Juan de los Muertos (a.k.a Juan of the Dead): Viva la revolution!

Hello hello!  Σήμερα το σκέφτηκα απο’δω, το σκέφτηκα απο’κει, και αποφάσισα να γράψω για μια ανεξάρτητη ταινιούλα εκ Κούβας, την οποία ήταν να δω στις Νύχτες Πρεμιέρας (τη τελευταία τους μέρα μάλιστα), αλλά τελικά κατέληξα να τη δω λίγο αργότερα.  Και συγκεκριμένα, μόλις ελάχιστες ώρες αργότερα, αγκαζέ με το boyfriend, στο σπίτι.  Η αλήθεια είναι, πως την περίμενα λίγο καλύτερη, αλλά στην τελική το “Juan de los Muertos” είναι μια ταινία-απόλαυση, για όλους τους fan των απέθαντων, που υπάρχουν εκεί εξώ.  Και είναι πολλοί.  Οι fan, οχι οι απέθαντοι.
Με αφορμή λοιπόν και το ξεκίνημα της τρίτης σεζόν του “The Walking Dead” (η οποία ξεκίνησε φορτσάτα, να τα λέμε αυτά), σήμερα η μέρα μας είναι αφιερωμένα στα χαριτωμένα ζόμπια, και δη αυτά της…κουβανικής καταγωγής, τα οποία για πρώτη φορά βλέπουμε στη μεγάλη οθόνη-αν δεν απατώμαι.  Ξεκινάμε λοιπόν.  Γκρρρουααα…

Τον Ιούλιο του 1953, ο Fidel Castro ξεκίνησε την επανάστασή του, κατά του Κουβανού διακτάτορα, Fulgencio Batista.  Το αποτέλεσμα μέτρησε υπέρ του μέχρι σήμερα ‘σκυλιού μαύρου’ Castro, και έτσι το 1959 ο Batista μάζεψε τα μπογαλάκια του, πήρε το κουβαδάκι του και πήγε σε άλλη παραλία-για να μιλήσουμε και με τρόπο ιστορικό.
59 χρόνια μετά, μια νέα επανάσταση μοιάζει να σιγοβράζει στο κουβανικό έδαφος, με μπροστάρη τον τεμπελχανά Juan (Alexis Diaz de Villegas), και τους έτερους ‘συναδέλφους’ στη τεμπελιά: τον κολλητό, κοιλαρά του, φίλο, τον ωραίο γιο του φίλου, μια τραβεστί όλα τα λεφτά, καθώς και τον τούμπανο φίλο της τραβεστί, ο οποίος παρά το παρουσιαστικό του, λιποθυμά στο λεπτό, μπροστά στην θέα του αίματος.  Και οι φίλοι μας, έχουν να δουν πολύ αίμα αυτές τις μέρες…

Ενώ όλα φαίνεται να κυλούν με τους ίδιους, νωχελικούς ρυθμούς στη πόλη, περίεργα κρούσματα βίας θα αρχίσουν να κάνουν την εμφάνισή τους, με τον πληθυσμό της περιοχής να μην έχει καλά καλά συνειδητοποιήσει οτι πρόκειται για κάτι πολύ σοβαρότερο: όπως έναν ιό για παράδειγμα που σε κάνει επιρρεπή στη λύσσα, τις άναρθρες κραυγές, το σάπισμα και την ακόρεστη όρεξη για ανθρώπινο κρέας.  Όταν τελικά ο Juan και η παρέα του πάρουν χαμπάρι το κακό που τους έχει βρει (προσθέστε στη παρέα και την νεαρά κόρη του Juan), τότε θα αποφασίσουν να δημιουργήσουν μια κερδοφόρα επιχείρηση, προκειμένου να εκμεταλλευτούν τη δύσκολη αυτή κατάσταση: θα εξοντώνουν-με το αζημίωτο βέβαια-κάθε ζόμπι το οποίο τους ζητείται από τους πελάτες (βλ. υγιείς ακόμη ανθρώπους).  Περιττό να πούμε οτι κάποια στιγμή το πράγμα ξεφεύγει εντελώς.  Ειδικά όταν στη μέση μπαίνει και η κυβέρνηση, η οποία πληροφορεί τους πολίτες οτι αυτοί που προκαλούν τον αιμάτινο χαμό, είναι επαναστάτες του αντίπαλου, πολιτικού μετώπου, οι οποίοι θέλουν να την ανατρέψουν.  Yeah right…

Έκτη μεγάλου μήκους ταινία του Αργεντινού, Alejandro Brugues, ο οποίος μέχρι τώρα έχει σκηνοθετήσει φιλμάκια, που η αλήθεια είναι πως δεν είχα ακούσει ποτέ στη ζωή μου.
Αν δε βαριέσαι να τον ψάξεις λίγο παραπάνω, κάποιοι τίτλοι του είναι οι “Personal Belongings”, “Fabula” (σενάριο) και “Frutas en el Cafe” (πάλι σενάριο), αν και μεταξύ μας, δε νομίζω να έχουν το ίδιο fun με τη πιο πρόσφατη, ζομπίστικη προσπάθειά του.
Για την ιστορία, να σου πω επίσης, οτι το “Juan de los Muertos” έχει τσεπώσει σχεδόν όλα τα βραβειάκια των αντίστοιχων κινηματογραφικών φεστιβάλ στα οποία έχει συμμετάσχει, και προφανώς εννοούμε αυτά, του φανταστικού.  Στην Ελλάδα προβλήθηκε στη κατηγορία “Μετά τα μεσάνυχτα” και φανταζόμαστε οτι αν είχε συμμετάσχει στο φεστιβάλ του Sundance, θα ανήκε στη κατηγορία “Midnight Madness”, στην οποία πολύ πιθανό και να κέρδιζε.
Βεβαίως μη περιμένετε να κλείσω αυτή τη μικρή, και συνήθως αφιερωμένη στον σκηνοθέτη της ταινίας, παράγραφο, χωρίς να αναφερθώ έστω και λίγο στο επικά cult poster της ταινίας, καθώς θα ήταν ντροπή.
Πολύ κακός Juan που ουρλιάζει στο προσκήνιο, με ψηφιακές πιτσιλιές αίματος στο μπλουζάκι;  Check.  Κοιλαράς φίλος στο πλάι, με bad ass ύφος χιλίων καρδιναλίων και βάλε;  Check.  Υπερcool γιος κοιλαρά φίλου στην άλλη πλευρά, με γυαλί Ray Ban και στάση ‘γατάκια-ζόμπι, για ελάτε και θα σας δείξω εγώ.  Γατάκιααα’;  Check.  Η αργεντίνικη σημαία να πιάνει όλο το background, ξεσκισμένη και μέσα σε ένα χρώμα κίτρινο σα τον ίκτερο;  Check.  Και φυσικά, κτίρια, εκρήξεις, και ολίγον από σαπιοχέρια στον πάτο του poster;  Μα φυσικά και check.  Απορώ τι άλλο θέλετε.  Μμμ, ίσως τον Godzilla να έχει αρπάξει τον Rex τον τυραννόσαυρο από τον λαιμό, ρίχνοντας δεξί κροσέ στα μούτρα του King Kong, και το George Romero να έχει αναληφθεί στα ουράνια μέσα σε ένα χρυσό φως, καθισμένος σε μια βελούδινη, μπορντό πολυθρόνα.  Ίσως…

Η ταινία είναι ένα από εκείνα τα εντελώς fun φιλμάκια, που συνήθως βλέπεις αραχτός μπροστά στη τηλεόραση, παρέα με τους κολλητούς και απλά κάνεις καφρίλες, αλλά ενδείκνυται και για όταν θες ζόμπι στο menu, χωρίς όμως την μεγάλη τρομάρα βρε αδελφέ!  Βάζεις έτσι να δεις τον Juan, με τον Κουβανοαργεντινό (τι ακριβώς είναι θα σας γελάσω) John Torturo ή αλλιώς Alexis Diaz de Villegas και ξενοιάζεις.
Η αλήθεια βέβαια είναι οτι ο Juan, είναι μια τόσο απροκάλυπτα b-movie φύσεως ταινία, ώστε ούτε οι ίδιοι οι ηθοποιοί δε παίρνουν τους εαυτούς τους στα σοβαρά, παραπέμποντας περισσότερο σε απολαυστικές, cult καρικατούρες, παρά σε ανθρώπους που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το νεκροζώντανο κακό που τους απειλεί.
Το ωραίο με τη συγκεκριμένη παραγωγή, είναι η ατμόσφαιρα που αποπνέει η ίδια η Κούβα.  Παθιασμένη, καυτή και sexy, είναι πραγματικά αλλόκοτο το πως ο σκηνοθέτης έχει καταφέρει να κρατήσει αυτή την εικόνα, μέσα σε μια ταινία splatter.  Και όμως το κάνει τόσο καλά.  Είτε ρίχνοντας στο παιχνίδι πληθωρικές πόρνες, είτε βάζοντας να παιχτεί ένα ειδύλλιο ανάμεσα στη κόρη του Juan, και τον γιο του κολλητού του, είτε πάλι γεμίζοντας τα πλάνα του από καθάριο, γαλάζιο ουρανό και αλκοολικά τσουγκρίσματα, το σίγουρο είναι οτι ο Brugues δεν είναι καθόλου φειδωλός στη παρουσίαση της Κούβας, την οποία καθιστά ουσιαστική πρωταγωνίστρια, από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας.  Και καλά κάνει.

Αν περιμένεις να δεις μια ταινία με την οποία θα τρομάξεις, σου έχω κακά μαντάτα καθώς αυτό που κυριαρχεί εδώ είναι το χιούμορ και το χιούμορ μόνο.  Οk ο Brugues μπορεί να επιλέγει και ολίγον από συναίσθημα, αλλά μη περιμένετε τίποτα δακρύβρεχτο, καθώς όπως είπαμε ο βασικός σκοπός είναι η πρόκληση μιας κωμικής φρίκης, μέσα σε ένα περιβάλλον που έχει αρχίσει να παραπαίει επικίνδυνα.
Και κάπου εδώ αυτοί που αρέσκονται στο κάτι παραπάνω, θα μπορέσουν να αντιληφθούν την ειρωνεία αυτού του κινηματογραφικού επιτεύγματος, όσον αφορά τη πολιτική του διάσταση.
Η κυβέρνηση εθελοτυφλεί και ενημερώνει τους πολίτες οτι οι νεκροί είναι στασιαστές, επαναστάτες που θέλουν να της πάνε κόντρα, αδιαφορώντας για το πραγματικό πρόβλημα που έχει κατακλύσει ολόκληρη τη Κούβα (και προφανώς, οχι μόνο).
Στην ουσία θα μπορούσαμε να πούμε οτι πρόκειται και για έναν έμμεσο, εύστοχο σχολιασμό, πάνω στην πολιτική ιστορία και τις κοινωνικές αναταραχές της χώρας;  Γιατί οχι;  Εξάλλου στο πρόσωπο των γραφικών ζόμπι, μπορούμε να αναζητήσουμε είτε το αντίπαλο, πολιτικό δέος, είτε την ίδια τη κυβέρνηση η οποία με μυαλό σαθρό, και σάπια πολιτική αντίληψη, εξακολουθεί να χειραγωγεί τους πολίτες της.  Και στη προκειμένη περίπτωση, με κάτι περισσότερο από καταστροφικά αποτελέσματα.
Ως προς τη σκηνοθεσία της, μιλάμε για μια έντιμη προσπάθεια, δεδομένου και του μικρού-όπως όλα δείχνουν-budget το οποίο φαίνεται να είχε η ταινία.  Τα ειδικά εφέ, μοιάζουν πολύ ειδικά και πολύ ψεύτικα, αλλά κάτι μου λέει οτι αυτό είχε στο μυαλό του και ο σκηνοθέτης.  Παράλληλα, οι ευτραπελικές καταστάσεις αποτελούν τη βάση της υπόθεσης, οι οτινανικοί χαρακτήρες το κερασάκι στη τούρτα και γενικώς όλο το γλυκό δένει, χάρη στη προσηλωμένη προσπάθεια του δημιουργού: να κάνει μια “χιουμοριστική”, splatter ταινία με ζόμπια και υπόνοιες πολιτικού περιεχομένου.  Μα είναι να μη σ’ αρέσει;

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο εναπομένον νεαρός έπειτα από ένα zombie outbreak, είναι πάντα ωραίος, οτι ποτέ δε κατάλαβα γιατί ο χοντρούλης φορούσε τη στολή του δύτη και οτι το τέλος είναι ‘πιο χολιγουντιανό πεθαίνεις’.


No trivia

Excision: It’s hard being a teenager

Alloha again!  Σήμερις η ταινιούλα για την οποία θα μιλήσουμε είναι για περιορισμένο κοινό μόνο.  Και τι εννοώ με αυτό.  Εννοώ οτι είναι μια ταινία που οι περισσότεροι θα βρουν άρρωστη (και καλά θα κάνουν) και συνεπώς εγώ πρέπει να προειδοποιήσω από τώρα, οτι δεν είναι μια ταινία για όλους, αλλά για λίγους.  Ξέρω βέβαια οτι με αυτό που λέω, εξάπτω ακόμα περισσότερο τη φαντασία σας, αλλά πιστέψτε με, όσοι δε αρέσκεστε σε αλλόκοτες καταστάσεις, δεν αγαπάτε τον κινηματογράφο του Cronenberg και την ωμή βία, το αίμα και τον διεστραμμένο τρόπο σκέψης, τότε σίγουρα το “Excision” θα είναι για σας μια σίγουρη καταστροφή.  Και προκειμένου να μου λέτε μετά ‘τι ήταν αυτό που μας πρότεινες να δούμε; είσαι στα καλά σου;’, ξεχωρίζω από τώρα τη στάση μου και λέω: αν δεν σας αρέσει αυτός ο κινηματογράφος, τότε καλύτερα για εσάς να αποφύγετε τη ταινία.  Διαλέξτε κάτι άλλο.  Οι υπόλοιποι μπορείτε να συνεχίσετε το διάβασμα.  Και καλή(;) προβολή παιδιά…

Η Pauline (Annalynne McCord) είναι μια έφηβη, αρκετά διαφορετική από ότι οι υπόλοιποι συνομήλικοί της.  Αρχικά η Pauline είναι διαταραγμένη, πάσχει από ακρωτηριαστικές παραισθήσεις που την ερεθίζουν σεξουαλικώς, και που συνήθως περιλαμβάνουν θέματα όπως η αποβολή, ο αυνανισμός μέσα σε λίμνες αίματος, ο αποκεφαλισμός, το σεξ επίσης, μέσα σε πίδακες αίματος, και γενικώς ένα σωρό disturbing πράγματα που καταλαμβάνουν όλη την έκταση του σκοτεινού μυαλού της.
Μπορεί η Pauline να είναι μια άκρως, ψυχιατρική περίπτωση, είναι όμως έξυπνη, ατακαδόρα, γράφει τη θρησκευτική ψυχανάλυση (ναι βεβαίως, υπάρχει και αυτό) στο παρθένο ακόμα, κομμάτι του κορμιού της, αντιδρά απέναντι στη control freak και εντελώς στρίγκλα μάνα της, Phyllis (Traci Lords), ενώ ταυτόχρονα αγαπά όσο δε πάει την μικρότερη αδελφή της, Grace (Ariel Winter) η οποία πάσχει από κυστική ίνωση, και χρείζει διαρκής παρακολούθησης.
Βέβαια η Pauline, έχει να αντιμετωπίσει και τον χλευασμό των ομοίων της στο σχολείο, όπου ανάμεσα σε ξανθιές παρτολο-bimbos και αθλητικούς γόηδες, η ίδια, ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες το γάλα.  Και έτσι όμως, περιορίζεται στο πέταγμα δηλητηριωδών ατακών και περιδιάβασης στον κόσμο του μυαλού της, εκεί οπού οι βλέψεις της για καριέρα χειρούργου, έχουν γίνει πραγματικότητα στο πρόσωπο ένα ξανθού της, hot, alter ego που έχει στην διάθεσή του ορδές από γυμνά αντρικά και γυναικεία σώματα, τα οποία ξεσκίζει.  Κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Ω ναι, η Pauline είναι μια επικίνδυνα διαταραγμένη προσωπικότητα.  Το έχει καταλάβει άραγε κανείς;

Tο “Excision” είναι μια από τις κλασικές περιπτώσεις ταινιών, που πέρα από ένα μικρό πέρασμα από διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ, ποτέ δε καταφέρνει να πάρει ευρύτερη διανομή, περιοριζόμενο κυρίως σε μια ολιγοήμερη προβολή, σε κάποια underground αίθουσα των Ηνωμένων Πολιτειών, ή ακόμα πιο συνηθισμένα, στην απευθείας κυκλοφορία του σε DVD και BluRay.  Έτυχε μάλιστα σήμερα, 16 Οκτωβρίου, να είναι η μέρα που η ταινία θα κυκλοφορήσει στα dvd-άδικα (έτσι τα λένε άραγες;) της Αμερικής.  Το ενδιαφέρον βέβαια στη προκειμένη περίπτωση, είναι πως η ταινία θα κάνει την επίσημη, ευρωπαϊκή της πρεμιέρα στην Αγγλία, και μάλιστα όπως όλα δείχνουν θα παιχτεί κανονικά στις αίθουσες (σοκ και δέος).
Από την άλλη μεριά πάλι, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τους λόγους, για τους οποίους τέτοιου είδους ταινίες, δε βρίσκουν ποτέ τον δρόμο τους, προς τις σκοτεινές αίθουσες.
Πέρα από το γεγονός οτι ο σκηνοθέτης της, Richard Bates Jr. (καμία σχέση με τον Norman Bates του “Psycho” αν και σε ιδιοσυγκρασία, δε λες οτι διαφέρουν και πολύ) είναι ένα νέο παιδί, που μετράει στο ενεργητικό του ένα μόνο ακόμη, short φιλμάκι, το οποίο μάλιστα ονομάζεται “Excision” (βλέπετε η ταινία ξεκίνησε σαν short story, και έπειτα έγινε μεγάλου μήκους.  Όπως ακριβώς είχε συμβεί και με το “Teddy Bear” που είχαμε δει λίγο καιρό πριν), αλλά παράλληλα το περιεχόμενο του film είναι τόσο ακραίο και μακάβριο, που μάλλον ο κόσμος δεν λες ακριβώς οτι θα συνέρρεε για να τη δει.  Έτσι κι αλλιώς ξέρουμε όλοι, οτι σε μια εποχή που τα box-offices πρέπει να βγάζουν κέρδος, βασιζόμενα πολλές φορές σε ταινίες, πιο ηλίθιες και από τον Adam Sandler, τις πιο ψαγμένες (οχι απαραίτητα κουλτουρέ, απλά, διαφορετικές) προτάσεις και τις εναλλακτικές επιλογές που έχουν κάτι να σου πουν, πρέπει να τις αναζητήσεις αλλού.  Συνεπώς αν θες να δεις το “Excision” πρέπει να το αναζητήσεις μόνος σου.  Οχι απαραιτήτως κακό, απλώς πραγματικά εκνευριστικό, όταν δε μπορείς να κάνεις ούτε κι αυτό.

Έτσι λοιπόν μετρώντας και μια παρουσία στο φεστιβάλ του Sundance, το “Excision” είναι μια ταινία οπτικά προκλητική (εντάξει, η σκηνοθεσία της είναι απλά ακαταμάχητα άρρωστη), που όμως δε μένει σε επίπεδο τύπου ‘νεαρή, διαταραγμένη πρωταγωνίστρια που κάνει καφρίλες, και κανείς δεν έχει καταλάβει οτι είναι βαθιά άρρωστη’, αλλά φαίνεται πως ο Bates πάει το πράγμα λίγο παραπέρα, βάζοντας στο τσουκάλι του πολλά, ετερόκλητα στοιχεία, που δημιουργούν ένα film ιδιαίτερο, με μπόλικα κότσια (όσα και αυτά της McCord που δέχθηκε έναν τέτοιο ρόλο) και αλήθειες δοσμένες μέσα από ένα τόσο εφιαλτικό καλειδοσκόπιο εικόνων και συναισθημάτων, που σου είναι αδύνατο να τη σταματήσεις, άπαξ και τη ξεκινήσεις.
Ενδεχομένως το μεγαλύτερο ατού της ταινίας, είναι πως η πρόθεση του Bates είναι διττή.  Από τη μια πλευρά βλέπεις πως όλο το cast που έχει συγκεντρώσει είναι τόσο απροκάλυπτα cult, camp-όπως θέλεις πες το-που δε χωράει αμφιβολία οτι κάπου στο μυαλό του, είχε την ιδέα να φτιάξει έτσι κι αλλιώς μια ταινία, που ισορροπεί ανάμεσα στο κρονενμπερικό gore κομμάτι, εμπλουτισμένη όμως με δόσεις κυνισμού και πραγματικού black humor, άξιοι εμπνευστές των οποίων, είναι όοολοι αυτοί που έχουν μαζευτεί εδώ.

Το ξέρω οτι θες να μάθεις ποιοι είναι, γι’ αυτό και θα σου πω.  Έχουμε και λέμε: Traci Lords, ηθοποιός, παραγωγός, σκηνοθέτης, μουσικός, αλλά κυρίως γνωστή για τις b-movie εμφανίσεις, καθώς και την…πορνογραφική της δράση σε ανάλογες ταινίες.  Malcolm McDowell, ο Alex του Κουρδιστού Πορτοκαλιού, έκανε τη καλύτερή του ταινία νωρίς και αναλώθηκε σε μια απενοχοποιημένη, β’ καριέρα που λόγω φυσίκ του πάει.  John Waters, περίεργη, cult φυσιογνωμία που όλο και κάπου θα τον έχει πάρει το μάτι σου, ιδιαίτερα αν βλέπεις ταινίες όπως τα “Divine Trash”, “Seed of Chucky” και “Blood Feast 2: All You Can Eat”.  Α, αρέσκεται επίσης να υποδύεται τον νεκροθάφτη.  Marlee Matlin, οσκαρούχα (για τον ρόλο της στη ταινία “Children of  Lesser God”) και εκ γενετής κωφάλαλη, έχει εκμεταλλευτεί εξόχως την ιδιαιτερότητά της, επιλέγοντας ρόλους προκλητικού θηλυκού (κυρίως σε σειρές, όπως στο “The L World”) και cult διάστασης (στο “Excision” η συμμετοχή της είναι μικρή, αλλά αξιομνημόνευτη).  Τέλος, μετρήστε και τον ‘πιο trash πεθαίνω’, Ray Wise, ο οποίος έχει χτυπήσει κολοφώνα δόξας με άπειρες συμμετοχές σε τηλεοπτικές σειρές, και ταινίες με προτίμηση σε αυτές που φέρουν αριθμό στον τίτλο τους (“Sharkskin 6”, “Cyxork 7”, “7-10 Split”).  Έχει στα σκαριά 12 νέες ταινίες, για τη περίοδο 2012-2013.  Nough said.
Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς πως αν μη τι άλλο, η επιλογή του cast σίγουρα δεν είναι τυχαία, αφού ο Bates επιδιώκει να δώσει μια b αίσθηση στη ταινία του.  Εκεί που το πράγμα αλλάζει, είναι οτι δε θέλει να μείνει μόνο σε αυτό, αλλά να ενισχύσει το αποτέλεσμά του, με ένα άκρως σοβαρό και ντελιριακό θέμα, τη βαρύτητα του οποίου συνειδητοποιούμε και εμείς κάπου στο τέλος.  Όταν δηλαδή είναι πια αργά.

Ο προβληματικός χαρακτήρας της οικογένειας (όταν κάθονται και τρώνε πρωινό μαζί, είναι σαν να βλέπεις την οικογένεια του Lester Burnham στο “American Beauty” σε όλη την προαστική της ασχήμια), αντικατοπτρίζεται πάνω στην Pauline, η οποία με τη σειρά της αντικατοπτρίζει όλη τη πιθανή μανιοκατάθλιψη, ψευδαισθήσεις, οργή και διαταραγμένο νου, που μπορεί να χαρακτηρίζει ένα άτομο της ηλικίας της.  Η εντελώς ακραία σκηνοθεσία και υπόθεση (σε στιγμές), δεν αναιρεί το γεγονός οτι η σύγχρονη γενιά αντιμετωπίζει πολλά και εσωτερικά προβλήματα τα οποία αν δεν γίνουν αντιληπτά, μπορεί να αποβούν μοιραία για όλους.  Μπορεί η πρωταγωνίστρια να εμφανίζεται ως ένα αντιδραστικό πλάσμα, στην ουσία όμως, πόσοι ξέρουν τι πραγματικά κρύβεται μέσα στη καρδιά και τη ψυχή της;
Προκειμένου μάλιστα να περάσει σε ένα εντελώς σουρεαλιστικό σύμπαν, ο Bates, δε διστάζει να ντύσει τα όνειρα της Pauline με μπλε πλακάκι, και αποστειρωμένο λευκό (δωμάτια που παραπέμπουν σε νοσοκομειακές εγκαταστάσεις), δημιουργώντας έναν φρικαλέο, φαντασιακό κόσμο, στον οποίο οι καταπιεσμένες διαθέσεις της εικονοποιούνται με το αίμα, τη γύμνια και το σεξ, που κυριαρχούν.  Αν σας κάνει εντύπωση το μπλε πλακάκι, σκεφτείτε οτι οι ρόμπες των χειρούργων έχουν παρόμοιο χρώμα.  Yeap, i see what you did here.
Εκτός από την υπόθεση και την τριπαριστή σκηνοθεσία, η MacCord λες οτι είναι και πραγματική αποκάλυψη.  Όταν στη τελική συνηθίζεις να παίζεις το ξέκωλο σε διάφορες σειρές, και την κομπάρσα στις ταινίες, ε δεν είναι και λίγο όταν κρατάς τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια τόσο “προβληματική” ταινία.  Με λιγδωμένο μαλλί, σπυράκια και την αδιόρατη αίσθηση οτι πρέπει να να βρωμάει και να ζέχνει, η Pauline είναι μια ωρολογιακή βόμβα και αλίμονο σε όποιον βρεθεί δίπλα της, την ώρα που θα σκάσει.  Σκληρή, ξεδιάντροπη και αξιοπρόσεκτα καλή, η McCord δίνει την καλύτερή τη ερμηνεία μέχρι σήμερα.
Το “Excision” είναι μια ταινία για γερά στομάχια και ανοιχτά μυαλά.  Κατευθυνόμενο από άρτια σκηνοθεσία και ντόμπρες ερμηνείες, θα σας στοιχειώσει για πολύ καιρό.  Το γκροτέσκο σε όλο του το μεγαλείο.  Ω ναι…

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι οι σκηνές που η Pauline προσεύχεται μέσα σε ένα απόλυτα μαύρο κενό, είναι από τις καλύτερες, οτι το τέλος τα λέει όλα, και οτι όταν είσαι σαβουροαπαυτίδης, είσαι σαβουροαπαυτίδης.  Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν.


No trivia

Eden Lake: A brutal thriller about a trip gone wrong

Hey again, καλή εβδομάδα σε όλους και άντε και καλό χειμώνα (λέμε τώρα).  Έπειτα από μια πολύ όμορφη εβδομάδα-και κάτι παραπάνω-που πέρασα, επέστρεψα και πάλι στα μπλογκικά μου καθήκοντα, αν και η αλήθεια είναι πως προσπαθούσα να είμαι παρούσα στα των γραπτών μου, και κατά τη διάρκεια των mini διακοπών που έκανα μέχρι και σήμερα.  Τώρα λοιπόν θα περνάμε όμορφα μαζί με ενδιαφέρουσες ελπίζω, ταινιακές προτασούλες.  Έτσι σήμερα, είπα να ανεβάσω κάτι από τα ελάχιστα πιο παλιά (και συγκεκριμένα του 2008).  Η ταινία “Eden Lake” μου είχε μείνει μέχρι πρότινος στο μυαλό, ως μια από τις ταινίας, που όσο δούλευα στο video club της γειτονιάς μου, έβλεπα οτι έπιανε σκόνη στο μεσαίο ράφι του ταμπλό.  Και ποτέ δε κατάλαβα το γιατί.  Ίσως επειδή μέχρι τότε δε την είχα δει ούτε και εγώ για να τη προτείνω.  Και όπως φάνηκε, έκανα κακώς, γιατί σίγουρα είναι μια από τις πιο ‘εκνευριστικές’ και αφόρητα ζοφερές ταινίες, που θα μπορέσετε να επιλέξετε για μια θριλερική βραδιά.  Για να δούμε…

Η Jenny (Kelly Reilly) και ο boyfriend (και soon to be husband, αν και ακόμα δε το ξέρει) Steve (Michael Fassbender), αποφασίζουν να πάνε ταξιδάκι αναψυχής για το σαββατοκύριακο, προκειμένου να το σκάσουν από τη θορυβώδη πόλη και να κατευθυνθούν προς τις πιο πράσινες κι νωχελικές περιοχές του Ηνωμένου Βασιλείου.  Εκεί η καλόκαρδη Jenny, που είναι και νηπιαγωγός (κρατήστε το αυτό, καθώς έχει σημασία το επάγγελμά της σε ένα βαθμό, όσον αφορά τις μετέπειτα αντιδράσεις της στη ταινία) και ο hot Steve (γνωστός, ξεγνωστός από τότε, για τον Fassbender μιλάμε παιδιά) έχουν σκοπό να περάσουν ένα ρομαντικό διήμερο τα δυο τους, με βουτιές στην Eden Lake, φωτίτσα στην άκρη της λίμνης και μπόλικο sex μέσα στη μοναχική τους σκηνή.  Και ενώ οι πρώτες ενδείξεις φανερώνουν μια εκδρομή που θα τους μείνει αξέχαστη (καθότι ο Steve κουβαλάει μαζί του και ένα μονόπετρο, με μια κοτρόνα ΝΑ, για την πρόταση γάμου), τελικά θα μείνει πράγματι αξέχαστο, αλλά για διαφορετικούς λόγους.  Βλέπετε, την ήσυχη εξόρμησή τους, πρόκειται σύντομα να καταστρέψει μια παρέα από αγγλάκια-κωλόπαιδα, τα οποία βρίζουν, πλακώνονται στο ξύλο και κάνουν φασαρία, χωρίς να δίνουν δεκάρα για κανέναν.  Όταν μάλιστα εντοπίσουν το πρωταγωνιστικό δίδυμο, θα στρέψουν την κακόβουλη συμπεριφορά που διαθέτουν, απέναντί τους, ξεκινώντας μια σειρά από επικίνδυνες πλάκες που θα φέρει τη Jenny και τον Steve σε δύσκολη θέση.  Τα πράγματα όμως θα πάρουν σύντομα απειλητική τροπή, όταν τα μαλακισμένα τους κλέψουν το αυτοκίνητο.  Αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει, είναι ένας αγώνας επιβίωσης.  Των ενηλίκων.  Τα πιτσιρίκια με αρχηγό τους τον διαταραγμένο Brett (Jack O’Connell) δεν είναι διατεθειμένα να σταματήσουν πουθενά.  Και ο θάνατος, δεν είναι με το μέρος τους…

Δε ξέρω αν τη συγκεκριμένη ταινία την έχεις δει, κάτι μου λέει όμως οτι δεν ήταν λίγοι εκείνοι, που είπαν να δώσουν μια ευκαιρία στον Harry Potter-Daniel Radcliffe να ξεφύγει πια από τον ρόλο του μάγου με την αστραπή στο κούτελο, και να τον απολαύσουν σε κάτι περισσότερο spooky, όπως ας πούμε στη ταινία “The Woman in Black”, η οποία παίχτηκε τον περασμένο χειμώνα στις αίθουσες.
Μπορεί λοιπόν η ταινία να βασίζεται σε νουβέλα, και να αποτέλεσε κιόλας remake του παλαιότερου tv φιλμακίου του 1989 (στον οποίο σημειωτέων, το πρωταγωνιστικό ρόλο κρατάει ο κυριούλης που έπαιξε τον πατέρα του Harry Potter στην κινηματογραφική οκταλογία, ο Adrian Rawlis), αλλά οι κριτικές που απέσπασε, ήταν ως επί το πλείστον καλές, καθώς πολλοί τη χαρακτήρισαν ως μια αξιοπρεπή ταινία τρόμου, μεταφυσικού περιεχομένου.
Και γιατί σας τα λέω όλα αυτά;  Για να σας εξηγήσω οτι ο σκηνοθέτης του “The Woman in Black” (2012), είναι ο ίδιος που ανέλαβε τα γυρίσματα και του “Eden Lake”.  Ο James Watkins μάλιστα, έγραψε και το σενάριο της ταινίας, το οποίο μπορεί να μη σκίζει και από πρωτοτυπία, είναι όμως αρκούντως disturbing και με μια οπτική απόδοση, που σου ξυπνάει τους χειρότερους εφιάλτες.
Επίσης, σε περίπτωση που αναρωτιέσαι τι άλλο έχει κάνει το παιδί, να σου πω οτι δεν έχει κάνει τίποτα άλλο, πέρα από κάνα δυο ακόμη σενάρια (ανάμεσά του και ένα για μια ταινία που λέγεται “My Little Eye” και φαίνεται ενδιαφέρουσα).  Οπότε εσύ, μέχρι να αποφασίσει και για τίποτα καινούριο, μπορείς να δεις το “Eden Lake” και να μη ξαναπάς ποτέ για πικ-νικ με τον φίλο στου στο δάσος.  Τι ωραία!

Με το που διάβασα το story της ταινίας, μου ήρθε αυτομάτως στο μυαλό το “Long Weekend” (το οποίο έχω φιλοξενήσει και στο blog), μιας που και εκείνο πραγματεύεται την ιστορία ενός ζευγαριού που αποφασίζει να πάει μια εκδρομή, η οποία τελικά του βγαίνει σε πολύ, πολύ κακό.
Αν και οι ομοιότητες των δυο ταινιών σταματούν επί της ουσίας στην υπόθεση, εντούτοις και οι δυο χαρακτηρίζονται τόσο από ένα κραυγαλέο ένστικτο επιβίωσης, όσο και από την διάσταση του φόβου/δέους, που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο όταν βρίσκεται κοντά στη φύση.
Στο “Long Weekend” η ανησυχία του ζευγαριού, πηγάζει από διάφορα φαινόμενα, τα οποία ενώ στα μάτια τους φαντάζουν περίεργα, είναι τελικά μια έμμεση αναφορά στην ‘εκδικητική’ μανία της φύσης, απέναντι στην καταστροφικότητα του ανθρώπου.  Αντιθέτως, το “Eden Lake” αποτελεί ένα πρώτης τάξεως εφιαλτικό ταξίδι, που έχει ως βασικό στόχο να μας κάνει κοινωνούς της ανθρώπινης θηριωδίας, όπως αυτή πηγάζει από οργισμένους εφήβους, οι οποίοι βρίσκουν τον αποδιοπομπαίο τράγο που ζητούν, στα πρόσωπα δυο αγνώστων.  Άνθρωπος vs. ανθρώπου σημειώσατε Χ.

Μπορεί η ταινία να μη προσφέρει έντονες συγκινήσεις από πλευράς περιεχομένου, μιας που τέτοιου είδους σεναριακές προσπάθειες έχουμε δει σωρό, παρόλα αυτά αξίζει να τη τσεκάρει κανείς, κυρίως, επειδή θίγει με τρόπο υποδόριο, ένα κοινωνικό θέμα που μαστίζει τη σύγχρονη Βρετανία: αυτό της ανήλικης εγκληματικότητας.
Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, υπολογίζεται οτι στη Μεγάλη Βρετανία το ποσοστό της ανήλικης εγκληματικότητας, ξεπερνάει το 20% του συνόλου της, με αποτέλεσμα να έχει μετατραπεί πλέον σε μια πραγματική, κοινωνική μάστιγα την εποχής μας, η οποία οχι μόνο δεν επιδέχεται εύκολα ‘γιατρειάς’, αλλά και τα επιπρόσθετα κοινωνικοπολιτικά προβλημάτα που αντιμετωπίζει πια σε μεγάλο βαθμό η Ευρώπη, σίγουρα οξύνουν ακόμα περισσότερο τη κατάσταση.  Θέματα όπως η φτώχεια, η ανέχεια, η ανεργία, ο αλκοολισμός και τα ναρκωτικά, καθώς και άλλα, οικογενειακής φύσεως όπως η κακοποίηση ή η παραμέληση, μπορούν να οδηγήσουν ένα παιδί ή έναν έφηβο, σε παραβατικές δραστηριότητες, οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο οχι μόνο τον εαυτό του, αλλά και άλλους.  Το “Eden Lake” είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πως διοχετεύεις την οργή σου, απέναντι στους άλλους, όντας προσωπικότητα βαθιά προβληματική.  Εν προκειμένω, ο επικίνδυνος χαρακτήρας των παιδιών (και κυρίως αυτός του Brett), φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα μιας εξίσου προβληματικής και δυσλειτουργικής οικογένειας.
Συνεπώς, μπορεί να μη περιμένετε από τη ταινία μια δόση αιματηρού τρόμου, αυτό όμως που θα δείτε είναι πολύ χειρότερο.  Κυρίως, επειδή είναι τόσο ανυπόφορα πραγματικό.

Εκτός από τις ερμηνείες όλων, οι οποίες είναι σωστές και ορθές, με ψυχολογικές διακυμάνσεις που παραπέμπουν σε ρεαλιστικές αντιδράσεις (και κυρίως αυτή της Reilly η οποία όντας και νηπιαγωγός, είναι ακόμα μια ευάλωτη ψυχολογικά, απέναντι στο bullying που δέχεται αυτή και ο φίλος της), άκρως σοκαριστική είναι και η σκηνοθεσία, η οποία μετατρέπει ένα κατά τα άλλα ειδυλλιακό περιβάλλον, σε πραγματική Κόλαση.  Η γαλήνια λίμνη, τα καταπράσινα δέντρα και η μυστικιστική ομορφιά του δάσους, γίνονται όπλα στα χέρια της ομάδας των ανηλίκων, οι οποίοι είναι αποφασισμένοι να μη χαριστούν στο νεαρό ζευγάρι.
Και σαν να μην φτάνουν όλα αυτά, το επερχόμενο τέλος της ταινίας σε αφήνει εξίσου άναυδο, επειδή και αυτό αποτελεί μια ακόμα φέτα σκληρής πραγματικότητας, και αδιανόητης τρέλας, που σιγοντάρει τη φράση “they are just children”.  Ναι μπορεί.  Του διαόλου ίσως!!
Σκληρή, ωμή και επικίνδυνα κοντά σε μια καθημερινότητα που πονάει, το “Eden Lake” είναι ένα θρίλερ που θα σε καθηλώσει, θα σε τσαντίσει και θα σε κάνει να ξεστομίσεις πράγματα, που μάλλον ούτε εσύ φανταζόσουν.  Δες τη.

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι ο Fassbender έχει παίξει σε καλά ταινιάκια, ακόμα και πριν γίνει υπερδιάσημος, οτι η γυναίκα του Dr. John Watson, είναι καλή εδώ και οτι όταν οι καταστάσεις το απαιτούν, τα σαπισμένα κουφάρια των ζώων και η λάσπη, είναι ένα εξαίρετο καμουφλάζ.  Ιου.


No trivia

From Dusk Till Dawn: It’s going to be a gory night

Hello, hello again!  Λοιπόν σήμερα και επειδή φτάσαμε και πάλι στο τέλος της εβδομάδας, σκέφτηκα να γράψω για κάτι χαλαρό και άκρως διασκεδαστικό, κι οχι τόσο για κάτι που σηκώνει και πολλή σκέψη.  Έτσι, μου ήρθε στο μυαλό το “From Dusk Till Dawn”, το οποίο είδα μόλις πρόσφατα, και ομολογώ οτι με διασκέδασε πολύ, αφενός χάρη στις ερμηνείες των πρωταγωνιστών (και ειδικά του Harvey Keitel ο οποίος φάνηκε να παίρνει τον ρόλο του στα σοβαρά), και αφετέρου χάρη στην ολοκληρωτικά cult διάσταση που προσφέρει η ταινία.  Αν λοιπόν έχετε διάθεση και εσείς για κάτι cool and fun, τότε προτιμήστε την αυτό το σαββατοκύριακο.  Για πιο σοβαρές ταινιούλες, θα έχουμε την δυνατότητα να μιλήσουμε, μέσα στον επόμενο μήνα, όταν και θα ξεκινήσουν πλέον επισήμως και οι Νύχτες Πρεμιέρας.  Ξεκινάμε!

Δυο μεγαλοκακοποιοί, ο σκληροτράχηλος Seth Gecko (George Clooney) και ο ψυχάκιας, βιαστής, δολοφόνος, αδελφός του, Richard (Quentin Tarantino…of course), καταζητούνται από την αστυνομία του Μεξικό, έπειτα από μια αιματηρή ληστεία τράπεζας, για την οποία ήταν υπεύθυνοι.  Έχοντας κανονίσει να συναντήσουν τον Carlos (Cheech Marin), το κλασικό αφεντικό με τη μουστάκα, με τον οποίο θα ανταλλάξουν λεφτά και άσυλο, αναγκάζονται να διαφύγουν από το Μεξικό, κρατώντας ομήρους τα μέλη μιας οικογένειας, την οποία καλούν να αυτοσχεδιάσει προκειμένου να τους βγάλει με το τροχόσπιτό της, εκτός συνόρων.  Ο πάστορας σε κρίση πίστης, Jacob Fuller (Harvey Keitel), καθώς και τα δυο του παιδιά, Kate (Juliette Lewis), και Scott (Ernest Liu), θα αναγκαστούν να υπακούσουν στις υποδείξεις των αδελφών-εγκληματιών, προκειμένου να παραμείνουν ζωντανοί.  Χωρίς πολλές επιλογές, ο πάτερ φαμίλιας, δε θα φέρει καμία αντίρρηση όταν οι Gecko σταματήσουν σε ένα κωλόμπαρο στη μέση του πουθενά (με την εμπνευσμένη ονομασία, “Titty Twister”) προκειμένου να περιμένουν τον Carlos το τσακάλι, και να πιουν κάνα ουισκάκι, θαυμάζοντας ημίγυμνες υπάρξεις να λικνίζονται πάνω στα τραπέζια, τίγκα στο φτερό και το πούπουλο.  Αυτό που δε ξέρουν όμως, είναι οτι οι θαμώνες του μπαρ δεν είναι απλοί άνθρωποι όπως εκείνοι, αλλά κάτι κακάσχημα βαμπίρ, που λυσσάνε για αίμα και σάρκα.  Oh, it’s gonna be a hell of a night…

Σκηνοθετημένο το 1996 από τον κινηματογραφικό, ‘δίδυμο’ αδελφό του Tarantino, Roebert Rodriguez, το “From Dusk Till Dawn” έμελλε να γίνει instant cult classic, χάρη στην χαρακτηριστική σκηνοθεσία του Τεξανού σκηνοθέτη, παραγωγού, σεναριογράφου και τόσα άλλα, το μακάβριο περιεχόμενο, την gore αισθητική που καλύπτει όλη σχεδόν τη δουλειά του μέχρι και σήμερα, αλλά και την εμφανέστατη διάθεση του να μη πάρει καθόλου στα σοβαρά τον εαυτό του.  Ακριβώς δηλαδή όπως και ο πιο grande, Tarantino.
O Rodriguez είχε επηρεαστεί από μικρός από έναν από τους πιο αμφιλεγόμενους σκηνοθέτες, τον John Carpenter, ο οποίος ώθησε τα όρια της camp σκηνοθεσίας, του τρόμου και της επιστημονικής φαντασίας, πολύ πιο πέρα από τους ιστορικούς προκατόχους του, της δεκαετίας του ’50.
Αν παρακολουθήσει κανείς τη πορεία του μέχρι τις μέρες μας, θα δει οτι η επίδραση του μεγάλου σκηνοθέτη, είναι πολύ έντονη, τόσο στον τομέα της θεματικής, όσο και στον τρόπο που χειρίζεται τη κάμερα.  Έτσι, αν και έχει σκηνοθετήσει γύρω στις τριάντα ταινίες, με πολλές από αυτές να αποτελούν μικρά φιλμάκια και documentaries, το μόνο σίγουρο είναι οτι έχει παραμείνει όλα αυτά τα χρόνια πιστός, στην b-movie αισθητική που τον ανέδειξε και μας έκανε να τον γουστάρουμε, αν μη τι άλλο για τις ανόσιες προσπάθειές του να μας προκαλέσει φόβο, αηδία και ενοχική απόλαυση.
Παρά το γεγονός οτι το κινηματογραφικό του style, μοιάζει έντονα με αυτό του Tarantino (ο οποίος εδώ υπογράφει το σενάριο), ποτέ δε κατάφερε να κάνει τη μεγάλη καριέρα του συναδέλφου του, καθώς μάλλον οι περισσότεροι αδυνατούν να δουν πέρα από τη καλτίλικη φύση του.  Βωμολοχίες, αίμα, διαρκής βία, γκόμενες με πλούσια ελέη και bad ass τύποι που σου ανοίγουν το κεφάλι στο πι και φι, αποτελούν την κλασική clientele του Rodriguez, ο οποίος μέσα από ταινίες όπως οι “El Mariachi”, “Desperado”, “Spy Kids”(!!), “Planet Terror” και “Machete”, αποδεικνύει πως παραμένει ένας τύπος, αιώνια ερωτευμένος με την pulp χαβούζα των καιρών του.  Κάπου εκεί βέβαια βλέπεις οτι έχει κάνει και το “Sin City”, παρέα με τον Frank Miller και τον Tarantino, και αναρωτιέσαι γιατί τελικά δεν είχε την ίδια τύχη με τον σάπιο, σκηνοθέτη φίλο του.

Ο μύθος των σκοτεινών πλασμάτων που ορέγονται το ανθρώπινο αίμα, κάνουν νάνι το πρωί, τριγυρνούν το βράδυ, αποφεύγουν το extra σκόρδο στο φαΐ τους και δεν έχουν καμία διάθεση για ξύλινο παλούκωμα, αποτελούσε από πάντα έναν από τους πιο επιτυχημένους θρύλους της παγκόσμιας, φανταστικής ιστορίας, πάνω στον οποίο έχουν γραφεί αναρίθμητα βιβλία, έχουν σκηνοθετηθεί εκατοντάδες ταινίες και γενικότερα, είναι μια από αυτές τις ιστορίες που μοιάζει να ακολουθεί τον άνθρωπο, από την αρχή της ύπαρξής του.
Το 1897 ο Ιρλανδός συγγραφέας, Abraham “Bram” Stoker, έδωσε πνοή στην ιστορία των αιωνόβιων αυτών πλασμάτων, μέσα από το βιβλίο του “Dracula”, το οποίο πραγματεύεται τη ζωή του Κόμη Δράκουλα, όπως αυτός προσπαθεί να επιστρέψει από την Τρανσυλβανία, στην Αγγλία, καθώς και τη μάχη του, απέναντι σε μια ομάδα ανδρών και γυναικών, που καθοδηγείται από τον καθηγητή Abraham Van Helsing.
Έκτοτε η ιστορία των βαμπίρ έχει μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη με πολλές παραλλαγές.  Το 1922 o Γερμανός εξπρεσιονιστής, F.W Murnau, σκηνοθετεί το “Nosferatu”, μια αλληγορία πάνω στην έλευση του κακού, με τη μορφή της φονικής ασθένειας της πανούκλας, μόνο για να αναπαραστήσει με τρόπο γραφικό, τις εκατόμβες νεκρών που άφησε πίσω του ο ‘Α Παγκόσμιος Πόλεμος.  Εδώ, ο Νοσφεράτου του Max Schreck, είναι ένα πλάσμα αποκρουστικό, με μυτερά αυτιά, αυστηρό παρουσιαστικό και κοφτερά δόντια, ο οποίος μοιάζει με τρωκτικό: ακριβώς δηλαδή με τα πλάσματα τα οποία φέρουν την αρρώστια πάνω τους.
Από την άλλη πλευρά, ο Δράκουλα του Coppola, είναι ένα καθαρά σεξουαλικό ον, που αποζητά το αίμα της Mina, όσο και το ίδιο της το κορμί.  Γοητευτικός και έντονα σεξουαλικός, ο Gary Oldman, άφησε εποχή με την ερμηνεία του.
Σήμερα ο μύθος των βρικολάκων, έχει ατονίσει κατά πολύ και-γιατί οχι;-έχει φλωρέψει ολοκληρωτικά, αφού βλέπετε αν δε διαθέτουν κοιλιακούς πέτρα, make-up-ίστικη χλομάδα και ενίοτε, στραφταλιζέ ραφινάρισμα, δεν νοούνται ως πλάσματα της νύχτας.  Η αλήθεια είναι πως αν δε μοιάζεις με το τελευταίο μοντέλο του Kalvin Klein, δε μπορείς να θεωρείσαι original κακός…
Ευτυχώς υπάρχει ο Rodriguez, o Schumacher (ναι, ούτε εγώ το πίστευα), o Νeil Jordan και μια πλειάδα από σύγχρονους north Korean και Σκανδιναβούς σκηνοθέτες, για να κρατήσουν τον αληθινό μύθο ζωντανό.

Στη προκειμένη περίπτωση ο Rodriguez αποφάσισε να προσδώσει στην ιστορία των vampires, μια τελείως cult διάσταση, μέσα από τον συνδυασμό γυμνού και αίματος, σαγήνης και θανάτου, ομορφιάς και ασχήμιας.
Σίγουρα έχει μείνει αξέχαστη σε όλους η σκηνή, οπού η Salma Hayek λικνίζεται αισθησιακά φορώντας μόνο τα απολύτως απαραίτητα, στους ρυθμούς του “After Dark” των Tito & Tarantula, παρέα με ένα χαριτωμένο φιδάκι.  Και εκεί που κάποιος θαυμάζει τα…κάλλη της λατίνας σταρ, ο Rodriguez χαμογελάει χαιρέκακα, κλείνει το μάτι και στα αμέσως επόμενα λεπτά, την μετατρέπει στο παραπάνω εξάμβλωμα.  Bye bye στύση.
Η αλήθεια είναι, πως ακριβώς αυτή η εναλλαγή ανάμεσα στη λάγνα αίσθηση και το μακάβριο χιούμορ, το οποίο εξαργυρώνεται με ένα μάτσο νυχτεριδοπλάσματα που χύνουν πράσινο αίμα και παραπέμπουν στους χειρότερούς σου εφιάλτες, είναι αυτό που κάνει τη συγκεκριμένη ταινία τόσο feel good.  Έτσι κι αλλιώς είπαμε, ο Rodriguez, δύσκολα παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά, και εδώ αυτό γίνεται παραπάνω από εμφανές.  Απλά ρίχνει μια ομάδα από ανθρώπους μέσα σε ένα άνδρο αιμοδιψών βρικολάκων και αφήνει το χάος να κυριαρχήσει.
Όσον αφορά τους ήρωες, ο πρωταγωνιστικός ρόλος που κρατάει εδώ ο Clooney, θα έπρεπε να συγκαταλέγεται στη πλούσια, υποκριτική του γκάμα (ενώ αντιθέτως ο ρόλος του Batman, με τις προσαρμοσμένες ρώγες πάνω στη στολή, θα έπρεπε να μείνει στα άδυτα του μυαλού μας), ως ένας από τους καλύτερους, αφού αποδεικνύει οτι και καθόλου δε κωλώνει, και χαίρεται αυτό που κάνει και στη τελική το κάνει και πολύ καλά.  Το ίδιο ισχύει και για τον Keitel, ο οποίος έπειτα από το απείρου κάλους “Bad Lieutenant” και την συνεργασία του με τον Tarantino στο “Reservoir Dogs”, φαίνεται πως και αυτός το διασκεδάζει πολύ, ιδιαίτερα μάλιστα αν σκεφτεί κανείς οτι υποδύεται έναν πάστορα.  Amen.
Φυσικά η πάντα εναλλακτική από τα γεννοφάσκια της, Juliette Lewis, δε θα μπορούσε να λείπει στον ρόλο άριστης τοξοβόλου, ενώ το πέρασμά του κάνει και ο αγαπητός των δυο σκηνοθετών, Danny Trejo, γιατί έτσι μας αρέσει.

Η σκηνοθεσία θα σου θυμίσει για ακόμη μια φορά αυτή του Tarantino.  Τα trunk-shots, η κάμερα μπροστά από το όπλο, τα φαντασμαγορικά εφέ και το ομολογουμένως, εντυπωσιακό μακιγιάζ, αποτελούν τα ατού της ταινίας, η οποία έτσι κι αλλιώς ποντάρει σε αυτά, αλλά και στους ‘γοητευτικούς’ της πρωταγωνιστές, προκειμένου να κερδίσει το ενδιαφέρον.
Το “From Dusk Till Dawn” είναι ένα cult ταινιάκι, ότι πρέπει για σήμερα.  Γιατί δε σας είπα, μπλε φεγγάρι σήμερα δε θα δείτε.  So, From Dusk Till Dawn, για πραγματικά fun βραδάκι.

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι μπορείς να κάνεις έναν επιτυχημένο σταυρό, συνδυάζοντας ένα shotgun και ένα ρόπαλο του baseball, οτι όπως με πληροφόρησαν, στη διάρκεια του χορού της Santanico Pandemonium, ο Clooney είχε τη καλύτερη θέα και οτι παντού υπάρχει ένας βετεράνος του Nam.


TRIVIA

  • Το όνομα της οικογένειας Fuller, έχει δοθεί από σεναριογράφο-σκηνοθέτη, Samiuel Fuller, μια από τις πρώτες επιδράσεις του Tarantino,  όσον αφορά το “pulp” cinema.
  • Η Hayek δεν έκανε κάποια χορογραφία για τη σκηνή της, απλά άφησε τον εαυτό της ελεύθερο και χόρεψε βάση της μουσικής, όπως ακριβώς της είχε πει ο Rodriguez.  Το ίδιο έγινε αργότερα και με τη Jessica Alba, στην δική της σκηνή, στο Sin City.
  • Για τα βαμπίρ χρησιμοποιήθηκε πράσινο αίμα, προκειμένου η ταινία να περάσει τον έλεγχο καταλληλότητας.
  • Αρχικά η Satanico Pandemonium, είχε την ονομασία, Blonde Death.  O Tarantino όμως αποφάσισε να χρησιμοποιήσει μια λατίνα, οπότε επέλεξε και τη Hayek.  To όνομα το πήρε από μια gory, μεξικάνικη ταινία τρόμου, την οποία ο Tarantino είχε δει στο ράφι του video club του εργαζόταν.
  • Η Hayek έχει στη πραγματικότητα, τεράστιο φόβο απέναντι στα φίδια και αρνιόταν να βρίσκεται κοντά σε αυτά.  Όταν διάβασε το σενάριο, κατάλαβε οτι η φοβία της θα αποτελούσε μεγάλο εμπόδιο στο να δεχθεί τον ρόλο.  Αργότερα ο Rodriguez κατάφερε και της άλλαξε γνώμη, όταν της είπε οτι η Madonna, καραδοκούσε για να αρπάξει τον ρόλο.  Έτσι η Hayek πέρασε δυο μήνες με θεραπευτές και κατάφερε να ξεπεράσει τη φοβία της.
(ΠΗΓΗ IMDB)

Dead Ringers: Separation can by a terrifying thing…

Καλημέρες καλημέρες!  Παρασκευή σήμερα και πως έγινε πάλι και πέρασε έτσι ένας μήνας χωρίς να το καταλάβω, δε ξέρω.  Πρωτομηνιά την Κυριακή, τελικός του Euro τη Κυριακή, έχασε και η Γερμανία χθες και πολύ το ευχαριστήθηκα, αλλά είδα και μια ταινία μετά τον αγώνα, την οποία τη λες και σάπια (χωρίς να είναι και πάρα πολύ).  Όταν βέβαια τσεκάρεις και δεις οτι σκηνοθέτης είναι ο Cronenberg, όλα γίνονται πιο ξεκάθαρα.  Η αλήθεια είναι πως το “Dead Ringers” είναι μια ταινία για τους fan και μόνο, καθώς νομίζω πως όσοι υπόλοιποι αποφασίσετε να τη δείτε θα τη βρείτε 1) άρρωστη και 2) μάλλον κακοπαιγμένη (ενώ στην ουσία συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο).  Ξεκινάμε λοιπόν με “Dead Ringers”…

Τα αδέλφια Mantle (ο Bev(erly) και ο Elly(Elliot), τα οποία παίζονται εξίσου από τον Jeremy Irons) είναι δυο δίδυμοι και πολύ επιτυχημένοι γυναικολόγοι, οι οποίοι από πολύ μικρή ηλικία είχαν δείξει μια ιδιαίτερη κλίση στο να…ανοίγουν ανθρώπους (πλαστικά, ιατρικά ανθρωπάκια στην αρχή και αργότερα κανονικά πτώματα στη Σχολή τους) και να εξετεάζουν με μεγάλη προσοχή των εσωτερικό τους κόσμο, τον οποίο τόσο πολύ αγαπούσαν.  Βέβαια επειδή αγαπούσαν πολύ και τις γυναίκες, αποφάσισαν να ακολουθήσουν το δρόμο της γυναικολογικής καριέρας.  Πέρα όμως από την επιτυχία τους σε αυτόν τον τομέα, τα αδέλφια Mantle έχουν μεγάλη πέραση και στο ασθενές φύλλο, μιας που και η δουλειά τους ενδείκνυεται για γνωριμίες με αιθέριες υπάρξεις.  Αν και ο Bev, ο πιο συνεσταλμένος και μαζεμένος από τους δυο, δε το βρίσκει αυτό απόλυτα ηθικό, εντούτοις δε λέει οχι σε κάποια γυναίκα που φροντίζει να του πασάρει ο πιο πρωχωρημένος και ξεπεταγμένος Elly, αφού φυσικά την έχει και ο ίδιος ‘δοκιμάσει’.  Όταν μια μέρα καταφτάσει στο ιατρείο τους μια διάσημη σταρ του κινηματογράφου, η Claire (Genevieve Bujold), τότε τα δυο αδέλφια θα βρουν και πάλι την ευκαιρία να…περάσουν καλά μαζί της.  Και ενώ ο Elly εξακολουθεί να αποτελεί τον Κύριο ‘ψεκάστε-σκουπίστε-τελειώσατε’, ο Bev φαίνεται να την ερωτεύεται σιγά σιγά, γεγονός που μόνο προβλήματα μπορεί να φέρει στη σχέση με τον αδελφό του.  Σύντομα και οι δυο θα καταλάβουν οτι ο ‘αποχωρισμός, μπορεί όντως να αποτελέσει ένα τρομακτικό πράγμα’…

Εντάξει ο Cronenberg δε χρειάζεται συστάσεις, μιας που όλοι γνωρίζουμε περί της περίεργης, αλλά τόσο δημιουργικής προσωπικότητάς του και επίσης έχουμε ξαναδεί δουλεία του μέσα από το blog.  Παρόλα αυτά αξίζει να σημειώσουμε και πάλι, κανα δυο πραγματάκια αναφορικά με τις θεματικές των ταινιών του τις οποίες συναντούμε και στο “Dead Ringers”.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά trademarks στις ταινίες του είναι ο φόβος (ή καλύτερα ο τρόμος και σε συγκεκριμένες καταστάσεις ακόμα και η σεξουαλική διέγερση) που μπορεί να προκληθεί σε ένα άτομο εξαιτίας κάποιας σοβαρής και ιδιαίτερης ιατρικής κατάστασης (“Crash”), μιας μετάλλαξης (“The Fly”) ή ενός παράσιτου (“Shivers”).  Ο Cronenberg φροντίζει να θέτει πάντα παρόντα στις ταινίες του θέματα που χρείζουν εύκολα περαιτέρω ερμηνείας, και περιλαμβάνουν φροϋδικές αναλύσεις, ομοφυλοφιλικούς φόβους των ηρώων (όπως γίνεται ξεκάθαρα και εδώ), σεξουαλικές διαστροφές, καταπιεσμένα πάθη, βία, gore αισθητική και εν τέλει έναν ύμνο πάνω τον καμβά που ακούει στο όνομα, ανθρώπινο σώμα.
Ο Cronenberg ήταν πάντα από τους σκηνοθέτες που τολμούσε να ωθήσει τα προσωπικά του όρια (αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις και αυτά των θεατών του) ακόμα παραπέρα, καθιστώντας δυσδιάκριτο ένα εν δυνάμει τέλος στις αισθητικά προκλητικές και twisted ιστορίες του.  Εξάλλου εκ των πραγμάτων, η ενασχόλησή του με τις δυνατότητες του ανθρώπινου σώματος και όλων των πιθανών βασανιστηρίων που μπορεί να υποστεί αυτό (ακόμα και η φυσική διαδικασία της γέννας, παίρνει στο “The Brood” τη μορφή μιας φριχτής, αλλά και μεταφορικής ‘πραγματικότητας’) τον αναγκάζει να αναζητήσει τις εικόνες του σε μια εναλλακτική  καθημερινότητα στην οποία το φυσιολογικό και το περίεργο, βρίσκουν ένα κοινό πάτημα.  Το “Dead Ringers” δε θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.

Όπως ακριβώς και οι Ασιάτες δημιουργοί οι οποίοι έχουν τη δική τους παράδοση απέναντι σε ταινιακές παραδοξότητες και θέματα που οδηγούν στα άκρα, έτσι ακριβώς και ο Cronenberg δε μασάει τα λόγια του, δημιουργώντας απόκοσμους-κόσμους μέσα στα πλαίσια μιας κατά τα άλλα φυσιολογικότητας, και εντείνονοντας το ενδιαφέρον, όσων αρέσκονται στις ταινίες του (κακά τα ψέματα τον Cronenberg είτε τον αγαπάς, είτε τον σιχαίνεσαι), περί κάποιου διδακτισμού ή και κοινωνικού σχολιασμού σχετικά με τον σύγχρονο τρόπο ζωής και τον ίδιο τον άνθρωπο.
Για παράδειγμα το “Tetsuo” του Ιάπωνα Shin’ya Tsukamoto, είναι ένας cyberpunk, αστικός μύθος σχετικά με την επίδραση της τεχνολογίας πάνω στο άτομο και τα τραγικά και πεσιμιστικά για τον σκηνοθέτη, αποτελέσματά της, τα οποία καταλήγουν να ‘καταπιούν’ κυριολεκτικά την ανθρώπινη προσωπικότητα.
Στο “Dead Ringers” o Cronenberg χρησιμοποιεί με ευφυέστατο τρόπο την ιδιαίτερη σχέση που λέγεται πως υπάρχει ανάμεσα σε δίδυμα αδέλφια, προκειμένου να εξυμνήσει με τη σειρά του μια σειρά από διαφορετικές συνιστώσες οι οποίες έχουν να κάνουν με την εμμονή, το θηλυκό στοιχείο, την εξάρτηση, τη σεξουαλικότητα, τη δισυπόστατη φύση του ατόμου και τον θάνατο, φροντίζοντας να εμπλέξει στο παιχνίδι του και αυτός το θέμα της-ιατρικής εδώ-τεχνολογίας.
Η ιστορία των δίδυμων γυναικολόγων, αποτελεί και πραγματική ιστορία, από την οποία και επηρεάστηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό ο σκηνοθέτης.  Πιο συγκεκριμένα η τύχη των πραγματικών Stewart και Cyril Markus, ξεδιπλώνεται και στο βιβλίο του συγγραφέα Bari Wood, με τίτλο “Twins” το οποίο προσμετράται στα σεναριακά credits του Dead Ringers.
Η αλήθεια πάντως είναι πως και σε αυτή τη περίπτωση ο Cronenberg επιλέγει μια καθαρά ρεαλιστική ιστορία ως βάση της υπόθεσής του, δίνοντάς της όμως τελικά το δικό του, προσωπικό ύφος και καθιστώντας την μια ακόμη ιδιοφυή και φρικαλέα μεταφορά πάνω στον αθρώπινο ψυχισμό.

Τα δυο αδέλφια Bev και Elly (συγκρατείστε τα ονόματά τους, Beverly και Elly τα οποία παραπέμπουν ξεκάθαρα σε γυναικεία) αποτελούν ένα και το αυτό.  Είναι δυο διαφορετικά σώματα με δυο διαφορετικά μυαλά, που όμως απαρτίζουν στην ουσία την ίδια ολότητα.
Το γεγονός οτι ο ένας είναι πιο ήπιων τόνων, άτολμος με τις γυναίκες και το ‘μυαλό’ της ιατρικής τους καριέρας, ενώ ο άλλος αποτελεί το γοητευτικό παρουσιαστικό της κοινής τους δουλειάς και τον ξύπνιο, θρασύ χαρακτήρα ο οποίος κερδίζει τη μια γυναίκα μετά την άλλη, δεν είναι τυχαίο, καθώς ο Cronenberg πρέπει να μας δείξει αυτές τις δυο διαφορετικές προσωπικότητες, σαν δυο μισά που δε θα μπορέσουν ποτέ να αποτελέσουν μεμονώμένους, ολοκληρωμένους ανθρώπους, επειδή ακριβώς η μοίρα (και η μήτρα) τους θέλει μαζί.
Πέρα από το γεγονός οτι είναι ολόιδιοι (και ο τίτλος της ταινίας σημαίνει ακριβώς αυτό), αφήνεται να εννοηθεί οτι οι δυο τους θα μπορούσαν να είναι κατά κάποιον τρόπο σιαμαίοι, μιας που από μικροί δε φαίνεται να έχει ‘ξεκολλήσει’ ο ένας από τον άλλο.  Οι εφιάλτες του Bev οτι είναι ενωμένος με τον αδελφό του και η Claire επιχειρεί να τους χωρίσει (μια φροϋδική εξήγηση θα μπορούσε να μιλάει για ένα οιδιπόδειο ανάμεσα στα δυο αδέλφια), εντείνουν ακόμα περισσότερο την πεποίθηση οτι οι δυο τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι μεταξύ τους και οτι ίσως η τόσο έντονη παρουσία μιας γυναίκας στη ζωή τους, μπορεί να αποτελέσει την καταστροφή τους (πλήρης απογαλακτισμός του ενός από τον άλλο).  Η αίσθηση οτι ο Bev και ο Elly αποτελούν τελικά δυο μισά τα οποία μπορούν να υπάρχουν μόνο όταν βρίσκονται μαζί (αυτός είναι και ο λόγος που ζουν στο ίδιο διαμέρισμα) έχει ενισχυθεί στο φουλ από τον Cronenberg, οχι μόνο εξαιτίας του ιδιαίτερου δεσίματός τους ως δίδυμοι, οχι μόνο από τη μεταφορική τους ένωση ως σιαμαίοι, αλλά και από το γεγονός οτι ο σκηνοθέτης αφήνει να εννοηθεί οτι τελικά οι δυο τους ίσως βρίσκονται και σε μια κατάσταση καταπιεσμένης, ομοφυλοφιλικής ανάγκης (εδώ κολλάει και η θηλυπρέπεια των ονομάτων τους) η οποία πνίγεται αφενός από την πραγματικότητά τους ως αδέλφια, και αφετέρου από την σίγουρη καταστροφή του επτιχυμένου, εργασικού τους status quo.  Ο Bev και ο Elly αποτελούν μια αναγκαστικά διασπασμένη, αλλά επί της ουσίας αδιάσπαστη οντότητα, βαθιά προβληματική η οποία τελικά μοιάζει να χρησιμοποιεί τη Γυναίκα ως αποδιοπομπαίο τράγο προκειμένου να μεταβιβάσει πάνω της μια σεξουαλικότητα πνιγηρή και κεκαλημένη.  Αλλά και τόσο ποθητή.

Εν προκειμένου η Γυναίκα αναλαμβάνει εδώ τον ρόλο του βδελύγματος, του μεταλλαγμένου καρπού τον οποίο αρέσκονται να απολαμβάνουν τα αδέλφια, αλλά που στην ουσία δεν είναι αυτό που πραγματικά έχουν ανάγκη.  Έτσι λοιπόν ακόμα και το sex παραπέμπει στην μεταξύ τους, ιατρική διάσταση (βλ. πρώτη και τρίτη φωτό, οι οποίες παρουσιάζουν έντονη ομοιότητα), αλλά και στο υποβόσκον ενδιαφέρον του ενός για τον άλλον (σε μια σκηνή ο Elly καλεί δυο δίδυμες πόρνες για σεξ, βάζοντας την μια να τον λέει Elly και την αλλη Bev, σε μια διεστραμένη προσπάθεια, κατά την οποία ο Elly φαντάζεται να κάνει σεξ με το άλλο του μισό, τον δίδυμό του Bev.  Ή επίσης και με τον εαυτό του).
Για τον λόγο αυτό θα πόνταρα στο γεγονός οτι η Claire παίζει απλά έναν διεκπεραιωτικό ρόλο, πυροδοτώντας δυο κατά πολύ ετεροχρονισμένες αντιδράσεις που κάποια στιγμή θα συνέβαιναν.  Είτε ως δίδυμοι, είτε ως ‘σιαμαίοι’, είτε ως ομοφυλόφιλοι, είτε και ως όλα αυτά μαζί, τα αδέλφια Mantle μπορεί να θέλουν, αλλά δε μπορούν να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή.  Για αυτούς πάντα οι γυναίκες θα αποτελούν έναν απολαυστικό υποδοχέα οχι όμως για πολύ, γιατί στην τελική δε παύουν να έχουν έναν ‘mutant vagina’ (ή για εμάς τους πιο σώφρονες, έναν απλό γυναικείο κόλπο).
Η σκηνοθεσία του Cronenberg όπως πάντα αποπνέει σήψη και αρρώστια, αλλά αποτελεί μέρος ενός καθαρά προσωπικού στύλ, οπότε δεν μπορείς και να θες να του προσάψεις κάτι.  Σκοτεινιά και ψυχαναγκασμός στο έπακρο, συνθέτουν έναν εφιαλτικό κόσμο των οποίο οι ίδιοι οι ήρωες δημιούργησαν άθελά τους.
Στον διπλό, πρωταγωνιστικό ρόλο ο Jeremy Irons είναι εξαίσιος, αφού πιάνει το νόημα και των δυο χαρακτήρων, τους αποδομεί ιδανικά καο οδηγείται στην πλήρη διάσπαση μέχρι το τέλος της ταινίας.  Στιβαρή και απαιτητική η ερμηνεία του, που όμως με ευκολία καταφέρνει και τα βγάζει πέρα, γεμίζοντας την οθόνη και κανόντάς σε να μη μπορείς να ξεκολλήσεις τα μάτια σου από πάνω του.
Το “Dead Ringers” είναι μια ταινία που ανήκει στην κλασική Cronenberg-ίστικη θεματολογία και είναι τόσο προκλητική και twisted, όσο και η πιο πάνω σκηνή του σεξ.  Δείτε την σίγουρα.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το καλύτερο χρώμα ιατρικής ρόμπας είναι το εκτυφλωτικό κόκκινο, οτι η Genevieve Bujold ήταν τόσο καλή, ώστε μου θύμισε έντονα τον χαρκατήρα της Elena Bonham Carter στο “Fight Club” ως Marla Singer (ίδια ράθυμη ομιλία και τολμηρό βλέμμα) και οτι το “American Psycho” θα μπορούσε να έχει επιρεαστεί στυλιστικά και ως προς το μαύρο χιούμορ του από αυτή τη ταινία.

TRIVIA

  • Η Margot Kidder ήταν η δεύτερη επιλογή του Cronenberg για τον ρόλο της Claire.  Τυχαία μάλιστα η Kidder είχε παίξει και στη ταινία “Twins”, του Brian de Palma (πολύ καλή).
  • O Robert de Niro δέχθηκε πρόταση για τον πρωταγωνιστικό ρόλο/-ους, αλλά δε δέχθηκε επειδή όπως υποστήριξε θα ένοιωθε άβολα να υποδύεται τον γυναικολόγο.
(ΠΗΓΗ IMDB)

Kairo (a.k.a Pulse): Death was…eternal loneliness

Γεια σας, γεια σας και πάλι!  Σήμερα σκέφτηκα να ασχοληθούμε και πάλι-μετά από πολύ καιρό όμως-με μια ακόμη γιαπωνέζικη παραγωγή, αυτή τη φορά της κατηγορίας του horror cinema.  Το “Kairo” είναι μια ταινία που διαφοροποιείται αρκετά από τη πληθώρα των ‘jump scares’ ταινιών, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των ασιατικών φιλμ τρόμου, περιλαμβάνοντας ένα μάτσο τρομακτικά πνεύματα και φαντάσματα, τα οποία πετάγονται από το πουθενά και σου κάνουν τη ζωή δύσκολη.  Έτσι λοιπόν μακριά από το “Ju-On” και το “Ringu”, το “Kairo” επιχειρεί να εξερευνήσει λιγάκι περισσότερο την ίδια τη φύση του ανθρώπου, τόσο σε μια ‘ζωντανή’ του εκδοχή, όσο και σε μια ‘πνευματική’.  Μια ταινία για τους fans του είδους, που αξίζει να δείτε.  Ξεκινάμε…

Έπειτα από την αυτοκτονία ενός φίλου τους, μια ομάδα κατοίκων της Ιαπωνίας αρχίζουν να βιώνουν περίεργες εμπειρίες, οι οποίες μοιάζουν να σχετίζονται με τους υπολογιστές και πιο συγκεκριμένα το διαδίκτυο.  Την ίδια στιγμή σε ένα άλλο σπίτι, ένας νεαρός προσπαθεί να συνδεθεί στo Internet μόνο για να εγκαταλείψει την προσπάθεια λίγο αργότερα, όταν μια περίεργη εικόνα κάνει την εμφάνισή της στην οθόνη του και η οποία αναπαριστά έναν άνδρα που πλησιάζει ολοένα και περισσότερο, φορώντας μια σακούλα στο κεφάλι του.  Δευτερόλεπτα μετά ένα μήνυμα κάνει την εμφάνισή του: “Do you want to see a ghost?”.
Σταδιακά και ενώ οι διαφορετικές ιστορίες των πρωταγωνιστών αρχίσουν να σιγκλίνουν, οι κάτοικοι της πόλης θα βρουν τους εαυτούς τους παγιδευμένους κάπου ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και των νεκρών.  Και όσο τα πνεύματα από την ‘άλλη διάσταση’ αρχίσουν να συσσωρεύονται στον δικό μας κόσμο, τόσο περισσότεροι άνθρωποι θα παύουν να υπάρχουν, εξαιτίας αυτής της αμφίδρομης σχέσης που μοιάζει να αναπτύσσεται μεταξύ τους.
Από τη μια πλευρά τα αιώνια πνεύματα, ζουν μια αιώνια μοναξιά, με αποτέλεσμα να αποζητούν και τα ίδια μια ευκαιρία λύτρωσης και ανακούφισης.  Αυτή ακριβώς η ευκαιρία τους δίνεται από τη στιγμή που αρχίζουν να κατακλύζουν τον κόσμο των ζωντανών.  Σε μια απρόσμενη διάδραση με τους ανθρώπους που είναι ακόμα εν ζωή, τα πνεύματα τους στοιχειώνουν γεμίζοντάς τους απόγνωση, μόνο για να πάψουν στη συνέχεια να υπάρχουν και αυτοί, παίρνοντας τη σειρά των πνευμάτων (τα οποία έχουν χαθεί πια στη λήθη) και αναζητώντας με τη σειρά τους, νέους ανθρώπους για στοίχειωμα.  Και η κατάσταση σύντομα ξεφεύγει από κάθε έλεγχο.  Αν υπήρχε δηλαδή κάποιος έλεγχος από την αρχή…

Ο σκηνοθέτης Kiyoshi Kurosawa αποτελεί έναν από τους πιο ενδιαφέροντες, σκηνοθέτες ιαπωνικής καταγωγής, ο οποίος από τη δεκαετία του ΄70 μέχρι και σήμερα εξακολουθεί να παραμένει δραστήριος, προσφέροντας στο κοινό της χώρας του (αλλά και σε όλους εμάς που αγαπάμε τον ασιατικό κινηματογράφο), ταινίες ποικίλων ειδών και περιεχομένου.
Ο Kurosawa (ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τον Akira) δημιουργεί στη προκειμένη περίπτωση μια ταινία τρόμου/θρίλερ, με βάθος, ουσία και διδακτισμό, τον οποίο μπορεί κανείς να εντοπίσει σχετικά γρήγορα αν έχει διάθεση και όρεξη να ψάξει το “Kairo” λιγάκι παραπάνω.
Με έντονο το κλειστοφοβικό στοιχείο και ακολουθώντας την πεπατημένη (μόνο ως ένα βαθμό) των ιστοριών με πνευματοφαντάσματα, ο Kurosawa στήνει ένα απόλυτα καταθλιπτικό και μοναχικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο ο άνθρωπος αντιμετωπίζει τη ζωή με τρόπο μίζερο και χωρίς κανέναν ουσιαστικό λόγο ύπαρξης.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως από την αρχή της ταινίας, δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε τους ήρωες να ανήκουν σε κάποια ευρύτερη, κοινωνική ομάδα, αφού παραπέμπουν περισσότερο σε αποτραβηγμένες από κάθε μορφή επαφής φιγούρες, παρά σε κοινωνικά όντα.  Επόμενο είναι λοιπόν πως μέσα σε ένα τέτοιο ζοφερό περιβάλλον, ο ‘άλλος κόσμος’ έχει τη δυνατότητα οχι μόνο να εισβάλει στην πραγματική διάσταση, όπως την ζούμε καθημερινά όλοι μας, αλλά και να αναταράξει τις ισορροπίες της σε τέτοιο βαθμό, ώστε ένα post apocalyptic μέλλον, να μην είναι τελικά και τόσο παράλογο…

Αν ήθελε κανείς να δώσει μια σαφέστατη εξήγηση σχετικά με το τι συμβαίνει ακριβώς στη ταινία, μάλλον θα δυσκολευόταν και δικαιολογημένα, καθώς η ιστορία της καταπιάνεται με ένα σωρό θέματα, τα οποία έχουν να κάνουν τόσο με το παρόν, όσο και με το παρελθόν.
Αρχικά η τίνι τρόπω, εμμονή τις γιαπωνέζικης κουλτούρας με την τεχνολογία και όλα τα καλά, αλλά και τα δεινά που απορρέουν από αυτή, αποτελεί ένα κλασικό μοτίβο το οποίο συναντά κανείς στη παράδοσή της, τα ήθη και έθιμά της, τον σύγχρονο τρόπο ζωής της, ακόμα και στα manga, τα anime και τις ταινίες της, κυρίως αυτές του horror είδους.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα ταινίας είναι φυσικά και το “Tetsuo” ένα industrial, cyberpunk ταινιάκι, γεμάτο από μια μεταφορική, κακή επίδραση της τεχνολογίας πάνω στον άνθρωπο.  Όσο disturbing είναι το Tetsuo, άλλο τόσο είναι και το “Kairo” αν και σε μια ξεκάθαρα πιο μιουταρισμένη κατάσταση, η οποία όμως περνάει και πάλι το βασικό της μήνυμα: η τεχνολογία αποξενώνει τους ανθρώπους, γκρεμίζει τις διαπροσωπικές σχέσεις και οδηγεί στην αναπόφευκτη μοναξιά.
Το γεγονός οτι τα πνεύματα χρησιμοποιούν κατά κάποιον τρόπο, ως πέρασμα για τον ερχομό τους στον δικό μας κόσμο, το Internet, μόνο τυχαίο δεν είναι, καθώς ο Kurosawa δίνει αυτομάτως το στίγμα των καιρών μας.  Όπως ακριβώς όλοι μας αποτελούμε απλώς ‘φαντάσματα’ του διαδικτύου, όταν καθόμαστε μπροστά από μια οθόνη, χωρίς πρόσωπο και χωρίς σώμα, έτσι ακριβώς και τα φαντάσματα επιλέγουν αυτό το μέσο προκειμένου να κάνουν τη παρουσία τους αισθητή.  Η τραγική ειρωνία σε ολόκληρο το μεγαλείο της…

Πέρα από την αλλοτρίωση που υφίσταται κανείς εξαιτίας της τρομακτικής εισβολής της τεχνολογίας στις ζωές μας (οπού τότε σε σχέση με σήμερα, αποτελούσε απλά ένα μικρό, απειροελάχιστο βήμα), ο Kurosawa προχωράει το παιχνίδι του ένα βήμα παραπέρα, δίνοντας μόνο θραύσματα λογικής σχετικά με το γιατί από τη στιγμή που κάποιος βλέπει ένα πνεύμα, στη συνέχεια δίνει τέλος στη ζωή του.  Μα είναι απλό, φαίνεται να μας λέει.  Η απόλυτη μοναξιά την οποία βιώνει ένα πνεύμα, έρχεται και ταυτίζεται με τρόπο απρόσμενο, με την έντονη μοναξιά την οποία ζουν εκατομμύρια συμπολίτες μας, ακόμα και όταν βρίσκονται μέσα σε κόσμο.  Είτε το ερμηνεύσεις ως ψυχική διαταραχή, είτε απλώς ως αποξένωση από τους πάντες και τα πάντα, η μοναξιά είναι ένα γεγονός πικρό και δύσκολο.  Πως θα μας φαινόταν λοιπόν αν ένα φάντασμα ερχόταν και μας ενημέρωνε πως η ζωή πέρα από το απόλυτο άπειρο, είναι και πάλι ένας ατέρμονος αγώνας για συντροφικότητα, παρέα και κοινωνικοποίηση;
Αυτή ακριβώς η τρομερή αποκάλυψη φαίνεται πως πυροδοτεί και τις ανάλογες αντιδράσεις, οδηγώντας σταδιακά έναν μεγάλο αριθμό ατόμων, στην αυτοκτονία.  Από τη στιγμή που η πρώτη επαφή με το πνεύμα πραγματοποιηθεί, εκείνο παύει να υπάρχει, χαμένο πλέον για πάντα, ενώ τη θέση του παίρνει ο νεο-νεκρός ήρωας, ο οποίος με τη σειρά του θα πρέπει να αναζητήσει έναν άλλο άνθρωπο προκειμένου να εξουδετερώσει την αβάσταχτη, χημική ένωση της μοναξιάς, να χαθεί με τη σειρά του και πάει λέγοντας.
Γίνεται φανερό εδώ πως ο σκηνοθέτης, εκτός από θέματα ηθικής (είναι τελικά η τεχνολογία καλή η κακή; η φύση της, της δίνει το θετικό ή το αρνητικό πρόσημο, ή η χρήση της από τους ανθρώπους;), θέτει και θέματα φιλοσοφικής και υπαρξιακής διάστασης, καθώς ένα από τα αέναα ερωτήματα του ανθρώπου είναι το τι υπάρχει μετά θάνατον.  Εδώ ο Kurosawa είναι πεσιμιστής (μπορεί και ρεαλιστής).  Το μόνο που υπάρχει, είναι οτι υπάρχει και στον κόσμο που ζούμε και αναπνέουμε: μια ατέλειωτη μοναξιά και μια αιώνια λήθη.  Μόνοι γεννιόμαστε και πεθαίνουμε μόνοι…

Αν θέλετε και κάτι ακόμα από τη ταινία, προσθέστε και την εξαιρετική eery κατάληξη όσον πεθαίνουν, οι οποίοι αρχικά μένουν ως αποτύπωμα πάνω στον τοίχο ή το πάτωμα, εκεί ακριβώς οπού πέθαναν και στη συνέχεια απλά χάνονται, μετατρεπόμενοι σε μαύρη σκόνη.
Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση την οποία διάβασα σε διάφορα forums, έχει να κάνει με το γεγονός πως αυτό το μαύρο στίγμα που μένει πίσω από τους νεκρούς, ομοιάζει με το αντίστοιχο το οποίο είχε εντοπιστεί στο Ναγκασάκι και τη Χιροσίμα, αμέσως μετά τη ρήξη της ατομικής βόμβας από τους Αμερικάνους.  Σύμφωνα με μαρτυρίες, όσοι βρίσκονταν κοντά στο σημείο της έκρηξης, εξαϋλώθηκαν αμέσως αφήνοντας πίσω τους το αποτύπωμα της ‘σκιάς’ τους πάνω στους τοίχους, καθώς και τα ρούχα τους.  Η ανθρώπινη σάρκα άφηνε απλά ένα ίχνος παρελθοντικής παρουσίας και αυτό είναι όλο.  Έτσι λοιπόν, πολλοί παρομοιάζουν το “Kairo” ως μια ταινία που θέτει επί τάπητος, και το θέμα του πολέμου, έτσι όπως από πρώτο χέρι τον βίωσε αυτό το έθνος.  Αν σκεφτεί μάλιστα κανείς και το τέλος της ταινίας, τότε σίγουρα θα μπορέσει να εντοπίσει κάπου εκεί, μια εν δυνάμει, φριχτή αναπαράσταση της βιαιότητας, της ωμότητας και της θανατίλας ενός πολέμου.  Και στη τελική, κάπως έτσι φαίνεται πως λειτουργεί και η ιδέα του καλωδιακού περάσματος ενός πνεύματος στον κόσμο μας.  Ως ο ύστατος πόλεμος της ανθρωπότητας.
Η σκηνοθεσία του Kurosawa είναι σκοτεινή και μίζερη, με μουντά χρώματα, σε έναν κόσμο απομυζημένο από το παραμικρό συναίσθημα χαράς και κουράγιου.  Οι ερμηνείες των ηρώων είναι μετρημένες, χωρίς υπερβολές αυτή τη φορά, υπακούοντας στην αλληγορική σημασία της ταινίας, αλλά και στην πιθανότητα όλη αυτή η υπόθεση να αποτελεί τελικά μια νέα, καταστροφική για τους ανθρώπους, συνέπεια.  Συνέπεια που απορρέει από τον δικό μας εγωισμό και την αυξανόμενη κατάθλιψη που σκοπεύει να καταπιεί τα πάντα.
Δυσοίωνο και σκοτεινό, το “Kairo” λειτουργεί σαν μια κινηματογραφική αλληγορία πάνω σε πολλαπλά θέματα, όπως η τεχνολογία, η μοναξιά και οι συνέπειες ενός πολέμου.  Πολλά από όσα δείτε δεν έχουν μια χειροπιαστή εξήγηση στα πλαίσια της ταινίας, αλλά δε χρειάζεται κιόλας.  Ο καθένας μπορεί να οδηγηθεί στα δικά του συμπεράσματα.  Έτσι κι αλλιώς μιλάμε για μια ταινία που θα μείνει στο μυαλό σας για πολύ, πολύ καιρό…


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι και ο καπετάνιος μπορεί να συμβολίζει κάτι (ίσως εκείνον που μετέφερε τις ψυχές τον νεκρών από τον Αχέροντα στον Άδη;), οτι τα φαντάσματά τους δε θα σταματήσουν να με φρικάρουν ποτέ, και οτι η μουσική που σιγοντάρει τη ταινία θα ήταν ικανή να σε κάνει να χεστείς πάνω σου, ακόμα και αν έβλεπες κωμωδία.


No trivia

Prometheus: The space, the man and his creator

NEW ARRIVAL

Γεια σας, γεια σας και πάλι!  Όπως θα καταλάβατε, σήμερα πρόκειται να ασχοληθούμε με το διαστημικό υπερθέαμα που χτύπησε από χθες τις αίθουσες και ακούει στο όνομα, “Prometheus”.  Σαφέστατα είχαμε την κυκλοφορία και άλλων ταινιών, αλλά σίγουρα δεν είναι της ίδιας δυναμικής.  Οπότε εκτός από το “Prometheus” θα έχετε τη δυνατότητα να απολαύσετε το “The Deep Blue Sea”, ένα δυνατό δράμα, με τους Reichel Weisz και Tom Hinddleston (ναι, ναι ο Loki), το αισθηματικό “L’Amour Dure Trois Ans”, καθώς και την επανακυκλοφορία του κλασικού “Τhe Man Who Knew Too Much” και πρωταγωνιστές τους James Stewart και Doris Day.  Οπότε έπειτα και από την απαρίθμηση των ταινιών της εβδομάδας, μπορούμε να περάσουμε στα δικά μας.  Ξεκινάμε…

Μια ομάδα επιστημόνων αποφασίζει να ταξιδέψει έτη φωτός μακριά από τη Γη, και μέσα από το σκοτεινό διάστημα, προκειμένου να φτάσουν σε έναν πλανήτη, για τον οποίο έχουν αποδείξεις οτι αποτελεί τη ‘πατρίδα’ των Δημιουργών του ανθρώπινου είδους.
Όταν οι doctors, Elisabeth Shaw (Noomi Rapace) και Charlie Holloway (Logan Marshall-Green) ανακαλύψουν κάποιες πανάρχαιες τοιχογραφίες, οι οποίες παρουσιάζουν μερικά μεγαλόσωμα όντα να δείχνουν ένα συγκεκριμένο αστρικό πλέγμα στον ουρανό, είναι σίγουροι πως πρόκειται για την σημαντικότερη ανακάλυψη που έγινε ποτέ.  Έτσι λοιπόν, όταν αργότερα αποτελέσουν μέλη του πληρώματος του Προμηθέα (έτσι ονομάζεται το σκάφος, το οποίο παραπέμπει κατευθείαν στο αντίστοιχο του “Alien”, καθώς ο Scott μοιάζει να δίνει ιδιαίτερη σημασία στην ονομασία των διαστημικών του οχημάτων και τον ρόλο που αυτά παίζουν) θα έχουν την μοναδική ευκαιρία να δουν από κοντά αυτή την-όπως όλα δείχνουν-αρχή των πάντων.  Παρέα με την cold bitch αρχηγό του πληρώματος, Meredith Vickers (Charlize Theron), εκπρόσωπο της Weyland Corporation που έχει ρίξει το παραδάκι, τον cool καπετάνιο Janek (Idris Elba) και τον David (Michael Fassbender), ένα κατάξανθο ανδροειδές που μιμείται την ομιλία και το εξωτερικό παρουσιαστικό του Peter O’Toole, από την αγαπημένη του ταινία, “Lawrence of Arabia” (1962), η ομάδα φτάνει τελικά έπειτα από μακρόχρονο ταξίδι, στον προορισμό της.
Χωρίς να χάσουν χρόνο θα ξεκινήσουν αμέσως τις έρευνες για την αποκάλυψη ιχνών ζωής.  Αυτό που τελικά θα αντικρίσουν θα ξεπεράσει τα πιο τρελά τους όνειρα.  Αλλά και τους πιο φριχτούς τους εφιάλτες…

Ο μεγάλος μάστορας Ridley Scott επανέρχεται στο είδος που τον γέννησε και τον ανέδειξε κατά τρόπο τόσο προσωποποιημένο, όσο λίγες φορές έχουμε δει και σε άλλους σκηνοθέτες.
Το sci-fi. είδος και συγκεκριμένα αυτό με μπόλικες δόσεις horror, απέκτησε ολοκληρωτικά νέα διάσταση όταν το 1979 έκανε την εμφάνισή του το “Alien”.  Εκεί μια ομάδα ακολουθεί ένα απομακρυσμένο, διαστημικό σήμα και αποφασίζει να ερευνήσει τον πλανήτη από τον οποίο προέρχεται, σε αναζήτηση εξωγήινης ζωής.  Αυτό φυσικά που θα επακολουθήσει το γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά, και κάπου εκεί είναι που θα γεννηθεί και ένα από τα πιο twisted και ενδιαφέροντα ‘love stories’ που κόσμησαν ποτέ τον κινηματογράφο.
Η σκληροπυρηνική Ripley (Sigourney Weaver) θα δημιουργήσει ένα απρόσμενο δέσιμο με το θανατηφόρο, εξωγήινο πλάσμα (hand down το πιο εντυπωσιακό, εξωγήινο δημιούργημα στην ιστορία του cinema), ο οποίος θα την ακολουθήσει και στα υπόλοιπα-αν και οχι ίδιας ισχύς, αλλά παρόλα αυτά αξιοπρεπή-sequels της ταινίας.
Η προσωπική μου άποψη σχετικά με το “Alien” είναι πως ο Scott ήθελε να δημιουργήσει ένα film που θα περιλαμβάνει όλα αυτά που θα έπρεπε ένα αυθεντικό, sci-fi film να περιλαμβάνει.  Δηλαδή: αγωνία, δράση, ένα κάποιο φιλοσοφικό υπόβαθρο (οχι μεγάλο η αλήθεια είναι), αλλά και στιγμές απόλυτου, κλειστοφοβικού τρόμου.  Και στην ουσία ο Scott κάνει αυτό ακριβώς: συνδυάζει την περιέργεια για έναν αχανή, μυστήριο κόσμο , με το πιο αρχέγονο αίσθημα του ανθρώπου, αυτό του φόβου, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό, συμπαντικό κοκτέιλ που σου μένει αξέχαστο.  Μέσα από σιωπηλές στιγμές, ρέουσα σκηνοθεσία που αφήνει την ιστορία να ξεδιπλωθεί μόνη της και έναν εξωγήινο για τον οποίο σε πρώτη φάση έχεις μόνο glimpses (είναι ερπετοειδές;, έχει χαρακτηριστικά αράχνης; ή και κάτι πράγματα που μοιάζουν με πλοκάμια;) σε κολλάει στον τοίχο και σε ταΐζει ένα εξαίρετο για την εποχή υπερθέαμα.  Τα πράγματα είναι απλά.  Το ίδιο ακριβώς κάνει και στο “Prometheus”.

Για να ξεκαθαρίσουμε λίγο τα πράγματα, επειδή πολλά άκουσα από όσους είχαν ήδη δει την ταινία και η απογοήτευσή μου είχε φτάσει σχεδόν πάτωμα.  Το “Alien” δεν έχει κανένα κρυμμένο, φιλοσοφικό ή υπαρξιακό νόημα, και συνεπώς οποιαδήποτε ταύτιση (κακώς έτσι κι αλλιώς από τη πρώτη στιγμή, να αναζητά κανείς κοινή πορεία πλεύσης σε μια ταινία του ΄79 και σε μια άλλη 33 χρόνια αργότερα).  Σαφέστατα μιλάμε για μια ανθρώπινη αποστολή, που αναζητά το νόημα της ζωής και την προέλευση του είδους μας, αλλά αυτό εντοπίζεται αποκλειστικά και μόνο στον Προμηθέα.  Αντιθέτως στο “Alien” φαίνεται πως οι άνθρωποι λειτουργούν περισσότερο μισθοφορικά, εκτελώντας αποστολές σε άλλους πλανήτες και μεταφέροντας πρώτες ύλες και πάσης φύσεως υλικά, πίσω στη Γη (όπως ακριβώς και στο πρόσφατο “Moon” (2009) του Duncan Jones).  Όπως εντοπίζει και ο διάσημος κριτικός κινηματογράφου, Rogert Ebert για τους οχι ακριβώς νεαρούς πρωταγωνιστές του “Alien”, “…these are not adventurers, but workers hired by a company to return 20 millions tone of ore to Earth…”.  So it seems.
Συνεπώς αν κάποιος θέλει φιλοσοφικό υπόβαθρο, τότε ας δει το “Prometheus”.  Σίγουρα η αναζήτηση των απαντήσεων σε αυτά τα αιώνια ερωτήματα που θέτει ο άνθρωπος στον εαυτό του, δεν είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί, δεν έχουμε ακούσει και δεν έχουμε απολαύσει σε πάμπολλες, sci-fi ταινίες.  Αλλά αυτό που φαίνεται να κάνει ο Scott στην προκειμένη περίπτωση είναι ένας αυτοπροσδιορισμός και μια μνεία, αν θέλετε, στο δημιούργημά του, τρεις δεκαετίες πίσω.  Δεν έχει σκοπό ούτε να κατασκευάσει ένα ακόμα “Alien” (δεν θα είχε πια κανένα νόημα), ούτε όμως και να σκηνοθετήσει μια ταινία εντελώς αποκομμένη από την προσωπική του κληρονομιά και παράδοση.  Έτσι λοιπόν το “Prometheus” είναι μια ταινία με υπαρκτή υπαρξιακή βάση (εκεί δε βασίζεται στην τελική το ταξίδι τους;  Στην ανακάλυψη των Δημιουργών μας;) και preqouel-ικά στοιχεία βγαλμένα μέσα από την καρδιά του “Alien”.
Δε κατάλαβα τις αντιδράσεις περί μικρότερου φιλοσοφικού υποβάθρου από αυτό του “Alien”, συνεπώς δε τις δέχομαι γιατί στην ουσία οι δυο ταινίες κινούνται παράλληλα και δεν τέμνονται ποτέ.  Άρα για να ξεμπερδεύουμε και με αυτό το θέμα το οποίο με εκνεύρισε και λίγο, το “Prometheus” είναι όπως το περιμένουν οι περισσότεροι: εντυπωσιακό, άρτια σκηνοθετημένο και με μπόλικα easter eggs, τα οποία θα προϊδέαζαν ιδανικά κάποιον για μια ενδεχόμενη, παρθενική εμφάνιση του “Alien” στις μέρες μας και οχι το ’70.

Όσον αφορά αυτή καθεαυτή την ταινία μας τώρα, τα πρώτα δέκα λεπτά είναι ενδεικτικά και της κατεύθυνσης που επιλέγει να ακολουθήσει ο σκηνοθέτης.  Στο πρώτο πλάνο βλέπουμε ένα εντυπωσιακό τοπίο με ορμητικούς καταρράκτες και λίγο αργότερα ένα πελώριο, χλωμό πλάσμα που θυμίζει αρκετά ανθρώπινο ον, να δοκιμάζει κάτι σαν δηλητήριο και έπειτα να πέφτει στο νερό νεκρό.  Αμέσως μετά η κάμερα μεταφέρεται στη Γη, οπού η Shaw (αλήθεια τι ‘saw’ η Shaw;) ανακαλύπτει τις πανάρχαιες τοιχογραφίες, μέσα από ένα σκηνικό match cut.
Ίσως το πιο διάσημο match cut στην ιστορία του κινηματογράφου, να είναι αυτό στο αστρικό έπος του Stanley Kubrick, “2001: A Space Odyssey”, στο οποίο μεταφερόμαστε αυτοστιγμεί από το κόκαλο που πετάγεται στον αέρα, στον διαστημικό σταθμό που πλανάται νωχελικός στο σκοτεινό διάστημα.
Στην ουσία ο Scott μοιάζει να ενδιαφέρεται να εμπλουτίσει τον Προμηθέα του, με μια σειρά από κινηματογραφικές στιγμές, που αν προσέξει κανείς καλά, θα καταλάβει πως αποτελούν την έμπνευση από άλλα, αξιομνημόνευτα film.  Και οι ομοιότητες με το αριστούργημα του Kubrick δεν τελειώνουν εδώ.
Ο ρόλος του David, οχι μόνο αποτελεί μια συνέχεια των ρόλων που υποδύθηκαν οι Ian Holm (Ash), Lance Henriksen (Bishop- “Aliens”, “Alien 3”) και Wynona Ryder (Annalee Call-“Alien: Resurrection), αλλά και του ψυχρού προδότη, HAL-9000 ο οποίος αποτέλεσε την αφετηρία για την σωτηρία, αλλά και την ψυχεδελική καταστροφή του πληρώματος του διαστημικού σταθμού στο Space Odyssey.  Τα κοινά στοιχεία του David και του HAL-9000 είναι περισσότερα από οτι αφήνεται να εννοηθεί στην αρχή, και ο Fassbender δίνει ρεσιτάλ στον ρόλο του μυστηριώδους ανδροειδούς το οποίο ακολουθώντας την παράδοση του Kubrick είναι η σωτηρία του πληρώματος.  Είναι όμως και η καταστροφή τους;
Το γεγονός που γεννάται εδώ έχει ένα πολύ ενδιαφέρον, υπαρξιακό twist καθώς η ουσία της αναζήτησης των Δημιουργών μας, μεταβιβάζεται ταυτόχρονα και στην δημιουργία του David από εμάς.  Αυτό σημαίνει πως ο Scott δημιουργεί ένα έξυπνο, διπλό παιχνίδι στο οποίο το πλήρωμα αναζητά απαντήσεις, σε κάτι που ο David έχει ήδη απαντήσει: οι Δημιουργοί μου είστε εσείς.  Αυτή η απάντηση στο υπέρτατο ερώτημα, είναι που στην ουσία τον καθιστά παντογνώστη και φυσικά τρομερά επικίνδυνο απέναντι στους ήρωες.  Είναι ένα ανθρωπόμορφο ανδροεϊδές που δεν έχει απολύτως τίποτα να χάσει, σε αντίθεση με την εύθραυστη, ανθρώπινη ύπαρξη που απειλείται να χάσει τις απαντήσεις, μέσα από τα χέρια της…

Εκτός όμως από τον Fassbender που κλέβει εύκολα την παράσταση, εξίσου καλή είναι και η Noomi Rapace σε μια κατά πολύ λιγότερο hardcore εκδοχή της Sigourney Weaver.  Κάπου ανάμεσα στην απλή και ανθρώπινη συμπεριφορά της, με τις αναμνήσεις και τα δάκρυα στα μάτια, η Elisabeth είναι μια γυναίκα που ξέρει ακριβώς τι να κάνει όταν οι συνθήκες το απαιτούν.  Χαρακτηριστικότερη η σκηνή που βρίσκεται μέσα στο ‘ιατρείο’ και δε λέω τίποτα άλλο γι’ αυτό.
Το γεγονός οτι ο Scott δε το παρακάνει με τη θύμηση της Ripley, μόνο καλό κάνει στην ταινία, καθώς αποφεύγεται μεν εύστοχα μια σύγκριση (ποια να συγκριθεί άλλωστε μαζί της;, όπως λέει και το άσμα), ενισχύεται δε το προφίλ της πρωταγωνίστριας μέσα από μια χαλαρά μόνο σύνδεση με την σκληροπυρηνική Ripley.  Εξάλλου το στοιχείο που τις διαφοροποιεί στον μέγιστο βαθμό, είναι αυτό της πίστης.  Η Elisabeth κουβαλάει παντού μαζί της έναν σταυρό τον οποίο φοράει, και ο οποίος πέρασε σε αυτή από τον πατέρα της.  Αντιθέτως η Ripley ήταν μια γυναίκα που βασιζόταν στην ομάδα και στην σκληροτράχηλη οντότητά της, όταν τα πράγματα γίνονταν άγρια.
Ο Ridley και πάλι όμως μπορεί να πετάει στο τσουκάλι και το θέμα της θρησκείας (πίστη και επιστήμη αποτελούν κομμάτια της ίδιας προσωπικότητας της Elisabeth), παρόλα αυτά δε τα ψαχουλεύει και πολύ, αφήνοντας στον καθένα από εμάς να ερμηνεύσει τα όσα βλέπει με δικό του τρόπο.  Κατά τα άλλα και όλο το υπόλοιπο cast ήταν πολύ καλό, με τον Elba και την Theron να συμπληρώνουν την τετράδα μαζί με Rapace και Fassbender.

Το “Prometheus” είναι σίγουρα ένα οπτικοακουστικό υπερθέαμα με ψυχή και περιεχόμενο.  Όπως είναι λογικό έχει και αυτό τις λιγότερο καλές στιγμές του, όπως για παράδειγμα το γεγονός οτι κατά την ταπεινή μου γνώμη του cast αν και πολύ καλό, δεν έδεσε μεταξύ του όπως θα έπρεπε, με αποτέλεσμα να υπάρχουν υποομάδες που φαινόταν να λειτουργούν καλύτερα, και άλλες οχι και τόσο.  Επίσης με ξένισε το γεγονός μερικών corny, όπως θα τις χαρακτήριζα, σκηνών τις οποίες έχω δει άπειρες φορές σε καταστροφολογικές ταινίες και θα ήθελα ο Scott να αποφύγει τον σκόπελο αυτού του κλασικού μοτίβου.  Παρόλα αυτά τα λιγότερο καλά στοιχεία της ταινίας, είναι σαφέστατα περιορισμένα, σε σχέση με αυτό που μπορείς να αποκομίσεις από τη ταινία.
Εντυπωσιακά special effects που σε αφήνουν άναυδο, ένα story που έχουμε ξαναδεί, εμπλουτισμένο όμως με μνήμες από το συναρπαστικό “Alien”, ένας απόκοσμος-κόσμος τόσο σκοτεινός και προκλητικός την ίδια στιγμή που σε συνεπαίρνει, ένα ΟST από τα καλύτερα τώρα τελευταία, ενα εντυπωσιακότατο σκάφος (και φυσικά εξίσου όμορφες στολές, υπο-οχήματα κ.λ.π) και μια σκηνοθεσία υψηλών προδιαγραφών, συνθέτουν μια διαστημική περιπέτεια που κάτι θα σου θυμίσει, αλλά και οχι.
Το “Prometheus” είναι ένα καλοκαιρινό blockbuster με τσαγανό.  Και αν λίγο πριν από το τέλος πας να ξενερώσεις, μη φοβού.  Γιατί στα τελευταία λεπτά το κλείσιμο είναι…λουκούμι.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι probably ο Logan Marshall-Green θα μπορούσε άνετα να είναι ο δίδυμος αδελφός του Tom Hardy, οτι ο Guy Pearce κάνει εμφάνιση σε ρόλο έκπληξη και οτι το όνομα του σκάφους δεν είναι τυχαίο.  Ω οχι, καθόλου τυχαίο…

TRIVIA

  • O Scott έδωσε εντολές στην Theron να στέκεται στις γωνίες και να κινείται σε lurking movements, προκειμένου να ενισχύσει την απόμακρη και αινιγματική φυσιογνωμία της Vickers.
  • Η Theron αντιμετώπισε μεγάλη δυσκολία στο γύρισμα των σκηνών δράσης, εξαιτίας του καπνίσματος.  Ιδιαίτερα όταν έπρεπε να τρέχει με τις μπότες που φορούσε και οι οποίες ζύγιζαν 14 κιλά!
  • Τα ανδροειδή στις ταινίες Alien ακολουθούν αλφαβητική σειρά: Ash, Bishop, Call και David.
(Πηγή IMDB)
Μερικά από τα cool unofficial posters:
Το poster του “Prometheus” αν ήταν b-movie
Και μερικές φωτός από “Alien” και “Prometheus” προς σκέψη και συζήτηση…

A l’interieur (a.k.a Inside): A disturbingly gory piece of movie

Χαιρετώ για ακόμη μια φορά και επί τη ευκαιρία, να πω και ένα welcome στα καινούρια μέλη του blog.  Γεια σας λοιπόν : ).  Λοιπόν σήμερα και εν αναμονή του “Prometheus” για το οποίο τρέφω ακόμα κάποιες ελπίδες οτι μπορεί και να φτάσει τις προσδοκίες μου, θα μιλήσουμε για ένα low budget ταινιάκι, γαλλικής παραγωγής για το οποίο πρέπει να προειδοποιήσω από τώρα. Όσοι δεν αρέσκεστε στα μακάβρια horror films, τις έντονα slash στιγμές και το αίμα που ρέει άφθονο, δεν έχετε κανέναν απολύτως λόγο να συνεχίσετε να διαβάζετε την κριτική.  Οχι τίποτα άλλο, αλλά μπορεί μετά να μπείτε στον πειρασμό, να την δείτε και μετά να με κατηγορείτε που δε θα μπορείτε να κλείσετε μάτι το βράδυ : P.  Για να εξηγούμαστε λοιπόν, το “Inside” δεν είναι μια ταινία για ευαίσθητα στομάχια και καρδιές, so όσοι δεν αντέχετε, stay away!



H Sarah (Alysson Paradis) είναι μια νεαρή γυναίκα που εμπλέκεται σε ένα τραγικό, αυτοκινητιστικό δυστύχημα, το οποίο κοστίζει την ζωή του συζύγου της.  Η ίδια όντας έγκυος, τραυματίζεται σοβαρά, αλλά όπως όλα δείχνουν λίγο αργότερα, τόσο η δική της κατάσταση, όσο και αυτή του μωρού της, βαίνουν καλώς.  Όταν τελικά η Sarah φύγει από το νοσοκομείο, έπειτα και από τις τελευταίες εξετάσεις σχετικά με την εγκυμοσύνη της, θα επιστρέψει στο σπίτι, οπού θα αναγκαστεί να υπομείνει στωικά την μοναξιά της, μέχρι και την επόμενη μέρα δηλαδή, η οποία είναι και η καταληκτική ημερομηνία γεννήσεως του μωρού.
Η ηρωίδα εγκλωβισμένη ανάμεσα στο παρελθόν και τις φωτογραφικές της αναμνήσεις, θα αποφασίσει να περάσει μόνη την παραμονή των Χριστουγέννων, μη γνωρίζοντα για το κακό που καραδοκεί, υπό τη μορφή μιας μυστηριώδους, μαυροντυμένης γυναίκας (Beatrice Dalle).  Αυτή η άγνωστη γυναίκα θα της χτυπήσει την πόρτα ζητώντας της βοήθεια, για το αυτοκίνητό της που χάλασε λίγο παραπέρα, απαιτώντας να την αφήσει να μπει μέσα στο σπίτι.  Όταν η Sarah αρνηθεί, εκείνη θα κάνει ότι περνάει από το χέρι της, προκειμένου να μπει μέσα και να της αρπάξει ότι πολυτιμότερο έχει: το αγέννητο παιδί της…

Το δίδυμο των σκηνοθετών της ταινίας, Alexandre Bustillo και Julien Maury, δεν έχουν κάνει τίποτα περισσότερο στα κινηματογραφικά δρώμενα, πέρα από το “Α l’interieur” και ένα ακόμη horror flick, το “Livid” (2011).  Παρά το γεγονός όμως οτι δεν έχουν να μετρήσουν ένα κάποιο σκηνοθετικό (και σεναριογραφικό) background, καταφέρνουν εδώ να δημιουργήσουν μια ταινία τρόμου, απίστευτης αγριότητας και ωμότητας, από αυτές που μένουν αναμφίβολα για πάντα κολλημένες στο μυαλό σου.  Θες δε θες.
Και μόνο το γεγονός οτι θέτεις ως πρωταγωνίστρια της ταινίας σου, μια εγκυμονούσα γυναίκα, η οποία καλείται να αντιμετωπίσει φρικιαστικές καταστάσεις, είναι από μόνο του σοκαριστικό, αφού κακά τα ψέματα υποτίθεται οτι η περίοδος κατά την οποία μια γυναίκα κυοφορεί, είναι την ίδια στιγμή η πιο δύσκολη, αλλά και η πιο όμορφη περίοδος της ζωής της.
Ερμηνευόμενο έτσι, θα μπορούσαμε σίγουρα να προσδώσουμε μια εντελώς διαφορετική διάσταση, στην καθαρά gory αισθητική που ήθελαν να δώσουν οι σκηνοθέτες, και να το προχωρήσουμε λίγο παραπέρα, λέγοντας οτι το “Inside” είναι μια αλληγορία απέναντι στις δυσκολίες, τους πόνους και τις σκαμπανευαστικές αλλαγές διάθεσης,  που πολλές φορές μπορεί να υποστεί το σώμα και η ψυχολογία μιας γυναίκας.  Όταν μάλιστα μιλάμε και για μια η οποία έχει χάσει τον άνδρα της σε τροχαίο, ένα τροχαίο για το οποίο όπως όλα δείχνουν εκείνη έφταιγε, αναγκασμένη να μεγαλώσει ένα παιδί που θα της τον θυμίζει μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο, τότε γίνεται κάτι παραπάνω από ξεκάθαρο πως αν οι δημιουργοί είχαν έστω και αφηρημένα αυτή τη διάσταση στο μυαλό τους, και πάλι επιτυχημένη θα ήταν.

Πολλά από τα στοιχεία της ταινίας, μαρτυρούν την ρεαλιστική, αλλά και την ίδια στιγμή, μεταφορική διάσταση της ταινίας, αφού μπορεί τελικά να καταλήγουμε σε ένα ταινιάκι τρόμου, με-υπέρ του δέοντος αν με ρωτάτε-σκηνές ξεντεριασμάτων, πολτοποιημένων κεφαλιών, σκισμένης, ανθρώπινης σάρκας και ενός αιμάτινου ποταμιού που κατακλύζει το σπίτι, αλλά η πορεία μέχρι εκεί, σου αφήνει μια ιδιαίτερη επίγευση, σχετικά με το τι στο καλό τρέχει τέλος πάντων σε αυτό το σπίτι του τρόμου.  Κάπου εδώ κρατείστε οτι ο αριθμός του σπιτιού είναι 666.  Χμμμ…
Είτε θέλοντας να προσδώσουν μια διάσταση σχιζοφρενικής πραγματικότητας, είτε πνευματικού σουρεαλισμού (σίγουρα σε κάποια φάση θα αναρωτηθείτε εάν η μαυροντυμένη γυναίκα είναι φάντασμα), οι σκηνοθέτες έχουν κατασκευάσει μια άνευ προηγουμένου, Κόλαση επί της Γης μέσα σε ένα σπίτι.  Και αυτό είναι από μόνο του εξαιρετικό κατόρθωμα για μια ταινία τρόμου, ενός είδους δηλαδή που τις περισσότερες φορές αναλώνεται σε κλασικά, τρομολαγνικά μοτίβα χωρίς ιδιαίτερα νοήματα.

Μέσα σε ένα απόλυτα κλειστοφοβικό περιβάλλον, η πρωταγωνίστρια πρέπει να σώσει το μωρό της και έπειτα τον εαυτό της, και αν αυτό σας φαίνεται παράδοξο (δε πρέπει πρώτα η μανούλα να είναι καλά, προκειμένου να είναι και το μωράκι; duh), μπορεί όντως και να είναι, αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν είναι έτσι ακριβώς η αίσθηση που μας δίνεται από τη Sarah.
Από την άλλη πλευρά και πέρα από τις παραπάνω εικασίες που μπορεί να κάνει κανείς, σχετικά με την πραγματική φύση της ταινίας (πραγματικότητα-μεταφυσικότητα-μεταφορά), προσωπικά μου ήρθε στο μυαλό μια ακόμη παρακολουθώντας την ταινία.  Και αν η απειλητική γυναίκα είναι η εξωτερίκευση και η προσωποποίηση της καταθλιπτικής, εσωτερικής φύσης της Sarah;  Και αν η ίδια φορτωμένη από τις τύψεις για τον θάνατο του άντρα της, αποφασίσει με αυτόν τον τρόπο να αυτοτιμωρηθεί και τελικά να εξιλεωθεί;  Θα μπορούσε.  Κανείς δε μας λέει οτι κάτι τέτοιο δε θα ήταν πιθανό.  Και πάλι όμως έρχονται τα υπόλοιπα στοιχεία της ταινίας τα οποία αρχίζουν να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους (διάφοροι ήρωες, λόγια και αναμνήσεις) που τείνουν προς μια πιο ρεαλιστική κατεύθυνση.  Αλλά και πάλι δε μπορείς να είσαι απόλυτα σίγουρος…
Αν θα έπρεπε να το προσδιορίσω, θα έλεγα πως το “A l’interieur” δε φτάνει τις αξιώσεις και το φιλοσοφικό υπόβαθρο του “Martyrs”, μιας άλλης γαλλικής παραγωγής, την οποία όταν είχα δει για πρώτη φορά με είχε ‘πυροβολήσει’ κατευθείαν στο κεφάλι.  Παρόλα αυτά, αν και η απουσία ενός βαθύτερου νοήματος είναι εμφανής (στη τελική δε χρειάζεται κάθε horror movie να έχει και κάποιο νοηματικό υπόβαθρο, γι’ αυτό και λέγεται horror movie), η απαραίτητη ατμόσφαιρα δημιουργείται χάρη στις φρικαλέες ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστριών, της απρόσμενα στιλιζαρισμένης σκηνοθεσίας και της εντελώς ‘άσχετης’ μουσικής επένδυσης, που όμως της ταιριάζει τόσο πολύ.



Είναι γεγονός πως τα τελευταία χρόνια, ο γαλλικός κινηματογράφος ακολουθεί μια αξιοθαύμαστη άνοδο, σε διάφορα κινηματογραφικά είδη και αυτό ακριβώς βλέπουμε και εδώ.
Μπορεί στην ουσία να μιλάμε για μια αιματοβαμμένη ταινία τρόμου, παρόλα αυτά οι δημιουργοί δεν έχουν αφήσει στην άκρη το κομμάτι της σκηνοθεσίας.  
Τα μουντά, παγωμένα χρώματα, η ρέουσα κίνηση της κάμερας και τα ημιφωτισμένα κάδρα, κερδίζουν extra πόντους για χάρη της ταινίας, και σε καθηλώνουν ακόμα περισσότερο στη θέση σου.  Το δε πλάνο στο οποίο κάνει την εμφάνισή της η Γυναίκα μέσα στο σπίτι, είναι μακράν ένα από τα καλύτερα και πιο τρομακτικά που έχω δει ποτέ σε κάποιο film.
Τα πάντα, από το σενάριο και τη σκηνοθεσία, μέχρι τον…καιρό, την τοποθεσία του σπιτιού και το ίδιο το εσωτερικό του, ουρλιάζουν για το σαδιστικό κακό που έρχεται, και η άχλη μέσα στην οποία είναι βουτηγμένο το σπίτι, το κάνει να μοιάζει σαν να είναι βγαλμένο από άλλη διάσταση.  Και μπορεί να είναι τελικά.
Εκτός όμως από τα κατεξοχήν τεχνικά στοιχεία, ενδιαφέρον έχουν και οι ατάκες των ηθοποιών οι οποίες τις περισσότερες φορές αποτελούν στοιχείο προϊκονομοίας.  Για παράδειγμα λίγο πρίν φύγει η Sarah από το νοσοκομείο, μια περίεργη νοσοκόμα την ενημερώνει σχετικά με το πόσο δύσκολή είναι η πρώτη γέννα, το πρώτο παιδί, λέγοντας της χαρακτηριστικά πως είναι “…fucking hell”.  Έπειτα γινόμαστε μάρτυρες, αυτού ακριβώς, αν και σε μια πολύ, πολύ πιο hardcore εκδοχή του…
H ερμηνεία της Paradis (αδελφή της γνωσότερης Vanessa) είναι εξαιρετική.  Βουτηγμένη στην κατάθλιψη και τη μοναξιά, υποδύεται τον ρόλο της υπέροχα, και με μια μακάβρια εμμονή, προκειμένου να σώσει το παιδί της.  Από την άλλη, η Dalle είναι αναμφίβολα αυτή που κλέβει την παράσταση.  Ασχημούλα και επικίνδυνη, σαν αγρίμι σε κλουβί, ουρλιάζει, σκοτώνει και βάζει μπροστά τα ζωώδη της ένστικτα, προκειμένου να πάρει αυτό που θέλει.
Τέλος νομίζω αξίζει και μια αναφορά στην μουσική επένδυση, η οποία πάει εντελώς κόντρα στην σκληρή υπόθεση της ταινίας.  Μελιχτάλαχτη, γλυκιά και σχεδόν σαν νανούρισμα (χμμμ…) έρχεται και επισφραγίζει αυτή τη ταινία, η οποία μπορεί να μην είναι χωρίς τις υπερβολές και τις ‘τρύπες’ της, είναι όμως σίγουρα μια εμπειρία για…δυνατούς λύτες.  Δείτε την μόνο με δική σας πρωτοβουλία.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι τα πλάνα του μωρού στη κοιλιά, παραπέμπουν στο videoclip των Massive Attack, ‘Teardrop’, οτι η σκηνή στη σκάλα δε γίνεται να ξεχαστεί ποτέ πια από το μυαλό μου και οτι οι αστυνομικοί, είναι μερικοί από τους πιο ηλίθιους που έχω δει ποτέ σε ταινία.




No trivia

Pontypool: Kill is kiss

Γεια σας και πάλι!  Τι μέρα κι αυτή σήμερα; (εμένα προσωπικά μου αρέσει πάντως).  Λοιπόν λοιπόν ξέρω οτι είχα αναφέρει στην αρχή της εβδομάδας, οτι θα αρχίσουμε να ασχολούμαστε με κλασικό κινηματογράφο, αλλά έλα που έτυχε να δω κάνα δυο ταινιούλες που άξιζαν τη προσοχή μας;  Έτσι λοιπόν και σήμερα θα ασχοληθούμε με μια ανεξάρτητη παραγωγή του 2008 και θα αφήσουμε τα υπόλοιπα από την επόμενη φορά.  Επίσης να υπενθυμίσω πως αυτή η εβδομάδα είναι αρκετά φτωχή κινηματογραφικά μιας που μόνο μια ταινία βγήκε στις αίθουσες και συγκεκριμένα αυτή του Tim Burton, “Dark Shadows”.  Επίσης να πούμε οτι ξεκίνησε και το 65ο φεστιβάλ των Κανών (σνιφ!), συνεπώς αν έχουμε κάποιο hot νεάκι ή ενδιαφέρον backstage, εδώ είμαστε (σνιφ, σνιφ δυστυχώς εδώ και οχι εκεί).  Ξεκινάμε λοιπόν…

Σε μια μικρή πόλη του Ontario, στο Pontypool, κάτι περίεργο πρόκειται να συμβεί.  Ενώ η μέρα έχει ξεκινήσει όπως ακριβώς κάθε άλλη, ο Grant Mazzy (Stephen McHattie), ο ηλικιωμένος και uber cool εκφωνητής του τοπικού, ραδιοφωνικού σταθμού αντιλαμβάνεται πως ίσως κάτι να μη πηγαίνει καθόλου καλά, όταν μια μυστηριώδης γυναίκα χτυπήσει το τζάμι του αυτοκινήτου του ψελίζοντας μερικές ακατανόητες λέξεις και στη συνέχεια εξαφανιστεί.  Ο Mazzy εν μέσω κρύου και χιονιού, φτάνει τελικά στον σταθμό, οπού και ξεκινάει την καθημερινή του εκπομπή, με βοηθούς τις Sydney (Lisa Houle) και την νεότερη Laurel-Ann (Georgina Reilly) η οποία έχει μόλις επιστρέψει από το Αφγανιστάν.  Και ενώ η μέρα προχωράει με τις τυπικές φιλονικίες Mazzy και Sydney, αρχίζουν να καταφτάνουν στον σταθμό μερικές περίεργες ειδήσεις, σχετικά με ένα τσούρμο ανθρώπων που έχουν αρχίσει να κατακλύζουν τη πόλη, δρώντας κάτω από μια περίεργη συμπεριφορά.  Οι περισσότεροι μοιάζουν να μιλούν ακατάληπτα, ενώ έχουν αρχίσει να επιτίθενται και ο ένας στον άλλον, σημειώνοντας μάλιστα και τις πρώτες, ανθρώπινες απώλειες.  Στο σταθμό, προσπαθούν να βγάλουν ένα νόημα από όλα αυτά, και να ενημερώσουν τους πολίτες προκειμένου να προστατεύσουν τους εαυτούς τους.  Το πράγμα όμως όσο πάει και αγριεύει, καθώς οι πολίτες φαίνεται να έχουν επιστρέψει στα πρωτόγονα ένστικτά τους, ξεσκίζοντας κυριολεκτικά ο ένας τις σάρκες του άλλου, σε μια νέα πραγματικότητα που δεν έχει επιστροφή.  Κι όμως, ένας επικίνδυνος ιός αποτελεί τελικά τη πηγή του κακού, ένας ιός που δε μοιάζει με κανέναν άλλον, καθώς δεν έχει εξαπλωθεί ούτε μέσω αποτυχημένου πειράματος, ούτε ενός επικίνδυνου, μολυσμένου ζώου.  Η αρχή του ολέθρου αυτή τη φορά αναζητείται κάπου πολύ διαφορετικά: στην ίδια την αγγλική γλώσσα!  Τώρα οι πρωταγωνιστές θα προσπαθήσουν να βρουν μια λύση, πριν να είναι πολύ αργά.  Πόσο εύκολο όμως θα είναι να το κάνουν, απο τη στιγμή που η ομιλία αποτελεί το μέσο διάδοσης του ιού;

Μην έχοντας και πολλά κέφια τις προηγούμενες ημέρες, αποφάσισα να επισκεφτώ το τοπικό dvd club (ναι υπάρχουν ακόμα) για να δω τι παίζει από κυκλοφορίες, μιας που ήθελα άμεσα να δω κάτι, προκειμένου να…πνίξω τον πόνο μου.  Πρόσεξα λοιπόν κάπου χωμένη μια ταινία, (αν θυμάστε σε εκείνα τα ψηλά ράφια, κάπου τέρμα αριστερά ή δεξιά, εκεί που τα αντίτυπα έκαναν παρέα με την οικογένεια αραχνών του καταστήματος) που λεγόταν “Pontypool”, με ένα εξώφυλλο τίγκα στα κόκκινα αστεράκια, από αυτά που μπαίνουν συνήθως από κάτι κριτικούς εφημερίδων και περιοδικών (τύπου π.χ Τα Νέα της Κωλοπετινίτσας) ε και είπα ‘δε βαριέσαι’, ας πάρω να δω τι έχει να μου προτείνει ο διακεκριμένος συνάδελφος της Κωλοπετινίτσας.  Ε λοιπόν θα τον ξαναεμπιστευτώ στα σίγουρα, καθώς το “Pontypool” είναι από τις πιο έξυπνες και ανενωτικές ταινίες του horror/thriller είδους, που έχω δει τελευταία.  Plus, ανεξάρτητης παραγωγής και αρκετά low budget ($1.5 εκατομμύριο).  Τέλεια δηλαδή.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας Bruce McDonald είναι στο κινηματογραφικό κουρμπέτι, ήδη από την δεκαετία του ΄80 και μετράει στο ενεργητικό του περισσότερα από 50 δημιουργήματα τα οποία περιλαμβάνουν ταινίες, τηλεοπτικές σειρές, ντοκιμαντέρ και short φιλμάκια.  Σαν να λέμε δηλαδή οτι ο τύπος τα έχει κάνει όλα, και αν τσεκάρει κανείς την φιλμογραφία του θα διαπιστώσει οτι ο McDonald μια έφεση στα μουσικά δράματα/ταινίες/ντοκιμαντέρ, την έχει σίγουρα (χρησιμοποιεί μάλιστα πολύ τη μουσική των Ramones, ενώ έχει cast-άρει και τον Joey Ramone στα film του).
Πολυσχιδής προσωπικότητα απ’οτι φαίνεται, έχει συμμετάσχει σε πάμπολλα κινηματογραφικά φεστιβάλ, ενώ έχει αποσπάσει και περισσότερα από είκοσι βραβεία.  Δε μου κάνει λοιπόν καμία εντύπωση πως αυτό το άτομο, έφτιαξε μια ταινία όπως το “Pontypool”, γεμάτη από μια σύγχρονα, camp αισθητική, έντονο σασπένς και αγωνία που χτυπάει ταβάνι, έναν κεντρικό ήρωα βγαλμένο θαρρείς από τις σελίδες του Stephen King (καουμπόικο καπέλο και ασορτί μπότες), και μια εντελώς ‘αναζωογωνητική’ υπόθεση, που προχωράει τον μύθο των απέθαντων (ή οχι ακριβώς) ένα βήμα παραπέρα.

Και λέω ‘οχι ακριβώς’ καθώς τα άτομα που έχουν μολυνθεί στη ταινία, μπορεί να μοιάζουν εμφανισιακά και σε συμπεριφορά με τα ζόμπι, όμως δε φαίνεται να είναι ακριβώς αυτό.. Περισσότερο παραπέμπουν σε άλογα όντα, τα οποία όμως επιτίθενται σε άλλους, οχι για να τους κατασπαράξουν λόγω πείνας, αλλά μάλλον για να τους σκοτώσουν λόγο μανίας και τρέλας.  Οι χαρακτήρες αυτοί θυμίζουν πολύ τους αντίστοιχους στο βιβλίο “Blood Crazy” (“Δίψα για Αίμα”) του Simon Clark.   Εκεί ξημερώνει η καταστροφολογική ημέρα κατά την οποία όλοι οι ενήλικοι, άνω των 18 ετών καταλαμβάνονται από μια ανεξέλεγκτη μανία, σκοτώνοντας τα παιδιά τους.  Όσα καταφέρουν να ξεφύγουν, θα προσπαθήσουν να δημιουργήσουν και πάλι τον ανθρώπινο πολιτισμό, που μοιάζει να έχει φτάσει πια στο τέλος του.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στη ταινία, με τη διαφορά οτι οι παράφρονες, επαναλαμβάνουν ξανά και ξανά τις ίδιες λέξεις, παραμιλούν και παραληρούν, μοιάζοντας να αναζητούν κάτι.  Η αλήθεια είναι πως αυτό που αναζητούν είναι η ομιλία όσων παραμένουν ακόμα υγιείς, τις λέξεις που βγαίνουν από το στόμα τους, και τον ήχο των όσων λένε, με τα οποία και ‘τρέφονται’.  Και αυτή ακριβώς η εύστοχη και έξυπνη υπόθεση είναι που καθιστά αυτό το φιλμάκι (το οποίο βασίζεται και στην ομώνυμη νουβέλα του συγγραφέα Tony Burgess) αξέχαστο.

Όλη η δράση διαδραματίζεται μέσα στον ραδιοφωνικό σταθμό, χωρίς να βλέπουμε ποτέ τι γίνεται έξω από αυτόν.  Παράλληλα ως θεατές ταυτιζόμαστε απόλυτα με τους κεντρικούς ήρωες, καθώς μαθαίνουμε μόνο από ακούσματα, το τι ακριβώς συμβαίνει στην πόλη.  Αυτό το βρήκα ένα από τα δυνατά σημεία της ταινίας, καθώς καταφέρνει να χτίσει μια εξαιρετικά αγωνιώδη κατάσταση, κρατώντας τη κάμερα κολλημένη διαρκώς, στον ίδιο χώρο.  Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι οι τρομαγμένες φωνές των πολιτών και του ανταποκριτή του σταθμού, που φθάνουν στους πρωταγωνιστές από σταθερά και κινητά τηλέφωνα, μόνο για να δημιουργήσουν ένα απόλυτα κλειστοφοβικό αίσθημα και μια μια πραγματικότητα που μυρίζει αίμα και θάνατο.
Η ιδέα του οτι ορισμένες λέξεις της αγγλικής γλώσσας, μεταφέρουν τον ιό και μολύνουν, όποιον αρχίσει να τις επαναλαμβάνει, είναι διαβολικά έξυπνη, όπως ακριβώς και ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να αντιμετωπιστεί και να ανατραπεί αυτό, κάτι όμως το οποίο δε θα ήθελα να σας κάνω spoiler και προτιμώ να το τσεκάρετε μόνοι σας.  Απλά κάπου εδώ θέλω να προσθέσω πως πίσω από αυτό το τρομακτικό story, κρύβεται σίγουρα ένας κοινωνικός σχολιασμός σχετικά με το γεγονός πως η αγγλική, αποτελεί πια την παγκόσμια γλώσσα, και δεδομένου οτι η ταινία είναι γυρισμένη στον Καναδά, κάνει το πράγμα ακόμα πιο καυστικό και ίσως τραγικά χιουμοριστικό.  Το να αποτελεί η γαλλική τη μητρική σου, αλλά εσύ να μιλάς αγγλικά, έχοντας μάλιστα ξεχάσει σχεδόν τα γαλλικά, αποτελεί μια υπέροχη πάσα, για μια τέτοια-ίσως και b-movie διάστασης-ταινία, που αν μη τι άλλο θέτει επί τάπητος ένα βασικό ζήτημα, με τρόπο εντελώς σουρεαλιστικό και πρωτότυπο.  Αρκεί να σκεφτούμε και τα δικά μας greeklish, και καταλαβαίνουμε όλοι τι σημαίνει αυτό…
Οι ερμηνείες είναι καλές, με κορυφαία αυτή του πρωταγωνιστή που είναι ο ιδανικός για τον ρόλο, και χειρότερη αυτή της Houle, η οποία είναι κομπάρσα από τις λίγες, σε βαθμό που να γελάω ακατάπαυστα μαζί της-να’ ναι καλά.  Η σκηνοθεσία σίγουρα σου τραβάει τη προσοχή, και γενικά τείνω να εκθειάζω φιλμάκια που κρατούν το ενδιαφέρον στου αμείωτο χωρίς φρενήρεις καταστάσεις (βλ. “Buried”-εμένα μ’ άρεσε).
Μαύρο χιούμορ, μια απρόσμενη λύση και ένα απόλυτα τρομακτικό κλίμα, συνθέτουν το “Pontypool”, μια ταινία που πρέπει να προσέξετε και να δείτε.  Είναι τόσο-god damn-σύγχρονη και αληθινή, που καταντάει απολαυστικό.  Εκτός από αυτό που όλοι αρχίζουν και επαναλαμβάνουν τις ίδιες ακριβώς λέξεις, ένα σχόλιο right to the bone.  Lol, lol, lol, lol.  Oh fuck…

Tι έμαθα από τη ταινία:  Οτι η ηλεκτροπληξία σου στραβώνει το στόμα(!), οτι τα γαλλικά είναι τελικά κάπου χρήσιμα και οτι πρέπει να δείτε και την extra σκηνή μετά του τίτλους τέλους, για μια Howard Hawks γεύση.

No trivia

The Cabin in the Woods: You think you know the story. You all do

NEW ARRIVAL

Μέρα μέρα!  Πέμπτη σήμερα και καινούριες ταινίες βγαίνουν στις αίθουσες προς δική σας τέρψη.  Οι επιλογές από τις οποίες μπορείτε να διαλέξετε βέβαια, είναι λίγο του ύψους και του βάθους.  Έχουμε το “Magic Hour” με τον Ρένο Χαραλαμπίδη, ο οποίος αφού είδε και απόειδε οτι η καριέρα του δε προχωράει με το συνταρακτικό παιχνίδι του ANT1 Play & Win, είπε να φάει και ότι λεφτά έχουν ξεμείνει σε κάνα ταμείο, κατεβαίνοντας στις εκλογές με τον γλυκούλη Σαμαρά (συγγνώμη αλλά αν δε το έλεγα θα έσκαγα!).  Επόμενη επιλογή, μας έρχεται εκ Νορβηγίας και φαίνεται αρκετά ενδιαφέρουσα (όπως πάντα δηλαδή).  Το “Turn Me On Dammit!” είναι μια ιστορία για την ενηλικίωση, τις φήμες και τις…καύλες που κάθε έφηβος καλείται να αντιμετωπίσει.  Στο menu έχουμε ακόμα μια ελληνική παραγωγή, το “Σουπερ Δημήτριος” το οποίο το βλέπεις μόνο για να γελάσεις βρε αδερφέ (αρκεί να σου πω οτι ο κακός της υπόθεσης αποφασίζει να μεταμορφώσει τον Λευκό Πύργο, σε ένα τεράστιο ποτήρι φραπέ.  Τώρα που το σκέφτομαι, δε μου φαίνεται και πολύ αστείο).  Ενώ τέλος έχουμε και το κινηματογραφικό ντεμπούτο μεγατόνων της Rihanna στο “Battleship”, το οποίο καλύτερα να κατεβάσεις από το πατάρι σου, να το ξεσκονίσεις και να παίξεις με τη παρέα στο σπίτι.  Θα περάσεις εγγυημένα ζάχαρη.  Και μετά από τον μεγάλο πρόλογο, ας περάσουμε στο σημερινό μας ζουμί.  “Τhe Cabin in the Woods” ή σύμφωνα με την εκπληκτική μετάφραση στα ελληνικά “Το μικρό σπίτι στο δάσος”.  Για τη πλάκα γλυτώσαμε το “λιβάδι”.  Pff…

Μια παρέα φοιτητών αποφασίζει να επισκεφθεί μια εγκαταλελειμμένη παράγκα που ανήκει στον ξάδελφο ενός εξ’ αυτόν, προκειμένου να ξεφύγουν λίγο από τις καθημερινές, πανεπιστημιακές τους υποχρεώσεις και να χαλαρώσουν.  Όπως είναι φυσικό από τη πρώτη κιόλας βραδιά, τα πράγματα θα πάνε κατά διαόλου, όταν ένας ένας αρχίζουν να δολοφονούνται από μερικές πανάρχαιες δυνάμεις οι οποίες επανέρχονται στη ζωή, διψασμένες για σάρκα και αίμα.  Οι προσπάθειες σωτηρίας της παρέας, η οποία ολοένα και μικραίνει φαίνεται να αποβαίνουν άκαρπες, καθώς το Κακό ελοχεύει σε κάθε τους βήμα και είναι έτοιμο να τους κατασπαράξει ανά πάσα στιγμή.  The end.  Αμ δε…
Ο σεναριογράφος του “Cloverfield” (2008) Drew Goddard, αναλαμβάνει εδώ τα σκηνοθετικά ηνία συγκεντρώνοντας όλα τα κλισέ ενός σύγχρονου (και οχι μόνο), teen horror movie, και πλασάροντάς τα με τρόπο σατυρικό και άνευ ιερού και οσίου…κωμικό.
Για να ξεκαθαρίσουμε ευθής εξαρχής τα πράγματα, το “Cabin in the Woods” δε μπορεί επουδενί να χαρακτηριστεί α) ως μια καθαρόαιμη ταινία τρόμου, αφού ο απότερός της σκοπός είναι να προκαλέσει το ειρωνικό χαμόγελο του θεατή, και το ξεκαρδιστικό του γέλιο, χάρη στις άφθονες cult σκηνές του και την εμφανέστατη, σατυρική του διάθεση και β) ως μια ταινία που παίρνει σοβαρά τον εαυτό της.  Για τον λόγο αυτό αν εσείς την πάρετε στα σοβαρά, έχετε σίγουρα χάσει το μισό ‘παιχνίδι’.

Η ταινία ξεκινάει με την κλασική παρέα που συναντά κανείς σε ταινίες επί ταινιών, τις οποίες αναγκαζόμαστε να τρώμε στη μάπα με το τσουβάλι κάθε χρόνο.  Θες “Final Destination”, θες μπόλικα κακέκτυπα του “Scream” (ακόμα και ο Craven κατέληξε κακέκτυπο του κάποτε ειλικρινούς χαρακτήρα του, με το “Scream 4”) και ακόμα περισσότερα τύπου “I Know What you Did Last Summer” με δολοφόνους να κραδαίνουν γάντζους, μαχαίρια, πριόνια, τηγάνια και ψαροντούφεκα;  Ε όλα αυτά τα βρίσκεις πολύ εύκολα στο “The Cabin in the Woods” και αναρωτιέσαι αν ο σκηνοθέτης είναι τόσο καμένος, ώστε να βγάζει μια ακόμα ταινία που είναι ίδια με εκατό εκατομμύρια ακόμα.  Και πάνω που πας να το αμφισβητήσεις λίγο, έρχεται και σου σερβίρει τη ξανθιά τσούλα (Anna Hatchison), τον μπρατσαρά, αθληταρά γκόμενό της (overdose από Chris Hemsworth), τη κοκκινομάλλα σεμνή, ημι-παρθένα (Kristen Connolly), τον intellectual τύπο, με τα γυαλία μυωπίας που είναι καλό παιδί, αλλά θέλει να πηδήξει και την ημι-παρθένα παραπάνω (Jesse Williams), και έτσι για να ολοκληρωθεί το τρελό παρεάκι σου προσφέρει και τον κυτταροκαμμένο από τον μπόλικο μπάφο τύπο (Fran Kranz), ο οποίος παρόλα αυτά αντιλαμβάνεται πρώτος το γεγονός οτι κάτι πάει πολύ στραβά (oh fuck!).  Και κάπου εκεί είσαι έτοιμος να σηκωθείς και να κάνεις ένα flip στον μπροστινό σου (γιατί δεν έχει και τραπέζι να πετάξεις, αναφωνώντας “fuck my money!”) για το χαρτζιλικάκι που πήγε πάλι στράφι.  Περίμενε, μη το κάνεις.  Τα πράγματα δεν είναι ακριβώς όπως φαίνονται.

Δε ξέρω αν θυμάσαι μια ακόμη ταινιούλα που είχε βγει πρόσφατα, η οποία παρωδούσε με τον δικό της τρόπο τα σημερινά αφελή και τίγκα στο σεξ horror movies.  Για να φρεσκάρω τη μνήμη σου θα σου πω πως το “Taker and Dale vs. Evil” ήταν μια από τις πιο αναζωογονητικές ταινιούλες που είχα δει, σκεπτόμενη οτι υπάρχει τελικά ακόμα πρόσφορο έδαφος για καλές, χιουμοριστικές σπλατεριές.  Την είχα ευχαριστηθεί όσο δε πήγαινε και ευελπιστούσα να δω μια ακόμη τέτοια ταινία.  Και απ’ ότι φάνηκε, την είδα χθες.
Το “The Cabin in the Woods” είναι μια προσπάθεια που αποτίει φόρο τιμής σε αγαπημένα, bloodlust ταινιάκια b καταβολών.  Από το αξεπέραστο “The Evil Dead” (1981) οι επιρροές του οποίου είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς, και τις ιστορίες του George Romero για τους νεκροζώντανους φίλους μας, μέχρι τα επιτηδευμένα sexploitation της δεκαετίας του ’70 με το περιρρέον σεξ και την άπειρη αιματήλα και τα πιο σύγχρονα αφελή και τίγκα στο αμερικάνικο κλισέ σενάρια ταινιών, όπως το “House of Wax” (2005), τις διάφορες επανεκτελέσεις του κλασικού “The Terxas Chainsaw Massacre” και τόσες άλλες, το “The Cabin in the Woods” δεν αφήνει τίποτα και κανέναν παραπονεμένο, αλλά μάλλον προσφέρει άρτο και θέαμα σε μια ιστορία η οποία ελίσσεται σαν το χέλι.  Και εκεί που είσαι έτοιμος να δεχθείς το αυτονόητο, το σενάριο κάνει στροφή 180 μοιρών για να καταλήξει κάπου αλλού, συνεχίζοντας να βγάζει άσσους από το μανίκι του, μέχρι και το εξωφρενικό του τέλος.
Προσωπικά εκτίμησα τη προσπάθεια του Goddard και του έτερου σεναριογράφου Joss Whedon επειδή στην ουσία δημιούργησαν μια ταινία που απαρτίζεται από κομμάτια και χαρακτήρες άλλων ταινιών.  Ακόμα περισσότερο εκτίμησα την ολοκληρωτική παραπλάνηση των θεατών, οι οποίοι από το trailer και το πρώτο δεκάλεπτο της ταινίας, σίγουρα πίστευαν οτι θα δουν μια από τα ίδια.  Γι’ αυτό ακριβώς ο ορυμαγδός και ο κακός χαμός που ακολουθούν στη συνέχεια, σε πιάνουν εξαπίνης, βάζοντάς σε το τρενάκι του cult τρομογέλιου, και κάνοντάς σε να απολαύσεις αυτό το πανηγύρι αίματος, ξεντεριάσματος και μακάβριου χιούμορ.

Αν θα έπρεπε να βρω κάτι αρνητικό, μάλλον θα ήταν το γεγονός οτι οι εξηγήσεις για τον λόγο του θανάτου των πρωταγωνιστών, έρχονται κάπως βεβιασμένα και σύντομα, αφήνοντας κάποια σεναριακά κενά, που όμως δε σε ξενίζουν και τόσο, χάρη στο καθαρό cult status που αποκτά η ταινία, ήδη από το πέσιμο των τίτλων (οι οποίοι επίσης παραπέμπουν στη σκληρή, κόκκινη γραμματοσειρά των τίτλων έναρξης του “Funny Games” και πολλών ακόμα b-movies).  Εκτός από αυτό το οποίο μπορώ και να παραβλέψω, με ξένισε λίγο η χρήση συγκεκριμένων εφε τα οποία έμοιαζαν βγαλμένα κατευθείαν από τα παιδικά μου χρόνια, τότε που έπαιζα Mortal Combat στο ATARI μου.  Βέβαια επειδή για ακόμη μια φορά έγκειται το ζήτημα της b αισθητικής, ίσως να δικαιολογώ πάλι τα κάπως ξεπλυμένα και πρόχειρα εφέ, τα οποία φαντάζομαι πως είχαν απώτερο σκοπό να σε κάνουν να αναφωνήσεις ‘dafaq i just saw?’.

Συνοψίζοντας, το “The Cabin in the Woods” δεν είναι μια ταινία για όλους, αλλά μάλλον για όσους αγαπούν το συγκεκριμένο είδος film.  Σκηνοθετικά και ερμηνευτικά κρατάει αναμενόμενα, χαμηλούς τόνους, αφού έτσι κι αλλιώς και τα δυο, υπάγονται στους κώδικες της παρωδικής βάσης πάνω στην οποία στηρίζεται η ταινία.  Όσοι αποφασίσετε να τη δείτε, έχετε κατά νου οτι δεν είναι another horror teen movie, αλλά έχει να σου προσφέρει γέλιο, απόλυτα cult διάθεση και ένα story που αν μη τι άλλο πατάει πάνω σε πρωτότυπα σκαλοπάτια.  Αν και κάπου εκεί ανάμεσα θα διαπιστώσετε οτι και ο Carpenter και το εκπληκτικό του “In the Mouth of Madness” (1994) έχουν πολλά να σας πουν.  Nough said.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο creepy hillbilly υπεύθυνος του παρακμιακού βενζινάδικου είναι πάντα μια homy πινελιά, οτι το οξυζενρισμένο μαλλί, συνήθως πάει σετάκι με τη flat chested γκόμενα και οτι ποτέ δεν είναι καλή ιδέα μια εκδρομούλα στο δάσος.  Σε μια καλύβα.  Μόνοι.  Μες τη νύχτα.  Ποτέ όμως.

No trivia


ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
One Winter’s Night, by Emlyn Boyle