ParaNorman: It’s not easy being one

Alloha guyz!  Σήμερα και μετά από πολύ καιρό, είπα να γράψω το κατιτίς μου και εγώ, για το “Paranorman” το οποίο περίμενα πως και πως να δω.  Και επειδή μάλιστα έχω να βάλω αρκετό καιρό μια πιο ανάλαφρη, animation ταινιούλα στο blog, ε νομίζω το Παρασκευοσαββατοκύριακο, το επιβάλει.  Αν λοιπόν δεν έχετε διάθεση για έξω, ρίξτε μια ματιά σε αυτό το ταινιάκι, και είναι σίγουρο οτι θα περάσετε καλά.  Ξεκινάμε λοιπόν.

O Norman είναι ένα παιδί πολύ διαφορετικό από τους συνομήλικούς του.  Ο λόγος είναι οτι ο Norman έχει τη δυνατότητα να βλέπει τους…νεκρούς, και να επικοινωνεί με τα φαντάσματά τους, σε καθημερινή βάση.  Αυτό έχει φυσικά ως αποτέλεσμα τα παιδιά του σχολείου να τον αντιμετωπίζουν σαν φρικιό, ενώ η ίδια του η οικογένεια να αντιμετωπίζει τη διαφορετικότητά του, ως κάτι για το οποίο πρέπει να ντρέπεται.  Συνεπώς, όπως φαντάζεται κανείς, ο Norman δεν είναι και το πιο κοινωνικό άτομο, καθώς εκτός από τις καθημερινές “επιθέσεις” που δέχεται από τον bully του σχολείου Alvin, οι επαφές του με ανθρώπους είναι στην ουσία μηδενικές.
Μια μέρα, και εντελώς τυχαία ο Norman θα γνωρίσει έναν πιτσιρικά που δέχεται επίσης τις προσβολές του τρομερού Alvin, τον χοντρούλη Neil.  O Neil θα βρει την μεταφυσική επικοινωνία του Norman άκρως ενδιαφέρουσα και θα του ζητήσει να τον φέρει σε επαφή με τον νεκρό του σκύλο, που έχει θαμμένο στην αυλή του σπιτιού του!  Με τα πολλά, τα δυο αγόρια θα γίνουν φίλοι και σύντομα θα μπλέξουν στην πιο “τρομακτική” περιπέτεια, όταν η κατάρα μιας μάγισσας-αξιοθέατο της μικρής πόλης, απειλήσει να κατασπαράξει το Blithe Hollow και όλους τους κατοίκους του.  Τώρα μόνο ο Norman είναι σε θέση να πολεμήσει με τα…ζόμπι και τη κακιασμένη μάγισσα και να σώσει τη πόλη του.  Τα πράγματα όμως δεν είναι πάντα όπως φαίνονται…

Αν το “Paranorman” σου θυμίσει κάπου το “Coraline”, μια ακόμη ολίγον μεταφυσική περιπέτεια με πρωταγωνίστρια εκεί, ένα μικρό κορίτσι, τότε μάθε οτι καλά κάνεις.  Ο λόγος είναι οτι ο σκηνοθέτης του “Coraline”, Chris Butler, ενώνει εδώ τις δυνάμεις του με τον έτερο σκηνοθέτη Sam Fell και δημιουργούν ένα πολύχρωμο, μπαρτονικό σύμπαν το οποίο έχει να σου πει πολλά αν το αφήσεις.  Ιδιαίτερα δηλαδή αν έχεις και εσύ μικρά αδέλφια, ανίψια, ξαδέλφια και πάει λέγοντας, τότε έχεις πετύχει διάνα ένα μιαμισάωρο απολαυστικής και διδακτικής τρομο-χαριτωμενιάς, η οποία σίγουρα θα σε αφήσει με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό σου.  Τώρα τα μικρά μέλη της οικογένειάς σου παίζει: ή θα τρέξουν κλαψουρίζοντας στη μαμά ή αν είναι τόσο bad ass όσο εσύ, θα βρουν το “ParaNorman” ένα εντυπωσιακό συνονθύλευμα χρωμάτων, καταστάσεων, γέλιου και έξυπνων ευτράπελων.  Ναι, ακόμα και αν δεν έχουν ιδέα τι πάει να πει “συνονθύλευμα”.
Βέβαια η επιτυχία της ταινίας (όσον αφορά την καθεαυτή της δημιουργία) ήταν μάλλον αναμενόμενη.  Μπορεί ο Butler να εκτελούσε χρέη story border-ά μέχρι πρότινος, με τη συμμετοχή του σε ταινίες όπως τα “Coraline” και “Corpse Bride”, αλλά το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το “ParaNorman” (το οποίο ταυτίζεται και με τη πρώτη, σεναριογραφική του απόπειρα) αποδεικνύει οτι ξέρει πολύ καλά τι κάνει.  Ακριβώς δηλαδή όπως και ο Fell που μετράει παρουσίες στα “Flushed Away” και “Τhe Tale of Desperaux”.

Η stop-motion τεχνική που χρησιμοποιείται και εδώ, είναι μια από τις πιο απαιτητικές και μπελαλίδικες, σκηνοθετικές διαδικασίες που μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς, και για τον λόγο αυτό το σύνηθες αποτέλεσμα είναι τόσο εντυπωσιακό και παράλληλα τρομακτικό (ιδιαιτέρως όταν ο δημιουργός απαιτεί κάτι τέτοιο).
Η αλήθεια είναι πως τη συγκεκριμένη τεχνική την έχουμε αγαπήσει ήδη από την εποχή που ο Tim Burton άρχισε να κάνει τα πρώτα του βήματα στο stop-motion animation, συνδυάζοντας την κάπως κατακερματισμένη κίνηση των ηρώων προς όφελός του, προσφέροντάς μας μερικά από τα καλύτερα και πιο μακάβρια animation που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια.  Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο το γεγονός πως πιο σύγχρονοι σκηνοθέτες, επιλέγουν να ακολουθούν αυτά τα μπαρτονικά βήματα, χρησιμοποιώντας τα ως μπούσουλα προκειμένου να δημιουργούν εκ νέου, μικρές, τρομακτικές ιστορίες που ανταποκρίνονται όμως τόσο σε μικρότερους, όσο και σε μεγαλύτερους θεατές.  Και αυτό είναι ίσως ένα από τα δυσκολότερα κομμάτια της δουλειάς τους.
Το “ParaNorman” είναι μια κλασική περίπτωση αυτού του είδους ταινίας, το οποίο αφενός προσπαθεί να πατήσει πάνω στην Burton διάσταση, αφετέρου να γίνει αρεστό και σε μικρότερες ηλικίες, κυρίως μέσω του ηθικού του διδάγματος, γεγονός το οποίο παρακολουθούμε κατά κόρον να συμβαίνει στις κλασικές παραγωγές της Disney.  Εδώ όμως επιτυγχάνεται μέσα από την συνηθέστερη μορφή που συναντούμε πλέον στα animation: τον συνδυασμό ελαφρο-horror και διδακτικών στοιχείων.

Ο Norman είναι ένα παιδί της σύγχρονης εποχής, γεμάτο από ζωηρή φαντασία και-γιατί οχι;- μεταφυσικές επαφές με τους νεκρούς (γεγονός βασικά που μοιάζει να λειτουργεί περισσότερο ως βασικός λόγος κοινωνικής απομόνωσης, παρά σαν καθεαυτή, χειροπιαστή πραγματικότητα).  Είναι ένα παιδί το οποίο όπως τόσα άλλα βρίσκονται στο περιθώριο, επειδή διαφέρει από τους υπόλοιπους, και επειδή τα παιδιά έτσι κι αλλιώς είναι σκληρά, είναι ιδανική η τοποθέτησή του εκτός των κοινά αποδεκτών νορμών του σχολείου, εξαιτίας αυτής του της ιδιαιτερότητας.
Το γεγονός αυτό βάζει από τη πρώτη στιγμή σε εγρήγορση τη σκέψη των θεατών, τους οποίους αναγκάζει να ταυτιστούν με τον μικρό πρωταγωνιστή κυρίως επειδή σε κάποια στιγμή της ζωής μας, όλοι τα έχουμε περάσει αυτά.  Το θέμα είναι τι κάναμε, πως αντιδράσαμε και πως τελικά το αντιμετωπίσαμε.  Και αυτή ακριβώς είναι και ολόκληρη η αξία του “ParaNorman: βλέπουμε δηλαδή πως ένα πιτσιρίκι καταφέρνει να γίνει ο μοναδικός local hero που μπορεί να βοηθήσει τη “θεραπεία” της πόλης του, χρησιμοποιώντας την διαφορετικότητά του (αυτή για την οποία όλοι τον κατηγορούν), ως σανίδα σωτηρίας.  Το άγνωστο δεν είναι απαραίτητα κακό και η δακτυλοδεικτούμενη διαφορετικότητα δεν είναι σατανική.  Αντιθέτως, είναι μεγαλόκαρδη.

Η σκηνοθεσία όπως περιμένεις είναι υπέροχα κομικίστικη, με έντονα χρώματα, spooky μουσικές νότες και εξόχως δημιουργημένους χαρακτήρες, εκφραστές της κάθε γενιάς (π.χ η αδελφή του Norman, είναι κλασική teenager, με ροζ πετσετέ φόρμα και σκουλαρίκι στον αφαλό), καθιστώντας έτσι το “ParaNorman”, σκέτη απόλαυση.  Όταν μάλιστα το βλέπεις και μη μεταγλωττισμένο στη original μορφή του, με τις φωνές των Kodi-Smit McPhee, Anna Kendrick, John Goodman, Casey Affleck και Leslie Mann, ε τότε είναι ακόμα καλύτερο.
Έτσι για να ξέρετε πάντως η ταινία κρύβει έναν μεγάλο, σεναριακό άσσο στο μανίκι της, ο οποίος δεν αποκαλύπτεται μέχρι και το τέλος περίπου, όταν όλο το σενάριο μπαίνει τότε στη θέση του και τα πράγματα γίνονται επιτέλους ξεκάθαρα και κατανοητά.
Το “ParaNorman” είναι ένα από τα καλύτερα φετινά animation (και κατά τη γνώμη μου και των τελευταίων ετών), αφού καταφέρνει να απενοχοποιήσει ακόμα περισσότερο το στοιχείο του τρόμου και να το ταιριάξει ιδανικά με ένα σωρό χιουμοριστικές ατάκες και αλλόφρονα ευτράπελα σε ένα διασκεδαστικό, αλλά και αποκαλυπτικό κυνήγι “μαγισσών”.  Δείτε την με τη πρώτη ευκαιρία και είναι σίγουρο οτι θα την ευχαριστηθείτε και εσείς.  Α, και ρίξτε και μια ματιά στους b-movie-στικους τίτλους τέλους.  Είναι χάρμα οφθαλμών!

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι τα gag σε αναφορές κλασικών, horror ταινιών ήταν super (βλ. “Τhe Exorcist” και “Friday the 13th”), οτι η ατάκα του Mitch στο τέλος είναι για εμάς, τα μεγάλα παιδιά και οτι o η μάγισσα κάποιον μου θυμίζει…


No trivia

                

The Secret World of Arietty: The ‘children’ of the underfloor

Καλησπέρα σε όλους και πάλι.  Αν και χθες δε πρόλαβα να ανεβάσω ταινιούλα, είπα να το κάνω σήμερα, έτσι για να μη φεύγουμε και πολύ από το πρόγραμμά μας.  Αποφάσισα λοιπόν να συνεχίσω τον Σεπτέμβρη, με μια ταινιούλα που είδα το καλοκαίρι, και που πραγματικά με εντυπωσίασε με την απλότητά των τόσο σοβαρών, αλλά και τόσο κατανοητών, ηθικών και ανθρώπινων μηνυμάτων της.  Μιλάω βεβαίως για το “The Secret World of Arietty”, ένα γιαπωνέζικο animation, από αυτά που αγαπάμε πάντα να βλέπουμε.  Κι αν αναρωτιέστε αν αξίζει τον κόπο, σας λέω οτι αξίζει.  Here we go.

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα αγόρι που το έλεγαν Sho.  O Sho λοιπόν (για να μιλήσουμε και σε ενεστωτικό χρόνο) είναι ένα παιδί, λίγο διαφορετικό από τα άλλα, μιας που υποφέρει από καρδιακά προβλήματα, τα οποία τον καθιστούν ανίκανο να τρέξει, να παίξει και να ζήσει σαν ένα φυσιολογικό παιδί.  Για τον λόγο αυτό, αποφασίζεται να επισκεφθεί το σπίτι της θείας του στην εξοχή, προκειμένου να προετοιμαστεί μέσα στη γαλήνη και την ησυχία του πράσινου κόσμου γύρω του, για την επερχόμενη, δύσκολη εγχείρηση στην οποία θα πρέπει να υποβληθεί.
Από την πρώτη μέρα κιόλας που πατάει το πόδι του στο πατρικό της μητέρας του και νυν σπίτι της θείας Shadako, θα έρθει αντιμέτωπος με μια περίεργη, μικροσκοπική οικογένεια που όπως θα αντιληφθεί, ζει κάτω από το πάτωμα του σπιτιού!  Πιο συγκεκριμένα, ο Sho, θα γνωρίσει την περιπετειώδη κόρη της οικογένειας Clock, Arietty, η οποία κάνει τα πρώτα της βήματα ως “borrower”.  Και τι είναι αυτό;  Είναι απλό.  Η οικογένειά της, δανείζεται ένα σωρό πράγματα από το σπίτι, προκειμένου να μπορέσει και εκείνη με τη σειρά της να ζήσει.  Κύβοι ζάχαρης, σπάγκος και ψίχουλα ψωμιού, είναι μερικά μόνο από τα-μικροσκοπικά για εμάς, τεράστια σε ποσότητα για εκείνους-αντικείμενα, που κάνουν την καθημερινότητά τους ευκολότερη.  Τι γίνεται όμως όταν η Arietty καταλάβει οτι η κάλυψή τους έχει προδοθεί και οτι επιπλέον, η υπηρέτρια του σπιτιού, ξεκινάει έναν αγώνα προκειμένου να ξετρυπώσει την τοσοδούλικη οικογένειά της, και να καρπωθεί τη ‘δόξα’ του ευρήματός της;  Και τελικά, ο Sho, είναι ένας ακόμη από εκείνους τους ανθρώπους που θέλουν το κακό της, ή ένας πραγματικός φίλος;

Η ταινία αποτελεί μεταφορά της νουβέλας “The Borrowers”, τη Βρετανίδας συγγραφέως για παιδιά, Mary Norton και παρά το γεγονός οτι το γνωστό σε όλους μας, Studio Chibli, ήθελε να προχωρήσει σε μια μεταφορά του συγκεκριμένου βιβλίου εδώ και…σαράντα χρόνια(!), τελικά κατάφεραν να οδηγήσουν την ιστορία σε παραγωγή, μόλις το 2009.
Αν και έχουμε συνηθίσει τον Hayao Miyazaki στον ρόλο του σκηνοθέτη, τέτοιων εντυπωσιακών, animation προσπαθειών, εντούτοις η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί σκηνοθετικό προϊόν του animator, Hiromasa Yionebayashi, ο οποίος είχε συνεργαστεί με τον Miyazaki και για άλλα animation, όπως τα αγαπημένα μας πια, “Howl’s Moving Castle”, “Ponyo” και “Spirited Away”.  Στη προκειμένη περίπτωση ο Miyazaki κράτησε τον ρόλο του production planner.
Παρά το γεγονός οτι η αναγνωρισιμότητά του, δεν έφτασε εκείνη άλλων κλασικών, japanese παραγωγών όπως το “Princess Mononoke” ή το “Spirited Away” που απευθύνονται έτσι κι αλλιώς, και σε λίγο μεγαλύτερα ‘παιδιά’, κατάφερε εντούτοις να σκοράρει παγκοσμίως γύρω στα $150 εκατομμύρια, πράγμα που έφερε έτσι την Arietty, τέταρτη, στην κατάταξη των πιο πετυχημένων εμπορικά, animation.
Όπως και να’ χει, μπορεί όντως δύσκολα να αγγίζει την αξία των προκατόχων του, παρόλα αυτά το “The Secret World of Arietty” έχει τη δική του απαράμιλλη γοητεία και παιδική αθωότητα, που το καθιστούν must see για τους fan, και οχι μόνο.

Η ιστορία ξεκινάει στην ουσία από τη στιγμή που ο Sho, φτάνει στο σπίτι της θείας του.  Από εκεί και πέρα η μια δράση πυροδοτεί την άλλη, και το πράγμα καταλήγει σε πανωλεθρία για την οικογένεια της Arietty, το μέγεθος της οποίας, δε της επιτρέπει να τα ‘βάζει’ με τους, κανονικού μεγέθους, ανθρώπους.
Σε αντίθεση όμως με το μέγεθός τους, τόσο οι Clocks, όσο και η Arietty συγκεκριμένα, διακατέχονται από ένα βαθύ ένστικτο επιβίωσης, το οποίο είναι αυτό που τους υποκινεί να παλεύουν μέρα με τη μέρα και να ζουν την κάθε τους στιγμή στο φουλ.
Αυτό αποτελεί στην τελική και την ουσία του συγκεκριμένου animation: η ανάγκη κάποιου να παλεύει και να μη παραδίνεται αμαχητί σε τίποτα.  Είτε αυτό λέγεται κακιασμένη υπηρέτρια που χώνει τη μύτη της εκεί που δε τη σπέρνουν, είτε λέγεται σοβαρό πρόβλημα υγείας.
Είναι όμορφο να βλέπεις πόσο αρμονικά και αβίαστα έχει συνδεθεί μέσα από την πλοκή, ο αγώνας του μικρού Sho, ο οποίος αντιμετωπίζει το πρόβλημα με τη καρδιά του, αλλά και ο γολγοθάς της οικογένειας των borrowers, για τους οποίους η κάθε μέρα είναι και ένα τεράστιο βουνό δυσκολίας.  Και όμως, δε τα παρατούν, αλλά συνεχίζουν να προσπαθούν για οτι καλύτερο μπορούν.  Η μητέρα φροντίζει το σπίτι, ο πατέρας κουβαλάει τα αγαθά, και με τη βοήθεια της Arietty, τα πράγματα δείχνουν ελπιδοφόρα.  Επειδή όμως μιλάμε για την παράδοση των Ιαπώνων, οι οποίοι όλο και κάτι θέλουν να σε διδάξουν μέσα από τα κινούμενα σχέδιά τους, οι ζωές και των δυο πλευρών δεν είναι και τόσο εύκολες, καθώς ο καθένας τους, καλείται να αντιμετωπίσει και από ένα εμπόδιο το οποίο θα αποκαλύψει στη συνέχεια, το είδος του ανθρώπου το οποίο είναι: λιγόψυχος ή αγωνιστής;

Το εξίσου ενδιαφέρον της υπόθεσης έχει να κάνει με το πως αντιμετωπίζονται οι κακοτυχίες από τους πρωταγωνιστές, αναφορικά μάλιστα και με το μέγεθός τους.
Από τη μια πλευρά ο Sho, αν και μπροστά στα μάτια της Arietty είναι ένας γίγαντας, εντούτοις στην αρχή της ταινίας (και σε ένα μεγάλο ποσοστό της), μοιάζει φοβισμένος για την επερχόμενη εγχείρηση, αγχωμένος και με μια απαισιόδοξη διάθεση στο μυαλό του, σχετικά με την έκβάσή της.  Αντιθέτως η γλυκιά Arietty, είναι αισιόδοξη, χαρούμενη και ζωηρή, παρά το γεγονός οτι η ζωή της απειλείται διαρκώς από πράγματα που εμάς μας φαίνονται τουλάχιστον αστεία: μια…ακρίδα, μια γάτα, ή η απουσία προσανατολισμού μέσα στον κήπο, μπορεί να αποτελέσουν θανάσιμο κίνδυνο για εκείνη και την οικογένειά της.  Και όμως, εκείνη αγωνίζεται και προσπαθεί, σε πείσμα όλων αυτών.
Επομένως θα έλεγε κανείς, οτι η δύναμη της ψυχής, δεν έχει να κάνει με το ύψος ή το μέγεθος, αλλά με τον τρόπο με τον οποίο αποφασίζεις να δεις τα πράγματα και με το κατά πόσο τελικά, πιστεύεις στον ίδιο σου τον εαυτό.  Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός οτι ο Sho εμψυχώνεται από την ατρόμητη Arietty, και παίρνει κουράγιο, καθώς στον αντίποδα αυτού, υπάρχει και η πραγματική φιλία που της προσφέρει απλόχερα εκείνος, καθώς και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης απέναντι στους ομοίους του.  Και αυτό είναι το σημαντικότερο μάθημα ζωής που παίρνουν και οι δυο.

Από πλευράς animation όπως μπορείτε να δείτε, μιλάμε για ακόμη μια φορά για την παραδοσιακή, επιτυχημένη συνταγή του στούντιο Chibli με τις πολύχρωμες, ζαχαρένιες του εικόνες, την κουκλίστικη πανδαισία αντικειμένων και τα υπερφωτισμένα πλάνα, που σε κανονική ταινία θα ανήκαν μάλλον αποκλειστικά στον Terrence Malick.
Μάλλον αδύνατον να της αντισταθεί κανείς, το “The Secret World of Arietty”, αποτελεί ένα ήπιων τόνων, οπτικοακουστικό θέαμα, που θα σας γεμίσει ζεστασιά και πιθανότατα θα ζωγραφίσει στο πρόσωπό σας, ένα θλιμμένο χαμόγελο.  Αν αυτό το animation ήταν μυρωδιά, σίγουρα θα ήταν μοσχομυριστά, σπιτικά, κουλουράκια κανέλας.  Δείτε το.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο καλύτερος τρόπος να κάνεις οικονομία, είναι να είσαι τόσο δα μικρός, οτι η παράφραση του human being, σε human bean, είναι πολύ εύστοχη, και οτι το κοκαλάκι της Arietty για τα μαλλιά, είναι μια πατέντα που όλα τα κοριτσάκια έχουμε δοκιμάσει κάποια στιγμή: αγαπημένο μανταλάκι.

Και μη ξεχνιόμαστε, ιαπωνέζικα με υπότιτλους.  Οχι μεταγλωτισμένο στα αγγλικά, έλεος!

No trivia

Nausicaa of the Valley of the Wind: A story of epic proportions

Καλή εβδομάδα σε όλους!  Λοιπόν πρέπει να παραδεχτώ πως έχω αρχίσει να ξεμένω από ιδέες σχετικά με το τι ταινίες να ανεβάσω στο blog, οπότε μάλλον θα κάνω τη κλασική μου στροφή, την οποία κάνω πάνω κάτω την ίδια περίπου, κάθε χρόνο, εποχή και θα ασχοληθώ με παλιό κινηματογράφο και μεγάλους δημιουργούς.  Φυσικά όταν οι συνθήκες το απαιτούν και στις αίθουσες βγαίνει κάτι άξιο λόγου, θα είμαστε εδώ για να το ‘κριτικάρουμε’ και να το σχολιάσουμε.  Για σήμερα λοιπόν, και επειδή ένα ασιατοφερόμενο feeling με έχει πιάσει αυτόν τον καιρό, θα ασχοληθούμε με ένα ακόμα, μεγάλο animation, του εξίσου μεγάλου Hayao Miyazaki.  “Nausicaa of the Valley of the Wind” λοιπόν.

Ο πλανήτης Γη όπως θα μπορούσαν κάποιοι να τον ξέρουν, έχει πλέον καταστραφεί.  Ο άνθρωπος για ακόμη μια φορά φρόντισε να βάλει το χεράκι του, και να ισοπεδώσει τον πλανήτη που τον ζει, κατακαίγοντάς τον στις “Επτά μέρες της Φωτιάς” (“Seven Days of Fire” όπως αναφέρεται στη ταινία).  Πολλά χρόνια μετά, μόνο ψήγματα ανθρώπινης ύπαρξης έχουν καταφέρει να επιζήσουν, δημιουργώντας μικρά χωριά και πόλεις, διασκορπισμένα στους πέντε ανέμους.  Ένα τέτοιο χωριό βρίσκεται και στην Κοιλάδα των Ανέμων, οπού η νεαρή, ειρηνοποιός πριγκίπισσα Nausicaa κάνει ότι περνάει από το χέρι της, προκειμένου να κρατάει ασφαλείς τους κατοίκους του, από τη Sea of Decay, μια άκρως τοξική περιοχή η οποία είναι απροσπέλαστη για τον άνθρωπο (χωρίς την κατάλληλη, αντιασφυξιογόνο μάσκα τουλάχιστον), ενώ κατοικείται και από μια πληθώρα εντόμων και περίεργων πλασμάτων.  Ανάμεσα σε αυτά, περίοπτη θέση κρατούν τα Ohms, κάτι τεράστια όντα που θυμίζουν οστρακόμορφη…βδέλλα, καβούρι και αράχνη.  Και ενώ ο ‘τοξικός βάλτος’ επεκτείνεται σιγά σιγά, απειλώντας να καταπιεί και την εναναπομείνουσα ανθρωπότητα, η Nausicaa είναι αποφασισμένη να τον αντιμετωπίσει με κατανόηση, αγάπη και αυτοθυσία.  Την ίδια στιγμή θα κλιθεί να αντιμετωπίσει και δυο αντίπαλα έθνη, τα οποία απειλούν να καταστρέψουν την Sea of Decay, προκειμένου να σώσουν τον πλανήτη όπως υποστηρίζουν.  Η Nausicaa και οι άνθρωποί της, θα βρεθούν στο μέσω ενός σκληρού πολέμου που αναμένεται να ξεσπάσει, με τη βοήθεια ενός αρχαίου κακού.  Και σαν να μη φτάνουν αυτά, οι ορδές των Ohms καραδοκούν, και ένα μικρό στραβοπάτημα, μπορεί να τους αφανίσει όλους, μια και καλή…

Η Nausicaa αποτελεί τη δεύτερη, μεγάλου μήκους ταινία του Myazaki, την οποία σκηνοθέτησε το 1984.  Όπως ήταν φυσικό, το σενάριο πέρασε για ακόμη μια φορά από τα χέρια του ίδιου, και το αποτέλεσμα ήταν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακό, όπως συνηθίζουν να είναι άλλωστε όλες οι δουλειές του.
Αν και σε μεταγενέστερες ταινίες του, το θέμα της ιερότητας της Φύσης και της προστασίας της, έχει παίξει πιο έντονα, εντούτοις βλέποντας κανείς τη Nausicaa μπορεί να θεωρήσει οτι η αρχή του, βρίσκεται ακριβώς εκεί.
Εκτός βέβαια από το χαρακτηριστικό του αυτό μοτίβο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η έντονα πολεμική/αντιπολεμική διάσταση της ταινίας, γεγονός που επίσης συναντάμε στις περισσότερες από τις νεότερες ταινίες του.  Και αν κάποιοι τον βρίσκετε πολύ μονότονο, ή βαρετό, ή και επαναλαμβανόμενο, να σας θυμίσω οτι μερικά από τα σπουδαιότερα ονόματα του κινηματογράφου, που πέρασαν στο πάνθεον των μεγάλων δημιουργών, έκαναν ακριβώς αυτό: ανανέωναν τους εαυτούς τους, μέσα από την διαρκή επανάληψη των ίδιων θεμάτων.

O Yasujiro Ozu ένας από τους τρεις μεγάλους του ιαπωνικού κινηματογράφου, καταπιανόταν πάντα με το ίδιο θέμα: την αναπόφευκτη πορεία της ανθρώπινης φύσης προς τα γηρατειά, τη διάλυση της οικογένειας για λόγους απλούς, καθημερινούς, την εκτίμηση των μικρών χαρών της ζωής, τη σοφία των γηρατειών, τη μοναξιά και τον θάνατο.  Εάν παρακολουθήσει κανείς τόσο τις προγενέστερες, όσο και τις μετέπειτα δουλειές του, θα διαπιστώσει πως όλες είναι εμποτισμένες με τα παραπάνω στοιχεία.  Ένα ακόμη παράδειγμα είναι και ο Ingmar Bergman, ο οποίος μελετούσε πάντα, και κάτω από το πρίσμα μιας φιλοσοφίζουσας διάθεσης, την αμείλικτη δύναμη του χρόνου, τοποθετώντας τους ήρωές του σε μια κατάσταση εσωτερικής διερώτησης, τις κρίσιμες, προ-θανάτιες στιγμές τους, σχετικά με το τι κατάφεραν στη ζωή, τι πέτυχαν, τι έδωσαν, τι πήραν και πιο το νόημά της (αν δηλαδή υπάρχει).  O Michelangelo Antonioni ήταν ένας καθαρά ‘ψυχρός’ σκηνοθέτης, ο οποίος πετούσε τους προβληματικούς του ήρωες στην αστική ζούγκλα, τους έφερνε αντιμέτωπους με τα αδιέξοδά τους και στο τέλος τους έδινε τη χαριστική βολή.  Στις ταινίες του μεγάλου Ιταλού σκηνοθέτη, οι ηρωίδες του είναι γεμάτες ενοχικά σύνδρομα, συναισθηματικά αδιέξοδα, ανίκανες να μοιραστούν το πάθος και τον έρωτα, ενώ οι άνδρες είναι παίκτες, αδιάφοροι και ψυχροί απέναντι στα προβλήματα των ωραίων γυναικών, τις οποίες δε μπορούν να βοηθήσουν.  Η λύτρωση των εσωτερικών αδιεξόδων δεν έρχεται στην ουσία ποτέ, και οι χαρακτήρες του Antonioni παραμένουν εγκλωβισμένοι εν μέσω μπετονιασμένων πολυκατοικιών και γκρίζων δρόμων.  Ακόμα και ‘νεότεροι’ σκηνοθέτες φαίνεται να διατηρούν ένα κάποιο καλούπι, όπως ο Woody Allen ο οποίος διατηρεί ένα μοτίβο συγκεκριμένο, φέρνοντας στο προσκήνιο (με πολλές φορές καυστικό χιούμορ) τις νευρώσεις της σύγχρονης-για τη κάθε περίοδο-γυναίκα, και τα συντροφικά της κολλήματα.
Έτσι λοιπόν ο Myazaki απλά αποδεικνύει πως ακόμα και αν κατασκευάζεις animations, μπορείς να ακολουθήσεις το δικό σου προσωπικό θέμα, να το εξελίξεις και να το καταστήσεις σήμα κατατεθέν.  Σεβασμός στη Φύση, αντιπολεμικές εικόνες, παράδοση, σεβασμός στο θεσμό της οικογένειας, ισχυρές φιλίες, αγνοί έρωτες;  Ας είναι.

Ο κόσμος της Nausicaa δεν είναι ακριβώς αγγελικά πλασμένος, αλλά μπορεί κανείς να εντοπίσει για ακόμη μια φορά την αστείρευτη φαντασία του δημιουργού της, ο οποίος καταφέρνει να καθιστά κάθε ταινία του ονειρική.
Και εδώ βλέπουμε πως ακόμα και οι ‘κακοί’ της υπόθεσης χαρακτηρίζονται από μια σκοτεινή ομορφιά, και από ζωηρά χρώματα τα οποία φυσικά είναι κατευθείαν βγαλμένα από ζωγραφική παράδοση αιώνων, στα πλαίσια της ιαπωνικής φυσικά κουλτούρας.
Στις ταινίες του Miyazaki δεν είναι φυσικά τυχαίο πως τα μικρά παιδιά και οι έφηβοι είναι αυτοί που αναλαμβάνουν να φέρουν εις πέρας τις ‘δύσκολες’ αποστολές, τις οποίες καθιστούν δύσκολες φυσικά, οι μεγάλοι, οι ενήλικοι.  Αυτοί προκαλούν τις καταστροφές, τους πολέμους, τα δράματα, αφήνοντας στη πιτσιρικαρία να βγάλει το φίδι από την τρύπα και πολλές φορές να πληρώσει πολύ σκληρά το τίμημα της δικής τους αφέλειας.  Φυσικά κάτι τέτοιο είναι αναμενόμενο, από έναν σκηνοθέτη που είναι ταγμένος στο να εξάπτει τη φαντασία των μικρών (αλλά και των μεγάλων) παιδιών, μέσα από ποικίλα ηθικά διδάγματα και θυμοσοφίες.

Το “Nausicaa of the Valley of the Winds” πατάει πάνω στα κλασικά θέματα του Miyazaki, με ένα υπέροχο animation, κλασικούς χαρακτήρες και όμορφο story.  Δείτε την και απολαύστε για ακόμη μια φορά τον μαγευτικό κόσμο του Miyazaki.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η Sea of Decay μοιάζει εκπληκτικά με τον κόσμο από το “Avatar” του Cameron.  Χμμ… Οτι η μουσική είναι υπέροχη και οτι το μεταφορικό μέσο της Nausicaa που το λες και turbo ανεμόπτερο είναι τέλειο!

TRIVIA

  • Η ονομασία Mehve, το όνομα που έχει δώσει η Nausicaa στο μεταφορικό της μέσο, βγαίνει από το “Mowe” που στα γερμανικά σημαίνει “seagull”.
  • Η απουσία έντονου χρώματος, έδινε σε πολλούς την εντύπωση πως η Nausicaa ήταν…γυμνή και οτι δε φορούσε καν εσώρουχο κάτω από τη φούστα της!  Αυτό δεν ισχύει αφού φοράει παντελόνι το οποίο τυγχάνει να είναι το ίδιο χρώμα με το δέρμα της (φαίνεται ξεκάθαρα), ενώ αυτό που αποκαλούν φούστα, είναι το κάτω μέρος του πανωφοριού της.
  • Επειδή δεν υπήρχε δυνατότητα προώθησής της, ο Miyazaki σκιτσάρισε και ένα comic προκειμένου να την προωθήσει.
  • O Miyazaki δυσανασχέτησε τόσο πολύ με την κόπια της ταινίας που κυκλοφόρησε international και είχε τόσα πολλά cuts, ώστε έστειλε στο Executive της Disney ένα σπαθί…σαμουράι και ένα σημείωμα που έλεγε: “No cuts”.
(Πηγή IMDB)

ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Alma, by Rodrigo Blaas

Princess Mononoke: Amongst Gods, spirits and true warriors…

Hello hello!  Σας χαιρετώ και σήμερα.  Χθες δεν ήμασταν μαζί, αλλά είπα σήμερα να γράψω στο blogaki για μια ταινιούλα την οποία είδα προχθές και την οποία αγάπησα παράφορα, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα με κάθε γιαπωνέζικο animation το οποίο βλέπω.  Σήμερα λοιπόν έχουμε “Princess Mononoke”, μια υπέροχη ταινία, από το μετρ του είδους, Hayao Miyazaki.  Για να δούμε.

Ένας νεαρός άρχοντας αποφασίζει να ξεκινήσει ένα ταξίδι επικών διαστάσεων (όπως αποδεικνύεται στη συνέχεια) προκειμένου να λύσει τη κατάρα με την οποία έχει ‘μολυνθεί’ το χέρι του, έπειτα από την εξολόθρευση ενός αγριόχοιρου/δαίμονα ο οποίος απειλούσε να καταστρέψει το χωριό του.  O Ashitaka αποφασίζει να αναζητήσει έναν τρόπο θεραπείας, ταξιδεύοντας προς τη Δύση σε αναζήτηση του παραμικρού στοιχείου που θα μπορέσει να τον λυτρώσει από την ολοένα και πιο θανατηφόρα κατάρα που τον έχει τυλίξει.  Στο δρόμο του θα βρεθεί αντιμέτωπος με έναν σκληρό πόλεμο που ετοιμάζεται να ξεκινήσει ανάμεσα σε μια αποικία ορυχείων, την Tatara και τους τοπικούς Θεούς του γειτονικού δάσος.  Η αρχηγός της αποικίας, Eboshi έχει βάλει σκοπό να εξολοθρεύσει τον Deer God που αποτελεί την πιο σεβαστή θεότητα του δάσους, προκειμένου να καταφέρει να οικειοποιηθεί τον εναπομείναντα χώρο, και να επεκτείνει τις δραστηριότητες της πολυπληθούς ομάδας της, που περιστρέφονται γύρω από την δημιουργία φονικών όπλων.  Την ίδια στιγμή ένα κορίτσι που έχει μεγαλώσει με τα πνεύματα των λύκων, η San, γνωστή και ως Princess Mononoke, αποφασίζει να υπερασπιστεί τη ζωή του δάσους και κάθετι που αυτό προστατεύει.  Στο πλευρό της θα βρεθεί και ο νεαρός Ashitaka.  Οι δυο τους, παρέα με τις ζωώδεις, πνευματικές μορφές του δάσους, θα προσπαθήσουν να σώσουν ότι απέμεινε.  Η προσπάθειά τους αυτή όμως, δεν έρχεται χωρίς θυσίες…

Αναμφίβολα ο Hayao Miyazaki αποτελεί μια από τις πιο αναγνωρίσιμες προσωπικότητες της σύγχρονης, ιαπωνικής, κινηματογραφικής κουλτούρας και οχι μόνο.
Μετρώντας στο ενεργητικό του εικοσιδύο μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες, ένα Οscar κερδισμένο εξαιρετικά από την Ακαδημία, για το υπέροχο “Spirited Away” (2001), μια ακόμη υποψηφιότητα για το εξίσου εκπληκτικό “Ηowl’s Moving Castle” (2004) και ένα σωρό ακόμη κερδισμένα βραβεία ανά τον κόσμο, δεν είναι να απορεί κανείς που καταφέρνει με κάθε του νέα ταινία, να βγαίνει στο προσκήνιο, αποδεικνύοντας ξανά και ξανά το αστείρευτο ταλέντο του.
Τα animation του Miyazaki διαπνέονται πάντα από έναν τεράστιο σεβασμό απέναντι στη Φύση, αλλά και την παράδοση της Ιαπωνίας η οποία τιμά μέχρι και τις μέρες μας τους αρχέγονους Θεούς της, κρατώντας τα ήθη και τα έθιμά της ζωντανά.
Ο μεγάλος αυτός σκηνοθέτης φροντίζει να κάνει εμφανές σε κάθε νέα του δουλειά, την μοναδική ομορφιά των αγροτικών, ιαπωνικών τοπίων, την ζωή των απλών βιοπαλαιστών, την αγνότητα και την χαμένη κατά πολλούς, παιδική αθωότητα, με τον ίδιο να γράφει τις περισσότερες φορές και τα σενάρια.
Στη προκειμένη περίπτωση το “Princess Mononoke” είναι μια επί της ουσίας ιστορία της παράδοσης, των ηθών, αλλά και της διττής ανθρώπινης προσωπικότητας, όπως αυτά μπορούμε να τα συναντήσουμε στην πατρίδα του.  Και φυσικά η μεγαλύτερη βάση δίνεται στην παγκόσμια, Πράσινη ολότητα που ακούει στο όνομα, Φύση.

Η τεράστια αναγνώριση σε παγκόσμιο επίπεδο των anime δεν ήταν κάτι που έγινε από την αρχή, αφού για πολλά χρόνια υπήρχε έντονη κριτική σχετικά με τις ‘δυσκολίες’ όσον αφορούσε την κατανόηση της τεχνικής που χρησιμοποιούσαν οι Ιάπωνες δημιουργοί (κυρίως λόγω έλλειψης πόρων) και της σχετικής απουσίας ρευστότητας και πλαστικής κίνησης των ταινιών τους.  Η Αμερική είχε μάλιστα αποτελέσει από πολύ νωρίς, έναν από τους βασικούς πολέμους του japanese style, επειδή στην ουσία δε φαίνεται να έβλεπαν πέρα από την ανιματζίδικη μορφή της.
Είναι γεγονός πως οι σκηνοθέτες είχαν καταπιαστεί από την αρχή με θέματα που είχαν να κάνουν με τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, την αγάπη προς την Φύση και παντός είδους οικολογικά μηνύματα, τα οποία ίσως και να φαίνονταν στον Δυτικό κόσμο, μονότονα και ξένα.
Όταν αρκετά αργότερα οι αγορές άνοιξαν και το είδος του anime άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο διάσημο στη Δύση (την αρχή έκανε την δεκαετία του ΄80 το εξαίρετο, cyberpunk διαμάντι, “Akira”) τότε μόνο η προσοχή του κόσμου στράφηκε στην γιαπωνέζικη κουλτούρα, η οποία ξαφνικά βρισκόταν παντού.  Η τηλεόραση και ο κινηματογράφος κατακλύστηκαν από χαρακτήρες με τεράστια, ολοστρόγγυλα μάτια, πολύχρωμα μαλλιά, εντυπωσιακές σκηνές δράσης, κωμωδίας και έντονου δράματος, ενώ και η σχεδόν τραγουδιστή γλώσσα τους, έγινε το σήμα κατατεθέν της εισαγόμενης επιτυχίας.  Έκτοτε ο δρόμος είναι ανοιχτός, οι Ιάπωνες δημιουργοί μας χαρίζουν μοναδικά έργα τέχνης και τα σκυλιά είναι ακόμα δεμένα.  Προσωπική μου γνώμη είναι πως-συγκεκριμένα-το αμερικάνικο style έχει παρέλθει, αφού έχει γίνει βαρετό και παρωχημένο.  Ακολουθεί το ευρωπαϊκό το οποίο έχει και φαντασία και χάρη, αλλά ακόμα στην κορυφή το γιαπωνέζικο animation διατηρεί μια φυσική και απαράμιλλη ομορφιά.

Ο Miyazaki επέστρεψε το 1997 στα αγαπημένα, οικολογικά του θέματα, με ένα animation υπέροχων προθέσεων και μοναδικής αξίας.
Οι χαρακτήρες είναι δουλεμένοι με περίσσια αγάπη και ουσιαστική ανάγκη προστασίας ετούτου του κόσμου, της Φύσης μέσα στην οποία γεννιόμαστε και πεθαίνουμε.
Σίγουρα δεν είναι τυχαίο το γεγονός οτι ο Miyazaki δημιούργησε αυτό το έργο, σε μια δεκαετία οπού τα οικολογικά προβλήματα είχαν αρχίσει να κάνουν την επικίνδυνη εμφάνισή τους.  Συνεπώς δε θα ήταν υπερβολή εάν λέγαμε οτι το “Princess Mononoke” λειτουργεί ως μια παραβολή ή ως μια μεταφορά, στην οποία παρακολουθούμε την μανία του σύγχρονου ανθρώπου, να καταστρέψει το φυσικό του περιβάλλον, για καθαρά προσωπικούς και εγωιστικούς λόγους.
Η αρχόντισσα Eboshi φαίνεται να διψάει για ισχύ και επιδιώκει να κατασκευάζονται στο χωριό της, ολοένα και περισσότερα όπλα (πιστόλια, καραμπίνες κ.α) από καυτό μέταλλο.  Την ίδια στιγμή δυο νέα παιδιά, πασχίζουν και αγωνίζονται για τον καλό του δάσους, ενός δάσους που στην ουσία αντικατοπτρίζει ολόκληρη την σύγχρονα, παραπαίουσα Φύση μας.
Οι Ιάπωνες όμως δε το παρουσιάζουν αυτό με τρόπο απλό και άνευ σημασίας.  Η βιωσιμότητα των ανθρώπων βασίζεται στον σεβασμό της Φύσης, η οποία με τη σειρά της δεν είναι ένα άψυχο πράγμα.  Είναι ένα ον με ζωή, πάλλεται και αναπνέει κάθε στιγμή, κάθε δευτερόλεπτο.  Ένα σωρό πλάσματα, Θεοί και στοιχειά την κατοικούν, όντα που είναι υπεύθυνα για την ισορροπία των πραγμάτων και της τάξης πάνω στον πλανήτη.  Και αν θανατωθούν, οι συνέπειες για το ανθρώπινο είδος θα είναι ολέθριες…

Ανάμεσα στα έργα του Miyazaki (προσπαθώ να τα δω όλα), σίγουρα το “Princess Mononoke” κρατάει περίοπτη θέση, ακριβώς γιατί καταφέρνει να συνδυάσει την παραδοσιακή ομορφιά των animation, την κλασική ιστορία της σύγκρουσης ανθρώπου/Φύσης και το ολοκληρωτικά ονειρικό σκηνικό (το οποίο πολλές φορές μπορεί να προέρχεται όμως και από τους χειρότερους εφιάλτες).
Το “Princess Mononoke” είναι μια ταινία για όλη την οικογένεια, αφού περνάει τα δικά της μηνύματα με τρόπο αξιόλογο.  Δείτε την όσο πιο σύντομα μπορείτε, και μη τρομάξετε από την δίωρη διάρκειά της.  Πιστέψτε με, αξίζει τον χρόνο σας.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι δε πρέπει ΠΟΤΕ να βλέπεις ένα animation ντουμπλαρισμένο.  Οι φωνές των original ηθοποιών, δεν συγκρίνονται καν με αυτές των Αμερικανών που είναι επιεικώς για ξέρασμα.  Οτι ο κόσμος του δάσους είναι μαγικός, και οτι ο Deer God μοιάζει περίεργα τόσο με άνθρωπο, όσο και με ζώο.  Προσέξτε το και τα συμπεράσματα δικά σας.

No trivia

ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Last Samurai

The Adventures of Tintin: The magic is real

Γεια σας γεια σας!  Χρόνια Πολλά σε όλους, με υγεία και χαρά και μπλα μπλα μπλα όλα αυτά τα εορταστικά και γλυκούλικα πραγματάκια που λέμε κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, άντε και λίγο στο ενδιάμεσο.  Πέρα από τη πλάκα αυτό που εύχομαι είναι υγεία σε όλους και όλα τα άλλα έπονται.  Λοιπόν ελπίζω να περάσατε όλοι ήρεμες διακοπές, να χαλαρώσατε και να γεμίσατε μπαταρίες.  Σιγά σιγά επιστρέφουμε και πάλι στη καθημερινότητά μας, οπότε επιστρέφω και εγώ στο αγαπητό μου blogaki.  Σήμερα λοιπόν είπα να ξεκινήσουμε με κάτι ανάλαφρο και ιδανικό για περίοδο διακοπών, τις ‘Περιπέτειες του Τεν Τεν’.  Για να δούμε…

Ο Tintin είναι ένας νεαρός, δυναμικός δημοσιογράφος που έχει την τάση να χώνει την μύτη του εκεί που δεν πρέπει, όπως δηλαδή κάθε σωστός δημοσιογράφος που σέβεται τον εαυτό του.  Το επάγγελμά του αυτό, τον έχει οδηγήσει πολλές φορές σε επικίνδυνους δρόμους, κακοποιά στοιχεία και μοναδικές αποκαλύψεις που έρχονται στο φως, και τις οποίες σαν πιστός οπαδός της αλήθειας, φροντίζει να ενισχύει με κάθε πιθανό τρόπο.  Ο Tintin δεν έχει κανένα πρόβλημα να εμπλέκεται σε ένα σωρό περίεργες περιπέτειες προκειμένου να αποδείξει οτι το δημοσιογραφικό του δαιμόνιο και η μύτη λαγωνικού που διαθέτει παραμένουν ενεργά υπόθεση την υπόθεση.  Αυτή τη φορά όμως, καλείται να εξιχνιάσει ένα μυστήριο το οποίο έχει τις ρίζες του στα παλιά χρόνια και πιο συγκεκριμένα τότε που οι πειρατές λυμαίνονταν τις θάλασσες, λεηλατούσαν και έβαζαν στο χέρι τεράστιες ποσότητες χρυσών λιρών και αμύθητων θησαυρών.  Όταν μια μέρα ο κοκκινομάλλης δημοσιογράφος ανακαλύψει στο παζάρι ένα όμορφο ιστιοφόρο, θα το κάνει δικό του αμέσως.  Την ίδια στιγμή όμως περίεργα άτομα θα αρχίσουν να εμφανίζονται στη ζωή του, διεκδικώντας αυτό το καράβι-μινιατούρα και ενισχύοντας τελικά ακόμη περισσότερο την πεποίθηση του Tintin πως κάποιο μυστικό κρύβεται πίσω από αυτό.  Όταν τα πράγματα αρχίσουν να γίνονται επικίνδυνα και ένας πλούσιος κληρονόμος, ο Sakharine, βάλει στο μάτι το θαλασσινό αυτό ‘μοντέλο’, τότε ο Tintin με τη βοήθεια του μπεκρή καπετάνιου Haddock, θα ξεκινήσει μια περιπέτεια άνευ προηγουμένου προκειμένου να αποκαλύψει το μεγάλο μυστικό του ‘Μονόκερουυ’.  Υπερατλαντικά ταξίδια, επικίνδυνοι άντρες, ανελέητο κυνηγητό και μοναδικές, απογονικές αποκαλύψεις πρόκειται να συνθέσουν το περιπετειώδες παζλ των δυο πρωταγωνιστών.

Όταν έχεις τον Steven Spielberg στη καρέκλα του σκηνοθέτη και του παραγωγού, τον Peter Jackson επίσης στη θέση του παραγωγού και τον ταλαντούχο Edgar Wright (“Hot Fuzz”, “Shaun of the Dead”, “Scott Pilgrim vs. the World”) στη θέση του σεναριογράφου, τότε δε μπορεί παρά το αποτέλεσμα να είναι άκρως επιτυχημένο.  Και όντως ήταν.
Ο Tintin έχει αποτελέσει έναν από τους πιο αναγνωρισμένους καρτουνίστικους χαρακτήρες που υπήρξαν ποτέ, χάρη στη φαντασία και την δημιουργικότητα του ‘πατέρα’ του Herge.
Γεννημένος υπό το όνομα George Remi στις 22 Μαΐου του 1907 στις Βρυξέλλες, ο Remi-Herge είχε δείξει από πολύ νωρίς τις ικανότητές του στη ζωγραφική, αυτοδίδακτος καθώς ήταν και χωρίς κάποια προηγούμενη εμπειρία.  Η πρώτη του προσπάθεια η οποία δημοσιεύθηκε, ήταν ένα cartoon που έφερε τον τίτλο “The Adventures of Totor”.  Στη συνέχεια ακολούθησαν πολλές ακόμη ευκαιρίες για το κομικίστικο ιλουστράρισμα περιοδικών και εφημερίδων, μέχρι τη στιγμή που ο Herge βρήκε τη δική του πορεία στο πρόσωπο ενός μικροκαμωμένου, Βέλγου δημοσιογράφου εν ονόματι, Tintin.  Μέχρι το 1930 λοιπόν η εμφάνιση του πρώτου τεύχους του νεαρού ήρωα, ήταν γεγονός.  O “Tintin and the Land of Soviets” αποτέλεσε την αρχή μιας ένδοξης πορείας η οποία έμεινε ανεξίτηλη στο πέρασμα του χρόνου.  Τρανή απόδειξη οτι 80 χρόνια μετά ο Spielberg προχώρησε το όραμα του Herge λίγο παραπέρα.  Και πιο συγκεκριμένα στην 3D του διάσταση.

Για να πω και την αλήθεια μου, δεν έχω διαβάσει ποτέ κάποιο comic του Tintin και συνεπώς πρόκειται να αναφερθώ αποκλειστικά και μόνο σε αυτά που μου προσέφερε η ταινία.  Φαντάζομαι οτι θα υπήρξαν αρκετές αντιδράσεις από τους fan του comic (πάντα υπάρχουν), αλλά εγώ θα μιλήσω γι’ αυτό που απόλαυσα στην οθόνη του σπιτιού μου.  Και που ήταν τελικά πολύ πολύ καλό.
Αν και η απουσία του από την κατηγορία Καλύτερου Animated Film στα Oscars προκάλεσε αίσθηση, μιας που ο Spielberg αποτελούσε από πάντα ένα από τα αγαπητά παιδιά της Ακαδημίας, εντούτοις αυτό δεν αποτέλεσε μετρήσιμο κριτήριο σχετικά με την αξία του animated Tintin.
Η τεχνολογική πρόοδος και η επαναστατική εμφάνιση των CGI γραφικών, αποτελεί κατά πολλούς μια από τις πληγές του κινηματογράφου τα τελευταία χρόνια.  Όταν μάλιστα συνδυάζεται και με το πολυφορεμένο ήδη 3D τότε πράγματι μπορούμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα οτι όντως ίσως και να έχει παραγίνει το κακό.  Παρόλα αυτά πολλές φορές φαίνεται να ξεχνάμε το γεγονός οτι υπάρχουν ακόμα προσπάθειες που ενισχύονται ακόμα περισσότερο, τόσο από την animated αισθητική, όσο και από το καλοφτιαγμένο 3D.  Οι Περιπέτειες του Tintin, ανήκουν σε αυτή ακριβώς την κατηγορία.

Δε ξέρω πόσο αποτελεσματική θα ήταν μια live action εκδοχή του Tintin, αλλά η ανιματζίδικη version της ήταν εντυπωσιακά καλή.  Γεμάτο δράση και σασπένς, το σενάριο της ταινίας θα μπορούσε να αποδοθεί ιδανικά σε μια ταινία με κανονικούς χαρακτήρες, παραπέμποντας σε ντισνεϊκές περιπέτειες που συνδυάζουν το τσαγανό του Indiana Jones, και την χαριτωμένη αφέλεια των ποικίλων χαρακτήρων που έχουν περάσει από τα μεγαλόπρεπα στούντιο της εταιρίας.
Δίνοντας την αίσθηση μιας απόκοσμης-μερικές φορές και με τη καλή έννοια- ρεαλιστικότητας (υπήρχαν σκηνές που νόμιζα πως παρακολουθούσα άλλη ταινία) και με μια πανδαισιακή, χρωματική παλέτα, ο Tintin δε γίνεται να σε αφήσει αδιάφορο μπροστά στις εντυπωσιακές του περιπέτειες και τα υποβόσκοντα ηθικά διδάγματα που προκύπτουν από αυτές.
Η σκηνοθεσία αναμφίβολα καλή (ο Spielberg βρίσκεται στο στοιχείο του), η υπόθεση ζωντανή και ενεργητική μέχρι τέλους, χωρίς την παραμικρή κοιλιά.  Οι ήρωες καλογραμμένοι και με έντονα φλεγματικές, βρετανικές φωνές.  O πάλαι ποτέ “Billy Elliot”, Jamie Bell δανίζει τη φωνή του στον νεαρό πρωταγωνιστή, o Andy Serkis είναι ο καπετάνιος με το θολωμένο από το αλκοόλ βλέμμα, ο Daniel Craig δανείζει την τραχιά του φωνή στον κακό της υπόθεσης, Sakharine, ενώ το αξιολάτρευτο δίδυμο Frost-Pegg απαρτίζουν το χαζοβιόλικο ζευγάρι των αστυνομικών Tomson and Tomson.

Το 3D απλά απογειώνει το τεντενίστικο animation, καθιστώντας άκρως εντυπωσιακά τα πλάνα με το πειρατικό καράβι στη θάλασσα, την αχανή έρημο και την απόδραση κάπου στο τέλος (ok φτάνουν τα spoilers).  Η δράση είναι ασταμάτητη, ενώ ακόμα κι αν κάποιος δεν έχει ιδέα σχετικά με το ιστορικό background του Tintin ως ήρωα, μπορεί πολύ εύκολα να παρακολουθήσει την ιστορία, καθώς υπάρχουν πολλά στοιχεία που παρουσιάζουν την προσωπικότητα του ήρωα με τρόπο απλό, κατανοητό και άκρως περιεκτικό.
Σίγουρα στα συν πρέπει να βάλουμε την μουσική επένδυση του John Williams, ενός από τους πιο αναγνωρισμένους συνθέτες κινηματογραφικής μουσικής, τον οποίο συναντούμε σχεδόν πάντα στο πλευρό του Spielberg και οχι μόνο.  Άξια αναφοράς είναι και τα opening credits τα οποία παρουσιάζουν μια έντονη ομοιότητα με αυτά του “Catch Me If You Can”, και πάλι από τα χεράκια του Steven.
To “Τhe Adventures of Tintin” είναι μια ταινία για όλη την οικογένεια, την οποία σίγουρα θα απολαύσουν όλα τα μέλη της, ανεξαρτήτως ηλικίας.  Με σεβασμό απέναντι στη κληρονομιά του Herge και καλλιτεχνική μαεστρία, ο Spielberg αποδεικνύει οτι τα καταφέρνει περίφημα ακόμα και σε αυτό το είδος ταινίας.  Κάπου μέσα σε αυτή μάλιστα, πετάει και μερικά slow motion πλάνα ή εικόνες οι οποίες μεταμορφώνονται σε κάτι άλλο (όπως για παράδειγμα το εντυπωσιακό πέρασμα από την πραγματικότητα στις αναμνήσεις, και από την εικόνα της ερήμου σε αυτή της φουρτουνιασμένης θάλασσας).  Αν δε την έχετε δει, προτιμήστε την όσο ακόμα τα σχολεία είναι κλειστά και οι μέρες του ρεπό ακόμα μπροστά σας.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η φωνή του Tintin Μου θύμιζε πολλές φορές αυτή του Jude Law, οτι είναι πολύ πιο αξιοπρεπής από πολλά σκουπίδια που πασάρονται ως καλές ταινίες και οτι ο Craig στον ρόλο του Sakharine είναι διαβολικά καλός.

TRIVIA

  • Αποτελεί την πρώτη animated ταινία του Spielberg
  • Ενδιαφέρον είχε δείξει και ο Roman Polanski για τη σκηνοθεσία της
  • O Spielberg είχε τα δικαιώματα της ταινίας από το 1983!  Μόλις πρόσφατα όμως αποφάσισε να την γυρίσει και μάλιστα ψηφιακά.
(ΠΗΓΗ IMDB)
ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Fan made opening credits for Tintin, by James Curran

Akira: Neo-Tokyo is burning…

Χαιρετώ και πάλι!  Τι κάνουμε;  Ήθελα να κάνω μια ερώτηση επί τη ευκαιρία, που είναι σχετική με τα post του Blog και συγκεκριμένα την εμφάνισή τους στο Facebook.  Δε ξέρω τι ακριβώς συμβαίνει, αλλά εδώ και κάνα δυο βδομάδες, όποτε προσπαθώ να κάνω copy-paste το την http διεύθυνση του post στο fb, αυτό βγαίνει χωρίς τίτλο και εικόνα, δείχνοντας στην ουσία μόνο την http διεύθυνση.  Δε ξέρω τι συμβαίνει, ούτε πως θα μπορούσα να αναζητήσω το πρόβλημα, οπότε είπα να δοκιμάσω την τύχη μου και εδώ, ώστε αν κάποιος ξέρει, να με ενημερώσει παρακαλώ!  Φεύγουμε λοιπόν από τα τεχνικά και περνάμε στην ταινία της ημέρας, η οποία αποτελεί ένα γιαπωνέζικο animation του 1988.  Το “Akira” το είδα μόλις πρόσφατα και ομολογώ οτι ‘…it blew me away’.  Για να σας προλάβω, το manga δε το έχω διαβάσει, δε ξέρω πόσο απέχει από την ταινία, ή ποιες μπορεί να είναι οι υποθεσιακές του ελλείψεις, οπότε θα μιλήσω απλά για το “Akira” ως οπτικοακουστική αίσθηση και τα συναφή.  Για να δούμε…

Η post-apocalyptic ‘Neo-Tokyo’ μεγαλούπολη βρίσκεται χτισμένη κοντά στα απομεινάρια της παλιάς πόλης η οποία καταστράφηκε κατά την διάρκεια του Γ’ Παγκόσμιου Πόλεμου από πυρηνική επίθεση, τριάντα χρόνια πριν.  Εκεί μια ομάδα punk, νεαρών μηχανόβιων, κονταροχτυπιέται με μια συμμορία που αυτοαποκαλείται “Clowns”.  Οι κόντρες συμμοριών, αποτελούν απλά ένα καθημερινό φαινόμενο σε μια δυστοπική πραγματικότητα, οπού η εγκληματικότητα, η εγκατάλειψη, ο φόβος και ο θάνατος συνθέτουν το τοπίο μιας Μητρόπολης που παραπέει.  Όταν η παρέα του Kaneda βρεθεί στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή, όλα θα πάνε κατά διαόλου, καθώς θα βρεθούν μπλεγμένοι σε μια περίεργη υπόθεση που περιλαμβάνει υψηλά στελέχη της κυβέρνησης, το στρατό και μια μυστήρια ομάδα από μικρά, πρασινογάλαζα πιτσιρίκια.  Τα πράγματα θα αρχίσουν να ξεκαθαρίζουν όταν ο φίλος του Kaneda, Tetsuo συλληφθεί από τους κυβερνητικούς, μόνο για να ενταχθεί σε ένα μυστικό πρόγραμμα, εγκεφαλικών πειραμάτων, προκειμένου οι τηλεκινητικές του δυνάμεις να χρησιμοποιηθούν αναλόγως.  Όπως είναι αναμενόμενο, οι δυνάμεις του αγγίζουν ένα ολέθριο peak καταστροφικότητας και ο Tetsuo μεθυσμένος από τις ικανότητές του θα προσπαθήσει να καταστρέψει την πόλη, αναζητώντας την υπέρτατη μάχη στο πρόσωπο του θρυλικού Akira, μιας ενεργειακής δύναμης, καλά κρυμμένης εδώ και τριάντα χρόνια (τυχαίο; δε νομίζω).  Ο Tetsuo θέλει να γίνει ο αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος, και κανείς δε φαίνεται να είναι σε θέση να τον σταματήσει.  Κανείς ίσως, εκτός από τον παλιόφιλο Kaneda με την κατακόκκινη, cyberpunk μηχανή του, που τόσο πολύ ζήλευε ο Tetsuo.  Κάποτε…

Το “Akira” αποτέλεσε το μεγαλόπνοο έργο του Katsuhiro Otomo, ο οποίος αφού έγραψε τις κοντά 2.000(!!) σελίδες του manga, αποφάσισε να μεταφέρει και στη μεγάλη οθόνη αυτή την cyberpank ιστορία, με το εντυπωσιακό, animation στήσιμο, τους άκρως ενδιαφέροντες χαρακτήρες και μια υπόθεση που δεν απέχει και πολύ από το ίδιο, το ιστορικό bakcground της Ιαπωνίας.
Ο Otomo λοιπόν ανέλαβε και την σκηνοθεσία του συγκεκριμένου εγχειρήματος, και αν κρίνουμε από το cult status που έχει αποκτήσει ανα τα χρόνια η ταινία, μάλλον το αποτέλεσμα ήταν τελικά υπεράνω προσδοκιών.  Και βέβαια είναι κάτι που δεν έγινε τυχαία.
Αν θα μπορούσαμε να μιλάμε για μια ταινία, ένα animation το οποίο κατάφερε και έστρεψε το βλέμμα της Δύσης, σε αυτή την κατηγορία των ασιατικών δημιουργημάτων, τότε αναμφίβολα αυτό ήταν το “Akira”.
Mέχρι τότε στην Ασία το κοινό που παρακολουθούσε φανατικά τα λεγόμενα anime είχε αρχίσει να αναγνωρίζει τη μορφή και το είδος του animation, μέσα από το “Akira”.  Για τους δυτικούς όμως, αυτό αποτέλεσε ένα πραγματικό φαινόμενο, ένα δημιούργημα που τους έπιασε τελείως ‘στον ύπνο’.  Όπως ήταν φυσικό, η ταινία αποτελούσε κάτι ολοκληρωτικά καινούριο για αυτούς, απέχοντας παρασάγγας από οτιδήποτε είχαν κατασκευάσει και δει οι ίδιοι, μέχρι τότε.  Το γεγονός οτι η λαβυρινθώδης υπόθεσή και το βιομηχανοποιημένο του σκηνικό ήταν δυσνόητο για όσους δεν ήταν εξοικειωμένοι με τα manga, δεν φάνηκε να έχει και τόση σημασία. Αυτό που εν τέλει συγκλόνισε τους θεατές και άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του, ήταν η τεράστια χρωματική παλέτα που χρησιμοποιήθηκε, προκειμένου να απεικονιστεί το αφενός σκοτεινό και αφετέρου πολυσχιδές πρόσωπο της Μητρόπολης.

Η ταινία είναι στην κυριολεξία ένα οπτικοακουστικό υπερθέαμα, από αυτά που πολύ φυσικά μπορείς να περιμένεις από τους ασιάτες φίλους μας.
Το γεγονός πως στον πυρήνα της ιστορίας βρίσκεται η ολοκληρωτική καταστροφή του Τόκιο από πυρηνική επίθεση, μόνο τυχαία δεν μπορεί να είναι, αλλά ίσα ίσα που θα μπορούσε να αποτελεί και ένα από τα ‘καλύτερα’ κομμάτια τραγικής ειρωνείας που έχουμε δει σε film.  Για εμένα τουλάχιστον έτσι είναι, και γίνεται ακόμα καλύτερο από το γεγονός πως τελικά οι άνθρωποι δεν βάζουν μυαλό, και μπορούν πολύ εύκολα να υποπέσουν σε λάθη του παρελθόντος, ξανά και ξανά.
Ο Tetsuo εξάλλου αποτελεί αυτό ακριβώς: προσωποποιεί την άσβεστη δίψα του ανθρώπου για δύναμη, την οποία ως επί το πλείστον χρησιμοποιεί προκειμένου να ικανοποιήσει τη δική του καταστροφική μανία.  Και ενώ η πόλη βάλλεται από την ανεξέλεγκτη δύναμη του νεαρού, καταστρέφοντας, σκοτώνοντας και εκμηδενίζοντας οτιδήποτε σταθεί μπροστά του σαν εμπόδιο, βρίσκεται κάποιος που αποφασίζει να ορθώσει ανάστημα και να τον σταματήσει.  Και οποία τραγική έκπληξης και πάλι, αυτός είναι ο πάλαι ποτέ κολλητός του, Kaneda.
Εάν συνεπώς κάποιος, απογυμνώσει το “Akira” από κάθε ανιματζίδικη υπόσταση, βρίσκεται αντιμέτωπος με την ιστορία της ανθρωπότητας από την αρχή της ύπαρξής της: βία, διεκδίκηση δύναμης, κυριαρχία, επικράτηση ενός έναντι πολλών, καταστροφή, πόλεμοι, φτώχεια και άλλα τόσα.  Άρα το εντυπωσιακό αποτέλεσμα του Otomo, δεν έχει αποκτήσει την διάσταση αυτή εξαιτίας κυρίως της υπόθεσής του (καθώς κακά τα ψέματα οι αναφορές στα κακώς κείμενα των ανθρώπων βρίσκονται παντού), αλλά κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο έχει αποδοθεί.  Και αυτός είναι τόσο συνταρακτικός και απρόσμενα γοητευτικός, που απλά σε υποτάσσει.

Και εκεί που λες πως η θηριώδης σύλληψη του Otomo δε θα μπορούσε να είναι καλύτερη, πως το αστικό περιβάλλον του Neo-Tokyo αποτελεί το ιδανικό αμάλγαμα industrial αισθητικής και φουτουριστικής ατμόσφαιρας, και πως το story είναι ένοχα feel good (μιλάμε σήμερα το αγγλικό πάει σύννεφο!), έρχεται η αίσθηση οτι το “Akira” κάτι σου θυμίζει και τότε όλο αυτό γίνεται ακόμα καλύτερο.  Γιατί πίστεψε με, κάτι στου θυμίζει…
…και πιο συγκεκριμένα η επίδραση που δέχθηκε η ταινία είναι από μερικές ακόμα, σπουδαίες ταινίες, τόσο σπουδαίες που εύκολα μπαίνουν στην λίστα με τις καλύτερες ταινίες ever.  Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η επίδραση του “2001: A Space Odyssey” (1968) του μεγάλου Kubrick η οποία είναι εμφανής σε όλη τη διαστημική/υπαρξιστική/φιλοσοφική της διάσταση, κυρίως στο τέλος του “Akira” όταν SPOILER!!!! το ταξίδι του Tetsuo ομοιάζει σε εκπληκτικό βαθμό με την αντίστοιχη, αστρική αναγέννηση στην τελευταία σεκάνς του “2001…”.  Ειδικά δε το τέλος του animation με τον Tetsuo να έχει αναγεννηθεί σε μια ύπαρξη, διαβολικής υπόστασης, αν κρίνουμε από την απειλητική φράση του“I am Tetsuo”, αποτελεί την εκ διαμέτρου αντίθετη εικόνα του αγγελικού εμβρύου στη ταινία του Kubrick το οποίο γίνεται ένα ψυχή τε, σώματι και πνεύματι με τη γαλάζια Γη.

Εξίσου εντυπωσιακές είναι και οι ομοιότητες με το νεο-noir film του Ridley Scott, “Blade Runner”.  Η εντυπωσιακή Μητρόπολη αποδίδεται με παρόμοιους χρωματικούς τόνους, νέον φώτα που αναβοσβήνουν διαρκώς, μια αίσθηση εγκαταλειμμένου μεγαλείου και σκουριασμένων κτιρίων.  Το γεγονός οτι και οι δυο ταινίες λαμβάνουν χώρα στο μακρινό (σε εμάς οχι και τόσο πια) 2019 είναι απλά ενδεικτικό, καθώς ακόμα και όσον αφορά την απεικόνιση της κοινωνίας τα οπτικά δάνεια του “Αkira” από τον “Blade Runner” είναι κατανοητά από την πρώτη στιγμή.  Ανήλικοι εγκληματίες, κυβερνητικός έλεγχος, κοινωνικός αναβρασμός και αβεβαιότητα για το μέλλον, είναι μόνο μερικά από τα χαρακτηριστικά στοιχεία των ταινιών.
Η διαφοροποίηση των κοινωνικών στρωμάτων παρουσιάζεται με επαρκή τρόπο στο “Akira”, καθώς απέναντι στους βρώμικους υπονόμους. τα σκοτεινά σοκάκια και τα κακόφημα μπαρ, αντιπαρατίθενται οι φωταγωγημένοι ουρανοξύστες, οι τεράστιοι προβολείς και και οι high tech εγκαταστάσεις του κυβερνητικού προγράμματος πειραμάτων.
Όπως μπορεί να καταλάβει εύκολα κάποιος, τα δάνεια δε σταματούν εδώ, καθώς τόσο η cyberpunk αισθητική, όσο και η στιλιζαρισμένη παράνοια του Cronenberg, ενυπάρχουν σε δόσεις σε αυτό το βιομηχανικό, animation διαμάντι.

Το “Akira” αποτέλεσε ένα από τα τελευταία pre-CG animation, βασισμένο στον παραδοσιακό hand-drawn τρόπο, όταν δηλαδή ακόμα το κάθε κάδρο ξεχωριστά ζωγραφιζόταν στο χέρι.
Είναι γνωστό οτι οι Ιάπωνες και βασικά γενικότερα οι ασιάτες, καταφέρνουν με έναν μοναδικό τρόπο να συνδυάζουν ετερόκλητα στοιχεία στις ταινίες τους, που πολλές φορές προκαλούν σοκ ή και αηδία.  Θυμηθείτε ταινίες όπως το “The Fly” (1986) ή το περίεργο “Tetsuo: The Iron Man” (1989) οπού οι ήρωες μετατρέπονταν σε περίεργα μηχανικά όντα, με την ανθρώπινη σάρκα τους να έχει υποστεί φριχτές μεταλλάξεις, και θα ανακαλύψετε οτι τέτοια στοιχεία υπάρχουν και στο “Akira”.  Προσωπικά δε θεωρώ καθόλου τυχαίο το γεγονός, πως η ταινία “Τetsuo” πήρε αυτό το όνομα, καθώς ο ήρωας του “Akira” φέρει εντυπωσιακές ομοιότητες με τον εφιαλτικά σιδερένιο άνθρωπο της ομώνυμης ταινίας.
Όσοι δεν έχετε δει ακόμα το “Akira” θα έλεγα να το τολμήσετε.  Μπορεί να διαρκεί δυο ώρες, και να κουράσει ίσως λίγο, αλλά όσοι αρέσκονται στην ασιατική κουλτούρα, σίγουρα θα εντυπωσιαστούν, καθώς η πληθώρα των χαρακτηριστικών που μπορεί να συναντήσει κανείς είναι πραγματικά τρομερή.  Ένα animation αριστούργημα που όλοι οι fan πρέπει να δουν.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η μηχανή του Kaneda είναι cool, οτι ο Tetsuo είναι κλασικό παράδειγμα παιδιού με ψυχολογικά προβλήματα και οτι ο Akira αποτελεί τελικά την μεγαλύτερη έκπληξη.

No trivia










ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

RUIN, by Odball Animation


RUIN from OddBall Animation on Vimeo.

Corpse Bride: She is "dying" to get married…

Hello guyz!! Μετά από απουσία μιας εβδομάδας επέστρεψα και πάλι στο πολυαγαπημένο μου blogaki για λίγο γράψιμο και ξεμούδιασμα.  Ωραίο το Λονδίνο, καλές και οι βολτούλες, αλλά η αλήθεια είναι οτι μου έλειψε πολύ αυτό το καθημερινό γράψιμο-που μπορεί μερικές φορές να κουράζει, αλλά δε παύει να είναι μια ασχολία που λατρεύω!  So σήμερα θα συνεχίσουμε απο’κει που είχαμε αφήσει το τελευταίο poll και συγκεκριμένα με μια κριτικούλα για το poster που εσείς αναδείξατε ως favorite: το “Corpse Bride” βεβαίως βεβαίως!  Ξεκινάμε λοιπόν και προετοιμαζόμαστε και για την κινηματογραφική συνέχεια που προβλέπεται άκρως ενδιαφέρουσα.  Here we go!

Ο ντροπαλός Victor Van Dort (με τη φωνή του Johnny Depp) θέλει να ζητήσει σε γάμο την καλή του Victoria Everglot (με τη φωνή της Emily Mortimer).  Όταν αποφασίσει να κάνει μια δοκιμή της επίσημης του πρότασης, τα πράγματα θα πάνε πολύ πολύ στραβά, καθώς εκεί τριγύρω βρίσκεται το πτώμα της Corpse Bride (με την φωνή της Hellena Bonham Carter).  Το τραγικό-χιουμοριστικό της υπόθεσης είναι πως η Νεκρή Νύφη δεν πρόλαβε ποτέ να παντρευτεί τον δικό της καλό όσο βρισκόταν στη ζωή, με αποτέλεσμα η πρόταση του Victor να την επαναφέρει στον κόσμο των ζωντανών, μόνο για να την κάνει να πιστέψει ακράδαντα οτι ο νεαρός άνδρας θέλει να παντρευτεί την ίδια!  Η Νύφη θα προσπαθήσει με νύχια και με δόντια να τον κρατήσει κοντά της, χωρίς να δίνει καμία σημασία-αρχικά-στον αγνό έρωτα που βασανίζει τον Victor και την Victoria.  Όταν όμως γίνει μάρτυρας της δυνατής τους αγάπης, τότε μάλλον θα ‘βάλει’ μυαλό.  Και ύστερα σου λένε οτι οι νεκροί, δεν έχουν καρδιά!

Μπορεί ο Tim Burton να είναι εξίσου γνωστός και για το επίκαιρο τώρα λόγω Χριστουγέννων, “The Nightmare Before Christmas” (1993), προκαλεί όμως μια κάποια έκπληξη το γεγονός οτι ο τρελιάρης δημιουργός μετράει στην σκηνοθετική του καριέρα, μόνο το “Corpse Bride” (2005), καθώς στο Nightmare εκτέλεσε μόνο χρέη συγγραφέα γράφοντας το βασικό story, αφού τη σκηνοθεσία είχε αναλάβει ο φίλος του Henry Selick.  Βέβαια η επίδραση του Burton σε αυτού του είδους το stop-motion animation, δεν περιορίστηκε μόνο σε αυτό.  Το 2009 ο Selick επέστρεψε με την μεταφορά επί της οθόνης, ενός παιδικού βιβλίου του Neil Gaiman, με τίτλο “Coraline”.  Πολλοί έσπευσαν να υποστηρίξουν οτι επρόκειτο για το καινούριο φιλμ του Burton…και έπεσαν έξω!  Οι ομοιότητες τόσο όσον αφορά την αισθητική της ταινίας, όσο και το σκοτεινό της story οδήγησαν στο λαθεμένο συμπέρασμα οτι ο γοτθικός σκηνοθέτης είχε κάνει πάλι το θαύμα του.  Μπορεί τελικά να μη το είχε κάνει ακριβώς αυτός, όμως η σφραγίδα του είναι κάτι παραπάνω από εμφανής.
Την ίδια χρονιά ένα ακόμη animation κυκλοφόρησε, αυτή τη φορά με τον Burton στον ρόλο του παραγωγού.  Το “9” πραγματευόταν την ιστορία μιας ομάδας πάνινων κούκλων, που προσπαθούσαν να σώσουν το είδος τους σε ένα post-apocalyptic περιβάλλον, στο οποίο απειλούνταν από φονικές μηχανές και από μια διαρκώς εκβιομηχανιζόμενη πρόοδο.
Σε παρόμοια χνάρια μοιάζει να κινείται και ο Chris Butler, ένας ακόμη μαθητευόμενος φίλος του Burton, ο οποίος έχει έτοιμο για τον Ιούνιο του 2012 το δίδυμο αδελφάκι της “Coraline” (συμμετείχε εξάλλου τόσο σε αυτό, όσο και στο “Corpse Bride), αυτή τη φορά με έναν αρσενικό πρωταγωνιστή εν ονόματι, Norman.  To “ParaNorman” αναμένεται να προσελκύσει για ακόμη μια φορά το φανατικό κοινό του Burton στις αίθουσες, καθώς διαπνέεται από την ανάλογη ατμόσφαιρα, και την ολίγον ανατριχιαστική υποθεσούλα.  Και να φανταστεί κανείς πως όλα αυτά ξεκίνησαν λίγο πολύ, από τα πολυάριθμα και ζοφερά σκιτσάκια, και κυρίως από την καλπάζουσα φαντασία του ser Burton!

Είναι γνωστό οτι ο Burton οραματίζεται τα δημιουργήματά του πρώτα πάνω στο χαρτί (γνωστό και ως storyboard) και στη συνέχεια τα μεταφέρει και στο κινηματογραφικό πανί.  Η αρχή έγινε το 1982 όταν ο Burton σκηνοθέτησε το πρώτο μικρού μήκους animation του, με τίτλο “Vincent”.  Σε αυτό το 6λεπτο, ασπρόμαυρο φιλμάκι, ένας πιτσιρικάς φαντασιώνεται οτι είναι ο αγαπημένος του ήρωας, και συγκεκριμένα ο Vincent Price (αγαπημένος και του Tim).  Αυτή η πρώτη απόπειρα βασίστηκε σε ένα ποίημα που έγραψε ο σκηνοθέτης και το οποίο μάλιστα διηγήθηκε ο ίδιος ο Price κατά την διάρκεια του animation.
Αν και από τότε έχουν περάσει μπόλικα χρόνια, ο Burton δεν έχει εγκαταλείψει το αγαπημένο του μαύρο στιλιζάρισμα στις ταινίες του (είτε πρόκειται για live action, είτε για animation).  Ετοιμάζοντας ήδη μια ακόμη παραγωγή (το βαμπυρίστικο “Dark Shadows”)με πρωταγωνιστή για εκατομμυριοστή φορά τον Johnny Depp, βρήκε τον χρόνο να ασχοληθεί και με την full length version ενός ακόμα short film που είχε σκηνοθετήσει το 1984, το “Frankweenie”.  Σε αυτό ο Victor (κλασικά) αποφασίζει να πραγματοποιήσει ένα πείραμα προκειμένου να ξαναφέρει στη ζωή τον νεκρό του σκύλο Sparky.  Όπως όμως είναι αναμενόμενο κάτι θα πάει στραβά, και τα αποτελέσματα θα είναι απρόσμενα, όπως ακριβώς και οι συνέπειες.  Δε μπορούμε παρά να αναμένουμε με προσμονή και αυτό το εργάκι, μέχρι το επίσημο release του τον ερχόμενο χειμώνα.

Γενικά όλοι εμείς οι πιστοί ακόλουθοι του Tim Burton φαίνεται τον αγαπάμε επειδή καταφέρνει να ανανεώνει διαρκώς ένα πεσιμιστικό και κατά κάποιον τρόπο θέματα ταμπού, όπως αυτά της φυσικής φθοράς και του θανάτου.  Είτε πρόκειται για μια έμμεση αναφορά τους που αφήνεται να αιωρηθεί στην ατμόσφαιρα (“Edward Scissorhands”-1990, “Big Fish”-2003), είτε για μια απροκάλυπτη ενασχόληση μαζί τους, καθώς παίζουν ως κεντρικά μοτίβα σε άλλες ταινίες του (“Sleepy Hollow”1999, “Corpse Bride”-2005), ο Burton είναι ένας παραμυθάς που του αρέσει να διηγείται τις ιστορίες του με άλλοτε λιγότερη και άλλοτε περισσότερη θανατίλικη εσάνς.
Στην προκειμένη περίπτωση το πράγμα δε θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρο.  Η Νύφη είναι νεκρή ντε.  Κι όμως, αν και σε κάποιο επίπεδο αυτό το λες και κάπως τραγικό, μέσα από τα τραγούδια, τους χορούς και τα πανηγύρια καταφέρνει να τουμπάρει το θέμα, και τελικά να μας κάνει να πούμε ένα γλυκό “awwww….” όταν η Νύφη παίρνει-άκουσον άκουσον-μαθήματα ζωής από τον Victor!
Αναμφισβήτιτα πρόκειται για ένα animation με διάφορες διαστάσεις ζωής και θανάτου, που καταφέρνει να περάσει τα μηνυματάκι του με απλό, αλλά κατά τα άλλα αρκετά μακάβριο τρόπο.  Ο θάνατος δεν είναι πλέον κάτι το καταραμένο, αλλά αποτελεί μια δεύτερη ευκαιρία για την κατανόηση μερικών εκ των σημαντικότερων νοημάτων της ζωής: της αγάπης, της συγχώρεσης, της κατανόησης.

Δύσκολη δουλειά το stop-motion, θέλει υπομονή και επιμονή, και απ’οτι φαίνεται υπήρχαν περίσσιες στην περίπτωση του “Corpse Bride”.  Πολύχρωμο, μουσικόφιλο, με ηθικά διδάγματα, σκοτεινό χιούμορ και κλασικά ωχρούς χαρακτήρες με μεσαιωνικό, γοτθικό παρουσιαστικό, αποτελούν σίγουρη συνταγή για επιτυχία και ο Burton το ξέρει πλέον πολύ καλά.  Και το πετυχαίνει ακόμα καλύτερα.  Pure burtonistik movie!  Ενδείκνυται ιδιαιτέρως για τις Απόκριες, ακόμα και αν αποφασίσετε να ντυθείτε ως ένας από τους χαρακτήρες.  Εγώ πάντως ως Νεκρή Νύφη είχα δεχτεί πολλές προτάσεις γάμου ; )

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι το να βγαίνουν σκουλήκια από τα μάτια σου, δεν είναι τόσο σιχαμερό όσο ακούγεται, οτι η ταινία θα μπορούσε να είναι μιούζικαλ του Δαλιανίδη και οτι ο μερικά πράγματα είναι διαχρονικά όπως ο Depp, η Carter και ο Christopher Lee.

TRIVIA

  • Η φωνή, η εμφάνιση και οι εκφράσεις στο πρόσωπο του σκουληκιού, είναι δημιουργημένα με τέτοιο τρόπο ώστε να παραπέμπουν στον Peter Lorre!
  • Γυρίστηκε μέσα σε 55 εβδομάδες!
  • Υπάρχει ένας χαρακτήρας που ονομάζεται Elder Gutknecht.  Μεταφρασμένο από τα Γερμανικά στα Αγγλικά, το όνομά του σημαίνει Elder Good Servant.
(Πηγή IMDB)



H TV ΣΗΜΕΡΑ….

STAR: 02:15, It του Stephen King.  Για όσους έχουν αϋπνίες, να μια ταινία (ή καλύτερα μια tv σειρά) που θα σας κάνει να έχετε ακόμα περισσότερες.  Δολοφονικός κλόουν ahead.  Watch out!




Happy being back : )

Fullmetal Alchemist, Brotherhood: The journey begins…

Χαίρετε, τι κάνετε;  Μμμ σήμερα είπα να ασχοληθούμε με κάτι ελαφρώς διαφορετικό και για την ακρίβεια με ένα εκ των αγαπημένων μου animation, το “Fullmetal Alchemist”.  Για όσους δεν είναι και πολύ εξοικειωμένοι με το είδος των japanese και γενικότερα των ασιατικών animation, το Fullmetal είναι μια καλή ευκαιρία για να αρχίσετε πλέον να το εκτιμάτε.  Η αλήθεια είναι οτι θα είχα να σας προτείνω ανάμεσα σε αυτό και το “Death Note”, δεδομένου όμως οτι το φετινό καλοκαίρι έκατσα και είδα πάλι το πολυαγαπημένο μου Fullmetal, κατέληξα στο συμπέρασμα οτι είναι μια σειρά (μιλάμε για 62 επεισόδια των 23 λεπτών περίπου το καθένα) που αξίζει να την δείτε, γιατί πολύ απλά έχει τα πάντα.  Και όταν λέμε τα πάντα, το εννοούμε.  Now let’s see…

O Edward (Ed) και ο Alphonse (Al) Elric είναι δυο αδέλφια που από μικρά θαύμαζαν τον πατέρα τους για την ικανότητά του να εξασκεί την ευγενή τέχνη της αλχημείας.  Όταν αργότερα ο πατέρας τους, τους εγκαταλείπει και απομένουν με την μητέρα τους, αποφασίζουν να ακολουθήσουν τα χνάρια του και να μάθουν τις τεχνικές πίσω από αυτή την ευρέως διαδεδομένη μορφή τέχνης που αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι του αχανούς έθνους Amestris από το οποίο προέρχονταν.  Ο ξαφνικός θάνατος της μητέρας τους, άφησε τα δυο παιδιά ολομόναχα και αποφασισμένα να την επαναφέρουν στην ζωή με την χρήση της αλχημείας, παραβαίνοντας ένα μεγάλο taboo: “Απαγορεύεται να ανασταίνεις ανθρώπους μέσω αυτής”.  Χωρίς να δώσουν σημασία, αλλά απελπισμένα όπως ήταν από την απουσία της μητρικής φροντίδας αποφάσισαν να το τολμήσουν.  Το αποτέλεσμα άφησε τον Ed χωρίς αριστερό πόδι, ενώ ο αδελφός του έχασε ολοκληρωτικά το σώμα του.  Σε μια προσπάθεια να μην χαθεί εντελώς ο Al, ο Ed θυσίασε το δεξί του χέρι προκειμένου να ‘δέσει’ την ψυχή του αδελφού του με μια τεράστια, μεταλλική πανοπλία που βρισκόταν στο δωμάτιο.  Λίγο καιρό μετά ένας Αλχημιστής που προσφέρει τις υπηρεσίες του στον στρατό του έθνους (και πιο συγκεκριμένα πετάει…φωτιές από τα χέρια του), ο Roy Mustang, θα επισκεφθεί τα δυο αδέλφια και θα προτείνει στον Εd το υπέρτατο αξίωμα, να γίνει δηλαδή ‘State Alchemist’ όπως ο ίδιος και να αποτελεί πλέον και αυτός μέλος του στρατού.  Ο Ed θα δεχθεί την πρόταση παίρνοντας το παρατσούκλι, “Fullmetal Alchemist” λόγω των προσθετικών του μελών, θεωρώντας πως έτσι θα μπορέσει να αναζητήσει με τον αδελφό του το θρυλικό εκείνο στοιχείο που θα καταφέρει να επαναφέρει τον Al στο αρχικό του σώμα και στον ίδιο τα μέλη που έχασε: την Φιλοσοφική Λίθο, την λίθο της αθανασίας…

Όπως συνηθίζεται να γίνεται, το F.M.A (όπου F.M.A, Fullmetal Alchemist) αποτέλεσε σε πρώτη βάση manga δημιουργημένο από την Hiromu Arakawa και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην τηλεοπτική οθόνη της Ιαπωνίας υπό την μορφή-τι άλλου;-animation.  Το F.M.A αποτέλεσε τεράστια επιτυχία από τα πρώτα κιόλας επεισόδια που παίχτηκαν στην χώρα, ενώ και σε διεθνές επίπεδο η αναγνώριση από κριτικούς και κοινό, ήταν κάτι παραπάνω από θετική.  Αν και σήμερα εγώ θα αναφερθώ στο Brotherhood, εντούτοις αξίζει να σας πω οτι υπάρχει μια ακόμη σειρά F.M.A η οποία ξεκίνησε το 2003 και μετρούσε 51 επεισόδια.  Παρόλα αυτά αν και ήταν αρκετά καλή, διαφοροποιούνταν πολύ από την αυθεντική, manga ιστορία της.  Όταν λοιπόν έμαθα οτι θα βγει μια καινούρια σειρά που θα φέρει την προσθήκη “Brotherhood” προβληματίστηκα σχετικά με το τι καινούριο θα προσέφερε.  Η αλήθεια είναι οτι μέχρι την μέση περίπου της σειράς, δεν υπάρχει σχεδόν καμία αλλαγή.  Από εκεί και πέρα όμως το νέο F.M.A (τα επεισόδια άρχισαν να προβάλλονται μέσα στο 2009) ήταν κλάσεις ανώτερο και με άφησε πραγματικά έκπληκτη, κάνοντάς με να πιστέψω οτι ίσως και να είχα μόλις παρακολουθήσει το καλύτερο anime ever.  Και δεν είναι κάτι που το λέω μόνο εγώ, καθώς σε πολλές λίστες, επίσημες ή μη, καταλαμβάνει την πρώτη θέση και μάλιστα με την αξία του.

Το F.M.A είναι μια από εκείνες τις ευτυχείς συμπτώσεις στην οποίες αναφέρομαι πολύ συχνά, ιδιαίτερα όταν μια ταινία είναι καλή.  Το ίδιο συμβαίνει και εδώ.  Οι χαρακτήρες και η πλοκή είναι τόσο εξαιρετικά πλεγμένα μεταξύ τους, που από κάποια στιγμή και μετά σου είναι δύσκολο να φανταστείς το ένα χωρίς το άλλο.  Είναι υπέροχο το πως ενώ η ιστορία μας ξεκινάει από το ταξίδι που θέλουν να κάνουν τα δυο αδέλφια, καταλήγει εντελώς διαφορετικά χωρίς να μπορεί κανείς να το προβλέψει.  Γιατί φυσικά το ταξίδι τους είναι μια μεγάλη περιπέτεια γεμάτη από ανατροπές, αποκαλύψεις, φρικτές αλήθειες και έναν σωρό φίλους που θα γίνουν συνοδοιπόροι τους και άλλους τόσους εχθρούς τους οποίους θα πρέπει να αντιμετωπίσουν.  Ενδιαφέρον είναι και το πως ολόκληρη η ιστορία στηρίζεται στην ουσία σε ένα motto που επαναλαμβάνεται μέσα στην σειρά διαρκώς: “Equivalent Exchange”, πράγμα που σημαίνει οτι για να πάρεις, πρέπει να δώσεις και τούμπαλιν.  Στην αλχημεία αυτό αποτελεί τον πρωταρχικό κανόνα που όλοι πρέπει να έχουν στο μυαλό τους και που όπως θα δούμε οδηγεί τους δυο έφηβους πρωταγωνιστές μας, σε ένα σωρό μπερδέματα με απρόσμενες εξελίξεις.  Γιατί τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά.  Από την στιγμή που ο Ed θα πατήσει το πόδι του στα Headquarters του στρατού, θα καταλάβει οτι κάτι δεν πάει καθόλου καλά και οτι κάτι μοιάζει να απειλεί την ίδια την ύπαρξη του έθνους.  Οι αποκαλύψεις για την φύση του πραγματικού εχθρού που κρύβεται στις σκιές, θα αρχίσουν να γίνονται ολοένα και πιο ξεκάθαρες και τότε η αλήθεια θα είναι ‘θανατηφόρα’ για όλους…

Όπως παραδέχεται και η ίδια η δημιουργός του manga, Hiromu Arakawa, έμπνευση για το χτίσιμο της ιστορίας και την πληθώρα των χαρακτήρων, αποτέλεσαν τόσο τα προσωπικά της βιώματα, όσο και η ανάγκη της για κοινωνικό προβληματισμό, τον οποίο ήθελε να περάσει μέσα στην υπόθεσή της.  Όπως λέει χαρακτηριστικά η ιδέα για την ‘Ισοδύναμη Ανταλλαγή’ της ήρθε από τους γονείς της οι οποίοι όταν ήταν μικρή, εργάζονταν ως αγρότες στην φάρμα τους και έπρεπε να δουλεύουν πολύ σκληρά (συνεπώς να προσφέρουν), προκειμένου να κερδίζουν τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους χρήματα (και άρα να παίρνουν).  Η ίδια όπως είπε, είχε ενθουσιαστεί από την ιστορία της Φιλοσοφικής Λίθου, με αποτέλεσμα να διαβάσει πολλά βιβλία σχετικά με την ‘επιστήμη’ της αλχημείας και να προσθέσει πολλά από τα πράγματα που έμαθε, στην τελική της ιστορία.  Παράλληλα όμως επειδή όπως είπαμε την ενδιέφερε η κοινωνική και γιατί οχι και πολιτική σκοπιά του θέματος, πήρε συνεντεύξεις από διάφορους ανθρώπους όπως μετανάστες, βετεράνους πολέμου και πρώην yakuza, γεγονός που φαίνεται έντονα από πολλούς άλλους χαρακτήρες που συναντούμε στην σειρά, όπως για παράδειγμα τον Scar, έναν εκδικητικό μοναχό ο οποίος μετά από την σφαγή στην πατρίδα του Ishval από τα στρατεύματα της Amestris, ορκίζεται να ξεπληρώσει με το ίδιο νόμισμα όλους τους State Alchemists που συμμετείχαν σε αυτή την τραγωδία.  Όσον αφορά το στήσιμο του φανταστικού κόσμου του F.M.A, η Arakawa επιρεάστηκε βαθιά από την Ευρώπη της Βιομηχανικής Επανάστασης, καθώς βρήκε εντυπωσιακό το πόσοι πολλοί και διαφορετικοί άνθρωποι μπορούσαν να συνυπάρχουν, να εργάζονται και να επιρεάζουν ο ένας τον άλλον.  Έτσι δημιούργησε σιγά σιγά τον ονειρικό κόσμο του F.M.A.

Αξίζει να κάνουμε μια αναφορά και στο εξαιρετικό animation της σειράς, μιας που είναι πραγματικά από τα καλύτερα που έχω δει (με το “Soul Eater” να παίρνει επάξια θέση δίπλα του για το πιο σκοτεινό και καρτουνίστικο ύφος του).  Με προσοχή στην πραμικρή λεπτομέρεια, ακόμα και αν πρόκειται για το background του επεισοδίου ή για χαρακτήρες που δεν έχουν άμεση σχέση με την υπόθεση, το στυλ και η μορφή του animation είναι σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και μαγευτικό.  Έχει μια αίσθηση λίγο προχειροδουλεμένου, σαν να βλέπεις αυτούσιο το σχέδιο πάνω στο χαρτί και σου δίνει την εντύπωση οτι βλέπεις κάτι αυθεντικό με μια τραχιά όψη, που όμως ταιριάζει απόλυτα με την υπόθεση.  Στην ίδια κλίμακα κινείται και το μουσικό θέμα που ποικίλει και αλλάζει ανάλογα με την περίσταση, με μια απόκοσμη, σχεδόν σαν εκκλησιαστική ψαλμωδία-μουσική, να συνοδεύει τις πιο κρίσιμες στιγμές του anime.  Σίγουρα σε προκαλεί από κάθε άποψη να το αγαπήσεις…
Με μπόλικο χιούμορ, διαρκείς ανατροπές, μια πληθώρα χαρακτήρων που θα συμπαθήσεις και θα μισήσεις, μια ιστορία που εκτυλίσεται διαρκώς και σε γεμίζει με αγωνία, στιγμές συγκίνησης, ηθικά διδάγματα και όμορφο animation, το “Fullmetal Alchemist” είναι ο βασικός λόγος για να ξεκινήσεις να βλέπεις anime.  Τώρα!

Υ.Γ: Μη κάνετε το λάθος να το δείτε ντουμπλαρισμένο στα Αγγλικά, καθώς μιλάμε για uber ξενέρωμα.  Επιλέξτε την ιαπωνέζικη γλώσσα, με αγγλικούς υπότιτλους και full HD και απολαύστε μια σειρά που έχει τα πάντα προς δική σας τέρψη και μόνο!

 No trivia for this.

H TV ΣΗΜΕΡΑ….

ET1: 23:00, Land of Plenty, με τους Michelle Williams, John Diehl.  ‘Ενας μοναχικός βετεράνος του πολέμου του Βιετνάμ, θέτει ως στόχο υης ζωής του να προστατεύει την “Γη της Ελευθερίας” από κάθε πραγματική ή φανταστική απειλή.  Όταν η ανηψιά του τον επισκέπτεται η ζωή του αλλάζει.  Όταν μάλιστα γίνουν μάρτυρες της δολοφονίας ενός αστέγου, αποφασίζουν από κοινού να εξιχνιάσουνντην ιστορία, αποκαλύπτοντας τα μυστικά που κρύβονται πίσς της.  Σκηνοθετημένη από τον Wim Wenders.
New arrival αύριο!  Till then,  stay cool and have fun! : )

Paprika: Not such a dreamy world…

Καλημέρα καλημέρα.  Περίεργες μέρες οι τελευταίες, μια πάνω, δυο κάτω και δε ξέρω πόσο θα πάει τέλος πάντων αυτό το πράγμα.  Τέλος πάντων δε αρχίζω πάλι με αυτά, γιατί έχω καταλήξει μάλλον γραφική πια.  Σήμερα έχουμε animation για πρόταση της ημέρας.  Όπως και το “Perfect Blue” το οποίο επηρέασε αρκετές ταινιούλες, του Aronofsky συγκεκριμένα, έτσι και το “Paprika” έχει πολλά κοινά στοιχεία με μια από τις καλύτερες ταινίες των τελευταίων ετών: το “Inception”.  Είτε το πιστεύετε είτε οχι, ο ονειρικός κόσμος και των δυο ταινιών είναι σχεδόν πανομοιότυπος.  Για να δούμε καλύτερα…

΄Οταν μια συσκευή που καταγράφει και προβάλει τα όνειρα των ασθενών εξαφανίζεται, τότε δημιουργείται ένα τεράστιο χάος καθώς αυτός που την έκλεψε φαίνεται να έχει πολλούς και σκοτεινούς σκοπούς.  Όταν μάλιστα αρχίσει ο ονειρικός κόσμος να ‘ξεχύνεται’ κυριολεκτικά στον πραγματικό, τότε μόνο ένα άτομο έχει την ευκαιρία να αλλάξει τα πράγματα και να επαναφέρει την κατάσταση στην φυσιολογική της πορεία: η Paprika.
Η ταινία είναι παραγωγής του 2006 και βασίστηκε στην ομώνυμη νουβέλα του Yasutaka Tsutsui που εκδόθηκε το 1993, για να μετατραπεί δυο χρόνια αργότερα σε manga, το οποίο και τελικά δεν βγήκε στην κυκλοφορία μέχρι το 2003.  Μετά από την animation ταινία ακολούθησε και η έκδοσή της σε manga τον αμέσως επόμενο χρόνο.  Θα μου πείτε τώρα προς τι όλη αυτή η βαβούρα και η επανέκδοση της επανέκδοσης μιας ιδέας που υπάρχει κάπου εκεί έξω από το 1993;  Γιατί ουσιαστικά δε χρειάζεται τίποτα περισσότερο από αυτή την ιδέα.  Ο κόσμος των ονείρων και οι τρομακτικές επιπτώσεις που μπορεί να προκληθούν από την ανεξέλεγκτη χρήση μιας αντίστοιχης συσκευής ονείρων, που χρησιμοποιείται για ιατρικούς σκοπούς, είναι σίγουρα μια ιδέα προκλητική και πρωτότυπη.  Και το “Paprika” αποτελεί ένα αισθητικό και καλλιτεχνικό δημιούργημα υψηλής κλάσης.

Σκηνοθετημένο και πάλι από τον δημιουργό του “Perfect Blue” Satoshi Kon, το “Paprika” είναι ένα ψυχεδελικό ταξίδι στη σφαίρα της φαντασίας και των ονειρικών προβολών.  Για μια ακόμη φορά τονίζεται η διπλή φύση (ή και η πολλαπλή) του ανθρώπου, καθώς η συσκευή που στα χέρια των επιστημόνων χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση των ψυχικών ασθενειών, ως μια νέα μορφή ψυχοθεραπείας, στα χέρια ενός τρελού γίνεται το καλύτερο όπλο προκειμένου ο ίδιος να γίνει ένας παράφρων, κυρίαρχος του κόσμου.  Παράλληλα εντοπίζουμε και πάλι το κλασσικό στοιχείο που παίζει διαρκώς σε διάφορες ταινίες, το γεγονός δηλαδή οτι η τεχνολογία μπορεί να δημιουργήσει, μπορεί και να καταστρέψει, μπορεί να σώσει, μπορεί όμως και να σκοτώσει.  Στην προκειμένη περίπτωση μπορεί ακόμα και να αποτρελλάνει με ολέθριες συνέπειες για όποιον υποστεί αυτή την προηγμένης μορφής τρέλα.  O Kon έχει καταφέρει και έχει δημιουργήσει έναν κόσμο τόσο ονειρικό, όσο και εφιαλτικό.  Κοινά πράγματα τα οποία στην καθημερινή ζωή μπορούν να είναι μέχρι και αδιάφορα, εδώ παίρνουν μια τρομερή διάσταση και απειλούν αρχικά την διανοητική ακεραιότητα του κάθε ατόμου, αλλά και την ίδια του τη ζωή στη συνέχεια.
Η Paprika είναι μια γυναίκα που έχει την δυνατότητα να επισκέπτεται με μεγάλη ευκολία τα όνειρα και τις φαντασιώσεις των ατόμων που είναι συνδεδεμένοι με τη συσκευή και συνεπώς να τους βοηθάει να ξεπερνούν τις φοβίες, τις ανησυχίες και τα εκάστοτε προβλήματα του μυαλού τους.  Αυτό το διαρκές ταξίδι ανάμεσα στους κόσμους τους συνειδητού και του ασυνείδητου ενός προσώπου, δε γίνεται χωρίς κάποιο τίμημα και πολλές φορές θα βρεθεί εγκλωβισμένη και αδύναμη να αντιδράσει.  Το μυαλό παίζει περίεργα παιχνίδια και μπορείς να χαθείς με τεράστια ευκολία μέσα στα δαιδαλώδη μονοπάτια του, όπως αυτά ξεδιπλώνονται στην ταινία…

Οι εικόνες, τα χρώματα και η ροή των πραγμάτων αυτής της ταινίας, είναι κάτι το μοναδικό στο να το βλέπεις.  Ο κόσμος του Kon είναι τόσο δελεαστικός και ιδανικά δομημένος.  Μέσα στο ονειρικό αυτό επίπεδο μπορεί κανείς να πετάξει, να μεταμορφωθεί και να κάνει κυριολεκτικά ότι του περνάει από το μυαλό, μιας που είναι σαν να παρακολουθείς αυτό που σκέφτεσαι να προβάλλεται αυτόματα πάνω σε μια οθόνη, όπως ακριβώς όταν παρακολουθείς μια κινηματογραφική ταινία.  Την ίδια στιγμή όμως ο κίνδυνος ελοχεύει παντού, συνήθως μασκαρεμένος ως κούκλα, χαριτωμένο αρκουδάκι ή τεράστιο, κίτρινο ρομπότ το οποίο όμως μπορεί να σε αφανίσει ολοκληρωτικά.  Και μαντέψτε τι γίνεται εάν πεθάνετε στο όνειρο.  Ναι, ναι χάνεστε κάπου στο άπειρο και είναι πλέον αδύνατον να επιστρέψετε στην ‘κανονική’ πραγματικότητα.  Αντικείμενα λιώνουν, γίνονται από στερεά υγρά, ο κόσμος ρουφιέται σε δίνες, μια παρέλαση ετερόκλητων αντικειμένων που έρχονται από την Κόλαση παίζει σε όλη την ταινία, γιγαντιαίες κούκλες επιτίθενται, άνθρωποι αλλοφρονούν και πηδούν από μπαλκόνια, τρελαίνονται, ανθρώπινες φιγούρες που συναγωνίζονται σε ύψος πολυόροφα κτίρια και διάδρομοι ξενοδοχείων που πάλλονται, στροβιλίζονται και δεν έχουν καμία χωροχρονική ενότητα, είναι μόνο μερικά από τα υπέροχα τρομακτικά (ενίοτε και άρρωστα), εντυπωσιακά και εντελώς mindf*cking πράγματα που βλέπεις στην ταινία.  Παίζουν με το μυαλό σου και σε οδηγούν στα όρια….

Όπως παραδέχτηκε και ο Nolan, το “Paprika” λειτούργησε καταλυτικά προκειμένου να σκηνοθετήσει το “Inception”.  Και όντως τα κοινά στοιχεία είναι πολλά.  Πέρα από την γενική ιδέα σχετικά με την δυνατότητα εισόδου στον κόσμο των ονείρων, υπάρχουν και πιο συγκεκριμένα πράγματα στα οποία μοιάζουν πολύ οι δυο ταινίες.  Το γεγονός του θανάτου που σου απαγορεύει να ‘ξυπνήσεις’ και πάλι στον πραγματικό κόσμο, ο τρόπος με τον οποίο αποδίδεται σκηνοθετικά ο διάδρομος του ξενοδοχείου και μοιάζει εκπληκτικά με την αντίστοιχη σκηνή από Nolan, η συσκευή που σε βάζει στον κόσμο των ονείρων, η δυνατότητα να ‘φυτέψεις’ μια αρχική ιδέα σε κάποιον, αλλά και το να καταλήγεις κάθε φορά σε διαφορετικά ονειρικά σκηνικά, είναι μόνο μερικές από τις ομοιότητες τους.  Σίγουρα η δυνατότητα παρουσίασης ενός τόσο πολύπλοκου θέματος, τόσο οπτικά όσο και από άποψη υπόθεσης, είναι πιο εύκολο να αποδοθεί στα πλαίσια ενός animation, αν και ο Nolan απέδειξε οτι δεν έχει και ιδιαίτερο πρόβλημα να παρουσιάσει έναν φανταστικό κόσμο με έναν τρόπο ρεαλιστικό και ταυτόχρονα εξωπραγματικό.
Η Paprika είναι ο χαρακτήρας που κλέβει την παράσταση, καθώς είναι πανταχού παρούσα και η μοναδική ουσιαστικά που μπορεί να μεταπηδά ανάμεσα στους κόσμους χωρίς να απειλείται άμεσα η ύπαρξή της.  Ακόμα και όταν τα όνειρα μπερδεύονται και περιπλέκονται το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο καθώς σε κάθε σκηνή, σε κάθε πλάνο ο κόσμος βρίσκεται ένα βήμα πιο κοντά στην καταστροφή…
Πολύχρωμο, έντονο, διεισδυτικό και σύγχρονα απειλητικό, το “Paprika” είναι ένα ψυχολογικό ταξίδι στις πιο σκοτεινές επιθυμίες και όνειρα του ανθρώπου.  Και αποδεικνύει ένα πράγμα: δεν υπάρχει τελικά τίποτα πιο επικίνδυνο και τρομακτικό από την ίδια την ανθρώπινη φύση…(εκτός ίσως από μια τεράστια κούκλα με άψυχα μάτια και στριγγό, διαπεραστικό γέλιο).

Υ.Γ: Έχει μακράν τα καλύτερα open credits που έχει δει εδώ και αρκετό καιρό σε ταινία.  Πρωτότυπα και απόλυτα ταιριαστά με όλα αυτά που πρόκειται να ακολουθήσουν στην ταινία.  Για τον λόγο αυτό θα βάλω τα credits και οχι το traileraki γιατί αποκαλύπτει κάποια πραγματάκια που εσκεμμένα σας έκρυψα εδώ.

http://www.youtube.com/watch?v=xqg3Sw3s9Wg

No trivia for the movie

Oύτε και τίποτα το φοβερό στην tv πάλι σήμερα…

Cya tommorow

Cars 2: McQueen. Lightning McQueen.

NEW ARRIVAL

Hey παιδιά! Λοιπόν σήμερα είπα να αφήσω και πάλι λίγο στην άκρη την…υψηλή κουλτούρα και να γράψω για κάτι καινούργιο και κατά την προσωπική μου άποψη, πολύ καλό. Την περασμένη Παρασκευή λοιπόν αποφάσισα να δω τα πολυαγαπημένα αυτοκίνητα με την αδελφή μου και το διασκέδασα πολύ. Πολύχρωμη και γρήγορη, βρήκα ότι είναι ένα πολύ καλό sequel, αν και μιλάμε για μια εντελώς διαφορετική ιστορία. Εντύπωση παρόλα αυτά μου έκαναν οι κριτικές που πήρε, καθώς οι περισσότεροι την θεωρούν ως την χειρότερη ταινία της Pixar! Περίεργα πράγματα…

Στο sequel των Αυτοκινήτων, πρωταγωνιστική θέση έχει ο Mater (κατά κόσμον Μπάρμπας) αφού μπλέκει σε μια απίστευτη περιπέτεια James Βondiκών διαστάσεων. O McQueen αποφασίζει να δεχτεί την πρόσκληση ενός άλλου αυτοκινήτου, για την συμμετοχή σε 3 αγώνες οι οποίοι θα αποδείξουν την αποτελεσματικότητα ενός νέου βιοκαύσιμου που ανακάλυψε κατά την περιπλάνησή του σε ολόκληρο τον πλανήτη. Την ίδια στιγμή δυο μυστικοί κατάσκοποι θα παρακολουθούν στενά τις ενέργειες του ‘Καθηγητή’, ενός αυτοκινήτου που φαίνεται να κινεί τα νήματα μιας μεγάλης κομπίνας, που συνδέεται στενά με τους επικείμενους αγώνες σε Τόκιο, Μιλάνο και Λονδίνο. Ο Μπάρμπας θα βρεθεί κατα λάθος μπλεγμένος σε μια φρενήρη καταδίωξη ανά τον πλανήτη, και θα πρέπει να δώσει τον καλύτερό του εαυτό προκειμένου να σώσει τον καλύτερό του φίλο: τον Κεραυνό McQueen…
Καταρχάς συμφωνώ με όσους το έκριναν αυστηρά οτι το “Cars 2” δεν είναι μια ταινία για μικρά παιδιά. Οχι για την υποτιθέμενη βία που όλοι υποστηρίζουν οτι περιέχει (μιλάμε για αυτοκίνητα, που άντε το πολύ πολύ να πάθουν μια γρατζουνιά ή ένα βαθούλωμα, έλεος δηλαδή!), αλλά για την δυσνόητη και πολύπλοκη ιστορία που πραγματεύεται. Τονίζω και πάλι, δυσνόητη για 2χρονα και 4χρονα παιδάκια. Η ταινία περιλαμβάνει μια πληθώρα χαρακτήρων, γρήγορη εξέλιξη που γκαζώνει αναλόγως και πολλούς διαλόγους ανάμεσα στα χαριτωμένα, τετράτροχα οχήματα. Κάποιες φορές βρήκα και την 10χρονη αδελφή μου να δυσκολεύεται να ακολουθήσει την πλοκή, αλλά σε καμία περίπτωση δε μπορώ να χαρακτηρίσω ως κακή μια ταινία που έχει ξεκάθαρη αρχή, μέση και τέλος, καθώς και μια ολοκληρωμένη υπόθεση που φτάνει σε ένα ομολογουμένως ενήλικο (ως προς την αντίληψη) τέλος. Σίγουρα μια ταινία για μεγαλύτερα παιδιά…

Το έξυπνο της ιστορίας στην προκειμένη περίπτωση είναι οτι το κλασσικό μοτίβο του υπερκατάσκοπου με τα άπειρα γκατζετάκια, τις πολλαπλές μεταμορφώσεις και το ανελέητο κυνηγητό, όλα βρίσκουν την θέση που τους ταιριάζει στην νεα ταινία της Pixar. Οτιδήποτε είναι πιθανό στα πλαίσια ενός ανθρώπου με σάρκα και οστά, γίνεται εξίσου πιθανό σε ένα αυτοκίνητο που μιλάει, σκέφτεται και σκαρφαλώνει κτίρια με μεγάλη ευκολία. Χρησιμοποιώντας προφανέστατα ως πρότυπο τις ταινίες του James Bond και οτιδήποτε έχει να κάνει με αυτόν τον ήρωα, από τα όπλα του, τις συσκευές που χρησιμοποιεί, ακόμα και τις…γυναίκες που έχει στο πλάι του, χρησιμοποιούνται με μεγάλη επιτυχία και εδώ και μάλιστα σε έναν χαρακτήρα που κανείς δε θα το περίμενε: τον Μπάρμπα. Συνεπώς θα ήταν πιο ταιριαστό να λέγαμε οτι ο χαρακτήρα του Μπάρμπα κολλάει περισσότερο με τον χαρακτήρα που υποδύεται και ο Jackie Chan στην ταινία “The Accidental Spy” (2001) οπού γίνεται κατάσκοπος από σπόντα, παρά στον αρεννωπό και φλεγματικό James Bond. Προσωπικά βρήκα πολύ έξυπνη αυτή τη μετάβαση του super κατασκόπου από live action ταινία, σε cartoon καθώς οι χαρακτήρες είναι απείρως πιο ελεύθεροι για να κάνουν τα δικά του κόλπα!

Εξίσου ενδιαφέρον είναι και το γεγονός οτι η παρουσία του ‘πρωταγωνιστή’ McQueen εδώ είναι αρκετά πιο περιορισμένη, καθώς τον πρώτο λόγο έχει ο αξιαγάπητος, και συμπαθητικά αφελής Μπάρμπας. Σαν χαρακτήρας εκφράζει μια ολόκληρη σειρά χαρακτήρων που έχουμε δει πολλές φορές σε ταινίες. Τον κλασσικό χαζούλη που κανείς δε παίρνει στα σοβαρά, που όλοι πιστεύουν οτι δε μπορεί να κάνει τίποτα στη ζωή του και που τις περισσότερες φορές τον θεωρούν ανάξιο για οτιδήποτε άλλο, πέρα από το να χαζοπερνάει την ώρα του με πλάκες και γκάφες. Έτσι και εδώ ο Μπάρμπας καταλήγει διαρκώς να προκαλεί προβλήματα και να γίνεται ένα ντροπιαστικό φόρτωμα στην φίρμα της παρέας, τον McQueen. Όπως όμως επίσης γίνεται και κάθε φορά, σύντομα βρίσκει την δικαίωσή του, ανατρέποντας τα δεδομένα και αποδεικνύοντας σε όλους οτι τελικά τα φαινόμενα ίσως και να απατούν. Νομίζω οτι αποτελεί ένα πολύ καλό παράδειγμα για όλη την πιτσιρικαρία που πρόκειται να παρακολουθήσει την ταινία, καθώς τους περνάει το ‘ηθικό δίδαγμα’ οτι ο καθένας μας είναι ικανός για τα πάντα, αρκεί να έχει γύρω του καλούς φίλους και να πιστέψει στον εαυτό του.

Μπορεί η υπόθεση να είναι λιγάκι too much για τα παιδικά μυαλουδάκια, αλλά σίγουρα είναι μια ταινία που σε κρατάει στη θέση σου μέχρι το τέλος της. Έχει γρήγορη πλοκή, ζωηρά και έντονα χρώματα (η πόλη του Τόκιο έχει αποδοθεί με μια σχεδόν φλουο διάθεση και είναι πραγματικά εντυπωσιακή) και πολλούς και διαφορετικούς χαρακτήρες που προκαλούν το ενδιαφέρον. Η νεαρή πρωτάρα κατάσκοπος, η έμπειρος συνάδελφός της (με τον Michael Kane να δανίζει την χαρακτηριστική του φωνή), ο ωραιοπαθής, αλλά ανασφαλής Ιταλός ανταγωνιστής του McQueen, αλλά και οι evil χαρακτήρες όπως ο ‘καθηγητής’ και τα τσιράκια του. Όλοι παίζουν τον δικό τους ρόλο και είναι αποτελεσματικοί στην animation διάσταση που τους βλέπουμε μεν, φροντίζοντας όμως να παρέχουν στους θεατές ένα φαντασμαγορικό show δε.
Το “Cars 2” είναι μια ταινία που αν την αντιμετωπίσετε απλά ως ένα cartoon, σίγουρα θα βρεθείτε μπερδεμένοι ως προς το τι στο καλό συμβαίνει. Δείτε την καλύτερα ως μια άλλη version του καρδιοκατακτητή James Bond, πιο χαριτωμένη και με πολύ πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες ; )
Κυνηγητό, αγωνία, δολοπλοκίες και ήρωες της τελευταίας στιγμής; Ka-chow!!!

http://www.youtube.com/watch?v=oFTfAdauCOo


TRIVIA

  • Από σεβασμό απέναντι στον θάνατο του Paul Newman το 2008, ο χαρακτήρας στον οποίο δάνειζε την φωνή του, ο Doc Hudson, δεν περιλαμβάνεται σε αυτή την ταινία.
  • Ο κατάσκοπος-αυτοκίνητο Finn McMissile είναι μια ‘στυλιζαρισμένη’ Aston Martin DB5, το χαρακτηριστικό όχημα που χρησιμοποιεί ο James Bond στις ταινίες του. Αν και το όχημα εδώ χρησιμοποιεί ενσωματωμένους πυραύλους, ο Bond δεν διέθετε κάτι τέτοιο. Παρόλα αυτά στην ταινία “Goldfinger” στη θέση των πυραύλων που υπάρχουν εδώ, εκεί υπήρχαν όπλα.
  • Ο σκηνοθέτης John Lasseter συνέλαβε το story της του sequel, όταν προωθούσε ακόμα το πρώτο “Cars” στην Ευρώπη.
(Πηγή IMDB)
Τίποτα και σήμερα η tv…
Αdios μέχρι αύριο!