρε παιδί μου να είσαι το πρωί καθηγητής και το βράδυ να ρίχνεις ξυλίκι, και οτι η κλασική μουσική δημιουργεί τους αυριανούς νικητές.  

TRIVIA

  • O Edgerton έσκισε το MCL (medial collateral ligament) στα γυρίσματα, ενώ ο Hardy έσπασε ένα δάχτυλο ποδιού, μερικά πλευρά και ένα δάχτυλο από το χέρι του.
  • Ο Hardy αντί να πάει στο ξενοδοχείο του όταν έφυγε από την Αγγλία και έφτασε στην Αμερική για τα γυρίσματα, εμφανίστηκε στο σπίτι του σκηνοθέτη τα μεσάνυχτα.  Τελικά οι δυο τους έμειναν μαζί στο σπίτι του σκηνοθέτη για πέντε μέρες!
  • Ο τύπος ο οποίος οργανώνει το αθλητικό τουρνουά στη ταινία, είναι ο σκηνοθέτης Gavin O’ Connor.
(Πηγή IMDB)

Παιδάκια αύριο ξεκινάνε τα Blogoscars οπότε σκεφτόμουν πως μέχρι να τελειώσουν, καλύτερα θα ήταν να μην ανεβάσω ταινίες, διότι θα μου πέσουν όλα μαζί στο κεφάλι και δε θα προλαβαίνω τίποτα.  Άρα η ψηφοφορία μας μεταφέρεται για την άλλη εβδομάδα, υπομονούλα μέχρι τότενες! : )

Shame: It’s a shameless world…

NEW ARRIVAL 


Χαίρετε και πάλι, και καλή μέρα να έχουμε.  Πέμπτη σήμερα και όπως κάθε φορά, αρκετές είναι οι ταινίες που θα κάνουν και σήμερα την εμφάνισή τους στις αίθουσες.  Καταρχάς μη διανοηθείτε καν να πάτε να δείτε το τερατούργημα που ακούει στο όνομα “Jack and Jill” με τον ανεκδιήγητο πλέον Adam Sandler καθώς θα χάσετε το χρόνο και το χρήμα σας.  Έπειτα μη πάτε να δείτε ούτε το “One For the Money” με την ανεκδιήγητη γλάστρα Catherine Heigl γιατί θα πάθετε το ίδιο ακριβώς.  Επιλέξτε ανάμεσα σε 3d έκδοση του “Star Wars”, του ατμοσφαιρικού θρίλερ “The Woman in Black” με τον Radcliffe στη μετα-Χάρυ Πότερ εποχή, τον άφιλο “Albert Nobbs” με την υποψήφια για Oscar Glenn Close και τελικά καταλήξτε να δείτε τη ταινία για την οποία θα μιλήσουμε και εμείς σήμερα.  “Shame”.  Δυστυχώς προς το παρόν η ταινία θα φιλοξενείται μόνο στο ODEON OΠΕΡΑ στο Κέντρο, αφού απ’οτι προβλέπεται ο Jack και η Jill θα κόψουν απείρως περισσότερα εισιτήρια, και βασικά καλά να πάθουμε.  Πάντως όσοι είστε οι γενναίοι και κατεβείτε να την δείτε, νομίζω πως θα φύγετε κερδισμένοι.  Ξεκινάμε…

Ο Brandon Sullivan (Michael Fassbender) είναι ένας γοητευτικός τριαντάρης που ζει σε ένα μικρό, αλλά καλογυαλισμένο διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη.  Έχει μια πετυχημένη δουλειά, και γενικά είναι από τους τύπους που θα μπορούσαν να έχουν τα πάντα στα πόδια τους (εν μέρει τα έχουν ακριβώς εκεί).  Θα μπορούσε, αλλά δεν είναι έτσι.  O Brandon είναι εθισμένος στο σεξ, όπως ένας ναρκομανής που αποζητά τη δόση του, ή ένας αλκοολικός που εξαρτάται από το τελευταίο μπουκάλι ουίσκι που έχει στο ντουλάπι του, έτσι και ο πρωταγωνιστής έχει το σεξ στο τσεπάκι του.  Όταν του δίνεται η ευκαιρία πηδάει το θηλυκό που βάζει στο μάτι, την βρίσκει με το υπερ-πορνογραφικό υλικό που έχει στο σπίτι του, κάνει cyber sex, επισκέπτεται τουλάχιστον μια φορά την ημέρα την τουαλέτα στο γραφείο του προκειμένου να αυνανιστεί και να ξεδώσει, ενώ καλεί και πολλές…πολλές πόρνες πολυτελείας (ή οχι και τόσο πολυτελείας) στο σπίτι, προκειμένου να ικανοποιήσει τον εθισμό του.  Εν μέσω μιας σεξουαλισμένης καθημερινότητας, ο Brandon θα δεχθεί την αναπάντεχη επίσκεψη της αδελφής του Sissy (Carey Mulligan) η οποία βρίσκεται εν μέρει στον αντίποδα.  Η Sissy είναι ένα εύθραυστο πλάσμα που αναζητά την ανθρώπινη επαφή και τη συντροφιά, ακόμα και όταν η ‘επαφή’ της με κάποιον, αντιμετωπίζεται από αυτόν ως μιας πρώτης τάξεως τσιλιμπούρδισμα με one night stand-ικές προεκτάσεις.  Η σχέση ανάμεσα στα δυο αδέλφια είναι εκ των πραγμάτων προβληματική καθώς μοιάζει με κυνηγητό σκιών.  Ο ένας θέλει να αποδεσμευτεί από κάθε τι που έχει να κάνει με ανθρώπινο συναίσθημα, ενώ η άλλη κυνηγάει τη σκιά του αδελφού που είναι πάντα απών, ακόμα και όταν είναι παρόν.  Την ίδια στιγμή ο σεξουαλικός εθισμός του ήρωα, πιάνει πάτο…

Δεύτερη συνεργασία αυτή για το δίδυμο Steve McQueen-Michael Fassbender μετά το σοκαριστικό “Hunger” (2008) και φαίνεται πως και οι δυο τους έχουν ακόμα πολλά πράγματα να δώσουν.
Το “Shame” αποτελεί αναμφίβολα μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, αν και από τις πιο αδικημένες από τα διάφορα βραβεία, και δη τα φετινά, βαρετά Oscar.  Μπορεί εκεί στο Αμέρικα βέβαια ο πουριτανισμός να χτύπησε για ακόμη μια φορά τη πόρτα της Ακαδημίας, παρόλα αυτά στην Ευρώπη η ταινία δαφνοστολίστηκε νωρίς από τα φεστιβάλ, κερδίζοντας το βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο φεστιβάλ της Βενετίας, καθώς και Ανδρικού Ρόλου για τον Fassbender.  Ο Γερμανο-ιρλανδός γόης έβαλε στη τσέπη του και το βραβείο Καλύτερου Ηθοποιού στα British Independent Film Awards, ενώ ήταν υποψήφιος και στις Χρυσές Σφαίρες.  Αλλά μέχρι εκεί.  Στη τελική όμως ποιος χρειάζεται τα βραβεία, και τις ποικίλες υποψηφιότητες για να αποδείξει την αξία του;  Εξάλλου δεν είναι και λίγες οι φορές που τα βραβεία έχουν πάει στράφι, χάρη στους-από το πουθενά-νικητές που κάθε άλλο παρά τα άξιζαν.  Το “Shame” είναι μια από αυτές τις ταινίες που δε χρειάζεται τίποτα άλλο για να σταθεί μόνη της, πέρα από μια υπέροχα ‘ατμοσφαιρική’ σκηνοθεσία και δυο από τις καλύτερες ερμηνείες της χρονιάς.

Ο McQueen σκηνοθετεί μαεστρικά τη σύγχρονη, αστική μοναξιά θέτοντας ως βάση της όποιας ιστορίας του, έναν εθισμό που δεν βλέπουμε πολύ συχνά στη μεγάλη οθόνη.  Κι όμως.  Αυτό το ‘ναρκωτικό’ ίσως και να είναι πιο σύγχρονο από ποτέ.  Σε έναν κόσμο τζαμάτων ουρανοξυστών και αγνώστων, ο οποιοσδήποτε μπορεί να θελήσει να ξεφύγει από το τώρα και να φτάσει στον παροξυσμικό του οργασμό, μόνο με ένα κλικ, καθισμένος μπροστά από τον υπολογιστή του.  Ο McQueen επιλέγει να ωθήσει το πράγμα στα όρια, βάζοντας τον ήρωά του να υποδυθεί έναν σύγχρονο “American Psycho”, με το minimal διαμέρισμα, την σκούρα καπαρντίνα και το drooling παρουσιαστικό, ο οποίος όμως ανταλλάσσει τη δολοφονική διαστροφή και τον καυστικό, κοινωνικό σχολιασμό, για χάρη μιας μοντέρνας, υπέρμετρης σεξοδιαστροφής που είναι το αντίδοτο στην απομάκρυνση του από κάθε τi ανθρώπινο.
Όλη αυτή η σεξουαλική μανία που χαρακτηρίζει τον Fassbender αποτυπώνεται ιδανικά στην κατακερματισμένη σκηνοθεσία του McQueen ο οποίος κατά τη διάρκεια της επαφής μας δίνει κυρίως κομμάτια του ανθρώπινου σώματος: ένα ερεθισμένο μόριο, στήθη που κουνιούνται ανεξέλεγκτα, τουρλωμένα οπίσθια που γεμίζουν την κάμερα, και πλάνα που κολλάνε πάνω στο νευρώδες σώμα του πρωταγωνιστή, ο οποίος παραπέμπει σε άγριο ζώο που βρίσκεται σε σεξουαλική συνεύρεση με το ταίρι του.  If only.  Η αναζήτηση της αξίας να ζεις, να υπάρχεις και να αναπνέεις μέσα σε μια βιομηχανικά χρωματισμένη Νέα Υόρκη, άγρια και μουντή, βρίσκεται στα κομμάτια και οχι στην ολότητα.  Είναι στιγμές και οχι μια συνέχεια.  Ο Brandon είναι συλλέκτης ανθρώπινων μελών σώματος, ακριβώς όπως και ο Christian Bale στο αιματηρό “Amercinan Psycho”.  Με τη διαφορά οτι ο Fassbender δε τα κρατάει στοιβαγμένα στη συντήρηση του ψυγείου του.

Μέσα από την σύγχρονη ματιά του σκηνοθέτη, ο Fassbender δίνει μια πραγματικά υπέροχη ερμηνεία, που εκφράζεται μέσα και από τη παραμικρή σπιθαμή του κορμιού του.  Οι εκφράσεις του προσώπου του ενώ κάνει σεξ, το βλέμμα του όταν φλερτάρει, ή όταν βιώνει τον απόλυτο κενό, η στάση του σώματος και η ομιλία του, τα πάντα πάνω του είναι δουλεμένα και προσεγμένα μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια.
Η προβληματική του σχέση με την αδελφή του (εξαιρετική και η Mulligan σε έναν προκλητικό για τα δεδομένα της ρόλο) η οποία δίνει και υποψίες μιας βαθύτερης μεταξύ τους σεξουαλικότητας, αποτελεί την αφορμή προκειμένου ο Brandon να έρθει αντιμέτωπος με τον προσωπικό του πάτο.  Τον αναγνωρίζει και προσπαθεί να ανακάμψει.  Δύσκολο πράγμα για κάποιον που έχει συνηθίσει να ζει μέσα στην απρόσωπη ηδονή και λαγνεία, γεγονός που επιβεβαιώνεται με την αδυναμία του να συνευρεθεί με μια γυναίκα για την οποία ίσως και να αισθάνεται κάτι περισσότερο από μια απλή καύλα.

Στο πλευρό ενός Fassbender που δίνει κυριολεκτικά ρέστα και γεμίζει το πλάνο χάρη στη πληθωρική (να τα λέμε αυτά) του παρουσία, βρίσκεται η Mulligan η οποία χρειάζεται διαρκώς την επιβεβαίωση.  Οτι αξίζει, οτι την αγαπούν και οτι κάποιος φροντίζει γι’ αυτή.  Ο αδελφός της αδυνατεί να της προσφέρει αυτό που θέλει (χωρίς αυτό να σημαίνει οτι δε την αγαπά) και ο κόσμος της γκρεμίζεται, όπως φαίνεται να γινόταν και στη παιδική της ηλικία, για την οποία έχουμε μόνο αναφορές (και μια σκηνή η οποία με ευρηματικό τρόπο μας λέει ξεκάθαρα τι είχε συμβεί).  Ντελικάτη και συγκινητική, δίνει ίσως την καλύτερη μέχρι τώρα ερμηνεία της καριέρας της.
Το “Shame” είναι ένα προκλητικό διαμάντι, όμοιο του οποίου είχαμε καιρό να δούμε.  Η εξαιρετική του μουσική επένδυση, η χαρακτηριστική σκηνοθεσία του MqQueen με τα μεγάλης διάρκειας πλάνα, την αποχρωματισμένη παλέτα (το κόκκινο το βλέπουμε μόνο σε δυο βασικές στιγμές) και οι υπέροχες ερμηνείες των πρωταγωνιστών, κάνουν αυτή τη ταινία must see.  Ο Fassbender καλύτερος από ποτέ.  Προκλητικός κι αυτός, τολμηρός και τόσο μα τόσο μοναχικός, που σε σπαράζει.  Αξίζει την αμέριστη προσοχή σας.  Δώστε την.

Τι έμαθα από την ταινία:  Οτι το ‘New York, New York’ παίρνει την ερμηνεία που του αξίζει από την Mulligan, οτι ο Fassbender είναι ‘μεγάλος’ και οτι περιμένω πως και πως να δω και πάλι σκηνοθέτη και ηθοποιό να δημιουργούν τέτοια αποτελέσματα.

TRIVIA

  • Σκηνοθετήθηκε σε μόλις 25 μέρες!
  • Στην σκηνή που ο Fassbender ακούει τη Mulligan να τραγουδάει, η αντίδρασή του είναι απολύτως φυσική, καθώς η σκηνή γυρίστηκε σε real time. Συγκεκριμένα σκηνοθετήθηκε στις 3 το πρωί, με τον Fassbender να δακρύζει στο τραγούδι της Mulligan, την οποία άκουγε για πρώτη φορά.
(Πηγή IMDB)
Αύριο έχουμε ψηφοφορία για να αναδείξουμε τη ταινία που εσείς θεωρείται οτι πρέπει να πάρει φετινό Oscar Kαλύτερης Ταινίας.  Stay cool!