Long Weekend: Nature’s way…

Hello again και καλή εβδομάδα να έχουμε.  Γράφοντας στο laptopaki με το κολάρο στο λαιμό, δε το λες και ακριβώς fun, αλλά τι να κάνουμε πρέπει κάτι να γράψουμε, να περάσει και λίγο η ώρα, και να περιμένουμε τη φοβερή πρόταση για καριέρα στο εξωτερικό (όπου να΄ναι έρχεται, i can feel it!).  Όπως πολύ σωστά μαντέψατε, η σημερινή μας πρόταση είναι το “Long Weekend” μια περίεργη ταινία, την οποία οι περισσότεροι έχουν αντιπαθήσει (και καλά έχουν κάνει), ενώ η μειοψηφία την έχει αγαπήσει (και αυτοί καλά κάνουν).  Εγώ για να πω και την αλήθεια μου, δεν είχα κάποια πρόθεση να κράξω τη ταινία, αλλά ούτε μπορώ να πω πως την αγάπησα και παράφορα.  Μάλλον είμαι από αυτούς που βρίσκονται κάπου στη μέση.  Την εκτίμησα μεν για κάποια πράγματα, αλλά με ξενέρωσε και σε σχέση με κάποιο πολύ συγκεκριμένο.  Όπως και να’ χει θα προσπαθήσω να είμαι όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική στη σημερινή μου κριτική, και να παρουσιάσω τόσο τα θετικά, όσο και τα αρνητικά της.

Ο Peter (Jim Caviezel) και η γυναίκα του Carla (Claudia Karvan) αποφασίζουν να πάνε ένα διήμερο, ταξιδάκι αναψυχής κάπου στη θαλάσσια ερημιά της Αυστραλίας, προκειμένου να ξεφύγουν από την πόλη, αλλά και να έρθουν λίγο πιο κοντά.  Η αλήθεια είναι πως τα πράγματα δε πάνε και πολύ καλά μεταξύ τους, και έτσι αποφασίζουν να δώσουν στους εαυτούς τους την ευκαιρία και τη δυνατότητα να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση και τον γάμο τους, μέσα από μια χαλαρή εκδρομούλα.  Ή τουλάχιστον έτσι νομίζουν.  Όταν τελικά φτάσουν στον προορισμό τους, ένα καταγάλανος ωκεανός, μια ήσυχη αμμουδιά και ένα καταπράσινο τοπίο τους περιμένει.  Και εκείνοι ως κλασικοί άνθρωποι των καιρών μας, θα αποφασίσουν να ‘οικιοποιηθούν’ το περιβάλλον τους και να κάνουν ότι γουστάρουν.  Την ίδια στιγμή η σχέση τους οδηγείται σε ολοκληρωτική ρήξη και οι δυο τους ακροβατούν σε τεντωμένο σκοινί.  Το πράγμα όμως δε τελειώνει εδώ.  Η Φύση καραδοκεί.  Και επίσης η Φύση είναι σαν τον Τσακ Νόρις.  Δεν αστειεύεται ποτέ.

Το “Long Weekend” αποτελεί το remake της original, ομώνυμης φυσικά ταινίας του 1978, δια σκηνοθετικής ματιάς Collin Eggleston.
Το remake του 2008 το οποίο εξετάζουμε σήμερα, φρόντισε να κρατήσει την αυστραλιανή τοποθεσία των γυρισμάτων, η οποία αποτελεί τον αδιαμφισβήτητο πρωταγωνιστή της ταινίας.  Και έτσι θα έπρεπε δηλαδή από τη στιγμή που μιλάμε για μια περίεργη ταινία, στην οποία η Mother Nature έχει τον τελευταίο λόγο.
Σκηνοθέτης αυτή τη φορά ήταν ο Jamie Blanks, του οποίου την φιλμογραφία αν τσεκάρει κανείς, θα διαπιστώσει οτι περιορίζεται σε σεξουαλικά θριλεράκια της πλάκας (ναι από αυτά που έχουν απαραιτήτως ένα ξεγυμνωμένο κωλομέρι και ένα σετ από στήθη που περιφέρονται αυτόνομα) και σε τρομολαγνικές ταινίες με οτι να΄ναι δολοφόνους και ακόμα πιο οτι να’ ναι θύματα.  Βεβαίως έχει κάνει την αποδεκτά cult απόπειρά του με το “Urban Legent” (1998) και πρωταγωνιστές τον Joshua Jackson, τον Robert Englund (χαίρε ένδοξο παρελθόν του Freddy Krueger) και τον Jared Leto (ευτυχώς ήρθε μετά και το “Fight Club” και κάπως σώθηκε).
Όπως καταλαβαίνετε δε θα έλεγε κανείς πως κάτω από την καθοδήγηση του συγκεκριμένου ανθρώπου θα μπορούσε να βγει κάτι, έστω αφηρημένα καλό.  Αφού λοιπόν δε το λέει κανείς, θα το πως εγώ.  Το “Long Weekend” αποτέλεσε τον κολοφώνα της δόξας του.  Της όποιας τέλος πάντων…

Το 1963 ο Hitchcock προκάλεσε μέγα σοκ στο φιλοθεάμον κοινό, όταν έβαλε ένα τσούρμο πουλιά (‘The Birds”) να επιτίθενται στους πρωταγωνιστές του, να τους ξε-ματιάζουν και να τους δίνουν αιματηρές, θανατηφόρες τσιμπιές, και μάλιστα χωρίς απολύτως καμία εξήγηση.  Το γεγονός οτι ο μετρ του θρίλερ δεν έδωσε ποτέ απάντηση στη ταινία, σχετικά με το γιατί τα πουλιά επιδίδονταν σε επιθέσεις, δημιούργησε μια ολόκληρη σχολή ταινιών με κεντρικό story, ‘man vs. nature’.
Μπορεί κανείς να μη κατάφερε ποτέ να ακουμπήσει το επίπεδο και το δημιουργικό ταλέντο του Hitchcock (ιεροσυλία, ιεροσυλία!), παρόλα αυτά το γεγονός οτι τη δεκαετία του ’70 ο κινηματογράφος κατακλύστηκε από τέτοιου είδους ταινίες, είναι αναμφίβολο.
Το ανοιχτό τέλος των Πουλιών, ενέπνευσε σειρές επί σειρών σκηνοθετών, οι οποίοι επέλεγαν να εμπλουτίζουν τις ταινίες τους με υπερμεγέθη έντομα και ζώα (“Τhe Deadly Bees”-1967, “Squirm”-1976, “Empire of the Ants”-1977), σε μια προσπάθεια να τονίσουν την ολοένα και αυξανόμενη ασέβεια του ανθρώπου απέναντι στη Φύση.  Που να ζούσαν και σήμερα δηλαδή…

Η cult αισθητική των συγκεκριμένων ταινιών, όσο εμφανής κι αν ήταν, παρόλα αυτά τόνιζε σε ένα βαθμό την αγωνία σχετικά με το μέλλον της Φύσης.
Σήμερα θα έλεγε κανείς πως σκηνοθέτες όπως ο Roland Emmerich (πρωτομάστορας πια) ενδιαφέρονται στο ελάχιστο για την κατά διαόλου πορεία της, και περισσότερο για το οπτικοακουστικό υπερθέαμα και τα πολλά δολάρια που θα φέρει η ταινία.  Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ίσως και να αποδέχθηκα τα όσα είδα στο “Long Weekend”.  Γιατί κατάφερε να με πείσει για την παραπαίουσα σχέση ανθρώπου-Φύσης, με έναν τρόπο που χωρούσε εύκολα μια μεταφυσική ερμηνεία, αλλά και ένα τέλος όμοιο με αυτό του Hitchcock.  Γιατί τέτοιο μένος από πλευράς περιβάλλοντος;  Για όλα αυτά που του έκανε ο άνθρωπος;  Για την έλλειψη σεβασμού και αγάπης;  Μπορεί.  Ίσως όμως και να κρύβεται κάτι ακόμα από πίσω.
Σύμφωνα με τον Robin Wood, συγγραφέα του “Hollywood from Vietnam to Reagan” και ειδικό των films (ο οποίος έχει ερευνήσει εις βάθος τις ταινίες του Hitchcock) στις ταινίες οι οποίες πραγματεύονται την εκδίκηση της Φύσης, δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός, πως “τις περισσότερες φορές αυτή η κινητοποίηση πυροδοτείται είτε από τις σεξουαλικές, είτε από τις οικογενειακές εντάσεις των πρωταγωνιστών”.  Και όντως αυτό έχει μια βάση, καθώς μπορεί να παρατηρηθεί και στο “The Birds”.  Εκεί το σεξουαλικό κομμάτι είναι παρόν.  Η Tipi Hendrern ‘ξεκλειδώνεται’ ερωτικά από τον Rod Taylor, την ίδια στιγμή που εκείνος περιτριγυρίζεται μόνο από γυναίκες: την σκληρή μητέρα του, την αδελφή του και την αντίζηλο της ξανθιάς πρωταγωνίστριας.  Στη περίπτωση του “Long Weekend” μπορεί κανείς να δει το συγκεκριμένο μοτίβο να λειτουργεί.  Ακόμα κι αν δε πρόκειται για Hitchcock.

Η ουσιαστική μου ένσταση έγκειται στο γεγονός οτι το remake δεν φαίνεται να έχει την b-movie αίγλη του αντίστοιχου original.  Η ταινία κινείται σε σύγχρονα μονοπάτια, τοποθετώντας και πάλι την οικογενειακή σύγκρουση στον αντίποδα της εκδικητικής Φύσης, αλλά κάπου η cult μαγεία χάνεται, ακριβώς γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος φαίνεται να την έχει γραμμένη έτσι κι αλλιώς.  Στις ταινίες του ΄70 φαινόταν οτι το άτομο χαρακτηριζόταν από έναν αρχέγονο και ουσιαστικό τρόμο απέναντι στα στοιχεία της Φύσης, αλλά όχι πια.  Το “Long Weekend” θέλει να διδάξει, αλλά χάνει πολύ στον τρόπο με τον οποίο θέλει να το κάνει.  Ο άνθρωπος του 2012 μπορεί και τα βάζει με τεράστια κύματα, σεισμούς, τυφώνες, και θηρία ανήμερα.  Σωστό το περιεχόμενο, αλλά λάθος η προσέγγιση.  Η έλλειψη της αυθεντικής, campy αισθητικής δημιουργεί το πρόβλημα.
Κατά τα άλλα το πρωταγωνιστικό ζευγάρι είναι καλό, πατάει σωστά πάνω στα θεμέλια ενός προβληματικού γάμου, και το ωραίο είναι πως έτσι κι αλλιώς δε σε αφήνει να καταλάβεις αν η Φύση αντεπιτίθεται εξαιτίας της έλλειψης σεβασμού απέναντί της, αν τελικά αποτελεί μια εξωτερίκευση της ήδη διαταραγμένης προσωπικής σχέσης του ζευγαριού, ή αν σε όλα αυτά εμπλέκεται και μια μυστικιστική, μεταφυσική διάσταση στην οποία επιλέγεται να μη δωθεί καμία εξήγηση.
Η σκηνοθεσία είναι όμορφη, αφού σίγουρα το τοπίο σε κερδίζει, ενώ σίγουρα μπορείς να επιλέξεις για το αν θα την αντιμετωπίσεις ως μια κακόγουστη φάρσα, ή ως μια ταινία που ξύνει την επιφάνεια (θα μπορούσε και πολύ περισσότερο) ενός διαφορετικού, ενδιαφέροντος επιπέδου.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι nature is a bitch!, οτι ο η Karvan είναι ιδανικά εκνευριστική και οτι το τοπίο της πατρίδας μου είναι πανέμορφο.  Με εξαίρεση τους καρχαρίες.  Και τους κροκόδειλους.  Την άπειρη ζέστη.  Και ας μη μιλήσω για τις τεράστιες τσούχτρες…


No trivia

ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ 

Loom, by Jan Bitzer, Ilija Brunck, Csaba Letay


The Ring: She will be the last thing you’ll see…

Καλημέρα καλημέρα παιδιά, και καλή εβδομάδα και πάλι!  Λοιπόν λοιπόν, έντονος ήταν ο ανταγωνισμός και αυτή τη φορά στην ψηφοφορία μας, ιδιαίτερα μάλιστα από τη στιγμή που αφορούσε ‘αξιολάτρευτα’ evil πιτσιρίκια.  Στη πρώτη θέση βρέθηκε αναμενόμενα η μικρή διάολος από το “The Exorcist” με 11 ψήφους καθώς και η κακιασμένη Samara στο “The Ring”, στη δεύτερη έμεινε ο ίδιος ο Σατανάς με το “The Omen” με 10 ψήφους, ενώ τέλος στη τρίτη θέση κόλλησαν το “The Shining”, “Orphan”, Adam’s Family” και “The Orphanage” με 8.  Σήμερα αποφάσισα να γράψω δυο λογάκια για το “The Ring” (το αμερικάνικο διότι καλώς-κακώς το original γιαπωνέζικο δε το έχω δει), μια ταινία που έχει αφήσει έτσι κι αλλιώς το σημάδι της στον σύγχρονο κινηματογράφο του τρόμου.  Για να ξεκινήσουμε…

Την ύπαρξη ενός περίεργου βίντεο που σκοτώνει όποιον το δει σε διάστημα επτά ημερών, καλείται να μελετήσει μια νεαρή δημοσιογράφος, η Rachel (Naomi Watts) όταν η βιντεοκασέτα σκοτώσει μια ακόμη παρέα εφήβων οι οποίοι είχαν την ατυχία να τη δουν.  Όταν μάλιστα το απαγορευμένο υλικό πέσει και στα χέρια (ή μάλλον στα μάτια) του προβληματικού ελαφρώς γιου της Aidan (David Dofrman) τότε η ώρα θα αρχίσει να μετράει αντίστροφα και για τον πιτσιρικά, αναγκάζοντας την Rachel να επισπεύσει την επίλυση του μυστηρίου, πριν να είναι αργά για όλους.  Αυτό που θα ανακαλύψει όμως μοιάζει βγαλμένο από τον χειρότερο εφιάλτη και το χειρότερο;  Ο εφιάλτης αυτός μοιάζει να μην έχει τελειωμό…
Ο μπλοκμπαστερικός σκηνοθέτης, Gore Verbinski (υποψήφιος μάλιστα στα φετινά Oscar στη κατηγορία best animated feature film, για το εξαιρετικό του “Rango”) υπογράφει εδώ τη σκηνοθεσία του αμερικάνικου remake, μιας από τις πιο τρομακτικές και στοιχειωτικές γιαπωνέζικες ταινίες της δεκαετίας του ’90.

Δεν είναι κρυφό οτι ο αμερικανικός κινηματογράφος παίρνει συχνά πυκνά δάνεια από τον ασιατικό κινηματογράφο, κυρίως όσον αφορά το σενάριο μιας ταινίας, καθώς στον τομέα της σκηνοθεσίας φαίνεται πως οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι ακόμα ψάχνουν να βρουν το μυστικό που κάνει τον ασιατοκινηματογράφο τόσο επιτυχημένο και φοβερά ατμοσφαιρικό.
Αν και ως επί το πλείστον οι ταινίες που επιλέγονται να γίνουν remake είναι θρίλερ, τρόμου και ενίοτε splatter, εντούτοις δε λείπουν και οι καταιγιστικές περιπέτειες, τα κοινωνικά δράματα και τα φιλμ μυστηρίου.  Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η μεταφορά του Hong Congικού “Internal Affairs” (2002), από τον Martin Scorsese το 2006, το οποίο μάλιστα του έδωσε το Oscar σκηνοθεσίας.  Μιλάμε φυσικά για το “The Departed”, μια ταινία η οποία κέρδισε στο σύνολό της 4 Oscars και έβαλε μια και καλή τον Leonardo di Caprio στον δρόμο του καλού ηθοποιού.  Από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα βεβαίως, είναι και η απόφαση για ένα ακόμη remake, αυτή τη φορά του επικού “Oldboy” του Κορεάτη Chan-woo Park, από τον Spike Lee.  Στον ρόλο του πρωταγωνιστή αναμένεται να δούμε τον Josh Brolin (περίεργη επιλογή), ενώ τον ‘εχθρό’ του φήμες λένε οτι θα υποδυθεί ο Colin Firth.
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό οτι ο σύγχρονος, αμερικανικός κινηματογράφος έχει φτάσει σε ένα κάποιο σεναριακό τέλμα, καθώς τώρα τελευταία ολοένα και περισσότερα ξενόγλωσσα φιλμ, παίρνουν το εισιτήριο για το πολυπόθητο re-release υπό την χολιγουντιανή σφραγίδα.  Σουηδία και Νορβηγία είναι από τις χώρες που παίζουν πολύ πλέον στο σινεματικό στερέωμα των Η.Π.Α, και τραβούν τα βλέμματα των παραγωγών, όπως το μέλι την αρκούδα.  Η αλήθεια είναι πως όταν η έμπνευση, το σωστό casting και πάνω απ’ όλα το σωστό timing συμπράττουν, τότε το αποτέλεσμα μπορεί να είναι και πραγματικά καλό, όπως για παράδειγμα η πρόσφατη μεταφορά του σουηδικού, “Let the Right One In”, αυτή τη φορά ως “Let Me In” η οποία με εξέπληξε ευχάριστα για διάφορους λόγους, και κυρίως για τη συνέπειά της στην απόδοση των χαρακτήρων.
Κάπως έτσι, και αν και δεν έχω δει το original “Ring (a.k.a Ringu”), έχω την εντύπωση οτι η προσπάθεια του Verbinski δεν πήγε καθόλου στράφι.

Ο Ιάπωνας συγγραφέας Koji Suzuki είναι υπεύθυνος για αυτό το spooky story με την μικρή, creepy πρωταγωνίστρια (σε σκηνοθεσία Hideo Nakata) ενώ έχει γράψει και μια άλλη νουβέλα που μεταφέρθηκε και στις αμερικανικές αρχικά αίθουσες, το “Dark Water” με πρωταγωνίστρια την Jennifer Connelly.
Η ατμόσφαιρα είναι σκοτεινή και η αίσθηση που αποπνέει είναι αυτή ενός επικείμενου κινδύνου.  Τα χρώματα μουντά (την περισσότερη ώρα κυμαίνονται στις αποχρώσεις του ψυχρού μπλε, του μαύρου και του λαδί).  Όλο το σκηνικό, από το διαμέρισμα της πρωταγωνίστριας, μέχρι το πραγματικά τρομακτικό περιβάλλον στο οποίο η Samara έχασε τη ζωή της, είναι στημένο με μια αρκετά στιλιζαρισμένη διάθεση, που σου προκαλεί εύκολα την ανησυχία, εντείνοντας παράλληλα την αγωνία και προωθώντας την εξέλιξη της υπόθεσης.
Η Samara σαν άλλο δαιμόνιο, είναι σίγουρα το δυνατότερο κομμάτι της ταινίας, καθώς η εμφάνισή της (κακά τα ψέματα με όλο το μαλλί μες τα μούτρα και το σάπιο δέρμα της είναι το λιγότερο ανατριχιαστική) είναι βγαλμένη κατευθείαν από τη πάστα των καλών ταινιών τρόμου.  Η σπασμωδική της κίνηση (χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων σχεδόν των μοβόρικων ασιατικών φαντασμάτων), το πρόσωπό της που φαίνεται μόνο σε κάποιες στιγμές, καθώς και η απειλητική της έξοδος από HD και γενικά πάσης φύσεως τηλεοράσεις, την έχουν καταστήσει ιέρεια του τρόμου και οχι αδίκως.

Από πλευράς ερμηνειών ο πιτσιρικάς ίσως και να κλέβει τη παράσταση, καθώς είναι τόσο ψυχρός και φοβισμένος, όσο βασικά κάθε πιτσιρίκι που θα έβλεπε μια λιγδωμένη μαυρομαλλούσα να βγαίνει μέσα από τη τηλεόρασή του.  Και η Watts δεν είναι κακή, αλλά τον ρόλο της θα μπορούσαν φαντάζομαι να τον παίξουν αρκετές ακόμα ηθοποιοί.  Γενικά βέβαια δε μπορούμε να μιλάμε και για ερμηνείες που κόβουν την ανάσα, καθώς αυτός είναι και ο λόγος στον οποίο υστερούν ως επί το πλείστον τα αμερικάνικα remakes.
Ενώ οι Ασιάτες τα δίνουν όλα και μπορούμε να μιλάμε για αξιόλογες ερμηνείες, ακόμα και σε ταινίες τρόμου, δε φαίνεται να ισχύει το ίδιο σε αυτή τη περίπτωση, οπού το μεγαλύτερο βάρος δίνεται στην πρόκληση φρίκης και φόβου, παρά στις υποκριτικές δυνατότητες του πρωταγωνιστή.  Δεν είναι απαραίτητα κακό αυτό, αλλά τις περισσότερες φορές ξέρουμε από την αρχή τι να περιμένουμε σε ένα αμερικάνικο remake.

Το “The Ring” είναι ένα φιλμ που ‘κάθεται’ μέσα σου, θες δε θες, και αυτό γιατί φωλιάζει παρέα με τους χειρότερους φόβους σου.  Και το κάνει καλά.  Αν βέβαια θες το κάτι παραπάνω, μάλλον θα πρέπει να προτιμήσεις την αυθεντική του εκδοχή για να καταλάβεις τι πάει να πει πραγματικά original horror movie.  Παρόλα αυτά πες και εσύ την αλήθεια.  Το πρώτο τηλεφώνημα που άκουσες στο σπίτι μετά από την προβολή της, ήταν διαφορετικό, έτσι δεν είναι;  It works every time!

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι αν δε θες μπελάδες, δες dvd, οτι το αγοράκι είναι ενδεχομένως πιο creepy από τη Samara, και οτι δεν είναι απόλυτο οτι πεθαίνεις μετά από επτά μέρες.  Απλά τη προτελευταία μέρα μπορείς να ξαναδείς τη ταινία, και αν κερδίσεις άλλες επτά μέρες και πάει λέγοντας! (μεταξύ μας πάντα)

TRIVIA

  • Οι κύκλοι είναι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο μέσα στη ταινία.  Από το πουλόβερ του γιατρού, μέχρι την κουρτίνα του μπάνιου της Rachel, καθώς και τον αριθμό του διαμερίσματός της.
  • Το είδος του δέντρου με τα ζωηρόχρωμα, κόκκινα φύλα είναι γιαπωνέζικος σφένδαμος.  Τα φρούτα αυτού του δέντρου είναι γνωστά ως ‘samara’.
  • Ο σχεδιαστής παραγωγής Tom Duffield, εμπνεύστηκε από τους πίνακες του Andrew Wyeth την απεικόνιση της γενικότερης ατμόσφαιρας της ταινίας.
  • Στη σκηνή οπού η ηθοποιός που υποδύεται τη Samara (Daveigh Chase) προχωράει προς τη κάμερα, στη πραγματικότητα περπατάει προς τα πίσω.
  • Η λέξη “Moesko” στον τίτλο του Moesko Island, είναι στη πραγματικότητα ο τρόπος με τον οποίο προφέρεται η λέξη “Mosko/a”, η οποία στα ισπανικά σημαίνει “μύγα/κουνούπι” (γενικά έντομο).  Τη στιγμή που η Rachel βλέπει το video, μια μύγα περνάει από τη σκηνή οπού αργότερα εντοπίζεται το ‘κάδρο’ του φάρου.   
(Πηγή ΙMDB)


The Girl with the Dragon Tattoo: Evil shall with evil be expelled

NEW ARRIVAL


Καλημέρα και καλό Σαββατοκύριακο σε όλους!  Όπως σας είχα πει και από χθες, σήμερα θα κάνουμε μια μικρή παραχώρηση, και ενώ κανονικά θα έπρεπε να έχουμε την ψηφοφορία μας, θα γράψω και εγώ τη δική μου κριτική ας πούμε, για τη ταινία “The Girl with the Dragon Tattoo”.  Πολλές οι αντιδράσεις και οι απόψεις σχετικά με το εάν έπρεπε ή δεν έπρεπε να γυριστεί, τι κράτησε ίδιο ο Fincher, τι άλλαξε κ.λ.π σε σημείο που καταντάει κατά τη γνώμη μου γελοίο όλο αυτό.  Και επειδή αρκετά εκνευρίστηκα με πολλά που άκουσα και ακόμα περισσότερα που διάβασα, δε θα σας χαϊδέψω τα…μάτια.  Θα σας μιλήσω γι’ αυτά που με πώρωσαν και γι’ αυτά που με πώρωσαν λιγότερο.  Θα προσπαθήσω να σας δώσω μια επαρκή εικόνα της ταινίας (όσο επαρκής γίνεται να είναι αυτή χωρίς πολλοί από εσάς να την έχετε δει ακόμα) και οτι βγει.  Ξεκινάμε λοιπόν…

O δημοσιογράφος του πολιτικού περιοδικού Millennium,  Mikael Blomkvist (Daniel Craig) κατηγορείται για ψευδείς πληροφορίες εις βάρος του δισεκατομμυριούχου βιομηχάνου Hans-Erik Wennerstrom, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε τρίμηνη φυλάκιση και ξεπαράδιασμα προκειμένου να καλύψει τη ‘ζημία’  Ο Blomkvist σε μια προσπάθεια να καταπραΰνει τα πνεύματα και να ηρεμήσει (που να’ ξερε) αποφασίζει να αποδεχτεί τη πρόταση του Henrik Vagner (Christopher Plummer) του πρώην CEO της Vagner Corporation και να τον επισκεφτεί στη ταπεινή έπαυλή του προκειμένου να συζητήσουν μια υπόθεση που καίει τον Vagner εδώ και σαράντα χρόνια.  Ο ηλικιωμένος άνδρας του ζητάει να ξεκινήσει μια έρευνα προκειμένου να ανακαλύψει τη συνέβη στην έφηβη τότε ανιψιά του, Hariet η οποία εξαφανίστηκε μυστηριωδώς.  Στον πλευρό του θα βρεθεί  μια νεαρή, ταλαντούχα…χάκερ, η Lisbeth Salander (Rooney Mara) η οποία αν και εκκεντρική προσωπικότητα θα βοηθήσει τα μέγιστα προκειμένου ο Blomkvist να διαλευκάνει αυτή τη σκοτεινή υπόθεση.  Οι δυο τους θα εμπλακούν σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι αποκαλύψεων και η σοκαριστική αλήθεια θα αρχίσει σιγά σιγά να αναδύεται.  Ο δρόμος δε θα είναι στρωμένος με ροδοπέταλα.  Όπως δεν ήταν μέχρι τώρα και η ζωή της πιτσιρίκας Salander.

Η ταινία βασίζεται στο πρώτο βιβλίο της-πασίγνωστης πλέον-τριλογίας “Millennium Series” του βραβευμένου συγγραφέα και δημοσιογράφου Stieg Larson.
Η original σουηδική εκδοχή του πρώτου βιβλίου “The Girl with the Dragon Tattoo” γυρίστηκε το 2009 από τον σκηνοθέτη Niels Arden Oplev.  Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους κρατούσαν ο Michael Nyqvist και η Noomi Rapace, ενώ η επιτυχία της ταινίας ήταν τόσο μεγάλη, ώστε κέρδισε το βραβείο BAFTA για το καλύτερο ξενόγλωσσο φιλμ και έκανε τη πρωταγωνίστριά του ένα από τα νέα, ανερχόμενα αστέρια του χολιγουντιανού στερεώματος.  Η Rapace ήδη πρωταγωνιστεί στο πλευρό των Robert Downey Jr. και Jude Law στο “Sherlock Holmes: A Game of Shadows”, ενώ τσίμπησε και το ρολάκι της στην αναμενόμενη sci fi ταινία του Ridley Scott, “Prometheus”.
Την ίδια χρονιά ακολούθησε η μεταφορά και το release των υπόλοιπων δύο βιβλίων, “The Girl Who Played With Fire” (2009) και “The Girl Who Kicked the Hornets Nest” (2009), οι οποίες αν και αρχικά προορίζονταν για τηλεοπτική προβολή, εντούτοις η αποδοχή της πρώτης, έκανε μάλλον τους παραγωγούς να το ξανασκεφτούν και έτσι καταλήξαμε στη κινηματογραφική διανομή τους.
Οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι παρέμειναν οι ίδιοι, με τη χαρακτηριστική bad ass Salander να συνεχίζει να λύνει μυστήρια καβάλα στη μηχανάρα της και τον Blomkvist να ακολουθεί κατά πόδας.  Αν και η επιτυχία των δυο τελευταίων ταινιών δεν ήταν ανάλογη της πρώτης, παρόλα αυτά η τριλογία έκλεισε με σοβαρότητα και καλές διαθέσεις από τους δημιουργούς της.
Και κάπου εκεί άρχισε να διαφαίνεται στον ορίζοντα το Χόλιγουντ και μαζί με αυτό και ο David Fincher.

Νομίζω οτι η άποψή μου σχετικά με τα αμερικάνικα remakes έχει γίνει πλέον ξεκάθαρη μέσα από αυτό το blog.  Ιδιαίτερα όσον αφορά αυτά των κορεατικών, ιαπωνικών και λοιπόν ασιατικών ταινιών είναι για εμένα φτου κακά, καθώς συνήθως το Χόλιγουντ επιλέγει την εύκολη λύση, του εξίσου εύκολου ξεπετάγματος, χάνοντας όλη την ουσία του φιλμ που κρύβεται μέσα στη σκηνοθεσία, το ευρηματικό σενάριο και τις ερμηνείες.  Όταν λοιπόν άκουσα για πρώτη φορά οτι η επόμενη δουλειά του Fincher (τονίζω οτι πρόκειται για έναν από τους πολύ αγαπημένους μου σκηνοθέτες, για να μη νομίζετε οτι απέχω από την αντικειμενικότητα λόγω συμπάθειας) μετά το υπναλέο “Social Network” θα ήταν το remake του σουηδικού “The Girl With the Dragon Tattoo” απογοητεύτηκα.  Οχι τόσο γιατί θα ξαναέβλεπα τη ταινία, κομμένη και ραμμένη στα αμερικάνικα πρότυπα (όπως νόμιζα τότε τουλάχιστον), αλλά γιατί μάλλον δε πίστευα οτι ο Fincher θα είχε ανάγκη να σκηνοθετήσει εκ νέου κάτι που έχουμε δει, κάτι ήδη ‘παλιό’.  Φοβήθηκα ακόμη (αν είναι δυνατόν) οτι ίσως και να έχει έρθει η δική του ώρα να φτάσει σε κάποιο δημιουργικό τέλμα.  Συνεπώς μια ήδη κατασκευασμένη κατάσταση θα του έδινε τα καλύτερα εφόδια πάνω στα οποία θα πατούσε και απλά θα μας παρουσίαζε ένα κακέκτυπο της πρώτης.
Για αρκετό καιρό αντιδρούσα έντονα σε οποιαδήποτε αναφορά περί της νέας ταινίας του Fincher, και στον αντίλογό μου υπήρχε μονίμως η φράση ‘μα είναι ένα remake, τι καινούριο δηλαδή θα μας πει τώρα ο Fincher;  Αφού το έχω ξαναδεί!’.  Έπρεπε να έρθουν τα εβένινα opening credits, με το μελάνι να κυλλάει ορμητικό και να πνίγει τα πάντα, τα οποία είδα κάποια στιγμή στο διαδίκτυο, προκειμένου να υπενθυμίσω στον εαυτό μου οτι το remake θα γινόταν από τον Fincher.  Αυτόν που έχει κάνει το “Seven” και το “Fight Club”.  Οι τίτλοι αρχής ήρθαν, εγώ κόλλησα, είδα τη ταινία, και στη τελική απόλαυσα ένα 2μισάωρο περίπου εργάκι που ουδεμία πρόθεση είχε να μιμηθεί ή να μοιάζει στο πρωτότυπο.  Και αυτό το εκτίμησα.  Όπως και ένα σωρό άλλα πράγματα.

Ένα πράγμα ήταν ξεκάθαρο από την αρχή: ο φιντσερικός χαρακτήρας της ταινίας.  Τα κλασικά λαδοπρασινοκαφέ φίλτρα που χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης στη κάμερά του, υπάρχουν και εδώ αν και σε σαφέστατα περιορισμένη έκταση σε σχέση με άλλες του ταινίες, όπως για παράδειγμα το “Fight Club” στο οποίο νομίζεις οτι το φίλτρο θα ξεράσει κάποια στιγμή το χρώμα του πάνω σου.
Από την αρχή λοιπόν η ταινία διαφοροποιείται σκηνοθετικά και ‘στιλιστικά’ από τη παγωμένη, original έκδοση.  Στη συνέχεια μάλιστα και ενώ η ταινία προχωράει, εντοπίζεις όλο και πιο εύκολα τα χαρακτηριστικά στοιχεία της σκηνοθεσίας του Fincher που κάνουν τις ταινίες του τόσο απολαυστικές από πλευράς τεχνικής σε πρώτη φάση.  Το μοντάζ είναι γρήγορο, με μπόλικα cuts να διαδέχονται αστραπιαία το ένα το άλλο, ενώ και η παράλληλη παρουσίαση της δράσης των κεντρικών ηρώων προκαλεί το ενδιαφέρον του θεατή.  Έπειτα έχουμε και την εναλλαγή δράσης-αντίδρασης.  Εκεί που προετοιμάζει χαλαρά το έδαφος για τη προώθηση της υπόθεσης, γίνεται ξαφνικά το μπαμ, μόνο για να επανέλθει στη συνέχεια στη στρωτή του αφηγηματική και να ξεσπάσει για ακόμη μια φορά αργότερα και ούτω καθεξής.
Αυτό που επίσης γίνεται γρήγορα εμφανές είναι το γεγονός οτι ο Fincher δεν έχει καμία διάθεση να μιμηθεί τον Oplev και το δικό του στήσιμο χαρακτήρων, καθώς από την εξωτερική εμφάνιση της Salander, μέχρι και την έμφασή του σε διαφορετικές σκηνές και καταστάσεις, κάνει ξεκάθαρο οτι πρόκειται για τη δική του οπτική πάνω στα πράγματα.
Η Rapace/Salander είναι μια hardcore τύπισσα που τρώει ξύλο και ρίχνει ξύλο, έχει σκληραγωγηθεί από τον τρόπο που η μοίρα έχει παίξει το άσχημο παιχνίδι απέναντί της και το κυριότερο, φαίνεται να έχει επίγνωση της κατάστασής της.  Το γεγονός οτι μια ζωή θα είναι τελικά μόνη.  Και φαίνεται οτι αυτό δε τη πειράζει και καθόλου, εάν κρίνουμε από το χαμόγελό κάτω από τη ξανθιά της περούκα στη σουηδική εκδοχή.  Η ουσιαστικά διαφορά της Mara/Salander είναι οτι παρουσιάζεται από τον Fincher ως μια πιτσιρίκα η οποία εξωτερικεύει με το ντύσιμό της, τη σκατένια ζωή που έχει ζήσει από μικρή.  Και αυτό είναι όλο.  Είναι δηλαδή σαν να μιλάμε για μια στολή, μια μεταμφίεση της Salander προκειμένου να απομακρύνει από κοντά της τους ανθρώπους (την αποδοχή των οποίων τόσο πολύ έχει ανάγκη τελικά και αποζητά) που τόσο φοβάται.  H φιντσερική Salander είναι ένα μικρό παιδί που ζητάει εναγωνίως την αγκαλιά και το άγγιγμα (όσο corny κι αν μοιάζει αυτό) μέσα από το βλέμμα (το οποίο η Mara χειρίζεται υποδειγματικά) και την αποστροφή αυτού.  Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός οτι στα δυο τέλη των ταινιών φαίνεται η ολοκληρωτική διαφοροποίηση των δυο σκηνοθετών απέναντι στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζουν το ίδιο πρόσωπο.  Αν και η σκηνή του βιασμού είναι το ίδιο επίπονη να τη βλέπεις, εντούτοις η μεταμόρφωση της Mara όταν επιστρ΄φει για εκδίκηση, είναι πιο απρόβλεπτη λόγω του εύθραυστου χαρατκήρα που βγάζει στην οθόνη.  Εάν προσπαθούσαμε να τις συγκρίνουμε τότε η Rapace θα έμοιαζε με μεγάλη, σκληροπυρηνική αδελφή με γκοθ, καρφωτά περιλαίμια, ενώ η Mara με την έφηβη αδελφή της που προσπαθεί να της μοιάσει παρακάνοντάς το λίγο με τα άπειρα piercings παντού, σε μια προσπάθειά της να δηλώσει οτι ‘εγώ είμαι πιο bad ass με όλα αυτά τα τρυπήματα, αλλά please μη με προκαλέσεις  γιατί τελικά είμαι ακόμα ένα φοβισμένο παιδί’.  Ηθικό δίδαγμα: δεν υπάρχει λόγος σύγκρισης, γιατί δεν υπάρχει τίποτα κοινό για να συγκρίνεις.

Και αφού ξεμπερδέψαμε με το ποια από τις δυο είναι καλύτερη (και οι δυο είναι εξίσου καλές για όσους δε το κατάλαβαν) να περάσουμε και λίγο στο χτίσιμο της ταινίας.  Αρχικά κατά τη ταπεινή που άποψη ο Fincher έκανε πολύ καλά και τη γύρισε και πάλι στη Σουηδία.  Μπορεί λίγο να το παράκανε με το ψηφιακό χιόνι (ένα από τα λίγα πράγματα που οχι ακριβώς με ενόχλησε, απλά βρήκα περιττό) αλλά το γεγονός οτι η βάση του story στηρίζεται σε ένα ναζιστικό background, έκανε την ανάγκη να γυριστεί η ταινία εκεί οχι απλά απαραίτητη, αλλά επιτακτική.  Για όσους κατακρίνουν την εμμονή του Fincher να μη τη μεταφέρει στο αμερικανικό έδαφος να θυμίσω δυο-τρία πραγματάκια: 1) Η ταινία βασίζεται στο βιβλίο.  Εάν άλλαζε το περιβάλλον, θα άλλαζε και το κοινωνικό υπόβαθρο αναγκαστικά (ίσως να υποδυόταν τη Salander κάποια μυώδης αφροαμερικάνα και να βάζαμε στο χορό τα απομεινάρια της Κου Κλουξ Κλαν;) και μετά δε θα μιλούσαμε για remake, ή για ταινία που ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ σε βιβλίο, αλλά για κάτι τελείως διαφορετικό 2) Eπίσης δε καταλαβαίνω γιατί ξένισε η σπασμένη προφορά των ηρώων και κυρίως του Craig ο οποίος μάλιστα έμοιαζε να έχει και ένα βρετανικό accent.  Μεταξύ μας περίμενε κανείς να ακούσει τον Craig και τη Mara να μιλάνε σουηδικά;  Προσωπικά δε με ενόχλησε καθόλου η αγγλοφωνία των ηρώων και επι πλέον θεωρώ οτι τα σπασμένα αγγλικά της Mara της ταίριαζαν γάντι, καθώς με έπεισε και 3) Ας μη ξεχνάμε οτι οι όποιες υπόλοιπες αντιδράσεις σχετικά με τη σκηνοθεσία του Fincher, την παράλειψη σκηνών, τις αλλαγές και διάφορα άλλα, δεν έχουν κανένα νόημα καθώς στόχος δεν ήταν η αντιγραφή του πρωτότυπου, αλλά ένα remake που να έχει πάνω κάτω τις ίδιες υποθεσιακές κατευθύνσεις, με τον σκηνοθέτη να δίνει το δικό του προσωπικό στίγμα.

Όσον αφορά κάποια φάουλ που εντόπισα, έχουν να κάνουν απλά με την αληθοφάνεια κάποιων σκηνών όπως αυτή προς το τέλος με το μεγάλο καμπουμ, που λογικά θα ήταν μεγαλύτερο αλλά τέλος πάντων, όπως και το γκαζιλίκι της Salander πάνω στη μηχανή.  Ίσως και να διαφωνούσα με το τέλος, αλλά δε θα το κάνω καθώς το χτίσιμο του χαρακτήρα της Mara με έπεισε οτι θα μπορούσε να είναι (και) έτσι.  Θα διαφωνήσω με όλα τα ενθουσιώδη σχόλια περί Οσκαρικής της υποψηφιότητας, μιας που συμφωνώ οτι ήταν πολύ καλή και πειστική σαν άλλη Salander, αλλά εάν αυτός είναι ο καλύτερος ρόλος της ελαχιστότατης μέχρι τώρα καριέρας της, μετά τι;
Σαφέστατα λιγότερα τα μείον από τα συν, στα οποία θα βάλω και την μιουταρισμένη ερμηνεία του Craig ο οποίος άφησε τη Mara να βγει μπροστά, και να μας κερδίσει με τα ελάχιστα τζοκοντικά της μειδιάματα, τη punk μοϊκάνα και το βλέμμα-όλα τα λεφτά.  Στα συν και το μουσικό theme του Trent Reznor που ακούγεται από τους τίτλους και στους οποίους ο Fincher κεντάει ως συνήθως.
Το “The Girl with the Dragon Tattoo” του Fincher είναι μια ταινία που ομοιάζει και διαφέρει σε αυτά που πρέπει όσον αφορά το original (για το βιλίο δε θα πω, γιατί δε το έχω διαβάσει).  Είναι γρήγορη, αρκούντως θριλερική όπως μας έχει συνηθίσει με ανάλογες ταινίες σαν το “Zodiac” (2007) και με τις φωτογραφικές της εδώ στιγμές, α λα “Seven” (1995).  Έχει ρυθμό, ένταση, εξαιρετική-ψυχωτική σε στιγμές- εμφάνιση από τη Mara και στο σύνολό της πολύ καλές ερμηνείες από όλους (Plummer και Skarsgard ιδνακές επιλογές).  Τι κι αν ο Fincher κάνει δηλώσεις του τύπου ‘άφησα το story στη Σουηδία, γιατί στην Αμερική είναι ακόμα πίσω στο θέμα του 40αρη με την 20αρα γκόμενα’ (χαχαχαχα), εμείς μπορούμε να απολαύσουμε μια καλογυρισμένη και σκληρή σε στιγμές ταινία.  Γιατί στη τελική ούτε καν γκόμενα δε τη πιάνει…

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο δράκος της Rapace είναι καλύτερος-sorry Mara!, οτι ο φέτας-Blomkvist-είναι καλύτερος από τον Nyqvist-sorry Oplev και οτι δε ξέρω για τους άλλους, αλλά εγώ είδα μια pure Fincher movie και γούσταρα.  End of story.



TRIVIA

  • Oι Johnny Depp, Brad Pitt, Viggo Mortensen και George Clooney ήταν υποψήφιοι για τον κεντρικό ρόλο.
  • Η ταινία σκηνοθετήθηκε στη Σουηδία κατά τη διάρκεια ενός από τους πιο παγωμένους χειμώνες των τελευταίων 20 χρόνων!
  • Όλα τα piercing της Mara είναι αληθινά.  Παντού…
  • Ο ηθοποιός Yorick van Wageningen σοκαρίστηκε τόσο πολύ μετά από τη σκηνή του βιασμού που γύρισε με τη Mara, ώστε πέρασε μια ολόκληρη μέρα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του κλαίγοντας!
  • Ο Craig έβαλε βάρος για την ταινία, προκειμένου να μην παραπέμπει τόσο πολύ στη σωματική του διάπλαση από τις ταινίες του James Bond.  
  • Και κάτι που πρόσεξα: έχω την εντύπωση οτι στη φωτό της νεαρής Hariet στη ταινία, είναι η Rooney Mara.
(Πηγή IMDB)

H TV ΣΗΜΕΡΑ….

STAR: 22:00, The Departed, με τους Leonardo di Caprio, Jack Nicholson, Matt Damon, Mark Wahlberg.


Αύριο έχουμε ψηφοφορία με τα καλύτερα opening credits από ταινίες, με αφορμή τα super op. credits του “The Girl with the Dragon Tattoo”.  Stay here!!

Let Me In: Α well done remake…(επιτέλους)

 NEW ARRIVAL

Hello guyzzz, σήμερα είχα σκοπό να ανεβάσω ακόμα μια ταινιούλα πιο παλιά, αλλά επειδή έχω και αρκετές μέρες να ανεβάσω καινούρια ταινία, είπα τελικά να σας προτίνω αυτή που είδα χτές και την οποία σας την έχω προτίνει ξανά!.  Η ουσιαστική διαφορά (πέρα από διάφορες άλλες που θα σας πω στη συνέχεια) είναι οτι το Let Me In, είναι το αμερικάνικο remake της ταινίας που είχα ανεβάσει αρκετό καιρό πριν, της σουηδικής Let the Right One In.  Ξέρω οτι υπάρχουν ήδη αρκετοί που την έχουν δεί (ειδικά την original) και δε τους άρεσε, παρόλα αυτά θα μου επιτρέψετε σήμερα να προσπαθήσω να πείσω του υπόλοιπους (ή και εσάς) οτι πρέπει να της δώσετε μια ευκαιρία, έστω από την οπτική του Hollywood…

Αν και Hollywood πρέπει να ομολογήσω οτι ετνυπωσιάστηκα ευχάριστα.  Θυμάμαι που αρχικά είχα εξιργιστεί όταν είχα μάθει οτι πρόκειται να γυριστεί το αμερικάνικο remake της ταινίας, αφού ήμουν σίγουρη οτι θα ήταν μια μεγάλη φούσκα.  Όταν είδα την πιτσιρίκα που θα έπαιζε τον βρυκόλακα είχαν αναπτερωθεί κάπως οι ελπίδες μου, καθώς την βρίσκω πολύ καλή ήδη.  Τελικά και μετά από την χθεσινή προβολή πείστηκα οτι πρόκειται πράγματι για ένα αντάξιο και πολύ καλογυρισμένο remake.
Να προσθέσω εδώ οτι το η αφίσα της ταινίας είναι μακράν η καλύτερη από όλα τα poster σχετικά με τη ταινία, τόσο της σουηδικής, όσο και της αμερικάνικης.  Κατά την άποψή μου τουλάχιστον (αλλά νομίζω οτι αν δείτε και τα υπόλοιπα, θα συμφωνήσετε και εσείς :P).
Να σας θυμίσω πάλι λίγο το story.  O Owen (Kodi Smit-McPhee) είναι ένα κάπως περίεργο πιτσιρίκι, που αρέσκεται να παρακολουθεί τους άλλους στα κρυφά, αλλά και να διαβάζει ιστορίες για δολοφόνους!.  Το μεγάλο του πρόβλημα είναι το ξύλο που τρώει από κάτι τραμπούκους συμμαθητές του στο σχολείο, που φαίνεται να μη μπορεί να το αντιμετωπίσει καθόλου καλά, μιας που γενικά είναι αδύναμος από τη φύση του.  Μια μέρα δυο καινούριοι ένοικοι έρχονται στο διαμέρισμα δίπλα από το δικό του, ένας ηλικιωμένος και ένα ξυπόλητο κορίτσι, η Abby (Chloe Moretz).  Σιγά σιγά θα αναπτυχθεί μια δυνατή και διεστραμένη φιλία μεταξύ τους, μιας που το μεγάλο μυστικό της Abby θα αποκαλυφθεί (το γεγονός δηλαδή οτι είναι βρυκόλακας) και τότε τα δυο παιδιά θα κάνουν τα πάντα προκειμένου να προστατέψουν το ένα το άλλο.
Το Let Me In είναι μια sick ιστορία φιλίας και αγάπης.  Είμαι σίγουρη οτι σε περίπτωση που οι πρωταγωνιστές δεν ήταν παιδιά, αλλά έφηβοι ή ενήλικοι, η ταινία δε θα ήταν τόσο καλή.  Το γεγονός οτι βάζεις δυο αθώα και αγνά (συνήθως, οχι εδώ!) πλάσματα να υποδυθούν τόσο ‘ενήλικους’ και σκοτεινούς χαρακτήρες, είναι ένα από τα βασικά στοιχεία που κάνουν την διαφορά και φυσικά την ταινία να ξεχωρίζει ανάμεσα σε τόσες με vampire theme (να τα ξαναλέμε αυτά!).
Οι ερμηνείες των νεαρών πρωταγωνιστών είναι πάρα πολύ καλές.  Τόσο ο μικρός που υποδύεται τον Owen, όσο και η Abby είναι εξαιρετικοί και νομίζω οτι αποδίδουν σχεδόν τέλεια τις ερμηνείες της original εκδοχής.  Η Chloe Moretz πείθει απόλυτα ως αιμοδιψής βρυκόλακας από τη μια και γλυκό και αθώο κοριτσάκι από την άλλη, υπεράνω πάσης υποψίας (δεν είναι τυχαίο που πήρε τον ρόλο φαντάζομαι μιας που έτσι κι αλλιώς μοιάζει σαν άγγελος,ακόμα και σε ορισμένες σκηνές αυτής της ταινίας).  Ο Kodi Smit-McPhee νομίζω είναι η αποκάλυψη στην ταινία αφού δε ξέρεις αν πρέπει να τον συμπαθήσεις ή να τον σιχαθείς σε κάποιες φάσεις.  Φαίνεται να γνωρίζει μια δεύτερη, κρυφή προσωπικότητα που έχει μέσα του, μετά τη γνωριμία με την Abby και ειλικρινά δε ξέρεις τι μπορεί να σκέφτεται κάθε στιγμή.  Και αυτό είναι από μόνο του αρκετά τρομακτικό.  Εδώ έχουμε έναν λύκο ντυμένο πρόβατο…ή μπορεί να έχουμε και δυο…
Η σκηνοθεσία είναι από τις καλύτερες που έχω δει αρκετό καιρό τώρα.  Νομίζω οτι μου προκάλεσε τη μεγαλύτερη έκπληξη απ’ολη τη ταινία, αφού το έβρισκα εξαιρετικά δύσκολο να μπορέσει να φτάσει την σκηνοθεσία του Let the Right One In.  Όμως τα κατάφερε περίφημα.  Το χιονισμένο σκηνικό, ο φωτισμός, κάτι κομμένα πλάνα και ο έξυπνος χειρισμός της κάμερας για να αποκρύπτει στοιχεία ή αντιθέτως να φέρνει άλλα ‘μπροστά’ με εντυπωσίασαν αρκετά.  Και φυσικά πιστεύω οτι θα μπορούσε πολύ εύκολα αυτό το remake να είναι για τα σκουπίδια, σε περίπτωση που δε δινόταν τόση προσοχή, όση δόθηκε στην σκηνοθεσία της.  Η μόνη μου ενδεχομένως αντίρρηση για την ταινία έχει να κάνει με τις σκηνές στις οποίες η Abby επιτίθεντο και σκότωνε διάφορους ανθρώπους.  Εκεί έκανε την εμφάνισή του το ‘κακό’ Hollywood και οι σκηνές φαίνονταν τέρμα ψεύτικες και πρόχειρες.  Εκεί ξενέρωσα λιγάκι, αλλά η ταινία επανερχόταν πάλι άμεσα, οπότε και εγώ συνερχόμουν πάλι :).  Σίγουρα σε αυτές τις συγκεκριμένες σκηνές, το original ήταν απλά άπιαστο…
Γενικά είναι μια πάρα πολύ καλή προσπάθεια και την απόλαυσα στο σύνολό της.  Ερμηνείες και σκηνοθεσία τα δυνατά της χαρτιά.  Παρόλα αυτά θα το πω από τώρα.  Η ταινία αυτή δεν είναι για στενόμυαλους ή για άτομα που γελένε με οτι βλακεία νομίζουν και θεωρούν οτι είναι αστεία.  Όσοι τέτοιοι υπάρχουν εκεί έξω, απλά να πω οτι εμείς οι υπόλοιποι πληρώνουμε για να δούμε μια ταινία και οχι να ακούμε κάτι ηλίθιους να σχολιάζουν και να γελάνε με το παραμικρό.  Καθίστε καλύτερα σπιτάκι σας να δείτε κάνα Big Brother και αφήστε μας και εμάς να απολαύσουμε μια ταινία με κάτι που έχει γίνει σπάνιο πλέον: με ησυχία…

http://www.youtube.com/watch?v=nsWJt5tNLKg

TRIVIA

  • Στις σκηνές όπου η Abby είναι ξυπόλητη στο χιόνι, είναι…όντως ξυπόλητη!.  Το συνεργείο έπρεπε μεταξύ των διαλειμάτων να της ζεσταίνουν τα πόδια, προκειμένου να μην κρυώσει.
  • Ο κώδικας Morse που θα δείτε στο τελευταίο κομμάτι του παραπάνω trailer είναι η φράση ‘Βοήθησε με’.
  • H μάσκα που φοράει ο Owen στην αρχή, βασίστηκε στο πρόσωπο ενός πρώην εραστή της Abby!.
(Πηγή IMDB)
Tίποτα από tvoula, οπότε αύριο πάλι!!
Bye bye!