King of Devil’s Island: Being the King isn’t much of a help…

NEW ARRIVAL      (στους κινηματογράφους από τις 8/12)


Καλημέρα σας και πάλι!  Όμορφη μέρα σήμερα και για εμένα λίγο περίεργη, μιας που αυτή είναι η τελευταία κριτικούλα και για την επόμενη εβδομάδα.  Για όσους δεν διάβασαν το προηγούμενο post μου (ντροπή!), τη Δευτέρα 5/12 θα φύγω για Λονδίνο και θα επιστρέψω στις 11.  Συνεπώς το blogaki θα μείνει για μια βδομαδούλα με κατεβασμένα ρολά.  Παρόλα αυτά μη με ξεχάσετε κι εντελώς : )  Να συνεχίσετε να μπαίνετε και να επιλέγετε από τις χιλιάδες ταινίες που σας έχω προτείνει (εντάξει σταματάω : P).  Σήμερα έχουμε μια πολύ καλή ταινία που όπως είδατε βγαίνει την ερχόμενη Πέμπτη, οπότε λίγη υπομονή.  Για αυτή την εβδομάδα πολύ καλές επιλογές αποτελούν “Το παιδί με το ποδήλατο” (L’enfant au velo) των αδελφών Νταρντέν, o “Faust” του Αλεξάντερ Σοκούροφ (κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στο φεστιβάλ Βενετίας), το δικό μας “Τανγκό των Χριστουγέννων”, ενώ για πιο περιπετειώδεις φαν, έχουμε και το “Real Steel” με Hugh Jackman.  Για κριτικές των παραπάνω ταινιών κάντε και μια βόλτα από το reel.gr, μη ξεχνιόμαστε! Καλή προβολή οτι κι αν διαλέξετε!  Περνάμε τώρα στα δικά μας.

Βρισκόμαστε στις αρχές του 20ου αιώνα στο Bastoy, ένα νησί που εντοπίζεται στο φιόρδ του Όσλο, στην καρδιά δηλαδή του νορβηγικού παγετώνα.  Εκεί βρίσκεται ένας αριθμός από νεαρά αγόρια, τα οποία εκτίουν την ποινή τους σε αυτή την απερίφραχτη φυλακή.  Οι παραβατικές τους συμπεριφορές τους οδήγησαν μακριά από τις οικογένειές τους, σε έναν τόπο αφιλόξενο και σκληρό, οπού η σωματική και ψυχολογική κακοποίηση αποτελούν καθημερινό φαινόμενο.  Τα παιδιά ζώντας σε εξευτελιστικές συνθήκες εργάζονται όλη μέρα σε θερμοκρασίες υπό του μηδενός, για να τιμωρηθούν και να παραδειγματιστούν, αποφεύγοντας έτσι μελλοντικά, στραβά μονοπάτια.  Μια μέρα θα εμφανιστεί στο νησί ένας νεοφερμένος ο Erling (ή αλλιώς C-19, μιας που τα παιδιά αποκαλούνται μόνο με αριθμούς και οχι με τα ονόματά τους), ο οποίος θα πάει κόντρα στην εξουσία από την πρώτη στιγμή.  Αντιδραστικός και πεισματάρης δεν θα δεχθεί κανέναν πάνω από το κεφάλι του και θα προτιμήσει να κάνει την προσωπική του εξέγερση, θέτοντας όμως έτσι σε κίνδυνο την τύχη όλων.  Σύντομα και μετά από τις αποκαλύψεις περί σεξουαλικών κακοποιήσεων, τα αγόρια θα ξεσηκωθούν με μπροστάρη τον C-19 και θα προσπαθήσουν να ανατρέψουν το βασανιστικό καθεστώς του νησιού.  Ο διευθυντής Bestyreren (Stellan Skarsgard) μαζί με το προσωπικό μοιάζουν αδύναμοι να καταπνίξουν την ξαφνική επανάσταση.  Ή μήπως οχι;
Σκηνοθετημένο από τον Νορβηγό Marius Holst, το “King of Devil’s Island” είναι μια δραματική κατά βάση ιστορία, που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα.  Στις μέρες μας το Bastoy εξακολουθεί να αποτελεί μιας μορφής φυλακή, αλλά σε πολύ χαλαρότερη μορφή από αυτή που μπορεί να έχετε στο μυαλό σας.  Εκτός από το γεγονός οτι δεν έχει περίφραξη (κυρίως επειδή όντας νησί του προσφέρεται φυσική έτσι κι αλλιώς περίφραξη) ενδιαφέρον είναι το γεγονός οτι οι φύλακες δεν κρατούν καν όπλα!  Θα έλεγε κανείς οτι είναι περισσότερο ένας χώρος στον οποίο οι φυλακισμένοι αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και επιδίδονται σε καθημερινές εργασίες, όπως ξυλουργική, κτηνοτροφία και καλλιέργειες, ενώ ο καθένας ζει και σε δικό του δωμάτιο με όλες τις ανέσεις.  Τα παιδιά της ταινίας δεν είχαν την ίδια τύχη βέβαια…

Αν και ο σκηνοθέτης δεν είναι γνωστός, αυτό δε σημαίνει σε καμία περίπτωση οτι η δουλειά του σε αυτή τη ταινία δεν είναι καλή.  Κάθε άλλο.  Σκηνοθεσία, φωτογραφία και μουσική δένουν όμορφα μεταξύ τους, ενώ οι ερμηνείες των νεαρών (είτε μιλάμε για τους δυο πρωταγωνιστές, είτε για τους υπόλοιπους) είναι αβίαστες και ικανοποιητικές.
Είχα την τύχη να την παρακολουθήσω στο 24ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, μαζί με το “Kill List” που έχω ανεβάσει καιρό τώρα στο blog και θα παίξει σίγουρα από την πλευρά μου στην φετινή blogovision.  Πρέπει να πω οτι με εξέπληξε ευχάριστα, γιατί η αλήθεια είναι πως από την περίληψη μόνο δεν καταλάβαινες και πολλά, αλλά τελικά η επιλογή μου δικαιώθηκε.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο νομίζω που τα τελευταία χρόνια οι σκανδιναβικές χώρες έχουν μπει γερά στη κινηματογραφική κούρσα σε παγκόσμιο επίπεδο.  Από σύγχρονα cult φιλμάκια (“Dead Snow”-2009) και φανταστικά mockumentaries (“TrollHunter”-2010), σε φρέσκες αναβιώσεις βαμπιρικών μύθων (“Let the Right One In”-2008), μέχρι και οσκαρικά δράματα (“In a Better World”-Oscar ξενόγλωσσης για το 2010), απ’όλα έχει ο μπαχτσές.  Όπως ακριβώς ο ιρανικός κινηματογράφος αποτελεί πλέον ανεπίσημα, τον συνεχιστή του ιταλικού νεορεαλισμού της δεκαετίας του ’40, έτσι και ο σκανδιναβικός φαίνεται να χαράζει τη δική του πορεία, ακολουθώντας σύγχρονους σκηνοθετικούς και αισθητικούς δρόμους.
Κάπως έτσι γίνεται κατανοητό οτι ο παγωμένος κινηματογράφος της Σκανδιναβίας (μιας που στις 9 από τις 10 ταινίες το χιόνι, ο πάγος, το κρύο είναι παρόντα) θα μας απασχολεί για πολύ καιρό ακόμα και πολύ καλά θα κάνει.  Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι φυσικά το “King of Devil’s Island”.

Η απομόνωση, η καταπίεση και η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν κεντρική θέση στην ταινία του Holst.  Το χιονισμένο background και το τσουχτερό κρύο κάνουν ακόμα πιο δύσκολη τη ζωή των ‘φυλακισμένων’ καθώς πέρα από όλα τα άλλα, στερούνται και του βασικότερου ίσως δικαιώματος: οχι μόνο αυτό της ελευθερίας, αλλά κυρίως αυτό της αξιοπρέπειας.  Για τον λόγο αυτό ο νεαρός πρωταγωνιστής μοιάζει να πασχίζει για την επαναφορά της προσωπικής ηθικής του καθενός μέσα σε αυτό το ζοφερό περιβάλλον.  Δεν διστάζει να πάρει όλο το βάρος πάνω του, προκειμένου να καταφέρει να ξυπνήσει τους υπόλοιπους από τον λήθαργό τους και να κάνουν κάτι επιτέλους.  Να επαναστατήσουν, να αγωνιστούν.  Βέβαια κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να είναι εύκολη υπόθεση, καθώς ο σκληρόκαρδος διευθυντής (όσο μελό κι αν φαίνεται, είναι αυτό ακριβώς) κάνει τα στραβά μάτια εκεί που δεν πρέπει, τσεπώνει τις επιχορηγήσεις και μαζί με τους φρουρούς-τσιράκια επιβάλουν την τάξη, κατά όπως εκείνη θεωρούν σωστό.
Σίγουρα όσοι την παρακολουθήσετε θα σας θυμίσει κάτι από “Sleepers”, καθώς πρωταγωνιστεί και ένας τύπος που θυμίζει αφηρημένα τον χαρακτήρα, αλλά και τον ίδιο τον Kevin Bacon, οπότε η θύμηση είναι μάλλον αναπόφευκτη.  Από την άλλη είμαι σίγουρη οτι θα βρείτε την ερμηνεία του Νορβηγού, και χολιγουντιανό πλέον star, Stellan Skarsgard τόσο βαριά, όσο το χιόνι που καλύπτει κάθε σπιθαμή της ταινίας.  Με την καλή έννοια βεβαίως, βεβαίως.  Γενικότερα ο Skarsgard έχει μια φάτσα που δε σε προϊδεάζει για καλά πράγματα και εδώ την χρησιμοποιεί ιδανικά.  Αποπνέει μια αυστηρότητα και μια σκληράδα που ταιριάζει γάντι εδώ, καθώς με το επιβλητικό του παρουσιαστικό είναι the perfect match.  Όπως ανέφερα και πιο πάνω καλή είναι και όλη η πιτσιρικαρία που παίζει, και ιδιαίτερα ο Benjamin Helstad στον ρόλο του Erling. Προσέξτε τον.

Εκτός από την γκρίζα ατμόσφαιρα και την παγωμένη φωτογραφία, η σκηνοθεσία δεν έχει να δώσει κάτι το πρωτότυπο, αλλά παρόλα αυτά καταφέρνει να κεντρίσει το ενδιαφέρον κυρίως λόγω της τοποθεσίας των γυρισμάτων.  Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η μουσική της επένδυση για την οποία είναι υπεύθυνος ο Johan Soderqvist, ο οποίος είχε επίσης επιμεληθεί τα ost των “Let the Right One In” και “In a Βetter World”.
Το “The King of Devil’s Island” είναι μια ισορροπημένα σκληρή ταινία, στην οποία όλα παίζουν σε low profile, χωρίς πολλές εξάρσεις και υπερβολές.  Κατά κάποιον τρόπο μου θύμισε αφηρημένα το περιβάλλον της ρώσικης ταινίας “The Return” του Andrey Zvyagintsev.  Από την επόμενη εβδομάδα στις αίθουσες, μη τη χάσετε.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι τα ψαροκόκαλα μπορούν να αποτελέσουν ονειρεμένο δείπνο, οτι ο πάγος σπάει πάντα την πιο κρίσιμη στιγμή, και οτι όταν παίρνεις μια απόφαση πρέπει να την ακολουθείς μέχρι τέλους.  Απλά πρέπει.

No trivia

H TV ΣΗΜΕΡΑ
ΕΤ1: 23:00 Uncle Boonmee who can recall his past lives, του Apichatpong Weerasethakul.  Κερδίζοντας τον Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ των Καννών, αυτή η ταινία αποτέλεσε μια μικρή αποκάλυψη την περασμένη χρονιά.  Η ET1 εξασφάλισε γρήγορα τα δικαιώματα προβολής της, και όσοι έχετε την ευκαιρία τολμήστε (ξέρω τι λέω) να τη δείτε.  Είναι μια ένα ταξίδι αυτογνωσίας και επαφής με τα πλάσματα αυτού (ή και άλλων) του σύμπαντος, γεμάτο από εμπειρίες περασμένων ζωών.  Ιδιαίτερη και ξεχωριστή.

Αύριο σας περιμένω για favorite movie posters of the ’00s (vol. 2).  Να είστε εδώ και για τις χαιρετούρες.

Hunger: The hunger for independence, is greater than the one of the body

Καλημέρα again!  Λοιπόν σήμερα θα ανεβάσουμε στο blogaki μια ακόμα ταινιούλα από την λίστα της τελευταίας ψηφοφορίας, την οποία έτυχε μάλιστα να δω μόλις πρόσφατα.  Το “Hunger” είναι μια από εκείνες τις ταινίες που σε καταρρακώνουν ψυχικώς και σε ρίχνουν στα τάρταρα, οπότε εάν επιλέξετε να την δείτε να ξέρετε οτι μετά το τέλος της, δεν θα βρίσκεστε και στο καλύτερο mood (δεν ενδείκνυται στην περίπτωση που η ψυχολογία σας είναι ήδη σκατά δηλαδή).  Πάντως το μόνο σίγουρο είναι οτι θα έχετε προσθέσει στις αποθήκες του μυαλού σας, μια ακόμη σύγχρονη, σπουδαία ερμηνεία από έναν ταχύτατα ανερχόμενο ηθοποιό, τον Michael Fassbender ντε και μια τρομερή σκηνοθεσία από έναν επίσης ταχύτατα ανερχόμενο σκηνοθέτη, το Steve McQueen (καμία σχέση με τον παλιό γνωστό).  Επίσης κάπου εδώ να σας πω οτι την ερχόμενη εβδομάδα το blogaki θα βάλει λουκέτο διότι θα μεταβώ εις τας Λονδίνας, τον διακαή μου πόθο εδώ και…πάντα.  Συνεπώς θα μιλήσουμε αυτή τη βδομάδα για μια πολύ καλή ταινία που βγαίνει την άλλη Πέμπτη, το “King of Devil’s Island”, ενώ και το “The Conspirator” που θα βγει το έχουμε ήδη ανεβάσει.  Ελπίζω να μη με ξεχάσετε για πάντα τώρα που θα λείψω μια εβδομάδα (μη με εγκαταλείψετε και θα έχετε το κατιτίς σας από εκεί!).  Θα αποχαιρετιστούμε και την τελευταία μέρα, οπότε προς το παρόν επιστρέφουμε στα δικά μας με το “Hunger”.

Το 1980 ξεκίνησε μια απεργία πείνας από μια ομάδα ρεπουμπλικάνων φυλακισμένων (οι οποίοι βρίσκονταν στην περίφημη Maze Prison, που εντοπιζόταν στην βόρεια Ιρλανδία, και αποτελούσε μέρος για άτομα που εμπλέκονταν σε παραστρατιωτικές οργανώσεις και ομάδες) εξαιτίας της ανάκλησης της απόφασης της Βρετανικής Κυβέρνησης να μην αντιμετωπίζει τους φυλακισμένους που είχαν να κάνουν με τον IRA (Irish Republican Army) και τον αγώνα για ανεξαρτησία της Ιρλανδίας, ως πολιτικούς κρατουμένους.  Αντιθέτως η Κυβέρνηση συνέχιζε να τους έχει κάτω από ένα ‘prisoner-of-war-like’ καθεστώς στο οποίο τα άτομα αυτά στερούνταν των βασικότερων, ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, υποβάλλονταν σε διαρκή ψυχολογικό πόλεμο και βάναυση, σωματική αντιμετώπιση.  Εκείνη την χρονιά η απεργία έληξε χωρίς θάνατο.  Την αμέσως επόμενη μια ακόμη απεργία πείνας ξεκίνησε, αυτή τη φορά με τους φυλακισμένους να ξεκινούν ο έναν μετά τον άλλο, και οχι ταυτόχρονα, προκειμένου να προσελκύσουν το ενδιαφέρον την κοινής γνώμης πάνω σε κάθε μια προσωπική τους ιστορία ξεχωριστά.  Ανάμεσα σε αυτούς, ο πρώτος που ξεκίνησε ήταν ο Bobby Sands (που εδώ τον υποδύεται συγκλονιστικά ο Fassbender) ο οποίος πουσάρισε τη σωματική και πνευματική του ακεραιότητα μέχρι τέρμα.  Το “Hunger” παρουσιάζει το χρονικό της δεύτερης απεργίας, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον μας στην ιστορία του Sands.  Αποστολή εξετελέσθη…

Λίγοι σκηνοθέτες έχουν την ικανότητα να κάνουν τόσο εντυπωσιακά ντεμπουταρίσματα όπως αυτό του Βρετανού Steve McQueen (η ευτυχής σύμπτωση να έχει το ίδιο όνομα με έναν από τους μεγαλύτερους θρύλους του κινηματογράφου, σίγουρα βοηθάει να τον θυμάσαι καλά) ή ακόμα και αν το κάνουν, θα βρεις σαφέστατα λιγότερους που βουτάνε κατευθείαν στα βαθιά, όπως έκανε εδώ ο McQueen με το “Hunger”.  Από οποιαδήποτε πλευρά κι αν πιάσεις αυτή τη ταινία, θα διαπιστώσεις οτι είναι ένα σκληρό κομμάτι πολιτικής, κοινωνικής και ηθικής παρουσίασης των γεγονότων όπως αυτά συνέβησαν.  Η βασικότερη ίσως πρόκληση είναι η επαρκώς πειστική απόδοση των ιδανικών από τα οποία καθοδηγούνταν οι ήρωες και υπέβαλαν τους εαυτούς στους σε πείνα μέχρι θανάτου, κάτι το οποίο κάνει με επιτυχία.  Δύσκολος στόχος για πρώτη δουλειά, αλλά το αποτέλεσμα μοιάζει να είναι υπεράνω προσδοκιών.  Η ταινία προκάλεσε σοκ και δέος, μάζεψε κάμποσα βραβεία από τα διεθνή φεστιβάλ (ανάμεσα στα οποία αυτό του ‘Most Promising Newcomer’ για τον McQueen στα BAFTA Awards, αυτό του καλύτερου ηθοποιού για τον Fassbeder στα ‘Βritish Independent Film Awards’, καθώς και τo ‘Golden Camera’ award στις Κάννες, ένα βραβείο που δίνεται για την καλύτερη feature ταινία της χρονιάς).  Αφού έκανε αισθητή την παρουσία του, ο McQueen επιστρέφει και πάλι φέτος, αυτή τη φορά με το “Shame” και τον πρωταγωνιστικό ρόλο να δίνεται για ακόμη μια φορά στον Fassbender, ο οποίος πρίν λίγο καιρό τσίμπησε και το βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας από το φεστιβάλ της Βενετίας.  Πολλοί κάνουν λόγο για την πρώτη υποψηφιότητα για Oscar του Γερμανού ηθοποιού, αν και το κατά πόσο η συντηρητική ακαδημία θα εντυπωσιαστεί από τον ρόλο του ως σεξομανή, είναι μια άλλη συζήτηση.  Ο McQueen έχει ήδη στα σκαριά μια ακόμη δουλειά με τον-επισήμως πλέον-μούσο του Fassbender, στο πλευρό του οποίου συναντάμε και τον Brad Pitt.  Η ταινία τιτλοφορείται “Twelve Years a Slave” και αναμένεται μέσα στο 2014.  Αν είναι να μας δίνει τέτοια φιλμ, χαλάλι τα τρία χρόνια που πρέπει να περιμένουμε κάθε φορά.

Από τα πρώτα πράγματα που προσέχει κανείς στην ταινία είναι η εικόνα του ανθρώπινου σώματος και προοδευτικά η καταρράκωσή του.  Η αλήθεια είναι οτι ο σκηνοθέτης δεν επιχειρεί να εμμείνει πολύ στην πολιτικίζουσα φύση της ταινίας, αλλά ούτε κολλάει και απόλυτα στον κοινωνικό αναβρασμό της εποχής.  Περισσότερο επιλέγει να καταστήσει την ταινία μια προσωπική εμπειρία, ένα βιωματικό ταξίδι του κεντρικού ήρωα μέσα στον ίδιο του τον εαυτό.  Και ο καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, είναι η παρουσία του αντίκτυπου που έχει όλη η τεταμένη κατάσταση της εποχής, πάνω σε ένα άτομο, και δη στο σώμα του.  Από την αρχή, μέχρι και το τέλος και αν εξαιρέσουμε μια μεγάλη σκηνή αστραπιαίας συζήτησης (βλ. την παραπάνω φωτό) τότε μπορούμε να δούμε οτι το κορμί μιλάει, χωρίς το στόμα να λέει το παραμικρό.  Αποστεωμένες παρουσίες που ζουν μέσα σε βρωμιά και δυσωδία στα υποτυπώδη κελιά τους, δίνουν το στίγμα μιας απανθρωποποιημένης κατάστασης μέσα στην οποία οι Ιρλανδοί φυλακισμένοι βρίσκονται σε χειρότερη μοίρα ακόμα και από τα ζώα.
Οι εικόνες είναι πολύ σκληρές, και το περιβάλλον της φυλακής παρουσιάζεται με τέτοια γλαφυρότητα που σε αρκετές περιπτώσεις ίσως και να μη μπορέσετε να παρακολουθήσετε τα όσα συμβαίνουν, οπότε εφιστώ την προσοχή σας σε αυτό, και καλύτερα να είστε προετοιμασμένοι για αυτά που θα δείτε.  Αν και στην ουσία η ταινία αποτελεί μια καταγραφή πραγματικών γεγονότων, είναι δύσκολο να χωρέσει το μυαλό σου οτι αυτά που παρουσιάζονται μυθοπλαστικά στην οθόνη σου, είναι δυνατόν να έχουν συμβεί στ’αλήθεια.  Κι όμως έτσι είναι.  Παρόλα αυτά μέσα στην όλη φρικιαστική και επίπονη κινηματογράφηση της ιστορίας, θα εντοπίσεις ψήγματα ανθρώπινης ηθικής, ιδανικών που μπαίνουν πάνω από τον εαυτό μας και πίστη σε έναν αγώνα για τον οποίο ο άνθρωπος έχει δώσει τις σκληρότερες μάχες του: αυτόν για ανεξαρτησία και ελευθερία.  Και όταν η πάλη για κάτι ανώτερο από εμάς μπαίνει στη μέση, τότε τίποτα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.  Ούτε καν ο ίδιος ο θάνατος.

Αν και θα περίμενε κανείς οτι επειδή ακριβώς το story είναι από μόνο του δύσκολο και οι ερμηνείες απαιτητικές, η σκηνοθεσία θα ήταν κάπως πιο ρέουσα και θα έπαιζε δευτερεύοντα ρόλο, εντούτοις δεν είναι καθόλου έτσι.  O ΜcQueen έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα εφιαλτικό περιβάλλον, χρησιμοποιώντας με απόλυτα διαδραστικό τρόπο την κινηματογραφική του κάμερα και καταγράφοντας το παραμικρό βλέμμα, την τόση δα κίνηση ή ακόμα και την παγωμένη ανάσα των κρατουμένων, για να παρουσιάσει στην τελική ένα δράμα φυλακής τόσο σκληρό, και τόσο καλοσκηνοθετημένο την ίδια στιγμή, που σε προβληματίζει ως προς το τι συναισθήματα πρέπει να σου γεννηθούν.  Θαυμασμού ή ισχυρού σοκ;  Μέσα από τα μεγάλης διάρκειας πλάνα του (η εικόνα με τους άντρες καθισμένους πιο πάνω, αποτελεί ένα στατικό, 17λεπτο πλάνο στο οποίο παρακολουθούμε την συζήτησή τους χωρίς η κάμερα να κινείται στο ελάχιστο, αποτελώντας την μεγαλύτερης διάρκειας μονοπλάνο σε σύγχρονη, mainstream ταινία), τις αποχρωματισμένες εικόνες, τις γωνίες λήψεις (προσέξτε τα contre-plongee πλάνα του-αυτά δηλαδή στα οποία η κάμερα βρίσκεται πιο χαμηλά, σκηνοθετώντας ένα άτομο από κάτω προς τα πάνω-τα οποία χρησιμοποιεί για να προσδώσει στον φύλακα μια αρχηγική, επιβλητική, σχεδόν τυραννική διάσταση, σε σχέση με τους κρατουμένους) και τα πολύ παραστατικά του dissolves τα οποία κάτι θέλουν να σου πουν (ιδιαίτερα προς το τέλος), χτίζει ένα άκρως ενδιαφέρον σκηνοθετικά κλίμα, το οποίο αναμφίβολα δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς την μεγατονική ερμηνεία του Fassbender.

Έχω λυσσάξει θα μου πείτε τώρα τελευταία μαζί του, και πολύ καλά θα κάνετε.  Είναι όμως από εκείνους τους ηθοποιούς που σου κινούν διαρκώς το ενδιαφέρον όσον αφορά τις κινηματογραφικές τους επιλογές, συνεπώς τώρα που ερμηνευτικά βρίσκεται σε μια έξαρση, δεν θα μπορούσα παρά να ασχολούμαι περισσότερο μαζί του (το γεγονός οτι είναι ωραίος άντρας του προσδίδει extra βαθμούς).  Βέβαια στο “Hunger” δεν τον λες ακριβώς ωραίο, καθώς σταδιακά το μόνο που παρατηρείς πάνω του είναι σειρές από κόκαλα, πάνω σε ένα πληγιασμένο και γενικώς τσακισμένο κορμί.  Ειλικρινά τα λεπτά από την στιγμή που ξεκινάει η υπόθεση να επικεντρώνεται πάνω του, κυλούν βασανιστικά αργά, καθώς ο McQuenn θέλει να σε υποτάξει πλήρως στην απεργιακή πείνα του πρωταγωνιστή.  Ο Fassbender είναι η κινητήριος δύναμη της ταινίας, με μια εξαιρετικά καλογραμμένη πρόζα (όποτε μιλάει) και μια εκπληκτική δυνατότητα να χρησιμοποιεί στο φουλ κινήσεις, βλέμμα και εκφράσεις προσώπου.  Άλλοτε απαθής σε βαθμό που λες οτι μάλλον έχει σαλτάρει, άλλοτε με αμετανόητη πίστη στον σκοπό του που του δίνει μια πασιφανή δύναμη χαρακτήρα και άλλοτε με εμφανή τον πόνο εξαιτίας της δοκιμασίας στην οποία αυτό-υποβάλλεται (όταν τον βλέπεις έτσι είναι σαν να νιώθεις και εσύ τον πόνο στο πετσί σου), γίνεται εμφανές από την πρώτη στιγμή πως έχει έρθει για να μείνει.  Και χαιρόμαστε πολύ γι’ αυτό.
Με εκπληκτική σκηνοθεσία, στιβαρή πλοκή και μια κεντρική ερμηνεία οσκαρικών προδιαγραφών από τον Fassbender, το “Hunger” δεν είναι μια ταινία για όλους, και την ίδια στιγμή είναι μια ταινία που πρέπει όλοι να δούμε.  Και να ξαναδούμε, και να ξαναδούμε…

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι τελικά οι ανθρώπινες αντοχές ξεπερνούν κατά πολύ την ανθρώπινη υπόσταση, οτι ο Raymond ήταν άτυχος, και οτι θα βλέπω τους τοίχους των κελιών στους εφιαάλτες μου μέχρι να πεθάνω.

TRIVIA

  • O Fassbender έπρεπε να υποβληθεί σε μια medically monitored crash diet προκειμένου να υποδυθεί τον Sands, και προκαλόντας πραγματική φρίκη σε όλο το υπόλοιπο επιτελείο συντελεστών.
(Πηγή IMDB)


Τα λέμε και πάλι αύριο

Sleepers: One mistake changed their lives forever…

Καλή εβδομάδα once again my friends!  Ξεμπερδέψαμε και με τις favorite revenge movies, σας ευχαριστώ και πάλι που ψηφίσατε!  Στην πρώτη θέση αυτή τη φορά βρίσκουμε το ταραντινίστικο “Kill Bill 1,2” με 20 ψήφους, στην δεύτερη έμεινε το “Old Boy” του Park (που θα έπρεπε να είναι ψηλότερα, ντροπή!), ενώ στην τρίτη έχουμε το “Sleepers” με 12, μια ταινία με δυνατό και λαμπρό cast.  Εξαιρετική ταινία της προπερασμένης δεκαετίας, το “Sleepers” είχε ταρακουνήσει το κοινό με το story του και φυσικά τους πασίγνωστους ηθοποιούς που είχε συγκεντρώσει.  Now let’s start…

Καλοκαίρι στο Hell’s Kitchen (μια ονομασία διόλου τυχαία) και τέσσερα αγόρια μεγαλώνουν αλητεύοντας και κάνοντας ηλιοθεραπεία κάτω από τον καυτό ήλιο της πόλης.  Μια μέρα αποφασίζουν να κάνουν μια σκληρή πλάκα σε έναν μικροπωλητή hot dog, η οποία καταλήγει σε καταστροφή…Τα τέσσερα παιδιά, ο Tommy (Jonathan Tucker), o John (Geoffrey Widgor), o Michael (Brad Renfro) και ο ‘Shakes’ (Joseph Perrino) θα σταλούν για έναν χρόνο στο σωφρονιστικό ίδρυμα για νεαρά αγόρια, Wilkinson Center.  Εκεί θα υποστούν βασανιστήρια, την απόλυτη ταπείνωση και την καθημερινή σεξουαλική κακοποίηση από τους φρουρούς, με επικεφαλής τον σαδιστή Sean Nokes (Kevin Bacon).  13 χρόνια μετά η παρέα θα συναντηθεί και πάλι, εξαιτίας της κατηγορίας του ενήλικου πια Τommy (Billy Crudup) και του John (Ron Eldard) για την δολοφονία ενός ‘παλιού γνωστού’.  Αυτό θα αποτελέσει μόνο την αφορμή προκειμένου και οι τέσσερις (μαζί με τους έτερους Michael-Brad Pitt και ‘Shakes’-Jason Patrick) να πάρουν την απόφαση να ξεσκεπάσουν την σαπίλα που είχε ποτίσει μέχρι και το τελευταίο δοκάρι του Wilkinson Center…
Σε σκηνοθεσία Barry Levinson, το “Sleepers” (1996) είναι ένα κοινωνικό δράμα με τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών να περνούν μπροστά και να αποτελούν το δυνατό χαρτί της ταινίας.  Η σκηνοθεσία είναι κλασική, αφηγηματικού τύπου και στα πλαίσια μιας normal (αν και σε κάποιες στιγμές υπερδραματικής), χολιγουντιανής συνταγής.  Ο βραβευμένος με Oscar ‘Καλύτερης Σκηνοθεσίας’ (για το “Rain Man”-1988) Levinson έχοντας ως φόντο τους κακόφημους δρόμους της Νέας Υόρκης και ως βάση, το ομώνυμο βιβλίο του συγγραφέα Lorenzo Carcaterra, δημιούργησε μια ωμή και αγωνιώδη μέσα στην βαρβαρότητά της ταινία που μέχρι και τις μέρες μας αποτελεί ένα από τα πιο δυνατά θρίλερ δικηγορικής αίθουσας…

Οι ταινίες που πραγματεύονται θέματα όπως η παιδική κακοποίηση, η βία, ο εγκλεισμός και η απομόνωση, αποτελούν διαχρονικά κλασικές επιλογές για τους θεατές καθώς η ταύτιση με το θύμα καθιστά την δίψα για εκδίκηση, κινητήρια δύναμη για την εξέλιξη της υπόθεσης.  Εξάλλου αν και απογυμνωμένες στο σύνολό τους, από οποιαδήποτε διάθεση για χάιδεμα αυτιών και για καλλωπισμό ενός θέματος που δεν καλλωπίζεται με τίποτα, αυτές οι ταινίες επιδιώκουν και έναν κάποιον κοινωνικό σχολιασμό μιας κατάστασης που διαιωνίζεται σε όλους τους πολιτισμούς και τις κουλτούρες (αλλού περισσότερου, αλλού λιγότερο): αυτή της παιδικής κακοποίησης, σωματικής αλλά και ψυχικής.
Στην τηλεταινία του 1992 “The Boys of St. Vincent”, μια ομάδα αγοριών κακοποιούνται με κάθε πιθανό τρόπο από τους ιερείς οι οποίοι έχουν αναλάβει το μεγάλωμά τους στο ορφανοτροφείο του Saint Vincent.  Το 1993 μια ακόμη τηλεταινία που τιτλοφορήθηκε “The Boys of St. Vincent: 15 Years Later”, πραγματεύεται την ενηλικίωση των παιδιών αυτών, και την προσπάθεια να δωθεί άπλετο φως σε μια υπόθεση που διάφορες πολιτικές και θρησκευτικές ομάδες προσπαθούν να θάψουν, μην μπορώντας να αντιμετωπίσουν την κοινωνική κατακραυγή.  Αυτό το story συνοψίζεται τέλεια στο 2μισάωρο σχεδόν “Sleepers” οπού παρακολουθούμε τόσο το παρελθόν, όσο και το παρόν των στιγματισμένων αυτών ψυχών.

Όπως και αν το κάνουμε ένα τέτοιου είδους θέμα είναι αρκούντως προκλητικό και ιντριγκαδόρικο ώστε να προσελκύσει τα πλήθη και να καταστήσει την ταινία αξιομνημόνευτη.  Από το “Primal Fear” (1996) και την εκπληκτική πρώτη εμφάνιση του Edward Norton ως κακοποιημένο παπαδοπαίδι, μέχρι το βρετανικό διαμαντάκι του 2002 “The Magdalene Sisters” και από το Eastwood-ικό “Mystic River” (2003) μέχρι και το πιο πρόσφατο (και σύντομα αναρτήσιμο στο blog) νορβηγικό φιλμ “King of Devil’s Island” με πρωταγωνιστή τον Stellan Skarsgard, η σεξουαλική κακοποίηση και όλοι οι δαίμονες που γίνονται unleash από μια τέτοια πράξη, αποτελούσαν και θα εξακολουθούν να αποτελούν μια επιτυχημένη συνταγή για την δημιουργία ταινιών.  Το θέμα είναι ο τρόπος με τον οποίο θα εξακολουθεί να παρουσιάζεται αυτό το πρόβλημα-μάστιγα των σύγχρονων (και οχι μόνο) κοινωνιών, καθώς καλή η επιτυχία, αλλά μήπως δεν πρέπει να το παρακάνουμε με ταινίες που αφορούν τόσο αγκαθωτά θέματα και που έχουν ως πρωταρχικό μέλημα το χρήμα και τηn δόξα;  Λέω εγω τώρα…

To “Sleepers” πάντως έχει κρατήσει μια ιδανική ισορροπία ανάμεσα στην γραφικότητα (που κυρίως υποννοείται, με εξαίρεση κάνα-δυο σκηνές) και την ρεαλιστική απόδωση των καταστάσεων.  Το ωραίο με αυτή την ταινία είναι οτι σου δίνει τον χρόνο να ταυτιστείς τόσο με την πιτσιρικαρία που τραβάει τα πάνδεινα, όσο και με τους ενήλικους εαυτούς τους.  Ο λόγος είναι οτι και οι δυο πλευρές αιχμαλωτίζουν ιδανικά, αντιδράσεις και συμπεριφορές, καθιστώντας τους καθημερινούς και πραγματικούς χαρακτήρες.
Εκεί που η σκηνοθεσία παίζει στο background, οι ερμηνείες όλων βγαίνουν μπροστά και οδηγούν την ταινία.  Εξάλλου όπως είπαμε και παραπάνω, πρόκειται για την συνάντηση μιας ομάδας λαμπρών ηθοποιών, οι οποίοι κατάφεραν να δημιουργήσουν μια ειλικρινή χημεία μεταξύ τους.  Οι έφηβοι ήρωες είναι πραγματικά πολύ καλοί, με τον Brad Renfro (ο οποίος πέθανε σε ηλικία 25 ετών το 2008, μετά από υπερβολική δόση ναρκωτικών) να ηγείται του group και να δίνει μια φοβερή ερμηνεία, που αποτέλεσε σίγουρα μια από τις καλύτερες της σύντομης καριέρας του.  Όσον αφορά την παρέα στα μεταγενέστερα χρόνια, οι ήρωες ήταν κατά κάποιον τρόπο οριοθετημένοι: έχουμε τον επιτυχημένο και δυναμικό δικηγόρο Brad Pitt, τον συνεσταλμένο και πολύ low profile Jason Patrick και τα κωλόπαιδα της παρέας (σε κάποιους έπρεπε να πέσει εμφανώς το βάρος της κακοποίησης) Billy Crudup και Ron Eldard.  Σε ρόλους κλειδί συναντάμε και δυο μεγαθήρια του παγκόσμιου κινηματογράφου, τον Robert de Niro στον ρόλο του μέντορα-πάτερ Bobby, καθώς και τον Dustin Hoffman (αγαπημένη επιλογή του Levinson στις ταινίες του) στον ρόλο του μεθύστακα δικηγόρου υπεράσπισης των παραπάνω κωλόπαιδων.  Όσο όμως καλές κι αν είναι οι ερμηνείες των παραπάνω, προσωπική μου ταπεινή άποψη είναι οτι δεν συγκρίνονται με αυτή του Kevin Bacon.

O Bacon είναι από αυτούς τους ηθοποιούς για τους οποίους δύσκολα μπορείς να εκφράσεις μια ξεκάθαρη άποψη, σχετικά με το εάν σου αρέσουν ή οχι.  Οι κινηματογραφικές του επιλογές άλλες φορές δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό του ως ‘καλό ηθοποιό’ (“A Few Good Men”, “Mystic River”, “The Woodsman”) και άλλες οχι και τόσο (“Hollow Man”, “Beauty Shop”).  Παρόλα αυτά αποτελεί έναν ηθοποιό που έχει καταφέρει να μνημονεύεται ως επί το πλείστον, για τους κακούς και ιδιαίτερους ρόλους τους οποίους ερμηνεύει.  Ο ρόλος του διαβολικού και σαδιστή Nokes στο “Sleepers” αποτέλεσε αναμφισβήτητα σταθμό στην καριέρα του.  Αν και η συνολική του παρουσία στην ταινία δεν είναι μεγάλη, εντούτοις η παρουσία του είναι κάτι παραπάνω από αισθητή.  Η κάπως perverted φάτσα του και η έντονα καθαρή φωνή του, τον έκαναν τον φόβο και τον τρόμο των ανήλικων αγοριών του αναμορφωτηρίου και τον έκαναν έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους και διεστραμμένα (χωρίς όμως να παρουσιάζεται ξεκάθαρα το παραμικρό!) κακούς της μεγάλης οθόνης.  Διόλου περίεργο που αρκετά χρόνια μετά και συγκεκριμένα το 2004 ο Bacon ερμήνευσε και πάλι έναν ρόλο που ξέρει πολύ καλά: αυτόν του μετανοημένου παιδεραστή στο πολύ καλό “The Woodsman”.  Τέτοιου είδους ρόλοι-πρόκληση αποτελούν τις κορυφαίες στιγμές στις καριέρες πολλών ηθοποιών και ο Bacon μένει μόνο να μας αποδείξει οτι ‘το΄χει ακόμη’…
Το “Sleepers” είναι μια ταινία που φαντάζομαι οτι όλοι θα έχουμε λίγο πολύ δει.  Σίγουρα αποτελεί μια πρώτης τάξεως ιστορία εκδίκησης και επιβεβαιώνει περίτρανα την ρήση οτι ‘η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο’.  Σκοτεινή ατμόσφαιρα, μετρημένες ερμηνείες και μια σοκαριστική πλοκή, συνθέτουν μια ταινία που δεν παύει να είναι ανησυχητικά σύγχρονη.  Αλλά και τόσο ορθή και προσεκτική στην απόδοσή της…

Τι έμαθα από την ταινία:  Οτι μερικές φορές όταν παίρνεις τον νόμο στα χέρια σου, δικαιολογείσαι απόλυτα, οτι ο de Niro σε πείθει ακόμα και ως ευσεβής πάτερ και οτι τα αναμορφωτήρια είχαν πάντα κάτι creepy και δυσοίωνο να τα ακολουθεί…

No trivia

H TV ΣΗΜΕΡΑ….

ΝΕΤ: 00:30, Doubt, με τους Meryl Streep, Philip Seymour Hoffman, Amy Adams.  Σε ένα καθολικό σχολείο του 1964 η σχέση ενός πάτερ με ένα 12χρονο μαύρο αγόρι, τίθεται υπό αμφισβήτηση από το προσωπικό του σχολείου και κυρίως από την διευθύντρια.




Τα λέμε αύριο και πάλι!

American History X: Racism and hate all over the place…

Καλημέρα, καλή εβδομάδα και τα σχετικά!  Σε λιγάκι κλείνει και αυτή η ψηφοφορία, αλλά εγώ είπα να ξεκινήσω να γράφω για την ταινιούλα μας έτσι κι αλλιώς, μιας που δύσκολα μπορεί να γίνει η ανατροπή στα αποτελέσματα τώρα.  Λοιπόν φάνηκε οτι σας άρεσε ιδιαίτερα αυτό το poll ε και να με συγχωρέσετε που σας έδωσα μια μόνο επιλογή, αλλά τώρα τελευταία σας είχα κακομάθει με τη δυνατότητα πολλαπλών επιλογών :P.  Την επόμενη φορά λοιπόν θα σας το επιτρέψω και πάλι, οχι για να δείτε τι καλή που είμαι!  Ωραία, μετά και από το κατάλληλο γλυψιματάκι περνάμε στα αποτελέσματα στα οποία αδιαμφισβήτητος νικητής αναδείχθηκε ο Edward Norton.  Στην πρώτη θέση παρέμεινε από την αρχή με 9 ψήφους και τον εκπληκτικής δυναμικής μονόλογό του στην ταινιάρα του Spike Lee, “The 25th Hour” (για την οποία έχουμε γράψει).  Λίγο πιο πίσω με 7 παρέμεινε μια άλλη ταινία του Norton (για την οποία θα γράψω κατιτίς σήμερα) το “American History X”, ενώ την τρίτη θέση μοιράστηκαν με 4 ψήφους ο ξανθός Rutger Hauer από το “Blade Runner” και ο πάντα αγαπητός, κλασσικός και ενοποιητικός μονόλογος του Charlie Chaplin ως άλλος “Great Dictator”.  Άντε να ξεκινήσουμε και σήμερα…

O Derek Vinyard (Edward Norton) είναι ένας σκληροπυρηνικός νεοναζί ο οποίος μετά την δολοφονία ενός έγχρωμου ακριβώς έξω από το σπίτι του, καταλήγει στην φυλακή.  Όσο εκείνος είναι μέσα, η παρέα του έξω συνεχίζει να συσπειρώνεται και να προσηλυτίζει μέρα με την μέρα ολοένα και περισσότερους άμυαλους νεαρούς που ονειρεύονται Αρίες Φυλές και μια ‘καθαρή’ από μετανάστες, πατρίδα.  Ανάλογη πορεία μοιάζει να ακολουθεί και ο μικρός αδελφός του Derek, ο Danny (Edward Furlong) ο οποίος δίνει δείγματα καλού, δυνατού μυαλού, που όμως μπορεί εύκολα να παρασυρθεί λόγω ηλικίας.  Για τον Danny ο μεγάλος του αδελφός είναι κάτι σαν Θεός.  Τον σέβεται, τον αγαπά, τον υπακούει.  ‘Οταν έρθει η στιγμή να βγει ο Derek από την φυλακή, ο Danny θα δει έναν αναγεννημένο και συνειδητοποιημένο άνδρα, που μοιάζει να μην έχει καμία σχέση με τον θερμόαιμο αδελφό του.  Σε μια εξιστόρηση των γεγονότων που έλαβαν χώρο μέσα στην φυλακή, ο Derek θα του εξηγήσει πως ήρθε μούρη με μούρη με την πικρή αλήθεια αυτού του κόσμου. Ο πάλαι ποτέ αρχηγός της αριοφυλετικής συμμορίας θα προσπαθήσει να αποτρέψει τον αδελφό του από το να ακολουθήσει την δική του πορεία, όμως θα προλάβει ή είναι ήδη πολύ αργά;
Ο ψιλοάγνωστος σκηνοθέτης Tony Kaye (τον ξέρετε; γιατί εγώ οχι) έχασε την κινηματογραφική του ‘παρθενιά’ είτε το πιστεύετε, είτε οχι με αυτή ακριβώς την ταινία.  Κάποιος θα περίμενε από το αποτέλεσμα του “American History X”, οτι τα ηνία θα είχε αναλάβει κάποιος καθόλα έμπειρος σκηνοθέτης, που αποφάσισε μια μέρα να δημιουργήσει μια από τις καλύτερες ταινίες της προ-προηγούμενης δεκαετίας.  Μμμμ οχι ακριβώς.  Ο Tony Kaye μοιάζει να αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση σκηνοθέτη/κινηματογραφιστή, εάν σκεφτεί κανείς οτι έκανε μήνυση ύψους $275 εκατομμυρίων(!) στην εταιρία παραγωγής New Line και Director’s Guilt of America, επειδή δεν τον άφησαν να χρησιμοποιήσει το ψευδώνυμο…”Humpty Dumpty” ως σκηνοθέτης του “American History X”.  Γενικά μέχρι και σήμερα δεν έχουμε δει και κανένα άλλο εξαιρετικό δείγμα ταινίας του, αν και φαίνεται από τους ανθρώπους που έχουν ταλέντο και απλά προτιμούν να το χρησιμοποιήσουν όταν και αν θέλουν.  Χμμμ…

Η αλήθεια είναι οτι από τότε που έφτιαξα το blogaki ήθελα να γράψω για την συγκεκριμένη ταινία, επειδή όμως ξέρω πως οι περισσότεροι την έχουμε δει, είπα να το αποφύγω.  Να λοιπόν που η στιγμή έφτασε!
Δεν ξέρω τι απ’όλα με είχε κερδίσει πιο πολύ σε αυτή τη ταινία.  Η ερμηνεία του Norton, η σκηνοθεσία, το story, ο τρόπος με τον οποίο αποδομείται ολοκληρωτικά η αυταπάτη της ανωτερότητας του πρωταγωνιστή, οι συγκρούσεις με την οικογένεια και το σταδιακό χτίσιμο του μίσους που καλλιεργείται από τον πατέρα;  Ξέρω.  Είναι όλα αυτά.
Καταρχάς το να πραγματευτείς ένα τόσο λεπτό και ευαίσθητο ζήτημα όπως το όλο θέμα του νεοναζισμού, είναι από μόνο του αρκετά ιντριγκαδόρικο.  Αποτελεί βέβαια και μια μεγάλη παγίδα γιατί απαιτεί κατάλληλο χειρισμό και διακριτικότητα σε αυτά που πρόκειται να πεις και να δείξεις.   Το “American History X” ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στην γραφικότητα του χαρακτηρίζει πολλές από τις εικόνες του, και στην ρεαλιστική απόδοση χαρακτήρων και καταστάσεων.  Αν και ο σκηνοθέτης θα μπορούσε να υποπέσει τελικά σε μια λαϊκίζουσα εξιστόρηση των γεγονότων, εντούτοις καταφέρνει να την γλυτώσει, έχοντας ως δυνατά του χαρτιά την ωμή βία και την υπερέκθεση συναισθημάτων που όμως αποτελούν το ιδανικό ζευγάρι για μια ταινία όπως αυτή.  Εξάλλου κανείς δεν είπε οτι είναι εύκολο να παρουσιάσεις ένα τέτοιο κοινωνικό φαινόμενο- που μεταξύ μας όλοι ξέρουμε οτι εξακολουθεί να υπάρχει- και να κάνεις παράλληλα τον δικό σου κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό.  Παρόλα αυτά ο Kaye έχει την τύχη να ‘φιλοξενεί’ στην ταινία του δυνατά ονόματα, με εκπληκτικές ερμηνείες ακόμα και από τους δευτεραγωνιστές.

Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από την οικογένεια Vinyard σε πρώτη φάση και μέσα από την επερχόμενη αλλαγή του Derek γινόμαστε μάρτυρες της ύστατης προσπάθειας για γενικότερη αλλαγή σε μια κοινωνία εμποτισμένη από το δηλητήριο του φασισμού.  Το ακόμα χειρότερο είναι πως αυτή η πλύση εγκεφάλου ξεκινάει μέσα από την ίδια την οικογένεια (μια μικροκοινωνία και αυτή) και αυτό είναι όντως σοκαριστικό.  Σε ένα από τα flashbacks της ταινίας, βλέπουμε τον Derek ως άβγαλτο νεαρό, με κασκέτο και φλώρικη εμφάνιση, να δέχεται τις συμβουλές της κεφαλής του τραπεζιού, ενός πατέρα που αποτελεί την αρχή του κακού.  Τα πάντα πάνω στον νεαρό, από την στάση, μέχρι και το ντύσιμο υποδηλώνουν έναν πιτσιρικά που μερικά χρόνια αργότερα ο μουσκουλάτος πλέον Derek, με το ξυρισμένο κεφάλι και την σβάστικα στο στήθος, μπορεί να κυνηγούσε στον δρόμο και να πλάκωνε στο ξύλο για την πλάκα του.  Και αυτό είναι τραγικά ειρωνικό.
Ο πρωταγωνιστής αποτελεί την υλοποιημένη φαντασίωση δεκάδων ακολούθων του, που βλέπουν στο πρόσωπό του έναν αρχηγό με κάτι αρχίδια ΝΑ σκοτώνοντας εν ψυχρό έναν μαύρο στην πιο ανατριχιαστική σκηνή της ταινίας.  Disturbing ναι, σίγουρα.  Όταν όμως έρθει η στιγμή που το ψεύτικο παραπέτασμα πέσει, μαζί του και οι όποιοι κώδικες τιμής και της πίστης σε έναν ανώτερο προορισμό, τότε το μόνο που μένει είναι η αλήθεια γυμνή, σκληρή και επίπονη (με διττή σημασία σαφέστατα).  Και αυτό είναι ακόμα πιο disturbing.  Ναι, σίγουρα.

Εκεί που η ταινία ουσιαστικά απογειώνεται, είναι η στιγμή που ο Derek έχει κάνει στροφή 180 μοιρών στα πολιτικά και κοινωνικά του πιστεύω, δίνοντας την καλύτερη πάσα για την προώθηση της υπόθεσης.  Εμείς ως θεατές γινόμαστε μάρτυρες της παλαιότερης γενιάς, που έχοντας πλέον μάθει από τα λάθη του παρελθόντος της, προσπαθεί να γλυτώσει τα σύγχρονα τρυφερούδια από τα νύχια του νεοναζιστικού αρπακτικού.  Βεβαίως κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, καθώς εσύ ο ένας μπορεί να έχεις αλλάξει, αλλά στην τελική μπορεί ένα άτομο μόνο να φέρει την άνοιξη, σε μυαλά αποχαυνωμένα και μάτια κλειστά;
Παράλληλα με την υπόθεση, η σκηνοθεσία της ταινίας πατάει πάνω σε κλασσικά μοτίβα, με αναμνήσεις και πολλαπλά, επεξηγηματικά flashbacks να μοιράζονται σε διάρκεια με τον ‘φυσικό’ χρόνο του παρόντος.  Ένα voice over που ξεκινάει από την αρχή με τον Danny, ακολουθεί το φιλμ σε όλη τη διάρκειά του.  Υποτίθεται οτι ο Danny γράφει μια έκθεση (η οποία φέρει ως τίτλο…τον ίδιο τον τίτλο της ταινίας) που πρέπει να παραδώσει στον Διευθυντή του σχολείου, γεγονός που προσθέτει μια ενδιαφέρουσα σκηνοθετική πινελιά καθώς σκέψεις, λόγια και αποφάσεις για την ζωή του, αλλά και για τα όσα έχει ζήσει με τον αδελφό του, περιλαμβάνονται στην έκθεση του, την ίδια στιγμή που έρχονται ως βιωματικά γεγονότα στον ίδιο.  Εξίσου ταιριαστό και έξυπνο εύρημα, βρίσκω την εναλλαγή από έγχρωμο σε ασπρόμαυρο φιλμ, οχι μόνο για να δηλωθεί η διαρκής μετάβαση από το παρόν, στο παρελθόν και τούμπαλιν, αλλά και για να τονιστεί η διαφοροποίηση του κεντρικού ήρωα.  Ο αυταρχικός και μεθυσμένος από την εξουσία Derek του παρελθόντος, αποδίδεται με ασπρόμαυρους τόνους, μια ενδεχόμενη νύξη στον παρωπιδισμό που τον διακατέχει, όσον αφορά την δική του, μοναδική πραγματικότητα: αυτή του νεοναζισμού ως κοινά αποδεκτή ουσία ζωής.  Από την άλλη ο μετανοημένος του εαυτός παρουσιάζεται με χρώμα, τονίζοντας ενδεχομένως την επιστροφή του στην ίδια την ζωή, αυτή των ευκαιριών, της ισότητας και την αλληλεγγύης.  Της ζωής μετά…

Οι ερμηνείες εδώ έχουν τον πρώτο λόγο.  Η καλύτερη ερμηνεία του Norton στην καριέρα του και τεράστια η αδικία που έχασε το Oscar από τον “Μονομάχο” Russell Crowe.  Δεν έχω να πω πολλά, πέρα από το οτι είναι τόσο darn good να τον βλέπεις σε αυτή την ταινία.  Μισητός, δολοφόνος, συγκινητικός, θύμα, θύτης ο Norton περνάει από κάθε πιθανή γκάμα συναισθηματικών αντιδράσεων και σε στέλνει με την φοβερή του προσήλωση στον ρόλο.  Μακάρι να τον βλέπαμε και πάλι σε τόσο καλούς ρόλους.  Πλάι του ο Furlong είναι όπως και στις περισσότερες ταινίες του, χαρισματικός και ήπιων τόνων.  Έχει πιάσει το νόημα και η χημεία του με τον Norton είναι πρώτης κλάσης.  Η Beverly D’Angelo στον ρόλο της μάνας που προσπαθεί να κρατήσει όπως όπως την οικογένειά της πριν καταστραφεί ολοκληρωτικά, είναι πειστική και αληθινή, ταιριάζοντας τέλεια στο γενικότερο πεσιμιστικό (αν και κάπως ελπιδοφόρο προς το τέλος)  κλίμα της ταινίας.  Αλλά όπως είπα και παραπάνω οι περισσότεροι χαρακτήρες, αποδίδουν πολύ καλά τους ρόλους τους, με αποτέλεσμα να έχουμε εξαιρετικές ερμηνείες από όλους σχεδόν.  Παρόλα αυτά ο Norton είναι χωρίς σύγκριση, το αστέρι που λάμπει.  Εάν ήταν κεράσι, θα ήταν ένα κατακόκκινο marachino ψηλά ψηλά σε αυτή την αντιναζιστική, αντιρατσιστική τούρτα.
Εάν δεν την έχετε ήδη δει, τι περιμένετε;  Εξαιρετική ταινία, χωρίς πολλά πολλά.  Τέλος.

Τι έμαθα από την ταινία:   Κάτι που ήδη ήξερα βασικά, οτι ο Norton είναι τελικά μια Ιδέα, οτι ο ρατσισμός οδηγεί ή σε προσωπικό αδιέξοδο, ή στη φυλακή, ή στον θάνατο, και οτι καμιά φορά οι ρόλοι αντιστρέφονται και τότε πραγματικά δεν προλαβαίνεις να κάνεις τίποτα.  Όπως έστρωσες, θα κοιμηθείς…




No trivia


Τίποτα και η tv σημερα, so τα λέμε και πάλι αύριο!


The Green Mile: Dead man walking…

And we have a winner!  Με χαρά είδα οτι αυτή η ψηφοφορία μάζεψε τις περισσότερες ψήφους (55 παρακαλώ) τώρα που ξεκινήσαμε και πάλι μετά το καλοκαιράκι.  Ευχαριστώ όλους και πάλι για τη συμμετοχή σας (ελπίζω να μην έχω γίνει ακόμα πολύ γραφική) και προχωρώ με την απαρίθμηση των συνολικών ψήφων που μάζεψαν οι τρεις ταινιούλες που ξεχώρισαν από τις υπόλοιπες.  Ομολογώ οτι με κάποια μικρή έκπληξη είδα οτι το “The Green Mile” πέρασε μπροστά με 32, μιας που περίμενα το “Shawsank Redemption” να έρθει πρώτο και το οποίο έμεινε τελικά στην δεύτερη θέση με 29.  Στην τρίτη βρέθηκε το “The Shining” με 28, που έχει σαρώσει σε πολλές ψηφοφορίες μέχρι τώρα.  Παρόλα αυτά δε μπορώ παρά να παραδεχτώ οτι το “The Green Mile” είναι μια ταινία που έχει μεταφερθεί αυτούσια από το βιβλίο στον κινηματογράφο και μάλιστα ανήκει σίγουρα στα καλύτερα adaptation από έργα του Stephen King.  Πρέπει να την έχω δει γύρω στις 5 φορές, οπότε ξεκινώ ευθύς αμέσως για την κριτική μας!

O Paul Edgecomb (Tom Hanks) εργάζεται ως φρουρός σε μια πτέρυγα θανατοποινιτών στην Louisiana, την δεκαετία του ’30.  Μαζί με τους υπόλοιπους συναδέλφους του, τον ‘brutal’ Brutus Howell (David Morse), τον νεαρό Dean Stanton (Barry Pepper) και τον πιο ώριμο και σοβαρό Hary Terwilliger (Jeffrey DeMunn) είναι υπεύθυνος για την ομαλή λειτουργία της πτέρυγάς τους, κρατώντας τους μελλοθάνατους ήρεμους και μακριά από μεταξύ τους κόντρες.  Όταν μια μέρα καταφτάσει ο θηριώδης John Coffey (Michael Clarke Duncan) κατηγορούμενος για τον βιασμό και τον θάνατο δυο μικρών κοριτσιών (που ήταν και αδελφάκια), τότε όλοι-τρόφιμοι και φύλακες-θα αρχίσουν να κάνουν λόγο για τον χειρότερο, ανάμεσα στους χειρότερους.  Σύντομα όμως θα διαπιστώσουν οτι ο Coffey κρύβει ένα μεγάλο μυστικό, ένα χάρισμα που τον κάνει μοναδικό: μπορεί και γιατρεύει με το άγγιγμα.  Ο Paul θα κλονιστεί συθέμελα από τα γεγονότα που πρόκειται να ακολουθήσουν στο Πράσινο Μίλι και θα έρθει αντιμέτωπος με την ίδια του την πίστη: αυτός ο άνθρωπος είναι ο Διάβολος προσωποποιημένος ή μήπως ένας Άγγελος Κυρίου;
Ο σκηνοθέτης Frank Drabont που είναι υπεύθυνος για αυτή την υπέροχη μεταφορά, έχει μια μικρή μανία με τα έργα του πολυαγαπημένου μου King.  Εκτός από το Πράσινο Μίλι (1999) ανέλαβε να σκηνοθετήσει το 1994 το “Shawsahnk Redemption” το οποίο αποτέλεσε και την πρώτη του ολοκληρωμένη δουλειά.  Ακολούθησε το 1999 η ταινία με τον Tom Hanks, ενώ το 2007 μας χάρισε ανατριχίλες και ίσως ένα από τα πιο σοκαριστικά τέλη του εμπορικού κινηματογράφου, με το “The Mist”.  Τώρα εκτελεί χρέη executive producer στη ζομπίστικη σειρά, “The Walking Dead” η οποία έχει αγαπηθεί από πολλούς όπου κι αν προβάλλεται, αποτελώντας ότι καλύτερο για τους fan του είδους.  Την προτείνω ανεπιφύλακτα σε όσους δε την έχουν δει και επιφυλάσσομαι να γράψω γι’ αυτήν στο blog λίαν συντόμως.

Φαντάζομαι οτι έχετε πάθει και εσείς πολλές φορές αυτό που όταν διαβάζεις ένα βιβλίο και έπειτα βλέπεις την ταινία, τις περισσότερες φορές αυτή δεν ανταποκρίνεται στον τρόπο με τον οποίο η φαντασία σου είχε χτίσει τους ήρωες και το γενικότερο περιβάλλον.  Από την άλλη πλευρά όταν έχεις ήδη παρακολουθήσει ένα φιλμ, και στη συνέχεια διαβάζεις το βιβλίο, οι χαρακτήρες έχουν την μορφή των ηθοποιών που έχεις μόλις δει, καθιστώντας το μάλλον αδύνατον να φανταστείς πλέον την ιστορία αποκομμένη από την κινηματογραφική της απόδοση.  Το ίδιο ακριβώς συνέβη και στην δική μου περίπτωση.  Όταν ξεκίνησα να διαβάζω το μυθιστόρημα του King, έπιασα τον εαυτό μου να φέρνει στο μυαλό εικόνες από την ταινία.  Και αυτό δε με ξένισε καθόλου, διότι με ευχαρίστηση διαπίστωσα οτι μου ήταν πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω ποιο ήταν καλύτερο: το βιβλίο ή η ταινία;  Και εκεί ακριβώς εντοπίζω την επιτυχία του Darabont, στο πόσο πιστά κατάφερε δηλαδή να παρουσιάσει μια ιστορία με όλες τις δραματικές της εκφάνσεις, τις ανάλαφρες, χιουμοριστικές στιγμές και την ολοκληρωμένη και οριοθετημένη παρουσία των ηρώων.

Όσοι έχουν διαβάσει Stephen King σίγουρα θα έχουν εντοπίσει το πάντρεμα θρησκείας/πίστης, είτε με το μεταφυσικό, είτε με το πραγματικό που πολλές φορές είναι πολύ πιο τρομακτικό.  O King αρέσκεται να συνδυάζει πάντα στα βιβλία του την υπόνοια ή την ξεκάθαρη παρουσία ενός κακού που προσωποποιείται όπως ο λυσσασμένος σκύλος στο “Cujo”, τα στοιχειωμένα ορυχεία στο “Desperation” και ο μικρούλης νεκροζώντανος Cage Creed στο “Pet Sematary”.  Τις περισσότερες φορές η εξιλέωση θα έρθει μέσα από την παρέμβαση ενός ανθρώπου, που όμως δε μοιάζει με τους υπόλοιπους εξαιτίας των ‘ιδιαίτερων’ χαρισμάτων που έχει.  Αυτά ακριβώς τα χαρίσματα είναι που συνδέονται με θέματα κρυφών δυνάμεων που μπορούν να θεραπεύσουν, να γλυτώσουν τους πρωταγωνιστές από θανατηφόρες καταστάσεις και να επαναφέρουν την τάξη.  Εκτός από το Πράσινο Μίλι στο οποίο η παρουσία της Θείας δύναμης είναι εμφανέστατη στον κεντρικό μας ήρωα, υπάρχουν και άλλα βιβλία/ταινίες του King που μπερδεύουν ωραία αυτά τα δυο ξεχωριστά συστατικά και δημιουργούν ένα ισορροπημένο αποτέλεσμα που μένει μακριά από υπερβολές (εκτός κι αν αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός του).  Από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα είναι το “Hearts in Atlantis”, οπού ο πρωταγωνιστής διακατέχεται από special powers, το “Dreamcatcher” (ένα εκπληκτικό βιβλίο που χαντακώθηκε άσχημα στον κινηματογράφο) στο οποίο ένα παιδί με διανοητική υστέρηση προωθεί την πλοκή παραπέρα, αλλά και το “The Mist” στο οποίο η θρησκόληπτη Ms. Carmody λειτουργεί ως η αρνητική πλευρά της πίστης.  Έτσι και εδώ το καλό και το κακό προχωρούν σε παράλληλους δρόμους και ενσαρκώνονται τέλεια στα πρόσωπα των ηρώων.

Ο Tom Hanks είναι ο καλόκαρδος φύλακας, με την πολύ κακή ουρολοίμωξη που θεραπεύεται από τα χέρια του μυστήριου John Coffey.  Αν και η ερμηνεία του είναι καλή, εντούτοις νομίζω οτι υπάρχουν άλλοι ηθοποιοί που σε κερδίζουν σε αυτή την ταινία.  Αρχικά ο Clarke Dunkan είναι η επιτομή της αντίθεσης.  Με τον τεράστιο όγκο και ύψος του, μόνο τρόμο θα μπορούσε να προκαλεί, ιδιαίτερα μάλιστα και εξαιτίας του φρικτού εγκλήματος που τον ακολουθεί.  Ποιος να περίμενε οτι θα έμοιαζε τελικά περισσότερο με έναν καλόκαρδο γίγαντα, που φοβάται το σκοτάδι και δεν μπορεί να κοιμηθεί χωρίς φως;  Μάλλον κανείς.  Γι’ αυτό ακριβώς η ερμηνεία του απέσπασε και μια υποψηφιότητα για Oscar.  Γλυκός και με την αφέλεια ενός μικρού παιδιού, ενσαρκώνει τον ρόλο του Coffey τέλεια.  Από τις καλύτερες ερμηνείες βρήκα και αυτή του Doug Hutchison που υποδύθηκε αριστοτεχνικά τον σαδιστή Percy Wetmore.  Όσο μπόι του έλειπε, το είχε σε κακία και μοχθηρία, την οποία φρόντιζε να στρέφει σε όσους ήταν πλέον ανίκανοι να κάνουν το οτιδήποτε: τους μελλοθάνατους μέσα στα κελιά.  Με λιγδωμένο μαλλί και υποχθόνιο βλέμμα, είναι έτοιμος να ορμήξει.  Μέχρι τη στιγμή βέβαια που αναλαμβάνει ο Wild Bill (Sam Rockwell) γιατί τότε ο Percy τα κάνει πάνω του.  O Rockwell είναι ένας τρελαμένος τύπος που θα οδηγηθεί σύντομα στην ηλεκτρική καρέκλα, προκειμένου να πληρώσει για τα αμαρτήματά του.  Το μεγαλύτερο το μαθαίνουμε στο τέλος, είναι ένα κάποιο σοκ, αλλά έτσι κι αλλιώς η όλη συμπεριφορά αφηνιασμένο ταύρου μέχρι εκείνη την στιγμή μας έχει σοκάρει.  Χαμογελώντας σαρδόνια και καταφέρνοντας να τσαντίζει τους φύλακες διαρκώς με τα κατορθώματά του, δε βάζει μυαλό και γίνεται ένας από τους καλύτερους κακούς της χρονιάς.
Εκτός από τις πολλές και καλές ερμηνείες (να προσθέσουμε στο ήδη εξαιρετικό cast και τους James Cromwell στον ρόλο του αρχηγού, και Patriscia Clarkson στον ρόλο της βαριά άρρωστης γυναίκας του) και η σκηνοθεσία σε κερδίζει αφενός γιατί ‘πιάνει’ όλο το κλίμα της εποχής του βιβλίου και αφετέρου γιατί η αισθητική του παλιού, εναρμονίζεται στο full με τις ‘παλιομοδίτικες’ ερμηνείες.  Στα plus είναι και η εξιστόρηση της ταινίας από τον υπερήλικα πια Paul, με την μορφή ενός μεγάλου flashback στην εποχή που ήταν νέος.
Από τις καλύτερες μεταφορές του King, κέρδισε επάξια την πρώτη θέση στην ψηφοφορία μας και μια all time classic θέση στην ταινιακή μας συλλογή : )

Τι έμαθα από την ταινία:   Οτι τελικά το μέγεθος δεν έχει σημασία, οτι υπάρχει ένα ‘μαγικό’ μέρος που λέγεται Ποντικούπολη και που όλα τα ποντίκια είναι ευτυχισμένα, και οτι πρέπει πάντα, ΠΑΝΤΑ να βρέχεις το σφουγγάρι.

 TRIVIA
  • Στην πραγματικότητα ο Clarke Duncan έχει σχεδόν το ίδιο ύψος με τον David Morse και τον James Cromwell.  Απλά για τις ανάγκες τις ταινίες χρησιμοποιήθηκαν τέτοιες γωνίες λήψεις, ώστε να φαίνεται οτι ο Duncan τους ρίχνει τουλάχιστον δυο κεφάλια.
  • Στην αρχή της ταινίας ο ηλικιωμένος Paul περπατάει σε έναν διάδρομο του γηροκομείου, προκειμένου να πάει για πρωινό.  Ο διάδρομος έχει ένα ζωηρό πράσινο χρώμα, σαν να πρόκειται πλέον για το δικό του Πράσινο Μίλι.
  • Όταν ο King είχε επισκεφτεί την τοποθεσία των γυρισμάτων, ζήτησε από την παραγωγή να τον δέσουν στην…Γριά Σπίθα, προκειμένου να δει πως θα αισθανόταν.  Τελικά δε του άρεσε και ζήτησε να τον λύσουν.
  • Ο Clarke Duncan ένοιωθε αμήχανα που έπρεπε να ‘πάρει’ την μόλυνση του Tom Hanks πιάνοντάς τον στον καβάλο.  Για τον λόγο αυτό ο Hanks έφυγε από το γύρισμα και όταν επέστρεψε είχε βάλει μέσα από το παντελόνι του ένα άδειο μπουκάλι νερού, με αποτέλεσμα η σκηνή να γυριστεί τελικά με μεγαλύτερη ευκολία : )
  • O David Morse έχει παίξει σε πολλές ταινίες/μεταφορές του King, όπως το “The Langoliers”, “Hearts in Atlantis” και φυσικά το “The Green Mile”.
(Πηγή IMDB)
Τίποτα στην tv σήμερα.
Till tomorrow… 

    Animal Factory: Better to reign in Hell, than to serve in Heaven…

    Hello hello και σήμερα.  Λέω να συνεχίσω και για today τις πιο σύγχρονες ταινίες και να επανέλθω σε κάτι πιο κλασσικό αργότερα.  Το “Animal Factory” είναι μια ταινία που από καιρό τώρα ήθελα να γράψω στο blog, αλλά επειδή ακριβώς ήμουν αρκετά μικρότερη όταν την είχα πρωτοδεί, έπρεπε να την δω μια ακόμη φορά.  Η καλύτερη ευκαιρία μου δόθηκε το Σάββατο στο φεστιβάλ του ΑΣΤΥ (το οποίο τελειώνει αύριο με τριλογία Darrio Arzento, hell yeah!).  Θυμόμουν αμυδρά το τέλος της, καθώς επίσης οτι αποτελούσε και μια πολύ καλή ταινία.  Όταν συνειδητοποίησα οτι είχα δίκαιο, απλά αποφάσισα να την προτείνω και σε όσους από εσάς δε την έχετε δει.  Enjoy…

    O Ron Decker (Edward Furlong) είναι ένας νεαρός που μετά την απόδοση κατηγοριών για κατοχή και διακίνηση μαριχουάνας, μπαίνει στη φυλακή.  Εκεί θα γνωρίσει τον Earl Copen (Willem Dafoe) έναν βετεράνο φυλακισμένο ο οποίος παίρνει τον πιτσιρικά υπό την προστασία του και αναλαμβάνει τον ρόλο του μέντορα.  Σύντομα ο Ron θα δει το σκληρό πρόσωπο της φυλακής, και θα καταλάβει πόσο δύσκολη είναι η επιβίωση χωρίς κανέναν ‘φίλο’ εκεί μέσα…
    Μετά την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα με το “Trees Lounge” (1996) ο Steve Buscemi επιστρέφει το 2000 με την σκηνοθεσία του “Animal Factory”, καθώς και με ένα μικρό ρολάκι στην ταινία.  Στην συγγραφή του σεναρίου βρίσκεται και ο συγγραφέας της ομώνυμης νουβέλας “The Animal Factory”, Edward Bunker, συμπληρώνοντας ιδανικά ένα προσεκτικά επιλεγμένο και προσεγμένο cast ηθοποιών.  Ανάμεσα σε αυτούς συναντάμε και ονόματα με τα οποία ο Buscemi έχει επιλέξει να συνεργάζεται σχεδόν σε όλες τις ταινίες τις οποίες σκηνοθετεί.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ηθοποιοί Mark Boone Junior (τον θυμάστε ως χοντρομπάτσο από το “Τhe Dark Knight”, και από τη σειρά “Sons of Anarchy), Seymour Cassel τους οποίους συναντάμε στην πρώτη μικρή ταινία του Buscemi “What Happende to Pete” (1992), το “Trees Lounge” (1996), το “Animal Factory” (2000) που βλέπουμε σήμερα, αλλά και το “Lonesome Jim” (2005) οπού πρωταγωνιστούν στο πλευρό του Cassey Affleck.  Κάτι ανάλογο με Johhny Depp και Τim Burton ένα πράγμα…

    Η ταινία αν και πραγματεύεται ένα θέμα το οποίο έχουμε δει πολλές φορές, από την εποχή του “Escape from Alkatraz” (1979), μέχρι και σήμερα με το “Celda 211” (2009), καταφέρνει να ξεχωρίζει κυρίως λόγω της ρεαλιστικής και αποδραματοποιημένης της σκηνοθεσίας.  Οι απόπειρες απόδρασης, οι φυλετικές ομαδοποιήσεις, οι βιασμοί, ακόμα και οι δολοφονίες αποτελούν χαρακτηριστικά μοτίβα που παρουσιάζονται σε τέτοιου είδους ταινίες.  Εδώ το πράγμα ισορροπεί ανάμεσα στην προσωπική ιστορία του νεαρού πρωταγωνιστή και αυτή του επιβλητικού του προστάτη.  Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται βασικά στην σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τους και τον τρόπο που δυο διαφορετικές γενιές καταφέρνουν να επικοινωνήσουν και μάλιστα κάτω από τόσο δύσκολες συνθήκες.  Αν και ο τίτλος παραπέμπει σε ωμές και πολύ σκληρές καταστάσεις φυλακής, ο Buscemi μάλλον ξαφνιάζει τον θεατή καθώς κάθε άλλο, παρά έτσι είναι.  Χωρίς να λείπουν οι επιθετικές συμπεριφορές και τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών των διαφόρων συμμοριών, η ταινία μάλλον επιδιώκει έναν κοινωνικό σχολιασμό πάνω στην ζωή μέσα στην φυλακή, παρά στον υπερτονισμό της παραβατικότητας και της εγκληματικής φύσης των ηρώων της.  Οι σκηνές βίας είναι περιορισμένης διάρκειας και τελειώνουν πριν καλά καλά αρχίσουν, η ύπαρξη αίματος είναι ελάχιστη και ουσιαστικά η πρώτη θέση δίνεται στην ψυχολογική κατάσταση την οποία βιώνουν οι κατάδικοι.  Δεν είναι τυχαία τα επαναλαμβανόμενα πλάνα στα οποία τοποθετούνται ξανά και ξανά στην απομόνωση, αφού σκοπό έχουν να εντείνουν την πίεση και την απανθρωποποίηση που υφίστανται λόγω του εγκλεισμού τους.  Χωρίς υπερβολές και τρομακτικής έντασης βία, γινόμαστε μάρτυρες της δύσκολης καθημερινότητας αυτών των ατόμων.  Ποτέ δε ξέρεις αν θα είναι η τελευταία σου μέρα τελικά.  Όπως ακριβώς και σε ένα κανονικό animal factory…

    Η επιλογή των ηθοποιών είναι πολύ καλή.  O Dafoe ξυρισμένος γουλί και με νευρώδες σώμα, υποδύεται ιδανικά τον τύπο που κινεί τα νήματα στην φυλακή και που αποπνέει σεβασμό σε φυλακισμένους, αλλά και φύλακες.  Νομίζω οτι τις περισσότερες φορές το βλέμμα και το αλλόκοτα μεγάλο του στόμα (που αρκείται κυρίως σε δύσκολα ερμηνεύσιμα χαμόγελα) είναι αυτά που κερδίζουν την παράσταση και τον καθιστούν ένα από τα δυνατά χαρτιά της ταινίας.  Στο πλευρό του ο Edward Furlong μετά τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στο σοκαριστικό και αρκούντως αφυπνιστικό “American History X” δυο χρονάκια πριν (1998), εδώ μπαίνει ο ίδιος στην φυλακή και παίρνει μια γεύση από την σκατοκατάσταση που έζησε ο νεοναζί αδελφός του Edward Norton στην ταινία του ’98, μέχρι τη στιγμή που βιάστηκε από παλιόφιλους skinhead.  Ο Furlong έχοντας γίνει γνωστή μούρη και δίνοντας και μια εξίσου πλέον γνωστή και εξαιρετική ερμηνεία στο πλευρό του Norton, εδώ καταφέρνει και πάλι να κρατήσει μια αξιοπρεπή θέση σε μια ταινία που δεν αφήνει κανέναν να κρατήσει τα πρωτεία.  Ομορφούλης και μικροκαμωμένος, αποτελεί το όνειρο κάθε στερημένου ανώμαλου μέσα στη φυλακή και χωρίς την πατρική; φιγούρα του Earl πάνω από το κεφάλι του, μάλλον θα κατέληγε βιασμένος και σφαγμένος σε καμιά γωνιά των ντουζ, από πολύ νωρίς στην ταινία.  Κρατάει μια mutαρισμένη ερμηνεία σε έναν ρόλο που έτσι κι αλλιώς δεν απαιτεί πολλά, αφήνοντας και άλλους να κλέψουν λίγο την παράσταση.  Όπως για παράδειγμα τον Mickey Rourke (Jan the Actress).  Ο Rourke αποτελεί ένα από τα απολαυστικά highlightς της ταινίας στον ρόλο μιας τραβεστί με έντονο μακιγιάζ, δαντελωτά σουτιέν, σκουλαρίκι στον αφαλό και μπράτσα που άμα θέλουν σε αρπάζουν, σε βιάζουν και μετά λες κι ευχαριστώ.  Αν και ο ρόλος του δεν είναι μεγάλος, μένει στο μυαλό σου κυρίως λόγω της σουρεαλιστικής του φύσης και φυσικά του γεγονότος να δεις κάποιον σαν τον Rourke να ερμηνεύει έναν τέτοιο ρόλο.  Εξίσου τρομερή φάτσα ο Danny Trejo (Vito) ο οποίος επίσης αν και δεν έχει μεγάλο ρόλο, παρόλα αυτά η παρουσία του είναι πληθωρική και αισθητή.  Και ο Trejo είχε πρωταγωνιστήσει με τον Buscemi στο “Con Air” (1997) o πρώτος ως βιαστής/δολοφόνος (θυμάστε το tattoo με τα τριαντάφυλλα, ένα για κάθε γυναίκα που είχε βιάσει;) και ο δεύτερος ως παιδεραστής!

    Χαλαρή σκηνοθεσία χωρίς εξάρσεις και υπερβολική ωμότητα, αλλά αντιθέτως με μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση της κατάστασης που βιώνεται εντός των φυλακών.  Ο Buscemi κρατώντας τον ρόλο του δικηγόρου των φυλακών μένει στα ερμηνευτικά μετόπισθεν, και αφήνει τους ‘αλήτες’ να έχουν τον πρώτο λόγο.  Από τις καλύτερες στιγμές της ταινίας, ο Dafoe προς το τέλος της.
    Πολύ καλή και underestimated ταινία.  Όπου την βρείτε αρπάξτε την και καλή προβολή.

    http://www.youtube.com/watch?v=-sv5sJI_dn4&feature=related

    No trivia for this movie
    Ούτε και η τηλεόραση έχει κάτι σήμερα so, dvdaki και σπίτι!  Have fun και τα λέμε πάλι αυριο…

    Cell 211: Η πρώτη μέρα στη δουλειά, είναι πάντα η πιο δύσκολη….

    Youuuhouuuuuu σας!!  Το καθυστέρησα λιγάκι σήμερα, αλλα να με συγχωρείτε είχα πάει για τον καθιερωμένο 4ωρο καφέ και φυσικά δε μπορούσα να φύγω πιο νωρίς!  Βλέπω και νέους αναγνώστες και νέα σχολιάκια και πολυ χαίρομαι, γιατί φαίνεται οτι σας αρέσουν οι ταινιούλες και μαζί με αυτές και το blogaki μου (οξωωωω!!).
    Με την άλλη τρελή που πίναμε coffako οπως τον λεεί, κάτσαμε και σπάγαμε κεφαλάκια για να βρούμε ωραίες ταινιούλες να ανεβάσω.  Βρήκαμε πολλές πολλές και χάρηκα παλι (τι χαρά και αυτή σήμερις!), οπότε πολλά εύσημα παρακαλώ να πάνε και στην φίλτατη yoda για την πολύτιμη βοήθεια!….Παρ΄ολα αυτά να συνεχίσετε να προτιμάτε εμένα..huhu! (καλό θα ήταν κάποιος να με μαζέψει 🙂 ).
    Ώρα να περάσουμε στην αποψινή ταινιούυυλααα.  Η αλήθεια είναι πως εδω και αρκετό καιρό οι ισπανικές ταινίες που βγαίνουν, μου έχουν αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις.  Πως να ξεχάσεις το ‘El Laburinto del Fauno’, ή το ‘ El Orphanato’, ακόμα και το ζομπιακό ‘Rec’ στο οποίο θα αναφερθώ τις επόμενες μέρες;  Έτσι λοιπόν και το ‘Κελί 211’ δε θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.

    Το story είναι έξυπνο και καθηλωτικό.  O Juan, ένας νεαρός φύλακας ο οποίος πρόκειται να εργαστεί σε μια απο τις πιο επικίνδυνες φυλακές, γεμάτη με κάθε λογής ‘καλά παιδιά’, αποφασίζει να την επισκεπτεί μια μέρα νωρίτερα, σε μια προσπάθεια να δείξει ενα πιο υπεύθυνο πρόσωπο στους υψηλά ιστάμενους της φυλακής.  Εκεί ο Juan θα βρεθέι ξαφνικά στη μέση μιας άγριας εξέγερσης των φυλακισμένων, με υποκινητή τον Malamadre, έναν αδίστακτο και άκρως επικίνδυνο χαρακτήρα.  O Juan θα αναγκαστεί να υποδυθεί εναν απο τους φυλακισμένους, σε μια προσπάθεια να μείνει ζωντανός.  Απο εκεί και πέρα τα πράγματα θα πάρουν απίστευτη τροπή, καθώς o Juan δεν απειλείται μόνο απο την έκρυθμη κατάσταση στο εσωτερικό της φυλακής, αλλά και απο την ειδική ομάδα που ετοιμάζει η αστυνομία να στείλει, προκειμένου να δώσει τέλος στην βίαιη εξέγερση.
    Η ταινία είναι γρήγορη.  Πολύ γρήγορη.  Τοσο που όσοι επιλέξετε να την δείτε κάποια στιγμη σίγουρα δε θα βαρεθείτε.  Η ιστορία σε κερδίζει απο την αρχή και σου δημιρουργεί διαφορετικά αισθήματα καθώς εξελίσσεται (θυμό, συμπάθεια, θλίψη και παει λέγοντας…).  Οι ερμηνείες όμως, είναι αυτές που κατά τη γνώμη μου κλέβουν την παράσταση.  Ειδικά αυτός ο Malamadre, απλά δεν υπάρχει!  Είναι τόσο καλός στον ρόλο του, τόσο άμεσος και ‘ωμός’, που αν με έβαζαν μαζί του οχι σε κελί, σε φυλακή ολόκληρη, θα προτιμούσα να εκτήσω την ποινή μου στην απομόνωση!. Καλός είναι και ο Juan (γενικά καλόοος :P), αλλά που σου δημιουργεί τελείως διαφορετική ψυχολογία (αν και δε φτάνει το μεγαλείο(!), του Malamadre).
    Αν ενδιαφέρεστε λοιπον για μια πολυ καλή, γρήγορη περιπέτεια, με εξίσου πολυ καλές ερμηνείες, δεν έχετε παρά να δείτε το Cell 211 και σίγουρα θα αναζητήσετε και άλλες τοσο καλές ταινιούλες!

    Ραντεβού παλι αύριο!  Νυχτούυυυλααα:)