Blade Runner: A futuristic noir film…

Hey hey!  Επισήμως έχει ξεκινήσει και το φεστιβάλ και πρόκειται να ανεβάσω στο blog μπόλικο υλικό από εκεί.  Τις επόμενες μέρες θα ανέβει και η καινούργια ταινία του Ryan Gosling, “Drive” η οποία ήταν πολύ καλή indeed.  Για σήμερα και μιας που θα γράφω για ψιλοκαινούργια/καινούργια ταινιάκια, είπα να σας προτείνω μια κλασσική πια ταινία που φαντάζομαι πως λίγο πολύ, οι περισσότεροι θα την έχετε δει.  Εγω την είδα μόλις πρόσφατα, μέσα στο καλοκαίρι, αλλά δε χρειάστηκε κάτι παραπάνω προκειμένου να την εκτιμήσω γι’ αυτό που πρόσφερε μάλιστα στις αρχές της δεκαετίας του ’80.  Ας τσεκάρουμε λοιπόν το φουτουριστικό έπος του Ridley Scott, “Blade Runner”.

Βρισκόμαστε στο έτος 2019 και η ανθρωπότητα έχει αναπτύξει την κατάλληλη τεχνολογία η οποία της επιτρέπει τη δημιουργία κλώνων, γνωστούς και ως “replicants”, τους οποίους χρησιμοποιεί προκειμένου να επανδρώνει τις αποικίες που βρίσκονται σε άλλους πλανήτες, εκτός της Γης.  Ο Rick Deckard (Harrison Ford) είναι ένας Blade Runner, δηλαδή ένας αστυνομικός που ειδικεύεται στην σύλληψη και την εξόντωση των κλώνων αυτών, όταν οι καταστάσεις το απαιτούν και γίνονται επικίνδυνοι για το ανθρώπινο είδος.  Σε αυτό το παρόν του Los Angeles, o Deckard βρίσκεται πλέον εκτός υπηρεσίας, μόνο για να κληθεί λίγο αργότερα να βγάλει από τη μέση τέσσερις ρέπλικες που φαίνεται να έχουν φτάσει στην Γη αναζητώντας το μυστικό της αιώνιας ζωής.  Την ίδια στιγμή θα γνωρίσει την Rachael (Sean Young), μια όμορφη και μυστήρια γυναίκα από την οποία θα γοητευθεί.  Τα πράγματα όμως δεν θα είναι καθόλου απλά, μιας που το μυστικό του παρελθόντος της μπορεί να γίνει η αρχή του τέλους και για τους δυο τους…
Μεγάλη εισπρακτική…αποτυχία.  Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί οτι το “Blade Runner”, μια ταινία που σήμερα βρίσκεται στο πάνθεον των καλύτερων ταινιών ever made, θα έπιανε πάτο την εποχή που πρωτοκυκλοφόρησε;  Κι όμως έτσι ήταν.  Tρια χρόνια μετά την τεράστια επιτυχία του “Alien” (1979), o Ridley Scott βρέθηκε με ένα budget ύψους κοντά στα $30 εκατομμύρια στα χέρια και μια ταινία που έγινε δεκτή από θεατές και κριτικούς με ανάμικτες αντιδράσεις.  Άλλοι εκτίμησαν την πραγματικά φουτουριστική της διάσταση και το μελλοντολογικό-φιλοσοφικό της υπόβαθρο, ενώ άλλοι θεώρησαν οτι η εξέλιξη της υπόθεσης ήταν μάλλον αργή και βαρετή.  Παρόλα αυτά το “Blade Runner” είναι από εκείνες τις ταινίες που κατάφεραν να αποδείξουν την αξία τους μέσα στο πέρασμα του χρόνου.  Δεν είναι λίγες εξάλλου οι φορές που πραγματικά αριστουργηματικά φιλμ έχουν προκαλέσει μετριοπαθείς ή και αρνητικές αντιδράσεις, στην πρώτη τους ‘ανάγνωση’, με ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα να είναι και ο “Citizen Kane” (1941) του Welles.  Έτσι λοιπόν και το “Blade Runner” δεν άργησε τελικά να λάβει την αναγνώριση που του αξίζει και να θεωρείται πλέον από την πλειοψηφία, ως ένα άρτια σκηνοθετικό επίτευγμα που στην τελική έχει λίγο απ’ολα.  Και είναι καλά αυτά τα ‘όλα’.

Ο βασικότερος ίσως λόγος για τον οποίο η ταινία κατάφερε να αντιστρέψει την κάπως αδιάφορη αντίδραση του κόσμου τότε, ήταν το γεγονός οτι ο Scott είχε καταφέρει στην ουσία να επαναπροσδιορίσει μέσω αυτής ένα ολόκληρο κινηματογραφικό είδος το οποίο είχε πέσει σε αχρηστία μέχρι την δεκαετία του ’80: το film noir.  Το πάντρεμα μιας κλασσικής crime, noir υπόθεσης με την μοντέρνα αισθητική της επιστημονικής φαντασίας, αποδείχθηκαν ένα εξαιρετικά εύφλεκτο μίγμα που αποτέλεσε την αρχή για μια σειρά ταινιών, οι οποίες μέχρι και σήμερα βασίζονται σε αυτό το μοτίβο προκειμένου άλλοτε να προκαλούν οπτικά τον θαυμασμό (“The Fifth Element”-1997), άλλοτε να παρέχουν τροφή για υπαρξιακό προβληματισμό (“Dark City”-1998) και άλλοτε να φέρνουν λεφτά στα ταμεία, με την blockbusterikh τους φύση (“A.I: Artificial Intelligence”-2001). 
Δεν θα μου προκαλούσε καμία εντύπωση εάν ο Scott επηρεάστηκε από την ταινία του Lang, “Metropolis” προκειμένου να αποδώσει τόσο το στήσιμο του σκηνικού του, όσο και την ιδέα του τεχνητού όντος.  Η αλήθεια είναι οτι αν και ο Γερμανός εξπρεσιονιστής έθεσε τα θεμέλια μιας καθαρά μελλοντολογικής πραγματικότητας (που κακά τα ψέματα έβλεπε έτη φωτός μακριά, μιας που μιλάμε για το 1927), εντούτοις ο Αμερικανός σκηνοθέτης, κατάφερε να ωθήσει τα κινηματογραφικά όρια αρκετά βήματα πιο πέρα, μπερδεύοντας πολλά ετερόκλητα στοιχεία μαζί: αστυνομική υπόθεση, επιστημονική φαντασία που οργιάζει, ένα ρομάντζο το οποίο ετσι κι αλλιώς υπήρχε ανέκαθεν στα αυθεντικά films noir, cyberpunk ατμόσφαιρα και έναν υποβόσκον κοινωνικό προβληματισμό που γίνεται εντονότερος όσο η ταινία πλησιάζει στο τέλος της.  Τόσα πολλά στοιχεία, και όμως τόσο εξαιρετικά δεμένα μεταξύ τους, που απλά καθιστούν το “Blade Runner” ως ένα πρωτοπόρο και ρηξικέλευθο, σκηνοθετικό δημιούργημα.

Εκτός από το όραμα του Ridley Scott για την πραγμάτωση της ταινίας, τεράστια ήταν και η συμβολή του συγγραφέα Philip K. Dick πάνω στο έργο του οποίου βασίστηκε το “Blade Runner”.  Πιο συγκεκριμένα η τιτλοφορούμενη “Do Androids Dream of Electric Sheep?” νουβέλα του, αποτέλεσε το βασικό υλικό για το χτίσιμο του Los Angeles και της ιστορίας του πρώην αστυνομικού Rick Deckard.  O K. Dick φαίνεται να ήταν μια πολυγραφότατη προσωπικότητα εάν κρίνουμε από τον όγκο των συγγραφικών του έργων πάνω στα οποία έχει βασιστεί μια πληθώρα ταινιών, όπως το “Total Recall” (1990), το “Minority Report” (2002) και το πιο πρόσφατο “Adjustment Bureau” (2011).  Η αλήθεια είναι οτι ο Scott απογείωσε μια ιδέα που έτσι κι αλλιώς φαινόταν ήδη καλή στο χαρτί, βάζοντας τις απαραίτητες προσωπικές του πινελιές.  Για παράδειγμα η εντυπωσιακή αναπαράσταση της πόλης είναι δική του έμπνευση, καθώς συνηθίζει στα έργα του να αναλαμβάνει την δημιουργία των storyboards, ενισχύοντάς τα πάντα με μια εξαιρετική αρτιστική διάσταση.  Επίσης προτιμάει να παρουσιάζει την δυναμική φύση και πλευρά της γυναίκας, καθιστώντας τες σκληρές και σαγηνευτικές προσωπικότητες, όπως η Daryl Hannah (βλ. παραπάνω) στον ρόλο της αδίστακτης και υπερσεξουαλικής Pris, αλλά και η Sean Young ως έξυπνη και μοιραία Rachael.  Πάνω απ’ολα όμως μεγαλουργεί σκηνοθετικά και αυτό δε θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρο απ’οτι στη σημερινή μας ταινία.

Πραγματικά η σκηνοθεσία του “Blade Runner” είναι αυτό που λέμε it blows your mind away.  Αυτοκίνητα που πετάνε (τα λεγόμενα spinners, από τα οποία έχουν εμπνευστεί και τα αντίστοιχα στο Fifth Element), διαφημιστικές, νέον επιγραφές που αναβοσβήνουν διαρκώς, άγνωστα πλήθη που κυκλοφορούν σε υγρούς και σκοτεινούς δρόμους, πόρνες, άστεγοι,και άνδρες που απλά κάνουν την δουλειά τους, όπως ο ήρωάς μας, απαρτίζουν μια πόλη που δεν κοιμάται ποτέ, επικίνδυνη, αλλά και άγρια όμορφη.  Το όλο σκηνικό θυμίζει έντονα πολύβουη μεγαλούπολη, όπως το Τόκιο, με τα αναρίθμητα χρωματιστά φώτα της, το ασιατικό fast food και τις διαφημίσεις με τις λευκές γκέισες πάνω στα κτίρια.  Ο Scott μέσα από τα πανοραμικά του πλάνα και τις μακρινές του λήψεις μας δίνει να καταλάβουμε το μέγεθος και το μεγαλείο αυτής της μελλοντικής και εξελιγμένης τεχνολογικά πόλης.  Στο πλαίσιο της διαφορετικότητας του κάθε ατόμου η ίδια η πόλη δεν μοιάζει ενιαία, αλλά κυρίως μοιάζει σαν μια πολυδιάστατη κατασκευή η οποία έχει εξελικτικά δημιουργηθεί μέσα από την διαρκή πρόσθεση κτιρίων, μαγαζιών και κάθε λογής οικοδομήματος, παραπέμποντας σε ένα είδος μεταστατικής οικοδόμησης.  Εκεί υπάρχει χώρος για όλους, ακόμα και για μια ομάδα εκδικητικών ρεπλίκων που αποτελούν το καρκίνωμα σε αυτό το οχι και τόσο τέλειο, κοινωνικό κύτταρο.
Η χρήση της κάμερας λειτουργεί καταλυτικά τόσο για την δημιουργία του noir περιβάλλοντος, όσο και για την απόδοση του κάθε χαρακτήρα συγκεκριμένα.  Βέβαια η ταινία δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς την μυσταγωγική μουσική του Vangelis.  Εντείνοντας την αίσθηση του απόκοσμου και φουτουριστικού χαρακτήρα του έργου, το OST είναι κάτι παραπάνω από μια εξαιρετική, μουσική σύνθεση.  Αποτελεί το κομμάτι που έρχεται και κουμπώνει στα εντυπωσιακά visual effects και δημιουργεί μια οπτικοακουστική πανδαισία που σε μαγεύει.

Φυσικά και οι ερμηνείες δεν πάνε πίσω.  O Ford είναι πολύ καλός και θυμίζει λίγο μια σύγχρονη εκδοχή του Humphery Bogard, με την καπαρνίνα του και το ποτήρι με το ουίσκι στο χέρι του.  Για να το προχωρήσω λίγο πιο πέρα, θεωρώ πως ούτε το όνομά του (Rick) είναι τυχαίο, καθώς το ίδιο ακριβώς είχε και ο Bogard στην θρυλική “Casablanca”.  Και μιας που μιλάμε για ένα εκσυγχρονισμένο film noir, δεν θα ήταν απίθανο να ισχύει τελικά αυτό το παιχνιδάκι με τα ονόματα.  Εκτός από τον ‘καλό’ ήρωα, εξίσου καλός είναι και ο Rutger Hauer στον ρόλο του ξανθού αρχηγού των ρεπλίκων, Roy Batty.  Χωρίς να μιλάμε για μια από εκείνες τις ερμηνείες που σου μένουν στο μυαλό λόγω του φοβερού ταλέντου του ηθοποιού, ο Hauer πετυχαίνει να αποδώσει τον ρόλο του κακού πιστά και με ειλικρίνεια, κυρίως εξαιτίας του υπαρξιακού θέματος που παίζει στο background.
Οι ρέπλικες είναι κατασκευασμένες με μια συγκεκριμένη και αρκετά περιορισμένη διάρκεια ζωής.  Παρόλα αυτά δεν το γνωρίζουν, μέχρι την στιγμή που ο Roy επισκέπτεται τον κατασκευαστή τους ο οποίος του αποκαλύπτει την αλήθεια.  Τα όνειρα και η επιθυμία για παντοτινή ζωή σβήνουν και οι ρέπλικες αντιλαμβάνονται οτι αποτελούν απλά υποπροϊόντα της ανθρώπινης ευφυΐας.  Τίποτα δεν έχει νόημα, πόσο μάλλον να αγωνίζεσαι να παραμείνεις ζωντανός.  Αργά η γρήγορα η τεχνητή τους ζωή θα φτάσει στο τέρμα και τότε τι θα μείνει για θυμίζει οτι κάποτε υπήρχαν;  Απολύτως τίποτα.
O Roy δείνει έναν συγκλονιστικό μονόλογο σχετικά με την ματαιότητα της αιωνιότητας και το αναπόφευκτο του θανάτου, ακόμα και σε μια μηχανή όπως αυτός, που δεν έχει ανάγκη για τροφή, δεν κουράζεται, δεν μεγαλώνει.  Χαρακτηριστικό είναι και το σημείο οπού απελευθερώνει σε έναν σκοτεινό ουρανό ένα περιστέρι, το σύμβολο της ζωής και της ψυχής που φεύγει.  Έτσι έχουν όμως τα πράγματα.  Γέννηση, ζωή, θάνατος.  Γιατί στην τελική ανθρώπινα και τεχνητά δημιουργήματα, όλοι την ίδια κατάληξη έχουμε…
Άριστα δέκα στην σκηνοθεσία, την φωτογραφία, την μουσική και της ερμηνείες.  Πεσιμιστικό και κάπως μοιρολατρικό το φιλοσοφικό μήνυμα της ταινίας, που παραδέχεται όμως με ωμό τρόπο την πικρή αλήθεια. 

Τι έμαθα από την ταινία: Να φτιάχνω origami, να πιστεύω οτι το 2019 θα ζούμε σε τέτοιες πόλεις και οτι ακόμα και αν είσαι ξανθό super sexy ανδρείκελο μπορεί να την πατήσεις.

 TRIVIA
  • Λέγεται οτι ο Scott αντιμετώπιζε το αμερικάνικο crew της ταινίας με κάποια αρνητική διάθεση, καθώς θεωρούσε οτι τα αγγλικά ήταν πιο αποτελεσματικά.  Από την άλλη και οι Αμερικανοί συντελεστές δεν απόλαυσαν καθόλου τα γυρίσματα της ταινίας θεωρώντας οτι ο Scott ήταν ψυχρός και απρόσιτος.  Έτσι και οι δυο πλευρές έφτιαξαν μπλουζάκια που προκαλούσαν λεκτικά την άλλη πλευρά.  Μάλιστα…
  • Πολλές φορές το συνεργείο αναφερόταν στην ταινία ως “Blood Runner”. Καλό καλό!
  • Σε μια σκηνή οπού ο Ford σπρώχνει την Young μέσα στο διαμέρισμα, το σοκ και η θυμωμένη της αντίδραση είναι πραγματικά.  Όπως έλεγε η ίδια αργότερα ο Ford την είχε σπρώξει δυνατά, με αποτέλεσμα να την εκνευρίσει.
  • Η ηθοποιός Joanna Cassidy (Zhora) που έπαιζε μια από τις ρέπλικες, ήταν πολύ χαλαρή με το φίδι γύρω από τον λαιμό της καθώς στην πραγματικότητα ήταν δικό της.  Ένας πύθωνας που τον έλεγαν Darling.  Cute…
  • Η φολίδα από το φίδι που φαίνεται κάτω από το μικροσκόπιο, είναι στην πραγματικότητα γόπα από…τσιγαριλίκι!
  • Λεγόταν οτι η αρχική επιλογή για τον ρόλο της Pris ήταν η Deborah Harry.
(Πηγή IMDB)

Αηδίες και σήμερα στην tv.  Εκτός κι αν θέλετε να δείτε έναν υπερμεγέθη κροκόδειλο να κατασπαράσει ανθρώπους, στην “Σαρκοβόρα Απειλή” στις 22:00 που αλλού; στο Star.

Αύριο έχουμε “Drive”.  Stay around!

Casablanca: We will always have Paris…

Hello again!  Ξέρω ξέρω μετά το χθεσινό… ζομπικό σοκ θα θέλατε κάτι για να συνέλθετε λιγάκι, οπότε αποφάσισα και εγώ να ανεβάσω μια κριτικούλα σχετικά με μια ταινία από αυτές που σας έλεγα οτι έπρεπε να είχα δει νωρίτερα.  Την είδα φέτος το καλοκαίρι στην Καλαμάτα βεβαίως βεβαίως και πρέπει να πω οτι μου άρεσε.  Αν και σαν προσωπική επιλογή προτιμώ άλλου είδους κλασσικά φιλμ, παρόλα αυτά το μόνο σίγουρο είναι οτι το κινηματογραφικό ζευγάρι Bogart-Bergman ακτινοβολούσε από ταλέντο και ομορφιά.  Για να δούμε λίγο καλύτερα αυτό το αριστούργημα του Michael Curtiz….

Στην Αφρική των αρχών του ‘Β Παγκοσμίου Πολέμου, ο Rick Blaine (Humphrey Bogart) ένας εξόριστος Αμερικανός, πρώην αγωνιστής, αποτελεί τον ‘βασιλιά’ της νυχτερινής ζωής της Casablanca και οχι μόνο, διαθέτοντας το “Rick’s Cafe Americain”, ένα cafe-bar στο οποίο μπαινοβγαίνουν εμίρηδες, πλούσιες και γοητευτικές γυναίκες, μικροαπατεώνες και κακοποιά στοιχεία της συμφοράς όλη μέρα.  Σε μια πόλη που μοιάζει με ένα τεράστιο ανθρώπινο μωσαϊκό, οι περισσότεροι περιμένουν εναγωνίως μια ευκαιρία να ταξιδέψουν μέχρι τη Λισαβόνα ή την Αμερική, περνώντας σε πρώτη φάση τον σκόπελο των γραφειοκρατικών διαδικασιών και της μπόλικης χαρτούρας.  Ανάμεσα σε όλους αυτούς ένα βράδυ ο Rick θα δει μετά από πολύ καιρό την γυναίκα που τον στιγμάτισε, την Ilsa Lund (Ingrid Bergman), μια γυναίκα που χάθηκε ξαφνικά και χωρίς κανέναν λόγο από τη ζωή του, όταν ακόμη και οι δυό τους έκαναν όνειρα στο Παρίσι.  Συνοδευόμενη από τον διαβόητο σε πολλές χώρες αρχηγό του ελευθεριακού αγώνα Victor Lazlo (Paul Henreid), η Ilsa θα απαιτήσει να δώσει τις απαραίτητες εξηγήσεις σχετικά με την αγάπη της στον πληγωμένο Rick.  Την ίδια στιγμή ο Συνταγματάρχης Heinrich Strasser (Conrad Veidt) καταφθάνει σε μια προσπάθεια να στριμώξει και να συλλάβει τελικά τον Lazlo με την βοήθεια του τοπικού αρχηγού της Αστυνομίας, Louis Renault (Claude Rains).  Σχέδια, αποφάσεις και απρόσμενες αλήθειες έρχονται στην επιφάνεια και τελικά κανένας δε βγαίνει ανεπηρέαστος από αυτή την ιστορία…
Ο Ούγγρος σκηνοθέτης Michael Curtiz ήταν ένα πολυπράγμων χαρακτήρας έχοντας στο ενεργητικό του ούτε λίγο ούτε πολύ 180 ταινίες!  Γυρίζοντας τες αρχικά στην γενέτηρά του και πολλές φορές παίζοντας σε αυτές, άρχισε σταδιακά να επεκτείνεται και να αναζητεί πρόσφορο έδαφος και σε άλλες χώρες όπως την Γερμανία και την Αυστρία.  Γύρω στο 1926 αποφάσισε να μεταβεί στην Αμερική οπού και συνέχισε την σκηνοθετική του καριέρα δημιουργώντας μερικά από τα πιο κλασσικά films όλων των εποχών όπως το “Mildred Pierce” (1945) και φυσικά την γνωστότερη ταινία του, την σημερινή μας “Casablanca” (1942).  Οι ταινίες του στην συνέχεια δεν είχαν την ίδια λάμψη με τα προηγούμενα έργα του, παρόλα αυτά ο ίδιος θεωρείται από τους κλασσικούς του κινηματογράφου και οι παραπάνω ταινίες του από τις καλύτερες όλων των εποχών.

Η “Casablanca” είναι μια πόλη γεμάτη από ανθρώπινα κατακάθια και τρωγλοδύτες, αλλά και από άσβηστους έρωτες, αισθαντική μουσική και το ‘μαγικό’ εισιτήριο για την πραγματική ελευθερία: την αμερικάνικη visa.  Η ταινία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια αιώνια ερωτική φιλία, ή αν θέλετε έναν φιλικό έρωτα και νομίζω οτι εκεί ακριβώς βρίσκεται και η μεγάλη και διαχρονική της αναγνώριση.  Το δίδυμο Bogart-Bergman δεν εγκλωβίζεται αποκλειστικά και μόνο στα πλαίσια ενός ερωτικού δεσμού, αλλά οι καταστάσεις τους φέρνουν έτσι αντιμέτωπους ώστε να αναγκαστούν να επαναπροσδιορίσουν την σχέση τους πάνω σε μια νέα βάση.  Ακόμα και αν κάτι τέτοιο δεν αφήνεται να αποκαλυφθεί, παρά μόνο στο τέλος, φαίνεται οτι η σχέση των δυο ηρώων είναι κάτι παραπάνω από απλά αισθηματική.  Ο Bogart είναι έτοιμος να θυσιαστεί ή να θυσιάσει τα πάντα για την παλιά του αγαπημένη, ταγμένος σε μια έννοια βαθύτερη από την απλή αγάπη.  Από την άλλη πλευρά η Bergman είναι το αντικείμενο του πόθου, η γυναίκα που αγαπιέται βαθιά και η οποία δίνει αγάπη απλόχερα και ουσιαστικά…στον Rick.  Γιατί πολύ απλά πάντα ήταν ο Rick, ακόμα και όταν ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να το καταλάβει, τότε που εκείνη ποτέ δεν έφτασε στο ραντεβού τους στο Παρίσι για να φύγουν μαζί.  Μερικοί άνθρωποι είναι γραφτό να είναι μαζί, ακόμα και αν για διάφορους λόγους δεν είναι…(κάπου εδώ να σας υπενθυμίσω οτι δεν διαβάζετε κάποιο Άρλεκιν, αλλά μια κριτική για την “Casablanca”, ευχαριστώ!).
Το καλό με αυτή την ταινία είναι οτι αν και περιμένεις να δεις ένα ρομάντζο ανάμεσα στους πρωταγωνιστές, εντούτοις αυτό χτίζεται σιγά σιγά μέσα από κλεφτές ματιές, τρεμάμενες φωνές και σπόντες.  Δεν είναι τυχαίο οτι η καθεαυτή ιστορία του πάλαι ποτέ ζευγαριού δεν ξετυλίγεται από την αρχή της ταινίας, αλλά η αποκάλυψη για το τι έχει συμβεί έρχεται κάπου στα μέσα αυτής και μόνο τότε δίνονται οι απαραίτητες για την συνέχεια, απαντήσεις.

Φυσικά απαραίτητη προϋπόθεση για μια επιτυχημένη ταινία του τότε είναι και η αισθητική της εποχής, η δημιουργία ατμόσφαιρας και το κατάλληλο film-noir κλίμα εντός και εκτός του cafe.  Βουτηγμένο στους καπνούς από τα σιγαρέτα του αφεντικού, τις μυρωδιές από το αλκοόλ και τις ‘νέγρικες’ νότες από το πιάνο, το “Cafe Ameicain” αποτελεί το τέλειο σκηνικό για κάθε είδους δράση.
Η σκηνοθεσία είναι όπως αναμένεται εξαιρετική, ενώ και η φωτογραφία σε μαγνητίζει καθώς συλλαμβάνει τέλεια μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια που αξίζει την προσοχή μας.  Ο ετερόκλητος κόσμος, η διακόσμηση των βασικών σκηνικών (ένα μεγάλο κομμάτι της δράσης εκτυλίσσεται στο μαγαζί του Bogart), ακόμα και αυτό το κλασσικό φλουτάρισμα της κάμερας, όλα προσδίδουν σε αυτή την ταινία μια αίγλη άλλης εποχής, καθιστώντας την στην ουσία το πρώτο κλασσικό-cult film.  Εξάλλου ας μην ξεχνάμε οτι ανάμεσα στα τρια Oscar τα οποία κατάφερε να κερδίσει είναι τα δυο πιο σημαντικά, αυτό της Καλύτερης Ταινίας και της Καλύτερης Σκηνοθεσίας μιας που πραγματικά εδώ ο Curtiz στήνει αριστοτεχνικά το σκηνικό του, και βάζει τους ήρωές του να υποδυθούν τους ρόλους τους ακόμα καλύτερα…
Εκτός από την σημαντικότατη παρουσία του Curtiz στην σκηνοθετική καρέκλα, μια τεράστια βοήθεια έδωσαν και οι πολύ αναγνωρίσιμοι Epstein Brothers αναλαμβάνοντας να γράψουν το σενάριο της ταινίας και κερδίζοντας έτσι το τρίτο της Oscar.  Αν και σήμερα η “Casablanca” θεωρείται μια από τις αρτιότερες ταινίες που έχουν γυριστεί ποτέ, τα πράγματα δεν ήταν εύκολα εκείνη την εποχή.  Πιο συγκεκριμένα στην αρχή δεν είχε θεωρηθεί ως μια από τις βασικές προτεραιότητες του studio παραγωγής (Warner Bros), και έτσι οι Epstein τοποθετήθηκαν αρμόδιοι για την προπαγανδιστική, πολεμική ταινία του Frank Kapra, “Why we Fight” (1942-45), παρά το γεγονός οτι είχαν ήδη γράψει το μεγαλύτερο μέρος από τους διαλόγους και την πλοκή της Casablanca.  Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ακόμα και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές να μη γνωρίζουν τι θα συμβεί στην πορεία του έργου.  Χαρακτηριστικό είναι οτι η Bergman δεν γνώριζε μέχρι τέλους με ποιον από τους δυο συμπρωταγωνιστές της θα κατέληγε η ηρωίδα της!

Παρά τις όποιες αντιξοότητες όλοι έβαλαν τα δυνατά τους προκειμένου το αποτέλεσμα να είναι τέλειο.  Και μάλλον ήταν κάτι παραπάνω από αυτό.  Το γεγονός οτι η ταινία απαρτίζεται από ένα λαμπρό cast αποτελεί σίγουρα ένα από τα δυνατά της χαρτιά και αν μάλιστα σε αυτό συνυπολογίσουμε το οτι από τα 14 ονόματα που προβάλονται στην αρχή, μόνο τα 3 είναι Αμερικανοί ηθοποιοί, τότε μιλάμε για ένα δυνατό και άξιο διεθνές cast από το οποίο ο καθένας έβαλε την προσωπική του σφραγίδα.  Ο Λονδρέζος Claude Rains υποδύεται τον διεφθαρμένο, αλλά witty αρχηγό της Αστυνομίας και προκαλεί το γέλιο με τις γρήγορες ατάκες και την αυθόρμητη, χιουμοριστική του διάθεση.  Από την άλλη ο Γερμανός Conrad Veidt που έγινε γνωστός μέσα από τον ρόλο του δολοφονικού υπνοβάτη Cesare στο εξπρεσιονιστικό αριστούργημα του Robert Wiene, “Das Cabinet de Dr. Caligari” (1920), ερμηνεύει τον ρόλο του ψυχρού και ατάραχου ναζιστή που επιθυμεί να βγάλει από την μέση όποιον σταθεί εμπόδιο στον δρόμο για την απόλυτη εξουσία.  Βέβαια αυτός που έκλεψε την δική μου καρδιά είναι ο ουγγρικής καταγωγής Peter Lorre, ο οποίος είναι κυριολεκτικά αγνώριστος σε σχέση με τον τροφαντό εαυτό του στην ταινία του Lang, “M” (1931).  Αδυνατισμένος, με καλολιγδωμένο μαλλί, extra small κοστουμάκι και τα χαρακτηριστικά γουρλωτά του μάτια, παίζει ελάχιστα στην ταινία, αλλά η παρουσία του είναι αισθητή και καίριας σημασίας για την εξέλιξη της υπόθεσης.
Για το αγαπητό μας ζευγάρι δε μπορώ να πω και πολλά, καθώς τα λένε όλα από μόνοι τους.  Ο Bogart στην τρίχα όπως πάντα, με την πασίγνωστη πλέον καπαρντίνα, το καπέλο του και την βαθιά του φωνή, είναι τόσο gentleman και κύριος με Κ κεφαλαίο ρε παιδί μου.  Παγιδευμένος σε μια αμαρτωλή πόλη χωρίς να μπορεί να επιστρέψει στην πατρίδα του, αναλαμβάνει τον ρόλο του ‘αρχηγού’ ανάμεσα στους ξένους, ξέροντας να κρύβει καλά τις αναμνήσεις που πονάνε μέσα σε αυτό το πολυπολιτισμικό συνονθύλευμα.  Ξέρει να χάνει, να κερδίζει και να βάζει πάνω απ’ολα την δική του συνείδηση στην οποία υπακούει τυφλά, όποιο κι αν είναι το κόστος γι’αυτόν.  Η Bergman είναι πανέμορφη, γοητευτική και σχεδόν απλησίαστη, αποτελεί το ιδανικό της γυναικείας φινέτσας και της εκλεπτυσμένης φύσης, και επιδίδεται σε έναν διαρκή διάλογο με τον Bogart σε μια προσπάθεια να ξεδιαλύνει την αλήθεια.  Με το φως να την λούζει κυριολεκτικά σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, μοιάζει σαν άγγελος και πραγματικά σε κερδίζει αμέσως με την ανεπιτήδευτη χάρη που εκπέμπει.  Και οι δυο τους αποτελούν ένα από τα τελειότερα (αν οχι το τελειότερο) ζευγάρια της κινηματογραφικής ιστορίας έτσι ταγμένοι όπως είναι σε μια σχέση ζωής, αγάπης και πικρής πραγματικότητας.

Γεμάτη με αξιομνημόνευτες ατάκες, ασπρόμαυρη φωτογραφία που αρμόζει σε ένα film-noir μεγάλων απαιτήσεων, αξέχαστες ερμηνείες και ένα από τα μεγαλύτερα love story που πέρασαν ποτέ μπροστά από τα μάτια των θεατών, το “Casablanca” είναι αυτό που λέμε αυθεντικός, κλασσικός κινηματογράφος στις καλύτερες του στιγμές.  Απλά απολαύστε την…

Υ.Γ:  Προσέξτε ιδιαίτερα μια από τις καλύτερες σκηνές της ταινίας που εκτυλίσσεται μέσα στο bar, ανάμεσα σε εν μερει Γάλλους και Γερμανούς όταν η κάθε ομάδα απαγγέλει τον δικό της εθνικό ύμνο, προσπαθόντας να επικρατήσει έναντι των άλλων.  Η ομοιότητα της σκηνής με αυτή από την ταινία του Αγγελόπουλου, “Ο Θίασος” (1975) οπού οι μεν βασιλικοί προσπαθούν να επικρατήσουν έναντι των δημοκρατικών και τούμπαλιν, είναι παραπάνω από εμφανής. Παραθέτω εδώ και τα δυο αποσπάσματα και τα συμπεράσματα δικά σας : )

http://www.youtube.com/watch?v=Yt1vQ81jNWw (Casablanca)

http://www.youtube.com/watch?v=BW9vYmtzT6w ( Ο Θίασος, από το 03:00 λεπτό και μετά)

TRIVIA

  • Ο Sam (Dooley Wilson, ο πιανίστας) στην πραγματικότητα ήξερε να παίζει μόνο ντραμς και στην ουσία έκανε οτι παίζει πιάνο στα ψέμματα.  Αυτό που ακουγόταν ήταν μια ηχογράφηση από τον Elliot Carpenter ο οποίος έπαιζε πίσω από μια κουρτίνα, αλλά σε μια τέτοια θέση ώστε να μπορεί ο Dooley να τον βλέπει και να κοπιάρει τις κινήσεις του.
  • Πολλές από τις σκιές της ταινίας είναι ζωγραφισμένες στον τοίχο!
  • Ο ηθοποιός Conrad Veidt που υποδύεται τον ναζί συνταγματάρχη, ήταν γνωστός για το μίσος που έτρεφε στην πραγματικότητα για τους ναζί και χρειάστηκε πραγματικά να φύγει από την χώρα του όταν εκδόθηκε ένταλμα…εκτέλεσής του, εξαιτίας των αντιναζιστικών του δραστηριοτήτων!
  • O Bogart φορούσε ειδικά παπούτσια που του έδιναν ύψος, προκειμένου να παίξει στο πλευρό της Bergman η οποία του έριχνε και δυο πόντους παραπάνω : )
  • Ο Bogart είχε ξεκινήσει μια σκακιστική παρτίδα με έναν φίλο του, κατα τη διάρκεια των γυρισμάτων, με τον οποίο την συνέχιζε μέσω γραμμάτων.  Αυτό αποδεικνύεται από μια φωτογραφία του Bogart καθισμένου δίπλα στο σκάκι και ενός γράμματος που συνόδευε την φωτογραφία, με μια συγκεκριμένη κίνηση που υποδύκνυε ο ίδιος στον φίλο του.
  • Κατά την διάρκεια του γαλλικού, εθνικού ύμνου πολλοί ήταν εκείνοι που εκδιωγμένοι όπως ήταν στην πραγματικότητα από τους Γερμανούς, έκλαιγαν στα αλήθεια.
(Πηγή IMDB)
Η TV ΣΗΜΕΡΑ….
STAR: 22:00, Rigteous Kill, με τους Robert de Niro, Al Pacino.  Δυο φίλοι αστυνομικοί προσπαθούν να εξιχνιάσουν τα πολλαπλά εγλήματα, ενός διαβόητου κακοποιού.  Σύντομα όμως τα στοιχεία θα τους οδηγήσουν μέσα στο ίδιο το Σώμα…
STAR: 02:15, The Shining, με τον Jack Nicholson.  Σκηνοθετημένη από τον Kubrick και βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Stephen King, η ταινία αποτελεί γροθιά στο στομάχι με έναν τρελό Nicholson στον ρόλο του εμμονικού συγγραφέα Jack Torrance ο οποίος χάνει σταδιακά την επαφή με την πραγματικότητα απειλώντας την ζωή της οικογένειάς του, αλλά και του ίδιου…

Ψηφοφοριούλα αύριο Παρασκευή, μην ξεχνιέστε!  Favorite movie villain παρακαλώ ; )

The Third Man: Who is the third man?

Hello, hello! Τι κάνουμε; Σήμερα το menu έχει πιο κλασσική ταινία, ενώ αύριο έλεγα να ανεβάσω μια καινούρια που θα βγει στους κινηματογράφους από την άλλη βδομάδα και που θεωρώ οτι είναι μια πολύ καλή, αν και αρκετά δραματική επιλογή. Χαίρομαι που σας άρεσε και η χθεσινή ταινιούλα, καθώς κακά τα ψέματα it rocked! : ) So κάτι ακόμα πιο παλιό σήμερα και συγκεκριμένα ένα film noir με πρωταγωνιστή τον Orson Welles και ένα ακόμη λαμπρό cast της εποχής. Now let’s start…

O Holly Martins (Joseph Cotten) ένας συγγραφέας φτηνών μυθιστορημάτων, αποφασίζει να επισκεφτεί την μεταπολεμική Βιέννη προκειμένου να συναντήσει έναν παλιό του φίλο τον Harry Lime (Orson Welles), ο οποίος φαίνεται να έχει λερώσει αρκετά το όνομά του, ανακατεμένος σε πολλές βρωμοδουλειές του υποκόσμου. Εκεί σε μια ρημαγμένη πόλη που περιστοιχίζεσαι από τις επικρατούσες συμμαχίες, ο Martins θα έρθει αντιμέτωπος με ένα σοκαριστικό γεγονός: τον θάνατο του επι πολλά χρόνια φίλου του. Ενώ στην αρχή το πράγμα φαίνεται απλό, καθώς από τα λεγόμενα των μαρτύρων ο Harry σκοτώθηκε σε τροχαίο μπροστά από το σπίτι του, θα αρχίσει στη συνέχεια να περιπλέκεται καθώς οι μαρτυρίες των διαφόρων ατόμων που ήταν μπροστά στο συμβάν θα διαφέρουν αισθητά, ενώ μερικοί θα κάνουν λόγω και για την ύπαρξη ενός μυστήριου, τρίτου άνδρα ο οποίος ήταν παρών. Την ίδια στιγμή η παρουσία της σαγηνευτικής γυναίκας που βρισκόταν στο πλευρό του Lime, της Αnna Schmidt (Alida Valli) θα γοητεύσει τον Martins, ο οποίος θα επιδοθεί σε μια προσπάθεια ανακάλυψης των πραγματικών συνθηκών κάτω από τις οποίες πέθανε ο φίλος του. Η αλήθεια θα είναι πολύ πιο διαφορετική απ’οτι θα μπορούσε να φανταστεί…

Αυτή η ταινία του επιτυχημένου σκηνοθέτη εκείνης της εποχής Carol Reed αποτελεί για πολλούς μια από τις καλύτερες του είδους του μυστηρίου, αλλά και του noir. Ο Reed ήταν γνωστός για πολλές πολλές από τις ταινίες του οι οποίες είχαν γίνει τεράστιες επιτυχίες και του είχαν μάλιστα αποφέρει και το βραβείο Oscar. Συγκεκριμένα το “Oliver!” (1968) απέσπασε 5 από τα χρυσά αγαλματάκια, ανάμεσα στα οποία και αυτό της ‘Καλύτερης Σκηνοθεσίας’. Ταινίες όπως το “Odd Man Out” (1947) και το “Τhe Fallen Idol” (1948) οι οποίες ήταν και αυτές υποψήφιες για Oscarakia, καθιέρωσαν το visual style του Reed ο οποίος έμεινε γνωστός για την ατμόσφαιρα και την τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούσε τον χώρο, προκειμένου να στήνει την ιστορία του. Οι σκάλες έπαιζαν σημαντικό ρόλο και δημιουργούσαν ένα πιο δραματικό εφέ στα έργα του (κάτι που σε κάποιες στιγμές το βλέπουμε και εδώ), ενώ οι σκοτεινοί πεζόδρομοι και τα τούνελ, αποτελούσαν επίσης trademark σκηνοθετικές τεχνικές του Reed, τα οποία στο “The Third Man” παίζουν βασικό ρόλο στην εξέλιξη της δράσης.

Οι τοποθεσίες στις οποίες έγιναν τα γυρίσματα στην Αυστρία και κυρίως στην Βιέννη, αποτελούν το ιδανικό background στο οποία εκτυλίσσεται μια ιστορία μυστηρίου, εγκλήματος και πάθους καθώς συνήθως όλα αυτά πάνε μαζί. Η όμορφη ασπρόμαυρη φωτογραφία, το κατεστραμμένο από τον πόλεμο αστικό τοπίο, η χρήση λοξών πλάνων για την καλύτερη απόδοση της ψυχολογίας των ηρώων και του γενικότερου ανησυχητικού κλίματος, είναι μόνο μερικά από αυτά που κάνουν την ταινία ένα αγωνιώδες παζλ τα κομμάτια του οποίου συνεχίζουν να μαζεύονται μέχρι και το τέλος του. Φυσικά υπηρετώντας το είδος του noir η ταινία καταφέρνει μέσα από την χρήση των σκιών, των έντονων αντιθέσεων φωτός και σκοταδιού, αλλά και της διαρκούς εναλλαγής εσωτερικών και εξωτερικών χώρων, να μείνει πιστή στην παρουσίαση εγκλωβισμένων χαρακτήρων και περίεργων υποκειμένων του υποκόσμου και να ξεμπλέξει έτσι το κουβάρι της υπόθεσης, στο οποίο από την αρχή ο θεατής γίνεται μάρτυρας.

Φυσικά το δυνατό cast της ταινίας, δε άφηνε και πολλά περιθώρια για αποτυχία, καθώς ομολογουμένως το “The Third Man” αποτέλεσε μια μεγάλη εισπρακτική επιτυχία της εποχής. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στον Orson Welles για τον ρόλο του γκάνγκστερ-όπως συχνά αναφέρεται- Harry Lime, ο οποίος αποτελούσε κυρίαρχη κινηματογραφική φιγούρα και τον συναντούσαμε τόσο πίσω, όσο και μπροστά από την κάμερα. Πληθωρικός και με δυο πονηρά μάτια που γελούν από μόνα τους, και σε περιπαίζουν ο Welles ήταν απόλαυση σε αυτόν τον ρόλο και αποδεικνύει πως σε μερικούς ανθρώπους το ταλέντο έχει δοθεί απλόχερα. Επαναστάτης σκηνοθέτης και αρκούντως καλός ηθοποιός, ο Welles χάραξε μια πορεία στον κινηματογράφο που δικαιολογημένα έμεινε αξέχαστη σε όλους. Μια ακόμη σπουδαία φυσιογνωμία ήταν και ο Trevor Howard στον ρόλο του Βρετανού Maj. Calloway. Πολυπράγμων προσωπικότητα και ένας ηθοποιός που μετρούσε στο ενεργητικό του περισσότερες από εκατό ταινίες, ο Howard μοιάζει σαν παλιά καραβάνα με στραβοφορεμένο μπερέ, και ολίγον από μουστάκι του Dali, δίνοντας μια καλή ερμηνεία και κερδίζοντας εντυπώσεις με την χαρακτηριστική, βαθιά του φωνή. Βέβαια εξίσου καλός είναι και ο Cotten (ο οποίος υποδυόταν και πάλι τον καλό φίλο του Orson Welles, στο “Citizen Kane”), αλλά και η πανέμορφη Alida Valli η οποία δεν αρκούνταν μόνο στο όμορφο παρουσιαστικό της, αλλά αποτελούσε και μια εγγύηση για δακρύβρεχτα μάγουλα, και παθιασμένους έρωτες με τους πρωταγωνιστές (εδώ ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται η μεγάλη της αγάπη για τον κακοποιό Lime ο οποίος της έφτιαξε και τα παράνομα χαρτιά της, για να μην ξεχνιόμαστε, είναι κάτι παραπάνω από ορατός και ο έρωτας ριζωμένος βαθιά στην πλοκή της ταινίας).



Σίγουρα θα πρέπει να κάνω και μια μικρή αναφορά στο μουσικό theme της ταινίας, το οποίο θυμίζει κάτι από χαβανέζικο luau και το οποίο παίζει αδιάκοπα σε όλη τη διάρκεια της. Ξενίζει και σε κάνει να απορείς γιατί επιλέχθηκε ένα τέτοιο score για ένα film noir.
Όταν όμως παρακολουθήσεις το εργάκι μέχρι τέλους, τότε ίσως συνειδητοποιήσεις για ποιον λόγο συμβαίνει αυτό. Μήπως για κάποιος περιπαικτικό λόγο; Μήπως επειδή τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται; Ή μήπως απλά και μόνο για να διαφοροποιηθεί η συγκεκριμένη ταινία, από τις πολλές άλλες που σκηνοθετήθηκαν εκείνη την εποχή; Well θα δείτε…
Σίγουρα αποτελεί ιδανική επιλογή για θερινό κινηματογράφο και όσοι ‘ψήνεστε’ να την δείτε, μέχρι και αύριο θα παίζεται σίγουρα στον ‘ΖΕΦΥΡΟ’ στα Πετράλωνα, οπότε θα σας συνιστούσα να πάτε για μια βραδιά σασπένς, μυστηρίου και παλιού, καλού κινηματογράφου. Προσέξτε ιδιαίτερα την ατάκα του Welles η οποία είναι πραγματικά πολύ πολύ εύστοχη. Α, και μη ξεχάσετε να πάρετε μια δροσερή γρανίτα φράουλα. Είναι πραγματικά καλή! ; )

http://www.youtube.com/watch?v=M7d9VpSdGhA

TRIVIA

  • Το μεγαλύτερο ποσοστό του διαλόγου του Lime γράφτηκε από τον ίδιο τον Orson Welles.
  • Το συνεργείο δούλευε πυρετωδώς στα γυρίσματα 20 ώρες την ημέρα προκειμένου να σκηνοθετήσουν τα πρωινά πλάνα, τα βραδινά και αυτά του υπονόμου.
  • Φήμες θέλουν οτι το όνομα του πρωταγωνιστή, Harry Lime έχει άμεση συνάφεια με αυτό του σεναριογράφου Henry Graham Green. Henry=Harry και Green=Lime. Άλλοι πάλι λένε οτι επέλεξε το όνομα αυτό από το υλικό που χρησιμοποιούνταν για να θάβουν τους νεκρούς, το οποίο λέγεται ‘quicklime’.
(Πηγή IMDB)
Και μερικά ακόμη posters που βρήκα και γι’ αυτή την ταινία και μου άρεσαν πολύ:

H TV ΣΗΜΕΡΑ….

ΝΕΤ: 00:30, Damage, με τους Jeremy Irons, Juliette Binoche, Miranda Richardson. Ερωτικό θρίλερ με μεγάλα ονόματα και συμπαθητικό story.
Cya!

The Big Heat: For every dirty cop, there is a clean one…

Hello hello!  Καλό μήνα εύχομαι σε όλους και άντε όσοι έχουμε ξεμείνει εδώ στις καυτές τσιμεντούπολεις, να μαζεύουμε τα μπογαλάκια μας σιγά σιγά και να την κάνουμε.  Thanx και πάλι για την συμμετοχή σας, αφού βλέπω οτι υπάρχει, ακόμα και αν οι περισσότεροι κάνετε ήδη μπανάκια σε τίποτα γαλαζοπράσινα νερά (pfff…).  Λοιπόν σήμερα έχουμε φυσικά νικητή το “Vertigo” από Hitchcock, με 12 ψήφους αλλά επειδή έχει ήδη ανέβει παλαιότερα στο blog, άρα πάμε στην αμέσως επόμενη επιλογή που είναι το “The Big Heat” του Γερμανού Fritz Lang με 9.  Στην τρίτη θέση έμειναν δυο ταινίες, το “Rififi” του Jules Dassin και το “Dial M for Murder” και πάλι του Hitchcock με 6 ψηφούλες.  Όσοι κρίνατε μόνο από poster χωρίς να έχετε δει την ταινία του Lang, πετύχατε διάνα καθώς μιλάμε για ένα άρτια δομημένο film noir (και εγω χθές το είδα : P ).  Ξεκινάμε λοιπόν…

O Sergeant Dave Bannion (Glenn Ford) είναι ένας αδιάφθορος αστυνομικός ο οποίος αναλαμβάνει να εξιχνιάσει τις μυστήριες συνθήκες κάτω από τις οποίες ένας συνάδελφός του φαίνεται να αυτοκτόνησε.  Στην προσπάθειά του να ανακαλύψει τα αίτια που τον οδήγησαν στο να πατήσει την σκανδάλη, θα βρεθεί μπροστά σε μια ισχυρή συμμορία του υποκόσμου που ελέγχει την αστυνομία, και απαρτίζεται από μια πληθώρα σημαντικών προσώπων, όπως δικαστές, διεφθαρμένους αστυνομικούς, επικεφαλείς και φυσικά μπόλικα ‘καλόπαιδα’ και καθίκια.  Όταν τα πράγματα γίνουν πλέον προσωπικά για τον Sgt. Bannion τότε τίποτα δε θα τον σταματήσει και με την βοήθεια μιας μοιραίας γυναίκας, της Debby Marsh (Gloria Grahame) θα κάνει τα αδύνατα δυνατά, προκειμένου να ξεσκεπάσει αυτή την επικίνδυνη πλεκτάνη…
Μετά την φυγή του από την ναζιστική Γερμανία, ο Lang παρέμεινε για κάποια χρόνια στο Παρίσι για να φύγει λίγο καιρό αργότερα και να μεταναστεύσει στην Αμερική, οπού και παρέμεινε από το 1936 μέχρι και το 1957.  Τα πρώιμα έργα του Lang προκαλούσαν αίθηση χάρη στην σκοτεινή του ατμόσφαιρα και την εξπρεσιονιστική σκηνοθετική τους ματιά, ενώ αρκετές από αυτές όπως το “Metropolis” (1927) και το “M” (1931), θεωρήθηκαν οτι εμπεριείχαν προπαγανδιστικά μηνύματα τα οποία είχαν προκαλέσει την αντίδραση του ναζιστικού κόσμου, ενώ μάλιστα η ταινία του “Das Testament des Dr. Mabuse” (1922) είχε απαγορευτεί από τον ίδιο τον Joseph Goebbels επειδή θεωρήθηκε οτι λειτουργούσε ως ένα αντι-ναζιστικό έργο με διάφορες πολιτικές προεκτάσεις κρυμμένες στην ιστορία του.  O Lang προερχόμενος από Εβραία μητέρα, είχε φοβηθεί εν μέρει και για την ίδια του την ζωή (όπως ακριβώς και ο πρωταγωνιστής του στο “M”, Peter Lorre, ο οποίος αναγκάστηκε επίσης να ταξιδέψει μέχρι την Αμερική, οπού και συνέχισε την καριέρα του, χωρίς ποτέ να αναγνωριστεί όμως με μεγάλους ρόλους, το πραγματικό, υποκριτικό του ταλέντο).  Ο τρόπος ζωής και το χολιγουντιανό σύστημα κινηματογράφου, άσκησαν άμεση επίδραση στις περίπου 20 ταινίες τις οποίες σκηνοθέτησε εκεί ο Lang, και αυτό φαίνεται από το γεγονός οτι ο ίδιος αποτέλεσε έναν από τους κυριότερους δημιουργούς του είδους του film noir, το οποίο στην συνέχεια εξέλιξε με αποτέλεσμα να αποτελέσει το βασικότερο είδος ταινιών που παρήγαγε η Αμερική από τις αρχές της δεκαετίας του ’40, μέχρι και τα τέλη του ’50.

To “The Big Heat” έχει όλα τα χαρακτηριστικά που έκαναν διάσημο το είδος του noir.  Σκοτεινή ατμόσφαιρα (από την οποία εξάλλου πήρε και το όνομά του), διεφθαρμένους χαρακτήρες και στον αντίποδα ακέραιους και ηθικούς άντρες έτοιμους να αποδώσουν δικαιοσύνη ή να πάρουν εκδίκηση, με την τσέπη της καπαρντίνας τους να βαραίνει ένα πάντα γεμάτο όπλο, μυστηριώδεις γυναίκες που σαγηνεύουν και προκαλούν τα πάθη, πόλεις βουτηγμένες στην σαπίλα και την ‘αθρώπινη’ αποσύνθεση, ήρωες και κοινωνικά αποβράσματα, φόνοι και εγλήματα πάθους, όλα αυτά αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά όσον αφορά την υπόθεση ενός film noir.  Από πλευράς σκηνοθεσίας τα πράγματα δεν αλλάζουν και πολύ, καθώς στόχος είναι να μεγενθυθούν τέτοιου είδους ιστορίες μέσα από την κινηματογραφική κάμερα.  Ο χαμηλός φωτισμός, τα αστικά τοπία που λειτουργούν εις βάρος του ψυχισμού των ηρώων, οι χαμηλές γωνίες λήψεις, τα ‘στραβά’ καδραρίσματα των πρωταγωνιστών (που αποσκοπούν στο να προβάλουν την ταραγμένη ψυχολογική τους κατάσταση ή και να εντείνουν την αίσθηση της αποξένωσης του πρωταγωνιστή), το εύρημα να αντικατοπτρίζεται ένας χαρακτήρας σε πολλαπλούς καθρέφτες και τζάμια, τα υποκειμενικά πλάνα από την ματιά του κεντρικού ήρωα, η συνήθεια να γυρίζονται οι ταινίες με την τεχνική το “night-for-night”, δηλαδή οι νυχτερινές σκηνές να σκηνοθετούνται το βράδυ (σε αντίθεση με την συνήθεια του Hollywood να σκηνοθετούνται το πρωί και στη συνέχεια με ειδική επεξεργασία να αποδίδεται το βράδυ [“day-for-night”]), όλα αυτά είναι τεχνικές που ακολουθούνταν για την καλύτερη δυνατή απόδοση ενός προβληματικού και σαθρού κόσμου.

Μπορεί να μην συγκρίνεται με τις πρώτες του δουλειές (και μάλλον θα ήταν άδικο να γίνει κάτι τέτοιο), αλλά το “The Big Heat” αποτελεί κατά πολλούς μια από τις καλύτερες noir ταινίες, και οχι αδίκως.  Η σκηνοθεσία επικεντρώνεται στον αγώνα του αστυνομικού για την πάταξη του εγκλήματος και την απόδοση δικαιοσύνης.  Οι ερμηνείες είναι αρκετά στιλιζαρισμένες και ‘στημένες’ όπως ακριβώς ήταν και οι περισσότερες εκείνη την εποχή.  Δεν έχουν σκοπό να ξενίσουν, αλλά αντιθέτως να ενισχύσουν την εικόνα ανθρώπων που υποκινούνται από προσωπικά συμφέροντα, δαίμονες ή κάποια υψηλή αίσθηση ηθικής νομιμότητας.  Ο καθένας από αυτούς πρέπει να απεγκλωβιστεί σε πρώτη φάση από τα δικά του δεσμά για να μπορέσει να βοηθήσει στην εφαρμογή του κοινού καλού (ή κακού).  Η λουσάτη νεαρή που είναι παγιδευμένη σε μια καθημερινότητα πανάκριβως κοσμημάτων, ρούχων, ταξιδιών και εξίσου ακριβού ξύλου από τον κακοποιό γκόμενό της και ο αυστηρός και μετρημένος αστυνομικός που είναι με τη σειρά του εγκλωβισμένος σε μια ζοφερή πραγματικότητα οπού παλεύει μόνος ενάντια σε πολλούς, είναι μόνο δυο από τους ήρωες στην προκειμένη περίπτωση που αναζητούν τρόπους επιβίωσης σε ένα διαρκώς, αποσυντεθειμένο σύστημα.

Με μερικές αρκετά βίαιες σκηνές για την εποχή του (η παραπάνω φωτό είναι χαρακτηριστική), ατμοσφαιρική σκηνοθεσία, πολύ καλές ερμηνείες, κλασσικό αστυνομικό story και διαλόγους-ατάκες το “The Big Heat” είναι μια ταινία που αξίζει να την δείτε, γιατί πολύ απλά πατάει σε σύγχρονα μονοπάτια και παρά το γεγονός οτι είναι του 1953 βλέπετε ευχαρίστως ακόμα και σήμερα.  Μπορεί το “Metropolis” να αποτέλεσε ένα κορυφαίο εξπρεσιονιστικό δημιούργημα και το “M” να σόκαρε με την υπονοητική του ωμότητα, όμως η καρίερα του Lang και στην Αμερική δεν ήταν αμελητέα αφού χάρισε μερικά από τα καλύτερα film noir (μεταξύ άλλων) στην κινηματογραφική ιστορία και απέδειξε γιατί το ταλέντο και η έμπνευση δε σταματούν ακόμα και όταν οι πολιτικοκοινωνικές καταστάσεις σε αναγκάζουν να εγκαταλείψεις την πατρίδα σου.

http://www.youtube.com/watch?v=44KmtnTl-n4

TRIVIA

  • Όταν ο κακοποιός Vince Stone (Lee Marvin) συναντιέται για πρώτη φορά πρόσωπο με πρόσωπο με τον Bannion (Glenn Ford) η μουσική που ακούγεται στο background είναι το “Put the blame on Mame”, μια αναφορά στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ford στην ταινία “Gilda”, στο πλευρό της σεξοβόμβας Rita Hayworth.
  • Την γυναίκα του Bannion, Katie, υποδύεται η Jocelyn Brando, η μεγαλύτερη αδελφή του Marlon Brando.
  • Η φανταστική πόλη στην οποία εκτυλίσσεται όλη η δράση ονομάζεται “Kenport”.
  • Η Columbia ήθελε την Monroe από την 20th Century Fox για τον ρόλο της Debby Marsh, αλλά επειδή το ποσό που ζητούσε η Fox ήταν πολύ μεγάλο, κατέληξαν στην Gloria Grahame.
(Πηγή IMDB)

Τίποτα στην tv σήμερα…



Χαιρετώ!