Bernie: To be (guilty) or not to be (guilty)?

Καλημέρα σε όλους και καλή εβδομάδα!  Σήμερα θα ξεκινήσουμε τη μέρα μας, με μια ταινία της περασμένης χρονιάς, η οποίο δε νομίζω οτι πήρε και ποτέ διανομή στη χώρα μας.  Με αφορμή λοιπόν μια πολυκινηματογραφική εβδομάδα που θα ζήσουμε από την ερχόμενη Πέμπτη, είπα να δούμε κάτι διαφορετικό, μέχρι τουλάχιστον την παρουσία στο blog ταινιών όπως, τα “Frankenweenie”, “Cloud Atlas”, “Beyond the Hills” και “Holy Motors”.  Και το “Bernie” είναι πραγματικά διαφορετικό, με τον καλύτερο ρόλο στην μέχρι τώρα καριέρα του Jack Black.  Αναμφίβολα.  Για να δούμε λοιπόν.

O Bernie (Jack Black) είναι ένας μυστήριος νεκροθάφτης, ο οποίος φτάνει σε μια μικρή πόλη του Τέξας, προκειμένου να προσφέρει τις, ομολογουμένως, εντυπωσιακές του γνώσεις σχετικά με τον ίδιο τον θάνατο, στο γραφείο τελετών της περιοχής.  Δεν περνάει πολύς καιρός και ο Bernie μετατρέπεται σύντομα στον άνθρωπο για όλες τις δουλειές, τραγουδώντας gospel στις κηδείες των ηλικιωμένων και οχι μόνο, αναλαμβάνοντας τα πάντα γύρω από την περιποίηση του αποθανόντος και της καλύτερης, δυνατής του μετάβασης στον…επουράνιο κόσμο, αλλά και τη παρηγοριά όσων μένουν πίσω, δυνατοί και ακμαίοι.  Χωρίς να δίνει ποτέ στόχο με τη προσωπική του ζωή, αλλά αποτελώντας το κρυφό όνειρο(!) πολλών κοριτσόπουλων της περιοχής, ο Bernie δημιουργεί σιγά σιγά έναν ζώντα μύθο γύρω από το όνομα και το πρόσωπό του, και που όπως όλα δείχνουν είναι πολύ πολύ πραγματικός και καθόλου προσποιητός.  Εξάλλου η κοινωνική προσφορά του, η βοήθεια των κατοίκων σε πάσης φύσεως ζητήματα και ο ειλικρινής, ταπεινός του χαρακτήρας, δεν αφήνουν περιθώριο για ψέματα και “ηθοποιϊλίκια”.  Όλα αυτά βέβαια μέχρι τη στιγμή που αποφασίζει να παρηγορήσει μια ακόμη χήρα, την τσιγκούνα και δύστροπη Marjorie Nugent (Shirley McLaine).  Και τότε τα πράγματα θα πάρουν την κατηφόρα.  Όπως ακριβώς και η ζωή του Bernie ως ελεύθερος άνθρωπος…

O Richard Linklater είναι ένας από τους σκηνοθέτες που θεωρήθηκε ως το νέο αίμα, την εποχή των αμερικάνικων ’90s, γεγονός που φαίνεται ξεκάθαρα από τις πρώιμες ταινίες της καριέρας του.  Όντας παράλληλα, σεναριογράφος, αλλά και ηθοποιός ο Linklater έκανε το μεγάλο μπαμ, όταν το 2005 προτάθηκε για Oscar Καλύτερου Προσαρμοσμένου Σεναρίου, για το indie romance, “Before Sunset”, συνέχεια του ρομαντίζοντος δράματος “Before Sunrise” (1995), με τους Ethan Hawke και Julie Delpy.
Έκτοτε ο Linklater έχει σκηνοθετήσει μερικά ενδιαφέροντα, και διαφορετικού περιεχομένου ταινιάκια, όπως το “Fast Food Nation”, το οποίο πραγματεύεται το γρήγορο φαγητό της εποχής μας, και κάτα πόσο το junk food αποτελεί μια ολοένα αυξανόμενη απειλή τόσο για εμάς, όσο και για το περιβάλλον μας, το “Me and Orson Welles”, μια ταινία που κουβαλάει τη μνήμη ενός νεαρού Welles ο οποίος ανεβάζει στο θέατρο το έργο “Julius Caesar”, καθώς και το animation real αισθητικής, “A Scanner Darkly”, στο οποίο εξερευνά τις παραισθησιογόνες εμπειρίες που δημιουργεί ένα ναρκωτικό του μέλλοντος.
Με ιδιαίτερη σκηνοθεσία, ρεαλιστική και καθαρά αφηγηματική τις περισσότερες φορές, ο Linklater μοιάζει με τον κλασικό, ανεξάρτητο σκηνοθέτη που δημιουργεί ταινιακές καταστάσεις από το υλικό, που άλλοι σκηνοθέτες, θα άφηναν εκτός στις ταινίες τους.  Ένα ημερήσιο ρομάντζο;  Ή μια βραδινή συζήτηση σχετικά με τις επίπονες αναμνήσεις του Λυκείου, στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου (“Tape”, 2001);  Πράγματα άξια για πέταμα, γίνονται εκφραστές μιας ολόκληρης ιστορίας, μιας ολόκληρης ταινίας.  Όπως ακριβώς συμβαίνει δηλαδή και στη περίπτωση του “Bernie”.

Το 1996 στο Carthage του Τέξας, η 81χρονη εκατομμυριούχος, Marjorie, δολοφονήθηκε από τον σύντροφό της, Bernie Tiede, τοπικό νεκροθάφτη και αγαπητό μέλος της κοινότητας, επειδή σύμφωνα με την ομολογία του ίδιου του Tiede, η ηλικιωμένη γυναίκα είχε γίνει αφόρητα πιεστική και τυραννική απέναντί του.  Όπως έλεγε και ο ίδοος, δε τον άφηνε να έχει παρέες, να ασχολείται με τους κοινωφελείς σκοπούς που τόσο πολύ αγαπούσε, και γενικώς, να ζει τη ζωή του ήρεμα και απλά.  Η Marjorie, συνέχιζε, είχε γίνει αυταρχική και μίζερη, θέλοντας πάντα τη προσοχή στραμμένη πάνω της, και κυρίως αυτή του Bernie.
Τόση ώρα θα μπορούσατε να διαβάζετε μια ακόμη περίληψη της ταινίας, και να αναρωτιέστε γιατί στο καλό να κάνω πάλι κάτι τέτοιο.  Για τον απλό λόγο, οτι το συμβάν που μόλις σας περιέγραψα, είναι η πραγματική ιστορία πάνω στην οποία χτίστηκε η ταινία του Linklater.
Αυτό όμως που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο “Bernie”, δεν είναι το γεγονός οτι πρόκειται για ένα ακόμα film που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα ή σε αληθινή ιστορία, αλλά κυρίως ο τρόπος με τον οποίο ο σκηνοθέτης έχει εμπλέξει ιδανικά τη ντοκιμαντερίστικη μορφή, με αυτή της μυθοπλασίας, δημιουργώντας επί της ουσίας ένα τίνι τρόπο, μυθοπλαστικό ντοκιμαντέρ.  Αυτή ακριβώς η σκηνοθετική τεχνική που χρησιμοποιεί εδώ ο Linklater, είναι που κάνει τη ταινία να ξεχωρίζει, και να μην αποτελεί ένα ακόμη αναμάσημα των ίδιων και των ίδιων υποθεσιακών, αλλά και κινηματογραφικών μορφών.

Η ύπαρξη ενός υποτυπώδους, αλλά ξεκάθαρου στυλ ντοκιμαντέρ, δεν είναι κάτι ξένο απέναντι στις μυθοπλαστικές ταινίες, καθώς υπάρχει ένα είδος κινηματογράφου που υπηρετεί πιστά το πάντρεμα της κατασκευασμένης πλοκής, με το original ντοκιμαντέρ: ο πολιτικός κινηματογράφος.
Υπάρχουν δημιουργοί όπως ο Αργεντινός Fernando Solanas, ο οποίος αποτελεί έναν άρτιο τεχνίτη αυτού του ύφους cinema, συρράφοντας μέσα στις ταινίες του κομμάτια από επίκαιρα της κάθε εποχής (επίκαιρα χαρακτηρίζονται τηλεοπτικά κομμάτια από ειδήσεις της κάθε χρονικής περιόδου), και εμπλουτίζοντάς τα παράλληλα με ένα “χ” σενάριο.
Έτσι στο “Bernie”, μπορεί ο Linklater να μην επικεντρώνεται άμεσα σε πολιτικές προεκτάσεις, παρόλα αυτά αφήνει να εννοηθεί μέσα από την πλοκή, οτι ένα κάποιο κοινωνικοπολιτικό μήνυμα σίγουρα ενυπάρχει.  Ο λόγος είναι πως όταν είχε διαπραχθεί η δολοφονία από τον Tiede, όλη η τοπική κοινωνία είχε πάρει το μέρος του!  Ακόμα και όταν ο ίδιος είχε ομολογήσει οχι είχε σκοτώσει τη Nugent εν ψυχρώ, όλοι είχαν ταχθεί υπέρ του, τονίζοντας τη χαρισματική του προσωπικότητα και την καλή του την καρδιά, την ίδια στιγμή που άφηναν να εννοηθεί οτι η Nugent άξιζε στη τελική αυτό που έπαθε, εξαιτίας του κακιασμένου της χαρακτήρα.  Τότε μάλιστα ο Danny Buck (Matthew McConaughey) ο εισαγγελέας της μικρής πόλης, αναγκάστηκε να μεταφέρει την εκδίκαση του κατηγορουμένου σε άλλη περιοχή, εξαιτίας της σαφέστατης πρόθεσης των κατοίκων (και κατ’ επέκταση των όποιων ενόρκων), να αθωώσουν τον Tiede.
Καταφέρνοντας λοιπόν με τρόπο ευρηματικό να συνδυάσει πραγματικά γεγονότα και μαρτυρίες των κατοίκων, με τη μορφή “κουτσομπολίστικης κατασκευής του προφίλ του ήρωα” (οι οποίοι κάτοικοι δεν είναι ηθοποιοί, αλλά οι γείτονες του φυλακισμένου πια Tiede) και με μια σκηνοθεσία που μας ταξιδεύει διαρκώς στο παρελθόν, μέσα από τα ομιλούντα flash back των γνωστών του πρωταγωνιστή, ο σκηνοθέτης πετυχαίνει τελικά τη δημιουργία μιας ταινίας άκρως ενδιαφέρουσας οπτικά, αλλά και ερμηνευτικά, μιας που ο Black δίνει αναμφίβολα τη καλύτερη ερμηνεία του μέχρι τώρα.

Στρουμπουλός, γοητευτικός στα πλήθη, αλλά και μια μια δόση υποβόσκουσας σκοτεινιάς, ο Black, μοιάζει να υποδύεται ιδανικά έναν άνδρα ο οποίος έφτασε στο έγκλημα, χωρίς καν να αντιληφθεί το πως και το γιατί.  Το γεγονός μάλιστα οτι αρκετό καιρό μετά τη δολοφονία, συνέχιζε να εξαπατά κατά κάποιον τρόπο, την κοινωνία, κάνοντας όλους να πιστεύουν οτι η ηλικιωμένη χήρα είχε αποσυρθεί σε κάποιο νοσοκομείο μετά το πρόσφατο “εγκεφαλικό” της, μαρτυρά αν μη τι άλλο μια εξόχως υποκριτική στάση που ταιριάζει ιδανικά με το πλαίσιο δημιουργίας μιας ταινίας, γι’ αυτή την υπόθεση που προκάλεσε αίσθηση.
Ο Black σίγουρα υποδύεται εξαιρετικά τον αληθινό Tiede (στο τέλος της ταινίας μάλιστα υπάρχει και ένα σύντομο video που δείχνει τον ηθοποιό να συζητά μέσα στις φυλακές με τον Bernie), περνώντας από κάθε πιθανή εναλλαγή συναισθήματος και καταφέρνοντας να κρατηθεί αληθινός, ακόμα και με την απουσία της προσωπικής του ελευθερίας.  Δεν είναι τυχαίο εξάλλου το γεγονός, οτι ακόμα και πίσω από τα κάγκελα, ο Bernie, συνέχισε να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα, να βοηθάει δηλαδή τον κόσμο και να φροντίζει για την όσο το δυνατόν πιο ομαλή διαβίωση των τροφίμων, με ποικίλους τρόπους.
Κάπου στη ταινία θα βρείτε μια έντονη αντίφαση ανάμεσα στην ενοχή και την αθωότητα του πρωταγωνιστή, καθώς η ζωή του μέχρι πριν τη μοιραία στιγμή (αλλά και μετά από αυτή), παραπέμπει μόνο σε έναν άνθρωπο απόλυτα ειλικρινή, κοινωνικό και σχεδόν, αγγελικά πλασμένο, με πάντα αγνές προθέσεις και ανάγκη βοήθειας του συνανθρώπου.  Παρόλα αυτά, ο νόμος είναι νόμος, και ενώ θα πιάσετε τους εαυτούς σας να υποστηρίζουν κρυφά τον Bernie, εντούτοις η-ατυχής-δολοφονία μιας γυναίκας, δε γίνεται να περάσει χωρίς την απαραίτητη τιμωρία.  Ακόμα και αν αυτή είναι υπερβολική, βάση του πρότερου βίου του.  Πενήντα χρόνια.  Μια ζωή μέσα στη φυλακή.  Να και το κοινωνικοπολιτικό σχόλιο του σκηνοθέτη.  Κεκαλυμμένο μεν, παρών δε.
Το υποστηρικτικό cast που απαρτίζεται από τους McLaine-McConaughey, είναι το ιδανικό, με την McLaine να είναι η επιτομή της bitch, και ο Matthew επιτέλους ηθοποιός.
Το “Bernie” είναι μια μαύρη κωμωδία που κυλάει σαν νεράκι.  Ιδιαίτερη και εξόχως ερμηνευμένη από τον Black, είναι μια ταινία που πρέπει να δείτε αν αρέσκεστε στα σύγχρονα dramedy.  Με τη καλή την έννοια.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η νοητή ταύτιση του Bernie εδώ, με τη ταινία “Τρελό Σαββατοκύριακο στου Μπέρνι” στην οποία ένας νεκρός περιφέρεται από δυο τύπους σαν να είναι ζωντανός, είναι too good to be true, οτι ο Black έχει λαρύγγι, οχι αστεία και οτι ο ρόλος ζωής του McConaughey είναι αυτός του βλαχο-Τεξανού. 


No trivia

Faster, Pussycat! Kill! Kill!: Some girls are bigger than others

Καλημέρα, καλημέρα, καλή εβδομάδα και όλα τα συναφή!  Σήμερα θα ξεκινήσουμε την κριτική μας εβδομάδα, με έναν τρόπο λιγάκι ανορθόδοξο, μιας που θα ασχοληθούμε με μια ταινία από το μακρινό 1965.  Και τι ταινία ε;  Exploitation από τα λίγα.  Το “Faster, Pussycat! Kill! Kill! είναι η επιτομή του film με γρήγορα (και καλά) αυτοκίνητα, βία, ολίγον από σεξ και φυσικά μεγάλα μπούστα.  Αν θέλετε λοιπόν να περάσετε μια άκρως cult βραδιά με φίλους, σας τη συνιστώ ανεπιφύλακτα.

Η ταινία ξεκινάει με ένα κοντινό στους μηρούς και τις γυμνές κοιλιές των τριών πρωταγωνιστριών, οι οποίες φορώντας μικροσκοπικά, στραφταλιζέ μπουστάκια και βρακάκια με χάντρες, χορεύουν φρενιτωδώς σε κάποιο strip club, με ένα σωρό λιγούρια τριγύρω να γλείφονται και να γουρλώνουν να μάτια πεινασμένοι.  Αμέσως μετά η κάμερα κάνει cut, και μας μεταφέρει σε ένα ερημικό τοπίο στη μέση του πουθενά, οπού υπό τους ήχους ενός λάγνου, μουσικού κομματιού καμπαρετζίδικης εμπνεύσεως, βλέπουμε τρία αυτοκίνητα να ρολλάρουν πάνω στον χωματόδρομο, αφήνοντας πίσω τους σκόνη και άπειρη κακία.
Το story θα μπορούσε και να τελειώνει κάπου εδώ, με εμάς να απολαμβάνουμε τα διάφορα ευτράπελα που οι τρεις θανατηφόρες τύπσσες, θα αντιμετώπιζαν στη πορεία τους.  Παρόλα αυτά η υπόθεση εμπλουτίζεται ακόμα περισσότερο.  Όταν στην οθόνη κάνει την εμφάνισή του ένα ζευγαράκι, και η αρχηγός του γκρουπ, η πληθωρική και uber κακιασμένη Varla (Tura Satana), προκαλέσει το αρσενικό για μια mini κόντρα ταχυτήτων, τα πράγματα θα ξεφύγουν από τον έλεγχο και με μια καρατεκιά της, θα τον αφήσει σέκο.  Αποφασίζοντας να απαγάγουν την αρραβωνιαστικιά του θύματος, θα καταλήξουν σε ένα κακοφορμισμένο σπιτάκι, εκεί που ζει έναν ανώμαλος γέρος, με τον προβληματικό στα μυαλά, αλλά υπερτούμπανο, νεαρό γιο του, καθώς και με τον πιο normal ήρωα της ταινίας, τον μεγαλύτερο γιο.  Εκεί η Ιταλίδα Σπεράντζα Βρανά, Rosie (Haji), η μόνο βυζιά και ζωγραφιστό φρύδι, Varla και η crazy girl Ζωή Λάσκαρη, Billie (Lori Williams) θα τα βρουν επιτέλους, σκούρα.  Και καλά θα πάθουν.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας Russ Meyer, ήταν αν μη τι άλλο μια ενδιαφέρουσα περίπτωση δημιουργού, μιας που έμεινε για πάντα πιστός στο είδος του exploitation/sexploitation film, υπηρετώντας το μέχρι και το τέλος της ζωής του, το 2004.
Ο ίδιος είχε ξεκινήσει από νωρίς τη σκηνοθεσία μικρού μήκους ταινιών, κερδίζοντας μάλιστα το ένα βραβείο μετά το άλλο, αν και κάτι μας λέει οτι από τα 15 του, σίγουρα δεν είχε αρχίσει να δείχνει ακόμη τη τεράστια μανία του προς το μεγάλο, γυναικείο στήθος.  Αργότερα, εκτέλεσε χρέη κάμεραμαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ σύντομα άρχισε να εργάζεται ως φωτογράφος στο Playboy, φωτογραφίζοντας μερικά από τα πρώτα “κουνελάκια”.
Λίγο αργότερα ο Meyer γύρισε και την πρώτη του, κινηματογραφική ταινία με τίτλο “The Immoral Mr. Teas”, τη πρώτη soft πορνό ταινία, που έκανε περισσότερο από $1 εκατομμύριο εισπράξεις, καθιερώνοντας μάλλον στη συνείδηση του κοινού, τη παρουσία του Meyer, ως του σκηνοθέτη του exploitation είδους.  Και αν όντως έτσι έγινε, δεν έπεσαν καθόλου έξω.
Έπειτα από τον Mr. Teas, ακολούθησαν ταινίες όπως οι “Lorna” (1964), “Mudhoney” (1965), “Motor Psycho” (1965) και “Faster, Pussycat! Kill! Kill!” (1965), η οποία θεωρείται από τους περισσότερους, ως το αριστούργημά του.  Με αυτή ακριβώς τη ταινία, ολοκλήρωσε και την ‘Gothic’ δημιουργική του περίοδο, την ονομασία της οποίας βάσισε στο ασπρόμαυρο των συγκεκριμένων ταινιών.
Ο Meyer εργάστηκε και για τον κολοσσό, 20th Century Fox, σκηνοθετώντας το “Beyond the Valley of the Dolls” (1970) το οποίο αποτέλεσε μάλιστα, τεράστια εμπορική επιτυχία, πατώντας αυτή τη φορά στα παραδοσιακά του μοτίβα, αλλά υπό τις ευλογίες ενός μεγάλου studio.  Τελικά ο ίδιος αποφάσισε να επιστρέψει λίγο αργότερα στο προσωπικό, camp και ανεξάρτητο στυλ του, γεμάτο από σεξ, βία, επικίνδυνες γυναίκες και μπόλικο ξύλο.

Η ταινία και τελικά η σκηνοθεσία του Russ Meyer είναι εν προκειμένω μια pop art φαντασίωση, και προφανώς αυτός είναι και ο λόγος που η ταινία έχει δημιουργήσει και έχει κρατήσει μέχρι και τις μέρες μας, το απαράμιλλης αισθητικής, cult, αποτέλεσμά της.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός οτι η πρωταγωνίστρια, μαζί με τις φίλες της (μια εκ των οποίων είναι και ερωμένη της, η μελαχρινή Rosie) μοιάζουν με σύγχρονες, super ηρωίδες, αφού αγαπούν τα γρήγορα αυτοκίνητα, είναι αδίστακτες, επικίνδυνα σαγηνευτικές και μπορούν να σε ξεκάνουν με τα ίδια τους τα χέρια.  Σκέψου απλά οτι ηθοποιοί όπως ο Statham ή ο πιο παλιά καραβάνα, Sylvester Stalone, έχουν χτίσει καριέρες ολόκληρες πάνω σε μια αδρεναλινάτη πορεία, γεμάτη άπειρο πιστολίδι, ξύλο με το κιλό και ορδές κακών, που τους εκμηδενίζουν με το πάτημα μιας και μόνο σκανδάλης.  Εδώ τα πράγματα αλλάζουν.  Η γυναίκα είναι αυτή που βγαίνει μπροστά, σκληραγωγημένη μεν, αλλά χωρίς να αποχωρίζεται ποτέ τη υπερ-θηλυκή της διάσταση (το υπερβολικά μεγάλο στήθος δεν ανταποκρίνεται μόνο στους φετιχιστές, ή τους άνδρες γενικώς, που δε μπορούν να κρατήσουν το βλέμμα τους μακριά από ένα πλούσιο μπούστο, αλλά αποτελεί και μια ξεκάθαρη νύξη στην ίδια την ιδέα του φεμινισμού), διεκδικώντας με τον δικό της τρόπο κομμάτι, από τη μερίδα του λεόντος.  Τον ανδροκρατούμενο δηλαδή κόσμο.

Η πρωταγωνίστρια Tura Satana, αποτελούσε μια ιδιάζουσα περίπτωση γυναίκας.  Έχοντας ξεκινήσει από την ηλικία των 13 ετών να εργάζεται ως εξωτική χορεύτρια σε stip clubs, άρχιζε να παίζει από νωρίς σε ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού, υποδυόμενη ως επί το πλείστον την-έτσι κι αλλιώς-πληθωρική τυχοδιώκτη.  Στο “Faster….” η εικόνα της δεν αλλάζει, όπως ακριβώς και το αβυσσαλέο της ντεκολτέ, που νομίζεις οτι ανά πάσα στιγμή θα αφήσει το στήθος της να πεταχτεί έξω και να σου χώσει ένα βυζοσκάμπιλο που θα είναι όλο δικό σου.  Και αν βλέπω χαμογελάκια να σχηματίζονται στο πρόσωπό σας, μάθετε, οτι η αλήθεια δεν απέχει και πολύ από αυτό.
Ο τρόπος με τον οποίο είναι ντυμένη (φουλ του μαύρου) και ο οποίος παραπέμπει σε μέλος συμμορίας, τα αδρά της χαρακτηριστικά, η απουσία χαμόγελου (ή η διαβολική του παρουσία) και το ταυτόχρονα εκφοβιστικό και άγρια γοητευτικό της, μακιγιάζ, όλα δηλώνουν μια προετοιμασμένη φυσιογνωμία που είναι έτοιμη για οποιοδήποτε ρίσκο.  Το ενδιαφέρον εδώ είναι οτι η διάθεση της αρχηγού δεν είναι τόσο να σαγηνεύσει με τα πλούσια ελέη της, αλλά περισσότερο να “ευνουχίσει” σε έναν βαθμό, όποιον άντρα βρίσκεται απέναντί της, με το να μοστράρει από μόνη της και με τρόπο απροκάλυπτο, το στήθος της.  Αν το πάμε δηλαδή και ακόμη πιο μακριά, το γυναικείο στήθος που είναι αιωνίως ταυτισμένο με το Οιδιπόδειο ενός άνδρα, εδώ αλλάζει χρήση και δε γίνεται πλέον θεμιτό για αυτό που είναι, αλλά αποκρουστικό για όλα αυτά που υπονοεί.
Σε καμία περίπτωση ο σκοπός δεν είναι να βγάλουμε από τη μύγα ξύγκι, αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον πως ακόμα και σε b-movie ταινίες όπως αυτή, ενυπάρχουν στοιχεία εποχής και κοινωνικοπολιτικών προεκτάσεων, γεγονός που γίνεται ξεκάθαρο εδώ, με μια δεύτερη ανάγνωση της ταινίας.  Εξάλλου ας μη ξεχνάμε οτι βρισκόμαστε ακόμη στη δεκαετία του ’60, τότε που η έννοια της απελευθέρωσης είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις σε ποικίλους τομείς της καθημερινότητας.  Και τι καλύτερο να κάνεις μια “ελαφριά” ταινία εποχής, που να μιλάει για την “ζουμερή” κατάσταση του ίδιου τότε;

Όσον αφορά τις ερμηνείες μπορείτε φυσικά να μη περιμένετε τίποτα, αφού τα πάντα σε αυτή τη ταινία είναι υπερβολικά και εντελώς στημένα.  Η προφορά της δήθεν Ιταλίδας, η τρέλα της ξανθιάς χαζογκόμενας, ακόμα και ο ρόλος των αρσενικών (που εκ των πραγμάτων βρίσκεται στα Τάρταρα με έναν ηλικιωμένο πατέρα σε καροτσάκι και έναν γιο με διανοητικό πρόβλημα) είναι υποτυπώδης, αν και ο daddy της παρέας παραδίδει μια άκρως πειστική ερμηνεία, κυρίως χάρη στο αλλοπαρμένο, κακόβουλο βλέμμα του που στάζει μισογυνισμό από χιλιόμετρα μακριά.
Η σκηνοθεσία του Meyer είναι αυτή που σε κερδίζει αμέσως εξαιτίας του γρήγορου μοντάζ, της καρτουνίστικης αισθητικής του και των σκηνών όπως αυτές με τις πρωταγωνίστριες μέσα στο αμάξι και καλά να οδηγούν, αλλά τα σύννεφα στο background να παραμένουν ασάλευτα (και το κούνημα να προέρχεται προφανώς από το δύσμοιρο, παραγωγικό team που κουνούσε τα αυτοκίνητα με τα περισσής μανίας).
Το “Faster, Pussycat! Kill! Kill!” είναι μια από αυτές τις ταινίες που βλέπεις για να περάσεις καλά, πραγματική τροφή του inner, καμένου σου nerd, που ζητάει πότε πότε να το ταΐσεις κάτι εντελώς καλτ και απολαυστικά κακοφτιαγμένου.  Μέσα από χιουμοριστικούς, camp διαλόγους, καρατέκα ξυλίκικη έμπνευση, λουπαριστές μουσικές νότες, κακές γυναίκες και μια στοιχειώδη υπόθεση, αλλά και με λίγη τροφή για σκέψη, αυτή η ταινία είναι must see.  Σκέψου απλά τη μνεία που έκανε για χάρη της ο Quentin Tarantino στο “Death Proof” και θα καταλάβεις οτι μιλάμε για ΤΗΝ έμπνευση.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο σωματαράς γιος, μοιάζει αρκετά με μια πιο brutal εκδοχή του Marlon Brando, οτι η σκηνή με τα catfights και τις ιαχές καράτε είναι άπαιχτες και οτι εγώ ένα από τα poster θα το κάνω μπλουζάκι.  Τέλος.


 No trivia

Seven Psycopaths: Guns, mafia and a Shih-Tzu

NEW ARRIVAL

Καλημέρα σε όλους!  Όπως σας είχα πει από την Τετάρτη, αυτή την εβδομάδα είχα βάλει στο μάτι δυο ταινίες, το “The Hunt” και το “Seven Psychopaths”, και το καλό είναι πως και οι δυο αποδείχτηκαν σοφές επιλογές, για τους δικούς της λόγους η καθεμία.  Βλέποντας λοιπόν χθες το βράδυ το “Seven Psycopaths” αντιλήφθηκα δυο πράγματα: καταρχάς, πόσο διαφορετική ήταν η ταινία, σε σχέση με αυτό που φανταζόμουν (με τη καλή έννοια), και κατά δεύτερον, πως μια απλή στη σύλληψή της ιδέα, μπορεί να γίνει η κινητήριος δύναμη, για τη δημιουργία μιας τόσο απολαυστικά οτινανικής προσπάθειας.  Οι ψυχοπαθείς δεν είναι για όλους.  Είναι όμως και οι επτά υπέροχοι (εντάξει ο Colin Farrell οχι και τόσο, μιας που είναι λίγο κομπάρσος, αλλά δε βαριέσαι).  Τι έλεγες λοιπόν για εκείνη την επίσκεψη στον κινηματογράφο;

Ο Μarty (Colin Farrell) είναι ένας νεαρός σεναριογράφος του Hollywood, o οποίος αναζητεί μάταια το next good screenplay, αφού η έμπνευση του μοιάζει να έχει βγάλει φτερά, και να έχει αντικατασταθεί από ένα μπουκάλι, χρυσίζονοτος whiskey.  Και ενώ στύβει το μυαλό του να προχωρήσει την ιστορία του με τίτλο “Seven Psychopaths”, ο αποτυχημένος ηθοποιός φίλος του, Billy (Sam Rockwell), κάνει οτι περνάει από το χέρι του, προκειμένου να τον βοηθήσει και μέσα από τρελές καταστάσεις, να αφυπνίσει την σεναριογραφική του ιδιότητα.  Παράλληλα ο Billy, προκειμένου να βγάλει τα προς το ζειν, αρέσκεται να απαγάγει σκυλιά, μαζί με έναν άλλον φίλο του, τον μυστηριώδη Hans (Christopher Walken).  Και ενώ τα πράγματα μοιάζουν από την αρχή στριμόκωλα, έρχεται να προστεθεί στην ιστορία και ένα αφεντικό της μαφίας, ο σκληροτράχηλος Charlie (Woody Harrelson), ο οποίος χάνει το αξιαγάπητο Shih-Tzu του, επειδή φυσικά ο Billy το απαγάγει.  Αυτό που δε ξέρει βέβαια είναι οτι το αφεντικό του σκυλιού, είναι ένα καραφλό καθίκι, που δεν έχει τον παραμικρό ενδοιασμό να σκοτώσει τον οποιονδήποτε, προκειμένου να πάρει το κατοικίδιό του πίσω.  Και έτσι ξαφνικά οι πρωταγωνιστές, μπλέκουν σε ένα μαφιόζικο κυνηγητό, ιδανικό για story ταινίας.  Και κάπως έτσι το σενάριο του Marty αρχίζει να γράφεται από μόνο του.  Με τη μόνη διαφορά οτι ο Marty και η παρέα του, το ζουν πραγματικά.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας Martin McDonagh, αποτελεί μια από εκείνες τις κλασικές περιπτώσεις σκηνοθετών, που μεταφέρουν στις ταινίες τους, την σύγχρονη κουλτούρα της χώρας τους, καθώς και τις ιδιομορφίες και την ιδιοσυγκρασία των κατοίκων της.  Στη προκειμένη περίπτωση αυτή των Ιρλανδών.  Δεν είναι εξάλλου καθόλου τυχαίο που για ακόμη μια φορά ο Farrell επιλέγεται προκειμένου να υποδυθεί στην ουσία τον…εαυτό του, έναν αλκοολικό, Ιρλανδό δηλαδή, με έφεση στις ωραίες γυναίκες.  Και αν με ρωτήσετε, αυτό είναι και το χαρακτηριστικό του McDonagh, το γεγονός δηλαδή οτι σε όλες του τις ταινίες (οι οποίες ακόμα δεν είναι και πολλές βεβαίως, βεβαίως) φροντίζει να εκχύει δόσεις μαύρου χιούμορ, γεμάτες από τραγικά ευτράπελα, που οι καταστάσεις και οι ήρωες, κάνουν να φαίνονται κωμικά και σπλατερικές στιγμές που σε μια δραματική ταινία ή σε κάποιο horror θα φάνταζαν σοκαριστικές, εδώ όμως φαντάζουν αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου των δικών του παράνομων.
Ο ΜcDonagh είναι “παιδί” των καιρών του, καιροί στους οποίους το χαρακτηριστικό ταραντινίστικο style, έχει γίνει πλέον μανιέρα για πολλούς σκηνοθέτες, με άλλους να το ευλογούν, και άλλους να δικαιολογούν την απουσία πλοκής μέσα από αιμάτινες θάλασσες, κομμένα χειροπόδαρα και λεπιδίστικα ξεντεριάσματα.  Ο McDonagh παίζει ευτυχώς στη πρώτη κατηγορία, αφού ούτε το παρακάνει με τις σαφέστατες παραπομπές στον τρισμέγιστο Tarantino, ούτε όμως χρειάζεται να το κάνει, αρκούμενος σε μια έξυπνη και αποδοτική υπόθεση για τη ταινία του.  Μια ιστορία για μια ιστορία, η οποία παίρνει σάρκα και οστά, με τους χάρτινους πρωταγωνιστές, να αποτελούν επί της ουσίας τους πρωταγωνιστές, τόσο της σεναριακής προσπάθειας του ήρωα, όσο και της ταινιακής δημιουργίας του ΄Αγγλου σκηνοθέτη.  Nice one.

Έχοντας στο ενεργητικό του μόλις δυο μεγάλου μήκους ταινίες, και ένα short story (“Six Shooter”) για το οποίο μάλιστα κέρδισε το 2006 το Oscar, o McDonagh φαίνεται πως σε αυτή, τη νέα του ταινία, παίρνει δάνεια από το εξίσου καλό “In Bruges” του 2008, πακέτο με τον Farrell και δημιουργεί για ακόμη μια φορά, μια μαύρη κωμωδία, είδος που όπως φαίνεται αρέσκεται να σκηνοθετεί.  Και γιατί οχι, αφού είναι πολύ καλός σε αυτό.
Με δικό του σενάριο, ο McDonagh δημιουργεί μια απρόσμενη περιπέτεια, που ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια σου μέσα στην αίθουσα, με έναν τρόπο σταδιακό και ομολογουμένως ευφυές.  Σε πολλούς η προσπάθειά του αυτή, ίσως φέρει στο νου την ταινία του Marc Forster, “Stranger than Fiction”.  Εκεί ο Will Ferell συνειδητοποιεί οτι η ζωή του ολόκληρη, αποτελεί την επίπλαστη ιστορία μιας συγγραφέως, με αποτέλεσμα η αφηγηματική της γραφή, να δημιουργεί τεράστια προβλήματα σε ολόκληρο το φάσμα της κοινωνικής ζωής του πρωταγωνιστή και οχι μόνο.
Κάπως έτσι το μοτίβο της “ιστορίας μέσα σε ιστορία” αποδίδει τα μέγιστα στο “Seven Psychopaths” καταφέρνοντας να υφάνει καταστάσεις και δρώμενα, με τρόπο απρόσμενα ρεαλιστικό.  Παράλληλα η διαμόρφωση των χαρακτήρων επέρχεται μέσα από τη συγγραφή από τους ίδιους, του σεναρίου, όσο βεβαίως και από την συγγραφή του σεναρίου από τον ίδιο τον σκηνοθέτη.  Εξάλλου η προσοχή στη λεπτομέρεια που έχει δοθεί, έτσι ώστε το story του Marty να μη ξεφεύγει από εκείνο του McDonagh, είναι πραγματικά εντυπωσιακό, και δύσκολο στην απόδοση.  Παρόλα αυτά καταφέρνει να γίνει τόσο αναπόσπαστο κομμάτι της κανονικής ταινίας, ώστε αμέσως γίνεσαι κοινωνός της γνώσης, ολόκληρης της υπόθεσης, χωρίς όμως να είσαι και σίγουρος σχετικά με το πως θα τελειώσει τέλος πάντων αυτό το καλογραμμένο αστείο.  Και στη τελική, για να μη μπερδεύεσαι, κράτα στο μυαλό σου οτι το “Seven Psychopaths” είναι μια διαδραστική ταινία, καθώς βλέπεις πως επί της ουσίας το σενάριο του McDonagh, ταυτίζεται με αυτό του ήρωα-Marty, πιάνονται χεράκι-χεράκι και προχωρούν μαζί.  Κυριολεκτικά.

Η εμπλοκή όλων αυτών των ευτραπελικών ηρώων, δίνει τις απαραίτητες χιουμοριστικές δόσεις, προκειμένου η ταινία να περάσει σε ένα άλλο επίπεδο, αυτό της καθαρά μαύρης κωμωδίας.  Ο χαρακτήρας του Marty αναπτύσσεται μέχρι ενός σημείου μόνο, και η αλήθεια είναι πως ο Farrell αδυνατεί να αντεπεξέλθει πλήρως, κυρίως εξαιτίας της φυσικής του-όπως το βλέπω εγώ τουλάχιστον-αδυναμίας να υποδυθεί.  Οχι δηλαδή οτι το στυλ “κακό παιδί που μπεκροπίνει”, δεν αποδίδει, το γεγονός όμως οτι δίπλα από τον Farrell βρίσκεται κάθε φορά ένα μπουκάλι αλκοόλ, μου δίνει να καταλάβω οτι σε ένα βαθμό ο σκηνοθέτης, θέλει από εμένα να μην είμαι σκληρή με τον Ιρλανδό γόη, και να αποδώσω ένα αδιάφορο παίξιμο, στο γεγονός οτι υποδύεται πάντα τον αλκοολικό.  Και εδώ μια απ’τα ίδια είναι, αλλά ευτυχώς τη κατάσταση σώζουν όλοι οι υπόλοιποι.
Ο Sam Rockwell για παράδειγμα, είναι αυτός που κερδίζει τις εντυπώσεις, χάρη στον εντελώς ψυχωτικό του χαρακτήρα.  Νευρωτικός, εκφραστικός και με τις καλύτερες ατάκες, είναι σίγουρα αυτός που ξεχωρίζει, και αν με ρωτάτε, καιρός ήταν, έπειτα από τη παρουσία του σε αρκετές μέτριες παραγωγές.  Φυσικά, δε πρέπει να ξεχνάμε και τον πάντα ιδιαίτερο, Woody Harrelson, ο οποίος βρίσκεται στα παραδοσιακά του λημέρια, αυτά των τρελαμένων αφεντικών της μαφίας, δίνοντας για ακόμη μια φορά μια απολαυστική ερμηνεία.  Ενδεχομένως η πιο “όμορφη” παρουσία έρχεται από τον Walken, ο οποίος αποτελεί και τον μοναδικό ήρωα με ένα συμπαγές παρελθόν, που δικαιολογεί απόλυτα τη παρουσία του μέσα στην ταινία, ενώ ευχάριστη είναι και η παρουσία-έκπληξη του υπέροχου Tom Waits, ο οποίος βάζει το δικό του λιθαράκι στο στήσιμο αυτής της τρελιάρικης ταινίας.  Guest star το αξιολάτρευτο Shih-Tzu, το οποίο δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας.  Κορυφαία στιγμή, η αγέρωχη και ατάραχη παρουσία του, σε μια τίγκα στους πυροβολισμούς, σκηνή.  Απλά, όλα τα λεφτά..

Εκτός από τη σκηνοθεσία που έχει ένα κάποιο ενδιαφέρον (κυρίως εξαιτίας των περιοχών των γυρισμάτων, όπως η αμερικανική έρημος), και οι ερμηνείες ταιριάζουν γάντι σε αυτή τη buddy comedy, που τζαμάρει με πυροβολισμούς, far fetched κίνητρα, ωραίες ατάκες. και μια γενικότερη διάθεση για παραβατική, τρελιάρικη ζωή.
To “Seven Psychopaths” είναι μια διασκεδαστική ταινία που μπορείς να δεις με τους κολλητούς ή τη κοπέλα σου/αγόρι σου στο σινεμαδάκι, και να περάσεις κι εσύ μια fun βραδιά.  Δε χρειάζεται να βλέπουμε συνέχεια σινεφιλίδικα ταινιάκια.  Μερικές φορές, είναι απαραίτητη μια τέτοια ταινία, για να σκάσει και λίγο το χειλάκι σου.  Τι μερικές δηλαδή, αυτό έχει γίνει πλέον απαραίτητο.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η σεκάνς στο νεκροταφείο είναι άψογη, οτι κρίμα στην Όλγα και οτι ο Jodiac είναι νεκρός.  Ναι, όπως τ’ ακούς.


No trivia

Killing Τhem Softly: America is not a country, it’s a business

NEW ARRIVAL

Aloha και καλή εβδομάδα και καλό μήνα δηλαδή σε λίγο.  Today θα αφήσουμε πάλι στην άκρη τις εναπομείναντες, φεστιβαλικές ταινίες και θα ασχοληθούμε με μια ακόμη νέα κυκλοφορία που έκανε την εμφάνισή της τη περασμένη εβδομάδα.  Το “Killing Them Softly” είναι μια ταινία πρόκληση για όσους αποφασίσουν να πάνε να τη δουν επειδή απλά παίζει ο Brad Pitt.  Μέγα λάθος.  Δε πας να δεις μια ταινία χωρίς να έχεις τη παραμικρή ιδέα περί τίνος πρόκειται, ούτε και αρχίζεις να χασκογελάς σαν ηλίθιος και να τη κράζεις, επειδή εσύ απλώς αποφάσισες να πας να δεις μια ταινία που παίζει ο διάσημος Brad.  Έτσι, οχι μόνο εκνευρίζεις όσους εις γνώσιν τους, αποφάσισαν να δουν το “Killing Them Softly” (εν προκειμένω), αλλά ταυτόχρονα αρχίζει να κυκλοφορεί και κακό όνομα στη “πιάτσα”, αναφορικά με τη ταινία που δε σε ικανοποίησε, προφανώς για τους λάθος λόγους.  “Τι είδες ρε σήμερα;”, “Άσε ρε φίλε, είδα μια μαλακία με τον Brad Pitt, που όλο βρισίδι είχε και κάτι για την Αμερική έλεγε, και οχι και πολύ μπαμ-μπαμ, και δε μ’ άρεσε καθόλου”.  Το “Killing Them Softly” φίλε μου, είναι το φετινό “Drive” και κανείς δε σου φταίει που επιλέγεις ταινία βάση του poster της.  Τςςςς.

Ο Jackie Cogan (Brad Pitt) είναι ένας επαγγελματίας εκτελεστής, ο οποίος εργάζεται για μια “εταιρία” αφεντικών της νύχτας, που στήνει παιχνίδια poker.  Οι συμμετέχοντες, δε θα μπορούσαν παρά να αποτελούν μια ετερόκλητη γκάμα σκιωδών προσωπικοτήτων, από τις φάτσες των οποίων μπορείς να καταλάβεις ποιος είναι ο κακός Ρώσος, ο πρωτάρης, ο Ιταλός μαφιόζος και ούτε καθεξής.  Καλόπαιδα δηλαδή.
Mια μέρα δυο μικροεγκληματίες, o άβγαλτος Frankie (Scott Mc Nairy) και o μέγας πρέζας/κτηνοβάτης Russell (Ben Mendelsohn), θα αποφασίσουν παρέα και υπό την καθοδήγηση του δικού τους “παλιά καραβάνα” αφεντικού, να χτυπήσουν ένα από αυτά τα χαρτοπαίχνιδα, προκειμένου να μαζέψουν το γλυκό παραδάκι.  Η δουλειά γίνεται, αλλά όπως φαντάζεστε κάτι στραβώνει.  Και κάπου εκεί έρχεται ο Cogan μαζί με το shotgun του, προκειμένου να βάλει τα πράγματα στη θέση του.  Αν δηλαδή αυτά μπαίνουν…

Στην Αμερική δεν έχω πάει ποτέ, αν και θα το ήθελα πολύ.  Συνεπώς δε μπορώ να είμαι σίγουρη 100% οτι έτσι είναι, αλλά νομίζω οτι η σύγχρονη πραγματικότητα που παρουσιάζει ο σκηνοθέτης Andrew Dominik μέσα από τη ταινία του, δεν απέχει και πολύ από την αληθινή εικόνα των πραγμάτων.  Και στη τελική, γιατί να απέχει κιόλας;
Το “Killing Them Softly” αποτελεί την, μόλις τρίτη, κινηματογραφική του δουλειά, μετά το πολύ καλό “The Assassination of Jesse James by the Coward Robert Ford” και το “Chopper”, με πρωταγωνιστή έναν σαπιοκοιλιά, Eric Bana.
Όπως και στις προηγούμενες ταινίες του, έτσι και εδώ, ο Dominik επικεντρώνει το ενδιαφέρον του, στο βίαιο κομμάτι της καθημερινότητας, με χαρακτήρες που ζουν στην άλλη πλευρά του νόμου, βασιζόμενος για ακόμη μια φορά σε λογοτεχνικό υλικό.  Το “Killing Them Softly” αποτελεί στην ουσία τη μεταφορά της crime νουβέλας του George V. Higgins, “Cogan’s Trade”, όπως αυτή κυκλοφόρησε το 1974, αποσπώντας μάλιστα μετριοπαθείς κριτικές, κυρίως για την πολύ σκληρή αργκό που μιλούσαν οι χαρακτήρες του.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, είναι σίγουρο, πως αυτός ήταν και ο βασικός λόγος για τον οποίο όσο έβλεπα τη ταινία, σηκώθηκαν και έφυγαν από την αίθουσα, καμιά δεκαριά άτομα, αφήνοντάς με πραγματικά εμβρόντητη, μιας που δε μου έχει ξανατύχει κάτι παρόμοιο.  Και εκεί τριγύρω έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται: είμαστε πραγματικά τόσο πουριτανοί που στην επανάληψη (ακουστική και γραπτή, όσον αφορά τους υπότιτλους) των λέξεων ‘πούτσος’, ‘μαλάκας’, ‘γαμήσι’, ‘κώλος’ και διαφόρων ακόμη, αναγκαζόμαστε να σκύψουμε το κεφάλι ντροπιασμένοι, και να φύγουμε από την αίθουσα εν μέσω αμήχανων χαχανητών ή μήπως η επαφή μας με το κινηματογραφικό αντικείμενο (και κατ’ επέκταση και με άλλα πράγματα) είναι τόσο κακή, ώστε δε μπορούμε να ξεχωρίσουμε μια crime ταινία, από ένα blockbuster, ή να αναγνωρίσουμε το γεγονός, οτι ένας ηθοποιός όπως ο Brad Pitt δεν είναι μόνο φρουφρου και αρώματα, αλλά μπορεί να βρίζει, να πετάει μυαλά όξω, και να αποτελεί τον βασικό εκφραστή μιας μπιζνεσικής χώρας, όπως η Αμερική;  Ειλικρινά, δε ξέρω τι είναι χειρότερο.

Αφήνοντας στην άκρη λοιπόν τα προσωπικά μου ερωτήματα, στα οποία δε νομίζω να πάρω και ποτέ απάντηση, επιστρέφω πάλι στο σημερινό μας ζουμί, το οποίο-παράπονο δεν έχω-είναι μπόλικο.
Καταρχάς η ταινία χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη και πρωτότυπη, αφηγηματική προσέγγιση που της δίνει αφενός μια παλιομοδίτικη, γκανγκστερική διάσταση, εντεταγμένης αφετέρου, μέσα σε ένα σύγχρονα παραπαίον σύστημα ηθικών αξιών και οικονομίας.
Το πρώτο πράγμα που προσέχει κανείς όταν ξεκινάει η ταινία, είναι η μαφιόζικη αίγλη των περασμένων δεκαετιών, της εποχής του Martin Scorsese και του Francis Ford Coppola.  Μπορεί οι πρωταγωνιστές να υπολείπονται των σταυροκουμποτών, ριγέ κοστουμιών, των οπλικών τους γαζωτήρων και του υψηλού, οικογενειακού αισθήματος, παρόλα αυτά, εξακολουθούν να είναι τα μεγάλα αφεντικά, αυτοί που κλείνουν συμφωνίες, οχι πια από τη δερμάτινη πολυθρόνα τους, αλλά από τη θέση του οδηγού στο αυτοκίνητο ή καθισμένοι πάνω στο σκαμπό ενός μπαρ πίνοντας τζιτζιμπίρα.
Η παραβατική διάσταση του πράγματος δεν έχει αλλάξει.  Αυτό που έχει αλλάξει ολοκληρωτικά, είναι το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εξακολουθούν να δρουν οι σύγχρονοι μαφιόζοι.  Πάνε πια οι εποχές που η επιφανής “οικογένεια” θα σε έσωζε από τον θάνατο και θα καθάριζε για πάρτη σου.  Τώρα πια ο καθένας είναι μόνος του (όπως λέει χαρακτηριστικά ο Pitt κάπου στο τέλος της ταινίας).  Οι χαρακτήρες του Scorsese έχουν αποποιηθεί τη μαφιόζικη, παρεϊστικη τρέλα τους, και έχουν μεταφερθεί σε έναν κόσμο οικονομικής κατάρρευσης, μοναχικής επικράτησης και εξαφάνισης του όποιου κώδικα τιμής.  Ο καθένας για τον εαυτό του και για τη τσέπη του.  Και αν αυτό δε σου αρέσει κρίμα και ΜΠΑΜ (μυαλά στο παράθυρο).

O Dominik προσδίδει στη παραδοσιακή εικόνα της μαφίας (όπως δηλαδή αυτή χτίζεται μέσα στο βιβλίο), μια πιο καινούρια ματιά, ανανεώνοντας σε μεγάλο βαθμό τόσο τη δράση των ηρώων, όσο και του συστήματος μέσα στο οποίο αυτοί λειτουργούν.  Όπως μάλιστα λέει χαρακτηριστικά σε μια συνέντευξή του: “Καθώς ξεκινούσα να μεταφέρω το story στην μεγάλη οθόνη, ήταν η ιστορία μιας οικονομικής κρίσης, και ήταν μια οικονομική κρίση σε μια οικονομία, που είχε δημιουργηθεί από τον τζόγο και η κρίση δημιουργήθηκε εξαιτίας μιας αποτυχίας στον κανονισμό.  Απλώς έμοιαζε να έχω στα χέρια μου κάτι, το οποίο δε μπορούσα να αγνοήσω”.
Ακριβώς αυτά τα λόγια του σκηνοθέτη, μπορεί κανείς εύκολα να εντοπίσει μέσα στη ταινία.  Όταν ανέφερα λίγο πιο πάνω οτι το “Killing Them Softly” χαρακτηρίζεται από μια δημιουργική, αφηγηματική μορφή, εννοούσα στην ουσία, το πόσο ιδανικά έχει καταφέρει να ταυτίσει ο Dominik, τη δράση του Cogan, με τη “δράση” και κυρίως, τα λεγόμενα των…Βarack Obama και John McCain, την προεκλογική περίοδο του 2008.  Και πως το έκανε αυτό;  Είναι απλό.  Σε πολλές σκηνές της ταινίας ο σκηνοθέτης, φροντίζει να καθιστά δευτεραγωνιστή μια τηλεόραση ή ένα ραδιόφωνο τα οποία μεταδίδουν διαρκώς τις προεκλογικές υποσχέσεις των δυο υποψηφίων για την αμερικανική προεδρία, επιλέγοντας αποσπάσματα που αφορούν το οικονομικό μέλλον της Αμερικής, τον περιορισμό της εγκληματικότητας, τη μείωση της ανεργίας μέσα από νέες θέσεις εργασίας και ένα σωρό άλλα θέματα.  Αυτό το ευφυές, σκηνοθετικό εύρημα, βοηθάει στο να καταστήσει από τη μια πλευρά τους πρωταγωνιστές, εμφανέστατα έρμαια ενός οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού συνόλου, υποδεικνύοντας οτι ακόμα και ο πιο αισχρός μαφιόζος, αποτελεί μέρος του ευρύτερου συνόλου, της μεγάλης Αμερικής, ενώ από την άλλη πλευρά γίνεται ένας υπέροχος παραλληλισμός, αφού η παραβατικότητα του ατόμου, ταυτίζεται με την κεκαλυμμένη παραβατικότητα της ίδιας της χώρας.  Όπως ακριβώς ο μικρόκοσμος των αφεντικών της νύχτας περνάει “κρίση”, έπειτα από τη ληστεία στη παρτίδα του πόκερ (ενός κόσμου δηλαδή που είναι χτισμένος πάνω στον original τζόγο), έτσι και ο μακρόκοσμος της Αμερικής, περνάει τη δική του “κρίση”, δομημένος πάνω σε ένα πολύ πιο επικίνδυνο “τζογάρισμα”.  Και με πολύ πιο επικίνδυνους αντιπάλους.

Εκτός από την ταύτιση των δυο κόσμων και την αλληγορική διάσταση που παίρνει στα μάτια μας η ιστορία του Jackie Cogan, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι και η επιλογή των ηθοποιών.  Για παράδειγμα δε μπορώ να φανταστώ οτι η παρουσία του-μπεκρή, γυναικά και όσο δε πάει αθυρόστομου εδώ-James Gandolfini, και του-always Goodfella-Ray Liotta είναι τυχαία.  Αυτό που μπορώ να φανταστώ (και η αλήθεια πωρώνομαι) είναι οτι ο Dominik διάλεξε εσκεμμένα τους δυο αυτούς ηθοποιούς οι οποίοι είναι γνωστοί για τους γκανγκστερικούς ρόλους και τη μαφιόζικη πορεία τους, οχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να παρουσιάσει με τρόπο σινεφιλικό τις διαφορές που αναφέραμε και λίγο παραπάνω, ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους.  Ο Gandolfini (ο οποίος εδώ δίνει ερμηνειάρα), μοιάζει να αδυνατεί να φέρει εις πέρας τη δουλειά που του έχει ανατεθεί, ενώ ο Liotta περιορίζεται σε έναν ρόλο άμυαλο και έναν χαρακτήρα με εντελώς χαζές, προσωπικές επιλογές.  Το αποτέλεσμα;  Οι παλιές καραβάνες του crime κινηματογράφου αρκούνται σε ρόλους αδρανείς, χωρίς σκοπό, χωρίς αξία και-κυρίως-χωρίς μέλλον, αδυνατώντας έτσι κι αλλιώς να προσαρμοστούν στα δεδομένα της σημερινής πραγματικότητας.  Αντιθέτως ο Cogan (o Pitt σε μια ακόμη εξαίσια, ερμηνευτική παρουσία) είναι το φρέσκο αίμα, συμβιβασμένος με τους νέους καιρούς, αδίστακτος και εγωιστής, ξέρει τι πρέπει να κάνει, προκειμένου να ικανοποιήσει πρώτα τον εαυτό του και μετά τον εργοδότη του.  Old school mobs, φάτε τη σκόνη του.
Μια αναφορά αξίζει σίγουρα και για τη σκηνοθεσία η οποία κλέβει τη παράσταση.  Παραμορφωτικοί φακοί, ρηχό βάθος πεδίου που ‘ξερνάει’ και τη παραμικρή λεπτομέρεια μπροστά σου, smooth κοψίματα, ημιφωτισμένα πλάνα, μια ντελιριακή σεκάνς που αναπαριστά με τρόπο παραισθησιακό, το ‘φτιάξιμο’ των ναρκωτικών, ένα εκτενές slow-motion εξωφρενικής ευκρίνειας και λεπτομέρειας, η κάμερα ως παρατηρητής, η κάμερα ως κοινωνός μιας εσωτερικής κατάστασης, η κάμερα ως αντίθετο (βλέπεις μια ταινία, η κάμερα της οποία τραβάει το τηλεοπτικό αποτέλεσμα, μιας άλλης κάμερας), οι soft φωτισμοί, η neo-noir ατμόσφαιρα, όλα αυτά, δημιουργούν ένα γοητευτικό αποτέλεσμα που αντλεί δόσεις αστικής ντεκαντάνς από Spike Lee (“25th Hour”), πατριωτικές νότες από Clint Eastwood (“Gran Torino”) και οικουμενικό πεσιμισμού από David Fincher (“Fight Club”).
Το “Killing Them Softly” είναι μια ταινία που ο καθένας μπορεί να διαβάσει όπως θέλει.  Είτε να μείνει στην επιφάνεια, και να αρκεστεί σε μια παραδοσιακή, crime κατάσταση, ή να αναζητήσει όλα τα υπόλοιπα υλικά από τα οποία είναι κατασκευασμένη και για τα οποία αξίζει να τη μάθει κανείς.  Φετινό “Drive”;  Ιt sure is.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η τελευταία ομιλία του Pitt είναι ομιλία Tyler Durden, οτι παίζει και ο Richard Jenkins που είναι πάντα καλός και οτι η φωνή του Johnny Cash ταιριάζει γάντι στη ταινία.


No trivia

Lawless: Booze, brothers and a wet county

NEW ARRIVAL

Καλημέρα καλημέρα guyz!  Λοιπόν αυτή τη βδομάδα βγήκαν στις αίθουσες δυο ταινίες που περίμενα εναγωνίως από τότε που είχα δει τα trailers τους.  Τις είδα τελικώς και τις δυο και έχω να πω οτι δεν έπεσα και πολύ έξω στις προβλέψεις μου οτι πρόκειται για καλές ταινίες.  Πρώτη είδα στις δημοσιογραφικές, το “Lawless”-με το οποίο θα ασχοληθούμε και σήμερα-, ένα γκάνγκστερ, δράμα εποχής, με πολύ καλές ερμηνείες και μια αξιοπρεπή προσπάθεια στο σύνολό του.  Χθες, είδα και το “Killing them Softly” την οποία βρήκα αριστουργηματική ως προς τη σκηνοθεσία της, και η μπόλικη (μπόλικη όμως) αθυροστομία της, την έκανε για εμένα ακόμη πιο απολαυστική.  Σε αυτό βέβαια, μάλλον δε συμφώνησε καμιά 10ρια άτομα, που άρχισαν να τη κάνουν με ελαφρά από την αίθουσα.  Όπως και να έχει, για τη νέα ταινία του Brad του Pitt, θα μιλήσουμε από Δευτέρα, οπότε σας θέλω τριγύρω.  Πάμε σήμερα για “Lawless”.

Βρισκόμαστε στο 1931, την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης και της Ποταπαγόρευσης, και όπως με έχει μάθει σωστά το “Boardwalk Empire”, δεν υπάρχει περίπτωση να δεις περισσότερο αλκοόλ σε καμία άλλη εποχή, πέραν από αυτή της Ποταπαγόρευσης.
Εν προκειμένω, στο Franklin County της Virginia, τρια αδέλφια κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα: διυλίζουν αλκοόλ, πουλώντας το στη συνέχεια στις γύρω φάρμες, τα νέγρικα κουτούκια και διάφορους άλλους καλοθελητές που επιθυμούν να αγοράσουν το διάφανο ουίσκι της οικογένειας Bondurant.  Οχι δηλαδή οτι οι μοναδικοί προμηθευτές είναι αυτοί, αφού αν για κάτι είναι γνωστή η συγκεκριμένη, υγρή κομητεία του Franklin, αυτό είναι βεβαίως, ο τεράστιος αριθμός παράνομων διυλιστηρίων που βρίσκονται καμουφλαρισμένα σε όλη της την επικράτεια.
Όταν λοιπόν βλέπεις οτι έχεις του χεριού σου ακόμα και τον τοπικό σερίφη, και ο θρύλος για την αντρίκια δύναμη και ατρομιτότητά σου, καλά κρατεί, το μόνο σίγουρο είναι οτι θα τσινίσεις στην guest εμφάνιση ενός νέου, γλοιώδη και σαδιστή Special Deputy ονόματι Charlie Rakes (Guy Pearce) ο οποίος έχει έρθει για να σου κάνει τη ζωή Κόλαση.  Απαιτώντας μερίδιο από τη μπάζα της πώλησης του αλκοόλ, προκειμένου να μη βάλει λουκέτο στη παράνομη δράση των κατοίκων, ο Rakes θα γίνει ο φόβος κι ο τρόμος της περιοχής, χάρη στην καθικίστικη φύση του.  Ο τουμπανοσοφός όμως, Forrest Bondurant (Tom Hardy), o μπεκρής αδελφός του που ρίχνει ξύλο, Howard (Jason Clarke) και ο άβγαλτος ακόμη, βενιαμίν της οικογένειας, Jack (Shia LaBeouf), θα υψώσουν ανάστημα και δε θα αφήσουν το καλογυαλισμένο λουστρίνι του Rakes, να τους πατήσει κάτω.  Για πόσο όμως;

Η νέα ταινία του Αυστραλού John Hillcoat, δεν είναι αυτό ακριβώς που μας είχε προϊδεάσει το trailer, ούτε και το επιβλητικό του cast.  Αν δηλαδή περιμένεις να δεις μπόλικο πιστολίδι, ατέλειωτη δράση και περιπέτεια τσίτα τα γκάζια, μάλλον θα απογοητευθείς οικτρά και καλά θα κάνεις να περιμένεις το “Gangster Squad” για τέτοια φάση.  Παρόλα αυτά, το “Lawless” είναι μια ταινία με την οποία θα περάσεις καλά στη κινηματογραφική αίθουσα, αφού μπορεί να της λείπουν οι πολλές, extra δόσεις αδρεναλίνης και τεστοστερόνης, αναπληρώνει όμως αυτό που δεν έχει, όχι τόσο χάρη στο σενάριό της (το οποίο είναι καλό, αλλά μέχρι εκεί), αλλά κυρίως χάρη στις πολύ καλές ερμηνείες ολόκληρου του πρωταγωνιστικού cast, την ατμοσφαιρική σκηνοθεσία και την εξαιρετική απόδοση μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.

Ο Hillcoat έπειτα από τη συνεργασία του με τον επίσης Αυστραλό, και υπεραλαντούχο σε διάφορους τομείς, μουσικούς και μη, Nick Cave, στο πολύ καλό “The Proposition” (στο οποίο ο Cave εκτέλεσε χρέη σεναριογράφου), αποφάσισε να μείνει πιστός στις κινηματογραφικές του επιλογές και να χρησιμοποιήσει και πάλι τον παλιόφιλο τον Nick, στο σενάριο του “Lawless”.
Πέρα από την παραγωγική συνεργασία των δυο τους, φαίνεται πως ο Hillcoat αρέσκεται και στην ιδιαίτερη περσόνα του Guy Pearce, ο οποίος σχεδόν σε όλη του τη καριέρα, επιμένει να υποδύεται ρόλους υπέροχα μισητούς, που τον καθιστούν αυτομάτως στο μάτι του θεατή, ως τον “bad seed” της υπόθεσης.  Έτσι, μετά τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Guy, στο “The Propostition”, τα τηλέφωνα έπεσαν και ο Pearce δέχθηκε και παίξει ένα ακόμη σκουλήκι στη κινηματογραφική του πορεία.  Σωστός.
Αν πάλι θυμάσαι το όνομα του σκηνοθέτη και από άλλες ταινίες-συγκεκριμένα ταινία-τότε αγαπητέ μου δε πέφτεις καθόλου έξω, μιας που o Hillcoat μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το υπέροχο όπως λένε (μιας που αυτή τη περίοδο εντρυφώ σε άλλα έργα του) βιβλίο του Cormac McCarthy, “The Road”.
Πιστός λοιπόν και στη λογοτεχνική του τροφή, ο Ηillcoat αποφάσισε να στηρίξει το “Lawless” στη βιογραφική νουβέλα του Matt Bondurant (εγγονού του τρίτου και μικρότερου εκ των αδελφών, του Jack δηλαδή) “The Wettest county in the Word”, με την ανάλογη φυσικά, σεναριακή προσαρμογή.

Πέρα από την απουσία μιας χειροπιαστής δράσης, αν θα έπρεπε να πω και κάτι ακόμα που με ενόχλησε κάπως στη ταινία, αυτό μάλλον θα αφορούσε σε ένα βαθμό τη σκηνοθεσία, πράμα οξύμωρο καθώς γενικώς βρήκα οτι ο Hillcoat απέδωσε με πολύ εποχικές πινελιές την συγκεκριμένη, ταραχώδη περίοδο.  Και τι εννοώ λοιπόν;
Εννοώ, οτι υπήρχαν στιγμές μέσα στην πλοκή του έργου, στις οποίες η όποια σεναριακή συνοχή έσπαγε με τρόπο βροντερό, και εσύ έπρεπε να προσπαθήσεις να ενώσεις τα κομμάτια προκειμένου, οχι να βγάλεις νόημα, αλλά να αντιμετωπίσεις την κάμερα του σκηνοθέτη, ως μια ρέουσα κατάσταση.  Η υποθεσιακή συνέχεια που θα έπρεπε να υπάρχει, κάπου χαλαρώνει, η κάμερα εκτελεί τα πολύ βασικά της χρέη (βλ. ρόλο παρατηρητή) και γενικώς όταν στρέφεται πάνω στα πρόσωπα και τις καταστάσεις, μοιάζει σαν κάτι να λείπει.  Αντιθέτως, όποτε βλέπουμε πανοραμικά πλάνα της wannabe Virginia (τα γυρίσματα έγιναν ως επί το πλείστον στην Georgia) ή τις ελάχιστες σκηνές που περιλαμβάνουν traveling, τότε ως δια μαγείας ο κινηματογραφικός φακός του Hillcoat μεταμορφώνεται και το μάτι μας γεμίζει με όλη εκείνη την αγροτική, παλιομοδίτικη ομορφιά, με τους καπνούς των διυλιστηρίων, τα χωριάτικα μπαρ, τα υπέροχα κοστούμια, και την vintage διάθεση που αποπνέει το τοπιακό, αλλά και το έμψυχο υλικό της ταινίας.
Αν είστε λοιπόν από αυτούς, που δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικοί ως προς τα θέματα της “συμπεριφοράς” της κάμερας, δεν θα έχετε κανένα πρόβλημα να απολαύσετε την ιδιωματισμική ομορφιά και τη μαγκιά του “Lawless”.

Το κλασικά crime σενάριο, βοηθάει πολλές ταινίες να ξεφεύγουν τον σκόπελο των αρνητικών κριτικών, ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για προσαρμογές τύπου “Drive” και “Killing them Softly” που έχουν να σου δώσουν αβέρτα πράγμα (btw πιστεύω οτι μέχρι τώρα, το “Killing them Softly” είναι το “Drive” της χρονιάς, αλλά αυτά θα τα πούμε από τη Δευτέρα).
Μπορεί εδώ το σενάριο να κρατάει έναν κάπως, ουδέτερο ρόλο, καθώς δεν είναι αυτό που θα μπορούσε να οδηγήσει τη ταινία στη καταστροφή, ούτε όμως και στην εκπληκτική της αναγνώριση, καταφέρνει όμως να κρατάει τα μπόσικα και να δίνει τροφή σε αυτό που νομίζω πως είναι το καλύτερό της στοιχείο: οι ερμηνείες.
Όλοι, ανεξαιρέτως, δίνουν στο “Lawless” ωραίες, μεστές ερμηνείες και-ω του θαύματος!-ακόμα και ο Shia LaBeouf ταιριάζει γάντι μέσα στο όλο γκανγκστεροφεύγοντας σκηνικό.
Πιο συγκεκριμένα ο Tom Hardy είναι επιβλητικός με τον όγκο του (βλέπετε δε πρόλαβε να χάσει τη μυϊκή μάζα που είχε αποκτήσει για τον χαρακτήρα του Bane), λιγομίλητος και μουντρούχος, με ιδανικά προσαρμοσμένη, χωριάτικη ομιλία και πολύ καλή χημεία, με την σαγηνευτική (εντάξει δε πάει πιο όμορφη ρε κοπελιά) Jessica Chastain, η οποία υποδύεται φυσικά, τη μοιραία γυναίκα.  Παράλληλα, ο Pearce δίνει μια ακόμη κακιασμένη ερμηνεία που του πάει πολύ, και κλέβει τις εντυπώσεις με μπριγιαντινέ μαλλί χωρίστρα, leather γαντάκια σε διάφορες αποχρώσεις (και με kinky διάθεση παρακαλώ) και ατσαλάκωτο look, ενώ και η παρουσία της Mia Wasikowska δίνει ένα απαραίτητο, φρέσκο touch, χάρη στην εύθραυστη ομορφιά της.  Κάπου εκεί θα δείτε και τον Gary Oldman να κάνει ένα πέρασμα στον ρόλο ενός μεγαλοαφεντικού γκάνγκστερ, με παρουσία μικρή, αλλά πληθωρική.  Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε οτι το ηττοπαθές και καημένο βλέμμα του LaBeouf επιτέλους αποδίδει-αλληλούια!-αποτυπώνοντας στον πανί έναν χαρακτήρα που αντρώνεται από τις πισωμαχαιρικές καταστάσεις, παύει να είναι το πιτσιρίκι που φοράει τα ρούχα του μπαμπά και αποκτά μερικά much needed κότσια (μαζί με ένα shotgun στο χέρι, καθότι συνήθως αυτά τα δυο, πάνε μαζί).
Το “Lawless” δεν είναι μια πρωτότυπη ταινία-ούτε κατά διάνοια-, μιας που όλα είναι συμβατικά δοσμένα, αλλά ταυτόχρονα καλά.  Η σκηνοθεσία, οι ερμηνείες, το σενάριο, η ατμόσφαιρα.  Όλα καλά, αλλά τίποτα το εξαιρετικά φοβερό.  Είναι όμως στη τελική και μια ταινία που έχει μαγκιά, attitude και country νότες να τη σιγοντάρουν (δια χειρός Nick Cave εννοείται).  Μερικές φορές για να περάσουμε καλά, ακόμα και αυτό αρκεί.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η Chastain κάνει το πρώτο της-μάλλον-φουλ γυμνό, οτι τις ίδιες ζακετούλες που φοράει ο Hardy, φοράει και ο παππούς μου και οτι ο Gary Oldman είναι ο Gary Oldman.  Σε περίπτωση δηλαδή που δε το ξέρατε.


No trivia

Gimme the Loot: …cause my plans are big nigga!

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Καλημέρα, καλημέρα!  Τoday, θα μιλήσουμε και πάλι για μια ακόμη ταινία, η οποία φιλοξενήθηκε στο 18ο φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας, και η οποία αποτέλεσε για εμένα μια ευχάριστη έκπληξη, όσον αφορά το σύνολό της.  Το να σηκώνεσαι πρωί, με τη τσίμπλα στο μάτι και να πηγαίνεις για προβολή ταινίας, δεν είναι και οτι πιο εύκολο, δεδομένου οτι αν η ταινία σου βγει μάπα, τότε κλάφτα.  Όταν όμως σου βγαίνει μικρό διαμαντάκι τύπου “Gimme the Loot”, τότε και εσύ πολαμβάνεις τον καφέ σου αραχτός στο κάθισμα, και τη ταινία γουστάρεις, και στη τελική, δε κλαίς και το ξύπνημά σου.  Για να δούμε λοιπόν, τι θα δούμε και σήμερα…

Η Sofia (Tashiana Washington) και ο Malcolm (Ty Hickson), είναι δυο φιλαράκια από το Bronx, που αρέσκονται να γκραφιτιάζουν κάθε σπιθαμή τοίχου που μπορεί να βρουν ελεύθερη.  Οι υπογραφές τους, μοστράρουν ως επί το πλείστον κομβικά σημεία, από τα οποία τα ονόματά τους, γίνονται αξιοθέατο προς τέρψην αντίπαλων ομάδων, οι οποίες διεκδικούν με τη σειρά τους χώρο, στους τσιμεντένιους τοίχους της πόλης.
Όταν μια μέρα η Sofia αντιληφθεί οτι το γκράφιτί τους, έχει καλυφθεί από το αντίπαλο δέος, το οποίο τόλμησε να ‘περάσει’ πάνω από το δικό τους, το χαρακτηριστικό logo των NY Mets (ένα…μήλο δηλαδή), οι δυο φίλοι, θα συλλάβουν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο, προκειμένου να γίνει κατανοητό μια για πάντα, ποιος είναι το αφεντικό στο Brooklyn: βάζουν στόχο να μπουν κρυφά στο γήπεδο των Mets, και να γράψουν τα ονόματά τους πάνω στο μεγάλο, κατακόκκινο και πλαστικό μήλο, που βρίσκεται εκεί, για τις ανάγκες των αγώνων της ομάδας.  Έτσι, θα ξεκινήσουν ένα διήμερο ταξίδι, προκειμένου να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα-για τον φύλακα του γηπέδου-χρήματα, ο οποίος με διακριτικό τρόπο, θα τους αφήσει να μπουν και να κάνουν τη δουλειά τους.
Μέσα από πώληση αντικειμένων, δανεισμό χρημάτων, και ολίγον από κλέψιμο, τα παιδιά, θα προσπαθήσουν να συγκεντρώσουν το ποσό, πάση θυσία και να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα: να γίνουν οι πιο γνωστοί γκραφιτάδες της περιοχής, γράφοντας ιστορία.  Και τα ονόματά τους στο τεράστιο φρούτο βεβαίως βεβαίως.

Η συγκεκριμένη ταινία, αποτέλεσε για εμένα μια, από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις του φετινού φεστιβάλ, καθώς είχε όλα τα φόντα να αποτελέσει εκείνη την εναλλακτική πρόταση, που εσύ και οι φίλοι σου θα εκτιμούσατε δεόντως.  Και όπως έδειξε το πράγμα, δεν έπεσα και πολύ έξω.
Το όνομα Adam Leon, πιθανότατα δε σου λέει τίποτα, και πως θα μπορούσε άλλωστε, από τι στιγμή που μιλάμε για έναν ακόμη νέο δημιουργό, με δυο-τρεις μόνο δουλειές, στο ενεργητικό του.
Πιο συγκεκριμένα ο Leon εκτός από το “Gimme the Loot” έχει σκηνοθετήσει ένα ακόμη short ταινιάκι με τίτλο “Killer” και πρωταγωνιστή και πάλι τον Ty Hickson, τον οποίο βλέπουμε εδώ στον ρόλο του Malcolm.
Από εκεί και πέρα οι δουλειές του περιλαμβάνουν συμμετοχές σε κάνα-δυο ακόμη ταινίες, όπως στο “Melinda and Melinda” (εκτελόντας χρέη production office assistant), καθώς και στη ταινία του Woody Allen, “Hollywood Ending”, ως set production assistant.
Mε το “Gimme the Loot” (το οποίο αποτελεί και τη πρώτη, μεγάλου μήκους δουλειά του) ο Leon, τσιμπάει και το βραβείο του “Best Narrative Feature”στο φεστιβάλ του SXSW, και αν με ρωτήσετε, διόλου τυχαία.  Ας είναι καλά η τεράστια επίδραση του κινηματογράφου του Spike Lee, όπως θα δούμε παρακάτω.

Ξεκινώντας να βλέπεις τη ταινία του Leon, είναι σαν να έχεις βουτήξει πραγματικά, στο παρελθόν του Spike Lee, ενός, από τους πιο ιδιαίτερους και με always προσωπικό στυλ, σύγχρονους σκηνοθέτες της Αμερικής.
Με μια καριέρα που μετρά περισσότερα από τριάντα χρόνια, και δουλειές που ξεπερνούν σε αριθμό τις πενήντα, ο Lee, αποδεικνύει οτι μένοντας πιστός στον κοινωνικό/πολιτισμικό κινηματογράφο που επέλεξες να ακολουθείς, μπορείς να κάνεις θαυμάσια πράγματα, να υφάνεις εξαιρετικούς χαρακτήρες και να δώσεις πνοή σε κατά τα άλλα, γκετοποιημένες, αμερικάνικες γωνιές, όντας, το ίδιο παραγωγικός (και απείρως πιο αληθινός) με άλλους σκηνοθέτες της ίδιας ή της μετέπειτα από εσένα, γενιάς.  Το γεγονός δε οτι ο ίδιος κατάφερνε πάντα να θέτει στο προσκήνιο ή και στο background των ταινιών του, τους κοινωνικούς του προβληματισμούς σχετικά με την ίδια τη ζωή των αφροαμερικανών, τον οδήγησε στην απόκτηση ενός ξεκάθαρου, προσωπικού ύφους, με το οποίο έντυνε κάθε ταινία που περνούσε από τα χέρια του.  Ιδιαιτέρως όταν μιλάμε για τη πρώιμη δουλειά του και τη σκηνοθεσία films όπως τα “Malcolm X”, “Crooklyn”, “Clockers” και “Summer of Sam”, τότε μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε όλα εκείνα τα μοτίβα τα οποία ενώ επαναλαμβάνονται, προσδίδουν εντούτοις αυθεντικότητα και ρεαλισμό στον δικό του κινηματογράφο, εντάσσοντάς τον σε μια κατηγορία σκηνοθετών με-ως επί το πλείστον-καθαρά βιωματικό cinema.
Έτσι λοιπόν δεν είναι να απορεί κανείς, που η ταινία αυτή του Adam Leon, παρουσιάζει τόσες πολλές ομοιότητες, με τις αντίστοιχες του Lee.  Μπορεί η επίδρασή του είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρη, τη ίδια στιγμή όμως ο Leon, κρατάει τα μπόσικα, προσθέτοντας τις δικές του χιουμοριστικές και άλλες, πινελιές.

Όπως είδατε κρατήθηκα πολύ, προκειμένου να μην αναφερθώ στην λανθασμένη (για εμένα τουλάχιστον) επιλογή του σκηνοθέτη, να σκηνοθετήσει εκ νέου το “Oldboy” του Chan wook Park, με πρωταγωνιστές τους Samuel L. Jackson, Elisabeth Olsen και Josh Brolin.  Προτιμώ να αναφερθώ στα θέματα τα οποία επιλέγει ο Lee και τα οποία (με μεγάλη ικανοποίηση ομολογουμένως) εντόπισα στο “Gimme the Loot”.
Η ζωή των δυο πρωταγωνιστών δεν είναι καθόλου εύκολη, μιας που αποτελούν κομμάτι ενός μικρόκοσμου, ο οποίος βρίσκεται μέσα σε έναν αδηφάγο μακρόκοσμο.  Πολυτελή λοφτς, μοντέρνοι ουρανοξύστες, φωτεινές βιτρίνες και μπλαζέ μπουρζουαζία, έρχονται σε έντονη αντίθεση με τους κακόφημους δρόμους (Scorsese much?), την άνευ ευκαιριών πραγματικότητα, την έντονη παραβατικότητα και γενικώς, τη προβολή ενός βαλτοποιημένου κόσμου, που ακόμα και σήμερα, αδυνατεί να ακολουθήσει τους γρήγορους, σύγχρονους ρυθμούς της ζωής.
Παρόλα αυτά η διάθεση του Leon δεν είναι μοιρολατρική, αλλά μοιάζει να κοιτάζει τα πράγματα με μια σκληρή μεν, ρεαλιστική δε, ματιά, εντάσσοντας στη ταινία του χιουμοριστικές στιγμές, ευτραπελικές καταστάσεις, κίνδυνο, αλλά και μια γραφική, γλυκιά αθωότητα, που χαρακτηρίζει τους κεντρικούς ήρωες.
Χωρίς τη παραμικρή διάθεση για κριτική, ο Leon μας παρουσιάζει με τρόπο απλό την αντικειμενική κατάσταση, ζητώντας ταυτόχρονα από εμας να μην αδιαφορήσουμε για τα κοινωνικά προβλήματα των νεαρών, αλλά να μη τα πάρουμε και βαρέως.  Στη τελική, αυτό που έχει σημασία είναι το ταξίδι, και οχι ο προορισμός.  Το “Gimme the Loot” είναι αυτό ακριβώς.  Ένα ταξίδι στη δύσκολη καθημερινότητα των παιδιών του γκέτο, που όμως έχουν μάθει να προσαρμόζονται, να αυτοσαρκάζονται, να διεκδικούν και να αγαπούν.  Τη ζωή.

Η σκηνοθεσία είναι Spike Lee-ική to say the least, χωρίς αυτό να σημαίνει οτι ο Leon δεν έχει τη δυνατότητα να μετατραπεί σε έναν νέο, ανερχόμενο σκηνοθέτη, με ενδιαφέρουσα παρουσία.  Στη παρούσα φάση είναι μάλλον δύσκολο να τον κατατάξουμε κάπου, αν μη τι άλλο γιατί δεν έχουμε δει τίποτε άλλο από εκείνον.  Παρόλα αυτά το κινηματογραφικό του ντεμπούτο μοιάζει αρκετά πράγματα υποσχόμενο, οπότε μένει να δούμε.
Όσον αφορά τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών, αυτές, ξεχειλίζουν από φυσικότητα και ρεαλισμό, γεγονός που μόνο χέρι χέρι θα μπορούσε να πάει τόσο με την υπόθεση, όσο και με το είδος της σκηνοθεσίας.
Οι σχέσεις των κοινωνικών ομάδων, η ζωή της έγχρωμης κοινότητας, η αστική εγκληματικότητα, η φτώχεια, καθώς και η πολιτική διάσταση του θέματος (που εδώ σε πρώτο διάβασμα δε γίνεται αντιληπτή, εξακολουθεί όμως να υπάρχει), είναι εκφάνσεις του αμερικάνικου τρόπου ζωής, και των περιοχών τύπου Bronx, Brooklyn κ.α, οπότε σίγουρα δε θα μπορούσαν να λείπουν ως απτή πραγματικότητα από το “Gimme the Loot”.  Παρόλα αυτά, όπως είπαμε, αυτό δεν είναι και το ζητούμενο.  Η φιλία, η ανάγκη για προστασία, η αγάπη και τα καθημερινά μαθήματα ζωής, αποτελούν τον καταλύτη αυτής της ταινίας, την οποία τη λες και feel good, ακόμα και αν εκ πρώτης όψεως, δε σου φαίνεται.
Αθυρόστομη, με υπέροχες νέγρικες, jazz νότες, ειλικρινής και με ψυχή, η πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του Adam Leon είναι ένα δείγμα ανεξάρτητου, αμερικανικού κινηματογράφου που οι fan θα εκτιμήσουν δεόντως.  Αναζήτησέ την.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι όταν έχεις ανάγκη από χρήματα, τότε και ένα ζευγάρι χρησιμοποιημένα αθλητικά, είναι ότι πρέπει για πούλημα, οτι a lady is a lady, ακόμα και μέσα σε sneakers, βρώμικο μπλουζάκι, χακί χαχολο-βερμούδα και μαλλί wannabe κοτσίδα, και οτι όταν δεν έχεις πισίνα, κάνε μια βουτιά στο υδραγωγείο δίπλα από το σπίτι σου.  Απλά πράγματα.

No trivia

Killer Joe: Κ.F.C will never be the same

 NEW ARRIVAL (από 20 Σεπτεμβρίου στις αίθουσες)

Καλησπέρα σε όλους.  Λίγο περίεργη η σημερινή μέρα (ήλιος και υγρασία δεν ήταν ποτέ από τα αγαπημένα μου ζευγαράκια), και το κεφάλι μου λες οτι πάει να σπάσει και λίγο, αλλά τι να κάνεις;  Δε μπορείς να τα’χεις και όλα δικά σου.  Έπειτα λοιπόν και από το χθεσινό τρέξιμο για να μαζέψω τα εισιτήρια για τις Νύχτες Πρεμιέρας (epic τρέξιμο για την ακρίβεια), και αφού ξεμπέρδεψα με αυτό, ήρθε επιτέλους η ώρα να γράψω και για ένα φρεσκότατο ταινιάκι που παρακολούθησα μαζί με μπόοολικα ακόμα άτομα, τη Πέμπτη το βράδυ στο σινε-ΘΗΣΕΙΟ, στα πλαίσια του 2ου Athens Open Air Film Festival.  Η ταινία με την οποία μας αποχαιρέτισε το φεστιβάλ, ήταν το “Killer Joe”, μια μαύρη κωμωδία, με οτινανικές ερμηνείες που σπάνε κόκαλα και τον Mathew McConaughey στον καλύτερο ρόλο της νεοανεγερθείσας καριέρας του, δεδομένου οτι τα τελευταία, 2-3 χρόνια έχει αρχίσει να μας εκπλήσσει πραγματικά με τις κινηματογραφικές του επιλογές.  So, here we go.

Ο Chris (Emile Hirsch) είναι ένας νεαρός, drug dealer ο οποίος ζει κάπου στο Τέξας μαζί με την- απομυθοποιητική για το αμερικανικό όνειρο- οικογένειά του.  Ο πατέρας του Ansel (Thomas Haden Church) είναι ένας μπυρομανής ηλίθιος, τυπικής βλαχο-redneck φάσης, που περνάει τον χρόνο του από το συνεργείο, στο σιχλιασμένο οικογενειακό τροχόσπιτο, κι από εκεί στο τοπικό στριπτιτζάδικο, με τις ‘πλαστικό βυζί καρμπόν’ νταρντάνες μεγαλοκοπέλες.  Η νέα του γκόμενα, Sharla (Gina Gershon) είναι μια ξεπεταγμένη MILF, η οποία έχει φυσικά τη πουτανιά μέσα, αλλά και έξω της, εκφράζεται σαν φορτηγατζής, αγαπά την αδελφή του Chris, Dottie (Juno Temple) σαν δικό της παιδί και σιχαίνεται τον ίδιο τον Chris, όπως ο διάολος το λιβάνι (εχμμ το ίδιο και ο πατέρας του).  Από την άλλη πλευρά η Dottie είναι μια αλαφροΐσκιωτη παρουσία, ένα εύθραυστο και μυστήριο πλάσμα, που περνάει τη μέρα της βλέποντας ταινίες του Μπρους Λι, ρίχνοντας κλωτσιές και μπουνιές στον αέρα, ετοιμάζοντας φαγητό στο σπίτι και μιλώντας σαν τη χαμένη κόρη του Paulo Coelho (“your eyes hurt”).  Μέσα σε αυτή τη κακορίζικη ατμόσφαιρα, θα έρθει να προστεθεί και ένα extra θεματάκι όταν ο Chris αντιμετωπίσει πρόβλημα με το μεγάλο αφεντικό της περιοχής, στον οποίο χρωστάει αρκετό παραδάκι έπειτα από μια στραβή με τη γκόμενά του.  Μη τα ρωτάτε…
Έτσι σε μια προσπάθεια να μαζέψει τα λεφτά, για να μη τον μαζέψουν αργότερα από κάνα χαντάκι, συλλαμβάνει τη φαϊνή ιδέα να σκοτώσει την μάνα του, προκειμένου να εισπράξει την ασφάλεια, ύψους $50.000.  Έτσι βάζει στο κόλπο τον πατέρα και τη μητριά του, και προσλαμβάνει έναν επαγγελματία εκτελεστή (ο οποίος τυγχάνει και ντετέκτιβ), τον Killer Joe (Mathew McConaughey), προκειμένου να βγάλει το φίδι από την τρύπα.  Επειδή όμως ο Chris δεν έχει τη χρηματική μπροστάντζα που θέλει ο νέος του ‘φίλος’, ο ωραίος Joe του ζητάει ως εγγύηση την Dottie(!).  Εκείνος με τα πολλά δέχεται.  Αnd then…all hell breaks loose.

Το γεγονός είναι πως μόνο μια ταινία σαν το “Killer Joe” θα μπορούσε να είναι υποψήφια στο περσινό φεστιβάλ της Βενετίας για τον Χρυσό Λέοντα και τελικά να καταλήξει να κερδίσει ένα άλλο βραβείο, αυτό του Χρυσού Ποντικιού (Golden Mouse award).  Και αν αναρωτιέσαι, τι στο καλό είναι αυτό το βραβείο, μπορώ να σου πω οτι απονέμεται από online κριτικούς, στην ταινία της αρεσκείας τους.  Συνεπώς μπορεί να μην είναι και τόσο κουλό όσο ακούγεται, αν όμως μείνεις μόνο στην ονομασία του συγκεκριμένου επάθλου, τότε μπορείς να καταλάβεις πολλά για αυτή τη ταινία την οποία πρόκειται να δεις.  Δεν είναι λιοντάρι, αλλά ένα βρώμικο και αρρωστιάρικο ποντίκι, που έχει όμως ακόμα αρκετές δαγκωνιές να μοιράσει.  Ναι ναι, αυτό ακριβώς είναι το “Killer Joe”.
Αν πάλι σκέφτεσαι ποιος έχει σκηνοθετήσει μια τέτοια, αρκούντως σάπια ταινία, ε τότε θα σου πω και πολύ θα το ευχαριστηθώ.  Ποια θα έλεγες οτι είναι η πιο τρομακτική ταινία όλων των εποχών, αυτή που ακόμα και σήμερα να τη δει κανείς, θα την βρει τουλάχιστον highly disturbing;  Αν ακόμα δε τη μάντεψες, η ταινία που σου λέω είναι φυσικά το “The Exorcist” και ο σκηνοθέτης δεν είναι άλλος από τον γνωστό και μη εξαιρετέο, William Friedkin.
Ο William λοιπόν, ο οποίος έχει γράψει κινηματογραφική ιστορία με το δαιμονισμένο κοριτσάκι που ξερνάει πρασινίλες, έχει κατά καιρούς βρεθεί στο προσκήνιο με διάφορες ταινίες, επεισόδια τηλεοπτικών σειρών, ντοκιμαντέρ και γενικά ένα σωρό παραγωγές που αποδεικνύουν οτι δεν κάθετε ήσυχος.  Προσωπικά αν με ρωτήσετε, θα σας πω πως πριν από το “Killer Joe” (το οποίο ήδη διεκδικεί μια θέση στην blogoscar-ική μου λίστα), αγαπημένη ταινία του Friedkin ήταν το “Bug” του 2006, οπού και πρόσεξα για πρώτη φορά την τρέλα που βαράει τον Michael Shannon και για την οποία, πολύ τον εκτίμησα.  Ε τώρα, και μετά από αυτό το ανοσιούργημα του black humor, η εκτίμηση για τον Friedkin ανέβηκε ένα σκαλί περισσότερο.  Τουλάχιστον.

Εκτός βέβαια από τη σκηνοθετική δεινότητα του Friedkin, σπουδαία είναι στη προκειμένη περίπτωση και η συμβολή του συνεργάτη του, Tracy Letts, ο οποίος έγραψε το σενάριο, προσαρμόζοντάς το από το ομώνυμο θεατρικό, δικής του έμπνευσης.  Και το 2006 όμως ο Letts, εκτέλεσε χρέη σεναριογράφου για το “Bug”, το οποίο είχε αποτελέσει και πάλι σε πρώτη φάση θεατρικό, δικής του γραφής.
Σε αντίθεση λοιπόν με την δουλειά και των δυο στο “Bug”, το οποίο αποτελεί μια ταινία για τη σχιζοφρενική φύση του ανθρώπου, το “Killer Joe” είναι ένα φιλμ το οποίο αρχικά δεν είναι για όλους.  Εξαιτίας των υπερβολικά γραφικών σκηνών βίας, αλλά και του απροκάλυπτου γυμνού το οποίο μπορεί να φέρει μερικούς σε δύσκολη θέση, είναι ένα κατασκεύασμα για όσους έχουν λίγο πιο ανοιχτό μυαλό, και είναι διατεθειμένοι να απολαύσουν πραγματικό, βιτριωλικό, μαύρο χιούμορ.  Δε θα έπρεπε να ξεγελάσει κάποιον το γεγονός οτι αποτελεί επί της ουσίας μια κωμωδία, καθώς έχει πολλά χαρακτηριστικά που την καθιστούν ταυτόχρονα μια ταινία cult, με νεο-noir διαστάσεις, υπόγειο κοινωνικό σχολιασμό και μια περίεργη ψυχογράφηση, διαφορετικών ειδών ανθρώπων.
Στο “Killer Joe” κανείς δεν είναι μόνο καλός ή μόνο κακός, αλλά όλοι μοιάζουν να αποτελούν έρμαια του χώρου, του τόπου και της κοινωνικής τους τάξης.  Η οικογένεια του πρωταγωνιστή ζει σε ένα λασπωμένο trailer park, κάτω από το διαρκές γάβγισμα ενός boxer ονόματι Τ-bone (μπριζόλα), τρώγοντας τηγανισμένο κοτόπουλο και εν μέσω διαρκών εντάσεων, ξεκατινιασμάτων και βρισίματος.  Μέσα σε μια τέτοια καθημερινότητα δεν είναι να απορεί κανείς πως ο γιος μπλέκει με το εμπόριο, η κόρη είναι στον κόσμο της (οχι και τόσο καλύτερος ομολογουμένως) και ο killer Joe εκμεταλλεύεται τη κατάσταση-και εδώ που τα λέμε και τη Dottie-προκειμένου να βγάλει όλη τη διεστραμμένη μανιακή του διάθεση.
Κοινωνική εξαθλίωση, ζωή δίχως μέλλον, έμποροι ναρκωτικών, ένας πληρωμένος δολοφόνος και ένας σκατόκαιρος (δεν είναι τυχαίο που η βροχή πέφτει αμείλικτη), συνθέτουν ένα ταινιακό παζλ, που από τη πρώτη στιγμή σε κάνει να αισθάνεσαι τη δυσωδία και τη ντεκαντάνς, πάνω στο ίδιο σου το κορμί.  Και το χειρότερο;  Μέσα σε αυτή την ανθρώπινη αποσύνθεση, ο Friedkin βρίσκει την ευκαιρία για υποδόριο χιούμορ και με τις 50 shades of black του.  Right to the bone.

Η σκηνοθεσία του Friedkin είναι καθαρά αφηγηματική, χωρίς χρονικά κολπάκια, περίεργες γωνίες λήψεις ή πλάνα που κρύβουν κάποιο βαθύ, φιλοσοφικό νόημα.  Κάθε άλλο.  Η κάμερά του ακολουθεί τις καταστάσεις αποστασιοποιημένη, καταγράφει τις εξελίξεις με τρόπο ρεαλιστικό και δίνει κάθε φορά στον εκάστοτε ήρωα, τον χώρο που απαιτεί το υποκριτικό του βάρος, προκειμένου να στηθεί επαρκώς και να αποτελέσει αναπόσπαστο κομμάτι της αναθεματικής αυτής ιστορίας.
Βέβαια υπάρχουν στιγμές που καταλαβαίνεις οτι ο άνθρωπος που σκηνοθέτησε τόσο έξοχα τον Εξορκιστή, δε μπορεί να έχει ξεμείνει από ιδέες.  Τις εμπνεύσεις του, μπορείς να τις αναζητήσεις σε πλάνα όπως είναι ένα συγκεκριμένα για παράδειγμα, στο οποίο ενώ η κάμερα είναι ακινητοποιημένη πότε από τη μια πλευρά του Hirsch, και πότε από την άλλη του McConaughey, ενώ είναι μαζί μέσα στο αυτοκίνητο, ξαφνικά βγαίνει εκτός, αφήνει το αμάξι να τη προσπεράσει και μένει πίσω, επιλέγοντας να αφήσει σε κοντινό για μερικά δευτερόλεπτα, τρεις ξύλινους σταυρούς μπηγμένους στο έδαφος.  Μια ξεκάθαρη προοικονομία, ή ίσως μια θύμηση των παλαιότερων, μεγάλων στιγμών του;  It’s your call.
Εκτός από το καθαρά σκηνοθετικό κομμάτι, όλο το μουντό τοπίο της Louisiana στην οποία έγιναν τα γυρίσματα, οι σκουριασμένες σιδηροδρομικές γραμμές, οι μπετονιασμένες γέφυρες κυκλοφορίας, ο καταξεραμένος κόσμος και το γεγονός οτι οι πιο κρυφές και μιασματικές πράξεις γίνονται νύχτα, δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια για τον σκοπό των δημιουργών: το χτίσιμο μιας ατμόσφαιρας του Νότου, μίζερης και θανατερής, με ήρωες που αμφιταλαντεύονται μέσα στην άγνοιά τους, ανάμεσα στο θλιβερό και το αστείο.  Υπάρχει κάτι χειρότερο από αυτό;

Το cast είναι εντυπωσιακά ταιριαστό, με τον καθένα να κρατάει από ένα κομμάτι, μιας ιδιαίτερης ερμηνευτικής πίτας.  Η Gershon μας δείχνει το μάγκικο και βραχνιασμένο της υποκριτικό ταλέντο (και οχι μόνο, μιας που η ταινία ξεκινάει με πλάνο από τη μέση της και κάτω, γυμνή και με έναν διόλου ευκαταφρόνητο ‘θάμνο’ να ανοίγει την πόρτα στον Hirsch), o Church είναι η προσωποποίηση του πιο απαθούς και χαζού άνδρα που μπορείς να φανταστείς, αλλά και του πιο αποτελεσματικού στην τελική και με τις καλύτερες ατάκες μέσα στη ταινία, ο Hirsch παραπέμπει εξωφρενικά σε μια νεότερη εκδοχή του di Caprio από πλευράς φυσίκ και φωνής, και δίνει ξανά πολλά στον ρόλο του (έπειτα από την κακοτοπιά του “The Darkest Hour”, ακόμα και αν βγήκε μετά τον Joe), ενώ και η Juno Temple είναι ένα από τα γρήγορα, ανερχόμενα ταλέντα της Χολιγουντιανή βιομηχανίας, που με προσεχτικές επιλογές, έχει καταφέρει μέχρι τώρα να είναι πολύ καλή όπου κι αν παίζει.  Στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα, ο ρόλος της είναι έτσι κι αλλιώς πιο απαιτητικός, μιας που καλείται να υποδυθεί ένα κορίτσι λίγο αλλιώτικο από τα άλλα, ένα θηλυκό που με τη πρώτη ματιά δε το καταλαβαίνεις, αλλά σύντομα αρχίζεις να συνειδητοποιείς οτι κάτι δε πάει καλά με αυτή.
Βέβαια όπως καταλαβαίνετε, αυτός που κλέβει τη παράσταση είναι ο McConaughey ο οποίος δίνει ρεσιτάλ τρέλας, διαστροφής και κακόβουλης διάθεσης.  Πλέον μπορούμε να πούμε με σιγουριά, οτι ο ξανθός ηθοποιός έχει επιτέλους βρει τον δρόμου του, μιας που εκτός από το “Killer Joe” θα τον δούμε και σε μερικές ακόμη, αξιοπρόσεκτες παραγωγές, όπως τα “Mud” του Jeff Nichols (υπεύθυνου για το περσινό “Take Shelter”), “The Wolf of Wall Street” του Scorsese καθώς και το “Τhe Dallas Buyer’s Club”.  Τρελός, φευγάτος και super ικανός να φέρει εις πέρας μερικούς, πραγματικά απαιτητικούς ρόλους, ο McConeughey επιτέλους ξύπνησε, αποδεικνύοντας οτι δεν είναι μόνο σερφ και κοιλιακούς, αλλά και κάτι παραπάνω.  Για την ακρίβεια, πολύ παραπάνω.
Το “Killer Joe” είναι μια ταινία σκληρή, όσο και σκοτεινά αστεία, γεμάτη κωμικοτραγικά ευτράπελα και βλαχαδερούς ήρωες.  Σίγουρα μια από τις πιο διαφορετικές ταινίες της χρονιάς και για κοινό που αγαπάει τον αυτοσαρκασμό και τις περίεργες διαθέσεις.  Μη τη χάσετε.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το να φοράς μάυρο παντελόνι, μαύρο πουκάμιστο, μαύρο δερμάτινο, μαύρα γάντια, μαύρα γυαλιά και μαύρο, καουμπόϊκο καπέλο, βοηθάει στο να μη δίνεις στόχο.  Ευτυχώς. Οτι καλό θα είναι πριν τη δείτε να μην έχετε φάει τηγανητό κοτόπουλο και οτι η extra χρησιμότητα μιας κονσέρβας θα σε εκπληξει.  Όπως και του μπουτιού κοτόπουλου.


No trivia

Madeo (a.k.a Mother): She is always there for you…

Γεια σας, γεια σας και αν δε σας το είχα πει, καλό μήνα!  Έπειτα από απουσία δυο εβδομάδων περίπου, είπα να επιστρέψω και πάλι στα γνώριμα εδάφη, με κριτικούλες και οτιδήποτε νεότερο από το κινηματογραφικό μέτωπο.  Η αλήθεια είναι πως θα προσπαθήσω να είμαι συνεπής καθ’όλη τη διάρκεια αυτής της εβδομάδας, αλλά δε ξέρω κατά πόσο θα καταφέρω να γράψω μέχρι και την επόμενη, μιας που στο πρόγραμμα θα μπουν και οι οικογενειακές διακοπές.  Όπως και να έχει όμως, θα είμαστε μαζί για…όσο είμαστε και από εκεί και πέρα, θα επιστρέψουμε και πάλι δυναμικά από τον Σεπτέμβρη έχοντας μάλιστα και την καλύτερη αφορμή: τις αγαπημένες μας φυσικά Νύχτες Πρεμιέρας.  Για να ξεκινήσουμε λοιπόν, have fun και για όσους είναι ήδη σε κάποιο όμορφο νησάκι, καλές διακοπές να έχετε : )

Η Hye-ja Kim υποδύεται την Mother, η οποία στη ταινία δε φέρει κανένα άλλο αναγνωριστικό όνομα, πέρα από την ιδιότητα της μάνας, μητέρας, μαμάς.
Η Μητέρα λοιπόν, ζει φτωχικά θα έλεγε κανείς, σε ένα εξίσου φτωχικό χωριομέρος, παρέα με τον διανοητικά προβληματικό γιο της, Yoon Do-joon.  Η Μητέρα βγάζει τα προς το ζην, προκειμένου να ταΐσει τον εαυτό και τον ιδιαίτερο γιο της, έχοντας ένα μαγαζάκι με κάθε λογής ματζούνια, βότανα και λοιπά άλλα, και χρησιμοποιώντας σε σφριγηλούς, νεαρούς γλουτούς κοτζαμάν βελόνες, για αποβολή του στρες και ‘πιάσιμο’ παιδιών.
Όπως είναι λογικό, η γηραιά αυτή γυναίκα αποτελεί το μοναδικό στήριγμα του Do-joon, με αποτέλεσμα να είναι αναγκασμένη να τον παρακολουθεί διαρκώς, σε περίπτωση που κάτι πάει στραβά.  Όταν τελικά το στραβό έρθει και χτυπήσει την πόρτα του ταπεινού σπιτικού τους, μεταμφιεσμένο σε μια νεαρή κοπέλα βάναυσα δολοφονημένη, τότε η τοπική αστυνομία (η οποία στις κορεατικές παραγωγές απαρτίζεται πάντα κατά έναν περίεργο τρόπο, από “τρομερά” φυντάνια και τζιμάνια αστυνομικούς και ντετέκτιβ) θα κατηγορήσει τον Do-joon για τον θάνατο της, θα τον συλλάβει με συνοπτικές διαδικασίες και θα τον οδηγήσει πίσω από της φυλακής τα σίδερα, αποδεικνύοντας οτι αυτά δεν είναι μόνο για τους λεβέντες.
Η Mother λοιπόν, θα ξεκινήσει ένα ανελέητο κυνηγητό, προκειμένου να βρει τους πραγματικούς δολοφόνους, και να αποδείξει την αθωότητα του μονάκριβου γιου της.  Στη πορεία όμως θα δει οτι ο δρόμος τον οποίο διάλεξε να ακολουθήσει, δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα και σύντομα θα καταλάβει οτι σε αυτό το ‘ταξίδι’ μπορεί να χάσει εκτός από το παιδί της, και τον ίδιο της τον εαυτό…

Ο σκηνοθέτης Joon-ho Bong αποτελεί μια από τις κλασικές περιπτώσεις Κορεάτη σκηνοθέτη, ταινίες του οποίου έχουμε ξαναδεί στο blog.  Και αν δε θυμάστε, τότε να σας φρεσκάρω λιγάκι τη μνήμη και να σας πω οτι ο συγκεκριμένος δημιουργός είναι υπεύθυνος για μερικές, πραγματικά καλές ταινίες, όπως το “Memories of Murder” (2003) το οποίο μάλιστα παρουσιάζει μεγάλες, θεματικές ομοιότητες με το “Mother”, καθώς και το “The Host” (2006), μια από τις καλύτερες και πιο underrated ταινίες με τέρας, ever.
Έπειτα και από την-φεστιβαλική κυρίως-επιτυχία του “Mother”, ο ίδιος αποφάσισε να περάσει σε πιο εμπορικά μονοπάτια και να δοκιμάσει για πρώτη φορά τη τύχη του στο λαμπερό Hollywood.  Η πρώτη του αμερικανόφερτη μάλιστα παραγωγή, αναμένεται να κυκλοφορήσει μέσα στο 2013, βασιζόμενη στο graphic novel του Benjamin Legrand, Snowpiercer.  Η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα σε έναν παγωμένο κόσμο, στον οποίο οι επιβάτες ενός τραίνου προσπαθούν να συνυπάρξουν όσο το δυνατόν καλύτερα.  Αν κρίνουμε πάντως από το εντυπωσιακό cast που έχει καταφέρει να μαζέψει (Tilda Swinton, John Hurt, Jamie Bell, Chris Evans, Octavia Spencer, Kang-ho Song, Ewen Bremmer), και το γεγονός πως έτσι κι αλλιώς οι μεταφορές των graphic novels στον κινηματογράφο συγκεντρώνουν έτσι κι αλλιώς πιστούς θεατές, τότε κάτι μας λέει πως το ντεμπουτάρισμα του Bong στην Αμερική, θα είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακό και ακριβοθώρητο.  Εν αναμονή λοιπόν των μελλοντικών του σχεδίων, θα προσπαθήσουμε σήμερα να…ξεκοκαλίσουμε όσο μπορούμε το “Mother”.

Αν μη τι άλλο αυτή η ταινία του Bong αποτελεί ένα καλοστημένο και στιλιζαρισμένο δράμα, το οποίο διαποτίζεται από μια προοδευτική, χιτσκοκική εξέλιξη που μπορεί και να την είχες φανταστεί, αλλά ακόμα και έτσι, πάλι σε σοκάρει με την απολυτότητα και την αλήθεια της.
Πολλοί θα συμφωνήσουν πως σεναρικά η ταινία δε διαφέρει από πολλές άλλες και κατά κύριο λόγο ξενόγλωσσες, οι οποίες θέτουν στο επίκεντρό τους έναν θηλυκό χαρακτήρα που καθίσταται έρμαιο των αποφάσεων, της μοίρας και τελικά ενός αναπόφευκτου, τελολογικού πεπρωμένου.  Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα το οποίο έτυχε να παρακολουθήσω σχετικά πρόσφατα, είναι και η τελευταία ταινία του Andrey Zvyagnitzev, “Elena”, στην οποία μια μεσήλικη γυναίκα προσπαθεί πάλι να βοηθήσει τον γιο της (χαραμοφάη στη προκειμένη περίπτωση) και την οικογένειά του.  Το ηθικό δίδαγμα της ταινίας έχει να κάνει για ακόμη μια φορά με την ιδιότητα της μάνας και με το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει μια γυναίκα στα πλαίσια της μητρότητας.  Αυτή είναι εξάλλου η αρχή, η μέση και το τέλος της ταινίας: η μητέρα.  Δεν έχει και τόση σημασία το γεγονός οτι ο γιος αντιμετωπίζει ένα κάποιο πρόβλημα, ούτε και ο τρόπος ζωής τους, το κοινωνικό περιβάλλον ή οι κατηγορίες για τη δολοφονία, αφού αυτά απλά εξυπηρετούν την προώθηση του δράματος.  Η αρχή ιδέα έχει συλληφθεί.  Αυτό που έχει σημασία είναι το πως μια μητέρα αντιδρά και απαιτεί να προστατέψει το παιδί της, είτε αυτό είναι ένοχο, είτε αθώο.  Θα μπορούσε στην ουσία να πει κανείς, πως το “Mother” αποτελεί μια σύγχρονη ωδή πάνω στον άνθρωπο, ο οποίος έχει παίξει έναν από τους σημαντικότερους ρόλους στη ζωή ενός ατόμου, το έχει γαλουχήσει (κυριολεκτικά και μεταφορικά) και το έχει κάνει σε ένα μεγάλο ποσοστό αυτό που τελικά είναι.  Και ο τρόπος με τον οποίο ο Bong αποφασίζει να μας παρουσιάσει την ουσία της μάνας είναι και δραματικός, και τρομερός και τρυφερός, αλλά πάνω απ’ολα είναι αληθινός: μια μάνα θα έκανε τα πάντα για το παιδί της and that’s a fact.

Αν αφήσει κανείς στην άκρη την απλούστατη υπόθεση του έργου, μπορεί να ανακαλύψει μερικά έξυπνα τρικ τα οποία φαίνεται να εισήγαγε ο Bong στη σκηνοθεσία του, προκειμένου να την καταστήσει περισσότερο αλληγορική και μεταφορική.
Για παράδειγμα αυτό που προσωπικά μου έκανε μεγάλη εντύπωση είναι το πόσο έντονα κυριαρχεί μέσα στο φιλμ, το μπλε χρώμα.  Δε μιλάμε όμως για μια προσπάθεια να το καταστήσει κανείς ως βασικό πρωταγωνιστή (όπως π.χ γινόταν στις ταινίες του Kieslowski), αλλά περισσότερο το χρώμα αυτό να χρησιμοποιηθεί ως ένα σημαντικό μέσο εξωτερίκευσης της προοδευτικά μεταβαλλόμενης ψυχοσύνθεσης της μητέρας.
Σε όλη τη διάρκεια της, κοντά δυόμιση ώρες, ταινίας γίνεται κάτι παραπάνω από εμφανές οτι το μπλε είναι αυτό που κατακλύζει κάθε σπιθαμή του πλάνου.  Από εξωτερικούς χώρους (νύχτα, λίμνη, βροχή, ουρανός), και αντικείμενα δωματίων (τοίχοι, ποτήρια, ντοσιέ, τραπέζια, καρέκλες), μέχρι και τα ίδια τα ρούχα της πρωταγωνίστριας (προς το τέλος, καθώς αρχικά τα συνολάκια που φοράει είναι κόκκινου χρώματος, κάτι που έχει τη δική του σημασία), όλα κυμαίνονται στις αποχρώσεις του μπλε.
Επειδή λοιπόν αυτό μου κίνησε έντονα τη περιέργεια, αποφάσισα να αναζητήσω τη σημασία που μπορεί να έχει το μπλε χρώμα στην ασιατική και ιδιαίτερα, κορεατική κουλτούρα.  Η αλήθεια είναι πως βρήκα μερικές πληροφορίες, οι οποίες αν δεν αποτελούν δικό μου παρατράβηγμα, τότε μάλλον είναι αρκετά ενδιαφέρουσες.
Σύμφωνα λοιπόν με τα παραδοσιακά κορεάτικα χρώματα, το μπλε συμβολίζει τη ψύχραιμη, θηλυκή ενέργεια και πράγματι δε θα μπορούσε να ταιριάζει περισσότερο απ’οτι εδώ, μιας που η κεντρική ηρωίδα είναι μια γυναίκα.  Συνεχίζοντας, το συγκεκριμένο χρώμα υποτίθεται οτι συμβολίζει την eum energy, η οποία έχει να κάνει με το φεγγάρι (μεγάλο μέρος της ταινίας διαδραματίζεται νύχτα), την δεκτικότητα και την δυνατότητα του να προσαρμόζεται κανείς, ανάλογα τις περιστάσεις.  H Mother είναι ακριβώς μια τέτοια γυναίκα.  Ταπεινή, και όμως παραγωγική, δεκτική σε κάθε καλό και κακό, με μια φοβερή δυνατότητα προσαρμογής, ακόμα και κάτω από τις χειρότερες συνθήκες.  Παρόλα αυτά εκτός από όλα αυτά, το μπλε συμβολίζει και κάτι ακόμη:  τον θάνατο, το πρώτο δηλαδή υλικό πάνω στο οποίο βασίζεται η υπόθεση της ταινίας.  Και οχι μόνο…
Ένα ακόμη χρώμα που κάνει τη παρουσία του, ίσως οχι τόσο έντονα όσο το μπλε, είναι το κόκκινο, μιας που εμείς βλέπουμε τη πρωταγωνίστρια να φοράει μέχρι και περίπου τη μέση της ταινίας, κόκκινα ρούχα.  Ενδιαφέρον είναι το πως το κόκκινο στην παράδοση της Κορέας, συμβολίζει το δυναμικό και όλο φωτιά, ανδρικό πνεύμα, αποτελώντας παράλληλα το αντιθετικό χρώμα του μπλε.  Διόλου απίθανο λοιπόν ο σκηνοθέτης να κάνει μια υποδόρια, χρωματική ταύτιση στο πρόσωπο της μάνας, από τη στιγμή που ο πατέρας είναι απών.  Η μάνα είναι την ίδια στιγμή άντρας και γυναίκα, κόκκινο και μπλε, δύναμη και πνεύμα, ζωή και θάνατος.

Από πλευράς σκηνοθεσίας το “Mother” θα σου δώσει αυτό ακριβώς που περιμένεις από μια τέτοια παραγωγή.  Ατμοσφαιρική, δεμένη, με μια χρωματική παλέτα που μαρτυράει περισσότερα από όσα αφήνει σε πρώτη φάση να εννοηθούν και γεμάτη αγροτική καλαισθησία, είναι μια ταινία φίνα σκηνοθετημένη που θα φέρει στο μυαλό σας αυτοστιγμεί, το σκηνικό του “Memories of Murder”.
Οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές, όπως γίνεται πάντα (σχεδόν), με την Kim να αποσπά μπόλικα βραβεία για αυτή τη βαθιά συγκινητική, αλλά και τρομακτική της ερμηνεία και τον Won να δίνει μια εξίσου πολύ καλή ερμηνεία, υποδυόμενος τον δικό του, απαιτητικό ρόλο.
Αν ψάχνεις για μια ταινία που θα σε κάνει να νοιώσεις όλη τη γκάμα των ανθρώπινων συναισθημάτων, τότε το “Mother” είναι μια από αυτές.  Ειδικά με το μουσικό κρεσέντο στο τέλος της, θα νοιώσεις και εσύ αυτό που τόσο αποζητούσε να νοιώσει η μάνα.  Δε σου λέω τι, καλύτερα δες την.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι υπάρχει κάτι που λέγεται pervert phone, οτι οι Ασιάτες με outfit για γκόλφ μου κάνουν κάτι το περίεργο και οτι πρέπει να προτιμάς ομπρέλες από τύπου, ρακένδυτους άνδρες στο δρόμο.  Ποτέ δε ξέρεις τι μπορεί να μάθεις…


No trivia

Bad Lieutenant: The ‘badest’ around

Hello hello!  Αυτές τις μέρες, και επειδή όπως σας είπα οι διακοπές μου πρόκειται να γίνουν τελικά εντός Αθήνας, μπορεί το πρόγραμμά μου σχετικά με το ανέβασμα των ταινιών, να είναι λιγάκι πιο περίεργο.  Παρόλα αυτά θα συνεχίσω να γράφω μερικές ακόμα κριτικούλες (για όσο δηλαδή έχω όρεξη και φρέσκο υλικό), μέχρι τη στιγμή που κάπου στον Αύγουστο-φαντάζομαι-θα σας αποχαιρετήσω για κάνα δυο βδομάδες, προκειμένου να τα πούμε και πάλι από Σεπτέμβρη.  Σήμερα λοιπόν το menu μας έχει μια ταινία από το μακρινό 1992, στην οποία πρωταγωνιστεί ένας σάπιος-και εξαίρετος, να τα λέμε αυτά-Harvey Keitel.  “Bad Lieutenant” λοιπόν…

O Harvey Keitel υποδύεται τον Lieutenant, έναν άνδρα χωρίς όνομα (πιθανότατα και χωρίς πρόσωπο) ο οποίος αποτελεί ένα από τα εξέχοντα κατακάθια της Νέας Υόρκης.  Ο Lieutenant στον ελεύθερο χρόνο του (ή και οχι απαραίτητα μόνο σε αυτόν) συνηθίζει να μπεκροπίνει και να γίνεται λιάρδα, να κάνει excessive χρήση ναρκωτικών, από ελαφριά μαριχουάνα, μέχρι χτυπημένη ηρωϊνη, κατευθείαν μέσα στην ‘όμορφή του φλέβα’, όπως χαρακτηριστικά του λέει η τύπισσα που τον τρυπάει κάθε φορά, να τον ‘παίζει’ στη θέα ανήλικων κορασίδων και να επιδίδεται σε ένα ασταμάτητο, αθλητικό τζογάρισμα άνευ προηγουμένου.  Το αποτέλεσμα;  O Lieutenant είναι ένας άνθρωπος χωρίς ιερό και όσιο, με ένα σώμα παραδομένο σε κάθε μορφής δηλητήριο και παραγκωνισμένος από κάθε μορφή ουσιαστικής κοινωνικότητας με το επαγγελματικό, αλλά και οικογενειακό του περιβάλλον.
Έπειτα από τον βιασμό μιας καλόγριας από δυο νεαρούς ναρκομανείς, ο Lieutenant θα βρεθεί μπροστά στη συνειδητοποίηση του δικού του, προσωπικού ‘βιασμού’ από τον ίδιο του τον εαυτό, ξεκινώντας μια προσπάθεια για να βρει τα δυο καλόπαιδα και να διεκδικήσει έτσι και την υπαρξιακή του λύτρωση.  Ο δρόμος όμως προς τη συγχώρεση είναι μακρύς και ο ρόλος του ‘σωστού’ Καθολικού δεν είναι για όλους.  Πόσο μάλλον για έναν τύπο που κοινωνεί τα παιδιά του, μιλώντας παράλληλα για το μεγάλο χρέος του στο big-boss των στοιχημάτων και τα διόλου ευκαταφρόνητα ποσά των χιλιάδων δολαρίων που του χρωστά.  Για να μην αναφέρω τη φάση του ‘ξέρω τι έκανες χθες το βράδυ σε δυο πιτσιρίκες, τις οποίες εκβίασες για να ικανοποιήσεις τις σεξουαλικές σου ορμές’…

Ο σκηνοθέτης της ταινίας Abel Ferrara αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, αν μη τι άλλο επειδή ποτέ δε φάνηκε να εγκαταλείπει το προσωπικό του στυλ μέσα στα χρόνια.
Ξεκινώντας από short ταινιάκια τη δεκαετία του ’70, δημιούργησε σιγά σιγά ένα cult status, χάρη στις πρώτες μεγάλου μήκους ταινίες του, το “The Driller Killer” (1979), και κυρίως το “Ms. 45” (1981) οι θετικές κριτικές του οποίου έδωσαν στον Ferrara το απαραίτητο exploitative boost στην καριέρα του.
Η αλήθεια είναι πως και μέχρι σήμερα (η πιο πρόσφατη ταινία του “4:44” αναμένεται στους κινηματογράφους από τις 19 Ιουλίου και μέχρι τώρα έχει λάβει μάλλον bad reviews) ο σκηνοθέτης έχει διατηρήσει ένα δικό του ύφος το οποίο φροντίζει να ενισχύει μέσα από τις ταινίες του οι οποίες παίζουν πάντα επικίνδυνα ανάμεσα στο trashy και το originally cult.
Γκάνγκστερς, βρυκόλακες, μανιακοί δολοφόνοι, διεφθαρμένοι αστυνομικοί, μοιραίες γυναίκες, όλοι αποτελούν δείγματα μιας κοινωνίας που παραπαίει, και ενός κόσμου μέσα στον οποίο οι ήρωές δεν έχουν στον ήλιο μοίρα.  Εξάλλου αν κάποιο μοτίβο είναι κλασικό, αυτό δεν είναι άλλο από την κυριολεκτική σαπίλα την οποία παρουσιάζει μέσα από την κάμερά του και η οποία ελοχεύει σε πολλές και διαφορετικές γωνίες της πόλης που δε κοιμάται ποτέ: της Νέας Υόρκης.

Οι χαρακτήρες του πάντα τυραννισμένοι και αυτοκαταστροφικοί, αποτελούν γέννημα θρέμμα αυτής της μεγαλούπολης η οποία αρέσκεται να τους ‘καταβροχθίζει’ υφαίνοντας ύπουλα ένα πεπρωμένο που παραπέμπει σε ελληνική τραγωδία, με τις δυσκολίες, τον χαμό και την λύτρωση να παίζουν σταθερά στο προσκήνιο.  Όσο exploitative όμως και αν χαρακτηρίσει κανείς έναν σκηνοθέτη όπως ο Ferrara, δε μπορεί παρά να αντιληφθεί και την ανάγκη του να ασχοληθεί με πιο ψαγμένα ζητήματα φιλοσοφικών και θρησκευτικών προεκτάσεων, πράγμα που σημαίνει οτι πολλές από τις ταινίες του δεν αποτελούν απλά b-movies που έχουν ως μοναδικό σκοπό να διασκεδάσουν και να κανιβαλίσουν καταστάσεις.  Αντιθέτως μέσα ακριβώς από τα ύστατα αδιέξοδά των ηρώων του (δεν είναι τυχαίο οτι ένα από τα πολλά trade marks του σκηνοθέτη είναι πως βάζει αρκετούς από τους πρωταγωνιστές του να πεθαίνουν στο τέλος της ταινίας) οδηγεί τόσο τους ίδιους, όσους και εμάς τους θεατές σε μια υπέρτατη λύτρωση, είτε αυτή λέγεται συγχώρεση, εκδίκηση ή απλά θάνατος.
Από τα πιο χαρακτηριστικά σκηνοθετικά και υποθεσιακά αποτελέσματα του Ferrara, είναι αναμφίβολα και το “Bad Lieutenant” το οποίο περιλαμβάνει όλα όσα είπαμε παραπάνω και ακόμα περισσότερα.

Πολυάσχολος αποδείχθηκε το 1992 ο Harvey Keitel, πρωταγωνιστώντας σε δυο ταινίες οι οποίες έμελλαν να γράψουν κινηματογραφική ιστορία, η κάθε μια για τους δικούς της λόγους.
Από τη μια πλευρά ο ρόλος του Mr. White στα “Reservoir Dogs” του Tarantino, ο οποίος αποτέλεσε ένα από τα πολλά κερασάκια πάνω σε μια καριέρα που είχε από καιρό ξεκινήσει να παίρνει την ανιούσα, έπειτα μάλιστα και από την παρουσία του ηθοποιού σε μια σειρά από σκορσεζικές ταινίες (“Mean Streets”, Taxi Driver”, “The Last Temptation of Christ”), και από την άλλη μια alter-ego-ική αμφίεση του ταραγμένου λόγω πολέμου στο Taxi Driver, Travis Bickle, και o Keitel μεταμορφώνεται σε έναν de Niro/Travis (πόσο ίδιοι είναι ακόμα και στο poster του Bad Lieutenant;) δεκαέξι χρόνια μετά την ταινία-σταθμό του Scorsese, με τον Ferrara να αποδίδει αυτή τη φορά την κατεστραμμένη προσωπικότητα του ήρωα στο life style της εποχής.  Λεφτά, ναρκωτικά, sex χωρίς προφύλαξη και εγκληματικότητα στα ύψη, είναι ένα μόνο μέρος της Αμερικής των ’90s όσο σκληρά και ωμά μας το παρουσιάζει εδώ ο Ferrara, και όσο ψυχασθενώς μας το δείχνει η Mary Harron στο “American Psycho”, μια μαύρη κωμωδία για την αποπροσωποποίηση και την αποξένωση του ατόμου στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Στο “Bad Lieutenant” ο πρωταγωνιστής είναι εμποτισμένος με κάθε τι κακό το οποίο μπορεί να υπάρχει, αποτελώντας μια από αυτές τις ταινίες που δικαιολογούν απόλυτα τον τίτλο τους.
Ο ίδιος ο χαρακτήρας του Keitel δεν έχει όνομα, ενδεχομένως επίτηδες από τη πλευρά του σκηνοθέτη, σε μια προσπάθεια να καταστήσει το πρόσωπο αυτό παγκόσμιο και οικουμενικό, σαν να αποτελεί στην ουσία έναν μόνο από τους πολλούς bad lieutenants που κυκλοφορούν εκεί έξω (θυμηθείτε και τον πιο πρόσφατό μας Driver/Gosling του “Drive”).

Η προσωπικότητα του Keitel μοιάζει διαλυμένη ολοκληρωτικά εκ των έσω (πράγμα που δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα των ναρκωτικών), με το επάγγελμά του να αποτελεί επί της ουσίας ένα βιτρινάτο καύκαλο το οποίο έχει ήδη αρχίσει να σπάει.  Βέβαια θα έλεγε κανείς πως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια της ταινίας είναι η-κατά κάποιον τρόπο-εμμονή του ήρωα με τον καθωσπρέπει καθολικισμό του.  Μπορεί να ζει μια ακόλαστη ζωή, παρόλα αυτά μέσα στον Οίκο του Θεού θεωρεί οτι και μόνο η παρουσία του είναι αρκετή προκειμένου να εξαγνιστεί.  Όταν όμως τα πράγματα δυσκολέψουν, τότe θα αναζητήσει την μοναδική λύση που βλέπει, δια μέσου της συγχώρεσης και η ευκαιρία θα του παρουσιαστεί σαν από μηχανής Θεός, όταν και αποφασίσει να λυτρωθεί μέσα από την εύρεση των βιαστών της καλόγριας.  Η τραγική ειρωνεία πέφτει βαριά πάνω του, όταν η πολυπόθητη ανακούφιση δεν έρθει ούτε από εκεί, μιας που η νεαρή και όμορφη καλόγρια έχει ήδη συγχωρέσει τους βιαστές της.  Και τώρα πως θα λογοδοτήσει ο Lieutenant μπροστά στον… Θεό τη στιγμή της Κρίσης, αν οχι έχοντας δώσει τουλάχιστον λίγη ανακούφιση σε ένα αγνό, παρθένο πρόβατο του ποιμνίου του;
Όλη η κοσμοθεωρία της εμπλεκόμενης και διαρκώς αμφισβητίσημης θρησκευτικότητας του άνδρα, εμπεριέχεται σε ένα και μοναδικό πλάνο στην αρχή της ταινίας.  Ο Lieutenant αφού έχει αφήσει τα παιδιά του στο σχολείο, παίρνει μια γερή σνίφα κοκαΐνης ενώ βρίσκεται μέσα στο αυτοκίνητο.  Και ποιο το έξυπνο εύρημα από πλευράς σκηνοθέτη;  Ο Keitel είναι απόλυτα νεταρισμένος (φαίνεται ολοκάθαρα), ενώ από τον εσωτερικό καθρέφτη του αμαξιού κρέμεται ένας σταυρός ο οποίος παίζει στο φλου (δε φαίνεται πολύ καθαρά).  Case closed: η δυσδιάκριτη φύση του σταυρού, αντικατοπτρίζει επακριβώς τη δυσδιάκριτη πίστη του ήρωα.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία, είναι γεγονός οτι θυμίζει έντονα Scorsese (Mean Streets ftw), με πλάνα που ρέουν και αφήνουν την υπόθεση (ποια υπόθεση;) να εξελιχθεί ήσυχα, πολλά κοντινά που υπερτονίζουν τη αυξανόμενη ένταση και μια κινηματογράφηση επίπονης ρεαλιστικότητας και αναπόφευκτου κινδύνου.
Το “Bad Lieutenant” είναι μια ταινία για περιορισμένα γούστα καθώς έχει ακραίες εικόνες-ιδιαίτερα γλαφυρές σε στιγμές-, αθυροστομία στο φουλ και λοιπά άλλα.  Έχει όμως και μια ερμηνειάρα ΝΑ από τον Keitel, μια ιδανική χαρτογράφηση της εποχικής Αμερικής, και μια σκηνοθεσία μαύρη κι άραχνη.  Έτσι δηλαδή όπως της αξίζει.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο Keitel ήταν σφίχτης και στο full frontal του απέδειξε οτι διαθέτει και άλλα ‘μεγαλεία’, οτι το remake με τον Nicolas Cage είναι εξίσου απολαυστικό (και ο Nicolas Cage μαζί με το φυτεμένο μαλλί του, τέλειοι!) και οτι ο Ferrara έκανε μια μνεία στη παλία του επιτυχία “Ms. 45” στην οποία μια μουγκή κοπέλα βιάζεται δυο φορές μέσα σε μια μέρα (oh f*ck) και έπειτα μεταμφιέζεται σε…καλόγρια, πάει σε μασκέ πάρτι και ζητά εκδίκηση.  Ferrara σ’αγαπώ…

TRIVIA

  • Η ταινία γυρίστηκε σε μόλις 18 μέρες.
  • Η γυναίκα που κάνει χρήση μαζί με τον Keitel, είναι η Zoe Lund, συν-συνεραιογράφος και πρωταγωνίστρια του “Ms. 45”.  Τραγική ειρωνεία;  Πέθανε σε ηλικία 37 ετών από ναρκωτικά.
  • Ο πρωταγωνιστικός ρόλος γράφηκε αρχικά για τον Christopher Walken.
(ΠΗΓΗ IMDB)

Hodejegerne (a.k.a Headhunters): They both are…

NEW ARRIVAL (από 12 Ιουλίου στις αίθουσες)

Καλή εβδομάδα και πάλι!  Και σήμερα θα προτείνουμε ταινιούλα για τις καυτές μέρες και νύχτες του καλοκαιριού που διανύουμε.  Σήμερα το menu έχει ολίγον από Νορβηγία, και κακά τα ψέματα κάθε ταινία που έχω δει τα τελευταία χρόνια από εκεί (και τη γενικότερη σκανδιναβική περιοχή) είναι οτι καλύτερο και μάλιστα σε διαφορετικά είδη.  Το “Headhunters” είναι μια αγωνιώδης περιπέτεια ανατροπών, που σίγουρα δε θα σας αφήσει ασυγκίνητους, ενώ ενδείκνυται σίγουρα για κινηματογραφικές βραδιές με καλή παρέα, και καλή μπυρίτσα.  Ξεκινάμε λοιπόν!

O Roger Brown (Aksel Hennie) είναι ένας μικρόσωμος, ‘κυνηγός κεφαλών’ του επαγγελματικού χώρου της Νορβηγίας, ο οποίος παρέα με την όμορφη, γκαλερίστα γυναίκα του Diana ζει μια ζωή μέσα στη χλιδή.  Αυτό όμως που η ξανθιά σύζυγος μοιάζει να αγνοεί, είναι πως ο Roger συντηρεί ένα πολυτελές life style που βρίσκεται στον…αέρα, και αυτό γιατί η νόμιμη δουλειά του, δε του προσφέρει τον παχυλό μισθό που κανονικά θα απαιτούνταν για τα 30 ζευγάρια γόβες της Diana, τα ακριβά αυτοκίνητα και το υπερloux σπίτι.  Για τον λόγο αυτό ο μικροκαμωμένος Roger (μόλις 1.68) φροντίζει να καλύπτει τις υλικές ανάγκες της γυναίκας του (και την δική του, χαμηλή αυτοεκτίμηση) με άλλους τρόπους και συγκεκριμένα κλέβοντας αυθεντικά έργα τέχνης και αντικαθιστώντας τα με πλαστά.  Παρόλα αυτά, ακόμα και έτσι βλέπει μάλλον δυσοίωνο το συζυγικό του μέλλον, ενώ έχει σχεδόν προεξοφλήσει και την εγκατάλειψή του από την Diana, σε περίπτωση που σταματήσει να τις παρέχει, οτι της παρείχε τέλος πάντων μέχρι τώρα.  Ακόμα και ένα παιδί φαντάζει αδύνατον γι’ αυτόν, όσο κι αν φαίνεται πως η γυναίκα του το επιθυμεί διακαώς, με αποτέλεσμα να προστίθεται ένα ακόμη αγκάθι στον βιτρινάτο γάμο τους.  Όταν λοιπόν μια μέρα η Diana του συστήσει τον γοητευτικό, πρώην military τύπο, Clas Greve (Nikolaj Coster-Waldau, ή αλλιώς ο γνωστός μας Jaime Lannister, από το “Game of Thrones”) τότε τα πράγματα θα αλλάξουν, καθώς ο Roger θα πληροφορηθεί οτι ο Greve έχει στο σπίτι του έναν πίνακα που μπορεί να αξίζει αρκετά εκατομμύρια.  Βλέποντας μπροστά του ένα νέο μέλλον, θα αποφασίσει μαζί με τον συνεργάτη του Ove, να κάνουν την επόμενη κίνηση, αλλά μια αναπάντεχη αποκάλυψη θα θα πυροδοτήσει ένα ανελέητο κυνηγητό εις βάρος του.  Και ο κυνηγός του;  Ας πούμε οτι ο κ. Greve είχε υπάρξει ένα διαφορετικό είδος head hunter από αυτό που είναι ο Roger.  Ξέρετε τώρα, από αυτούς που στον στρατό είναι πολύτιμοι για να φέρνουν εις πέρας τις βρώμικες δουλειές…

Ο σκηνοθέτης Morten Tyldum δημιουργεί ένα σπιντάτο ταινιάκι, το οποίο κάπου στο Hollywood σίγουρα θα το έχει πάρει πάλι το μάτι σας (η υποθεσιακή ομοιότητα με το “The Thomas Crown Affair” είναι εμφανής), αλλά όπως τείνει να συμβαίνει πλέον, η σκηνοθετική αρτιότητα των σκανδιναβικών ταινιών, είναι για ακόμη μια φορά εμφανής.
Το “Headhunters” αποτελεί την μόλις τρίτη, μεγάλου μήκους ταινία του Tyldum και αν κρίνω από τις αντιδράσεις και τη βαθμολογία της από έγκριτους κριτικούς του κινηματογράφου, μάλλον έχει προκαλέσει αίσθηση χάρη στην στιλάτη κινηματογράφησή της, τις διαρκείς της ανατροπές και τις πολύ καλές ερμηνείες της.  Αν και και το γεγονός οτι αποτελεί μια νορβηγική παραγωγή της δίνει extra πόντους από την αρχή (έχει γίνει πλέον must οτι σχεδόν όλες αυτού του είδους οι παραγωγές, αποτελούν στα σίγουρα αξιόλογες ταινίες), ακόμα και αν δε την έχεις ήδη δει.
Το story βασίζεται στο ομώνυμο best seller του συγγραφέα Jo Nesbo, και όπως έχεις ήδη καταλάβει συγγραφείς και σκηνοθέτες βγάζουν το ψωμί τους παρέα εκεί ψηλά (“Let the Right one In”, “The Millennium Trilogy”-αν και ο Stieg Larsson έγινε διάσημος για το συγγραφικό του έργο, κυρίως μετά θάνατον- και το πιο πρόσφατο “Turn Me On, Dammit!”, είναι μόνο μερικές ακόμα ταινίες που βασίζονται σε νουβέλες διάφορων, διάσημων συγγραφέων κυρίως στα σκανδιναβικά εδάφη).
Και όπως έχεις μέχρι τώρα καταλάβει την αξία αυτών των ταινιών (είτε από καθαρά entertainment πλευρά, είτε και από καλλιτεχνικής διάστασης κάποιες φορές), το ίδιο ακριβώς μπορείς να περιμένεις και από το “Headhunters”.

Η ταινία προσφέρει ένα κλασικό θα έλεγε κανείς σενάριο, το οποίο όμως εμπλουτίζεται από την διαρκή αμφισβήτηση που έχει ο θεατής σχετικά με το ποιος είναι μέσα στο κόλπο, και ποιος οχι.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο ξενέρωτο σε μια περιπέτεια από το να έχεις ήδη ψιλιαστεί από την αρχή, τον καλό και τον κακό, τους φίλους και τους προδότες, μιας που το μόνο που έχεις να περιμένεις μετά είναι απλά η προώθηση της ιστορίας και τίποτα περισσότερο.
Αυτός είναι και ένας βασικός λόγος για τον οποίο το “Headhunters” είναι μια τόσο καλή ταινία: γιατί καταφέρνει να διατηρήσει το ενδιαφέρον σου στα ύψη, μέχρι και λίγο πριν από το τέλος της.  Η ανατροπή διαδέχεται η μια την άλλη και οι ρόλοι αλλάζουν, όπως ακριβώς οι διαμορφωμένες καταστάσεις το απαιτούν.
Ένα πολύ έξυπνο μάλιστα εύρημα είναι και το γεγονός οτι ο πρωταγωνιστής μας είναι ένας μικροκαμωμένος άνδρας, γεγονός που σύντομα καταλαβαίνουμε πως του δημιουργεί ένα κάποιο κόμπλεξ κατωτερότητας και περιορισμένης αυτοπεποίθησης.  Μπορεί να διαθέτει ερωμένη, μια καλή δουλειά και μια όμορφη σύζυγο, το γεγονός όμως παραμένει πως είναι ένας άνδρας με ύψος 1.68 (όπως λέει και ο ίδιος, μάλλον απογοητευμένος στην αρχή).  Συνεπώς σε μια προσπάθεια να αποδείξει στον εαυτό του κυρίως οτι τελικά το ανάστημά του δεν είναι πρόβλημα, και θα ξενοπηδήξει, και ικανοποιημένη θα κρατήσει τη γυναίκα του με πανάκριβα σκουλαρίκια και άλλα ακριβά δώρα και θα πει και μια κουβέντα παραπάνω στη δουλειά του αφού τελικά, he is the boss. Κοντός μεν, αλλά boss.  Όλα αυτά βέβαια μέχρι τη στιγμή που θα κάνει την εμφάνισή του ο Clas Greve και κάπου εκεί το ψεύτικο παραπέτασμα μιας άνετης προσωπικότητας θα πέσει.  Και θα αποδειχθεί οτι ο Roger είναι τελικά ένα μικρό, ταπεινό ανθρωπάκι.  Ή μήπως οχι;

Εξίσου επιτυχημένη βέβαια είναι και η επιλογή του τίτλου, καθώς έχει κατά κάποιον τρόπο διττή σημασία, μιας που και οι δυο κεντρικοί μας ήρωες αποτελούν κυνηγούς κεφαλών.  Απλά φαίνεται με τρόπο ξεκάθαρο πόσο προσηλωμένη, στρατιωτική διάσταση έχει ο ένας, και πόσο μπιζνεσική, κοστουμαρισμένη διάσταση ο άλλος.  Και οι δυο όμως ρίχνονται στην διαδικασία του κυνηγιού, υπακούοντας σε κάποιους κανόνες που έχουν να κάνουν με την προσωπική τους ανέλιξη.  Ο ένας στον στρατιωτικό τομέα, και ο άλλος σε αυτόν των διεθνών επιχειρήσεων.
Το γεγονός οτι τελικά αυτή η διάσταση των lifestyle ανάμεσα στους δυο, πρόκειται να γίνει κοινή, συγχωνεύοντας τις συμπεριφορές και τις αντιδράσεις τους είναι μόνο ζήτημα χρόνου και κάπου εκεί οι ρόλοι αλλάζουν λιγάκι (εως και πολύ).  O Roger βρίσκει τον σκληραγωγημένο του εαυτό, που πιθανότατα δε γνώριζε καν πως υπάρχει, ενώ ο Greve οδηγείται σε μερικές λανθασμένες κινήσεις που του στοιχίζουν αρκετά.
Εκτός από την υπόθεση όμως, η ταινία έχει να σου δώσει και μια άρτια, χορογραφημένη σχεδόν σκηνοθεσία, με γρήγορες εναλλαγές πλάνων, βίαιες στιγμές και απρόσμενες καταστάσεις, όλα κάτω από το πρίσμα ενός παιχνιδιού ‘γάτας-ποντικιού’.  Κάπου μπορεί να σας θυμίσει και λίγο Fincher (δε κάνω πλάκα), οχι τόσο στη χρωματική της απόδοση, όσο στην μεστή, ρεαλιστική και ανδρική της σκηνοθεσία.  Εκτός των άλλων, και η επιλογή του χώρου των γυρισμάτων είναι συνηθισμένη για τέτοιες ταινίες, αφού το ανθρωποκυνηγητό αναλώνεται σε καταπράσινα, φυσικά τοπία, ξύλινες καλύβες μέσα στα δάση και ποταμίσιους γκρεμούς, θυμίζοντας σκηνές από το “The Fugitive” του 1993 (απ’ όσο μπορώ να πω, μιας και την original σειρά του ’63, δε την έχω δει).

Οι ερμηνείες είναι πολύ καλές, ιδιαίτερα από τον Hennie ο οποίος εκμεταλλεύεται στο έπακρο το μικρό του ανάστημα, το οποίο τον βοηθάει να την σκαπουλάρει αρκετά καλά από τις διάφορες κακοτοπιές.  Με έντονο διαπεραστικό (και γουρλωτό βλέμμα) κερδίζει τις εντυπώσεις με την σταδιακή μεταβολή του χαρακτήρα του.  Από την άλλη πλευρά ο Waldau παραμένει λίγο περισσότερο στα μετόπισθεν, υποδυόμενος τον τυπικό κακό, που όμως του πάει έτσι κι αλλιώς (ας είναι καλά και το μεσαιωνικό του alter ego).
Αν κάτι με ενόχλησε στην όλη ταινία είναι μόνο το γεγονός πως το σκληροπυρηνικό παρελθόν του Greve, δεν δικαιολογείται απόλυτα από τη δράση του στη ταινία, καθώς θα περίμενε κανείς πως η παρουσία του θα ήταν περισσότερο έντονη και πως στην τελική he would knew better.  If you know what i mean.
Κατά τα άλλα οι όποιες μικρές, υποθεσιακές τρυπούλες, μπορούν με ευκολία να παρακαμφθούν καθώς η ταινία σου προσφέρει άρτο και θέαμα, καθώς και μερικές χιουμουριστικές στιγμές που πηγάζουν και πάλι από το παρουσιαστικό του Hennie.
To “HeadHunters” είναι μια ταινία νορβηγο-γερμανικής παραγωγής, που σίγουρα θα απολαύσετε και μέσα στην αίθουσα.  Καλογυρισμένο, με έξυπνα twists, ένα παραδοσιακό, crime σενάριο και το φυσικό τοπίο της Νορβηγίας που σιγοντάρει από κοντά, είναι μια από τις καλές, καλοκαιρινές επιλογές και καλά θα κάνετε να τη περιμένετε.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι δε θα δω ποτέ ξανά το χαρτονάκι από το ρολό υγείας, με τον ίδιο τρόπο, οτι δυο υπερτροφικοί αστυνομικοί αποτελούν την καλύτερη προστασία, και οτι το full-skull look είναι και πάλι της μόδας.  Για διαφορετικούς, από τους καθυστερημένους λόγους που είναι πλέον ‘στη μόδα’ και σε εμάς εδώ.


TRIVIA

  • Η ταινία αποτέλεσε τη δεύτερη, μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία στη Νορβηγία μετά το “Max Manus” (2008) με πρωταγωνιστή και πάλι τον Aksel Hennie.
  • Η Summit Entertainment αγόρασε τα δικαιώματα για την παραγωγή του αμερικανικού remake, πολύ πριν από το original release της ταινίας.  Μα τι περίεργο…
  • Η ταινία περιλαμβάνει πολλές αναφορές και tributes στην τριλογία του Stieg Larsson.  Για παράδειγμα κάποια στιγμή η Diana παρακολουθεί στη τηλεόραση τη δεύτερη ταινία, το “The Girl Who Played With Fire”, ενώ χρησιμοποιήθηκαν και κάποιες εναέριες λήψεις από την ταινία “The Girl With the Dragon Tattoo” προκειμένου να καλυφθούν κάποια σκηνοθετικά κενά. 
(ΠΗΓΗ IMDB)