What Ever Happened to Baby Jane?: Twisted sister

Hello again!  Σήμερα το menu έχει και πάλι κάτι από τα παλιά και συγκεκριμένα από το μακρινό, το πολύ μακρινό, 1962.  Το “Whatever Happened to Baby Jane?” (θα το λέμε για το υπόλοιπο της κριτικής WHTBJ για συντομία) είναι μια ιδιάζουσα ταινία η οποία περιλαμβάνει δυο από τις μεγαλύτερες κυρίες του κλασικού Hollywood, όταν αυτό βρισκόταν ακόμα στις δόξες του.  Παρά το γεγονός όμως οτι οι δυο τους αποτέλεσαν εξέχουσες φυσιογνωμίες του old time classic, αμερικανικού κινηματογράφου, σε αυτή τη ταινία του-κόντρα στα κατεστημένα- σκηνοθέτη Robert Aldrich, οι Crawford και Davis προκαλούν και προκαλούνται, καθώς επί της ουσίας αναβιώνουν στην μεγάλη οθόνη το άσβηστο μίσος και την αέναη κόντρα που χαρακτήριζε την μεταξύ τους σχέση, στην off screen ζωή.  Εκτός αυτών, μέχρι και σήμερα πολλοί αναρωτιούνται πως τελικά οι δυο τους αποφάσισαν να συνεργαστούν σε μια ταινία, και οχι μόνο αυτό, αλλά να βγάλουν και ένα τόσο δυνατό, creepy και αντισυμβατικό αποτέλεσμα που σπάει κόκαλα.  Ίσως απλά να άφησαν τη φυσική αντιπάθεια που έτρεφε η μια για την άλλη, να τις καθοδηγήσει.  Ακόμα και έτσι όμως το WHTBJ αποτελεί ένα από τα πιο σοκαριστικά δημιουργήματα της χρυσής ακόμα εποχής του Hollywood, με συγκλονιστικές (και υπέροχα τρομακτική από πλευράς Davis) ερμηνείες, και ένα cult status που την ακολουθεί μέχρι και σήμερα.  Here we go…

Η μικρή Baby Jane Hudson ήταν ένα από τα αναρίθμητα παιδάκια με υποτυπώδες ταλέντο, η οποία χάρη στην αθώα, ξανθιά ομορφιά της, τη μελιστάλαχτη φωνούλα που έλεγε τραγουδάκια αφιερωμένα στον μπαμπάκα, και τις χαριτωμένες χορευτικές της φιγούρες, αποτελούσε για το φιλοθεάμον, λαϊκό κοινό ένα παιδί-θαύμα, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα κακομαθημένο παλιόπαιδο, τα καπρίτσια του οποίου φρόντιζε να ικανοποιεί η οικογένεια διαρκώς, μιας που στη τελική ήταν αυτό που έφερνε και τα λεφτά στο σπίτι.  Από την άλλη πλευρά η καστανομάλλα αδερφή της Blanche έπαιζε μόνη της στο άλλο άκρο.  Ήσυχη, ταπεινή και υπάκουη αποτελούσε πάντα την ήρεμη δύναμη που δε προκαλούσε προβλήματα, αλλά αναγκαζόταν να υπομένει στοϊκά όλα τα καπρίτσια της αγγελικής (και ταυτόχρονα disturbing) ομορφιάς, αδελφής της.
Όταν τα χρόνια πέρασαν, οι γονείς πέθαναν και οι ρόλοι αντιστράφηκαν.  Πάνω στο άνθος της νιότης τους, η Blanche (Joan Crawford), πανέμορφη και εκτυφλωτική, ήταν αυτή που έκανε την μια επιτυχία μετά την άλλη στον αδηφάγο, κατά τα άλλα, χώρο του θεάματος, αφήνοντας την αδελφή της Baby Jane (Bette Davis) να φάει την ταλαντούχα σκόνη της, και να περιοριστεί σε μέτριες ταινίες, χωρίς κανένα ηθοποιϊκό ταλέντο.
Και ενώ τα χρόνια εξακολουθούσαν να περνούν και ο ανταγωνισμός ανάμεσά τους μεγάλωνε, ένα τραγικό ατύχημα θα καθηλώσει για πάντα την Blanche σε μια αναπηρική καρέκλα, καθιστώντας την παράλληλα έρμαιο στα χέρια της ζηλιάρας και μπέκρας πια, αδελφής της.  Οι δυο τους φτάνοντας στην τρίτη ηλικία, θα καταλήξουν να μένουν μαζί σε μια Χολιγουντιανή έπαυλη-φυλακή η οποία παραπαίει (ακριβώς όπως και η Jane).  Εκεί μέσα ένα δράμα παίζεται μέρα με τη μέρα καθώς η εθισμένη στο αλκοόλ Jane αρχίζει σταδιακά να χάνει τον έλεγχο και να ξεσπάει λεκτικά και σωματικά πάνω στην ανάπηρη αδελφή της.  H Blanche μην έχοντας άλλη επιλογή, υπομένει και αυτά τα ‘χτυπήματα’.  Για πόσο όμως;

Ο Αμερικανός Robert Aldrich έχει μείνει στην κινηματογραφική ιστορία ως ένας από τους σκηνοθέτες που δεν τυφλώθηκε ποτέ από τα λαμπερά φώτα του Hollywood, και έμεινε μέχρι και την τελευταία στιγμή πιστός στο προσωπικό του cinema.
Μπαίνοντας αρκετά δυναμικά στον χώρο του κινηματογράφου το 1941 ως βοηθός παραγωγής της εταιρίας RKO, o Aldrich κατάφερε σύντομα να ανελιχθεί και να αποτελέσει ένα από τα πιο περιζήτητα ονόματα, με την ειδικότητα πια, του βοηθού σκηνοθέτη.
Το 1953 πραγματοποιεί το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με τη ταινία “Big Leaguer”, ενώ από τότε μέχρι και το τέλος της ζωή του το 1983, θα σκηνοθετήσει περισσότερες από 30 ταινίες, οι περισσότερες από τις οποίες θα φέρουν πάντα την αισθητική του υπογραφή.
Κινούμενος με μαεστρία ανάμεσα σε διαφορετικά φιλμικά είδη, ο Aldrich εμπλούτισε τη φιλμογραφία του, αλλά και τον ίδιο τον κινηματογράφο με ταινίες οι οποίες έγραψαν ιστορία, για τους δικούς της λόγους η καθεμιά. Το “Kiss Me Deadly” (1955) αποτέλεσε υπόδειγμα noir ταινίας, με σκοτεινούς χαρακτήρες και μοιραία υπόθεση, το “WHTBJ” έγινε από τη πρώτη στιγμή το cult διαμάντι του Hollywood με την camp αισθητική, ενώ το πολεμικό/περιπετειώδες “The Dirty Dozen” (1967) έσπασε ταμεία και έκανε τους φανατικούς υποστηρικτές του έργου του, να υποκληθούν μπροστά στην εντυπωσιακή της σκηνοθεσία.  Παρά το γεγονός όμως οτι ο ίδιος κατάφερε να δημιουργήσει τείνει τρόπο σχολή μέσα από τα έργα του (και κυρίως ένα ρεύμα που χαρακτηρίστηκε ως hagsploitation, και θα το δούμε λίγο παρακάτω), να γίνει περιζήτητος στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο και να αποτελέσει αδιαμφισβήτητο auteur για τα δυο μεγαλύτερα σινεματικά περιοδικά, τα Cahiers du Cinema και Positif, εντούτοις η αναγνώρισή του στη χώρα του ήρθε μάλλον ετεροχρονισμένα και κυρίως μετά τον θάνατό του.  Δε πειράζει όμως, και έτσι εμείς έχουμε την τύχη να παρακολουθούμε μέχρι και σήμερα, μερικές από τις πιο κακόβουλα υστερικές και σχιζοφρενικά ταραγμένες περσόνες του παγκόσμιου κινηματογράφου.  Το “WHTBJ” αποτέλεσε σίγουρα τον ‘κακεντρεχή’ κολοφώνα της καριέρας του.

Στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ υπάρχει ένα εκτενές αφιέρωμα που περιστρέφεται τόσο γύρω από την ταινία καθεαυτή, όσο και γύρω από την αιώνια κόντρα των δυο πρωταγωνιστριών της και με αφορμή αυτό, παραθέτω και εγώ μερικά από τα στοιχεία που βρήκα άκρως ενδιαφέροντα.
Τόσο σε επαγγελματικό επίπεδο, όσο και σε προσωπικό οι δυο πάλαι ποτέ ντίβες της χρυσής εποχής τους Hollywood, θα έφταναν στα άκρα προκειμένου να καταφέρει να επιβληθεί η μια στην άλλη και να κερδίσει μερικούς extra πόντους στο star system της εποχής.
Όσο σαγηνευτική, σεξουαλική και totally…bitch υπήρξε η Crawford (η οποία κέρδισε το μοναδικό Oscar στη καριέρα της για την ταινία “Mildred Pierce” το 1945), άλλο τόσο ταλαντούχα, με πιο αμφιλεγόμενη ομορφιά και totally bitch επίσης, υπήρξε και η Davis η οποία κατάφερε να σκοράρει δυο Oscar (ένα για τη ταινία “Dangerous” το 1935 και ένα για το “Jezebel” τρία χρόνια μετά), κάνοντας την μελαχρινή αντίζηλο να φάει τα λύσσακά της.
Η ζωή τους γεμάτη από χολιγουντιανή γκλαμουριά, ξεκατινιάσματα, αλλά και απαράμιλλο ταλέντο δεν μπορούσε φυσικά να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο, παρόλα αυτά όταν άρχισε να καταφτάνει στην Αμερική το νέο, φρέσκο αίμα τα πράγματα άλλαξαν δραστικά.  Οι δυο μεγάλες κυρίες βρέθηκαν στο περιθώριο, γηραιές και μόνες, και το κοινό φάνηκε αρχικά να μη δίνει τη παραμικρή δεκάρα ακόμα και για μια τόσο απροκάλυπτα αναγκαία επιστροφή, μέσω της κοινής τους συνεργασίας στο “WHTBJ”.
Παρά το γεγονός πως δεν ήθελαν ποτέ να συνεργαστούν (ήταν χαρακτηριστική η απάντηση της Davis σε ερώτηση δημοσιογράφου για το εάν θα συνεργαζόταν ποτέ με την Crawford: “μόνο όταν παγώσει η Κόλαση”), εντούτοις η αφάνεια και η λήθη αποτελούν επικίνδυνα, καριερίστικα σαράκια, και έτσι στην πρόταση του Aldrich για επικείμενη κοινή εμφάνιση, οι δυο τους δεν έφεραν αντίρρηση.  Τι κι αν ο Jack Warner (της Warner Bros) είχε δώσει τη δική του, ‘φιλική’ συμβουλή στον Auldrich: “Δε θα έδινα ούτε μια δεκάρα γι’αυτές τις ξεπλυμένες γριές, σκύλες”.  Τι κι αν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων οι κατά λάθος κλωτσιές της Davis στο κεφάλι της Crawford δημιούργησαν έναν wannabe θρύλο γύρω από τη ταινία;  Όπως ακριβώς δηλαδή και τα βαρίδια που λέγεται οτι έβαλε η Crawford στο παλτό της Davis προκειμένου να την πονέσει η μέση, όταν εκείνη σε μια σκηνή, σέρνει την ανάπηρη αδελφή της;  Όπως και να έχει και οτι κι αν συνέβαινε μεταξύ τους, ένα πράγμα είναι σίγουρο: το “WHTBJ” ήταν, είναι και θα είναι μια βαθιά disturbing ταινία, η οποία βρίσκεται τόσο κοντά στην πραγματική αλήθεια των δυο ηρωίδων της, όσο καμία άλλη.

Ακροβατώντας επικίνδυνα ανάμεσα στο ψυχολογικό θρίλερ και το exploitation ‘εμπόρευμα’ (ο όρος hagslpoitation ήρθε και αγκάλιασε κάθε ταινία η οποία περιελάμβανε ηλικιωμένες, ξεπεσμένες ηρωίδες, οι οποίες ως επί το πλείστον αρέσκονταν να βασανίζουν, συζύγους, κόρες, γιούς, ερωμένες, αδελφές και να βυθίζονται σταδιακά σε μια απολαυστική για εμάς, παράνοια) το “WHTBJ” είναι ένα πανηγύρι γκραν-γκινιόλ αισθητικής, μαύρων, κωμικών στιγμών, έντονου αυτοσαρκασμού (οι σκηνές στις οποίες η Bette Davis επιδεικνύει την αλκοολική της μπάκα, είναι απλά υπέροχες), αναμφίβολα camp διάστασης και εκδικητικής μανίας, το οποίο έχει τόσα πολλά-και ένοχα απολαυστικά-στοιχεία που το παρακολουθείς αποσβολωμένος, δεδομένου της μεγάλης, κλασικής επιτυχίας που είχαν κάποτε οι ηρωίδες του.
Οι προσωποποιημένες έννοιες του καλού και του κακού, ενυπάρχουν μέσα στην ταινία σε ξεκάθαρες ποσότητες.  Η Davis αναλαμβάνει τον ρόλο της κακιασμένης αδελφής, με το υπερβολικό μακιγιάζ και την εξτραβαγκαντ αμφίεση, που παραπέμπουν σε τσατσά ξεπεσμένου μπουρδέλου, και αποτελώντας χαρακτηριστικό δείγμα μιας διαταραγμένης προσωπικότητας η οποία δεν ξεπέρασε ποτέ την επιτυχία που είχε ως παιδί-θαύμα (τότε που τα χαριτωμένα, φρου-φρου φουστανάκια ήταν τουλάχιστον όμορφα και το μακιγιάζ φρέσκο πάνω στα ροδαλά, κοριτσίστικα μαγουλάκια).  Από την άλλη η Crawford αποτελεί την πεμπτουσία της καλοκαρδοσύνης και της μεγαλοψυχίας.  Συνδυάζοντας όλα  τα κλισέ ενός χαρακτήρα πάνω της (καλή κοπέλα, που αγαπάει το τέρας/αδελφή της, ακόμα και αν εκείνη ήταν ο λόγος που έμεινε παράλυτη) βρίσκεται στο άλλο άκρο, με συμπεριφορές μελιστάλακτες, πικρό χαμόγελο και άπειρη κατανόηση για την ‘φτωχή, άρρωστη αδελφή της’.
O Aldrich μεταφέρει ιδανικά στη μεγάλη οθόνη το ομώνυμο διήγημα του Henry Ferrell, ενός συγγραφέα περισσότερο γνωστού για τα grand guignol έργα του, αποδίδοντας την αρρωστημένη ατμόσφαιρα μια εξίσου αρρωστημένης σχέσης εξάρτησης, με τρόπο διακριτικά horror και απόλυτα ζοφερό.  Αν μάλιστα κάποιος κοιτάξει πιο προσεκτικά, ίσως δει και μια προσπάθεια του σκηνοθέτη να χλευάσει τελικά τα δημιουργήματα του λαμπερού κόσμου της δόξας, ο οποίος την μια στιγμή σε έχει Θεό και την άλλη σε πετάει στο καλάθι τον αχρήστων σαν ξεζουμισμένη λεμονόκουπα.  Πόσο τυχαίο μπορεί να είναι το γεγονός, οτι οι δυο πρωταγωνίστριες υποδύονται στη ταινία τους πραγματικούς τους εαυτούς;  Δυο ξεχασμένες δηλαδή ντίβες του παλιού, καλού καιρού;

Η σκηνοθεσία περιορίζεται ως επί το πλείστον στο εσωτερικό της τεράστιας έπαυλης, μέσα στην οποία παίζεται και όλο το δραματικό παιχνίδι.  Η μοναδική φορά που οι δυο αδελφές βγαίνουν έξω μαζί, θα σηματοδοτήσει και την τελική αναμέτρηση/λύτρωση με μια εξαίσια σκηνή στην παραλία.
Με επίκεντρο την επικίνδυνα παραπαίουσα συμπεριφορά της Baby Jane (δικαιολογημένα η Davis ήταν υποψήφια για ένα ακόμη Oscar) και την Crawford να περιορίζεται στον ρόλο του παθητικού δέκτη όλης αυτής της ανυπέρβλητης κακίας (πολύ καλή, αν και φαντάζομαι πως δε την δόθηκε η ευκαιρία να αποδείξει το δικό της υποκριτικό ταλέντο), οι δυο τους δημιουργούν μια εξαίσια, διαβολική χημεία που αποδίδει τα μέγιστα και καθιστά τη ταινία αυτό που είναι: ένα creepy ανοσιούργημα, και ένα σχόλιο πάνω στον σαρκοφαγικό κόσμο του θεάματος.  Αν δε την έχετε δει, δώστε της μια ευκαιρία, με αφορμή και την επανακυκλοφορία της στις 26 Αυγούστου.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι οι αρουραίοι έχουν κι άλλη χρησιμότητα, οτι η δικές μας hagsploitation ταινίες σίγουρα θα περιελάμβαναν την Τασσώ Καββαδία και οτι τραγούδι “Ι’ve written a letter to Daddy” το οποίο τραγουδά η Davis, είναι σίγουρα από τις πιο ενοχλητικές στιγμές της ταινίας.


TRIVIA

  • Η περίεργη, έφηβη που ζει δίπλα από τις αδελφές Hudson, είναι στην πραγματικότητα η κόρη της Bette Davis.
  • Κατά τη διάρκεια της παραγωγής η Davis ζήτησε να τοποθετηθεί στο set ένα μηχάνημα της Coca-Cola προκειμένου να τσατίσει την Crawford η οποία ήταν η χήρα του Προέδρου της Pepsi.
  • Στο βιβλίο της “This N’ That” η Davis αναφέρει οτι αρχική σκέψη ήταν να γυριστεί η ταινία έγχρωμη.  Τελικά επειδή η ίδια αρνήθηκε δεν έγινε.  Σύμφωνα με την ίδια το χρώμα θα έκανε απλά μια θλιβερή ιστορία, να φαντάζει όμορφη.
(ΠΗΓΗ IMDB)

Dead Ringers: Separation can by a terrifying thing…

Καλημέρες καλημέρες!  Παρασκευή σήμερα και πως έγινε πάλι και πέρασε έτσι ένας μήνας χωρίς να το καταλάβω, δε ξέρω.  Πρωτομηνιά την Κυριακή, τελικός του Euro τη Κυριακή, έχασε και η Γερμανία χθες και πολύ το ευχαριστήθηκα, αλλά είδα και μια ταινία μετά τον αγώνα, την οποία τη λες και σάπια (χωρίς να είναι και πάρα πολύ).  Όταν βέβαια τσεκάρεις και δεις οτι σκηνοθέτης είναι ο Cronenberg, όλα γίνονται πιο ξεκάθαρα.  Η αλήθεια είναι πως το “Dead Ringers” είναι μια ταινία για τους fan και μόνο, καθώς νομίζω πως όσοι υπόλοιποι αποφασίσετε να τη δείτε θα τη βρείτε 1) άρρωστη και 2) μάλλον κακοπαιγμένη (ενώ στην ουσία συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο).  Ξεκινάμε λοιπόν με “Dead Ringers”…

Τα αδέλφια Mantle (ο Bev(erly) και ο Elly(Elliot), τα οποία παίζονται εξίσου από τον Jeremy Irons) είναι δυο δίδυμοι και πολύ επιτυχημένοι γυναικολόγοι, οι οποίοι από πολύ μικρή ηλικία είχαν δείξει μια ιδιαίτερη κλίση στο να…ανοίγουν ανθρώπους (πλαστικά, ιατρικά ανθρωπάκια στην αρχή και αργότερα κανονικά πτώματα στη Σχολή τους) και να εξετεάζουν με μεγάλη προσοχή των εσωτερικό τους κόσμο, τον οποίο τόσο πολύ αγαπούσαν.  Βέβαια επειδή αγαπούσαν πολύ και τις γυναίκες, αποφάσισαν να ακολουθήσουν το δρόμο της γυναικολογικής καριέρας.  Πέρα όμως από την επιτυχία τους σε αυτόν τον τομέα, τα αδέλφια Mantle έχουν μεγάλη πέραση και στο ασθενές φύλλο, μιας που και η δουλειά τους ενδείκνυεται για γνωριμίες με αιθέριες υπάρξεις.  Αν και ο Bev, ο πιο συνεσταλμένος και μαζεμένος από τους δυο, δε το βρίσκει αυτό απόλυτα ηθικό, εντούτοις δε λέει οχι σε κάποια γυναίκα που φροντίζει να του πασάρει ο πιο πρωχωρημένος και ξεπεταγμένος Elly, αφού φυσικά την έχει και ο ίδιος ‘δοκιμάσει’.  Όταν μια μέρα καταφτάσει στο ιατρείο τους μια διάσημη σταρ του κινηματογράφου, η Claire (Genevieve Bujold), τότε τα δυο αδέλφια θα βρουν και πάλι την ευκαιρία να…περάσουν καλά μαζί της.  Και ενώ ο Elly εξακολουθεί να αποτελεί τον Κύριο ‘ψεκάστε-σκουπίστε-τελειώσατε’, ο Bev φαίνεται να την ερωτεύεται σιγά σιγά, γεγονός που μόνο προβλήματα μπορεί να φέρει στη σχέση με τον αδελφό του.  Σύντομα και οι δυο θα καταλάβουν οτι ο ‘αποχωρισμός, μπορεί όντως να αποτελέσει ένα τρομακτικό πράγμα’…

Εντάξει ο Cronenberg δε χρειάζεται συστάσεις, μιας που όλοι γνωρίζουμε περί της περίεργης, αλλά τόσο δημιουργικής προσωπικότητάς του και επίσης έχουμε ξαναδεί δουλεία του μέσα από το blog.  Παρόλα αυτά αξίζει να σημειώσουμε και πάλι, κανα δυο πραγματάκια αναφορικά με τις θεματικές των ταινιών του τις οποίες συναντούμε και στο “Dead Ringers”.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά trademarks στις ταινίες του είναι ο φόβος (ή καλύτερα ο τρόμος και σε συγκεκριμένες καταστάσεις ακόμα και η σεξουαλική διέγερση) που μπορεί να προκληθεί σε ένα άτομο εξαιτίας κάποιας σοβαρής και ιδιαίτερης ιατρικής κατάστασης (“Crash”), μιας μετάλλαξης (“The Fly”) ή ενός παράσιτου (“Shivers”).  Ο Cronenberg φροντίζει να θέτει πάντα παρόντα στις ταινίες του θέματα που χρείζουν εύκολα περαιτέρω ερμηνείας, και περιλαμβάνουν φροϋδικές αναλύσεις, ομοφυλοφιλικούς φόβους των ηρώων (όπως γίνεται ξεκάθαρα και εδώ), σεξουαλικές διαστροφές, καταπιεσμένα πάθη, βία, gore αισθητική και εν τέλει έναν ύμνο πάνω τον καμβά που ακούει στο όνομα, ανθρώπινο σώμα.
Ο Cronenberg ήταν πάντα από τους σκηνοθέτες που τολμούσε να ωθήσει τα προσωπικά του όρια (αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις και αυτά των θεατών του) ακόμα παραπέρα, καθιστώντας δυσδιάκριτο ένα εν δυνάμει τέλος στις αισθητικά προκλητικές και twisted ιστορίες του.  Εξάλλου εκ των πραγμάτων, η ενασχόλησή του με τις δυνατότητες του ανθρώπινου σώματος και όλων των πιθανών βασανιστηρίων που μπορεί να υποστεί αυτό (ακόμα και η φυσική διαδικασία της γέννας, παίρνει στο “The Brood” τη μορφή μιας φριχτής, αλλά και μεταφορικής ‘πραγματικότητας’) τον αναγκάζει να αναζητήσει τις εικόνες του σε μια εναλλακτική  καθημερινότητα στην οποία το φυσιολογικό και το περίεργο, βρίσκουν ένα κοινό πάτημα.  Το “Dead Ringers” δε θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.

Όπως ακριβώς και οι Ασιάτες δημιουργοί οι οποίοι έχουν τη δική τους παράδοση απέναντι σε ταινιακές παραδοξότητες και θέματα που οδηγούν στα άκρα, έτσι ακριβώς και ο Cronenberg δε μασάει τα λόγια του, δημιουργώντας απόκοσμους-κόσμους μέσα στα πλαίσια μιας κατά τα άλλα φυσιολογικότητας, και εντείνονοντας το ενδιαφέρον, όσων αρέσκονται στις ταινίες του (κακά τα ψέματα τον Cronenberg είτε τον αγαπάς, είτε τον σιχαίνεσαι), περί κάποιου διδακτισμού ή και κοινωνικού σχολιασμού σχετικά με τον σύγχρονο τρόπο ζωής και τον ίδιο τον άνθρωπο.
Για παράδειγμα το “Tetsuo” του Ιάπωνα Shin’ya Tsukamoto, είναι ένας cyberpunk, αστικός μύθος σχετικά με την επίδραση της τεχνολογίας πάνω στο άτομο και τα τραγικά και πεσιμιστικά για τον σκηνοθέτη, αποτελέσματά της, τα οποία καταλήγουν να ‘καταπιούν’ κυριολεκτικά την ανθρώπινη προσωπικότητα.
Στο “Dead Ringers” o Cronenberg χρησιμοποιεί με ευφυέστατο τρόπο την ιδιαίτερη σχέση που λέγεται πως υπάρχει ανάμεσα σε δίδυμα αδέλφια, προκειμένου να εξυμνήσει με τη σειρά του μια σειρά από διαφορετικές συνιστώσες οι οποίες έχουν να κάνουν με την εμμονή, το θηλυκό στοιχείο, την εξάρτηση, τη σεξουαλικότητα, τη δισυπόστατη φύση του ατόμου και τον θάνατο, φροντίζοντας να εμπλέξει στο παιχνίδι του και αυτός το θέμα της-ιατρικής εδώ-τεχνολογίας.
Η ιστορία των δίδυμων γυναικολόγων, αποτελεί και πραγματική ιστορία, από την οποία και επηρεάστηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό ο σκηνοθέτης.  Πιο συγκεκριμένα η τύχη των πραγματικών Stewart και Cyril Markus, ξεδιπλώνεται και στο βιβλίο του συγγραφέα Bari Wood, με τίτλο “Twins” το οποίο προσμετράται στα σεναριακά credits του Dead Ringers.
Η αλήθεια πάντως είναι πως και σε αυτή τη περίπτωση ο Cronenberg επιλέγει μια καθαρά ρεαλιστική ιστορία ως βάση της υπόθεσής του, δίνοντάς της όμως τελικά το δικό του, προσωπικό ύφος και καθιστώντας την μια ακόμη ιδιοφυή και φρικαλέα μεταφορά πάνω στον αθρώπινο ψυχισμό.

Τα δυο αδέλφια Bev και Elly (συγκρατείστε τα ονόματά τους, Beverly και Elly τα οποία παραπέμπουν ξεκάθαρα σε γυναικεία) αποτελούν ένα και το αυτό.  Είναι δυο διαφορετικά σώματα με δυο διαφορετικά μυαλά, που όμως απαρτίζουν στην ουσία την ίδια ολότητα.
Το γεγονός οτι ο ένας είναι πιο ήπιων τόνων, άτολμος με τις γυναίκες και το ‘μυαλό’ της ιατρικής τους καριέρας, ενώ ο άλλος αποτελεί το γοητευτικό παρουσιαστικό της κοινής τους δουλειάς και τον ξύπνιο, θρασύ χαρακτήρα ο οποίος κερδίζει τη μια γυναίκα μετά την άλλη, δεν είναι τυχαίο, καθώς ο Cronenberg πρέπει να μας δείξει αυτές τις δυο διαφορετικές προσωπικότητες, σαν δυο μισά που δε θα μπορέσουν ποτέ να αποτελέσουν μεμονώμένους, ολοκληρωμένους ανθρώπους, επειδή ακριβώς η μοίρα (και η μήτρα) τους θέλει μαζί.
Πέρα από το γεγονός οτι είναι ολόιδιοι (και ο τίτλος της ταινίας σημαίνει ακριβώς αυτό), αφήνεται να εννοηθεί οτι οι δυο τους θα μπορούσαν να είναι κατά κάποιον τρόπο σιαμαίοι, μιας που από μικροί δε φαίνεται να έχει ‘ξεκολλήσει’ ο ένας από τον άλλο.  Οι εφιάλτες του Bev οτι είναι ενωμένος με τον αδελφό του και η Claire επιχειρεί να τους χωρίσει (μια φροϋδική εξήγηση θα μπορούσε να μιλάει για ένα οιδιπόδειο ανάμεσα στα δυο αδέλφια), εντείνουν ακόμα περισσότερο την πεποίθηση οτι οι δυο τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι μεταξύ τους και οτι ίσως η τόσο έντονη παρουσία μιας γυναίκας στη ζωή τους, μπορεί να αποτελέσει την καταστροφή τους (πλήρης απογαλακτισμός του ενός από τον άλλο).  Η αίσθηση οτι ο Bev και ο Elly αποτελούν τελικά δυο μισά τα οποία μπορούν να υπάρχουν μόνο όταν βρίσκονται μαζί (αυτός είναι και ο λόγος που ζουν στο ίδιο διαμέρισμα) έχει ενισχυθεί στο φουλ από τον Cronenberg, οχι μόνο εξαιτίας του ιδιαίτερου δεσίματός τους ως δίδυμοι, οχι μόνο από τη μεταφορική τους ένωση ως σιαμαίοι, αλλά και από το γεγονός οτι ο σκηνοθέτης αφήνει να εννοηθεί οτι τελικά οι δυο τους ίσως βρίσκονται και σε μια κατάσταση καταπιεσμένης, ομοφυλοφιλικής ανάγκης (εδώ κολλάει και η θηλυπρέπεια των ονομάτων τους) η οποία πνίγεται αφενός από την πραγματικότητά τους ως αδέλφια, και αφετέρου από την σίγουρη καταστροφή του επτιχυμένου, εργασικού τους status quo.  Ο Bev και ο Elly αποτελούν μια αναγκαστικά διασπασμένη, αλλά επί της ουσίας αδιάσπαστη οντότητα, βαθιά προβληματική η οποία τελικά μοιάζει να χρησιμοποιεί τη Γυναίκα ως αποδιοπομπαίο τράγο προκειμένου να μεταβιβάσει πάνω της μια σεξουαλικότητα πνιγηρή και κεκαλημένη.  Αλλά και τόσο ποθητή.

Εν προκειμένου η Γυναίκα αναλαμβάνει εδώ τον ρόλο του βδελύγματος, του μεταλλαγμένου καρπού τον οποίο αρέσκονται να απολαμβάνουν τα αδέλφια, αλλά που στην ουσία δεν είναι αυτό που πραγματικά έχουν ανάγκη.  Έτσι λοιπόν ακόμα και το sex παραπέμπει στην μεταξύ τους, ιατρική διάσταση (βλ. πρώτη και τρίτη φωτό, οι οποίες παρουσιάζουν έντονη ομοιότητα), αλλά και στο υποβόσκον ενδιαφέρον του ενός για τον άλλον (σε μια σκηνή ο Elly καλεί δυο δίδυμες πόρνες για σεξ, βάζοντας την μια να τον λέει Elly και την αλλη Bev, σε μια διεστραμένη προσπάθεια, κατά την οποία ο Elly φαντάζεται να κάνει σεξ με το άλλο του μισό, τον δίδυμό του Bev.  Ή επίσης και με τον εαυτό του).
Για τον λόγο αυτό θα πόνταρα στο γεγονός οτι η Claire παίζει απλά έναν διεκπεραιωτικό ρόλο, πυροδοτώντας δυο κατά πολύ ετεροχρονισμένες αντιδράσεις που κάποια στιγμή θα συνέβαιναν.  Είτε ως δίδυμοι, είτε ως ‘σιαμαίοι’, είτε ως ομοφυλόφιλοι, είτε και ως όλα αυτά μαζί, τα αδέλφια Mantle μπορεί να θέλουν, αλλά δε μπορούν να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή.  Για αυτούς πάντα οι γυναίκες θα αποτελούν έναν απολαυστικό υποδοχέα οχι όμως για πολύ, γιατί στην τελική δε παύουν να έχουν έναν ‘mutant vagina’ (ή για εμάς τους πιο σώφρονες, έναν απλό γυναικείο κόλπο).
Η σκηνοθεσία του Cronenberg όπως πάντα αποπνέει σήψη και αρρώστια, αλλά αποτελεί μέρος ενός καθαρά προσωπικού στύλ, οπότε δεν μπορείς και να θες να του προσάψεις κάτι.  Σκοτεινιά και ψυχαναγκασμός στο έπακρο, συνθέτουν έναν εφιαλτικό κόσμο των οποίο οι ίδιοι οι ήρωες δημιούργησαν άθελά τους.
Στον διπλό, πρωταγωνιστικό ρόλο ο Jeremy Irons είναι εξαίσιος, αφού πιάνει το νόημα και των δυο χαρακτήρων, τους αποδομεί ιδανικά καο οδηγείται στην πλήρη διάσπαση μέχρι το τέλος της ταινίας.  Στιβαρή και απαιτητική η ερμηνεία του, που όμως με ευκολία καταφέρνει και τα βγάζει πέρα, γεμίζοντας την οθόνη και κανόντάς σε να μη μπορείς να ξεκολλήσεις τα μάτια σου από πάνω του.
Το “Dead Ringers” είναι μια ταινία που ανήκει στην κλασική Cronenberg-ίστικη θεματολογία και είναι τόσο προκλητική και twisted, όσο και η πιο πάνω σκηνή του σεξ.  Δείτε την σίγουρα.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το καλύτερο χρώμα ιατρικής ρόμπας είναι το εκτυφλωτικό κόκκινο, οτι η Genevieve Bujold ήταν τόσο καλή, ώστε μου θύμισε έντονα τον χαρκατήρα της Elena Bonham Carter στο “Fight Club” ως Marla Singer (ίδια ράθυμη ομιλία και τολμηρό βλέμμα) και οτι το “American Psycho” θα μπορούσε να έχει επιρεαστεί στυλιστικά και ως προς το μαύρο χιούμορ του από αυτή τη ταινία.

TRIVIA

  • Η Margot Kidder ήταν η δεύτερη επιλογή του Cronenberg για τον ρόλο της Claire.  Τυχαία μάλιστα η Kidder είχε παίξει και στη ταινία “Twins”, του Brian de Palma (πολύ καλή).
  • O Robert de Niro δέχθηκε πρόταση για τον πρωταγωνιστικό ρόλο/-ους, αλλά δε δέχθηκε επειδή όπως υποστήριξε θα ένοιωθε άβολα να υποδύεται τον γυναικολόγο.
(ΠΗΓΗ IMDB)

Repulsion: …is ‘eating’ her day by day

Hello again!  Μμμ σήμερα θα έχουμε και πάλι μια μικρή επιστροφή στα πιο κλασικά, καθώς για καινούρια ταινιάκια θα μιλήσουμε από τη Παρασκευή, μιας και όπως όλα δείχνουν θα καταφέρω τη Πέμπτη να δω το τόοοοσο cute “Moonrise Kingdom” του Wes Anderson.  Συνεπώς ολίγον από Polanski σήμερα δε βλάπτει και για τον λόγο αυτό θα ξεκοκαλίσουμε μια ταινία που φτάνει στα όρια του ψυχολογικού θρίλερ και μάλλον τα ξεπερνάει κιόλας.  “Repulsion” λοιπόν και ξεκινάμε…

H Carol (Catherine Deneuve) είναι μια όμορφη, νεαρή γυναίκα η οποία εργάζεται σε ένα σαλόνι ομορφιάς, βγάζοντας το χαρτζιλίκι της και ζώντας μαζί με την μεγαλύτερη αδελφή της Helen (Yvonne Furneaux) σε ένα μικρό διαμέρισμα του Λονδίνου.  Παρά το γεγονός πως η Carol αποτελεί μαγνήτη έλξης για όλα τα αρσενικά, χάρη στα ξανθά της μαλλιά και την αθώα της παρουσία, εντούτοις η ίδια φαίνεται πως δεν έχει καταφέρει να συνάψει σχέση με κανέναν μέχρι τώρα, εντείνοντας ακόμη περισσότερο την ιδέα (κατά τη διάρκεια του film) οτι δεν έχει κάνει και ποτέ της σεξ.  Και ενώ η αδελφή της σπιτώνει που και που τον παντρεμένο της εραστή Michael (Ian Hendry), η Carol αρχίζει να νοιώθει ολοένα και περισσότερη απέχθεια απέναντί του, ιδιαίτερα τις βασανιστικές νύχτες κατά τις οποίες ακούει τις βαριές ανάσες της αδελφής της, να έρχονται από το διπλανό δωμάτιο.  Όταν η Helen και ο Michael φύγουν για ταξιδάκι αναψυχής, η Carol θα μείνει μόνη και φοβισμένη μέσα σε ένα διαμέρισμα το οποίο μέρα με τη μέρα θα αρχίσει να την πνίγει.  Οι φαντασιώσεις και οι ψευδαισθήσεις της, θα μπλεχτούν τραγικά με την πραγματικότητα, και η Carol θα βρεθεί παγιδευμένη σε έναν κόσμο ο οποίος υποκινείται από τις καταπιεσμένες, σεξουαλικές της ορμές, την ταυτόχρονη αποστροφή της, απέναντι σε κάθε τι αρσενικό, και ενδεχομένως ακόμα και τα ψήγματα του παρελθόντος τα οποία την έφεραν στην τωρινή της, σταδιακά σχιζοφρενική κατάσταση. Τώρα πια και μια ακόμη Carol ελλοχεύει πίσω από την γοητευτική νέα.  Μια φοβισμένη και άκρως επικίνδυνη ύπαρξη που απειλεί και απειλείται…

Το “Repulsion” αποτελεί τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του ψυχ-αναλυτικού σκηνοθέτη Roman Polanski, έπειτα από το “Knife in the Water” (1962) η οποία αποτέλεσε την πρώτη του, και προσωπικά δε με ενθουσίασε και τόσο.
Ο Polanski αποτελούσε από πάντα έναν σκηνοθέτη ο οποίος φρόντιζε να στήνει την ιστορία του, όσο το δυνατόν καλύτερα μπορούσε, βασιζόμενος σε πρώτη φάση στο περιβάλλον (είτε αυτό ερμηνεύεται γενικά ως αστικό, είτε πιο ειδικά ως κάποιο διαμέρισμα) και έπειτα στις συνέπειες που έχει το περιβάλλον αυτό, πάνω στους ήρωές του.  Δεν είναι τυχαίο μάλιστα το γεγονός πως και ο ίδιος έχει δημιουργήσει μια άτυπη, κινηματογραφική τριλογία που βασίζεται στον τρόμο και την παράνοια την οποία μπορεί να προκαλέσει (ή μάλλον να εντείνει), ένα κλειστοφοβικό διαμέρισμα ή κατοικία.  Το “Repulsion” αποτέλεσε την πρώτη ταινία του που βασιζόταν σε αυτό το μοτίβο, με το “Rosemary’s Baby” (1968) και “The Tenant” (1976) να ακολουθούν αργότερα.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ταινία του μοιάζει να είναι επηρεασμένη εικαστικά και σκηνοθετικά από ακόμα παλαιότερα αριστουργήματα, όπως για παράδειγμα από την εντυπωσιακή αναπαράσταση του παραμυθιού ‘The Beauty and the Beast’ από τον Jean Cocteau, στο εξαίσιο, σουρεαλιστικό του δημιούργημα “La Belle et le Bete” (1946).  Βεβαίως από τη ταινία του δε λείπουν και οι απαραίτητες, χιτσκοκικές πινελιές τρέλας, αγωνίας και έκπληξης.  Χωρίς να ενστερνίζεται κατά τρόπο απόλυτο τις ιδέες και την αισθητική άλλων ταινιών και σκηνοθετών, ο Polanski καταφέρνει να δημιουργήσει ένα εντελώς δικό του ψυχολογικό είδος ταινίας, στο οποίο μπορεί κανείς να συναντήσει τις έμμεσες (ή και ξεκάθαρες) φροϋδικές αναφορές περί της σεξουαλικότητας, τις οποίες απολάμβανε να χρησιμοποιεί και ο ίδιος ο Hitchcock.

Η αλήθεια είναι πως διάβασα αρκετές απόψεις σχετικά με το τι στο καλό τρέχει τέλος πάντων με την νεαρή πρωταγωνίστρια και για ποιον ακριβώς λόγο αισθάνεται αυτή την απέχθεια απέναντι στους άντρες.  Οι περισσότεροι έμοιαζαν να συμφωνούν πως η Carol κουβαλούσε κάποια βαθιά, παιδικά τραύματα από μια ενδεχόμενη σεξουαλική κακοποίηση, την οποία είχε υποστεί από τον πατέρα της, και συνεπώς μεγαλώνοντας, η αηδία της αυτή απέναντι στο ‘αρσενικό-πατέρα’ προσωοποποιούνταν σε κάθε άντρα ο οποίος προσπαθούσε να τη πλησιάσει.  Τώρα θα μου πείτε και εσείς, βέβαια, πως κάτι τέτοιο είναι πολύ πιθανό να συμβεί και εγώ θα σας πω οτι είναι.  Με τι μόνη διαφορά οτι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο στη ταινία που να υποδηλώνει ξεκάθαρα πως κάτι τέτοιο έχει όντως συμβεί.  Πολλοί ορμώμενοι από μια οικογενειακή φωτογραφία που βρίσκεται στο σπίτι και δείχνει την μικρούλα τότε Carol να κοιτάζει προς τη μεριά του πατέρα της, με τρόπο ελαφρώς οργισμένο, υπέθεσαν οτι αποτέλεσε στοιχείο ξεκάθαρο για τα βασανισμένα, παιδικά χρόνια της ηρωίδας.  Απ’οτι φαίνεται όμως, ίσως και να μην έχουν δίκαιο…
Πέρα από το γεγονός οτι στη φωτογραφία η ματιά της Carol φαίνεται να πλανάται πολύ πιο πίσω από τη φιγούρα του πατέρα της, το κοντινό του Polanski σε αυτή (κάπου στη μέση της ταινίας, αλλά και στο τέλος) μάλλον υποδεικνύει ξεκάθαρα το γεγονός οτι η ξανθομαλλούσα πιτσιρίκα, ήταν από μικρή μια προσωπικότητα, πολύ διαφορετική από τις άλλες.  Το βλέμμα της μόνο αόριστο μπορεί να χαρακτηριστεί, αφού μοιάζει να κοιτάζει στο κενό, και συνεπώς αυτό θα αποτελούσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία αν θέλαμε να αποδώσουμε την χτιζόμενη τρέλα της σύγχρονης Carol, σε μια εν δυνάμει, σχιζοφρένεια η οποία την ακολουθούσε από παιδί.
Η αλήθεια είναι πως και ίδιος ο Polanski δε φαίνεται να έχει πάρει θέση σχετικά με τον λόγο για τον οποίο η απέχθεια της πρωταγωνίστριας απέναντι στους άντρες είναι τόσο έντονη, αφήνοντας ανοιχτά πολλά ενδεχόμενα.  Ίσως και να είχε βιαστεί από τον πατέρα, ίσως και οχι.  Εξάλλου όπως έχει παραδεχθεί και ο ίδιος, η ταινία του αυτή ήταν περισσότερο μια προσπάθεια, προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα για την αμέσως επόμενη, πιο προσωπική του δουλειά, το “Cul-de-sac” (1966).  Προσωπική μου άποψη είναι πως η αιτία πρέπει να αναζητηθεί κάπου στη μέση…

Η Carol όπως την υποδύεται με τρόπο εξαιρετικό η πανέμορφη Deneuve, είναι μια γυναίκα η οποία κουβαλάει πάνω της πολλές ανησυχίες και ψυχώσεις, σαν μια σύγχρονη ηρωίδα του Antonioni, με τη μόνη διαφορά πως η σεξουαλικότητα είναι αυτή που φαίνεται να την συνταράσσει ολόκληρη, απωθώντας και έλκοντάς την, την ίδια στιγμή.  Μπορούμε να δεχθούμε οτι έχει υποστεί κάποια κακοποίηση, αλλά αυτό δεν αποτελεί γνώμονα για την διαταραγμένη προσωπικότητά της, καθώς δεν έχουν όλοι οι σχιζοφρενείς, δυσμενές background, και ούτε όλα τα κακοποιημένα παιδιά, γίνονται παρανοϊκοί ενήλικες.  Συνεπώς κάτι που νομίζω πως διαφαίνεται κατά τρόπο περισσότερο ξεκάθαρο είναι το γεγονός πως στην ουσία το “Repulsion” είναι μια καθαρά…φεμινιστική ταινία!
Οι άνδρες παρουσιάζονται εδώ ως λιγότερο ή περισσότερο απειλητικά, σεξουαλικά αρπακτικά τα οποία θέλουν να οδηγηθούν στην ολοκληρωτική, σεξουαλική επαφή τόσο με την Carol, όσο και με την αδελφή της (ο Michael κάνει διαρκώς σεξ με την Helen μέσα στο σπίτι, αφενός αναγκάζοντας την Carol να υπομένει τα αγκομαχητά τους, και αφετέρου δίνοντας την εντύπωση του αρχέγονου αρσενικού που έρχεται για την πράξη και μετά, απλά αποχωρεί).  Από τον νεαρό Colin ο οποίος κορτάρει ευγενώς την Carol (αλλά κάποια στιγμή μπουκάρει στο σπίτι με τη βία, ανήσυχος από την εξαφάνισή της), μέχρι και τον ενοικιαστή του διαμερίσματος, ο οποίος ζητά το ενοίκιο μανιωδώς, αλλά στη θέα της καλλονής νοικάρισσας, ‘μαλακώνει’, τα πάντα φαίνεται να παραπέμπουν σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, μέσα στον οποίο η θέση της γυναίκας είναι μονάχα αυτή του σεξουαλικού αντικειμένου και τίποτε άλλο.  Ακόμα και η δουλειά της Carol, σχετίζεται άμεσα με την εικόνα που πρέπει να έχουν οι γυναίκες, σύμφωνα με τους άντρες, προκειμένου να είναι όμορφες και θελκτικές για εκείνους.
Η Carol συνεπώς θέλει από τη μια πλευρά να ενδώσει σε αυτή τη σεξουαλική ορμή η οποία την κατακλύζει υπό τη μορφή φαντασιώσεων, αλλά από την άλλη πλευρά προσπαθεί να κρατήσει και σθεναρή αντίσταση απέναντι σε όσους επιδιώκουν να την κάνουν μια ακόμη γυναίκα για κρεβάτι.  Εν μέσω λοιπόν δυο εντελώς αντικρουόμενων φύσεων οι οποίες παλεύουν για το πια θα επικρατήσει (σε μια σκηνή η Carol μυρίζει το φανελάκι που έχει ξεχάσει εκεί ο Michael, οδηγούμενη προφανώς από το μυστήριο του σεξ, μόνο για να ξεράσει λίγο μετά στη λεκάνη, υποκινούμενη τώρα από τη βαθιά της απέχθεια), η προσωπικότητα της Carol διαλύεται…

Η σκηνοθεσία του Polanski είναι μεθοδική και προχωράει αργά αργά προκειμένου να δώσει χρόνο στην πρωταγωνίστριά του να μας παρουσιάσει το πορτραίτο μιας διαταραγμένης φύσεως, που βρίσκεται στα πρόθυρα της σχιζοφρένειας.  Και ίσως και να τα ξεπερνά.
Ο εξωτερικός κόσμος έρχεται σε αντίθεση με το κλειστοφοβικό του διαμερίσματος, το οποίο γίνεται ο καθημερινός εφιάλτης της Carol.  Φαντασιακές ρωγμές εμφανίζονται στους τοίχους, μυστήριες σκιές μέσα στη νύχτα, χέρια που βγαίνουν μέσα από τους τοίχους και απειλούν να την αρπάξουν και μια αίσθηση αδιόρατου κινδύνου, συνθέτουν έναν απόλυτα εγκλωβιστικό σύμπαν από το οποίο η Carol δε φαίνεται να έχει διέξοδο.
Ο Polanski καταφέρνει και μας πασάρει ένα εξαιρετικό, ψυχολογικό θρίλερ, στα χνάρια του οποίου αναμφίβολα έχουν πατήσει πιο σύγχρονοι σκηνοθέτες, όπως για παράδειγμα ο Darren Aronofsky για τον Μαύρο Κύκνο του, ο οποίος πραγματεύεται μια εξίσου split personality, αλλά με περισσότερο οπτικοποιημένη διαφοροποίηση της ηρωίδας, από τον ‘άλλο’ της εαυτό.
Η Deneuve δίνει μια ερμηνεία τρομακτικής δυναμικής, αφού με όπλο της το τρομαγμένο (αλλά και λάγνο) βλέμμα της, τα λέει όλα.  Η στάση του σώματός της είναι σκληρή και το παίξιμό της μηχανικό, προσδίδοντας στον χαρακτήρα της ακόμα περισσότερα στοιχεία μιας εν δυνάμει σχιζοφρενούς προσωπικότητας.
Το “Repulsion” είναι ένα άρτιο δείγμα κινηματογραφικής τέχνης, το οποίο έχει να σου πει πολλά, τόσο από πλευράς μαεστρικής σκηνοθεσίας και τεχνικής γνώσης (τα κοντινά πλάνα και το παιχνίδι με το πεδίο βάθους, είναι top notch), όσο και από πλευράς ερμηνειών, αισθητικής, και σεναρίου.  Μια ταινία για τους σινεφίλ, αλλά και όσους αγαπούν τα ψυχολογικά θρίλερ.  Δείτε την.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι τα φαινόμενα απατούν, οτι το έρμο το κουνέλι καλύτερα να κατέληγε στα σκουπίδια από την αρχή και οτι οι σκηνές ‘βιασμού’ έχουν μια bunuel-ική αισθητική.

*Traileraki δε βάζω, είναι τίγκα στα spoilers!

No trivia

A l’interieur (a.k.a Inside): A disturbingly gory piece of movie

Χαιρετώ για ακόμη μια φορά και επί τη ευκαιρία, να πω και ένα welcome στα καινούρια μέλη του blog.  Γεια σας λοιπόν : ).  Λοιπόν σήμερα και εν αναμονή του “Prometheus” για το οποίο τρέφω ακόμα κάποιες ελπίδες οτι μπορεί και να φτάσει τις προσδοκίες μου, θα μιλήσουμε για ένα low budget ταινιάκι, γαλλικής παραγωγής για το οποίο πρέπει να προειδοποιήσω από τώρα. Όσοι δεν αρέσκεστε στα μακάβρια horror films, τις έντονα slash στιγμές και το αίμα που ρέει άφθονο, δεν έχετε κανέναν απολύτως λόγο να συνεχίσετε να διαβάζετε την κριτική.  Οχι τίποτα άλλο, αλλά μπορεί μετά να μπείτε στον πειρασμό, να την δείτε και μετά να με κατηγορείτε που δε θα μπορείτε να κλείσετε μάτι το βράδυ : P.  Για να εξηγούμαστε λοιπόν, το “Inside” δεν είναι μια ταινία για ευαίσθητα στομάχια και καρδιές, so όσοι δεν αντέχετε, stay away!



H Sarah (Alysson Paradis) είναι μια νεαρή γυναίκα που εμπλέκεται σε ένα τραγικό, αυτοκινητιστικό δυστύχημα, το οποίο κοστίζει την ζωή του συζύγου της.  Η ίδια όντας έγκυος, τραυματίζεται σοβαρά, αλλά όπως όλα δείχνουν λίγο αργότερα, τόσο η δική της κατάσταση, όσο και αυτή του μωρού της, βαίνουν καλώς.  Όταν τελικά η Sarah φύγει από το νοσοκομείο, έπειτα και από τις τελευταίες εξετάσεις σχετικά με την εγκυμοσύνη της, θα επιστρέψει στο σπίτι, οπού θα αναγκαστεί να υπομείνει στωικά την μοναξιά της, μέχρι και την επόμενη μέρα δηλαδή, η οποία είναι και η καταληκτική ημερομηνία γεννήσεως του μωρού.
Η ηρωίδα εγκλωβισμένη ανάμεσα στο παρελθόν και τις φωτογραφικές της αναμνήσεις, θα αποφασίσει να περάσει μόνη την παραμονή των Χριστουγέννων, μη γνωρίζοντα για το κακό που καραδοκεί, υπό τη μορφή μιας μυστηριώδους, μαυροντυμένης γυναίκας (Beatrice Dalle).  Αυτή η άγνωστη γυναίκα θα της χτυπήσει την πόρτα ζητώντας της βοήθεια, για το αυτοκίνητό της που χάλασε λίγο παραπέρα, απαιτώντας να την αφήσει να μπει μέσα στο σπίτι.  Όταν η Sarah αρνηθεί, εκείνη θα κάνει ότι περνάει από το χέρι της, προκειμένου να μπει μέσα και να της αρπάξει ότι πολυτιμότερο έχει: το αγέννητο παιδί της…

Το δίδυμο των σκηνοθετών της ταινίας, Alexandre Bustillo και Julien Maury, δεν έχουν κάνει τίποτα περισσότερο στα κινηματογραφικά δρώμενα, πέρα από το “Α l’interieur” και ένα ακόμη horror flick, το “Livid” (2011).  Παρά το γεγονός όμως οτι δεν έχουν να μετρήσουν ένα κάποιο σκηνοθετικό (και σεναριογραφικό) background, καταφέρνουν εδώ να δημιουργήσουν μια ταινία τρόμου, απίστευτης αγριότητας και ωμότητας, από αυτές που μένουν αναμφίβολα για πάντα κολλημένες στο μυαλό σου.  Θες δε θες.
Και μόνο το γεγονός οτι θέτεις ως πρωταγωνίστρια της ταινίας σου, μια εγκυμονούσα γυναίκα, η οποία καλείται να αντιμετωπίσει φρικιαστικές καταστάσεις, είναι από μόνο του σοκαριστικό, αφού κακά τα ψέματα υποτίθεται οτι η περίοδος κατά την οποία μια γυναίκα κυοφορεί, είναι την ίδια στιγμή η πιο δύσκολη, αλλά και η πιο όμορφη περίοδος της ζωής της.
Ερμηνευόμενο έτσι, θα μπορούσαμε σίγουρα να προσδώσουμε μια εντελώς διαφορετική διάσταση, στην καθαρά gory αισθητική που ήθελαν να δώσουν οι σκηνοθέτες, και να το προχωρήσουμε λίγο παραπέρα, λέγοντας οτι το “Inside” είναι μια αλληγορία απέναντι στις δυσκολίες, τους πόνους και τις σκαμπανευαστικές αλλαγές διάθεσης,  που πολλές φορές μπορεί να υποστεί το σώμα και η ψυχολογία μιας γυναίκας.  Όταν μάλιστα μιλάμε και για μια η οποία έχει χάσει τον άνδρα της σε τροχαίο, ένα τροχαίο για το οποίο όπως όλα δείχνουν εκείνη έφταιγε, αναγκασμένη να μεγαλώσει ένα παιδί που θα της τον θυμίζει μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο, τότε γίνεται κάτι παραπάνω από ξεκάθαρο πως αν οι δημιουργοί είχαν έστω και αφηρημένα αυτή τη διάσταση στο μυαλό τους, και πάλι επιτυχημένη θα ήταν.

Πολλά από τα στοιχεία της ταινίας, μαρτυρούν την ρεαλιστική, αλλά και την ίδια στιγμή, μεταφορική διάσταση της ταινίας, αφού μπορεί τελικά να καταλήγουμε σε ένα ταινιάκι τρόμου, με-υπέρ του δέοντος αν με ρωτάτε-σκηνές ξεντεριασμάτων, πολτοποιημένων κεφαλιών, σκισμένης, ανθρώπινης σάρκας και ενός αιμάτινου ποταμιού που κατακλύζει το σπίτι, αλλά η πορεία μέχρι εκεί, σου αφήνει μια ιδιαίτερη επίγευση, σχετικά με το τι στο καλό τρέχει τέλος πάντων σε αυτό το σπίτι του τρόμου.  Κάπου εδώ κρατείστε οτι ο αριθμός του σπιτιού είναι 666.  Χμμμ…
Είτε θέλοντας να προσδώσουν μια διάσταση σχιζοφρενικής πραγματικότητας, είτε πνευματικού σουρεαλισμού (σίγουρα σε κάποια φάση θα αναρωτηθείτε εάν η μαυροντυμένη γυναίκα είναι φάντασμα), οι σκηνοθέτες έχουν κατασκευάσει μια άνευ προηγουμένου, Κόλαση επί της Γης μέσα σε ένα σπίτι.  Και αυτό είναι από μόνο του εξαιρετικό κατόρθωμα για μια ταινία τρόμου, ενός είδους δηλαδή που τις περισσότερες φορές αναλώνεται σε κλασικά, τρομολαγνικά μοτίβα χωρίς ιδιαίτερα νοήματα.

Μέσα σε ένα απόλυτα κλειστοφοβικό περιβάλλον, η πρωταγωνίστρια πρέπει να σώσει το μωρό της και έπειτα τον εαυτό της, και αν αυτό σας φαίνεται παράδοξο (δε πρέπει πρώτα η μανούλα να είναι καλά, προκειμένου να είναι και το μωράκι; duh), μπορεί όντως και να είναι, αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν είναι έτσι ακριβώς η αίσθηση που μας δίνεται από τη Sarah.
Από την άλλη πλευρά και πέρα από τις παραπάνω εικασίες που μπορεί να κάνει κανείς, σχετικά με την πραγματική φύση της ταινίας (πραγματικότητα-μεταφυσικότητα-μεταφορά), προσωπικά μου ήρθε στο μυαλό μια ακόμη παρακολουθώντας την ταινία.  Και αν η απειλητική γυναίκα είναι η εξωτερίκευση και η προσωποποίηση της καταθλιπτικής, εσωτερικής φύσης της Sarah;  Και αν η ίδια φορτωμένη από τις τύψεις για τον θάνατο του άντρα της, αποφασίσει με αυτόν τον τρόπο να αυτοτιμωρηθεί και τελικά να εξιλεωθεί;  Θα μπορούσε.  Κανείς δε μας λέει οτι κάτι τέτοιο δε θα ήταν πιθανό.  Και πάλι όμως έρχονται τα υπόλοιπα στοιχεία της ταινίας τα οποία αρχίζουν να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους (διάφοροι ήρωες, λόγια και αναμνήσεις) που τείνουν προς μια πιο ρεαλιστική κατεύθυνση.  Αλλά και πάλι δε μπορείς να είσαι απόλυτα σίγουρος…
Αν θα έπρεπε να το προσδιορίσω, θα έλεγα πως το “A l’interieur” δε φτάνει τις αξιώσεις και το φιλοσοφικό υπόβαθρο του “Martyrs”, μιας άλλης γαλλικής παραγωγής, την οποία όταν είχα δει για πρώτη φορά με είχε ‘πυροβολήσει’ κατευθείαν στο κεφάλι.  Παρόλα αυτά, αν και η απουσία ενός βαθύτερου νοήματος είναι εμφανής (στη τελική δε χρειάζεται κάθε horror movie να έχει και κάποιο νοηματικό υπόβαθρο, γι’ αυτό και λέγεται horror movie), η απαραίτητη ατμόσφαιρα δημιουργείται χάρη στις φρικαλέες ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστριών, της απρόσμενα στιλιζαρισμένης σκηνοθεσίας και της εντελώς ‘άσχετης’ μουσικής επένδυσης, που όμως της ταιριάζει τόσο πολύ.



Είναι γεγονός πως τα τελευταία χρόνια, ο γαλλικός κινηματογράφος ακολουθεί μια αξιοθαύμαστη άνοδο, σε διάφορα κινηματογραφικά είδη και αυτό ακριβώς βλέπουμε και εδώ.
Μπορεί στην ουσία να μιλάμε για μια αιματοβαμμένη ταινία τρόμου, παρόλα αυτά οι δημιουργοί δεν έχουν αφήσει στην άκρη το κομμάτι της σκηνοθεσίας.  
Τα μουντά, παγωμένα χρώματα, η ρέουσα κίνηση της κάμερας και τα ημιφωτισμένα κάδρα, κερδίζουν extra πόντους για χάρη της ταινίας, και σε καθηλώνουν ακόμα περισσότερο στη θέση σου.  Το δε πλάνο στο οποίο κάνει την εμφάνισή της η Γυναίκα μέσα στο σπίτι, είναι μακράν ένα από τα καλύτερα και πιο τρομακτικά που έχω δει ποτέ σε κάποιο film.
Τα πάντα, από το σενάριο και τη σκηνοθεσία, μέχρι τον…καιρό, την τοποθεσία του σπιτιού και το ίδιο το εσωτερικό του, ουρλιάζουν για το σαδιστικό κακό που έρχεται, και η άχλη μέσα στην οποία είναι βουτηγμένο το σπίτι, το κάνει να μοιάζει σαν να είναι βγαλμένο από άλλη διάσταση.  Και μπορεί να είναι τελικά.
Εκτός όμως από τα κατεξοχήν τεχνικά στοιχεία, ενδιαφέρον έχουν και οι ατάκες των ηθοποιών οι οποίες τις περισσότερες φορές αποτελούν στοιχείο προϊκονομοίας.  Για παράδειγμα λίγο πρίν φύγει η Sarah από το νοσοκομείο, μια περίεργη νοσοκόμα την ενημερώνει σχετικά με το πόσο δύσκολή είναι η πρώτη γέννα, το πρώτο παιδί, λέγοντας της χαρακτηριστικά πως είναι “…fucking hell”.  Έπειτα γινόμαστε μάρτυρες, αυτού ακριβώς, αν και σε μια πολύ, πολύ πιο hardcore εκδοχή του…
H ερμηνεία της Paradis (αδελφή της γνωσότερης Vanessa) είναι εξαιρετική.  Βουτηγμένη στην κατάθλιψη και τη μοναξιά, υποδύεται τον ρόλο της υπέροχα, και με μια μακάβρια εμμονή, προκειμένου να σώσει το παιδί της.  Από την άλλη, η Dalle είναι αναμφίβολα αυτή που κλέβει την παράσταση.  Ασχημούλα και επικίνδυνη, σαν αγρίμι σε κλουβί, ουρλιάζει, σκοτώνει και βάζει μπροστά τα ζωώδη της ένστικτα, προκειμένου να πάρει αυτό που θέλει.
Τέλος νομίζω αξίζει και μια αναφορά στην μουσική επένδυση, η οποία πάει εντελώς κόντρα στην σκληρή υπόθεση της ταινίας.  Μελιχτάλαχτη, γλυκιά και σχεδόν σαν νανούρισμα (χμμμ…) έρχεται και επισφραγίζει αυτή τη ταινία, η οποία μπορεί να μην είναι χωρίς τις υπερβολές και τις ‘τρύπες’ της, είναι όμως σίγουρα μια εμπειρία για…δυνατούς λύτες.  Δείτε την μόνο με δική σας πρωτοβουλία.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι τα πλάνα του μωρού στη κοιλιά, παραπέμπουν στο videoclip των Massive Attack, ‘Teardrop’, οτι η σκηνή στη σκάλα δε γίνεται να ξεχαστεί ποτέ πια από το μυαλό μου και οτι οι αστυνομικοί, είναι μερικοί από τους πιο ηλίθιους που έχω δει ποτέ σε ταινία.




No trivia

Bug: First they sent their drone. Then they found their queen…

Γεια σας γεια σας και καλό μήνα σε όλους!!  Επιτέλους και λίγος ήλιος ρε παιδί μου, άντε και καλά μας μπάνια!  Παρασκευούλα σήμερα, και ήδη από χθες έχουν βγει στους κινηματογράφους μια σειρά από νέες ταινίες, με το “Snow White and the Huntsman” να κρατάει τα ηνία.  Ανάμεσα σε άλλες μπορείτε να διαλέξετε το, “Τhe Whistleblower” με τη Rachel Weisz, ένα κοινωνικό δράμα που αφορά το θέμα της σωματεμπορίας, το “The Raven” με τον John Kusack, ένα σκοτεινό θρίλερ εποχής, που όμως δε λέει και πολλά, καθώς και το “4ever” τη ταινία του δικού μας Γιώργου Πυρπασόπουλου, το οποίο και αυτό δεν έχει πάρει και τις καλύτερες κριτικές.  Για όσους προτιμούν θερινό σινεμαδάκι και κλασικές ταινίες, υπάρχει και το “Key Largo” με τους Humphrey Bogart και Luaren Bacall, καθώς και η πολυαγαπημένη “Casablanca” η οποία γιορτάζει φέτος τα 70 της χρόνια από την παρθενική της εμφάνιση το 1942, οπότε όσοι έχετε όρεξη για Χολυγουντιανή ρομαντζάδα και ατάκες που έχουν γράψει ιστορία, επιλέξτε την.  Και ας περάσουμε τώρα και στα δικά μας.  “Bug”…

H Agnes (Ashley Judd) είναι μια μοναχική γυναίκα που ζει σε ένα βρώμικο motel, κάπου στην Οκλαχόμα.  Η ζωή της εκτυλίσσεται ανάμεσα στο τοπικό μπαρ, στο οποίο και εργάζεται ως σερβιτόρα, και το καταθλιπτικό της δωμάτιο, στο οποίο μένει κλεισμένη με τις ώρες, πίνοντας και σνιφάροντας κοκαΐνη.  Η μοναδική της φίλη είναι η R.C (Lynn Collins) η οποία εργάζεται μαζί της.  Η Αgnes είναι μια γυναίκα που κουβαλάει στις πλάτες της ένα μεγάλο βάρος, παρέα με αυτό του πρώην συζύγου της, ο οποίος αρεσκόταν να απλώνει τα χέρια του πάνω της, περισσότερο από όσο επιτρεπόταν.  Όταν μια μέρα η R.C φέρει στο δωμάτιο της Agnes έναν άγνωστο άντρα, τον Peter (Michael Shannon) σε μια προσπάθεια να κάνει την φίλη της να βγει πια από το καβούκι της, η Agnes θα βρει στο πρόσωπό του την συντροφιά που ενδόμυχα αναζητούσε.  Οι δυο τους θα γίνουν αχώριστοι και το παρηκμασμένο motel, η προστατευτική τους ‘φωλιά’.  Στη προκειμένη περίπτωση μάλιστα, η λέξη ‘φωλιά’ έχει μεγαλύτερη σημασία από ότι θα τολμούσαν οι δυο τους να σκεφτούν αρχικά, καθώς σιγά σιγά θα ανακαλύψουν οτι το δωμάτιο έχει μολυνθεί από ζωύφια.  Το ζευγάρι θα αρχίσει σταδιακά να μπερδεύει τη πραγματικότητα με τις ψευδαισθήσεις, και η παράνοια θα τους οδηγήσει στα άκρα.  Ή μήπως είχαν από την αρχή δίκαιο για την ύπαρξη των φωλιάς των ‘bugs’ τα οποία αργά αργά τους κατατρώνε;

Ο σκηνοθέτης της ταινίας William Friedkin, είναι ένας παλιός μας γνωστός, ο οποίος κάνει δυναμικό comeback αυτόν τον χρόνο, με την ταινία του “Killer Joe” και πρωταγωνιστές τους Matthew McConaughey, Emile Hirch, Juno Temple και Gina Gershon.  Αντικειμενικά το “Killer Joe” φαίνεται μια εντελώς fun ταινία, με μπόλικες δόσεις τρέλας και στυλιζαρισμένης βίας από τον McConaughey, που φαίνεται να έχει βρει πια τον δρόμο των καλών ρόλων (τσεκάρετε και το “Mud” του σκηνοθέτη του “Take Shelter”-οποία έκπληξης- Jeff Nichols, και θα καταλάβετε τι εννοώ).  Και αν ακόμα ψάχνετε το κλασικό background του Friedkin, να σας θυμίσω πως είναι αυτός που σκηνοθέτησε μια από τις καλύτερες ταινίες τρόμου όλων των εποχών, το “The Exorcist” (1973).
Ο ίδιος βραβευμένος και με Oscar Καλύτερου Σκηνοθέτη, για τη ταινία “The French Connection” (1971), μοιάζει να έχει ακολουθήσει μια πιο low profile πορεία όλα αυτά τα χρόνια, με μέτριες, έως καλές ταινίες οι οποίες όμως δεν έγιναν ποτέ τεράστιες επιτυχίες, όπως το “Rules of Engagement” (2000) και το “The Hunted” (2003).
Παρόλα αυτά το “Bug” προσωπικά θα το έβαζα πολύ ψηλά στις δουλειές του, καθώς καταφέρνει με πολύ έξυπνο τρόπο να συνδυάσει τόσο την ψυχολογική κατάσταση και συγκεκριμένα αυτή που αγγίζει τα όρια της σχιζοφρένειας, ενός ανθρώπου, όσο και του εντεινόμενου φόβου σχετικά με την τεχνολογία, τις θεωρίες συνωμοσίας και ενός σωρού άλλων θεμάτων που οδηγούν τον σύγχρονο άνθρωπο στα όρια της τρέλας.

Αρχικά ο ευφυέστατος τρόπος που χρησιμοποιείται η λέξη, ‘bug’ είναι αυτός που στην ουσία υποκινεί ολόκληρη την υπόθεση της ταινίας.  Το bug μπορεί να σημαίνει την ίδια στιγμή έντομο, μπορεί να δηλώνει κάποιο μικρόβιο, μπορεί όμως να παραπέμπει και στους κοριούς, όχι τους κανονικούς, αλλά αυτούς που χρησιμοποιούνται στην παρακολούθηση κάποιου και αποτελούν φυσικά προϊόν της τεχνολογικής προόδου.
Το πολύ ενδιαφέρον στην συγκεκριμένη ταινία είναι πως ο Friedkin σε παρασύρει σιγά σιγά σε μια κατάσταση στην οποία δεν ξέρεις τι από τα παραπάνω ισχύει, αφού οι ήρωες βασανίζονται από την ιδέα ύπαρξης ενός bug, το οποίο μπορεί να είναι κάτι από τα τρία, και τα τρία μαζί, ή και τίποτα από αυτά.  Τη μια στιγμή η υποτιθέμενη ύπαρξη ενός ζωυφίου ταράζει τον Peter που αρχίζει να…ξύνεται και να πληγιάζει ολόκληρο το σώμα του, την άλλη στιγμή αναζητά το υποτιθέμενο bug-μικρόβιο στο αίμα του, και αμέσως μετά οι συνωμοσιολογικές του ιδέες αρχίζουν να τον κατακλύζουν, σκεπτόμενος πως τόσο ο ίδιος όσο και η Agnes παρακολουθούνται από άτομα του FBI, CIA και δε συμμαζεύεται.
Βεβαίως για να δοθεί μια ακόμα πιο επαρκής προσέγγιση στην προσωπικότητα του Peter (ο οποίος μοιάζει να έχει φέρει την ιδέα των bugs στο δωμάτιο της Agnes, παρασύροντάς την μαζί στην ολοένα και αυξανόμενη αλλοφροσύνη του), πληροφορούμαστε από τον ίδιο σχετικά με το στρατιωτικό του παρελθόν, κατά το οποίο είχε υπάρξει έρμαιο στα χέρια επιστημόνων, οι οποίοι του έκαναν ένα σωρό πειράματα, προκειμένου να δοκιμάσουν φάρμακα που θα μπορούσαν να κοντρολάρουν τους στρατιώτες στον πόλεμο.  Εμείς σαν θεατές ποτέ δε μπορούμε να επιβεβαιώσουμε ή να απορρίψουμε στα σίγουρα την ιστορία του Peter, όμως τα πράγματα δηλώνουν οτι η πιο λογική εξήγηση θα μπορούσε να είναι η ταραγμένη, διανοητική κατάσταση του ήρωα.  Και δυστυχώς σε αυτή παρασύρει και την Agnes.

Βλέποντας κανείς το “Bug” παρατηρεί οτι ολόκληρη η ταινία διαδραματίζεται μέσα στο δωμάτιο του motel, και πως δε θα μπορούσε άλλωστε από τη στιγμή που το σενάριό της βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικού του συνεργάτη του Friedkin, Tracey Letts.  O Letts έγραψε εδώ και το σενάριο για την ταινία, ενώ συνεργάζεται για ακόμη μια φορά με τον σκηνοθέτη και στο “Killer Joe”.
Το γεγονός οτι όλη η δράση εκτυλίσσεται μέσα στο δωμάτιο, βοηθάει στη δημιουργία ενός απόλυτα κλειστοφοβικού κλίματος, το οποίο πνίγει κυριολεκτικά τους δυο ήρωες και δε τους αφήνει να πάρουν ανάσα, μέχρι και το τέλος της ταινίας.
Η παράνοιά τους χτίζεται κλιμακωτά, και ο Friedkin αποδεικνύει με ζοφερό τρόπο το πόσο εύκολα μπορεί κανείς να παρασύρει έναν άλλο άνθρωπο στη τρέλα του, όταν το έδαφος είναι πρόσφορο.  Στη προκειμένη περίπτωση η μοναξιά, το βεβαρημένο παρελθόν και η απελπισία της Agnes αποτελούν τις ‘καλύτερες’ προϋποθέσεις, προκειμένου ο Peter να την εμπλέξει στον δικό του-όπως όλα δείχνουν-παραισθησιογόνο και τρομακτικό κόσμο.
Η διαρκής αμφισβήτηση από εμάς τους θεατές, σχετικά με το εάν όντως υπάρχει πρόβλημα μόλυνσης στο δωμάτιό τους, ή αν όλα αυτά βρίσκονται απλά στη σφαίρα της φαντασίας τους, έρχεται μόνο φυσικά από την πορεία της ιστορίας, που πότε ακολουθεί μια καθόλα ρεαλιστική προσέγγιση και πότε ξεφεύγει εντελώς, μόνο για να μας αποδείξει οτι ο Peter αποτελεί τελικά καμένο χαρτί.  Εξάλλου ας μη ξεχνάμε πως και στη πραγματικότητα πολλά άτομα τα οποία πάσχουν από ψευδαισθήσεις και παρουσιάζουν συμπτώματα σχιζοφρένειας, πληροφορούν τους γιατρούς τους σχετικά με την ύπαρξη ύπουλων εντόμων που σέρνονται κάτω από το δέρμα τους…Χμμμ…

Οι ερμηνείες του πρωταγωνιστικού ζευγαριού είναι απλά απόλυτα mind blowing.
Η Ashley Judd είναι υπέροχη και θυμίζει πολύ τον χαρακτήρα της Charlize Theron στη ταινία “Monster”.  Γερασμένη, ταλαιπωρημένη και βασανισμένη, είναι μια γυναίκα που αναζητά να κρατηθεί από οποιονδήποτε και οτιδήποτε και για κακή της τύχη κάπου εκεί εμφανίζεται ο Peter.
O Shannon αποτελεί για εμένα έναν από τους καλύτερους ηθοποιούς που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στο Hollywood καθώς το εύρος της ερμηνευτικής του δεινότητας, είναι πραγματικά εντυπωσιακό.  Όπως ακριβώς απέδειξε οτι μπορεί να κρατήσει μια ολόκληρη ταινία στη πλάτη του, με τον συγκλονιστικό του ρόλο στο πρόσφατο “Take Shelter” (grande αδικία η απουσία του από τα Oscars) έτσι και εδώ φαίνεται πως κρατάει καλά τα ηνία κάθε ψυχασθενικού ρόλου που μπορεί να του ανατεθεί.  Τρελό βλέμμα, αλλοπρόσαλλη, τρομακτική συμπεριφορά και πληθωρική παρουσία, είναι τα χαρακτηριστικά που καθιστούν τον Shannon, απλά αξεπέραστο.
Το “Bug” είναι ένα καλοσκηνοθετημένο θρίλερ δωματίου, που σε βάζει να μια διαδικασία να σκεφτείς ‘what if?…’.  Σοκαριστικές στιγμές, εξαίρετες ερμηνείες και το πιο απλό story, δημιουργούν μια ταινία που σίγουρα όσοι αποφασίσουν να δουν, θα τους μείνει καρφωμένη στο μυαλό για πολύ πολύ καιρό.  Δεν είναι για όσους διαθέτουν ευαίσθητο στομάχι, καθώς η τρέλα καταφέρνει να τρυπώσει μέσα στο μυαλό σου, από τη πρώτη κιόλας στιγμή.  Α και αν αρχίσετε να ξύνεστε μανιωδώς, απλά πατήστε stop.  Don’t panic.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το sex μπορεί να έχει ανεπιθύμητες παρενέργειες, όπως την εκκόλαψη εκατομμυρίων ζουζουνιών (oh God…), οτι η σκηνή με το δόντι είναι αφόρητη και οτι η χημεία Judd-Shannon απρόβλεπτα καλή.

TRIVIA

  • Ο ρόλος της Judd προοριζόταν αρχικά για την Jodie Foster.
  • O Shannon υποδύθηκε τον ρόλο, τον οποίο είχε παίξει και στη σκηνή.
  • Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ολόκληρη η ομάδα που συμμετείχε για τα γυρίσματα, γέμισε με εξανθήματα, εξαιτίας των bed bugs που βρίσκονταν στα κρεβάτια του ξενοδοχείου.
(ΠΗΓΗ IMDB)

Jacob’s Ladder: The ladder to insanity is real…

Καλημέρα και καλή εβδομάδα!  Σήμερα έχουμε μια ιδιαίτερη ταινιούλα στο menu, την οποία επίσης είδα πρόσφατα.  Με το παιχνιδάκι της εικόνας μάλιστα και την extra βοήθεια από εμένα, το πιάσατε το νόημα και καταλάβατε πως πρόκειται για το “Jacob’s Ladder”.  Ένα μεταπολεμικό, ψυχολογικό θρίλερ, αρκετά διαφορετικό απ’οτι είχα δει μέχρι τώρα.  Δε θα πω ψέματα.  Ακριβώς οτι περίμενα, ακριβώς αυτό μου έδωσε.  Για να δούμε λοιπόν…

Ο Jacob (Tim Robbins) είναι βετεράνος του πολέμου του Βιετνάμ.  Έπειτα από τη σφαγή που υπέστησαν οι φίλοι του, και την δική του παρολίγον μοιραία στιγμή, αρχίζει να συνειδητοποιεί πως η μεταπολεμική του ζωή δεν είναι τελικά και τόσο ρόδινη.  Σταδιακά αρχίζει να μαστίζεται από εφιαλτικές παραισθήσεις με κεράτινα τέρατα τα οποία τον στοιχειώνουν, αναμνήσεις από τη ζωή με τη πρώτη του γυναίκα, και οράματα στα οποία πρωταγωνιστεί ο νεκρός του γιος Gabe (Maculay Culkin).  Η νέα του σύζυγος Jezzie (Elizabeth Pena) κάνει οτι περνάει από το χέρι της προκειμένου να καταφέρει να τον βοηθήσει, αλλά ο Jacob μοιάζει να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο σε μια παραληρηματική πραγματικότητα χωρίς διέξοδο.  Όταν αρχίσει και ο ίδιος να αναζητά των προέλευση των δεινών του, θα έρθει αντιμέτωπος με μια συγκλονιστική αποκάλυψη, η οποία έχει τις ρίζες της στην φρίκη του Βιετνάμ.  Τότε θα καταλάβει από πρώτο χέρι οτι τίποτα στην τωρινή του ζωή δεν είναι όπως φαίνεται.  Το τελεσίδικο ταξίδι του Jacob, έχει ήδη ξεκινήσει…

Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της συγκεκριμένης ταινίας, εκτός από το καθαρά θρησκευτικό της υπόβαθρο δηλαδή, είναι ίσως το γεγονός οτι ο σκηνοθέτης Adrian Lyne είναι ένας σκηνοθέτης που από την αρχή της καριέρας του ασχολήθηκε με ταινίες αισθησιακού περιεχομένου, δημιουργώντας στην ουσία μια η οποία διέφερε τελικά από όλες, καθώς βρισκόταν στο ακριβώς αντίθετο άκρο: το “Jacob’s Ladder” φυσικά.
Σκηνοθέτης του “Flashdance” (1983), του “Nine 1/2 Weeks” (1986), του πολύ καλού ερωτικού θρίλερ “Fattal Attraction” (1987), καθώς και των πιο πρόσφατων “Lolita” (1997) και “Unfaithfull” (2002), αποτέλεσε σίγουρα μια ιδιαίτερη έκπληξη το γεγονός οτι δημιούργησε μια ταινία καθαρά θρησκευτικού περιεχομένου, το οποίο όμως εξακολουθεί να είναι κεκαλυμμένο μέχρι και το λυτρωτικό τέλος της ταινίας.
Ο Robbins υποδύεται την ταραγμένη προσωπικότητα ενός πρωταγωνιστή του Βιετνάμ, η οποία εξελίσσεται καθ όλη τη διάρκεια της ταινίας, αφήνοντας να εννοηθεί πως όλες οι παραισθήσεις και τα οράματά του, είναι απόρροια μια διαταραγμένης ψυχής.  Και πως δε θα μπορούσε να είναι άλλωστε, από τη στιγμή που ο ίδιος ήρθε σε επαφή με την ζωώδη και φρικιαστική πλευρά των ανθρωπίνων όντων;
Η αλήθεια είναι οτι η ταινία μπορεί να μπερδέψει εύκολα κάποιον, καθώς όσο φροντίζει να παραπλανεί τον θεατή, οδηγώντας τον σε λανθασμένα, σεναριακά μονοπάτια (όπως ακριβώς δηλαδή και τον ήρωα), έτσι από κάποια στιγμή και μετά αποφασίζει να κάνει λίγο πιο ξεκάθαρη την θεϊκή υπόσταση της υπόθεσης.  Ο Jacob γίνεται μάρτυρας μιας ζωής που τελειώνει και μια άλλης που ξεκινά, μακριά από αυτόν τον κόσμο και πέρα από αυτόν που ξέρουμε στην τελική ως υλικό κόσμο.  Αρχίζει και γίνεται πλέον ευδιάκριτο πως η ταινία αποτελεί στην ουσία μια παραβολή, μέσω της οποίας ο Jacob οδηγείται στην σωτηρία και την ζωή πέρα από το φως.  Εξάλλου μπορεί κανείς να καταλάβει και μόνο από τον τίτλο τη σημασία ενός τέτοιου ‘ταξιδιού’.

Η σκάλα του Jacob μπορεί να ερμηνευτεί μόνο ως μια πνευματική σκάλα από την οποία πρέπει να περάσει ο πρωταγωνιστής, προκειμένου να καταφέρει στη συνέχεια να ζήσει την δική του αιωνιότητα πέρα από τον κόσμο όπως τον ξέρουμε.
Το γεγονός οτι ο χαρακτήρας του καλείται καθημερινά να αντιμετωπίσει παράξενα, τερατόμορφα πλάσματα, καθώς και τις επίπονες εμφανίσεις του πεθαμένου του παιδιού, εντείνουν ακόμα περισσότερο την εντύπωση μιας ύστατης δοκιμασίας πριν το πέρασμα στην αιωνιότητα.  Η αλήθεια είναι βέβαια πως η σκηνοθεσία, αν και θέλει να παίξει με τον χρόνο, παρουσιάζοντας παρελθόν, παρόν, αλλά και μέλλον μέσα στα ίδια κάδρα, εντούτοις φαίνεται πως κάπου το παρακάνει λίγο, δημιουργώντας περισσότερες απορίες στους θεατές απ’οτι θα ήθελε.  Πολλά ερωτήματα επίσης παραμένουν αναπάντητα, ακόμα και μετά το τέλος της ταινίας.  Ο πρωταγωνιστής επέζησε από τον πόλεμο;  Επέστρεψε σπίτι του και αν ναι, τι είναι όλα αυτά τα μακάβρια όντα τα οποία κατά καιρούς φαίνεται να τον απειλούν, διαστρεβλώνοντας την αντίληψή του περί πραγματικότητας;
Ίσως αυτό από την άλλη πλευρά, να αποτελεί και βασική προϋπόθεση του σκηνοθέτη, το γεγονός δηλαδή πως θέλει ο καθένας μας να ερμηνεύσει αυτά που βλέπει, με τον δικό του τρόπο.  Ακολουθώντας είτε τη πνευματική οδό, είτε τη μεταφυσική, είτε την καθαρά θρησκευτική, είτε ακόμα και την ψυχωτική διάσταση ενός προβληματικού μυαλού, ο καθένας μπορεί πραγματικά να προσδώσει στην ταινία την ερμηνεία που του ‘πάει’ περισσότερο.  Και ίσως αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που η ταινία σε προκαλεί να την απολαύσεις και να την κουβαλήσεις μαζί σου, αρκετό καιρό αφού την δεις.

Η ψυχολογική διάσταση του έργου έρχεται και κλειδώνει έξυπνα με αυτή της ‘ζωής-θανάτου’, παρουσιάζοντας ένα άρτια δομημένο ψυχολογικό θρίλερ που όμως δεν είναι και ένα ξεκάθαρο, ψυχολογικό θρίλερ!  Τα πάντα σε αυτή παίρνουν μια συμβολική διάσταση, και τίποτε δεν είναι τόσο απλό όσο μπορεί κανείς να υποθέσει στην αρχή.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ιστορία των πειραματικών φαρμάκων, με τα οποία υποτίθεται οτι είχαν ‘εμποτιστεί’ οι νεαροί στρατιώτες στο Βιετνάμ, προκειμένου να φανεί κατά πόσο αποδοτικά ήταν, σε σχέση με την μετατροπή τους σε φονικές, και ανεξέλεγκτες φονικές μηχανές.  Εύκολα κανείς μπορεί να παραμείνει σε αυτή την ερμηνεία και να αποδώσει την ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα του Jacob στο γεγονός αυτό, οτι δηλαδή είχε μετατραπεί σε ένα είδος πειραματόζωου.  Στη συνέχεια βέβαια τα διαρκή cuts, τα μπρος-πίσω στον χρόνο και οι μπερδεμένες του αναμνήσεις (οι οποίες πολλές φορές δεν είναι καν αυτό) δε σε αφήνουν να ηρεμήσεις, καθώς σου παρουσιάζουν ένα σωρό νέα σενάρια τα οποία παίζουν στο background.
Στην ουσία το “Jacob’s Ladder” είναι μια ωδή στη θρησκευτικότητα και το ταξίδι για τη μετάβαση στην άλλη ζωή, το πέρασμα από το Καθαρτήριο και την απεξάρτηση από κάθε επίγειο δεσμό που κρατάει έναν άνθρωπο δεμένο με την οπτική του πραγματικότητα.  Η σκάλα αποτελεί ένα κατεξοχήν σύμβολο περάσματος και αλλαγής, η σημασία της οποίας έγκειται στο εάν κάποιος την ανεβαίνει (αρά οδηγείται στον Παράδεισο), ή αν την κατεβαίνει (Κόλαση).  Το τέλος της ταινίας, δεν αφήνει καμία απορία σχετικά με το που οδηγείται τελικά ο Jacob.
Ο Robbins είναι αρκετά πειστικός στον κεντρικό ρόλο, αν και στο σύνολό της η ταινία αποσκοπεί περισσότερο στο να περάσει όλο αυτό το μυστήριο και την απορία σχετικά με το τι υπάρχει εκεί έξω, παρά με τον χαρακτήρα καθεαυτόν (ο οποίος εδώ αποτελεί απλά το δοχείο προκειμένου να γίνει αυτή η μεταβίβαση πληροφοριών, θαυμάτων και μηνυμάτων).
To “Jakob’s Ladder” είναι μια από αυτές τις ταινίες που σε προβληματίζουν και σε κάνουν να θες να μάθεις ακόμα περισσότερα σχετικά με το τι τελικά συνέβη.  Προσωπικά αυτό το έχω πάθει με μια ακόμη ταινία, το “Donnie Darko”.  Όταν λοιπόν μετά μπαίνω στο τρυπάκι να διαβάσω συζητήσεις και ερμηνείες, θεωρώ οτι για εμένα η ταινία είναι επιτυχημένη.

Τι έμαθα από την ταινία: Όταν δεις τη γκόμενα σου να τη διαπερνάει ένα…κέρατο, then burn it, burn the thing with fire!, οτι όταν έχεις πυρετό που φτάνει στα ύψη, η καλύτερη λύση είναι να σε βάλουν σε μια μπανιέρα με άπειρα παγάκια (I know it, i’ve been there) και πως το Βιετνάμ έχει καταστρέψει κόσμο και κοσμάκη….

No trivia

ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Loser Leg, by Francesco Filippi

Pig: What if all of your memories were lost?

Hello again!  Σήμερα έχουμε στο menu μια ακόμη ταινία από το πρόσφατο φεστιβάλ του Φανταστικού που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα και νομίζω πως από τις τρεις που παρακολούθησα, αυτή ήταν η αγαπημένη μου.  Ο τίτλος της είναι λίγο διφορούμενος, καθώς μπορεί ο καθένας να τον ερμηνεύσει με έναν δικό του τρόπο αφού την δει.  Πάντως μπορώ με βεβαιότητα να σας πω οτι στη συγκεκριμένη ταινία, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.  Ούτε καν ο τίτλος της.  “Pig” λοιπόν.

Ο πρωταγωνιστής μας (Rudolf Martin) συνέρχεται έπειτα από την απώλεια των αισθήσεών του, μόνο για να συνειδητοποιήσει οτι βρίσκεται με δεμένα χέρια και μια μαύρη κουκούλα στο κεφάλι, στη μέση της ερήμου.  Ακόμα χειρότερα φαίνεται πως δεν έχει την παραμικρή ιδέα οχι μόνο για το που βρίσκεται, αλλά και για το ποιος είναι.  Χωρίς ιδιαίτερο προορισμό, ξεκινάει να περπατάει εν μέσω της ερήμου, μέχρι που οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν και σωριάζεται και πάλι κάτω λιπόθυμος.  Αργότερα θα ξυπνήσει σε ένα αναπαυτικό κρεβάτι και με μια γυναίκα να τον παρατηρεί από δίπλα του, με μεγάλο ενδιαφέρον.  Του αποκαλύπτει οτι τον βρήκε τυχαία με το αυτοκίνητό της και εκείνος της εκμυστηρεύεται οτι δεν έχει ιδέα τι του έχει συμβεί.  Η γυναίκα θα αποφασίσει να τον κρατήσει στο σπίτι της και να τον περιποιηθεί, όσο εκείνος αρχίσει να συλλέγει στοιχεία, προκειμένου να βγάλει κάποιο συμπέρασμα σχετικά με την περίεργη κατάσταση στην οποία έχει μπλεχτεί.  Η ιστορία του θα ξεκινήσει από ένα χαρτάκι που θα βρει στη τσέπη του, πάνω στο οποίο υπάρχουν ένα όνομα και ένα τηλέφωνο…

Τέταρτη δουλειά του σκηνοθέτη Henry Barrial, και αν και δεν έχω δει τις προηγούμενές του, παίρνω το θάρρος να πω οτι ίσως είναι και η καλύτερή του μέχρι τώρα.
Στη προκειμένη περίπτωση μάλλον μιλάμε για έναν σκηνοθέτη low profile, οι ταινίες του οποίου κάνουν τα περασματάκια τους από τα διάφορα, πιο ανεξάρτητα κινηματογραφικά φεστιβάλ.  Κάπως έτσι και το “Pig” ήταν υποψήφιο για το Grand Jury Prize στο φεστιβάλ του Sundance, ενώ κέρδισε και το βραβείο Καλύτερου Sci-Fi φιλμ στο London Sci-Fi Festival.
Βέβαια το γεγονός οτι η σημερινή μας ταινία αποτελεί μια καθαρά indie επιλογή, δε σημαίνει πως δεν έχει και τις επιρροές της, από άλλες ταινίες και συγκεκριμένα τα τεχνικά και σεναριακά της δάνεια, από μεγάλους σκηνοθέτες.  Έτσι δεν είναι τυχαίο το γεγονός οτι από την αρχή σχεδόν της ταινίας το story μπορεί να θυμίσει στους περισσότερους το “Memento” του Christopher Nolan.  Και εκεί έχουμε έναν άντρα ήρωα ο οποίος προσπαθεί να συνθέσει κομματάκι-κομματάκι όλα τα στοιχεία που του δίνονται, προκειμένου να εντοπίσει τον άντρα που νομίζει πως δολοφόνησε τη γυναίκα του.  Και ο Guy Pierce υποδύεται έναν άνθρωπο με απώλεια μνήμης, ωθώντας την εξέλιξη βέβαια της ταινίας λίγο ανάποδα, γεγονός που δε το συναντάμε εδώ, καθώς μη ξεχνάτε οτι πρόκειται για έν καθαρά επιστημονικής φαντασίας φιλμ.  Παρόλα αυτά οι ομοιότητες τους είναι εμφανείς και η επίδραση του “Memento” μόνο θετική μπορεί να χαρακτηριστεί για το “Pig”.

Η ταινία ακολουθεί κατά πόδας τον ήρωα ο οποίος επιδίδεται σε ένα καθημερινό αγώνα ανακάλυψης στοιχείων, τα οποία τον φέρνουν ολοένα και περισσότερο πιο κοντά στην συνταρακτική αλήθεια.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι πιστεύω πως όσοι από εσάς έχετε δει το “The Machinist” με τον Christian Bale, τότε θα σας αρέσει σίγουρα το “Pig” καθώς θα έλεγα οτι πρόκειται για μια πιο ελευθερίζουσα σκηνοθετική ματιά, πάνω σε ένα σχεδόν ίδιο σενάριο.  Αλλά όπως είπα και πριν, έχετε στο μυαλό σας οτι το στοιχείο της φαντασίας παίζει πολύ εδώ.  Και φυσικά δεν είναι κακό να παραδεχθούμε πως η ερμηνεία του Rudolph Martin, δε μπορεί να συγκριθεί με αυτή του Bale.
Γενικά η αίσθηση που μου άφησε ήταν πολύ καλή, γιατί ενώ φαίνεται πως είναι μια ταινία που έχει γυριστεί με περιορισμένο budget, εντούτοις έχει καταφέρει να διατηρήσει ένα πολύ καλό επίπεδο, τόσο όσον αφορά τη σκηνοθεσία, αλλά και το σενάριο.

Η σκηνοθεσία κρατάει ένα, κατά κάποιον τρόπο, ερασιτεχνικό ύφος με την κάμερα να κινείται βίαια σε στιγμές, άλλες φορές να παρουσιάζει την εικόνα στο φλου και άλλες πάλι να επικεντρώνεται με πολύ κοντινά πλάνα (tres gros plan) στον ταραγμένο πρωταγωνιστή.  Αναπόσπαστο κομμάτι βέβαια είναι και τα ξαφνικά black outs του ήρωα, στα οποία εμείς έχουμε τη δυνατότητα να δούμε μόνο στιγμές ενός μπερδεμένου νου και μερικών συγχυσμένων στιγμών του παρελθόντος, που αποδεικνύουν οτι κάτι περίεργο έχει συμβεί στη ζωή του άντρα.
Κατά τα άλλα αν και ανήκει στη κατηγορία του sci-fi είδους, ακολουθεί μια αφηγηματική στρωτή, με τα μοναδικά διαφοροποιούμενα κομμάτια να περιορίζονται στις flashback στιγμές και την αναζήτηση της αλήθειας κάπου στην ‘καμμένη’ χρωματικά πραγματικότητα των αναμνήσεων.  Αξίζει να αναφέρω κάπου εδώ πως οι διάσπαρτες αναμνήσεις του πρωταγωνιστή, εμφανίζονται στην οθόνη ξαφνικά και συνήθως ακολουθούν μια έντονης και κοφτής μουσικής, που μπορεί να σας τρομάξει κιόλας, θέλοντας προφανώς να εντείνει ακόμα περισσότερο τον περίεργο και ανήσυχο ψυχισμό του άντρα.

Η παρουσία ορισμένων οπτικών εφέ είναι αρκετά καλή και πειστική, αν και θα μπορούσε κανείς να τη χαρακτηρίσει και ολίγον ερασιτεχνική.  Από τη στιγμή όμως που η ταινία είναι εκ βάσεως μια ανεξάρτητη προσπάθεια, μπορείς να το παραβλέψεις αυτό και απλά να απολαύσεις την πολύ καλή της υπόθεση.  Θα ήθελα να πω οτι είναι σφιχτοδεμένη, αλλά δε θα μου το επέτρεπαν αυτό μερικές απορίες που μου δημιουργήθηκαν έπειτα από το τέλος της.  Δε ξέρω αν ο σκοπός του σκηνοθέτη ήταν να σου αφήσει έτσι κι αλλιώς κάποια αναπάντητα ερωτήματα, αλλά αν μερικές τρυπούλες (τόσες δα) είχαν κλείσει, τότε θα μιλούσα για μια πραγματικά άψογα δεμένη ιστορία.
Από πλευράς ερμηνειών ο πρωταγωνιστής κάνει οτι μπορεί για να κρατήσει πάνω του όλη τη ταινία, και σε ένα μεγάλο βαθμό το καταφέρνει.  Η μοναδική μου ένσταση είναι πως ίσως κάποιες φορές να φαντάζει περισσότερο ξύλινος ή μηχανικός απ’οτι θα έπρεπε, αλλά και πάλι καταφέρνει να περάσει την προσωπικότητα ενός χαμένου ανθρώπου που απλά προσπαθεί να ξαναβρεί την ταυτότητά του.
Και το υπόλοιπο cast είναι αρκετά ενδιαφέρον, χωρίς όμως κάποιον να ξεχωρίζει ιδιαίτερα.
Το “Pig” είναι ένα ενδιαφέρον ταινιάκι που έχει τη δική του αξία, φιλοσοφική και καλλιτεχνική, και αξίζει να το δείτε, όταν καταφέρετε να το βρείτε κάπου στο αχανές διαδίκτυο.  Σίγουρα θα σας θυμίσει αρκετές ακόμα ταινίες, παρόλα αυτά καταφέρνει να διατηρήσει και τη δική του, μοναδική βάση μέσα στον τεράστιο χαμό των ανεξάρτητων ταινιών.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι τα χαβανέζικα πουκάμισα είναι τελικά της μόδας, οτι δε πρέπει να εμπιστεύεσαι κανέναν όταν η μνήμη σου σε απατά, και οτι όταν συνειδητοποιείς οτι ξέρεις να μιλάς και άλλες γλώσσες από αυτές που…φυσικά ξέρεις, τότε πρέπει να ψυλιαστείς οτι κάτι δε πάει καλά…

No trivia


ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Teru Teru Bozu

The Others: Do you believe in ghosts? Cause they believe in you…

Καλημέρα και καλή εβδομάδα σε όλους!  Το κρύο συνεχίζεται, η βροχή επίσης και τα νεύρα μπορεί να είναι και λίγο σπασμένα, αλλά όπως έχουμε συνηθίσει να λέμε καιρό τώρα…υπομονή.  Σήμερα θα γράψουμε μερικά πράγματα για μια ταινία από τα παλιά, και συγκεκριμένα ένα ψυχολογικό/μεταφυσικό θρίλερ που όταν είχε πρωτοκυκλοφορήσει είχε προκαλέσει αίσθηση χάρη στην ατμόσφαιρά του και μια πολύ καλή Nicole Kidman.  Φυσικά μιλάω για το “The Others” όπως εσείς το ψηφίσατε μέσα από το poll αυτής της εβδομάδας, και το βγάλατε πρώτο παρέα με το “Psycho” και με 8 ψήφους το καθένα.  Στη τρίτη θέση έμεινε το “The Orphanage” σε παραγωγή του del Torro.  Χωρίς πολλά πολλά, ξεκινάμε!

H Grace Stewart (Nicole Kidman) είναι μια μυστήρια γυναίκα που ζει παρέα με τα δυο της παιδιά, Anne (Alakina Mann) και Nicholas (James Bentley) σε μια τεράστια και επιβλητική έπαυλη.  Το ενδιαφέρον κομμάτι της υπόθεσης είναι πως η έπαυλη βρίσκεται διαρκώς βυθισμένη είτε στο απόλυτο σκοτάδι, είτε σε ένα ανατριχιαστικό ημίφως εξαιτίας μιας ασθένειας, από την οποία πάσχουν τα παιδιά.  Τα δυο πιτσιρίκια είναι ‘φωτοευαίσθητα’, πράγμα που σημαίνει πως οποιαδήποτε ηλιακή ακτίνα και να πέσει πάνω τους, μπορεί να τους προκαλέσει τεράστιο πρόβλημα.  Όταν λίγο αργότερα στη ζωή της Grace εμφανιστεί από το πουθενά μια τριμελής ομάδα υπηρετικού προσωπικού, τότε θα αρχίσουν να συμβαίνουν περίεργα φαινόμενα στο παλιό αρχοντικό, πείθοντας έτσι την ηρωίδα οτι το σπίτι είναι στοιχειωμένο.  Ενώ ο σύζυγός της βρίσκεται μακριά στον πόλεμο και καλείται να φροντίζει η ίδια από το πρωί μέχρι το βράδυ τα φιλάσθενα παιδιά της, αρχίζει παράλληλα να βυθίζεται σε μια ανεξέλεγκτη παράνοια, χωρίς επιστροφή.  Όταν τελικά η αλήθεια αποκαλυφθεί, η Grace θα βρεθεί μπροστά σε μια επίπονη και σοκαριστική πραγματικότητα….

Η ταινία σκηνοθετήθηκε το 2001 από τον χιλιανό σκηνοθέτη Alejandro Amenabar, ο οποίος μετράει στο ενεργητικό του λίγες, αλλά αξιόλογες ταινίες.
Ξεκινώντας αρχικά με short films κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄90 και συνεχίζοντας μέχρι σήμερα την ενεργό του δράση, χωρίς όμως κάποια τεράστια παραγωγή (από το 1996 μέχρι και το 2009 ο Amenabar σκηνοθέτησε μόλις 5 ταινίες, με τελευταία την “Agora” και πρωταγωνίστρια την Rachel Weisz) έχει καταφέρει να προκαλεί με την κάθε του ταινία, το ενδιαφέρον του κοινού χάρη στο ιδιαίτερο περιεχόμενό τους και την στιλιζαρισμένη σε αρκετές στιγμές (μια εκ των οποίων και η σημερινή μας ταινία) σκηνοθεσία του, ενώ οι δουλείες του αποτελούν πρώτης τάξεως φεστιβαλικό υλικό, εάν κρίνουμε το πέρασμά τους από κάθε λογής κινηματογραφικό φεστιβάλ που υπάρχει ανά τον κόσμο.  Από αυτό της Βενετίας και του Βερολίνου, μέχρι τα Independent Spirit Awards, τα Goya και τα Bram Stoker Awards.
Η πρώτη full length ταινία του ήταν το “Tesis” το 1996, η οποία πραγματεύεται την ιστορία μιας νεαρής φοιτήτριας, η οποία στην προσπάθειά να κάνει τη διατριβή της σχετικά με τη βία, έρχεται σε επαφή με ένα snuff video στο οποίο βλέπει μια κοπέλα να βασανίζεται μέχρι θανάτου.  Μια κοπέλα μάλιστα που σπούδαζε στο ίδιο Πανεπιστήμιο.  Και αν αναρωτιέστε, το πιθανότερο είναι πως το “8ΜΜ” με τον Nicholas Cage και σκηνοθέτη τον Joel Schumacher, μάλλον επηρεάστηκε από αυτό εδώ το ταινιάκι (το οποίο παρεμπιπτόντως έχω δει χρόνια τώρα και πρέπει οπωσδήποτε να ανεβάσω στο blog).
Μετά το θριλερικά, άρτια δεμένο “Tesis” ο Amenabar πέρασε σε πιο δραματικά μονοπάτια, σκηνοθετώντας την Penelope Cruz στο “Open Your Eyes” (1997), ενώ το 2001 ακολούθησε το σημερινό μας “The Others” το οποίο αποτέλεσε την αιτία, προκειμένου πολλοί να πιστέψουν στο υποκριτικό ταλέντο της Kidman.  Λίγο αργότερα το 2004 ο σκηνοθέτης επανήλθε δυναμικά με ένα βιογραφικό δράμα, το “The Sea Inside” το οποίο κέρδισε το Oscar ξενόγλωσσης και έστειλε στα ουράνια την ήδη υπαρκτή φήμη του Javier Bardem.
Μετά και από την “Agora” δεν έχουμε μάθει κάτι νεότερο σχετικά με μια επικείμενη ταινία του Amenabar, αν και κάτι μας λέει πως όταν και αν τελικά αποφασίσει να επιστρέψει στα κινηματογραφικά δρώμενα, θα το κάνει πολύ καλά.

Το “The Others” είναι μια ταινία επηρεασμένη εν μέρει από τη νουβέλα “The Turn of the Screw” του Αμερικανού συγγραφέα Henry James, ο οποίος αποτέλεσε μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες του 19ου αιώνα, όσον αφορούσε τη λογοτεχνία της εποχής.
Το έργο του “The Turn of the Screw”, αποτελούσε στην ουσία μια ιστορία φαντασμάτων, ακριβώς δηλαδή όπως είναι και το “The Others”, δουλεμένο όμως με τέτοιον τρόπο από τον Amenabar ώστε να μην είσαι ποτέ σίγουρος (τουλάχιστον πριν από το ίδιο το τέλος) σχετικά με το τι συμβαίνει τέλος πάντων μέσα στην έπαυλη.
Η αλήθεια είναι πως τέτοιου είδους ταινίες που καταφέρνουν να στήνουν τόσο μαεστρικά μια ολόκληρη ιστορία πάνω σε υποθέσεις και εικασίες, και σου σερβίρουν την απρόσμενη τροπή των πραγμάτων, στο ζεστό και λαχταριστό τους τέλος, είναι απλά υπέροχο να τις παρακολουθείς.
Δυστυχώς σαν θεατές έχουμε πλέον δει πολλά, γεγονός που καθιστά δύσκολη τη πρόκληση του στοιχείου της έκπληξης.  Για τον λόγο αυτό κάθε φορά που ένας σκηνοθέτης καταφέρνει να προκαλέσει το μυαλό, το υποσυνείδητο ή απλά τη ματιά μας, κερδίζει extra πόντους στην κινηματογραφική μας συνείδηση, αφήνοντας συνήθως το συγκεκριμένο ‘έργο’ (το οποίο δε περιορίζεται στα όρια μιας ταινίας, καθώς μπορεί να μιλάμε για κάποιο μουσικό κομμάτι, έναν πίνακα, ένα γλυπτό και πάει λέγοντας) ανεξίτηλο στη μνήμη μας.  Ποιος μπορεί να ξεχάσει το απρόσμενο τέλος του “Psycho” του μεγάλου Hitchcock, ή του “The Sixth Sense” του Shyamalan, της-hands down-καλύτερής του ταινίας μέχρι σήμερα;  Κανείς.  Σκεφτείτε ακόμα και το ιδιαίτερο τέλος του “The Mist” που μπορεί να μην άρεσε σε πολλούς, σου προκαλούσε όμως το στοιχείο της έκπληξης που αποτελεί μέγα κομμάτι του σύγχρονου κινηματογράφου και οχι μόνο.  Και φανταστείτε οτι στην προκειμένη περίπτωση μιλάμε για μια μεταφορά του βιβλίου του Stephen King. Η πρόκληση ενδιαφέροντος, έκπληξης και ‘αυτό δε το περίμενα’ αντίδρασης, έχει κάθε φορά τα θετικά του.  Ιδιαίτερα όταν γίνεται με τον τρόπο που συναντάμε στο “The Others”.

Ο Amenabar στήνει με ατμοσφαιρικότητα και σκοτεινή ομορφιά τον μύθο μια γυναίκας εγκλωβισμένης μέσα στο ίδιο της το σπίτι.  Παρά το γεγονός οτι το ‘σπιτικό’ της οικογένειας είναι τεράστιο, η απουσία φωτός το κάνει να μοιάζει απειλητικό και απόλυτα κλειστοφοβικό την ίδια στιγμή, ενώ και το γεγονός οτι μοιάζει να είναι διαρκώς τυλιγμένο μέσα σε μια ομιχλώδη άχλη το κάνει να φαντάζει βγαλμένο μέσα από τον χειρότερο εφιάλτη.  Και η disturbing φύση του σπιτιού δε σταματάει εδώ.  Για του λόγου το αληθές, ρίχνουμε στο story δυο-φαινομενικά-άρρωστα πιτσιρίκια, τρεις υπαλλήλους που εμφανίζονται από το πουθενά δηλώνοντας οτι εργάζονταν στο σπίτι για την προηγούμενη οικογένεια (if you know what i mean), καθώς και μια μητέρα με την οποία κάτι δε πάει καλά, και έχουμε ένα θρίλερ που σου δημιουργεί ακριβώς την κατάλληλη, ζοφερή, ψυχική διάθεση.
Αποστραγγισμένη από οποιοδήποτε ‘ζωντανό’ και έντονο χρώμα, η φωτογραφία της ταινίας είναι εξαιρετική, με το σπίτι απομονωμένο μέσα σε μια σχεδόν λασπουριασμένη χλωρίδα, όπου στέκει έρμο και γιαγαντώδες.  Η παρουσία των ανθρώπων έρχεται σε έντονη αντίθεση με την κατά τα άλλα νεκρική σιγή που επικρατεί στην περιοχή, τονίζοντας ακόμα περισσότερο την αίσθηση οτι ο άνθρωπος είναι είτε ανεπιθύμητος σε εκείνο το κομμάτι του κόσμου, είτε απλά νεκρός.  Ακόμα και αν δε το έχει καταλάβει.
Ο ρόλος της Kidman είναι ιδιαίτερος και η απόδοση του χαρακτήρα της τελικά πετυχαίνει χάρη στην αξιοπρεπέστατη υποκριτική ικανότητα, την οποία επιδεικνύει εδώ.  Είναι ψυχρή, απόλυτη και χωρίς κανένα ουσιώδες, μητρικό χαρακτηριστικό, μιας που ενώ καταλαβαίνουμε οτι αγαπάει τα παιδιά της, εντούτοις φαίνεται την ίδια στιγμή απόμακρη από αυτά.  Καταφέρνει να κρατήσει μια εντυπωσιακή ισορροπία όσον αφορά το σταδιακό πέρασμα από την λογική που διαθέτει στο πρώτο μέρος της ταινία, στην τρέλα η οποία την καταπίνει στο δεύτερο μισό.
Τα παιδιά στο πλευρό της δίνουν και αυτά μερικές εξαιρετικές ερμηνείες, ωχρά και μονίμως με μια έκφραση επικείμενου κακού και θανάτου.  Στην ουσία μοιάζουν με ένα ζευγάρι μικρομέγαλων όντων, τα οποία σου δίνουν την εντύπωση πως ξέρουν, πως θυμούνται τι έχει συμβεί και απλά περιμένουν από την μαμά να το καταλάβει, να τα πάρει στην αγκαλιά της και να τους πει πως όλα θα πάνε καλά.  Τίποτα όμως δεν είναι όπως φαίνεται.

Ο Amenabar καταφέρνει να δημιουργήσει ένα έξοχο παιχνίδι μνήμης και λήθης κάτω από το πρίσμα ενός θρίλερ εποχής, προκαλόντας συναισθήματα φόβου, συμπάθειας και θλίψης.  Κάτω από έναν βαρύ ουρανό, η Grace καλείται να αντιμετωπίζει μια επαναλαμβανόμενη πραγματικότητα η οποία είναι τελικά χειρότερη από την ουσιαστική συνειδητοποίηση της τραγικής ιστορίας αυτής της οικογένειας.
Με σφιχτοδεμένη πλοκή, ανατριχιαστική ατμόσφαιρα (η τοποθεσία των γυρισμάτων είναι εκπληκτική), ωραίες ερμηνείες και ένα τέλος-αποκάλυψη, το “The Others” είναι ένα θρίλερ ή αν θέλετε ένα ήπιο horror movie με πολλές, καλές στιγμές που αξίζει να βλέπουμε μέχρι και σήμερα, ξανά και ξανά.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το καλό υπηρετικό προσωπικό σπανίζει, οτι είναι τόσο βαρετό να κλειδώνεις τη κάθε πόρτα προκειμένου να μπεις στο επόμενο δωμάτιο, και οτι όταν ακούσεις τη μητέρα σου να ουρλιάζει στον ύπνο της, να είσαι σίγουρος οτι κάτι δε πάει καθόλου καλά.  Μα καθόλου.

No trivia

Psycho: A boy’s best friend is his mother…

Καλημέρα καλημέρα!  Επιτέλους σήμερα επιστρέψαμε στο blogaki για να γράψουμε και τίποτα, μιας που χθες λόγο ευτράπελων, δε κατάφερα να ανεβάσω ταινιούλα.  Σήμερα θα γράψω για ένα από τα αριστουργήματα του κινηματογράφου, μια κατά κοινή ομολογία από τις καλύτερες ταινίες που πέρασαν ποτέ από το κινηματογραφικό πανί και φυσικά που δημιούργησε τη δική της απαράμιλλη, θριλερική σχολή.  Όπως θα έχετε καταλάβει, δε μιλάω για άλλη πέρα από το “Psycho” του μεγάλου Alfred Hitchcock, η οποία βγήκε τυπικά νικήτρια της τελευταίας μας ψηφοφορίας στη κατηγορία favorite movie opening sequences.  Για την ιστορία στη πρώτη θέση βρέθηκε το “Se7en” του Fincher, αλλά επειδεί γι’αυτό έχω ήδη ανεβάσει κριτική, περάσαμε στην αμέσως επόμενη η οποία ήταν το “Psycho”.  Χωρίς πολλές καθυστερήσεις λοιπόν, ξεκινάμε.

Η Marion Crane (Janet Leigh) είναι μια νεαρή γυναίκα που εργάζεται σε κάποιο γραφείο στο Phoenix.  Έχοντας μπουχτίσει από μια ζωή η οποία δε της φέρθηκε και τόσο δίκαια, θα αποφασίσει να κλέψει τα χρήματα ενός πελάτη του εργοδότη της, τα οποία ανέρχονται κάπου στις $40 χιλιάδες και να εξαφανιστεί.  Στο δρόμο για το ταξίδι της, θα σταματήσει για βραδινό ύπνο και ανασύνταξη σε ένα μοτέλ στη μέση του πουθενά (δε τα κάνουμε αυτά, τώρα το ξέρουμε).  Ο ιδιοκτήτης του μοτέλ, ένας περίεργος και μοναχικός νέος, ο Norman Bates (Antony Perkins) θα φροντίσει προκειμένου η Marion να νοιώσει σαν στο σπίτι της, παρέχοντάς της φαγητό και στέγη και προσπαθώντας να αφήσει έξω από το όποιο ‘παιχνίδι’ την ανακατώστρα, γηραία μητέρα του η οποία από τους τοίχους του διπλανού σπιτιού δεν ακούγεται να έχει και τόσο σώας τα φρένας.  Όταν λίγες μέρες μετά η αστυνομία και η αδελφή της Marion αναζητήσουν τα ίχνη της τα οποία έχουν πλέον χαθεί, τότε όλα θα τους οδηγήσουν στο μοτέλ δίπλα στον βάλτο.  Κάτι περίεργο συμβαίνει εκεί.  Κάτι που ξεπερνάει και την πιο τρελή φαντασία.  Κάτι που φτάνει τα όρια της ψύχωσης και που όταν αποκαλυφθεί, τίποτα πια δε θα είναι το ίδιο.  Και αν η ζωή δεν είχε φερθεί δίκαια μέχρι τότε στη Marion, τώρα μπορείς να πεις οτι υπέγραψε τη θανατική της καταδίκη…

Το “Psycho” αποτελεί αναμφίβολα το κορυφαίο δημιούργημα ενός κορυφαίου έτσι κι αλλιώς σκηνοθέτη, καθώς εκτός από το οτι κατάφερε να ανανεώσει το ίδιο το θριλερικό και μυστηριακό είδος ταινιών με τις οποίες καταπιανόταν ο Hitchcock, κατόρθωσε παράλληλα να θέσει και νέα όρια μέσα στα οποία θα μπορούσαν να κινούνται από εκεί και πέρα οι ταινίες και οι κινηματογραφικές προσπάθειες πολλών ακόμα σκηνοθετών.
Για τα δεδομένα της εποχής το “Psycho” ήταν μια φοβερά τρομακτική ταινία, αφού παρά το γεγονός οτι η μοναδική υπόνοια αίματος παρουσιάζεται στη σκηνή της δολοφονίας μέσα στη ντουζιέρα, εντούτοις η γρήγορη απομάκρυνση από τα μάτια των θεατών μέσα από το λούκι, η ασπρόμαυρη εικόνα και η ‘διάλυσή’ του με το νερό που έτρεχε, κατάφεραν να απομακρύνουν την εστίαση του κοινού από εκεί γρήγορα, έχοντας όμως χαράξει για πάντα μια εφιαλτική, και όμως τόσο ευφυή κινηματογραφική σκηνή στο μυαλό τους.
Όπως αργότερα παραδέχθηκε και ο ίδιος ο Hitchcock, οι σκληρές σκηνές της ταινίας (η δολοφονία της Marion από τη τρελή ‘μητέρα’, η δολοφονία του ντετέκτιβ στις σκάλες και τα οστέινα απομεινάρια της μάνας) αποτέλεσαν από μόνα τους μπόλικο υλικό οχι μόνο για αυτή τη ταινία του, αλλά για όλα τα μέχρι τότε φιλμ του.  Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μη χρησιμοποιήσει ξανά στις εναπομείναντες ταινίες του τόσο bold, βίαιες σκηνές, αφού και ο ίδιος θεώρησε πως ήταν αρκετές στο “Psycho”, προφανώς θεωρώντας οτι είχε φτάσει τους θεατές στα όρια τους και ένα ακόμα σοκαριστικό πλάνο θα ισοδυναμούσε με σπρώξιμο στον γκρεμό.  Βέβαια ο οριακά gore Hitchcosk έκανε τελικά την εμφάνισή του στα επακόλουθα “The Birds” (1963), με ένα χαρακτηριστικό βγάλσιμο ματιού και μπόλικα αιμάτινα ραμφίσματα από τους φτερωτούς φονιάδες.
To “Psycho” απέσπασε 4 υποψηφιότητες για Oscars, ανάμεσά τους για Καλύτερη Β΄ Γυναικεία Ερμηνεία για την Leigh και φυσικά Σκηνοθεσίας.  Το γεγονός οτι ο εκπληκτικός Antony Perkins δεν ήταν υποψήφιος, προτιμώ να το αφήσω ασχολίαστο.

Όπως γίνεται και με τις υπόλοιπες ταινίες του, το στοιχείο της ψυχανάλυσης και της φροϊδικής εξήγησης των καταστάσεων, παραμένει ενεργό και ίσως μάλιστα περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη του ταινία.  Στην τελική όλη η ουσία του φιλμ θα μπορούσε να συνοψιστεί και στη φράση του Bates: “A boy’s best friend is his mother”.  Και πράγματι, πόσες γενιές και γενιές ανδρών έχουν μεγαλώσει και έχουν γαλουχηθεί με την ιδέα οτι καμιά άλλη γυναίκα δεν θα τους αγαπήσει πότε τόσο πολύ όσο τους αγαπάει η μανούλα;  Πόσοι άνδρες δεν αναζητούν υποσυνείδητα μια σύντροφο που τους θυμίζει την μητέρα, τονίζοντας ακόμη περισσότερο την επιθυμία να τους συμπεριφέρονται τόσο στοργικά και τόσο εξωφρενικά ερωτικά, όσο ακριβώς και η μητέρα; Θα μου πείτε πολλοί και προφανώς έχετε δίκαιο.  Όπως θα έχετε και δίκαιο αν μου πείτε οτι το “Psycho” αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα, κινηματογραφικά παραδείγματα του Οιδιπόδειου συμπλέγματος ιδωμένου όμως από την ανάποδη.
Στην ουσία η ταινία βασίζεται στην ομώνυμη νουβέλα του Robert Bloch, ενός Αμερικανού συγγραφέα ο οποίος αρεσκόταν να σκαλίζει και να γράφει για θέματα μυστηρίου, τρόμου και επιστημονικής φαντασίας.  Αποτελούσε ένα από τα πιο γνωστά ονόματα στη κατηγορία της φανταστικής λογοτεχνίας, είχε κερδίσει πολλές διακρίσεις, ενώ το όνομά του συνδέθηκε για πάντα και με τη ταινία του Hitchcock, στην οποία είδε το βιβλίο του να παίρνει σάρκα και οστά.  Κυριολεκτικά.
Το “Psycho” αποτέλεσε από πολλές πλευρές μια νέα, κινηματογραφική εμπειρία, τόσο από πλευράς περιεχομένου, όσο και από την καθαρά τεχνική της σκοπιά.
Όπως είπαμε και παραπάνω, εάν κάποιος αποφάσιζε να εξετάσει την ταινία υπό το πρίσμα της ψυχανάλυσης, θα μπορούσε εύκολα να εντοπίσει ψήγματα ενός αρρωστημένου Οιδιπόδειου με τραβεστικές και ηδονοβλεπτικές προεκτάσεις, προβληματικής σεξουαλικότητας και λανθάνουσας αντίληψης περί του σωστού και του λάθους, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τη σχέση μητέρας-γιου.

Ο Bates είναι μια προσωπικότητα η οποία είναι καταδικασμένη από την αρχή σε μια μοναχική πορεία ζωής και αυτό γιατί (ακολουθεί μέγα SPOILER!!!) μετά από τον θάνατό της μητέρας του εδώ και δέκα χρόνια, ο ίδιος μην έχοντας καταφέρει ακόμη να αποδεχθεί τον χαμό της, αποφασίζει να την κρατήσει ζωντανή υποδυόμενος την.  Μέσα από μια περούκα και ένα κουρελιασμένο φόρεμα ο ‘καλός γιος’ κρατάει την εικόνα της μητέρας ζωντανή και ενεργή μέσα στο συγχυσμένο του μυαλό, έχοντας χάσει στην ουσία κάθε επαφή με τη πραγματικότητα.  Και όμως το ανδρικό του κομμάτι καταφέρνει να μείνει κατά έναν περίεργο τρόπο ενεργό, ακόμα και κάτω από αυτές τις συνθήκες.  O Bates αρέσκεται να βλέπει την Marion να γδύνεται, μέσα από τη μικροσκοπική τρύπα του γραφείου, βυθιζόμενος σε μια ηδονοβλεπτική μανία για την οποία νοιώθει την ίδια στιγμή καλά, αλλά και ένοχος (θυμηθείτε και τον James Stewart στο “Rare Window” οπού εκδήλωνε τις ηδονοβλεπτικές του ανάγκες, με έναν πιο εμφανή και προφανή τρόπο, αντικαθιστόντας τον αυνανισμό με μια μεταφορική αυνανιστική πράξη: το μανιώδες ξύσιμο του ποδιού που βρίσκεται στον γύψο).  Με τον ίδιο τρόπο ο Bates αντικαθιστά την ερωτική του διέγερση με τη δολοφονία.  Για τον λόγο αυτό έρχεται αργότερα η ‘μανούλα’, καθαρίζει το παλιοθήλυκο που νόμιζε οτι θα μπορούσε να της κλέψει τον γιο, η ισορροπία στη σχέση Bates-μητέρα αποκαθίσταται και τα πράγματα έρχονται και πάλι σε μια ισορροπία.
Πανέξυπνη η σύλληψη και η δημιουργία ενός τόσο ιδιάζοντος ερωτικού τριγώνου, το οποίο μπορείς επίσης να μη το πεις και τρίγωνο, αλλά δίγωνο (θεός φυλάξει, που είναι ο καθηγητής της Γεωμετρίας να με αφαλοκόψει;).  Και στη τελική μπορείς απλά να το πεις και φαντασιώσεις μιας αρρωστημένης μονάδας που δε κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει τη σχέση με την αποθανούσα μητέρα του.  Που και αυτή δε τη λες και την επιτομή της παραδειγματικής μητρικής φυσιογνωμίας, αν κρίνουμε από την ανεπανόρθωτη ζημιά που έχει γίνει στον γιο.  Η διχασμένη προσωπικότητα του Bates αποτελεί την αφορμή για την πιο iconic δολοφονία στην ιστορία του κινηματογράφου.  Και οχι μόνο…

Εκτός από τη θεματική του περιεχομένου, το “Psycho” έχει μείνει στην ιστορία για την εξαιρετική του σκηνοθεσία, καθώς και για μια πληθώρα έξυπνων στοιχείων που εισήγαγε, καθιστώντας το φιλμ ακόμα πιο σασπενδόρικο.  Για παράδειγμα εκείνη την εποχή είχε προκαλέσει τεράστιο σοκ στο κοινό, το γεγονός οτι η πρωταγωνίστρια δολοφονείται στο πρώτο μισό της ταινίας, και αφού οι θεατές είχαν ήδη ‘δεθεί’ μαζί της.  Έτσι ο Hitchcock κατάφερε να σπάσει μια μεγάλη μέχρι τότε ταινιακή σύμβαση, που ήθελε τους ήρωες ρωμαλέους και παρόντες, μέχρι το τέλος της ταινίας.  Η ιδέα μάλιστα του να ξεκινάει η ταινία με την Leigh (προκειμένου να δεθούν δηλαδή οι θεατές μαζί της) και οχι με τον Bates και τη μητέρα του, ανήκε στον σεναριογράφο Joseph Stefano, ο οποίος προέβει σε αυτή τη κίνηση, ακριβώς για να δημιουργήσει ακόμα μεγαλύτερη ένταση και να αποπροσανατολίσει εντελώς το εμβρόντητο από την εξέλιξη, κοινό.
Εξίσου παραδειγματικό ήταν και το φιλμάρισμα της σκηνής της δολοφονίας, οπού συνετά ο Hitchcock απέφυγε να δείξει το μαχαίρι να βυθίζεται στη σάρκα της Marion (ενώ θα μπορούσε), και προτιμώντας να βασίσει την αγριότητα της σκηνής σε ένα αριστοτεχνικά εκτελεσμένο και δεμένο μοντάζ, το οποίο άφηνε να εννοηθεί οτι η ηρωίδα έφαγε στο κορμί της τουλάχιστον εβδομήντα μαχαιριές!  Η ένταση της σκηνής η οποία φιλμαρίστηκε από κάθε πιθανή γωνία, ενισχύθηκε στον μέγιστο βαθμό χάρη στην πριονωτή θαρρείς μουσική συγχορδία του Bernard Herrmann η οποία μπορούσε να κάνει τις τρίχες στο σβέρκο σου να σηκωθούν.
Στο σύνολό της η σκηνοθεσία είναι σφιχτοδεμένη, με καλογραμμένους διαλόγους που ωθούν τη δράση, ατμοσφαιρική τοποθεσία και ένα υπέροχο twist που αποκαλύπτεται στο τέλος και αποτελεί ένα ακόμα ηχηρό χαστούκι στις αισθήσεις των θεατών.

Οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές βεβαίως βεβαίως και ιδιαίτερα από τον χαρισματικό Antony Perkins οι ρόλοι του οποίου μέχρι τότε απείχαν έτη φωτός από τον ψυχωτικό Norman, ο οποίος άλλαξε μια για πάντα το status quo του ηθοποιού έκτοτε.  Και μόνο το παρανοϊκό βλέμμα και χαμόγελο του Norman αρκεί για να κάνει το αίμα στου να παγώσει και να συμφωνήσει-δυστυχώς-πως στη περίπτωσή του ο καλύτερος φίλος ενός αγοριού, είναι η μητέρα του.  Απλά μοναδικός.
Το “Psycho” είναι ένα έργο τέχνης από αυτά που δε βλέπει κανείς εύκολα πια και όσοι καταπιάνονται μαζί τους, τους τρώει η μαρμάγκα (Gus Van Sant τη ανοησία ήταν αυτή να σκηνοθετήσεις καρέ-καρέ τη ταινία, ντύνοντας τον Vince Vaughn σαν ξεμωραμένη παλιόγρια;  Ντροπή!).  Δε χρειάζεται νομίζω να πω κάτι άλλο για αυτή την ταινία.  Ο ορισμός του θρίλερ και του τρόμου μαζί, και όλα αυτά κάτω από το πρίσμα ενός ιστορικού background που έχει πραγματικά να σου πει κάτι.  Ανεπανάληπτη.  Να τα λέμε αυτά.

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι δε σταματάς μόνη και έρμη σε ένα μοτέλ στην άκρη του πουθενά, οτι όταν δεις μάλιστα τον ιδιοκτήτη να χομπιάζεται βαλσαμώνοντας πουλιά, πρέπει να αρχίσεις να τρέχεις όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και οτι κρίμα γαμώτο γιατί ο Norman ήταν και ωραίος.  Ναι να το ξέρω οτι ήταν gay στη πραγματικότητα. God damn it!

TRIVIA

  • Ένας από τους λόγους που ο Hitchcock γύρισε την ταινία ασπρόμαυρη, είναι επειδή θεωρούσε οτι έγχρωμη θα ήταν πολύ gory.  Ο βασικότερος όμως ήταν οτι ήθελε να κάνει την ταινία με όσο το δυνατόν λιγότερα χρήματα.
  • Η Walt Disney είχε αρνηθεί στον σκηνοθέτει να κάνει γυρίσματα στην Disneyland στις αρχές του΄60 λέγοντας οτι είχε σκηνοθετήσει “εκείνη την απαίσια ταινία, Psycho”.
  • Στην αρχή της ταινίας ο Hitchcock έβαλε την Leigh να εμφανίζεται με ένα λευκό σουτιέν, τονίζοντας έτσι την αγγελικότητά της.  Αργότερα και αφού έχει κλέψει τα λεφτά, παρουσιάζεται με ένα μαύρο, επειδή πλέον έχει κάνει κάτι κακό.  Ομοιώς και με την τσάντα της η οποία είναι στην αρχή λευκή και αργότερα μαύρη.
  • Γυρίστηκε σε 30 μέρες.
  • Στα γυρίσματα ο Hitchcock απευθυνόταν στον Perkins ως “Master Bates”.
  • Αρχική ιδέα του σκηνοθέτη ήταν η σκηνή της δολοφονίας να είναι βουβή.  Όταν αργότερα άκουσε το μουσικό score του Herrmann, άλλαξε γνώμη.
(Πηγή IMDB)



Martha Marcy May Marlene: I don’t remember waking up this morning…

NEW ARRIVAL


Καλημέρα καλημέρα σας.  Χθες όπως καταλάβατε δεν ήμουν καθόλου καλά, οπότε αποφάσισα να σας αφήσω alone.  Sorry γι’ αυτό.  Σήμερα όμως δε θα μπορούσα να λείπω από τα κινηματογραφικά τεκταινόμενα, μιας που κάνουν την έξοδό τους αρκετές και καλές ταινίες.  Αρχικά έχουμε τον Eastwood και την ταινία του “J. Edgar”, αυτοβιογραφία του J. Edgar Hoover με πρωταγωνιστή τον Leondardo di Caprio.  Μετριοπαθείς οι κριτικές που έχει λάβει, αλλά φυσικά αυτό θα το διαπιστώσετε και από μόνοι σας από σήμερα.  Επίσης να μη ξεχνάμε το Σπιλμπεργκικό “War Horse” που απ’οτι κατάλαβα δεν είναι κακό, δεν είναι καθόλου κακό, μιας που θυμίζει περασμένα μεγαλεία και θυμώντας τα να κλαις.  Για όσους αρέσκονται στα sci-fi ταινιάκια, αλλά δε θέλουν να χάσουν και την ώρα τους, θα έλεγα να αποφύγουν το “The Darkest Hour” μιας που δεν έχει τίποτα περισσότερο να προσφέρει από αναμασημένη τροφή.  Εάν εξαιρέσουμε δηλαδή τους κακούς εξωγήινους υπό τη μορφή…ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων!  Τέλος, σε κάποιες αίθουσες θα κάνει την εμφάνισή του ο τελευταίος Κινέζος χορευτής του Μαο (“Mao’s Last Dancer”) ο οποίος είναι καλούλης.  Σήμερα όμως θα μιλήσουμε για το έτερο καλό, ανεξάρτητο ταινιάκι της χρονιάς (παρέα με το “Take Shelter”), το “Martha Marcy May Marlene”.  Μη τη χάσετε αυτή τη ταινιούλα.  Ξεκινάμε…

H Martha (Elizabeth Olsen) είναι μια νεαρή κοπέλα η οποία μόλις το έχει σκάσει από το κοινόβιο στο οποίο ζούσε τα τελευταία δυο χρόνια.  Με ένα τηλεφώνημα στην αδελφή της Lucy (Sarah Paulson) επιχειρεί να δώσει ένα τέλος στη περιπέτειά της, καθώς ούτε λίγο ούτε πολύ, η Martha αποδέχεται τη χείρα βοηθείας της, η οποία την εντοπίζει και την παίρνει μαζί της πίσω στον πολιτισμό, και το τεράστιο σπίτι οπού ζει μαζί με τον άντρα της Ted (Hugh Dancy).  Η Martha θα προσπαθήσει να ενταχθεί και πάλι στον σύγχρονο τρόπο ζωής, και να έρθει πιο κοντά με την οικογένειά της.  Τα φαντάσματα όμως του κοινοβιακού της εφιάλτη, δε θα την αφήσουν να ησυχάσει, καθώς αργά αλλά σταθερά θα αρχίσει να βυθίζεται σε μια παραληρηματική πραγματικότητα.  Χαμένη στο δικό της εγκεφαλικό λαβύρινθο, οι σκληρές αναμνήσεις της νομαδικής ζωής θα έρθουν να τη στοιχειώσουν, κάνοντας τη καθημερινότητα επικίνδυνη και το ‘τώρα’ επώδυνο.  Η αποκόλληση από το παρελθόν θα είναι πολύ δυσκολότερη απ’οτι φαντάστηκε και η πολυπόθητη βοήθεια δε φαίνεται να έρχεται από πουθενά…

Τα τελευταία χρόνια οι πρωτοεμφανιζόμενοι σκηνοθέτες φαίνεται πως έχουν βρει τη συνταγή της επιτυχίας.  Δεν εξηγείται διαφορετικά η εύστοχη καλλιτεχνική διάσταση των ταινιών τους, καθώς και η απήχησή τους, ιδιαίτερα στο indie κοινό.  Αναμφισβήτητα τα μεγάλα κινηματογραφικά φεστιβάλ από τα οποία φιλτράρονται αρχικά αυτές οι ταινίες, παίζουν το δικό τους ρόλο, προκειμένου να δημιουργηθεί το απαραίτητο hype και η προσμονή μιας ακόμη ‘ταινίας της χρονιάς’.  Το καλό της υπόθεσης βέβαια είναι οτι αυτή η υπερ-προβολή συγκεκριμένων φιλμ από φεστιβάλ όπως αυτό του Sundance και του Toronto, περιλαμβάνει συνήθως πραγματικά καλές ταινίες, που έχουν κάτι να σου πουν.  Είτε σκηνοθετικά, είτε ερμηνευτικά, είτε σεναριακά (ή σε μεγάλα κέφια, με όλα αυτά μαζί) ο ανεξάρτητος κινηματογράφος κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος, σφραγισμένος τις περισσότερες φορές από την εμφάνιση ενός νέου σκηνοθέτη.  Το “M.M.M.M” αποτελεί χαρακτηριστικότατη περίπτωση αυτής της ευτυχούς σύμπνοιας.
Ο Sean Durkin υπογράφει τη σκηνοθεσία και το σενάριο, αυτού του ψυχογραφήματος της μετα-αιρετικής πρωταγωνίστριας, χτίζοντας το δράμα του σταδιακά με πυγμή και φόντο το σκληρό, παγωμένο τοπίο των Catskill Mountains της Νέας Υόρκης, καθώς και τη χλωροφυλική πρασινάδα της κοιλάδας Hudson, στο Wisconsin.
Φεύγοντας από το Sundance με το Βραβείο Σκηνοθεσίας (για δράμα) στις αποσκευές του, ο Durkin έστρεψε τα βλέμματα όλων στη ταινία του και απέδειξε οτι δε χρειάζονται φανφάρες και υπερβολές προκειμένου να στήσεις ένα καλοδουλεμένο σενάριο χαρακτήρων.  Όταν δε το σενάριό σου συνοδεύεται και από μια τόσο αριστοτεχνική, ουσιώδη σκηνοθεσία, ε τότε δεν είναι διόλου περίεργο πως το “Martha Marcy May Marlene” αποτέλεσε ένα ακόμη από εκείνα τα ταινιάκια, που με το που τα δεις, περνούν αυτομάτως στο σύστημά σου ως μικρούλικα, ανεξάρτητα διαμαντάκια που κρύβονται πίσω από τα μεγαθηριακά ονόματα του Χόλιγουντ.  Όπως το “Another Earth”, το “Love” και το-χαμένο από κάθε βράβευση μέχρι τώρα- “Take Shelter”.  Ανακαλύψτε τα βρε!

Όπως και πέρσι όταν το “Winter’s Bone” είχε κάνει το μεγάλο μπαμ και κατάφερε να φτάσει μέχρι και τα Oscar με τις τέσσερις υποψηφιότητές του, έτσι και και φέτος η πορεία του “M.M.M.M” είναι ανάλογη και θα λέγαμε οτι παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με την ανεξάρτητη αποκάλυψη του 2011 (για εμάς στην Ελλάδα 2011, μιας που είχε αρχίσει να προβάλεται από σε διάφορα φεστιβάλ ήδη από το 2010).
H Debra Granik, σκηνοθέτης του “Winter’s Bone” θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πρωτοεμφανιζόμενη σκηνοθέτης, αν και μετρούσε στο ενεργητικό της μια ακόμα τουλάχιστον μεγάλου μήκους ταινία, το “Down to the Bone” (2004).  Όπως κι αυτή, έτσι και ο Durkin έκανε ένα ντεμπούτο φέτος που προκάλεσε αίσθηση.  Επίσης και οι δυο σκηνοθέτες μας γνώρισαν δυο εξίσου πρωτοεμφανιζόμενες, νεαρές ηθοποιούς.  Από τη μια πλευρά είχαμε πέρσι την Jennifer Lawrence η οποία τσίμπησε και την πρώτη της υποψηφιότητα για Oscaraki, ενώ φέτος έχουμε τη μικρότερη αδελφή των ανεκδιήγητα κακόγουστων και ανορεκτικών, αδελφών Olsen η οποία μοιάζει σαν όαση μπροστά τους.  Όμορφη και με ώριμο ταλέντο, η Elizabeth Olsen καθηλώνει με την παρθενική της εμφάνιση, σε μια ερμηνεία που συγκλονίζει.
Οι δυο ταινίες μετρούν και άλλες ομοιότητες μεταξύ τους, όπως την χαρακτηριστικότερη που είναι η εμφάνιση του ‘πληθρωικού’ John Hawkes σε παρόμοιους ρόλους.  Στο μεν “Winter’s Bone” υποδυόταν τον Teardrop, έναν λιγομίλητο, άξεστο αν και κατά βάθος ρεαλιστή τύπο ο οποίος είχε φάει τη ζωή με το κουτάλι εκεί στο Ozrak Mountain (από βουνό σε βουνό ο John), παίρνοντας και αυτός την υποψηφιότητα του για το χρυσό αγαλματάκι.  Στο δε “M.M.M.M” υποδύεται και πάλι έναν σκληροτράχηλο τύπο, αυτή τη φορά όμως στο ρόλο του Patrick, του αρχηγού/ψευδό-Μεσσία της επικίνδυνης αυτής αίρεσης.
Σκηνοθετικά και πάλι οι δυο ταινίες παρουσιάζουν έντονες ομοιότητες, καθώς λαμβάνουν χώρα σε βουνά, λαγκάδια και εξοχικά δάση, μακριά από τη πολύβουη πόλη και τον ασφαλτοστρωμένο πολιτισμό.  Αλλά μέχρι εκεί.

Η θεματολογική προσέγγιση του Durkin διαφέρει εντελώς από το οικογενειακό δράμα που αντιμετώπιζε η Lawrence.  Εδώ εμένει περισσότερο (ή μάλλον ολοκληρωτικά) στο δράμα της νεαρής πρωταγωνίστριας και την πάλη με το παρελθόν της.
Αν και στην ταινία του υπάρχει ένας εν δυνάμει κοινωνικός σχολιασμός για την σύγχρονη, τρέχουσα κατάσταση, εντούτοις και πάλι ο Durkin προτιμάει απλά να εντάξει την Martha σε αυτή τη σημερινή εποχή, και να επικεντρωθεί από εκεί και πέρα στην απογυμνωτική, ψυχολογική κατάρρευση της ηρωίδας.
Η παγκόσμια, οικονομική κρίση όπως την βιώνουμε όλοι, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, έχει τον αντίκτυπό της και στην ταινία, αν και εδώ λειτουργεί περισσότερο δικαιολογητικά, παρά ουσιαστικά.  Μια εκ των γυναικών της αίρεσης αυτής, κάνει ένα σχόλιο στο οποίο εμπεριέχεται όλη αυτή η κοσμοθεωρία: “Επιχειρήσεις θα κλείσουν, άνθρωποι θα μείνουν χωρίς δουλειά.  Πρέπει να είμαστε αυτάρκεις”, μοιάζει να λέει, δικαιολογώντας τις ακραίες συμπεριφορές των ομαδικών οργίων, της κοινοβιακής ζωής και της αίσθησης ως ‘άλλων παιδιών των λουλουδιών’ που αποποιούνται τα κοσμικά και ζουν με τους δικούς τους κανόνες.  Κανόνες που τους προετοιμάζουν για το τέλος του πολιτισμένου κόσμου που πλησιάζει.  Μπούρδες.  Όλα αυτά μόνο και μόνο προκειμένου να αποδώσει η πλύση εγκεφάλου και να πειστούν οι νεοφερμένες γυναίκες (οι οποίες προορίζονται αρχικά ως απλά σπερματοδοχεία, προκειμένου να αυξάνονται και να πληθύνονται τα μέλη του κοινοβίου) οτι η εναλλακτική μορφή ζωής θα αποτελέσει και τη σωτηρία τους.  Σε έναν κόσμο τσαρλατάνων και ψευδοπροφητών, οπού οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να πιστέψουν και να ελπίσουν σε κάτι, αυτοί οι τύποι ξέρουν τι κάνουν.  Και πως να το κάνουν.

Η σκηνοθεσία του Durkin είναι εξαιρετική.  Καταφέρνει και εγκλωβίζει στη κάμερά του όλη τη παγωμάρα και την αυξανόμενη ανησυχία της πρωταγωνίστριας.  Την τοποθετεί διαρκώς στην άκρη του πλάνου του (ελάχιστες είναι οι φορές που τη βλέπουμε κεντραρισμένη σε αυτό), ενώνει το σκοτεινό της παρελθόν με το ζοφερό παρόν με smouthαριστά περάσματα της κάμερας και ανεπαίσθητα cuts, και χρωματίζει το κόσμο της με αποχρώσεις του μπλε, του πράσινου και του γκρι, απορροφώντας όμως από αυτά κάθε αίσθηση ζωντάνιας και φωτός.
Μέσα σε αυτόν τον μουντό κόσμο, η Olsen δίνει ερμηνευτικό ρεσιτάλ.  Είναι τόσο ευχάριστο να βλέπεις πόσο αρμονικά μπορεί να συνδυαστεί η σκηνοθεσία με την ερμηνεία και να δώσουν ένα τόσο όμορφο, και ταυτόχρονα τόσο δραματικό αποτέλεσμα.
Η πορεία της προς τη τρέλα χτίζεται τμηματικά, μέσα από ένα διαρκές μπρος-πίσω και την διαρκή εναλλαγή παρελθόντος/παρόντος.  Η Olsen είναι εύθραυστη, απρόσιτη και σκληρή, ενώ την ίδια στιγμή είναι φοβισμένη, αδύναμη να επανενταχθεί και υπο μια διαρκή αίσθηση οτι την παρακολουθούν.  Αν και αυτή αποτελεί τη πρώτη της ταινία, αυτό δε φαίνεται πουθενά, καθώς μοιάζει σαν μια πεπειραμένη ηθοποιός, που δίνει μια ακόμη καλή εμφάνιση.  Η ερμηνεία της είναι στοιχειωτική, παραληρηματική και απαράμιλλης δυναμικής.
Στο πλευρό της ο Hawkes είναι και πάλι καλός, με περιορισμένη αλλά αρκετά στιβαρή ερμηνεία.  H Paulson στον ρόλο της μεγάλης αδελφής είναι ανέλπιστα καλή, ενώ ο Dancy περιορίζεται κάπως στο ρόλο του αρραβωνιάρη, καθώς ο ρόλος του σεναριακά δε του επιτρέπει μεγαλύτερη κινητικότητα.
Το “Martha Marcy May Marlene” είναι μια ταινία που πρέπει να δει κάθε σινεφίλ που σέβεται τον εαυτό του.  Τσεκάρετέ τη.

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι τα μεγάλα σπίτια μπορεί να είναι και σε ενοίκιο, οτι όταν το Stockholm Syndrome ζει και βασιλεύει και οτι η κοινοβιακή ζωή, δεν είναι όπως τη φαντάστηκα.

No trivia


Αύριο έχουμε ψηφοφορία με favorite indie ταινιούλες!  Σας περιμένω : )