Kairo (a.k.a Pulse): Death was…eternal loneliness

Γεια σας, γεια σας και πάλι!  Σήμερα σκέφτηκα να ασχοληθούμε και πάλι-μετά από πολύ καιρό όμως-με μια ακόμη γιαπωνέζικη παραγωγή, αυτή τη φορά της κατηγορίας του horror cinema.  Το “Kairo” είναι μια ταινία που διαφοροποιείται αρκετά από τη πληθώρα των ‘jump scares’ ταινιών, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των ασιατικών φιλμ τρόμου, περιλαμβάνοντας ένα μάτσο τρομακτικά πνεύματα και φαντάσματα, τα οποία πετάγονται από το πουθενά και σου κάνουν τη ζωή δύσκολη.  Έτσι λοιπόν μακριά από το “Ju-On” και το “Ringu”, το “Kairo” επιχειρεί να εξερευνήσει λιγάκι περισσότερο την ίδια τη φύση του ανθρώπου, τόσο σε μια ‘ζωντανή’ του εκδοχή, όσο και σε μια ‘πνευματική’.  Μια ταινία για τους fans του είδους, που αξίζει να δείτε.  Ξεκινάμε…

Έπειτα από την αυτοκτονία ενός φίλου τους, μια ομάδα κατοίκων της Ιαπωνίας αρχίζουν να βιώνουν περίεργες εμπειρίες, οι οποίες μοιάζουν να σχετίζονται με τους υπολογιστές και πιο συγκεκριμένα το διαδίκτυο.  Την ίδια στιγμή σε ένα άλλο σπίτι, ένας νεαρός προσπαθεί να συνδεθεί στo Internet μόνο για να εγκαταλείψει την προσπάθεια λίγο αργότερα, όταν μια περίεργη εικόνα κάνει την εμφάνισή της στην οθόνη του και η οποία αναπαριστά έναν άνδρα που πλησιάζει ολοένα και περισσότερο, φορώντας μια σακούλα στο κεφάλι του.  Δευτερόλεπτα μετά ένα μήνυμα κάνει την εμφάνισή του: “Do you want to see a ghost?”.
Σταδιακά και ενώ οι διαφορετικές ιστορίες των πρωταγωνιστών αρχίσουν να σιγκλίνουν, οι κάτοικοι της πόλης θα βρουν τους εαυτούς τους παγιδευμένους κάπου ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και των νεκρών.  Και όσο τα πνεύματα από την ‘άλλη διάσταση’ αρχίσουν να συσσωρεύονται στον δικό μας κόσμο, τόσο περισσότεροι άνθρωποι θα παύουν να υπάρχουν, εξαιτίας αυτής της αμφίδρομης σχέσης που μοιάζει να αναπτύσσεται μεταξύ τους.
Από τη μια πλευρά τα αιώνια πνεύματα, ζουν μια αιώνια μοναξιά, με αποτέλεσμα να αποζητούν και τα ίδια μια ευκαιρία λύτρωσης και ανακούφισης.  Αυτή ακριβώς η ευκαιρία τους δίνεται από τη στιγμή που αρχίζουν να κατακλύζουν τον κόσμο των ζωντανών.  Σε μια απρόσμενη διάδραση με τους ανθρώπους που είναι ακόμα εν ζωή, τα πνεύματα τους στοιχειώνουν γεμίζοντάς τους απόγνωση, μόνο για να πάψουν στη συνέχεια να υπάρχουν και αυτοί, παίρνοντας τη σειρά των πνευμάτων (τα οποία έχουν χαθεί πια στη λήθη) και αναζητώντας με τη σειρά τους, νέους ανθρώπους για στοίχειωμα.  Και η κατάσταση σύντομα ξεφεύγει από κάθε έλεγχο.  Αν υπήρχε δηλαδή κάποιος έλεγχος από την αρχή…

Ο σκηνοθέτης Kiyoshi Kurosawa αποτελεί έναν από τους πιο ενδιαφέροντες, σκηνοθέτες ιαπωνικής καταγωγής, ο οποίος από τη δεκαετία του ΄70 μέχρι και σήμερα εξακολουθεί να παραμένει δραστήριος, προσφέροντας στο κοινό της χώρας του (αλλά και σε όλους εμάς που αγαπάμε τον ασιατικό κινηματογράφο), ταινίες ποικίλων ειδών και περιεχομένου.
Ο Kurosawa (ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τον Akira) δημιουργεί στη προκειμένη περίπτωση μια ταινία τρόμου/θρίλερ, με βάθος, ουσία και διδακτισμό, τον οποίο μπορεί κανείς να εντοπίσει σχετικά γρήγορα αν έχει διάθεση και όρεξη να ψάξει το “Kairo” λιγάκι παραπάνω.
Με έντονο το κλειστοφοβικό στοιχείο και ακολουθώντας την πεπατημένη (μόνο ως ένα βαθμό) των ιστοριών με πνευματοφαντάσματα, ο Kurosawa στήνει ένα απόλυτα καταθλιπτικό και μοναχικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο ο άνθρωπος αντιμετωπίζει τη ζωή με τρόπο μίζερο και χωρίς κανέναν ουσιαστικό λόγο ύπαρξης.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως από την αρχή της ταινίας, δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε τους ήρωες να ανήκουν σε κάποια ευρύτερη, κοινωνική ομάδα, αφού παραπέμπουν περισσότερο σε αποτραβηγμένες από κάθε μορφή επαφής φιγούρες, παρά σε κοινωνικά όντα.  Επόμενο είναι λοιπόν πως μέσα σε ένα τέτοιο ζοφερό περιβάλλον, ο ‘άλλος κόσμος’ έχει τη δυνατότητα οχι μόνο να εισβάλει στην πραγματική διάσταση, όπως την ζούμε καθημερινά όλοι μας, αλλά και να αναταράξει τις ισορροπίες της σε τέτοιο βαθμό, ώστε ένα post apocalyptic μέλλον, να μην είναι τελικά και τόσο παράλογο…

Αν ήθελε κανείς να δώσει μια σαφέστατη εξήγηση σχετικά με το τι συμβαίνει ακριβώς στη ταινία, μάλλον θα δυσκολευόταν και δικαιολογημένα, καθώς η ιστορία της καταπιάνεται με ένα σωρό θέματα, τα οποία έχουν να κάνουν τόσο με το παρόν, όσο και με το παρελθόν.
Αρχικά η τίνι τρόπω, εμμονή τις γιαπωνέζικης κουλτούρας με την τεχνολογία και όλα τα καλά, αλλά και τα δεινά που απορρέουν από αυτή, αποτελεί ένα κλασικό μοτίβο το οποίο συναντά κανείς στη παράδοσή της, τα ήθη και έθιμά της, τον σύγχρονο τρόπο ζωής της, ακόμα και στα manga, τα anime και τις ταινίες της, κυρίως αυτές του horror είδους.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα ταινίας είναι φυσικά και το “Tetsuo” ένα industrial, cyberpunk ταινιάκι, γεμάτο από μια μεταφορική, κακή επίδραση της τεχνολογίας πάνω στον άνθρωπο.  Όσο disturbing είναι το Tetsuo, άλλο τόσο είναι και το “Kairo” αν και σε μια ξεκάθαρα πιο μιουταρισμένη κατάσταση, η οποία όμως περνάει και πάλι το βασικό της μήνυμα: η τεχνολογία αποξενώνει τους ανθρώπους, γκρεμίζει τις διαπροσωπικές σχέσεις και οδηγεί στην αναπόφευκτη μοναξιά.
Το γεγονός οτι τα πνεύματα χρησιμοποιούν κατά κάποιον τρόπο, ως πέρασμα για τον ερχομό τους στον δικό μας κόσμο, το Internet, μόνο τυχαίο δεν είναι, καθώς ο Kurosawa δίνει αυτομάτως το στίγμα των καιρών μας.  Όπως ακριβώς όλοι μας αποτελούμε απλώς ‘φαντάσματα’ του διαδικτύου, όταν καθόμαστε μπροστά από μια οθόνη, χωρίς πρόσωπο και χωρίς σώμα, έτσι ακριβώς και τα φαντάσματα επιλέγουν αυτό το μέσο προκειμένου να κάνουν τη παρουσία τους αισθητή.  Η τραγική ειρωνία σε ολόκληρο το μεγαλείο της…

Πέρα από την αλλοτρίωση που υφίσταται κανείς εξαιτίας της τρομακτικής εισβολής της τεχνολογίας στις ζωές μας (οπού τότε σε σχέση με σήμερα, αποτελούσε απλά ένα μικρό, απειροελάχιστο βήμα), ο Kurosawa προχωράει το παιχνίδι του ένα βήμα παραπέρα, δίνοντας μόνο θραύσματα λογικής σχετικά με το γιατί από τη στιγμή που κάποιος βλέπει ένα πνεύμα, στη συνέχεια δίνει τέλος στη ζωή του.  Μα είναι απλό, φαίνεται να μας λέει.  Η απόλυτη μοναξιά την οποία βιώνει ένα πνεύμα, έρχεται και ταυτίζεται με τρόπο απρόσμενο, με την έντονη μοναξιά την οποία ζουν εκατομμύρια συμπολίτες μας, ακόμα και όταν βρίσκονται μέσα σε κόσμο.  Είτε το ερμηνεύσεις ως ψυχική διαταραχή, είτε απλώς ως αποξένωση από τους πάντες και τα πάντα, η μοναξιά είναι ένα γεγονός πικρό και δύσκολο.  Πως θα μας φαινόταν λοιπόν αν ένα φάντασμα ερχόταν και μας ενημέρωνε πως η ζωή πέρα από το απόλυτο άπειρο, είναι και πάλι ένας ατέρμονος αγώνας για συντροφικότητα, παρέα και κοινωνικοποίηση;
Αυτή ακριβώς η τρομερή αποκάλυψη φαίνεται πως πυροδοτεί και τις ανάλογες αντιδράσεις, οδηγώντας σταδιακά έναν μεγάλο αριθμό ατόμων, στην αυτοκτονία.  Από τη στιγμή που η πρώτη επαφή με το πνεύμα πραγματοποιηθεί, εκείνο παύει να υπάρχει, χαμένο πλέον για πάντα, ενώ τη θέση του παίρνει ο νεο-νεκρός ήρωας, ο οποίος με τη σειρά του θα πρέπει να αναζητήσει έναν άλλο άνθρωπο προκειμένου να εξουδετερώσει την αβάσταχτη, χημική ένωση της μοναξιάς, να χαθεί με τη σειρά του και πάει λέγοντας.
Γίνεται φανερό εδώ πως ο σκηνοθέτης, εκτός από θέματα ηθικής (είναι τελικά η τεχνολογία καλή η κακή; η φύση της, της δίνει το θετικό ή το αρνητικό πρόσημο, ή η χρήση της από τους ανθρώπους;), θέτει και θέματα φιλοσοφικής και υπαρξιακής διάστασης, καθώς ένα από τα αέναα ερωτήματα του ανθρώπου είναι το τι υπάρχει μετά θάνατον.  Εδώ ο Kurosawa είναι πεσιμιστής (μπορεί και ρεαλιστής).  Το μόνο που υπάρχει, είναι οτι υπάρχει και στον κόσμο που ζούμε και αναπνέουμε: μια ατέλειωτη μοναξιά και μια αιώνια λήθη.  Μόνοι γεννιόμαστε και πεθαίνουμε μόνοι…

Αν θέλετε και κάτι ακόμα από τη ταινία, προσθέστε και την εξαιρετική eery κατάληξη όσον πεθαίνουν, οι οποίοι αρχικά μένουν ως αποτύπωμα πάνω στον τοίχο ή το πάτωμα, εκεί ακριβώς οπού πέθαναν και στη συνέχεια απλά χάνονται, μετατρεπόμενοι σε μαύρη σκόνη.
Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση την οποία διάβασα σε διάφορα forums, έχει να κάνει με το γεγονός πως αυτό το μαύρο στίγμα που μένει πίσω από τους νεκρούς, ομοιάζει με το αντίστοιχο το οποίο είχε εντοπιστεί στο Ναγκασάκι και τη Χιροσίμα, αμέσως μετά τη ρήξη της ατομικής βόμβας από τους Αμερικάνους.  Σύμφωνα με μαρτυρίες, όσοι βρίσκονταν κοντά στο σημείο της έκρηξης, εξαϋλώθηκαν αμέσως αφήνοντας πίσω τους το αποτύπωμα της ‘σκιάς’ τους πάνω στους τοίχους, καθώς και τα ρούχα τους.  Η ανθρώπινη σάρκα άφηνε απλά ένα ίχνος παρελθοντικής παρουσίας και αυτό είναι όλο.  Έτσι λοιπόν, πολλοί παρομοιάζουν το “Kairo” ως μια ταινία που θέτει επί τάπητος, και το θέμα του πολέμου, έτσι όπως από πρώτο χέρι τον βίωσε αυτό το έθνος.  Αν σκεφτεί μάλιστα κανείς και το τέλος της ταινίας, τότε σίγουρα θα μπορέσει να εντοπίσει κάπου εκεί, μια εν δυνάμει, φριχτή αναπαράσταση της βιαιότητας, της ωμότητας και της θανατίλας ενός πολέμου.  Και στη τελική, κάπως έτσι φαίνεται πως λειτουργεί και η ιδέα του καλωδιακού περάσματος ενός πνεύματος στον κόσμο μας.  Ως ο ύστατος πόλεμος της ανθρωπότητας.
Η σκηνοθεσία του Kurosawa είναι σκοτεινή και μίζερη, με μουντά χρώματα, σε έναν κόσμο απομυζημένο από το παραμικρό συναίσθημα χαράς και κουράγιου.  Οι ερμηνείες των ηρώων είναι μετρημένες, χωρίς υπερβολές αυτή τη φορά, υπακούοντας στην αλληγορική σημασία της ταινίας, αλλά και στην πιθανότητα όλη αυτή η υπόθεση να αποτελεί τελικά μια νέα, καταστροφική για τους ανθρώπους, συνέπεια.  Συνέπεια που απορρέει από τον δικό μας εγωισμό και την αυξανόμενη κατάθλιψη που σκοπεύει να καταπιεί τα πάντα.
Δυσοίωνο και σκοτεινό, το “Kairo” λειτουργεί σαν μια κινηματογραφική αλληγορία πάνω σε πολλαπλά θέματα, όπως η τεχνολογία, η μοναξιά και οι συνέπειες ενός πολέμου.  Πολλά από όσα δείτε δεν έχουν μια χειροπιαστή εξήγηση στα πλαίσια της ταινίας, αλλά δε χρειάζεται κιόλας.  Ο καθένας μπορεί να οδηγηθεί στα δικά του συμπεράσματα.  Έτσι κι αλλιώς μιλάμε για μια ταινία που θα μείνει στο μυαλό σας για πολύ, πολύ καιρό…


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι και ο καπετάνιος μπορεί να συμβολίζει κάτι (ίσως εκείνον που μετέφερε τις ψυχές τον νεκρών από τον Αχέροντα στον Άδη;), οτι τα φαντάσματά τους δε θα σταματήσουν να με φρικάρουν ποτέ, και οτι η μουσική που σιγοντάρει τη ταινία θα ήταν ικανή να σε κάνει να χεστείς πάνω σου, ακόμα και αν έβλεπες κωμωδία.


No trivia

The Cabin in the Woods: You think you know the story. You all do

NEW ARRIVAL

Μέρα μέρα!  Πέμπτη σήμερα και καινούριες ταινίες βγαίνουν στις αίθουσες προς δική σας τέρψη.  Οι επιλογές από τις οποίες μπορείτε να διαλέξετε βέβαια, είναι λίγο του ύψους και του βάθους.  Έχουμε το “Magic Hour” με τον Ρένο Χαραλαμπίδη, ο οποίος αφού είδε και απόειδε οτι η καριέρα του δε προχωράει με το συνταρακτικό παιχνίδι του ANT1 Play & Win, είπε να φάει και ότι λεφτά έχουν ξεμείνει σε κάνα ταμείο, κατεβαίνοντας στις εκλογές με τον γλυκούλη Σαμαρά (συγγνώμη αλλά αν δε το έλεγα θα έσκαγα!).  Επόμενη επιλογή, μας έρχεται εκ Νορβηγίας και φαίνεται αρκετά ενδιαφέρουσα (όπως πάντα δηλαδή).  Το “Turn Me On Dammit!” είναι μια ιστορία για την ενηλικίωση, τις φήμες και τις…καύλες που κάθε έφηβος καλείται να αντιμετωπίσει.  Στο menu έχουμε ακόμα μια ελληνική παραγωγή, το “Σουπερ Δημήτριος” το οποίο το βλέπεις μόνο για να γελάσεις βρε αδερφέ (αρκεί να σου πω οτι ο κακός της υπόθεσης αποφασίζει να μεταμορφώσει τον Λευκό Πύργο, σε ένα τεράστιο ποτήρι φραπέ.  Τώρα που το σκέφτομαι, δε μου φαίνεται και πολύ αστείο).  Ενώ τέλος έχουμε και το κινηματογραφικό ντεμπούτο μεγατόνων της Rihanna στο “Battleship”, το οποίο καλύτερα να κατεβάσεις από το πατάρι σου, να το ξεσκονίσεις και να παίξεις με τη παρέα στο σπίτι.  Θα περάσεις εγγυημένα ζάχαρη.  Και μετά από τον μεγάλο πρόλογο, ας περάσουμε στο σημερινό μας ζουμί.  “Τhe Cabin in the Woods” ή σύμφωνα με την εκπληκτική μετάφραση στα ελληνικά “Το μικρό σπίτι στο δάσος”.  Για τη πλάκα γλυτώσαμε το “λιβάδι”.  Pff…

Μια παρέα φοιτητών αποφασίζει να επισκεφθεί μια εγκαταλελειμμένη παράγκα που ανήκει στον ξάδελφο ενός εξ’ αυτόν, προκειμένου να ξεφύγουν λίγο από τις καθημερινές, πανεπιστημιακές τους υποχρεώσεις και να χαλαρώσουν.  Όπως είναι φυσικό από τη πρώτη κιόλας βραδιά, τα πράγματα θα πάνε κατά διαόλου, όταν ένας ένας αρχίζουν να δολοφονούνται από μερικές πανάρχαιες δυνάμεις οι οποίες επανέρχονται στη ζωή, διψασμένες για σάρκα και αίμα.  Οι προσπάθειες σωτηρίας της παρέας, η οποία ολοένα και μικραίνει φαίνεται να αποβαίνουν άκαρπες, καθώς το Κακό ελοχεύει σε κάθε τους βήμα και είναι έτοιμο να τους κατασπαράξει ανά πάσα στιγμή.  The end.  Αμ δε…
Ο σεναριογράφος του “Cloverfield” (2008) Drew Goddard, αναλαμβάνει εδώ τα σκηνοθετικά ηνία συγκεντρώνοντας όλα τα κλισέ ενός σύγχρονου (και οχι μόνο), teen horror movie, και πλασάροντάς τα με τρόπο σατυρικό και άνευ ιερού και οσίου…κωμικό.
Για να ξεκαθαρίσουμε ευθής εξαρχής τα πράγματα, το “Cabin in the Woods” δε μπορεί επουδενί να χαρακτηριστεί α) ως μια καθαρόαιμη ταινία τρόμου, αφού ο απότερός της σκοπός είναι να προκαλέσει το ειρωνικό χαμόγελο του θεατή, και το ξεκαρδιστικό του γέλιο, χάρη στις άφθονες cult σκηνές του και την εμφανέστατη, σατυρική του διάθεση και β) ως μια ταινία που παίρνει σοβαρά τον εαυτό της.  Για τον λόγο αυτό αν εσείς την πάρετε στα σοβαρά, έχετε σίγουρα χάσει το μισό ‘παιχνίδι’.

Η ταινία ξεκινάει με την κλασική παρέα που συναντά κανείς σε ταινίες επί ταινιών, τις οποίες αναγκαζόμαστε να τρώμε στη μάπα με το τσουβάλι κάθε χρόνο.  Θες “Final Destination”, θες μπόλικα κακέκτυπα του “Scream” (ακόμα και ο Craven κατέληξε κακέκτυπο του κάποτε ειλικρινούς χαρακτήρα του, με το “Scream 4”) και ακόμα περισσότερα τύπου “I Know What you Did Last Summer” με δολοφόνους να κραδαίνουν γάντζους, μαχαίρια, πριόνια, τηγάνια και ψαροντούφεκα;  Ε όλα αυτά τα βρίσκεις πολύ εύκολα στο “The Cabin in the Woods” και αναρωτιέσαι αν ο σκηνοθέτης είναι τόσο καμένος, ώστε να βγάζει μια ακόμα ταινία που είναι ίδια με εκατό εκατομμύρια ακόμα.  Και πάνω που πας να το αμφισβητήσεις λίγο, έρχεται και σου σερβίρει τη ξανθιά τσούλα (Anna Hatchison), τον μπρατσαρά, αθληταρά γκόμενό της (overdose από Chris Hemsworth), τη κοκκινομάλλα σεμνή, ημι-παρθένα (Kristen Connolly), τον intellectual τύπο, με τα γυαλία μυωπίας που είναι καλό παιδί, αλλά θέλει να πηδήξει και την ημι-παρθένα παραπάνω (Jesse Williams), και έτσι για να ολοκληρωθεί το τρελό παρεάκι σου προσφέρει και τον κυτταροκαμμένο από τον μπόλικο μπάφο τύπο (Fran Kranz), ο οποίος παρόλα αυτά αντιλαμβάνεται πρώτος το γεγονός οτι κάτι πάει πολύ στραβά (oh fuck!).  Και κάπου εκεί είσαι έτοιμος να σηκωθείς και να κάνεις ένα flip στον μπροστινό σου (γιατί δεν έχει και τραπέζι να πετάξεις, αναφωνώντας “fuck my money!”) για το χαρτζιλικάκι που πήγε πάλι στράφι.  Περίμενε, μη το κάνεις.  Τα πράγματα δεν είναι ακριβώς όπως φαίνονται.

Δε ξέρω αν θυμάσαι μια ακόμη ταινιούλα που είχε βγει πρόσφατα, η οποία παρωδούσε με τον δικό της τρόπο τα σημερινά αφελή και τίγκα στο σεξ horror movies.  Για να φρεσκάρω τη μνήμη σου θα σου πω πως το “Taker and Dale vs. Evil” ήταν μια από τις πιο αναζωογονητικές ταινιούλες που είχα δει, σκεπτόμενη οτι υπάρχει τελικά ακόμα πρόσφορο έδαφος για καλές, χιουμοριστικές σπλατεριές.  Την είχα ευχαριστηθεί όσο δε πήγαινε και ευελπιστούσα να δω μια ακόμη τέτοια ταινία.  Και απ’ ότι φάνηκε, την είδα χθες.
Το “The Cabin in the Woods” είναι μια προσπάθεια που αποτίει φόρο τιμής σε αγαπημένα, bloodlust ταινιάκια b καταβολών.  Από το αξεπέραστο “The Evil Dead” (1981) οι επιρροές του οποίου είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς, και τις ιστορίες του George Romero για τους νεκροζώντανους φίλους μας, μέχρι τα επιτηδευμένα sexploitation της δεκαετίας του ’70 με το περιρρέον σεξ και την άπειρη αιματήλα και τα πιο σύγχρονα αφελή και τίγκα στο αμερικάνικο κλισέ σενάρια ταινιών, όπως το “House of Wax” (2005), τις διάφορες επανεκτελέσεις του κλασικού “The Terxas Chainsaw Massacre” και τόσες άλλες, το “The Cabin in the Woods” δεν αφήνει τίποτα και κανέναν παραπονεμένο, αλλά μάλλον προσφέρει άρτο και θέαμα σε μια ιστορία η οποία ελίσσεται σαν το χέλι.  Και εκεί που είσαι έτοιμος να δεχθείς το αυτονόητο, το σενάριο κάνει στροφή 180 μοιρών για να καταλήξει κάπου αλλού, συνεχίζοντας να βγάζει άσσους από το μανίκι του, μέχρι και το εξωφρενικό του τέλος.
Προσωπικά εκτίμησα τη προσπάθεια του Goddard και του έτερου σεναριογράφου Joss Whedon επειδή στην ουσία δημιούργησαν μια ταινία που απαρτίζεται από κομμάτια και χαρακτήρες άλλων ταινιών.  Ακόμα περισσότερο εκτίμησα την ολοκληρωτική παραπλάνηση των θεατών, οι οποίοι από το trailer και το πρώτο δεκάλεπτο της ταινίας, σίγουρα πίστευαν οτι θα δουν μια από τα ίδια.  Γι’ αυτό ακριβώς ο ορυμαγδός και ο κακός χαμός που ακολουθούν στη συνέχεια, σε πιάνουν εξαπίνης, βάζοντάς σε το τρενάκι του cult τρομογέλιου, και κάνοντάς σε να απολαύσεις αυτό το πανηγύρι αίματος, ξεντεριάσματος και μακάβριου χιούμορ.

Αν θα έπρεπε να βρω κάτι αρνητικό, μάλλον θα ήταν το γεγονός οτι οι εξηγήσεις για τον λόγο του θανάτου των πρωταγωνιστών, έρχονται κάπως βεβιασμένα και σύντομα, αφήνοντας κάποια σεναριακά κενά, που όμως δε σε ξενίζουν και τόσο, χάρη στο καθαρό cult status που αποκτά η ταινία, ήδη από το πέσιμο των τίτλων (οι οποίοι επίσης παραπέμπουν στη σκληρή, κόκκινη γραμματοσειρά των τίτλων έναρξης του “Funny Games” και πολλών ακόμα b-movies).  Εκτός από αυτό το οποίο μπορώ και να παραβλέψω, με ξένισε λίγο η χρήση συγκεκριμένων εφε τα οποία έμοιαζαν βγαλμένα κατευθείαν από τα παιδικά μου χρόνια, τότε που έπαιζα Mortal Combat στο ATARI μου.  Βέβαια επειδή για ακόμη μια φορά έγκειται το ζήτημα της b αισθητικής, ίσως να δικαιολογώ πάλι τα κάπως ξεπλυμένα και πρόχειρα εφέ, τα οποία φαντάζομαι πως είχαν απώτερο σκοπό να σε κάνουν να αναφωνήσεις ‘dafaq i just saw?’.

Συνοψίζοντας, το “The Cabin in the Woods” δεν είναι μια ταινία για όλους, αλλά μάλλον για όσους αγαπούν το συγκεκριμένο είδος film.  Σκηνοθετικά και ερμηνευτικά κρατάει αναμενόμενα, χαμηλούς τόνους, αφού έτσι κι αλλιώς και τα δυο, υπάγονται στους κώδικες της παρωδικής βάσης πάνω στην οποία στηρίζεται η ταινία.  Όσοι αποφασίσετε να τη δείτε, έχετε κατά νου οτι δεν είναι another horror teen movie, αλλά έχει να σου προσφέρει γέλιο, απόλυτα cult διάθεση και ένα story που αν μη τι άλλο πατάει πάνω σε πρωτότυπα σκαλοπάτια.  Αν και κάπου εκεί ανάμεσα θα διαπιστώσετε οτι και ο Carpenter και το εκπληκτικό του “In the Mouth of Madness” (1994) έχουν πολλά να σας πουν.  Nough said.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο creepy hillbilly υπεύθυνος του παρακμιακού βενζινάδικου είναι πάντα μια homy πινελιά, οτι το οξυζενρισμένο μαλλί, συνήθως πάει σετάκι με τη flat chested γκόμενα και οτι ποτέ δεν είναι καλή ιδέα μια εκδρομούλα στο δάσος.  Σε μια καλύβα.  Μόνοι.  Μες τη νύχτα.  Ποτέ όμως.

No trivia


ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
One Winter’s Night, by Emlyn Boyle

Insidious: Pure terror…

NEW ARRIVAL

Καλησπέρα καλησπέρα, τι κάνουμε;  Όπως σας είπα και χθές σήμερα έχουμε καινούρια ταινιούλα τρόμου.  Το “Insidious” θα προβληθεί στους κινηματογράφους από την επόμενη Πέμπτη.  Ενδείκνυται για τους fan τους είδους, καθώς νομίζω οτι σε όσους δεν αρέσουν οι ταινίες τρόμου θα την βρούν πολύ πολύ τρομακτική.  So εγώ σας προειδοποίησα, από’ κει και πέρα κάνετε ότι θέλετε :P….

Μια οικογένεια ανιμετωπίζει ένα μεγάλο, μεταφυσικό πρόβλημα όταν η μητέρα (Rose Byrne) αρχίζει να βλέπει διάφορα περίεργα πράγματα μέσα στο σπίτι, τα οποία φαίνεται να συνδέονται άμεσα με την κωματώδη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο μικρός γιός της οικογένειας Dalton, μετά από ένα πέσιμο που είχε από τη σκάλα της σοφίτας.  Ο πατέρας (Patrick Wilson) φαίνεται να κρύβει και αυτός τα δικά του μυστικά και σύντομα όλη η αλήθεια θα βγεί στην επιφάνεια, απειλώντας να καταβροχθίσει τους πάντες με τον πιο φρικιαστικό τρόπο…
Η ταινία είναι σίγουρα ένα από τα καλύτερα horror movies που έχω δει εδώ και καιρό.  Εάν περιμένετε να δείτε την κλασσική ιστορία με το στοιχειωμένο σπίτι, τα απειλητικά πνεύματα (που υπάρχουν βέβαια εδώ, αλλά δεν έχουν καμία σχέση με άλλες, χαζοβιόλικες ταινίες) και  τα κλασσικά, ξενερωτικά happy end, τότε σίγουρα αυτή η ταινία δεν είναι για εσάς.  Εάν πάλι προτιμάτε τα ακριβώς αντίθετα, τότε σίγουρα το “Insidious” θα σας εκπλήξει (και θα σας τρομάξει μαζί) πολύ ευχάριστα.  Όπως ακριβώς έκανε και σε εμένα.

Ο σκηνοθέτης James Wan (“Dead Silence”, “Saw”) δημιουργεί μια εφιαλτική ταινία με θέμα τον κόσμο των ζωντανών/νεκρών και πως αυτοί οι δυο μπερδεύονται με ανησυχητικά τελικά αποτελέσματα.  Η σκοτεινή ατμόσφαιρα, οι πόρτες που ανοίγουν μόνες τους και τα τριξίματα στο πάτωμα το βράδι, αποτελούν και εδω κλασσικές αξίες, όπως στις περισσότερες ταινίες τρόμου.  Το “Incidious” δανείζεται πράγματα από πολλά άλλα φιλμ, όπως το “The Messengers”, το “Drag me to Hell” και το “Amytiville Horror”.  Παρόλα αυτά καταφέρνει να ξεχωρίσει και να σταθεί μόνο του ως εξαιρετική προσπάθεια στον χώρο αυτού του είδους ταινιών.  Η αλήθεια είναι οτι τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερα τα horror movies τείνουν να γίνονται όλο και πιο προβλέψιμα και βαρετά, χρησιμοποιώντας τεράστιες ποσότητες αίματος, ξεκοιλιάσματος και ακρωτηριασμών (εννοείται οτι το “Saw” δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά και πάλι σώζεται καθώς το πρώτο ήταν πράγματι καλό), ξεχνώντας οτι οι συγκεκριμένες ταινίες έχουν ως πρωταρχικό στόχο να προκαλέσουν φόβο και μια αυξανόμενη ανησυχία καθόλη τη διάρκεια τους και οχι την αηδία.  Έχοντας δει τόσα φριχτά πράγματα, είναι λογικό κάποια στιγμή να αναισθητοποιηθούμε απέναντι σε τέτοιες απόπειρες που πλέον προκαλούν μάλλον το γέλιο, παρά τον τρόμο.  Δεν είναι καθόλυ τυχαίο το γεγονός οτι το 2007 το “Paranormal Activity” προκάλεσε τεράστιο πανικό στους θεατές, με ακραίες αντιδράσεις και αυθεντικό τρόμο.  Με ελάχιστη εμφάνιση αίματος και τα περισσότερα πράγματα απλά να υπονοούνται η ταινία απέδειξε πως με ελάχιστα χρήματα (15.000 $) και μερικές καλές ιδέες μπορείς να κάνεις θαύματα και να βγάλεις και 100.0000.000$ σε εισπράξεις παγκοσμίως…  Σε ανάλογο ύφος κυμαίνεται και το “Insidious”.

Η ατμόσφαιρα υποβλητική και ‘βαριά’ σε προετοιμάζει από την αρχή για κακά μαντάτα, το πιτσιρίκι καταλαβαίνεις σύντομα οτι θα παίξει τον ρόλο του διαμεσολαβητή με το…υπερπέραν, ενώ και τα διάφορα μεταφυσικά πλάσματα που κάνουν την εμφάνισή τους σε τρομοκρατούν μέχρι και το κόκκαλο εξαιτίας της γκροτέσκας εμφάνισής τους.  Η μουσική παίζει βασικό ρόλο καθόλη τη διάρκεια και σου βγάζει μια βίαιη αίσθηση που σε τρελαίνει.  Έπιασα τον εαυτό μου να ‘πετάγεται’ σε διάφορες στιγμές, καθώς δε θα μπορούσαν να λείπουν και αυτά τα ‘ξαφνικά’ που ξέρεις οτι θα τα δεις, αλλά δε μπορείς να μην τρομάξεις.  Οι χώροι πίσω από την πόρτα, στον σκοτεινό διάδρομο και φυσικά στη σκονισμένη σοφίτα, αποτελούσαν πάντα μερικές από τις πιο κλασσικές αναφορές σε ταινίες τρόμου, εδώ όμως λειτουργούν πραγματικά σαν κάτι που βλέπεις για πρώτη φορά.  Σφιχτοδεμένη υπόθεση και ερωτήματα που σίγουρα δημιουργούνται στην αρχή, αλλά δε ξεχνάνε να απαντηθούν στη συνέχεια.  Δε μπόρεσα παρά να παραλληλίσω κάποιες στιγμές της ταινίες, με ορισμένες σκηνές από το “Drag me to Hell”, δημιουργώντας μου κυρίως μια περίεργη αίσθηση, που δεν ήξερα εάν έπρεπε να βάλω τα γέλια ή να τα κάνω πάνω μου :P.  Τελικά μάλλον το δεύτερο έγινε…
Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών είναι όλες καλές και ο καθένας παίζει τον ρόλο του ικανοποιητικότατα.  Η Byrne που μοιάζει τρελή και αλαφιασμένη από αυτά που βλέπει, ο Wilson που λειτουργεί ως η φωνή της λογικής και το πιτσιρίκι που λόγω της αθωότητάς του σε προϊδεάζει ακόμα καλύτερα κατά έναν περίεργο τρόπο, για τη τρομακτική συνέχεια…
Ιστορία που σου παγώνει το αίμα και μια σκηνοθεσία που πετυχαίνει αυτό ακριβώς που πρέπει να ζητάμε πλέον οχι μόνο από τα horror movies, αλλά και απο κάθε ταινία που υποστηρίζει ένα συγκεκριμένο είδος.  Στην προκειμένη περίπτωση ο φόβος, η αγωνία και η εντεινόμενη ανησυχία χτυπούν κόκκινο και μένουν καρφωμένα εκεί μέχρι το τέλος…

http://www.youtube.com/watch?v=E1YbOMDI59k

No trivia for the movie…yet


H TV ΣΗΜΕΡΑ….
ET1: 22:00, Η Επέλεαση των βαρβάρων (a.k.a Les invasions barbares).  Καναδική παραγωγή του 2003.  Κατά τη διάρκεια των τελευταίων του ημερών, ένας άνδρας επαναπροσδιορίζει τη σχέση του με παλιούς φίλους, αγαπημένους, εραστές και τον απομακρυσμένο από αυτόν γιό του.  Κέρδισε το Oscar καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.
Μη ξεχάσετε αύριο έχουμε ψηφοφορία.  Favorite action movie, volume 2 και τελευταίο!  Be here!   ; )
Cya!

El espinazo del diablo (a.k.a Τhe Devil’s Backbone): What is a ghost?

Hello again.  Αργήσαμε λιγάκι σήμερα αλλά ας όψεται η πολύ σοβαρή δουλειά του καφέ που είχα το πρωί 😛  Τελικά την ταινία που ήθελα από την αρχή της εβδομάδας δε θα τη βάλω ούτε σήμερα, καθώς όταν έκατσα χθές το βραδάκι να την δω, κατάλαβα οχι είχα τελικά κατεβάσει..εμμμ είχα νοικιάσει ήθελα να πω, λάθος ταινία.  Συνεπώς δε μπόρεσα να τη δω μωρέεε.  Αλλά έχουμε άλλη πολύ πολύ καλή.  Την επόμενη βδομάδα επιτέλους!, θα μπεί στο blogaki κάποια στιγμή.  So let’s start…

Το 1939, λίγο πριν τη λήξη του ισπανικού εμφυλίου, ο μικρός Carlos αναγκάζεται να ζήσει σε ένα ορφανοτροφείο, μην έχοντας κανέναν στον κόσμο, μετά και από τον θάνατο του πατέρα του στον πόλεμο.  Εκεί θα γνωρίσει την αυστηρή Carmen, την διευθύντρια του ορφανοτροφείου, τον καλόκαρδο γιατρό Dr. Casares, αλλά και τον σκληρό επιστάτη, τον Jacinto.  Από το πρώτο κιόλας βράδυ, θα γνωρίσει και τα υπόλοιπα αγόρια που μένουν εκεί, ανάμεσά τους και τον Jaime, τον μάγκα της παρέας που θα προκαλεί διαρκώς τον νεοφερμένο Carlos.  Σύντομα ο Carlos θα γνωρίσει και έναν ακόμα ένοικο του ορφανοτροφείου, έναν ένοικο πολύ διαφορετικό από τους άλλους.  Βλέπετε ο Santi είναι…φάντασμα.
Mετά το ιδιαίτερο “Cronos” (1993) και το τερατίστικο “Mimic” (1997) που πρέπει να άρεσε μόνο σ’εμένα, ο Guillermo del Toro σκηνοθέτησε το 2001 το “The Devil’s Backbone” και αμέσως οι απανταχού κριτικοί-και οχι μόνο- έκαναν λόγο για την πρώτη, πραγματικά αξιόλογη ταινία του.  Περίεργος τύπος ο del Toro και αρκετά πολυδιάστατος.  Εκεί που έχει σκηνοθετήσει το “Blade II” (2002) και το ομολογουμένως καλό, πρώτο “Hellboy” (2004) (μιας που για το δεύτερο δεν ακούστηκαν και τα πιο κολακευτικά σχόλια), έρχεται και σε καθηλώνει με το “Pan’s Labyrinth” (2006), αλλά και με το σενάριο της ταινίας “El Orfanato” (2007).  Στη σημερινή ταινία μιλάμε για full συμμετοχή del Toro, καθώς και σκηνοθέτησε και έγραψε το σενάριο.  Ενδεχομένως να αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη του δουλειά, από άποψη προσωπικής διεργασίας και δημιουργίας.

Στην προκειμένη περίπτωση μιλάμε για μια ταινία με πινελιές από διάφορα είδη.  Τρόμου, αγωνίας, δράματος, μυστηρίου.  Είναι όλα αυτά μαζί και όμως έτσι όπως είναι, σκηνοθετημένη μοιάζουν να είναι αρμονικά δεμένα μεταξύ τους και να αποτελούν το ένα, φυσική συνέχεια του άλλου.  Αρχικά στην πρώτη ώρα της ταινίας είναι πιο έντονο το στοιχείο του τρόμου και του θρίλερ.  Ο Carlos έρχεται αντιμέτωπος με τον νεκρό Santi και προσπαθεί να αντιληφθεί τι συμβαίνει μέσα στην παιδική του αθωότητα.  Φοβάται, διστάζει, ενώ παράλληλα πρέπει να αντιμετωπίσει και τον ‘αρχηγό’ των παιδιών ο οποίος διαρκώς τον ενοχλεί, και τον χτυπάει.  Ουσιαστικά είναι σαν να βλέπουμε διαφορετικές ιστορίες να εκτυλίσονται η μια μέσα στην άλλη.  Ο Carlos που προσπαθεί να εγκλιματιστεί σε ένα νέο περιβάλλον, έχοντας παράλληλα δει με τα ίδια του τα μάτια ένα φάντασμα στον χώρο του ορφανοτροφείου, ένα φάντασμα παιδιού όπως εκείνος.  Η διευθύντρια που προσπαθεί να κρατήσει με νύχια και με δόντια το ορφανοτροφείο μακριά από τον κίνδυνο του πολέμου, και τον Jacinto ο οποίος έχει άλλες, σκοτεινές βλέψεις και προσωπικά συμφέροντα.  Κάπου ανάμεσα στην πραγματική, καθημερινή απειλή του πολέμου, τα παιδιά πρέπει να αντιμετωπίσουν και την ολοένα και πιο συχνή παρουσία του νεκρού Santi, και πιο συγκεκριμένα ο ίδιος ο Carlos τον οποίο φαίνεται να θέλει ο Santi για κάποιον δικό του λόγο…

Η ατμόσφαιρα που έχει δημιουργήσει ο del Toro είναι άλλο πράγμα.  Νομίζω οτι μετά από πολύ καιρό είδα και πάλι μια αυθεντικά τρομακτική μορφή, αυτή του μικρού Santi.  Εάν δε τρομάξετε, σας παραδέχομαι!  Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται, η εμφάνισή του, η φωνή του, τα μάτια του και γενικά τα πάντα πάνω του είναι απόλυτα φρικιαστικά και σε στοιχειώνουν στην στιγμή.  Ο del Toro έχει κάνει μια εξαιρετική παρουσίαση και θεωρώ υπέροχο το εύρημα που συνδέεται με τον θάνατο του Santi και το οποίο τον ακολουθεί κάθε φορά που κάνει την εμφάνισή του (you will now αμέσως μόλις το δείτε).  Να είστε προετοιμασμένη για μερικές καλές τρομάρες, τις οποίες θα καταλάβετε για τα καλά.  Ακόμα και σε κλασσικές σκηνές, τις οποίες έχουμε δει αμέτρητες φορές, σε πιάνει παντελώς απροετοίμαστο, καθώς όσο αποτελεσματικές είναι οι εικόνες που βλέπεις, άλλο τόσο είναι και οι διάοφροι ήχοι, φωνές, μουσική που είναι τέρμα τα γκάζια.  Βέβαια καθώς προχωράει η ταινία, το story τείνει να γίνει πιο δραματικό, και αν αναρωτιέστε πως γίνεται αυτό, απλά θυμηθείτε τον τρόπο με τον οποίο έγινε κάτι και στον Λαβύρινθο του Πάνα.  Έχει έναν τρόπο ιδιαίτερο να ανακατεύει στοιχεία τρόμου και δράματος ο del Toro, που αποδίδουν πάντα.  Και νομίζω οτι πετυχαίνει να προκαλέσει σε μεγαλύτερο βαθμό τους θεατές, προκαλώντας τους διαρκώς διαφορετικά συναισθήματα.  Από ατόφιο τρόμο, σε πικρή θλίψη και από έντονη αγωνία, στο λυτρωτικό τέλος.  Η παρούσα ταινία, δε θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση.  Έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που έχουμε γνωρίσει και σε μεταγενέστερες ταινίες του.  Την ιδέα του ορφανοτροφείου, παιδιά σε βασικούς/πρωταγωνιστικούς ρόλους, την πλευρά του καλού (που εκπροσωπείται συνήθως από τις γυναίκες) και αντίστοιχα του κακού που εκφράζεται από τους άνδρες.  Το μεταφυσικό στοιχείο πάντα παρών είτε με τη μορφή του πνεύματος ή κάποιου φανταστικού πλάσματος, λειτουργεί τις περισσότερες φορές ως αφορμή για την κορύφωση της δραματικής διάστασης της ταινίας.  Χωρίς να καταντάει υποερβολικά τρομακτικό, ή αφελέστατα ανεπαρκές, το στοιχείο του τρόμου λειτουργεί πάντα ως βασικό κομμάτι αρκετών ταινιών του del Toro.  Χωρίς υπερβολές και χωρίς να καταντάει επαναλαμβανόμενος και προβλέψιμος, επιχειρεί και στο “The Devil’s Backbone” να τοποθετήσει την υπόθεση στο κέντρο μιας ευρύτερης ιστορίας, αυτή του εμφυλίου.  Δεν εμένει όμως τόσο εκεί, όσο στο να απομονώσει (κυριολεκτικά) το ίδιο το ορφανοτροφείο και τα όσα διαδραματίζονται εκεί.  H απλή και λιτή γενικά σκηνοθεσία, βοηθάει ακόμη περισσότερο τον σκοπό του σκηνοθέτη, καθιστώντας την όλη κατάσταστη ρεαλιστικότατη και κάνοντας τον θεατή να ξεχάσει εν μέρει οτι βλέπει ένα μυθοπλαστικό προϊόν.
Εάν έχετε δει τον Λαβύρινθο και “Το Ορφανοτροφείο”,τότε πρέπει να δείτε και αυτήν και θα καταλάβετε πως ξεκίνησαν τελικά όλα.  Γεμάτο με όμορφα πλάνα και την αίσθηση μιας άλλη εποχής, με τους αθώους(;) μικρούς πρωταγωνιστές του, ένα απειλιτικό και φρικιαστικό φάντασμα και μια δραματική υπόθεση να τρέχει από πίσω και να ανθίζει στο τέλος, το ” The Devil’s Backbone” είναι μια ταινία για γερά νεύρα.  Δε θα συνιστούσα να τη δείτε στην απόλυτη ησυχία, αργά βράδυ.   Εγω συγκρατήθηκα να μη τη πατήσω την τσιρίδα χθες…

Μμμ traileraki δε θα βάλω, γιατί αποκαλύπτει πολλές και καλές σκηνές της ταινίας, οπότε για μια ακόμη φορά θα πρέπει απλά να με εμπιστευτείτε : )

TRIVIA

  • O del Toro έγραψε το σενάριο της ταινίας, ενώ βρισκόταν ακόμη στο κολλέγιο.
  • Ο σχεδιασμός του φαντάσματος είναι εμπνευσμένος από τα ασιατικά horror films, και τα χαρακτηριστικά υπόλευκα πλάσματα, όπως στο “Ringu”.
  • Ο τίτλος της ταινίας αναφέρεται σε μια ασθένεια γνωστή ως spina bifida.
  • Παραγωγός της ταινίας είναι ο Pedro Almodovar.
(Πηγή IMDB)

H TV ΣΗΜΕΡΑ….

STAR: 21:00, Blood Diamond, με τους Leonardo di Caprion, Jennifer Connelly, Djimon Hounsou.  Ο εμφύλιος μαστίζει τη Σιερα Λεονε, και το παρεμπόριο των “ματωμένων διαμαντιών” βρίσκεται στα ύψη.  Εκεί οι μοίρες ενός αιχμαλώτου που αναζητεί την οικογένεια του, μιας δυναμικής δημοσιογράφου και ενός διαβοήτου λαθρέμπορα, θα ενωθούν με έναν απρόσμενο τρόπο…

ΑΝΤ1: 00:05, Pulp Fiction, με τους John Travolta, Uma Therman, Bruce Willis, Samuel Jackson, Eriz Stoltz.  Τα λόγια είναι περιττά.  Quentin ftw!

Μέρα ψηφοφορίας από αύριο guyzzz!!  Έχουμε favorite movies based on books/novels, so be here once more!!

Cya!!

The Sixth Sense: M. Night Shyamalan sees dead people…

Hello hello everybody!  Μα τι ενθουσιασμός κι αυτός! We broke the record, yeah! 76 ψήφοι για μια κατηγορία που απ’οτι φάνηκε σας κίνησε πιο πολύ την περιέργια από τα πολυαγαπημένα zombies, της προηγούμενης εβδομάδας.  Βέβαια κρατώ και μερικές επιφυλάξεις σχετικά με το πόσες ψήφοι πήγαν στις ταινίες από τον…καθένα, αλλά τέλος πάντων, θα κάνω οτι δε πρόσεξα μερικά σχολιάκια και θα συνεχίσω :P.  Μεγάλη μάχη είχαμε αυτή την εβδομάδα ανάμεσα στην νικήτρια ταινία, “The Sixth Sense” και το “The Butterfly Effect”, με την πρώτη να κερδίζει με διαφορά 2 ψήφων (λες και περιγράφω εκλογική αναμέτρηση ένα πράγμα).  Την αμαρτία μου θα την πω: θα δυσκολευόμουν να γράψω για μια ταινία που παίζει ο καταπληκτικός ηθοποιός, Ashton Kutcher, αλλά θα το έκανα γιατί πάνω απ’ολα είμαι επαγγελματίας.  Eπειδή όμως κάτω απ’όλα είμαι άνθρωπος και έχω κάποια personal favorites, ‘Αστον Kutcher, και πιάσε τον Willis…

Ο μικρός Cole Sear (Halley Joel Osment) είναι ένα παιδί αλλιώτικο από τ’άλλα.  Πέρα από τις πέντε βασικές, κλασσικές και tres banal αισθήσεις έχει και μια 6η.  Μια αίσθηση που δε μοιάζει με καμία άλλη και που του δημιουργεί κάθε λεπτό της ημέρας τεράστιο προβλήμα.  Ο Cole έχει την ικανότητα (ή μάλλον την κατάρα) να βλέπει τους…νεκρούς, οι οποίοι τον πολιορκούν κάθε μέρα ‘ζητώντας’ του βόηθεια, προκειμένου να λυτρωθούν και να περάσουν επιτέλους στην ‘αντίπερα όχθη’.  Την προβληματική φύση του πιτσιρίκου θα αντιληφθεί ένας κάπως ξεπεσμένος παιδοψυχολόγος, με προσωπικά προβλήματα, ο Dr. Malcolm Crowe (Bruce Willis) ο οποίος θα προθυμοποιηθεί να τον βοηθήσει, μη γνωρίζοντας σε τι πάει να μπλέξει.  Τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα για κανέναν από τους δυο τους και όταν ο Crowe αντιληφθεί την πραγματική φύση του προβήματος, του μικρού Cole, hell will be unleashed.  Well he sees dead fucking people, so hell makes sense…
Μια φορά και έναν καιρό και συγκεκριμένα το μακρινό 1999, ήταν ένας σκηνοθέτης που τον έλεγαν M. Night Shyamalan.  Όταν ήταν μικρός ονειρευόταν να γίνει ηθοποιός για να μπορεί να βλέπει τη φάτσα του στο μεγάλο, κινηματογραφικό πανί.  Κάποια στιγμή έμαθε οτι υπάρχουν και οι σκηνοθέτες, οι ανθρωποι εκείνοι που ζωντανεύουν μέσα από την κάμερα τους, τις ιστορίες που έβλεπε και θαύμαζε.  Έτσι αποφάσισε να γίνει ένας από αυτούς και έτσι έξυπνος όπως ήταν, ήξερε οτι με ένα σμπάρο θα πετύχαινε δυο τριγώνια (είναι γνωστή και στην Ινδία η παροιμία αυτή) οπότε και θα σκηνοθετούσε, και θα έπαιζε.  Βέβαια το παίξιμό του δε θα ήταν σε πρωταγωνιστικούς ρόλους, ε δεν ήταν μοναχοφάης ο μικρός Manoj.  Κάποια στιγμή όταν ο Manoj μεγάλωσε, γύρισε την πρώτη του πραγματικά επιτυχημένη ταινία, “The Sixth Sense”.  Η ταινία ήταν όντως κάτι το πρωτότυπο και με ένα story που δεν είχε προηγούμενο, έκανε παγκόσμια επιτυχία, και μπήκε γρήγορα στις λίστες με τα καλύτερα ψυχολογικά/paranormal thrillers ever.  Βέβαια η αντίθετη πορεία που ακολούθησε, σε σχέση με πιο φυσιολογικούς σκηνοθέτες που ξεκινούν από χαμηλά και φτάνουν κορυφή κάποια στιγμή, δε φάνηκε να τον οφέλησε και πολύ.  Μετά το άρτιο “Sixth Sense”, ακολούθησε το ενδιαφέρον “Unbreakable”, το αρκετά καλό “Signs” και το μέτριο “The Village”.  Απο΄κει και πέρα το χάος. Τι να πρωτοθυμηθώ;  “Lady in the Water”, “The Happening”, “Devil” ή το πολλαπλά υποψήφιο στα φετινά Razzies “The Last Airbender”;  Κρίμα, κρίμα…

Μετά την χολή που έσταξα για τον κατά τα άλλα αγαπητό Shyamalan, μπορώ να πραδεχτώ οτι το “The Sixth Sense” αποτελεί όντως την καλύτερη του στιγμή (μαζί με το “Unbreakable” ενδεχομένως).  Η ατμόσφαιρα που έχει καταφέρει να δημιουργήσει και το γεγονός οτι εκμεταλεύεται στο έπακρο τις υπόλοιπες αισθήσεις μας (ακοή, όραση), αποτελούν βασικά στοιχεία που απογείωσαν την ταινία.  Οι ξαφνικές αντιδράσεις/σκηνές, η υπόνοια ενός κακού που πλανάται γενικά (μόνο προς το τέλος κάπου μπορούμε να το δούμε, και όταν πλέον το δούμε, δε το θεωρούμε τόσο κακό), η τρομερή σκηνοθεσία και τα πολλά κόλπα πλοκής πάνω στα οποία βασίστηκε ο Shyamalan, δημιούργησαν ένα απόλυτα ανατριχιαστικό παζλ, η λύση του οποίου αποκαλύφθηκε σε ένα εξίσου έξυπνο και ιδιαίτερο τέλος (το οποίο όταν είχα δει πρώτη φορά, δεν είχα καταλάβει.  Μεγαλώνοντας αυξήθηκε και ο δείκτης νοημοσύνης μου…λιγάκι και τότε το κατάλαβα).
Οπωσδήποτε στα θετικά της ταινίας πρέπει να προσθέσουμε και το πολύ καλό δίδυμο, Willis-Osment, οι οποίοι έδεσαν ιδανικά και έπεισαν άνετα στους ρόλους τους.  Ο Willis είναι καλός στον ρόλο του παιδοψυχολόγου, βασίζεται πολύ σε έναν ήπιο και βασανιστικά χαμηλό τόνο φωνής, σχεδόν σαν να ψιθυρίζει, κάτι που αποδίδει εντυπωσιακά μέσα στην ταινία, σαν να προσπαθεί να μιλάει σιγά για να μη ξυπνήσει τους νεκρούς.  Το ίδιο κάνει και ο Osment, ο οποίος όμως επειδή τότενες ήταν πιτσιρίκι, σίγουρα περνάει πιο αποτελεσματικά τον φόβο και τον τρόμο που βιώνει και ιδιαίτερα με όλη τη γκάμα των συναυσθημάτων που περνάνε από το πρόσωπό του.  Η παιδική του φατσούλα βοηθάει επίσης ώστε ο θεατής να νοιώσει μια κάποια στεναχώρια γι’αυτά που περνάει το δόλιο και έτσι το αποτέλεσμα (το ερμηνευτικό στο οποίο αναφέρομαι τώρα) είναι επιτυχημένο.  Στο πλευρό του η Tony Collette στον ρόλο της μητέρας του, είναι επίσης πολύ καλή με την καλύτερή της στιγμή νομίζω, την σκηνή μέσα στο αυτοκίνητο οπού της αποκαλύπτεται η αλήθεια.

Θεωρείται πλέον κλασσική ταινία και μνημονεύεται για αρκετές ψυχοπιασάρικες σκηνές της, όπως αυτή στη φωτο., αλλά και για την all time classic ατάκα “I see dead people”.  Η αριστοτεχνική της σκηνοθεσία, οι πάρα πολύ καλές ερμηνείες, το πρωτότυπο story, ένα τέλος που έρχεται και ‘κλειδώνει’, βάζοντας όλα τα κομμάτια στη θέση τους και όλη η μυστήρια και γοητευτική ατμόσφαιρα που αποπνέει, κάνουν το “The Sixth Sense” την καλύτερη μακράν δουλειά του Shyamalan και μια από τις καλύτερες ταινίες της περασμένης δεκαετίας, οχι μόνο στο είδος του thriller, αλλά σε ευρύτερη βάση.  Mmm wanna watch it now…

http://www.youtube.com/watch?v=VG9AGf66tXM

TRIVIA

  • Είναι μόλις η τέταρτη horror/thriller ταινία που προτάθηκε για Oscar.  Οι άλλες ήταν “The Exorcist”, “Jaws” και “The Silence of the Lambs”.
  • Κλασσικά έχουμε cameo εμφάνιση του Shyamalan ως Dr. Hill, ο γιατρός που εξετάζει τον Cole μετά το συμβάν στο πάρτυ.
  • Ο Shaymala έγραψε τον ρόλο του Crowe, έχοντας τον Willis αρχής εξαρχής στο μυαλό του.
  • Η Toni Collette υποστήριξε οτι ήταν τόσο συνεπαρμένη από τα πολλά συναισθήματα που βίωνε κατά την διάρκεια των γυρισμάτων, ώστε συνειδητοποίησε οτι επρόκειτο για horror/thriller μετά το release της ταινίας!
  • Ο ηθοποιός που υποδύεται τον Vincent, τον ψυχοπαθή νεαρό που στην αρχή της ταινίας έχει εισβάλει στο σπίτι του Crowe, ονομάζεται Donnie Wahlberg, και είναι ο μεγαλύτερος αδελφός του ηθοποιού Mark Wahberg.
(Πηγή IMDB)
H TV ΣΗΜΕΡΑ….
ET1: 22:15, Η Άκρη του Ουρανού.  Γερμανοτουρκικό δράμα, σε σκηνοθεσία Fatih Akin (“Μαζί Ποτέ”).  Ταινία με παράλληλες ιστορίες που περιστρέφονται και ενώνονται, με κοινό γνώρισμα τον έρωτα και τον θάνατο και αφετηρίες το Αμβούργο και την Κωνσταντινούπολη…
Adios for now!

Poltergeist: Τελικά οι οικιακές συσκευές ίσως να μην είναι και τόσο αθώες….

Alloooo!.  Τι κάνουμε, τι κάνουμε;.  Χτές δε μπόρεσα να γράψω στο blog, καθώς είχα μια πολυ σοβαρή δουλειά.  Είχα μαζευτεί με τις φίλες μου και φτιάχναμε κουραμπιέδες και μελομακάρονα, οπότε καταλαβαίνετε οτι ήταν μια ιερή στιγμή, και δε μπορούσα να μη συμμετάσχω!.  Περάσαμε δυσκολίες, κάψαμε πράγματα, κάναμε λάθος στις συνταγές και ένα σπίτι χάλια, ΑΛΛΑ καταφέραμε παρά τις αντιξοότητες να φτιάξουμε πραγματικά κάτι καταπληκτικούς κουραμπιέδες και κάτι φοβερά μελομακάρονα (που πιο πολύ έφερναν σε δίπλες σε γεύση, αλλά who cares! και οι δίπλες χριτουγεννιάτικο γλυκό είναι :P).  Οπότε παρέα με ένα μελομακάρονο και έναν κουραμπιέ, θα σας προτίνω τη σημερινή ταινιούλα μας, η οποία έρχεται από τα παλιά…

Θεωρώ οτι οι τελευταίες μέρες λόγω καιρού, ενδείκνυνται για ταινίες τρόμου, άντε και κάνα θρίλερ.  Η σημερινή ταινία, είναι τρόμου και μάλιστα του τρόμου σε μια από τις πιο απολαυστικές μορφές, διότι πολύ απλά μιλάμε για μια ταινία του 1982.  Άρα λοιπόν μιλάμε επίσης και για πραγματικές ταινίες τρόμου, τότε που όντως έβλεπες κάτι που σε έκανε να πεταχτείς από τη θέση σου και να ουρλιάξεις με έκπληξη.  Θυμάμαι όταν είχα κάτσει να δω το Poltergeist, ήταν ψιλοαργά, αλλά παρόλα αυτά έκατσα να την δω.  Έβαλα λοιπόν την ταινία στον υπολογιστή (ναι δεν έχουμε τηλεόραση, έχετε πρόβλημα? 😛 ) και έβαλα επίσης και τα ακουστικά για να μη ξυπνήσω τους υπόλοιπους.  Περιττό να πω οτι σε πολλές σκηνές γυρνούσα να κοιτάξω πίσω μου γιατί είχα φρικάρει και μάλιστα σε μια σκηνή που γίνεται κάτι ξαφνικό (τα ακουστικά το έκαναν να ακούγεται δέκα φορές περισσότερο) κατάφερα τη τελευταία στιγμή να μην  ουρλιάξω, αλλά η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει!.  Από τις καλύτερες ταινίες τρόμου που έχω δει.
Το story δεν είναι κάτι το πρωτότυπο ή μάλλον για τότε ήταν, για εμάς σήμερα δεν είναι μιας που έχει κπιαριστεί πλέον, άπειρες φορές από άλλες ταινίες.  Μια οικογένεια έχει να αντιμετωπίσει στο σπίτι της, ένα φάντασμα ας πούμε, αν και δεν είναι ακριβώς αυτό.  Μοιάζει περισσότερο με κάποιου είδους ενέργεια, σαν μια φωτεινή μάζα η οποία ενώ αρχικά μοιάζει φιλική, στη συνέχεια τα πράγματα αγριεύουν. Πιο συγκεκριμένα η μικρότερη κόρη της οικογένειας, η Carol Ann, είναι η πρώτη που αρχίζει να διαισθάνεται το περίεργο φαινόμενο που συμβαίνει στο σπίτι τους, καθώς απ’οτι λέγεται τα παιδιά είναι και πιο ευαίσθητα σε τέτοιου είδους φαινόμενα.  Η Carol Ann μοιάζει να μη καταλαβαίνει αρχικά πόσο περίεργο και επικίνδυνο είναι αυτό που συμβαίνει, μέχρι τη στιγμή που θα απαχθεί από αυτή την οντότητα και τότε η οικογένειά της θα πρέπει να δώσει μάχη για να καταφέρει να την πάρει πίσω.
Η συγκεκριμένη ταινία έχει καλυφθεί από την κατάρα που συνόδευε και άλλες τέτοιες, όπως τον Εξορκιστή.  Πιο συγκεκριμένα αυτός ο μικρός άγγελος που υποδυόταν την Carol Ann, η Heather O’Rourke, λίγο πριν απο το release και της τρίτης συνέχειας της ταινίας, Poltergeist III, πέθανε σε ηλικία 12 ετών.  Εξίσου σοκαριστικό είναι και το γεγονός οτι και η ηθοποιός που στην ταινία υποδύεται την μεγαλύτερή της αδελφή, πέθανε πριν από το release της πρώτης ταινίας (της σημερινής μας δηλαδή), όταν και ο τότε φίλος της την έπνιξε…Γενικότερα και κατά τη διάρκεια της ταινίας τα περίεργα συμβάντα δεν έλειπαν, καθώς σε μια σκηνή οπού μια κούκλα….κλόουν υποτίθεται οτι έχει τυλίξει τα χέρια της γύρω από το λαιμό του μικρού γιού, ο μικρός σε κάποια στιγμή πραγματικά δε μπορούσε να ανασάνει και ο Spielberg κατάλαβε οτι το εννοούσε μόνο όταν το παιδί άρχισε να γίνεται…μωβ!.  Μέχρι τότε νόμιζε οτι υποδυόταν απλά πολύ καλά τον ρόλο του…(omg).
Βασικά έχτε να περιμένετε πολλές freaky στιγμές από αυτήν τη ταινία.  Τόσο η ερμηνεία της O’Rourke που κακά τα ψέματα είναι απίστευτα τρομακτική, όσο και το όλο σκηνικό, που πότε υποδηλώνεται ξεκάθαρα και πότε υπονοείται, δημιουργούν την τέλεια ατμόσφαιρα τρόμου.  Είναι για να θυμόμαστε τις παλιές, καλές στιγμές του κινηματογράφου του τρόμου.  Βέβαια ενδεχομένως να υπάρχουν και κάποιες στιγμές που μπορεί να ξενίσουν, κυρίως επειδή έχουμε πολυσυνηθίσει με τα εφετζίδικα πλάνα, και συνεπώς κάποιες σκηνές ίσως φανούν αφελείς, ακόμα και γελοίες ως προς τις τεχνικές τους.  Όμως μη ξεχνάτε οτι μιλάμε για δεκαετία ’80 και μάλιστα στις αρχές της, οπότε μην έχετε απαιτήσεις για τρομερά εφέ, αφού έτσι κι αλλιώς αυτά είναι τις περισσότερες φορές απλά ξενερωτικά.  Στη προκειμένη περίπτωση μιλάμε για καθαρό και ειλικρινή τρόμο, και ειδικά όταν έχει να κάνει με παιδάκια, εγω τουλάχιστον το βρίσκω τον πιο επιτυχημένο τρόπο να προκαλέσεις τον φόβο και τον τρόμο.
Η ατάκα που λέει η μικρή μέσα στη ταινία, έχει θεωρηθεί μια από τις καλύτερες ever στην ιστορία του κινηματογράφου:  “Τhey are here!”.  Ω ναι, σε πιστεύω χρυσό μου….
Traileraki δε βάζω επίτηδες, καθώς αποκαλύπτονται πολλές σκηνές και είναι τελείως ανούσιο!.  Απλά δείτε το και δε θα χάσετε, trust me!.

H TV ΣΗΜΕΡΑ….
NET: 23:25, Τhe Lord of The Flies.  Μια από τις ταινίες που έτσι κι αλλιώς ήθελα να ανεβάζω κάποια στιγμή στο Blog.  Eδέ με μια πιο ντοκυματερίστικη ματιά.  Μια ομάδα παιδιών αναγκάζεται να φύγει από το Λονδίνο, μπροστά σε μια επικείμενη καταστροφή.  Το αεροπλάνο αναγκάζεται να προσγειωθεί σε ένα ερημικό νησί και εκεί τα παιδιά θα πρέπει να καταφέρουν να επιβιώσουν, ορίζοντας τους δικούς τους νόμους, μέσα στη δική τους πια κοινωνία.  Εξαιρετική ταινία την οποία αργότερα θα την προτίνω και πιο αναλυτικά, προκειμένου να σας πείσω να τη δείτε ;).
Bye bye!