Rentaneko (a.k.a Rent a Cat): Is a cat the solution to loneliness?

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Καλησπέρα καλησπέρα, από τον βροχερό Πειραιά!  Τι ωραία μέρα και πόσο μ’ αρέσει όταν είναι έτσι σκοτεινή και βροχερή, αλλά να είμαι και σπίτι μου, να τα λέμε αυτά.  Όπως βλέπετε επιστρέψαμε και πάλι σε κινηματογραφικές προτάσεις από το τελευταίο φεστιβάλ της Αθήνας, τις Νύχτες Πρεμιέρας.  Αν και αυτή την εβδομάδα οι αίθουσες θα είναι γεμάτες από πολλές και διαφορετικές ταινιακές επιλογές, προκειμένου να διαλέξετε αυτή που ταιριάζει σε εσάς, εμείς, θα αρχίσουμε να μιλάμε γι’ αυτές από την Παρασκευή και μέχρι την επόμενη εβδομάδα.  Έχετε λοιπόν το νου σας οτι σας περιμένουν το αμιγώς κινηματογραφικό πόνημα του Leos Carax, “Holy Motors” (ταινία για λίγους, αλλά πραγματική πρόκληση για τους πολλούς), το οπτικοακουστικό υπερθέαμα των αδελφών Watchowski, “Cloud Atlas”, το γοτθικό animation του Tim Burton, “Frankenweenie”, αλλά και το σινεφιλικό δημιούργημα του Christian Mungiu, “Beyond the Hills”.  Για πιο ελαφριές καταστάσεις κυκλοφορεί και μια χαλαρή κωμωδία ηλικίας, με τους Meryl Streep και Tommy-Lee Jones, το “Hope Springs”, ενώ κυκλοφορεί και το αριστουργηματικό “Nosferatu” (1922) του μεγάλου F.W Murnau, με αφορμή τη νεο-αναζωογονημένη μας αγάπη, απέναντι στα βαμπίρια.  Σήμερα εντούτοις, θα ασχοληθούμε με ένα ταινιάκι εξ Ιαπωνίας, το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα μια υποτιπώδη Amelie, αλλά και με την εμπλοκή χαριτωμένων, γούνινων τετράποδων: ψιψίνων φυσικά!  Btw, welcome νέε αναγνώστη : )

H Sayoko είναι μια νεαρή, μοναχική κοπέλα που ζει σε κάποια πόλη της Ιαπωνίας, η οποία συνδυάζει κάτι από αστική, κτιριακή διαμόρφωση και παραδοσιακή, ταυτόχρονα, ζωή, δίπλα στις καλαμιές, το ποτάμι και τη νωχελική καλοκαιρινή ατμόσφαιρα της εποχής.
Η πρωταγωνίστρια δεν είναι και το πιο φυσιολογικό άτομο που έχεις δει, καθώς βγάζει τα προς το ζην με έναν ενδιαφέροντα τρόπο: νοικιάζει γάτες σε ανθρώπους!  Η Sayoko όμως φροντίζει τα γατάκια της και δεν τα δίνει όπου κι όπου.  Τα άτομα τα οποία αποφασίζουν να νοικιάσουν μια γατούλα, είναι συνήθως μοναχικά και απογοητευμένα από την ίδια τη ζωή, οπότε θα έλεγε κανείς πως η νεαρή “επιχειρηματίας”, τους προσφέρει μια μορφή μουστακλίδικης ψυχοθεραπείας.  Όταν μάλιστα έπειτα από το πέρας του συμφωνημένου χρόνου ενοικίασης, τα γατάκια γυρνάνε στο σπίτι, ο ψυχαναλυόμενος, έχει συνήθως λύσει το πρόβλημα του (όπως κι αν μεταφράζεται δηλαδή αυτό), με την Sayoko να υποδέχεται στο σπίτι περιχαρής, την κάθε της ψιψίνα.  Παρόλα αυτά, από την αρχή κιόλας της ταινίας, υπάρχει μια βασική αντίφαση πάνω στην οποία φαίνεται πως πατάει έτσι κι αλλιώς το συγκεκριμένο εργάκι: η Sayoko εξακολουθεί να είναι μόνη, παρέα με τις γάτες της, την ίδια στιγμή που όλοι της οι πελάτες, έχουν καταφέρει να κάνουν το επόμενο βήμα στη ζωή τους.  Και εκείνη;  Πότε θα το κάνει;

Αν και όπως έχετε καταλάβει, αρέσκομαι ιδιαίτερα στον ασιατικό κινηματογράφο (παλαιότερο και σύγχρονο), παρόλα αυτά, έχω μια τάση να βλέπω περισσότερο ταινίες νοτιοκορεατών δημιουργών (άντε και κάνα Χονγκ-Κόνγκ) και πολύ λιγότερο Κινέζων ή Ιαπώνων.  Ο λόγος μάλλον πρέπει να αναζητηθεί στον παράφορο “έρωτά” μου για τον Chan-wook Park, γεγονός που πρέπει να ξεπεράσω κάποια στιγμή, ευχαριστώ πάρα πολύ.
Στη προκειμένη περίπτωση για παράδειγμα, το “Rentaneko” είναι σκηνοθετημένο από μια Ιαπωνέζα δημιουργό, την Naoko Ogigami, για τη δουλειά του οποίου δεν έχω τη παραμικρή ιδέα.  Έτσι κι αλλιώς βέβαια, και από ότι είδα, η φιλμογραφία του είναι και από μόνη της περιορισμένη, οπότε δε μπορώ να πω με σιγουριά τι είδους σκηνοθέτρια είναι η κ. Ogigami.  Μπορώ όμως να πω σίγουρα οτι το “Rentaneko” μου θύμισε τελικά πολύ την αγαπητή μου ταινία του Park, “I’m a Cyborg but that’s OK”, κυρίως όσον αφορά τη φαντασιακή αναπαράσταση ορισμένων σκηνών, αλλά και του σοβαρού κοινωνικού μηνύματος που ενυπάρχει μέσα σε αυτές, και που παρά το γεγονός οτι είναι διαφορετικό, εντούτοις είναι πικρά απτό.  Και για εμένα τέτοιου είδους ταινίες που καταφέρνουν να συνδυάζουν μια γλυκόπικρη επίγευση, με δόσεις πραγματικής ζωής, είναι που αποτελούν πραγματικές, ανεξάρτητες παραγωγές, άξιες προσοχής.  Και πιστεύω οτι το “Rentacat” είναι μια τέτοια.

Στο “I’m a Cyborg but that’s OK”, η πρωταγωνίστρια (νεαρή και εκεί), κλείνεται σε ένα ψυχιατρείο, επειδή πιστεύει οτι είναι…cyborg.  Το θέμα μπορεί να φαντάζει χιουμοριστικό, αλλά τελικά δεν είναι, διότι η ψύχωση της Su-jeong την αποτρέπει από το να φάει και τη παραμικρή ποσότητα κανονικού φαγητού, εξαιτίας του φόβου της οτι μπορεί να βραχυκυκλώσει!  Για τον λόγο αυτό η Su, “τρέφεται” μόνο με…μπαταρίες(!), τις οποίες και γλύφει, προκειμένου να επαναφορτιστεί.
Σε τέτοια περίπου μονοπάτια κινείται και η ταινία της Ogigami, αν και εδώ η ηρωίδα δε φαίνεται να διακατέχεται από κάποιον ακραία διαταραγμένο ψυχισμό, ίσως μόνο από κάποιες προσωπικές εμμονές (βλ. γάτες), καθώς και από την αδυναμία της να κοινωνικοποιηθεί.
Ενώ η ταινία του Park, παρουσιάζει με τρόπο γλαφυρό το πρόβλημα ενός (ή και πολλών) διαταραγμένων προσωπικοτήτων που χρίζουν ιατρικής βοήθειας, καταφέρνει να ξεφύγει από τα τετριμμένα, και να δημιουργήσει ένα παραμύθι πάνω στη δύναμη της φιλίας, της αγάπης και της ανάγκης για επικοινωνία, πράγματα δηλαδή που μπορούν να βοηθήσουν καταλυτικά στην αντιμετώπιση ψυχικών νοσημάτων (σε πρώτη βάση τουλάχιστον).  Με απόλυτο σεβασμό απέναντι σε αυτό που θέλει να πει, λειτουργεί και η Ogigami, η οποία μέσα από μια γλυκιά και χαριτωμένη σκοπιά, παρουσιάζει ένα ολοένα και αυξανόμενο πρόβλημα των καιρών μας: τη μοναξιά.  Φροντίζοντας να μη μεταφέρει τη ταινία του στο άλλο άκρο, αυτό δηλαδή του μελοδράματος και της φτηνής συγκίνησης, δημιουργεί ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο τα αντικρουόμενα συναισθήματα και η ανάγκη της προσωπικής απελευθέρωσης, “καίγονται” από την άνευ ανταλλάγματος αυτοθυσία της πρωταγωνίστριας (η Sayoko δίνει, χωρίς να ζητάει τίποτα).

Η ουσία της μοναξιάς και της καθημερινής ρουτίνας, εκφράζεται έξυπνα μέσα από τη σκηνοθεσία, καθώς στην ουσία η δράση της Sayoko επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά μέσα από ένα και μόνο μοτίβο.  Η Sayoko βγαίνει με το καροτσάκι με τις γάτες στον δρόμο, διαλαλεί την ενοικιαζόμενη πραμάτεια της, κάνει τη συμφωνία με το άτομο εκείνο που θα θεωρήσει οτι πληρεί τις προϋποθέσεις της, του νοικιάζει τη γάτα και στη συνέχεια επανέρχεται στο σπίτι, μέχρι τη στιγμή που θα πάρει και πάλι το κατοικίδιό της πίσω (κάτι που γίνεται με μια τρομερή συμπύκνωση χρόνου, που μπορεί να αφήσει πολλούς να αναρωτιούνται αν τελικά τα ζωάκια παραδίδονται στους πελάτες, μόνο για μια ημέρα!).
Γυμνή από ένα υποθεσιακά, ενδιαφέρον story (δεν υπάρχει στην ουσία υπόθεση, το πράγμα εξαντλείται από τη πρώτη ενοικίαση, όπως ακριβώς και εσύ.  Αυτό όμως είναι το ζητούμενο) και βασισμένη αποκλειστικά και μόνο στην αμελί-στικη παρουσία της Mikako Ichikawa, το “Rentaneko” είναι μια ταινία την οποία είναι σίγουρο οτι θα απολαύσεις, αν σου αρέσει δηλαδή αυτό το είδος της quirky, ανεξάρτητης ταινίας. 
Η αλήθεια είναι πως αυτή η καθημερινή λούπα της Sayoko και η επιφανειακή τελικά επαφή της με τους πελάτες της (οι οποίοι με τη σειρά τους βιώνουν τη δική τους μοναξιά και αποτελούν διάφορα μέλη μιας κοινωνίας, από την ηλικιωμένη γυναίκα, και τον παντρεμένο οικογενειάρχη, μέχρι την εξίσου νεαρή εργένισσα), αποτελεί και το ηθικό δίδαγμα του σκηνοθέτη.  Αν δηλαδή κάποιος δεν αντιληφθεί σε πρώτη φάση από μόνος του, το γεγονός οτι έχει ανάγκη από μια συντροφική βοήθεια, τότε είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί λύση σε αυτό που τον ταλανίζει, γιατί απλά δεν έχει ακόμα βρει τι είναι αυτό.  Για παράδειγμα στην ταινία, όλοι αντιλαμβάνονται το πρόβλημα της μοναξιάς τους, γιατί αποφασίζουν να κάνουν κάτι γι’ αυτό και συγκεκριμένα να νοικιάσουν μια γάτα.  Η Sayoko αποτελεί στην ουσία τον μεσάζοντα για τη “θεραπεία” αυτών των ανθρώπων, οχι όμως και για τη δική της, καθώς από εκείνη λείπει η συνειδητοποίηση της κατάστασής της και άρα, η γνώση.  Εκείνοι που την έλαβαν, πέρασαν στο επόμενο στάδιο της ζωής τους.  Οχι όμως και η νεαρή ηρωίδα μας.

Η σκηνοθεσία της Ogigami είναι γεμάτη ζεστά χρώματα και φως, γεγονός που έρχεται κόντρα με την κατά τα άλλα προβληματική καθημερινότητα της Sayoko, αλλά αυτή είναι και η ανάγκη του σκηνοθέτη, να μας παρουσιάσει δηλαδή μια ταυτόχρονα εναλλακτική, αλλά και τόσο πιστά στα προβλήματα των καιρών μας, πραγματικότητα.
Το τοπίο της ταινίας το οποίο παραπέμπει σίγουρα σε μια διαφορετική, χρονική εποχή, προσδίδοντας μια σταλιά αναγκαίας ντεκαντάνς (και κιτς, αν κρίνουμε από το παλαβιάρικο ντύσιμο της πρωταγωνίστριας), βοηθάει στο να δημιουργηθεί το κατάλληλο περιβάλλον, μέσα από το οποίο ο θεατής θα αρχίσει να αναρωτιέται σχετικά με το αν στη τελική, πρόκειται για ένα εντελώς διαφορετικό, χωροχρονικό κομμάτι, μέσα στη φυσιολογική ροή του χρόνου όπως τον ξέρουμε.
Παραπέμποντας την ίδια στιγμή σε κάτι το ονειρικό, αλλά και σε κάτι το καθημερινά επίπονο, το “Rentaneko” ενδύεται το κοστούμι της χιουμοριστικής ταινίας, τη στιγμή που ξεκάθαρα είναι κάτι ολότελα διαφορετικό.  Αξίζει να του ρίξετε μια ματιά αν μη τι άλλο για την όμορφη σκηνοθεσία, τις ζεστές ερμηνείες και την ειλικρίνεια που βγάζει.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο ανανάς είναι σίγουρα μια πρωτότυπη επιλογή για το ιερό/βωμό της γιαγιάς σου, οτι τα ιαπωνέζικα τζιτζίκια ακούγονται το ίδιο, ακόμα και στο Lineage(!!) και οτι η γυναίκα που συνεχώς “της την λέει” από την διπλανό κήπο, δεν είναι γυναίκα.  Είναι κυριούλης, ο οποίος μάλιστα έχει παίξει και σε ταινίες του Park. Χα!

No trivia

Bernie: To be (guilty) or not to be (guilty)?

Καλημέρα σε όλους και καλή εβδομάδα!  Σήμερα θα ξεκινήσουμε τη μέρα μας, με μια ταινία της περασμένης χρονιάς, η οποίο δε νομίζω οτι πήρε και ποτέ διανομή στη χώρα μας.  Με αφορμή λοιπόν μια πολυκινηματογραφική εβδομάδα που θα ζήσουμε από την ερχόμενη Πέμπτη, είπα να δούμε κάτι διαφορετικό, μέχρι τουλάχιστον την παρουσία στο blog ταινιών όπως, τα “Frankenweenie”, “Cloud Atlas”, “Beyond the Hills” και “Holy Motors”.  Και το “Bernie” είναι πραγματικά διαφορετικό, με τον καλύτερο ρόλο στην μέχρι τώρα καριέρα του Jack Black.  Αναμφίβολα.  Για να δούμε λοιπόν.

O Bernie (Jack Black) είναι ένας μυστήριος νεκροθάφτης, ο οποίος φτάνει σε μια μικρή πόλη του Τέξας, προκειμένου να προσφέρει τις, ομολογουμένως, εντυπωσιακές του γνώσεις σχετικά με τον ίδιο τον θάνατο, στο γραφείο τελετών της περιοχής.  Δεν περνάει πολύς καιρός και ο Bernie μετατρέπεται σύντομα στον άνθρωπο για όλες τις δουλειές, τραγουδώντας gospel στις κηδείες των ηλικιωμένων και οχι μόνο, αναλαμβάνοντας τα πάντα γύρω από την περιποίηση του αποθανόντος και της καλύτερης, δυνατής του μετάβασης στον…επουράνιο κόσμο, αλλά και τη παρηγοριά όσων μένουν πίσω, δυνατοί και ακμαίοι.  Χωρίς να δίνει ποτέ στόχο με τη προσωπική του ζωή, αλλά αποτελώντας το κρυφό όνειρο(!) πολλών κοριτσόπουλων της περιοχής, ο Bernie δημιουργεί σιγά σιγά έναν ζώντα μύθο γύρω από το όνομα και το πρόσωπό του, και που όπως όλα δείχνουν είναι πολύ πολύ πραγματικός και καθόλου προσποιητός.  Εξάλλου η κοινωνική προσφορά του, η βοήθεια των κατοίκων σε πάσης φύσεως ζητήματα και ο ειλικρινής, ταπεινός του χαρακτήρας, δεν αφήνουν περιθώριο για ψέματα και “ηθοποιϊλίκια”.  Όλα αυτά βέβαια μέχρι τη στιγμή που αποφασίζει να παρηγορήσει μια ακόμη χήρα, την τσιγκούνα και δύστροπη Marjorie Nugent (Shirley McLaine).  Και τότε τα πράγματα θα πάρουν την κατηφόρα.  Όπως ακριβώς και η ζωή του Bernie ως ελεύθερος άνθρωπος…

O Richard Linklater είναι ένας από τους σκηνοθέτες που θεωρήθηκε ως το νέο αίμα, την εποχή των αμερικάνικων ’90s, γεγονός που φαίνεται ξεκάθαρα από τις πρώιμες ταινίες της καριέρας του.  Όντας παράλληλα, σεναριογράφος, αλλά και ηθοποιός ο Linklater έκανε το μεγάλο μπαμ, όταν το 2005 προτάθηκε για Oscar Καλύτερου Προσαρμοσμένου Σεναρίου, για το indie romance, “Before Sunset”, συνέχεια του ρομαντίζοντος δράματος “Before Sunrise” (1995), με τους Ethan Hawke και Julie Delpy.
Έκτοτε ο Linklater έχει σκηνοθετήσει μερικά ενδιαφέροντα, και διαφορετικού περιεχομένου ταινιάκια, όπως το “Fast Food Nation”, το οποίο πραγματεύεται το γρήγορο φαγητό της εποχής μας, και κάτα πόσο το junk food αποτελεί μια ολοένα αυξανόμενη απειλή τόσο για εμάς, όσο και για το περιβάλλον μας, το “Me and Orson Welles”, μια ταινία που κουβαλάει τη μνήμη ενός νεαρού Welles ο οποίος ανεβάζει στο θέατρο το έργο “Julius Caesar”, καθώς και το animation real αισθητικής, “A Scanner Darkly”, στο οποίο εξερευνά τις παραισθησιογόνες εμπειρίες που δημιουργεί ένα ναρκωτικό του μέλλοντος.
Με ιδιαίτερη σκηνοθεσία, ρεαλιστική και καθαρά αφηγηματική τις περισσότερες φορές, ο Linklater μοιάζει με τον κλασικό, ανεξάρτητο σκηνοθέτη που δημιουργεί ταινιακές καταστάσεις από το υλικό, που άλλοι σκηνοθέτες, θα άφηναν εκτός στις ταινίες τους.  Ένα ημερήσιο ρομάντζο;  Ή μια βραδινή συζήτηση σχετικά με τις επίπονες αναμνήσεις του Λυκείου, στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου (“Tape”, 2001);  Πράγματα άξια για πέταμα, γίνονται εκφραστές μιας ολόκληρης ιστορίας, μιας ολόκληρης ταινίας.  Όπως ακριβώς συμβαίνει δηλαδή και στη περίπτωση του “Bernie”.

Το 1996 στο Carthage του Τέξας, η 81χρονη εκατομμυριούχος, Marjorie, δολοφονήθηκε από τον σύντροφό της, Bernie Tiede, τοπικό νεκροθάφτη και αγαπητό μέλος της κοινότητας, επειδή σύμφωνα με την ομολογία του ίδιου του Tiede, η ηλικιωμένη γυναίκα είχε γίνει αφόρητα πιεστική και τυραννική απέναντί του.  Όπως έλεγε και ο ίδοος, δε τον άφηνε να έχει παρέες, να ασχολείται με τους κοινωφελείς σκοπούς που τόσο πολύ αγαπούσε, και γενικώς, να ζει τη ζωή του ήρεμα και απλά.  Η Marjorie, συνέχιζε, είχε γίνει αυταρχική και μίζερη, θέλοντας πάντα τη προσοχή στραμμένη πάνω της, και κυρίως αυτή του Bernie.
Τόση ώρα θα μπορούσατε να διαβάζετε μια ακόμη περίληψη της ταινίας, και να αναρωτιέστε γιατί στο καλό να κάνω πάλι κάτι τέτοιο.  Για τον απλό λόγο, οτι το συμβάν που μόλις σας περιέγραψα, είναι η πραγματική ιστορία πάνω στην οποία χτίστηκε η ταινία του Linklater.
Αυτό όμως που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο “Bernie”, δεν είναι το γεγονός οτι πρόκειται για ένα ακόμα film που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα ή σε αληθινή ιστορία, αλλά κυρίως ο τρόπος με τον οποίο ο σκηνοθέτης έχει εμπλέξει ιδανικά τη ντοκιμαντερίστικη μορφή, με αυτή της μυθοπλασίας, δημιουργώντας επί της ουσίας ένα τίνι τρόπο, μυθοπλαστικό ντοκιμαντέρ.  Αυτή ακριβώς η σκηνοθετική τεχνική που χρησιμοποιεί εδώ ο Linklater, είναι που κάνει τη ταινία να ξεχωρίζει, και να μην αποτελεί ένα ακόμη αναμάσημα των ίδιων και των ίδιων υποθεσιακών, αλλά και κινηματογραφικών μορφών.

Η ύπαρξη ενός υποτυπώδους, αλλά ξεκάθαρου στυλ ντοκιμαντέρ, δεν είναι κάτι ξένο απέναντι στις μυθοπλαστικές ταινίες, καθώς υπάρχει ένα είδος κινηματογράφου που υπηρετεί πιστά το πάντρεμα της κατασκευασμένης πλοκής, με το original ντοκιμαντέρ: ο πολιτικός κινηματογράφος.
Υπάρχουν δημιουργοί όπως ο Αργεντινός Fernando Solanas, ο οποίος αποτελεί έναν άρτιο τεχνίτη αυτού του ύφους cinema, συρράφοντας μέσα στις ταινίες του κομμάτια από επίκαιρα της κάθε εποχής (επίκαιρα χαρακτηρίζονται τηλεοπτικά κομμάτια από ειδήσεις της κάθε χρονικής περιόδου), και εμπλουτίζοντάς τα παράλληλα με ένα “χ” σενάριο.
Έτσι στο “Bernie”, μπορεί ο Linklater να μην επικεντρώνεται άμεσα σε πολιτικές προεκτάσεις, παρόλα αυτά αφήνει να εννοηθεί μέσα από την πλοκή, οτι ένα κάποιο κοινωνικοπολιτικό μήνυμα σίγουρα ενυπάρχει.  Ο λόγος είναι πως όταν είχε διαπραχθεί η δολοφονία από τον Tiede, όλη η τοπική κοινωνία είχε πάρει το μέρος του!  Ακόμα και όταν ο ίδιος είχε ομολογήσει οχι είχε σκοτώσει τη Nugent εν ψυχρώ, όλοι είχαν ταχθεί υπέρ του, τονίζοντας τη χαρισματική του προσωπικότητα και την καλή του την καρδιά, την ίδια στιγμή που άφηναν να εννοηθεί οτι η Nugent άξιζε στη τελική αυτό που έπαθε, εξαιτίας του κακιασμένου της χαρακτήρα.  Τότε μάλιστα ο Danny Buck (Matthew McConaughey) ο εισαγγελέας της μικρής πόλης, αναγκάστηκε να μεταφέρει την εκδίκαση του κατηγορουμένου σε άλλη περιοχή, εξαιτίας της σαφέστατης πρόθεσης των κατοίκων (και κατ’ επέκταση των όποιων ενόρκων), να αθωώσουν τον Tiede.
Καταφέρνοντας λοιπόν με τρόπο ευρηματικό να συνδυάσει πραγματικά γεγονότα και μαρτυρίες των κατοίκων, με τη μορφή “κουτσομπολίστικης κατασκευής του προφίλ του ήρωα” (οι οποίοι κάτοικοι δεν είναι ηθοποιοί, αλλά οι γείτονες του φυλακισμένου πια Tiede) και με μια σκηνοθεσία που μας ταξιδεύει διαρκώς στο παρελθόν, μέσα από τα ομιλούντα flash back των γνωστών του πρωταγωνιστή, ο σκηνοθέτης πετυχαίνει τελικά τη δημιουργία μιας ταινίας άκρως ενδιαφέρουσας οπτικά, αλλά και ερμηνευτικά, μιας που ο Black δίνει αναμφίβολα τη καλύτερη ερμηνεία του μέχρι τώρα.

Στρουμπουλός, γοητευτικός στα πλήθη, αλλά και μια μια δόση υποβόσκουσας σκοτεινιάς, ο Black, μοιάζει να υποδύεται ιδανικά έναν άνδρα ο οποίος έφτασε στο έγκλημα, χωρίς καν να αντιληφθεί το πως και το γιατί.  Το γεγονός μάλιστα οτι αρκετό καιρό μετά τη δολοφονία, συνέχιζε να εξαπατά κατά κάποιον τρόπο, την κοινωνία, κάνοντας όλους να πιστεύουν οτι η ηλικιωμένη χήρα είχε αποσυρθεί σε κάποιο νοσοκομείο μετά το πρόσφατο “εγκεφαλικό” της, μαρτυρά αν μη τι άλλο μια εξόχως υποκριτική στάση που ταιριάζει ιδανικά με το πλαίσιο δημιουργίας μιας ταινίας, γι’ αυτή την υπόθεση που προκάλεσε αίσθηση.
Ο Black σίγουρα υποδύεται εξαιρετικά τον αληθινό Tiede (στο τέλος της ταινίας μάλιστα υπάρχει και ένα σύντομο video που δείχνει τον ηθοποιό να συζητά μέσα στις φυλακές με τον Bernie), περνώντας από κάθε πιθανή εναλλαγή συναισθήματος και καταφέρνοντας να κρατηθεί αληθινός, ακόμα και με την απουσία της προσωπικής του ελευθερίας.  Δεν είναι τυχαίο εξάλλου το γεγονός, οτι ακόμα και πίσω από τα κάγκελα, ο Bernie, συνέχισε να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα, να βοηθάει δηλαδή τον κόσμο και να φροντίζει για την όσο το δυνατόν πιο ομαλή διαβίωση των τροφίμων, με ποικίλους τρόπους.
Κάπου στη ταινία θα βρείτε μια έντονη αντίφαση ανάμεσα στην ενοχή και την αθωότητα του πρωταγωνιστή, καθώς η ζωή του μέχρι πριν τη μοιραία στιγμή (αλλά και μετά από αυτή), παραπέμπει μόνο σε έναν άνθρωπο απόλυτα ειλικρινή, κοινωνικό και σχεδόν, αγγελικά πλασμένο, με πάντα αγνές προθέσεις και ανάγκη βοήθειας του συνανθρώπου.  Παρόλα αυτά, ο νόμος είναι νόμος, και ενώ θα πιάσετε τους εαυτούς σας να υποστηρίζουν κρυφά τον Bernie, εντούτοις η-ατυχής-δολοφονία μιας γυναίκας, δε γίνεται να περάσει χωρίς την απαραίτητη τιμωρία.  Ακόμα και αν αυτή είναι υπερβολική, βάση του πρότερου βίου του.  Πενήντα χρόνια.  Μια ζωή μέσα στη φυλακή.  Να και το κοινωνικοπολιτικό σχόλιο του σκηνοθέτη.  Κεκαλυμμένο μεν, παρών δε.
Το υποστηρικτικό cast που απαρτίζεται από τους McLaine-McConaughey, είναι το ιδανικό, με την McLaine να είναι η επιτομή της bitch, και ο Matthew επιτέλους ηθοποιός.
Το “Bernie” είναι μια μαύρη κωμωδία που κυλάει σαν νεράκι.  Ιδιαίτερη και εξόχως ερμηνευμένη από τον Black, είναι μια ταινία που πρέπει να δείτε αν αρέσκεστε στα σύγχρονα dramedy.  Με τη καλή την έννοια.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η νοητή ταύτιση του Bernie εδώ, με τη ταινία “Τρελό Σαββατοκύριακο στου Μπέρνι” στην οποία ένας νεκρός περιφέρεται από δυο τύπους σαν να είναι ζωντανός, είναι too good to be true, οτι ο Black έχει λαρύγγι, οχι αστεία και οτι ο ρόλος ζωής του McConaughey είναι αυτός του βλαχο-Τεξανού. 


No trivia

Juan de los Muertos (a.k.a Juan of the Dead): Viva la revolution!

Hello hello!  Σήμερα το σκέφτηκα απο’δω, το σκέφτηκα απο’κει, και αποφάσισα να γράψω για μια ανεξάρτητη ταινιούλα εκ Κούβας, την οποία ήταν να δω στις Νύχτες Πρεμιέρας (τη τελευταία τους μέρα μάλιστα), αλλά τελικά κατέληξα να τη δω λίγο αργότερα.  Και συγκεκριμένα, μόλις ελάχιστες ώρες αργότερα, αγκαζέ με το boyfriend, στο σπίτι.  Η αλήθεια είναι, πως την περίμενα λίγο καλύτερη, αλλά στην τελική το “Juan de los Muertos” είναι μια ταινία-απόλαυση, για όλους τους fan των απέθαντων, που υπάρχουν εκεί εξώ.  Και είναι πολλοί.  Οι fan, οχι οι απέθαντοι.
Με αφορμή λοιπόν και το ξεκίνημα της τρίτης σεζόν του “The Walking Dead” (η οποία ξεκίνησε φορτσάτα, να τα λέμε αυτά), σήμερα η μέρα μας είναι αφιερωμένα στα χαριτωμένα ζόμπια, και δη αυτά της…κουβανικής καταγωγής, τα οποία για πρώτη φορά βλέπουμε στη μεγάλη οθόνη-αν δεν απατώμαι.  Ξεκινάμε λοιπόν.  Γκρρρουααα…

Τον Ιούλιο του 1953, ο Fidel Castro ξεκίνησε την επανάστασή του, κατά του Κουβανού διακτάτορα, Fulgencio Batista.  Το αποτέλεσμα μέτρησε υπέρ του μέχρι σήμερα ‘σκυλιού μαύρου’ Castro, και έτσι το 1959 ο Batista μάζεψε τα μπογαλάκια του, πήρε το κουβαδάκι του και πήγε σε άλλη παραλία-για να μιλήσουμε και με τρόπο ιστορικό.
59 χρόνια μετά, μια νέα επανάσταση μοιάζει να σιγοβράζει στο κουβανικό έδαφος, με μπροστάρη τον τεμπελχανά Juan (Alexis Diaz de Villegas), και τους έτερους ‘συναδέλφους’ στη τεμπελιά: τον κολλητό, κοιλαρά του, φίλο, τον ωραίο γιο του φίλου, μια τραβεστί όλα τα λεφτά, καθώς και τον τούμπανο φίλο της τραβεστί, ο οποίος παρά το παρουσιαστικό του, λιποθυμά στο λεπτό, μπροστά στην θέα του αίματος.  Και οι φίλοι μας, έχουν να δουν πολύ αίμα αυτές τις μέρες…

Ενώ όλα φαίνεται να κυλούν με τους ίδιους, νωχελικούς ρυθμούς στη πόλη, περίεργα κρούσματα βίας θα αρχίσουν να κάνουν την εμφάνισή τους, με τον πληθυσμό της περιοχής να μην έχει καλά καλά συνειδητοποιήσει οτι πρόκειται για κάτι πολύ σοβαρότερο: όπως έναν ιό για παράδειγμα που σε κάνει επιρρεπή στη λύσσα, τις άναρθρες κραυγές, το σάπισμα και την ακόρεστη όρεξη για ανθρώπινο κρέας.  Όταν τελικά ο Juan και η παρέα του πάρουν χαμπάρι το κακό που τους έχει βρει (προσθέστε στη παρέα και την νεαρά κόρη του Juan), τότε θα αποφασίσουν να δημιουργήσουν μια κερδοφόρα επιχείρηση, προκειμένου να εκμεταλλευτούν τη δύσκολη αυτή κατάσταση: θα εξοντώνουν-με το αζημίωτο βέβαια-κάθε ζόμπι το οποίο τους ζητείται από τους πελάτες (βλ. υγιείς ακόμη ανθρώπους).  Περιττό να πούμε οτι κάποια στιγμή το πράγμα ξεφεύγει εντελώς.  Ειδικά όταν στη μέση μπαίνει και η κυβέρνηση, η οποία πληροφορεί τους πολίτες οτι αυτοί που προκαλούν τον αιμάτινο χαμό, είναι επαναστάτες του αντίπαλου, πολιτικού μετώπου, οι οποίοι θέλουν να την ανατρέψουν.  Yeah right…

Έκτη μεγάλου μήκους ταινία του Αργεντινού, Alejandro Brugues, ο οποίος μέχρι τώρα έχει σκηνοθετήσει φιλμάκια, που η αλήθεια είναι πως δεν είχα ακούσει ποτέ στη ζωή μου.
Αν δε βαριέσαι να τον ψάξεις λίγο παραπάνω, κάποιοι τίτλοι του είναι οι “Personal Belongings”, “Fabula” (σενάριο) και “Frutas en el Cafe” (πάλι σενάριο), αν και μεταξύ μας, δε νομίζω να έχουν το ίδιο fun με τη πιο πρόσφατη, ζομπίστικη προσπάθειά του.
Για την ιστορία, να σου πω επίσης, οτι το “Juan de los Muertos” έχει τσεπώσει σχεδόν όλα τα βραβειάκια των αντίστοιχων κινηματογραφικών φεστιβάλ στα οποία έχει συμμετάσχει, και προφανώς εννοούμε αυτά, του φανταστικού.  Στην Ελλάδα προβλήθηκε στη κατηγορία “Μετά τα μεσάνυχτα” και φανταζόμαστε οτι αν είχε συμμετάσχει στο φεστιβάλ του Sundance, θα ανήκε στη κατηγορία “Midnight Madness”, στην οποία πολύ πιθανό και να κέρδιζε.
Βεβαίως μη περιμένετε να κλείσω αυτή τη μικρή, και συνήθως αφιερωμένη στον σκηνοθέτη της ταινίας, παράγραφο, χωρίς να αναφερθώ έστω και λίγο στο επικά cult poster της ταινίας, καθώς θα ήταν ντροπή.
Πολύ κακός Juan που ουρλιάζει στο προσκήνιο, με ψηφιακές πιτσιλιές αίματος στο μπλουζάκι;  Check.  Κοιλαράς φίλος στο πλάι, με bad ass ύφος χιλίων καρδιναλίων και βάλε;  Check.  Υπερcool γιος κοιλαρά φίλου στην άλλη πλευρά, με γυαλί Ray Ban και στάση ‘γατάκια-ζόμπι, για ελάτε και θα σας δείξω εγώ.  Γατάκιααα’;  Check.  Η αργεντίνικη σημαία να πιάνει όλο το background, ξεσκισμένη και μέσα σε ένα χρώμα κίτρινο σα τον ίκτερο;  Check.  Και φυσικά, κτίρια, εκρήξεις, και ολίγον από σαπιοχέρια στον πάτο του poster;  Μα φυσικά και check.  Απορώ τι άλλο θέλετε.  Μμμ, ίσως τον Godzilla να έχει αρπάξει τον Rex τον τυραννόσαυρο από τον λαιμό, ρίχνοντας δεξί κροσέ στα μούτρα του King Kong, και το George Romero να έχει αναληφθεί στα ουράνια μέσα σε ένα χρυσό φως, καθισμένος σε μια βελούδινη, μπορντό πολυθρόνα.  Ίσως…

Η ταινία είναι ένα από εκείνα τα εντελώς fun φιλμάκια, που συνήθως βλέπεις αραχτός μπροστά στη τηλεόραση, παρέα με τους κολλητούς και απλά κάνεις καφρίλες, αλλά ενδείκνυται και για όταν θες ζόμπι στο menu, χωρίς όμως την μεγάλη τρομάρα βρε αδελφέ!  Βάζεις έτσι να δεις τον Juan, με τον Κουβανοαργεντινό (τι ακριβώς είναι θα σας γελάσω) John Torturo ή αλλιώς Alexis Diaz de Villegas και ξενοιάζεις.
Η αλήθεια βέβαια είναι οτι ο Juan, είναι μια τόσο απροκάλυπτα b-movie φύσεως ταινία, ώστε ούτε οι ίδιοι οι ηθοποιοί δε παίρνουν τους εαυτούς τους στα σοβαρά, παραπέμποντας περισσότερο σε απολαυστικές, cult καρικατούρες, παρά σε ανθρώπους που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το νεκροζώντανο κακό που τους απειλεί.
Το ωραίο με τη συγκεκριμένη παραγωγή, είναι η ατμόσφαιρα που αποπνέει η ίδια η Κούβα.  Παθιασμένη, καυτή και sexy, είναι πραγματικά αλλόκοτο το πως ο σκηνοθέτης έχει καταφέρει να κρατήσει αυτή την εικόνα, μέσα σε μια ταινία splatter.  Και όμως το κάνει τόσο καλά.  Είτε ρίχνοντας στο παιχνίδι πληθωρικές πόρνες, είτε βάζοντας να παιχτεί ένα ειδύλλιο ανάμεσα στη κόρη του Juan, και τον γιο του κολλητού του, είτε πάλι γεμίζοντας τα πλάνα του από καθάριο, γαλάζιο ουρανό και αλκοολικά τσουγκρίσματα, το σίγουρο είναι οτι ο Brugues δεν είναι καθόλου φειδωλός στη παρουσίαση της Κούβας, την οποία καθιστά ουσιαστική πρωταγωνίστρια, από τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας.  Και καλά κάνει.

Αν περιμένεις να δεις μια ταινία με την οποία θα τρομάξεις, σου έχω κακά μαντάτα καθώς αυτό που κυριαρχεί εδώ είναι το χιούμορ και το χιούμορ μόνο.  Οk ο Brugues μπορεί να επιλέγει και ολίγον από συναίσθημα, αλλά μη περιμένετε τίποτα δακρύβρεχτο, καθώς όπως είπαμε ο βασικός σκοπός είναι η πρόκληση μιας κωμικής φρίκης, μέσα σε ένα περιβάλλον που έχει αρχίσει να παραπαίει επικίνδυνα.
Και κάπου εδώ αυτοί που αρέσκονται στο κάτι παραπάνω, θα μπορέσουν να αντιληφθούν την ειρωνεία αυτού του κινηματογραφικού επιτεύγματος, όσον αφορά τη πολιτική του διάσταση.
Η κυβέρνηση εθελοτυφλεί και ενημερώνει τους πολίτες οτι οι νεκροί είναι στασιαστές, επαναστάτες που θέλουν να της πάνε κόντρα, αδιαφορώντας για το πραγματικό πρόβλημα που έχει κατακλύσει ολόκληρη τη Κούβα (και προφανώς, οχι μόνο).
Στην ουσία θα μπορούσαμε να πούμε οτι πρόκειται και για έναν έμμεσο, εύστοχο σχολιασμό, πάνω στην πολιτική ιστορία και τις κοινωνικές αναταραχές της χώρας;  Γιατί οχι;  Εξάλλου στο πρόσωπο των γραφικών ζόμπι, μπορούμε να αναζητήσουμε είτε το αντίπαλο, πολιτικό δέος, είτε την ίδια τη κυβέρνηση η οποία με μυαλό σαθρό, και σάπια πολιτική αντίληψη, εξακολουθεί να χειραγωγεί τους πολίτες της.  Και στη προκειμένη περίπτωση, με κάτι περισσότερο από καταστροφικά αποτελέσματα.
Ως προς τη σκηνοθεσία της, μιλάμε για μια έντιμη προσπάθεια, δεδομένου και του μικρού-όπως όλα δείχνουν-budget το οποίο φαίνεται να είχε η ταινία.  Τα ειδικά εφέ, μοιάζουν πολύ ειδικά και πολύ ψεύτικα, αλλά κάτι μου λέει οτι αυτό είχε στο μυαλό του και ο σκηνοθέτης.  Παράλληλα, οι ευτραπελικές καταστάσεις αποτελούν τη βάση της υπόθεσης, οι οτινανικοί χαρακτήρες το κερασάκι στη τούρτα και γενικώς όλο το γλυκό δένει, χάρη στη προσηλωμένη προσπάθεια του δημιουργού: να κάνει μια “χιουμοριστική”, splatter ταινία με ζόμπια και υπόνοιες πολιτικού περιεχομένου.  Μα είναι να μη σ’ αρέσει;

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο εναπομένον νεαρός έπειτα από ένα zombie outbreak, είναι πάντα ωραίος, οτι ποτέ δε κατάλαβα γιατί ο χοντρούλης φορούσε τη στολή του δύτη και οτι το τέλος είναι ‘πιο χολιγουντιανό πεθαίνεις’.


No trivia

Gimme the Loot: …cause my plans are big nigga!

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Καλημέρα, καλημέρα!  Τoday, θα μιλήσουμε και πάλι για μια ακόμη ταινία, η οποία φιλοξενήθηκε στο 18ο φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας, και η οποία αποτέλεσε για εμένα μια ευχάριστη έκπληξη, όσον αφορά το σύνολό της.  Το να σηκώνεσαι πρωί, με τη τσίμπλα στο μάτι και να πηγαίνεις για προβολή ταινίας, δεν είναι και οτι πιο εύκολο, δεδομένου οτι αν η ταινία σου βγει μάπα, τότε κλάφτα.  Όταν όμως σου βγαίνει μικρό διαμαντάκι τύπου “Gimme the Loot”, τότε και εσύ πολαμβάνεις τον καφέ σου αραχτός στο κάθισμα, και τη ταινία γουστάρεις, και στη τελική, δε κλαίς και το ξύπνημά σου.  Για να δούμε λοιπόν, τι θα δούμε και σήμερα…

Η Sofia (Tashiana Washington) και ο Malcolm (Ty Hickson), είναι δυο φιλαράκια από το Bronx, που αρέσκονται να γκραφιτιάζουν κάθε σπιθαμή τοίχου που μπορεί να βρουν ελεύθερη.  Οι υπογραφές τους, μοστράρουν ως επί το πλείστον κομβικά σημεία, από τα οποία τα ονόματά τους, γίνονται αξιοθέατο προς τέρψην αντίπαλων ομάδων, οι οποίες διεκδικούν με τη σειρά τους χώρο, στους τσιμεντένιους τοίχους της πόλης.
Όταν μια μέρα η Sofia αντιληφθεί οτι το γκράφιτί τους, έχει καλυφθεί από το αντίπαλο δέος, το οποίο τόλμησε να ‘περάσει’ πάνω από το δικό τους, το χαρακτηριστικό logo των NY Mets (ένα…μήλο δηλαδή), οι δυο φίλοι, θα συλλάβουν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο, προκειμένου να γίνει κατανοητό μια για πάντα, ποιος είναι το αφεντικό στο Brooklyn: βάζουν στόχο να μπουν κρυφά στο γήπεδο των Mets, και να γράψουν τα ονόματά τους πάνω στο μεγάλο, κατακόκκινο και πλαστικό μήλο, που βρίσκεται εκεί, για τις ανάγκες των αγώνων της ομάδας.  Έτσι, θα ξεκινήσουν ένα διήμερο ταξίδι, προκειμένου να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα-για τον φύλακα του γηπέδου-χρήματα, ο οποίος με διακριτικό τρόπο, θα τους αφήσει να μπουν και να κάνουν τη δουλειά τους.
Μέσα από πώληση αντικειμένων, δανεισμό χρημάτων, και ολίγον από κλέψιμο, τα παιδιά, θα προσπαθήσουν να συγκεντρώσουν το ποσό, πάση θυσία και να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα: να γίνουν οι πιο γνωστοί γκραφιτάδες της περιοχής, γράφοντας ιστορία.  Και τα ονόματά τους στο τεράστιο φρούτο βεβαίως βεβαίως.

Η συγκεκριμένη ταινία, αποτέλεσε για εμένα μια, από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις του φετινού φεστιβάλ, καθώς είχε όλα τα φόντα να αποτελέσει εκείνη την εναλλακτική πρόταση, που εσύ και οι φίλοι σου θα εκτιμούσατε δεόντως.  Και όπως έδειξε το πράγμα, δεν έπεσα και πολύ έξω.
Το όνομα Adam Leon, πιθανότατα δε σου λέει τίποτα, και πως θα μπορούσε άλλωστε, από τι στιγμή που μιλάμε για έναν ακόμη νέο δημιουργό, με δυο-τρεις μόνο δουλειές, στο ενεργητικό του.
Πιο συγκεκριμένα ο Leon εκτός από το “Gimme the Loot” έχει σκηνοθετήσει ένα ακόμη short ταινιάκι με τίτλο “Killer” και πρωταγωνιστή και πάλι τον Ty Hickson, τον οποίο βλέπουμε εδώ στον ρόλο του Malcolm.
Από εκεί και πέρα οι δουλειές του περιλαμβάνουν συμμετοχές σε κάνα-δυο ακόμη ταινίες, όπως στο “Melinda and Melinda” (εκτελόντας χρέη production office assistant), καθώς και στη ταινία του Woody Allen, “Hollywood Ending”, ως set production assistant.
Mε το “Gimme the Loot” (το οποίο αποτελεί και τη πρώτη, μεγάλου μήκους δουλειά του) ο Leon, τσιμπάει και το βραβείο του “Best Narrative Feature”στο φεστιβάλ του SXSW, και αν με ρωτήσετε, διόλου τυχαία.  Ας είναι καλά η τεράστια επίδραση του κινηματογράφου του Spike Lee, όπως θα δούμε παρακάτω.

Ξεκινώντας να βλέπεις τη ταινία του Leon, είναι σαν να έχεις βουτήξει πραγματικά, στο παρελθόν του Spike Lee, ενός, από τους πιο ιδιαίτερους και με always προσωπικό στυλ, σύγχρονους σκηνοθέτες της Αμερικής.
Με μια καριέρα που μετρά περισσότερα από τριάντα χρόνια, και δουλειές που ξεπερνούν σε αριθμό τις πενήντα, ο Lee, αποδεικνύει οτι μένοντας πιστός στον κοινωνικό/πολιτισμικό κινηματογράφο που επέλεξες να ακολουθείς, μπορείς να κάνεις θαυμάσια πράγματα, να υφάνεις εξαιρετικούς χαρακτήρες και να δώσεις πνοή σε κατά τα άλλα, γκετοποιημένες, αμερικάνικες γωνιές, όντας, το ίδιο παραγωγικός (και απείρως πιο αληθινός) με άλλους σκηνοθέτες της ίδιας ή της μετέπειτα από εσένα, γενιάς.  Το γεγονός δε οτι ο ίδιος κατάφερνε πάντα να θέτει στο προσκήνιο ή και στο background των ταινιών του, τους κοινωνικούς του προβληματισμούς σχετικά με την ίδια τη ζωή των αφροαμερικανών, τον οδήγησε στην απόκτηση ενός ξεκάθαρου, προσωπικού ύφους, με το οποίο έντυνε κάθε ταινία που περνούσε από τα χέρια του.  Ιδιαιτέρως όταν μιλάμε για τη πρώιμη δουλειά του και τη σκηνοθεσία films όπως τα “Malcolm X”, “Crooklyn”, “Clockers” και “Summer of Sam”, τότε μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε όλα εκείνα τα μοτίβα τα οποία ενώ επαναλαμβάνονται, προσδίδουν εντούτοις αυθεντικότητα και ρεαλισμό στον δικό του κινηματογράφο, εντάσσοντάς τον σε μια κατηγορία σκηνοθετών με-ως επί το πλείστον-καθαρά βιωματικό cinema.
Έτσι λοιπόν δεν είναι να απορεί κανείς, που η ταινία αυτή του Adam Leon, παρουσιάζει τόσες πολλές ομοιότητες, με τις αντίστοιχες του Lee.  Μπορεί η επίδρασή του είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρη, τη ίδια στιγμή όμως ο Leon, κρατάει τα μπόσικα, προσθέτοντας τις δικές του χιουμοριστικές και άλλες, πινελιές.

Όπως είδατε κρατήθηκα πολύ, προκειμένου να μην αναφερθώ στην λανθασμένη (για εμένα τουλάχιστον) επιλογή του σκηνοθέτη, να σκηνοθετήσει εκ νέου το “Oldboy” του Chan wook Park, με πρωταγωνιστές τους Samuel L. Jackson, Elisabeth Olsen και Josh Brolin.  Προτιμώ να αναφερθώ στα θέματα τα οποία επιλέγει ο Lee και τα οποία (με μεγάλη ικανοποίηση ομολογουμένως) εντόπισα στο “Gimme the Loot”.
Η ζωή των δυο πρωταγωνιστών δεν είναι καθόλου εύκολη, μιας που αποτελούν κομμάτι ενός μικρόκοσμου, ο οποίος βρίσκεται μέσα σε έναν αδηφάγο μακρόκοσμο.  Πολυτελή λοφτς, μοντέρνοι ουρανοξύστες, φωτεινές βιτρίνες και μπλαζέ μπουρζουαζία, έρχονται σε έντονη αντίθεση με τους κακόφημους δρόμους (Scorsese much?), την άνευ ευκαιριών πραγματικότητα, την έντονη παραβατικότητα και γενικώς, τη προβολή ενός βαλτοποιημένου κόσμου, που ακόμα και σήμερα, αδυνατεί να ακολουθήσει τους γρήγορους, σύγχρονους ρυθμούς της ζωής.
Παρόλα αυτά η διάθεση του Leon δεν είναι μοιρολατρική, αλλά μοιάζει να κοιτάζει τα πράγματα με μια σκληρή μεν, ρεαλιστική δε, ματιά, εντάσσοντας στη ταινία του χιουμοριστικές στιγμές, ευτραπελικές καταστάσεις, κίνδυνο, αλλά και μια γραφική, γλυκιά αθωότητα, που χαρακτηρίζει τους κεντρικούς ήρωες.
Χωρίς τη παραμικρή διάθεση για κριτική, ο Leon μας παρουσιάζει με τρόπο απλό την αντικειμενική κατάσταση, ζητώντας ταυτόχρονα από εμας να μην αδιαφορήσουμε για τα κοινωνικά προβλήματα των νεαρών, αλλά να μη τα πάρουμε και βαρέως.  Στη τελική, αυτό που έχει σημασία είναι το ταξίδι, και οχι ο προορισμός.  Το “Gimme the Loot” είναι αυτό ακριβώς.  Ένα ταξίδι στη δύσκολη καθημερινότητα των παιδιών του γκέτο, που όμως έχουν μάθει να προσαρμόζονται, να αυτοσαρκάζονται, να διεκδικούν και να αγαπούν.  Τη ζωή.

Η σκηνοθεσία είναι Spike Lee-ική to say the least, χωρίς αυτό να σημαίνει οτι ο Leon δεν έχει τη δυνατότητα να μετατραπεί σε έναν νέο, ανερχόμενο σκηνοθέτη, με ενδιαφέρουσα παρουσία.  Στη παρούσα φάση είναι μάλλον δύσκολο να τον κατατάξουμε κάπου, αν μη τι άλλο γιατί δεν έχουμε δει τίποτε άλλο από εκείνον.  Παρόλα αυτά το κινηματογραφικό του ντεμπούτο μοιάζει αρκετά πράγματα υποσχόμενο, οπότε μένει να δούμε.
Όσον αφορά τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών, αυτές, ξεχειλίζουν από φυσικότητα και ρεαλισμό, γεγονός που μόνο χέρι χέρι θα μπορούσε να πάει τόσο με την υπόθεση, όσο και με το είδος της σκηνοθεσίας.
Οι σχέσεις των κοινωνικών ομάδων, η ζωή της έγχρωμης κοινότητας, η αστική εγκληματικότητα, η φτώχεια, καθώς και η πολιτική διάσταση του θέματος (που εδώ σε πρώτο διάβασμα δε γίνεται αντιληπτή, εξακολουθεί όμως να υπάρχει), είναι εκφάνσεις του αμερικάνικου τρόπου ζωής, και των περιοχών τύπου Bronx, Brooklyn κ.α, οπότε σίγουρα δε θα μπορούσαν να λείπουν ως απτή πραγματικότητα από το “Gimme the Loot”.  Παρόλα αυτά, όπως είπαμε, αυτό δεν είναι και το ζητούμενο.  Η φιλία, η ανάγκη για προστασία, η αγάπη και τα καθημερινά μαθήματα ζωής, αποτελούν τον καταλύτη αυτής της ταινίας, την οποία τη λες και feel good, ακόμα και αν εκ πρώτης όψεως, δε σου φαίνεται.
Αθυρόστομη, με υπέροχες νέγρικες, jazz νότες, ειλικρινής και με ψυχή, η πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του Adam Leon είναι ένα δείγμα ανεξάρτητου, αμερικανικού κινηματογράφου που οι fan θα εκτιμήσουν δεόντως.  Αναζήτησέ την.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι όταν έχεις ανάγκη από χρήματα, τότε και ένα ζευγάρι χρησιμοποιημένα αθλητικά, είναι ότι πρέπει για πούλημα, οτι a lady is a lady, ακόμα και μέσα σε sneakers, βρώμικο μπλουζάκι, χακί χαχολο-βερμούδα και μαλλί wannabe κοτσίδα, και οτι όταν δεν έχεις πισίνα, κάνε μια βουτιά στο υδραγωγείο δίπλα από το σπίτι σου.  Απλά πράγματα.

No trivia

Excision: It’s hard being a teenager

Alloha again!  Σήμερις η ταινιούλα για την οποία θα μιλήσουμε είναι για περιορισμένο κοινό μόνο.  Και τι εννοώ με αυτό.  Εννοώ οτι είναι μια ταινία που οι περισσότεροι θα βρουν άρρωστη (και καλά θα κάνουν) και συνεπώς εγώ πρέπει να προειδοποιήσω από τώρα, οτι δεν είναι μια ταινία για όλους, αλλά για λίγους.  Ξέρω βέβαια οτι με αυτό που λέω, εξάπτω ακόμα περισσότερο τη φαντασία σας, αλλά πιστέψτε με, όσοι δε αρέσκεστε σε αλλόκοτες καταστάσεις, δεν αγαπάτε τον κινηματογράφο του Cronenberg και την ωμή βία, το αίμα και τον διεστραμμένο τρόπο σκέψης, τότε σίγουρα το “Excision” θα είναι για σας μια σίγουρη καταστροφή.  Και προκειμένου να μου λέτε μετά ‘τι ήταν αυτό που μας πρότεινες να δούμε; είσαι στα καλά σου;’, ξεχωρίζω από τώρα τη στάση μου και λέω: αν δεν σας αρέσει αυτός ο κινηματογράφος, τότε καλύτερα για εσάς να αποφύγετε τη ταινία.  Διαλέξτε κάτι άλλο.  Οι υπόλοιποι μπορείτε να συνεχίσετε το διάβασμα.  Και καλή(;) προβολή παιδιά…

Η Pauline (Annalynne McCord) είναι μια έφηβη, αρκετά διαφορετική από ότι οι υπόλοιποι συνομήλικοί της.  Αρχικά η Pauline είναι διαταραγμένη, πάσχει από ακρωτηριαστικές παραισθήσεις που την ερεθίζουν σεξουαλικώς, και που συνήθως περιλαμβάνουν θέματα όπως η αποβολή, ο αυνανισμός μέσα σε λίμνες αίματος, ο αποκεφαλισμός, το σεξ επίσης, μέσα σε πίδακες αίματος, και γενικώς ένα σωρό disturbing πράγματα που καταλαμβάνουν όλη την έκταση του σκοτεινού μυαλού της.
Μπορεί η Pauline να είναι μια άκρως, ψυχιατρική περίπτωση, είναι όμως έξυπνη, ατακαδόρα, γράφει τη θρησκευτική ψυχανάλυση (ναι βεβαίως, υπάρχει και αυτό) στο παρθένο ακόμα, κομμάτι του κορμιού της, αντιδρά απέναντι στη control freak και εντελώς στρίγκλα μάνα της, Phyllis (Traci Lords), ενώ ταυτόχρονα αγαπά όσο δε πάει την μικρότερη αδελφή της, Grace (Ariel Winter) η οποία πάσχει από κυστική ίνωση, και χρείζει διαρκής παρακολούθησης.
Βέβαια η Pauline, έχει να αντιμετωπίσει και τον χλευασμό των ομοίων της στο σχολείο, όπου ανάμεσα σε ξανθιές παρτολο-bimbos και αθλητικούς γόηδες, η ίδια, ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες το γάλα.  Και έτσι όμως, περιορίζεται στο πέταγμα δηλητηριωδών ατακών και περιδιάβασης στον κόσμο του μυαλού της, εκεί οπού οι βλέψεις της για καριέρα χειρούργου, έχουν γίνει πραγματικότητα στο πρόσωπο ένα ξανθού της, hot, alter ego που έχει στην διάθεσή του ορδές από γυμνά αντρικά και γυναικεία σώματα, τα οποία ξεσκίζει.  Κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Ω ναι, η Pauline είναι μια επικίνδυνα διαταραγμένη προσωπικότητα.  Το έχει καταλάβει άραγε κανείς;

Tο “Excision” είναι μια από τις κλασικές περιπτώσεις ταινιών, που πέρα από ένα μικρό πέρασμα από διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ, ποτέ δε καταφέρνει να πάρει ευρύτερη διανομή, περιοριζόμενο κυρίως σε μια ολιγοήμερη προβολή, σε κάποια underground αίθουσα των Ηνωμένων Πολιτειών, ή ακόμα πιο συνηθισμένα, στην απευθείας κυκλοφορία του σε DVD και BluRay.  Έτυχε μάλιστα σήμερα, 16 Οκτωβρίου, να είναι η μέρα που η ταινία θα κυκλοφορήσει στα dvd-άδικα (έτσι τα λένε άραγες;) της Αμερικής.  Το ενδιαφέρον βέβαια στη προκειμένη περίπτωση, είναι πως η ταινία θα κάνει την επίσημη, ευρωπαϊκή της πρεμιέρα στην Αγγλία, και μάλιστα όπως όλα δείχνουν θα παιχτεί κανονικά στις αίθουσες (σοκ και δέος).
Από την άλλη μεριά πάλι, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τους λόγους, για τους οποίους τέτοιου είδους ταινίες, δε βρίσκουν ποτέ τον δρόμο τους, προς τις σκοτεινές αίθουσες.
Πέρα από το γεγονός οτι ο σκηνοθέτης της, Richard Bates Jr. (καμία σχέση με τον Norman Bates του “Psycho” αν και σε ιδιοσυγκρασία, δε λες οτι διαφέρουν και πολύ) είναι ένα νέο παιδί, που μετράει στο ενεργητικό του ένα μόνο ακόμη, short φιλμάκι, το οποίο μάλιστα ονομάζεται “Excision” (βλέπετε η ταινία ξεκίνησε σαν short story, και έπειτα έγινε μεγάλου μήκους.  Όπως ακριβώς είχε συμβεί και με το “Teddy Bear” που είχαμε δει λίγο καιρό πριν), αλλά παράλληλα το περιεχόμενο του film είναι τόσο ακραίο και μακάβριο, που μάλλον ο κόσμος δεν λες ακριβώς οτι θα συνέρρεε για να τη δει.  Έτσι κι αλλιώς ξέρουμε όλοι, οτι σε μια εποχή που τα box-offices πρέπει να βγάζουν κέρδος, βασιζόμενα πολλές φορές σε ταινίες, πιο ηλίθιες και από τον Adam Sandler, τις πιο ψαγμένες (οχι απαραίτητα κουλτουρέ, απλά, διαφορετικές) προτάσεις και τις εναλλακτικές επιλογές που έχουν κάτι να σου πουν, πρέπει να τις αναζητήσεις αλλού.  Συνεπώς αν θες να δεις το “Excision” πρέπει να το αναζητήσεις μόνος σου.  Οχι απαραιτήτως κακό, απλώς πραγματικά εκνευριστικό, όταν δε μπορείς να κάνεις ούτε κι αυτό.

Έτσι λοιπόν μετρώντας και μια παρουσία στο φεστιβάλ του Sundance, το “Excision” είναι μια ταινία οπτικά προκλητική (εντάξει, η σκηνοθεσία της είναι απλά ακαταμάχητα άρρωστη), που όμως δε μένει σε επίπεδο τύπου ‘νεαρή, διαταραγμένη πρωταγωνίστρια που κάνει καφρίλες, και κανείς δεν έχει καταλάβει οτι είναι βαθιά άρρωστη’, αλλά φαίνεται πως ο Bates πάει το πράγμα λίγο παραπέρα, βάζοντας στο τσουκάλι του πολλά, ετερόκλητα στοιχεία, που δημιουργούν ένα film ιδιαίτερο, με μπόλικα κότσια (όσα και αυτά της McCord που δέχθηκε έναν τέτοιο ρόλο) και αλήθειες δοσμένες μέσα από ένα τόσο εφιαλτικό καλειδοσκόπιο εικόνων και συναισθημάτων, που σου είναι αδύνατο να τη σταματήσεις, άπαξ και τη ξεκινήσεις.
Ενδεχομένως το μεγαλύτερο ατού της ταινίας, είναι πως η πρόθεση του Bates είναι διττή.  Από τη μια πλευρά βλέπεις πως όλο το cast που έχει συγκεντρώσει είναι τόσο απροκάλυπτα cult, camp-όπως θέλεις πες το-που δε χωράει αμφιβολία οτι κάπου στο μυαλό του, είχε την ιδέα να φτιάξει έτσι κι αλλιώς μια ταινία, που ισορροπεί ανάμεσα στο κρονενμπερικό gore κομμάτι, εμπλουτισμένη όμως με δόσεις κυνισμού και πραγματικού black humor, άξιοι εμπνευστές των οποίων, είναι όοολοι αυτοί που έχουν μαζευτεί εδώ.

Το ξέρω οτι θες να μάθεις ποιοι είναι, γι’ αυτό και θα σου πω.  Έχουμε και λέμε: Traci Lords, ηθοποιός, παραγωγός, σκηνοθέτης, μουσικός, αλλά κυρίως γνωστή για τις b-movie εμφανίσεις, καθώς και την…πορνογραφική της δράση σε ανάλογες ταινίες.  Malcolm McDowell, ο Alex του Κουρδιστού Πορτοκαλιού, έκανε τη καλύτερή του ταινία νωρίς και αναλώθηκε σε μια απενοχοποιημένη, β’ καριέρα που λόγω φυσίκ του πάει.  John Waters, περίεργη, cult φυσιογνωμία που όλο και κάπου θα τον έχει πάρει το μάτι σου, ιδιαίτερα αν βλέπεις ταινίες όπως τα “Divine Trash”, “Seed of Chucky” και “Blood Feast 2: All You Can Eat”.  Α, αρέσκεται επίσης να υποδύεται τον νεκροθάφτη.  Marlee Matlin, οσκαρούχα (για τον ρόλο της στη ταινία “Children of  Lesser God”) και εκ γενετής κωφάλαλη, έχει εκμεταλλευτεί εξόχως την ιδιαιτερότητά της, επιλέγοντας ρόλους προκλητικού θηλυκού (κυρίως σε σειρές, όπως στο “The L World”) και cult διάστασης (στο “Excision” η συμμετοχή της είναι μικρή, αλλά αξιομνημόνευτη).  Τέλος, μετρήστε και τον ‘πιο trash πεθαίνω’, Ray Wise, ο οποίος έχει χτυπήσει κολοφώνα δόξας με άπειρες συμμετοχές σε τηλεοπτικές σειρές, και ταινίες με προτίμηση σε αυτές που φέρουν αριθμό στον τίτλο τους (“Sharkskin 6”, “Cyxork 7”, “7-10 Split”).  Έχει στα σκαριά 12 νέες ταινίες, για τη περίοδο 2012-2013.  Nough said.
Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς πως αν μη τι άλλο, η επιλογή του cast σίγουρα δεν είναι τυχαία, αφού ο Bates επιδιώκει να δώσει μια b αίσθηση στη ταινία του.  Εκεί που το πράγμα αλλάζει, είναι οτι δε θέλει να μείνει μόνο σε αυτό, αλλά να ενισχύσει το αποτέλεσμά του, με ένα άκρως σοβαρό και ντελιριακό θέμα, τη βαρύτητα του οποίου συνειδητοποιούμε και εμείς κάπου στο τέλος.  Όταν δηλαδή είναι πια αργά.

Ο προβληματικός χαρακτήρας της οικογένειας (όταν κάθονται και τρώνε πρωινό μαζί, είναι σαν να βλέπεις την οικογένεια του Lester Burnham στο “American Beauty” σε όλη την προαστική της ασχήμια), αντικατοπτρίζεται πάνω στην Pauline, η οποία με τη σειρά της αντικατοπτρίζει όλη τη πιθανή μανιοκατάθλιψη, ψευδαισθήσεις, οργή και διαταραγμένο νου, που μπορεί να χαρακτηρίζει ένα άτομο της ηλικίας της.  Η εντελώς ακραία σκηνοθεσία και υπόθεση (σε στιγμές), δεν αναιρεί το γεγονός οτι η σύγχρονη γενιά αντιμετωπίζει πολλά και εσωτερικά προβλήματα τα οποία αν δεν γίνουν αντιληπτά, μπορεί να αποβούν μοιραία για όλους.  Μπορεί η πρωταγωνίστρια να εμφανίζεται ως ένα αντιδραστικό πλάσμα, στην ουσία όμως, πόσοι ξέρουν τι πραγματικά κρύβεται μέσα στη καρδιά και τη ψυχή της;
Προκειμένου μάλιστα να περάσει σε ένα εντελώς σουρεαλιστικό σύμπαν, ο Bates, δε διστάζει να ντύσει τα όνειρα της Pauline με μπλε πλακάκι, και αποστειρωμένο λευκό (δωμάτια που παραπέμπουν σε νοσοκομειακές εγκαταστάσεις), δημιουργώντας έναν φρικαλέο, φαντασιακό κόσμο, στον οποίο οι καταπιεσμένες διαθέσεις της εικονοποιούνται με το αίμα, τη γύμνια και το σεξ, που κυριαρχούν.  Αν σας κάνει εντύπωση το μπλε πλακάκι, σκεφτείτε οτι οι ρόμπες των χειρούργων έχουν παρόμοιο χρώμα.  Yeap, i see what you did here.
Εκτός από την υπόθεση και την τριπαριστή σκηνοθεσία, η MacCord λες οτι είναι και πραγματική αποκάλυψη.  Όταν στη τελική συνηθίζεις να παίζεις το ξέκωλο σε διάφορες σειρές, και την κομπάρσα στις ταινίες, ε δεν είναι και λίγο όταν κρατάς τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια τόσο “προβληματική” ταινία.  Με λιγδωμένο μαλλί, σπυράκια και την αδιόρατη αίσθηση οτι πρέπει να να βρωμάει και να ζέχνει, η Pauline είναι μια ωρολογιακή βόμβα και αλίμονο σε όποιον βρεθεί δίπλα της, την ώρα που θα σκάσει.  Σκληρή, ξεδιάντροπη και αξιοπρόσεκτα καλή, η McCord δίνει την καλύτερή τη ερμηνεία μέχρι σήμερα.
Το “Excision” είναι μια ταινία για γερά στομάχια και ανοιχτά μυαλά.  Κατευθυνόμενο από άρτια σκηνοθεσία και ντόμπρες ερμηνείες, θα σας στοιχειώσει για πολύ καιρό.  Το γκροτέσκο σε όλο του το μεγαλείο.  Ω ναι…

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι οι σκηνές που η Pauline προσεύχεται μέσα σε ένα απόλυτα μαύρο κενό, είναι από τις καλύτερες, οτι το τέλος τα λέει όλα, και οτι όταν είσαι σαβουροαπαυτίδης, είσαι σαβουροαπαυτίδης.  Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν.


No trivia

Safety Not Guaranteed: The past is waiting for you…

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Hello again!  Μμμ σήμερα και έπειτα από το πολλά βαρύ και την αυστηρή κριτική μου για το “Amour” (να με συγχωράτε, αλλά έτσι μου βγήκε), είπα να ελαφρύνω λιγάκι πάλι το κλίμα και να ασχοληθούμε με ένα ταινιάκι που έκλεψε τις εντυπώσεις στις φετινές, Νύχτες Πρεμιέρας, και μάλιστα για τους σωστούς λόγους.  Το “Safety Not Guaranteed” είναι μια απόλυτα fun, indie ταινία, την οποία οι λάτρεις των καλοφτιαγμένων, low budget films, δε πρέπει να χάσουν.  Και αν νομίζετε οτι υπερβάλω, για να δούμε ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που την καθιστούν τόσο αξιαγάπητη.  Here we go!

Τρεις εργαζόμενοι ενός περιοδικού, αποφασίζουν να τσεκάρουν μια άκρως ενδιαφέρουσα, αν και ομολογουμένως περίεργη αγγελία, η οποία ζητά partner για ένα επικείμενο ταξίδι στο…παρελθόν!  Έτσι λοιπόν ο ερωτύλος γόης Jeff (Jake Johnson), η εναλλακτική hip Darius (Aubrey Plaza) και ο Κουθραπαλίζον Ινδός Arnau (Karan Soni) που όπως όλα δείχνουν είναι ακόμα παρθένος, ξεκινούν ένα ιδιόμορφο ταξίδι, προκειμένου να ανακαλύψουν τη πραγματική ταυτότητα του τύπου, που έγραψε τη ‘τρελή’ αυτή αγγελία.  Σύντομα θα μπλεχτούν σε ένα περιπετειώδες road trip σε μια πανέμορφη, παράκτια πόλη, οπού θα γίνουν τελικά τα αποκαλυπτήρια, όταν η Darius βάλει όλη τη γοητεία και τη σπιρτάδα της, σε δράση.  Ο Kenneth (Mark Duplass) όπως θα δουν, είναι ένας παλιομοδίτης τύπος με 80s’ αμφίεση, δεμένη μπαντάνα στο κεφάλι τύπου Karate Kid και κλασική κουπ mullet.  H Darius από γνήσιο, δημοσιογραφικό ενδιαφέρον-σε πρώτη φάση δηλαδή-θα δηλώσει στη στιγμή συνέταιρος στο εγχείρημα του Kenneth και μαζί, θα ξεκινήσουν τη προετοιμασία τους για το “back to the past”.
Όταν όμως τα πράγματα αρχίσουν και επισήμως να περιπλέκονται, με την εμφάνιση μερικών, κυβερνητικών(;) που μοιάζουν να παρακολουθούν τον Kenneth, όλοι θα απορρήσουν αν ο μοναχικός αυτός τύπος έχει χάσει ολοκληρωτικά το μυαλό του.  Well, has he?

Όπως πλέον έχεις συνηθίσει και εσύ, το “Safety Not Guaranteed” είναι η πρώτη, μεγάλου μήκους, κινηματογραφική απόπειρα του δημιουργού της και συγκεκριμένα του Καλιφορνέζου Colin Trevorrow.
Ο Colin μετρώντας μόνο μια σκηνοθετική προσπάθεια, σε διάφορα είδη (short film, documentary και TV movie) επιτέλους, καταφέρνει με αυτή την indie sensation να προκαλέσει το ενδιαφέρον του πιο hipster (και οχι μόνο) κοινού, ενώ και το πέρασμά της από τα κινηματογραφικά φεστιβάλ του Sundance και του SXSW του προσδίδει αναμφίβολα κάτι από hyped, εναλλακτική πρόταση της χρονιάς.  Και δε κάνουμε πλάκα.
Αν σκεφτεί μάλιστα κανείς, οτι ο σεναριογράφος Derek Conolly έστησε ένα τόσο έξυπνο και ταυτόχρονα ενδιαφέρον σκηνικό, με τα πλέον ουσιώδη και απλά συστατικά, τότε δεν είναι να απορεί κανείς που το αποτέλεσμα είναι κάτι παραπάνω από αξιοπρεπές.  Και βεβαίως το καλύτερο δε σας το είπα ακόμη.  Το σενάριο βασίζεται σε μια πραγματική αγγελία, όπως αυτή δημοσιεύθηκε το 1997 στο περιοδικό, Backwoods Home magazine, το original απόκομμα της οποίας, εμφανίζεται και μέσα στην ταινία, όταν οι εργαζόμενου του περιοδικού συζητούν για το ρεπορτάζ που θέλουν να αναλάβουν (και συγκεκριμένα ο Jeff, μιας που τα δυο νεαρά παιδιά είναι interns, στα οποία απευθύνεται σε πρώτη φάση ως “the lesbo” and “the Indian”.  Αυτά είναι.)
Η διάθεση των δημιουργών πάντως, να συμπεριλάβουν την πραγματική διάσταση της time travel αγγελίας, δε περιορίζεται μόνο στη χρήση του αποκόμματος της εφημερίδας, αλλά και στην cameo εμφάνιση του πραγματικού συντάκτη, καθώς και στο σπίτι στο οποίο διαμένει ο πρωταγωνιστής της ταινίας (το περιοδικό Backwoods Home, μπορούμε να το μεταφράσουμε και ως “σπίτι μέσα στο δάσος”).  Ετοιμαστείτε.  Οι συνωμοσιολογίες είναι εδώ.

Η ταινία έχει μια απόλυτα feelgood διάθεση, που ακόμα και αν δε σου φαίνεται, θα σου φανεί σίγουρα κάπου προς το τέλος της, όταν και δοθούν οι σωστές (επιτέλους!) πλέον απαντήσεις, που αρμόζουν σε τέτοιου είδους προσπάθειες.  Και τι εννοώ.
Όταν απολαμβάνεις μια ανεξάρτητη παραγωγή, δε μπορείς παρά να σκεφτείς αν το δημιουργικό team, είναι όντως τόσο δημιουργικό, ώστε να καταφέρει να σου δώσει αυτό το κάτι πρωτότυπο και αναζωογονητικό που αποζητάς, χωρίς να υποπέσει σε τετριμμένες καταστάσεις και κλισέ, που ταιριάζουν περισσότερο σε αποχαυνωμένες, χολιγουντιανές παραγωγές.  Ε λοιπόν εδώ είναι και επειδή δε θέλω να σου κάνω το παραμικρό spoiler, προκειμένου να σου χαλάσω τη ταινία, σου λέω απλώς οτι δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα.  Πάμε παρακάτω λοιπόν.
Μη περιμένεις οτι μέσα στη ταινία δε θα δεις και ολίγον από ρομάντζο (μιας που αντικειμενικά μιλώντας, πουλάει), αλλά επίσης μη περιμένεις να ξενερώσεις τη ζωή σου μέσα από δακρύβρεχτες εξομολογήσεις, corny συναισθήματα all around the place και μηδαμινή χημεία, που για λόγους δολαρίων, πρέπει οπωσδήποτε να πιεστεί, για να βγει στην επιφάνεια.
Το love story της Darius και του Kenneth, δε το λες και ακριβώς λαβ στόρι και αυτό είναι κάτι που λειτουργεί, μιας που ξεκινάμε από μια υποβόσκουσα “τσάι και συμπάθεια”, μόνο για να καταλήξουμε σε ένα κάπως awkward συναισθηματικό δέσιμο των δυο πρωταγωνιστών, στα πλαίσια φυσικά του καθόλα ανεξάρτητου χαρακτήρα της ταινίας.  Εν ολίγοις, τα παιδιά είναι δυο εκκεντρικές υπάρξεις που κατά έναν περίεργο και ‘οh so cute’ τρόπο, φαίνεται να ενώνουν ο ένας τον άλλον.  Ναι, ακόμα και αν δε το έχουν πάρει χαμπάρι.

Το story ομολογουμένως πρωτότυπο, καταφέρνει να σου κρατήσει το ενδιαφέρον, αν και δε θα πρέπει να περιμένεις οτι είναι το next, big thing όσον αφορά το sci fi κομμάτι του, το οποίο περισσότερο πλανάται στον αέρα, παρά χρησιμοποιείται με τρόπο χειροπιαστό μέσα στη ταινία.  Ακόμα και έτσι όμως ο συνδυασμός cool ατακών, με σωστή δόση χιούμορ, η εντυπωσιακή σκηνοθεσία στα Ocean Shores της Washington που παραπέμπει σε μια απροσδιόριστα, παλιακή εποχή (ακόμα δηλαδή και πριν το 1997) και γενικότερα, η ατμόσφαιρα που δημιουργεί συμπαθητικά ευτράπελα προωθώντας την υπόθεση, κάνουν το “Safety Not Guaranteed” ένα ταινιάκι, την ‘περιπέτεια’ του οποίου, πολύ θα ήθελες να ζήσεις με τους κολλητούς σου.
Και κάπου εδώ να πούμε (για να σε πείσουμε περισσότερο δηλαδή), ότι αν σου άρεσε το γλυκόπικρο “Little Miss Sunshine”, τότε μάθε οτι οι ίδιοι παραγωγοί έχουν αναλάβει και εδώ τα ηνία, οπότε αυτό αποτελεί μια ακόμη θετική ένδειξη, πως αν την επιλέξεις, σίγουρα δε θα χάσεις.  Α ναι!  Σε όλα αυτά, ρίξε και ένα υπέροχα μελωδικό, ολίγον παλιομοδίτικο και ‘συνεφφιασμένο’ soundtrack, το οποίο περιλαμβάνει μια top notch εκτέλεση του song “Big Machine” από τον πρωταγωνιστή, Mark Duplass, καθώς και το πανέμορφο “Civilian” των Wye Oak.  Άκουσε τα.

Για τις ερμηνείες και πάλι τα καλύτερα έχουμε να πούμε.  Ο Duplass κερδίζει σίγουρα τις εντυπώσεις, χάρη στην ιδιαιτερότητα του ρόλου του, που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν όντως μπορεί να ταξιδέψει στο παρελθόν, ή αν στη τελική, έχει κάποιο mental problem.  Αν μάλιστα η φάτσα του σου φαίνεται γνωστή, είναι γιατί ο συγκεκριμένος ηθοποιός αρέσκεται να παίζει σε πιο χαμηλού budget φιλμάκια, τα οποία κρατούν πάντα κάτι από indie διάθεση, όπως τα “The Puffy Chair” και “Humpday”.
Εδώ, πραγματικά είναι μια συγκινησιακή αποκάλυψη με πολλές καλές στιγμές και απρόσμενα ταιριαστή χημεία με την Αubrey Plaza, η οποία είναι επίσης πολύ καλή.  Μιουταρισμένη ερμηνεία, καυστικές ατάκες εκεί που δε το περιμένεις και μια πληθωρική παρουσία που γεμίζει την οθόνη.  Στο πλευρό τους οι Jake Johnson και Karan Soni, αποτελούν το ιδανικό οτινανικό δίδυμο, κρατώντας σίγουρα και αυτοί, δυο ρόλους, που ταιριάζουν ταμάμ μέσα στη ταινία.
Το “Safety Not Guaranteed” είναι μια ανεξάρτητη παραγωγή, με αρχή, μέση και τέλος.  Και τι τέλος!
Αν θέλετε να περάσετε μια γλυκιά βραδιά, τότε αυτή είναι η ταινία για εσάς.  Πολύχρωμη, σκηνοθετικά υπέροχη και με μια όμορφη μουσική επένδυση που σε ‘ψήνει’, σε καλεί να τη γνωρίσεις.  Trust me.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το να έχεις προσθετικό αυτί, μπορεί να είναι cool, οτι θέλω τα μαλλιά της πρωταγωνίστριας και οτι ένα παλιακό, κίτρινο αυτοκίνητο είναι πάντα must.


No trivia

Teddy Bear: Never judge a book by its cover

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Hello και καλή μας εβδομάδα!  Σήμερα, συνεχίζουμε με τις προτάσεις μας από το φεστιβάλ Αθήνας, Νύχτες Πρεμιέρας και όσο σας κρατάμε καθημερινά ενήμερους σχετικά με το πρόγραμμα, τα καλά, τα μέτρια και τα περίεργα στο Reel.gr, άλλο τόσο μπορείτε να επισκέπτεστε το blog μου για μια πιο αναλυτική ματιά πάνω στις ταινίες που προκάλεσαν τουλάχιστον, το δικό μου ενδιαφέρον.  Έπειτα λοιπόν από το γλυκούλι “Smashed”, συνεχίζουμε σήμερα με ένα ιδιαίτερο δράμα, και έναν εξίσου ιδιαίτερο πρωταγωνιστή.  Ξεκινάμε λοιπόν.

Ο 38χρονος Dennis (Kim Kold) είναι ένας πελώριος μποντιμπιλντεράς, με ένα δωμάτιο τίγκα στο χρυσό και τα μετάλλια, φωτογραφήσεις σε περιοδικά και μπόλικα ακόμη αναμνηστικά παλιών, καλών, ένδοξων εποχών, τότε που έπαιρνε ακόμα με το κουτάλι μέρος στους διαγωνισμούς και εκμηδένιζε τους αντιπάλους, χάρη στο υπερτούμπανα χτισμένό του σώμα.
Ο Dennis σίγουρα θα μπορούσε να είναι ο τύπος με τον οποίο δε θα ήθελες επ’ουδενί να τα βάλεις, να τον δεις στον δρόμο το βράδυ ή να του κλέψεις λεφτά μπροστά στα μούτρα του.  Η μόνη διαφορά είναι πως ο Dennis είναι αυτό ακριβώς που λέει και ο τίτλος: ένας τεράστιος, καλόκαρδος αρκούδος με καρδιά πιο τρυφερή και από αυτή ενός μαρουλιού.
Παρά το γεγονός οτι έχει φτάσει κοντά στα 40, δεν έχει αποκτήσει ποτέ στη ζωή του κοπέλα, ενώ εξακολουθεί να ζει με την αυταρχική του μητέρα, η οποία ούτε λίγο, ούτε πολύ τον έχει καλά χωμένο μέσα στο βρακί της.
Όταν μια μέρα ο θείος του παντρευτεί και συστήσει στο έτερο σόι την γυναίκα του η οποία κατάγεται από την Ταϊλάνδη, ο Dennis θα ενδιαφερθεί να μάθει περισσότερα για τα ‘κορίτσια’ εκεί, μιας που όπως χαρακτηριστικά λέει, εκείνες, φαίνεται να είναι περισσότερο διατεθειμένες να βρεθούν πλάι σου.
Αφού λοιπόν πάρει τις απαραίτητες πληροφορίες από τον θείο, πει ψέματα στη μητέρα του (η οποία απλά θα του απαγόρευε να πάει, με φρύδια και χείλη σμιχτά), και κάνει το ταξίδι μέχρι την εξωτική Ταϊλάνδη, σύντομα θα έρθει αντιμέτωπος με την άσχημη φήμη της πόλης Pattaya και τον άκρατο σεξοτουρισμό που κυριαρχεί παντού.  Τα όνειρα του Dennis γκρεμίζονται και όπως όλα δείχνουν, δεν έχει καμία ελπίδα να βρει γυναίκα για σπιτικό μέσα σε εκείνη την δίποδη χαβούζα.  Ή μήπως οχι;

Κερδίζοντας το βραβείο Σκηνοθεσίας στην κατηγορία World Cinema- dramatic, στο φεστιβάλ του Sundance, ο Δανός σκηνοθέτης Mads Matthiesen κάνει το full length ντεμπούτο του με μια ταινία, η οποία βασίζεται σε ένα άλλο δικό του, short ταινιάκι, με τίτλο “Dennis” (2007).
Σε εκείνο το μικρού μήκους film, συναντάμε για πρώτη φορά τον θηριώδη πρωταγωνιστή με την αγνή καρδιά, και βλέπουμε τις περιπέτειές του, όταν αποφασίζει να πάει κόντρα στη σαν μέγκενη μητέρα του, να βγει με ένα κορίτσι και να ζήσει για λίγο αυθεντικά ελεύθερα.
Το συγκεκριμένο φιλμάκι κέρδισε όλα τα βραβεία, σε όποια κατηγορία και αν βρέθηκε στα κινηματογραφικά φεστιβάλ, και το μόνο που μπορούμε να υποθέσουμε είναι πως ο Matthiesen αναρωτήθηκε “why not?”, προχωρώντας έτσι και στη μεγάλη μήκους ταινία του, με πρωταγωνιστές και πάλι τους ίδιους ήρωες και τους ίδιους φυσικά ηθοποιούς.

Καταγόμενος από μια χώρα που παρέα με μερικές άλλες, έχουν εδώ και καιρό αρχίσει να δημιουργούν παράδοση στο καλό cinema, ο Matthiesen δημιουργεί ένα ήπιων τόνων δράμα, με επιμέρους ξεσπάσματα τα οποία προς δική μας έκπληξη δεν προέρχονται από τον καταπιεσμένο Dennis, αλλά από την παράλογη μητέρα του.
Το πιο αναμφίβολα ενδιαφέρον κομμάτι της συγκεκριμένης ταινίας, έχει να κάνει κυρίως με την υπόθεσή της, και οχι τόσο με το στήσιμο των ηθοποιών, τη σκηνοθεσία, τη μουσική επένδυση και όλα τα υπόλοιπα που καθιστούν ένα έργο ξεχωριστό.  Εδώ το “Teddy Bear” ξεχωρίζει χάρη στον ξεδιάντροπο τρόπο με τον οποίο καταπιάνεται με το θέμα του οιδιπόδειου συμπλέγματος.
Το γεγονός οτι η ειρωνεία της όλης υπόθεσης δεν εξαντλείται στον όγκο του πρωταγωνιστή και την εκ διαμέτρου αντίθετη προσωπικότητά του, αλλά εμβαθύνεται ακόμη περισσότερο από το οτι στην ουσία τηρεί υπό ένα ‘άρρωστο’, μητριαρχικό καθεστώς, είναι αυτό που καθιστά την ταινία ενδιαφέρουσα και κάπως ιντριγκαδόρικη.
Σίγουρα το story περί οιδιπόδειου δε το βλέπεις για πρώτη φορά, μπορείς όμως να το κατανοήσεις όταν προέρχεται από τον τσιλιβήθρα, Wolowitz στο “Big Bang Theory” μιας που έχει επικρατήσει στο μυαλό μας πως ο περί ου μαμάκιας λόγος, έχει να κάνει μόνο με geeky αγόρια, παλιομοδίτικους τυπάδες και σπυριασμένους έφηβους κολλημένους μπροστά από το pc τους, που παίζουν για ώρες καψιμέϊκα, ιντερνετικά games.  Κι όμως.  Ακόμα και ένας ανθρώπινος γίγαντας όπως ο Dennis, μπορεί να λέει ψέματα στη μητέρα του φοβούμενος την εξοργισμένη της αντίδραση ή και να απορρίπτει σχέσεις με το ωραίο φύλλο, για χάρη μιας και μοναδικής, δηλητηριώδους ματιάς που η “μαμά” θα ρίξει πάνω του.

Η σκηνοθεσία του Matthiesen ακολουθεί κατά πόδας των ήρωά του, σε αυτό το ταξίδι αυτογνωσίας και ύστατης προσπάθειας απελευθέρωσης από τα μητρικά του δεσμά.
Η ρεαλιστική ματιά του σκηνοθέτη και τα πλάνα της καθωσπρέπει ζωής στο σπίτι στη Κοπεγχάγη τα οποία έρχονται σε έντονη αντίθεση με τη σαπίλα και την εκμετάλλευση που επικρατεί στις νυχτερινές γωνιές της Ταϊλάνδης, δημιουργούν ένα ενδιαφέρον οπτικό μείγμα, το οποίο ενισχύεται και από τα σποραδικά και ειλικρινώς όμορφα τοπία αυτής της χώρας, με τις τόσες αντιθέσεις και διαφορές.
Σίγουρα κάπου θα αναζητήσεις ένα κάποιο ξέσπασμα από τον πρωταγωνιστή, και θα απαιτήσεις από αυτόν να γίνει επιτέλους άντρας και να αντιταχθεί στη μάνα του, που του κάνει τον βίο, αβίωτο.
Παρά το γεγονός οτι ο Dennis τελικά δεν ξεσπά, δε τα κάνει όλα λαμπόγυαλο, ούτε φυσικά βάζει την ασπρομάλλα γυναίκα στη θέση της, εντούτοις μπορείς να πει οτι κάνει τελικά (κάπως καθυστερημένα, αλλά την κάνει) την επανάστασή του, ενηλικιώνεται πλέον και στη πράξη και παίρνει τον έλεγχο της ζωής του στα χέρια του.
Κι αν κάπου προσπαθήσεις να δώσεις και ένα δίκαιο σε αυτή τη μητέρα, ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος Martin Zandvliet, έχουν φροντίσει και γι’αυτό, αφήνοντας να πλανηθεί στην ατμόσφαιρα η εντύπωση οτι ο λόγος της μοναξιάς της, έχει να κάνει με κάτι ασυγχώρητο και εγωιστικό, το οποίο έγινε από τη πλευρά του πατέρα του Dennis. 
Και ενώ προσπαθείς να καταλάβεις προς τα που γέρνει η ζυγαριά, τόσο το ενδοοικογενειακό δράμα συνεχίζει να παίζεται, το οιδιπόδειο να φουντώνει και εσύ να καταλήγεις να σκέφτεσαι, “ε πήδα τον κιόλας κυρά μου να ησυχάσουμε!”.  So sick, but so true…

Οι ερμηνείες είναι ένα ακόμα στοιχείο που κάνουν το “Teddy Bear” bear-able.  Καταρχάς ο Kim Kold, αυτός ο Δανός body-builder με το 1.93 ύψος, αποτελεί την προσωποποίηση του μιουταρισμένου ήρωα, δίνοντας μια ερμηνεία όλο γλυκύτητα και ταπεινότητα, όσο περίεργο και να το καθιστά αυτό, το ογκώδες του εκτόπισμα.
Με τα γυαλιά της μυωπίας, το κουταβίσιο βλέμμα του και την ανάγκη εύρεσης συντρόφου ζωής, και οχι απλής ξεπέτας, ο Kold είναι έτσι και αλλιώς πληθωρικός και σε κάνει να πιστεύεις με την απλή αλλά αρκετή ερμηνεία του, οτι είναι όντως ένας άνθρωπος εξίσου απλός, αλλά παρεξηγημένος.
Στον αντίποδα βρίσκεται η Elsebeth Steenfolt που υποδύεται την μητέρα-βδέλλα, πρώτης τάξεως ευνουχίστρια, και το κάνει τόσο καλά, που την απεχθάνεσαι από τη πρώτη κιόλας στιγμή.  Με αυστηρό παρουσιαστικό, άκαμπτη στάση και βλοσυρά χαρακτηριστικά, καταλαβαίνεις οτι είναι κακά μαντάτα και τάσσεσαι τελικά υπέρ του γιου, ασυζητητί.  Παρόλα αυτά, δίνει και εκείνη μια δυνατή ερμηνεία που πείθει και μαζί με τον Kold, δημιουργούν ένα απρόβλεπτα ταιριαστό, ηθοποιϊκό δίδυμο.
Το “Teddy Bear” είναι μια ταινία για την αργοπορημένη ενηλικίωση ενός άνδρα και την αξία της ζωής, όταν τελικά σπας τις αλυσίδες σου (όπως κι αν μεταφράζονται αυτές) και καταφέρνεις να παλέψεις πια για όλα αυτά που έχουν πραγματική σημασία: τη συντροφικότητα, την οικογένεια, την αγάπη.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το look βερμούδα-σακάκι θα γίνει trend, οτι όλοι οι γέροι που πηδάνε πιτσιρίκια σε τέτοιες χώρες, είναι γλοιώδεις και θα έπρεπε να τους κόβονται τα παπάρια (τουλάχιστον) και οτι όταν είσαι 38 χρονών μαντράχαλος, κάνεις μπάνιο και η μάνα σου έρχεται και κατουράει σαν να μη τρέχει τίποτα, πρέπει να καταλάβεις οτι κάτι δε πάει καθόλου καλά.


No trivia

Smashed: Hangover all around bitch!

NEW ARRIVAL

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Γεια σας γεια σας!  Ξεκίνησε και χθες επίσημα πια, το 18 Φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας, με πολλές και διάφορες ταινίες για όλα τα γούστα.  Η δική μου παρουσία περιορίστηκε στις αίθουσες του ΔΑΝΑΟΥ, μιας που απόλαυσα δυο πολύ καλές ταινίες, και έτσι για εμένα, το φεστιβάλ, ξεκίνησε με τον καλύτερο τρόπο.  Η πρώτη προβολή ξεκίνησε με το “Teddy Bear” ένα δανέζικο δράμα σχετικά με το πασιφανές οιδιπόδειο ενός τεράστιου μποντιμπιλντερά, με τη μητέρα του, γεγονός που καθιστά δύσκολη την περαιτέρω σχέση του με το αδύναμο φύλλο.  Πολύ καλή και μετρημένη η ταινία, θα μιλήσουμε γι’ αυτή από την άλλη εβδομάδα.  Μέχρι τότε, τη προτείνω ανεπιφύλακτα μιας που θα παιχτεί σε επαναλήψεις στις 20:00 σήμερα, στο ΟDEION ΟΠΕΡΑ, αλλά και τη Πέμπτη, 27 Σεπτεμβρίου στις 20:00, πάλι στην ΟΠΕΡΑ.  Από την άλλη πλευρά, έχουμε το “Smashed” για το οποίο θα πούμε δυο πραγματάκια σήμερα, οπότε δε λέω εδώ κάτι περισσότερο πέρα από το οτι ήταν μια πραγματικά feelgood ταινία, με τον δικό τις κατά πολλές στιγμές, πικρό και ακαλούποτο τρόπο.  Αν σήμερα ψάχνεστε για ταινία, τσεκάρετε στις Νύχτες το “Grabbers” με ένα μάτσο εξωγήινους αλλεργικούς στο…αλκοόλ, μια ταινία του σκηνοθέτη των “Shaun of the Dead” και “Hot Fuzz” (ΔΑΝΑΟΣ 1, 00:00), ενώ για πιο απογευματινούς τύπους υπάρχει και το “Safety Not Guaranteed”, όπως όλα δείχνουν-πολύ καλό romantic, sci-fi ταινιάκι που κέρδισε το βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ του Sundance (17:45 ΙΝΤΕΑΛ).  Αυτά λοιπόν.  Ξεκινάμε!

Η Kate (Mary Elizabeth Winstead) και ο σύζυγός της Charlie (Aaron Paul), είναι ένα νεαρό ζευγάρι εθισμένο στο αλκοόλ, που εκτός από την τρέλα της ηλικίας τους, κουβαλούν και τις extra δόσεις τρέλας που τους προσφέρει ένα φλασκί καλό ουίσκι, ή μια δωδεκάδα μπύρες.
Αν και οι δυο τους αντιμετωπίζουν μέχρι ενός σημείου τον εθισμό τους, ως κάτι το καθημερινό και χαριτωμένο, η Kate σύντομα θα συνειδητοποιήσει οτι αυτή η κατάσταση δε μπορεί να συνεχιστεί για πολύ ακόμη.  Η αφορμή;  Όταν έπειτα από ένα hangover ξεράσει μπροστά στα πιτσιρίκια στα οποία κάνει μάθημα (καθότι δασκάλα) και αναγκαστεί να παραδεχθεί οτι είναι…έγκυος, προκειμένου να τα μπαλώσει όπως όπως, τότε μόνο θα δει οτι ίσως και να έχει πάρει τον δρόμο χωρίς γυρισμό.  Σίγουρα σε αυτό βοηθάει το γεγονός οτι κάποιες φορές ξυπνάει έξω στον δρόμο, πλάι σε ρεματιές ή απλώς σε στέκια αστέγων, χωρίς να έχει καμία επαφή με το περιβάλλον και όντας ακόμα υπό την επήρεια ενός τρομερού, οινοπνευματώδους πονοκεφάλου.
Βλέποντας λοιπόν οτι ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι, η Kate θα αναζητήσει βοήθεια στους ΑΑ, εκεί οπού θα γνωρίσει την πνευματώδη Jenny (Octavia Spencer) η οποία και θα γίνει ‘ανάδοχός’ της, στον δύσκολο δρόμο της απεξάρτησης.  Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά, καθώς ο Charlie συνεχίζει ακάθεκτος το ποτό, η μητέρα της δε της προσφέρει τη παραμικρή συμπαράσταση, ενώ σύντομα και η δήθεν εγκυμοσύνη της, θα αρχίσει να προκαλεί ερωτήματα.  Και τώρα, πως θα ξεμπλέξει από αυτόν τον μικρό χαμό που έχει δημιουργηθεί;

Ο σκηνοθέτης της ταινίας, James Ponsoldt, αποτελεί κλασική περίπτωση νέου και ανερχόμενου, ανεξάρτητου σκηνοθέτη με καταγωγή εκ Αμερικής, ο οποίος έκανε και το πρώτο του, επιτυχημένο βήμα στο φεστιβάλ του Sundance, στο οποίο η ταινία του κέρδισε το Special Jury Prize στην κατηγορία του δράματος.
Κάθε νέος σκηνοθέτης φιλοδοξεί, οτι το πέρασμά του από τα διάφορα-και ως επί το πλείστον ανεξάρτητα- φεστιβάλ, θα είναι ένα από αυτά που θα ξεχωρίσει και θα καταστήσει το όνομά του συζητήσιμο μέσα στους κόλπους των εναλλακτικών προτάσεων.
Κάπως έτσι λοιπόν φαίνεται πως είναι και η μέχρι τώρα, μικρή πορεία του Ponsoldt, ο οποίος μετράει στο ενεργητικό του τρία short-φιλμάκια, ένα full-length κινηματογραφικό ντεμπουτάρισμα, το “Off the Black”, με πρωταγωνιστή τον Nick Nolte, καθώς και τη συμμετοχή στο ντοκιμαντέρ, “We Saw Such Things”.  Στη συνέχεια, η δημιουργία του indie drama-comedy “Smashed”, έστρεψε τα φώτα πάνω στον σκηνοθέτη, που μάλλον πήρε φόρα, αν κρίνουμε από το προ-παραγωγικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται μια ακόμη ταινία με πρωταγωνίστριες την Winstead (για ακόμη μια φορά), καθώς και την Shailene Woodley, που τη θυμάσαι ίσως από τον ρόλο της κόρης του George Clooney, στο “The Descendants”.
Λίγα πράγματα, αλλά καλά μέχρι τώρα ο Ponsoldt, δεδομένου οτι το “Smashed” είναι σίγουρα από τις πιο indie και περίεργα feelgood καταστάσεις που θα μπορέσεις να απολαύσεις τη φετινή χρονιά.  Το γεγονός μάλιστα οτι κατασκευάστηκε με $1 εκατομμύριο, λέει πολλά για την ανεξάρτητη αφετηρία της, που ακόμα και αν δε μας παρέσυρε με την κλασικής υπόστασης υπόθεσή της, εντούτοις κατάφερε να μας σαγηνεύσει χάρη στην εκπληκτική χημεία των δυο πρωταγωνιστών, την εξαίσια σκηνοθεσία και την όμορφη μουσική επένδυση.

Το γεγονός οτι κάποια στιγμή έρχεται σε όλους η ευκαιρία να λάμψουν μέσα από κάποιον ρόλο, δε θεωρώ οτι είναι καθόλου τυχαίο, μιας που εκτός από το τρανό παράδειγμα του Matthew McConaughey (βλ. “Killer Joe” and more to come), έχουμε εν προκειμένω και τη περίπτωση της Winstead.
Έπειτα από ταινίες όπως τα “Final Destination 3”, “Black Christmas” και το-οχι άλλα χορευτικά, φτάνει!-“Make it Happen”, η πορεία της όμορφης ηθοποιού φάνηκε να αλλάζει έπειτα από τη μικρή, αλλά θαυματουργή της παρουσία στο ταραντινίστικο “Death Proof” με βλέμμα Λολίτας και κίτρινη αμφίεση cheer-leader, αλλά και στο totally fun “Scot Pilgrim vs. the World”, στο οποίο υποδυόταν μια σούπερ cool τύπισσα, με φουξιομώβ μαλλί και ένα σωρό πρώην κομικίστικους γκόμενους για τα πανηγύρια.
Παρόλα αυτά ο ρόλος της ως αλκοολική σύζυγος στο “Smashed” είναι σίγουρα αυτός που θα την καθιερώσει στη συνείδηση πολλών, ως μια ηθοποιό που έχει πράγματα να δώσει.
Με ένα απόλυτα ρεαλιστικό και φυσικό τρόπο παιξίματος, η Winstead κερδίζει τις εντυπώσεις και προκαλεί τον εαυτό της και εμάς, σε ένα αιθυλικό ντελίριο που την κατεδαφίζει εκ των έσω.  Αμακιγιάριστη, με ντύσιμο γεροντοκόρης και αθλητικό “σπορτεξάκι”, μακριές, πλεχτές ζακέτες και χαχόλικα φορέματα μέχρι τους αστραγάλους, η Winstead απέχει πολύ από την συμπαθητικά sexy παρουσία και τη φάση ‘κορίτσι της διπλανής πόρτας’ με την οποία την έχουμε συνηθίσει, βουτώντας στα βαθιά και εξερευνώντας με τρόπο χαλαρό και πικρά διασκεδαστικό, την προσωπικότητα ενός ατόμου εθισμένου στο αλκοόλ.
Και αν η ίδια είναι καλή (όπως δηλαδή και ο Paul), υπάρχουν κάνα-δυο στοιχεία που προσωπικά ίσως να με ξένισαν και λίγο, δε μου στοίχησαν όμως καθόλου την απόλαυση της ταινίας και ειδικά του σφιχτοκαρδικού της τέλους που με έκανε να λυγίσω, έτσι χωμένη καθώς ήμουν στη καρέκλα μου.

Αρχικά, βρήκα λίγο αμφιταλαντευόμενη τη προσπάθεια του Ponsoldt να αναπαραστήσει ένα θέμα τόσο βαρύ όσο ο αλκοολισμός μέσα από τη ταινία του, καθώς άλλες φορές είχα την εντύπωση οτι έψαχνε να βρει το πολύ σοβαρό της υπόθεσης, και άλλες πάλι, οτι το όλο θέμα αντιμετωπιζόταν ως ένα παιχνίδι για ενηλίκους.  Στην ουσία αισθάνθηκα να αποπροσανατολίζομαι λίγο ως προς το πως έπρεπε και εγώ να αντιληφθώ το πρόβλημα του εθισμού των πρωταγωνιστών: ως ένα πρόβλημα στιβαρό που τους δημιουργεί τεράστια θέματα στον γάμο, την μεταξύ τους σχέση και τις κοινωνικές επαφές με τους γύρω τους, ή ως ένα περιστασιακό καπρίτσιο και των δυο, το οποίο ήταν λιγάκι τρελιάρικο, ήταν και λιγάκι επικίνδυνο, αλλά στη τελική περνούσαν και καλά βρε αδελφέ;  Αυτό με ενόχλησε κάπως, μιας που θα επιθυμούσα μια πιο προσανατολισμένη κατεύθυνση σχετικά με το θέμα του πιοτού.  Παρόλα αυτά μπορώ να κατανοήσω και την ίδια τη φύση της ταινίας, η οποία όντας λίγο πιο εκτός πεπερασμένων ορίων, προφανώς ήθελε να δείξει το πόσο χαμένα μοιάζουν έτσι κι αλλιώς δυο νέα παιδιά: πότε έτσι, πότε αλλιώς και πάει λέγοντας.
Το δεύτερο και τελευταίο στοιχείο που απλά μου προκάλεσε μια μικρή αμηχανία, ήταν μια εκ των σκηνών στην οποία η Winstead είναι μεθυσμένη και ξεσπάει στον άντρα της.  Τη συγκεκριμένη προσπάθεια τη βρήκα περισσότερο ‘στημένη’ απ’οτι θα έπρεπε και είχα την εντύπωση οτι η Winstead έκανε οτι μπορούσε προκειμένου να μας πείσει οτι έμαθε να παίζει τη μεθυσμένη.  Νευρόσπαστες κινήσεις, παραληρηματικά γελάκια και υπερβολικά ξύλινες φωνές, δημιούργησαν μια περίεργα προσποιητή ατμόσφαιρα που λίγο με ξένισε.
Αυτή η σκηνή ολίγων λεπτών βέβαια, δεν είναι ικανή να σας στερήσει την γενικότερη ιδέα και feeling της ταινίας (αν δηλαδή σας προβληματίσει και εσάς, διαφορετικά no problem) το οποίο ομοιάζει αρκετά σε στήσιμο και στυλ, με το πρόσφατο “Take this Waltz”, με τη διαφορά οτι εκεί η ονειρική σκηνοθεσία πάει χεράκι-χεράκι με την εύθραυστη προσωπικότητα της Williams (υπερτονίζοντας την καταπιεσμένη φύση της), ενώ εδώ η κάμερα λειτουργεί περισσότερο ως καταγραφέας μιας επικείμενης μπόρας.

Στα θετικά της ταινίας μπορούμε να βάλουμε περισσότερα, μην ανησυχείτε.
Καταρχάς, το έτσι κι αλλιώς καλό, κεντρικό δίδυμο, πλαισιώνουν η βραβευμένη με Oscar, Octavia Spencer η οποία κρατάει τα μπόσικα της Winstead και λειτουργεί περισσότερο υποστηρικτικά (με τις δικές της καλές στιγμές), ενώ ο Nick Offerman (γνωστός από τη συμμετοχή του σε ουκ ολίγες τηλεοπτικές σειρές, όπως το “Parks and Recreation”) είναι κάτι σε διασταύρωση Ζακ Γαλιφιανάκη και creepy guy, γεγονός που δεν απέχει και πολύ από τις ξεδιάντροπες και λοιπές χιουμοριστικές του ατάκες.
Στο πλευρά της πολύ καλής Winstead, o Paul υποδύεται τον Jesse Pinkman από το “Breaking Bad”, ένα alter ego που μάλλον θα τον κυνηγάει για πολύ ακόμα στις κινηματογραφικές του επιλογές.  Μετρημένος, μεθυσμένος και με επαφή ‘χάρμα οφθαλμών’ με τη συμπρωταγωνίστριά του, δίνει μια ερμηνεία στα κυβικά του και αποδεικνύει πως όταν έχεις τιθασεύσει έναν τόσο δύσκολο και απαιτητικό ρόλο, όπως αυτόν στο Breaking Bad, μπορείς να κάνεις πολλά.  Και ακόμα περισσότερα από αυτά.
Η σκηνοθεσία του Ponsoldt είναι γλυκιά και μεστωμένη (σαν παλιό, καλό κρασί, oh the irony) με instagram-ικά πλάνα, αποχρωματισμένα φίλτρα, πλανάκια που κουνιούνται στο χέρι και μια ταξιδιάρικη αίσθηση να πλανάται ολούθε.  Οι μουσικές νότες, προσδίδουν επίσης μια κλαψιγελική διάσταση, προκαλούν συγκίνηση, αλλά και μια ταυτόχρονη αισιοδοξία που λειτουργεί σαν βάλσαμο στη καρδιά.
Το “Smashed” μέσα από χιουμοριστικές στιγμές, γλυκόπικρες συγκρούσεις, ειλικρινείς ερμηνείες και μια τόσο ταιριαστή σκηνοθεσία, φέρνει στο προσκήνιο ένα σοβαρό πρόβλημα, υπό το πρίσμα όμως μιας καλειδοσκοπικής, συναισθηματικής γκάμας και σε κάνει να το απολαμβάνεις γιατί είναι ακριβώς όπως η ζωή: πικρούτσικο, γλυκούτσικο και στυφό, αλλά και τόσο λυτρωτικό.  Ακριβώς δηλαδή όπως και ένα δυνατό κοκτέιλ. Χα, κοίτα να δεις…

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι αντί για κρακ, ήθελα λίγη blue meth (σαρκασμός στο full), οτι ο Paul αν δε πει τη λέξη “bitch” απλά δε μπορεί και οτι όταν ο γκόμενός σου κοιμάται όταν κάνετε sex, ακολούθησε τον δρόμο που χάραξε η Kate.  Εγγύηση.


TRIVIA

  • Τα γυρίσματα της ταινίας ολοκληρώθηκανε μέσα σε μόλις, 19 μέρες!
(ΠΗΓΗ IMDB)
 

Eagle vs Shark: Can you spell a-w-k-w-a-r-d?

Hello hello και καλή εβδομάδα σε όλους!  Επιτέλους δροσιά και βροχή, και πόσο απολαυστικό να γράφεις με έναν τέτοιο καιρό έξω;  Μόλις δυο μερούλες έμειναν μέχρι την έναρξη του 18ου φεστιβάλ, Νύχτες Πρεμιέρας, και φαντάζομαι όλοι ετοιμάζετε εισιτήρια και παρτενέρ, προκειμένου να παρευρεθείτε και εσείς στη γιορτή του cinema, που μας έβγαλε και τη πίστη βεβαίως βεβαίως, μέχρι να αρχίσει.  Αν λοιπόν ψάχνετε κάτι να δείτε μέχρι να ξεκινήσει το καθημερινό μας ραντεβού στις αίθουσες του ΙΝΤΕΑΛ, Οdeon Οπερα, και Δαναό, τότε έχω σήμερα για εσάς μια εναλλακτική και πολύ feel good ταινιούλα, από αυτές τις εντελώς ανεξάρτητες και εντελώς χωμένες κάπου στα βάθη του διαδικτύου, που όταν όμως τις ανακαλύψεις, αξίζει τον χρόνο και το ψάξιμο.  Παρόλα αυτά πρέπει να προειδοποιήσω μερικούς, πως η ταινία είναι είναι η προσωποποίηση του indie romance και συνεπώς όσοι δεν αρέσκονται σε αυτό το είδος, καλό είναι να μη την αναζητήσουν.  Όλοι οι υπόλοιποι feel free να την τσεκάρετε και περιμένω οσονούπω τις απόψεις σας.  Here we go!

Βρισκόμαστε κάπου στη Νέα Ζηλανδία του 2007, εκεί που παρά το νέο millennium, ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει για τους δυο πρωταγωνιστές, οι οποίοι μπλέκουν σε ένα από τα πιο awkward love stories που έχεις δει σε ταινία.  Για να σου δώσω να καταλάβεις το μέγεθος της weird αυτής κατάστασης, σκέψου τη πρώτη φορά που βγήκες ραντεβού με το αγόρι/κορίτσι που σου άρεσε, τις ελάχιστες κουβέντες που ανταλλάξατε μέσα στη σκοτεινή αίθουσα του κινηματογράφου (ναι ναι, όλοι έχουμε περάσει από ένα τέτοιο ραντεβού, το άβολο μπέργκερ με french fries που απολαύσατε λίγο αργότερα, καθώς και την επιστροφή στο σπίτι στο τέλος, με ή χωρίς φιλί (που κατά έναν περίεργο τρόπο ήταν ένα και το αυτό).  Ωραία.  Τώρα φαντάσου μια σχέση στην οποία να πρέπει καθημερινώς να αντιμετωπίζεις άβολα γελάκια, geeky sex και πέρα βρέχει ατάκες.  Now, you know what i mean?

E λοιπόν αυτή ακριβώς την ατμόσφαιρα θα ζήσεις στο φουλ, αν αποφασίσεις να δεις τη συγκεκριμένη ταινία.  Η Lily (Loren Horsley) είναι μια νεαρότερη, ξεπατικωσούρα της Gillian Anderson, με ελιά πάνω στα χείλη, αυτοπεποίθηση παρατημένου κουταβιού, μαλλί που ακολουθεί πιστά τον νόμο της βαρύτητας και κοινωνική ζωή μονίμως καρφωμένη κάτω από τους μηδέν βαθμούς Κελσίου.  Σε μια προσπάθεια να ανεβάσει τη θερμοκρασιακή της βελόνα σε λίγο πιο hot αριθμούς, η Lily που εργάζεται σε ένα μπεργκεράδικο ονόματι “Meaty Boy”, θα προσπαθήσει να διεκδικήσει τη προσοχή του μεγάλου της έρωτα, με κάθε πιθανό τρόπο: χαμογελώντας σπασμωδικά, γουρλώνοντας τα μάτια, στραβώνοντας το στόμα σε φάση ‘περαστική ημιπληγία’ και κερνώντας τηγανητές πατάτες deluxe.  Όπως δηλαδή κάνει κάθε μια από εμάς για να ρίξει το πολυπόθητο γκομενάκι.  Τςςς…
Από την άλλη πλευρά, ο μεγάλος έρωτας, ακούει στο όνομα Jarrod (Jemaine Clement), αγαπημένο του ζώο είναι ο αετός (o vintage κατά προτίμηση), φοράει παλιακά πατομπούκαλα πορνοστάρ των ’70s, κουρεύεται στον μπαρμπέρη του macgyver, διατηρώντας το mullet του θελκτικό, κατασκευάζει freeky κεριά, παίζει video games εποχής atari, διατηρεί πλήρη συλλογή φονικών όπλων Ninja (suriken και nunchaku ftw) και έχει βάλει σκοπό της ζωής του, να κατατροπώσει τον άνθρωπο που του έκανε τον βίο αβίωτο στο σχολείο.  Ξέρετε τώρα, με badass πορτοκαλί μπαντάνα στο κεφάλι και κακά, ’80s αεροκλωτσίδια.
Και επειδή ένα τέτοιο άτομο προφανώς και εκπέμπει απαράμιλλη γοητεία, κοίτα να δεις που το γλυκό τελικά δένει, η Lily επισκέπτεται μαζί του την γενέτειρα πόλη, και ο Jarrod αρχίζει την προετοιμασία του, προκειμένου να δείξει στην σαμοανή νέμεσή του, Eric Elisi, τι εστί βερίκοκο.  Χα.

Το όνομα Taika Waititi σου λέει κάτι;  Οχι;  Ούτε κι εμένα μου έλεγε, οπότε μπορείς να καταλάβεις τον λόγο που εντυπωσιάστηκα όταν αποφάσισα να τσεκάρω λίγο το profile του συγκεκριμένου τύπου (ναι δεν είναι τύπισσα, και εγώ αυτό νόμιζα στην αρχή), καθώς εκεί βρήκα πως οχι μόνο έχει κάνει διάφορες δουλειές σε κινηματογράφο και τηλεόραση, οχι μόνο έχει τσιμπήσει μια υποψηφιότητα για Oscar σε κατηγορία short film, αλλά αποτελεί επίσης κλασική, σκηνοθετική επιλογή διαφόρων κινηματογραφικών φεστιβάλ ανά τον κόσμο, ενώ εκτελεί και χρέη ηθοποιού, εκτός από αυτά του σκηνοθέτη, με τον τελευταίο του ρόλο να εντοπίζεται στο-δυστυχώς-κακό, “Green Lantern”.
Ο φίλος μας λοιπόν, με την καταγωγή από τους Μαορί της Νέας Ζηλανδίας, μετράει στο ενεργητικό του το “Eagle vs Shark”, που αποτέλεσε και το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, καθώς και μια ακόμη πολυβραβευμένη ταινία, το “Boy” (2010).  Από εκεί και πέρα φαίνεται πως έχει ασχοληθεί περισσότερο με δουλειές για την τηλεόραση, με πιο γνωστή ίσως τη σειρά “The Flight of the Conchords”, που θέτει στο επίκεντρο μια folk μπάντα με την ίδια ονομασία, που προσπαθεί να βρει τον δρόμο της στην Νεα Υόρκη, και τον Jemaine Clement να κρατάει και εδώ έναν από τους βασικούς ρόλους.  Η σειρά έχει βρεθεί υποψήφια ουκ ολίγες φορές για βραβείο Emmy (δέκα συγκεκριμένα), ενώ διαθέτει και ένα αρκετά ισχυρό ρεύμα θαυμαστών, από θεατές που αρέσκονται σε πιο υποδόρια, κωμικές σειρές.
Αν παρόλα αυτά αρέσκεσαι και σε πιο περίεργο χιούμορ, από αυτό που δεν είναι ακριβώς χιούμορ, αλλά πιο πολύ αυτοσαρκασμός, και από εκείνες τις ατάκες που σκάνε στα μούτρα σου ξαφνικά, συνειδητοποιώντας το μέγεθος του περιεχομένου τους και αποφασίζεις να το φιλοσοφήσεις το θέμα, και ίσως μετά να γελάσεις κάπως πικρά, τότε το “Eagle vs Shark” είναι μια ταινία στην οποία θα τα βρεις αυτά.  Όπως, θα βρεις και άλλα…more or less.

Το “Eagle vs Shark” (σε περίπτωση που αναρωτιέσαι από που πήρε τον τίτλο του, μάθε οτι προέρχεται από τα αντίστοιχα, αγαπημένα ζώα των ηρώων, τα οποία μάλιστα υποστήριξαν ενδυματολογικώς σε ένα μασκέ, ζωο-πάρτι) θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηριστεί ως το νόθο δημιούργημα του Wes Anderson, και τολμώ να πω οτι κατά κάποιον τρόπο η ταινία κατατάσσεται στη κατηγορία, ‘hipster, before it was cool’ (well, hipsters gonna hate).
Αν έχεις δει πρόσφατα το “Moonrise Kingdom”, θα διαπιστώσεις πως τα παστέλ χρώματα, οι πρασινωπές αποχρώσεις, η φωτογραφία, αλλά και το γενικότερο feeling που αποπνέει, ομοιάζει πολύ σε αυτό το ανεξάρτητο, νεοζηλανδικό κατασκεύασμα, και σε κάνει να αναρωτιέσαι ποιος εμπνέεται από ποιον.  Ακόμα και αν αυτό όμως, δεν έχει και τόση σημασία, σίγουρα θα διαπιστώσεις και από μόνος σου, το πόσο εύκολο (και στη προκειμένη περίπτωση θετικό) είναι να επικρατήσει μια κάποια συγκεκριμένη τάση στη σκηνοθετική ματιά των δημιουργών, φέρνοντας έτσι στο προσκήνιο τα κατά καιρούς trends με τα οποία πορεύονται οι λιγότερο, αλλά και οι περισσότερο γνωστοί σκηνοθέτες του σύγχρονου κινηματογράφου.
Όσον αφορά τη θεματική της ταινίας, σίγουρα εν ολίγοις αποτελεί ένα indie ρομάντζο, πολύ διαφορετικό από τα ρομάντζα του σωρού, αλλά που εκ των πραγμάτων είναι ακριβώς αυτό: μια corky ιστορία αγάπης, με ακόμα πιο ιδιόρρυθμους χαρακτήρες απ’οτι συνήθως.  Εξάλου δεν είναι περίεργο πως οχι μόνο οι κεντρικοί μας χαρακτήρες, αλλά ο κοιωνικός τους περίγυρος, χαρακτηρίζονται από αυτή την αλλοπρόσαλλη, αλλά τόσο cute λοξότητά τους ως άνθρωποι (ο πατέρας του Jarrod για παράδειγμα, κινείται με αναπηρικό καροτσάκι ενώ περπατάει κανονικά, η αδελφή του και ο άντρας της, έχουν κολλήσει θαρρείς στο παρελθόν, ντυμένοι με εκείνες τις cult, γυαλιστερές φόρμες γυμναστικής, ενώ ο φίλος του Jarrod, Mason, είναι ένας περίεργος, σπυριασμένος τυπάς που βλέπει με τις ώρες πορνό στον υπολογιστή του).  Και ενώ μεμονωμένοι, όλοι αυτοί οι χαρακτήρες θα αποτελούσαν απλά, κοινωνικούς παρίες, συγκεντρωμένοι στο πλαίσιο μιας οικογένειας, δε φαίνονται και τόσο εξωπραγματικοί.  Κάθε άλλο, φαίνεται απλά να πορεύονται με μια κοσμοθεωρία και σε έναν κόσμο, δικής τους έμπνευσης, ακριβώς όπως και οι ήρωες του Wes Anderson.  Καλά, και με μπόλικες δόσεις ’80s στυλ.

“I guess i’ve gotta keep creating or i’ll just die”, λέει ο Jarrod στη Lily και πάνω που έχεις αρχίσει να μπαίνεις στο κλίμα ενός socially awkward δεσμού, προσγειώνεσαι στιγμιαίως με αυτή την ατάκα, μόνο για να ‘απογειωθείς’ αργότερα με το εξίσου αποστομωτικό “where they too fat?”, στη δήλωση της Lily “my parents died from heart attacks”…
Η ταινία αποτελεί στην ουσία μια διαρκή εναλλαγή ανάμεσα στο φευγάτο, και την επιστροφή στη πραγματικότητα, και παρά την ονειροπαρμένη και κάπως εκτός αλήθειας διάστασή της, εντούτοις, καταφέρνει και βγάζει ξεκάθαρο νόημα, από τη στιγμή που οι χαρακτήρες της, είναι άτομα που αντιμετωπίζουν έτσι κι αλλιώς, τα καθημερινά προβλήματα της ζωής τους.  Μπορεί δηλαδή να μιλάμε για την περίεργη ιστορία αγάπης, δυο εξίσου περίεργων και-με τον δικό τους τρόπο-ασυμβίβαστων νεαρών, στη τελική όμως ο καθένας παλεύει για κάτι χειροπιαστό: η μια για τον πραγματικό έρωτα, και ο άλλος για τον εξορκισμό των παλιών του δαιμόνων και την αποκατάσταση των σχέσεων με την οικογένεια και κυρίως τον πατέρα του.
Εκτός από τη ξεκάθαρη διάθεση του σκηνοθέτη να πρωτοτυπήσει όσο μπορεί θεματικά, επιδιώκει κάτι αντίστοιχο και από πλευράς κινηματογράφησης, με πολλαπλά cut, γκρο πλάνα και τις παρεμβολές μερικών ολιγόλεπτων, stop motion πλάνων, τα οποία προσδίδουν στην ταινία ακόμη πιο έντονο χαρακτήρα ανεξάρτητης προσπάθειας.  Παράλληλα, οι τόνοι κρατούνται χαμηλοί, η φωτογραφία των καταπράσινων τοπίων και του γαλανού ουρανού είναι ονειρεμένη, ενώ στο όλο “Napoleon Dynamite” feeling, έρχεται και προστίθεται και το υπέροχο, μελωδικό και γιουκαλιλικό soundtrack του film, δια χειρός ‘The Phoenix Foundation’ (αναζητήστε τους).
Αν λοιπόν αγαπάτε τα ιδιαίτερα, awkward και άνευ καλουπιού love stories με extra δόσεις χρώματος, μουσικής και περίεργης ομορφιάς, τότε επιλέξτε την και δε θα χάσετε.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο αποθανών αδελφός του Jarrod, είναι ο ίδιος ο σκηνοθέτης, οτι ένα θέμα με τις τίγρεις το έχουν στη Νέα Ζηλανδία (είναι απλά ‘παντού’) και οτι η ατάκα του Jarrod “I’m complex”, θα με ακολουθεί για καιρό.

No trivia

Πάρτε και ένα δείγμα από τη μουσική διάθεση της ταινίας.

Miss Bala: Her dream turned into a nightmare

Καλημέρα καλημέρα!  Τετάρτη σήμερα, 12 Σεπτεμβρίου και βρισκόμαστε μια μέρα μακριά, από την ανακοίνωση του full προγράμματος για τις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας.  Αν και τα πράγματα είναι λιγάκι περίεργα αυτή τη χρονιά από πλευράς καρτών που εξαντλούνται (10αρες υπάρχουν ακόμη στον Δαναό, το είπαμε και στο Reel.gr), από οργάνωση του προγράμματος (αύριο ανακοινώνεται, αύριο ξεκινάει και η διάθεση των εισιτηρίων), και από διάφορα άλλα παρατράγουδα, εντούτοις, εμείς θα προσπαθήσουμε να είμαστε εκεί κάθε μέρα, παρακολουθώντας αξιόλογα ταινιάκια και διαμάντια, όπως εκείνα που βάλαμε και πέρσι στο blog, την ίδια περίπου εποχή.  Έτσι λοιπόν, και σε κόντρα των καιρών, λέμε να το παίξουμε cool και άνετοι, ξεκινώντας μάλιστα από σήμερα, με το κλείσιμο του 2ου Athens Open Air Film Festival, το οποίο θα κατεβάσει αυλαία στο σινε ΘΗΣΕΙΟ, στις 22:300, παίζοντας το “Killer Joe”, μια ταινία που προσωπικά περίμενα μετά μανίας.  Προς το παρόν, θα συνεχίσουμε τη σημερινή μέρα με τη ταινία, “Miss Bala”, μια δυνατή και καθόλα ρεαλιστική που αξίζει να προσέξουν οι σινεφίλ, αλλά και όσοι ψάχνουν το δράμα μέσα από τις καθημερινές, τραγικές αναποδιές.

Η Laura Guerrero (Stephanie Sigman) είναι μια όμορφη, νεαρή κοπέλα η οποία ζει με τον πατέρα και τον μικρότερό της αδελφό.  Προκειμένου να βγάλουν τα προς το ζην, πουλάνε ρούχα και λίγο πολύ τα κουτσοκαταφέρνουν στην οικογένεια, χωρίς όμως περιττά έξοδα και πολυτελή ζωή.  Στη τελική πόσο πολυτελής μπορεί να είναι η ζωή σου όταν ζεις στις φτωχογειτονιές του Μεξικό, και αναγκάζεσαι να κλειδαμπαρώνεσαι μέσα στο σπίτι σου, σε μια ελάχιστη προσπάθεια να μείνεις μακριά από τις φατρίες των εμπόρων ναρκωτικών και των απανταχού εγκληματιών;  Όταν η Laura θελήσει να συμμετάσχει στον τοπικό, καλλιστειακό διαγωνισμό δηλώνοντας συμμετοχή και κάνοντας το όνειρό της πραγματικότητα, νομίζει πως θα καταφέρει να ξεφύγει έτσι κι αλλιώς, από μια μαύρη και άραχνη ζωή, αυτή χωρίς μέλλον, που μοιάζει να τη περιμένει.  Κάνει όμως μεγάλο λάθος…
Όταν από σπόντα εκείνη και η φίλη της βρεθούν σε ένα club το οποίο θα δεχθεί επίθεση από τους μεγαλέμπορους ναρκωτικών και την ομάδα της DEA, εκείνες, θα βρεθούν εν μέσω πυρών, προσπαθώντας να ξεφύγουν.  Λίγο αργότερα η Laura, θα πέσει στα χέρια του Lino, του αρχηγού του ναρκωτικού δικτύου, ο οποίος και θα την χρησιμοποιήσει, προκειμένου να κάνει τις βρωμοδουλειές του, χωρίς να τραβά τα βλέμματα πάνω του.  Η Laura θα καταλήξει θύμα μιας τεράστιας βιομηχανίας όπλων και ναρκωτικών.  Και το χειρότερο;  Δίνει την εντύπωση του μοναδικού θηλυκού, βασικού μέλους της ομάδας των εμπόρων.  Και ποιος θα πιστέψει οτι τελικά, εσύ είσαι το θύμα;

Το “Miss Bala” είναι όπως έχετε καταλάβει, μια μεξικάνικη, δραματική παραγωγή του 2011, την οποία σκηνοθέτησε ο Gerardo Naranjo, ο οποίος έχει γυρίσει δυο ακόμη ταινίες μεγάλου μήκους, και κάποιες ακόμα short δουλειές.
Παρά το γεγονός οτι ο δημιουργός της ταινίας, δεν έχει κάνει και πολλά άλλα πράγματα, αυτό δεν είναι απαγορευτικό-όπως έχουμε ξαναδεί-για εκείνον, αλλά και για άλλους, νέους σκηνοθέτες να κατασκευάσουν κάτι το αξιόλογο.  Στην προκειμένη περίπτωση ο Naranjo σκηνοθετεί μια ταινία στιβαρή και άγρια, παρουσιάζοντας μέσα από την κάμερά του, την εικόνα μια μεξικανικής κοινωνίας που ζει στην άλλη πλευρά του νόμου, αυτή τη παραβατικότητας, των αναλώσιμων, ανθρώπινων σωμάτων και του τέλους της ‘αθωότητας’.
Η ταινία αποτέλεσε πέρσι την επίσημη συμμετοχή σε διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ, εκ των οποίων τα πιο γνωστά ήταν αυτά των Καννών, του Τορόντο, αλλά και της Νέας Υόρκης.  Ενδιαφέρον έχει να σημειώσουμε εδώ, πως ο Naranjo είχε κερδίσει και το βραβείο FIPRESCI στο Διεθνές Διαγωνιστικό του φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης το 2008, με την ταινία του “Voy a Explotar”.

Ο κοινωνικός σχολιασμός, η απουσία ευκαιριών και η καταβαράθρωση της νέας γενιάς, αποτελούν μόνο μερικά από τα στοιχεία της ταινίας, τα οποία την καθιστούν τόσο πικρά αληθινή στα μάτια των θεατών, και ίσως-ακόμα χειρότερα-σε όσους βλέπουν μέσα σε αυτή, τη δική τους πραγματικότητα, δεδομένου οτι το “Miss Bala” είναι ένα film με προεκτάσεις παγκόσμιες και καθολικές, που μιλάει κατευθείαν στη ψυχή όσον έχουν ζήσει (και εξακολουθούν δυστυχώς να ζουν) τέτοιου είδους περιστατικά.  Δεν είναι εξάλου και καθόλου τυχαίο το γεγονός, οτι η ιστορία της Laura, βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, και συγκεκριμένα σην υπόθεση της beauty queen, Laura Zuniga, η οποία συνελήφθη το 2008, μαζί με τα μέλη μιας συμμορίας, μέσα σε ένα φορτηγό γεμάτο πυρομαχικά.  Όπως και στα αληθινά γεγονότα, έτσι και στην ταινία, υπονοείται πως η νίκη στο διαγωνισμό ομορφιάς, επήλθε έπειτα από τις πιέσεις των μελών της συμμορίας, στους υπεύθυνους διοργανωτές, οι οποίοι αναγκάστηκαν τελικά να δώσουν το σικέ-στέμμα στην εμπλεκόμενη στις υποθέσεις τους, κοπέλα.
Εκτός από το cast, βασικοί πρωταγωνιστές της ταινίας είναι οι κακόφημες γειτονιές, τα-κυριολεκτικά-υγρά και βρώμικα σοκάκια, οι μεξικάνικοι χωματόδρομοι και όλα εκείνα τα στοιχεία μιας πόλης, που την καθιστούν μετά βίας βιώσιμη, επικίνδυνη και ξεχασμένη από τον Θεό.
Αν και το θέμα που παίζει στο background και αποτελεί την κινητήριο δύναμη της ταινίας (αυτό της μάστιγας του εμπορίου ναρκωτικών), το έχεις δει ουκ ολίγες φορές σε διάφορες ακόμα ταινίες, εντούτοις αυτό το μεξικάνικο film, έχει κάτι από ατόφια κινηματογράφηση και τόσο ρεαλιστική απόδοση καταστάσεων, που νομίζεις πως το μάτι της κάμερας είναι το δικό σου, και έχεις τη δυνατότητα να παρακολουθείς το δράμα της πρωταγωνίστριας, σαν άλλος σαδιστής ηδονοβλεψίας, που δεν έχει καμία όρεξη να παρέμβει και να χαλάσει το ‘πάρτυ’.  Αυτό προσδίδει από μόνο του μια μοιρολατρική διάσταση στην όλη κατάσταση, καθώς τα γεγονότα εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας, αλλά κανείς δεν έχει τη δυνατότητα να τα αλλάξει.  Εμείς με τη μηδενική έτσι κι αλλιώς, δυνατότητα αντίδρασης, αλλά και οι ήρωες οι οποίοι αποτελούν έρμαια μια πραγματικότητας που διαιωνίζεται, μιας πραγματικότητας από αυτές που δε χωρούν τη παραμικρή επιστροφή.

Το ενδιαφέρον της συγκεκριμένης ταινίας έχει να κάνει και με την ιδιαιτερότητα του φιλμαρίσματός της, και τον τρόπο με τον οποίο καθιστά ο Naranjo την κάμερά του κοινωνό, πολλαπλών νοημάτων.
Με το που ξεκινάει η ταινία, βλέπουμε έναν καθρέφτη γεμάτο αποκόμματα περιοδικών και εφημερίδων, που αναπαριστούν μοντέλα, ηθοποιούς και τραγουδίστριες (κάπου εκεί υπάρχει και η Madonna αν δεν απατώμαι).  Θα μου πείτε ωραία, και;  Αν προσέξει κανείς λίγο καλύτερα, μπορεί να δει από την αρχή ένα σημάδι που προοικονομεί την επερχόμενη καταστροφή στη ζωή της ηρωίδας: ένα απόκομμα με δυο μόνο λέξεις, “fashion victim”.  Και αν το καλοσκεφτεί κανείς, η αλυσίδα γεγονότων που οδήγησαν την Laura μπλεγμένη, ξεκίνησε ακριβώς από αυτό: από την ελπίδα της να γίνει fashion icon και βασίλισσα της ομορφιάς.  Αντ’αυτού, έγινε η βασίλισσα του καρτέλ, οπότε κατά κάποιον τρόπο η μοίρα της ως θύμα, επιβεβαιώνεται έτσι κι αλλιώς.
Τέτοιου είδους μικρά κομματάκια είναι που κάνουν μια ταινία να διαφέρει, ακόμα και όταν δεν πραγματεύεται εξ’ ολοκλήρου πρωτότυπες υποθέσεις (υπάρχει άραγε πια παρθενογένεση στο cinema;).  Ένα ακόμη στοιχείο που την βοηθά να προβάλει το δραματικό της περιεχόμενο πιο έντονα, είναι το φιλμάρισμα της ηρωίδας από πίσω.  Σε ένα μεγάλο μέρος της ταινίας, μπορούμε να δούμε μόνο τη πλάτη της, τα μαλλιά της και το σώμα της.  Σκεφτείτε όμως, πόσο άσχημο και χωρίς προσωπικότητα είναι ένα σώμα χωρίς ‘πρόσωπο’, χωρίς ταυτότητα.  Εδώ αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι πως στην ουσία η υπόσταση της Laura ως μια όμορφη γυναίκα, κατακερματίζεται, αφού ακόμα και αυτή, αποτελεί ένα απρόσωπο πιόνι στα χέρια των εγκληματιών.  Ακόμα όμως και όταν την βλέπουμε καθαρά, δεν είναι το κορίτσι που για ελάχιστα λεπτά εμφανίζεται στην αρχή της ταινίας.  Το χαμόγελο αντικαθίσταται από το κλάμα, το γοητευτικό βλέμμα, από μια τρομοκρατημένη παραλλαγή του, και ο αγώνας για το διαφορετικό, μετατρέπεται σε ολοκληρωτική παραίτηση.  Η Laura είναι ένα ακόμη αναλώσιμο κορμί.  Ωραίο μεν, χωρίς καμία αξία για τους εκμεταλλευτές της, δε.

Αναμφίβολα στην ενδιαφέρουσα, σκηνοθετική οπτική του Naranjo, θα πρέπει να προσθέσουμε και τον ‘σκηνοθετικό αποκεφαλισμό’ της ηρωίδας.  Και τι εννοούμε με αυτό;  Υπάρχουν αρκετές στιγμές κατά τις οποίες παρακολουθούμε τα πράγματα από την οπτική της Laura (υποκειμενική οπτική γωνία), είτε τα βλέπουμε σαν να μην υπάρχει το κεφάλι της εκεί, σαν να μπορούσε δηλαδή κατά κάποιον τρόπο να είναι αόρατο, και εμείς να βλέπουμε τι γίνεται πέρα από αυτό.  Αυτό το τρικ, προσδίδει στη ταινία μεγαλύτερη αμεσότητα και ρεαλιστική υπόσταση, αφού η κάμερα-κεφάλι μας δίνει την πιο κοντινή αντίληψη των πραγμάτων, όπως αυτά βιώνονται δυνητικά, από την πρωταγωνίστρια.
Πέρα από τις σκηνοθετικές επιλογές του δημιουργού, και η επιλογή του cast φαίνεται να απέδωσε καρπούς, καθώς η Sigman είναι εξαιρετική στον ρόλο της.  Με έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις, εκφραστικότητα και πειστικότητα, καταφέρνει και διηγείται την ιστορία με τρόπο ωμό και ατρόμητο.  Πλάι της ο Noe Hernandez στον ρόλο του αφεντικού, είναι γλοιώδης και αδίστακτος, η τέλεια προσωποποίηση του κακού Μεξικανού.
Η μοναδική ένσταση που έχω, αφορά τη διάρκειά της (κοντά στις δυο ώρες), αφού εκ των πραγμάτων η αργά εξελισσόμενη δράση, κάνει κάπου κοιλιά και ίσως κουράσει.
Παρά τη χρονικής της διάρκεια, το “Miss Bala” είναι μια ταινία που θα εκτιμήσουν κυρίως οι πιο σινεφίλ, μιας που απαιτεί μεγαλύτερη υπομονή από τους θεατές της.  Και πάλι όμως, αν αρέσκεστε σε τέτοιου είδους ταινιάκι, σίγουρα θα την ‘απολαύσετε’.  Ειλικρινής και χωρίς να μασάει τα λόγια της, αξίζει να της δώσετε μια ευκαιρία.  Αν μη τι άλλο και για το βουβό της τέλος…

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι Μεξικανός χωρίς μουστάκα, δε γίνεται, οτι για να μην τσαλακωθεί το σατέν σου φόρεμα, άφησέ το κουβαριασμένο μέσα σε ένα αυτοκίνητο και οτι αν η φίλη σου νταραβερίζεται με αποβράσματα, βάλε της και λίγο μυαλό, γιατί θα σε πάρει και εσένα παραμάζωμα.  Λέω εγώ τώρα…


No trivia