Safety Not Guaranteed: The past is waiting for you…

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Hello again!  Μμμ σήμερα και έπειτα από το πολλά βαρύ και την αυστηρή κριτική μου για το “Amour” (να με συγχωράτε, αλλά έτσι μου βγήκε), είπα να ελαφρύνω λιγάκι πάλι το κλίμα και να ασχοληθούμε με ένα ταινιάκι που έκλεψε τις εντυπώσεις στις φετινές, Νύχτες Πρεμιέρας, και μάλιστα για τους σωστούς λόγους.  Το “Safety Not Guaranteed” είναι μια απόλυτα fun, indie ταινία, την οποία οι λάτρεις των καλοφτιαγμένων, low budget films, δε πρέπει να χάσουν.  Και αν νομίζετε οτι υπερβάλω, για να δούμε ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που την καθιστούν τόσο αξιαγάπητη.  Here we go!

Τρεις εργαζόμενοι ενός περιοδικού, αποφασίζουν να τσεκάρουν μια άκρως ενδιαφέρουσα, αν και ομολογουμένως περίεργη αγγελία, η οποία ζητά partner για ένα επικείμενο ταξίδι στο…παρελθόν!  Έτσι λοιπόν ο ερωτύλος γόης Jeff (Jake Johnson), η εναλλακτική hip Darius (Aubrey Plaza) και ο Κουθραπαλίζον Ινδός Arnau (Karan Soni) που όπως όλα δείχνουν είναι ακόμα παρθένος, ξεκινούν ένα ιδιόμορφο ταξίδι, προκειμένου να ανακαλύψουν τη πραγματική ταυτότητα του τύπου, που έγραψε τη ‘τρελή’ αυτή αγγελία.  Σύντομα θα μπλεχτούν σε ένα περιπετειώδες road trip σε μια πανέμορφη, παράκτια πόλη, οπού θα γίνουν τελικά τα αποκαλυπτήρια, όταν η Darius βάλει όλη τη γοητεία και τη σπιρτάδα της, σε δράση.  Ο Kenneth (Mark Duplass) όπως θα δουν, είναι ένας παλιομοδίτης τύπος με 80s’ αμφίεση, δεμένη μπαντάνα στο κεφάλι τύπου Karate Kid και κλασική κουπ mullet.  H Darius από γνήσιο, δημοσιογραφικό ενδιαφέρον-σε πρώτη φάση δηλαδή-θα δηλώσει στη στιγμή συνέταιρος στο εγχείρημα του Kenneth και μαζί, θα ξεκινήσουν τη προετοιμασία τους για το “back to the past”.
Όταν όμως τα πράγματα αρχίσουν και επισήμως να περιπλέκονται, με την εμφάνιση μερικών, κυβερνητικών(;) που μοιάζουν να παρακολουθούν τον Kenneth, όλοι θα απορρήσουν αν ο μοναχικός αυτός τύπος έχει χάσει ολοκληρωτικά το μυαλό του.  Well, has he?

Όπως πλέον έχεις συνηθίσει και εσύ, το “Safety Not Guaranteed” είναι η πρώτη, μεγάλου μήκους, κινηματογραφική απόπειρα του δημιουργού της και συγκεκριμένα του Καλιφορνέζου Colin Trevorrow.
Ο Colin μετρώντας μόνο μια σκηνοθετική προσπάθεια, σε διάφορα είδη (short film, documentary και TV movie) επιτέλους, καταφέρνει με αυτή την indie sensation να προκαλέσει το ενδιαφέρον του πιο hipster (και οχι μόνο) κοινού, ενώ και το πέρασμά της από τα κινηματογραφικά φεστιβάλ του Sundance και του SXSW του προσδίδει αναμφίβολα κάτι από hyped, εναλλακτική πρόταση της χρονιάς.  Και δε κάνουμε πλάκα.
Αν σκεφτεί μάλιστα κανείς, οτι ο σεναριογράφος Derek Conolly έστησε ένα τόσο έξυπνο και ταυτόχρονα ενδιαφέρον σκηνικό, με τα πλέον ουσιώδη και απλά συστατικά, τότε δεν είναι να απορεί κανείς που το αποτέλεσμα είναι κάτι παραπάνω από αξιοπρεπές.  Και βεβαίως το καλύτερο δε σας το είπα ακόμη.  Το σενάριο βασίζεται σε μια πραγματική αγγελία, όπως αυτή δημοσιεύθηκε το 1997 στο περιοδικό, Backwoods Home magazine, το original απόκομμα της οποίας, εμφανίζεται και μέσα στην ταινία, όταν οι εργαζόμενου του περιοδικού συζητούν για το ρεπορτάζ που θέλουν να αναλάβουν (και συγκεκριμένα ο Jeff, μιας που τα δυο νεαρά παιδιά είναι interns, στα οποία απευθύνεται σε πρώτη φάση ως “the lesbo” and “the Indian”.  Αυτά είναι.)
Η διάθεση των δημιουργών πάντως, να συμπεριλάβουν την πραγματική διάσταση της time travel αγγελίας, δε περιορίζεται μόνο στη χρήση του αποκόμματος της εφημερίδας, αλλά και στην cameo εμφάνιση του πραγματικού συντάκτη, καθώς και στο σπίτι στο οποίο διαμένει ο πρωταγωνιστής της ταινίας (το περιοδικό Backwoods Home, μπορούμε να το μεταφράσουμε και ως “σπίτι μέσα στο δάσος”).  Ετοιμαστείτε.  Οι συνωμοσιολογίες είναι εδώ.

Η ταινία έχει μια απόλυτα feelgood διάθεση, που ακόμα και αν δε σου φαίνεται, θα σου φανεί σίγουρα κάπου προς το τέλος της, όταν και δοθούν οι σωστές (επιτέλους!) πλέον απαντήσεις, που αρμόζουν σε τέτοιου είδους προσπάθειες.  Και τι εννοώ.
Όταν απολαμβάνεις μια ανεξάρτητη παραγωγή, δε μπορείς παρά να σκεφτείς αν το δημιουργικό team, είναι όντως τόσο δημιουργικό, ώστε να καταφέρει να σου δώσει αυτό το κάτι πρωτότυπο και αναζωογονητικό που αποζητάς, χωρίς να υποπέσει σε τετριμμένες καταστάσεις και κλισέ, που ταιριάζουν περισσότερο σε αποχαυνωμένες, χολιγουντιανές παραγωγές.  Ε λοιπόν εδώ είναι και επειδή δε θέλω να σου κάνω το παραμικρό spoiler, προκειμένου να σου χαλάσω τη ταινία, σου λέω απλώς οτι δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα.  Πάμε παρακάτω λοιπόν.
Μη περιμένεις οτι μέσα στη ταινία δε θα δεις και ολίγον από ρομάντζο (μιας που αντικειμενικά μιλώντας, πουλάει), αλλά επίσης μη περιμένεις να ξενερώσεις τη ζωή σου μέσα από δακρύβρεχτες εξομολογήσεις, corny συναισθήματα all around the place και μηδαμινή χημεία, που για λόγους δολαρίων, πρέπει οπωσδήποτε να πιεστεί, για να βγει στην επιφάνεια.
Το love story της Darius και του Kenneth, δε το λες και ακριβώς λαβ στόρι και αυτό είναι κάτι που λειτουργεί, μιας που ξεκινάμε από μια υποβόσκουσα “τσάι και συμπάθεια”, μόνο για να καταλήξουμε σε ένα κάπως awkward συναισθηματικό δέσιμο των δυο πρωταγωνιστών, στα πλαίσια φυσικά του καθόλα ανεξάρτητου χαρακτήρα της ταινίας.  Εν ολίγοις, τα παιδιά είναι δυο εκκεντρικές υπάρξεις που κατά έναν περίεργο και ‘οh so cute’ τρόπο, φαίνεται να ενώνουν ο ένας τον άλλον.  Ναι, ακόμα και αν δε το έχουν πάρει χαμπάρι.

Το story ομολογουμένως πρωτότυπο, καταφέρνει να σου κρατήσει το ενδιαφέρον, αν και δε θα πρέπει να περιμένεις οτι είναι το next, big thing όσον αφορά το sci fi κομμάτι του, το οποίο περισσότερο πλανάται στον αέρα, παρά χρησιμοποιείται με τρόπο χειροπιαστό μέσα στη ταινία.  Ακόμα και έτσι όμως ο συνδυασμός cool ατακών, με σωστή δόση χιούμορ, η εντυπωσιακή σκηνοθεσία στα Ocean Shores της Washington που παραπέμπει σε μια απροσδιόριστα, παλιακή εποχή (ακόμα δηλαδή και πριν το 1997) και γενικότερα, η ατμόσφαιρα που δημιουργεί συμπαθητικά ευτράπελα προωθώντας την υπόθεση, κάνουν το “Safety Not Guaranteed” ένα ταινιάκι, την ‘περιπέτεια’ του οποίου, πολύ θα ήθελες να ζήσεις με τους κολλητούς σου.
Και κάπου εδώ να πούμε (για να σε πείσουμε περισσότερο δηλαδή), ότι αν σου άρεσε το γλυκόπικρο “Little Miss Sunshine”, τότε μάθε οτι οι ίδιοι παραγωγοί έχουν αναλάβει και εδώ τα ηνία, οπότε αυτό αποτελεί μια ακόμη θετική ένδειξη, πως αν την επιλέξεις, σίγουρα δε θα χάσεις.  Α ναι!  Σε όλα αυτά, ρίξε και ένα υπέροχα μελωδικό, ολίγον παλιομοδίτικο και ‘συνεφφιασμένο’ soundtrack, το οποίο περιλαμβάνει μια top notch εκτέλεση του song “Big Machine” από τον πρωταγωνιστή, Mark Duplass, καθώς και το πανέμορφο “Civilian” των Wye Oak.  Άκουσε τα.

Για τις ερμηνείες και πάλι τα καλύτερα έχουμε να πούμε.  Ο Duplass κερδίζει σίγουρα τις εντυπώσεις, χάρη στην ιδιαιτερότητα του ρόλου του, που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν όντως μπορεί να ταξιδέψει στο παρελθόν, ή αν στη τελική, έχει κάποιο mental problem.  Αν μάλιστα η φάτσα του σου φαίνεται γνωστή, είναι γιατί ο συγκεκριμένος ηθοποιός αρέσκεται να παίζει σε πιο χαμηλού budget φιλμάκια, τα οποία κρατούν πάντα κάτι από indie διάθεση, όπως τα “The Puffy Chair” και “Humpday”.
Εδώ, πραγματικά είναι μια συγκινησιακή αποκάλυψη με πολλές καλές στιγμές και απρόσμενα ταιριαστή χημεία με την Αubrey Plaza, η οποία είναι επίσης πολύ καλή.  Μιουταρισμένη ερμηνεία, καυστικές ατάκες εκεί που δε το περιμένεις και μια πληθωρική παρουσία που γεμίζει την οθόνη.  Στο πλευρό τους οι Jake Johnson και Karan Soni, αποτελούν το ιδανικό οτινανικό δίδυμο, κρατώντας σίγουρα και αυτοί, δυο ρόλους, που ταιριάζουν ταμάμ μέσα στη ταινία.
Το “Safety Not Guaranteed” είναι μια ανεξάρτητη παραγωγή, με αρχή, μέση και τέλος.  Και τι τέλος!
Αν θέλετε να περάσετε μια γλυκιά βραδιά, τότε αυτή είναι η ταινία για εσάς.  Πολύχρωμη, σκηνοθετικά υπέροχη και με μια όμορφη μουσική επένδυση που σε ‘ψήνει’, σε καλεί να τη γνωρίσεις.  Trust me.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το να έχεις προσθετικό αυτί, μπορεί να είναι cool, οτι θέλω τα μαλλιά της πρωταγωνίστριας και οτι ένα παλιακό, κίτρινο αυτοκίνητο είναι πάντα must.


No trivia

Notre Jour Viendra (a.k.a Our Day Will Come): Α f*ucking hard road trip

Χαιρετώ και πάλι!  Καλή εβδομάδα σε όλους και καλές κινηματογραφικές νύχτες να έχουμε.  Τώρα μάλιστα που μπήκε και ο Ιούνιος και θα ξεκινήσουν πια και επίσημα, τα καλοκαιρινά blockbusters-και οχι μόνο-ετοιμαστείτε για μερικές από τις πιο όμορφες βραδιές.  Ήδη τη Πέμπτη θα ξεκινήσουμε με το πολυαναμενόμενο “Prometheus”, και θα συνεχίσουμε την αμέσως επόμενη εβδομάδα με το τόσο fell good ταινιάκι του Anderson, “Moonrise Kingdom”.  Διάθεση να έχουμε.  Σήμερα θα περάσουμε σε λίγο πιο σκοτεινά και σκληρά μονοπάτια, με τη ταινία “Notre Jour Viendra”.  Let’s see…

O Remy (Olivier Barthelemy) είναι ένας νεαρός ο οποίος αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα, τόσο στο σχολείο όπου δέχεται τον εμπαιγμό των συμμαθητών και συναθλητών του, επειδή είναι ένας κλασικός ginger head, όσο και στο σπίτι οπού οι καυγάδες με την αποξενωμένη μητέρα και την έφηβη αδελφή του, αποτελούν απλά καθημερινό φαινόμενο.  Ο Remy μοιάζει με θηρίο στο κλουβί, και το βίαιο ξέσπασμά του δε θα αργήσει να συμβεί, όταν ‘τα βάλει’ με τις δυο γυναίκες μέσα στο σπίτι, τα μαζέψει και φύγει.  Τότε για καλή του; τύχη θα συναντηθεί με τον Patrick (Vincent Cassel) έναν ψυχίατρο, ο οποίος αντιμετωπίζει και αυτός τα δικά του θέματα εξαιτίας της δουλειάς, και της-κατά όπως όλα δείχνουν-ανισόρροπης φύσης του.  Όντας ginger head και ο ίδιος, θα προσπαθήσει να πάρει υπό την προστασία του τον Remy και να γίνει ο μέντοράς του σε ένα road trip κρυμμένης σεξουαλικότητας, βίας και σταρχιδισμού.  Όταν μάλιστα ο Remy δει μια διαφημιστική καμπάνια για την Ιρλανδία, τίγκα σε μια κοκκινομάλικη οικογένεια, θα κάνει στόχο της ζωής του, να μεταβεί εκεί, σε μια χώρα που ποτέ ξανά δε θα νοιώσει τον εξευτελισμό, εξαιτίας του χρώματός των μαλλιών του.  Το ταξίδι ξεκινά και οι δυο τους βιώνουν απρόβλεπτες καταστάσεις, που μπορεί να σημαίνουν τα πάντα.  Μπορεί όμως και να μη σημαίνουν απολύτως τίποτα…

To “Notre Jour Viendra” αποτελεί την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Romain Gavras, γιου του πολύ γνωστού και βραβευμένου με Oscar Κώστα Γαβρά.
Τελευταία κυκλοφόρησε μάλιστα και το νέο video clip του νεαρού σκηνοθέτη, “No Church In The Wind”, των Jay Z και Kanye West, στο οποίο βλέπουμε την ανελέητη βία ανάμεσα σε μια ομάδα ‘επαναστατών του δρόμου’ και της αστυνομίας.  Αναμφίβολα θυμίζει έντονα τις καταστάσεις που λίγο πολύ βιώνουμε εμείς στην Ελλάδα κάθε χρόνο και ομολογουμένως αποτελεί ένα εντυπωσιακό και βίαια ωμό κομμάτι μουσικής τέχνης.
Κάπως έτσι είναι και η γαλλικής παραγωγής ταινία, με πρωταγωνιστή τον Vincent Cassel σε έναν ρόλο τον οποίο έχουμε επανειλημμένως συνηθίσει να βλέπουμε.  Είτε πρόκειται για το “La Haine” (1995), είτε για τον εξίσου ανατρεπτικό και ιδιαίτερο ρόλο του στο κρονενμπεργκ-ικό “Eastern Promises” (2007), είτε για τις εντυπωσιακές του ερμηνείες στις ταινίες “Mesrine: Killer Insinct” (2008) και “Mesrine: Public Enemie #1” (2008) που αποτελούν την συνέχεια στην ουσία, την ίδιας ιστορίας, ο Cassel έχει τη δυνατότητα να υποδύεται πάντα ρόλους προκλητικούς, έξω από καλούπια και κλασικά μοτίβα, κινούμενος τις περισσότερες φορές σε καταστάσεις παραβατικής συμπεριφοράς και κοινωνικής περιθωριοποίησης.  Και στη συγκεκριμένη ταινία, το κάνει για ακόμη μια φορά εξαιρετικά.

Η ταινία πραγματεύεται την ιστορία ενός πιτσιρικά που επίσης παίζει στο μη αποδεκτό τμήμα της κοινωνίας και του κόσμου γενικότερα.  Το γεγονός οτι δέχεται την καζούρα των υπολοίπων εξαιτίας του κόκκινου μαλλιού του, είναι απλά ένας παραπάνω λόγος, προκειμένου εμείς ως θεατές τα ταχθούμε υπέρ των όποιων αντιδράσεών του, καθώς προφανέστατα αυτό που παρακολουθούμε είναι μια κατάφωρη αδικία.  Και τι φταίει δηλαδή ο Remy που γεννήθηκε κοκκινομάλλης;  Ποιο το πρόβλημα τέλος πάντων;  Το πρόβλημα είναι πως ακόμα και αν δεν ήταν κοκκινομάλλης, θα μπορούσε να ήταν εύσωμος (όπως ένας συναθλητής που δέχεται την κοροϊδία εξαιτίας των κιλών του), έγχρωμος, καλός μαθητής και τόσα άλλα, από αυτά που πυροδοτούν τις άνευ λόγου αντιδράσεις της εκάστοτε σχολικής και τελικά κοινωνικής κλίκας, ή ‘κάστας’.
Όταν μπαίνουν στη μέση τέτοιου είδους θέματα, γίνεται επίσης κατανοητό το πόσο εύκολο είναι κανείς να αγκιστρωθεί από τον οποιοδήποτε, ο οποίος θα δείξει ένα ενδιαφέρον για το πρόβλημά του και για το τι περνάει.  Αυτό ακριβώς γίνεται ξεκάθαρο από την πρώτη στιγμή και από τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η συνάντηση των δυο πρωταγωνιστών.  Απλά, ξεκάθαρα και γρήγορα.

Αν κάτι χαρακτηρίζει την ταινία είναι η έντονη αίσθηση της αναρχίας και του οτινανισμού, καθώς οι ήρωες δεν φαίνεται να έχουν κάποιον πραγματικό στόχο, ακόμα και αν όνειρο πια του Remy είναι να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ιρλανδία.
Το road story κομμάτι της ταινίας, παίρνει κάθε στιγμή ενδιαφέρουσα τροπή μέσα από τη συνάντηση με διαφορετικούς χαρακτήρες, άντρες, γυναίκες, αλλά και παιδιά.  Ο Remy και ο Patrick μοιάζουν να μη δίνουν δεκάρα για κανέναν άλλον πέρα από τους εαυτούς τους και πολλές φορές ούτε καν και γι’ αυτούς.
Η προσπάθεια του Cassel ως ψυχίατρου-αρχικά- και ως ενός ατόμου που συμπάσχει και πάσχει μαζί με τον πιτσιρικά, είναι ταυτόχρονα προβληματική, αλλά και μια σχέση αγάπης και μίσους, και αυτό είναι ιδιαιτέρως περίεργο, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς οτι οι δυο τους γνωρίζονται ελάχιστα.  Παρόλα αυτά το κοινό στοιχείο που τους ενώνει και τους οδηγεί, είναι μια βαθιά απέχθεια σε κάθε τι κοινωνικό και σε οτιδήποτε ανθρώπινο.  Ακόμα και η σχέση τους με τις γυναίκες φαίνεται πως είναι μια σχέση κοροϊδευτική, ακριβώς όπως αυτές που και οι δυο τους έχουν βιώσει στη ζωή τους.  Τις χρησιμοποιούν και έπειτα τις πετάνε στον κάλαθο τον αχρήστων, και πως δε θα μπορούσαν άλλωστε από τη στιγμή που οι ζωές τους είναι αυτό ακριβώς που λέμε fucked up.
Η αλήθεια είναι πως η χρήση βίας απέναντι στον Remy είναι ελάχιστη (μπορεί και ανύπαρκτη), ενώ για τον Patrick δε μαθαίνουμε ποτέ πραγματικά.  Αν λοιπόν σκεφτεί κανείς πως εκείνοι ξεπληρώνουν τον κόσμο για το ‘κακό’ που τους έχει κάνει, μέσω των βανδαλισμών και της άσκοπης βίας, τότε γίνεται εμφανές πόσο εύκολα μπορεί κανείς να οδηγηθεί σε αυτήν, ακόμα και αν υπόκειται σε έναν διαρκή ψυχολογικό πόλεμο.  Το γεγονός οτι η σωματική βία δεν χρησιμοποιείται πάνω τους, δε σημαίνει οτι και εκείνοι δε μπορούν να τη χρησιμοποιήσουν ως όπλο απέναντι σε έναν κόσμο που τόσο πολύ τους χρησιμοποίησε, τους εξευτέλισε, τους πλήγωσε.

Αυτή η ωδή στην άναρχη φύση του ανθρώπου, ακολουθείται από την ιδανική κινηματογράφηση του Gavras ο οποίος βάζει στο μπλέντερ του μια μουντή χρωματική παλέτα, ένα πλασματικό σενάριο (δε μας νοιάζει και πολύ το ‘γιατί’, το ‘πως’, ή το ‘πότε’, καθώς αυτό που έχει σημασία είναι μονάχα η έτσι κι αλλιώς ύπαρξη ενός φαινομένου που ονομάζεται “bullying).
Η κάμερά του είναι ως επί το πλείστον στραμμένη στα πρόσωπα και τις ενέργειες των δυο ηρώων, οι οποίοι ακολουθούν μια δική τους, μοναχική πορεία μέσα στον κόσμο των σωστών και κοινωνικά αποδεκτών νορμών, αλλά και εξωτερικών χαρακτηριστικών των ανθρώπων.
Κάπου στο τέλος βέβαια και αυτοί μοιάζουν να αποποιούνται την ταυτότητά τους, ξυρίζοντας τα κεφάλια και μοιάζοντας με αλλόφρονες νεο-ναζί.  Και έτσι όμως η road movie διάθεση του Gavras είναι εμφανέστατη, με το δίδυμο να τρέχει προς ένα αβέβαιο μέλλον και μια ζωή που μάλλον δεν είναι εκεί για να τους περιμένει.
Ωμό και δυναμικό, αλλά και με κάποια σημάδια κοιλιάς, το “Notre Jour Viendra” είναι μια ταινία για τα όνειρα που δε θα γίνουν πραγματικότητα ποτέ, την ανάγκη του να είσαι αποδεκτός, αλλά και αυτή της συντροφικότητας και της κατανόησης.  Όπως κι αν εκφράζονται αυτές.  Με έναν εξαίρετο Cassel και τη μυρωδία από τους βρώμικους δρόμους να φτάνει θαρρείς στα ρουθούνια σου, είναι σίγουρα μια ταινία για ανοιχτά μυαλά.  Τολμήστε την.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το τόξο είναι τόσο uber cool όπλο, οτι η φαντασίωση εύκολα μετατρέπεται σε εν δυνάμει εφιάλτη, ιδιαίτερα για το δικό μας φύλλο, και οτι ακόμα και αυτές που έχουν τεράαααστια οπίσθια, έχουν μια ευκαιρία να παίξουν σε ταινία.  Για όλους έχει ο Θεός!

No trivia

Las acacias: A quiet road trip…

Hello again guyz!  Χθες δεν ήμασταν μαζί γιατί είχα κλασικά τρεξιματάκια και δυστυχώς δε πρόλαβα να ανεβάσω ταινιούλα.  Έτσι κι αλλιώς βέβαια σκεφτόμουν να κάνω κάποιες μικροαλλαγούλες στο blog, όπως το οτι μέσα στην εβδομάδα μάλλον θα κάνω ένα mini break προκειμένου να βλέπω νέες ταινίες, και να σας προτείνω, ενώ και οι ψηφοφορίες μάλλον θα αλλάξουν και τη θέση τους θα πάρει ένα άλλο ‘παιχνιδάκι’, το οποίο θα δείτε τις επόμενες μέρες.  Στα δικά μας σήμερα, είπα να γράψω δυο πραγματάκια για μια ταινία που είδα για το Reel.gr, και που όπως αποδείχθηκε ήταν απρόσμενα καλή.  Το “Las acacias” είναι μια ταινία για σινεφίλ καταστάσεις, οπότε προετοιμαστείτε αναλόγως.  Ξεκινάμε.

Ο Ruben (German de Silva) είναι ένας μοναχικός τύπος, ο οποίος εργάζεται εδώ και κοντά τριάντα χρόνια ως οδηγός μεταφοράς ξυλείας, από το Asuncion της Παραγουάης στο Buenos Aires.  Μυστήριος και λιγομίλητος, ο Ruben δεν είναι ο τυπικός χαρακτήρας με τον οποίο μπορείς να πιάσεις μια φιλική κουβέντα, να πεις ένα χαζό αστείο ή απλά να συνυπάρξεις για όσο το απαιτήσει το μακρύ σου ταξίδι.  Έτσι λοιπόν φαντάζει ολοκληρωτικά περίεργο το γεγονός οτι σε αυτό το ταξίδι του, πρόκειται να τον συνοδεύσει μια γυναίκα, η Jacinta (Hebe Duarte) με την λίγων μηνών κορούλα της, Anahi (Nayra Calle Mamani).  Η σχέση που τους συνδέει είναι στην ουσία μηδαμινή, καθώς η Jacinta αποτελεί απλά την κόρη της καθαρίστριας που έχει αναλάβει το σπίτι του αφεντικού του Ruben.  Σε μια προσπάθειά της να βρει εργασία, προκειμένου να καταφέρει να διασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για το πιτσιρίκι της, αλλά και για τον εαυτό της (καθότι γίνεται αμέσως εμφανές οτι μεγαλώνει το παιδί μόνη της), δοκιμάζει την τύχη της στο Buenos Aires.  Ο Ruben θα αποτελέσει λοιπόν την καλύτερη ευκαιρία μεταφορικού μέσου, προκειμένου η Jacinta να φτάσει στην πόλη, να συναντήσει τους συγγενείς που την περιμένουν και να κάνει μια νέα αρχή.  Αν και ο πάγος ανάμεσά τους είναι κάτι παραπάνω από εμφανής στην αρχή, στη συνέχεια οι δυο τους θα έρθουν πιο κοντά μέσα από έναν εντελώς απρόσμενο τρόπο: την σιωπή.

Το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Αργεντινού σκηνοθέτη Pablo Giorgelli δε θα μπορούσε να είχε ξεκινήσει πιο ιδανικά, καθώς το χαλαρό πέρασμα της ταινίας του από τα διάφορα, κινηματογραφικά φεστιβάλ, απέδωσε τελικά καρπούς όταν κέρδισε στις φετινές Κάννες το βραβείο της Χρυσής Κάμερας (Golden Camera).
Το “Las acacias” είναι μια σιωπηλή ως επί το πλείστον, δραματική ταινία, που στρέφει το αδηφάγο στην προκειμένη περίπτωση βλέμμα του θεατή, κατευθείαν πάνω στο πρωταγωνιστικό ζευγάρι.  Απογυμνωμένοι και οι δυο από οποιαδήποτε φιοριτούρα και φτιασίδι (είναι χαρακτηριστικό πως η Jacinta είναι όσο το δυνατόν περισσότερο φυσική και απλή, χωρίς μακιγιάζ και εντυπωσιακά ρούχα.  Και πως θα μπορούσε άλλωστε;), ενώ ο Ruben σου δίνει την εντύπωση ενός βλοσυρού, άξεστου άνδρα που οτι ήταν να χάσει, το έχει χάσει καιρό τώρα.
Η θέση της κάμερας που επιλέγεται να τοποθετηθεί στο κόκκινο φορτηγό του Ruben, και λειτουργεί ως ο τέταρτος επιβάτης, δεν είναι καθόλου τυχαία φυσικά, αφού συμβάλει τα μέγιστα προκειμένου η παρουσίαση των χαρακτήρων να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο ρεαλιστική.  Τα πάντα εξάλλου στην ταινία μαρτυρούν ακριβώς αυτό: την προσπάθεια αναπαράστασης της πραγματικότητας στην πιο καθάρια και λιτή της μορφή.

Σύμφωνα με τον μεγάλο θεωρητικό του κινηματογράφου Andre Bazin, ο στόχος των τεχνών ήταν από πάντα η αναπαράσταση της πραγματικότητας και η προσέγγιση του ρεαλισμού όσο καλύτερα γίνεται.  Η ζωγραφική, η φωτογραφία και στην υπέρτατη μορφή του, ο κινηματογράφος, όλα έχουν ως στόχο να παρουσιάζουν την ίδια την πραγματικότητα όπως την αντιλαμβανόμαστε εμείς γύρω μας.
Έτσι λοιπόν και επειδή ο Giorgelli φαίνεται να έχει πιάσει το νόημα, δημιουργεί μια ταινία που είναι ακριβώς αυτό.
Η αυθεντικότητα και η ειλικρίνεια που αποπνέει αποτελούν το βασικό κορμό πάνω στον οποίο οι ήρωες αφήνονται να εξελιχθούν, κατά τρόπο όμως επίπεδο και  όσο το δυνατόν λιγότερο ομιλητικό.
Οι κουβέντες που ανταλλάσσουν μεταξύ τους είναι περιορισμένες, με την ταινία να κυλάει στο μεγαλύτερο κομμάτι της μέσα σε μια σιωπηλή ατμόσφαιρα, η οποία ‘σπάει’ μόνο από τους ήχους της φύσης, του δρόμου και το διαρκές τράνταγμα του τεράστιου φορτηγού του Ruben.
Είναι σχεδόν σίγουρο πως όσοι δεν έχουν συνηθίσει έναν τέτοιο κινηματογράφο, θα δυσανασχετήσουν αργά ή γρήγορα με την απουσία ομιλίας για αρκετά, συναπτά λεπτά γι’ αυτό και φρόντισα να τονίσω στην αρχή πως η συγκεκριμένη ταινία είναι μόνο για σινεφίλ καταστάσεις.  Είναι επίσης σχεδόν σίγουρο πως όσοι επιλέξουν να τη δουν, θα απολαύσουν ένα φιλμ που θα λειτουργήσει σαν βάλσαμο στην καρδιά τους, ο τρόπος με τον οποίο χτίζεται σταδιακά η σχέση των ανθρώπων αυτών και η ανεπιτήδευτη υποκριτική δεινότητα των πρωταγωνιστών (που θυμίζει σε μεγάλο βαθμό τις αντίστοιχες ερμηνείες στις ταινίες του Ιρανού Abbas Kiarostami) είναι πραγματικά εντυπωσιακή.

Οι παραπάνω φωτογραφίες είναι ενδεικτικές των πλάνων που μπορεί να εντοπίσει κανείς στη ταινία, καθώς η κάμερα βρίσκεται είτε από την πλευρά του Ruben, είτε από αυτή της Jacinta, σε ένα διαρκές cut που εναλλάσσεται ανάμεσα στους δυο τους.  Η αλήθεια είναι οτι η κάμερα δε χρειάζεται να κάνει και πολλά περισσότερα, καθώς η ουσία της ιστορίας είναι η ίδια η ανθρώπινη φύση και πως αυτή αναζητά πάντα τη συντροφικότητα, ακόμα και όταν έχει συνηθίσει στη μοναξιά.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός οτι το κοινωνικό background και των δυο τους είναι το ίδιο φτωχικό, το ίδιο ταλαιπωρημένο, το ίδιο προδιαγεγραμμένο.  Μια ζωή που έχει δρομολογηθεί πάνω σε μια ατέρμονη ευθεία, που τελικά θα οδηγήσει στον θάνατο.  Μέσα σε ένα τέτοιο ταξίδι ζωής, ένα απλό ταξίδι από την Παραγουάη, στο Buenos Aires, γίνεται μια πρώτης τάξεως ευκαιρία προκειμένου η επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα να αποκτήσει ένα νόημα.  Έστω μικρό.  Γιατί και αυτό μπορεί να κάνει τη διαφορά.

Εξίσου ενδεικτικός είναι και ο τίτλος της ταινίας, καθώς μαρτυρά το υποθεσιακό περιεχομένο της, αλλά και της μέχρι τότε τύχης των πρωταγωνιστών.  Ο Ruben θυμίζει ξεριζωμένο δέντρο (ακριβώς όπως αυτά τα οποία μεταφέρει με το όχημά του), γυμνό και γερασμένο, μακριά από την οικογένειά του και το ρίζωμα με το υπόλοιπο δάσος.  Είναι ένας άνδρας ολιγαρκής, που επιδίδεται σε ένα αδιάκοπο road trip, με μοναδικούς φίλους τον δρόμο, το τιμόνι και τις σκέψεις του.  Η λακωνικότητά του είναι χαρακτηριστική και αναστατώνεται δυσάρεστα με οτιδήποτε καινούριο εμφανίζεται στη ζωή του, όπως ακριβώς γίνεται σε πρώτη φάση με την Jacinta.  Όταν μάλιστα η μικρή Anahi βάζει τα κλάματα, τότε γίνεται εμφανές οτι η θορύβηση του Ruben έχει φτάσει στο όριο, σε βαθμό που να σου δημιουργείται έντονη ανησυχία σχετικά με τη τύχη της ταλαίπωρης μητέρας και της αξιαγάπητης μικρούλας.  Και όμως, γίνεται κατανοητό στη πορεία ότι αυτή η αντίδραση προέρχεται από την απουσία ανθρώπινης επαφής στη ζωή του Ruben.
Στη πορεία και όταν ο πάγος έχει πλέον σπάσει, είμαστε σε θέση να μάθουμε μερικά πράγματα για το παρελθόν του οδηγού μας, πράγματα που δικαιολογούν την ολοκληρωτική του αποξένωση από κάθε τι ανθρώπινο.  Η Jacinta είναι αυτή που τον ξεκλειδώνει, και η μικρή Anahi είναι αυτή που ξυπνάει και πάλι το, εδώ και καιρό, κοιμισμένο, πατρικό φίλτρο του Ruben.
Εξαιρετική εντύπωση μου έκανε και η ολοκληρωτική απουσία μουσικής, γεγονός που έφερε και πάλι στο μυαλό μου τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει τις ταινίες του ο Kiarostami.  Και πράγματι, η απουσία της εδώ είναι καλύτερη, ακόμα και από την εν δυνάμει ύπαρξη της πιο εξαίσιας μουσικής.
Οι λίγες αλλά ουσιαστικές κουβέντες των ηθοποιών, η κινηματογράφηση μέσα στο διαρκώς κινούμενο φορτηγό, οι αξιοπρεπείς ερμηνείες, το δραματικό, αλλά χωρίς υπερβολικές εξάρσεις περιεχόμενο και η γενικότερη αίσθηση της αποξένωσης (καταλυτικό στοιχείο για το οτι οι δυο τους έρχονται πιο κοντά), κάνουν το “Las acacias” ένα ενδιαφέρον, διαφορετικό road trip.  Ακόμα και η υπόνοια μιας ρατσιστικής βάσης, που προέρχεται από την καταγωγή της Jacinta, δίνουν έναν παραπάνω λόγο προκειμένου οι ήρωες να βρουν ο ένας στον άλλον έναν φίλο.  Και ίσως και κάτι παραπάνω.  Δείτε την.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το SCANIA είναι ανυπέρβλητο, οτι το μωράκι είναι απλά υπέροχο και οτι το τέλος είναι ότι πιο τρυφερό έχω δει τελευταία.

No trivia

TO TΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Zero, by Christopher Kezelos

The Hangover: Αυτό είναι bachelor party!

Hello there!  Τέλος και αυτή η ψηφοφορία με τις αγαπημένες σας κωμωδίες.  Thanx για μια ακόμη φορά για τη συμμετοχή σας!  Ομολογώ οτι αυτή τη φορά ξεπέρασε τις προσδοκίες μου :P.  Οπότε thanx πραγματικά για την υποστήριξη, αφού βλέπω οτι περιμένετε κάθε φορά και το επόμενο poll και είναι ωραίο :).  Επίσης είδα για πρώτη φορά στο blog να γίνεται τόσο έντονη συζήτηση γύρω από τις ταινίες και να έχει…ανάψει το πράγμα!  Άντε ρε παιδιά, καιρός ήταν μιας που ήταν λίγο ψόφια τα πράγματα πριν.  So special ευχαριστώ στον sexpistols.gege και τον Zuko, cause they spiced things up! :P.  Θα βάλω τα δυνατά μου την επόμενη φορά, να γίνει ακόμα μεγαλύτερος χαμός, το υπόσχομαι!.  Στα αποτελέσματα τώρα, το Hangover ψηφίστηκε ως η αγαπημένη κωμωδία, αν και η διαφορά από το-φυσικά- τέλειο, Life of Brian, ήταν μόνο 4 ψήφοι.  Έτσι κι αλλιώς η ταινία των Monty Pythons έχει ανέβει εδώ και αρκετό καιρό στο blog, οπότε σήμερα θα ανέβαινε Hangover έτσι κι αλλιώς.  So let us begin…

Νομίζω οτι το Hangover είναι η ταινία που με έκανε να γελάσω πολύ, μετά από αρκετό καιρό.  Και γι’αυτό ήταν από τις πρώτες μου επιλογές στην κατηγορία comedy, όταν αποφάσισα να φτιάξω το poll.  Σε εποχές που πλέον μια καλή κωμωδία είναι σπάνια, ήταν αυτή που έκανε τη διαφορά.  Δεν είναι τυχαίο που οι μισές (μπορεί και παραπάνω) από τις ταινίες της λίστας, είναι σχετικά, έως και πολύ παλιές.  Οπότε θεωρώ οτι έστω κι αν το χοντροκομμένο, αμερικάνικο χιουμορ, είναι τις περισσότερες φορές σαχλό και μάλλον για κλάματα, στην προκειμένη περίπτωση ήταν πετυχημένο και ευρηματικό. (όσοι ψηφίσατε Monty Pythons κλπ, please χρησιμοποιείστε τουλάχιστον ντομάτες και οχι αυγά για το γιουχάϊσμα μου, ευχαριστώ).
O Doug (Justin Bartha) είναι ένας soon to be γαμπρός, ο οποίος αποφασίζει να κάνει ένα ταξιδάκι μέχρι το Las Vegas, παρέα με τους κολλητούς του, προκειμένου να απολαύσει την τελευταία του βραδιά ως ελεύθερος και ωραίος, στο bachelor party που έχουν ετοιμάσει οι φίλοι του.  Γυναίκες, ποτά, λεφτά.  Τι άλλο να ζητήσει κανείς για ένα επιτυχημένο bachelor;.  Μμμμ μια κότα…μια τίγρη ενδεχομένως…ένα κλεμμένο περιπολικό είναι πάντα χρήσιμο….μια συνάντηση με έναν κινέζο μαφιόζο ή με μια όμορφη στριπερ με ένα μωρό…;Pfff…είναι τόσα πολλά αυτά που τελικά κάνουν ένα bachelor party να μείνει αξέχαστο!.
Αυτό που μου άρεσε στη ταινία, είναι οτι πραγματικά με έκανε να γελάω από την αρχή μέχρι και την στιγμή που τελείωσε.  Γενικά θεωρώ οτι μια κωμωδία είναι καλή, όταν σε κάνει να γελάς αυθόρμητα.  Αντιθέτως όσες προσπαθούν να σου βγάζουν το γέλιο με το τσιγκέλι, τις θεωρώ τουλάχιστον αποτυχημένες.  Το Hngover όμως είναι από αυτές που σίγουρα θα τους κάνουν όλους να βάλουν τα γέλια, αφού τα ευτράπελα που συμβαίνουν είναι-όσο σοκαριστικό κι αν ακούγεται πλέον-όντως αστεία!.  Ο τρόπος με τον οποίο έχει σκηνοθετηθεί η ταινία είναι πολύ έξυπνος, καθώς βλέπουμε τους πρωταγωνιστές να ξυπνάνε από το χειρότερο hangover ever και να προσπαθούν να να θυμηθούν τι ακριβώς έκαναν το περασμένο βράδι.  Hot λεπτομέρεια, το γεγονός οτι έχει χαθεί ο γαμπρός (φυσικά), οπότε οι τρεις που έχουν ξεμείνει προσπαθούν με ότι πληροφορίες μαζεύουν από δω κι από’κει να τον βρούν, προκειμένου να είναι στην ώρα του πίσω για τον γάμο.  Φυσικά το τι επακολουθεί είναι άλλο να το λέμε και άλλο να το βλέπουμε!.  Κατά έναν περίεργο τρόπο αν και όλα αυτά θα έπρεπε να μοιάζουν τουλάχιστον εξωφρενικά, εντούτοις καταλήγουν να είναι τελείως φυσιολογικά και πολύ κωμικά.  Πόρνες, μαφιόζοι, πολλά λεφτά…ο Μike Tyson, η τίγρη του Mike, η αστυνομία και τόσοι άλλοι μπλέκουν σε μια απίστευτη και οργιώδη κατάσταση όπου τα πάντα επιτρέπονται και απ’οτι φαίνεται τα πάντα γίνονται σε αυτό το ταξίδι έτσι κι αλλιώς!.
Φυσικά οι ηθοποιοί στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, είναι όλοι ένας κι ένας.  Ο Phil (Bradley Cooper) είναι ο γόης της παρέας, ο Stu (Ed Helms) είναι ο σπασίκλας της υπόθεσης και ο Alan (Zack Galifianakis) νομίζω οτι είναι ο τύπος ‘ότι να’ναι!’ και φυσικά ο θεός της ταινίας, που για εμένα κλέβει την παράσταση.  Βασικά όλοι είναι εξαιρετικοί στους ρόλους τους, αφού κάθε χαρακτήρας διαθέτει τα δικά του κωμικά στοιχεία και φυσικά αυτός ο κάπως, ξεκάθαρος διαχωρισμός ανάμεσα στο τι είναι ο καθένας τους, κάνει και τα διάφορα δρώμενα ακόμα πιο ενδιαφέροντα, αφού τα αντιμετωπίζουν και με τελείως διαφορετικό τρόπο.  Ο ένας είναι στον κόσμο του, ο άλλος προσπαθεί να βρει μια λογική στο τι έχει συμβεί και ο τρίτος είναι πολύ απλά πολύ cool.  Αν και καταφέρνουν να συνθέσουν μια όντως κωμική παρέα, δε γίνεται να μη σου τραβήξει την προσοχή από την αρχή ήδη, ο Γαλιφιανάκης, ο οποίος και σαν παρουσιαστικό σε βάζει σε μια διάθεση να γελάσεις.  Τον βρήκα απλά τέλειο και νομίζω οτι η επιτυχία του πλέον δεν είναι τυχαία, καθώς και σε ανάλογα stand up comedies, αλλά και στην τρομερή εκπομπή (ο θεος να τη κάνει!) Beetween two Ferns, στο YouTube, είναι πολύ καλός και βγάζει γέλιο, με τις εκφράσεις που παίρνει, τον τρόπο που μιλάει και γενικά με την κάπως, ωμή αίσθηση του χιουμορ που έχει.
Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Todd Phillips αρέσκεται στο δημιουργεί ταινίες με κεντρικούς ήρωες που προκαλούν τον χαμό, μέσα από κωμικές καταστάσεις και επικεντρώνεται αρκετά σε φάσεις road trip με μεγάλη επιτυχία, όπως και το πιο πρόσφατο Due Date.  Το χιουμορ στις ταινίες του, αν και δεν είναι πάντα απόλυτα επιτυχημένο, εντούτοις είναι απολαυστικό διότι στοχεύει ακριβώς στο να προκαλέσει το γέλιο, αλλά με έναν τρόπο αυθόρμητο και ειλικρινή.  Σ’αρέσει, γελάς.  Δε σ’αρέσει δε γελάς.  Απλά τα πράγματα (αν και μεταξύ μας δε γίνεται να μη γελάσεις έστω και λίγο.  Απλά δε γίνεται!).
Γενικά είναι μια ταινία με την οποία μπορείς να περάσεςι πολύ ευχάριστα την ώρα σου, να γελάσεις και να περάσεις μια ευχάριστη βραδιά. Εγω πάντως την έχω δει stadar 4 φορές και κάθε φορά μου αρέσει το ίδιο.  Οπότε είναι η ιδανική λύση όταν θες να περάσεις εγγυημένα καλά, ακόμα και αν την έχεις ήδη δει.  So try it again! 🙂

Φυσικά το clue της ταινίας είναι είναι το τέλος της.  Clever.

http://www.youtube.com/watch?v=uwZv3KiuvrU

TRIVIA

  • Στην ταινία χρησιμοποιήθηκαν 3 ζευγάρια διδύμων και μια…κούκλα για τον ρόλο του μωρού!.
  • Για της σκηνές που ο Stu έχει χάσει το δόντι του, δε χρησιμοποιήθηκαν ούτε προσθετικά υλικά, ούτε ψηφιακή εικόνα.  Απλά το δόντι του ηθοποιού Ed Helms δε φύτρωσε ποτέ στην πραγματικότητα, οπότε απλά για τις απαραίτητες σκηνές, αφαιρούσαν το προσθετικό που έχει και η δουλειά γινόταν!.
  • Ο σκηνοθέτης Todd Phillips κάνει μια cameo εμφάνιση (όπως συνηθίζει άλλωστε).  Είναι ο περίεργος τύπος, που ερωτοτροπεί με μια γυναίκα μέσα στο ασανσερ, λίγο πριν ξεκινήσει η παρέα τη ξέφερνη νύχτα της.
  • Ο ρόλος της στριπερ είχε προταθεί αρχικά στην Lindsay Lohan, αλλά εκείνη τον απέρριψε θεωρόντας οτι η ταινία θα πάτωνε (γιατί είναι γνωστό οτι η ίδια παίζει μόνο σε μεγάλες παραγωγές!).  Τελικά ο ρόλος πήγε στην Heather Graham και ευτυχώς σωθήκαμε όλοι.
  • Ο Todd Phillips στον σχολιασμό της ταινίας στο dvd, υποστηρίζει οτι ένας πιθανός λόγος για τον οποίο βρισκόταν η κότα στο δωμάτιο, ήταν για να την…ταϊσουν στην τίγρη!.
(Πηγή IMDB)
H TV ΣΗΜΕΡΑ…
STAR: 21:00. Forrest Gump, με τους Tom Hanks, Robbin Wright, Gary Sinise, Sally Field. 
Run Forrest! Run!!

Χαιρετώ….

Due Date: Ένα τρελό-τρελό road trip!

 NEW ARRIVAL

Όπως σας υποσχέθηκα σήμερα νωρίς νωρίς η ταινιούλα μας!.  Και πολύ θα την απολαύσω τη σημερινή μου κριτική, όσο ακριβώς απόλαυσα και τη χθεσινή ταινία που είδα και μου έφτιαξε το κέφι!.  Την προτίνω ανεπιφύλακτα σε όλους, όποιο είδος κωμωδίας και αν προτιμάτε, μιας που σίγουρα θα βρείτε αυτό που θέλετε στην ταινία.  So….

Λοιπόν….. έχουμε και λέμε.  Καταρχάς η ταινία μοιάζει πολύ με το επικό πια Hangover και οχι τυχαία, καθώς πέρα από τον Γαλιφιανάκη που συναντάμε ακόμη μια φορά στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο σκηνοθέτης του Due Date είναι ο Todd Phillips, ο ίδιος δηλαδή που σκηνοθέτησε και την μεγάλη επιτυχία του περσινού καλοκαιριού.  Χωρίς είναι Hangover (ορισμένες ιδέες είναι one of a kind!) καταφέρνει να σταθεί επάξια σαν μια κωμωδία που βγάζει πραγματικά γέλιο και οχι με το ζόρι.  Και επίσης το δίδυμο Γαλιφιανάκης-Downey είναι απίστευτα ταιριαστό (κάτι που ομολογώ πως δε το περίμενα!).
Ο Peter (Robert Downey Jr.) είναι ένας αρχιτέκτονας ο οποίος πρέπει να ταξιδέψει μέχρι το Los Angeles προικειμένου να προλάβει τη γέννηση του πρώτου του παιδιού.  Όταν φτάνει στο αεροδρόμιο η τύχη τα φέρνει έτσι, ώστε να γνωριστεί με έναν αλλοπρόσαλο τύπο, τον Ethan (Γαλιφιανάκης), ο οποίος προσπαθεί να γίνει ηθοποιός και γι’αυτό το λόγο ταξιδεύει στο ίδιο αεροπλάνο με τον Ethan, με προορισμό πάντα το L.A.  Φυσικά ο Ethan θα γίνει κολλητσίδα στον άμοιρο Peter, με αποτέλεσμα να τους πετάξουν έξω από το αεροπλάνο και να μπούν και οι δυο στη λίστα των ανεπιθύμητων επιβατών.  Κάπου εκεί οι δυο τους θα καταλήξουν μαζί, σε μια προσπάθεια να φτάσουν στον προορισμό τους, με το μόνο μέσο που τους έμεινε: το αυτοκίνητο.  Ένα περιπετειώδες και απίστευτα τρελό ταξίδι ξεκινάει!….
Τώρα τι να πώ;.  Οτι γίνεται το έλα να δείς;;.  Εντάξει αυτά που συμβαίνουν στο ταξίδι, απλά δεν υπάρχουν!.  Εννοείται οτι ο Γαλιφιανάκης αποτελεί την κινητήριο δύναμη που καταστρέφει τα πάντα στο πέρασμά του και δυστυχώς για εκείνον (ευτυχώς για εμάς που περνάμε τέλεια 🙂 ) όλη αυτή η τρέλα και η ηλιθιότητα πέφτει πάνω στον Peter ο οποίος ξεκινάει με την επλίδα να δει τη γυναίκα και το μωρό του, και καταλήγει να εύχεται να μείνει ζωντανός!.  Οι καταστάσεις που βιώνουν οι δυο τους έχουν πολλές ομοιόητες με άλλες ταινίες τύπου road trip, τις οποίες αρέσκεται να σκηνοθετεί ο Phillips, όπως το ομόνυμο ‘Road Trip’ και το ‘Hangover’, αλλά και άλλες καφροταινίες, όπως το ‘Old School’.  Το καλό είναι οτι πετυχαίνει κάθε φορά να προκαλέσει το γέλιο (μπορεί οχι πάντα), αλλά τις περισσότερες φορές έχεις να μνημονεύεις σκηνές και ατάκες απο τις ταινιες του.  Έτσι γίνεται και στο Due Date.  Υπάρχουν σκηνές που απλά κρατάς το στομάχι σου απο τα γέλια, λόγω της προτοτυπίας και της….ηλιθιότητας που τις χαρακτηρίζουν.  Με τη καλή έννοια!.  Ο Γαλιφιανάκης για παράδειγμα είναι ο κλασσικός τύπος ο οποίος πολύ απλά, δε μαθαίνει από τα παθήματά του.  Είναι χύμα, ανυπόφορος και προκαλεί τη καταστροφή ακόμα και στα πιο απλά πράγματα (η σκηνέ προς το τέλος μέσα στο αυτοκίνητο είναι απλά υπέροχη!).  Από την άλλη ο Downey πρέπει ως αντίθετος χαρακτήρας να είναι συγκροτημένος, επαγγελματίας, οικογενειάρχης, αλλά βλέπουμε οτι όλα αυτά σιγά σιγά καταρρέουν, λόγω της επιρροής που του ασκεί ο άλλος.  Στη τελική μοιάζει να εναλλάσονται κάπως οι χαρακτήρες, και ο ένας να ‘μεταμορφώνεται’ στον άλλο.  Αν ακι βέβεαι υπάρχουν σκηνές που υποδηλώνουν οτι και ο Peter ως….Peter είναι μουλωχτός (άλλη μια σκηνή οπου έχει να κάνει με ένα πιτσιρίκι, απλά δεν υπάρχει τι κάνει!!!).  Η χημεία που υπάρχει μεταξύ τους είναι εξαιρετική και προσωπικά δε χόρταινα να τους βλέπω, αφού κάθε σκηνή ήταν και μια ατάκα.  Βέβαια θα έλεγα οτι στην αρχή η ταινία ξεκινάει λίγο υποτονικά (λιγάκι μόνο), αλλά το καλό είναι οτι πολύ γρήγορα γκαζώνει και μετά εκτοξεύεται!.
Κάτι που μου άρεσε, αν και δεν έδωσα πολυ προσοχή στην αρχή, είναι και η cameo εμφάνιση του σκηνοθέτη στη ταινία.  Δε παίζει μεγάλο ρόλο, αλλά είναι χαρακτηριστική φυσιογνωμία.  Ο τύπος με το μαύρο μαλλί, μπούκλα που συναντά σε κάποια φάση ο Ethan, είναι ο Todd Phillips.  Αναρωτιόμουν που τον είχα ξαναδεί και μετά θυμήθηκα.  Όσοι έχετε δει το Hangover καμια 10αριά φορές (όπως κι εγω :P), δε μπορεί, θα θυμάστε τον ξεκάρφωτο τύπο μέσα στο ασανσερ που εμφανίζεται για λίγο με μια τύπισσα να κάνουν….διάφορα.  Είχε μαλλί άφρο και φορούσε κάτι ανεκδιήγητα γυαλία ηλίου και γενικά ήταν πολυ μορφή.  Ε αυτός λοιπόν ήταν ο σκηνοθέτης!.  Προσωπικά μου αρέσει πολύ όταν γίνονται τέτοιες μικρές εμφανίσεις από τους συντελεστές της ταινίας, γιατί αποδεικνύει και πόσο ακομπλξάριστοι είναι (χαίρε μέγα Tarantino!!).
Η ταινία γενικά προσφέρει πολλές στιγμές γέλιου, κυρίως απο την μέση και μετά.  Το δίδυμο κλέβει βέβαια την εμφάνιση γιατί στην ουσία αποτελούν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.  Οι καταστάσεις που βιώνουν είναι θεότρελες και εμπνευσμένες και δικαιολογημένα κερδίζουν το γέλιο του κοινού.  Προσωπικά χτες που την είδα, έπεσα σε ξενέρωτο κοινό που δε γελούσε και πολύ (τι περίμεναν να δουν δε ξέρω!), αλλά εγω απτόητη, γέλασα με τη ψυχή μου.  Ο Γαλιφιανάκης είναι….ο γνωστός, ατσούμπαλος και απίστευτα χαζός τύπος, που κερδίζει όμως τη συμπάθεια όπως πάντα.  Ειλικρινά για τον Robert είχα τις αμφιβολίες μου για το πως θα είναι σε πιο κωμικό ρόλο (αν και στο Tropic Thunder ήταν ο καλύτερος, lol) , αλλά τελικά με τις γκριμάτσες και τον τρόπο που μιλούσε στη ταινία, έδειχνε οτι το καταευχαριστήθηκε, όπως ακριβώς και εμείς….Σ’ΑΓΑΠΑΑΑΩΩΩΩ ROBERT!!! (μια μικρή εκδήλωση θαυμασμού, μη δίνετε σημασία! :P).
Να πάτε να την δείτε, θα περάσετε εγγυημένα πολύ πολύ ευχάριστα και σίγουρα θα έχετε να θυμάστε πολλές καλές-καμένες σκηνές! 😀

http://www.youtube.com/watch?v=WGpJUh9j-jU

Η TV ΣΗΜΕΡΑ….
STAR: 21:00, Igor.  Πολυ καλό animation, με πρωταγωνιστή τον Ιγκορ, τον βοηθό ενός τρελού επιστήμονα, που ονειρεύεται να γίνει μια μέρα και ο ίδιος ένας σπουδαίος και διάσημος επιστήμονας.  Μου θύμισε πολύ Τim Burton και γι’αυτό μου άρεσε και πολύ!.
STAR: 22:45, Eurotrip.  Ε για να μη ξεφέυγουμε και απο το κλίμα, μια ακόμη ταινία με τρελές καταστάσεις και νεανικές τρέλες.  Μόνο που λυπάμαι, αλλα ο κ. Todd Phillips είχε βγάλει απο το 2000 το Roadtrip οπότε φάτε τη σκόνη του!!.  Παρόλα αυτά ακόμα μνημονεύω τη σκηνή οπού η παρέα καταλήγει κάπου στα Βαλκάνια, όλα γκρεμίσμένα και έρημα, με μόνο κάτι σεντς στη τσέπη και διερωτώμενοι πως στο καό θα τα βγάλουν πέρα.  Επόμενο πλάνο να βρίσκονται σε ένα ξενοδοχείο 5 αστέρων και να τρώνε αστακούς, δίνοντας φιλοδωρήματα των 5 σεντς στους groum, οι οποίοι εξτασιασμένοι δε μπορούν να το πιστέψουν οτι κρατούν ένα ολόκληρο κέρμα των 5 σεντς!.  Αλησμόνητο 😛
Bye bye!!