Akira: Neo-Tokyo is burning…

Χαιρετώ και πάλι!  Τι κάνουμε;  Ήθελα να κάνω μια ερώτηση επί τη ευκαιρία, που είναι σχετική με τα post του Blog και συγκεκριμένα την εμφάνισή τους στο Facebook.  Δε ξέρω τι ακριβώς συμβαίνει, αλλά εδώ και κάνα δυο βδομάδες, όποτε προσπαθώ να κάνω copy-paste το την http διεύθυνση του post στο fb, αυτό βγαίνει χωρίς τίτλο και εικόνα, δείχνοντας στην ουσία μόνο την http διεύθυνση.  Δε ξέρω τι συμβαίνει, ούτε πως θα μπορούσα να αναζητήσω το πρόβλημα, οπότε είπα να δοκιμάσω την τύχη μου και εδώ, ώστε αν κάποιος ξέρει, να με ενημερώσει παρακαλώ!  Φεύγουμε λοιπόν από τα τεχνικά και περνάμε στην ταινία της ημέρας, η οποία αποτελεί ένα γιαπωνέζικο animation του 1988.  Το “Akira” το είδα μόλις πρόσφατα και ομολογώ οτι ‘…it blew me away’.  Για να σας προλάβω, το manga δε το έχω διαβάσει, δε ξέρω πόσο απέχει από την ταινία, ή ποιες μπορεί να είναι οι υποθεσιακές του ελλείψεις, οπότε θα μιλήσω απλά για το “Akira” ως οπτικοακουστική αίσθηση και τα συναφή.  Για να δούμε…

Η post-apocalyptic ‘Neo-Tokyo’ μεγαλούπολη βρίσκεται χτισμένη κοντά στα απομεινάρια της παλιάς πόλης η οποία καταστράφηκε κατά την διάρκεια του Γ’ Παγκόσμιου Πόλεμου από πυρηνική επίθεση, τριάντα χρόνια πριν.  Εκεί μια ομάδα punk, νεαρών μηχανόβιων, κονταροχτυπιέται με μια συμμορία που αυτοαποκαλείται “Clowns”.  Οι κόντρες συμμοριών, αποτελούν απλά ένα καθημερινό φαινόμενο σε μια δυστοπική πραγματικότητα, οπού η εγκληματικότητα, η εγκατάλειψη, ο φόβος και ο θάνατος συνθέτουν το τοπίο μιας Μητρόπολης που παραπέει.  Όταν η παρέα του Kaneda βρεθεί στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή, όλα θα πάνε κατά διαόλου, καθώς θα βρεθούν μπλεγμένοι σε μια περίεργη υπόθεση που περιλαμβάνει υψηλά στελέχη της κυβέρνησης, το στρατό και μια μυστήρια ομάδα από μικρά, πρασινογάλαζα πιτσιρίκια.  Τα πράγματα θα αρχίσουν να ξεκαθαρίζουν όταν ο φίλος του Kaneda, Tetsuo συλληφθεί από τους κυβερνητικούς, μόνο για να ενταχθεί σε ένα μυστικό πρόγραμμα, εγκεφαλικών πειραμάτων, προκειμένου οι τηλεκινητικές του δυνάμεις να χρησιμοποιηθούν αναλόγως.  Όπως είναι αναμενόμενο, οι δυνάμεις του αγγίζουν ένα ολέθριο peak καταστροφικότητας και ο Tetsuo μεθυσμένος από τις ικανότητές του θα προσπαθήσει να καταστρέψει την πόλη, αναζητώντας την υπέρτατη μάχη στο πρόσωπο του θρυλικού Akira, μιας ενεργειακής δύναμης, καλά κρυμμένης εδώ και τριάντα χρόνια (τυχαίο; δε νομίζω).  Ο Tetsuo θέλει να γίνει ο αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος, και κανείς δε φαίνεται να είναι σε θέση να τον σταματήσει.  Κανείς ίσως, εκτός από τον παλιόφιλο Kaneda με την κατακόκκινη, cyberpunk μηχανή του, που τόσο πολύ ζήλευε ο Tetsuo.  Κάποτε…

Το “Akira” αποτέλεσε το μεγαλόπνοο έργο του Katsuhiro Otomo, ο οποίος αφού έγραψε τις κοντά 2.000(!!) σελίδες του manga, αποφάσισε να μεταφέρει και στη μεγάλη οθόνη αυτή την cyberpank ιστορία, με το εντυπωσιακό, animation στήσιμο, τους άκρως ενδιαφέροντες χαρακτήρες και μια υπόθεση που δεν απέχει και πολύ από το ίδιο, το ιστορικό bakcground της Ιαπωνίας.
Ο Otomo λοιπόν ανέλαβε και την σκηνοθεσία του συγκεκριμένου εγχειρήματος, και αν κρίνουμε από το cult status που έχει αποκτήσει ανα τα χρόνια η ταινία, μάλλον το αποτέλεσμα ήταν τελικά υπεράνω προσδοκιών.  Και βέβαια είναι κάτι που δεν έγινε τυχαία.
Αν θα μπορούσαμε να μιλάμε για μια ταινία, ένα animation το οποίο κατάφερε και έστρεψε το βλέμμα της Δύσης, σε αυτή την κατηγορία των ασιατικών δημιουργημάτων, τότε αναμφίβολα αυτό ήταν το “Akira”.
Mέχρι τότε στην Ασία το κοινό που παρακολουθούσε φανατικά τα λεγόμενα anime είχε αρχίσει να αναγνωρίζει τη μορφή και το είδος του animation, μέσα από το “Akira”.  Για τους δυτικούς όμως, αυτό αποτέλεσε ένα πραγματικό φαινόμενο, ένα δημιούργημα που τους έπιασε τελείως ‘στον ύπνο’.  Όπως ήταν φυσικό, η ταινία αποτελούσε κάτι ολοκληρωτικά καινούριο για αυτούς, απέχοντας παρασάγγας από οτιδήποτε είχαν κατασκευάσει και δει οι ίδιοι, μέχρι τότε.  Το γεγονός οτι η λαβυρινθώδης υπόθεσή και το βιομηχανοποιημένο του σκηνικό ήταν δυσνόητο για όσους δεν ήταν εξοικειωμένοι με τα manga, δεν φάνηκε να έχει και τόση σημασία. Αυτό που εν τέλει συγκλόνισε τους θεατές και άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του, ήταν η τεράστια χρωματική παλέτα που χρησιμοποιήθηκε, προκειμένου να απεικονιστεί το αφενός σκοτεινό και αφετέρου πολυσχιδές πρόσωπο της Μητρόπολης.

Η ταινία είναι στην κυριολεξία ένα οπτικοακουστικό υπερθέαμα, από αυτά που πολύ φυσικά μπορείς να περιμένεις από τους ασιάτες φίλους μας.
Το γεγονός πως στον πυρήνα της ιστορίας βρίσκεται η ολοκληρωτική καταστροφή του Τόκιο από πυρηνική επίθεση, μόνο τυχαία δεν μπορεί να είναι, αλλά ίσα ίσα που θα μπορούσε να αποτελεί και ένα από τα ‘καλύτερα’ κομμάτια τραγικής ειρωνείας που έχουμε δει σε film.  Για εμένα τουλάχιστον έτσι είναι, και γίνεται ακόμα καλύτερο από το γεγονός πως τελικά οι άνθρωποι δεν βάζουν μυαλό, και μπορούν πολύ εύκολα να υποπέσουν σε λάθη του παρελθόντος, ξανά και ξανά.
Ο Tetsuo εξάλλου αποτελεί αυτό ακριβώς: προσωποποιεί την άσβεστη δίψα του ανθρώπου για δύναμη, την οποία ως επί το πλείστον χρησιμοποιεί προκειμένου να ικανοποιήσει τη δική του καταστροφική μανία.  Και ενώ η πόλη βάλλεται από την ανεξέλεγκτη δύναμη του νεαρού, καταστρέφοντας, σκοτώνοντας και εκμηδενίζοντας οτιδήποτε σταθεί μπροστά του σαν εμπόδιο, βρίσκεται κάποιος που αποφασίζει να ορθώσει ανάστημα και να τον σταματήσει.  Και οποία τραγική έκπληξης και πάλι, αυτός είναι ο πάλαι ποτέ κολλητός του, Kaneda.
Εάν συνεπώς κάποιος, απογυμνώσει το “Akira” από κάθε ανιματζίδικη υπόσταση, βρίσκεται αντιμέτωπος με την ιστορία της ανθρωπότητας από την αρχή της ύπαρξής της: βία, διεκδίκηση δύναμης, κυριαρχία, επικράτηση ενός έναντι πολλών, καταστροφή, πόλεμοι, φτώχεια και άλλα τόσα.  Άρα το εντυπωσιακό αποτέλεσμα του Otomo, δεν έχει αποκτήσει την διάσταση αυτή εξαιτίας κυρίως της υπόθεσής του (καθώς κακά τα ψέματα οι αναφορές στα κακώς κείμενα των ανθρώπων βρίσκονται παντού), αλλά κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο έχει αποδοθεί.  Και αυτός είναι τόσο συνταρακτικός και απρόσμενα γοητευτικός, που απλά σε υποτάσσει.

Και εκεί που λες πως η θηριώδης σύλληψη του Otomo δε θα μπορούσε να είναι καλύτερη, πως το αστικό περιβάλλον του Neo-Tokyo αποτελεί το ιδανικό αμάλγαμα industrial αισθητικής και φουτουριστικής ατμόσφαιρας, και πως το story είναι ένοχα feel good (μιλάμε σήμερα το αγγλικό πάει σύννεφο!), έρχεται η αίσθηση οτι το “Akira” κάτι σου θυμίζει και τότε όλο αυτό γίνεται ακόμα καλύτερο.  Γιατί πίστεψε με, κάτι στου θυμίζει…
…και πιο συγκεκριμένα η επίδραση που δέχθηκε η ταινία είναι από μερικές ακόμα, σπουδαίες ταινίες, τόσο σπουδαίες που εύκολα μπαίνουν στην λίστα με τις καλύτερες ταινίες ever.  Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η επίδραση του “2001: A Space Odyssey” (1968) του μεγάλου Kubrick η οποία είναι εμφανής σε όλη τη διαστημική/υπαρξιστική/φιλοσοφική της διάσταση, κυρίως στο τέλος του “Akira” όταν SPOILER!!!! το ταξίδι του Tetsuo ομοιάζει σε εκπληκτικό βαθμό με την αντίστοιχη, αστρική αναγέννηση στην τελευταία σεκάνς του “2001…”.  Ειδικά δε το τέλος του animation με τον Tetsuo να έχει αναγεννηθεί σε μια ύπαρξη, διαβολικής υπόστασης, αν κρίνουμε από την απειλητική φράση του“I am Tetsuo”, αποτελεί την εκ διαμέτρου αντίθετη εικόνα του αγγελικού εμβρύου στη ταινία του Kubrick το οποίο γίνεται ένα ψυχή τε, σώματι και πνεύματι με τη γαλάζια Γη.

Εξίσου εντυπωσιακές είναι και οι ομοιότητες με το νεο-noir film του Ridley Scott, “Blade Runner”.  Η εντυπωσιακή Μητρόπολη αποδίδεται με παρόμοιους χρωματικούς τόνους, νέον φώτα που αναβοσβήνουν διαρκώς, μια αίσθηση εγκαταλειμμένου μεγαλείου και σκουριασμένων κτιρίων.  Το γεγονός οτι και οι δυο ταινίες λαμβάνουν χώρα στο μακρινό (σε εμάς οχι και τόσο πια) 2019 είναι απλά ενδεικτικό, καθώς ακόμα και όσον αφορά την απεικόνιση της κοινωνίας τα οπτικά δάνεια του “Αkira” από τον “Blade Runner” είναι κατανοητά από την πρώτη στιγμή.  Ανήλικοι εγκληματίες, κυβερνητικός έλεγχος, κοινωνικός αναβρασμός και αβεβαιότητα για το μέλλον, είναι μόνο μερικά από τα χαρακτηριστικά στοιχεία των ταινιών.
Η διαφοροποίηση των κοινωνικών στρωμάτων παρουσιάζεται με επαρκή τρόπο στο “Akira”, καθώς απέναντι στους βρώμικους υπονόμους. τα σκοτεινά σοκάκια και τα κακόφημα μπαρ, αντιπαρατίθενται οι φωταγωγημένοι ουρανοξύστες, οι τεράστιοι προβολείς και και οι high tech εγκαταστάσεις του κυβερνητικού προγράμματος πειραμάτων.
Όπως μπορεί να καταλάβει εύκολα κάποιος, τα δάνεια δε σταματούν εδώ, καθώς τόσο η cyberpunk αισθητική, όσο και η στιλιζαρισμένη παράνοια του Cronenberg, ενυπάρχουν σε δόσεις σε αυτό το βιομηχανικό, animation διαμάντι.

Το “Akira” αποτέλεσε ένα από τα τελευταία pre-CG animation, βασισμένο στον παραδοσιακό hand-drawn τρόπο, όταν δηλαδή ακόμα το κάθε κάδρο ξεχωριστά ζωγραφιζόταν στο χέρι.
Είναι γνωστό οτι οι Ιάπωνες και βασικά γενικότερα οι ασιάτες, καταφέρνουν με έναν μοναδικό τρόπο να συνδυάζουν ετερόκλητα στοιχεία στις ταινίες τους, που πολλές φορές προκαλούν σοκ ή και αηδία.  Θυμηθείτε ταινίες όπως το “The Fly” (1986) ή το περίεργο “Tetsuo: The Iron Man” (1989) οπού οι ήρωες μετατρέπονταν σε περίεργα μηχανικά όντα, με την ανθρώπινη σάρκα τους να έχει υποστεί φριχτές μεταλλάξεις, και θα ανακαλύψετε οτι τέτοια στοιχεία υπάρχουν και στο “Akira”.  Προσωπικά δε θεωρώ καθόλου τυχαίο το γεγονός, πως η ταινία “Τetsuo” πήρε αυτό το όνομα, καθώς ο ήρωας του “Akira” φέρει εντυπωσιακές ομοιότητες με τον εφιαλτικά σιδερένιο άνθρωπο της ομώνυμης ταινίας.
Όσοι δεν έχετε δει ακόμα το “Akira” θα έλεγα να το τολμήσετε.  Μπορεί να διαρκεί δυο ώρες, και να κουράσει ίσως λίγο, αλλά όσοι αρέσκονται στην ασιατική κουλτούρα, σίγουρα θα εντυπωσιαστούν, καθώς η πληθώρα των χαρακτηριστικών που μπορεί να συναντήσει κανείς είναι πραγματικά τρομερή.  Ένα animation αριστούργημα που όλοι οι fan πρέπει να δουν.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η μηχανή του Kaneda είναι cool, οτι ο Tetsuo είναι κλασικό παράδειγμα παιδιού με ψυχολογικά προβλήματα και οτι ο Akira αποτελεί τελικά την μεγαλύτερη έκπληξη.

No trivia










ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

RUIN, by Odball Animation


RUIN from OddBall Animation on Vimeo.

Alien: In space no one can hear you scream…

Καλησπέρα σας και καλή εβδομάδα σε όλους!  Αργήσαμε λιγάκι σήμερα να ανεβάσουμε ταινιούλα, αλλά ας όψεται το γυμναστήριο το οποίο με καλούσε εδώ και μέρες (και το οποίο σχολαστικά φρόντιζα να αποφεύγω, σφυρίζοντας αδιάφορα).  Μετά από την τόσο δα κραιπάλη των γιορτών ήταν μια απόφαση που έπρεπε να παρθεί και ποια καλύτερη μέρα για να γίνει αυτό από την κλασική ‘από Δευτέρα’.  Έτσι λοιπόν και με το γαλακτικό οξύ να έχει ήδη αρχίσει να μου δίνει σουβλιές πόνου (φαντάζομαι αύριο θα σηκωθώ υπό γωνία από το κρεβάτι μου), ξεκινάμε την κριτικούλα για την hands down μια από τις πραγματικά καλύτερες ταινίες επιστημονικής φαντασίας, το “Alien”.  Στη πρώτη θέση λοιπόν συναντάμε με 16 ψήφους την κακιασμένη bitch του διαγαλαξιακού σύμπαντος δια χειρός Ridley Scott, στη δεύτερη  με 14 τα πανούργα “Gremlins” που θυμίζουν σε όλους τα Χριστούγεννα της παιδικής μας ηλικίας, ενώ στη τρίτη έμεινε ο αιώνιος-ποτέ δε κατάλαβα γιατί αφού δεν τίθεται μέτρο σύγκρισης-εχθρός του Alien, “Predator” με 11 ψήφους.  Αρκετά καλά τα πήγαν και τα cult τέρατά μας, ενώ παραπονεμένο έμεινε το the Blob που δε πήρε ούτε μια ψήφο.  Καθίστε να έρθει καμιά μέρα καταπάνω σας μια τεράστια, φούξια, μυξοειδή μάζα που σας ορέγεται, και μετά μου λέτε!  Ευχαριστώ πάντως για τις ψήφους σας και πάλι, welcome στα νέα μέλη και…ξεκινάμε!

Το πλήρωμα ενός διαστημικού πλοίου εξόρυξης που ταξιδεύει στο σύμπαν για διαφόρων ειδών μερεμετάκια και δουλειές, λαμβάνει σήμα από έναν κοντινό πλανήτη και αποφασίζει να κάνει μια βολτίτσα από εκεί, προκειμένου να δει τι συμβαίνει, καθώς σε πρώτη φάση το σήμα φαίνεται να παραπέμπει σε κάποιο SOS.  Όταν αργότερα το spaceship φτάσει εκεί, το πλήρωμα με αρχηγό τη σκληροπυρηνική Ripley (Sigourney Weaver) θα εξερευνήσει την προέλευση του σήματος, προκειμένου να πάρει μια απάντηση.  Το μόνο που βρίσκουν είναι μια σειρά από μεγάλα, περίεργα αυγά.  Όταν επιχειρούν να τα επεξεργαστούν καλύτερα, ένα πράγμα που μοιάζει με συνδυασμό καβουριού και αράχνης πετάγεται από μέσα και προσκολλάται στο πρόσωπο ενός από τα μέλη.  Στον πανικό τους το πλήρωμα φεύγει όπως όπως, αλλά βλέποντας οτι το εξωγήινο αυτό πλάσμα δε δημιουργεί προβλήματα, δε φαίνεται να δίνει και μεγάλη σημασία.  Όλα αυτά βέβαια μέχρι τη στιγμή που το πλάσμα έχοντας φυτέψει τους εξωγήινους σπόρους του μέσα στον άτυχο άνδρα, αποκολλάται και φεύγει, δίνοντας τη θέση του στον πιο φονικό εξωγήινο που πέρασε ποτέ από τη μεγάλη οθόνη. Τώρα το πλήρωμα κουβαλάει έναν extra επιβάτη κολοσσιαίας απειλής τον οποίο καλείται να εξολοθρεύσει, πριν τους αποδεκατίσει ο ίδιος έναν έναν.  Και εκεί στο διάστημα, κανείς δε μπορεί να σε ακούσει να ουρλιάζεις….

Η σκηνή κατά την οποία το έμβρυο σπάει τον θώρακα του Kane (John Hurt) γεμίζοντας τον τόπο με αίματα και σωθικά, σε μια προσπάθεια να απελευθερωθεί και να οδηγηθεί στο δολοφονικό του κρεσέντο λίγο αργότερα, αποτελεί πλέον μια από της πιο αναγνωρίσιμες σκηνές που δημιουργήθηκαν ποτέ για τον κινηματογράφο.  Η μαεστρική της απόδοση έκανε ακόμα και τους ίδιους τους ηθοποιούς να ουρλιάξουν με καθαρό τρόμο, χαράσσοντάς την στη μνήμη μας για πάντα.
Στην ουσία όλο αυτό το πλάνο αποτελεί την καλύτερη και αρτιότερη απόδοση της σχέσης ζωής/θανάτου, που έχουμε δει ποτέ σε ταινία.  Η γέννηση του πλάσματος του δίνει ζωή.  Η ζώη του αποτελεί τον θάνατο για τον νεαρό πρωταγωνιστή, και όλα αυτά μέσα σε ένα πλάνο διάρκειας μερικών δευτερολέπτων και αυτό είναι όλο.  Τόσο σύντομο κι όμως τόσο εμπνευσμένα καλό.  Πραγματικά ευφυής η σκέψη του σεναριογράφου Dan O’Bannon.
Η σεναριακή αναζήτηση ενός πρωτότυπου τρόπου προκειμένου ο εξωγήινος να μπει μέσα στο διαστημόπλοιο, τον οδήγησε σε αυτή την ευφάνταστη ιδέα, την οποία όπως είδε με τον έτερο σεναριογράφο Ronald Shusett, κανείς άλλος δεν είχε παρουσιάσει ποτέ μέχρι τότε.  Και κάπως έτσι γεννήθηκε αυτή η ιδιόμορφη και φονική σεξουαλική επαφή του εξωγήινου με τον άτυχο ήρωα.  Όπως χαρακτηριστικά είχε πει και ο ίδιος ο O’Bannon, “this is a movie about alien, inter species rape”.  Και αν το σκεφτεί κανείς λιγάκι καλύτερα, πως αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυτή η εκβιαστική βεντουζοποίηση του εξωγήινου στην πρώτη του μορφή και η γέννηση στη συνέχεια του κλασικού πλέον alien?  Μα φυσικά μόνο ως ένας βιασμός!

Αν και ο Ridley Scott δεν είχε κάνει σκηνοθετικά μέχρι τότε αυτό που λέμε ‘το μεγάλο μπαμ’, το “Alien” αποτέλεσε τελικά τη ‘σειρήνα’ που καταγοήτευσε και κατατρόμαξε σε ίδια ποσοστά κοινό και κριτικούς, δημιουργώντας ένα hi tech περιβάλλον διαστημικής κλειστοφοβίας και μεγαλοπρεπούς τρόμου, και αποτελώντας το σπέρμα που τροφοδοτεί μέχρι και σήμερα πολλές αναλόγου ύφους ταινίες.
Βέβαια η τεράστια επιτυχία του “Alien”, η βράβευσή του με το Oscar οπτικών εφέ και η μνημόνευσή του ως η καλύτερη sci-fi/alien ταινία που γυρίστηκε ποτέ, δε βασίστηκε μόνο στο-αδιαμφισβήτητο-ταλέντο του Scott και τη συνεργασία του με τα σωστά άτομα, αλλά και στις ήδη επικρατούσες, κινηματογραφικές συνθήκες μέσα στις οποίες εμφανίστηκε η ταινία του.  Πολύ απλά ήταν η κατάλληλη δουλειά, τη κατάλληλη στιγμή.
Τέσσερα χρόνια πριν από αυτό, το κοινό είχε απολαύσει ταινίες που περιελάμβαναν ξεχωριστά όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που η ταινία του Scott είχε την τύχη να συγκεντρώσει μαζί.  Το “Jaws” (1975) του Spielbergh προσέφερε την-όσο έπρεπε, ή ίσως και λίγο περισσότερο-δόση τρόμου που ζητούσαν οι θεατές, καθιστώντας τον φυσικό κυνηγό των θαλασσών, ως την τελειότερη φονική μηχανή.  Το 1997 ο George Lucas με την διαστημική του ελεγεία “Star Wars” προσέφερε άρτο και θέαμα, σκοράροντας στο box office και αποδεικνύοντας οτι το να είσαι εμπορικός, δε σημαίνει οτι παράγεις κακό cinema.  Την ίδια χρονιά ο Spielberg ξαναχτυπά, αυτή τη φορά με μια ρομαντικίζουσα ταινία επιστημονικής φαντασίας, το “Close Encounters of the third Kind”, η οποία δίνει μια διαφορετική πινελιά στην εξω-γήινη διανόηση.  Τέλος, ας μη ξεχνάμε οτι 1978 ήταν η σειρά του John Carpenter να θέσει τον πήχη του τρόμου λίγο πιο ψηλά, κάνοντας πρωταγωνιστή του “Halloween” του, τον μανιακό Michael Mayers ο οποίος κραδαίνοντας το πιστό του κουζινομάχαιρο, έσφαζε με συνοπτικές διαδικασίες όποιον βρισκόταν στο δρόμο του.
Εάν λοιπόν μαζέψουμε όλα τα παραπάνω στοιχεία (τρόμος, διάστημα, αγωνία, σασπένς, φιλοσοφικές σκέψεις τύπου ‘είμασε μόνοι;’ και ‘the truth is out there’) δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς για ποιον λόγο το “Alien” χτύπησε κατευθείαν στο μυαλό και τα μάτια των θεατών.  Μια ομάδα ατόμων παγιδευμένα στο μαύρο σύμπαν, μέσα σε ένα υψηλής τεχνολογίας κατασκεύασμα, που όμως δε τους προσφέρει καμία προστασία απέναντι σε έναν άγνωστο εχθρό;  Και μάλιστα με γενναίες δόσεις αίματος, ουρλιαχτών και κυνηγητού;  Hell yeah!

Εκτός από την κεντρική ιδέα του εξωγήινου που τα βάζει με το πλήρωμα, ο Scott αποφάσισε να κάνει τους ήρωες του ακόμα πιο ευάλωτους μέσα στην ανθρώπινή τους υπόσταση.  Προκειμένου να το πετύχει αυτό, πρόσθεσε στο story της ταινίας ένα evil ρομπότ τον Ash (Ian Holm) και την μια πλεκτάνη γύρω από αυτό, με κεντρική βάση την απληστία.  Έτσι λοιπόν οι ήρωες οχι μόνο απειλούνται εκ των έξω, αλλά και εκ των έσω, αφού απαιτούμενη για την επιβίωσή τους συνεργασία, διαλύεται μετά τους τριγμούς που προκύπτουν από την απαραίτητη παραδοχή της αλήθειας.
Αν και στη προκειμένη περίπτωση το δράμα, η υπόθεση δηλαδή αυτή καθεαυτή ενισχύει τη φύση των χαρακτήρων, εντούτοις δεν είναι αυτό που κρατάει κολλημένο τον θεατή στην οθόνη.  Παρόλα αυτά ο Scott πολύ εύστοχα ‘πετάει’ μέσα στην ιστορία μια επαρκή πλοκή, που θα ικανοποιούσε ακόμα και όσους βρίσκονταν να την κατακρίνουν για εφετζίδικη υπερέκθεση και στιλιζάρισμα.  Και το κάνει πολύ καλά.
Η προσοχή στη λεπτομέρεια, τη δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας και του απαραίτητου σασπένς, αποτελούν από τα βασικότερα συστατικά που καθιστούν το “Alien” αυτό που είναι: ένα μείγμα απαράμιλλου τρόμου και φευγάτης, τεχνολογικής ομορφιάς (από το διαστημόπλοιο Nostromo, μέχρι τους λαβυρινθικούς διαδρόμους και φυσικά το υπέροχο alien), γεγονός που οδήγησε σε μια σειρά από sequels, τα οποία ήταν λίγο πολύ αναμενόμενα.  Αυτό που ίσως δεν ήταν καθόλου αναμενόμενο είναι πως τη σκηνοθεσία τους ανέλαβαν μερικά από τα σπουδαιότερα, σύγχρονα σκηνοθετικά μυαλά.  Ο James Cameron γύρισε το “Aliens” (1986), ο David Fincher το “Alien 3” το 1992, ενώ ο Jean-Pierre Jeunet γνωστός για την φανταστική του “Amelie”, σκηνοθέτησε το 1997 το “Alien: Ressurection”.

Όσο όμως μάστορας κι αν είναι ο Scott και όσο δυναμικό και άγριο θυληκό το παίζει η Weaver εδώ, τίποτα δε συγκρίνεται με τον πραγματικό πρωταγωνιστή της ταινιάς.  Το φοβερό alien.
Η δημιουργία του δεν ήταν εύκολη υπόθεση, αν και η έμπνευση προϋπήρχε στο μυαλό και τους πίνακες του Σουηδού σουρεαλιστή καλλιτέχνη, H.R. Giger.
O Giger δημιουργούσε γλυπτά και πίνακες που αναπαριστούσαν ανθρωποειδή πλάσματα, πόλεις και γυναικείες μορφές, που αποτελούσαν μια πρόσμιξη τεχνολογίας, ιαπωνικού cyberpunk είδους, μηχανοποιημένου κόσμου, biosomething ατμόσφαιρας και γενικότερης ανδροειδούς, disturbing αισθητικής, που όμως μοιάζει τόσο σαγηνευτική και επικίνδυνη την ίδια στιγμή.  Ακριβώς δηλαδή όπως και το alien.  Η αλήθεια εξάλλου είναι πως ο Scott μαζί με τους σεναριογράφους του εμπνεύστηκε το τέρας του, από την εικονογράφηση ενός πίνακα του Giger που ονομάζεται Necronomon IV.  Ή για να είμαστε πιο σαφείς, αποτελεί rip off του πίνακα, μιας που ο Giger έλαβε μαζί με την υπόλοιπη παλιοπαρέα το Oscar για τα visual effects.  Τσέκαρε και τις φωτο πιο κάτω αν δε με πιστεύεις! (κάτω κάτω)
Αν και η μορφή λοιπόν υπήρχε, έπρεπε να δοθεί μια συγκεκριμένη κατεύθυνση σχετικά με τη συμπεριφορά, την ευφυΐα και τα λοιπά χαρακτηριστικά του πλάσματος.  Το συνεργείο λοιπόν κατέληξε σε μια πιο αφυλετική προέλευση του εξωγήινου, αν και στις επόμενες ταινίες ο διαχωρισμός έγινε σαφής με την εμφάνισης της Βασίλισσας.  Έτσι λοιπόν το alien παρουσιάστηκε με έναν τρόπο που συνδύαζε φονικότητα, αλλά και γοητεία.  Ήταν επιβλητικό, προσεγμένο, με μοναδικές λεπτομέρειες που συνδύαζαν ένα τεχνολογικά προηγμένο σώμα, με την αρχέγονη εξυπνάδα ενός παμπάλαιου αρπακτικού.  Ήταν το τέλειο επίτευγμα, που όπως λένε χαρακτηριστικά οι δημιουργοί “it could fuck you, and then kill you”.  Συγκλονιστικό, αλλά αληθές.  Ήταν τέτοια η σεξουαλική έλξη και γοητεία που ασκούσε, που όσο το πλήρωμα στη ταινία έμενε εμβρόντητο και το χάζευε, αυτό προλάβαινε να σε ξεκάνει μια κι έξω.  Είναι τώρα τυχαίο που ο Giger στους πίνακές του παρουσιάζει αυτά τα εξωγήινα ανδροειδή του, με τη μορφή μιας γυναίκας;  Ενός πλάσματος δηλαδή που ομοιάζει πολύ με τα παραπάνω που ανέφερα; Χμμμ…
Ξέρετε κι εσείς οτι είναι μια ταινία που πρέπει να δείτε εάν δε το έχετε ήδη κάνει.  Έχει δημιουργήσει σχολή, είναι καλοφτιαγμένη μέχρι σιχαμερής λεπτομέρειας και φιλοξενεί τον καλύτερο, πιο ζωώδη και εντυπωσιακό εξωγήινο που είδαμε ποτέ.  Τέλος.

(Από τη ταινία του Mario Bava, “Planet of the Vampires” (1965) που σίγουρα άσκησε τη δική του επίδραση)

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι οι εξωγήινοι αναπτύσονται με ταχύτατους ρυθμούς, οτι η Weaver είναι ο Chuck Norris του διαστήματος και οτι o Giger έχει αρρωστημένα δημιουργική φαντασία.  Καλά αυτό το έμαθα τώρα.

TRIVIA

  • Ο αρχικός τίτλος της ταινίας ήταν “Star Beast”
  • Μερικά από τα υλικά από τα οποία κατασκευάστηκε το ‘κοστούμι’ του alien ήταν πλαστελίνη και κομμάτια από…Rolls Royce!
  • Το αρχικό σχέδιο του Giger για το alien είχε και μάτια, αλλά οι δημιουργοί αποφάσισαν να τα αφαιρέσουν για να το κάνουν ακόμα πιο απειλητικό
  • Σχισμένα…προφυλακτικά χρησιμοποιήθηκαν για να αναπαραστήσουν τους τένοντες του φονικού στόματος του alien.
(Πηγή IMDB)

Υ.Γ: Πολλές από τις πληροφορίες τις πήρα από το βιβλίο HORROR CINEMA, του εκδοτικού οίκου ΤASCHEN.
Y.Γ 2: Για ακόμα περισσότερα έργα του Giger τσεκάρετε εδώ
Αυτά από εμένα! Τα λέμε και πάλι αύριο! Adios 😉 )

The Crow: A goth story about love, death and revenge

Καλημέρα σας!  Μετά το τέλος και αυτής της ψηφοφορίας μας, έχουμε επιτέλους μια ταινία η οποία έχει παίξει σε πολλά από τα προηγούμενα polls και που αυτή τη φορά κατάφερε να κερδίσει μια θέση στο blog, εξαιτίας του γεγονότος οτι οι περισσότερες από τις άλλες ταινίες έχουν ήδη ανέβει εδώ και καιρό.  Έτσι λοιπόν αν και δεν βρέθηκε στην πρώτη τριάδα, παρόλα αυτά το “The Crow” θα είναι η σημερινή επιλογή. Για πληροφοριακούς λόγους στην πρώτη θέση ήρθε αναμενόμενα το “V For Vendetta” με 24 ψήφους, στη δεύτερη το “The Count of Monte Cristo” με 19, ενώ στην τρίτη η έκπληξη “Carrie” με 17. Thanx for voting again, και επίσης θα ήθελα κάπου εδώ να σας πω οτι δέχομαι οτι προτάσεις θέλετε για να κάνουμε αυτό το blogaki καλύτερο.  Οτι θέλετε και νοιώθετε οτι λείπει, προτάσεις, αλλαγές κ οτιδήποτε άλλο θα θέλατε να δείτε εδώ feel free να μου πείτε, προκειμένου να το ανανεώσω όσο μπορώ : ) Τέλος θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σας σε ένα καινούριο κινηματογραφικό site που θα κάνει το launch του την Πέμπτη και που αποτελεί μια ακόμη προσπάθεια μου να γράφω ευρύτερα, και εκτός των ορίων του προσωπικού μου blog, αλλά και μια ομαδική συνεργασία για ένα καλό, ενημερωτικό και πλήρες σχόλιο πάνω στον εβδομαδιαίο κινηματογράφο και οχι μόνο. Θα σας το υπενθυμίζω καθημερινά, γιατί η αλήθεια είναι πως θα χρειαστούμε ένα πουσάρισμα στην αρχή, so thanx again : ) ! Μετά κι από αυτή την εισαγωγή, περνάμε στα δικά μας και την κλασική πια κριτικοανάλυση της καθημερινής μας ταινίας.  “The Crow”…

Ένας νεαρός κιθαρίστας, ο Eric Draven (Brandon Lee) και η αγαπημένη του Shelly (Sofia Shinas) πέφτουν θύματα μιας συμμορίας η οποία αφού πυροβολήσει στο κεφάλι τον Eric αφήνοντάς τον-σε πρώτη φάση-παράλυτο και ανήμπορο να κάνει το παραμικρό, αναγκάζεται να γίνει μάρτυρας του βιασμού και της δολοφονίας της αρραβωνιαστικιάς του.  Λίγο αργότερα θα ξεψυχήσει και ο ίδιος, όμως η ιστορία δεν τελειώνει εδώ.  Ένα κοράκι θα τον επαναφέρει στην ζωή, σαν άλλον σκοτεινό άγγελο ο οποίος θα ζητήσει και θα λάβει την γλυκιά του εκδίκηση από το υποκοσμιακό τσούρμο που τόλμησε να σκοτώσει την καλή του.  Το κοράκι πιστός καθοδηγητής στο πλευρό του, θα τον οδηγήσει σε έναν-έναν από αυτά τα καλόπαιδα τα οποία θα αρχίσει να ξεπαστρεύει σε ένα βίαιο κρεσέντο.  Μπορεί η εκδίκηση να είναι γλυκιά, αλλά η Shelly έχει ήδη χαθεί για πάντα.  Επιπλέον, ο αρχηγός της συμμορίας Top Dollar (Michael Wincott) θα ανακαλύψει τον θρύλο που κρύβεται πίσω από το κοράκι και τον λόγο για τον οποίο ο Eric μοιάζει ανίκητος.  Μερικές φορές ο θάνατος μοιάζει η καλύτερη επιλογή…
Ο ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτης Alex Proyas ήταν ο άνθρωπος που μετέφερε την σειρά των γοτθικών comic του “The Crow” στην μεγάλη οθόνη.  Με $15 εκατομμύρια budget και περίπου $100 εκατομμύρια εισπράξεις παγκοσμίως, το Κοράκι έτυχε θερμής υποδοχής το μακρινό 1994, και ανάμεικτων συναισθημάτων εξαιτίας του θανάτου του ηθοποιού Brandon Lee (γιο του άσσου των πολεμικών τεχνών/ηθοποιού Bruce Lee) κατά την διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας.  Μπορεί η στιλιστική απόδοση του comic να ήταν έτσι κι αλλιώς πετυχημένη, σίγουρα όμως ο μύθος που αναπόφευκτα την έδενε πλέον με τον οριστικό χαμό του Lee (όσο ειρωνικό κι αν ακούγεται το γεγονός οτι το σενάριο της ταινίας πραγματεύεται την αναγέννησή του και τον ερχομό του από τους νεκρούς) βοήθησε ώστε το Κοράκι να αποτελέσει μια ιδιαίτερα φορτισμένη συναισθηματικά ταινία, την οποία κοινό και κριτικοί αγκάλιασαν από την αρχή.

Ακολουθώντας κοινή πορεία με άλλους γνωστούς σκηνοθέτες όπως ο David Fincher και ο Michael Bay, o Proyas ξεκίνησε την καριέρα του σκηνοθετώντας μουσικά κλιπάκια και διαφημίσεις, για να περάσει στην συνέχεια σε κινηματογραφικές ταινίες οι περισσότερες εκ των οποίων (ομολογουμένως δεν είναι και πολλές) έφεραν την χαρακτηριστική, πεσιμιστική του υπογραφή μέσα από το χτίσιμο ζοφερών, εναλλακτικών, μελλοντικών κόσμων στους οποίους οι χαρακτήρες του αποτελούν κατά κάποιον τρόπο έρμαια τους.  Θυμίζοντας σε στυλ ολίγον από Tim Burton (στο λιγότερο παραμυθατζίδικό του) αλλά και ολίγον από Ridley Scott (χωρίς την υποδόρια, φιλοσοφική του οπτική) ο Proyas καθιέρωσε στις ταινίες του αυτό το μοτίβο των διαφορετικών φουτουριστικών κόσμων, τόσο σε επίπεδο μεταφοράς όπως γίνεται εδώ με το “The Crow”, όσο και σε επίπεδο καθαρά δικής του σεναριακής έμπνευσης, όπως με το “Dark City” (1998).  Αν και σε παραγωγικό επίπεδο δεν γκαζώνει όπως άλλοι συνεργάτες του, καθώς οι ταινίες του απέχουν χρονικά αρκετά η μια από την άλλη (σκηνοθέτησε το 2004 το “I,Robot” και επέστρεψε πέντε χρόνια μετά με τον Nicolas Cage στο “Knowing”), εντούτοις ακολουθεί μια σταθερή, δική του πορεία όσον αφορά το release της εκάστοτε ταινίας του.  Απ’οτι φαίνεται μάλιστα ίσως και να μιλάμε για μια επιστροφή του Proyas στις ποιητικές ρίζες του 1994, μιας που στα επόμενα δυο χρόνια αναμένεται μια ακόμη ταινία του (της οποίας το cast δημιουργεί περίεργες εντυπώσεις, αν πάρει κανείς στα σοβαρά τον Bradley Cooper ο οποίος μετά από την μη συμμετοχή του σε ένα προσδοκώμενο remake του Κορακιού, θα υποδυθεί τον…Lucifer.  Άφεση δίνω μόνο στον Casey Affleck που μετά το “The Killer Inside Me” θα ποθώ για πάντα) η οποία είναι βασισμένη αυτή τη φορά στο ποίημα του John Milton, “Paradise Lost”…

Τον Ιανουάριο του 1845 εκδόθηκε για πρώτη φορά το ποίημα του Edgar Alan Poe, “The Raven”.  Το story (μιας που μιλάμε για ένα ‘αφηγηματικό’ ποίημα) περιστρέφεται γύρω από έναν νεαρό και την επίσκεψη που δέχεται από ένα μυστηριώδες κοράκι που μιλάει.  Ο νεαρός θρηνεί για τον χαμό της αγαπημένης του Lenore, ενώ το κοράκι τον οδηγεί σταδιακά στον δρόμο της τρέλας και της παράνοιας, έναν δρόμο χωρίς επιστροφή.  Σύμφωνα με αναλύσεις επί αναλύσεων, το κεντρικό θέμα του ποιήματος (ακόμα και αν στην ουσία πρόκειται για έναν διαρκή ‘μονόλογο’ του νεαρού πρωταγωνιστή, με ένα κοράκι το οποίο αρκείται στο να επαναλαμβάνει συγκεκριμένες φράσεις και κυρίως την λέξη “Nevermore”) είναι η παντοτινή αφοσίωση.  Ακόμα και όταν ο κοράκι (το οποίο σε πολλές παραδόσεις συμβολίζει το κακό και τον ίδιο τον θάνατο) βρίσκεται σε έναν κάποιον αντίλογο με τον ήρωα, οδηγώντας τον έτσι σε μια κορυφούμενη φρενίτιδα, εντούτοις ο νεαρός άνδρας επιστρέφει διαρκώς στην θύμηση της αιώνια αγαπημένης του.  Όπως λέγεται χαρακτηριστικά, “ο αφηγητής βιώνει μια διαρκή σύγκρουση, ανάμεσα στην ανάγκη του να ξεχάσει και την ανάγκη να εξακολουθήσει να θυμάται”.  Στις μέρες μας η αναγνώριση του ποιήματος του Poe έχει φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη, ενώ και η αντιμετώπιση του ίδιου του ποιητή ως γοτθική, μελαγχολική προσωπικότητα με τα έργα του να χαρακτηρίζονται από περιρέουσα θανατίλα, πικρή θύμηση και φαντάσματα του παρελθόντος, είναι πλέον κλασική αξία.
Σαφέστατα επιρεασμένος από το σκοτεινό κλίμα του Poe, ο δημιουργός του comic “The Crow” James O’Barr προσπάθησε να οδηγηθεί στην δική του προσωπική κάθαρση, όταν και ξεκίνησε να σκιτσάρει την δουλειά του μετά τον θάνατο της αρραβωνιαστικιάς του από έναν μεθυσμένο οδηγό.  Όπως ανέφερε και ο ίδιος σε μια συνέντευξή του: “Καθώς ζωγράφιζα την κάθε σελίδα γινόμουν ολοένα και πιο αυτοκαταστροφικός…Υπάρχει καθαρός θυμός σε κάθε σελίδα”…Ακόμα κι έτσι το graphic novel του με πρωταγωνιστή έναν ρομαντικό, goth κιθαρίστα ονόματει Eric D(raven) έφτασε να πουλήσει κοντά στο ένα εκατομμύριο αντίτυπα παγκοσμίως, αλλά και να γίνει επιτυχημένη ταινία με τον ίδιο τίτλο.  Δυστυχώς η ‘κατάρα’ χτύπησε και τα κινηματογραφικά πλατώ…

Η ερμηνεία του Brandon Lee είναι αισθαντικά υπέροχη.  Μακιγιαρισμένος σαν σατανικός αρλεκίνος σταλμένος από την Κόλαση και με outfit που θυμίζει έντονα τον Ψαλιδοχέρη του Burton, χωρίς τα ψαλίδια, δίνει την καλύτερη ερμηνεία της σύντομης καριέρας του, που είναι καταδικασμένη να είναι και η τελευταία του (14 χρόνια μετά ένας μακιγιαρισμένος Heath Ledger στον ρόλο του σαδιστή joker θα περάσει στο πάνθεον των αδικοχαμένων ηθοποιών, έχοντας δώσει την τελευταία καλύτερή του ερμηνεία, κερδίζοντας το Oscar ‘Β Ανδρικού Ρόλου μετά θάνατον και την παντοτινή υστεροφημία).
Αν και ο τραγικός θάνατος του Lee έδωσε-κακά τα ψέματα- ένα boost στην ταινία, αναμφίβολα ο Proyas έκανε καλή δουλειά.  Συνδυάζοντας την κομικίστικη υφή του O’Barr και κρατώντας τον απαραίτητο νοσταλγικό πεσιμισμό του Poe, δημιούργησε ένα ταινιακό ‘graphic novel’ με ψυχή που κυμαίνεται ανάμεσα στην βιντεοκλιπίστικη cyberpunk αισθητική, τα λοξά πλάνα, τις πανοραμικές λήψεις μιας πόλης που θυμίζει έντονα την σαπίλα της burtonikis Gotham, τον έντονο αποχρωματισμό της εικόνας και την ρομαντική διάθεση του σκοτεινού ήρωα.  Αν και σε πολλές σκηνές ο Lee αντικαταστάθηκε από άλλον ηθοποιό, ο Proyas κατάφερε να κρατήσει τον θρύλο του ζωντανό, κρύβοντας στην ουσία τον ‘νέο’ Eric πίσω από σκιές, δείχνοντάς τον μόνο πλάτη ή χρησιμοποιώντας μακρινά πλάνα.
Το εντυπωσιακό visual style του Proyas γίνεται εμφανές σε όλη την ταινία, από το στήσιμο των σκηνικών και της γενικότερης ατμόσφαιρας, μέχρι και τους πρωταγωνιστές οι οποίοι φάνηκε να μένουν πιστοί στο όραμα για λύτρωση του O’Barr. Αν και ο σκηνοθέτης είχε στο μυαλό του να σκηνοθετήσει ένα ασπρόμαυρο κοράκι, εμπνεόμενος απόλυτα από την μορφή του graphic novel, εντούτοις τα studio παραγωγής που πολλές φορές φαίνεται να παίρνουν τις λάθος αποφάσεις, δεν επέτρεψαν κάτι τέτοιο.  Το αποτέλεσμα ήταν ο Proyas να συμβιβαστεί με ένα πιο μιουταρισμένο και μουνταρισμένο σκηνοθετικό εγχείρημα, αφήνοντας περιθώριο στους Frank Miller/Robert Rodriguez/Quentin Tarantino να κάνουν την επιθυμία του πραγματικότητα 11 χρόνια μετά, με την δική τους οπτική εξτραβαγκάντζα “Sin City” (2005).

Με έναν σκοταδιασμένο κόσμο που έχει ακόμα χώρο για περιπλανώμενες, ρομαντικές ψυχές, ένα σενάριο που μετράει αιώνες δημιουργίας, ένα εκπληκτικό OST από ονόματα όπως οι Cure, Nine Inch Nails, Rage Against the Mashine, Pantera, υπέροχη, ισορροπημένη σκηνοθεσία από τον Proyas και έναν ερμηνευτικό, όσο και κυριολεκτικό μύθο να την σκεπάζει για πάντα, το “The Crow” είναι πραγματικά μια ιστορία για την άσβεστη αγάπη, τον μοιραίο θάνατο και την δίψα για εκδίκηση.  Και όλα αυτά προσωποποιημένα στον αδικοχαμένο Brandon Lee.  Απλά μοναδική ταινία.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι μερικές φορές η κατάρα μπορεί όντως να υπάρχει, οτι όταν επιστρέφεις από τους νεκρούς γίνεσαι πιο kick ass απ’οτι πριν και οτι μερικές φορές η αγάπη μπορεί να είναι παντοτινή…

TRIVIA

  • Ο ρόλος της Shelly είχε προταθεί στην Cameron Diaz αλλά τον απέρριψε γιατί δεν της άρεσε το σενάριο.  Ήξερε να διαλέγει από τότε η Cameron.
  • Σύμφωνα με την βιογραφία του Bruce Lee, ο θάνατος του γιου του είχε προβλεφθεί από τον Bruce λίγο αφότου είχε ξυπνήσει από το κώμα στο οποίο είχε πέσει.  Ο θάνατός του είχε προβλεφθεί πρίν καν ο Brandon αποφασίσει οτι ήθελε να γίνει ηθοποιός.
  • Τις πρώτες μέρες των γυρισμάτων η κατάρα εξαπλώθηκε.  Ένας ξυλουργός έπαθε σοβαρά εγκαύματα όταν ο γερανός του χτύπησε σε κάτι καλώδια ρεύματος, μια μπουλντόζα έπιασε φωτιά, ένας νευριασμένος συνεργάτης-γλύπτης στούκαρε το αυτοκίνητό του στο studio που κατασκευάζονταν τα διάφορα προσθετικά για την ταινία και ένα μέλος του συνεργείου τρύπησε το χέρι του με ένα κατσαβίδι.  Κατά τα άλλα καλά…
(Πηγή IMDB)

Τίποτα το ιδιαίτερο στην tv σήμερα.

Τσακώστε και το concept art όταν ακόμα συζητιόταν ο Bradley Cooper για τον ρόλο του Eric Draven.
Και τα αγαπημένα μας posterakia.
Cu αύριο!

Blade Runner: A futuristic noir film…

Hey hey!  Επισήμως έχει ξεκινήσει και το φεστιβάλ και πρόκειται να ανεβάσω στο blog μπόλικο υλικό από εκεί.  Τις επόμενες μέρες θα ανέβει και η καινούργια ταινία του Ryan Gosling, “Drive” η οποία ήταν πολύ καλή indeed.  Για σήμερα και μιας που θα γράφω για ψιλοκαινούργια/καινούργια ταινιάκια, είπα να σας προτείνω μια κλασσική πια ταινία που φαντάζομαι πως λίγο πολύ, οι περισσότεροι θα την έχετε δει.  Εγω την είδα μόλις πρόσφατα, μέσα στο καλοκαίρι, αλλά δε χρειάστηκε κάτι παραπάνω προκειμένου να την εκτιμήσω γι’ αυτό που πρόσφερε μάλιστα στις αρχές της δεκαετίας του ’80.  Ας τσεκάρουμε λοιπόν το φουτουριστικό έπος του Ridley Scott, “Blade Runner”.

Βρισκόμαστε στο έτος 2019 και η ανθρωπότητα έχει αναπτύξει την κατάλληλη τεχνολογία η οποία της επιτρέπει τη δημιουργία κλώνων, γνωστούς και ως “replicants”, τους οποίους χρησιμοποιεί προκειμένου να επανδρώνει τις αποικίες που βρίσκονται σε άλλους πλανήτες, εκτός της Γης.  Ο Rick Deckard (Harrison Ford) είναι ένας Blade Runner, δηλαδή ένας αστυνομικός που ειδικεύεται στην σύλληψη και την εξόντωση των κλώνων αυτών, όταν οι καταστάσεις το απαιτούν και γίνονται επικίνδυνοι για το ανθρώπινο είδος.  Σε αυτό το παρόν του Los Angeles, o Deckard βρίσκεται πλέον εκτός υπηρεσίας, μόνο για να κληθεί λίγο αργότερα να βγάλει από τη μέση τέσσερις ρέπλικες που φαίνεται να έχουν φτάσει στην Γη αναζητώντας το μυστικό της αιώνιας ζωής.  Την ίδια στιγμή θα γνωρίσει την Rachael (Sean Young), μια όμορφη και μυστήρια γυναίκα από την οποία θα γοητευθεί.  Τα πράγματα όμως δεν θα είναι καθόλου απλά, μιας που το μυστικό του παρελθόντος της μπορεί να γίνει η αρχή του τέλους και για τους δυο τους…
Μεγάλη εισπρακτική…αποτυχία.  Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί οτι το “Blade Runner”, μια ταινία που σήμερα βρίσκεται στο πάνθεον των καλύτερων ταινιών ever made, θα έπιανε πάτο την εποχή που πρωτοκυκλοφόρησε;  Κι όμως έτσι ήταν.  Tρια χρόνια μετά την τεράστια επιτυχία του “Alien” (1979), o Ridley Scott βρέθηκε με ένα budget ύψους κοντά στα $30 εκατομμύρια στα χέρια και μια ταινία που έγινε δεκτή από θεατές και κριτικούς με ανάμικτες αντιδράσεις.  Άλλοι εκτίμησαν την πραγματικά φουτουριστική της διάσταση και το μελλοντολογικό-φιλοσοφικό της υπόβαθρο, ενώ άλλοι θεώρησαν οτι η εξέλιξη της υπόθεσης ήταν μάλλον αργή και βαρετή.  Παρόλα αυτά το “Blade Runner” είναι από εκείνες τις ταινίες που κατάφεραν να αποδείξουν την αξία τους μέσα στο πέρασμα του χρόνου.  Δεν είναι λίγες εξάλλου οι φορές που πραγματικά αριστουργηματικά φιλμ έχουν προκαλέσει μετριοπαθείς ή και αρνητικές αντιδράσεις, στην πρώτη τους ‘ανάγνωση’, με ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα να είναι και ο “Citizen Kane” (1941) του Welles.  Έτσι λοιπόν και το “Blade Runner” δεν άργησε τελικά να λάβει την αναγνώριση που του αξίζει και να θεωρείται πλέον από την πλειοψηφία, ως ένα άρτια σκηνοθετικό επίτευγμα που στην τελική έχει λίγο απ’ολα.  Και είναι καλά αυτά τα ‘όλα’.

Ο βασικότερος ίσως λόγος για τον οποίο η ταινία κατάφερε να αντιστρέψει την κάπως αδιάφορη αντίδραση του κόσμου τότε, ήταν το γεγονός οτι ο Scott είχε καταφέρει στην ουσία να επαναπροσδιορίσει μέσω αυτής ένα ολόκληρο κινηματογραφικό είδος το οποίο είχε πέσει σε αχρηστία μέχρι την δεκαετία του ’80: το film noir.  Το πάντρεμα μιας κλασσικής crime, noir υπόθεσης με την μοντέρνα αισθητική της επιστημονικής φαντασίας, αποδείχθηκαν ένα εξαιρετικά εύφλεκτο μίγμα που αποτέλεσε την αρχή για μια σειρά ταινιών, οι οποίες μέχρι και σήμερα βασίζονται σε αυτό το μοτίβο προκειμένου άλλοτε να προκαλούν οπτικά τον θαυμασμό (“The Fifth Element”-1997), άλλοτε να παρέχουν τροφή για υπαρξιακό προβληματισμό (“Dark City”-1998) και άλλοτε να φέρνουν λεφτά στα ταμεία, με την blockbusterikh τους φύση (“A.I: Artificial Intelligence”-2001). 
Δεν θα μου προκαλούσε καμία εντύπωση εάν ο Scott επηρεάστηκε από την ταινία του Lang, “Metropolis” προκειμένου να αποδώσει τόσο το στήσιμο του σκηνικού του, όσο και την ιδέα του τεχνητού όντος.  Η αλήθεια είναι οτι αν και ο Γερμανός εξπρεσιονιστής έθεσε τα θεμέλια μιας καθαρά μελλοντολογικής πραγματικότητας (που κακά τα ψέματα έβλεπε έτη φωτός μακριά, μιας που μιλάμε για το 1927), εντούτοις ο Αμερικανός σκηνοθέτης, κατάφερε να ωθήσει τα κινηματογραφικά όρια αρκετά βήματα πιο πέρα, μπερδεύοντας πολλά ετερόκλητα στοιχεία μαζί: αστυνομική υπόθεση, επιστημονική φαντασία που οργιάζει, ένα ρομάντζο το οποίο ετσι κι αλλιώς υπήρχε ανέκαθεν στα αυθεντικά films noir, cyberpunk ατμόσφαιρα και έναν υποβόσκον κοινωνικό προβληματισμό που γίνεται εντονότερος όσο η ταινία πλησιάζει στο τέλος της.  Τόσα πολλά στοιχεία, και όμως τόσο εξαιρετικά δεμένα μεταξύ τους, που απλά καθιστούν το “Blade Runner” ως ένα πρωτοπόρο και ρηξικέλευθο, σκηνοθετικό δημιούργημα.

Εκτός από το όραμα του Ridley Scott για την πραγμάτωση της ταινίας, τεράστια ήταν και η συμβολή του συγγραφέα Philip K. Dick πάνω στο έργο του οποίου βασίστηκε το “Blade Runner”.  Πιο συγκεκριμένα η τιτλοφορούμενη “Do Androids Dream of Electric Sheep?” νουβέλα του, αποτέλεσε το βασικό υλικό για το χτίσιμο του Los Angeles και της ιστορίας του πρώην αστυνομικού Rick Deckard.  O K. Dick φαίνεται να ήταν μια πολυγραφότατη προσωπικότητα εάν κρίνουμε από τον όγκο των συγγραφικών του έργων πάνω στα οποία έχει βασιστεί μια πληθώρα ταινιών, όπως το “Total Recall” (1990), το “Minority Report” (2002) και το πιο πρόσφατο “Adjustment Bureau” (2011).  Η αλήθεια είναι οτι ο Scott απογείωσε μια ιδέα που έτσι κι αλλιώς φαινόταν ήδη καλή στο χαρτί, βάζοντας τις απαραίτητες προσωπικές του πινελιές.  Για παράδειγμα η εντυπωσιακή αναπαράσταση της πόλης είναι δική του έμπνευση, καθώς συνηθίζει στα έργα του να αναλαμβάνει την δημιουργία των storyboards, ενισχύοντάς τα πάντα με μια εξαιρετική αρτιστική διάσταση.  Επίσης προτιμάει να παρουσιάζει την δυναμική φύση και πλευρά της γυναίκας, καθιστώντας τες σκληρές και σαγηνευτικές προσωπικότητες, όπως η Daryl Hannah (βλ. παραπάνω) στον ρόλο της αδίστακτης και υπερσεξουαλικής Pris, αλλά και η Sean Young ως έξυπνη και μοιραία Rachael.  Πάνω απ’ολα όμως μεγαλουργεί σκηνοθετικά και αυτό δε θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρο απ’οτι στη σημερινή μας ταινία.

Πραγματικά η σκηνοθεσία του “Blade Runner” είναι αυτό που λέμε it blows your mind away.  Αυτοκίνητα που πετάνε (τα λεγόμενα spinners, από τα οποία έχουν εμπνευστεί και τα αντίστοιχα στο Fifth Element), διαφημιστικές, νέον επιγραφές που αναβοσβήνουν διαρκώς, άγνωστα πλήθη που κυκλοφορούν σε υγρούς και σκοτεινούς δρόμους, πόρνες, άστεγοι,και άνδρες που απλά κάνουν την δουλειά τους, όπως ο ήρωάς μας, απαρτίζουν μια πόλη που δεν κοιμάται ποτέ, επικίνδυνη, αλλά και άγρια όμορφη.  Το όλο σκηνικό θυμίζει έντονα πολύβουη μεγαλούπολη, όπως το Τόκιο, με τα αναρίθμητα χρωματιστά φώτα της, το ασιατικό fast food και τις διαφημίσεις με τις λευκές γκέισες πάνω στα κτίρια.  Ο Scott μέσα από τα πανοραμικά του πλάνα και τις μακρινές του λήψεις μας δίνει να καταλάβουμε το μέγεθος και το μεγαλείο αυτής της μελλοντικής και εξελιγμένης τεχνολογικά πόλης.  Στο πλαίσιο της διαφορετικότητας του κάθε ατόμου η ίδια η πόλη δεν μοιάζει ενιαία, αλλά κυρίως μοιάζει σαν μια πολυδιάστατη κατασκευή η οποία έχει εξελικτικά δημιουργηθεί μέσα από την διαρκή πρόσθεση κτιρίων, μαγαζιών και κάθε λογής οικοδομήματος, παραπέμποντας σε ένα είδος μεταστατικής οικοδόμησης.  Εκεί υπάρχει χώρος για όλους, ακόμα και για μια ομάδα εκδικητικών ρεπλίκων που αποτελούν το καρκίνωμα σε αυτό το οχι και τόσο τέλειο, κοινωνικό κύτταρο.
Η χρήση της κάμερας λειτουργεί καταλυτικά τόσο για την δημιουργία του noir περιβάλλοντος, όσο και για την απόδοση του κάθε χαρακτήρα συγκεκριμένα.  Βέβαια η ταινία δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς την μυσταγωγική μουσική του Vangelis.  Εντείνοντας την αίσθηση του απόκοσμου και φουτουριστικού χαρακτήρα του έργου, το OST είναι κάτι παραπάνω από μια εξαιρετική, μουσική σύνθεση.  Αποτελεί το κομμάτι που έρχεται και κουμπώνει στα εντυπωσιακά visual effects και δημιουργεί μια οπτικοακουστική πανδαισία που σε μαγεύει.

Φυσικά και οι ερμηνείες δεν πάνε πίσω.  O Ford είναι πολύ καλός και θυμίζει λίγο μια σύγχρονη εκδοχή του Humphery Bogard, με την καπαρνίνα του και το ποτήρι με το ουίσκι στο χέρι του.  Για να το προχωρήσω λίγο πιο πέρα, θεωρώ πως ούτε το όνομά του (Rick) είναι τυχαίο, καθώς το ίδιο ακριβώς είχε και ο Bogard στην θρυλική “Casablanca”.  Και μιας που μιλάμε για ένα εκσυγχρονισμένο film noir, δεν θα ήταν απίθανο να ισχύει τελικά αυτό το παιχνιδάκι με τα ονόματα.  Εκτός από τον ‘καλό’ ήρωα, εξίσου καλός είναι και ο Rutger Hauer στον ρόλο του ξανθού αρχηγού των ρεπλίκων, Roy Batty.  Χωρίς να μιλάμε για μια από εκείνες τις ερμηνείες που σου μένουν στο μυαλό λόγω του φοβερού ταλέντου του ηθοποιού, ο Hauer πετυχαίνει να αποδώσει τον ρόλο του κακού πιστά και με ειλικρίνεια, κυρίως εξαιτίας του υπαρξιακού θέματος που παίζει στο background.
Οι ρέπλικες είναι κατασκευασμένες με μια συγκεκριμένη και αρκετά περιορισμένη διάρκεια ζωής.  Παρόλα αυτά δεν το γνωρίζουν, μέχρι την στιγμή που ο Roy επισκέπτεται τον κατασκευαστή τους ο οποίος του αποκαλύπτει την αλήθεια.  Τα όνειρα και η επιθυμία για παντοτινή ζωή σβήνουν και οι ρέπλικες αντιλαμβάνονται οτι αποτελούν απλά υποπροϊόντα της ανθρώπινης ευφυΐας.  Τίποτα δεν έχει νόημα, πόσο μάλλον να αγωνίζεσαι να παραμείνεις ζωντανός.  Αργά η γρήγορα η τεχνητή τους ζωή θα φτάσει στο τέρμα και τότε τι θα μείνει για θυμίζει οτι κάποτε υπήρχαν;  Απολύτως τίποτα.
O Roy δείνει έναν συγκλονιστικό μονόλογο σχετικά με την ματαιότητα της αιωνιότητας και το αναπόφευκτο του θανάτου, ακόμα και σε μια μηχανή όπως αυτός, που δεν έχει ανάγκη για τροφή, δεν κουράζεται, δεν μεγαλώνει.  Χαρακτηριστικό είναι και το σημείο οπού απελευθερώνει σε έναν σκοτεινό ουρανό ένα περιστέρι, το σύμβολο της ζωής και της ψυχής που φεύγει.  Έτσι έχουν όμως τα πράγματα.  Γέννηση, ζωή, θάνατος.  Γιατί στην τελική ανθρώπινα και τεχνητά δημιουργήματα, όλοι την ίδια κατάληξη έχουμε…
Άριστα δέκα στην σκηνοθεσία, την φωτογραφία, την μουσική και της ερμηνείες.  Πεσιμιστικό και κάπως μοιρολατρικό το φιλοσοφικό μήνυμα της ταινίας, που παραδέχεται όμως με ωμό τρόπο την πικρή αλήθεια. 

Τι έμαθα από την ταινία: Να φτιάχνω origami, να πιστεύω οτι το 2019 θα ζούμε σε τέτοιες πόλεις και οτι ακόμα και αν είσαι ξανθό super sexy ανδρείκελο μπορεί να την πατήσεις.

 TRIVIA
  • Λέγεται οτι ο Scott αντιμετώπιζε το αμερικάνικο crew της ταινίας με κάποια αρνητική διάθεση, καθώς θεωρούσε οτι τα αγγλικά ήταν πιο αποτελεσματικά.  Από την άλλη και οι Αμερικανοί συντελεστές δεν απόλαυσαν καθόλου τα γυρίσματα της ταινίας θεωρώντας οτι ο Scott ήταν ψυχρός και απρόσιτος.  Έτσι και οι δυο πλευρές έφτιαξαν μπλουζάκια που προκαλούσαν λεκτικά την άλλη πλευρά.  Μάλιστα…
  • Πολλές φορές το συνεργείο αναφερόταν στην ταινία ως “Blood Runner”. Καλό καλό!
  • Σε μια σκηνή οπού ο Ford σπρώχνει την Young μέσα στο διαμέρισμα, το σοκ και η θυμωμένη της αντίδραση είναι πραγματικά.  Όπως έλεγε η ίδια αργότερα ο Ford την είχε σπρώξει δυνατά, με αποτέλεσμα να την εκνευρίσει.
  • Η ηθοποιός Joanna Cassidy (Zhora) που έπαιζε μια από τις ρέπλικες, ήταν πολύ χαλαρή με το φίδι γύρω από τον λαιμό της καθώς στην πραγματικότητα ήταν δικό της.  Ένας πύθωνας που τον έλεγαν Darling.  Cute…
  • Η φολίδα από το φίδι που φαίνεται κάτω από το μικροσκόπιο, είναι στην πραγματικότητα γόπα από…τσιγαριλίκι!
  • Λεγόταν οτι η αρχική επιλογή για τον ρόλο της Pris ήταν η Deborah Harry.
(Πηγή IMDB)

Αηδίες και σήμερα στην tv.  Εκτός κι αν θέλετε να δείτε έναν υπερμεγέθη κροκόδειλο να κατασπαράσει ανθρώπους, στην “Σαρκοβόρα Απειλή” στις 22:00 που αλλού; στο Star.

Αύριο έχουμε “Drive”.  Stay around!

Tetsuo, The Iron Man: Cyberpunk madness…

Hello there.  Μετά το χθεσινό “Suspiria” σήμερα δε θα ξεφύγουμε και πολύ από την κατηγορία horror, fantasy.  Πιο συγκεκριμένα σήμερα θα ασχοληθούμε με μια εξαιρετικά ιδιαίτερη ταινία.  Για τον λόγο αυτό θα μου επιτρέψετε να βάλω ένα μεγάαααλο WARNING!!! (και με κόκκινα γράμματα), διότι δεν είναι μια ταινία για όλους.  Βασικά είναι μια ταινία σχεδόν για κανέναν, αλλά όπως και να το κάνουμε έχω πλέον αποφασίσει οτι θέλω να σας γνωστοποιώ (σε περίπτωση που δε τις ξέρετε ήδη φυσικά) και ταινίες που προκαλούν, σοκάρουν, αηδιάζουν κάποιες φορές και γενικά σου καρφώνονται στον εγκέφαλο για διάφορους λόγους.  Έτσι και η σημερινή επιλογή είναι είτε για fan, είτε για περιορισμένο κοινό.  Τα λέω για να μην έχουμε παρεξηγήσεις αργότερα.  You have been warned…

Ένας περίεργος άνδρας που είναι απλά γνωστός ως “the metal fetishist” καθώς αρέσκεται να ‘κολλάει’ στο σώμα του διάφορα μεταλλικά αντικείμενα (πολλές φορές τα βάζει ακόμα και….μέσα του, κυριολεκτικά) έχει ένα ατύχημα όταν ένα διερχόμενο αυτοκίνητο τον χτυπήσει.  Όταν λίγο αργότερα το ζευγάρι που τον χτύπησε, τον αρπάξει και τον πετάξει σε ένα δάσος, θεωρώντας οτι το τραύμα του είναι θανατηφόρο, ο metal fetishist θα αποφασίσει να πάρει την δική του εκδίκηση αρχίζοντας να επηρεάζει το μυαλό του άντρα που βρισκόταν πίσω από το τιμόνι, και μετατρέποντάς τον και αυτόν σιγά σιγά σε μια μεταλλική μάζα, από την οποία δε φαίνεται να υπάρχει καμία σωτηρία…
Στον ρόλο του ‘φετιχιστή’ συναντάμε τον ίδιο τον σκηνοθέτη της ταινίας Shinya Tsukamoto, ο οποίος συνηθίζει τις περισσότερες φορές να κάνει όλη τη δουλειά μόνος του, γράφοντας, σκηνοθετώντας και παίζοντας επίσης στις ταινίες.  Δεν έχω δει προς το παρόν κάποιο άλλο έργο του και ούτε είμαι σίγουρη οτι θέλω να δω άμεσα, μετά από την προβολή του “Tetsuo”.  Ξέρω όμως πως ήταν για εμένα μια κινηματογραφική εμπειρία όπως και να’ χει.  Η αλήθεια είναι οτι έχουμε δει πολλές ταινίες που χρησιμοποιούν μεταφορικές εικόνες και αλληγορικές σημασίες, προκειμένου να πουν αυτό που θέλουν και κυρίως αυτό που θέλει ο σκηνοθέτης.  Στην προκειμένη περίπτωση λοιπόν πρέπει να το έχετε αυτό κατά νου από την αρχή μέχρι και το τέλος της.  Και αν πιάσετε τον εαυτό σας να μην αντέχει και πολύ με αυτά που θα δει, τουλάχιστον βασιστείτε στο γεγονός οτι η διάρκειά της είναι γύρω στην 1 ώρα και κάτι λεπτά.  Λέω τώρα εγώ…

Μη προσπαθήσετε σε καμία περίπτωση να βρείτε κάποια λογική εξέλιξη στην υπόθεση(;) ή οποιαδήποτε συνοχή.  Ο Tsukamoto θέλει να δηλώσει απερίφραστα αυτό που πιστεύει και το κάνει με λίγα χρηματικά μέσα (θεωρείται ως ένα από τα πιο γνωστά low budget, cult έργα τις γιαπωνέζικης κινηματογραφίας) και γυρισμένη εξολοκλήρου με 16mm φιλμ (συνηθιζόταν για ταινίες που δεν οδηγούνταν σε theatrical releases).  Το “Tetsuo”οδήγησε ένα βήμα πιο πέρα ένα είδος ταινιών που χαρακτηρίζεται ως japanese cyberpunk, αν και οι ομοιότητες με τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται ο όρος cyberpunk στην Δύση, δεν είναι πολλές.  Αναφέρεται βασικά σε ένα βιομηχανικό, εργοστασιακό περιβάλλον σε πολύβουες πόλεις, στις οποίες το άτομο δε παίζει πια τον βασικό ρόλο, αλλά μάλλον ‘καταπίνεται’ (με όλη τη σημασία της λέξης) από το αστικό του περιβάλλον.  Το κοινωνικό σχόλιο εν προκειμένου του σκηνοθέτη έχει να κάνει με την απανθρωποποίση του ατόμου μέσα σε ένα διαρκές μεταλλάξιμο και απειλητικό περιβάλλον, από αυτά που συναντάει κανείς σε μεγάλες πόλεις.  Παράλληλα οι δυσκολίες στην ανθρώπινη επαφή και σχέσεις, αλλά της αποξένωσης, θεωρούνται χαρακτηριστικά θέματα των ταινιών του, τα οποία συναντάμε και εδώ.  Ο τρόπος που επιλέγει να αποδώσει τον εγκλεισμό της ανθρώπινης φύσης, μέσα σε ένα διαρκές εξελισσόμενο, βιομηχανοποιημένο σύστημα, είναι ακραίος, εφιαλτικός και-μην ξεχνιόμαστε-μεταφορικός.

Η σκηνοθεσία είναι φρενήρης και θυμίζει εύκολα βιντεοκλίπ της δεκαετίας του ’80, με καπνούς, ψυχεδελικές αλλαγές πλάνων, ξαφνιάσματα λευκού φωτός και διαπεραστικούς ήχους (εδώ ο όρος ΄μεταλλικός ήχος΄ περνάει σε άλλο επίπεδο), που δε σε αφήνουν σε ησυχία.  Σε κάποιες στιγμές μπορεί να σας πιάσει ακόμα και το κεφάλι σας ή να πονέσουν τα μάτια σας, αλλά θα έχετε δει κάτι το οποίο αποτελεί μεγάλη πρόκληση.  Με πολλαπλά fast forward, διπλοτυπίες στο φουλ (να μπαίνει η μια εικόνα πάνω στην άλλη, παραμένοντας όμως και οι δυο σε ένα ποσοστό εμφανείς), άπειρο stop motion σε βαθμό που να σκέφτεσαι οτι θα μπορούσες να το βλέπεις και σαν animation και μια εσκεμμένα ερασιτεχνικού τύπου, χρήση της κάμερας, καθώς η εικόνα ‘παίζει’ συνέχεια, ο Tsukamoto δημιουργεί ένα τέλεια εφιαλτικό περιβάλλον, που αγχώνει και προκαλεί νευρώσεις (στομάχου, ματιών κ.λ.π), όπως ακριβώς δηλαδή και η γρήγορη, σύγχρονη ζωή των πόλεων.  Για να μην αρχίσω για τα κοστούμια και την fucked up αισθητική της ταινίας…Αλλά επειδή θα αρχίσω έτσι κι αλλιώς ομολογώ οτι τα κοστούμια ήταν παρανοϊκά και ευφυώς κατασκευασμένα.  Η αίσθηση του ‘δεύτερου’ περνάει αβίαστα, αλλά καθιστά την ταινία ακόμα πιο επιτυχημένη γι’αυτό που θέλει να πει.  Βίδες, μπουλόνια, άπειρα μέτρα καλωδίων και συνθετικοί σωλήνες, είναι μόνο μερικά από τα πράγματα που αρχίζουν εν τέλει να εμφανίζονται στα σώματα των δυο ανδρών της ταινίας.  Σε μια από τις πιο ‘πειραγμένες’ σεξουαλικές σκηνές που έχω δει ποτέ μου, μια γυναίκα με ένα τεράστιο σωληνοειδές πράγμα να βγαίνει από μέσα της, οδηγείται σε…περιπτύξεις ας πούμε με τον γκόμενό της ο οποίος στη θέση του πέους του έχει πλέον ένα τεράστιο, ηλεκτρικό τρυπάνι!  Περαιτέρω σχόλια είναι απλά περιττά…

Σαν άλλη “Μεταμόρφωση” του Κάφκα (μόνο που εκεί ο ήρωας μεταμορφώνεται σε ένα τεράστιο έντομο, και οχι σε ένα μεταλλικό πράγμα που θα μπορούσε να άνετα να είναι ο αντίπαλος των Power Rangers) από την οποία σαφέστατα η ταινία έχει επηρεαστεί σε μεγάλο ποσοστό, οι σκηνοθετικές παντιέρες του Tsukamoto έχουν με τη σειρά τους επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό πολλούς σκηνοθέτες και αντιστοίχως πολλές ταινίες τους.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Aronofsky οπού στο “Pi” (1998) όλο το σκηνικό του κλειστοφοβικού δωματίου και της σταδιακής τρέλας που επέρχεται στον πρωταγωνιστή, μοιάζει σαν ένα πρώτης τάξεως rip off του διαμερίσματος και της γενικότερης αισθητικής και ατμόσφαιρας που βλέπουμε στο “Tetsuo”.  Ας μην ξεχνάμε εξάλλου και το ασπρόμαυρο της υπόθεσης που παίζει και στις δυο ταινίες.  Οθόνες, καλώδια, υπολογιστές και πολλά ακόμη εξαρτήματα αποτελούν πραγματικότητα του πρωταγωνιστή στο “Pi”, όπως ακριβώς γίνεται και εδώ.  Όσο την παρακολουθούσα έσκαγαν στο μυαλό μου μερικές ακόμα ταινίες οι οποίες έχουν κάποιες μυστήριες ομοιότητες μαζί της, όπως το “The Fly” του Cronenberg, που αν και προϋπάρχει του “Tetsuo” από το 1986, πραγματεύεται παρόμοια θέματα όπως η μεταμόρφωση του ατόμου, τα side effects της επιστήμης, η απομόνωση και η ατομική τρέλα.  Η σκηνή στην οποία ‘η μύγα-άνθρωπος’ έχει κάνει fuse με την μηχανή μεταφοράς, με τα καλώδια και τα εξαρτήματα τα εξέχουν από παντού, είναι χαρακτηριστική και την βλέπουμε να επαναλαμβάνεται σε αυτή την ασιατική εκδοχή.  Άλλες ταινίες είναι το “Pi” όπως σας είπα, αλλά και το “Species” (1995), και συγκεκριμένα στην σκηνή του ζευγαρώματος.
Αν θα μπορούσαν δυο μόνο λέξεις να χαρακτηρίσουν την ταινία αυτή, τότε είναι οι εξής: mind-fucking και disturbing.  Παρόλα αυτά αρκεί να την εκτιμήσει κανείς, εάν την αντιμετωπίσει ως μια βαθιά, αλληγορική προσπάθεια του σκηνοθέτη να μας κάνει τα δικά του παράπονα για έναν κόσμο που πάει κατά διαόλου, ήδη από την εποχή του ’80.  Ενδεχομένως να είναι ένα από τα πιο σύγχρονα και προφητικά φιλμ που έχω δει. Πάντως μη το ψάχνετε, εάν μιλάμε με σημερινούς όρους του 2011, μάλλον θα βλέπαμε κανα τύπο να μεταμορφώνεται σε δίπορτη ΒΜW ή τεράστιο, πράσινο δολάριο.
So much for human evolution…

Δεν έχουμε traileraki, οπότε ψάξτε το λίγο ακόμα αν θέλετε και ο Tetsuo μαζί σας.

No trivia.

H TV ΣΗΜΕΡΑ….

ET1: 22:00, Calendar Girls, με τους Helen Mirren, Linda Basset.  Ιστορία που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και θέλει μια ομάδα από ηλικιωμένες κυρίες να φωτογραφίζονται σε λίγο πιο τολμηρές πόζες, προκειμένου να μαζέψουν χρήματα από την πώληση ενός ημερολογίου, για το νοσοκομείο της πόλης τους.

Τα λέμε και πάλι αύριο, με το πολυπόθητο new arrival των ημερών…