Excision: It’s hard being a teenager

Alloha again!  Σήμερις η ταινιούλα για την οποία θα μιλήσουμε είναι για περιορισμένο κοινό μόνο.  Και τι εννοώ με αυτό.  Εννοώ οτι είναι μια ταινία που οι περισσότεροι θα βρουν άρρωστη (και καλά θα κάνουν) και συνεπώς εγώ πρέπει να προειδοποιήσω από τώρα, οτι δεν είναι μια ταινία για όλους, αλλά για λίγους.  Ξέρω βέβαια οτι με αυτό που λέω, εξάπτω ακόμα περισσότερο τη φαντασία σας, αλλά πιστέψτε με, όσοι δε αρέσκεστε σε αλλόκοτες καταστάσεις, δεν αγαπάτε τον κινηματογράφο του Cronenberg και την ωμή βία, το αίμα και τον διεστραμμένο τρόπο σκέψης, τότε σίγουρα το “Excision” θα είναι για σας μια σίγουρη καταστροφή.  Και προκειμένου να μου λέτε μετά ‘τι ήταν αυτό που μας πρότεινες να δούμε; είσαι στα καλά σου;’, ξεχωρίζω από τώρα τη στάση μου και λέω: αν δεν σας αρέσει αυτός ο κινηματογράφος, τότε καλύτερα για εσάς να αποφύγετε τη ταινία.  Διαλέξτε κάτι άλλο.  Οι υπόλοιποι μπορείτε να συνεχίσετε το διάβασμα.  Και καλή(;) προβολή παιδιά…

Η Pauline (Annalynne McCord) είναι μια έφηβη, αρκετά διαφορετική από ότι οι υπόλοιποι συνομήλικοί της.  Αρχικά η Pauline είναι διαταραγμένη, πάσχει από ακρωτηριαστικές παραισθήσεις που την ερεθίζουν σεξουαλικώς, και που συνήθως περιλαμβάνουν θέματα όπως η αποβολή, ο αυνανισμός μέσα σε λίμνες αίματος, ο αποκεφαλισμός, το σεξ επίσης, μέσα σε πίδακες αίματος, και γενικώς ένα σωρό disturbing πράγματα που καταλαμβάνουν όλη την έκταση του σκοτεινού μυαλού της.
Μπορεί η Pauline να είναι μια άκρως, ψυχιατρική περίπτωση, είναι όμως έξυπνη, ατακαδόρα, γράφει τη θρησκευτική ψυχανάλυση (ναι βεβαίως, υπάρχει και αυτό) στο παρθένο ακόμα, κομμάτι του κορμιού της, αντιδρά απέναντι στη control freak και εντελώς στρίγκλα μάνα της, Phyllis (Traci Lords), ενώ ταυτόχρονα αγαπά όσο δε πάει την μικρότερη αδελφή της, Grace (Ariel Winter) η οποία πάσχει από κυστική ίνωση, και χρείζει διαρκής παρακολούθησης.
Βέβαια η Pauline, έχει να αντιμετωπίσει και τον χλευασμό των ομοίων της στο σχολείο, όπου ανάμεσα σε ξανθιές παρτολο-bimbos και αθλητικούς γόηδες, η ίδια, ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες το γάλα.  Και έτσι όμως, περιορίζεται στο πέταγμα δηλητηριωδών ατακών και περιδιάβασης στον κόσμο του μυαλού της, εκεί οπού οι βλέψεις της για καριέρα χειρούργου, έχουν γίνει πραγματικότητα στο πρόσωπο ένα ξανθού της, hot, alter ego που έχει στην διάθεσή του ορδές από γυμνά αντρικά και γυναικεία σώματα, τα οποία ξεσκίζει.  Κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Ω ναι, η Pauline είναι μια επικίνδυνα διαταραγμένη προσωπικότητα.  Το έχει καταλάβει άραγε κανείς;

Tο “Excision” είναι μια από τις κλασικές περιπτώσεις ταινιών, που πέρα από ένα μικρό πέρασμα από διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ, ποτέ δε καταφέρνει να πάρει ευρύτερη διανομή, περιοριζόμενο κυρίως σε μια ολιγοήμερη προβολή, σε κάποια underground αίθουσα των Ηνωμένων Πολιτειών, ή ακόμα πιο συνηθισμένα, στην απευθείας κυκλοφορία του σε DVD και BluRay.  Έτυχε μάλιστα σήμερα, 16 Οκτωβρίου, να είναι η μέρα που η ταινία θα κυκλοφορήσει στα dvd-άδικα (έτσι τα λένε άραγες;) της Αμερικής.  Το ενδιαφέρον βέβαια στη προκειμένη περίπτωση, είναι πως η ταινία θα κάνει την επίσημη, ευρωπαϊκή της πρεμιέρα στην Αγγλία, και μάλιστα όπως όλα δείχνουν θα παιχτεί κανονικά στις αίθουσες (σοκ και δέος).
Από την άλλη μεριά πάλι, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τους λόγους, για τους οποίους τέτοιου είδους ταινίες, δε βρίσκουν ποτέ τον δρόμο τους, προς τις σκοτεινές αίθουσες.
Πέρα από το γεγονός οτι ο σκηνοθέτης της, Richard Bates Jr. (καμία σχέση με τον Norman Bates του “Psycho” αν και σε ιδιοσυγκρασία, δε λες οτι διαφέρουν και πολύ) είναι ένα νέο παιδί, που μετράει στο ενεργητικό του ένα μόνο ακόμη, short φιλμάκι, το οποίο μάλιστα ονομάζεται “Excision” (βλέπετε η ταινία ξεκίνησε σαν short story, και έπειτα έγινε μεγάλου μήκους.  Όπως ακριβώς είχε συμβεί και με το “Teddy Bear” που είχαμε δει λίγο καιρό πριν), αλλά παράλληλα το περιεχόμενο του film είναι τόσο ακραίο και μακάβριο, που μάλλον ο κόσμος δεν λες ακριβώς οτι θα συνέρρεε για να τη δει.  Έτσι κι αλλιώς ξέρουμε όλοι, οτι σε μια εποχή που τα box-offices πρέπει να βγάζουν κέρδος, βασιζόμενα πολλές φορές σε ταινίες, πιο ηλίθιες και από τον Adam Sandler, τις πιο ψαγμένες (οχι απαραίτητα κουλτουρέ, απλά, διαφορετικές) προτάσεις και τις εναλλακτικές επιλογές που έχουν κάτι να σου πουν, πρέπει να τις αναζητήσεις αλλού.  Συνεπώς αν θες να δεις το “Excision” πρέπει να το αναζητήσεις μόνος σου.  Οχι απαραιτήτως κακό, απλώς πραγματικά εκνευριστικό, όταν δε μπορείς να κάνεις ούτε κι αυτό.

Έτσι λοιπόν μετρώντας και μια παρουσία στο φεστιβάλ του Sundance, το “Excision” είναι μια ταινία οπτικά προκλητική (εντάξει, η σκηνοθεσία της είναι απλά ακαταμάχητα άρρωστη), που όμως δε μένει σε επίπεδο τύπου ‘νεαρή, διαταραγμένη πρωταγωνίστρια που κάνει καφρίλες, και κανείς δεν έχει καταλάβει οτι είναι βαθιά άρρωστη’, αλλά φαίνεται πως ο Bates πάει το πράγμα λίγο παραπέρα, βάζοντας στο τσουκάλι του πολλά, ετερόκλητα στοιχεία, που δημιουργούν ένα film ιδιαίτερο, με μπόλικα κότσια (όσα και αυτά της McCord που δέχθηκε έναν τέτοιο ρόλο) και αλήθειες δοσμένες μέσα από ένα τόσο εφιαλτικό καλειδοσκόπιο εικόνων και συναισθημάτων, που σου είναι αδύνατο να τη σταματήσεις, άπαξ και τη ξεκινήσεις.
Ενδεχομένως το μεγαλύτερο ατού της ταινίας, είναι πως η πρόθεση του Bates είναι διττή.  Από τη μια πλευρά βλέπεις πως όλο το cast που έχει συγκεντρώσει είναι τόσο απροκάλυπτα cult, camp-όπως θέλεις πες το-που δε χωράει αμφιβολία οτι κάπου στο μυαλό του, είχε την ιδέα να φτιάξει έτσι κι αλλιώς μια ταινία, που ισορροπεί ανάμεσα στο κρονενμπερικό gore κομμάτι, εμπλουτισμένη όμως με δόσεις κυνισμού και πραγματικού black humor, άξιοι εμπνευστές των οποίων, είναι όοολοι αυτοί που έχουν μαζευτεί εδώ.

Το ξέρω οτι θες να μάθεις ποιοι είναι, γι’ αυτό και θα σου πω.  Έχουμε και λέμε: Traci Lords, ηθοποιός, παραγωγός, σκηνοθέτης, μουσικός, αλλά κυρίως γνωστή για τις b-movie εμφανίσεις, καθώς και την…πορνογραφική της δράση σε ανάλογες ταινίες.  Malcolm McDowell, ο Alex του Κουρδιστού Πορτοκαλιού, έκανε τη καλύτερή του ταινία νωρίς και αναλώθηκε σε μια απενοχοποιημένη, β’ καριέρα που λόγω φυσίκ του πάει.  John Waters, περίεργη, cult φυσιογνωμία που όλο και κάπου θα τον έχει πάρει το μάτι σου, ιδιαίτερα αν βλέπεις ταινίες όπως τα “Divine Trash”, “Seed of Chucky” και “Blood Feast 2: All You Can Eat”.  Α, αρέσκεται επίσης να υποδύεται τον νεκροθάφτη.  Marlee Matlin, οσκαρούχα (για τον ρόλο της στη ταινία “Children of  Lesser God”) και εκ γενετής κωφάλαλη, έχει εκμεταλλευτεί εξόχως την ιδιαιτερότητά της, επιλέγοντας ρόλους προκλητικού θηλυκού (κυρίως σε σειρές, όπως στο “The L World”) και cult διάστασης (στο “Excision” η συμμετοχή της είναι μικρή, αλλά αξιομνημόνευτη).  Τέλος, μετρήστε και τον ‘πιο trash πεθαίνω’, Ray Wise, ο οποίος έχει χτυπήσει κολοφώνα δόξας με άπειρες συμμετοχές σε τηλεοπτικές σειρές, και ταινίες με προτίμηση σε αυτές που φέρουν αριθμό στον τίτλο τους (“Sharkskin 6”, “Cyxork 7”, “7-10 Split”).  Έχει στα σκαριά 12 νέες ταινίες, για τη περίοδο 2012-2013.  Nough said.
Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς πως αν μη τι άλλο, η επιλογή του cast σίγουρα δεν είναι τυχαία, αφού ο Bates επιδιώκει να δώσει μια b αίσθηση στη ταινία του.  Εκεί που το πράγμα αλλάζει, είναι οτι δε θέλει να μείνει μόνο σε αυτό, αλλά να ενισχύσει το αποτέλεσμά του, με ένα άκρως σοβαρό και ντελιριακό θέμα, τη βαρύτητα του οποίου συνειδητοποιούμε και εμείς κάπου στο τέλος.  Όταν δηλαδή είναι πια αργά.

Ο προβληματικός χαρακτήρας της οικογένειας (όταν κάθονται και τρώνε πρωινό μαζί, είναι σαν να βλέπεις την οικογένεια του Lester Burnham στο “American Beauty” σε όλη την προαστική της ασχήμια), αντικατοπτρίζεται πάνω στην Pauline, η οποία με τη σειρά της αντικατοπτρίζει όλη τη πιθανή μανιοκατάθλιψη, ψευδαισθήσεις, οργή και διαταραγμένο νου, που μπορεί να χαρακτηρίζει ένα άτομο της ηλικίας της.  Η εντελώς ακραία σκηνοθεσία και υπόθεση (σε στιγμές), δεν αναιρεί το γεγονός οτι η σύγχρονη γενιά αντιμετωπίζει πολλά και εσωτερικά προβλήματα τα οποία αν δεν γίνουν αντιληπτά, μπορεί να αποβούν μοιραία για όλους.  Μπορεί η πρωταγωνίστρια να εμφανίζεται ως ένα αντιδραστικό πλάσμα, στην ουσία όμως, πόσοι ξέρουν τι πραγματικά κρύβεται μέσα στη καρδιά και τη ψυχή της;
Προκειμένου μάλιστα να περάσει σε ένα εντελώς σουρεαλιστικό σύμπαν, ο Bates, δε διστάζει να ντύσει τα όνειρα της Pauline με μπλε πλακάκι, και αποστειρωμένο λευκό (δωμάτια που παραπέμπουν σε νοσοκομειακές εγκαταστάσεις), δημιουργώντας έναν φρικαλέο, φαντασιακό κόσμο, στον οποίο οι καταπιεσμένες διαθέσεις της εικονοποιούνται με το αίμα, τη γύμνια και το σεξ, που κυριαρχούν.  Αν σας κάνει εντύπωση το μπλε πλακάκι, σκεφτείτε οτι οι ρόμπες των χειρούργων έχουν παρόμοιο χρώμα.  Yeap, i see what you did here.
Εκτός από την υπόθεση και την τριπαριστή σκηνοθεσία, η MacCord λες οτι είναι και πραγματική αποκάλυψη.  Όταν στη τελική συνηθίζεις να παίζεις το ξέκωλο σε διάφορες σειρές, και την κομπάρσα στις ταινίες, ε δεν είναι και λίγο όταν κρατάς τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια τόσο “προβληματική” ταινία.  Με λιγδωμένο μαλλί, σπυράκια και την αδιόρατη αίσθηση οτι πρέπει να να βρωμάει και να ζέχνει, η Pauline είναι μια ωρολογιακή βόμβα και αλίμονο σε όποιον βρεθεί δίπλα της, την ώρα που θα σκάσει.  Σκληρή, ξεδιάντροπη και αξιοπρόσεκτα καλή, η McCord δίνει την καλύτερή τη ερμηνεία μέχρι σήμερα.
Το “Excision” είναι μια ταινία για γερά στομάχια και ανοιχτά μυαλά.  Κατευθυνόμενο από άρτια σκηνοθεσία και ντόμπρες ερμηνείες, θα σας στοιχειώσει για πολύ καιρό.  Το γκροτέσκο σε όλο του το μεγαλείο.  Ω ναι…

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι οι σκηνές που η Pauline προσεύχεται μέσα σε ένα απόλυτα μαύρο κενό, είναι από τις καλύτερες, οτι το τέλος τα λέει όλα, και οτι όταν είσαι σαβουροαπαυτίδης, είσαι σαβουροαπαυτίδης.  Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν.


No trivia

Dead Ringers: Separation can by a terrifying thing…

Καλημέρες καλημέρες!  Παρασκευή σήμερα και πως έγινε πάλι και πέρασε έτσι ένας μήνας χωρίς να το καταλάβω, δε ξέρω.  Πρωτομηνιά την Κυριακή, τελικός του Euro τη Κυριακή, έχασε και η Γερμανία χθες και πολύ το ευχαριστήθηκα, αλλά είδα και μια ταινία μετά τον αγώνα, την οποία τη λες και σάπια (χωρίς να είναι και πάρα πολύ).  Όταν βέβαια τσεκάρεις και δεις οτι σκηνοθέτης είναι ο Cronenberg, όλα γίνονται πιο ξεκάθαρα.  Η αλήθεια είναι πως το “Dead Ringers” είναι μια ταινία για τους fan και μόνο, καθώς νομίζω πως όσοι υπόλοιποι αποφασίσετε να τη δείτε θα τη βρείτε 1) άρρωστη και 2) μάλλον κακοπαιγμένη (ενώ στην ουσία συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο).  Ξεκινάμε λοιπόν με “Dead Ringers”…

Τα αδέλφια Mantle (ο Bev(erly) και ο Elly(Elliot), τα οποία παίζονται εξίσου από τον Jeremy Irons) είναι δυο δίδυμοι και πολύ επιτυχημένοι γυναικολόγοι, οι οποίοι από πολύ μικρή ηλικία είχαν δείξει μια ιδιαίτερη κλίση στο να…ανοίγουν ανθρώπους (πλαστικά, ιατρικά ανθρωπάκια στην αρχή και αργότερα κανονικά πτώματα στη Σχολή τους) και να εξετεάζουν με μεγάλη προσοχή των εσωτερικό τους κόσμο, τον οποίο τόσο πολύ αγαπούσαν.  Βέβαια επειδή αγαπούσαν πολύ και τις γυναίκες, αποφάσισαν να ακολουθήσουν το δρόμο της γυναικολογικής καριέρας.  Πέρα όμως από την επιτυχία τους σε αυτόν τον τομέα, τα αδέλφια Mantle έχουν μεγάλη πέραση και στο ασθενές φύλλο, μιας που και η δουλειά τους ενδείκνυεται για γνωριμίες με αιθέριες υπάρξεις.  Αν και ο Bev, ο πιο συνεσταλμένος και μαζεμένος από τους δυο, δε το βρίσκει αυτό απόλυτα ηθικό, εντούτοις δε λέει οχι σε κάποια γυναίκα που φροντίζει να του πασάρει ο πιο πρωχωρημένος και ξεπεταγμένος Elly, αφού φυσικά την έχει και ο ίδιος ‘δοκιμάσει’.  Όταν μια μέρα καταφτάσει στο ιατρείο τους μια διάσημη σταρ του κινηματογράφου, η Claire (Genevieve Bujold), τότε τα δυο αδέλφια θα βρουν και πάλι την ευκαιρία να…περάσουν καλά μαζί της.  Και ενώ ο Elly εξακολουθεί να αποτελεί τον Κύριο ‘ψεκάστε-σκουπίστε-τελειώσατε’, ο Bev φαίνεται να την ερωτεύεται σιγά σιγά, γεγονός που μόνο προβλήματα μπορεί να φέρει στη σχέση με τον αδελφό του.  Σύντομα και οι δυο θα καταλάβουν οτι ο ‘αποχωρισμός, μπορεί όντως να αποτελέσει ένα τρομακτικό πράγμα’…

Εντάξει ο Cronenberg δε χρειάζεται συστάσεις, μιας που όλοι γνωρίζουμε περί της περίεργης, αλλά τόσο δημιουργικής προσωπικότητάς του και επίσης έχουμε ξαναδεί δουλεία του μέσα από το blog.  Παρόλα αυτά αξίζει να σημειώσουμε και πάλι, κανα δυο πραγματάκια αναφορικά με τις θεματικές των ταινιών του τις οποίες συναντούμε και στο “Dead Ringers”.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά trademarks στις ταινίες του είναι ο φόβος (ή καλύτερα ο τρόμος και σε συγκεκριμένες καταστάσεις ακόμα και η σεξουαλική διέγερση) που μπορεί να προκληθεί σε ένα άτομο εξαιτίας κάποιας σοβαρής και ιδιαίτερης ιατρικής κατάστασης (“Crash”), μιας μετάλλαξης (“The Fly”) ή ενός παράσιτου (“Shivers”).  Ο Cronenberg φροντίζει να θέτει πάντα παρόντα στις ταινίες του θέματα που χρείζουν εύκολα περαιτέρω ερμηνείας, και περιλαμβάνουν φροϋδικές αναλύσεις, ομοφυλοφιλικούς φόβους των ηρώων (όπως γίνεται ξεκάθαρα και εδώ), σεξουαλικές διαστροφές, καταπιεσμένα πάθη, βία, gore αισθητική και εν τέλει έναν ύμνο πάνω τον καμβά που ακούει στο όνομα, ανθρώπινο σώμα.
Ο Cronenberg ήταν πάντα από τους σκηνοθέτες που τολμούσε να ωθήσει τα προσωπικά του όρια (αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις και αυτά των θεατών του) ακόμα παραπέρα, καθιστώντας δυσδιάκριτο ένα εν δυνάμει τέλος στις αισθητικά προκλητικές και twisted ιστορίες του.  Εξάλλου εκ των πραγμάτων, η ενασχόλησή του με τις δυνατότητες του ανθρώπινου σώματος και όλων των πιθανών βασανιστηρίων που μπορεί να υποστεί αυτό (ακόμα και η φυσική διαδικασία της γέννας, παίρνει στο “The Brood” τη μορφή μιας φριχτής, αλλά και μεταφορικής ‘πραγματικότητας’) τον αναγκάζει να αναζητήσει τις εικόνες του σε μια εναλλακτική  καθημερινότητα στην οποία το φυσιολογικό και το περίεργο, βρίσκουν ένα κοινό πάτημα.  Το “Dead Ringers” δε θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.

Όπως ακριβώς και οι Ασιάτες δημιουργοί οι οποίοι έχουν τη δική τους παράδοση απέναντι σε ταινιακές παραδοξότητες και θέματα που οδηγούν στα άκρα, έτσι ακριβώς και ο Cronenberg δε μασάει τα λόγια του, δημιουργώντας απόκοσμους-κόσμους μέσα στα πλαίσια μιας κατά τα άλλα φυσιολογικότητας, και εντείνονοντας το ενδιαφέρον, όσων αρέσκονται στις ταινίες του (κακά τα ψέματα τον Cronenberg είτε τον αγαπάς, είτε τον σιχαίνεσαι), περί κάποιου διδακτισμού ή και κοινωνικού σχολιασμού σχετικά με τον σύγχρονο τρόπο ζωής και τον ίδιο τον άνθρωπο.
Για παράδειγμα το “Tetsuo” του Ιάπωνα Shin’ya Tsukamoto, είναι ένας cyberpunk, αστικός μύθος σχετικά με την επίδραση της τεχνολογίας πάνω στο άτομο και τα τραγικά και πεσιμιστικά για τον σκηνοθέτη, αποτελέσματά της, τα οποία καταλήγουν να ‘καταπιούν’ κυριολεκτικά την ανθρώπινη προσωπικότητα.
Στο “Dead Ringers” o Cronenberg χρησιμοποιεί με ευφυέστατο τρόπο την ιδιαίτερη σχέση που λέγεται πως υπάρχει ανάμεσα σε δίδυμα αδέλφια, προκειμένου να εξυμνήσει με τη σειρά του μια σειρά από διαφορετικές συνιστώσες οι οποίες έχουν να κάνουν με την εμμονή, το θηλυκό στοιχείο, την εξάρτηση, τη σεξουαλικότητα, τη δισυπόστατη φύση του ατόμου και τον θάνατο, φροντίζοντας να εμπλέξει στο παιχνίδι του και αυτός το θέμα της-ιατρικής εδώ-τεχνολογίας.
Η ιστορία των δίδυμων γυναικολόγων, αποτελεί και πραγματική ιστορία, από την οποία και επηρεάστηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό ο σκηνοθέτης.  Πιο συγκεκριμένα η τύχη των πραγματικών Stewart και Cyril Markus, ξεδιπλώνεται και στο βιβλίο του συγγραφέα Bari Wood, με τίτλο “Twins” το οποίο προσμετράται στα σεναριακά credits του Dead Ringers.
Η αλήθεια πάντως είναι πως και σε αυτή τη περίπτωση ο Cronenberg επιλέγει μια καθαρά ρεαλιστική ιστορία ως βάση της υπόθεσής του, δίνοντάς της όμως τελικά το δικό του, προσωπικό ύφος και καθιστώντας την μια ακόμη ιδιοφυή και φρικαλέα μεταφορά πάνω στον αθρώπινο ψυχισμό.

Τα δυο αδέλφια Bev και Elly (συγκρατείστε τα ονόματά τους, Beverly και Elly τα οποία παραπέμπουν ξεκάθαρα σε γυναικεία) αποτελούν ένα και το αυτό.  Είναι δυο διαφορετικά σώματα με δυο διαφορετικά μυαλά, που όμως απαρτίζουν στην ουσία την ίδια ολότητα.
Το γεγονός οτι ο ένας είναι πιο ήπιων τόνων, άτολμος με τις γυναίκες και το ‘μυαλό’ της ιατρικής τους καριέρας, ενώ ο άλλος αποτελεί το γοητευτικό παρουσιαστικό της κοινής τους δουλειάς και τον ξύπνιο, θρασύ χαρακτήρα ο οποίος κερδίζει τη μια γυναίκα μετά την άλλη, δεν είναι τυχαίο, καθώς ο Cronenberg πρέπει να μας δείξει αυτές τις δυο διαφορετικές προσωπικότητες, σαν δυο μισά που δε θα μπορέσουν ποτέ να αποτελέσουν μεμονώμένους, ολοκληρωμένους ανθρώπους, επειδή ακριβώς η μοίρα (και η μήτρα) τους θέλει μαζί.
Πέρα από το γεγονός οτι είναι ολόιδιοι (και ο τίτλος της ταινίας σημαίνει ακριβώς αυτό), αφήνεται να εννοηθεί οτι οι δυο τους θα μπορούσαν να είναι κατά κάποιον τρόπο σιαμαίοι, μιας που από μικροί δε φαίνεται να έχει ‘ξεκολλήσει’ ο ένας από τον άλλο.  Οι εφιάλτες του Bev οτι είναι ενωμένος με τον αδελφό του και η Claire επιχειρεί να τους χωρίσει (μια φροϋδική εξήγηση θα μπορούσε να μιλάει για ένα οιδιπόδειο ανάμεσα στα δυο αδέλφια), εντείνουν ακόμα περισσότερο την πεποίθηση οτι οι δυο τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι μεταξύ τους και οτι ίσως η τόσο έντονη παρουσία μιας γυναίκας στη ζωή τους, μπορεί να αποτελέσει την καταστροφή τους (πλήρης απογαλακτισμός του ενός από τον άλλο).  Η αίσθηση οτι ο Bev και ο Elly αποτελούν τελικά δυο μισά τα οποία μπορούν να υπάρχουν μόνο όταν βρίσκονται μαζί (αυτός είναι και ο λόγος που ζουν στο ίδιο διαμέρισμα) έχει ενισχυθεί στο φουλ από τον Cronenberg, οχι μόνο εξαιτίας του ιδιαίτερου δεσίματός τους ως δίδυμοι, οχι μόνο από τη μεταφορική τους ένωση ως σιαμαίοι, αλλά και από το γεγονός οτι ο σκηνοθέτης αφήνει να εννοηθεί οτι τελικά οι δυο τους ίσως βρίσκονται και σε μια κατάσταση καταπιεσμένης, ομοφυλοφιλικής ανάγκης (εδώ κολλάει και η θηλυπρέπεια των ονομάτων τους) η οποία πνίγεται αφενός από την πραγματικότητά τους ως αδέλφια, και αφετέρου από την σίγουρη καταστροφή του επτιχυμένου, εργασικού τους status quo.  Ο Bev και ο Elly αποτελούν μια αναγκαστικά διασπασμένη, αλλά επί της ουσίας αδιάσπαστη οντότητα, βαθιά προβληματική η οποία τελικά μοιάζει να χρησιμοποιεί τη Γυναίκα ως αποδιοπομπαίο τράγο προκειμένου να μεταβιβάσει πάνω της μια σεξουαλικότητα πνιγηρή και κεκαλημένη.  Αλλά και τόσο ποθητή.

Εν προκειμένου η Γυναίκα αναλαμβάνει εδώ τον ρόλο του βδελύγματος, του μεταλλαγμένου καρπού τον οποίο αρέσκονται να απολαμβάνουν τα αδέλφια, αλλά που στην ουσία δεν είναι αυτό που πραγματικά έχουν ανάγκη.  Έτσι λοιπόν ακόμα και το sex παραπέμπει στην μεταξύ τους, ιατρική διάσταση (βλ. πρώτη και τρίτη φωτό, οι οποίες παρουσιάζουν έντονη ομοιότητα), αλλά και στο υποβόσκον ενδιαφέρον του ενός για τον άλλον (σε μια σκηνή ο Elly καλεί δυο δίδυμες πόρνες για σεξ, βάζοντας την μια να τον λέει Elly και την αλλη Bev, σε μια διεστραμένη προσπάθεια, κατά την οποία ο Elly φαντάζεται να κάνει σεξ με το άλλο του μισό, τον δίδυμό του Bev.  Ή επίσης και με τον εαυτό του).
Για τον λόγο αυτό θα πόνταρα στο γεγονός οτι η Claire παίζει απλά έναν διεκπεραιωτικό ρόλο, πυροδοτώντας δυο κατά πολύ ετεροχρονισμένες αντιδράσεις που κάποια στιγμή θα συνέβαιναν.  Είτε ως δίδυμοι, είτε ως ‘σιαμαίοι’, είτε ως ομοφυλόφιλοι, είτε και ως όλα αυτά μαζί, τα αδέλφια Mantle μπορεί να θέλουν, αλλά δε μπορούν να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή.  Για αυτούς πάντα οι γυναίκες θα αποτελούν έναν απολαυστικό υποδοχέα οχι όμως για πολύ, γιατί στην τελική δε παύουν να έχουν έναν ‘mutant vagina’ (ή για εμάς τους πιο σώφρονες, έναν απλό γυναικείο κόλπο).
Η σκηνοθεσία του Cronenberg όπως πάντα αποπνέει σήψη και αρρώστια, αλλά αποτελεί μέρος ενός καθαρά προσωπικού στύλ, οπότε δεν μπορείς και να θες να του προσάψεις κάτι.  Σκοτεινιά και ψυχαναγκασμός στο έπακρο, συνθέτουν έναν εφιαλτικό κόσμο των οποίο οι ίδιοι οι ήρωες δημιούργησαν άθελά τους.
Στον διπλό, πρωταγωνιστικό ρόλο ο Jeremy Irons είναι εξαίσιος, αφού πιάνει το νόημα και των δυο χαρακτήρων, τους αποδομεί ιδανικά καο οδηγείται στην πλήρη διάσπαση μέχρι το τέλος της ταινίας.  Στιβαρή και απαιτητική η ερμηνεία του, που όμως με ευκολία καταφέρνει και τα βγάζει πέρα, γεμίζοντας την οθόνη και κανόντάς σε να μη μπορείς να ξεκολλήσεις τα μάτια σου από πάνω του.
Το “Dead Ringers” είναι μια ταινία που ανήκει στην κλασική Cronenberg-ίστικη θεματολογία και είναι τόσο προκλητική και twisted, όσο και η πιο πάνω σκηνή του σεξ.  Δείτε την σίγουρα.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το καλύτερο χρώμα ιατρικής ρόμπας είναι το εκτυφλωτικό κόκκινο, οτι η Genevieve Bujold ήταν τόσο καλή, ώστε μου θύμισε έντονα τον χαρκατήρα της Elena Bonham Carter στο “Fight Club” ως Marla Singer (ίδια ράθυμη ομιλία και τολμηρό βλέμμα) και οτι το “American Psycho” θα μπορούσε να έχει επιρεαστεί στυλιστικά και ως προς το μαύρο χιούμορ του από αυτή τη ταινία.

TRIVIA

  • Η Margot Kidder ήταν η δεύτερη επιλογή του Cronenberg για τον ρόλο της Claire.  Τυχαία μάλιστα η Kidder είχε παίξει και στη ταινία “Twins”, του Brian de Palma (πολύ καλή).
  • O Robert de Niro δέχθηκε πρόταση για τον πρωταγωνιστικό ρόλο/-ους, αλλά δε δέχθηκε επειδή όπως υποστήριξε θα ένοιωθε άβολα να υποδύεται τον γυναικολόγο.
(ΠΗΓΗ IMDB)

Kairo (a.k.a Pulse): Death was…eternal loneliness

Γεια σας, γεια σας και πάλι!  Σήμερα σκέφτηκα να ασχοληθούμε και πάλι-μετά από πολύ καιρό όμως-με μια ακόμη γιαπωνέζικη παραγωγή, αυτή τη φορά της κατηγορίας του horror cinema.  Το “Kairo” είναι μια ταινία που διαφοροποιείται αρκετά από τη πληθώρα των ‘jump scares’ ταινιών, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των ασιατικών φιλμ τρόμου, περιλαμβάνοντας ένα μάτσο τρομακτικά πνεύματα και φαντάσματα, τα οποία πετάγονται από το πουθενά και σου κάνουν τη ζωή δύσκολη.  Έτσι λοιπόν μακριά από το “Ju-On” και το “Ringu”, το “Kairo” επιχειρεί να εξερευνήσει λιγάκι περισσότερο την ίδια τη φύση του ανθρώπου, τόσο σε μια ‘ζωντανή’ του εκδοχή, όσο και σε μια ‘πνευματική’.  Μια ταινία για τους fans του είδους, που αξίζει να δείτε.  Ξεκινάμε…

Έπειτα από την αυτοκτονία ενός φίλου τους, μια ομάδα κατοίκων της Ιαπωνίας αρχίζουν να βιώνουν περίεργες εμπειρίες, οι οποίες μοιάζουν να σχετίζονται με τους υπολογιστές και πιο συγκεκριμένα το διαδίκτυο.  Την ίδια στιγμή σε ένα άλλο σπίτι, ένας νεαρός προσπαθεί να συνδεθεί στo Internet μόνο για να εγκαταλείψει την προσπάθεια λίγο αργότερα, όταν μια περίεργη εικόνα κάνει την εμφάνισή της στην οθόνη του και η οποία αναπαριστά έναν άνδρα που πλησιάζει ολοένα και περισσότερο, φορώντας μια σακούλα στο κεφάλι του.  Δευτερόλεπτα μετά ένα μήνυμα κάνει την εμφάνισή του: “Do you want to see a ghost?”.
Σταδιακά και ενώ οι διαφορετικές ιστορίες των πρωταγωνιστών αρχίσουν να σιγκλίνουν, οι κάτοικοι της πόλης θα βρουν τους εαυτούς τους παγιδευμένους κάπου ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και των νεκρών.  Και όσο τα πνεύματα από την ‘άλλη διάσταση’ αρχίσουν να συσσωρεύονται στον δικό μας κόσμο, τόσο περισσότεροι άνθρωποι θα παύουν να υπάρχουν, εξαιτίας αυτής της αμφίδρομης σχέσης που μοιάζει να αναπτύσσεται μεταξύ τους.
Από τη μια πλευρά τα αιώνια πνεύματα, ζουν μια αιώνια μοναξιά, με αποτέλεσμα να αποζητούν και τα ίδια μια ευκαιρία λύτρωσης και ανακούφισης.  Αυτή ακριβώς η ευκαιρία τους δίνεται από τη στιγμή που αρχίζουν να κατακλύζουν τον κόσμο των ζωντανών.  Σε μια απρόσμενη διάδραση με τους ανθρώπους που είναι ακόμα εν ζωή, τα πνεύματα τους στοιχειώνουν γεμίζοντάς τους απόγνωση, μόνο για να πάψουν στη συνέχεια να υπάρχουν και αυτοί, παίρνοντας τη σειρά των πνευμάτων (τα οποία έχουν χαθεί πια στη λήθη) και αναζητώντας με τη σειρά τους, νέους ανθρώπους για στοίχειωμα.  Και η κατάσταση σύντομα ξεφεύγει από κάθε έλεγχο.  Αν υπήρχε δηλαδή κάποιος έλεγχος από την αρχή…

Ο σκηνοθέτης Kiyoshi Kurosawa αποτελεί έναν από τους πιο ενδιαφέροντες, σκηνοθέτες ιαπωνικής καταγωγής, ο οποίος από τη δεκαετία του ΄70 μέχρι και σήμερα εξακολουθεί να παραμένει δραστήριος, προσφέροντας στο κοινό της χώρας του (αλλά και σε όλους εμάς που αγαπάμε τον ασιατικό κινηματογράφο), ταινίες ποικίλων ειδών και περιεχομένου.
Ο Kurosawa (ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τον Akira) δημιουργεί στη προκειμένη περίπτωση μια ταινία τρόμου/θρίλερ, με βάθος, ουσία και διδακτισμό, τον οποίο μπορεί κανείς να εντοπίσει σχετικά γρήγορα αν έχει διάθεση και όρεξη να ψάξει το “Kairo” λιγάκι παραπάνω.
Με έντονο το κλειστοφοβικό στοιχείο και ακολουθώντας την πεπατημένη (μόνο ως ένα βαθμό) των ιστοριών με πνευματοφαντάσματα, ο Kurosawa στήνει ένα απόλυτα καταθλιπτικό και μοναχικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο ο άνθρωπος αντιμετωπίζει τη ζωή με τρόπο μίζερο και χωρίς κανέναν ουσιαστικό λόγο ύπαρξης.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως από την αρχή της ταινίας, δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε τους ήρωες να ανήκουν σε κάποια ευρύτερη, κοινωνική ομάδα, αφού παραπέμπουν περισσότερο σε αποτραβηγμένες από κάθε μορφή επαφής φιγούρες, παρά σε κοινωνικά όντα.  Επόμενο είναι λοιπόν πως μέσα σε ένα τέτοιο ζοφερό περιβάλλον, ο ‘άλλος κόσμος’ έχει τη δυνατότητα οχι μόνο να εισβάλει στην πραγματική διάσταση, όπως την ζούμε καθημερινά όλοι μας, αλλά και να αναταράξει τις ισορροπίες της σε τέτοιο βαθμό, ώστε ένα post apocalyptic μέλλον, να μην είναι τελικά και τόσο παράλογο…

Αν ήθελε κανείς να δώσει μια σαφέστατη εξήγηση σχετικά με το τι συμβαίνει ακριβώς στη ταινία, μάλλον θα δυσκολευόταν και δικαιολογημένα, καθώς η ιστορία της καταπιάνεται με ένα σωρό θέματα, τα οποία έχουν να κάνουν τόσο με το παρόν, όσο και με το παρελθόν.
Αρχικά η τίνι τρόπω, εμμονή τις γιαπωνέζικης κουλτούρας με την τεχνολογία και όλα τα καλά, αλλά και τα δεινά που απορρέουν από αυτή, αποτελεί ένα κλασικό μοτίβο το οποίο συναντά κανείς στη παράδοσή της, τα ήθη και έθιμά της, τον σύγχρονο τρόπο ζωής της, ακόμα και στα manga, τα anime και τις ταινίες της, κυρίως αυτές του horror είδους.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα ταινίας είναι φυσικά και το “Tetsuo” ένα industrial, cyberpunk ταινιάκι, γεμάτο από μια μεταφορική, κακή επίδραση της τεχνολογίας πάνω στον άνθρωπο.  Όσο disturbing είναι το Tetsuo, άλλο τόσο είναι και το “Kairo” αν και σε μια ξεκάθαρα πιο μιουταρισμένη κατάσταση, η οποία όμως περνάει και πάλι το βασικό της μήνυμα: η τεχνολογία αποξενώνει τους ανθρώπους, γκρεμίζει τις διαπροσωπικές σχέσεις και οδηγεί στην αναπόφευκτη μοναξιά.
Το γεγονός οτι τα πνεύματα χρησιμοποιούν κατά κάποιον τρόπο, ως πέρασμα για τον ερχομό τους στον δικό μας κόσμο, το Internet, μόνο τυχαίο δεν είναι, καθώς ο Kurosawa δίνει αυτομάτως το στίγμα των καιρών μας.  Όπως ακριβώς όλοι μας αποτελούμε απλώς ‘φαντάσματα’ του διαδικτύου, όταν καθόμαστε μπροστά από μια οθόνη, χωρίς πρόσωπο και χωρίς σώμα, έτσι ακριβώς και τα φαντάσματα επιλέγουν αυτό το μέσο προκειμένου να κάνουν τη παρουσία τους αισθητή.  Η τραγική ειρωνία σε ολόκληρο το μεγαλείο της…

Πέρα από την αλλοτρίωση που υφίσταται κανείς εξαιτίας της τρομακτικής εισβολής της τεχνολογίας στις ζωές μας (οπού τότε σε σχέση με σήμερα, αποτελούσε απλά ένα μικρό, απειροελάχιστο βήμα), ο Kurosawa προχωράει το παιχνίδι του ένα βήμα παραπέρα, δίνοντας μόνο θραύσματα λογικής σχετικά με το γιατί από τη στιγμή που κάποιος βλέπει ένα πνεύμα, στη συνέχεια δίνει τέλος στη ζωή του.  Μα είναι απλό, φαίνεται να μας λέει.  Η απόλυτη μοναξιά την οποία βιώνει ένα πνεύμα, έρχεται και ταυτίζεται με τρόπο απρόσμενο, με την έντονη μοναξιά την οποία ζουν εκατομμύρια συμπολίτες μας, ακόμα και όταν βρίσκονται μέσα σε κόσμο.  Είτε το ερμηνεύσεις ως ψυχική διαταραχή, είτε απλώς ως αποξένωση από τους πάντες και τα πάντα, η μοναξιά είναι ένα γεγονός πικρό και δύσκολο.  Πως θα μας φαινόταν λοιπόν αν ένα φάντασμα ερχόταν και μας ενημέρωνε πως η ζωή πέρα από το απόλυτο άπειρο, είναι και πάλι ένας ατέρμονος αγώνας για συντροφικότητα, παρέα και κοινωνικοποίηση;
Αυτή ακριβώς η τρομερή αποκάλυψη φαίνεται πως πυροδοτεί και τις ανάλογες αντιδράσεις, οδηγώντας σταδιακά έναν μεγάλο αριθμό ατόμων, στην αυτοκτονία.  Από τη στιγμή που η πρώτη επαφή με το πνεύμα πραγματοποιηθεί, εκείνο παύει να υπάρχει, χαμένο πλέον για πάντα, ενώ τη θέση του παίρνει ο νεο-νεκρός ήρωας, ο οποίος με τη σειρά του θα πρέπει να αναζητήσει έναν άλλο άνθρωπο προκειμένου να εξουδετερώσει την αβάσταχτη, χημική ένωση της μοναξιάς, να χαθεί με τη σειρά του και πάει λέγοντας.
Γίνεται φανερό εδώ πως ο σκηνοθέτης, εκτός από θέματα ηθικής (είναι τελικά η τεχνολογία καλή η κακή; η φύση της, της δίνει το θετικό ή το αρνητικό πρόσημο, ή η χρήση της από τους ανθρώπους;), θέτει και θέματα φιλοσοφικής και υπαρξιακής διάστασης, καθώς ένα από τα αέναα ερωτήματα του ανθρώπου είναι το τι υπάρχει μετά θάνατον.  Εδώ ο Kurosawa είναι πεσιμιστής (μπορεί και ρεαλιστής).  Το μόνο που υπάρχει, είναι οτι υπάρχει και στον κόσμο που ζούμε και αναπνέουμε: μια ατέλειωτη μοναξιά και μια αιώνια λήθη.  Μόνοι γεννιόμαστε και πεθαίνουμε μόνοι…

Αν θέλετε και κάτι ακόμα από τη ταινία, προσθέστε και την εξαιρετική eery κατάληξη όσον πεθαίνουν, οι οποίοι αρχικά μένουν ως αποτύπωμα πάνω στον τοίχο ή το πάτωμα, εκεί ακριβώς οπού πέθαναν και στη συνέχεια απλά χάνονται, μετατρεπόμενοι σε μαύρη σκόνη.
Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση την οποία διάβασα σε διάφορα forums, έχει να κάνει με το γεγονός πως αυτό το μαύρο στίγμα που μένει πίσω από τους νεκρούς, ομοιάζει με το αντίστοιχο το οποίο είχε εντοπιστεί στο Ναγκασάκι και τη Χιροσίμα, αμέσως μετά τη ρήξη της ατομικής βόμβας από τους Αμερικάνους.  Σύμφωνα με μαρτυρίες, όσοι βρίσκονταν κοντά στο σημείο της έκρηξης, εξαϋλώθηκαν αμέσως αφήνοντας πίσω τους το αποτύπωμα της ‘σκιάς’ τους πάνω στους τοίχους, καθώς και τα ρούχα τους.  Η ανθρώπινη σάρκα άφηνε απλά ένα ίχνος παρελθοντικής παρουσίας και αυτό είναι όλο.  Έτσι λοιπόν, πολλοί παρομοιάζουν το “Kairo” ως μια ταινία που θέτει επί τάπητος, και το θέμα του πολέμου, έτσι όπως από πρώτο χέρι τον βίωσε αυτό το έθνος.  Αν σκεφτεί μάλιστα κανείς και το τέλος της ταινίας, τότε σίγουρα θα μπορέσει να εντοπίσει κάπου εκεί, μια εν δυνάμει, φριχτή αναπαράσταση της βιαιότητας, της ωμότητας και της θανατίλας ενός πολέμου.  Και στη τελική, κάπως έτσι φαίνεται πως λειτουργεί και η ιδέα του καλωδιακού περάσματος ενός πνεύματος στον κόσμο μας.  Ως ο ύστατος πόλεμος της ανθρωπότητας.
Η σκηνοθεσία του Kurosawa είναι σκοτεινή και μίζερη, με μουντά χρώματα, σε έναν κόσμο απομυζημένο από το παραμικρό συναίσθημα χαράς και κουράγιου.  Οι ερμηνείες των ηρώων είναι μετρημένες, χωρίς υπερβολές αυτή τη φορά, υπακούοντας στην αλληγορική σημασία της ταινίας, αλλά και στην πιθανότητα όλη αυτή η υπόθεση να αποτελεί τελικά μια νέα, καταστροφική για τους ανθρώπους, συνέπεια.  Συνέπεια που απορρέει από τον δικό μας εγωισμό και την αυξανόμενη κατάθλιψη που σκοπεύει να καταπιεί τα πάντα.
Δυσοίωνο και σκοτεινό, το “Kairo” λειτουργεί σαν μια κινηματογραφική αλληγορία πάνω σε πολλαπλά θέματα, όπως η τεχνολογία, η μοναξιά και οι συνέπειες ενός πολέμου.  Πολλά από όσα δείτε δεν έχουν μια χειροπιαστή εξήγηση στα πλαίσια της ταινίας, αλλά δε χρειάζεται κιόλας.  Ο καθένας μπορεί να οδηγηθεί στα δικά του συμπεράσματα.  Έτσι κι αλλιώς μιλάμε για μια ταινία που θα μείνει στο μυαλό σας για πολύ, πολύ καιρό…


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι και ο καπετάνιος μπορεί να συμβολίζει κάτι (ίσως εκείνον που μετέφερε τις ψυχές τον νεκρών από τον Αχέροντα στον Άδη;), οτι τα φαντάσματά τους δε θα σταματήσουν να με φρικάρουν ποτέ, και οτι η μουσική που σιγοντάρει τη ταινία θα ήταν ικανή να σε κάνει να χεστείς πάνω σου, ακόμα και αν έβλεπες κωμωδία.


No trivia

God Bless America: Taking out the trash, one jerk at a time

Γεια σε όλους και καλή μας εβδομάδα.  Σήμερα είπα να ξεκινήσουμε με κάτι λίγο πιο hardcore απ’οτι συνήθως.  Οχι μην ανησυχείτε, δεν θα είναι κάτι όπως το “Inside” της περασμένης εβδομάδας, αλλά περισσότερο σκληρό και τραγικά αληθινό, όσον αφορά το κοινωνικό του πλαίσιο.  To “God Bless America” θεωρείται ήδη ένα σύγχρονο cult ταινιάκι, και πως δε θα μπορούσε άλλωστε αφού περιλαμβάνει όλα αυτά που κάνουν μια ταινία cult: ήρωες υπεράνω του νόμου, άπειρο πιστολίδι, νεκρά σώματα παντού και ένα εξωφρενικό σενάριο να τη σιγοντάρει.  Εξωφρενικό;  Μπορεί και οχι…

O Frank (Joel Murray) είναι ένας Αμερικανός ο οποίος έχει φτάσει πια στο τέλμα.  Χωρισμένος, χωρίς νέο amore, με ένα μικρό, κακομαθημένο κωλόπαιδο για κόρη, μια δουλειά την οποία θα χάσει εξαιτίας του πιο κουλού λόγου και έναν καρκινικό όγκο να του κατατρώει σταδιακά τον εγκέφαλο, δεν έχει πλέον να χάσει τίποτα.  Ούτε και είχε ποτέ βασικά.  Για τους λόγους αυτούς η απέχθειά του απέναντι στη σύγχρονη αμερικανική κουλτούρα(;;) και τον πολιτισμό, θα τον οδηγήσουν σε μια μοιραία απόφαση η οποία θα αλλάξει και τη ζωή της σπιρτόζας, δεαεξάχρονης Roxy (Tara Lynne Barr).  Και ποια είναι αυτή;  Μα φυσικά να ξεκινήσει να σκοτώνει όλους όσους θεωρεί οτι ντροπιάζουν την χώρα του, και αυτό που βασικά εξαιτίας τους έχει γίνει η Αμερική.  Έτσι λοιπόν στο στόχαστρο των δυο πιστολάδων θα μπουν αφιονισμένα, πλούσια δεκαεξάχρονα των οποίων η ζωή καταστράφηκε επειδή ο μπαμπάκας δε τους πήρε το ‘σωστό’ μοντέλο αυτοκινήτου, Jersey Shor-ικούς σφίχτες και συφιλιασμένες γκόμενες φουλ στο σολάριουμ, κριτές ριάλιτι που αφήνουν ανθρώπους να εξευτελίζονται μπροστά στην κάμερα για χάρη της τηλεθέασης, άτομα που πιάνουν δυο θέσεις στο παρκάρισμα, χειραγωγούντα ΜΜΕ, άτομα που δε κλείνουν ούτε το στόμα τους, αλλά ούτε και το κινητό τους μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα (παραδέχομαι οτι αυτούς θα τους σκότωνα κι εγώ ευχαρίστως) και ένα σωρό άλλους υπάνθρωπος κατά τους ίδιους.  Η Αμερική χρειάζεται επειγόντως ξεσκαρτάρισμα και ο Frank με την Roxy είναι εδώ για να της δώσουν αυτό ακριβώς που της αξίζει…

Το όνομα του σκηνοθέτη της ταινίας, Bobcat Goldthwait σίγουρα δε σας λέει και πολλά πράγματα (βασικά μάλλον δε σας λέει τίποτα) ακριβώς όπως και σε εμένα.  Αν όμως βάλουμε στην άκρη το όνομα και σας θυμίσω τον φωνακλά μαλλιά Zed από την θρυλική πλέον σειρά ταινιών “Police Academy”, είμαι σίγουρη οτι το μυαλό σας θα πάει ακριβώς σε αυτόν τον τρελιάρη τύπο.  Ε λοιπόν αυτός ακριβώς ο τύπος είναι και ο σκηνοθέτης αυτής της εξίσου φωνακλάδικης και τρελιάρικης ταινίας.  Για τους δικούς της βεβαίως λόγους.
Ο Goldthwait είναι ένας γνωστότατος κωμικός εκεί στο Αμέρικα και για τον λόγο αυτό οι δουλειές του περιστρέφονται κυρίως γύρω από τηλεοπτικά show και εμφανίσεις (βλ. Jimmy Jimmel Live!), και λιγότερο γύρω από κινηματογραφικά δρώμενα, τα οποία παρόλα αυτά είναι υπαρκτά.  Για παράδειγμα το 2009 σκηνοθέτησε τον Robin Williams στη κωμικοδραματική ταινία “World’s Greatest Dad”, η οποία πραγματεύεται την ιστορία ενός καθηγητή ποίησης ο οποίος έπειτα από ένα εξευτελιστικό ‘ατύχημα’ που είχε ο γιος του, βλέπει τους δρόμους της δόξας, των χρημάτων και της διασημότητας να ανοίγουν μπροστά του.  Με την προϋπόθεση βέβαια να έχει πάντα στο νου του το πως έφτασε εκεί.
Το κωμικό παρελθόν, αλλά και παρόν του Goldthwait φαίνεται έντονο και στη σημερινή μας ταινία, αν και αυτό που γίνεται ξεκάθαρο από τη πρώτη στιγμή, είναι μάλλον μια ανάγκη για έντονη κριτική και καυτηριασμό του σύγχρονου, αμερικανικού ονείρου.  Και το θέμα είναι οτι πατώντας πάνω σε μια ταραντινίστικη μανία και σταρχιδισμό, το καταφέρνει περίφημα.

Αρχικά πρέπει να ξεκαθαρίσουμε το γεγονός οτι το “God Bless America” δεν αποτελεί μια υπερβολική ταινία, που προάγει τη βία, δεν σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και μπλα μπλα μπλα.  Δεν γίνεται να μιλήσουμε για υπερβολή και προσπάθεια του σκηνοθέτη να περάσει μισανθρώπινα μηνύματα, από τη στιγμή που ολόκληρο το σενάριό της βασίζεται σε αυτή ακριβώς.
Η υφέρπουσα υπερβολή και βία αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά της ταινίας, επειδή ομοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με την ίδια την καρδιά της αμερικανικής κοινωνίας.  Από το αδηφάγο star system, μέχρι την αμάθεια ή ημιμάθεια (δε ξέρω τι είναι χειρότερο) της νέας γενιάς, μέχρι την δίψα για δόξα, φωτογραφικά φλας, εξώφυλλα, και μια ζωή γεμάτη υλικά αγαθά που σε κάνουν πιο πλούσιο, αλλά και πιο empty inside, όλα ουρλιάζουν στο πρόσωπό μας πως το συγκεκριμένο ταινιάκι είναι ένα καυστικό κατηγορώ απέναντι σε όλα αυτά που είναι λάθος.  Μόνο που εδώ δεν πίπτει λόγος, αλλά ράβδος.  That’s all.
Και πάλι να πω κάπου εδώ οτι δεν έχω πρόθεση να μπω σε κάποια σύγκριση και να αναφερθώ στο ποιος την έχει μεγαλύτερη (την πνευματική αναπηρία ντε!), απλά πρόκειται να σχολιάσω τον τρόπο με τον οποίο επίσης επιλέγει να σχολιάσει ο σκηνοθέτης την ταινία του.  Γιατί στην ουσία γι’ αυτό πρόκειται: για έναν κοινωνικό σχολιασμό και μια ματιά, πάνω στη σύγχρονη ζωή του Αμερικανού πολίτη.  Καμία προπαγάνδα, κανένα κρυμμένο μήνυμα ή επικίνδυνη χολή απέναντι σε φύλλο, εθνικότητα, θρησκεία.  Όλοι μπαίνουν στο ίδιο καυτό τσουκάλι με βάση τις πράξεις τους.  Απλά, κατανοητά και ξεκάθαρα.

Δεν είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς στην ταινία του Goldthwait την παραβατική εικόνα των χαρακτήρων του Quentin Tarantino οι οποίοι αποτελούν τις περισσότερες φορές, τους συμπαθείς lawless χαρακτήρες της ταινίας.  Ακόμα και τα ονόματα των πρωταγωνιστών (Frank, Roxy), αλλά και ο τρόπος που δρουν, έχουν μια εσάνς από την τρελή crime δράση των ηρώων του Tarantino, αλλά και από αυτή των “Natural Born Killers” του Oliver Stone.
Αν και το γεγονός οτι ο καρκινοπαθής Frank και η ψαγμένη Roxy, επιδίδονται σε μια καθολική και ανελέητη εκτέλεση όλων αυτών που θεωρούν οτι κάνουν κακό στην κοινωνία (βάλτε και μερικούς θρησκόληπτους τύπους, ‘κυνηγούς’ ομοφυλοφίλων, τηλεπερσόνες που ξεκατινιάζονται στο γυαλί κ.α) σίγουρα δε μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει το γεγονός οτι ο σκηνοθέτης θέτει στο στόχαστρο και άτομα όπως το δολοφονικό μας δίδυμο.  Δεν επιλέγει δηλαδή να τους παρουσιάσει σαν ήρωες, σαν σύγχρονους απελευθερωτές του αμερικανικού πνεύματος, αλλά μάλλον τους παραχώνει στο ίδιο τσουβάλι μαζί με όλους αυτούς (και είναι πολλοί αυτοί) οι οποίοι έχουν καταντήσει έτσι το έθνος τους.  Συνεπώς οποιαδήποτε αντίδραση σχετικά με το περιεχόμενο της ταινίας (γιατί είμαι σίγουρη οτι εύκολα θα μπορούσε να υπάρξει) είναι μάλλον άτοπη, καθώς η κριτική στάση του Bobcat καλύπτει όλους τους χαρακτήρες της ταινίας.
Εξίσου χαρακτηριστική βέβαια είναι και η χιουμοριστική ματιά πάνω στα πράγματα, καθώς ακόμα και όταν οι δυο τους αφαιρούν τις ζωές των διαφόρων τύπων σωρηδόν, εντούτοις αυτό δε γίνεται με τρόπο μαφιόζικο και σοβαρό, αλλά καβάλα στη κατακίτρινη Chevrolet Camaro LT τους (αυτοκίνητο που άνετα θα φανταζόμουν σε ταινία του Tarantino) εξαπολύουν κατάρες, βρισιές και φυσικά τις δολοφονικές τους σφαίρες, γεμάτοι απόλαυση για τη ‘δουλειά’ τους.  Suck it bitches!

Η σκηνοθεσία θυμίζει έντονα ερασιτεχνική δουλειά ορισμένες στιγμές, και σίγουρα διαπνέεται από μια ντοκυμαντερίστικη διάθεση (πιθανότατα να ήταν μέσα στα ζητούμενα του Bobcat).  Οι σπλάτερ στιγμές δε λείπουν φυσικά (rip off οι ταινίες του Quentin) και όλη η διάθεση της ταινίας είναι μάλλον περιπαικτική, δημιουργώντας ένα μεγάλο ερώτημα …’what if?’ στους θεατές.
Οι ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστών είναι πολύ καλές και αναμφίβολα cult φύσεως.  O Murray είναι εντυπωσιακός, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του μονολόγου/συζήτησης που έχει με έναν συνάδελφό του στη δουλειά, οπού θυμίζει αρκετά την αντίστοιχη σκηνή του Norton, στο “25th Hour”.  Από την άλλη και η νεαρή Tara Lynne Barr είναι καλή, με εκφραστικότητα και βιτριολικές ατάκες.  Επίσης βοηθάει και το γεγονός οτι έχει περίεργη φάτσα και εύκολα μαντεύεις οτι από το μυαλό της περνούν ένα σωρό σάπιες ιδέες.
Το “God Bless America” είναι μια ταινία που περνάει το μήνυμά της ξεκάθαρα, μέσα από μια απόλυτα καυστική σκηνοθεσία και σενάριο.  Και στη τελική όλοι μας δεν έχουμε σκεφτεί λίγο πολύ να ‘σκοτώνουμε’ όσους με την-αντικειμενικά-απύθμενη ηλιθιότητά τους, μας την δίνουν κατ’ αυτόν τον τρόπο;  Απλά ο Bobcat επέλεξε να το οπτικοποιήσει το θέμα και αν με ρωτάτε το έκανε πολύ, πολύ καλά, δημιουργώντας ένα must see indie ταινιάκι.  Find it.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η ατάκα που λέει ο Frank στη πρώην γυναίκα του στο τηλέφωνο, είναι μακράν από τις καλύτερες που έχω ακούσει τελευταία σε ταινία, οτι έχουμε και μια αναφορά στο θρυλικό ζευγάρι Bonnie and Clyde και οτι τα πουκάμισα του Frank τα αγαπώ.

 No trivia

A l’interieur (a.k.a Inside): A disturbingly gory piece of movie

Χαιρετώ για ακόμη μια φορά και επί τη ευκαιρία, να πω και ένα welcome στα καινούρια μέλη του blog.  Γεια σας λοιπόν : ).  Λοιπόν σήμερα και εν αναμονή του “Prometheus” για το οποίο τρέφω ακόμα κάποιες ελπίδες οτι μπορεί και να φτάσει τις προσδοκίες μου, θα μιλήσουμε για ένα low budget ταινιάκι, γαλλικής παραγωγής για το οποίο πρέπει να προειδοποιήσω από τώρα. Όσοι δεν αρέσκεστε στα μακάβρια horror films, τις έντονα slash στιγμές και το αίμα που ρέει άφθονο, δεν έχετε κανέναν απολύτως λόγο να συνεχίσετε να διαβάζετε την κριτική.  Οχι τίποτα άλλο, αλλά μπορεί μετά να μπείτε στον πειρασμό, να την δείτε και μετά να με κατηγορείτε που δε θα μπορείτε να κλείσετε μάτι το βράδυ : P.  Για να εξηγούμαστε λοιπόν, το “Inside” δεν είναι μια ταινία για ευαίσθητα στομάχια και καρδιές, so όσοι δεν αντέχετε, stay away!



H Sarah (Alysson Paradis) είναι μια νεαρή γυναίκα που εμπλέκεται σε ένα τραγικό, αυτοκινητιστικό δυστύχημα, το οποίο κοστίζει την ζωή του συζύγου της.  Η ίδια όντας έγκυος, τραυματίζεται σοβαρά, αλλά όπως όλα δείχνουν λίγο αργότερα, τόσο η δική της κατάσταση, όσο και αυτή του μωρού της, βαίνουν καλώς.  Όταν τελικά η Sarah φύγει από το νοσοκομείο, έπειτα και από τις τελευταίες εξετάσεις σχετικά με την εγκυμοσύνη της, θα επιστρέψει στο σπίτι, οπού θα αναγκαστεί να υπομείνει στωικά την μοναξιά της, μέχρι και την επόμενη μέρα δηλαδή, η οποία είναι και η καταληκτική ημερομηνία γεννήσεως του μωρού.
Η ηρωίδα εγκλωβισμένη ανάμεσα στο παρελθόν και τις φωτογραφικές της αναμνήσεις, θα αποφασίσει να περάσει μόνη την παραμονή των Χριστουγέννων, μη γνωρίζοντα για το κακό που καραδοκεί, υπό τη μορφή μιας μυστηριώδους, μαυροντυμένης γυναίκας (Beatrice Dalle).  Αυτή η άγνωστη γυναίκα θα της χτυπήσει την πόρτα ζητώντας της βοήθεια, για το αυτοκίνητό της που χάλασε λίγο παραπέρα, απαιτώντας να την αφήσει να μπει μέσα στο σπίτι.  Όταν η Sarah αρνηθεί, εκείνη θα κάνει ότι περνάει από το χέρι της, προκειμένου να μπει μέσα και να της αρπάξει ότι πολυτιμότερο έχει: το αγέννητο παιδί της…

Το δίδυμο των σκηνοθετών της ταινίας, Alexandre Bustillo και Julien Maury, δεν έχουν κάνει τίποτα περισσότερο στα κινηματογραφικά δρώμενα, πέρα από το “Α l’interieur” και ένα ακόμη horror flick, το “Livid” (2011).  Παρά το γεγονός όμως οτι δεν έχουν να μετρήσουν ένα κάποιο σκηνοθετικό (και σεναριογραφικό) background, καταφέρνουν εδώ να δημιουργήσουν μια ταινία τρόμου, απίστευτης αγριότητας και ωμότητας, από αυτές που μένουν αναμφίβολα για πάντα κολλημένες στο μυαλό σου.  Θες δε θες.
Και μόνο το γεγονός οτι θέτεις ως πρωταγωνίστρια της ταινίας σου, μια εγκυμονούσα γυναίκα, η οποία καλείται να αντιμετωπίσει φρικιαστικές καταστάσεις, είναι από μόνο του σοκαριστικό, αφού κακά τα ψέματα υποτίθεται οτι η περίοδος κατά την οποία μια γυναίκα κυοφορεί, είναι την ίδια στιγμή η πιο δύσκολη, αλλά και η πιο όμορφη περίοδος της ζωής της.
Ερμηνευόμενο έτσι, θα μπορούσαμε σίγουρα να προσδώσουμε μια εντελώς διαφορετική διάσταση, στην καθαρά gory αισθητική που ήθελαν να δώσουν οι σκηνοθέτες, και να το προχωρήσουμε λίγο παραπέρα, λέγοντας οτι το “Inside” είναι μια αλληγορία απέναντι στις δυσκολίες, τους πόνους και τις σκαμπανευαστικές αλλαγές διάθεσης,  που πολλές φορές μπορεί να υποστεί το σώμα και η ψυχολογία μιας γυναίκας.  Όταν μάλιστα μιλάμε και για μια η οποία έχει χάσει τον άνδρα της σε τροχαίο, ένα τροχαίο για το οποίο όπως όλα δείχνουν εκείνη έφταιγε, αναγκασμένη να μεγαλώσει ένα παιδί που θα της τον θυμίζει μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο, τότε γίνεται κάτι παραπάνω από ξεκάθαρο πως αν οι δημιουργοί είχαν έστω και αφηρημένα αυτή τη διάσταση στο μυαλό τους, και πάλι επιτυχημένη θα ήταν.

Πολλά από τα στοιχεία της ταινίας, μαρτυρούν την ρεαλιστική, αλλά και την ίδια στιγμή, μεταφορική διάσταση της ταινίας, αφού μπορεί τελικά να καταλήγουμε σε ένα ταινιάκι τρόμου, με-υπέρ του δέοντος αν με ρωτάτε-σκηνές ξεντεριασμάτων, πολτοποιημένων κεφαλιών, σκισμένης, ανθρώπινης σάρκας και ενός αιμάτινου ποταμιού που κατακλύζει το σπίτι, αλλά η πορεία μέχρι εκεί, σου αφήνει μια ιδιαίτερη επίγευση, σχετικά με το τι στο καλό τρέχει τέλος πάντων σε αυτό το σπίτι του τρόμου.  Κάπου εδώ κρατείστε οτι ο αριθμός του σπιτιού είναι 666.  Χμμμ…
Είτε θέλοντας να προσδώσουν μια διάσταση σχιζοφρενικής πραγματικότητας, είτε πνευματικού σουρεαλισμού (σίγουρα σε κάποια φάση θα αναρωτηθείτε εάν η μαυροντυμένη γυναίκα είναι φάντασμα), οι σκηνοθέτες έχουν κατασκευάσει μια άνευ προηγουμένου, Κόλαση επί της Γης μέσα σε ένα σπίτι.  Και αυτό είναι από μόνο του εξαιρετικό κατόρθωμα για μια ταινία τρόμου, ενός είδους δηλαδή που τις περισσότερες φορές αναλώνεται σε κλασικά, τρομολαγνικά μοτίβα χωρίς ιδιαίτερα νοήματα.

Μέσα σε ένα απόλυτα κλειστοφοβικό περιβάλλον, η πρωταγωνίστρια πρέπει να σώσει το μωρό της και έπειτα τον εαυτό της, και αν αυτό σας φαίνεται παράδοξο (δε πρέπει πρώτα η μανούλα να είναι καλά, προκειμένου να είναι και το μωράκι; duh), μπορεί όντως και να είναι, αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν είναι έτσι ακριβώς η αίσθηση που μας δίνεται από τη Sarah.
Από την άλλη πλευρά και πέρα από τις παραπάνω εικασίες που μπορεί να κάνει κανείς, σχετικά με την πραγματική φύση της ταινίας (πραγματικότητα-μεταφυσικότητα-μεταφορά), προσωπικά μου ήρθε στο μυαλό μια ακόμη παρακολουθώντας την ταινία.  Και αν η απειλητική γυναίκα είναι η εξωτερίκευση και η προσωποποίηση της καταθλιπτικής, εσωτερικής φύσης της Sarah;  Και αν η ίδια φορτωμένη από τις τύψεις για τον θάνατο του άντρα της, αποφασίσει με αυτόν τον τρόπο να αυτοτιμωρηθεί και τελικά να εξιλεωθεί;  Θα μπορούσε.  Κανείς δε μας λέει οτι κάτι τέτοιο δε θα ήταν πιθανό.  Και πάλι όμως έρχονται τα υπόλοιπα στοιχεία της ταινίας τα οποία αρχίζουν να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους (διάφοροι ήρωες, λόγια και αναμνήσεις) που τείνουν προς μια πιο ρεαλιστική κατεύθυνση.  Αλλά και πάλι δε μπορείς να είσαι απόλυτα σίγουρος…
Αν θα έπρεπε να το προσδιορίσω, θα έλεγα πως το “A l’interieur” δε φτάνει τις αξιώσεις και το φιλοσοφικό υπόβαθρο του “Martyrs”, μιας άλλης γαλλικής παραγωγής, την οποία όταν είχα δει για πρώτη φορά με είχε ‘πυροβολήσει’ κατευθείαν στο κεφάλι.  Παρόλα αυτά, αν και η απουσία ενός βαθύτερου νοήματος είναι εμφανής (στη τελική δε χρειάζεται κάθε horror movie να έχει και κάποιο νοηματικό υπόβαθρο, γι’ αυτό και λέγεται horror movie), η απαραίτητη ατμόσφαιρα δημιουργείται χάρη στις φρικαλέες ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστριών, της απρόσμενα στιλιζαρισμένης σκηνοθεσίας και της εντελώς ‘άσχετης’ μουσικής επένδυσης, που όμως της ταιριάζει τόσο πολύ.



Είναι γεγονός πως τα τελευταία χρόνια, ο γαλλικός κινηματογράφος ακολουθεί μια αξιοθαύμαστη άνοδο, σε διάφορα κινηματογραφικά είδη και αυτό ακριβώς βλέπουμε και εδώ.
Μπορεί στην ουσία να μιλάμε για μια αιματοβαμμένη ταινία τρόμου, παρόλα αυτά οι δημιουργοί δεν έχουν αφήσει στην άκρη το κομμάτι της σκηνοθεσίας.  
Τα μουντά, παγωμένα χρώματα, η ρέουσα κίνηση της κάμερας και τα ημιφωτισμένα κάδρα, κερδίζουν extra πόντους για χάρη της ταινίας, και σε καθηλώνουν ακόμα περισσότερο στη θέση σου.  Το δε πλάνο στο οποίο κάνει την εμφάνισή της η Γυναίκα μέσα στο σπίτι, είναι μακράν ένα από τα καλύτερα και πιο τρομακτικά που έχω δει ποτέ σε κάποιο film.
Τα πάντα, από το σενάριο και τη σκηνοθεσία, μέχρι τον…καιρό, την τοποθεσία του σπιτιού και το ίδιο το εσωτερικό του, ουρλιάζουν για το σαδιστικό κακό που έρχεται, και η άχλη μέσα στην οποία είναι βουτηγμένο το σπίτι, το κάνει να μοιάζει σαν να είναι βγαλμένο από άλλη διάσταση.  Και μπορεί να είναι τελικά.
Εκτός όμως από τα κατεξοχήν τεχνικά στοιχεία, ενδιαφέρον έχουν και οι ατάκες των ηθοποιών οι οποίες τις περισσότερες φορές αποτελούν στοιχείο προϊκονομοίας.  Για παράδειγμα λίγο πρίν φύγει η Sarah από το νοσοκομείο, μια περίεργη νοσοκόμα την ενημερώνει σχετικά με το πόσο δύσκολή είναι η πρώτη γέννα, το πρώτο παιδί, λέγοντας της χαρακτηριστικά πως είναι “…fucking hell”.  Έπειτα γινόμαστε μάρτυρες, αυτού ακριβώς, αν και σε μια πολύ, πολύ πιο hardcore εκδοχή του…
H ερμηνεία της Paradis (αδελφή της γνωσότερης Vanessa) είναι εξαιρετική.  Βουτηγμένη στην κατάθλιψη και τη μοναξιά, υποδύεται τον ρόλο της υπέροχα, και με μια μακάβρια εμμονή, προκειμένου να σώσει το παιδί της.  Από την άλλη, η Dalle είναι αναμφίβολα αυτή που κλέβει την παράσταση.  Ασχημούλα και επικίνδυνη, σαν αγρίμι σε κλουβί, ουρλιάζει, σκοτώνει και βάζει μπροστά τα ζωώδη της ένστικτα, προκειμένου να πάρει αυτό που θέλει.
Τέλος νομίζω αξίζει και μια αναφορά στην μουσική επένδυση, η οποία πάει εντελώς κόντρα στην σκληρή υπόθεση της ταινίας.  Μελιχτάλαχτη, γλυκιά και σχεδόν σαν νανούρισμα (χμμμ…) έρχεται και επισφραγίζει αυτή τη ταινία, η οποία μπορεί να μην είναι χωρίς τις υπερβολές και τις ‘τρύπες’ της, είναι όμως σίγουρα μια εμπειρία για…δυνατούς λύτες.  Δείτε την μόνο με δική σας πρωτοβουλία.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι τα πλάνα του μωρού στη κοιλιά, παραπέμπουν στο videoclip των Massive Attack, ‘Teardrop’, οτι η σκηνή στη σκάλα δε γίνεται να ξεχαστεί ποτέ πια από το μυαλό μου και οτι οι αστυνομικοί, είναι μερικοί από τους πιο ηλίθιους που έχω δει ποτέ σε ταινία.




No trivia

Notre Jour Viendra (a.k.a Our Day Will Come): Α f*ucking hard road trip

Χαιρετώ και πάλι!  Καλή εβδομάδα σε όλους και καλές κινηματογραφικές νύχτες να έχουμε.  Τώρα μάλιστα που μπήκε και ο Ιούνιος και θα ξεκινήσουν πια και επίσημα, τα καλοκαιρινά blockbusters-και οχι μόνο-ετοιμαστείτε για μερικές από τις πιο όμορφες βραδιές.  Ήδη τη Πέμπτη θα ξεκινήσουμε με το πολυαναμενόμενο “Prometheus”, και θα συνεχίσουμε την αμέσως επόμενη εβδομάδα με το τόσο fell good ταινιάκι του Anderson, “Moonrise Kingdom”.  Διάθεση να έχουμε.  Σήμερα θα περάσουμε σε λίγο πιο σκοτεινά και σκληρά μονοπάτια, με τη ταινία “Notre Jour Viendra”.  Let’s see…

O Remy (Olivier Barthelemy) είναι ένας νεαρός ο οποίος αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα, τόσο στο σχολείο όπου δέχεται τον εμπαιγμό των συμμαθητών και συναθλητών του, επειδή είναι ένας κλασικός ginger head, όσο και στο σπίτι οπού οι καυγάδες με την αποξενωμένη μητέρα και την έφηβη αδελφή του, αποτελούν απλά καθημερινό φαινόμενο.  Ο Remy μοιάζει με θηρίο στο κλουβί, και το βίαιο ξέσπασμά του δε θα αργήσει να συμβεί, όταν ‘τα βάλει’ με τις δυο γυναίκες μέσα στο σπίτι, τα μαζέψει και φύγει.  Τότε για καλή του; τύχη θα συναντηθεί με τον Patrick (Vincent Cassel) έναν ψυχίατρο, ο οποίος αντιμετωπίζει και αυτός τα δικά του θέματα εξαιτίας της δουλειάς, και της-κατά όπως όλα δείχνουν-ανισόρροπης φύσης του.  Όντας ginger head και ο ίδιος, θα προσπαθήσει να πάρει υπό την προστασία του τον Remy και να γίνει ο μέντοράς του σε ένα road trip κρυμμένης σεξουαλικότητας, βίας και σταρχιδισμού.  Όταν μάλιστα ο Remy δει μια διαφημιστική καμπάνια για την Ιρλανδία, τίγκα σε μια κοκκινομάλικη οικογένεια, θα κάνει στόχο της ζωής του, να μεταβεί εκεί, σε μια χώρα που ποτέ ξανά δε θα νοιώσει τον εξευτελισμό, εξαιτίας του χρώματός των μαλλιών του.  Το ταξίδι ξεκινά και οι δυο τους βιώνουν απρόβλεπτες καταστάσεις, που μπορεί να σημαίνουν τα πάντα.  Μπορεί όμως και να μη σημαίνουν απολύτως τίποτα…

To “Notre Jour Viendra” αποτελεί την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Romain Gavras, γιου του πολύ γνωστού και βραβευμένου με Oscar Κώστα Γαβρά.
Τελευταία κυκλοφόρησε μάλιστα και το νέο video clip του νεαρού σκηνοθέτη, “No Church In The Wind”, των Jay Z και Kanye West, στο οποίο βλέπουμε την ανελέητη βία ανάμεσα σε μια ομάδα ‘επαναστατών του δρόμου’ και της αστυνομίας.  Αναμφίβολα θυμίζει έντονα τις καταστάσεις που λίγο πολύ βιώνουμε εμείς στην Ελλάδα κάθε χρόνο και ομολογουμένως αποτελεί ένα εντυπωσιακό και βίαια ωμό κομμάτι μουσικής τέχνης.
Κάπως έτσι είναι και η γαλλικής παραγωγής ταινία, με πρωταγωνιστή τον Vincent Cassel σε έναν ρόλο τον οποίο έχουμε επανειλημμένως συνηθίσει να βλέπουμε.  Είτε πρόκειται για το “La Haine” (1995), είτε για τον εξίσου ανατρεπτικό και ιδιαίτερο ρόλο του στο κρονενμπεργκ-ικό “Eastern Promises” (2007), είτε για τις εντυπωσιακές του ερμηνείες στις ταινίες “Mesrine: Killer Insinct” (2008) και “Mesrine: Public Enemie #1” (2008) που αποτελούν την συνέχεια στην ουσία, την ίδιας ιστορίας, ο Cassel έχει τη δυνατότητα να υποδύεται πάντα ρόλους προκλητικούς, έξω από καλούπια και κλασικά μοτίβα, κινούμενος τις περισσότερες φορές σε καταστάσεις παραβατικής συμπεριφοράς και κοινωνικής περιθωριοποίησης.  Και στη συγκεκριμένη ταινία, το κάνει για ακόμη μια φορά εξαιρετικά.

Η ταινία πραγματεύεται την ιστορία ενός πιτσιρικά που επίσης παίζει στο μη αποδεκτό τμήμα της κοινωνίας και του κόσμου γενικότερα.  Το γεγονός οτι δέχεται την καζούρα των υπολοίπων εξαιτίας του κόκκινου μαλλιού του, είναι απλά ένας παραπάνω λόγος, προκειμένου εμείς ως θεατές τα ταχθούμε υπέρ των όποιων αντιδράσεών του, καθώς προφανέστατα αυτό που παρακολουθούμε είναι μια κατάφωρη αδικία.  Και τι φταίει δηλαδή ο Remy που γεννήθηκε κοκκινομάλλης;  Ποιο το πρόβλημα τέλος πάντων;  Το πρόβλημα είναι πως ακόμα και αν δεν ήταν κοκκινομάλλης, θα μπορούσε να ήταν εύσωμος (όπως ένας συναθλητής που δέχεται την κοροϊδία εξαιτίας των κιλών του), έγχρωμος, καλός μαθητής και τόσα άλλα, από αυτά που πυροδοτούν τις άνευ λόγου αντιδράσεις της εκάστοτε σχολικής και τελικά κοινωνικής κλίκας, ή ‘κάστας’.
Όταν μπαίνουν στη μέση τέτοιου είδους θέματα, γίνεται επίσης κατανοητό το πόσο εύκολο είναι κανείς να αγκιστρωθεί από τον οποιοδήποτε, ο οποίος θα δείξει ένα ενδιαφέρον για το πρόβλημά του και για το τι περνάει.  Αυτό ακριβώς γίνεται ξεκάθαρο από την πρώτη στιγμή και από τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η συνάντηση των δυο πρωταγωνιστών.  Απλά, ξεκάθαρα και γρήγορα.

Αν κάτι χαρακτηρίζει την ταινία είναι η έντονη αίσθηση της αναρχίας και του οτινανισμού, καθώς οι ήρωες δεν φαίνεται να έχουν κάποιον πραγματικό στόχο, ακόμα και αν όνειρο πια του Remy είναι να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ιρλανδία.
Το road story κομμάτι της ταινίας, παίρνει κάθε στιγμή ενδιαφέρουσα τροπή μέσα από τη συνάντηση με διαφορετικούς χαρακτήρες, άντρες, γυναίκες, αλλά και παιδιά.  Ο Remy και ο Patrick μοιάζουν να μη δίνουν δεκάρα για κανέναν άλλον πέρα από τους εαυτούς τους και πολλές φορές ούτε καν και γι’ αυτούς.
Η προσπάθεια του Cassel ως ψυχίατρου-αρχικά- και ως ενός ατόμου που συμπάσχει και πάσχει μαζί με τον πιτσιρικά, είναι ταυτόχρονα προβληματική, αλλά και μια σχέση αγάπης και μίσους, και αυτό είναι ιδιαιτέρως περίεργο, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς οτι οι δυο τους γνωρίζονται ελάχιστα.  Παρόλα αυτά το κοινό στοιχείο που τους ενώνει και τους οδηγεί, είναι μια βαθιά απέχθεια σε κάθε τι κοινωνικό και σε οτιδήποτε ανθρώπινο.  Ακόμα και η σχέση τους με τις γυναίκες φαίνεται πως είναι μια σχέση κοροϊδευτική, ακριβώς όπως αυτές που και οι δυο τους έχουν βιώσει στη ζωή τους.  Τις χρησιμοποιούν και έπειτα τις πετάνε στον κάλαθο τον αχρήστων, και πως δε θα μπορούσαν άλλωστε από τη στιγμή που οι ζωές τους είναι αυτό ακριβώς που λέμε fucked up.
Η αλήθεια είναι πως η χρήση βίας απέναντι στον Remy είναι ελάχιστη (μπορεί και ανύπαρκτη), ενώ για τον Patrick δε μαθαίνουμε ποτέ πραγματικά.  Αν λοιπόν σκεφτεί κανείς πως εκείνοι ξεπληρώνουν τον κόσμο για το ‘κακό’ που τους έχει κάνει, μέσω των βανδαλισμών και της άσκοπης βίας, τότε γίνεται εμφανές πόσο εύκολα μπορεί κανείς να οδηγηθεί σε αυτήν, ακόμα και αν υπόκειται σε έναν διαρκή ψυχολογικό πόλεμο.  Το γεγονός οτι η σωματική βία δεν χρησιμοποιείται πάνω τους, δε σημαίνει οτι και εκείνοι δε μπορούν να τη χρησιμοποιήσουν ως όπλο απέναντι σε έναν κόσμο που τόσο πολύ τους χρησιμοποίησε, τους εξευτέλισε, τους πλήγωσε.

Αυτή η ωδή στην άναρχη φύση του ανθρώπου, ακολουθείται από την ιδανική κινηματογράφηση του Gavras ο οποίος βάζει στο μπλέντερ του μια μουντή χρωματική παλέτα, ένα πλασματικό σενάριο (δε μας νοιάζει και πολύ το ‘γιατί’, το ‘πως’, ή το ‘πότε’, καθώς αυτό που έχει σημασία είναι μονάχα η έτσι κι αλλιώς ύπαρξη ενός φαινομένου που ονομάζεται “bullying).
Η κάμερά του είναι ως επί το πλείστον στραμμένη στα πρόσωπα και τις ενέργειες των δυο ηρώων, οι οποίοι ακολουθούν μια δική τους, μοναχική πορεία μέσα στον κόσμο των σωστών και κοινωνικά αποδεκτών νορμών, αλλά και εξωτερικών χαρακτηριστικών των ανθρώπων.
Κάπου στο τέλος βέβαια και αυτοί μοιάζουν να αποποιούνται την ταυτότητά τους, ξυρίζοντας τα κεφάλια και μοιάζοντας με αλλόφρονες νεο-ναζί.  Και έτσι όμως η road movie διάθεση του Gavras είναι εμφανέστατη, με το δίδυμο να τρέχει προς ένα αβέβαιο μέλλον και μια ζωή που μάλλον δεν είναι εκεί για να τους περιμένει.
Ωμό και δυναμικό, αλλά και με κάποια σημάδια κοιλιάς, το “Notre Jour Viendra” είναι μια ταινία για τα όνειρα που δε θα γίνουν πραγματικότητα ποτέ, την ανάγκη του να είσαι αποδεκτός, αλλά και αυτή της συντροφικότητας και της κατανόησης.  Όπως κι αν εκφράζονται αυτές.  Με έναν εξαίρετο Cassel και τη μυρωδία από τους βρώμικους δρόμους να φτάνει θαρρείς στα ρουθούνια σου, είναι σίγουρα μια ταινία για ανοιχτά μυαλά.  Τολμήστε την.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το τόξο είναι τόσο uber cool όπλο, οτι η φαντασίωση εύκολα μετατρέπεται σε εν δυνάμει εφιάλτη, ιδιαίτερα για το δικό μας φύλλο, και οτι ακόμα και αυτές που έχουν τεράαααστια οπίσθια, έχουν μια ευκαιρία να παίξουν σε ταινία.  Για όλους έχει ο Θεός!

No trivia

Bug: First they sent their drone. Then they found their queen…

Γεια σας γεια σας και καλό μήνα σε όλους!!  Επιτέλους και λίγος ήλιος ρε παιδί μου, άντε και καλά μας μπάνια!  Παρασκευούλα σήμερα, και ήδη από χθες έχουν βγει στους κινηματογράφους μια σειρά από νέες ταινίες, με το “Snow White and the Huntsman” να κρατάει τα ηνία.  Ανάμεσα σε άλλες μπορείτε να διαλέξετε το, “Τhe Whistleblower” με τη Rachel Weisz, ένα κοινωνικό δράμα που αφορά το θέμα της σωματεμπορίας, το “The Raven” με τον John Kusack, ένα σκοτεινό θρίλερ εποχής, που όμως δε λέει και πολλά, καθώς και το “4ever” τη ταινία του δικού μας Γιώργου Πυρπασόπουλου, το οποίο και αυτό δεν έχει πάρει και τις καλύτερες κριτικές.  Για όσους προτιμούν θερινό σινεμαδάκι και κλασικές ταινίες, υπάρχει και το “Key Largo” με τους Humphrey Bogart και Luaren Bacall, καθώς και η πολυαγαπημένη “Casablanca” η οποία γιορτάζει φέτος τα 70 της χρόνια από την παρθενική της εμφάνιση το 1942, οπότε όσοι έχετε όρεξη για Χολυγουντιανή ρομαντζάδα και ατάκες που έχουν γράψει ιστορία, επιλέξτε την.  Και ας περάσουμε τώρα και στα δικά μας.  “Bug”…

H Agnes (Ashley Judd) είναι μια μοναχική γυναίκα που ζει σε ένα βρώμικο motel, κάπου στην Οκλαχόμα.  Η ζωή της εκτυλίσσεται ανάμεσα στο τοπικό μπαρ, στο οποίο και εργάζεται ως σερβιτόρα, και το καταθλιπτικό της δωμάτιο, στο οποίο μένει κλεισμένη με τις ώρες, πίνοντας και σνιφάροντας κοκαΐνη.  Η μοναδική της φίλη είναι η R.C (Lynn Collins) η οποία εργάζεται μαζί της.  Η Αgnes είναι μια γυναίκα που κουβαλάει στις πλάτες της ένα μεγάλο βάρος, παρέα με αυτό του πρώην συζύγου της, ο οποίος αρεσκόταν να απλώνει τα χέρια του πάνω της, περισσότερο από όσο επιτρεπόταν.  Όταν μια μέρα η R.C φέρει στο δωμάτιο της Agnes έναν άγνωστο άντρα, τον Peter (Michael Shannon) σε μια προσπάθεια να κάνει την φίλη της να βγει πια από το καβούκι της, η Agnes θα βρει στο πρόσωπό του την συντροφιά που ενδόμυχα αναζητούσε.  Οι δυο τους θα γίνουν αχώριστοι και το παρηκμασμένο motel, η προστατευτική τους ‘φωλιά’.  Στη προκειμένη περίπτωση μάλιστα, η λέξη ‘φωλιά’ έχει μεγαλύτερη σημασία από ότι θα τολμούσαν οι δυο τους να σκεφτούν αρχικά, καθώς σιγά σιγά θα ανακαλύψουν οτι το δωμάτιο έχει μολυνθεί από ζωύφια.  Το ζευγάρι θα αρχίσει σταδιακά να μπερδεύει τη πραγματικότητα με τις ψευδαισθήσεις, και η παράνοια θα τους οδηγήσει στα άκρα.  Ή μήπως είχαν από την αρχή δίκαιο για την ύπαρξη των φωλιάς των ‘bugs’ τα οποία αργά αργά τους κατατρώνε;

Ο σκηνοθέτης της ταινίας William Friedkin, είναι ένας παλιός μας γνωστός, ο οποίος κάνει δυναμικό comeback αυτόν τον χρόνο, με την ταινία του “Killer Joe” και πρωταγωνιστές τους Matthew McConaughey, Emile Hirch, Juno Temple και Gina Gershon.  Αντικειμενικά το “Killer Joe” φαίνεται μια εντελώς fun ταινία, με μπόλικες δόσεις τρέλας και στυλιζαρισμένης βίας από τον McConaughey, που φαίνεται να έχει βρει πια τον δρόμο των καλών ρόλων (τσεκάρετε και το “Mud” του σκηνοθέτη του “Take Shelter”-οποία έκπληξης- Jeff Nichols, και θα καταλάβετε τι εννοώ).  Και αν ακόμα ψάχνετε το κλασικό background του Friedkin, να σας θυμίσω πως είναι αυτός που σκηνοθέτησε μια από τις καλύτερες ταινίες τρόμου όλων των εποχών, το “The Exorcist” (1973).
Ο ίδιος βραβευμένος και με Oscar Καλύτερου Σκηνοθέτη, για τη ταινία “The French Connection” (1971), μοιάζει να έχει ακολουθήσει μια πιο low profile πορεία όλα αυτά τα χρόνια, με μέτριες, έως καλές ταινίες οι οποίες όμως δεν έγιναν ποτέ τεράστιες επιτυχίες, όπως το “Rules of Engagement” (2000) και το “The Hunted” (2003).
Παρόλα αυτά το “Bug” προσωπικά θα το έβαζα πολύ ψηλά στις δουλειές του, καθώς καταφέρνει με πολύ έξυπνο τρόπο να συνδυάσει τόσο την ψυχολογική κατάσταση και συγκεκριμένα αυτή που αγγίζει τα όρια της σχιζοφρένειας, ενός ανθρώπου, όσο και του εντεινόμενου φόβου σχετικά με την τεχνολογία, τις θεωρίες συνωμοσίας και ενός σωρού άλλων θεμάτων που οδηγούν τον σύγχρονο άνθρωπο στα όρια της τρέλας.

Αρχικά ο ευφυέστατος τρόπος που χρησιμοποιείται η λέξη, ‘bug’ είναι αυτός που στην ουσία υποκινεί ολόκληρη την υπόθεση της ταινίας.  Το bug μπορεί να σημαίνει την ίδια στιγμή έντομο, μπορεί να δηλώνει κάποιο μικρόβιο, μπορεί όμως να παραπέμπει και στους κοριούς, όχι τους κανονικούς, αλλά αυτούς που χρησιμοποιούνται στην παρακολούθηση κάποιου και αποτελούν φυσικά προϊόν της τεχνολογικής προόδου.
Το πολύ ενδιαφέρον στην συγκεκριμένη ταινία είναι πως ο Friedkin σε παρασύρει σιγά σιγά σε μια κατάσταση στην οποία δεν ξέρεις τι από τα παραπάνω ισχύει, αφού οι ήρωες βασανίζονται από την ιδέα ύπαρξης ενός bug, το οποίο μπορεί να είναι κάτι από τα τρία, και τα τρία μαζί, ή και τίποτα από αυτά.  Τη μια στιγμή η υποτιθέμενη ύπαρξη ενός ζωυφίου ταράζει τον Peter που αρχίζει να…ξύνεται και να πληγιάζει ολόκληρο το σώμα του, την άλλη στιγμή αναζητά το υποτιθέμενο bug-μικρόβιο στο αίμα του, και αμέσως μετά οι συνωμοσιολογικές του ιδέες αρχίζουν να τον κατακλύζουν, σκεπτόμενος πως τόσο ο ίδιος όσο και η Agnes παρακολουθούνται από άτομα του FBI, CIA και δε συμμαζεύεται.
Βεβαίως για να δοθεί μια ακόμα πιο επαρκής προσέγγιση στην προσωπικότητα του Peter (ο οποίος μοιάζει να έχει φέρει την ιδέα των bugs στο δωμάτιο της Agnes, παρασύροντάς την μαζί στην ολοένα και αυξανόμενη αλλοφροσύνη του), πληροφορούμαστε από τον ίδιο σχετικά με το στρατιωτικό του παρελθόν, κατά το οποίο είχε υπάρξει έρμαιο στα χέρια επιστημόνων, οι οποίοι του έκαναν ένα σωρό πειράματα, προκειμένου να δοκιμάσουν φάρμακα που θα μπορούσαν να κοντρολάρουν τους στρατιώτες στον πόλεμο.  Εμείς σαν θεατές ποτέ δε μπορούμε να επιβεβαιώσουμε ή να απορρίψουμε στα σίγουρα την ιστορία του Peter, όμως τα πράγματα δηλώνουν οτι η πιο λογική εξήγηση θα μπορούσε να είναι η ταραγμένη, διανοητική κατάσταση του ήρωα.  Και δυστυχώς σε αυτή παρασύρει και την Agnes.

Βλέποντας κανείς το “Bug” παρατηρεί οτι ολόκληρη η ταινία διαδραματίζεται μέσα στο δωμάτιο του motel, και πως δε θα μπορούσε άλλωστε από τη στιγμή που το σενάριό της βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικού του συνεργάτη του Friedkin, Tracey Letts.  O Letts έγραψε εδώ και το σενάριο για την ταινία, ενώ συνεργάζεται για ακόμη μια φορά με τον σκηνοθέτη και στο “Killer Joe”.
Το γεγονός οτι όλη η δράση εκτυλίσσεται μέσα στο δωμάτιο, βοηθάει στη δημιουργία ενός απόλυτα κλειστοφοβικού κλίματος, το οποίο πνίγει κυριολεκτικά τους δυο ήρωες και δε τους αφήνει να πάρουν ανάσα, μέχρι και το τέλος της ταινίας.
Η παράνοιά τους χτίζεται κλιμακωτά, και ο Friedkin αποδεικνύει με ζοφερό τρόπο το πόσο εύκολα μπορεί κανείς να παρασύρει έναν άλλο άνθρωπο στη τρέλα του, όταν το έδαφος είναι πρόσφορο.  Στη προκειμένη περίπτωση η μοναξιά, το βεβαρημένο παρελθόν και η απελπισία της Agnes αποτελούν τις ‘καλύτερες’ προϋποθέσεις, προκειμένου ο Peter να την εμπλέξει στον δικό του-όπως όλα δείχνουν-παραισθησιογόνο και τρομακτικό κόσμο.
Η διαρκής αμφισβήτηση από εμάς τους θεατές, σχετικά με το εάν όντως υπάρχει πρόβλημα μόλυνσης στο δωμάτιό τους, ή αν όλα αυτά βρίσκονται απλά στη σφαίρα της φαντασίας τους, έρχεται μόνο φυσικά από την πορεία της ιστορίας, που πότε ακολουθεί μια καθόλα ρεαλιστική προσέγγιση και πότε ξεφεύγει εντελώς, μόνο για να μας αποδείξει οτι ο Peter αποτελεί τελικά καμένο χαρτί.  Εξάλλου ας μη ξεχνάμε πως και στη πραγματικότητα πολλά άτομα τα οποία πάσχουν από ψευδαισθήσεις και παρουσιάζουν συμπτώματα σχιζοφρένειας, πληροφορούν τους γιατρούς τους σχετικά με την ύπαρξη ύπουλων εντόμων που σέρνονται κάτω από το δέρμα τους…Χμμμ…

Οι ερμηνείες του πρωταγωνιστικού ζευγαριού είναι απλά απόλυτα mind blowing.
Η Ashley Judd είναι υπέροχη και θυμίζει πολύ τον χαρακτήρα της Charlize Theron στη ταινία “Monster”.  Γερασμένη, ταλαιπωρημένη και βασανισμένη, είναι μια γυναίκα που αναζητά να κρατηθεί από οποιονδήποτε και οτιδήποτε και για κακή της τύχη κάπου εκεί εμφανίζεται ο Peter.
O Shannon αποτελεί για εμένα έναν από τους καλύτερους ηθοποιούς που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στο Hollywood καθώς το εύρος της ερμηνευτικής του δεινότητας, είναι πραγματικά εντυπωσιακό.  Όπως ακριβώς απέδειξε οτι μπορεί να κρατήσει μια ολόκληρη ταινία στη πλάτη του, με τον συγκλονιστικό του ρόλο στο πρόσφατο “Take Shelter” (grande αδικία η απουσία του από τα Oscars) έτσι και εδώ φαίνεται πως κρατάει καλά τα ηνία κάθε ψυχασθενικού ρόλου που μπορεί να του ανατεθεί.  Τρελό βλέμμα, αλλοπρόσαλλη, τρομακτική συμπεριφορά και πληθωρική παρουσία, είναι τα χαρακτηριστικά που καθιστούν τον Shannon, απλά αξεπέραστο.
Το “Bug” είναι ένα καλοσκηνοθετημένο θρίλερ δωματίου, που σε βάζει να μια διαδικασία να σκεφτείς ‘what if?…’.  Σοκαριστικές στιγμές, εξαίρετες ερμηνείες και το πιο απλό story, δημιουργούν μια ταινία που σίγουρα όσοι αποφασίσουν να δουν, θα τους μείνει καρφωμένη στο μυαλό για πολύ πολύ καιρό.  Δεν είναι για όσους διαθέτουν ευαίσθητο στομάχι, καθώς η τρέλα καταφέρνει να τρυπώσει μέσα στο μυαλό σου, από τη πρώτη κιόλας στιγμή.  Α και αν αρχίσετε να ξύνεστε μανιωδώς, απλά πατήστε stop.  Don’t panic.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το sex μπορεί να έχει ανεπιθύμητες παρενέργειες, όπως την εκκόλαψη εκατομμυρίων ζουζουνιών (oh God…), οτι η σκηνή με το δόντι είναι αφόρητη και οτι η χημεία Judd-Shannon απρόβλεπτα καλή.

TRIVIA

  • Ο ρόλος της Judd προοριζόταν αρχικά για την Jodie Foster.
  • O Shannon υποδύθηκε τον ρόλο, τον οποίο είχε παίξει και στη σκηνή.
  • Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ολόκληρη η ομάδα που συμμετείχε για τα γυρίσματα, γέμισε με εξανθήματα, εξαιτίας των bed bugs που βρίσκονταν στα κρεβάτια του ξενοδοχείου.
(ΠΗΓΗ IMDB)

Pontypool: Kill is kiss

Γεια σας και πάλι!  Τι μέρα κι αυτή σήμερα; (εμένα προσωπικά μου αρέσει πάντως).  Λοιπόν λοιπόν ξέρω οτι είχα αναφέρει στην αρχή της εβδομάδας, οτι θα αρχίσουμε να ασχολούμαστε με κλασικό κινηματογράφο, αλλά έλα που έτυχε να δω κάνα δυο ταινιούλες που άξιζαν τη προσοχή μας;  Έτσι λοιπόν και σήμερα θα ασχοληθούμε με μια ανεξάρτητη παραγωγή του 2008 και θα αφήσουμε τα υπόλοιπα από την επόμενη φορά.  Επίσης να υπενθυμίσω πως αυτή η εβδομάδα είναι αρκετά φτωχή κινηματογραφικά μιας που μόνο μια ταινία βγήκε στις αίθουσες και συγκεκριμένα αυτή του Tim Burton, “Dark Shadows”.  Επίσης να πούμε οτι ξεκίνησε και το 65ο φεστιβάλ των Κανών (σνιφ!), συνεπώς αν έχουμε κάποιο hot νεάκι ή ενδιαφέρον backstage, εδώ είμαστε (σνιφ, σνιφ δυστυχώς εδώ και οχι εκεί).  Ξεκινάμε λοιπόν…

Σε μια μικρή πόλη του Ontario, στο Pontypool, κάτι περίεργο πρόκειται να συμβεί.  Ενώ η μέρα έχει ξεκινήσει όπως ακριβώς κάθε άλλη, ο Grant Mazzy (Stephen McHattie), ο ηλικιωμένος και uber cool εκφωνητής του τοπικού, ραδιοφωνικού σταθμού αντιλαμβάνεται πως ίσως κάτι να μη πηγαίνει καθόλου καλά, όταν μια μυστηριώδης γυναίκα χτυπήσει το τζάμι του αυτοκινήτου του ψελίζοντας μερικές ακατανόητες λέξεις και στη συνέχεια εξαφανιστεί.  Ο Mazzy εν μέσω κρύου και χιονιού, φτάνει τελικά στον σταθμό, οπού και ξεκινάει την καθημερινή του εκπομπή, με βοηθούς τις Sydney (Lisa Houle) και την νεότερη Laurel-Ann (Georgina Reilly) η οποία έχει μόλις επιστρέψει από το Αφγανιστάν.  Και ενώ η μέρα προχωράει με τις τυπικές φιλονικίες Mazzy και Sydney, αρχίζουν να καταφτάνουν στον σταθμό μερικές περίεργες ειδήσεις, σχετικά με ένα τσούρμο ανθρώπων που έχουν αρχίσει να κατακλύζουν τη πόλη, δρώντας κάτω από μια περίεργη συμπεριφορά.  Οι περισσότεροι μοιάζουν να μιλούν ακατάληπτα, ενώ έχουν αρχίσει να επιτίθενται και ο ένας στον άλλον, σημειώνοντας μάλιστα και τις πρώτες, ανθρώπινες απώλειες.  Στο σταθμό, προσπαθούν να βγάλουν ένα νόημα από όλα αυτά, και να ενημερώσουν τους πολίτες προκειμένου να προστατεύσουν τους εαυτούς τους.  Το πράγμα όμως όσο πάει και αγριεύει, καθώς οι πολίτες φαίνεται να έχουν επιστρέψει στα πρωτόγονα ένστικτά τους, ξεσκίζοντας κυριολεκτικά ο ένας τις σάρκες του άλλου, σε μια νέα πραγματικότητα που δεν έχει επιστροφή.  Κι όμως, ένας επικίνδυνος ιός αποτελεί τελικά τη πηγή του κακού, ένας ιός που δε μοιάζει με κανέναν άλλον, καθώς δεν έχει εξαπλωθεί ούτε μέσω αποτυχημένου πειράματος, ούτε ενός επικίνδυνου, μολυσμένου ζώου.  Η αρχή του ολέθρου αυτή τη φορά αναζητείται κάπου πολύ διαφορετικά: στην ίδια την αγγλική γλώσσα!  Τώρα οι πρωταγωνιστές θα προσπαθήσουν να βρουν μια λύση, πριν να είναι πολύ αργά.  Πόσο εύκολο όμως θα είναι να το κάνουν, απο τη στιγμή που η ομιλία αποτελεί το μέσο διάδοσης του ιού;

Μην έχοντας και πολλά κέφια τις προηγούμενες ημέρες, αποφάσισα να επισκεφτώ το τοπικό dvd club (ναι υπάρχουν ακόμα) για να δω τι παίζει από κυκλοφορίες, μιας που ήθελα άμεσα να δω κάτι, προκειμένου να…πνίξω τον πόνο μου.  Πρόσεξα λοιπόν κάπου χωμένη μια ταινία, (αν θυμάστε σε εκείνα τα ψηλά ράφια, κάπου τέρμα αριστερά ή δεξιά, εκεί που τα αντίτυπα έκαναν παρέα με την οικογένεια αραχνών του καταστήματος) που λεγόταν “Pontypool”, με ένα εξώφυλλο τίγκα στα κόκκινα αστεράκια, από αυτά που μπαίνουν συνήθως από κάτι κριτικούς εφημερίδων και περιοδικών (τύπου π.χ Τα Νέα της Κωλοπετινίτσας) ε και είπα ‘δε βαριέσαι’, ας πάρω να δω τι έχει να μου προτείνει ο διακεκριμένος συνάδελφος της Κωλοπετινίτσας.  Ε λοιπόν θα τον ξαναεμπιστευτώ στα σίγουρα, καθώς το “Pontypool” είναι από τις πιο έξυπνες και ανενωτικές ταινίες του horror/thriller είδους, που έχω δει τελευταία.  Plus, ανεξάρτητης παραγωγής και αρκετά low budget ($1.5 εκατομμύριο).  Τέλεια δηλαδή.

Ο σκηνοθέτης της ταινίας Bruce McDonald είναι στο κινηματογραφικό κουρμπέτι, ήδη από την δεκαετία του ΄80 και μετράει στο ενεργητικό του περισσότερα από 50 δημιουργήματα τα οποία περιλαμβάνουν ταινίες, τηλεοπτικές σειρές, ντοκιμαντέρ και short φιλμάκια.  Σαν να λέμε δηλαδή οτι ο τύπος τα έχει κάνει όλα, και αν τσεκάρει κανείς την φιλμογραφία του θα διαπιστώσει οτι ο McDonald μια έφεση στα μουσικά δράματα/ταινίες/ντοκιμαντέρ, την έχει σίγουρα (χρησιμοποιεί μάλιστα πολύ τη μουσική των Ramones, ενώ έχει cast-άρει και τον Joey Ramone στα film του).
Πολυσχιδής προσωπικότητα απ’οτι φαίνεται, έχει συμμετάσχει σε πάμπολλα κινηματογραφικά φεστιβάλ, ενώ έχει αποσπάσει και περισσότερα από είκοσι βραβεία.  Δε μου κάνει λοιπόν καμία εντύπωση πως αυτό το άτομο, έφτιαξε μια ταινία όπως το “Pontypool”, γεμάτη από μια σύγχρονα, camp αισθητική, έντονο σασπένς και αγωνία που χτυπάει ταβάνι, έναν κεντρικό ήρωα βγαλμένο θαρρείς από τις σελίδες του Stephen King (καουμπόικο καπέλο και ασορτί μπότες), και μια εντελώς ‘αναζωογωνητική’ υπόθεση, που προχωράει τον μύθο των απέθαντων (ή οχι ακριβώς) ένα βήμα παραπέρα.

Και λέω ‘οχι ακριβώς’ καθώς τα άτομα που έχουν μολυνθεί στη ταινία, μπορεί να μοιάζουν εμφανισιακά και σε συμπεριφορά με τα ζόμπι, όμως δε φαίνεται να είναι ακριβώς αυτό.. Περισσότερο παραπέμπουν σε άλογα όντα, τα οποία όμως επιτίθενται σε άλλους, οχι για να τους κατασπαράξουν λόγω πείνας, αλλά μάλλον για να τους σκοτώσουν λόγο μανίας και τρέλας.  Οι χαρακτήρες αυτοί θυμίζουν πολύ τους αντίστοιχους στο βιβλίο “Blood Crazy” (“Δίψα για Αίμα”) του Simon Clark.   Εκεί ξημερώνει η καταστροφολογική ημέρα κατά την οποία όλοι οι ενήλικοι, άνω των 18 ετών καταλαμβάνονται από μια ανεξέλεγκτη μανία, σκοτώνοντας τα παιδιά τους.  Όσα καταφέρουν να ξεφύγουν, θα προσπαθήσουν να δημιουργήσουν και πάλι τον ανθρώπινο πολιτισμό, που μοιάζει να έχει φτάσει πια στο τέλος του.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στη ταινία, με τη διαφορά οτι οι παράφρονες, επαναλαμβάνουν ξανά και ξανά τις ίδιες λέξεις, παραμιλούν και παραληρούν, μοιάζοντας να αναζητούν κάτι.  Η αλήθεια είναι πως αυτό που αναζητούν είναι η ομιλία όσων παραμένουν ακόμα υγιείς, τις λέξεις που βγαίνουν από το στόμα τους, και τον ήχο των όσων λένε, με τα οποία και ‘τρέφονται’.  Και αυτή ακριβώς η εύστοχη και έξυπνη υπόθεση είναι που καθιστά αυτό το φιλμάκι (το οποίο βασίζεται και στην ομώνυμη νουβέλα του συγγραφέα Tony Burgess) αξέχαστο.

Όλη η δράση διαδραματίζεται μέσα στον ραδιοφωνικό σταθμό, χωρίς να βλέπουμε ποτέ τι γίνεται έξω από αυτόν.  Παράλληλα ως θεατές ταυτιζόμαστε απόλυτα με τους κεντρικούς ήρωες, καθώς μαθαίνουμε μόνο από ακούσματα, το τι ακριβώς συμβαίνει στην πόλη.  Αυτό το βρήκα ένα από τα δυνατά σημεία της ταινίας, καθώς καταφέρνει να χτίσει μια εξαιρετικά αγωνιώδη κατάσταση, κρατώντας τη κάμερα κολλημένη διαρκώς, στον ίδιο χώρο.  Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι οι τρομαγμένες φωνές των πολιτών και του ανταποκριτή του σταθμού, που φθάνουν στους πρωταγωνιστές από σταθερά και κινητά τηλέφωνα, μόνο για να δημιουργήσουν ένα απόλυτα κλειστοφοβικό αίσθημα και μια μια πραγματικότητα που μυρίζει αίμα και θάνατο.
Η ιδέα του οτι ορισμένες λέξεις της αγγλικής γλώσσας, μεταφέρουν τον ιό και μολύνουν, όποιον αρχίσει να τις επαναλαμβάνει, είναι διαβολικά έξυπνη, όπως ακριβώς και ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να αντιμετωπιστεί και να ανατραπεί αυτό, κάτι όμως το οποίο δε θα ήθελα να σας κάνω spoiler και προτιμώ να το τσεκάρετε μόνοι σας.  Απλά κάπου εδώ θέλω να προσθέσω πως πίσω από αυτό το τρομακτικό story, κρύβεται σίγουρα ένας κοινωνικός σχολιασμός σχετικά με το γεγονός πως η αγγλική, αποτελεί πια την παγκόσμια γλώσσα, και δεδομένου οτι η ταινία είναι γυρισμένη στον Καναδά, κάνει το πράγμα ακόμα πιο καυστικό και ίσως τραγικά χιουμοριστικό.  Το να αποτελεί η γαλλική τη μητρική σου, αλλά εσύ να μιλάς αγγλικά, έχοντας μάλιστα ξεχάσει σχεδόν τα γαλλικά, αποτελεί μια υπέροχη πάσα, για μια τέτοια-ίσως και b-movie διάστασης-ταινία, που αν μη τι άλλο θέτει επί τάπητος ένα βασικό ζήτημα, με τρόπο εντελώς σουρεαλιστικό και πρωτότυπο.  Αρκεί να σκεφτούμε και τα δικά μας greeklish, και καταλαβαίνουμε όλοι τι σημαίνει αυτό…
Οι ερμηνείες είναι καλές, με κορυφαία αυτή του πρωταγωνιστή που είναι ο ιδανικός για τον ρόλο, και χειρότερη αυτή της Houle, η οποία είναι κομπάρσα από τις λίγες, σε βαθμό που να γελάω ακατάπαυστα μαζί της-να’ ναι καλά.  Η σκηνοθεσία σίγουρα σου τραβάει τη προσοχή, και γενικά τείνω να εκθειάζω φιλμάκια που κρατούν το ενδιαφέρον στου αμείωτο χωρίς φρενήρεις καταστάσεις (βλ. “Buried”-εμένα μ’ άρεσε).
Μαύρο χιούμορ, μια απρόσμενη λύση και ένα απόλυτα τρομακτικό κλίμα, συνθέτουν το “Pontypool”, μια ταινία που πρέπει να προσέξετε και να δείτε.  Είναι τόσο-god damn-σύγχρονη και αληθινή, που καταντάει απολαυστικό.  Εκτός από αυτό που όλοι αρχίζουν και επαναλαμβάνουν τις ίδιες ακριβώς λέξεις, ένα σχόλιο right to the bone.  Lol, lol, lol, lol.  Oh fuck…

Tι έμαθα από τη ταινία:  Οτι η ηλεκτροπληξία σου στραβώνει το στόμα(!), οτι τα γαλλικά είναι τελικά κάπου χρήσιμα και οτι πρέπει να δείτε και την extra σκηνή μετά του τίτλους τέλους, για μια Howard Hawks γεύση.

No trivia

Long Weekend: Nature’s way…

Hello again και καλή εβδομάδα να έχουμε.  Γράφοντας στο laptopaki με το κολάρο στο λαιμό, δε το λες και ακριβώς fun, αλλά τι να κάνουμε πρέπει κάτι να γράψουμε, να περάσει και λίγο η ώρα, και να περιμένουμε τη φοβερή πρόταση για καριέρα στο εξωτερικό (όπου να΄ναι έρχεται, i can feel it!).  Όπως πολύ σωστά μαντέψατε, η σημερινή μας πρόταση είναι το “Long Weekend” μια περίεργη ταινία, την οποία οι περισσότεροι έχουν αντιπαθήσει (και καλά έχουν κάνει), ενώ η μειοψηφία την έχει αγαπήσει (και αυτοί καλά κάνουν).  Εγώ για να πω και την αλήθεια μου, δεν είχα κάποια πρόθεση να κράξω τη ταινία, αλλά ούτε μπορώ να πω πως την αγάπησα και παράφορα.  Μάλλον είμαι από αυτούς που βρίσκονται κάπου στη μέση.  Την εκτίμησα μεν για κάποια πράγματα, αλλά με ξενέρωσε και σε σχέση με κάποιο πολύ συγκεκριμένο.  Όπως και να’ χει θα προσπαθήσω να είμαι όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική στη σημερινή μου κριτική, και να παρουσιάσω τόσο τα θετικά, όσο και τα αρνητικά της.

Ο Peter (Jim Caviezel) και η γυναίκα του Carla (Claudia Karvan) αποφασίζουν να πάνε ένα διήμερο, ταξιδάκι αναψυχής κάπου στη θαλάσσια ερημιά της Αυστραλίας, προκειμένου να ξεφύγουν από την πόλη, αλλά και να έρθουν λίγο πιο κοντά.  Η αλήθεια είναι πως τα πράγματα δε πάνε και πολύ καλά μεταξύ τους, και έτσι αποφασίζουν να δώσουν στους εαυτούς τους την ευκαιρία και τη δυνατότητα να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση και τον γάμο τους, μέσα από μια χαλαρή εκδρομούλα.  Ή τουλάχιστον έτσι νομίζουν.  Όταν τελικά φτάσουν στον προορισμό τους, ένα καταγάλανος ωκεανός, μια ήσυχη αμμουδιά και ένα καταπράσινο τοπίο τους περιμένει.  Και εκείνοι ως κλασικοί άνθρωποι των καιρών μας, θα αποφασίσουν να ‘οικιοποιηθούν’ το περιβάλλον τους και να κάνουν ότι γουστάρουν.  Την ίδια στιγμή η σχέση τους οδηγείται σε ολοκληρωτική ρήξη και οι δυο τους ακροβατούν σε τεντωμένο σκοινί.  Το πράγμα όμως δε τελειώνει εδώ.  Η Φύση καραδοκεί.  Και επίσης η Φύση είναι σαν τον Τσακ Νόρις.  Δεν αστειεύεται ποτέ.

Το “Long Weekend” αποτελεί το remake της original, ομώνυμης φυσικά ταινίας του 1978, δια σκηνοθετικής ματιάς Collin Eggleston.
Το remake του 2008 το οποίο εξετάζουμε σήμερα, φρόντισε να κρατήσει την αυστραλιανή τοποθεσία των γυρισμάτων, η οποία αποτελεί τον αδιαμφισβήτητο πρωταγωνιστή της ταινίας.  Και έτσι θα έπρεπε δηλαδή από τη στιγμή που μιλάμε για μια περίεργη ταινία, στην οποία η Mother Nature έχει τον τελευταίο λόγο.
Σκηνοθέτης αυτή τη φορά ήταν ο Jamie Blanks, του οποίου την φιλμογραφία αν τσεκάρει κανείς, θα διαπιστώσει οτι περιορίζεται σε σεξουαλικά θριλεράκια της πλάκας (ναι από αυτά που έχουν απαραιτήτως ένα ξεγυμνωμένο κωλομέρι και ένα σετ από στήθη που περιφέρονται αυτόνομα) και σε τρομολαγνικές ταινίες με οτι να΄ναι δολοφόνους και ακόμα πιο οτι να’ ναι θύματα.  Βεβαίως έχει κάνει την αποδεκτά cult απόπειρά του με το “Urban Legent” (1998) και πρωταγωνιστές τον Joshua Jackson, τον Robert Englund (χαίρε ένδοξο παρελθόν του Freddy Krueger) και τον Jared Leto (ευτυχώς ήρθε μετά και το “Fight Club” και κάπως σώθηκε).
Όπως καταλαβαίνετε δε θα έλεγε κανείς πως κάτω από την καθοδήγηση του συγκεκριμένου ανθρώπου θα μπορούσε να βγει κάτι, έστω αφηρημένα καλό.  Αφού λοιπόν δε το λέει κανείς, θα το πως εγώ.  Το “Long Weekend” αποτέλεσε τον κολοφώνα της δόξας του.  Της όποιας τέλος πάντων…

Το 1963 ο Hitchcock προκάλεσε μέγα σοκ στο φιλοθεάμον κοινό, όταν έβαλε ένα τσούρμο πουλιά (‘The Birds”) να επιτίθενται στους πρωταγωνιστές του, να τους ξε-ματιάζουν και να τους δίνουν αιματηρές, θανατηφόρες τσιμπιές, και μάλιστα χωρίς απολύτως καμία εξήγηση.  Το γεγονός οτι ο μετρ του θρίλερ δεν έδωσε ποτέ απάντηση στη ταινία, σχετικά με το γιατί τα πουλιά επιδίδονταν σε επιθέσεις, δημιούργησε μια ολόκληρη σχολή ταινιών με κεντρικό story, ‘man vs. nature’.
Μπορεί κανείς να μη κατάφερε ποτέ να ακουμπήσει το επίπεδο και το δημιουργικό ταλέντο του Hitchcock (ιεροσυλία, ιεροσυλία!), παρόλα αυτά το γεγονός οτι τη δεκαετία του ’70 ο κινηματογράφος κατακλύστηκε από τέτοιου είδους ταινίες, είναι αναμφίβολο.
Το ανοιχτό τέλος των Πουλιών, ενέπνευσε σειρές επί σειρών σκηνοθετών, οι οποίοι επέλεγαν να εμπλουτίζουν τις ταινίες τους με υπερμεγέθη έντομα και ζώα (“Τhe Deadly Bees”-1967, “Squirm”-1976, “Empire of the Ants”-1977), σε μια προσπάθεια να τονίσουν την ολοένα και αυξανόμενη ασέβεια του ανθρώπου απέναντι στη Φύση.  Που να ζούσαν και σήμερα δηλαδή…

Η cult αισθητική των συγκεκριμένων ταινιών, όσο εμφανής κι αν ήταν, παρόλα αυτά τόνιζε σε ένα βαθμό την αγωνία σχετικά με το μέλλον της Φύσης.
Σήμερα θα έλεγε κανείς πως σκηνοθέτες όπως ο Roland Emmerich (πρωτομάστορας πια) ενδιαφέρονται στο ελάχιστο για την κατά διαόλου πορεία της, και περισσότερο για το οπτικοακουστικό υπερθέαμα και τα πολλά δολάρια που θα φέρει η ταινία.  Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ίσως και να αποδέχθηκα τα όσα είδα στο “Long Weekend”.  Γιατί κατάφερε να με πείσει για την παραπαίουσα σχέση ανθρώπου-Φύσης, με έναν τρόπο που χωρούσε εύκολα μια μεταφυσική ερμηνεία, αλλά και ένα τέλος όμοιο με αυτό του Hitchcock.  Γιατί τέτοιο μένος από πλευράς περιβάλλοντος;  Για όλα αυτά που του έκανε ο άνθρωπος;  Για την έλλειψη σεβασμού και αγάπης;  Μπορεί.  Ίσως όμως και να κρύβεται κάτι ακόμα από πίσω.
Σύμφωνα με τον Robin Wood, συγγραφέα του “Hollywood from Vietnam to Reagan” και ειδικό των films (ο οποίος έχει ερευνήσει εις βάθος τις ταινίες του Hitchcock) στις ταινίες οι οποίες πραγματεύονται την εκδίκηση της Φύσης, δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός, πως “τις περισσότερες φορές αυτή η κινητοποίηση πυροδοτείται είτε από τις σεξουαλικές, είτε από τις οικογενειακές εντάσεις των πρωταγωνιστών”.  Και όντως αυτό έχει μια βάση, καθώς μπορεί να παρατηρηθεί και στο “The Birds”.  Εκεί το σεξουαλικό κομμάτι είναι παρόν.  Η Tipi Hendrern ‘ξεκλειδώνεται’ ερωτικά από τον Rod Taylor, την ίδια στιγμή που εκείνος περιτριγυρίζεται μόνο από γυναίκες: την σκληρή μητέρα του, την αδελφή του και την αντίζηλο της ξανθιάς πρωταγωνίστριας.  Στη περίπτωση του “Long Weekend” μπορεί κανείς να δει το συγκεκριμένο μοτίβο να λειτουργεί.  Ακόμα κι αν δε πρόκειται για Hitchcock.

Η ουσιαστική μου ένσταση έγκειται στο γεγονός οτι το remake δεν φαίνεται να έχει την b-movie αίγλη του αντίστοιχου original.  Η ταινία κινείται σε σύγχρονα μονοπάτια, τοποθετώντας και πάλι την οικογενειακή σύγκρουση στον αντίποδα της εκδικητικής Φύσης, αλλά κάπου η cult μαγεία χάνεται, ακριβώς γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος φαίνεται να την έχει γραμμένη έτσι κι αλλιώς.  Στις ταινίες του ΄70 φαινόταν οτι το άτομο χαρακτηριζόταν από έναν αρχέγονο και ουσιαστικό τρόμο απέναντι στα στοιχεία της Φύσης, αλλά όχι πια.  Το “Long Weekend” θέλει να διδάξει, αλλά χάνει πολύ στον τρόπο με τον οποίο θέλει να το κάνει.  Ο άνθρωπος του 2012 μπορεί και τα βάζει με τεράστια κύματα, σεισμούς, τυφώνες, και θηρία ανήμερα.  Σωστό το περιεχόμενο, αλλά λάθος η προσέγγιση.  Η έλλειψη της αυθεντικής, campy αισθητικής δημιουργεί το πρόβλημα.
Κατά τα άλλα το πρωταγωνιστικό ζευγάρι είναι καλό, πατάει σωστά πάνω στα θεμέλια ενός προβληματικού γάμου, και το ωραίο είναι πως έτσι κι αλλιώς δε σε αφήνει να καταλάβεις αν η Φύση αντεπιτίθεται εξαιτίας της έλλειψης σεβασμού απέναντί της, αν τελικά αποτελεί μια εξωτερίκευση της ήδη διαταραγμένης προσωπικής σχέσης του ζευγαριού, ή αν σε όλα αυτά εμπλέκεται και μια μυστικιστική, μεταφυσική διάσταση στην οποία επιλέγεται να μη δωθεί καμία εξήγηση.
Η σκηνοθεσία είναι όμορφη, αφού σίγουρα το τοπίο σε κερδίζει, ενώ σίγουρα μπορείς να επιλέξεις για το αν θα την αντιμετωπίσεις ως μια κακόγουστη φάρσα, ή ως μια ταινία που ξύνει την επιφάνεια (θα μπορούσε και πολύ περισσότερο) ενός διαφορετικού, ενδιαφέροντος επιπέδου.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι nature is a bitch!, οτι ο η Karvan είναι ιδανικά εκνευριστική και οτι το τοπίο της πατρίδας μου είναι πανέμορφο.  Με εξαίρεση τους καρχαρίες.  Και τους κροκόδειλους.  Την άπειρη ζέστη.  Και ας μη μιλήσω για τις τεράστιες τσούχτρες…


No trivia

ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ 

Loom, by Jan Bitzer, Ilija Brunck, Csaba Letay


The Cabin in the Woods: You think you know the story. You all do

NEW ARRIVAL

Μέρα μέρα!  Πέμπτη σήμερα και καινούριες ταινίες βγαίνουν στις αίθουσες προς δική σας τέρψη.  Οι επιλογές από τις οποίες μπορείτε να διαλέξετε βέβαια, είναι λίγο του ύψους και του βάθους.  Έχουμε το “Magic Hour” με τον Ρένο Χαραλαμπίδη, ο οποίος αφού είδε και απόειδε οτι η καριέρα του δε προχωράει με το συνταρακτικό παιχνίδι του ANT1 Play & Win, είπε να φάει και ότι λεφτά έχουν ξεμείνει σε κάνα ταμείο, κατεβαίνοντας στις εκλογές με τον γλυκούλη Σαμαρά (συγγνώμη αλλά αν δε το έλεγα θα έσκαγα!).  Επόμενη επιλογή, μας έρχεται εκ Νορβηγίας και φαίνεται αρκετά ενδιαφέρουσα (όπως πάντα δηλαδή).  Το “Turn Me On Dammit!” είναι μια ιστορία για την ενηλικίωση, τις φήμες και τις…καύλες που κάθε έφηβος καλείται να αντιμετωπίσει.  Στο menu έχουμε ακόμα μια ελληνική παραγωγή, το “Σουπερ Δημήτριος” το οποίο το βλέπεις μόνο για να γελάσεις βρε αδερφέ (αρκεί να σου πω οτι ο κακός της υπόθεσης αποφασίζει να μεταμορφώσει τον Λευκό Πύργο, σε ένα τεράστιο ποτήρι φραπέ.  Τώρα που το σκέφτομαι, δε μου φαίνεται και πολύ αστείο).  Ενώ τέλος έχουμε και το κινηματογραφικό ντεμπούτο μεγατόνων της Rihanna στο “Battleship”, το οποίο καλύτερα να κατεβάσεις από το πατάρι σου, να το ξεσκονίσεις και να παίξεις με τη παρέα στο σπίτι.  Θα περάσεις εγγυημένα ζάχαρη.  Και μετά από τον μεγάλο πρόλογο, ας περάσουμε στο σημερινό μας ζουμί.  “Τhe Cabin in the Woods” ή σύμφωνα με την εκπληκτική μετάφραση στα ελληνικά “Το μικρό σπίτι στο δάσος”.  Για τη πλάκα γλυτώσαμε το “λιβάδι”.  Pff…

Μια παρέα φοιτητών αποφασίζει να επισκεφθεί μια εγκαταλελειμμένη παράγκα που ανήκει στον ξάδελφο ενός εξ’ αυτόν, προκειμένου να ξεφύγουν λίγο από τις καθημερινές, πανεπιστημιακές τους υποχρεώσεις και να χαλαρώσουν.  Όπως είναι φυσικό από τη πρώτη κιόλας βραδιά, τα πράγματα θα πάνε κατά διαόλου, όταν ένας ένας αρχίζουν να δολοφονούνται από μερικές πανάρχαιες δυνάμεις οι οποίες επανέρχονται στη ζωή, διψασμένες για σάρκα και αίμα.  Οι προσπάθειες σωτηρίας της παρέας, η οποία ολοένα και μικραίνει φαίνεται να αποβαίνουν άκαρπες, καθώς το Κακό ελοχεύει σε κάθε τους βήμα και είναι έτοιμο να τους κατασπαράξει ανά πάσα στιγμή.  The end.  Αμ δε…
Ο σεναριογράφος του “Cloverfield” (2008) Drew Goddard, αναλαμβάνει εδώ τα σκηνοθετικά ηνία συγκεντρώνοντας όλα τα κλισέ ενός σύγχρονου (και οχι μόνο), teen horror movie, και πλασάροντάς τα με τρόπο σατυρικό και άνευ ιερού και οσίου…κωμικό.
Για να ξεκαθαρίσουμε ευθής εξαρχής τα πράγματα, το “Cabin in the Woods” δε μπορεί επουδενί να χαρακτηριστεί α) ως μια καθαρόαιμη ταινία τρόμου, αφού ο απότερός της σκοπός είναι να προκαλέσει το ειρωνικό χαμόγελο του θεατή, και το ξεκαρδιστικό του γέλιο, χάρη στις άφθονες cult σκηνές του και την εμφανέστατη, σατυρική του διάθεση και β) ως μια ταινία που παίρνει σοβαρά τον εαυτό της.  Για τον λόγο αυτό αν εσείς την πάρετε στα σοβαρά, έχετε σίγουρα χάσει το μισό ‘παιχνίδι’.

Η ταινία ξεκινάει με την κλασική παρέα που συναντά κανείς σε ταινίες επί ταινιών, τις οποίες αναγκαζόμαστε να τρώμε στη μάπα με το τσουβάλι κάθε χρόνο.  Θες “Final Destination”, θες μπόλικα κακέκτυπα του “Scream” (ακόμα και ο Craven κατέληξε κακέκτυπο του κάποτε ειλικρινούς χαρακτήρα του, με το “Scream 4”) και ακόμα περισσότερα τύπου “I Know What you Did Last Summer” με δολοφόνους να κραδαίνουν γάντζους, μαχαίρια, πριόνια, τηγάνια και ψαροντούφεκα;  Ε όλα αυτά τα βρίσκεις πολύ εύκολα στο “The Cabin in the Woods” και αναρωτιέσαι αν ο σκηνοθέτης είναι τόσο καμένος, ώστε να βγάζει μια ακόμα ταινία που είναι ίδια με εκατό εκατομμύρια ακόμα.  Και πάνω που πας να το αμφισβητήσεις λίγο, έρχεται και σου σερβίρει τη ξανθιά τσούλα (Anna Hatchison), τον μπρατσαρά, αθληταρά γκόμενό της (overdose από Chris Hemsworth), τη κοκκινομάλλα σεμνή, ημι-παρθένα (Kristen Connolly), τον intellectual τύπο, με τα γυαλία μυωπίας που είναι καλό παιδί, αλλά θέλει να πηδήξει και την ημι-παρθένα παραπάνω (Jesse Williams), και έτσι για να ολοκληρωθεί το τρελό παρεάκι σου προσφέρει και τον κυτταροκαμμένο από τον μπόλικο μπάφο τύπο (Fran Kranz), ο οποίος παρόλα αυτά αντιλαμβάνεται πρώτος το γεγονός οτι κάτι πάει πολύ στραβά (oh fuck!).  Και κάπου εκεί είσαι έτοιμος να σηκωθείς και να κάνεις ένα flip στον μπροστινό σου (γιατί δεν έχει και τραπέζι να πετάξεις, αναφωνώντας “fuck my money!”) για το χαρτζιλικάκι που πήγε πάλι στράφι.  Περίμενε, μη το κάνεις.  Τα πράγματα δεν είναι ακριβώς όπως φαίνονται.

Δε ξέρω αν θυμάσαι μια ακόμη ταινιούλα που είχε βγει πρόσφατα, η οποία παρωδούσε με τον δικό της τρόπο τα σημερινά αφελή και τίγκα στο σεξ horror movies.  Για να φρεσκάρω τη μνήμη σου θα σου πω πως το “Taker and Dale vs. Evil” ήταν μια από τις πιο αναζωογονητικές ταινιούλες που είχα δει, σκεπτόμενη οτι υπάρχει τελικά ακόμα πρόσφορο έδαφος για καλές, χιουμοριστικές σπλατεριές.  Την είχα ευχαριστηθεί όσο δε πήγαινε και ευελπιστούσα να δω μια ακόμη τέτοια ταινία.  Και απ’ ότι φάνηκε, την είδα χθες.
Το “The Cabin in the Woods” είναι μια προσπάθεια που αποτίει φόρο τιμής σε αγαπημένα, bloodlust ταινιάκια b καταβολών.  Από το αξεπέραστο “The Evil Dead” (1981) οι επιρροές του οποίου είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς, και τις ιστορίες του George Romero για τους νεκροζώντανους φίλους μας, μέχρι τα επιτηδευμένα sexploitation της δεκαετίας του ’70 με το περιρρέον σεξ και την άπειρη αιματήλα και τα πιο σύγχρονα αφελή και τίγκα στο αμερικάνικο κλισέ σενάρια ταινιών, όπως το “House of Wax” (2005), τις διάφορες επανεκτελέσεις του κλασικού “The Terxas Chainsaw Massacre” και τόσες άλλες, το “The Cabin in the Woods” δεν αφήνει τίποτα και κανέναν παραπονεμένο, αλλά μάλλον προσφέρει άρτο και θέαμα σε μια ιστορία η οποία ελίσσεται σαν το χέλι.  Και εκεί που είσαι έτοιμος να δεχθείς το αυτονόητο, το σενάριο κάνει στροφή 180 μοιρών για να καταλήξει κάπου αλλού, συνεχίζοντας να βγάζει άσσους από το μανίκι του, μέχρι και το εξωφρενικό του τέλος.
Προσωπικά εκτίμησα τη προσπάθεια του Goddard και του έτερου σεναριογράφου Joss Whedon επειδή στην ουσία δημιούργησαν μια ταινία που απαρτίζεται από κομμάτια και χαρακτήρες άλλων ταινιών.  Ακόμα περισσότερο εκτίμησα την ολοκληρωτική παραπλάνηση των θεατών, οι οποίοι από το trailer και το πρώτο δεκάλεπτο της ταινίας, σίγουρα πίστευαν οτι θα δουν μια από τα ίδια.  Γι’ αυτό ακριβώς ο ορυμαγδός και ο κακός χαμός που ακολουθούν στη συνέχεια, σε πιάνουν εξαπίνης, βάζοντάς σε το τρενάκι του cult τρομογέλιου, και κάνοντάς σε να απολαύσεις αυτό το πανηγύρι αίματος, ξεντεριάσματος και μακάβριου χιούμορ.

Αν θα έπρεπε να βρω κάτι αρνητικό, μάλλον θα ήταν το γεγονός οτι οι εξηγήσεις για τον λόγο του θανάτου των πρωταγωνιστών, έρχονται κάπως βεβιασμένα και σύντομα, αφήνοντας κάποια σεναριακά κενά, που όμως δε σε ξενίζουν και τόσο, χάρη στο καθαρό cult status που αποκτά η ταινία, ήδη από το πέσιμο των τίτλων (οι οποίοι επίσης παραπέμπουν στη σκληρή, κόκκινη γραμματοσειρά των τίτλων έναρξης του “Funny Games” και πολλών ακόμα b-movies).  Εκτός από αυτό το οποίο μπορώ και να παραβλέψω, με ξένισε λίγο η χρήση συγκεκριμένων εφε τα οποία έμοιαζαν βγαλμένα κατευθείαν από τα παιδικά μου χρόνια, τότε που έπαιζα Mortal Combat στο ATARI μου.  Βέβαια επειδή για ακόμη μια φορά έγκειται το ζήτημα της b αισθητικής, ίσως να δικαιολογώ πάλι τα κάπως ξεπλυμένα και πρόχειρα εφέ, τα οποία φαντάζομαι πως είχαν απώτερο σκοπό να σε κάνουν να αναφωνήσεις ‘dafaq i just saw?’.

Συνοψίζοντας, το “The Cabin in the Woods” δεν είναι μια ταινία για όλους, αλλά μάλλον για όσους αγαπούν το συγκεκριμένο είδος film.  Σκηνοθετικά και ερμηνευτικά κρατάει αναμενόμενα, χαμηλούς τόνους, αφού έτσι κι αλλιώς και τα δυο, υπάγονται στους κώδικες της παρωδικής βάσης πάνω στην οποία στηρίζεται η ταινία.  Όσοι αποφασίσετε να τη δείτε, έχετε κατά νου οτι δεν είναι another horror teen movie, αλλά έχει να σου προσφέρει γέλιο, απόλυτα cult διάθεση και ένα story που αν μη τι άλλο πατάει πάνω σε πρωτότυπα σκαλοπάτια.  Αν και κάπου εκεί ανάμεσα θα διαπιστώσετε οτι και ο Carpenter και το εκπληκτικό του “In the Mouth of Madness” (1994) έχουν πολλά να σας πουν.  Nough said.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο creepy hillbilly υπεύθυνος του παρακμιακού βενζινάδικου είναι πάντα μια homy πινελιά, οτι το οξυζενρισμένο μαλλί, συνήθως πάει σετάκι με τη flat chested γκόμενα και οτι ποτέ δεν είναι καλή ιδέα μια εκδρομούλα στο δάσος.  Σε μια καλύβα.  Μόνοι.  Μες τη νύχτα.  Ποτέ όμως.

No trivia


ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
One Winter’s Night, by Emlyn Boyle