Skyfall: This is the end

NEW ARRIVAL

Καλημέρα καλημέρα σε όλους!  Όπως καταλάβατε σήμερα θα πούμε δυο (ή μπορεί και περισσότερα) λογάκια για τον νέο James Bond, τον οποίο παρακολούθησα χθες το βράδυ σε μια-ομολογουμένως-τίγκα αίθουσα, στη τέταρτη σειρά.  Καλά ήταν, παράπονο δεν έχω.  Ίσως δηλαδή τα μόνο παράπονα που έχω από εδώ κι από εκεί, να αφορούν την ίδια τη ταινία, αλλά αυτά θα τα δούμε παρακάτω.  Ξεκινάμε λοιπόν…

O James Bond (Daniel Craig), καλείται να αντιμετωπίσει σε αυτή την 23η ταινία του πράκτορα-θρύλου, έναν εχθρό που βρίσκεται στις σκιές και μοιάζει να ξέρει καλά το παιχνίδι που παίζει η MI6 όλα αυτά τα χρόνια.  Την ίδια στιγμή που η Μ (Judi Dench) βλέπει να έρχονται στην επιφάνεια παλιά, καλά κρυμμένα μυστικά που θέτουν σε κίνδυνο την ίδια, αλλά και ολόκληρη τη μυστική υπηρεσία της Βρετανίας, ο Bond θα πρέπει να μαζέψει τα κομμάτια του, να αφήσει τον προσφάτως μπεκρή εαυτό του στην άκρη και να επιστρέψει στην ενεργό δράση, πριν ο σκιώδης εχθρός καταφέρει στην Υπηρεσία το τελειωτικό του χτύπημα.  Και ενώ ο κλοιός σφίγγει γύρω από αυτό το παιχνίδι γάτας-ποντικιού, η MI6 καλείται να συμβιβαστεί με τη στρυφνή, γραφειοκρατική παρουσία του νέου Προέδρου Πληροφοριών και Ασφαλείας, Gareth Mallory (Ralph Fiennes), αλλά και την αμφισβήτηση της κυβέρνησης, όσον αφορά την αξία και τη χρησιμότητα της Μυστικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, εν έτει 2012.  Ο Bond πρέπει τώρα να αντιμετωπίσει έναν εχθρό αλλιώτικο από τους άλλους.  Έναν εχθρό που βρίσκεται ταυτόχρονα παντού και πουθενά.  Έναν εχθρό που ορκίζεται εκδίκηση.  Θα την πάρει;

Όταν είχαμε πρωτοακούσει οτι ο Sam Mendes έχει αναλάβει τη σκηνοθεσία ενός νέου James Bond, δε νομίζω να υπήρξε κανείς που να είχε θεωρήσει τη συγκεκριμένη απόφαση λανθασμένη ή ρίσκο.  Και η χαρά με τον νέο, φλεγματικό πράκτορα είναι πως όντως πέσαμε μέσα (όπως το φανταζόμασταν δηλαδή).
Ο Sam Mendes έχει συγκεντρώσει γύρω του ένα επιτελείο δημιουργών κλασικής τζεϊμς-μποντίλας (οι σεναριογράφοι Neal Purvis και Robert Wade, είναι υπεύθυνοι για τη συγγραφική προσπάθεια μερικών εκ των νεότερων ταινιών του 007, ενώ ο τρίτος της παρέας, John Logan μετράει στο ενεργητικό του σενάρια για ταινίες όπως το “The Gladiator”, “The Aviator” και “Rango”, ενώ όπως όλα δείχνουν θα συμμετέχει και στις επόμενες δυο ταινίες του James Bond, οι οποίες βρίσκονται βεβαίως, σε εμβρυακό στάδιο ακόμα), τον κινηματογραφιστή Roger Deakins, υποψήφιο για εννέα Oscars, με δουλειές όπως τα “Shawshank Redemption”, “A Beautiful Mind”, “No Country for Old Men”, “The Big Lebowski” και ένα σωρό άλλες, καθώς και ένα πλούσιο, πρωταγωνιστικό cast, δημιουργώντας την-κατά πολλούς-καλύτερη ταινία James Bond που γυρίστηκε ποτέ.  Και ποια είμαι εγώ για να το αμφισβητήσω αυτό;
Επειδή ακριβώς δεν έχω δει τις παλιές, cult (έλα τώρα μεταξύ μας;) ταινίες του λογοτεχνικού ήρωα του Ian Fleming, και επειδή η μοναδική που έτυχε να παρακολουθήσω από την αρχή, μέχρι και το τέλος ήταν το “Casino Royale”, θα κρίνω σήμερα το “Skyfall”, οχι με βάση τις περασμένες προσπάθειες, αλλά το ίδιο το film ως αυτοτελή παρουσία.  Φυσικά, το “Casino Royale” θα είναι ένας μικρός μπούσουλας ως προς το τι μου έδωσε η μια και τι η άλλη ταινία.  Και για να ξεκαθαρίσω από τώρα τη θέση μου (και να πέσει ο πέλεκυς της δικής σας κριτικής, βαρύς, πάνω στο κεφάλι μου), για εμένα, το “Casino Royale” ήταν καλύτερο από το “Skyfall”.  Λυσσάξτε!

Ας ξεκινήσουμε με τα καλά της ταινίας, τα οποία δεν είναι και λίγα.  Καταρχάς, τα opening credits της, είναι αναμφίβολα τα καλύτερα, έπειτα από αυτά που είχα απολαύσει στον κινηματογράφο, λίγο πριν την αρχή του “The Girl with the Dragon Tattoo” του Fincher, εκεί όπου πρωταγωνιστούσε και πάλι ο Craig, στον ρόλο ενός δημοσιογράφου.  Η αλήθεια είναι οτι και τότε, αλλά και χθες, δε μπορούσα παρά να θαυμάσω το πόσο δημιουργική, εντυπωσιακή και μέσα στο κλίμα μπορεί να είναι η κατασκευή των αρχικών credits, γεγονός που λειτουργεί καταλυτικά στο μυαλό σου, ώστε να υποδεχτείς την ταινία, με μια συγκεκριμένη διάθεση.  Οι τίτλοι του Fincher ήταν σκοτεινοί και μυστήριοι, ενώ αυτοί του Daniel Kleinman, δίνουν με τον καλύτερο τρόπο μια εσάνς αριστοκρατικής καταγωγής, σύγχρονης τρομοκρατίας και γυναικείου αρώματος, που είναι αδύνατον να σε αφήσουν αδιάφορο.  Αν σε αυτό προσθέσετε και την αιθέρια φωνή της Adelle που τραγουδάει το ομώνυμο song, τότε θα δείτε οτι μιλάμε για ένα από τα καλύτερα και πιο ατμοσφαιρικά openings των τελευταίων ετών.
Στα συν θα πρέπει σίγουρα να βάλουμε την εντυπωσιακότατη σκηνοθεσία του Mendes ο οποίος εκμεταλλεύτηκε άρτια τα $150 εκατομμύρια(!), κατασκευάζοντας ένα προσωπικό, “ψυχροπολεμικό” σύμπαν, μέσα στο οποίο κανείς δεν είναι ασφαλής.  Η ραφιναρισμένη σκηνοθεσία του κρατάει ψηλά το βρετανικό physic του Bond, ο οποίος εξακολουθεί να είναι αποτελεσματικός και γοητευτικός, και ίσως, πιο ώριμος από ποτέ.  Παράλληλα, ο Mendes δε κρύβει την ηλικία του πρωταγωνιστή του, αλλά την κάνει στα χέρια του δυνατό χαρτί, κερνώντας τον εμπειρία και σιγουριά, τη στιγμή που την έχει περισσότερο ανάγκη.  Οι υπέροχες τοποθεσίες των γυρισμάτων (Τουρκία, Αγγλία, Κίνα) και η εκλεπτυσμένη, κοσμοπολίτικη ομορφιά τους, έρχονται σε έντονη αντίθεση με τον “old dog-new tricks” χαρακτήρα του James Bond, ο οποίος βρίσκεται στην καλύτερη περίοδο ώριμης δράσης του.
Κάπου εδώ, αξίζει να αναφέρουμε και τον κακό της υπόθεσης, τον ψυχωτικό Silva (Javier Bardem) ο οποίος είναι μια μπαϊσεξουαλική απόλαυση.  Με πλατινέ μαλλί, παραμορφωτικά χαρακτηριστικά και τζοκερίστικο χαμόγελο, ο Μπαρδέμ είναι ο κακός που ποτέ δεν είχαμε δει σε ταινία του Bond.  Αδίστακτος και μανιασμένος, είναι ένα μεγάλο παιδί, με high tech παιχνίδια.  Το πάτημα ενός κουμπιού, δεν ήταν ποτέ πιο δολοφονικό.  Σίγουρα ο Ισπανός ηθοποιός δίνει μια ερμηνεία αινιγματική και ψυχολογικά απροσδιόριστη, πετυχαίνοντας να ανεβάσει τον πήχη της ταινίας, η οποία χωρίς αυτόν θα έχανε αρκετά.  Και αν έχετε στο μυαλό σας τον Joker του Nolan, δεν έχετε και άδικο, μιας που ο Bardem είναι ακριβώς αυτό: ένας κλόουν, δίχως μακιγιάζ, αλλά με τσιρκολέ, χακερίστικα παιχνιδάκια.  Και είναι άσσος ο άτιμος.

Επίσης να αναφέρω οτι ιδιαίτερη, νοσταλγική χροιά, πρόσθεσε η αναφορά σε παλαιότερες ταινίες του James Bond, μέσα από ατάκες και τη χρήση κλασικών, πρακτορικών gadgets εποχής Sean Connery, γεγονός που προσέδωσε στην ταινία το feeling μιας ιστορικής συνέχειας.
Ως προς τα θέματα τα οποία με ενόχλησαν κάπως στη ταινία, αυτά έχουν να κάνουν περισσότερο με τα κενά της υπόθεσης, τις ερμηνείες ορισμένων χαρακτήρων και το γεγονός οτι κάποιες καταστάσεις έμοιαζαν ασύνδετες και βεβιασμένες.
Αρχικά η όποια προσπάθεια εσωτερικής ενδοσκόπησης του James Bond, αλλά και επιστροφής στα παιδικά του λημέρια, γίνεται με τρόπο εντελώς ξεκάρφωτο και το πράγμα γρήγορα μπάζει, χωρίς πολλές εξηγήσεις, καθώς η όποια προσωπική ιστορία θυσιάζεται για χάρη της much needed δράσης.  Εκεί που οι σεναριογράφοι σε ετοιμάζουν να γνωρίσεις κομμάτια του προ-James Bond παρελθόν του ήρωα, εκεί σου τραβούν το χαλί κάτω από τα πόδια, και δε σε αφήνουν να αντιληφθείς επαρκώς το ‘κουβαλάω βάρος από μικρός’ θέμα του ήρωα.  Παράλληλα, το ίδιο πρόβλημα υπάρχει και στη περίπτωση του Silva, και των κινήτρων που τον οδηγούν να δράσει έτσι όπως δρα.  Ειδικά εκεί, το πράγμα χάνεται εντελώς, οι λόγοι σκαρφίζονται στα γρήγορα, και η σύνδεση του Silva με διάφορες καταστάσεις μέσα στη ταινία, μοιάζει περίεργη και υπερβολικά απλοϊκή.  Τα κίνητρά του εξακολουθούν να παραμένουν αδικαιολόγητα, και η όποια προσπάθεια εξαναγκαστικής χρήσης της κακίας του, μάλλον πέφτει στο κενό.  Το γλυκό απλά δε δένει.  Και αυτό δυστυχώς φαίνεται.
Στον αντίποδα, η διαφημιστική καμπάνια της ταινίας, μάλλον θα έπρεπε να είναι πιο προσεχτική ως προς το ποιον προβάλει, και πόσο τον προβάλει, καθώς ΜΕΓΑ SPOILER ΠΡΟΣΟΧΗ!!! η σχέση του Bond με την εκθαμβωτική Severine (Berenice Marlohe), λήγει άδοξα, η Marlohe εξαφανίζεται από την οθόνη μέσα σε πέντε λεπτά, και το μόνο που σου έχει αφήσει είναι μια πικρή επίγευση, εξαιτίας της αδιάφορης παρουσίας της.  Όσο κι αν από την καμπάνια φαίνεται οτι η συμμετοχή της είναι μεγάλη, και σημαντική, αυτό δεν ισχύει, αφού και να μη τη βλέπαμε, δε θα άλλαζε και κάτι.  Έπρεπε όμως να επιτελέσει τον ρόλο του Bond girl, και αν κρίνουμε και από το πόσο γρήγορα Bond και Severine καταλήγουν στη ντουζιέρα για sex, ε είναι γελοίο ακόμα και για τα δεδομένα του καρδιοκατακτητή πράκτορα.
Στα αρνητικά μπαίνουν για εμένα και μερικές κλισέ ατάκες, αλλά και ορισμένες cheesy σκηνές τις οποίες δεν ήθελα να δω από έναν σκηνοθέτη όπως ο Sam Mendes, αφού ξέρω οτι μπορεί και καλύτερα.  Η χημεία επίσης του James με τις γυναίκες πρωταγωνίστριες είναι μέτρια (την ίδια στιγμή που με την Eva Green στο “Casino Royale” ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής.  Ήταν καυτή. ), αλλά δε φαίνεται να υπάρχει διάθεση να είναι κάτι παραπάνω, έτσι κι αλλιώς. 
Γενικότερα η μεγαλύτερη ένστασή μου βρίσκεται στο σενάριο, στο story το οποίο νομίζω πως κάπου χάνεται και δεν έχει τόση σημασία, τη στιγμή που για να δικαιολογηθεί ολόκληρη η ταινία, θα έπρεπε να έχει.

Το “Skyfall” είναι αναμφίβολα μια δυνατή περιπέτεια, με μπόλικη δράση, φλεγματικό χιούμορ και στο σύνολό της αξιοπρεπέστατη.  Αν κάποιος όμως θέλει και κάτι παραπάνω, ίσως και να απογοητευτεί από την απουσία μιας λίγο πιο προσωπικής οπτικής από πλευράς του Bond, ο οποίος φαίνεται αποστασιοποιημένος από όλους και από όλα μέσα στη ταινία.  Για παράδειγμα στο “Casino Royale” τον βλέπουμε να ματώνει, να νοιάζεται και να συγκλονίζεται πραγματικά από τον χαμό της προδότρας αγάπης του.  Εδώ ο Craig κρατάει έναν ρόλο περισσότερο απομακρυσμένο, που χωρίς να είναι κακό, εμποδίζει την υπόθεση και το στήσιμο των χαρακτήρων να αναδειχθούν περισσότερο και να συνταιριάξουν με την περιπετειώδη σκηνοθεσία του Mendes.
Παρόλα αυτά, αν θες απαράμιλλο, βρετανικό στυλ, δράση και μπόλικο κυνηγητό, το “Skyfall” είναι αυτό που ψάχνεις.  Ο Bond προσδιορίζεται εκ νέου, ως μια σύγχρονη, κατασκοπική φιγούρα, η παρουσία της οποία μέσα στη τωρινή πραγματικότητα, έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη παρελθοντική του ύπαρξη, την ίδια στιγμή που ακόμα και οι σχέσεις του με την Υπηρεσία και κυρίως την M, δοκιμάζονται.  Αλλά στη τελική το “Skyfall” είναι και μια ταινία που μιλάει για το σύγχρονο πρόσωπο της τρομοκρατίας, για τον άγνωστο εχθρό και την κρυμμένη απειλή.  Και αν μη τι άλλο, ο σύντομος μονόλογος της M μπροστά στην Υπουργό, αναφορικά με το θέμα της παγκόσμιας τρομοκρατίας, είναι όλα τα λεφτά.  Τα οποία επίσης είναι σίγουρο οτι δε θα κλάψετε όταν τελικά τη δείτε.  Sure thing.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο Bardem έχει πάντα τα πιο fail μαλλιά στις ταινίες που παίζει, οτι η Τόνια Σωτηροπούλου εμφανίζεται τελικά περισσότερο από 5 δευτερόλεπτα (epic win) και οτι υπάρχει μια σκηνή με τον Bardem να φαίνεται σαν σκια σε φωτεινό φόντο, που είναι ίδιος ο Joker.  Όταν τη δείτε, θα καταλάβετε.


TRIVIA

  • Στην αρχή είχε ακουστεί οτι ο Kevin Spacey θα κρατούσε έναν ρόλο στη ταινία, και μάλλον αυτόν του Bardem.  Το πράγμα τελικά δεν έκατσε λόγω προγράμματος.  Ο Spacey είχε πρωταγωνιστήσει φυσικά στη βραβευμένη ταινία του Mendes, “American Beauty”, όπου εκεί λέει και μια ενδιαφέρουσα ατάκα, όταν αναγκάζεται να πάει στο σχολείο, και να να δει τον χορό της κόρης του: “I’ll be missing the James Bond marathon on TNT.”  Κοίτα να δεις!
  • Σύμφωνα με τις πληροφορίες, το “Skyfall” δεν έχει καμία σχέση ως προς την υπόθεσή του, με το έργο του Ian Fleming, αναφορικά με τον ήρωα του James Bond.
  • Πολλά από τα stunts έγιναν από τον ίδιο τον Craig, ο οποίος κατέστρεψε στη ταινία περισσότερα από 40 κοστούμια Tom Ford, το καθένα από τα οποία κόστιζε γύρω, στα $10 χιλιάδες!
 (ΠΗΓΗ IMDB)

Killing Τhem Softly: America is not a country, it’s a business

NEW ARRIVAL

Aloha και καλή εβδομάδα και καλό μήνα δηλαδή σε λίγο.  Today θα αφήσουμε πάλι στην άκρη τις εναπομείναντες, φεστιβαλικές ταινίες και θα ασχοληθούμε με μια ακόμη νέα κυκλοφορία που έκανε την εμφάνισή της τη περασμένη εβδομάδα.  Το “Killing Them Softly” είναι μια ταινία πρόκληση για όσους αποφασίσουν να πάνε να τη δουν επειδή απλά παίζει ο Brad Pitt.  Μέγα λάθος.  Δε πας να δεις μια ταινία χωρίς να έχεις τη παραμικρή ιδέα περί τίνος πρόκειται, ούτε και αρχίζεις να χασκογελάς σαν ηλίθιος και να τη κράζεις, επειδή εσύ απλώς αποφάσισες να πας να δεις μια ταινία που παίζει ο διάσημος Brad.  Έτσι, οχι μόνο εκνευρίζεις όσους εις γνώσιν τους, αποφάσισαν να δουν το “Killing Them Softly” (εν προκειμένω), αλλά ταυτόχρονα αρχίζει να κυκλοφορεί και κακό όνομα στη “πιάτσα”, αναφορικά με τη ταινία που δε σε ικανοποίησε, προφανώς για τους λάθος λόγους.  “Τι είδες ρε σήμερα;”, “Άσε ρε φίλε, είδα μια μαλακία με τον Brad Pitt, που όλο βρισίδι είχε και κάτι για την Αμερική έλεγε, και οχι και πολύ μπαμ-μπαμ, και δε μ’ άρεσε καθόλου”.  Το “Killing Them Softly” φίλε μου, είναι το φετινό “Drive” και κανείς δε σου φταίει που επιλέγεις ταινία βάση του poster της.  Τςςςς.

Ο Jackie Cogan (Brad Pitt) είναι ένας επαγγελματίας εκτελεστής, ο οποίος εργάζεται για μια “εταιρία” αφεντικών της νύχτας, που στήνει παιχνίδια poker.  Οι συμμετέχοντες, δε θα μπορούσαν παρά να αποτελούν μια ετερόκλητη γκάμα σκιωδών προσωπικοτήτων, από τις φάτσες των οποίων μπορείς να καταλάβεις ποιος είναι ο κακός Ρώσος, ο πρωτάρης, ο Ιταλός μαφιόζος και ούτε καθεξής.  Καλόπαιδα δηλαδή.
Mια μέρα δυο μικροεγκληματίες, o άβγαλτος Frankie (Scott Mc Nairy) και o μέγας πρέζας/κτηνοβάτης Russell (Ben Mendelsohn), θα αποφασίσουν παρέα και υπό την καθοδήγηση του δικού τους “παλιά καραβάνα” αφεντικού, να χτυπήσουν ένα από αυτά τα χαρτοπαίχνιδα, προκειμένου να μαζέψουν το γλυκό παραδάκι.  Η δουλειά γίνεται, αλλά όπως φαντάζεστε κάτι στραβώνει.  Και κάπου εκεί έρχεται ο Cogan μαζί με το shotgun του, προκειμένου να βάλει τα πράγματα στη θέση του.  Αν δηλαδή αυτά μπαίνουν…

Στην Αμερική δεν έχω πάει ποτέ, αν και θα το ήθελα πολύ.  Συνεπώς δε μπορώ να είμαι σίγουρη 100% οτι έτσι είναι, αλλά νομίζω οτι η σύγχρονη πραγματικότητα που παρουσιάζει ο σκηνοθέτης Andrew Dominik μέσα από τη ταινία του, δεν απέχει και πολύ από την αληθινή εικόνα των πραγμάτων.  Και στη τελική, γιατί να απέχει κιόλας;
Το “Killing Them Softly” αποτελεί την, μόλις τρίτη, κινηματογραφική του δουλειά, μετά το πολύ καλό “The Assassination of Jesse James by the Coward Robert Ford” και το “Chopper”, με πρωταγωνιστή έναν σαπιοκοιλιά, Eric Bana.
Όπως και στις προηγούμενες ταινίες του, έτσι και εδώ, ο Dominik επικεντρώνει το ενδιαφέρον του, στο βίαιο κομμάτι της καθημερινότητας, με χαρακτήρες που ζουν στην άλλη πλευρά του νόμου, βασιζόμενος για ακόμη μια φορά σε λογοτεχνικό υλικό.  Το “Killing Them Softly” αποτελεί στην ουσία τη μεταφορά της crime νουβέλας του George V. Higgins, “Cogan’s Trade”, όπως αυτή κυκλοφόρησε το 1974, αποσπώντας μάλιστα μετριοπαθείς κριτικές, κυρίως για την πολύ σκληρή αργκό που μιλούσαν οι χαρακτήρες του.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, είναι σίγουρο, πως αυτός ήταν και ο βασικός λόγος για τον οποίο όσο έβλεπα τη ταινία, σηκώθηκαν και έφυγαν από την αίθουσα, καμιά δεκαριά άτομα, αφήνοντάς με πραγματικά εμβρόντητη, μιας που δε μου έχει ξανατύχει κάτι παρόμοιο.  Και εκεί τριγύρω έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται: είμαστε πραγματικά τόσο πουριτανοί που στην επανάληψη (ακουστική και γραπτή, όσον αφορά τους υπότιτλους) των λέξεων ‘πούτσος’, ‘μαλάκας’, ‘γαμήσι’, ‘κώλος’ και διαφόρων ακόμη, αναγκαζόμαστε να σκύψουμε το κεφάλι ντροπιασμένοι, και να φύγουμε από την αίθουσα εν μέσω αμήχανων χαχανητών ή μήπως η επαφή μας με το κινηματογραφικό αντικείμενο (και κατ’ επέκταση και με άλλα πράγματα) είναι τόσο κακή, ώστε δε μπορούμε να ξεχωρίσουμε μια crime ταινία, από ένα blockbuster, ή να αναγνωρίσουμε το γεγονός, οτι ένας ηθοποιός όπως ο Brad Pitt δεν είναι μόνο φρουφρου και αρώματα, αλλά μπορεί να βρίζει, να πετάει μυαλά όξω, και να αποτελεί τον βασικό εκφραστή μιας μπιζνεσικής χώρας, όπως η Αμερική;  Ειλικρινά, δε ξέρω τι είναι χειρότερο.

Αφήνοντας στην άκρη λοιπόν τα προσωπικά μου ερωτήματα, στα οποία δε νομίζω να πάρω και ποτέ απάντηση, επιστρέφω πάλι στο σημερινό μας ζουμί, το οποίο-παράπονο δεν έχω-είναι μπόλικο.
Καταρχάς η ταινία χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη και πρωτότυπη, αφηγηματική προσέγγιση που της δίνει αφενός μια παλιομοδίτικη, γκανγκστερική διάσταση, εντεταγμένης αφετέρου, μέσα σε ένα σύγχρονα παραπαίον σύστημα ηθικών αξιών και οικονομίας.
Το πρώτο πράγμα που προσέχει κανείς όταν ξεκινάει η ταινία, είναι η μαφιόζικη αίγλη των περασμένων δεκαετιών, της εποχής του Martin Scorsese και του Francis Ford Coppola.  Μπορεί οι πρωταγωνιστές να υπολείπονται των σταυροκουμποτών, ριγέ κοστουμιών, των οπλικών τους γαζωτήρων και του υψηλού, οικογενειακού αισθήματος, παρόλα αυτά, εξακολουθούν να είναι τα μεγάλα αφεντικά, αυτοί που κλείνουν συμφωνίες, οχι πια από τη δερμάτινη πολυθρόνα τους, αλλά από τη θέση του οδηγού στο αυτοκίνητο ή καθισμένοι πάνω στο σκαμπό ενός μπαρ πίνοντας τζιτζιμπίρα.
Η παραβατική διάσταση του πράγματος δεν έχει αλλάξει.  Αυτό που έχει αλλάξει ολοκληρωτικά, είναι το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εξακολουθούν να δρουν οι σύγχρονοι μαφιόζοι.  Πάνε πια οι εποχές που η επιφανής “οικογένεια” θα σε έσωζε από τον θάνατο και θα καθάριζε για πάρτη σου.  Τώρα πια ο καθένας είναι μόνος του (όπως λέει χαρακτηριστικά ο Pitt κάπου στο τέλος της ταινίας).  Οι χαρακτήρες του Scorsese έχουν αποποιηθεί τη μαφιόζικη, παρεϊστικη τρέλα τους, και έχουν μεταφερθεί σε έναν κόσμο οικονομικής κατάρρευσης, μοναχικής επικράτησης και εξαφάνισης του όποιου κώδικα τιμής.  Ο καθένας για τον εαυτό του και για τη τσέπη του.  Και αν αυτό δε σου αρέσει κρίμα και ΜΠΑΜ (μυαλά στο παράθυρο).

O Dominik προσδίδει στη παραδοσιακή εικόνα της μαφίας (όπως δηλαδή αυτή χτίζεται μέσα στο βιβλίο), μια πιο καινούρια ματιά, ανανεώνοντας σε μεγάλο βαθμό τόσο τη δράση των ηρώων, όσο και του συστήματος μέσα στο οποίο αυτοί λειτουργούν.  Όπως μάλιστα λέει χαρακτηριστικά σε μια συνέντευξή του: “Καθώς ξεκινούσα να μεταφέρω το story στην μεγάλη οθόνη, ήταν η ιστορία μιας οικονομικής κρίσης, και ήταν μια οικονομική κρίση σε μια οικονομία, που είχε δημιουργηθεί από τον τζόγο και η κρίση δημιουργήθηκε εξαιτίας μιας αποτυχίας στον κανονισμό.  Απλώς έμοιαζε να έχω στα χέρια μου κάτι, το οποίο δε μπορούσα να αγνοήσω”.
Ακριβώς αυτά τα λόγια του σκηνοθέτη, μπορεί κανείς εύκολα να εντοπίσει μέσα στη ταινία.  Όταν ανέφερα λίγο πιο πάνω οτι το “Killing Them Softly” χαρακτηρίζεται από μια δημιουργική, αφηγηματική μορφή, εννοούσα στην ουσία, το πόσο ιδανικά έχει καταφέρει να ταυτίσει ο Dominik, τη δράση του Cogan, με τη “δράση” και κυρίως, τα λεγόμενα των…Βarack Obama και John McCain, την προεκλογική περίοδο του 2008.  Και πως το έκανε αυτό;  Είναι απλό.  Σε πολλές σκηνές της ταινίας ο σκηνοθέτης, φροντίζει να καθιστά δευτεραγωνιστή μια τηλεόραση ή ένα ραδιόφωνο τα οποία μεταδίδουν διαρκώς τις προεκλογικές υποσχέσεις των δυο υποψηφίων για την αμερικανική προεδρία, επιλέγοντας αποσπάσματα που αφορούν το οικονομικό μέλλον της Αμερικής, τον περιορισμό της εγκληματικότητας, τη μείωση της ανεργίας μέσα από νέες θέσεις εργασίας και ένα σωρό άλλα θέματα.  Αυτό το ευφυές, σκηνοθετικό εύρημα, βοηθάει στο να καταστήσει από τη μια πλευρά τους πρωταγωνιστές, εμφανέστατα έρμαια ενός οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού συνόλου, υποδεικνύοντας οτι ακόμα και ο πιο αισχρός μαφιόζος, αποτελεί μέρος του ευρύτερου συνόλου, της μεγάλης Αμερικής, ενώ από την άλλη πλευρά γίνεται ένας υπέροχος παραλληλισμός, αφού η παραβατικότητα του ατόμου, ταυτίζεται με την κεκαλυμμένη παραβατικότητα της ίδιας της χώρας.  Όπως ακριβώς ο μικρόκοσμος των αφεντικών της νύχτας περνάει “κρίση”, έπειτα από τη ληστεία στη παρτίδα του πόκερ (ενός κόσμου δηλαδή που είναι χτισμένος πάνω στον original τζόγο), έτσι και ο μακρόκοσμος της Αμερικής, περνάει τη δική του “κρίση”, δομημένος πάνω σε ένα πολύ πιο επικίνδυνο “τζογάρισμα”.  Και με πολύ πιο επικίνδυνους αντιπάλους.

Εκτός από την ταύτιση των δυο κόσμων και την αλληγορική διάσταση που παίρνει στα μάτια μας η ιστορία του Jackie Cogan, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι και η επιλογή των ηθοποιών.  Για παράδειγμα δε μπορώ να φανταστώ οτι η παρουσία του-μπεκρή, γυναικά και όσο δε πάει αθυρόστομου εδώ-James Gandolfini, και του-always Goodfella-Ray Liotta είναι τυχαία.  Αυτό που μπορώ να φανταστώ (και η αλήθεια πωρώνομαι) είναι οτι ο Dominik διάλεξε εσκεμμένα τους δυο αυτούς ηθοποιούς οι οποίοι είναι γνωστοί για τους γκανγκστερικούς ρόλους και τη μαφιόζικη πορεία τους, οχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να παρουσιάσει με τρόπο σινεφιλικό τις διαφορές που αναφέραμε και λίγο παραπάνω, ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους.  Ο Gandolfini (ο οποίος εδώ δίνει ερμηνειάρα), μοιάζει να αδυνατεί να φέρει εις πέρας τη δουλειά που του έχει ανατεθεί, ενώ ο Liotta περιορίζεται σε έναν ρόλο άμυαλο και έναν χαρακτήρα με εντελώς χαζές, προσωπικές επιλογές.  Το αποτέλεσμα;  Οι παλιές καραβάνες του crime κινηματογράφου αρκούνται σε ρόλους αδρανείς, χωρίς σκοπό, χωρίς αξία και-κυρίως-χωρίς μέλλον, αδυνατώντας έτσι κι αλλιώς να προσαρμοστούν στα δεδομένα της σημερινής πραγματικότητας.  Αντιθέτως ο Cogan (o Pitt σε μια ακόμη εξαίσια, ερμηνευτική παρουσία) είναι το φρέσκο αίμα, συμβιβασμένος με τους νέους καιρούς, αδίστακτος και εγωιστής, ξέρει τι πρέπει να κάνει, προκειμένου να ικανοποιήσει πρώτα τον εαυτό του και μετά τον εργοδότη του.  Old school mobs, φάτε τη σκόνη του.
Μια αναφορά αξίζει σίγουρα και για τη σκηνοθεσία η οποία κλέβει τη παράσταση.  Παραμορφωτικοί φακοί, ρηχό βάθος πεδίου που ‘ξερνάει’ και τη παραμικρή λεπτομέρεια μπροστά σου, smooth κοψίματα, ημιφωτισμένα πλάνα, μια ντελιριακή σεκάνς που αναπαριστά με τρόπο παραισθησιακό, το ‘φτιάξιμο’ των ναρκωτικών, ένα εκτενές slow-motion εξωφρενικής ευκρίνειας και λεπτομέρειας, η κάμερα ως παρατηρητής, η κάμερα ως κοινωνός μιας εσωτερικής κατάστασης, η κάμερα ως αντίθετο (βλέπεις μια ταινία, η κάμερα της οποία τραβάει το τηλεοπτικό αποτέλεσμα, μιας άλλης κάμερας), οι soft φωτισμοί, η neo-noir ατμόσφαιρα, όλα αυτά, δημιουργούν ένα γοητευτικό αποτέλεσμα που αντλεί δόσεις αστικής ντεκαντάνς από Spike Lee (“25th Hour”), πατριωτικές νότες από Clint Eastwood (“Gran Torino”) και οικουμενικό πεσιμισμού από David Fincher (“Fight Club”).
Το “Killing Them Softly” είναι μια ταινία που ο καθένας μπορεί να διαβάσει όπως θέλει.  Είτε να μείνει στην επιφάνεια, και να αρκεστεί σε μια παραδοσιακή, crime κατάσταση, ή να αναζητήσει όλα τα υπόλοιπα υλικά από τα οποία είναι κατασκευασμένη και για τα οποία αξίζει να τη μάθει κανείς.  Φετινό “Drive”;  Ιt sure is.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η τελευταία ομιλία του Pitt είναι ομιλία Tyler Durden, οτι παίζει και ο Richard Jenkins που είναι πάντα καλός και οτι η φωνή του Johnny Cash ταιριάζει γάντι στη ταινία.


No trivia

Lawless: Booze, brothers and a wet county

NEW ARRIVAL

Καλημέρα καλημέρα guyz!  Λοιπόν αυτή τη βδομάδα βγήκαν στις αίθουσες δυο ταινίες που περίμενα εναγωνίως από τότε που είχα δει τα trailers τους.  Τις είδα τελικώς και τις δυο και έχω να πω οτι δεν έπεσα και πολύ έξω στις προβλέψεις μου οτι πρόκειται για καλές ταινίες.  Πρώτη είδα στις δημοσιογραφικές, το “Lawless”-με το οποίο θα ασχοληθούμε και σήμερα-, ένα γκάνγκστερ, δράμα εποχής, με πολύ καλές ερμηνείες και μια αξιοπρεπή προσπάθεια στο σύνολό του.  Χθες, είδα και το “Killing them Softly” την οποία βρήκα αριστουργηματική ως προς τη σκηνοθεσία της, και η μπόλικη (μπόλικη όμως) αθυροστομία της, την έκανε για εμένα ακόμη πιο απολαυστική.  Σε αυτό βέβαια, μάλλον δε συμφώνησε καμιά 10ρια άτομα, που άρχισαν να τη κάνουν με ελαφρά από την αίθουσα.  Όπως και να έχει, για τη νέα ταινία του Brad του Pitt, θα μιλήσουμε από Δευτέρα, οπότε σας θέλω τριγύρω.  Πάμε σήμερα για “Lawless”.

Βρισκόμαστε στο 1931, την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης και της Ποταπαγόρευσης, και όπως με έχει μάθει σωστά το “Boardwalk Empire”, δεν υπάρχει περίπτωση να δεις περισσότερο αλκοόλ σε καμία άλλη εποχή, πέραν από αυτή της Ποταπαγόρευσης.
Εν προκειμένω, στο Franklin County της Virginia, τρια αδέλφια κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα: διυλίζουν αλκοόλ, πουλώντας το στη συνέχεια στις γύρω φάρμες, τα νέγρικα κουτούκια και διάφορους άλλους καλοθελητές που επιθυμούν να αγοράσουν το διάφανο ουίσκι της οικογένειας Bondurant.  Οχι δηλαδή οτι οι μοναδικοί προμηθευτές είναι αυτοί, αφού αν για κάτι είναι γνωστή η συγκεκριμένη, υγρή κομητεία του Franklin, αυτό είναι βεβαίως, ο τεράστιος αριθμός παράνομων διυλιστηρίων που βρίσκονται καμουφλαρισμένα σε όλη της την επικράτεια.
Όταν λοιπόν βλέπεις οτι έχεις του χεριού σου ακόμα και τον τοπικό σερίφη, και ο θρύλος για την αντρίκια δύναμη και ατρομιτότητά σου, καλά κρατεί, το μόνο σίγουρο είναι οτι θα τσινίσεις στην guest εμφάνιση ενός νέου, γλοιώδη και σαδιστή Special Deputy ονόματι Charlie Rakes (Guy Pearce) ο οποίος έχει έρθει για να σου κάνει τη ζωή Κόλαση.  Απαιτώντας μερίδιο από τη μπάζα της πώλησης του αλκοόλ, προκειμένου να μη βάλει λουκέτο στη παράνομη δράση των κατοίκων, ο Rakes θα γίνει ο φόβος κι ο τρόμος της περιοχής, χάρη στην καθικίστικη φύση του.  Ο τουμπανοσοφός όμως, Forrest Bondurant (Tom Hardy), o μπεκρής αδελφός του που ρίχνει ξύλο, Howard (Jason Clarke) και ο άβγαλτος ακόμη, βενιαμίν της οικογένειας, Jack (Shia LaBeouf), θα υψώσουν ανάστημα και δε θα αφήσουν το καλογυαλισμένο λουστρίνι του Rakes, να τους πατήσει κάτω.  Για πόσο όμως;

Η νέα ταινία του Αυστραλού John Hillcoat, δεν είναι αυτό ακριβώς που μας είχε προϊδεάσει το trailer, ούτε και το επιβλητικό του cast.  Αν δηλαδή περιμένεις να δεις μπόλικο πιστολίδι, ατέλειωτη δράση και περιπέτεια τσίτα τα γκάζια, μάλλον θα απογοητευθείς οικτρά και καλά θα κάνεις να περιμένεις το “Gangster Squad” για τέτοια φάση.  Παρόλα αυτά, το “Lawless” είναι μια ταινία με την οποία θα περάσεις καλά στη κινηματογραφική αίθουσα, αφού μπορεί να της λείπουν οι πολλές, extra δόσεις αδρεναλίνης και τεστοστερόνης, αναπληρώνει όμως αυτό που δεν έχει, όχι τόσο χάρη στο σενάριό της (το οποίο είναι καλό, αλλά μέχρι εκεί), αλλά κυρίως χάρη στις πολύ καλές ερμηνείες ολόκληρου του πρωταγωνιστικού cast, την ατμοσφαιρική σκηνοθεσία και την εξαιρετική απόδοση μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.

Ο Hillcoat έπειτα από τη συνεργασία του με τον επίσης Αυστραλό, και υπεραλαντούχο σε διάφορους τομείς, μουσικούς και μη, Nick Cave, στο πολύ καλό “The Proposition” (στο οποίο ο Cave εκτέλεσε χρέη σεναριογράφου), αποφάσισε να μείνει πιστός στις κινηματογραφικές του επιλογές και να χρησιμοποιήσει και πάλι τον παλιόφιλο τον Nick, στο σενάριο του “Lawless”.
Πέρα από την παραγωγική συνεργασία των δυο τους, φαίνεται πως ο Hillcoat αρέσκεται και στην ιδιαίτερη περσόνα του Guy Pearce, ο οποίος σχεδόν σε όλη του τη καριέρα, επιμένει να υποδύεται ρόλους υπέροχα μισητούς, που τον καθιστούν αυτομάτως στο μάτι του θεατή, ως τον “bad seed” της υπόθεσης.  Έτσι, μετά τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Guy, στο “The Propostition”, τα τηλέφωνα έπεσαν και ο Pearce δέχθηκε και παίξει ένα ακόμη σκουλήκι στη κινηματογραφική του πορεία.  Σωστός.
Αν πάλι θυμάσαι το όνομα του σκηνοθέτη και από άλλες ταινίες-συγκεκριμένα ταινία-τότε αγαπητέ μου δε πέφτεις καθόλου έξω, μιας που o Hillcoat μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το υπέροχο όπως λένε (μιας που αυτή τη περίοδο εντρυφώ σε άλλα έργα του) βιβλίο του Cormac McCarthy, “The Road”.
Πιστός λοιπόν και στη λογοτεχνική του τροφή, ο Ηillcoat αποφάσισε να στηρίξει το “Lawless” στη βιογραφική νουβέλα του Matt Bondurant (εγγονού του τρίτου και μικρότερου εκ των αδελφών, του Jack δηλαδή) “The Wettest county in the Word”, με την ανάλογη φυσικά, σεναριακή προσαρμογή.

Πέρα από την απουσία μιας χειροπιαστής δράσης, αν θα έπρεπε να πω και κάτι ακόμα που με ενόχλησε κάπως στη ταινία, αυτό μάλλον θα αφορούσε σε ένα βαθμό τη σκηνοθεσία, πράμα οξύμωρο καθώς γενικώς βρήκα οτι ο Hillcoat απέδωσε με πολύ εποχικές πινελιές την συγκεκριμένη, ταραχώδη περίοδο.  Και τι εννοώ λοιπόν;
Εννοώ, οτι υπήρχαν στιγμές μέσα στην πλοκή του έργου, στις οποίες η όποια σεναριακή συνοχή έσπαγε με τρόπο βροντερό, και εσύ έπρεπε να προσπαθήσεις να ενώσεις τα κομμάτια προκειμένου, οχι να βγάλεις νόημα, αλλά να αντιμετωπίσεις την κάμερα του σκηνοθέτη, ως μια ρέουσα κατάσταση.  Η υποθεσιακή συνέχεια που θα έπρεπε να υπάρχει, κάπου χαλαρώνει, η κάμερα εκτελεί τα πολύ βασικά της χρέη (βλ. ρόλο παρατηρητή) και γενικώς όταν στρέφεται πάνω στα πρόσωπα και τις καταστάσεις, μοιάζει σαν κάτι να λείπει.  Αντιθέτως, όποτε βλέπουμε πανοραμικά πλάνα της wannabe Virginia (τα γυρίσματα έγιναν ως επί το πλείστον στην Georgia) ή τις ελάχιστες σκηνές που περιλαμβάνουν traveling, τότε ως δια μαγείας ο κινηματογραφικός φακός του Hillcoat μεταμορφώνεται και το μάτι μας γεμίζει με όλη εκείνη την αγροτική, παλιομοδίτικη ομορφιά, με τους καπνούς των διυλιστηρίων, τα χωριάτικα μπαρ, τα υπέροχα κοστούμια, και την vintage διάθεση που αποπνέει το τοπιακό, αλλά και το έμψυχο υλικό της ταινίας.
Αν είστε λοιπόν από αυτούς, που δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικοί ως προς τα θέματα της “συμπεριφοράς” της κάμερας, δεν θα έχετε κανένα πρόβλημα να απολαύσετε την ιδιωματισμική ομορφιά και τη μαγκιά του “Lawless”.

Το κλασικά crime σενάριο, βοηθάει πολλές ταινίες να ξεφεύγουν τον σκόπελο των αρνητικών κριτικών, ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για προσαρμογές τύπου “Drive” και “Killing them Softly” που έχουν να σου δώσουν αβέρτα πράγμα (btw πιστεύω οτι μέχρι τώρα, το “Killing them Softly” είναι το “Drive” της χρονιάς, αλλά αυτά θα τα πούμε από τη Δευτέρα).
Μπορεί εδώ το σενάριο να κρατάει έναν κάπως, ουδέτερο ρόλο, καθώς δεν είναι αυτό που θα μπορούσε να οδηγήσει τη ταινία στη καταστροφή, ούτε όμως και στην εκπληκτική της αναγνώριση, καταφέρνει όμως να κρατάει τα μπόσικα και να δίνει τροφή σε αυτό που νομίζω πως είναι το καλύτερό της στοιχείο: οι ερμηνείες.
Όλοι, ανεξαιρέτως, δίνουν στο “Lawless” ωραίες, μεστές ερμηνείες και-ω του θαύματος!-ακόμα και ο Shia LaBeouf ταιριάζει γάντι μέσα στο όλο γκανγκστεροφεύγοντας σκηνικό.
Πιο συγκεκριμένα ο Tom Hardy είναι επιβλητικός με τον όγκο του (βλέπετε δε πρόλαβε να χάσει τη μυϊκή μάζα που είχε αποκτήσει για τον χαρακτήρα του Bane), λιγομίλητος και μουντρούχος, με ιδανικά προσαρμοσμένη, χωριάτικη ομιλία και πολύ καλή χημεία, με την σαγηνευτική (εντάξει δε πάει πιο όμορφη ρε κοπελιά) Jessica Chastain, η οποία υποδύεται φυσικά, τη μοιραία γυναίκα.  Παράλληλα, ο Pearce δίνει μια ακόμη κακιασμένη ερμηνεία που του πάει πολύ, και κλέβει τις εντυπώσεις με μπριγιαντινέ μαλλί χωρίστρα, leather γαντάκια σε διάφορες αποχρώσεις (και με kinky διάθεση παρακαλώ) και ατσαλάκωτο look, ενώ και η παρουσία της Mia Wasikowska δίνει ένα απαραίτητο, φρέσκο touch, χάρη στην εύθραυστη ομορφιά της.  Κάπου εκεί θα δείτε και τον Gary Oldman να κάνει ένα πέρασμα στον ρόλο ενός μεγαλοαφεντικού γκάνγκστερ, με παρουσία μικρή, αλλά πληθωρική.  Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε οτι το ηττοπαθές και καημένο βλέμμα του LaBeouf επιτέλους αποδίδει-αλληλούια!-αποτυπώνοντας στον πανί έναν χαρακτήρα που αντρώνεται από τις πισωμαχαιρικές καταστάσεις, παύει να είναι το πιτσιρίκι που φοράει τα ρούχα του μπαμπά και αποκτά μερικά much needed κότσια (μαζί με ένα shotgun στο χέρι, καθότι συνήθως αυτά τα δυο, πάνε μαζί).
Το “Lawless” δεν είναι μια πρωτότυπη ταινία-ούτε κατά διάνοια-, μιας που όλα είναι συμβατικά δοσμένα, αλλά ταυτόχρονα καλά.  Η σκηνοθεσία, οι ερμηνείες, το σενάριο, η ατμόσφαιρα.  Όλα καλά, αλλά τίποτα το εξαιρετικά φοβερό.  Είναι όμως στη τελική και μια ταινία που έχει μαγκιά, attitude και country νότες να τη σιγοντάρουν (δια χειρός Nick Cave εννοείται).  Μερικές φορές για να περάσουμε καλά, ακόμα και αυτό αρκεί.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η Chastain κάνει το πρώτο της-μάλλον-φουλ γυμνό, οτι τις ίδιες ζακετούλες που φοράει ο Hardy, φοράει και ο παππούς μου και οτι ο Gary Oldman είναι ο Gary Oldman.  Σε περίπτωση δηλαδή που δε το ξέρατε.


No trivia

Fat Kid Rules the World: And he rules it well

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Καλή εβδομάδα και σήμερα σε όλους!  Χθες το βράδυ, 30 Σεπτεμβρίου, παρέα με τον μήνα, μας αποχαιρέτισε και ένα ακόμη κινηματογραφικό φεστιβάλ Αθηνών, το οποίο είχε για ακόμη μια φορά ηχηρή παρουσία και φέτος.  Άσχετο, αλλά για να μη ξεχαστώ κιόλας, καλό μήνα σε όλους βρε!!
Μετά και από το χθεσινό, υπέροχο κλείσιμο του φεστιβάλ με μια από τις hands down, καλύτερες ταινίες της χρονιάς, το “Beasts of the Southern Wild”, η βραδιά κύλησε όμορφα και σίγουρα μας κρατούσε το καλό για το τέλος.  Υπέροχο κομμάτι cinema, είναι μια ταινία που δε πρέπει να χάσετε (αν με το καλό πάρει διανομή και σε εμάς) και για την οποία θα μιλήσουμε και εμείς μέσα στις επόμενες εβδομάδες.
Σήμερα θα ασχοληθούμε με μια ακόμη ταινία την οποία παρακολούθησα στα πλαίσια του φεστιβάλ, και μπορώ να πω πως αν και μπήκε σφήνα στο πρόγραμμα το οποίο είχα βγάλει, ήταν τελικά μια από τις καλύτερες που είδα.  Αισιόδοξη, τρυφερή, αλλά και πικρούτσικη, το “Fat Kid Rules the World” ήταν αναμφίβολα μια αποκάλυψη για όσους παρευρέθησαν στις αίθουσες και μια πραγματική, εφηβική απόλαυση αν με ρωτάτε.  Κάπου εδώ θέλω επίσης να πω, οτι από εδώ και πέρα, ακόμα και αν οι Νύχτες τελείωσαν, τον παραπάνω τιτλάκο θα συνεχίσω να τον βάζω, πρώτον, γιατί θα αποτελεί αναφορά στις ταινίες που θα προτείνω, και που είδα στο φεστιβάλ, και δεύτερον, γιατί καθότι ψυχαναγκαστικό άτομο, δε θα μπορούσα να συνεχίσω να βάζω ταινίες χωρίς την παραπάνω παραπομπή, μιας που έχω ήδη ανεβάσει κάποιες που φέρουν τον αντίστοιχο τίτλο (όσοι δε θέλετε να με έχετε φίλη πια, θα το καταλάβω).  Και τώρα, περνάμε στο ψητό.

O Troy (Jacob Wysocki) είναι ένας παχύσαρκος έφηβος με αυτοκτονικές τάσεις, καθώς πέρα από την αγάπη του για το φαγητό, δε λες οτι έχει και καμιά άλλη στη ζωή του (αν και πολύ θα’θελε).  Ούτε φίλους, ούτε κοπέλα, ούτε καν μητέρα, μιας που έχει πεθάνει, με αποτέλεσμα να ζει μαζί με τον πρώην πεζοναύτη πατέρα του, Μr. Billings (Billy Campbell) και τον μικρότερο αδελφό του, Dayle (Dylan Arnold).
Όταν μια μέρα ο Troy αποφασίσει πως ήρθε η ώρα να βάλει τέλος στη θλιβερή ζωή του, θα σταθεί μπροστά από ένα λεωφορείο και θα αρχίσει να φαντασιώνεται το σπλατερικό του τέλος, τίγκα στην αιματίλα.  Και εκεί που το σχέδιο πάει να ευοδώσει, θα πεταχτεί στα ξαφνικά ένας περίεργος νεαρός, ο Marcus (Matt O’Leary) ο οποίος θα τον σώσει.  Το πράγμα όμως δεν είναι και τόσο απλό, όταν ο άστεγος και ναρκομανής Marcus, απαιτήσει από τον Troy να δημιουργήσουν μια…rock μπάντα, ως αντάλλαγμα για τη σωτηρία της ψυχής του (που είναι τελικά πολύ μεγάλο πράγμα).
Ο Troy που δεν έχει ιδέα πως να παίζει ντραμς, και ακόμα περισσότερο τι πάει να πει rock, θα πειστεί τελικά να κάνει μια προσπάθεια και να βοηθήσει τον Marcus στο ‘φιλόδοξο’, μουσικό του project.  Θα πρέπει όμως πρώτα να αντιμετωπίσει ένα σοβαρό πρόβλημα: να βοηθήσει τον καινούριο του φίλο, να ξεπεράσει το πρόβλημα της εξάρτησής του.  Πράγμα, καθόλου εύκολο…

Το “Fat Kid Rules the World” είναι μια πραγματικά feelgood ταινία, η οποία μέσα από οικογενειακές δυσκολίες και σύγχρονα θέματα-μάστιγες, όπως αυτό των ναρκωτικών, αλλά και της αποξένωσης, καταφέρνει να πάρει στροφή προς κάτι πιο αισιόδοξο, καταλήγοντας να είναι ταυτόχρονα και μια από τις πιο αναπάντεχα καλές, coming of age ταινίες που έχεις δει τελευταία.
Το φιλμάκι αυτό βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της νεαρής, Αμερικανίδας συγγραφέως KL Going, και συγκαταλέγεται όπως καταλαβαίνεις στη κατηγορία της λογοτεχνίας που προορίζεται για “young adults”.  Η ιστορία γράφτηκε το 2003 και η ‘American Library Association’ ανακήρυξε το βιβλίο ως ένα από τα καλύτερα της περασμένης δεκαετίας.  Και αν ακόμα δεν έχω τη προσοχή σου, είμαι σίγουρη πως μετά από την αποκάλυψη του σκηνοθέτη, θα την έχω.  Και ποιος είναι αυτός;  Ο Matthew Lillard.
Όσο περίεργο σου φαίνεται εσένα, άλλο τόσο φάνηκε και σε εμένα, ιδιαίτερα αφού τσέκαρα τον σκηνοθέτη, μετά το τέλος της ταινίας, και αν δεν έχεις καταλάβει ακόμα για ποιον μιλάμε, να σου πω οτι ο Lillard είναι ένας από τους πιο γελοίους τύπους που μπορεί να θυμηθείς να παίζει σε ταινίες, καθότι ηθοποιός.  Από το “Scream” (1996), μέχρι το corny “She’s All That” (1999), και από το alter-ego Shaggy του “Scooby-Doo” (2002), μέχρι το πιο πρόσφατο, ‘ποιοτικό’ του πέρασμα από τη ταινία του Alexander Payne, “Τhe Descendants”.
Μπορεί εν ολίγοις ο Lillard να μη φημίζεται κιόλας για το υποκριτικό του ταλέντο, μιας που αναλώνεται σε χαζορόλους εξίσου χαζών ταινιών, παρόλα αυτά με τη πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, μοιάζει να βρίσκει τον κινηματογραφικό του στόχο, που χαρακτηρίζεται από μια ολοφάνερη indie διάθεση, χαλαρούς, σκηνοθετικούς ρυθμούς και μπόλικες δόσεις εναλλακτικού στυλ.

Η ταινία δεν έχει καμία διάθεση διδακτισμού και απλά παίρνει την πραγματικότητα ως έχει.  Ούτε κατακραυγή για τον εθισμό του Marcus στα ναρκωτικά, ούτε για την υπέρβαρη παρουσία του Troy, ούτε και για μια ολόκληρη γενιά που απολαμβάνει τη μουσική της επανάσταση και προσπαθεί (ή οχι) μέσα από αυτή.
Προσωπικά, μου έκανε τεράστια εντύπωση το γεγονός, οτι ο πατέρας του Troy, είναι πρώην marine, καθώς κάποιος θα σκεφτόταν οτι τέτοιου είδους, σκληροπυρηνικοί τύποι, δεν αφήνουν τα παιδιά τους να γίνουν μπουλούκοι, και οτι στις περισσότερες περιπτώσεις, η “ράβδος” και η λεκτική βία, κάνουν θαύματα (αν και όλοι ξέρουμε οτι δημιουργούν θύματα).  Έχοντας στο μυαλό μου τον πρώην στρατιωτικό πατέρα του Ricky στη ταινία του Mendes, “American Beauty”, φανταζόμουν οτι η περίπτωση πατέρα-γιου θα ήταν παρόμοια και εδώ.  Τελικά έκανα λάθος, μιας που για πρώτη φορά είδα τη “πατρική φιγούρα που έχει τελέσει σε ειδικές δυνάμεις”, ακομπλεξάριστη, αυστηρή μεν, πραγματικά ανθρώπινη δε.
Γενικότερα αυτό που μπορεί κανείς να παρατηρήσει εύκολα σε αυτό το-με δικό του τρόπο-fan ταινιάκι, είναι πως έχει μια αισιοδοξία και μια αγάπη για τη ζωή, ακόμα και όταν αυτή σου προσφέρει στο πιάτο τη πιο κακομαγειρεμένη της μερίδα.  Ακόμα και τότε, ο Troy θα συνεχίσει να τρώει (αυτό θα μπορούσε να είναι και σεφερλικό αστείο) και να υπάρχει, ο Mr. Billings να πονάει, αλλά να κρατάει την οικογένεια ενωμένη και ο Marcus να εθίζεται όλο και περισσότερο, αλλά να εξακολουθεί να ροκάρει.
Οι χαρακτήρες του “Fat Kid Rules” είναι σαφέστατα έρμαια των επιλογών τους, αλλά έχουν την επιλογή να τις αντιμετωπίσουν και να τις αλλάξουν.  Δεν υπάγονται τόσο σε μια μοιρολατρική διάθεση τέλους (ακόμα και η δήθεν αυτοκτονία του Troy, παρουσιάζεται με τρόπο μαύρα χιουμοριστικό), όσο σε μια χειροπιαστή, δύσκολη πραγματικότητα, από την οποία ανταπεξέρχονται μέρα με τη μέρα.  Και αν κάτι κάνει αυτό το film αξιοπρόσεχτο, είναι η φροντισμένη σκηνοθεσία και η ειλικρινής αγάπη με την οποία πλάθει ο Lillard τους ήρωές του.  Good job.

 

Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών είναι προσεγμένες και απλές, καθότι υποδύονται και άτομα της διπλανής πόρτας, χωρίς αυτό να σημαίνει οτι δε χαρακτηρίζονται από μια δυναμική, που πρέπει να συναντά κανείς σε τέτοιου είδους, ανεξάρτητες προσπάθειες.
Αυτός που αναμφίβολα κερδίζει τις εντυπώσεις με τη πληθωρική του παρουσία, είναι φυσικά ο Wysocki, τον οποίο ίσως και να θυμάσαι από τη ταινία “Terri”, οπού και συμπρωταγωνιστούσε στο πλευρό του John C. Reilly.  Ο ρόλος του δεν ήταν και πολύ διαφορετικός απ’οτι στη ταινία του Lillard, μιας που και εκεί έπαιζε έναν εκτοπισματικό έφηβο, ο οποίος προσπαθούσε να τα βρει με τη ζωή του.
Εδώ ο Wysocki μοιάζει περισσότερο να αυτοσαρκάζεται και από ένα σημείο και μετά απλά, ‘he doesn’t give a damn!’, και καλά κάνει.  Στην ουσία, η σταδιακή του μετεξέλιξη από έναν κομπλαρισμένο, μοναχικό έφηβο, σε ένα παιδί με δίπλωμα στη δύσκολη ζωή, είναι κάτι το συγκινητικό να το βλέπεις, και ακόμα και αν μιλάμε τελικά για ένα χιλιοπαιγμένο σενάριο και πάλι εγώ θα σου πω, οτι αυτές οι indie παραγωγές είναι που κρύβουν το λαχταριστά, φρέσκο ζουμί.
Ευαίσθητος και πάνω απ’ολα καλός φίλος, ο Troy είναι ένας άνθρωπος των καιρών του, που παλεύει να κάνει τη διαφορά.  Ακόμα και αν αυτή περιορίζεται στη σωτηρία του νεοαποκτιθέντα φίλου του.  Λίγο είναι αυτό;
Από την άλλη πλευρά, πολύ καλός και ο O’Leary, ο οποίος αν και βέρο Αμερικανάκι, εντούτοις περνάει ευκολότατα για british boy, με λιγδωμένο μαλλί,  ξεσκισμένο ντύσιμο και κιθάρα στην αγκαλιά για punk-rock νότες.  Μαζί με τον Wysocki μάλιστα δημιουργούν ένα δίδυμο με χημεία που σε πείθει για όλες τις νεανικές τους τρέλες: καλές, κακές, χοντροκομμένες και απλά, αληθινές.
Ας μη ξεχάσουμε εδώ και τον Billy Campbell (τον θυμάσαι από το ξυλίκι που του είχε χώσει η-και πολύ κακιά-Jennifer Lopez στο “Enough”;) στον ρόλο του πατριάρχη, που δίνει μια όμορφα ώριμη ερμηνεία, και αναλαμβάνει μερικές από τις καλύτερες ατάκες της ταινίας.

Η σκηνοθεσία ακολουθεί ανάλαφρους ρυθμούς και για κάποιον λόγο αν δεν είχα δει οτι πρόκειται για αμερικάνικη παραγωγή, θα είχα ορκιστεί οτι πρόκειται για κάποια ανεξάρτητη, βρετανική ταινία.
Ο Lillard ακολουθεί ράθυμες διαδρομές, χωρίς να τους λείπει όμως μια νεανική δυναμική και καταφέρνει να δημιουργήσει ένα κλίμα πραγματικότητας, αλλά και με δόσεις φαντασιακής διάθεσης, κυρίως όταν ο Troy σκέφτεται τρόπος για να εξοντώσει τον…εαυτό του.
Αν έχεις δει το “The School of Rock” και σου άρεσε, τότε θα μπορούσαμε να πούμε οτι το “Fat Kid Rules the World” είναι σαν την ενήλικη μετάβαση της ταινίας με τον Jack Black.  Σπινθηροβόλο, γλυκά αισιόδοξο και με τα απαραίτητα, ροκ γρατσουνίσματα, είναι μια τόσο feelgood ταινία, όσο και τα μηνύματα που θέλει να περάσει.  Τσέκαρέ την με τη πρώτη ευκαιρία.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το παντελόνι στον τοίχο είναι και πολύ rock, διακοσμητική πρόταση, οτι όταν κάνεις μάστερ το γύρισμα της μπαγκέτας στο χέρι, έχεις αρχίσει να μαθαίνεις ντραμς και οτι όταν φαντάζεσαι πως το αίμα σου είναι μια κόκκινη μάζα από…ζελέ, ε, είναι πιο fun.

No trivia

What Ever Happened to Baby Jane?: Twisted sister

Hello again!  Σήμερα το menu έχει και πάλι κάτι από τα παλιά και συγκεκριμένα από το μακρινό, το πολύ μακρινό, 1962.  Το “Whatever Happened to Baby Jane?” (θα το λέμε για το υπόλοιπο της κριτικής WHTBJ για συντομία) είναι μια ιδιάζουσα ταινία η οποία περιλαμβάνει δυο από τις μεγαλύτερες κυρίες του κλασικού Hollywood, όταν αυτό βρισκόταν ακόμα στις δόξες του.  Παρά το γεγονός όμως οτι οι δυο τους αποτέλεσαν εξέχουσες φυσιογνωμίες του old time classic, αμερικανικού κινηματογράφου, σε αυτή τη ταινία του-κόντρα στα κατεστημένα- σκηνοθέτη Robert Aldrich, οι Crawford και Davis προκαλούν και προκαλούνται, καθώς επί της ουσίας αναβιώνουν στην μεγάλη οθόνη το άσβηστο μίσος και την αέναη κόντρα που χαρακτήριζε την μεταξύ τους σχέση, στην off screen ζωή.  Εκτός αυτών, μέχρι και σήμερα πολλοί αναρωτιούνται πως τελικά οι δυο τους αποφάσισαν να συνεργαστούν σε μια ταινία, και οχι μόνο αυτό, αλλά να βγάλουν και ένα τόσο δυνατό, creepy και αντισυμβατικό αποτέλεσμα που σπάει κόκαλα.  Ίσως απλά να άφησαν τη φυσική αντιπάθεια που έτρεφε η μια για την άλλη, να τις καθοδηγήσει.  Ακόμα και έτσι όμως το WHTBJ αποτελεί ένα από τα πιο σοκαριστικά δημιουργήματα της χρυσής ακόμα εποχής του Hollywood, με συγκλονιστικές (και υπέροχα τρομακτική από πλευράς Davis) ερμηνείες, και ένα cult status που την ακολουθεί μέχρι και σήμερα.  Here we go…

Η μικρή Baby Jane Hudson ήταν ένα από τα αναρίθμητα παιδάκια με υποτυπώδες ταλέντο, η οποία χάρη στην αθώα, ξανθιά ομορφιά της, τη μελιστάλαχτη φωνούλα που έλεγε τραγουδάκια αφιερωμένα στον μπαμπάκα, και τις χαριτωμένες χορευτικές της φιγούρες, αποτελούσε για το φιλοθεάμον, λαϊκό κοινό ένα παιδί-θαύμα, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα κακομαθημένο παλιόπαιδο, τα καπρίτσια του οποίου φρόντιζε να ικανοποιεί η οικογένεια διαρκώς, μιας που στη τελική ήταν αυτό που έφερνε και τα λεφτά στο σπίτι.  Από την άλλη πλευρά η καστανομάλλα αδερφή της Blanche έπαιζε μόνη της στο άλλο άκρο.  Ήσυχη, ταπεινή και υπάκουη αποτελούσε πάντα την ήρεμη δύναμη που δε προκαλούσε προβλήματα, αλλά αναγκαζόταν να υπομένει στοϊκά όλα τα καπρίτσια της αγγελικής (και ταυτόχρονα disturbing) ομορφιάς, αδελφής της.
Όταν τα χρόνια πέρασαν, οι γονείς πέθαναν και οι ρόλοι αντιστράφηκαν.  Πάνω στο άνθος της νιότης τους, η Blanche (Joan Crawford), πανέμορφη και εκτυφλωτική, ήταν αυτή που έκανε την μια επιτυχία μετά την άλλη στον αδηφάγο, κατά τα άλλα, χώρο του θεάματος, αφήνοντας την αδελφή της Baby Jane (Bette Davis) να φάει την ταλαντούχα σκόνη της, και να περιοριστεί σε μέτριες ταινίες, χωρίς κανένα ηθοποιϊκό ταλέντο.
Και ενώ τα χρόνια εξακολουθούσαν να περνούν και ο ανταγωνισμός ανάμεσά τους μεγάλωνε, ένα τραγικό ατύχημα θα καθηλώσει για πάντα την Blanche σε μια αναπηρική καρέκλα, καθιστώντας την παράλληλα έρμαιο στα χέρια της ζηλιάρας και μπέκρας πια, αδελφής της.  Οι δυο τους φτάνοντας στην τρίτη ηλικία, θα καταλήξουν να μένουν μαζί σε μια Χολιγουντιανή έπαυλη-φυλακή η οποία παραπαίει (ακριβώς όπως και η Jane).  Εκεί μέσα ένα δράμα παίζεται μέρα με τη μέρα καθώς η εθισμένη στο αλκοόλ Jane αρχίζει σταδιακά να χάνει τον έλεγχο και να ξεσπάει λεκτικά και σωματικά πάνω στην ανάπηρη αδελφή της.  H Blanche μην έχοντας άλλη επιλογή, υπομένει και αυτά τα ‘χτυπήματα’.  Για πόσο όμως;

Ο Αμερικανός Robert Aldrich έχει μείνει στην κινηματογραφική ιστορία ως ένας από τους σκηνοθέτες που δεν τυφλώθηκε ποτέ από τα λαμπερά φώτα του Hollywood, και έμεινε μέχρι και την τελευταία στιγμή πιστός στο προσωπικό του cinema.
Μπαίνοντας αρκετά δυναμικά στον χώρο του κινηματογράφου το 1941 ως βοηθός παραγωγής της εταιρίας RKO, o Aldrich κατάφερε σύντομα να ανελιχθεί και να αποτελέσει ένα από τα πιο περιζήτητα ονόματα, με την ειδικότητα πια, του βοηθού σκηνοθέτη.
Το 1953 πραγματοποιεί το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με τη ταινία “Big Leaguer”, ενώ από τότε μέχρι και το τέλος της ζωή του το 1983, θα σκηνοθετήσει περισσότερες από 30 ταινίες, οι περισσότερες από τις οποίες θα φέρουν πάντα την αισθητική του υπογραφή.
Κινούμενος με μαεστρία ανάμεσα σε διαφορετικά φιλμικά είδη, ο Aldrich εμπλούτισε τη φιλμογραφία του, αλλά και τον ίδιο τον κινηματογράφο με ταινίες οι οποίες έγραψαν ιστορία, για τους δικούς της λόγους η καθεμιά. Το “Kiss Me Deadly” (1955) αποτέλεσε υπόδειγμα noir ταινίας, με σκοτεινούς χαρακτήρες και μοιραία υπόθεση, το “WHTBJ” έγινε από τη πρώτη στιγμή το cult διαμάντι του Hollywood με την camp αισθητική, ενώ το πολεμικό/περιπετειώδες “The Dirty Dozen” (1967) έσπασε ταμεία και έκανε τους φανατικούς υποστηρικτές του έργου του, να υποκληθούν μπροστά στην εντυπωσιακή της σκηνοθεσία.  Παρά το γεγονός όμως οτι ο ίδιος κατάφερε να δημιουργήσει τείνει τρόπο σχολή μέσα από τα έργα του (και κυρίως ένα ρεύμα που χαρακτηρίστηκε ως hagsploitation, και θα το δούμε λίγο παρακάτω), να γίνει περιζήτητος στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο και να αποτελέσει αδιαμφισβήτητο auteur για τα δυο μεγαλύτερα σινεματικά περιοδικά, τα Cahiers du Cinema και Positif, εντούτοις η αναγνώρισή του στη χώρα του ήρθε μάλλον ετεροχρονισμένα και κυρίως μετά τον θάνατό του.  Δε πειράζει όμως, και έτσι εμείς έχουμε την τύχη να παρακολουθούμε μέχρι και σήμερα, μερικές από τις πιο κακόβουλα υστερικές και σχιζοφρενικά ταραγμένες περσόνες του παγκόσμιου κινηματογράφου.  Το “WHTBJ” αποτέλεσε σίγουρα τον ‘κακεντρεχή’ κολοφώνα της καριέρας του.

Στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ υπάρχει ένα εκτενές αφιέρωμα που περιστρέφεται τόσο γύρω από την ταινία καθεαυτή, όσο και γύρω από την αιώνια κόντρα των δυο πρωταγωνιστριών της και με αφορμή αυτό, παραθέτω και εγώ μερικά από τα στοιχεία που βρήκα άκρως ενδιαφέροντα.
Τόσο σε επαγγελματικό επίπεδο, όσο και σε προσωπικό οι δυο πάλαι ποτέ ντίβες της χρυσής εποχής τους Hollywood, θα έφταναν στα άκρα προκειμένου να καταφέρει να επιβληθεί η μια στην άλλη και να κερδίσει μερικούς extra πόντους στο star system της εποχής.
Όσο σαγηνευτική, σεξουαλική και totally…bitch υπήρξε η Crawford (η οποία κέρδισε το μοναδικό Oscar στη καριέρα της για την ταινία “Mildred Pierce” το 1945), άλλο τόσο ταλαντούχα, με πιο αμφιλεγόμενη ομορφιά και totally bitch επίσης, υπήρξε και η Davis η οποία κατάφερε να σκοράρει δυο Oscar (ένα για τη ταινία “Dangerous” το 1935 και ένα για το “Jezebel” τρία χρόνια μετά), κάνοντας την μελαχρινή αντίζηλο να φάει τα λύσσακά της.
Η ζωή τους γεμάτη από χολιγουντιανή γκλαμουριά, ξεκατινιάσματα, αλλά και απαράμιλλο ταλέντο δεν μπορούσε φυσικά να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο, παρόλα αυτά όταν άρχισε να καταφτάνει στην Αμερική το νέο, φρέσκο αίμα τα πράγματα άλλαξαν δραστικά.  Οι δυο μεγάλες κυρίες βρέθηκαν στο περιθώριο, γηραιές και μόνες, και το κοινό φάνηκε αρχικά να μη δίνει τη παραμικρή δεκάρα ακόμα και για μια τόσο απροκάλυπτα αναγκαία επιστροφή, μέσω της κοινής τους συνεργασίας στο “WHTBJ”.
Παρά το γεγονός πως δεν ήθελαν ποτέ να συνεργαστούν (ήταν χαρακτηριστική η απάντηση της Davis σε ερώτηση δημοσιογράφου για το εάν θα συνεργαζόταν ποτέ με την Crawford: “μόνο όταν παγώσει η Κόλαση”), εντούτοις η αφάνεια και η λήθη αποτελούν επικίνδυνα, καριερίστικα σαράκια, και έτσι στην πρόταση του Aldrich για επικείμενη κοινή εμφάνιση, οι δυο τους δεν έφεραν αντίρρηση.  Τι κι αν ο Jack Warner (της Warner Bros) είχε δώσει τη δική του, ‘φιλική’ συμβουλή στον Auldrich: “Δε θα έδινα ούτε μια δεκάρα γι’αυτές τις ξεπλυμένες γριές, σκύλες”.  Τι κι αν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων οι κατά λάθος κλωτσιές της Davis στο κεφάλι της Crawford δημιούργησαν έναν wannabe θρύλο γύρω από τη ταινία;  Όπως ακριβώς δηλαδή και τα βαρίδια που λέγεται οτι έβαλε η Crawford στο παλτό της Davis προκειμένου να την πονέσει η μέση, όταν εκείνη σε μια σκηνή, σέρνει την ανάπηρη αδελφή της;  Όπως και να έχει και οτι κι αν συνέβαινε μεταξύ τους, ένα πράγμα είναι σίγουρο: το “WHTBJ” ήταν, είναι και θα είναι μια βαθιά disturbing ταινία, η οποία βρίσκεται τόσο κοντά στην πραγματική αλήθεια των δυο ηρωίδων της, όσο καμία άλλη.

Ακροβατώντας επικίνδυνα ανάμεσα στο ψυχολογικό θρίλερ και το exploitation ‘εμπόρευμα’ (ο όρος hagslpoitation ήρθε και αγκάλιασε κάθε ταινία η οποία περιελάμβανε ηλικιωμένες, ξεπεσμένες ηρωίδες, οι οποίες ως επί το πλείστον αρέσκονταν να βασανίζουν, συζύγους, κόρες, γιούς, ερωμένες, αδελφές και να βυθίζονται σταδιακά σε μια απολαυστική για εμάς, παράνοια) το “WHTBJ” είναι ένα πανηγύρι γκραν-γκινιόλ αισθητικής, μαύρων, κωμικών στιγμών, έντονου αυτοσαρκασμού (οι σκηνές στις οποίες η Bette Davis επιδεικνύει την αλκοολική της μπάκα, είναι απλά υπέροχες), αναμφίβολα camp διάστασης και εκδικητικής μανίας, το οποίο έχει τόσα πολλά-και ένοχα απολαυστικά-στοιχεία που το παρακολουθείς αποσβολωμένος, δεδομένου της μεγάλης, κλασικής επιτυχίας που είχαν κάποτε οι ηρωίδες του.
Οι προσωποποιημένες έννοιες του καλού και του κακού, ενυπάρχουν μέσα στην ταινία σε ξεκάθαρες ποσότητες.  Η Davis αναλαμβάνει τον ρόλο της κακιασμένης αδελφής, με το υπερβολικό μακιγιάζ και την εξτραβαγκαντ αμφίεση, που παραπέμπουν σε τσατσά ξεπεσμένου μπουρδέλου, και αποτελώντας χαρακτηριστικό δείγμα μιας διαταραγμένης προσωπικότητας η οποία δεν ξεπέρασε ποτέ την επιτυχία που είχε ως παιδί-θαύμα (τότε που τα χαριτωμένα, φρου-φρου φουστανάκια ήταν τουλάχιστον όμορφα και το μακιγιάζ φρέσκο πάνω στα ροδαλά, κοριτσίστικα μαγουλάκια).  Από την άλλη η Crawford αποτελεί την πεμπτουσία της καλοκαρδοσύνης και της μεγαλοψυχίας.  Συνδυάζοντας όλα  τα κλισέ ενός χαρακτήρα πάνω της (καλή κοπέλα, που αγαπάει το τέρας/αδελφή της, ακόμα και αν εκείνη ήταν ο λόγος που έμεινε παράλυτη) βρίσκεται στο άλλο άκρο, με συμπεριφορές μελιστάλακτες, πικρό χαμόγελο και άπειρη κατανόηση για την ‘φτωχή, άρρωστη αδελφή της’.
O Aldrich μεταφέρει ιδανικά στη μεγάλη οθόνη το ομώνυμο διήγημα του Henry Ferrell, ενός συγγραφέα περισσότερο γνωστού για τα grand guignol έργα του, αποδίδοντας την αρρωστημένη ατμόσφαιρα μια εξίσου αρρωστημένης σχέσης εξάρτησης, με τρόπο διακριτικά horror και απόλυτα ζοφερό.  Αν μάλιστα κάποιος κοιτάξει πιο προσεκτικά, ίσως δει και μια προσπάθεια του σκηνοθέτη να χλευάσει τελικά τα δημιουργήματα του λαμπερού κόσμου της δόξας, ο οποίος την μια στιγμή σε έχει Θεό και την άλλη σε πετάει στο καλάθι τον αχρήστων σαν ξεζουμισμένη λεμονόκουπα.  Πόσο τυχαίο μπορεί να είναι το γεγονός, οτι οι δυο πρωταγωνίστριες υποδύονται στη ταινία τους πραγματικούς τους εαυτούς;  Δυο ξεχασμένες δηλαδή ντίβες του παλιού, καλού καιρού;

Η σκηνοθεσία περιορίζεται ως επί το πλείστον στο εσωτερικό της τεράστιας έπαυλης, μέσα στην οποία παίζεται και όλο το δραματικό παιχνίδι.  Η μοναδική φορά που οι δυο αδελφές βγαίνουν έξω μαζί, θα σηματοδοτήσει και την τελική αναμέτρηση/λύτρωση με μια εξαίσια σκηνή στην παραλία.
Με επίκεντρο την επικίνδυνα παραπαίουσα συμπεριφορά της Baby Jane (δικαιολογημένα η Davis ήταν υποψήφια για ένα ακόμη Oscar) και την Crawford να περιορίζεται στον ρόλο του παθητικού δέκτη όλης αυτής της ανυπέρβλητης κακίας (πολύ καλή, αν και φαντάζομαι πως δε την δόθηκε η ευκαιρία να αποδείξει το δικό της υποκριτικό ταλέντο), οι δυο τους δημιουργούν μια εξαίσια, διαβολική χημεία που αποδίδει τα μέγιστα και καθιστά τη ταινία αυτό που είναι: ένα creepy ανοσιούργημα, και ένα σχόλιο πάνω στον σαρκοφαγικό κόσμο του θεάματος.  Αν δε την έχετε δει, δώστε της μια ευκαιρία, με αφορμή και την επανακυκλοφορία της στις 26 Αυγούστου.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι οι αρουραίοι έχουν κι άλλη χρησιμότητα, οτι η δικές μας hagsploitation ταινίες σίγουρα θα περιελάμβαναν την Τασσώ Καββαδία και οτι τραγούδι “Ι’ve written a letter to Daddy” το οποίο τραγουδά η Davis, είναι σίγουρα από τις πιο ενοχλητικές στιγμές της ταινίας.


TRIVIA

  • Η περίεργη, έφηβη που ζει δίπλα από τις αδελφές Hudson, είναι στην πραγματικότητα η κόρη της Bette Davis.
  • Κατά τη διάρκεια της παραγωγής η Davis ζήτησε να τοποθετηθεί στο set ένα μηχάνημα της Coca-Cola προκειμένου να τσατίσει την Crawford η οποία ήταν η χήρα του Προέδρου της Pepsi.
  • Στο βιβλίο της “This N’ That” η Davis αναφέρει οτι αρχική σκέψη ήταν να γυριστεί η ταινία έγχρωμη.  Τελικά επειδή η ίδια αρνήθηκε δεν έγινε.  Σύμφωνα με την ίδια το χρώμα θα έκανε απλά μια θλιβερή ιστορία, να φαντάζει όμορφη.
(ΠΗΓΗ IMDB)

The Red Shoes: Torn apart between love and ballet

Χαιρετώ και πάλι!  Σήμερα λέω να ασχοληθούμε με μια ακόμη κλασική ταινία, βρετανικής παραγωγής αυτή τη φορά, τη οποία είχα ήδη σταμπάρει από τη στιγμή που είχα δει και το “Black Swan” του Aronofsky.  Η αλήθεια είναι πως όσον αφορά την ιστορία η σχέση ανάμεσα στις δυο ταινίες, δεν είναι και πολύ μεγάλη, αλλά αν έπρεπε να μαντέψω θα έλεγα πως σε ένα κάποιο ποσοστό ο σκηνοθέτης σίγουρα επηρεάστηκε από το εκπληκτικό αποτέλεσμα του “The Red Shoes”.  Συνεπώς θα δούμε μερικά πράγματα για την ταινία αυτή, και μιας που έτσι κι αλλιώς αυτή την εβδομάδα τη λες και φτωχή κινηματογραφικά (εξαιρείται η ψηφιακή επανακυκλοφορία του εμμονικού “Taxi Driver”), θα μπορούσατε να την τσεκάρετε, όσοι βέβαια αρέσκεστε σε κλασικά αριστουργήματα.  Για να δούμε…

Ο Boris Lermontov (Anton Walbrook) είναι ένας από τους πιο φημισμένους παραγωγούς μπαλετικών παραστάσεων στον κόσμο, αφού κάθε φορά τα έργα που αναεβάζει γίνονται ανάρπαστα, όπου και αν παιχτούν.  Ο Lermontov βέβαια δεν είναι και ο πιο εύκολος άνθρωπος του κόσμου: καυστικός, ειρωνικός και απόλυτα απαιτητικός από τους χορευτές, αλλά και τους συνεργάτες του, έχει την πάστα του ανθρώπου ο οποίος θέλει πάντα το καλύτερο, χωρίς να συμβιβάζεται με οτιδήποτε λιγότερο.  Είναι όμως και από εκείνος που οτι πιάσει στα χέρια του, γίνεται ατόφιο χρυσάφι.  Το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και με δυο νεαρά και φρέσκα ‘παιδιά’.  Από τη μια πλευρά αποφασίζει να δώσει μια ευκαιρία στον Julian Craster (Marius Goring) έναν ταλαντούχο συνθέτη από τον οποίο ζητά να του γράψει τη μουσική για μια μεγαλεπίβολη παράσταση με την ονομασία, The Red Shoes.  Από την άλλη η δεύτερη ανακάλυψή του είναι ακόμα πιο εντυπωσιακή, όταν παίρνει την απόφαση να καλέσει στον θιάσό του, μια όμορφη κοπέλα, την Victoria Page (Moira Shearer), το μεγαλύτερο όνειρο της οποίας είναι να καταφέρει να εργαστεί ως μπαλαρίνα και γιατί οχι, να φτάσει και μέχρι το ανώτερο σκαλοπάτι: αυτό της primal χορεύτριας.  Η μεγάλη στιγμή δεν θα αργήσει μάλιστα να έρθει, όταν ο Lermontov της προτίνει να παίξει τον βασικό ρόλο στο νέο του έργο…
Όταν η Page αρχίσει να κάνει πια αισθητή τη παρουσία της στον κόσμο του θεάματος, ο Lermontov θα καταλάβει οτι έχει στα χέρια του έναν θησαυρό, τον οποίο πρέπει πάση θυσία να κρατήσει.  Μη μπορώντας όμως ο ίδιος να βάλει στοπ στην νεανική καρδιά, η Victoria και ο Julian θα ερωτευθούν, με αποτέλεσμα να τεθεί υπό απειλή, ολόκληρη η λαμπερή καριέρα την οποία είχε φανταστεί ο Boris για την πρώτη του χορεύτρια.  Η Victoria θα κληθεί τώρα να επιλέξει ανάμεσα στον έρωτά της και τη μεγάλη της αγάπη: το μπαλέτο.  Και τι θα διαλέξει;

Το βραβευμένο με δυο Oscar (Best Art Direction-Set Decoration, Color και Best Music-Scoring of a Dramatic or Comedy Picture) “The Red Shoes”, είναι μια ταινία που βασίζεται χαλαρά στο ομώνυμο παραμύθι του Hans Christian Andersen, το οποίο διηγείται την ιστορία ενός φτωχού κοριτσιού, της Karen η οποία υιοθετείται από μια ηλικιωμένη, πλούσια κυρία.  Αργότερα όταν μεγαλώνει και έχει καταλήξει στην άλλη άκρη, όντας ένα πλάσμα ματαιόδοξο, με αγάπη για τα πλούτη και τα λούσα, θα ζητήσει από τη μητέρα της ένα ζευγάρι κόκκινα, χορευτικά παπούτσια που να ταιριάζουν σε μια πριγκίπισσα.  Από τη στιγμή που η κοπέλα τα φορέσει, τα παπούτσια φαίνονται σαν να τη καταλαμβάνουν με μιας, αναγκάζοντάς την να χορεύει ασταμάτητα όπου κι αν βρεθεί, ως τιμωρία για την ματαιόδοξη φύση της.  Ακόμα και όταν ένα άγγελος της κόψει τα πόδια(!) προκειμένου να τη γλυτώσει, τα παπούτσια θα εξακολουθήσουν να χορεύουν μπροστά της, θυμίζοντάς της διαρκώς το θανάσιμο αμάρτημα στο οποίο υπέπεσε.  Όταν τελικά ζητήσει βοήθεια και συγχώρεση από τον Θεό, τότε θα πεθάνει(!!) και η ψυχή της επιτέλους θα αναπαυθεί…

Αν και αυτή η βρετανική παραγωγή του 1948 δεν συνδέεται άμεσα με το σκληρό-ομολογουμένως-story του διάσημου παραμυθά, εντούτοις έχει κρατήσει σε έναν βαθμό αρκετά στοιχεία, τα οποία όμως έχει προσαρμόσει σε έναν πιο σύγχρονο μύθο.
Υπεύθυνοι για αυτό υπήρξαν οι σκηνοθέτες/σεναριογράφοι/παραγωγοί Michael Powell και Emeric Pressburger, οι οποίοι είχαν συνεργαστεί ουκ ολίγες φορές και σε άλλες ταινίες όπως το βραβευμένο με δυο Oscar “Black Narkissus” (1947), το “Stairway to Heaven” (1946) και το “Hour of Glory” (1949).
Σημαντικές προσωπικότητες της εποχής του κλασικού κινηματογράφου οι Eric Pressburger (βραβευμένος με Oscar Πρωτότυπου Σεναρίου για το “49th Parallel”) και Michael Powell (υποψήφιος για Oscar Πρωτότυπου Σεναρίου για το “One of Our Aircraft Is Missing”) δημιούργησαν ταινίες που έμειναν αναλλοίωτες στον χρόνο, ακριβώς όπως και τα κόκκινα παπούτσια της ιστορίας του Andersen.
Το “The Red Shoes” είναι μια ταινία για τη δυσκολία των επιλογών, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για πράγματα καίριας σημασίας για τη ζωή κάποιου.  Τόσο ο έρωτας, όσο και το πάθος για αυτό που κάνεις (εν προκειμένω για τον χορό), αποτελούν βασικά συστατικά της ίδιας της ζωής.  Χωρίς το ένα από τα δυο, πάντα θα λείπει κάτι, πάντα θα αισθάνεσαι μισός όσο κι αν προσπαθήσεις να πείσεις τον εαυτό σου οτι μπορεί και να τα καταφέρεις.   
Καμωμένη με τα πιο γνήσια, όμορφα και old school Hollywood (ακόμα και αν μιλάμε για μια βρετανική παραγωγή) υλικά, το “The Red Shoes” είναι μια ταινία που έχει γράψει τη δική της κινηματογραφική ιστορία, αποτελώντας παράλληλα και μια από τις αγαπημένες ταινίες μεγάλων, πιο σύγχρονων σκηνοθετών, όπως ο Martin Scorsese και ο Brian de Palma.

Η ταινία αποτελεί μια καθαρά δραματική ιστορία, χωρίς όμως υπερβολές και δακρύβρεχτες εξάρσεις, από αυτές που έχουμε πια συνηθίσει στον mainstream κινηματογράφο.
Με σκηνοθεσία που δίνει έμφαση στο καθαρά μουσικοχορευτικό κομμάτι της ταινίας (όπως δηλαδή ακριβώς και οι ερμηνείες), θα μπορούσαμε να πούμε οτι αυτό το ταινιάκι-άρα, αποτελεί μια κινηματογραφημένη, παράσταση μπαλέτου, με την ιστορία των πρωταγωνιστών, να εκτυλίσσεται κάπου στο ενδιάμεσο.
Οι σκηνοθέτες φαίνεται πως δεν είχαν στο μυαλό τη δημιουργία ενός story που να πατά πάνω σε ψυχολογικά ή θριλερικά (ας μη ξεχνάμε οτι ο Hitchcock ήδη οργίαζε καλλιτεχνικά) μονοπάτια, αλλά περισσότερο τους ένοιαζε να αποδώσουν, με τρόπο κομψό και αδιόρατα απειλητικό, τον εσωτερικό ψυχισμό μιας prima μπαλαρίνας, η οποία είναι αναγκασμένη να ‘χωριστεί’ σε κομμάτια, προκειμένου να διαλέξει μια μόνο μεγάλη αγάπη.
Σε αντίθεση με τον κατασκότεινο, ψυχολογικό τρόμο που μας σέρβιρε δυο χρονάκια πριν ο Aronofsky στον Μαύρο Κύκνο του, στον οποίο η συγκλονιστική Natalie Portman φτάνει στα όρια της σχιζοφρένειας μέσα από την εμμονική της ανάγκη να είναι τέλεια, οι Powell-Pressburger επιθυμούν να μας διηγηθούν την ιστορία μιας ιστορίας (οι τίτλοι αρχής υποδηλώνουν οτι θα παρακολουθήσουμε την ιστορία-παραμύθι του Andersen, η οποία με τη σειρά της θα μας διηγηθεί μια ιστορία), καθιστώντας την περισσότερο ως μια μορφή αλληγορικής υπόθεσης, ακόμα και αν από πλευράς πλοκής η original εκδοχή του Andersen διαφέρει ολοκληρωτικά.
Εδώ η νεαρή Victoria Page, σαν άλλη, ‘καταραμένη’ Dorothy από τον Μάγο του Οζ (νομίζω οτι έμεινα εμβρόντητη με την ενδυματολογική ομοιότητα της Shearer, με αυτή της Judy Garland στο “The Wizard of Oz” του 1939, δέκα χρόνια σχεδόν πριν το “The Red Shoes”), αποτελεί το μήλον της έριδος ανάμεσα στον πάτρωνά της Boris Lermontov, και τον αγαπημένο της Julian Craster.  Και αν αναρωτιέστε ‘μα γιατί;’, είναι απλό.  Ο καθένας την θέλει για τον εαυτό του.  Όταν λοιπόν η σύγκρουση ανάμεσα στους δυο άντρες (οι οποίοι αποτελούν στην ουσία και την προσωποποίηση των δυο βασικών επιλογών με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπη κάθε γυναίκα στη ζωή της, αυτές φυσικά της καριέρας και της οικογένειας) είναι αναπόφευκτη, εξίσου αναπόφευκτη είναι και η τελεσίδικη διορία που της δίνουν: ‘Αν επιλέξεις τον έρωτα, ξέχνα τη καριέρα και το μεγάλο όνομα’, ‘Αν επιλέξεις τον χορό, ξέχνα την αγάπη μας’.  Honey, we are not in Kansas any more…

Εκτός από το θέμα της πλοκής, το “The Red Shoes” αποτελεί ένα ταινιακό κομψοτέχνημα που μοιάζει να συνδυάζει με τρόπο ιδανικό το κινηματογραφικό πανί και το θεατρικό πάλκο.
Η ανάληψη της παραγωγής της ταινίας από την The Rank Organization, μια από τις πιο επιτυχημένες εταιρίες παραγωγής και διανομής ταινιών, η οποία ιδρύθηκε το 1937, αποτέλεσε ένα από τα αδιαμφισβήτητα μεγάλα χαρτιά του film, καθώς και μόνο η παρουσία του ημίγυμνου κυριούλη που χτυπούσε το τεράστιο γκονγκ, αποτελούσε την καλύτερη εγγύηση για μια ταινία υψηλής αισθητικής.  Τι κι αν σε ένα μεγάλο μέρος της γινόμαστε μάρτυρες των-σε πολλές περιπτώσεις-χάρτινων σκηνικών που ορίζουν το background της και κάνουν εμφανές το γεγονός οτι μιλάμε για ένα στουντιακό project;  Το γεγονός δεν αλλάζει: βρισκόμαστε στη χρυσή εποχή του κινηματογράφου.  Εξάλου ακόμα και όταν ο Hitchcock έβαζε στα έργα του τους ήρωές του να οδηγούν αυτοκίνητα τη στιγμή που αυτά ήταν ακίνητα και από πίσω ο προτζέκτορας πρόβαλε ένα ταχύτατα κινούμενο τοπίο, δίνοντας τη ψευδαίσθηση της κίνησης (για camp/cult καταστάσεις), εμείς απλά χαμογελάμε με νόημα και αφήνουμε να μας παρασύρει έτσι κι αλλιώς η ευφυΐα ανθρώπων του δικού του βεληνεκούς.
Βεβαίως δε πρέπει να ξεχνάμε και την εκτενέστατη χρήση τoυ Technicolor, το οποίο εδώ αποδίδει τα μέγιστα μέσα από την ενίσχυση των χρωμάτων: έντονα κόκκινα, ψυχρά μπλε, αγνά λευκά και επικίνδυνα μαύρα, αποτελούν μερικές μόνο αποχρώσεις από την χρωματική πλειάδα που συναντά κανείς στην ταινία.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία, ακολουθεί και εκείνη τα χνάρια της ιστορίας, δίνοντας έμφαση στις εφιαλτικές/ονειρικές σεκάνς, θέτοντας σε πρώτη βάση το μουσικοχορευτικό κομμάτι με τα εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια, και χρησιμοποιώντας φοντί για την συμπύκνωση του χρόνου, αλλά και για να γίνει το πέρασμα από το ένα κατ στο άλλο πιο μαλακό.
Οι ερμηνείες είναι λίγο πιο ουδέτερες, χωρίς να σημαίνει οτι στερούνται οποιασδήποτε αξίας.  O Walbrook στον ρόλο του Lermontov είναι εξαιρετικός, ενώ η αλαβάστρινης ομορφιάς Shearer κερδίζει εύκολα τις εντυπώσεις χάρη στις αιθέριες, μπαλετικές της κινήσεις και την μοναδική της παρουσία.
Το “The Red Shoes” είναι μια ταινία κλασικής εποχής, που δίνει στον μύθο του Anderson ένα νέο twist: εδώ τα κόκκινα παπούτσια κάνουν και πάλι τη ζημιά τους (περνώντας στη μεταφορική διάσταση του μπαλέτου που έχει πάρει την ίδια ονομασία): μπορεί βεβαίως τα πόδια της ηρωίδας να μην…κόβονται, όμως όταν σου ζητείται να διαλέξεις ανάμεσα στα δυο πράγματα που αγαπάς περισσότερο, δεν είναι σαν να σε υποβάλουν έτσι και αλλιώς σε έναν ψυχολογικό ακρωτηριασμό;


Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η δεύτερη παράσταση των ‘Κόκκινων Παπουτσιών’ είναι και η πιο συγκλονιστική, οτι το γκονγκ που λειτουργεί ως σήμα κατατεθέν της εταιρίας, είναι αυτό που είδα και στην επίσκεψή μου στο Film Museum of London, και οτι δε θα μπορούσε από μια ταινία για μπαλέτο να λείπει η μουσική για την Λίμνη των Κύκνων του μεγάλου Tchaikovsky.  Φυσικά…

No trivia

Dead Ringers: Separation can by a terrifying thing…

Καλημέρες καλημέρες!  Παρασκευή σήμερα και πως έγινε πάλι και πέρασε έτσι ένας μήνας χωρίς να το καταλάβω, δε ξέρω.  Πρωτομηνιά την Κυριακή, τελικός του Euro τη Κυριακή, έχασε και η Γερμανία χθες και πολύ το ευχαριστήθηκα, αλλά είδα και μια ταινία μετά τον αγώνα, την οποία τη λες και σάπια (χωρίς να είναι και πάρα πολύ).  Όταν βέβαια τσεκάρεις και δεις οτι σκηνοθέτης είναι ο Cronenberg, όλα γίνονται πιο ξεκάθαρα.  Η αλήθεια είναι πως το “Dead Ringers” είναι μια ταινία για τους fan και μόνο, καθώς νομίζω πως όσοι υπόλοιποι αποφασίσετε να τη δείτε θα τη βρείτε 1) άρρωστη και 2) μάλλον κακοπαιγμένη (ενώ στην ουσία συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο).  Ξεκινάμε λοιπόν με “Dead Ringers”…

Τα αδέλφια Mantle (ο Bev(erly) και ο Elly(Elliot), τα οποία παίζονται εξίσου από τον Jeremy Irons) είναι δυο δίδυμοι και πολύ επιτυχημένοι γυναικολόγοι, οι οποίοι από πολύ μικρή ηλικία είχαν δείξει μια ιδιαίτερη κλίση στο να…ανοίγουν ανθρώπους (πλαστικά, ιατρικά ανθρωπάκια στην αρχή και αργότερα κανονικά πτώματα στη Σχολή τους) και να εξετεάζουν με μεγάλη προσοχή των εσωτερικό τους κόσμο, τον οποίο τόσο πολύ αγαπούσαν.  Βέβαια επειδή αγαπούσαν πολύ και τις γυναίκες, αποφάσισαν να ακολουθήσουν το δρόμο της γυναικολογικής καριέρας.  Πέρα όμως από την επιτυχία τους σε αυτόν τον τομέα, τα αδέλφια Mantle έχουν μεγάλη πέραση και στο ασθενές φύλλο, μιας που και η δουλειά τους ενδείκνυεται για γνωριμίες με αιθέριες υπάρξεις.  Αν και ο Bev, ο πιο συνεσταλμένος και μαζεμένος από τους δυο, δε το βρίσκει αυτό απόλυτα ηθικό, εντούτοις δε λέει οχι σε κάποια γυναίκα που φροντίζει να του πασάρει ο πιο πρωχωρημένος και ξεπεταγμένος Elly, αφού φυσικά την έχει και ο ίδιος ‘δοκιμάσει’.  Όταν μια μέρα καταφτάσει στο ιατρείο τους μια διάσημη σταρ του κινηματογράφου, η Claire (Genevieve Bujold), τότε τα δυο αδέλφια θα βρουν και πάλι την ευκαιρία να…περάσουν καλά μαζί της.  Και ενώ ο Elly εξακολουθεί να αποτελεί τον Κύριο ‘ψεκάστε-σκουπίστε-τελειώσατε’, ο Bev φαίνεται να την ερωτεύεται σιγά σιγά, γεγονός που μόνο προβλήματα μπορεί να φέρει στη σχέση με τον αδελφό του.  Σύντομα και οι δυο θα καταλάβουν οτι ο ‘αποχωρισμός, μπορεί όντως να αποτελέσει ένα τρομακτικό πράγμα’…

Εντάξει ο Cronenberg δε χρειάζεται συστάσεις, μιας που όλοι γνωρίζουμε περί της περίεργης, αλλά τόσο δημιουργικής προσωπικότητάς του και επίσης έχουμε ξαναδεί δουλεία του μέσα από το blog.  Παρόλα αυτά αξίζει να σημειώσουμε και πάλι, κανα δυο πραγματάκια αναφορικά με τις θεματικές των ταινιών του τις οποίες συναντούμε και στο “Dead Ringers”.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά trademarks στις ταινίες του είναι ο φόβος (ή καλύτερα ο τρόμος και σε συγκεκριμένες καταστάσεις ακόμα και η σεξουαλική διέγερση) που μπορεί να προκληθεί σε ένα άτομο εξαιτίας κάποιας σοβαρής και ιδιαίτερης ιατρικής κατάστασης (“Crash”), μιας μετάλλαξης (“The Fly”) ή ενός παράσιτου (“Shivers”).  Ο Cronenberg φροντίζει να θέτει πάντα παρόντα στις ταινίες του θέματα που χρείζουν εύκολα περαιτέρω ερμηνείας, και περιλαμβάνουν φροϋδικές αναλύσεις, ομοφυλοφιλικούς φόβους των ηρώων (όπως γίνεται ξεκάθαρα και εδώ), σεξουαλικές διαστροφές, καταπιεσμένα πάθη, βία, gore αισθητική και εν τέλει έναν ύμνο πάνω τον καμβά που ακούει στο όνομα, ανθρώπινο σώμα.
Ο Cronenberg ήταν πάντα από τους σκηνοθέτες που τολμούσε να ωθήσει τα προσωπικά του όρια (αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις και αυτά των θεατών του) ακόμα παραπέρα, καθιστώντας δυσδιάκριτο ένα εν δυνάμει τέλος στις αισθητικά προκλητικές και twisted ιστορίες του.  Εξάλλου εκ των πραγμάτων, η ενασχόλησή του με τις δυνατότητες του ανθρώπινου σώματος και όλων των πιθανών βασανιστηρίων που μπορεί να υποστεί αυτό (ακόμα και η φυσική διαδικασία της γέννας, παίρνει στο “The Brood” τη μορφή μιας φριχτής, αλλά και μεταφορικής ‘πραγματικότητας’) τον αναγκάζει να αναζητήσει τις εικόνες του σε μια εναλλακτική  καθημερινότητα στην οποία το φυσιολογικό και το περίεργο, βρίσκουν ένα κοινό πάτημα.  Το “Dead Ringers” δε θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.

Όπως ακριβώς και οι Ασιάτες δημιουργοί οι οποίοι έχουν τη δική τους παράδοση απέναντι σε ταινιακές παραδοξότητες και θέματα που οδηγούν στα άκρα, έτσι ακριβώς και ο Cronenberg δε μασάει τα λόγια του, δημιουργώντας απόκοσμους-κόσμους μέσα στα πλαίσια μιας κατά τα άλλα φυσιολογικότητας, και εντείνονοντας το ενδιαφέρον, όσων αρέσκονται στις ταινίες του (κακά τα ψέματα τον Cronenberg είτε τον αγαπάς, είτε τον σιχαίνεσαι), περί κάποιου διδακτισμού ή και κοινωνικού σχολιασμού σχετικά με τον σύγχρονο τρόπο ζωής και τον ίδιο τον άνθρωπο.
Για παράδειγμα το “Tetsuo” του Ιάπωνα Shin’ya Tsukamoto, είναι ένας cyberpunk, αστικός μύθος σχετικά με την επίδραση της τεχνολογίας πάνω στο άτομο και τα τραγικά και πεσιμιστικά για τον σκηνοθέτη, αποτελέσματά της, τα οποία καταλήγουν να ‘καταπιούν’ κυριολεκτικά την ανθρώπινη προσωπικότητα.
Στο “Dead Ringers” o Cronenberg χρησιμοποιεί με ευφυέστατο τρόπο την ιδιαίτερη σχέση που λέγεται πως υπάρχει ανάμεσα σε δίδυμα αδέλφια, προκειμένου να εξυμνήσει με τη σειρά του μια σειρά από διαφορετικές συνιστώσες οι οποίες έχουν να κάνουν με την εμμονή, το θηλυκό στοιχείο, την εξάρτηση, τη σεξουαλικότητα, τη δισυπόστατη φύση του ατόμου και τον θάνατο, φροντίζοντας να εμπλέξει στο παιχνίδι του και αυτός το θέμα της-ιατρικής εδώ-τεχνολογίας.
Η ιστορία των δίδυμων γυναικολόγων, αποτελεί και πραγματική ιστορία, από την οποία και επηρεάστηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό ο σκηνοθέτης.  Πιο συγκεκριμένα η τύχη των πραγματικών Stewart και Cyril Markus, ξεδιπλώνεται και στο βιβλίο του συγγραφέα Bari Wood, με τίτλο “Twins” το οποίο προσμετράται στα σεναριακά credits του Dead Ringers.
Η αλήθεια πάντως είναι πως και σε αυτή τη περίπτωση ο Cronenberg επιλέγει μια καθαρά ρεαλιστική ιστορία ως βάση της υπόθεσής του, δίνοντάς της όμως τελικά το δικό του, προσωπικό ύφος και καθιστώντας την μια ακόμη ιδιοφυή και φρικαλέα μεταφορά πάνω στον αθρώπινο ψυχισμό.

Τα δυο αδέλφια Bev και Elly (συγκρατείστε τα ονόματά τους, Beverly και Elly τα οποία παραπέμπουν ξεκάθαρα σε γυναικεία) αποτελούν ένα και το αυτό.  Είναι δυο διαφορετικά σώματα με δυο διαφορετικά μυαλά, που όμως απαρτίζουν στην ουσία την ίδια ολότητα.
Το γεγονός οτι ο ένας είναι πιο ήπιων τόνων, άτολμος με τις γυναίκες και το ‘μυαλό’ της ιατρικής τους καριέρας, ενώ ο άλλος αποτελεί το γοητευτικό παρουσιαστικό της κοινής τους δουλειάς και τον ξύπνιο, θρασύ χαρακτήρα ο οποίος κερδίζει τη μια γυναίκα μετά την άλλη, δεν είναι τυχαίο, καθώς ο Cronenberg πρέπει να μας δείξει αυτές τις δυο διαφορετικές προσωπικότητες, σαν δυο μισά που δε θα μπορέσουν ποτέ να αποτελέσουν μεμονώμένους, ολοκληρωμένους ανθρώπους, επειδή ακριβώς η μοίρα (και η μήτρα) τους θέλει μαζί.
Πέρα από το γεγονός οτι είναι ολόιδιοι (και ο τίτλος της ταινίας σημαίνει ακριβώς αυτό), αφήνεται να εννοηθεί οτι οι δυο τους θα μπορούσαν να είναι κατά κάποιον τρόπο σιαμαίοι, μιας που από μικροί δε φαίνεται να έχει ‘ξεκολλήσει’ ο ένας από τον άλλο.  Οι εφιάλτες του Bev οτι είναι ενωμένος με τον αδελφό του και η Claire επιχειρεί να τους χωρίσει (μια φροϋδική εξήγηση θα μπορούσε να μιλάει για ένα οιδιπόδειο ανάμεσα στα δυο αδέλφια), εντείνουν ακόμα περισσότερο την πεποίθηση οτι οι δυο τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι μεταξύ τους και οτι ίσως η τόσο έντονη παρουσία μιας γυναίκας στη ζωή τους, μπορεί να αποτελέσει την καταστροφή τους (πλήρης απογαλακτισμός του ενός από τον άλλο).  Η αίσθηση οτι ο Bev και ο Elly αποτελούν τελικά δυο μισά τα οποία μπορούν να υπάρχουν μόνο όταν βρίσκονται μαζί (αυτός είναι και ο λόγος που ζουν στο ίδιο διαμέρισμα) έχει ενισχυθεί στο φουλ από τον Cronenberg, οχι μόνο εξαιτίας του ιδιαίτερου δεσίματός τους ως δίδυμοι, οχι μόνο από τη μεταφορική τους ένωση ως σιαμαίοι, αλλά και από το γεγονός οτι ο σκηνοθέτης αφήνει να εννοηθεί οτι τελικά οι δυο τους ίσως βρίσκονται και σε μια κατάσταση καταπιεσμένης, ομοφυλοφιλικής ανάγκης (εδώ κολλάει και η θηλυπρέπεια των ονομάτων τους) η οποία πνίγεται αφενός από την πραγματικότητά τους ως αδέλφια, και αφετέρου από την σίγουρη καταστροφή του επτιχυμένου, εργασικού τους status quo.  Ο Bev και ο Elly αποτελούν μια αναγκαστικά διασπασμένη, αλλά επί της ουσίας αδιάσπαστη οντότητα, βαθιά προβληματική η οποία τελικά μοιάζει να χρησιμοποιεί τη Γυναίκα ως αποδιοπομπαίο τράγο προκειμένου να μεταβιβάσει πάνω της μια σεξουαλικότητα πνιγηρή και κεκαλημένη.  Αλλά και τόσο ποθητή.

Εν προκειμένου η Γυναίκα αναλαμβάνει εδώ τον ρόλο του βδελύγματος, του μεταλλαγμένου καρπού τον οποίο αρέσκονται να απολαμβάνουν τα αδέλφια, αλλά που στην ουσία δεν είναι αυτό που πραγματικά έχουν ανάγκη.  Έτσι λοιπόν ακόμα και το sex παραπέμπει στην μεταξύ τους, ιατρική διάσταση (βλ. πρώτη και τρίτη φωτό, οι οποίες παρουσιάζουν έντονη ομοιότητα), αλλά και στο υποβόσκον ενδιαφέρον του ενός για τον άλλον (σε μια σκηνή ο Elly καλεί δυο δίδυμες πόρνες για σεξ, βάζοντας την μια να τον λέει Elly και την αλλη Bev, σε μια διεστραμένη προσπάθεια, κατά την οποία ο Elly φαντάζεται να κάνει σεξ με το άλλο του μισό, τον δίδυμό του Bev.  Ή επίσης και με τον εαυτό του).
Για τον λόγο αυτό θα πόνταρα στο γεγονός οτι η Claire παίζει απλά έναν διεκπεραιωτικό ρόλο, πυροδοτώντας δυο κατά πολύ ετεροχρονισμένες αντιδράσεις που κάποια στιγμή θα συνέβαιναν.  Είτε ως δίδυμοι, είτε ως ‘σιαμαίοι’, είτε ως ομοφυλόφιλοι, είτε και ως όλα αυτά μαζί, τα αδέλφια Mantle μπορεί να θέλουν, αλλά δε μπορούν να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή.  Για αυτούς πάντα οι γυναίκες θα αποτελούν έναν απολαυστικό υποδοχέα οχι όμως για πολύ, γιατί στην τελική δε παύουν να έχουν έναν ‘mutant vagina’ (ή για εμάς τους πιο σώφρονες, έναν απλό γυναικείο κόλπο).
Η σκηνοθεσία του Cronenberg όπως πάντα αποπνέει σήψη και αρρώστια, αλλά αποτελεί μέρος ενός καθαρά προσωπικού στύλ, οπότε δεν μπορείς και να θες να του προσάψεις κάτι.  Σκοτεινιά και ψυχαναγκασμός στο έπακρο, συνθέτουν έναν εφιαλτικό κόσμο των οποίο οι ίδιοι οι ήρωες δημιούργησαν άθελά τους.
Στον διπλό, πρωταγωνιστικό ρόλο ο Jeremy Irons είναι εξαίσιος, αφού πιάνει το νόημα και των δυο χαρακτήρων, τους αποδομεί ιδανικά καο οδηγείται στην πλήρη διάσπαση μέχρι το τέλος της ταινίας.  Στιβαρή και απαιτητική η ερμηνεία του, που όμως με ευκολία καταφέρνει και τα βγάζει πέρα, γεμίζοντας την οθόνη και κανόντάς σε να μη μπορείς να ξεκολλήσεις τα μάτια σου από πάνω του.
Το “Dead Ringers” είναι μια ταινία που ανήκει στην κλασική Cronenberg-ίστικη θεματολογία και είναι τόσο προκλητική και twisted, όσο και η πιο πάνω σκηνή του σεξ.  Δείτε την σίγουρα.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το καλύτερο χρώμα ιατρικής ρόμπας είναι το εκτυφλωτικό κόκκινο, οτι η Genevieve Bujold ήταν τόσο καλή, ώστε μου θύμισε έντονα τον χαρκατήρα της Elena Bonham Carter στο “Fight Club” ως Marla Singer (ίδια ράθυμη ομιλία και τολμηρό βλέμμα) και οτι το “American Psycho” θα μπορούσε να έχει επιρεαστεί στυλιστικά και ως προς το μαύρο χιούμορ του από αυτή τη ταινία.

TRIVIA

  • Η Margot Kidder ήταν η δεύτερη επιλογή του Cronenberg για τον ρόλο της Claire.  Τυχαία μάλιστα η Kidder είχε παίξει και στη ταινία “Twins”, του Brian de Palma (πολύ καλή).
  • O Robert de Niro δέχθηκε πρόταση για τον πρωταγωνιστικό ρόλο/-ους, αλλά δε δέχθηκε επειδή όπως υποστήριξε θα ένοιωθε άβολα να υποδύεται τον γυναικολόγο.
(ΠΗΓΗ IMDB)

Flipped: The very first love of your life…

Γεια σας γεια σας και πάλι!  Σήμερα έχουμε ακόμη μια νοσταλγική ταινιούλα βγαλμένη κατευθείαν από την καρδιά των 60s, όπως ακριβώς και το “Moonrise Kingdom” που είδαμε μερικές μέρες πιο πριν.  Το “Flipped” είναι ένα όμορφο, γλυκό ταινιάκι, με γνωστούς ηθοποιούς, μια μελιστάλαχτη ιστορία σχετικά με τη πρώτη αγάπη και την ατμόσφαιρα μιας εποχής γεμάτη χαμένη αθωότητα.  Η ταινία έχει τα καλά της, αλλά έχει και τα κακά της (κανα-δυο αλλά τα έχει), οπότε ξεκινάμε κατευθείαν και γι’αυτή τη κριτικούλα μας.  Here we go.

Η ιστορία μας απλή και χιλιοειπωμένη.  O Bryce Loski (Callan McAuliffe) μετακομίζει με την οικογένειά του και ενώ είναι ακόμα πιτσιρίκι, απέναντι από το σπίτι των Baker, οι οποίοι εκτός από δυο γιους έχουν και ένα χαριτωμένο, αλλά ολίγον περίεργο κοριτσάκι που του αρέσει να χώνει τη μύτη του παντού, τη Juli (Madeline Carroll).  Η μικρή Juli θα νοιώσει από τη πρώτη στιγμή τη καρδιά της να χτυπάει λίγο πιο γρήγορα για τον ξανθό Bryce με τα ‘dazzling eyes’, αλλά τα αισθήματα δε φαίνεται να είναι αμοιβαία, μιας που ο Bryce είναι απλά εντελώς αδιάφορος απέναντί της.  Όταν τα χρόνια περάσουν και τα παιδιά μεγαλώσουν, η Juli θα αποτελέσει μια όμορφη, και ενδιαφέρουσα έφηβη η οποία βλέπει τη πραγματική μαγεία στη θέα μιας τεράστιας συκομουριάς, έχει τη δική της επιχείρηση από εκτρεφόμενες…κότες, και τον διακαή πόθο που εξακολουθεί να τη καίει σχετικά με το πότε θα καταφέρει να ξεκλέψει το πολυπόθητο φιλί από τον γόη της γειτονιάς.  Όταν όμως οι καταστάσεις φέρουν τη Juli να αμφισβητήσει την πραγματική αξία-ενός κενού όπως όλα δείχνουν Bryce-τότε τα πράγματα θα κάνουν ένα απρόσμενο flip, και εκεί που η πιτσιρίκα ξελιγωνόταν στη θέα του γείτονά της, τα πράγματα θα αντιστραφούν κατά 180 μοίρες, με τον Bryce να αρχίσει να βλέπει διαφορετικά την από καιρό κολλιτσίδα του.  Έχει ο καιρός γυρίσματα…

Ο σκηνοθέτης/σεναριογράφος/παραγωγός Rob Reiner είναι υπεύθυνος και πάλι για τη δημιουργία ενός film που διαθέτει στιλ και ατμόσφαιρα βγαλμένη κατευθείαν από τη καρδιά της δεκαετίας του ’60, πράγμα καθόλου περίεργο αν σκεφτεί κανείς πως είναι και ο δημιουργός μιας από τις καλύτερες coming of age ταινίες (της ίδιας πάντα εποχής), του “Stand by Me” το οποίο αποτελεί βεβαίως και βιβλιακό κατασκεύασμα του Stephen King.
Η αλήθεια είναι πως το “Flipped” δε φτάνει καθόλου τις αξιώσεις μιας ταινίας όπως το “Stand by Me”, παρόλα αυτά καταφέρνει με τον δικό του τρόπο να αποτελέσει μια feel good προσπάθεια από μέρος του σκηνοθέτη.
O Reiner αποτελεί μια πολυσχιδή προσωπικότητα που φέρνει στο πανί πολλές, διαφορετικές ιστορίες τις οποίες διηγείται με απόλυτο σεβασμό απέναντι στην εποχή και τους χαρακτήρες της.  Εξάλλου δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως έχει σκηνοθετήσει δυο από τις καλύτερες μεταφορές βιβλίων του Stephen King στη μεγάλη οθόνη, καθώς εκτός από το παρεϊστικο “Stand by Me” ‘έδωσε’ στην Kathy Bates το Oscar Α’ Γυναικείου Ρόλου για την τρομερή της ερμηνεία στη ταινία “Misery”.  Το να μεταφέρεις την ουσία ενός βιβλίου στον κινηματογράφο, δεν είναι και οτι πιο εύκολο, ο Reiner όμως έχει αποδείξει οτι δεν είναι και ακατόρθωτο.
Αν τσεκάρει κανείς τη φιλμογραφία του, θα εντοπίσει μια ποικιλία ετερόκλητων, κινηματογραφικών ειδών με μια μεγαλύτερη έφεση σε ρομαντικές/αισθηματικές παραγωγές όπως το “The Princess Bride” (1987), το θρυλικό πια “When Harry Met Sally…” (1989), το μάλλον κακό “The Story of Us” (1999), το ακόμη χειρότερο “Alex and Emma” (2003) με την χείριστη Kate Hudson *barf*, καθώς και το αδιάφορο “Rumor Has It” (2005).  Εκτός όμως από όοοολα αυτά τα (άλλα καλά και άλλα οχι και τόσο) ρομάντζα, ο ίδιος έχει κάνει και μερικές καλές ταινίες όπως το μουσικό “This Is Spinal Tap” (1984) και το “A Few Good Men” (1992).  Και αν αναρωτιέστε γιατί τόση ώρα σας αραδιάζω τις ταινίες του κ. Reiner είναι απλό: το “Flipped” κυμαίνεται κάπου ανάμεσα στο νεανικό και αθώο ρομάντζο μιας άλλης εποχής, και μιας ταινίας που όμως κάτι της λείπει, αποτελόντας στην ουσία μια ταινία ύψους και βάθους.  Ακριβώς όπως και το σύνολο της φιλμογραφίας του δηλαδή.

Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της συγγραφέως Wendelin Van Draanen, και είναι γεμάτη από μια νοσταλγική διάθεση, ακριβώς όπως απαιτείται από τέτοιου είδους παραγωγές.  Σίγουρα στα θετικά της πρέπει να προστεθεί η συγκέντρωση ενός ενδιαφέροντος και γνωστού cast στους κεντρικούς ρόλους που απαρτίζεται από τους, Penelope Ann Miller, Rebecca De Mornay, Antony Edwards, Aidan Quinn και John Mahoney.
Όσον αφορά την ιστορία καθεαυτή, του πρώτου δηλαδή παιδικού-εφηβικού έρωτα, μπορεί να την έχουμε δει ξανά και ξανά στον κινηματογράφο, παρόλα αυτά όταν τοποθετείται σε μια ρομαντική εποχή όπως αυτή των 60s (τουλάχιστον σε σχέση με τον τρόπο που παρουσιάζεται η εποχή αυτή στο cinema), τότε σίγουρα μιλάμε για ένα love story που στοχεύει κατευθείαν στις καρδιές των θεατών.  Και ως ένα βαθμό, αυτό επιτυγχάνεται και εδώ.  Ως ένα βαθμό όμως, γιατί υπάρχει ένα πολύ βασικό μείον: η χημεία των νεαρών πρωταγωνιστών είναι από ελάχιστη, έως ανύπαρκτη και αυτό αγαπητέ μου κ. Reiner είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας.

Καταρχάς για να λέμε και τα πράγματα όπως είναι, η ταινία φορτώνεται από νωρίς στη πλάτη της πολύ καλής Madeline Carroll (την είδαμε και φέτος στο “Μachine Gun Preacher” ως απαιτητική κόρη του Gerard Butler), η οποία καταφέρνει να μας πείσει με την γκάμα των συναισθημάτων που μπορούμε να διακρίνουμε στο πρόσωπό και το γενικότερο στήσιμό της.
Από την άλλη πλευρά ο συμπρωταγωνιστής της Callan McAuliffe είναι στη καλύτερη περίπτωση ένα αγγούρι και μισό.  Ίδιο βλέμμα, ίδια έκφραση, ίδια μονότονη ομιλία (αγάπη μου έχεις κάποια συγγένεια με την Kristen?) σε βαθμό που να θες να του αστράψεις ένα χαστούκι.  Και καλά, ως ένα βαθμό δικαιολογείται από τον ρόλο τον οποίο υποδύεται (αυτόν ενός άνευρου και άτολμου νεαρού, που σταδιακά αρχίζει να βλέπει την περίεργη για όλους Juli, διαφορετικά), αλλά σε καμία περίπτωση δε μπορεί αυτό να αποτελέσει τον μπούσουλα πάνω στον οποίο ο McAuliffe χτίζει την ταινιακή του περσόνα.  Και αυτό γιατί στην τελική απαιτείται συναίσθημα και τόλμη για να βγει κάτι τουλάχιστον αξιοπρεπές.
Η Caroll στο πλευρό του πασχίζει να του βγάλει τη συγκίνηση και το ενδιαφέρον, επωμιζόμενη όλη την ιστορία τελικά πάνω της και αποτελώντας το άλλο κομμάτι ενός awkward, νεανικού διδύμου το οποίο πάσχει από την προφανέστατη έλλειψη ταλέντου του McAuliffe.  Και να φανταστεί κανείς οτι είναι και πατριώτης μου.  A screw that, at least we have Hemsworth.

Πέρα από τον προβληματικό McAuliffe του οποίου το σκάλωμα φαίνεται και μπόλικο και βαρύ στη ταινία, το “Flipped” ίσως καταφέρει κάπου να σου ξυπνήσει το παιδί που κρύβεις μέσα σου.
Η σκηνοθεσία του είναι όμορφη και αγνά ανεπιτήδευτη, πιάνοντας εύκολα τον παλμό της εποχής και προσφέροντας ένα θέαμα πασπαλισμένο με ζαχαρόσκονη, και τις σωστές δόσεις δράματος.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται η εναλλαγή ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο βλέπουν και αντιμετωπίζουν τις καταστάσεις τα δυο παιδιά, καθώς πρώτα παίρνει τη σκυτάλη ο ένας κάνοντας το δικό του voice over και έπειτα ο άλλος, με μια παράλληλη παρουσίαση των ίδιων γεγονότων, με ελαφρώς διαφορετικό, χρονικό προσδιορισμό, ανάλογα με το ποιος μιλάει.
Όλο το υπόλοιπο υποστηρικτικό cast στέκεται σοβαρά απέναντι στο θεατή, και δίνει τον καλύτερό του εαυτό σε αυτό το ανάλαφρο, και γλυκό ταινιάκι.
Μπορεί να μη μιλάμε για ένα πρωτότυπο story και μπορεί και ο πρωταγωνιστής να τα κάνει σε μεγάλο βαθμό μαντάρα, παρόλα αυτά το “Flipped” είναι μια ταινία που μπορεί να σε συγκινήσει και ταυτόχρονα να σε κάνει να χαμογελάσεις.  Συνεπώς αν αναζητάς χαλαρές, καλοκαιρινές βραδιές με όμορφη παρέα, αυτό το filmaki είναι σίγουρα οτι ψάχνεις.  Χαριτωμένο, αναζωογονητικό και τόσο όμορφο όσο ο πρώτος μας παιδικός έρωτας.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η θέα από ψηλά κάνει τη διαφορά, οτι η Rebecca De Mornay είναι αγέραστη, και οτι θα είχε πλάκα να λένε κάποιον Sal Monella.

No trivia

Pontypool: Kill is kiss

Γεια σας και πάλι!  Τι μέρα κι αυτή σήμερα; (εμένα προσωπικά μου αρέσει πάντως).  Λοιπόν λοιπόν ξέρω οτι είχα αναφέρει στην αρχή της εβδομάδας, οτι θα αρχίσουμε να ασχολούμαστε με κλασικό κινηματογράφο, αλλά έλα που έτυχε να δω κάνα δυο ταινιούλες που άξιζαν τη προσοχή μας;  Έτσι λοιπόν και σήμερα θα ασχοληθούμε με μια ανεξάρτητη παραγωγή του 2008 και θα αφήσουμε τα υπόλοιπα από την επόμενη φορά.  Επίσης να υπενθυμίσω πως αυτή η εβδομάδα είναι αρκετά φτωχή κινηματογραφικά μιας που μόνο μια ταινία βγήκε στις αίθουσες και συγκεκριμένα αυτή του Tim Burton, “Dark Shadows”.  Επίσης να πούμε οτι ξεκίνησε και το 65ο φεστιβάλ των Κανών (σνιφ!), συνεπώς αν έχουμε κάποιο hot νεάκι ή ενδιαφέρον backstage, εδώ είμαστε (σνιφ, σνιφ δυστυχώς εδώ και οχι εκεί).  Ξεκινάμε λοιπόν…

Σε μια μικρή πόλη του Ontario, στο Pontypool, κάτι περίεργο πρόκειται να συμβεί.  Ενώ η μέρα έχει ξεκινήσει όπως ακριβώς κάθε άλλη, ο Grant Mazzy (Stephen McHattie), ο ηλικιωμένος και uber cool εκφωνητής του τοπικού, ραδιοφωνικού σταθμού αντιλαμβάνεται πως ίσως κάτι να μη πηγαίνει καθόλου καλά, όταν μια μυστηριώδης γυναίκα χτυπήσει το τζάμι του αυτοκινήτου του ψελίζοντας μερικές ακατανόητες λέξεις και στη συνέχεια εξαφανιστεί.  Ο Mazzy εν μέσω κρύου και χιονιού, φτάνει τελικά στον σταθμό, οπού και ξεκινάει την καθημερινή του εκπομπή, με βοηθούς τις Sydney (Lisa Houle) και την νεότερη Laurel-Ann (Georgina Reilly) η οποία έχει μόλις επιστρέψει από το Αφγανιστάν.  Και ενώ η μέρα προχωράει με τις τυπικές φιλονικίες Mazzy και Sydney, αρχίζουν να καταφτάνουν στον σταθμό μερικές περίεργες ειδήσεις, σχετικά με ένα τσούρμο ανθρώπων που έχουν αρχίσει να κατακλύζουν τη πόλη, δρώντας κάτω από μια περίεργη συμπεριφορά.  Οι περισσότεροι μοιάζουν να μιλούν ακατάληπτα, ενώ έχουν αρχίσει να επιτίθενται και ο ένας στον άλλον, σημειώνοντας μάλιστα και τις πρώτες, ανθρώπινες απώλειες.  Στο σταθμό, προσπαθούν να βγάλουν ένα νόημα από όλα αυτά, και να ενημερώσουν τους πολίτες προκειμένου να προστατεύσουν τους εαυτούς τους.  Το πράγμα όμως όσο πάει και αγριεύει, καθώς οι πολίτες φαίνεται να έχουν επιστρέψει στα πρωτόγονα ένστικτά τους, ξεσκίζοντας κυριολεκτικά ο ένας τις σάρκες του άλλου, σε μια νέα πραγματικότητα που δεν έχει επιστροφή.  Κι όμως, ένας επικίνδυνος ιός αποτελεί τελικά τη πηγή του κακού, ένας ιός που δε μοιάζει με κανέναν άλλον, καθώς δεν έχει εξαπλωθεί ούτε μέσω αποτυχημένου πειράματος, ούτε ενός επικίνδυνου, μολυσμένου ζώου.  Η αρχή του ολέθρου αυτή τη φορά αναζητείται κάπου πολύ διαφορετικά: στην ίδια την αγγλική γλώσσα!  Τώρα οι πρωταγωνιστές θα προσπαθήσουν να βρουν μια λύση, πριν να είναι πολύ αργά.  Πόσο εύκολο όμως θα είναι να το κάνουν, απο τη στιγμή που η ομιλία αποτελεί το μέσο διάδοσης του ιού;

Μην έχοντας και πολλά κέφια τις προηγούμενες ημέρες, αποφάσισα να επισκεφτώ το τοπικό dvd club (ναι υπάρχουν ακόμα) για να δω τι παίζει από κυκλοφορίες, μιας που ήθελα άμεσα να δω κάτι, προκειμένου να…πνίξω τον πόνο μου.  Πρόσεξα λοιπόν κάπου χωμένη μια ταινία, (αν θυμάστε σε εκείνα τα ψηλά ράφια, κάπου τέρμα αριστερά ή δεξιά, εκεί που τα αντίτυπα έκαναν παρέα με την οικογένεια αραχνών του καταστήματος) που λεγόταν “Pontypool”, με ένα εξώφυλλο τίγκα στα κόκκινα αστεράκια, από αυτά που μπαίνουν συνήθως από κάτι κριτικούς εφημερίδων και περιοδικών (τύπου π.χ Τα Νέα της Κωλοπετινίτσας) ε και είπα ‘δε βαριέσαι’, ας πάρω να δω τι έχει να μου προτείνει ο διακεκριμένος συνάδελφος της Κωλοπετινίτσας.  Ε λοιπόν θα τον ξαναεμπιστευτώ στα σίγουρα, καθώς το “Pontypool” είναι από τις πιο έξυπνες και ανενωτικές ταινίες του horror/thriller είδους, που έχω δει τελευταία.  Plus, ανεξάρτητης παραγωγής και αρκετά low budget ($1.5 εκατομμύριο).  Τέλεια δηλαδή.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας Bruce McDonald είναι στο κινηματογραφικό κουρμπέτι, ήδη από την δεκαετία του ΄80 και μετράει στο ενεργητικό του περισσότερα από 50 δημιουργήματα τα οποία περιλαμβάνουν ταινίες, τηλεοπτικές σειρές, ντοκιμαντέρ και short φιλμάκια.  Σαν να λέμε δηλαδή οτι ο τύπος τα έχει κάνει όλα, και αν τσεκάρει κανείς την φιλμογραφία του θα διαπιστώσει οτι ο McDonald μια έφεση στα μουσικά δράματα/ταινίες/ντοκιμαντέρ, την έχει σίγουρα (χρησιμοποιεί μάλιστα πολύ τη μουσική των Ramones, ενώ έχει cast-άρει και τον Joey Ramone στα film του).
Πολυσχιδής προσωπικότητα απ’οτι φαίνεται, έχει συμμετάσχει σε πάμπολλα κινηματογραφικά φεστιβάλ, ενώ έχει αποσπάσει και περισσότερα από είκοσι βραβεία.  Δε μου κάνει λοιπόν καμία εντύπωση πως αυτό το άτομο, έφτιαξε μια ταινία όπως το “Pontypool”, γεμάτη από μια σύγχρονα, camp αισθητική, έντονο σασπένς και αγωνία που χτυπάει ταβάνι, έναν κεντρικό ήρωα βγαλμένο θαρρείς από τις σελίδες του Stephen King (καουμπόικο καπέλο και ασορτί μπότες), και μια εντελώς ‘αναζωογωνητική’ υπόθεση, που προχωράει τον μύθο των απέθαντων (ή οχι ακριβώς) ένα βήμα παραπέρα.

Και λέω ‘οχι ακριβώς’ καθώς τα άτομα που έχουν μολυνθεί στη ταινία, μπορεί να μοιάζουν εμφανισιακά και σε συμπεριφορά με τα ζόμπι, όμως δε φαίνεται να είναι ακριβώς αυτό.. Περισσότερο παραπέμπουν σε άλογα όντα, τα οποία όμως επιτίθενται σε άλλους, οχι για να τους κατασπαράξουν λόγω πείνας, αλλά μάλλον για να τους σκοτώσουν λόγο μανίας και τρέλας.  Οι χαρακτήρες αυτοί θυμίζουν πολύ τους αντίστοιχους στο βιβλίο “Blood Crazy” (“Δίψα για Αίμα”) του Simon Clark.   Εκεί ξημερώνει η καταστροφολογική ημέρα κατά την οποία όλοι οι ενήλικοι, άνω των 18 ετών καταλαμβάνονται από μια ανεξέλεγκτη μανία, σκοτώνοντας τα παιδιά τους.  Όσα καταφέρουν να ξεφύγουν, θα προσπαθήσουν να δημιουργήσουν και πάλι τον ανθρώπινο πολιτισμό, που μοιάζει να έχει φτάσει πια στο τέλος του.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στη ταινία, με τη διαφορά οτι οι παράφρονες, επαναλαμβάνουν ξανά και ξανά τις ίδιες λέξεις, παραμιλούν και παραληρούν, μοιάζοντας να αναζητούν κάτι.  Η αλήθεια είναι πως αυτό που αναζητούν είναι η ομιλία όσων παραμένουν ακόμα υγιείς, τις λέξεις που βγαίνουν από το στόμα τους, και τον ήχο των όσων λένε, με τα οποία και ‘τρέφονται’.  Και αυτή ακριβώς η εύστοχη και έξυπνη υπόθεση είναι που καθιστά αυτό το φιλμάκι (το οποίο βασίζεται και στην ομώνυμη νουβέλα του συγγραφέα Tony Burgess) αξέχαστο.

Όλη η δράση διαδραματίζεται μέσα στον ραδιοφωνικό σταθμό, χωρίς να βλέπουμε ποτέ τι γίνεται έξω από αυτόν.  Παράλληλα ως θεατές ταυτιζόμαστε απόλυτα με τους κεντρικούς ήρωες, καθώς μαθαίνουμε μόνο από ακούσματα, το τι ακριβώς συμβαίνει στην πόλη.  Αυτό το βρήκα ένα από τα δυνατά σημεία της ταινίας, καθώς καταφέρνει να χτίσει μια εξαιρετικά αγωνιώδη κατάσταση, κρατώντας τη κάμερα κολλημένη διαρκώς, στον ίδιο χώρο.  Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι οι τρομαγμένες φωνές των πολιτών και του ανταποκριτή του σταθμού, που φθάνουν στους πρωταγωνιστές από σταθερά και κινητά τηλέφωνα, μόνο για να δημιουργήσουν ένα απόλυτα κλειστοφοβικό αίσθημα και μια μια πραγματικότητα που μυρίζει αίμα και θάνατο.
Η ιδέα του οτι ορισμένες λέξεις της αγγλικής γλώσσας, μεταφέρουν τον ιό και μολύνουν, όποιον αρχίσει να τις επαναλαμβάνει, είναι διαβολικά έξυπνη, όπως ακριβώς και ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να αντιμετωπιστεί και να ανατραπεί αυτό, κάτι όμως το οποίο δε θα ήθελα να σας κάνω spoiler και προτιμώ να το τσεκάρετε μόνοι σας.  Απλά κάπου εδώ θέλω να προσθέσω πως πίσω από αυτό το τρομακτικό story, κρύβεται σίγουρα ένας κοινωνικός σχολιασμός σχετικά με το γεγονός πως η αγγλική, αποτελεί πια την παγκόσμια γλώσσα, και δεδομένου οτι η ταινία είναι γυρισμένη στον Καναδά, κάνει το πράγμα ακόμα πιο καυστικό και ίσως τραγικά χιουμοριστικό.  Το να αποτελεί η γαλλική τη μητρική σου, αλλά εσύ να μιλάς αγγλικά, έχοντας μάλιστα ξεχάσει σχεδόν τα γαλλικά, αποτελεί μια υπέροχη πάσα, για μια τέτοια-ίσως και b-movie διάστασης-ταινία, που αν μη τι άλλο θέτει επί τάπητος ένα βασικό ζήτημα, με τρόπο εντελώς σουρεαλιστικό και πρωτότυπο.  Αρκεί να σκεφτούμε και τα δικά μας greeklish, και καταλαβαίνουμε όλοι τι σημαίνει αυτό…
Οι ερμηνείες είναι καλές, με κορυφαία αυτή του πρωταγωνιστή που είναι ο ιδανικός για τον ρόλο, και χειρότερη αυτή της Houle, η οποία είναι κομπάρσα από τις λίγες, σε βαθμό που να γελάω ακατάπαυστα μαζί της-να’ ναι καλά.  Η σκηνοθεσία σίγουρα σου τραβάει τη προσοχή, και γενικά τείνω να εκθειάζω φιλμάκια που κρατούν το ενδιαφέρον στου αμείωτο χωρίς φρενήρεις καταστάσεις (βλ. “Buried”-εμένα μ’ άρεσε).
Μαύρο χιούμορ, μια απρόσμενη λύση και ένα απόλυτα τρομακτικό κλίμα, συνθέτουν το “Pontypool”, μια ταινία που πρέπει να προσέξετε και να δείτε.  Είναι τόσο-god damn-σύγχρονη και αληθινή, που καταντάει απολαυστικό.  Εκτός από αυτό που όλοι αρχίζουν και επαναλαμβάνουν τις ίδιες ακριβώς λέξεις, ένα σχόλιο right to the bone.  Lol, lol, lol, lol.  Oh fuck…

Tι έμαθα από τη ταινία:  Οτι η ηλεκτροπληξία σου στραβώνει το στόμα(!), οτι τα γαλλικά είναι τελικά κάπου χρήσιμα και οτι πρέπει να δείτε και την extra σκηνή μετά του τίτλους τέλους, για μια Howard Hawks γεύση.

No trivia

Game of Thrones: Winter is coming…

Hello hello! Τι κάνουμε guyz?  Λοιπόν σήμερα είπα να ασχοληθούμε με κάτι πιο της σειράς, και πιο συγκεκριμένα το “Game of Thrones”.  Φαντάζομαι όλοι-λίγο πολύ-έχετε μπει σε περιέργεια να τσεκάρετε από ένα επεισόδιο της σειράς φαινόμενο πλέον, έως και όλη τη σεζόν (εγώ ανήκω όπως καταλάβατε στη δεύτερη κατηγορία) και παρά το γεγονός οτι το blog μου έχει να κάνει κατά κύριο λόγο με ταινίες, έχω και μια κατηγοριούλα με σειρές που με ιντριγκάρουν.  Οχι πολλές η αλήθεια είναι, αλλά όσες έχω συμπεριλάβει στη λίστα μου, πραγματικά με έχουν ενθουσιάσει.  Κάτι ανάλογο έγινε και με το επικό, “Game of Thrones”.  Πολλοί μου έλεγαν για το truly επικών διαστάσεων story της σειράς (και το boyfriend επίσης, το οποίο κατάλαβα αργότερα γιατί την εκτιμά τόσο πολύ : P) και το μόνο που έμενε ήταν να το ανακαλύψω και μόνη μου.  Ε λοιπό τον ανακάλυψα και σας το παρουσιάζω.

Από που να ξεκινήσει κανείς να λέει για τη συγκεκριμένη σειρά.  Ίσως από τη πρώτη σεζόν;  Σωστά, ας το πιάσουμε το πράγμα από εκεί λοιπόν.
Επτά μεγάλες οικογένειες αρχίζουν έναν αγώνα χωρίς προηγούμενο, προκειμένου να καταφέρει η κάθε μια από αυτές, να επικρατήσει έναντι των υπολοίπων και να αναλάβει τον έλεγχο της μυθικής γης του Westeros.  Την ίδια στιγμή ο βασιλιάς Robert Baratheon αποφασίσει να κάνει μια επίσκεψη στο Βορρά, και συγκεκριμένα στον παλιό του φίλο Eddard Stark, Άρχοντα του Winterfell προκειμένου να του εκφράσει την επιθυμία να τον καταστήσει το Δεξί του Χέρι, το ύψιστο αξίωμα έπειτα από αυτό του Βασιλιά.  Παρά το γεγονός οτι ο Stark λαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τις ύποπτες (και μάλλον δολοφονικές ενέργειες) οι οποίες οδήγησαν το προηγούμενο Χέρι στον θάνατο, δέχεται τη θέση, προκειμένου αφενός να προστατέψει εκ των έσω τον Βασιλιά και αφετέρου να ερευνήσει εις βάθος αυτές τις ανησυχητικές ειδήσεις.

Παράλληλα η Βασίλισσα δε κάθεται φρόνιμα, αλλά απ’οτι φαίνεται μαζί με την υπόλοιπη φάρα των Lannister δολοπλοκεί εις βάρος του…συζύγου της, για την ανατροπή του και την απόκτηση της εξουσίας.  Πέρα από τη θάλασσα οι τελευταία απόγονοι μιας ακόμα ευγενούς οικογένειας, αυτής των Targaryens, αγωνίζονται να βρουν στρατό και να διεκδικήσουν με τη σειρά τους τον Σιδηρούν Θρόνο ο οποίος τους στερήθηκε.  Η όμορφη Daenerys κρατάει μερικούς καυτούς άσσους στο μανίκι της…
Οι εναπομείναντες οικογένειες, αυτές των Greyjoy, Tully, Arryn και Tyrell, ακονίζουν τα δικά τους νύχια και μαχαίρια, και περιμένουν την κατάλληλη στιγμή προκειμένου να κάνουν την παρουσία τους αισθητή.  Ο πόλεμος βρίσκεται προ των πυλών, και εκτός από το ποτάμι αίματος που φαίνεται να τους περιμένει όλους, έρχεται να προστεθεί ένα πανάρχαιο κακό το οποίο έχει αρχίσει να ξυπνάει στον Βορρά.  Η μαυροντυμένη φρουρά των Night Watch είναι η μοναδική που στέκει ανάμεσα στον κόσμο του βασιλείου, και τον παγωμένο τρόμο που ελοχεύει πέρα από αυτό.  Αλλά ακόμα και εκείνοι μοιάζουν να μη μπορούν να σταματήσουν τις σκοτεινές δυνάμεις που ανασυντάσσονται.  Και σύντομα οι δολοπλόκοι άντρες, οι θανατηφόρες γυναίκες και τα συμφεροντολόγα τσιράκια, δεν θα έχουν που να κρυφτούν…

Η σειρά θεωρείται ήδη μια από τις πιο επιτυχημένες ever, έχοντας κατακτήσει μια Χρυσή Σφαίρα (για την εξαιρετική παρουσία του μικροσκοπικού, αλλά τεράστιου Peter Dinklage) και αναρίθμητες ακόμη υποψηφιότητες, για καλύτερες γυναικείες παρουσίες, σκηνικά, κοστούμια, σκηνοθεσία, μουσική επένδυση και ένα σωρό άλλα.
Το γεγονός οτι αποτελεί παραγωγή του HBO μόνο τυχαία δεν μπορεί να θεωρηθεί, καθώς τα τρία αυτά γράμματα, αποτελούν πλέον εγγύηση πολλών, καλών και αξιοζήλευτων παραγωγών.  Από τους “The Sopranos”, το “Six Feet Under”, το “True Blood” και το “The Wire”, μέχρι το καλοφτιαγμένο “The Boardwalk Empire”, το πολύ καλό “In Treatment” και τώρα το “Game of Thrones”, το HBO έχει αποδείξει οτι ξέρει να βγάζει στη πιάτσα σειρές, που τα έχουν όλα.  Και το “Game of Thrones” καταφέρνει και συνδυάζει με ιδανικό τρόπο την οργιάζουσα δράση μιας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με τα δολοπλόκα και διψασμένα για δύναμη μυαλά μιας-γιατί οχι;-εν δυνάμει αρχαϊκής, ελληνικής φύσεως.  Τα ίδια κάναμε και εμείς.  Απλά καλύτερα.

Η σκηνοθεσία είναι πέρα για πέρα εντυπωσιακή, και τα σκηνικά τόσο αληθοφανή που νομίζεις οτι θα κάνεις μια βουτιά, και θα βρεθείς μονομιάς σε μια εποχή άλλη, μια εποχή δράκων, μαγείας και λασπωμένων πανοπλιών.
Η χρήση των CGI είναι πραγματικά εξαιρετικά δουλεμένη, προσεγμένη και προσαρμοσμένη με τρόπο που δε ξενίζει και κυρίως, δε μοιάζει ψεύτικος.  Σε κάνει πραγματικά να πιστεύεις οτι η Γη του Westeros κάπου υπάρχει και μπόλικα παλικάρια σφάζονται στη ποδιά της.  Και όχι μόνο.  Το εντυπωσιακό στην υπόθεση της σειράς είναι ο τρόπος με τον οποίο όλοι κρατάνε τον δικό τους, καίριας σημασίας, ρόλο, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει ξαφνικά στην πιο αναπάντεχη ανατροπή.  Λάγνες, αισθησιακές γυναίκες που κάνουν τα πάντα στον βωμό της εξουσίας και πολεμοχαρείς άνδρες, τυφλωμένοι από τη σιδερένια λάμψη του Θρόνου.
Ο κάθε χαρακτήρας είναι δουλεμένος μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια, κερδίζοντας ή χάνοντας αντίστοιχα τη συμπάθεια του κοινού.  Ο half-man Tyrion Lannister (Peter Dinklage) έχει το απαράμιλλο ταλέντο της διπλωματίας και της πειθούς.  Καταφέρνει και αποσπά τις πληροφορίες που θέλει, όπως θέλει, όταν θέλει και κυρίως από όποιον θέλει, κρατώντας τους γερά δεμένους με τα εκάστοτε μυστικά τους.  Ο νεαρός, σαδιστής Βασιλιάς Joffrey (Jack Gleeson), αποτελεί εύκολα έναν από τους πιο μισητούς (αν οχι τον πιο μισητό) χαρακτήρες της σειράς, χάρη στο άδειο κεφάλι του, τον παδικό το εγωισμό και την χαιρέκακη φύση του, που ικανοποιείται μόνο από ματωμένα μάγουλα και παλουκωμένα κεφάλια.  Η μητέρα του, Βασίλισσα Cersei (Lena Headay) μια φιλόδοξη και πονηρή γυναίκα, που κάνει τα πάντα για να διατηρήσει την όποια ψευδαίσθηση ισχύος, και η όμορφη, δυναμική Daenerys (Emilia Clarke) η οποία επωμίζεται το βάρος ενός ολόκληρου λαού πάνω της, είναι μόνο μερικοί από τους τόσους πολλούς χαρακτήρες, που όμως ο καθένας μένει καρφωμένος στο μυαλό στου, για τους δικούς του λόγους…

Το περιβάλλον του μυθικού κόσμου είναι δομημένο με κάθε λογής λεπτομέρεια.  Από τα διαφορετικά μεταξύ τους βασίλεια, μέχρι τα κοστούμια, τη θαλάσσια δύναμη του ενός, ή την παγωμένη ηρεμία του άλλου, τα πάντα είναι προσεγμένα και right to the point.
Η διαφθορά βασιλεύει, οι δολοπλοκίες αποτελούν το βασικό συστατικό της καθημερινότητας, το σεξ είναι φυσικά αναπόσπαστο κομμάτι,προκειμένου τα αρσενικά και τα θηλυκά να εκτονώνουν τις ορμές τους ή και να επιτυγχάνουν τους προσωπικούς τους σκοπούς και βλέψεις, η γύμνια είναι στο φουλ (hooray! αγόρια), τα σπαθιά μπήγονται σε κοιλιές, κεφάλια και τα σχετικά, με περισσή ευκολία, και γενικά οτιδήποτε έχει να κάνει με μια επική σύλληψη κόσμου, μπορείς να το βρεις εύκολα εδώ.
Κάπου εδώ να αναφέρουμε και το γεγονός οτι όλη η ιστορία του “Game of Thrones” προέρχεται από το μυαλό του Αμερικανού συγγραφέα George R.R Martin, ο οποίος ξεκίνησε τη συγγραφή μια σειράς, φαντασιακών νουβέλων, ξεκινώντας από την πρώτη, που τιτλοφορούνταν “A Song of Ice and Fire”.  Χμμμ είχαμε τον Tolkin με το επίσης επικών διαστάσεων “The Lord of the Rings”, και τώρα έχουμε και το σειριακό, epic story του “Game of Thrones”, εκ μυαλού συγγραφέως για ακόμη μια φορά.  Ενδιαφέρον…

Η πρώτη σεζόν μας άφησε με τις καλύτερες εντυπώσεις και τις μεγαλύτερες προσδοκίες, καθώς τον τέλος ήταν υπέροχο, και η αρχή της επόμενης, πολλά υποσχόμενη.  Την αλήθεια μου θα την πω.  Έχω απογοητευτεί λιγάκι μέχρι την μέχρι τώρα πορεία της δεύτερης σεζόν, καθώς το πράγμα κάπου έχει μείνει λίγο στάσιμο.  Σίγουρα η προετοιμασία ενός επερχόμενου πολέμου έχει αξία για όλες τις πλευρές, από την άλλη όμως καλό είναι να αρχίσουμε να βλέπουμε και λίγη ουσιαστική δράση.  Τη δε ιστορία της Kalisi την έχουμε αφήσει στο περιθώριο και είναι κρίμα, γιατί αποτελεί αναμφίβολα από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες.  Βέβαια αν έχεις καταφέρει να πάρεις τα δικαιώματα για τουλάχιστον ακόμα μια σεζόν, κάπου το δικαιολογείς το καθυστερούμενο πράγμα, και κάνεις λίγη υπομονή.  Λίγη όμως.
Γενικά όσοι αρέσκεστε σε καλές σειρές, με μπόλικο σασπένς, αγωνία, υπέροχη εκτέλεση, εξαιρετικό σενάριο και extra δόσεις από μαγεία, μυθικά πλάσματα και supernatural καταστάσεις, τότε το “Game of Thrones” είναι σίγουρα για εσάς.  Δοκιμάστε την σύντομα γιατί, winter is coming, and then, what?

Τι έμαθα από τη σειρά:  Οτι εξαιτίας της άρχισα πάλι Lineage (πφφφ), οτι η αιμομιξία κάνει κακό αποδεδειγμένα και οτι ο Sean Bean δε θα γλυτώσει ποτέ από τη μοίρα του.  Ναι, όλοι ξέρετε τι εννοώ.

No trivia

ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Οι τίτλοι έναρξης της σειράς, που είναι απλά υ-π-έ-ρ-ο-χ-ο-ι