Faster, Pussycat! Kill! Kill!: Some girls are bigger than others

Καλημέρα, καλημέρα, καλή εβδομάδα και όλα τα συναφή!  Σήμερα θα ξεκινήσουμε την κριτική μας εβδομάδα, με έναν τρόπο λιγάκι ανορθόδοξο, μιας που θα ασχοληθούμε με μια ταινία από το μακρινό 1965.  Και τι ταινία ε;  Exploitation από τα λίγα.  Το “Faster, Pussycat! Kill! Kill! είναι η επιτομή του film με γρήγορα (και καλά) αυτοκίνητα, βία, ολίγον από σεξ και φυσικά μεγάλα μπούστα.  Αν θέλετε λοιπόν να περάσετε μια άκρως cult βραδιά με φίλους, σας τη συνιστώ ανεπιφύλακτα.

Η ταινία ξεκινάει με ένα κοντινό στους μηρούς και τις γυμνές κοιλιές των τριών πρωταγωνιστριών, οι οποίες φορώντας μικροσκοπικά, στραφταλιζέ μπουστάκια και βρακάκια με χάντρες, χορεύουν φρενιτωδώς σε κάποιο strip club, με ένα σωρό λιγούρια τριγύρω να γλείφονται και να γουρλώνουν να μάτια πεινασμένοι.  Αμέσως μετά η κάμερα κάνει cut, και μας μεταφέρει σε ένα ερημικό τοπίο στη μέση του πουθενά, οπού υπό τους ήχους ενός λάγνου, μουσικού κομματιού καμπαρετζίδικης εμπνεύσεως, βλέπουμε τρία αυτοκίνητα να ρολλάρουν πάνω στον χωματόδρομο, αφήνοντας πίσω τους σκόνη και άπειρη κακία.
Το story θα μπορούσε και να τελειώνει κάπου εδώ, με εμάς να απολαμβάνουμε τα διάφορα ευτράπελα που οι τρεις θανατηφόρες τύπσσες, θα αντιμετώπιζαν στη πορεία τους.  Παρόλα αυτά η υπόθεση εμπλουτίζεται ακόμα περισσότερο.  Όταν στην οθόνη κάνει την εμφάνισή του ένα ζευγαράκι, και η αρχηγός του γκρουπ, η πληθωρική και uber κακιασμένη Varla (Tura Satana), προκαλέσει το αρσενικό για μια mini κόντρα ταχυτήτων, τα πράγματα θα ξεφύγουν από τον έλεγχο και με μια καρατεκιά της, θα τον αφήσει σέκο.  Αποφασίζοντας να απαγάγουν την αρραβωνιαστικιά του θύματος, θα καταλήξουν σε ένα κακοφορμισμένο σπιτάκι, εκεί που ζει έναν ανώμαλος γέρος, με τον προβληματικό στα μυαλά, αλλά υπερτούμπανο, νεαρό γιο του, καθώς και με τον πιο normal ήρωα της ταινίας, τον μεγαλύτερο γιο.  Εκεί η Ιταλίδα Σπεράντζα Βρανά, Rosie (Haji), η μόνο βυζιά και ζωγραφιστό φρύδι, Varla και η crazy girl Ζωή Λάσκαρη, Billie (Lori Williams) θα τα βρουν επιτέλους, σκούρα.  Και καλά θα πάθουν.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας Russ Meyer, ήταν αν μη τι άλλο μια ενδιαφέρουσα περίπτωση δημιουργού, μιας που έμεινε για πάντα πιστός στο είδος του exploitation/sexploitation film, υπηρετώντας το μέχρι και το τέλος της ζωής του, το 2004.
Ο ίδιος είχε ξεκινήσει από νωρίς τη σκηνοθεσία μικρού μήκους ταινιών, κερδίζοντας μάλιστα το ένα βραβείο μετά το άλλο, αν και κάτι μας λέει οτι από τα 15 του, σίγουρα δεν είχε αρχίσει να δείχνει ακόμη τη τεράστια μανία του προς το μεγάλο, γυναικείο στήθος.  Αργότερα, εκτέλεσε χρέη κάμεραμαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ σύντομα άρχισε να εργάζεται ως φωτογράφος στο Playboy, φωτογραφίζοντας μερικά από τα πρώτα “κουνελάκια”.
Λίγο αργότερα ο Meyer γύρισε και την πρώτη του, κινηματογραφική ταινία με τίτλο “The Immoral Mr. Teas”, τη πρώτη soft πορνό ταινία, που έκανε περισσότερο από $1 εκατομμύριο εισπράξεις, καθιερώνοντας μάλλον στη συνείδηση του κοινού, τη παρουσία του Meyer, ως του σκηνοθέτη του exploitation είδους.  Και αν όντως έτσι έγινε, δεν έπεσαν καθόλου έξω.
Έπειτα από τον Mr. Teas, ακολούθησαν ταινίες όπως οι “Lorna” (1964), “Mudhoney” (1965), “Motor Psycho” (1965) και “Faster, Pussycat! Kill! Kill!” (1965), η οποία θεωρείται από τους περισσότερους, ως το αριστούργημά του.  Με αυτή ακριβώς τη ταινία, ολοκλήρωσε και την ‘Gothic’ δημιουργική του περίοδο, την ονομασία της οποίας βάσισε στο ασπρόμαυρο των συγκεκριμένων ταινιών.
Ο Meyer εργάστηκε και για τον κολοσσό, 20th Century Fox, σκηνοθετώντας το “Beyond the Valley of the Dolls” (1970) το οποίο αποτέλεσε μάλιστα, τεράστια εμπορική επιτυχία, πατώντας αυτή τη φορά στα παραδοσιακά του μοτίβα, αλλά υπό τις ευλογίες ενός μεγάλου studio.  Τελικά ο ίδιος αποφάσισε να επιστρέψει λίγο αργότερα στο προσωπικό, camp και ανεξάρτητο στυλ του, γεμάτο από σεξ, βία, επικίνδυνες γυναίκες και μπόλικο ξύλο.

Η ταινία και τελικά η σκηνοθεσία του Russ Meyer είναι εν προκειμένω μια pop art φαντασίωση, και προφανώς αυτός είναι και ο λόγος που η ταινία έχει δημιουργήσει και έχει κρατήσει μέχρι και τις μέρες μας, το απαράμιλλης αισθητικής, cult, αποτέλεσμά της.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός οτι η πρωταγωνίστρια, μαζί με τις φίλες της (μια εκ των οποίων είναι και ερωμένη της, η μελαχρινή Rosie) μοιάζουν με σύγχρονες, super ηρωίδες, αφού αγαπούν τα γρήγορα αυτοκίνητα, είναι αδίστακτες, επικίνδυνα σαγηνευτικές και μπορούν να σε ξεκάνουν με τα ίδια τους τα χέρια.  Σκέψου απλά οτι ηθοποιοί όπως ο Statham ή ο πιο παλιά καραβάνα, Sylvester Stalone, έχουν χτίσει καριέρες ολόκληρες πάνω σε μια αδρεναλινάτη πορεία, γεμάτη άπειρο πιστολίδι, ξύλο με το κιλό και ορδές κακών, που τους εκμηδενίζουν με το πάτημα μιας και μόνο σκανδάλης.  Εδώ τα πράγματα αλλάζουν.  Η γυναίκα είναι αυτή που βγαίνει μπροστά, σκληραγωγημένη μεν, αλλά χωρίς να αποχωρίζεται ποτέ τη υπερ-θηλυκή της διάσταση (το υπερβολικά μεγάλο στήθος δεν ανταποκρίνεται μόνο στους φετιχιστές, ή τους άνδρες γενικώς, που δε μπορούν να κρατήσουν το βλέμμα τους μακριά από ένα πλούσιο μπούστο, αλλά αποτελεί και μια ξεκάθαρη νύξη στην ίδια την ιδέα του φεμινισμού), διεκδικώντας με τον δικό της τρόπο κομμάτι, από τη μερίδα του λεόντος.  Τον ανδροκρατούμενο δηλαδή κόσμο.

Η πρωταγωνίστρια Tura Satana, αποτελούσε μια ιδιάζουσα περίπτωση γυναίκας.  Έχοντας ξεκινήσει από την ηλικία των 13 ετών να εργάζεται ως εξωτική χορεύτρια σε stip clubs, άρχιζε να παίζει από νωρίς σε ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού, υποδυόμενη ως επί το πλείστον την-έτσι κι αλλιώς-πληθωρική τυχοδιώκτη.  Στο “Faster….” η εικόνα της δεν αλλάζει, όπως ακριβώς και το αβυσσαλέο της ντεκολτέ, που νομίζεις οτι ανά πάσα στιγμή θα αφήσει το στήθος της να πεταχτεί έξω και να σου χώσει ένα βυζοσκάμπιλο που θα είναι όλο δικό σου.  Και αν βλέπω χαμογελάκια να σχηματίζονται στο πρόσωπό σας, μάθετε, οτι η αλήθεια δεν απέχει και πολύ από αυτό.
Ο τρόπος με τον οποίο είναι ντυμένη (φουλ του μαύρου) και ο οποίος παραπέμπει σε μέλος συμμορίας, τα αδρά της χαρακτηριστικά, η απουσία χαμόγελου (ή η διαβολική του παρουσία) και το ταυτόχρονα εκφοβιστικό και άγρια γοητευτικό της, μακιγιάζ, όλα δηλώνουν μια προετοιμασμένη φυσιογνωμία που είναι έτοιμη για οποιοδήποτε ρίσκο.  Το ενδιαφέρον εδώ είναι οτι η διάθεση της αρχηγού δεν είναι τόσο να σαγηνεύσει με τα πλούσια ελέη της, αλλά περισσότερο να “ευνουχίσει” σε έναν βαθμό, όποιον άντρα βρίσκεται απέναντί της, με το να μοστράρει από μόνη της και με τρόπο απροκάλυπτο, το στήθος της.  Αν το πάμε δηλαδή και ακόμη πιο μακριά, το γυναικείο στήθος που είναι αιωνίως ταυτισμένο με το Οιδιπόδειο ενός άνδρα, εδώ αλλάζει χρήση και δε γίνεται πλέον θεμιτό για αυτό που είναι, αλλά αποκρουστικό για όλα αυτά που υπονοεί.
Σε καμία περίπτωση ο σκοπός δεν είναι να βγάλουμε από τη μύγα ξύγκι, αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον πως ακόμα και σε b-movie ταινίες όπως αυτή, ενυπάρχουν στοιχεία εποχής και κοινωνικοπολιτικών προεκτάσεων, γεγονός που γίνεται ξεκάθαρο εδώ, με μια δεύτερη ανάγνωση της ταινίας.  Εξάλλου ας μη ξεχνάμε οτι βρισκόμαστε ακόμη στη δεκαετία του ’60, τότε που η έννοια της απελευθέρωσης είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις σε ποικίλους τομείς της καθημερινότητας.  Και τι καλύτερο να κάνεις μια “ελαφριά” ταινία εποχής, που να μιλάει για την “ζουμερή” κατάσταση του ίδιου τότε;

Όσον αφορά τις ερμηνείες μπορείτε φυσικά να μη περιμένετε τίποτα, αφού τα πάντα σε αυτή τη ταινία είναι υπερβολικά και εντελώς στημένα.  Η προφορά της δήθεν Ιταλίδας, η τρέλα της ξανθιάς χαζογκόμενας, ακόμα και ο ρόλος των αρσενικών (που εκ των πραγμάτων βρίσκεται στα Τάρταρα με έναν ηλικιωμένο πατέρα σε καροτσάκι και έναν γιο με διανοητικό πρόβλημα) είναι υποτυπώδης, αν και ο daddy της παρέας παραδίδει μια άκρως πειστική ερμηνεία, κυρίως χάρη στο αλλοπαρμένο, κακόβουλο βλέμμα του που στάζει μισογυνισμό από χιλιόμετρα μακριά.
Η σκηνοθεσία του Meyer είναι αυτή που σε κερδίζει αμέσως εξαιτίας του γρήγορου μοντάζ, της καρτουνίστικης αισθητικής του και των σκηνών όπως αυτές με τις πρωταγωνίστριες μέσα στο αμάξι και καλά να οδηγούν, αλλά τα σύννεφα στο background να παραμένουν ασάλευτα (και το κούνημα να προέρχεται προφανώς από το δύσμοιρο, παραγωγικό team που κουνούσε τα αυτοκίνητα με τα περισσής μανίας).
Το “Faster, Pussycat! Kill! Kill!” είναι μια από αυτές τις ταινίες που βλέπεις για να περάσεις καλά, πραγματική τροφή του inner, καμένου σου nerd, που ζητάει πότε πότε να το ταΐσεις κάτι εντελώς καλτ και απολαυστικά κακοφτιαγμένου.  Μέσα από χιουμοριστικούς, camp διαλόγους, καρατέκα ξυλίκικη έμπνευση, λουπαριστές μουσικές νότες, κακές γυναίκες και μια στοιχειώδη υπόθεση, αλλά και με λίγη τροφή για σκέψη, αυτή η ταινία είναι must see.  Σκέψου απλά τη μνεία που έκανε για χάρη της ο Quentin Tarantino στο “Death Proof” και θα καταλάβεις οτι μιλάμε για ΤΗΝ έμπνευση.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο σωματαράς γιος, μοιάζει αρκετά με μια πιο brutal εκδοχή του Marlon Brando, οτι η σκηνή με τα catfights και τις ιαχές καράτε είναι άπαιχτες και οτι εγώ ένα από τα poster θα το κάνω μπλουζάκι.  Τέλος.


 No trivia

Death Proof: Well, it’s going to be a realy bumpy ride

Καλησπέρα σε όλους.  Σήμερα, και μετά από μια μέρα γεμάτη από αναμονή για κάρτες διαρκείας στις Νύχτες Πρεμιέρας (thank God, τις προμηθεύτηκα πριν εξαντληθούν), ποδαρόδρομο για να πάρουμε το αυτοκίνητο από μια θέση parking πάνω στα κατσίβραχα της Ακρόπολης, γύρισα επιτέλους σπιτάκι, έφαγα και κάτι ξεγυρισμένα γεμιστά, και είμαι έτοιμη για ακόμη μια ταινιούλα.  Αυτή τη φορά, και παρά το γεγονός πως ξέρω οτι πιθανότατα την έχετε δει οι περισσότεροι, δε μπορώ παρά να γράψω για το “Death Proof” το οποίο είδα χθες το βράδυ στη τηλεόραση και κατάλαβα για ακόμη μια φορά, πόσο απολαυστικά, καμένη ταινία είναι.  So, όσοι συμφωνείτε, συνεχίστε και παρακάτω.  Για όσους δε την έχουν δει, θα προσπαθήσω να σας πείσω οτι αξίζει την προσοχή σας…

Τέσσερις φιλενάδες από το Austin του Texas, αποφασίζουν να βγουν για την καθιερωμένη, βραδινή τους εξόρμηση, και επισκέπτονται για ακόμη μια φορά το διάσημο στέκι της περιοχής, Texas Chilli Parlor.  Εκεί παρέα με ένα devilishly hot jukebox, έναν μπάρμαν που, ‘σαν μποιον μοιάζει, μωρέ σα μποιόν μοιάζει’ (και ο Tarantino δε μπορεί να μη παίξει έστω έναν τόσο δα ρόλο στις ταινίες του), και μερικά κ*λωμένα boys, περνάνε την ώρα τους πίνοντας σφηνάκια, χορεύοντας λάγνα στις τζουκμποξικές μελωδίες και συζητώντας σχετικά με την επικείμενη επίσκεψή τους, στο σπίτι κοντά στη λίμνη, το οποίο διατηρεί η οικογένεια μιας εξ’ αυτών.  Την ίδια στιγμή στο μπαρ, μια ξανθιά χίπισσα, πιάνει κουβέντα σε έναν περίεργο τύπο με μια ουλή “ΝΑ” (με το μπαρδόν) στο πρόσωπό του, ο οποίος έχει μόλις τσακίσει μια γενναία μερίδα νάτσος, και πίνει την επόμενη μη αλκοολούχα, πίνα κολάδα του.  Η κουβέντα ανάβει και μετά από λίγο ο και πολύ stuntman, stuntman Mike (Kurt Russell), καταλήγει σε μια καρέκλα, με μια εκ των προαναφερθέντων φιλενάδων, την Arlene (Vanessa Ferlito), να του σερβίρει και το επιδόρπιο: ένα πρώτης τάξεως lap dance.  Θα έλεγε κανείς δηλαδή, οτι μια πολύ κεφάτη βραδιά βρίσκεται σε εξέλιξη στο παλιακό μπάρ του Warren (Quentin Tarantino).  Βεβαίως.  Με μια μόνο διαφορά: ο stuntman Mike είναι ένας ανώμαλος γκαζιάρης, που αρέσκεται να σκοτώνει γυναίκες με το death proof αυτοκίνητό του, με σήμα κατατεθέν το ασημένιο παπί.  Απλά, καθημερινά πράγματα.  Η pay-back time θα έρθει όμως λίγο καιρό αργότερα, όταν ο Mike τα βάλει με τα λάθος κορίτσια…

Δε πρόκειται να πούμε πάλι πολλά για τον Tarantino, μιας που τα έχουμε ξαναπεί, μέσα από την αναφορά στο blog, σε άλλες του ταινίες.  Εκεί που θα επικεντρωθούμε περισσότερο είναι η αισθητική της συγκεκριμένης ταινίας, το cast, η σκηνοθεσία και γενικά όλο αυτό το σύνολο που κατά την ταπεινή μου γνώμη, θα έπρεπε να την καθιστά μια εκ των ταινιών για τις οποίες ο Tarantino, οφείλει να είναι περισσότερο περήφανος.  Καλά, βάλτε και το “Reservoir Dogs”, το “Pulp Fiction”, το “Jackie Brown”, τα “Kill Bill”, το “Inglourious Basterds”.  Χμμ, you got the point.
Αρχικά να υπενθυμήσω σε όσους το έχουν ξεχάσει και να γνωστοποιήσω σε όσους δε το γνώριζαν, οτι σε πρώτη φάση οι δυο ταινίες των Rodrigued-Tarantino, “Planet Terror”-“Death Proof”, είχαν κυκλοφορήσει στην Αμερική σαν ‘double feature’.  Και τι είναι αυτό;  Στην ουσία αποτελούσαν δυο κομμάτια της ίδιας υποθεσιακά, δουλειάς.  Παρά το γεγονός οτι και στην Ελλάδα οι ταινίες προβλήθηκαν μεμονωμένα, ο στόχος των δυο σκηνοθετών, ήταν να επαναφέρουν στο προσκήνιο την αισθητική των exploitation ταινιών, των δεκαετιών του ΄50, ’60 και κυρίως ’70.  Το γεγονός οτι έδωσαν στο κινηματογραφικό τους παιδί το κοινό όνομα “Grindhouse” δεν είναι τυχαίο, μιας που ο όρος προέρχεται από την ονομασία που συνηθιζόταν να δίνεται στις αίθουσες οι οποίες φιλοξενούσαν b-movies, με exploitation περιεχόμενο (από sex, gore, τέρατα και ναρκωτικά, μέχρι ταινίες με νταβατζήδες, πόρνες, serial killers και φυσικά άπειρο αυτοκινητο-κυνηγητό, με θρυλικά πλέον, μοντέλα αμαξιών), οι οποίες προβάλλονταν συνήθως σε ‘multiple-feature format’ (συνήθως δυο μαζί).
Σε πρώτη βάση λοιπόν, καλό είναι να έχει κανείς στο νου του περί τίνος πρόκειται η ταινία, γιατί μόνο έτσι μπορεί να εκτιμήσει την πραγματική cult υπόστασή της, η οποία όπως φαίνεται είναι αφιερωμένη σε ένα τεράστιο και καθόλα αγαπημένο κινηματογραφικό ρεύμα, το οποίο μεσουράνησε ιδιαιτέρως τη δεκαετία του 1970: αυτό του “trash” cinema.

Αν θα έπρεπε να τοποθετήσουμε την ταινία σε μια κατηγορία, σίγουρα θα ήταν αυτή της γενναιόδωρης καλτιάς, ακόμα και αν μιλάμε για φιλμ των τελευταίων ετών (του 2007 συγκεκριμένα).  Ο τρόπος με τον οποίο ο Tarantino έχει χρησιμοποιήσει όλα αυτά που μόνος του διδάχθηκε, παρακολουθώντας ταινίες επί ταινιών, κατά τη διάρκεια εργασίας του στο video club-και οχι μόνο-, είναι εξαίρετος και φυσικά δεν είναι τυχαίο οτι αποτελεί τον μοναδικό, mainstream σκηνοθέτη, ο οποίος και εξακολουθεί να μένει πιστός στο είδος που τον ανέδειξε, και να μαζεύει το κοινό στις αίθουσες με το τσουβάλι, και φυσικά, να συγκεντρώνει και μεγάλα ονόματα στις εκάστοτε παραγωγές του.  Μπορεί στο “Death Proof”, ο Russell να αποτελεί την παλιά, καλή καραβάνα, παρόλα αυτά η συγκεκριμένη δουλειά του, είναι ίσως η πιο καρμποναρισμένη του ταινία, σχετικά με τον exploitation φόρο τιμής που αποτίει: εντυπωσιακές γυναίκες, μισογύνης δολοφόνος κατά συρροή, bad ass αυτοκίνητα, γρατζουναρισμένη εικόνα, compilation soundtrack (πιθανότατα από όλες εκείνες τις ταινίες που αποτέλεσαν την έμπνευση για τον Quentin), επανάληψη του ‘fuck’ στη νιοστή, αίμα και άγρια, θηλυκά ένστικτα;  B(e) perfection.

Οφείλω και εγώ να παραδεχθώ, οτι την ταινία δε τη θυμόμουν από τη πρώτη φορά που την είχα δει, ή τουλάχιστον δε τη θυμόμουν και τόσο καλά.  Συνεπώς μπορείτε να καταλάβετε και την έκπληξή μου, όταν είδα πως είναι τελικά τοποθετημένη χρονικά, στο σήμερα.  Κινητά τηλέφωνα μπλέκονται με αρτιστίκ αφίσες από πάμπολλες ταινίες, και…i-pods βολεύονται καλά πάνω στην κίτρινη, τσιρλιντερική φορεσιά της Lee (Mary Elizabeth Winstead), η οποία είναι εξίσου βολεμένη μέσα στην κατακίτρινη και τόσο μα τόσο όμορφη Mustang της Kim (Tracie Thoms).
Ο συνδυασμός άλλης εποχής και σύγχρονης κουλτούρας, είναι αυτός που κάνει έντονα τη διαφορά στη ταινία του Tarantino, και αυτό γιατί ενώ η ταινία είναι τόσο απροκάλυπτα vintage, είναι την ίδια στιγμή μέσα στο πνεύμα των καιρών, με free spirited γυναίκες, κλασικούς κακούς και καπάου! φεμινισμό, ιδωμένο μέσα από τα μάτια ενός ποδόφιλου σκηνοθέτη.  Γιατί, αν κάτι είναι κοινό στα δυο κομμάτια της ταινίας, αυτό είναι οι γλουτοί, οι γάμπες και βεβαίως, οι πατούσες.  Κι αν αυτό δεν είναι exploitation φετιχισμός, τότε τι είναι;
Εκτός όμως από το σύνολο της ταινίας που παραπέμπει σε καψιμέϊκο film του ’70, η αισθητική αυτή, ενισχύεται και από ένα άλλο κόλπο το οποίο μάλιστα βλέπουμε πριν καν αρχίσει η ταινία: από τα fake trailers.
Λίγο πριν δούμε το πρώτο πλάνο της ταινίας (ένα ακόμη ζευγάρι γυναικεία πατούσια) πέφτουν μερικά ολιγόλεπτα trailers, τα οποία δε νομίζω να βλέπει κανείς στην κόπια του dvd, αλλά ίσως τα θυμάστε να παίζουν μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα.  Αυτά λοιπόν τα fake trailers, επειδή ακριβώς έπαιζαν μέσα στο θέμα του exploitation, αποτελούσαν την πλέον λειτουργική διαφήμιση για την ταινία και μια ομολογουμένως, πρωτότυπη πινελιά.  Ο ενθουσιασμός που προκάλεσαν, είχε σαν αποτέλεσμα, κάποια από αυτά, να γίνουν τελικά και full length ταινίες(!), όπως το “Machete” με τον μουράτο Danny Trejo, αλλά και το επικών διαστάσεων, “Hobo With a Shotgun”, του Jason Eisener.  Ανάμεσα στα άλλα, μπορούσε κάποιος να δει το trailer “Werewolf Women on SS”, σε σκηνοθεσία Rob Zombie και πρωταγωνιστή τον Nicolas Cage, αλλά και το “Don’t” του Edgar Wright (“Shaun on the Dead”, “Hot Fuzz”, και “Attack the Block” ως executive producer).

Εκτός από τη σκηνοθεσία που είναι έτσι κι αλλιώς ταραντινίστικη, ενδιαφέρον έχει και το cast, μιας που εκτός από τις γνωστές-άγνωστες τύπου Rosario Dawson, Winstead, MacGowan, βλέπουμε επισήμως και την αγαπημένη stunt woman του Tarantino, την οποία χρησιμοποιεί σε κάθε του ταινία, Zoe Bell.  Η Bell είναι ο κρυμμένος άσος στο μανίκι, καθώς κάνει όλα τα τρελά και τα κουλά της υπόθεσης, ματσουκώνει τον Russell με έναν σωλήνα και γενικά τρελαίνει και τρελαίνεται.
Αν πρέπει να πούμε τι είναι το “Death Proof”, το πιο σωστό θα ήταν πως αποτελεί μια μνεία πάνω σε ένα σωρό ταινίες που με τον έναν, ή με τον άλλο τρόπο κάνουν εδώ την εμφάνισή τους: είτε ως αφίσα, είτε ως ατάκα ή ως απλό referance, ο Tarantino αγαπάει το παλιό, το καλό, το κακό και το weird, και δε διστάζει να το δείχνει σε όλη τη διάρκεια του film.  “The Wizard of Oz”, “Rio Bravo”, “Psycho”, “Faster Pussycat! Kill! Kill!”, “Bullitt”, “Vanishing Point”, “The Getaway”, “The Toxic Avenger” και “Crash”, είναι μόνο μερικές από τις εκατοντάδες αναφορές σε ταινίες που υπάρχουν παντού μέσα στη ταινία.  Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα οτι ο stuntman Mike φτιάχνεται σεξουαλικώς από τα τροχαία ατυχήματα, όπως ακριβώς και οι ήρωες του Cronenberg στη ταινία “Crash”.
Εκτός από την μανιασμένη δράση, τον ξέφρενο ρυθμό, την sexy-slutty διάθεση και μια ιστορία που έχουμε ξαναδεί, αλλά αγαπάμε έτσι κι αλλιώς, το “Death Proof”, ακόμα και αν δε του φαίνεται, είναι μια ταινία για τον ίδιο τον κινηματογράφο (απαρτίζεται από πρωταγωνιστές που είναι stuntmen, και υποδύονται και τους stuntmen/women, τη Dawson που υποδύεται μια μακιγιέρ, την Winsted που υποδύεται μια ηθοποιό, και πάει λέγοντας), την ιστορία του και τους θαυμαστούς δρόμους που έχει ακολουθήσει μέχρι σήμερα.  Και αυτό το γουστάρουμε με τα χίλια.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι καλό είναι να αποφεύγεις όποιον έχει μια νεκροκεφαλή στο καπό του αυτοκινήτου του, οτι το σωστό lap dance γίνεται με πλαστική σαγιονάρα και οτι καλό είναι να μην εμπιστεύσαι μια λευκή Challenger σε τρεις γυναίκες, γιατί ποτέ δε ξέρεις πως θα καταλήξει στα χέρια τους…


TRIVIA

  • Το μακιγιάζ, το χρώμα των μαλλιών και το όλο ντύσιμο της MacGowan εδώ, είναι επίτηδες τόσο έντονα διαφορετικό, προκειμένου να μη παραπέμπει καθόλου στον ρόλο της Cherry στο “Planet Terror”.
  • Η ταινία ‘κακοποιήθηκε’ πραγματικά, προκειμένου να έχει την αίσθηση του παλιού.  Δε χρησιμοποιήθηκε καμία ψηφιακή επεξεργασία.
  • Τα χρώματα του αμαξιού των κοριτσιών στο δεύτερο κομμάτι, παραπέμπουν στη κιτρινόμαυρη στολή της Uma Therman στο “Kill Bill”.
  • Η Dawson έπεισε τον Tarantino να κόψει τα μαλλιά της, προκειμένου να παραπέμπει στο pin-up icon, Bettie Page.
 (ΠΗΓΗ IMDB)

From Dusk Till Dawn: It’s going to be a gory night

Hello, hello again!  Λοιπόν σήμερα και επειδή φτάσαμε και πάλι στο τέλος της εβδομάδας, σκέφτηκα να γράψω για κάτι χαλαρό και άκρως διασκεδαστικό, κι οχι τόσο για κάτι που σηκώνει και πολλή σκέψη.  Έτσι, μου ήρθε στο μυαλό το “From Dusk Till Dawn”, το οποίο είδα μόλις πρόσφατα, και ομολογώ οτι με διασκέδασε πολύ, αφενός χάρη στις ερμηνείες των πρωταγωνιστών (και ειδικά του Harvey Keitel ο οποίος φάνηκε να παίρνει τον ρόλο του στα σοβαρά), και αφετέρου χάρη στην ολοκληρωτικά cult διάσταση που προσφέρει η ταινία.  Αν λοιπόν έχετε διάθεση και εσείς για κάτι cool and fun, τότε προτιμήστε την αυτό το σαββατοκύριακο.  Για πιο σοβαρές ταινιούλες, θα έχουμε την δυνατότητα να μιλήσουμε, μέσα στον επόμενο μήνα, όταν και θα ξεκινήσουν πλέον επισήμως και οι Νύχτες Πρεμιέρας.  Ξεκινάμε!

Δυο μεγαλοκακοποιοί, ο σκληροτράχηλος Seth Gecko (George Clooney) και ο ψυχάκιας, βιαστής, δολοφόνος, αδελφός του, Richard (Quentin Tarantino…of course), καταζητούνται από την αστυνομία του Μεξικό, έπειτα από μια αιματηρή ληστεία τράπεζας, για την οποία ήταν υπεύθυνοι.  Έχοντας κανονίσει να συναντήσουν τον Carlos (Cheech Marin), το κλασικό αφεντικό με τη μουστάκα, με τον οποίο θα ανταλλάξουν λεφτά και άσυλο, αναγκάζονται να διαφύγουν από το Μεξικό, κρατώντας ομήρους τα μέλη μιας οικογένειας, την οποία καλούν να αυτοσχεδιάσει προκειμένου να τους βγάλει με το τροχόσπιτό της, εκτός συνόρων.  Ο πάστορας σε κρίση πίστης, Jacob Fuller (Harvey Keitel), καθώς και τα δυο του παιδιά, Kate (Juliette Lewis), και Scott (Ernest Liu), θα αναγκαστούν να υπακούσουν στις υποδείξεις των αδελφών-εγκληματιών, προκειμένου να παραμείνουν ζωντανοί.  Χωρίς πολλές επιλογές, ο πάτερ φαμίλιας, δε θα φέρει καμία αντίρρηση όταν οι Gecko σταματήσουν σε ένα κωλόμπαρο στη μέση του πουθενά (με την εμπνευσμένη ονομασία, “Titty Twister”) προκειμένου να περιμένουν τον Carlos το τσακάλι, και να πιουν κάνα ουισκάκι, θαυμάζοντας ημίγυμνες υπάρξεις να λικνίζονται πάνω στα τραπέζια, τίγκα στο φτερό και το πούπουλο.  Αυτό που δε ξέρουν όμως, είναι οτι οι θαμώνες του μπαρ δεν είναι απλοί άνθρωποι όπως εκείνοι, αλλά κάτι κακάσχημα βαμπίρ, που λυσσάνε για αίμα και σάρκα.  Oh, it’s gonna be a hell of a night…

Σκηνοθετημένο το 1996 από τον κινηματογραφικό, ‘δίδυμο’ αδελφό του Tarantino, Roebert Rodriguez, το “From Dusk Till Dawn” έμελλε να γίνει instant cult classic, χάρη στην χαρακτηριστική σκηνοθεσία του Τεξανού σκηνοθέτη, παραγωγού, σεναριογράφου και τόσα άλλα, το μακάβριο περιεχόμενο, την gore αισθητική που καλύπτει όλη σχεδόν τη δουλειά του μέχρι και σήμερα, αλλά και την εμφανέστατη διάθεση του να μη πάρει καθόλου στα σοβαρά τον εαυτό του.  Ακριβώς δηλαδή όπως και ο πιο grande, Tarantino.
O Rodriguez είχε επηρεαστεί από μικρός από έναν από τους πιο αμφιλεγόμενους σκηνοθέτες, τον John Carpenter, ο οποίος ώθησε τα όρια της camp σκηνοθεσίας, του τρόμου και της επιστημονικής φαντασίας, πολύ πιο πέρα από τους ιστορικούς προκατόχους του, της δεκαετίας του ’50.
Αν παρακολουθήσει κανείς τη πορεία του μέχρι τις μέρες μας, θα δει οτι η επίδραση του μεγάλου σκηνοθέτη, είναι πολύ έντονη, τόσο στον τομέα της θεματικής, όσο και στον τρόπο που χειρίζεται τη κάμερα.  Έτσι, αν και έχει σκηνοθετήσει γύρω στις τριάντα ταινίες, με πολλές από αυτές να αποτελούν μικρά φιλμάκια και documentaries, το μόνο σίγουρο είναι οτι έχει παραμείνει όλα αυτά τα χρόνια πιστός, στην b-movie αισθητική που τον ανέδειξε και μας έκανε να τον γουστάρουμε, αν μη τι άλλο για τις ανόσιες προσπάθειές του να μας προκαλέσει φόβο, αηδία και ενοχική απόλαυση.
Παρά το γεγονός οτι το κινηματογραφικό του style, μοιάζει έντονα με αυτό του Tarantino (ο οποίος εδώ υπογράφει το σενάριο), ποτέ δε κατάφερε να κάνει τη μεγάλη καριέρα του συναδέλφου του, καθώς μάλλον οι περισσότεροι αδυνατούν να δουν πέρα από τη καλτίλικη φύση του.  Βωμολοχίες, αίμα, διαρκής βία, γκόμενες με πλούσια ελέη και bad ass τύποι που σου ανοίγουν το κεφάλι στο πι και φι, αποτελούν την κλασική clientele του Rodriguez, ο οποίος μέσα από ταινίες όπως οι “El Mariachi”, “Desperado”, “Spy Kids”(!!), “Planet Terror” και “Machete”, αποδεικνύει πως παραμένει ένας τύπος, αιώνια ερωτευμένος με την pulp χαβούζα των καιρών του.  Κάπου εκεί βέβαια βλέπεις οτι έχει κάνει και το “Sin City”, παρέα με τον Frank Miller και τον Tarantino, και αναρωτιέσαι γιατί τελικά δεν είχε την ίδια τύχη με τον σάπιο, σκηνοθέτη φίλο του.

Ο μύθος των σκοτεινών πλασμάτων που ορέγονται το ανθρώπινο αίμα, κάνουν νάνι το πρωί, τριγυρνούν το βράδυ, αποφεύγουν το extra σκόρδο στο φαΐ τους και δεν έχουν καμία διάθεση για ξύλινο παλούκωμα, αποτελούσε από πάντα έναν από τους πιο επιτυχημένους θρύλους της παγκόσμιας, φανταστικής ιστορίας, πάνω στον οποίο έχουν γραφεί αναρίθμητα βιβλία, έχουν σκηνοθετηθεί εκατοντάδες ταινίες και γενικότερα, είναι μια από αυτές τις ιστορίες που μοιάζει να ακολουθεί τον άνθρωπο, από την αρχή της ύπαρξής του.
Το 1897 ο Ιρλανδός συγγραφέας, Abraham “Bram” Stoker, έδωσε πνοή στην ιστορία των αιωνόβιων αυτών πλασμάτων, μέσα από το βιβλίο του “Dracula”, το οποίο πραγματεύεται τη ζωή του Κόμη Δράκουλα, όπως αυτός προσπαθεί να επιστρέψει από την Τρανσυλβανία, στην Αγγλία, καθώς και τη μάχη του, απέναντι σε μια ομάδα ανδρών και γυναικών, που καθοδηγείται από τον καθηγητή Abraham Van Helsing.
Έκτοτε η ιστορία των βαμπίρ έχει μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη με πολλές παραλλαγές.  Το 1922 o Γερμανός εξπρεσιονιστής, F.W Murnau, σκηνοθετεί το “Nosferatu”, μια αλληγορία πάνω στην έλευση του κακού, με τη μορφή της φονικής ασθένειας της πανούκλας, μόνο για να αναπαραστήσει με τρόπο γραφικό, τις εκατόμβες νεκρών που άφησε πίσω του ο ‘Α Παγκόσμιος Πόλεμος.  Εδώ, ο Νοσφεράτου του Max Schreck, είναι ένα πλάσμα αποκρουστικό, με μυτερά αυτιά, αυστηρό παρουσιαστικό και κοφτερά δόντια, ο οποίος μοιάζει με τρωκτικό: ακριβώς δηλαδή με τα πλάσματα τα οποία φέρουν την αρρώστια πάνω τους.
Από την άλλη πλευρά, ο Δράκουλα του Coppola, είναι ένα καθαρά σεξουαλικό ον, που αποζητά το αίμα της Mina, όσο και το ίδιο της το κορμί.  Γοητευτικός και έντονα σεξουαλικός, ο Gary Oldman, άφησε εποχή με την ερμηνεία του.
Σήμερα ο μύθος των βρικολάκων, έχει ατονίσει κατά πολύ και-γιατί οχι;-έχει φλωρέψει ολοκληρωτικά, αφού βλέπετε αν δε διαθέτουν κοιλιακούς πέτρα, make-up-ίστικη χλομάδα και ενίοτε, στραφταλιζέ ραφινάρισμα, δεν νοούνται ως πλάσματα της νύχτας.  Η αλήθεια είναι πως αν δε μοιάζεις με το τελευταίο μοντέλο του Kalvin Klein, δε μπορείς να θεωρείσαι original κακός…
Ευτυχώς υπάρχει ο Rodriguez, o Schumacher (ναι, ούτε εγώ το πίστευα), o Νeil Jordan και μια πλειάδα από σύγχρονους north Korean και Σκανδιναβούς σκηνοθέτες, για να κρατήσουν τον αληθινό μύθο ζωντανό.

Στη προκειμένη περίπτωση ο Rodriguez αποφάσισε να προσδώσει στην ιστορία των vampires, μια τελείως cult διάσταση, μέσα από τον συνδυασμό γυμνού και αίματος, σαγήνης και θανάτου, ομορφιάς και ασχήμιας.
Σίγουρα έχει μείνει αξέχαστη σε όλους η σκηνή, οπού η Salma Hayek λικνίζεται αισθησιακά φορώντας μόνο τα απολύτως απαραίτητα, στους ρυθμούς του “After Dark” των Tito & Tarantula, παρέα με ένα χαριτωμένο φιδάκι.  Και εκεί που κάποιος θαυμάζει τα…κάλλη της λατίνας σταρ, ο Rodriguez χαμογελάει χαιρέκακα, κλείνει το μάτι και στα αμέσως επόμενα λεπτά, την μετατρέπει στο παραπάνω εξάμβλωμα.  Bye bye στύση.
Η αλήθεια είναι, πως ακριβώς αυτή η εναλλαγή ανάμεσα στη λάγνα αίσθηση και το μακάβριο χιούμορ, το οποίο εξαργυρώνεται με ένα μάτσο νυχτεριδοπλάσματα που χύνουν πράσινο αίμα και παραπέμπουν στους χειρότερούς σου εφιάλτες, είναι αυτό που κάνει τη συγκεκριμένη ταινία τόσο feel good.  Έτσι κι αλλιώς είπαμε, ο Rodriguez, δύσκολα παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά, και εδώ αυτό γίνεται παραπάνω από εμφανές.  Απλά ρίχνει μια ομάδα από ανθρώπους μέσα σε ένα άνδρο αιμοδιψών βρικολάκων και αφήνει το χάος να κυριαρχήσει.
Όσον αφορά τους ήρωες, ο πρωταγωνιστικός ρόλος που κρατάει εδώ ο Clooney, θα έπρεπε να συγκαταλέγεται στη πλούσια, υποκριτική του γκάμα (ενώ αντιθέτως ο ρόλος του Batman, με τις προσαρμοσμένες ρώγες πάνω στη στολή, θα έπρεπε να μείνει στα άδυτα του μυαλού μας), ως ένας από τους καλύτερους, αφού αποδεικνύει οτι και καθόλου δε κωλώνει, και χαίρεται αυτό που κάνει και στη τελική το κάνει και πολύ καλά.  Το ίδιο ισχύει και για τον Keitel, ο οποίος έπειτα από το απείρου κάλους “Bad Lieutenant” και την συνεργασία του με τον Tarantino στο “Reservoir Dogs”, φαίνεται πως και αυτός το διασκεδάζει πολύ, ιδιαίτερα μάλιστα αν σκεφτεί κανείς οτι υποδύεται έναν πάστορα.  Amen.
Φυσικά η πάντα εναλλακτική από τα γεννοφάσκια της, Juliette Lewis, δε θα μπορούσε να λείπει στον ρόλο άριστης τοξοβόλου, ενώ το πέρασμά του κάνει και ο αγαπητός των δυο σκηνοθετών, Danny Trejo, γιατί έτσι μας αρέσει.

Η σκηνοθεσία θα σου θυμίσει για ακόμη μια φορά αυτή του Tarantino.  Τα trunk-shots, η κάμερα μπροστά από το όπλο, τα φαντασμαγορικά εφέ και το ομολογουμένως, εντυπωσιακό μακιγιάζ, αποτελούν τα ατού της ταινίας, η οποία έτσι κι αλλιώς ποντάρει σε αυτά, αλλά και στους ‘γοητευτικούς’ της πρωταγωνιστές, προκειμένου να κερδίσει το ενδιαφέρον.
Το “From Dusk Till Dawn” είναι ένα cult ταινιάκι, ότι πρέπει για σήμερα.  Γιατί δε σας είπα, μπλε φεγγάρι σήμερα δε θα δείτε.  So, From Dusk Till Dawn, για πραγματικά fun βραδάκι.

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι μπορείς να κάνεις έναν επιτυχημένο σταυρό, συνδυάζοντας ένα shotgun και ένα ρόπαλο του baseball, οτι όπως με πληροφόρησαν, στη διάρκεια του χορού της Santanico Pandemonium, ο Clooney είχε τη καλύτερη θέα και οτι παντού υπάρχει ένας βετεράνος του Nam.


TRIVIA

  • Το όνομα της οικογένειας Fuller, έχει δοθεί από σεναριογράφο-σκηνοθέτη, Samiuel Fuller, μια από τις πρώτες επιδράσεις του Tarantino,  όσον αφορά το “pulp” cinema.
  • Η Hayek δεν έκανε κάποια χορογραφία για τη σκηνή της, απλά άφησε τον εαυτό της ελεύθερο και χόρεψε βάση της μουσικής, όπως ακριβώς της είχε πει ο Rodriguez.  Το ίδιο έγινε αργότερα και με τη Jessica Alba, στην δική της σκηνή, στο Sin City.
  • Για τα βαμπίρ χρησιμοποιήθηκε πράσινο αίμα, προκειμένου η ταινία να περάσει τον έλεγχο καταλληλότητας.
  • Αρχικά η Satanico Pandemonium, είχε την ονομασία, Blonde Death.  O Tarantino όμως αποφάσισε να χρησιμοποιήσει μια λατίνα, οπότε επέλεξε και τη Hayek.  To όνομα το πήρε από μια gory, μεξικάνικη ταινία τρόμου, την οποία ο Tarantino είχε δει στο ράφι του video club του εργαζόταν.
  • Η Hayek έχει στη πραγματικότητα, τεράστιο φόβο απέναντι στα φίδια και αρνιόταν να βρίσκεται κοντά σε αυτά.  Όταν διάβασε το σενάριο, κατάλαβε οτι η φοβία της θα αποτελούσε μεγάλο εμπόδιο στο να δεχθεί τον ρόλο.  Αργότερα ο Rodriguez κατάφερε και της άλλαξε γνώμη, όταν της είπε οτι η Madonna, καραδοκούσε για να αρπάξει τον ρόλο.  Έτσι η Hayek πέρασε δυο μήνες με θεραπευτές και κατάφερε να ξεπεράσει τη φοβία της.
(ΠΗΓΗ IMDB)

What Ever Happened to Baby Jane?: Twisted sister

Hello again!  Σήμερα το menu έχει και πάλι κάτι από τα παλιά και συγκεκριμένα από το μακρινό, το πολύ μακρινό, 1962.  Το “Whatever Happened to Baby Jane?” (θα το λέμε για το υπόλοιπο της κριτικής WHTBJ για συντομία) είναι μια ιδιάζουσα ταινία η οποία περιλαμβάνει δυο από τις μεγαλύτερες κυρίες του κλασικού Hollywood, όταν αυτό βρισκόταν ακόμα στις δόξες του.  Παρά το γεγονός όμως οτι οι δυο τους αποτέλεσαν εξέχουσες φυσιογνωμίες του old time classic, αμερικανικού κινηματογράφου, σε αυτή τη ταινία του-κόντρα στα κατεστημένα- σκηνοθέτη Robert Aldrich, οι Crawford και Davis προκαλούν και προκαλούνται, καθώς επί της ουσίας αναβιώνουν στην μεγάλη οθόνη το άσβηστο μίσος και την αέναη κόντρα που χαρακτήριζε την μεταξύ τους σχέση, στην off screen ζωή.  Εκτός αυτών, μέχρι και σήμερα πολλοί αναρωτιούνται πως τελικά οι δυο τους αποφάσισαν να συνεργαστούν σε μια ταινία, και οχι μόνο αυτό, αλλά να βγάλουν και ένα τόσο δυνατό, creepy και αντισυμβατικό αποτέλεσμα που σπάει κόκαλα.  Ίσως απλά να άφησαν τη φυσική αντιπάθεια που έτρεφε η μια για την άλλη, να τις καθοδηγήσει.  Ακόμα και έτσι όμως το WHTBJ αποτελεί ένα από τα πιο σοκαριστικά δημιουργήματα της χρυσής ακόμα εποχής του Hollywood, με συγκλονιστικές (και υπέροχα τρομακτική από πλευράς Davis) ερμηνείες, και ένα cult status που την ακολουθεί μέχρι και σήμερα.  Here we go…

Η μικρή Baby Jane Hudson ήταν ένα από τα αναρίθμητα παιδάκια με υποτυπώδες ταλέντο, η οποία χάρη στην αθώα, ξανθιά ομορφιά της, τη μελιστάλαχτη φωνούλα που έλεγε τραγουδάκια αφιερωμένα στον μπαμπάκα, και τις χαριτωμένες χορευτικές της φιγούρες, αποτελούσε για το φιλοθεάμον, λαϊκό κοινό ένα παιδί-θαύμα, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα κακομαθημένο παλιόπαιδο, τα καπρίτσια του οποίου φρόντιζε να ικανοποιεί η οικογένεια διαρκώς, μιας που στη τελική ήταν αυτό που έφερνε και τα λεφτά στο σπίτι.  Από την άλλη πλευρά η καστανομάλλα αδερφή της Blanche έπαιζε μόνη της στο άλλο άκρο.  Ήσυχη, ταπεινή και υπάκουη αποτελούσε πάντα την ήρεμη δύναμη που δε προκαλούσε προβλήματα, αλλά αναγκαζόταν να υπομένει στοϊκά όλα τα καπρίτσια της αγγελικής (και ταυτόχρονα disturbing) ομορφιάς, αδελφής της.
Όταν τα χρόνια πέρασαν, οι γονείς πέθαναν και οι ρόλοι αντιστράφηκαν.  Πάνω στο άνθος της νιότης τους, η Blanche (Joan Crawford), πανέμορφη και εκτυφλωτική, ήταν αυτή που έκανε την μια επιτυχία μετά την άλλη στον αδηφάγο, κατά τα άλλα, χώρο του θεάματος, αφήνοντας την αδελφή της Baby Jane (Bette Davis) να φάει την ταλαντούχα σκόνη της, και να περιοριστεί σε μέτριες ταινίες, χωρίς κανένα ηθοποιϊκό ταλέντο.
Και ενώ τα χρόνια εξακολουθούσαν να περνούν και ο ανταγωνισμός ανάμεσά τους μεγάλωνε, ένα τραγικό ατύχημα θα καθηλώσει για πάντα την Blanche σε μια αναπηρική καρέκλα, καθιστώντας την παράλληλα έρμαιο στα χέρια της ζηλιάρας και μπέκρας πια, αδελφής της.  Οι δυο τους φτάνοντας στην τρίτη ηλικία, θα καταλήξουν να μένουν μαζί σε μια Χολιγουντιανή έπαυλη-φυλακή η οποία παραπαίει (ακριβώς όπως και η Jane).  Εκεί μέσα ένα δράμα παίζεται μέρα με τη μέρα καθώς η εθισμένη στο αλκοόλ Jane αρχίζει σταδιακά να χάνει τον έλεγχο και να ξεσπάει λεκτικά και σωματικά πάνω στην ανάπηρη αδελφή της.  H Blanche μην έχοντας άλλη επιλογή, υπομένει και αυτά τα ‘χτυπήματα’.  Για πόσο όμως;

Ο Αμερικανός Robert Aldrich έχει μείνει στην κινηματογραφική ιστορία ως ένας από τους σκηνοθέτες που δεν τυφλώθηκε ποτέ από τα λαμπερά φώτα του Hollywood, και έμεινε μέχρι και την τελευταία στιγμή πιστός στο προσωπικό του cinema.
Μπαίνοντας αρκετά δυναμικά στον χώρο του κινηματογράφου το 1941 ως βοηθός παραγωγής της εταιρίας RKO, o Aldrich κατάφερε σύντομα να ανελιχθεί και να αποτελέσει ένα από τα πιο περιζήτητα ονόματα, με την ειδικότητα πια, του βοηθού σκηνοθέτη.
Το 1953 πραγματοποιεί το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με τη ταινία “Big Leaguer”, ενώ από τότε μέχρι και το τέλος της ζωή του το 1983, θα σκηνοθετήσει περισσότερες από 30 ταινίες, οι περισσότερες από τις οποίες θα φέρουν πάντα την αισθητική του υπογραφή.
Κινούμενος με μαεστρία ανάμεσα σε διαφορετικά φιλμικά είδη, ο Aldrich εμπλούτισε τη φιλμογραφία του, αλλά και τον ίδιο τον κινηματογράφο με ταινίες οι οποίες έγραψαν ιστορία, για τους δικούς της λόγους η καθεμιά. Το “Kiss Me Deadly” (1955) αποτέλεσε υπόδειγμα noir ταινίας, με σκοτεινούς χαρακτήρες και μοιραία υπόθεση, το “WHTBJ” έγινε από τη πρώτη στιγμή το cult διαμάντι του Hollywood με την camp αισθητική, ενώ το πολεμικό/περιπετειώδες “The Dirty Dozen” (1967) έσπασε ταμεία και έκανε τους φανατικούς υποστηρικτές του έργου του, να υποκληθούν μπροστά στην εντυπωσιακή της σκηνοθεσία.  Παρά το γεγονός όμως οτι ο ίδιος κατάφερε να δημιουργήσει τείνει τρόπο σχολή μέσα από τα έργα του (και κυρίως ένα ρεύμα που χαρακτηρίστηκε ως hagsploitation, και θα το δούμε λίγο παρακάτω), να γίνει περιζήτητος στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο και να αποτελέσει αδιαμφισβήτητο auteur για τα δυο μεγαλύτερα σινεματικά περιοδικά, τα Cahiers du Cinema και Positif, εντούτοις η αναγνώρισή του στη χώρα του ήρθε μάλλον ετεροχρονισμένα και κυρίως μετά τον θάνατό του.  Δε πειράζει όμως, και έτσι εμείς έχουμε την τύχη να παρακολουθούμε μέχρι και σήμερα, μερικές από τις πιο κακόβουλα υστερικές και σχιζοφρενικά ταραγμένες περσόνες του παγκόσμιου κινηματογράφου.  Το “WHTBJ” αποτέλεσε σίγουρα τον ‘κακεντρεχή’ κολοφώνα της καριέρας του.

Στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ υπάρχει ένα εκτενές αφιέρωμα που περιστρέφεται τόσο γύρω από την ταινία καθεαυτή, όσο και γύρω από την αιώνια κόντρα των δυο πρωταγωνιστριών της και με αφορμή αυτό, παραθέτω και εγώ μερικά από τα στοιχεία που βρήκα άκρως ενδιαφέροντα.
Τόσο σε επαγγελματικό επίπεδο, όσο και σε προσωπικό οι δυο πάλαι ποτέ ντίβες της χρυσής εποχής τους Hollywood, θα έφταναν στα άκρα προκειμένου να καταφέρει να επιβληθεί η μια στην άλλη και να κερδίσει μερικούς extra πόντους στο star system της εποχής.
Όσο σαγηνευτική, σεξουαλική και totally…bitch υπήρξε η Crawford (η οποία κέρδισε το μοναδικό Oscar στη καριέρα της για την ταινία “Mildred Pierce” το 1945), άλλο τόσο ταλαντούχα, με πιο αμφιλεγόμενη ομορφιά και totally bitch επίσης, υπήρξε και η Davis η οποία κατάφερε να σκοράρει δυο Oscar (ένα για τη ταινία “Dangerous” το 1935 και ένα για το “Jezebel” τρία χρόνια μετά), κάνοντας την μελαχρινή αντίζηλο να φάει τα λύσσακά της.
Η ζωή τους γεμάτη από χολιγουντιανή γκλαμουριά, ξεκατινιάσματα, αλλά και απαράμιλλο ταλέντο δεν μπορούσε φυσικά να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο, παρόλα αυτά όταν άρχισε να καταφτάνει στην Αμερική το νέο, φρέσκο αίμα τα πράγματα άλλαξαν δραστικά.  Οι δυο μεγάλες κυρίες βρέθηκαν στο περιθώριο, γηραιές και μόνες, και το κοινό φάνηκε αρχικά να μη δίνει τη παραμικρή δεκάρα ακόμα και για μια τόσο απροκάλυπτα αναγκαία επιστροφή, μέσω της κοινής τους συνεργασίας στο “WHTBJ”.
Παρά το γεγονός πως δεν ήθελαν ποτέ να συνεργαστούν (ήταν χαρακτηριστική η απάντηση της Davis σε ερώτηση δημοσιογράφου για το εάν θα συνεργαζόταν ποτέ με την Crawford: “μόνο όταν παγώσει η Κόλαση”), εντούτοις η αφάνεια και η λήθη αποτελούν επικίνδυνα, καριερίστικα σαράκια, και έτσι στην πρόταση του Aldrich για επικείμενη κοινή εμφάνιση, οι δυο τους δεν έφεραν αντίρρηση.  Τι κι αν ο Jack Warner (της Warner Bros) είχε δώσει τη δική του, ‘φιλική’ συμβουλή στον Auldrich: “Δε θα έδινα ούτε μια δεκάρα γι’αυτές τις ξεπλυμένες γριές, σκύλες”.  Τι κι αν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων οι κατά λάθος κλωτσιές της Davis στο κεφάλι της Crawford δημιούργησαν έναν wannabe θρύλο γύρω από τη ταινία;  Όπως ακριβώς δηλαδή και τα βαρίδια που λέγεται οτι έβαλε η Crawford στο παλτό της Davis προκειμένου να την πονέσει η μέση, όταν εκείνη σε μια σκηνή, σέρνει την ανάπηρη αδελφή της;  Όπως και να έχει και οτι κι αν συνέβαινε μεταξύ τους, ένα πράγμα είναι σίγουρο: το “WHTBJ” ήταν, είναι και θα είναι μια βαθιά disturbing ταινία, η οποία βρίσκεται τόσο κοντά στην πραγματική αλήθεια των δυο ηρωίδων της, όσο καμία άλλη.

Ακροβατώντας επικίνδυνα ανάμεσα στο ψυχολογικό θρίλερ και το exploitation ‘εμπόρευμα’ (ο όρος hagslpoitation ήρθε και αγκάλιασε κάθε ταινία η οποία περιελάμβανε ηλικιωμένες, ξεπεσμένες ηρωίδες, οι οποίες ως επί το πλείστον αρέσκονταν να βασανίζουν, συζύγους, κόρες, γιούς, ερωμένες, αδελφές και να βυθίζονται σταδιακά σε μια απολαυστική για εμάς, παράνοια) το “WHTBJ” είναι ένα πανηγύρι γκραν-γκινιόλ αισθητικής, μαύρων, κωμικών στιγμών, έντονου αυτοσαρκασμού (οι σκηνές στις οποίες η Bette Davis επιδεικνύει την αλκοολική της μπάκα, είναι απλά υπέροχες), αναμφίβολα camp διάστασης και εκδικητικής μανίας, το οποίο έχει τόσα πολλά-και ένοχα απολαυστικά-στοιχεία που το παρακολουθείς αποσβολωμένος, δεδομένου της μεγάλης, κλασικής επιτυχίας που είχαν κάποτε οι ηρωίδες του.
Οι προσωποποιημένες έννοιες του καλού και του κακού, ενυπάρχουν μέσα στην ταινία σε ξεκάθαρες ποσότητες.  Η Davis αναλαμβάνει τον ρόλο της κακιασμένης αδελφής, με το υπερβολικό μακιγιάζ και την εξτραβαγκαντ αμφίεση, που παραπέμπουν σε τσατσά ξεπεσμένου μπουρδέλου, και αποτελώντας χαρακτηριστικό δείγμα μιας διαταραγμένης προσωπικότητας η οποία δεν ξεπέρασε ποτέ την επιτυχία που είχε ως παιδί-θαύμα (τότε που τα χαριτωμένα, φρου-φρου φουστανάκια ήταν τουλάχιστον όμορφα και το μακιγιάζ φρέσκο πάνω στα ροδαλά, κοριτσίστικα μαγουλάκια).  Από την άλλη η Crawford αποτελεί την πεμπτουσία της καλοκαρδοσύνης και της μεγαλοψυχίας.  Συνδυάζοντας όλα  τα κλισέ ενός χαρακτήρα πάνω της (καλή κοπέλα, που αγαπάει το τέρας/αδελφή της, ακόμα και αν εκείνη ήταν ο λόγος που έμεινε παράλυτη) βρίσκεται στο άλλο άκρο, με συμπεριφορές μελιστάλακτες, πικρό χαμόγελο και άπειρη κατανόηση για την ‘φτωχή, άρρωστη αδελφή της’.
O Aldrich μεταφέρει ιδανικά στη μεγάλη οθόνη το ομώνυμο διήγημα του Henry Ferrell, ενός συγγραφέα περισσότερο γνωστού για τα grand guignol έργα του, αποδίδοντας την αρρωστημένη ατμόσφαιρα μια εξίσου αρρωστημένης σχέσης εξάρτησης, με τρόπο διακριτικά horror και απόλυτα ζοφερό.  Αν μάλιστα κάποιος κοιτάξει πιο προσεκτικά, ίσως δει και μια προσπάθεια του σκηνοθέτη να χλευάσει τελικά τα δημιουργήματα του λαμπερού κόσμου της δόξας, ο οποίος την μια στιγμή σε έχει Θεό και την άλλη σε πετάει στο καλάθι τον αχρήστων σαν ξεζουμισμένη λεμονόκουπα.  Πόσο τυχαίο μπορεί να είναι το γεγονός, οτι οι δυο πρωταγωνίστριες υποδύονται στη ταινία τους πραγματικούς τους εαυτούς;  Δυο ξεχασμένες δηλαδή ντίβες του παλιού, καλού καιρού;

Η σκηνοθεσία περιορίζεται ως επί το πλείστον στο εσωτερικό της τεράστιας έπαυλης, μέσα στην οποία παίζεται και όλο το δραματικό παιχνίδι.  Η μοναδική φορά που οι δυο αδελφές βγαίνουν έξω μαζί, θα σηματοδοτήσει και την τελική αναμέτρηση/λύτρωση με μια εξαίσια σκηνή στην παραλία.
Με επίκεντρο την επικίνδυνα παραπαίουσα συμπεριφορά της Baby Jane (δικαιολογημένα η Davis ήταν υποψήφια για ένα ακόμη Oscar) και την Crawford να περιορίζεται στον ρόλο του παθητικού δέκτη όλης αυτής της ανυπέρβλητης κακίας (πολύ καλή, αν και φαντάζομαι πως δε την δόθηκε η ευκαιρία να αποδείξει το δικό της υποκριτικό ταλέντο), οι δυο τους δημιουργούν μια εξαίσια, διαβολική χημεία που αποδίδει τα μέγιστα και καθιστά τη ταινία αυτό που είναι: ένα creepy ανοσιούργημα, και ένα σχόλιο πάνω στον σαρκοφαγικό κόσμο του θεάματος.  Αν δε την έχετε δει, δώστε της μια ευκαιρία, με αφορμή και την επανακυκλοφορία της στις 26 Αυγούστου.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι οι αρουραίοι έχουν κι άλλη χρησιμότητα, οτι η δικές μας hagsploitation ταινίες σίγουρα θα περιελάμβαναν την Τασσώ Καββαδία και οτι τραγούδι “Ι’ve written a letter to Daddy” το οποίο τραγουδά η Davis, είναι σίγουρα από τις πιο ενοχλητικές στιγμές της ταινίας.


TRIVIA

  • Η περίεργη, έφηβη που ζει δίπλα από τις αδελφές Hudson, είναι στην πραγματικότητα η κόρη της Bette Davis.
  • Κατά τη διάρκεια της παραγωγής η Davis ζήτησε να τοποθετηθεί στο set ένα μηχάνημα της Coca-Cola προκειμένου να τσατίσει την Crawford η οποία ήταν η χήρα του Προέδρου της Pepsi.
  • Στο βιβλίο της “This N’ That” η Davis αναφέρει οτι αρχική σκέψη ήταν να γυριστεί η ταινία έγχρωμη.  Τελικά επειδή η ίδια αρνήθηκε δεν έγινε.  Σύμφωνα με την ίδια το χρώμα θα έκανε απλά μια θλιβερή ιστορία, να φαντάζει όμορφη.
(ΠΗΓΗ IMDB)

Bad Lieutenant: The ‘badest’ around

Hello hello!  Αυτές τις μέρες, και επειδή όπως σας είπα οι διακοπές μου πρόκειται να γίνουν τελικά εντός Αθήνας, μπορεί το πρόγραμμά μου σχετικά με το ανέβασμα των ταινιών, να είναι λιγάκι πιο περίεργο.  Παρόλα αυτά θα συνεχίσω να γράφω μερικές ακόμα κριτικούλες (για όσο δηλαδή έχω όρεξη και φρέσκο υλικό), μέχρι τη στιγμή που κάπου στον Αύγουστο-φαντάζομαι-θα σας αποχαιρετήσω για κάνα δυο βδομάδες, προκειμένου να τα πούμε και πάλι από Σεπτέμβρη.  Σήμερα λοιπόν το menu μας έχει μια ταινία από το μακρινό 1992, στην οποία πρωταγωνιστεί ένας σάπιος-και εξαίρετος, να τα λέμε αυτά-Harvey Keitel.  “Bad Lieutenant” λοιπόν…

O Harvey Keitel υποδύεται τον Lieutenant, έναν άνδρα χωρίς όνομα (πιθανότατα και χωρίς πρόσωπο) ο οποίος αποτελεί ένα από τα εξέχοντα κατακάθια της Νέας Υόρκης.  Ο Lieutenant στον ελεύθερο χρόνο του (ή και οχι απαραίτητα μόνο σε αυτόν) συνηθίζει να μπεκροπίνει και να γίνεται λιάρδα, να κάνει excessive χρήση ναρκωτικών, από ελαφριά μαριχουάνα, μέχρι χτυπημένη ηρωϊνη, κατευθείαν μέσα στην ‘όμορφή του φλέβα’, όπως χαρακτηριστικά του λέει η τύπισσα που τον τρυπάει κάθε φορά, να τον ‘παίζει’ στη θέα ανήλικων κορασίδων και να επιδίδεται σε ένα ασταμάτητο, αθλητικό τζογάρισμα άνευ προηγουμένου.  Το αποτέλεσμα;  O Lieutenant είναι ένας άνθρωπος χωρίς ιερό και όσιο, με ένα σώμα παραδομένο σε κάθε μορφής δηλητήριο και παραγκωνισμένος από κάθε μορφή ουσιαστικής κοινωνικότητας με το επαγγελματικό, αλλά και οικογενειακό του περιβάλλον.
Έπειτα από τον βιασμό μιας καλόγριας από δυο νεαρούς ναρκομανείς, ο Lieutenant θα βρεθεί μπροστά στη συνειδητοποίηση του δικού του, προσωπικού ‘βιασμού’ από τον ίδιο του τον εαυτό, ξεκινώντας μια προσπάθεια για να βρει τα δυο καλόπαιδα και να διεκδικήσει έτσι και την υπαρξιακή του λύτρωση.  Ο δρόμος όμως προς τη συγχώρεση είναι μακρύς και ο ρόλος του ‘σωστού’ Καθολικού δεν είναι για όλους.  Πόσο μάλλον για έναν τύπο που κοινωνεί τα παιδιά του, μιλώντας παράλληλα για το μεγάλο χρέος του στο big-boss των στοιχημάτων και τα διόλου ευκαταφρόνητα ποσά των χιλιάδων δολαρίων που του χρωστά.  Για να μην αναφέρω τη φάση του ‘ξέρω τι έκανες χθες το βράδυ σε δυο πιτσιρίκες, τις οποίες εκβίασες για να ικανοποιήσεις τις σεξουαλικές σου ορμές’…

Ο σκηνοθέτης της ταινίας Abel Ferrara αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, αν μη τι άλλο επειδή ποτέ δε φάνηκε να εγκαταλείπει το προσωπικό του στυλ μέσα στα χρόνια.
Ξεκινώντας από short ταινιάκια τη δεκαετία του ’70, δημιούργησε σιγά σιγά ένα cult status, χάρη στις πρώτες μεγάλου μήκους ταινίες του, το “The Driller Killer” (1979), και κυρίως το “Ms. 45” (1981) οι θετικές κριτικές του οποίου έδωσαν στον Ferrara το απαραίτητο exploitative boost στην καριέρα του.
Η αλήθεια είναι πως και μέχρι σήμερα (η πιο πρόσφατη ταινία του “4:44” αναμένεται στους κινηματογράφους από τις 19 Ιουλίου και μέχρι τώρα έχει λάβει μάλλον bad reviews) ο σκηνοθέτης έχει διατηρήσει ένα δικό του ύφος το οποίο φροντίζει να ενισχύει μέσα από τις ταινίες του οι οποίες παίζουν πάντα επικίνδυνα ανάμεσα στο trashy και το originally cult.
Γκάνγκστερς, βρυκόλακες, μανιακοί δολοφόνοι, διεφθαρμένοι αστυνομικοί, μοιραίες γυναίκες, όλοι αποτελούν δείγματα μιας κοινωνίας που παραπαίει, και ενός κόσμου μέσα στον οποίο οι ήρωές δεν έχουν στον ήλιο μοίρα.  Εξάλλου αν κάποιο μοτίβο είναι κλασικό, αυτό δεν είναι άλλο από την κυριολεκτική σαπίλα την οποία παρουσιάζει μέσα από την κάμερά του και η οποία ελοχεύει σε πολλές και διαφορετικές γωνίες της πόλης που δε κοιμάται ποτέ: της Νέας Υόρκης.

Οι χαρακτήρες του πάντα τυραννισμένοι και αυτοκαταστροφικοί, αποτελούν γέννημα θρέμμα αυτής της μεγαλούπολης η οποία αρέσκεται να τους ‘καταβροχθίζει’ υφαίνοντας ύπουλα ένα πεπρωμένο που παραπέμπει σε ελληνική τραγωδία, με τις δυσκολίες, τον χαμό και την λύτρωση να παίζουν σταθερά στο προσκήνιο.  Όσο exploitative όμως και αν χαρακτηρίσει κανείς έναν σκηνοθέτη όπως ο Ferrara, δε μπορεί παρά να αντιληφθεί και την ανάγκη του να ασχοληθεί με πιο ψαγμένα ζητήματα φιλοσοφικών και θρησκευτικών προεκτάσεων, πράγμα που σημαίνει οτι πολλές από τις ταινίες του δεν αποτελούν απλά b-movies που έχουν ως μοναδικό σκοπό να διασκεδάσουν και να κανιβαλίσουν καταστάσεις.  Αντιθέτως μέσα ακριβώς από τα ύστατα αδιέξοδά των ηρώων του (δεν είναι τυχαίο οτι ένα από τα πολλά trade marks του σκηνοθέτη είναι πως βάζει αρκετούς από τους πρωταγωνιστές του να πεθαίνουν στο τέλος της ταινίας) οδηγεί τόσο τους ίδιους, όσους και εμάς τους θεατές σε μια υπέρτατη λύτρωση, είτε αυτή λέγεται συγχώρεση, εκδίκηση ή απλά θάνατος.
Από τα πιο χαρακτηριστικά σκηνοθετικά και υποθεσιακά αποτελέσματα του Ferrara, είναι αναμφίβολα και το “Bad Lieutenant” το οποίο περιλαμβάνει όλα όσα είπαμε παραπάνω και ακόμα περισσότερα.

Πολυάσχολος αποδείχθηκε το 1992 ο Harvey Keitel, πρωταγωνιστώντας σε δυο ταινίες οι οποίες έμελλαν να γράψουν κινηματογραφική ιστορία, η κάθε μια για τους δικούς της λόγους.
Από τη μια πλευρά ο ρόλος του Mr. White στα “Reservoir Dogs” του Tarantino, ο οποίος αποτέλεσε ένα από τα πολλά κερασάκια πάνω σε μια καριέρα που είχε από καιρό ξεκινήσει να παίρνει την ανιούσα, έπειτα μάλιστα και από την παρουσία του ηθοποιού σε μια σειρά από σκορσεζικές ταινίες (“Mean Streets”, Taxi Driver”, “The Last Temptation of Christ”), και από την άλλη μια alter-ego-ική αμφίεση του ταραγμένου λόγω πολέμου στο Taxi Driver, Travis Bickle, και o Keitel μεταμορφώνεται σε έναν de Niro/Travis (πόσο ίδιοι είναι ακόμα και στο poster του Bad Lieutenant;) δεκαέξι χρόνια μετά την ταινία-σταθμό του Scorsese, με τον Ferrara να αποδίδει αυτή τη φορά την κατεστραμμένη προσωπικότητα του ήρωα στο life style της εποχής.  Λεφτά, ναρκωτικά, sex χωρίς προφύλαξη και εγκληματικότητα στα ύψη, είναι ένα μόνο μέρος της Αμερικής των ’90s όσο σκληρά και ωμά μας το παρουσιάζει εδώ ο Ferrara, και όσο ψυχασθενώς μας το δείχνει η Mary Harron στο “American Psycho”, μια μαύρη κωμωδία για την αποπροσωποποίηση και την αποξένωση του ατόμου στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Στο “Bad Lieutenant” ο πρωταγωνιστής είναι εμποτισμένος με κάθε τι κακό το οποίο μπορεί να υπάρχει, αποτελώντας μια από αυτές τις ταινίες που δικαιολογούν απόλυτα τον τίτλο τους.
Ο ίδιος ο χαρακτήρας του Keitel δεν έχει όνομα, ενδεχομένως επίτηδες από τη πλευρά του σκηνοθέτη, σε μια προσπάθεια να καταστήσει το πρόσωπο αυτό παγκόσμιο και οικουμενικό, σαν να αποτελεί στην ουσία έναν μόνο από τους πολλούς bad lieutenants που κυκλοφορούν εκεί έξω (θυμηθείτε και τον πιο πρόσφατό μας Driver/Gosling του “Drive”).

Η προσωπικότητα του Keitel μοιάζει διαλυμένη ολοκληρωτικά εκ των έσω (πράγμα που δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα των ναρκωτικών), με το επάγγελμά του να αποτελεί επί της ουσίας ένα βιτρινάτο καύκαλο το οποίο έχει ήδη αρχίσει να σπάει.  Βέβαια θα έλεγε κανείς πως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια της ταινίας είναι η-κατά κάποιον τρόπο-εμμονή του ήρωα με τον καθωσπρέπει καθολικισμό του.  Μπορεί να ζει μια ακόλαστη ζωή, παρόλα αυτά μέσα στον Οίκο του Θεού θεωρεί οτι και μόνο η παρουσία του είναι αρκετή προκειμένου να εξαγνιστεί.  Όταν όμως τα πράγματα δυσκολέψουν, τότe θα αναζητήσει την μοναδική λύση που βλέπει, δια μέσου της συγχώρεσης και η ευκαιρία θα του παρουσιαστεί σαν από μηχανής Θεός, όταν και αποφασίσει να λυτρωθεί μέσα από την εύρεση των βιαστών της καλόγριας.  Η τραγική ειρωνεία πέφτει βαριά πάνω του, όταν η πολυπόθητη ανακούφιση δεν έρθει ούτε από εκεί, μιας που η νεαρή και όμορφη καλόγρια έχει ήδη συγχωρέσει τους βιαστές της.  Και τώρα πως θα λογοδοτήσει ο Lieutenant μπροστά στον… Θεό τη στιγμή της Κρίσης, αν οχι έχοντας δώσει τουλάχιστον λίγη ανακούφιση σε ένα αγνό, παρθένο πρόβατο του ποιμνίου του;
Όλη η κοσμοθεωρία της εμπλεκόμενης και διαρκώς αμφισβητίσημης θρησκευτικότητας του άνδρα, εμπεριέχεται σε ένα και μοναδικό πλάνο στην αρχή της ταινίας.  Ο Lieutenant αφού έχει αφήσει τα παιδιά του στο σχολείο, παίρνει μια γερή σνίφα κοκαΐνης ενώ βρίσκεται μέσα στο αυτοκίνητο.  Και ποιο το έξυπνο εύρημα από πλευράς σκηνοθέτη;  Ο Keitel είναι απόλυτα νεταρισμένος (φαίνεται ολοκάθαρα), ενώ από τον εσωτερικό καθρέφτη του αμαξιού κρέμεται ένας σταυρός ο οποίος παίζει στο φλου (δε φαίνεται πολύ καθαρά).  Case closed: η δυσδιάκριτη φύση του σταυρού, αντικατοπτρίζει επακριβώς τη δυσδιάκριτη πίστη του ήρωα.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία, είναι γεγονός οτι θυμίζει έντονα Scorsese (Mean Streets ftw), με πλάνα που ρέουν και αφήνουν την υπόθεση (ποια υπόθεση;) να εξελιχθεί ήσυχα, πολλά κοντινά που υπερτονίζουν τη αυξανόμενη ένταση και μια κινηματογράφηση επίπονης ρεαλιστικότητας και αναπόφευκτου κινδύνου.
Το “Bad Lieutenant” είναι μια ταινία για περιορισμένα γούστα καθώς έχει ακραίες εικόνες-ιδιαίτερα γλαφυρές σε στιγμές-, αθυροστομία στο φουλ και λοιπά άλλα.  Έχει όμως και μια ερμηνειάρα ΝΑ από τον Keitel, μια ιδανική χαρτογράφηση της εποχικής Αμερικής, και μια σκηνοθεσία μαύρη κι άραχνη.  Έτσι δηλαδή όπως της αξίζει.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο Keitel ήταν σφίχτης και στο full frontal του απέδειξε οτι διαθέτει και άλλα ‘μεγαλεία’, οτι το remake με τον Nicolas Cage είναι εξίσου απολαυστικό (και ο Nicolas Cage μαζί με το φυτεμένο μαλλί του, τέλειοι!) και οτι ο Ferrara έκανε μια μνεία στη παλία του επιτυχία “Ms. 45” στην οποία μια μουγκή κοπέλα βιάζεται δυο φορές μέσα σε μια μέρα (oh f*ck) και έπειτα μεταμφιέζεται σε…καλόγρια, πάει σε μασκέ πάρτι και ζητά εκδίκηση.  Ferrara σ’αγαπώ…

TRIVIA

  • Η ταινία γυρίστηκε σε μόλις 18 μέρες.
  • Η γυναίκα που κάνει χρήση μαζί με τον Keitel, είναι η Zoe Lund, συν-συνεραιογράφος και πρωταγωνίστρια του “Ms. 45”.  Τραγική ειρωνεία;  Πέθανε σε ηλικία 37 ετών από ναρκωτικά.
  • Ο πρωταγωνιστικός ρόλος γράφηκε αρχικά για τον Christopher Walken.
(ΠΗΓΗ IMDB)

Long Weekend: Nature’s way…

Hello again και καλή εβδομάδα να έχουμε.  Γράφοντας στο laptopaki με το κολάρο στο λαιμό, δε το λες και ακριβώς fun, αλλά τι να κάνουμε πρέπει κάτι να γράψουμε, να περάσει και λίγο η ώρα, και να περιμένουμε τη φοβερή πρόταση για καριέρα στο εξωτερικό (όπου να΄ναι έρχεται, i can feel it!).  Όπως πολύ σωστά μαντέψατε, η σημερινή μας πρόταση είναι το “Long Weekend” μια περίεργη ταινία, την οποία οι περισσότεροι έχουν αντιπαθήσει (και καλά έχουν κάνει), ενώ η μειοψηφία την έχει αγαπήσει (και αυτοί καλά κάνουν).  Εγώ για να πω και την αλήθεια μου, δεν είχα κάποια πρόθεση να κράξω τη ταινία, αλλά ούτε μπορώ να πω πως την αγάπησα και παράφορα.  Μάλλον είμαι από αυτούς που βρίσκονται κάπου στη μέση.  Την εκτίμησα μεν για κάποια πράγματα, αλλά με ξενέρωσε και σε σχέση με κάποιο πολύ συγκεκριμένο.  Όπως και να’ χει θα προσπαθήσω να είμαι όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική στη σημερινή μου κριτική, και να παρουσιάσω τόσο τα θετικά, όσο και τα αρνητικά της.

Ο Peter (Jim Caviezel) και η γυναίκα του Carla (Claudia Karvan) αποφασίζουν να πάνε ένα διήμερο, ταξιδάκι αναψυχής κάπου στη θαλάσσια ερημιά της Αυστραλίας, προκειμένου να ξεφύγουν από την πόλη, αλλά και να έρθουν λίγο πιο κοντά.  Η αλήθεια είναι πως τα πράγματα δε πάνε και πολύ καλά μεταξύ τους, και έτσι αποφασίζουν να δώσουν στους εαυτούς τους την ευκαιρία και τη δυνατότητα να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση και τον γάμο τους, μέσα από μια χαλαρή εκδρομούλα.  Ή τουλάχιστον έτσι νομίζουν.  Όταν τελικά φτάσουν στον προορισμό τους, ένα καταγάλανος ωκεανός, μια ήσυχη αμμουδιά και ένα καταπράσινο τοπίο τους περιμένει.  Και εκείνοι ως κλασικοί άνθρωποι των καιρών μας, θα αποφασίσουν να ‘οικιοποιηθούν’ το περιβάλλον τους και να κάνουν ότι γουστάρουν.  Την ίδια στιγμή η σχέση τους οδηγείται σε ολοκληρωτική ρήξη και οι δυο τους ακροβατούν σε τεντωμένο σκοινί.  Το πράγμα όμως δε τελειώνει εδώ.  Η Φύση καραδοκεί.  Και επίσης η Φύση είναι σαν τον Τσακ Νόρις.  Δεν αστειεύεται ποτέ.

Το “Long Weekend” αποτελεί το remake της original, ομώνυμης φυσικά ταινίας του 1978, δια σκηνοθετικής ματιάς Collin Eggleston.
Το remake του 2008 το οποίο εξετάζουμε σήμερα, φρόντισε να κρατήσει την αυστραλιανή τοποθεσία των γυρισμάτων, η οποία αποτελεί τον αδιαμφισβήτητο πρωταγωνιστή της ταινίας.  Και έτσι θα έπρεπε δηλαδή από τη στιγμή που μιλάμε για μια περίεργη ταινία, στην οποία η Mother Nature έχει τον τελευταίο λόγο.
Σκηνοθέτης αυτή τη φορά ήταν ο Jamie Blanks, του οποίου την φιλμογραφία αν τσεκάρει κανείς, θα διαπιστώσει οτι περιορίζεται σε σεξουαλικά θριλεράκια της πλάκας (ναι από αυτά που έχουν απαραιτήτως ένα ξεγυμνωμένο κωλομέρι και ένα σετ από στήθη που περιφέρονται αυτόνομα) και σε τρομολαγνικές ταινίες με οτι να΄ναι δολοφόνους και ακόμα πιο οτι να’ ναι θύματα.  Βεβαίως έχει κάνει την αποδεκτά cult απόπειρά του με το “Urban Legent” (1998) και πρωταγωνιστές τον Joshua Jackson, τον Robert Englund (χαίρε ένδοξο παρελθόν του Freddy Krueger) και τον Jared Leto (ευτυχώς ήρθε μετά και το “Fight Club” και κάπως σώθηκε).
Όπως καταλαβαίνετε δε θα έλεγε κανείς πως κάτω από την καθοδήγηση του συγκεκριμένου ανθρώπου θα μπορούσε να βγει κάτι, έστω αφηρημένα καλό.  Αφού λοιπόν δε το λέει κανείς, θα το πως εγώ.  Το “Long Weekend” αποτέλεσε τον κολοφώνα της δόξας του.  Της όποιας τέλος πάντων…

Το 1963 ο Hitchcock προκάλεσε μέγα σοκ στο φιλοθεάμον κοινό, όταν έβαλε ένα τσούρμο πουλιά (‘The Birds”) να επιτίθενται στους πρωταγωνιστές του, να τους ξε-ματιάζουν και να τους δίνουν αιματηρές, θανατηφόρες τσιμπιές, και μάλιστα χωρίς απολύτως καμία εξήγηση.  Το γεγονός οτι ο μετρ του θρίλερ δεν έδωσε ποτέ απάντηση στη ταινία, σχετικά με το γιατί τα πουλιά επιδίδονταν σε επιθέσεις, δημιούργησε μια ολόκληρη σχολή ταινιών με κεντρικό story, ‘man vs. nature’.
Μπορεί κανείς να μη κατάφερε ποτέ να ακουμπήσει το επίπεδο και το δημιουργικό ταλέντο του Hitchcock (ιεροσυλία, ιεροσυλία!), παρόλα αυτά το γεγονός οτι τη δεκαετία του ’70 ο κινηματογράφος κατακλύστηκε από τέτοιου είδους ταινίες, είναι αναμφίβολο.
Το ανοιχτό τέλος των Πουλιών, ενέπνευσε σειρές επί σειρών σκηνοθετών, οι οποίοι επέλεγαν να εμπλουτίζουν τις ταινίες τους με υπερμεγέθη έντομα και ζώα (“Τhe Deadly Bees”-1967, “Squirm”-1976, “Empire of the Ants”-1977), σε μια προσπάθεια να τονίσουν την ολοένα και αυξανόμενη ασέβεια του ανθρώπου απέναντι στη Φύση.  Που να ζούσαν και σήμερα δηλαδή…

Η cult αισθητική των συγκεκριμένων ταινιών, όσο εμφανής κι αν ήταν, παρόλα αυτά τόνιζε σε ένα βαθμό την αγωνία σχετικά με το μέλλον της Φύσης.
Σήμερα θα έλεγε κανείς πως σκηνοθέτες όπως ο Roland Emmerich (πρωτομάστορας πια) ενδιαφέρονται στο ελάχιστο για την κατά διαόλου πορεία της, και περισσότερο για το οπτικοακουστικό υπερθέαμα και τα πολλά δολάρια που θα φέρει η ταινία.  Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ίσως και να αποδέχθηκα τα όσα είδα στο “Long Weekend”.  Γιατί κατάφερε να με πείσει για την παραπαίουσα σχέση ανθρώπου-Φύσης, με έναν τρόπο που χωρούσε εύκολα μια μεταφυσική ερμηνεία, αλλά και ένα τέλος όμοιο με αυτό του Hitchcock.  Γιατί τέτοιο μένος από πλευράς περιβάλλοντος;  Για όλα αυτά που του έκανε ο άνθρωπος;  Για την έλλειψη σεβασμού και αγάπης;  Μπορεί.  Ίσως όμως και να κρύβεται κάτι ακόμα από πίσω.
Σύμφωνα με τον Robin Wood, συγγραφέα του “Hollywood from Vietnam to Reagan” και ειδικό των films (ο οποίος έχει ερευνήσει εις βάθος τις ταινίες του Hitchcock) στις ταινίες οι οποίες πραγματεύονται την εκδίκηση της Φύσης, δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός, πως “τις περισσότερες φορές αυτή η κινητοποίηση πυροδοτείται είτε από τις σεξουαλικές, είτε από τις οικογενειακές εντάσεις των πρωταγωνιστών”.  Και όντως αυτό έχει μια βάση, καθώς μπορεί να παρατηρηθεί και στο “The Birds”.  Εκεί το σεξουαλικό κομμάτι είναι παρόν.  Η Tipi Hendrern ‘ξεκλειδώνεται’ ερωτικά από τον Rod Taylor, την ίδια στιγμή που εκείνος περιτριγυρίζεται μόνο από γυναίκες: την σκληρή μητέρα του, την αδελφή του και την αντίζηλο της ξανθιάς πρωταγωνίστριας.  Στη περίπτωση του “Long Weekend” μπορεί κανείς να δει το συγκεκριμένο μοτίβο να λειτουργεί.  Ακόμα κι αν δε πρόκειται για Hitchcock.

Η ουσιαστική μου ένσταση έγκειται στο γεγονός οτι το remake δεν φαίνεται να έχει την b-movie αίγλη του αντίστοιχου original.  Η ταινία κινείται σε σύγχρονα μονοπάτια, τοποθετώντας και πάλι την οικογενειακή σύγκρουση στον αντίποδα της εκδικητικής Φύσης, αλλά κάπου η cult μαγεία χάνεται, ακριβώς γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος φαίνεται να την έχει γραμμένη έτσι κι αλλιώς.  Στις ταινίες του ΄70 φαινόταν οτι το άτομο χαρακτηριζόταν από έναν αρχέγονο και ουσιαστικό τρόμο απέναντι στα στοιχεία της Φύσης, αλλά όχι πια.  Το “Long Weekend” θέλει να διδάξει, αλλά χάνει πολύ στον τρόπο με τον οποίο θέλει να το κάνει.  Ο άνθρωπος του 2012 μπορεί και τα βάζει με τεράστια κύματα, σεισμούς, τυφώνες, και θηρία ανήμερα.  Σωστό το περιεχόμενο, αλλά λάθος η προσέγγιση.  Η έλλειψη της αυθεντικής, campy αισθητικής δημιουργεί το πρόβλημα.
Κατά τα άλλα το πρωταγωνιστικό ζευγάρι είναι καλό, πατάει σωστά πάνω στα θεμέλια ενός προβληματικού γάμου, και το ωραίο είναι πως έτσι κι αλλιώς δε σε αφήνει να καταλάβεις αν η Φύση αντεπιτίθεται εξαιτίας της έλλειψης σεβασμού απέναντί της, αν τελικά αποτελεί μια εξωτερίκευση της ήδη διαταραγμένης προσωπικής σχέσης του ζευγαριού, ή αν σε όλα αυτά εμπλέκεται και μια μυστικιστική, μεταφυσική διάσταση στην οποία επιλέγεται να μη δωθεί καμία εξήγηση.
Η σκηνοθεσία είναι όμορφη, αφού σίγουρα το τοπίο σε κερδίζει, ενώ σίγουρα μπορείς να επιλέξεις για το αν θα την αντιμετωπίσεις ως μια κακόγουστη φάρσα, ή ως μια ταινία που ξύνει την επιφάνεια (θα μπορούσε και πολύ περισσότερο) ενός διαφορετικού, ενδιαφέροντος επιπέδου.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι nature is a bitch!, οτι ο η Karvan είναι ιδανικά εκνευριστική και οτι το τοπίο της πατρίδας μου είναι πανέμορφο.  Με εξαίρεση τους καρχαρίες.  Και τους κροκόδειλους.  Την άπειρη ζέστη.  Και ας μη μιλήσω για τις τεράστιες τσούχτρες…


No trivia

ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ 

Loom, by Jan Bitzer, Ilija Brunck, Csaba Letay


The Cabin in the Woods: You think you know the story. You all do

NEW ARRIVAL

Μέρα μέρα!  Πέμπτη σήμερα και καινούριες ταινίες βγαίνουν στις αίθουσες προς δική σας τέρψη.  Οι επιλογές από τις οποίες μπορείτε να διαλέξετε βέβαια, είναι λίγο του ύψους και του βάθους.  Έχουμε το “Magic Hour” με τον Ρένο Χαραλαμπίδη, ο οποίος αφού είδε και απόειδε οτι η καριέρα του δε προχωράει με το συνταρακτικό παιχνίδι του ANT1 Play & Win, είπε να φάει και ότι λεφτά έχουν ξεμείνει σε κάνα ταμείο, κατεβαίνοντας στις εκλογές με τον γλυκούλη Σαμαρά (συγγνώμη αλλά αν δε το έλεγα θα έσκαγα!).  Επόμενη επιλογή, μας έρχεται εκ Νορβηγίας και φαίνεται αρκετά ενδιαφέρουσα (όπως πάντα δηλαδή).  Το “Turn Me On Dammit!” είναι μια ιστορία για την ενηλικίωση, τις φήμες και τις…καύλες που κάθε έφηβος καλείται να αντιμετωπίσει.  Στο menu έχουμε ακόμα μια ελληνική παραγωγή, το “Σουπερ Δημήτριος” το οποίο το βλέπεις μόνο για να γελάσεις βρε αδερφέ (αρκεί να σου πω οτι ο κακός της υπόθεσης αποφασίζει να μεταμορφώσει τον Λευκό Πύργο, σε ένα τεράστιο ποτήρι φραπέ.  Τώρα που το σκέφτομαι, δε μου φαίνεται και πολύ αστείο).  Ενώ τέλος έχουμε και το κινηματογραφικό ντεμπούτο μεγατόνων της Rihanna στο “Battleship”, το οποίο καλύτερα να κατεβάσεις από το πατάρι σου, να το ξεσκονίσεις και να παίξεις με τη παρέα στο σπίτι.  Θα περάσεις εγγυημένα ζάχαρη.  Και μετά από τον μεγάλο πρόλογο, ας περάσουμε στο σημερινό μας ζουμί.  “Τhe Cabin in the Woods” ή σύμφωνα με την εκπληκτική μετάφραση στα ελληνικά “Το μικρό σπίτι στο δάσος”.  Για τη πλάκα γλυτώσαμε το “λιβάδι”.  Pff…

Μια παρέα φοιτητών αποφασίζει να επισκεφθεί μια εγκαταλελειμμένη παράγκα που ανήκει στον ξάδελφο ενός εξ’ αυτόν, προκειμένου να ξεφύγουν λίγο από τις καθημερινές, πανεπιστημιακές τους υποχρεώσεις και να χαλαρώσουν.  Όπως είναι φυσικό από τη πρώτη κιόλας βραδιά, τα πράγματα θα πάνε κατά διαόλου, όταν ένας ένας αρχίζουν να δολοφονούνται από μερικές πανάρχαιες δυνάμεις οι οποίες επανέρχονται στη ζωή, διψασμένες για σάρκα και αίμα.  Οι προσπάθειες σωτηρίας της παρέας, η οποία ολοένα και μικραίνει φαίνεται να αποβαίνουν άκαρπες, καθώς το Κακό ελοχεύει σε κάθε τους βήμα και είναι έτοιμο να τους κατασπαράξει ανά πάσα στιγμή.  The end.  Αμ δε…
Ο σεναριογράφος του “Cloverfield” (2008) Drew Goddard, αναλαμβάνει εδώ τα σκηνοθετικά ηνία συγκεντρώνοντας όλα τα κλισέ ενός σύγχρονου (και οχι μόνο), teen horror movie, και πλασάροντάς τα με τρόπο σατυρικό και άνευ ιερού και οσίου…κωμικό.
Για να ξεκαθαρίσουμε ευθής εξαρχής τα πράγματα, το “Cabin in the Woods” δε μπορεί επουδενί να χαρακτηριστεί α) ως μια καθαρόαιμη ταινία τρόμου, αφού ο απότερός της σκοπός είναι να προκαλέσει το ειρωνικό χαμόγελο του θεατή, και το ξεκαρδιστικό του γέλιο, χάρη στις άφθονες cult σκηνές του και την εμφανέστατη, σατυρική του διάθεση και β) ως μια ταινία που παίρνει σοβαρά τον εαυτό της.  Για τον λόγο αυτό αν εσείς την πάρετε στα σοβαρά, έχετε σίγουρα χάσει το μισό ‘παιχνίδι’.

Η ταινία ξεκινάει με την κλασική παρέα που συναντά κανείς σε ταινίες επί ταινιών, τις οποίες αναγκαζόμαστε να τρώμε στη μάπα με το τσουβάλι κάθε χρόνο.  Θες “Final Destination”, θες μπόλικα κακέκτυπα του “Scream” (ακόμα και ο Craven κατέληξε κακέκτυπο του κάποτε ειλικρινούς χαρακτήρα του, με το “Scream 4”) και ακόμα περισσότερα τύπου “I Know What you Did Last Summer” με δολοφόνους να κραδαίνουν γάντζους, μαχαίρια, πριόνια, τηγάνια και ψαροντούφεκα;  Ε όλα αυτά τα βρίσκεις πολύ εύκολα στο “The Cabin in the Woods” και αναρωτιέσαι αν ο σκηνοθέτης είναι τόσο καμένος, ώστε να βγάζει μια ακόμα ταινία που είναι ίδια με εκατό εκατομμύρια ακόμα.  Και πάνω που πας να το αμφισβητήσεις λίγο, έρχεται και σου σερβίρει τη ξανθιά τσούλα (Anna Hatchison), τον μπρατσαρά, αθληταρά γκόμενό της (overdose από Chris Hemsworth), τη κοκκινομάλλα σεμνή, ημι-παρθένα (Kristen Connolly), τον intellectual τύπο, με τα γυαλία μυωπίας που είναι καλό παιδί, αλλά θέλει να πηδήξει και την ημι-παρθένα παραπάνω (Jesse Williams), και έτσι για να ολοκληρωθεί το τρελό παρεάκι σου προσφέρει και τον κυτταροκαμμένο από τον μπόλικο μπάφο τύπο (Fran Kranz), ο οποίος παρόλα αυτά αντιλαμβάνεται πρώτος το γεγονός οτι κάτι πάει πολύ στραβά (oh fuck!).  Και κάπου εκεί είσαι έτοιμος να σηκωθείς και να κάνεις ένα flip στον μπροστινό σου (γιατί δεν έχει και τραπέζι να πετάξεις, αναφωνώντας “fuck my money!”) για το χαρτζιλικάκι που πήγε πάλι στράφι.  Περίμενε, μη το κάνεις.  Τα πράγματα δεν είναι ακριβώς όπως φαίνονται.

Δε ξέρω αν θυμάσαι μια ακόμη ταινιούλα που είχε βγει πρόσφατα, η οποία παρωδούσε με τον δικό της τρόπο τα σημερινά αφελή και τίγκα στο σεξ horror movies.  Για να φρεσκάρω τη μνήμη σου θα σου πω πως το “Taker and Dale vs. Evil” ήταν μια από τις πιο αναζωογονητικές ταινιούλες που είχα δει, σκεπτόμενη οτι υπάρχει τελικά ακόμα πρόσφορο έδαφος για καλές, χιουμοριστικές σπλατεριές.  Την είχα ευχαριστηθεί όσο δε πήγαινε και ευελπιστούσα να δω μια ακόμη τέτοια ταινία.  Και απ’ ότι φάνηκε, την είδα χθες.
Το “The Cabin in the Woods” είναι μια προσπάθεια που αποτίει φόρο τιμής σε αγαπημένα, bloodlust ταινιάκια b καταβολών.  Από το αξεπέραστο “The Evil Dead” (1981) οι επιρροές του οποίου είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς, και τις ιστορίες του George Romero για τους νεκροζώντανους φίλους μας, μέχρι τα επιτηδευμένα sexploitation της δεκαετίας του ’70 με το περιρρέον σεξ και την άπειρη αιματήλα και τα πιο σύγχρονα αφελή και τίγκα στο αμερικάνικο κλισέ σενάρια ταινιών, όπως το “House of Wax” (2005), τις διάφορες επανεκτελέσεις του κλασικού “The Terxas Chainsaw Massacre” και τόσες άλλες, το “The Cabin in the Woods” δεν αφήνει τίποτα και κανέναν παραπονεμένο, αλλά μάλλον προσφέρει άρτο και θέαμα σε μια ιστορία η οποία ελίσσεται σαν το χέλι.  Και εκεί που είσαι έτοιμος να δεχθείς το αυτονόητο, το σενάριο κάνει στροφή 180 μοιρών για να καταλήξει κάπου αλλού, συνεχίζοντας να βγάζει άσσους από το μανίκι του, μέχρι και το εξωφρενικό του τέλος.
Προσωπικά εκτίμησα τη προσπάθεια του Goddard και του έτερου σεναριογράφου Joss Whedon επειδή στην ουσία δημιούργησαν μια ταινία που απαρτίζεται από κομμάτια και χαρακτήρες άλλων ταινιών.  Ακόμα περισσότερο εκτίμησα την ολοκληρωτική παραπλάνηση των θεατών, οι οποίοι από το trailer και το πρώτο δεκάλεπτο της ταινίας, σίγουρα πίστευαν οτι θα δουν μια από τα ίδια.  Γι’ αυτό ακριβώς ο ορυμαγδός και ο κακός χαμός που ακολουθούν στη συνέχεια, σε πιάνουν εξαπίνης, βάζοντάς σε το τρενάκι του cult τρομογέλιου, και κάνοντάς σε να απολαύσεις αυτό το πανηγύρι αίματος, ξεντεριάσματος και μακάβριου χιούμορ.

Αν θα έπρεπε να βρω κάτι αρνητικό, μάλλον θα ήταν το γεγονός οτι οι εξηγήσεις για τον λόγο του θανάτου των πρωταγωνιστών, έρχονται κάπως βεβιασμένα και σύντομα, αφήνοντας κάποια σεναριακά κενά, που όμως δε σε ξενίζουν και τόσο, χάρη στο καθαρό cult status που αποκτά η ταινία, ήδη από το πέσιμο των τίτλων (οι οποίοι επίσης παραπέμπουν στη σκληρή, κόκκινη γραμματοσειρά των τίτλων έναρξης του “Funny Games” και πολλών ακόμα b-movies).  Εκτός από αυτό το οποίο μπορώ και να παραβλέψω, με ξένισε λίγο η χρήση συγκεκριμένων εφε τα οποία έμοιαζαν βγαλμένα κατευθείαν από τα παιδικά μου χρόνια, τότε που έπαιζα Mortal Combat στο ATARI μου.  Βέβαια επειδή για ακόμη μια φορά έγκειται το ζήτημα της b αισθητικής, ίσως να δικαιολογώ πάλι τα κάπως ξεπλυμένα και πρόχειρα εφέ, τα οποία φαντάζομαι πως είχαν απώτερο σκοπό να σε κάνουν να αναφωνήσεις ‘dafaq i just saw?’.

Συνοψίζοντας, το “The Cabin in the Woods” δεν είναι μια ταινία για όλους, αλλά μάλλον για όσους αγαπούν το συγκεκριμένο είδος film.  Σκηνοθετικά και ερμηνευτικά κρατάει αναμενόμενα, χαμηλούς τόνους, αφού έτσι κι αλλιώς και τα δυο, υπάγονται στους κώδικες της παρωδικής βάσης πάνω στην οποία στηρίζεται η ταινία.  Όσοι αποφασίσετε να τη δείτε, έχετε κατά νου οτι δεν είναι another horror teen movie, αλλά έχει να σου προσφέρει γέλιο, απόλυτα cult διάθεση και ένα story που αν μη τι άλλο πατάει πάνω σε πρωτότυπα σκαλοπάτια.  Αν και κάπου εκεί ανάμεσα θα διαπιστώσετε οτι και ο Carpenter και το εκπληκτικό του “In the Mouth of Madness” (1994) έχουν πολλά να σας πουν.  Nough said.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο creepy hillbilly υπεύθυνος του παρακμιακού βενζινάδικου είναι πάντα μια homy πινελιά, οτι το οξυζενρισμένο μαλλί, συνήθως πάει σετάκι με τη flat chested γκόμενα και οτι ποτέ δεν είναι καλή ιδέα μια εκδρομούλα στο δάσος.  Σε μια καλύβα.  Μόνοι.  Μες τη νύχτα.  Ποτέ όμως.

No trivia


ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
One Winter’s Night, by Emlyn Boyle

Re-Animator: A bloody fun story be H. P. Lovecraft

Καλημέρες again!  Μμμ έστυψα πάλι το μυαλουδάκι μου προκειμένου να δω τι θα μπορούσα να ανεβάσω σήμερα.  Τελικά δεμου πήρε και πολύ μέχρι να αποφασίσω να γράψω για μια super cult ταινία της δεκαετίας του ’80, εκείνης της χρυσής εποχής που το αίμα, το γυμνό, τα τέρατα, τα όπλα και ότι άλλο φανταστεί κανείς, είχαν την τιμητική τους.  Έτσι λοιπόν σήμερα νομίζω οτι το ταινιάκι μου θα είναι μόνο για fan του είδους, καθώς κακά τα ψέματα αν δεν είσαι αρκετά ανώμαλος όπως εγω που λατρεύω αυτές τις ταινίες, δεν μπορείς να τις παρακολουθήσεις καθόλου εύκολα.  So here we go. “Re-Animator”…

Ο Dan (Bruce Abbott) είναι ένας αφοσιωμένος φοιτητής Ιατρικής που παρέα με τη κοπέλα του Megan (Barbara Crampton) ζουν μια κατά τα άλλα φυσιολογική ζωή.  Αυτό όμως πρόκειται σύντομα να αλλάξει όταν στη σχολή του Dan εμφανιστεί ένας μυστήριος και περίεργος, νέος μαθητής ο Herbert West (Jeffrey Combs).  Ο Herbert δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον σχετικά με την επαναφορά της ζωής στους νεκρούς, και όπως ο ίδιος υποστηρίζει έχει καταφέρει να αναπτύξει μια φόρμουλα που δίνει και πάλι τη ζωή στους νεκρούς ιστούς.  Όταν λίγο αργότερα ο Dan αναζητήσει συγκάτοικο, ο Herbert θα είναι αυτός που θα τον προσεγγίσει, προκειμένου να μοιραστούν το σπίτι.  Μη γνωρίζοντας τις τρελές και όμως τόσο αληθινές επιστημονικές μεθόδους του Herbert, o Dan γρήγορα θα μπλεχτεί σε ένα παιχνίδι ζωής και θανάτου (με όλη την κυριολεκτική σημασία) θέτοντας σε κίνδυνο τον εαυτό του, αλλά και την αγαπημένη του.  Θα καταφέρει άραγε ο Herbert να πετύχει μια σωστή αναγέννηση των ανθρώπινων ιστών, ή μήπως καλύτερα να άφηνε τους νεκρούς στην ησυχία τους;

Βασισμένο στο story “Herbert West, Re-Animator”, του Αμερικανού συγγραφέα του φανταστικού H.P. Lovecraft, το “Re-Animator” (1985) είναι μια splatter κωμωδία με δόσεις gore, λίτρα αίματος και φυσικά κανα δυο σκηνές που η όμορφη, ξανθιά πρωταγωνίστρια είναι τσιτσίδι, έτσι για να χαρεί λιγάκι και το μάτι του θεατή.
Ο Lovecraft αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες όσον αφορά τον κόσμο του φανταστικού, καθώς τα έργα του έχουν τροφοδοτήσει γενιές και γενιές νεότερων συγγραφέων, σκηνοθετών και πάσης φύσεως δημιουργών μέχρι και τις μέρες μας.  Εκείνος ήταν που δημιούργησε τον μύθο του Κθούλου, ενός μυθικού πλάσματος που ομοίαζε όλως περιέργως με ένα γιγαντιαίο, σαλιάρικο (μπλιαχ) χταπόδι.  Σκηνοθέτες όπως ο τρισμέγιστος Carpenter επιρεάστηκαν εντονότατα από τους θρύλους και τα παραμύθια του Lovecraft, με το “In the Mouth of Madness” (1994) να αποτελεί την ταινία του στην οποία η επίδραση αυτή είναι ξεκάθαρη.  Εκεί κάποια κθουλικά πλάσματα, αποτελούν εν μέρη τους βασικούς ήρωες οι οποίοι θα επιστρέψουν από το σκοτάδι, για να καταστρέψουν την ανθρωπότητα και να βυθίσουν για ακόμη μια φορά τον κόσμο σε μια άχρονη μαυρίλα.
Μπορεί τα έργα του να έχουν μείνει στην ιστορία για την φαντασιακή τους διάσταση, εντούτοις ο Αμερικανός συγγραφέας εξέφραζε μέσω αυτών κάποιες βαθύτερες υπαρξιακές του αναζητήσεις.  Πιο συγκεκριμένα ο ίδιος φαίνεται πως υποστήριζε έναν όρο (τον οποίο έτσι κι αλλιώς ο ίδιος είχε δημιουργήσει) αυτού του ‘cosmic horror’.  Σύμφωνα με τον όρο αυτό, η ιδέα της ζωής είναι κάτι που ο άνθρωπος δεν μπορεί να κατανοήσει, την ίδια στιγμή που το σύμπαν είναι εχθρικό απέναντι στα ενδιαφέροντα και τα θέλω του.  Για τον λόγο αυτό τα έργα του Lovecraft είναι πάντα γεμάτα αδιαφορία απέναντι στις σχέσεις και τις υποθέσεις των ανθρώπων.
Μπορεί λοιπόν να αποτελούσε κατά βάση έναν συγγραφέα του είδους του horror και της επιστημονικής φαντασίας, δεν έπαυε όμως να αποτελεί ένα άτομο που αναζητούσε το βαθύτερο υπαρξιακό και φιλοσοφικό νόημα, μέσω των τρομακτικών του ιστοριών.

Όπως ακριβώς και ο Carpenter, έτσι και ο σκηνοθέτης του “Re-Animator” Stuart Gordon επηρεάστηκε από τα έργα του Lovecraft, βασίζοντας μάλιστα την ταινία σε μια ιστορία του.  Και δεν ήταν η μόνη.  Τα επόμενα χρόνια που ακολούθησαν, ο Gordon σκηνοθέτησε κι άλλες ταινίες που είχαν να κάνουν με τον φρικιαστικό κόσμο του Lovecraft.  1 χρόνο μετά, γύρισε το “From Beyond” (1986), που είχε να κάνει με την επαφή με έναν ‘άλλο’ κόσμο μέσω μιας πόρτας που οδηγούσε σε ένα παράλληλο σύμπαν, το 1995 σκηνοθέτησε το “Castle Freak” με πρωταγωνιστές ένα ζευγάρι και τον…στοιχειωμένο πύργο που κληρονομούν στην Ιταλία, ενώ το 2001 κυκλοφόρησε το “Dagon” (αυτή η ταινία θυμάμαι με είχε στοιχειώσει για πολύ καιρό) μια ιστορία για μια παρέα ατόμων που παγιδεύονται σε ένα νησί, οι κάτοικοι του οποίου είναι μισοί άνθρωποι-μισοί ψάρια, και-οποία έκπληξης;-ψάχνουν για την επόμενη θυσία τους…
Είναι γεγονός οτι η αστείρευτη φαντασία του Lovecraft έδωσε ιδέες σε μπόλικους δημιουργούς προκειμένου να δημιουργήσουν οι περισσότεροι από αυτούς, το δικό τους cult status στην βιομηχανία του κινηματογράφου.  Αν και οι περισσότεροι (με εξαίρεση βέβαια τον Carpenter) δεν έχουν κάνει ποτέ κάποια τρομερή επιτυχία (τηρουμένων των σημερινών αναλογιών), εντούτοις τα έργα τους χαρακτηρίζονται από μια διαχρονική, καλτ ματιά, ακριβώς γιατί αποτελούν μικρά, τρομακτικά διαμαντάκια που σε καλούν να τα ανακαλύψεις (γιατί πίστεψέ με τα έχουν ανακαλύψει πριν από εσένα πολλές, πολλές χιλιάδες fan).
Εάν θες να δεις μια ταινία και να βιώσεις pure, αρχέγονο τρόμο, δοκίμασε μια από αυτές που έχουν την ιστορική τους βάση στα θέματα του Lovecraft και δε θα χάσεις.  Οι περισσότερες από αυτές είναι καλές, γιατί αγγίζουν τόσο πολύ τα όρια του κιτς τρόμου, ώστε από κάποια στιγμή και μετά το πράγμα παύει να είναι αστείο, και απλά γίνεται πολύ πολύ φρικιαστικό, ωμό και αρκούντως τρομακτικό.

Από πλευράς σκηνοθεσίας και ερμηνειών, μη περιμένεις οτι θα υπάρχει και κάποιος που θα πάρει τον εαυτό του και πολύ στα σοβαρά, καθώς όλα βρίσκονται σε υπερθετικό βαθμό.  Οι αηδιαστικές στιγμές είναι πολλές και διαρκείς, αλλά οι ερμηνείες σίγουρα θα σε ξαφνιάσουν αφού κυμαίνονται στα όρια του πολύ καλού, υπηρετώντας όμως πάντα ένα τόσο τραβηγμένο από τα μαλλιά (inside joke) story, που απλά θα σε οδηγήσει στο να χαμηλώσεις στο πάτωμα τα standards σου και να απολαύσεις μια αιματηρή κωμωδία, με εξωφρενικές στιγμές και ακόμα πιο εξωφρενικές αντιδράσεις, που θα σε κάνουν να γελάσεις και να αναγουλιάσεις σε ίσες δόσεις.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ οτι ο Combs και η Cranton πρωταγωνίστησαν και στις άλλες δυο εκ των τριών λοβκραφτικών ταινιών του Gordon (“From Beyond”, “Freak Castle”).  Στο “Re-Animator” βέβαια ο Combs κερδίζει εύκολα τις εντυπώσεις με το σαλταρισμένο βλέμμα, το κοντοστούπικο ανάστημά του (θα μπορούσε άνετα μπει μέσα στο δωμάτιό σου πατώντας στις μύτες και να μη τον πάρεις χαμπάρι….ποτέ), καθώς και με το διαβολικό του συνοφρύωμα που είναι όλα τα λεφτά.
Για τη σκηνοθεσία τι να πρωτοπώ.  Ότι πιο περίεργο, μακάβριο και εντελώς ‘οτι να’ναι’ θα το δεις σε αυτή τη ταινία.  Κεφάλια που μιλάνε, γάτες που συστρέφονται με τα μέσα έξω τους, ζομπικές συμπεριφορές των αναγεννημένων, αίμα, αίμα, αίμα και πολύ καλά ειδικά εφέ που σε ψήνουν πως αν μη τι άλλο αυτό που βλέπεις θα μπορούσε να είναι πραγματικότητα, χάρη στην αληθοφάνεια και την καλή δουλειά του επιτελείου των special effects! Good work guyz!
Τι κι αν το “Re-Animator” πραγματεύεται ένα θέμα που έχουμε δει πολλές φορές στον κινηματογράφο, αυτό δηλαδή του ξαναζωντανέματος ενός νεκρού;  Τι κι αν μιλάμε για ένα θέμα που έχει απασχολήσει τον άνθρωπο σε διάφορες φιλοσοφικές αναζητήσεις και συζητήσεις ανά τους αιώνες;  Αυτή η ταινία δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο, καθώς βάζει την επιστήμη, το μουσικό theme του “Psycho” (κι όμως στο μεγαλύτερο μέρος του είναι ακριβώς το ίδιο) την ανθρώπινη συμφεροντολογία, την εκδίκηση και την υπέρτατη αγάπη (καλά το τέλος δεν υπάρχει, “Η Νύφη του Φρανκενστάιν” σε ’80s, b-movie εκδοχή) σε ένα μπλέντερ, πατάει το κουμπάκι και σου σερβίρει έναν εύπεπτο πολτό σε κιτρινοπράσινο φωσφωριζέ, ακριβώς όπως η φόρμουλα της ζομποποίησης.  Ρούφηξε τον χυμό σου απολαυστικά και να είσαι σίγουρος πως ένα δηλώνεις fan αυτού του είδους ταινιών, τότε αυτή εδώ θα την ξεζουμίσεις ; )

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι το παχύ έντερο δεν είναι και τόσο μακρύ, οτι ένα ανδρικό κεφάλι ακόμα και όταν είναι κομμένο, δε θα πάψει ποτέ να ορέγεται τα συγκεκριμένα ανατομικά σημεία της γυναίκας, και οτι όταν μια γάτα ξαναζωντανεύει γίνεται πολύ εχθρική και θυμίζει αφηρημένα λυσσασμένη νυχτερίδα.  (όταν μιλάς για ταινιάρες, μιλάς για ταινιάρες).

TRIVIA

  • 25 γαλονάκια ψεύτικου αίματος χρησιμοποιήθηκαν για την ταινία.
  • Για τα…μυαλά χρησιμοποιήθηκαν διάφορων ειδών κρεατικά, ιδιαίτερα βοδινό και φυσικά ψεύτικο αιματάκι.
  • O Gordon και ο άλλος σεναριογράφος Dennis Paoli ήθελαν αρχικά να μεταφέρουν πιστά το story του Lovecraft στην οθόνη.  Τελικά η ταινία έχει λίγα κοινά με την ιστορία, αφού στόχος ήταν να παρωδήσει ως ένα σημείο την ιστορία του Frankenstein.
(Πηγή IMDB)
Cu around!

The Wicker Man: The missing girl will be the least of his concerns…

Hey hey!  Τι κάνουμε;  Λοιπόν σήμερα είπα να γυρίσουμε μόλις 40 χρόνια πίσω και να σας προτείνω μια κλασικά, cult ταινία την οποία είχα προσφάτως την τιμή να δω.  Εμπνεόμενη και από το “Kill List” που ανέβασα την προηγούμενη εβδομάδα και επειδή σας είπα οτι υπάρχει μαι μακρινή ομοιότητα με το “The Wicker Man”, πήρα την απόφαση να ανεβάσω και αυτή την ταινιούλα, η οποία είναι μόνο για φαν.  Δύσκολα θα μπορούσα να την κατατάξω σε κάποιο συγκεκριμένο είδος, καθώς κακά τα ψέματα είναι αρκετά ιδιαίτερη, με την έννοια οτι πολλοί θα την βρείτε έως και κακή!  Παρόλα αυτά επειδή αγαπώ τις cult ταινίες, αργά η γρήγορα θα την συμπεριλάμβανα εδώ.  Όσον αφορά νέες ταινιούλες, θα αρχίσουν να ανεβαίνουν από τις επόμενες μέρες, ακόμα και αν δεν έχουν βγει για προβολή στην Ελλάδα-ακόμη τουλάχιστον.  Μπορείτε να τις βρείτε και με άλλους τρόπους 😉 Ξεκινάμε!

Ο sergeant Howie (Edward Woodward) είναι ένας αμέμπτου ηθικής αρχηγός της Αστυνομίας ο οποίος θα κληθεί στο νησί Summerisle προκειμένου να ερευνήσει τις συνθήκες εξαφάνισης μιας νεαρής έφηβης, η οποία έχει εξαφανιστεί από το σπίτι της εδώ και μήνες.  Από την στιγμή που θα πατήσει το πόδι του στο περίεργο αυτό νησί, τα πράγματα θα αρχίσουν να μπερδεύονται καθώς οι ντόπιοι ισχυρίζονται οτι δεν έχουν ακούσει πότε στη ζωή τους το όνομα της πιτσιρίκας και οτι δεν την γνωρίζουν.  Ο ίδιος θα αναγκαστεί να φτάσει μέχρι την Κεφαλή του νησιού, τον Lord Summerisle (Christopher Lee) έναν free minded άρχοντα ο οποίος λύνει και δένει στο νησί.  Σύντομα ο Howie θα αντιληφθεί οτι η αδάμαστη, χριστιανική του πίστη βρίσκεται στο προπύργιο του Παγανισμού και οτι βρίσκεται ολομόναχος ανάμεσα σε γυμνές Μαινάδες, ειδωλολάτρες άντρες και θυσιαστικούς βωμούς…
Ο σκηνοθέτης Robin Hardy είναι μια από εκείνες τις σπάνιες (και οχι απαραιτήτως καλές) περιπτώσεις ανθρώπων που χτίζουν το όνομά τους και περνούν στην ιστορία για την μια και μοναδική καλή ταινία που έφτιαξαν στη ζωή τους.  Αν και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, ο Hardy μετά το “The Wicker Man” (1973) σκηνοθέτησε μια αδιάφορη ταινία, το “Τhe Fantasist” (1989), μια εξίσου αδιάφορη τηλεοπτική σειρά, την “Ε Street” την ίδια χρονιά, και το καλύτερο όλων: το 2010 αποφάσισε να επαναπροσδιορίσει και να ξανασκηνοθετήσει το cult, horror/thriller movie του, τιτλοφορούμενο αυτή τη φορά “The Wicker Tree” και με πρωταγωνιστή και πάλι το classic Christopher Lee.  Αυτό θα πει να έχεις ακόρεστη φαντασία!
Για να μην γινόμαστε όμως και άδικοι, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε, έστω και σε αυτή του την πρώτη, original προσπάθεια μια κριτική σκέψη πάνω στην κοινωνία του ’70 (βασικά της εποχής από μέσα ’60 μέχρι και ’70) και τον πρωτότυπο τρόπο να την παρουσιάσει στο πλαίσιο ενός θρησκευτικού, παρανοϊκού θρίλερ με πρωταγωνιστή έναν μοιραίο ήρωα.
Ο συγγραφέας Antony Shaffer ήταν υπεύθυνος για την συγγραφή του σεναρίου (από κοινού με τον Hardy), ενώ είχε ήδη γίνει γνωστός από την συμμετοχή του στο σενάριο του Hitchcock “Frenzy” (1972), αλλά και για το θεατρικό του “Sleuth” (1972) το οποίο έκτοτε έχει μεταφερθεί τόσο στην κινηματογραφική οθόνη, όσο και στο θεατρικό σανίδι.
Όπως και στην χθεσινή ταινία οπού οι διάφορες θρησκευτικές αναφορές ήταν παντού διασκορπισμένες, έτσι και εδώ η θρησκευτική διάσταση του πράγματος είναι ξεκάθαρη.  Στο Λαβύρινθο του Πάνα, ο τρόπος με τον οποίο οι θεατές γίνονται κοινωνοί μιας εναλλακτικής, μαγικής Πίστης, είναι εντελώς διαφορετικός από τον τρόπο με τον οποίο ο Hardy μοιάζει εδω να κοροϊδεύει τους παγανιστές νησιώτες, αντιμετωπίζοντας τους περισσότερο ως υπερσεξουαλικά άτομα, που πίνουν, γλεντούν και αρέσκονται να ικανοποιούν κάθε είδους ανάγκη τους, μακριά από τα πρέπει της Χριστιανικής Πίστης.
Αυτοί οι ‘Πρωτόγονοι’ που λατρεύουν τους αρχαίους Θεούς και θυσιάζουν ζώα (και ίσως οχι μόνο) στον βωμό προκειμένου να ικανοποιήσουν τον Ήλιο για να τους χαρίσει πλούσιες σοδειές, ζουν το δικό τους μόνιμο Γουντστοκ, χορεύοντας, τραγουδώντας και υμνώντας το υπερπέραν, με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό.  Ίσως να μην ήταν υπερβολή να σκεφτούμε οτι στην τελική πρόκειται για μια άμεση συσχέτιση με το lifestyle των ‘παιδιών των λουλουδιών’ εκείνη την εποχή.  Η ζωή σε κοινόβιο, η απαλλαγή από πραγματικά, ουσιαστικά, καθημερινά ζητήματα, οι ετήσιες γιορτές και το γεγονός οτι αυτοί οι ιδιόρρυθμοι κάτοικοι του νησιού, θυμίζουν ελεύθερα πνεύματα (ξέρετε τώρα από εκείνα που ζουν κοντά στη φύση, παίρνουν ονόματα λουλουδιών και βρίσκονται σε αρμονία και διαρκή νιρβάνα με το εσωτερικό τους Κα), όλα αυτά μοιάζουν πολύ συγκεκριμένα για να είναι απλές συμπτώσεις.  Η χίπικη αίσθηση διαχέεται σε όλη τη διάρκεια της ταινίας και τα ελευθέρια ήθη που είχαν θέσει στο στόχαστρο το πιο ρεμπέλικο κίνημα νέων που δημιουργήθηκε ποτέ, έρχονται εδώ αντιμέτωπα με τους πραγματωμένους τους κατακριτές, που εκφράζονται στο πρόσωπο του Sergeant Howie.

Στο πλαίσιο της Πίστης υπάρχει τις περισσότερες φορές ο λόγος και ο αντίλογος.  Εδώ ο αντίλογος είναι ο ίδιος ο Howie.  Απόλυτα προσηλωμένος στην Πίστη του Χριστιανισμού, έχοντας ‘ψηλά’ την θρησκεία του και χωρίς να αποδέχεται στιγμή τους παγανιστές-όπως ο ίδιος χαρακτηρίζει- κατοίκους του νησιού, αποτελεί ένα άτομο το οποίο στην ουσία παρωπισμένο καθώς είναι, δεν δέχεται τίποτα το διαφορετικά ως κοινωνικά αποδεκτό.  Δεν είναι τυχαία οτι σε ορισμένες στιγμές προσπαθεί ακόμα και να πείσει τον άρχοντα του νησιού, οτι η ειδωλολατρική τους συμπεριφορά είναι ύβρις απέναντι στον Θεό και απ’οτι φαίνεται θα καούν στην Κόλαση.
Η συγκεκριμένη αντίδραση δεν είναι τυχαία.  Από πάντα ο Χριστιανισμός αποτελούσε μια θρησκεία η οποία πολύ δύσκολα (έως και καθόλου) δέχεται άλλες θρησκείες ως ίσες, προτιμώντας τις περισσότερες φορές να επιβληθεί αναγκαστικά πάνω σε αυτές.  Κάπως έτσι κι εδώ μιλάμε για δυο αντικρουόμενους κόσμους, διαφορετικούς σε κάθε έκφανσή τους, αλλά και ως προς την παρουσία τους.  Οι γυμνοί, απελευθερωμένοι σεξουαλικά κάτοικοι, έρχονται σε τρομερή αντίθεση με την ατσαλάκωτη και κουμπωμένη μέχρι πάνω στολή του Howie.

Η σκηνοθεσία του Hardy έχει καταφέρει να συμπυκνώσει όλη αυτή την αντιφατική ατμόσφαιρα της ταινίας, με μια ρεαλιστική σκηνοθεσία που είναι αυτό που δείχνει.  Δεν περιλαμβάνει εντυπωσιακά εφέ ή πολυεπίπεδες, νοηματικές συνδέσεις.  Αρκείται να παρουσιάσει τα πράγματα σε όλο το αλλοπρόσαλλο μεγαλείο τους και να καταστήσει τον Howie τραγικό ήρωα, στην τελευταία της σεκάνς.  Σε αυτό βοηθάει και προσδίδει τα μέγιστα η διαρκής μουσική και τα τραγούδια των χωρικών, που θυμίζουν παλιομοδίτικο musical, αλλά και οι χοροί τους που φτάνουν στα όρια του γκροτέσκου.  Όλα στο όνομα μιας καλής σοδειάς και μερικών γεμάτων οπωρώνων.
Από πλευράς ερμηνειών οι δυο κεντρικοί πρωταγωνιστές είναι καλοί.  Ο Woodward είναι μετρημένος και αυστηρός όπως πρέπει, με διαπεραστικό βλέμμα που κατακρίνει τους πάντες και τα πάντα πάνω σε αυτό το ανίερο νησί.  Ο Christopher Lee είναι ένας ξερακιανός ψηλολέλεκας με επιβλητική φωνή και παρανοϊκό χαμόγελο, ο οποίος βρίσκεται στο peak της δόξας του και πολύ το απολαμβάνει.  Η προσωποποίηση του cult χαρακτήρα.
Το “The Wicker Man” είναι ένα ιδιαίτερο θρίλερ, που ανασκαλεύει την Πίστη του ανθρώπου και μέχρι πότε είναι αυτός σε θέση να την κρατήσει ακέραια, με πειρασμούς να βρίσκονται παντού τριγύρω (όπως η μπαμπάτσικη ξανθιά κόρη του ταβερνιάρη).  Με όμορφες εικόνες του νησιού, ζωηρά χρώματα και ένα story που κάτι θέλει να πει, αποτελεί μια από τις πλέον κλασσικές ταινίες τους είδους της και δικαιολογημένα θεωρείται αξεπέραστη.  Ναι, ακόμα και μετά από εκπληκτικό; remake της με τον Nicolas Cage το 2006.  Ακόμα και τότε…

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι το μαλλί του Lee είναι stadar δανική περούκα των Α.Μ.Α.Ν, οτι το να βλέπεις μια ξανθιά με πλούσια προσόντα να χορεύει γυμνή, δεν είναι πάντα και τόσο σεξουαλικό και οτι το καλύτερο φάρμακο για να περάσει ο πονόλεμος είναι να βάλεις έναν ζωντανό βάτραχο στον στόμα σου.  Θα το δοκιμάσω σήμερα που πονάει και ο δικός μου και θα σας πω….

TRIVIA

  • Ο Lee συμφώνησε να παίξει στην ταινία τσάμπα.  Μέχρι και σήμερα θεωρεί οτι αυτός ο ρόλος του ήταν ένας από τους καλύτερους στην καριέρα του.
  • Λέγεται οτι το αρχικό αρνητικό της ταινίας χρησιμοποιήθηκε ως υλικό για τον…Μ3 motorway στην Αγγλία.   O Lee είπε οτι πιθανότατα αυτό έγινε επίτηδες καθώς ο παραγωγός Michael Deeley μισούσε την ταινία!
  • Η ταινία σκηνοθετήθηκε στη Νοτιοδυτική Σκοτία και υπήρξε μια αντιπαράθεση όταν η ξανθιά πρωταγωνίστρια Britt Ekland χαρακτήρισε το μέρος (Dumfries and Galloway) ως το πιο βαρετό μέρος της Γης.  Οι παραγωγοί αναγκάστηκαν να ζητήσουν συγγνώμη για αυτό που είπε.
(Πηγή IMDB)

Τίποτα φοβερό στην tv σήμερα…

Τα λέμε και πάλι αύριο!

The Thing: Something alien lurks among us…

Youhoo σας και πάλι.  Πέμπτη σήμερα και κανονικά θα έπρεπε να είχα κάποιο new arrival να σας προτείνω, αλλά δεν έχω.  Οι λόγοι είναι δυο: Πρώτον το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έχει ως αποτέλεσμα μια εβδομάδα ισχνών, κινηματογραφικών αγελάδων.  Συνεπώς θα πρέπει να κάνουμε λίγη ακόμα υπομονή μέχρι να ολοκληρωθεί το-πάντα καλό-φεστιβαλάκι προκειμένου να επανακάμψουμε.  Ο δεύτερος λόγος είναι πως οι ταινίες (οι κάνα-δυο) που βγήκαν αυτή την εβδομάδα, δεν είναι και τίποτα το φοβερό.  Τους “Ιmmortals” αξίζει να τους δείτε για την φαντασμαγορική σκηνοθεσία του Tarsem και τα εκπληκτικά κοστούμια της Eiko Ishioka (είχαμε ξαναπεί γι’αυτήν στον “Dracula”), αλλά μέχρι εκεί.  Άντε αν εξαιρέσουμε το “Jane Eyre” με Wasikowska και Fassbender, δεν μπορούμε να πούμε κάτι για new arrival.  Καλύτερα επιλέξτε να δείτε καμιά από τις περασμένες εβδομάδες και υπομονή γιατί σε λίγο καιρό θα αρχίσει πάλι το μεγάλο πανηγύρι με πολλές και καλές ταινίες.  So για σήμερα είπα να ανεβάσω το “The Thing” το οποίο προσφάτως αποφάσισα να δω.  Τι κι αν το box-set του Carpenter βρίσκεται εδώ και κάνα 3άρι χρόνια στην ντουλάπα μου;  Εμένα τώρα μου ήρθε η όρεξη!  Οπότε ελπίζω να έρθει και σε εσάς με την κριτικούλα μου και να have fun όλοι μαζί : )  Ξεκινάμε…

O R.J McReady (Kurt Russell) είναι ο σκληραγωγημένος και άσσος στην χρήση φλογοβόλου, αρχηγός μια ομάδας επιστημόνων που βρίσκονται στην Ανταρκτική.  Μια μέρα ο ερχομός ενός ελικοπτέρου με μερικούς σαλταρισμένους Νορβηγούς που βρίσκονται στο κατόπι ενός…σκύλου τον οποίο πυροβολούν μετά μανίας, θα βάλει την πρωταγωνιστική μας ομάδα σε υποψίες.  Αποφασίζουν λοιπόν να επισκεφτούν τις εγκαταστάσεις των Νορβηγών για να δουν τι συμβαίνει.  Εκεί θα βρουν κάτι περίεργα υπολείμματα ενός πράγματος που μοιάζει και δεν μοιάζει με άνθρωπο.  Θα κουβαλήσουν αυτό το “thing” πίσω στους δικούς τους, όντας εκστασιασμένοι για κάτι που φαίνεται να είναι η ανακάλυψη του αιώνα.  Αυτό που δεν ξέρουν όμως είναι οτι πρόκειται για έναν παρασιτικό, εξωγήινο οργανισμό ο οποίος παίρνει την μορφή του ατόμου που σκοτώνει.  Σύντομα θα ανακαλύψουν οτι ο εχθρός βρίσκεται ανάμεσά τους και το χειρότερο;  Φαίνεται πως δεν υπάρχει τρόπος να ανακαλύψουν αν ακόμα και οι ίδιοι είναι σιχαμερές ρέπλικες του παλιού τους εαυτού….We are officially fucked!

O John Carpenter νομίζω οτι αποτελούσε από πάντα μια ιδιάζουσα προσωπικότητα, αν και σε αυτό που θα συμφωνήσουμε όλοι είναι πως δικαιωματικά του έχουν δοθεί το προσωνύμια “Master of Horror” και “Prince of Darkness” (όπως λέγεται και μια ταινία του).  Το περίεργο με τα έργα του Carpenter είναι οτι ενώ αρκετές φορές οι κριτικές διίστανται, το κοινό μοιάζει να τα αγκαλιάζει και να τα αγαπάει γι’ αυτό το μοναδικό cult status από το οποίο χαρακτηρίζονται.  Αν και έχει σκηνοθετήσει διάφορα είδη ταινιών όπως χαλαρές κωμωδίες (“Big Trouble in Little China”-1986, “Memoirs of an Invisible Man”-1992), σκληροπυρηνικές περιπέτειες (“Assault on Prencict 13”-1976, “Escape from New York-1981), ακόμα και ρομάντζα (“Starman”-1984), παρόλα αυτά έχει περάσει στο μυαλό όλων ως αδιαμφισβήτητος δημιουργός μερικών από τα καλύτερα horror movies που πέρασαν ποτέ από τον κινηματογράφο, δημιουργώντας σχολές τόσο ως προς την θεματική των έργων του, όσο και ως προς την σκηνοθεσία (η υποκειμενική σκηνοθετική ματιά με την οποία ξεκινάει το “Halloween” και στην οποία κοιτάμε μέσα από την μάσκα του μικρού ακόμα Michael, σαν να είμαστε όλοι εμείς ο ίδιος ο Michael, είναι από τις πιο χαρακτηριστικές του παγκόσμιου cinema).  “The Fog” (1981),  “Christine” (1983-μεταφορά του βιβλίου του Stephen King), το εξαιρετικό “Τhey Live” (1988) και το ανυπέρβλητο και all time personal favorite, “In the Mouth of Madness” (1994) είναι μόνο μερικές από τις υπέροχα σκιαχτικές του ταινίες.  Τι κι αν απογοήτευσε με το καινούριο του “The Ward” (2010);  O Carpenter έχει προ πολλού αποδείξει τι αξίζει και μια στραβοτιμονιά τώρα στα γεράματα δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό…

Το “The Thing” αποτελεί για πολλούς την καλύτερή του ταινία.  Και οχι αδίκως.  2 χρόνια μετά το “The Shining”, το παγωμένο τοπίο της Ανταρτικής αυτή τη φορά και η απομόνωση μιας επιστημονικής ομάδας, αποτελούν και πάλι τις πρώτες ύλες για την δημιουργία ενός εξαιρετικά κλειστοφοβικού κλίματος.  Εάν σε αυτό προσθέσουμε και την παρουσία ενός υποχθόνιου εχθρού που κουρνιάζει μέσα σου (Alien much?) και γίνεται ‘Εσύ’ ακόμα και αν δεν το έχεις πάρει χαμπάρι, τότε μπορούμε να κάνουμε λόγο για ένα παιχνίδι γάτας-ποντικιού που κορυφώνεται με artistic σπλατερικές στιγμές και gooey εφέ.   Εξάλλου ο ειδικός των special effects και του μακιγιάζ, Rob Bottin έδωσε εδώ τον καλύτερό του εαυτό, προσπαθώντας πάντα να βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από την εποχή του.  Δίνοντας το ‘ελεύθερο’ στο “Thing” να μπορεί να μεταβάλλεται και να αλλάζει διαρκώς σε όλη την πορεία της ταινίας, κατέστησε τελικά αδύνατον για τον θεατή να καταλάβει την πραγματική, σωματοποιημένη μορφή αυτού του εξωγήινου.  Έτσι κι αλλιώς μετά το 1979 και το “Alien” του Ridley Scott, το διαρκές transformation των ταινιακών τεράτων έγινε πλέον μια αγαπημένη και υπεσιχαμερή συνήθεια.

Βασισμένη σε ένα short story του συγγραφέα John W. Campbell Jr. το carpenteriko “Τhe Thing” αποτελεί στην ουσία remake μιας παλαιότερης ταινίας, του “The Thing from Another Planet” (1951) του Howard Hawks ο οποίος βασίστηκε επίσης στην νουβέλα του Campbell την οποία εξέδωσε το 1938 με τίτλο “Who Goes There?”.  Αν και δε του φαίνεται, το original εργάκι στοχεύει στον δικό του κοινωνικό και κυρίως πολιτικό σχολιασμό της εποχής του.  Πιο συγκεκριμένα όταν οι Η.Π.Α ξεκίνησαν το 1950 τον έντονο διαστημικό ανταγωνισμό με τους ‘φίλους’ τους τους Ρώσους, οι ιστορίες σχετικά με εξωγήινους που επισκέπτονται την Γη άρχισαν να κατακλύζουν τον κινηματογράφο.  Στην ταινία του Hawks μια ομάδα επιστημόνων ανακαλύπτουν κάτω από τον πάγο της Ανταρκτικής ένα διαστημόπλοιο.  Όταν το ανοίγουν βρίσκουν μέσα έναν διαστημάνθρωπο, τον οποίο έχουν την φαϊνή ιδέα να αποψύξουν, με αποτέλεσμα μετά να ακολουθήσει το χάος…Οι ανταγωνιστικές του διαθέσεις γίνονται ξεκάθαρες και όλοι μιλούν για ένα καλά ‘μεταμφιεσμένο’ τέρας που σκοπό έχει να προκαλέσει ένα ήδη φοβισμένο εξαιτίας της Cold War/Nuclear Age εποχής, κοινό.  Το “Τhe Thing” όπως επικράτησε να το λένε, αποτέλεσε την αρχή μόνο μια σειράς εξωγήινων-ψυχροπολεμικών ταινιών (το “The War of the Worlds”-1953, δε θα μπορούσε να έχει πιο ξεκάθαρα πολιτικό τίτλο εάν το εξετάσεις από αυτή τη σκοπιά), με αποκορύφωμα αυτή του 1956, “Τhe Body Snatchers” η οποία ούτε λίγο ούτε πολύ κάνει μια έμμεσα αναφορά στην alien-οποίηση του ανθρώπινου γένους, από ένα προηγμένο τεχνολογικά και μακράν πιο ευφυές, εξωγήινο είδος.  Εν μια νυκτί οι πραγματικοί άνθρωποι αντικαθίστανται από ‘άλλους’, αποτελώντας μόνο μια μακρινή ανάμνηση του Old World και όντας πλέον σκλάβοι των ίδιων τους των σωμάτων, όπως ακριβώς και στο “The Thing”.  Αν και δεν πιστεύω οτι σκοπός του Carpenter ήταν μια υπενθύμιση της έκρυθμης και φοβικής εποχής του Ψυχρού Πολέμου, εντούτοις ποιος μπορεί να αντισταθεί σε μια τόσο καλά ειπωμένη ιστορία;

Η σκηνοθεσία του Carpenter μπορεί να χαρακτηριστεί με μεγάλη άνεση ως cult, γεγονός το οποίο ενισχύουν και οι διάφορες δημιουργικές εμμονές του σκηνοθέτη, σχετικά με την παρουσίαση της εκάστοτε ταινίας του.  Από τα πιο χαρακτηριστικά του trademarks τα οποία συναντάμε και στο “The Thing” είναι το φιλμάρισμα σε μια τοποθεσία (όλη η δράση εξελίσσεται μέσα στα όρια των εγκαταστάσεών στις οποίες έχει καταλύσει η ομάδα εδώ και καιρό), η διαδικασία του σταδιακού χτισίματος της παράνοιας που αρχίζει να έχει άμεσο αντίκτυπο στους χαρακτήρες του (η απομόνωση και η επαφή με φρικιαστικά, γλοιώδη πράγματα είναι οι πιο βασικοί λόγοι) και η χρήση αντι-ηρώων οι οποίοι συνήθως σώζουν την κατάσταση (εδώ διαφαίνεαι από την αρχή οτι ο Russell είναι από τις μπέκρες τις καλές).  Από καθαρά σκηνοθετικής άποψης αρκείται σε μινιμαλιστική χρήση της κάμερας και περιορισμένους και οχι ιδιαίτερα έντονους φωτισμούς, ενώ επιλέγει να εντείνει την αγωνία και να δημιουργήσει την κατάλληλη ατμόσφαιρα, κάνοντας έναν άδειο χώρο να φαντάζει ‘γεμάτος’ και τούμπαλιν (η Ανταρτική για παράδειγμα είναι αχανής, λόγω της όλης δράσης όμως ο θεατής δεν σκέφτεται λεπτό την λευκή ερημιά τριγύρω, αλλά εγκλωβίζεται μέσα στο καταφύγιο των πρωταγωνιστών, που μοιάζει να αποτελεί ολόκληρο τον κόσμο).
Από πλευράς ερμηνειών ο Kert Russell είναι αυτός που ξεχωρίζει, αφού αποτελούσε και τον ανεπίσημο μούσο του Carpenter έχοντας παίξει σε τουλάχιστον 5 ταινίες του.  Μη φανταστείτε βεβαίως οτι το “The Thing” αποτελεί καμιά ταινία ερμηνειών.  Έχει φοβερή σκηνοθεσία, εντυπωσιακά εφέ, αγωνία και αρκετές αηδιαστικές στιγμές που την κάνουν ένα από τα διαμαντότερα διαμάντια του Carpenter και του horror είδους γενικότερα.
Δείτε το “Τhe Thing” και καλή σας τρομάρα…

Y.Γ: Αναμένουμε όπου να’ναι το remake του remake καθώς το “Τhe Thing” (2011) θα βγει όπου να’ναι στις αίθουσες με μια θηλυκή version του Kurt.  Τουλάχιστον το μαλλί είναι ίδιο…

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι το φλογοβόλο κάνει θαύματα απέναντι σε γλιτσιασμένους εξωγήινους, οτι το μαλλί και το μούσι του Russell τον κάνουν πολύ bad ass και οτι ο στομαχόπονος δαγκώνει.

TRIVIA

  • Ο Ennio Morricone συνέθεσε μερικά από τα ηχητικά κομμάτια της ταινίας.
  • Ένας από τους ήρωες ονομάζεται “Mac” και ένας άλλος “Windows”.  Επειδή η ταινία έγινε το 1982, αυτό είναι τελείως συμπτωματικό : )
  • Στην αρχή οι Νορβηγοί που κατεβαίνουν από το ελικόπτερο, λένε κάτι στην γλώσσα τους, το οποίο ενώ δεν μεταφράζεται στα αγγλικά, δίνει εντούτοις ένα πρόωρο spoiler στο νορβηγικό κοινό.
  • Ακόμα και μετά από όλα αυτά τα χρόνια ο Carpenter και ο Russel δηλώνουν οτι δεν έμαθαν ποτέ ποιος είχε καταληφθεί από τον εξωγήινο…
  • Ο σκύλος στην ταινία ονομαζόταν Jed και ήταν μισός husky και μισός λύκος.  Ο Carpenter έλεγε οτι ήταν ένας εκπληκτικός ηθοποιός καθώς δεν κοιτούσε ποτέ straight στην κάμερα, αλλά ούτε και στο συνεργείο!
  • O Nick Nolte και ο Jeff Bridges ήταν ανάμεσα σε αυτούς που απέρριψαν τον ρόλο του McReady.
(Πηγή IMDB)

H TV ΣΗΜΕΡΑ….

ΑΝΤ1: 21:00, Burn After Reading, με τους George Clooney, Brad Pitt, Frances McDormand, John Malkovich, Tilda Swinton.  Μια από τις πολύ καλές μαύρες κωμωδίες των αδελφών Coen, με ωραίο cast, ευτράπελα και μπόλικο καυστικό χιούμορ.




Αύριο σας περιμένω για favorite movie posters of the ’00s (vol.1).  Be here : )