Fa yeung nin wa (a.k.a In the Mood for Love): We won’t be like them

Καλημέρες, καλημέρες!  Τετάρτη σήμερα και από αύριο έχουμε μια ουσιαστικά, νέα ταινία που βγαίνει στις αίθουσες, κι αν μάλιστα δεν είστε fan, καλύτερα να το αφήσετε.  Η Bella, ο Edward και ο Jacob, επιστρέφουν για το τελευταίο μέρος του “The Twilight Saga”, “The Breaking Dawn-Part 2”, κλείνοντας έτσι μια και καλή το όραμα; της συγγραφέως Stephanie Meyer, σχετικά με τη μεταφορά του βαμπιρικού love story της, στον κινηματογράφο.  Αν πάλι δεν είστε και πολύ θερμοί οπαδοί της ελαφριάς βαμπιρολαγνείας, τότε μπορείτε να επισκεφθείτε τον ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟ για μια πολύ καλή δόση “Monsieur Lazhar” ή να πάτε να δείτε τελικά το “The Hunt” που τόσο καιρό σας πρήζω και πιστέψτε με, αξίζει τα λεφτά του.  Στα καθ’ημάς, σήμερα το menu έχει κάτι από Ανατολή στα καλύτερά της (θα μου πείτε και πότε δεν ήταν;).  Το “In the Mood of Love” είναι μια ήπιων τόνων ιστορία αγάπης, με εξαιρετική σκηνοθεσία, υπέροχη ατμόσφαιρα και λιτές, αλλά ταυτόχρονα απόλυτα δυναμικές ερμηνείες.  Μια ταινία που πρέπει να δείτε σίγουρα…

Βρισκόμαστε στο Χόνγκ Κόνγκ του 1962.  Δυο ζευγάρια μετακομίζουν την ίδια στιγμή σε δυο γειτονικά διαμερίσματα, τα οποία (εκείνη την εποχή τουλάχιστον), διέθεταν κοινούς, τη κουζίνα, αλλά και άλλους χώρους.  Αυτομάτως ο σκηνοθέτης καθιστά έντονη τη παρουσία, της όμορφης Mrs. Chan (Maggie Cheung) και του εκλεπτυσμένου Mr. Chow (Tony Leung Chiu Wai), οι οποίοι από την πρώτη στιγμή θα αρχίσουν να αναπτύσσουν έναν ενδιαφέροντα δεσμό, κυρίως μέσα από το βλέμμα.  Όταν οι υποψίες τους, σχετικά με την εξωσυζυγική σχέσει των συζύγων τους (οι οποίοι τα έχουν μπλέξει μεταξύ τους), επιβεβαιωθεί και από τους δυο, τότε το πρωταγωνιστικό μας “ζευγάρι” θα οδηγηθεί στα δικά του ερωτικά μονοπάτια, συνάπτοντας σχέση μεταξύ τους, αλλά με μια διαφορά: η δική τους σχέση είναι οριοθετημένη και ελεγχόμενη.  Ένα ελεγχόμενο πάθος θα έλεγε κανείς.  Και αυτό είναι που στην ουσία θα ορίσει τις ζωές και των δυο για πάντα.

Ο Kar Wai Wong, είναι ένας Κινέζος σκηνοθέτης, με πολλές ταινίες στο ενεργητικό του, οι περισσότερες εκ των οποίων έχουν χαρακτηριστεί ως μικρά αριστουργήματα, κερδίζοντας το ένα βραβείο μετά το άλλο, στα διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ ανά τον κόσμο.  Η αλήθεια είναι βέβαια πως το ” Ιn the Mood for Love”, έχει χαρακτηριστεί από τους περισσότερους, ως η καλύτερη στιγμή της καριέρας του, και οχι τυχαία, καθώς έχει καταφέρει να συνδυάσει τόσο τη φόρμα, όσο και το περιεχόμενο του έργου του, με έναν τρόπο μοναδικό και απόλυτα αισθαντικό.  Στις νεότερές του ταινίες, όπως οι “2046” και “My Blueberry Nights”, ο Wai μοιάζει να έχει απομακρυνθεί από το φορμαλιστιστικό του στοιχείο, επικεντρώνοντας γραφή και σκηνοθεσία, περισσότερο στο περιεχόμενο και το story του film.  Χωρίς να είναι απαραίτητα κακό αυτό, φαίνεται εντούτοις πως έχει χάσει κάπου το στοιχείο εκείνο, που καθιστούσε ταινίες όπως το “In the Mood For Love”, σημειολογικές και αλληγορικές αναπαραστάσεις της ανθρώπινης κατάστασης, μέσα από τα σκηνοθετικά του τεχνάσματα.  Μένει να δούμε αν με τη νέα του ταινία, “The Grandmasters” την οποία οι fan περίμεναν για καιρό, θα μπορέσει να επανακάμψει όσον αφορά το καθαρό κομμάτι της συμβολικής του φόρμας.  Μέχρι τότε, μπορούμε να ασχοληθούμε με τη σημερινή μας ταινία, η οποία είναι τόσο πλούσια καλλιτεχνικά, ώστε η κάθε της σκηνή, η κάθε τοποθέτηση των ηρώων, η κάθε κουβέντα που θα πουν, αποτελεί μέγιστο κοινωνό νοήματος.  Και αυτό είναι πραγματικά “αποκαλυπτικό”.

Η ουσία και η πρωτοτυπία αν θέλετε του “In the Mood for Love”, έγκειται σε δυο, βασικά χαρακτηριστικά του: πρώτον, οτι η γνωριμία των ηρώων γίνεται οχι με το σπάσιμο των κωδικών ηθικής, αλλά με το ακριβώς αντίθετο.  Με το μη σπάσιμο.  Στην ουσία μπορεί να μιλάμε για ένα παράνομο ζευγάρι, το γεγονός όμως οτι δε πατούν ποτέ έξω από την αυστηρά καθορισμένη συμπεριφορά τους, αλλά ζουν έναν έρωτα δικών τους, ασφαλιστικών δικλείδων, δίνει αν μη τι άλλο αμέσως την εικόνα ενός πάθους υπαρκτού, αλλά κεκαλυμμένου.  Το δεύτερο είναι, πως τα πάντα παίζονται μέσω του βλέμματος, και εδώ ο Wai πετυχαίνει διάνα για έναν πολύ απλό λόγο.  Ο ίδιος ο πυρήνας του κινηματογράφου, είναι το βλέμμα.  Συνεπώς η ταινία είναι βγαλμένη μέσα από τις κοινά αποδεκτές νόρμες του σινεμά.
Εξίσου πιστός σε αυτό που κάνει παραμένει και όταν αποφασίζει να προβεί σε ένα κλασικό σπάσιμο, κινηματογραφικού κώδικα, το οποίο για τη Δύση, είναι μάλλον απαγορευτικό.  Σαν γνήσιος ασιάτης όμως, ο Wai, αποφασίζει οτι το “πήδημα του άξονα” (η αλλαγή θέσης της κάμερας από τη μια πλευρά, στην άλλη, η οποία οδηγεί στην οπτική σύγχυση του θεατή) του ταιριάζει, από τη στιγμή μάλιστα που ενδιαφέρεται για την αισθητική του καδραρίσματός του.  Για ακόμη μια φορά, η φόρμα κυριαρχεί.
Εκτός από τη γοητευτική, αλλά και κάπως καταθλιπτική διάσταση που παίρνει στα μάτια μας η εικόνα ενός σκοτεινού Χονγκ Κόνγκ, γεμάτου όμως από πορφυρά χρώματα, ημίφως και βροχή, ο σκηνοθέτης μας καθιστά απλούς παρατηρητές της ιστορίας του, γεγονός που εξυπηρετείται ιδανικά, από την θέση της κάμερας, η οποία λειτουργεί πάντα ως ένα τρίτο πρόσωπο, κινηματογραφώντας τις καταστάσεις, με μάτι ουδέτερο και ξένο.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γεγονός, οτι μέσα στο διαμέρισμα η κάμερα παραμένει σταθερά στον διάδρομο, χωρίς ποτέ να βλέπουμε τα δωμάτια των ηρώων, αλλά ούτε και τους έτερους συζύγους, τους οποίους βλέπουμε μόνο κατακερματισμένους (μια πλάτη, ένα χέρι, μια μέση).  Ο λόγος;  Μα για τον Wai δεν έχει σημασία.  Οτιδήποτε περιττό ή οτιδήποτε υπονοείται, δεν έχει αυτούσιο λόγο ύπαρξης μέσα στη ταινία του.  Το δέσμιο love story έχει τον πρώτο λόγο.

Ο off screen χώρος και η συμπύκνωση του χρόνου, επιτελούν τον δικό τους ρόλο στην ταινία, καθώς ο Wai, απολαμβάνει να μας παρουσιάζει την ιστορία του, μέσα από καθαρά, κινηματογραφικούς τρόπους.  Το off screen (κυρίως ακούμε τους συζύγους να μιλούν, ενώ την ίδια στιγμή βλέπουμε το πρωταγωνιστικό μας ζευγάρι σε πρώτο πλάνο) εξυπηρετεί στην εικαστικότητα της ταινίας, αλλά και στην συμβολική αναπαράσταση της αξίας των βοηθητικών ηρώων.  Οι άπιστοι σύζυγοι δεν χρειάζεται να φανούν ποτέ, επειδή ακριβώς πέρα από την ύφανση του κινήτρου που οδηγεί σιγά σιγά τους ήρωες μας σε μια δική τους σχέση, δεν επιτελούν κανέναν άλλο σκοπό.  Όσο για τη συμπύκνωση του χρόνου, αυτό επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους, από το σβήσιμο της εικόνας, και το εκπληκτικό μοντάζ, μέχρι τις εναλλαγές των ονειρεμένων φορεμάτων της πρωταγωνίστριας (46 στον αριθμό παρακαλώ, αν και δε φορέθηκαν όλα στη ταινία), προσδίδοντας την δική του, εικαστική πινελιά.
Το “In the Mood for Love” είναι τελικά μια ταινία για την μοναξιά, γεγονός που προδίδεται μέσα από το βλέμμα (όπως είπαμε και παραπάνω), τη λουπαριστή, μουσική επένδυση, ακόμα και το slow motion (μια ακόμη φορμαλιστική χρήση μέσα στη ταινία), και γενικώς με τη χρήση καθαρά φιλμικών μέσων.  Ο Wai δεν καταφεύγει σε φτηνούς μελοδραματισμούς προκειμένου να κατανοήσουμε τη φύση του ερωτικού story των πρωταγωνιστών, αλλά αρκείται να μας υπενθυμίσει σε στιγμές οτι η εποχή και η απιστία, δε μπορούν να συμβαδίσουν.  Το τραγικό μιλάει από μόνο του, οι πληροφορίες παραμένουν πίσω από την κουρτίνα και ο θεατής καλείται να τις ανακαλύψει σταδιακά μόνος του.  Και να οδηγηθεί και αυτός στην όποια λύτρωση αποζητούν οι ήρωες.

Οι ερμηνείες των κεντρικών ηρώων πατούν στο mute, και παραμένουν χωρίς τα δακρύβρεχτα ξεσπάσματα, ψύχραιμες και περιεκτικές.  Είναι όμως ταυτόχρονα προσεγμένες μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια.  Από το στήσιμο και την ενδυματολογική τους φροντίδα, μέχρι τους διαλόγους και το βλέμμα, τα πάντα λειτουργούν εξυπηρετικά για το story, αλλά και για την πρόκληση του βαθύτερου συναισθήματος.
Όπως καταλαβαίνετε η σκηνοθεσία είναι υψηλής ποιότητας, με πολλά ακόμη σκηνοθετικά ευρήματα, ένα εκ των οποίων είναι και η ύπαρξη θεατρικών στοιχείων, σε σκηνές κατά τις οποίες το παράνομο ζευγάρι, υποδύεται τους αντίστοιχους συζύγους(!), σε μερικές από τις πιο ευφυείς σκηνές της ταινίας.  Ο Wai έχει τη δυνατότητα σαν άλλος μάγος του κινηματογράφου να σε παρασύρει και να σε μπερδεύει, κάνοντάς σε να πιστέψεις αυτά που ο ίδιος θέλει.  Μέχρι δηλαδή το επόμενο πλάνο οπού αναφωνείς “ααααα, δεν ήταν αυτός”.  Οχι, δεν ήταν.
Αυτό το εύρημα της θεατρικής παράστασης μέσα στην ταινία, είναι που δίνει στην τελική το ζητούμενο twist σε αυτό το love story, πετυχαίνοντας να το ξεχωρίσει από πολλά ακόμη ρομάντζα τα οποία έχουμε δει, και τα οποία πατούν πάνω σε παραδοσιακά, ξενέρωτα μονοπάτια.
Το “In the Mood for Love” είναι μια εξόχως δομημένη ταινία, αν και μοιάζει να προορίζεται περισσότερο για τις πιο σινεφιλίδικες καρδιές.  Παρόλα αυτά, αν της δώσετε μια ευκαιρία, είναι σίγουρο οτι θα σας αποζημιώσει και με το παραπάνω.  Αισθαντικό, επίπονο και τόσο γοητευτικό, είναι ένα film που θα μιλήσει τόσο στη καρδιά, όσο και στο μυαλό σας.  Το ιδανικό δηλαδή.

 Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το τέλος είναι υπέροχο, οτι τα φορέματα επίσης και οτι τώρα περιμένω με αγωνία την καινούρια ταινία του Wai, για να δω αν έχει μεγαλουργήσει και εκεί.

 TRIVIA

  • Η ταινία χρειάστηκε 15 μήνες προκειμένου να ολοκληρωθεί.
  • Το μακιγιάζ και το ντύσιμο της πρωταγωνίστριας χρειαζόταν καθημερινά γύρω στις 5 ώρες!
  • Το νούμερο του δωματίου στο οποίο έμενε ο ήρωας στο ξενοδοχείο είναι 2046.  Η επόμενη δηλαδή ταινία του Wai.
(ΠΗΓΗ IMDB)

Smashed: Hangover all around bitch!

NEW ARRIVAL

18ες Νύχτες Πρεμιέρας

Γεια σας γεια σας!  Ξεκίνησε και χθες επίσημα πια, το 18 Φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας, με πολλές και διάφορες ταινίες για όλα τα γούστα.  Η δική μου παρουσία περιορίστηκε στις αίθουσες του ΔΑΝΑΟΥ, μιας που απόλαυσα δυο πολύ καλές ταινίες, και έτσι για εμένα, το φεστιβάλ, ξεκίνησε με τον καλύτερο τρόπο.  Η πρώτη προβολή ξεκίνησε με το “Teddy Bear” ένα δανέζικο δράμα σχετικά με το πασιφανές οιδιπόδειο ενός τεράστιου μποντιμπιλντερά, με τη μητέρα του, γεγονός που καθιστά δύσκολη την περαιτέρω σχέση του με το αδύναμο φύλλο.  Πολύ καλή και μετρημένη η ταινία, θα μιλήσουμε γι’ αυτή από την άλλη εβδομάδα.  Μέχρι τότε, τη προτείνω ανεπιφύλακτα μιας που θα παιχτεί σε επαναλήψεις στις 20:00 σήμερα, στο ΟDEION ΟΠΕΡΑ, αλλά και τη Πέμπτη, 27 Σεπτεμβρίου στις 20:00, πάλι στην ΟΠΕΡΑ.  Από την άλλη πλευρά, έχουμε το “Smashed” για το οποίο θα πούμε δυο πραγματάκια σήμερα, οπότε δε λέω εδώ κάτι περισσότερο πέρα από το οτι ήταν μια πραγματικά feelgood ταινία, με τον δικό τις κατά πολλές στιγμές, πικρό και ακαλούποτο τρόπο.  Αν σήμερα ψάχνεστε για ταινία, τσεκάρετε στις Νύχτες το “Grabbers” με ένα μάτσο εξωγήινους αλλεργικούς στο…αλκοόλ, μια ταινία του σκηνοθέτη των “Shaun of the Dead” και “Hot Fuzz” (ΔΑΝΑΟΣ 1, 00:00), ενώ για πιο απογευματινούς τύπους υπάρχει και το “Safety Not Guaranteed”, όπως όλα δείχνουν-πολύ καλό romantic, sci-fi ταινιάκι που κέρδισε το βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ του Sundance (17:45 ΙΝΤΕΑΛ).  Αυτά λοιπόν.  Ξεκινάμε!

Η Kate (Mary Elizabeth Winstead) και ο σύζυγός της Charlie (Aaron Paul), είναι ένα νεαρό ζευγάρι εθισμένο στο αλκοόλ, που εκτός από την τρέλα της ηλικίας τους, κουβαλούν και τις extra δόσεις τρέλας που τους προσφέρει ένα φλασκί καλό ουίσκι, ή μια δωδεκάδα μπύρες.
Αν και οι δυο τους αντιμετωπίζουν μέχρι ενός σημείου τον εθισμό τους, ως κάτι το καθημερινό και χαριτωμένο, η Kate σύντομα θα συνειδητοποιήσει οτι αυτή η κατάσταση δε μπορεί να συνεχιστεί για πολύ ακόμη.  Η αφορμή;  Όταν έπειτα από ένα hangover ξεράσει μπροστά στα πιτσιρίκια στα οποία κάνει μάθημα (καθότι δασκάλα) και αναγκαστεί να παραδεχθεί οτι είναι…έγκυος, προκειμένου να τα μπαλώσει όπως όπως, τότε μόνο θα δει οτι ίσως και να έχει πάρει τον δρόμο χωρίς γυρισμό.  Σίγουρα σε αυτό βοηθάει το γεγονός οτι κάποιες φορές ξυπνάει έξω στον δρόμο, πλάι σε ρεματιές ή απλώς σε στέκια αστέγων, χωρίς να έχει καμία επαφή με το περιβάλλον και όντας ακόμα υπό την επήρεια ενός τρομερού, οινοπνευματώδους πονοκεφάλου.
Βλέποντας λοιπόν οτι ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι, η Kate θα αναζητήσει βοήθεια στους ΑΑ, εκεί οπού θα γνωρίσει την πνευματώδη Jenny (Octavia Spencer) η οποία και θα γίνει ‘ανάδοχός’ της, στον δύσκολο δρόμο της απεξάρτησης.  Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά, καθώς ο Charlie συνεχίζει ακάθεκτος το ποτό, η μητέρα της δε της προσφέρει τη παραμικρή συμπαράσταση, ενώ σύντομα και η δήθεν εγκυμοσύνη της, θα αρχίσει να προκαλεί ερωτήματα.  Και τώρα, πως θα ξεμπλέξει από αυτόν τον μικρό χαμό που έχει δημιουργηθεί;

Ο σκηνοθέτης της ταινίας, James Ponsoldt, αποτελεί κλασική περίπτωση νέου και ανερχόμενου, ανεξάρτητου σκηνοθέτη με καταγωγή εκ Αμερικής, ο οποίος έκανε και το πρώτο του, επιτυχημένο βήμα στο φεστιβάλ του Sundance, στο οποίο η ταινία του κέρδισε το Special Jury Prize στην κατηγορία του δράματος.
Κάθε νέος σκηνοθέτης φιλοδοξεί, οτι το πέρασμά του από τα διάφορα-και ως επί το πλείστον ανεξάρτητα- φεστιβάλ, θα είναι ένα από αυτά που θα ξεχωρίσει και θα καταστήσει το όνομά του συζητήσιμο μέσα στους κόλπους των εναλλακτικών προτάσεων.
Κάπως έτσι λοιπόν φαίνεται πως είναι και η μέχρι τώρα, μικρή πορεία του Ponsoldt, ο οποίος μετράει στο ενεργητικό του τρία short-φιλμάκια, ένα full-length κινηματογραφικό ντεμπουτάρισμα, το “Off the Black”, με πρωταγωνιστή τον Nick Nolte, καθώς και τη συμμετοχή στο ντοκιμαντέρ, “We Saw Such Things”.  Στη συνέχεια, η δημιουργία του indie drama-comedy “Smashed”, έστρεψε τα φώτα πάνω στον σκηνοθέτη, που μάλλον πήρε φόρα, αν κρίνουμε από το προ-παραγωγικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται μια ακόμη ταινία με πρωταγωνίστριες την Winstead (για ακόμη μια φορά), καθώς και την Shailene Woodley, που τη θυμάσαι ίσως από τον ρόλο της κόρης του George Clooney, στο “The Descendants”.
Λίγα πράγματα, αλλά καλά μέχρι τώρα ο Ponsoldt, δεδομένου οτι το “Smashed” είναι σίγουρα από τις πιο indie και περίεργα feelgood καταστάσεις που θα μπορέσεις να απολαύσεις τη φετινή χρονιά.  Το γεγονός μάλιστα οτι κατασκευάστηκε με $1 εκατομμύριο, λέει πολλά για την ανεξάρτητη αφετηρία της, που ακόμα και αν δε μας παρέσυρε με την κλασικής υπόστασης υπόθεσή της, εντούτοις κατάφερε να μας σαγηνεύσει χάρη στην εκπληκτική χημεία των δυο πρωταγωνιστών, την εξαίσια σκηνοθεσία και την όμορφη μουσική επένδυση.

Το γεγονός οτι κάποια στιγμή έρχεται σε όλους η ευκαιρία να λάμψουν μέσα από κάποιον ρόλο, δε θεωρώ οτι είναι καθόλου τυχαίο, μιας που εκτός από το τρανό παράδειγμα του Matthew McConaughey (βλ. “Killer Joe” and more to come), έχουμε εν προκειμένω και τη περίπτωση της Winstead.
Έπειτα από ταινίες όπως τα “Final Destination 3”, “Black Christmas” και το-οχι άλλα χορευτικά, φτάνει!-“Make it Happen”, η πορεία της όμορφης ηθοποιού φάνηκε να αλλάζει έπειτα από τη μικρή, αλλά θαυματουργή της παρουσία στο ταραντινίστικο “Death Proof” με βλέμμα Λολίτας και κίτρινη αμφίεση cheer-leader, αλλά και στο totally fun “Scot Pilgrim vs. the World”, στο οποίο υποδυόταν μια σούπερ cool τύπισσα, με φουξιομώβ μαλλί και ένα σωρό πρώην κομικίστικους γκόμενους για τα πανηγύρια.
Παρόλα αυτά ο ρόλος της ως αλκοολική σύζυγος στο “Smashed” είναι σίγουρα αυτός που θα την καθιερώσει στη συνείδηση πολλών, ως μια ηθοποιό που έχει πράγματα να δώσει.
Με ένα απόλυτα ρεαλιστικό και φυσικό τρόπο παιξίματος, η Winstead κερδίζει τις εντυπώσεις και προκαλεί τον εαυτό της και εμάς, σε ένα αιθυλικό ντελίριο που την κατεδαφίζει εκ των έσω.  Αμακιγιάριστη, με ντύσιμο γεροντοκόρης και αθλητικό “σπορτεξάκι”, μακριές, πλεχτές ζακέτες και χαχόλικα φορέματα μέχρι τους αστραγάλους, η Winstead απέχει πολύ από την συμπαθητικά sexy παρουσία και τη φάση ‘κορίτσι της διπλανής πόρτας’ με την οποία την έχουμε συνηθίσει, βουτώντας στα βαθιά και εξερευνώντας με τρόπο χαλαρό και πικρά διασκεδαστικό, την προσωπικότητα ενός ατόμου εθισμένου στο αλκοόλ.
Και αν η ίδια είναι καλή (όπως δηλαδή και ο Paul), υπάρχουν κάνα-δυο στοιχεία που προσωπικά ίσως να με ξένισαν και λίγο, δε μου στοίχησαν όμως καθόλου την απόλαυση της ταινίας και ειδικά του σφιχτοκαρδικού της τέλους που με έκανε να λυγίσω, έτσι χωμένη καθώς ήμουν στη καρέκλα μου.

Αρχικά, βρήκα λίγο αμφιταλαντευόμενη τη προσπάθεια του Ponsoldt να αναπαραστήσει ένα θέμα τόσο βαρύ όσο ο αλκοολισμός μέσα από τη ταινία του, καθώς άλλες φορές είχα την εντύπωση οτι έψαχνε να βρει το πολύ σοβαρό της υπόθεσης, και άλλες πάλι, οτι το όλο θέμα αντιμετωπιζόταν ως ένα παιχνίδι για ενηλίκους.  Στην ουσία αισθάνθηκα να αποπροσανατολίζομαι λίγο ως προς το πως έπρεπε και εγώ να αντιληφθώ το πρόβλημα του εθισμού των πρωταγωνιστών: ως ένα πρόβλημα στιβαρό που τους δημιουργεί τεράστια θέματα στον γάμο, την μεταξύ τους σχέση και τις κοινωνικές επαφές με τους γύρω τους, ή ως ένα περιστασιακό καπρίτσιο και των δυο, το οποίο ήταν λιγάκι τρελιάρικο, ήταν και λιγάκι επικίνδυνο, αλλά στη τελική περνούσαν και καλά βρε αδελφέ;  Αυτό με ενόχλησε κάπως, μιας που θα επιθυμούσα μια πιο προσανατολισμένη κατεύθυνση σχετικά με το θέμα του πιοτού.  Παρόλα αυτά μπορώ να κατανοήσω και την ίδια τη φύση της ταινίας, η οποία όντας λίγο πιο εκτός πεπερασμένων ορίων, προφανώς ήθελε να δείξει το πόσο χαμένα μοιάζουν έτσι κι αλλιώς δυο νέα παιδιά: πότε έτσι, πότε αλλιώς και πάει λέγοντας.
Το δεύτερο και τελευταίο στοιχείο που απλά μου προκάλεσε μια μικρή αμηχανία, ήταν μια εκ των σκηνών στην οποία η Winstead είναι μεθυσμένη και ξεσπάει στον άντρα της.  Τη συγκεκριμένη προσπάθεια τη βρήκα περισσότερο ‘στημένη’ απ’οτι θα έπρεπε και είχα την εντύπωση οτι η Winstead έκανε οτι μπορούσε προκειμένου να μας πείσει οτι έμαθε να παίζει τη μεθυσμένη.  Νευρόσπαστες κινήσεις, παραληρηματικά γελάκια και υπερβολικά ξύλινες φωνές, δημιούργησαν μια περίεργα προσποιητή ατμόσφαιρα που λίγο με ξένισε.
Αυτή η σκηνή ολίγων λεπτών βέβαια, δεν είναι ικανή να σας στερήσει την γενικότερη ιδέα και feeling της ταινίας (αν δηλαδή σας προβληματίσει και εσάς, διαφορετικά no problem) το οποίο ομοιάζει αρκετά σε στήσιμο και στυλ, με το πρόσφατο “Take this Waltz”, με τη διαφορά οτι εκεί η ονειρική σκηνοθεσία πάει χεράκι-χεράκι με την εύθραυστη προσωπικότητα της Williams (υπερτονίζοντας την καταπιεσμένη φύση της), ενώ εδώ η κάμερα λειτουργεί περισσότερο ως καταγραφέας μιας επικείμενης μπόρας.

Στα θετικά της ταινίας μπορούμε να βάλουμε περισσότερα, μην ανησυχείτε.
Καταρχάς, το έτσι κι αλλιώς καλό, κεντρικό δίδυμο, πλαισιώνουν η βραβευμένη με Oscar, Octavia Spencer η οποία κρατάει τα μπόσικα της Winstead και λειτουργεί περισσότερο υποστηρικτικά (με τις δικές της καλές στιγμές), ενώ ο Nick Offerman (γνωστός από τη συμμετοχή του σε ουκ ολίγες τηλεοπτικές σειρές, όπως το “Parks and Recreation”) είναι κάτι σε διασταύρωση Ζακ Γαλιφιανάκη και creepy guy, γεγονός που δεν απέχει και πολύ από τις ξεδιάντροπες και λοιπές χιουμοριστικές του ατάκες.
Στο πλευρά της πολύ καλής Winstead, o Paul υποδύεται τον Jesse Pinkman από το “Breaking Bad”, ένα alter ego που μάλλον θα τον κυνηγάει για πολύ ακόμα στις κινηματογραφικές του επιλογές.  Μετρημένος, μεθυσμένος και με επαφή ‘χάρμα οφθαλμών’ με τη συμπρωταγωνίστριά του, δίνει μια ερμηνεία στα κυβικά του και αποδεικνύει πως όταν έχεις τιθασεύσει έναν τόσο δύσκολο και απαιτητικό ρόλο, όπως αυτόν στο Breaking Bad, μπορείς να κάνεις πολλά.  Και ακόμα περισσότερα από αυτά.
Η σκηνοθεσία του Ponsoldt είναι γλυκιά και μεστωμένη (σαν παλιό, καλό κρασί, oh the irony) με instagram-ικά πλάνα, αποχρωματισμένα φίλτρα, πλανάκια που κουνιούνται στο χέρι και μια ταξιδιάρικη αίσθηση να πλανάται ολούθε.  Οι μουσικές νότες, προσδίδουν επίσης μια κλαψιγελική διάσταση, προκαλούν συγκίνηση, αλλά και μια ταυτόχρονη αισιοδοξία που λειτουργεί σαν βάλσαμο στη καρδιά.
Το “Smashed” μέσα από χιουμοριστικές στιγμές, γλυκόπικρες συγκρούσεις, ειλικρινείς ερμηνείες και μια τόσο ταιριαστή σκηνοθεσία, φέρνει στο προσκήνιο ένα σοβαρό πρόβλημα, υπό το πρίσμα όμως μιας καλειδοσκοπικής, συναισθηματικής γκάμας και σε κάνει να το απολαμβάνεις γιατί είναι ακριβώς όπως η ζωή: πικρούτσικο, γλυκούτσικο και στυφό, αλλά και τόσο λυτρωτικό.  Ακριβώς δηλαδή όπως και ένα δυνατό κοκτέιλ. Χα, κοίτα να δεις…

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι αντί για κρακ, ήθελα λίγη blue meth (σαρκασμός στο full), οτι ο Paul αν δε πει τη λέξη “bitch” απλά δε μπορεί και οτι όταν ο γκόμενός σου κοιμάται όταν κάνετε sex, ακολούθησε τον δρόμο που χάραξε η Kate.  Εγγύηση.


TRIVIA

  • Τα γυρίσματα της ταινίας ολοκληρώθηκανε μέσα σε μόλις, 19 μέρες!
(ΠΗΓΗ IMDB)
 

Eagle vs Shark: Can you spell a-w-k-w-a-r-d?

Hello hello και καλή εβδομάδα σε όλους!  Επιτέλους δροσιά και βροχή, και πόσο απολαυστικό να γράφεις με έναν τέτοιο καιρό έξω;  Μόλις δυο μερούλες έμειναν μέχρι την έναρξη του 18ου φεστιβάλ, Νύχτες Πρεμιέρας, και φαντάζομαι όλοι ετοιμάζετε εισιτήρια και παρτενέρ, προκειμένου να παρευρεθείτε και εσείς στη γιορτή του cinema, που μας έβγαλε και τη πίστη βεβαίως βεβαίως, μέχρι να αρχίσει.  Αν λοιπόν ψάχνετε κάτι να δείτε μέχρι να ξεκινήσει το καθημερινό μας ραντεβού στις αίθουσες του ΙΝΤΕΑΛ, Οdeon Οπερα, και Δαναό, τότε έχω σήμερα για εσάς μια εναλλακτική και πολύ feel good ταινιούλα, από αυτές τις εντελώς ανεξάρτητες και εντελώς χωμένες κάπου στα βάθη του διαδικτύου, που όταν όμως τις ανακαλύψεις, αξίζει τον χρόνο και το ψάξιμο.  Παρόλα αυτά πρέπει να προειδοποιήσω μερικούς, πως η ταινία είναι είναι η προσωποποίηση του indie romance και συνεπώς όσοι δεν αρέσκονται σε αυτό το είδος, καλό είναι να μη την αναζητήσουν.  Όλοι οι υπόλοιποι feel free να την τσεκάρετε και περιμένω οσονούπω τις απόψεις σας.  Here we go!

Βρισκόμαστε κάπου στη Νέα Ζηλανδία του 2007, εκεί που παρά το νέο millennium, ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει για τους δυο πρωταγωνιστές, οι οποίοι μπλέκουν σε ένα από τα πιο awkward love stories που έχεις δει σε ταινία.  Για να σου δώσω να καταλάβεις το μέγεθος της weird αυτής κατάστασης, σκέψου τη πρώτη φορά που βγήκες ραντεβού με το αγόρι/κορίτσι που σου άρεσε, τις ελάχιστες κουβέντες που ανταλλάξατε μέσα στη σκοτεινή αίθουσα του κινηματογράφου (ναι ναι, όλοι έχουμε περάσει από ένα τέτοιο ραντεβού, το άβολο μπέργκερ με french fries που απολαύσατε λίγο αργότερα, καθώς και την επιστροφή στο σπίτι στο τέλος, με ή χωρίς φιλί (που κατά έναν περίεργο τρόπο ήταν ένα και το αυτό).  Ωραία.  Τώρα φαντάσου μια σχέση στην οποία να πρέπει καθημερινώς να αντιμετωπίζεις άβολα γελάκια, geeky sex και πέρα βρέχει ατάκες.  Now, you know what i mean?

E λοιπόν αυτή ακριβώς την ατμόσφαιρα θα ζήσεις στο φουλ, αν αποφασίσεις να δεις τη συγκεκριμένη ταινία.  Η Lily (Loren Horsley) είναι μια νεαρότερη, ξεπατικωσούρα της Gillian Anderson, με ελιά πάνω στα χείλη, αυτοπεποίθηση παρατημένου κουταβιού, μαλλί που ακολουθεί πιστά τον νόμο της βαρύτητας και κοινωνική ζωή μονίμως καρφωμένη κάτω από τους μηδέν βαθμούς Κελσίου.  Σε μια προσπάθεια να ανεβάσει τη θερμοκρασιακή της βελόνα σε λίγο πιο hot αριθμούς, η Lily που εργάζεται σε ένα μπεργκεράδικο ονόματι “Meaty Boy”, θα προσπαθήσει να διεκδικήσει τη προσοχή του μεγάλου της έρωτα, με κάθε πιθανό τρόπο: χαμογελώντας σπασμωδικά, γουρλώνοντας τα μάτια, στραβώνοντας το στόμα σε φάση ‘περαστική ημιπληγία’ και κερνώντας τηγανητές πατάτες deluxe.  Όπως δηλαδή κάνει κάθε μια από εμάς για να ρίξει το πολυπόθητο γκομενάκι.  Τςςς…
Από την άλλη πλευρά, ο μεγάλος έρωτας, ακούει στο όνομα Jarrod (Jemaine Clement), αγαπημένο του ζώο είναι ο αετός (o vintage κατά προτίμηση), φοράει παλιακά πατομπούκαλα πορνοστάρ των ’70s, κουρεύεται στον μπαρμπέρη του macgyver, διατηρώντας το mullet του θελκτικό, κατασκευάζει freeky κεριά, παίζει video games εποχής atari, διατηρεί πλήρη συλλογή φονικών όπλων Ninja (suriken και nunchaku ftw) και έχει βάλει σκοπό της ζωής του, να κατατροπώσει τον άνθρωπο που του έκανε τον βίο αβίωτο στο σχολείο.  Ξέρετε τώρα, με badass πορτοκαλί μπαντάνα στο κεφάλι και κακά, ’80s αεροκλωτσίδια.
Και επειδή ένα τέτοιο άτομο προφανώς και εκπέμπει απαράμιλλη γοητεία, κοίτα να δεις που το γλυκό τελικά δένει, η Lily επισκέπτεται μαζί του την γενέτειρα πόλη, και ο Jarrod αρχίζει την προετοιμασία του, προκειμένου να δείξει στην σαμοανή νέμεσή του, Eric Elisi, τι εστί βερίκοκο.  Χα.

Το όνομα Taika Waititi σου λέει κάτι;  Οχι;  Ούτε κι εμένα μου έλεγε, οπότε μπορείς να καταλάβεις τον λόγο που εντυπωσιάστηκα όταν αποφάσισα να τσεκάρω λίγο το profile του συγκεκριμένου τύπου (ναι δεν είναι τύπισσα, και εγώ αυτό νόμιζα στην αρχή), καθώς εκεί βρήκα πως οχι μόνο έχει κάνει διάφορες δουλειές σε κινηματογράφο και τηλεόραση, οχι μόνο έχει τσιμπήσει μια υποψηφιότητα για Oscar σε κατηγορία short film, αλλά αποτελεί επίσης κλασική, σκηνοθετική επιλογή διαφόρων κινηματογραφικών φεστιβάλ ανά τον κόσμο, ενώ εκτελεί και χρέη ηθοποιού, εκτός από αυτά του σκηνοθέτη, με τον τελευταίο του ρόλο να εντοπίζεται στο-δυστυχώς-κακό, “Green Lantern”.
Ο φίλος μας λοιπόν, με την καταγωγή από τους Μαορί της Νέας Ζηλανδίας, μετράει στο ενεργητικό του το “Eagle vs Shark”, που αποτέλεσε και το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, καθώς και μια ακόμη πολυβραβευμένη ταινία, το “Boy” (2010).  Από εκεί και πέρα φαίνεται πως έχει ασχοληθεί περισσότερο με δουλειές για την τηλεόραση, με πιο γνωστή ίσως τη σειρά “The Flight of the Conchords”, που θέτει στο επίκεντρο μια folk μπάντα με την ίδια ονομασία, που προσπαθεί να βρει τον δρόμο της στην Νεα Υόρκη, και τον Jemaine Clement να κρατάει και εδώ έναν από τους βασικούς ρόλους.  Η σειρά έχει βρεθεί υποψήφια ουκ ολίγες φορές για βραβείο Emmy (δέκα συγκεκριμένα), ενώ διαθέτει και ένα αρκετά ισχυρό ρεύμα θαυμαστών, από θεατές που αρέσκονται σε πιο υποδόρια, κωμικές σειρές.
Αν παρόλα αυτά αρέσκεσαι και σε πιο περίεργο χιούμορ, από αυτό που δεν είναι ακριβώς χιούμορ, αλλά πιο πολύ αυτοσαρκασμός, και από εκείνες τις ατάκες που σκάνε στα μούτρα σου ξαφνικά, συνειδητοποιώντας το μέγεθος του περιεχομένου τους και αποφασίζεις να το φιλοσοφήσεις το θέμα, και ίσως μετά να γελάσεις κάπως πικρά, τότε το “Eagle vs Shark” είναι μια ταινία στην οποία θα τα βρεις αυτά.  Όπως, θα βρεις και άλλα…more or less.

Το “Eagle vs Shark” (σε περίπτωση που αναρωτιέσαι από που πήρε τον τίτλο του, μάθε οτι προέρχεται από τα αντίστοιχα, αγαπημένα ζώα των ηρώων, τα οποία μάλιστα υποστήριξαν ενδυματολογικώς σε ένα μασκέ, ζωο-πάρτι) θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηριστεί ως το νόθο δημιούργημα του Wes Anderson, και τολμώ να πω οτι κατά κάποιον τρόπο η ταινία κατατάσσεται στη κατηγορία, ‘hipster, before it was cool’ (well, hipsters gonna hate).
Αν έχεις δει πρόσφατα το “Moonrise Kingdom”, θα διαπιστώσεις πως τα παστέλ χρώματα, οι πρασινωπές αποχρώσεις, η φωτογραφία, αλλά και το γενικότερο feeling που αποπνέει, ομοιάζει πολύ σε αυτό το ανεξάρτητο, νεοζηλανδικό κατασκεύασμα, και σε κάνει να αναρωτιέσαι ποιος εμπνέεται από ποιον.  Ακόμα και αν αυτό όμως, δεν έχει και τόση σημασία, σίγουρα θα διαπιστώσεις και από μόνος σου, το πόσο εύκολο (και στη προκειμένη περίπτωση θετικό) είναι να επικρατήσει μια κάποια συγκεκριμένη τάση στη σκηνοθετική ματιά των δημιουργών, φέρνοντας έτσι στο προσκήνιο τα κατά καιρούς trends με τα οποία πορεύονται οι λιγότερο, αλλά και οι περισσότερο γνωστοί σκηνοθέτες του σύγχρονου κινηματογράφου.
Όσον αφορά τη θεματική της ταινίας, σίγουρα εν ολίγοις αποτελεί ένα indie ρομάντζο, πολύ διαφορετικό από τα ρομάντζα του σωρού, αλλά που εκ των πραγμάτων είναι ακριβώς αυτό: μια corky ιστορία αγάπης, με ακόμα πιο ιδιόρρυθμους χαρακτήρες απ’οτι συνήθως.  Εξάλου δεν είναι περίεργο πως οχι μόνο οι κεντρικοί μας χαρακτήρες, αλλά ο κοιωνικός τους περίγυρος, χαρακτηρίζονται από αυτή την αλλοπρόσαλλη, αλλά τόσο cute λοξότητά τους ως άνθρωποι (ο πατέρας του Jarrod για παράδειγμα, κινείται με αναπηρικό καροτσάκι ενώ περπατάει κανονικά, η αδελφή του και ο άντρας της, έχουν κολλήσει θαρρείς στο παρελθόν, ντυμένοι με εκείνες τις cult, γυαλιστερές φόρμες γυμναστικής, ενώ ο φίλος του Jarrod, Mason, είναι ένας περίεργος, σπυριασμένος τυπάς που βλέπει με τις ώρες πορνό στον υπολογιστή του).  Και ενώ μεμονωμένοι, όλοι αυτοί οι χαρακτήρες θα αποτελούσαν απλά, κοινωνικούς παρίες, συγκεντρωμένοι στο πλαίσιο μιας οικογένειας, δε φαίνονται και τόσο εξωπραγματικοί.  Κάθε άλλο, φαίνεται απλά να πορεύονται με μια κοσμοθεωρία και σε έναν κόσμο, δικής τους έμπνευσης, ακριβώς όπως και οι ήρωες του Wes Anderson.  Καλά, και με μπόλικες δόσεις ’80s στυλ.

“I guess i’ve gotta keep creating or i’ll just die”, λέει ο Jarrod στη Lily και πάνω που έχεις αρχίσει να μπαίνεις στο κλίμα ενός socially awkward δεσμού, προσγειώνεσαι στιγμιαίως με αυτή την ατάκα, μόνο για να ‘απογειωθείς’ αργότερα με το εξίσου αποστομωτικό “where they too fat?”, στη δήλωση της Lily “my parents died from heart attacks”…
Η ταινία αποτελεί στην ουσία μια διαρκή εναλλαγή ανάμεσα στο φευγάτο, και την επιστροφή στη πραγματικότητα, και παρά την ονειροπαρμένη και κάπως εκτός αλήθειας διάστασή της, εντούτοις, καταφέρνει και βγάζει ξεκάθαρο νόημα, από τη στιγμή που οι χαρακτήρες της, είναι άτομα που αντιμετωπίζουν έτσι κι αλλιώς, τα καθημερινά προβλήματα της ζωής τους.  Μπορεί δηλαδή να μιλάμε για την περίεργη ιστορία αγάπης, δυο εξίσου περίεργων και-με τον δικό τους τρόπο-ασυμβίβαστων νεαρών, στη τελική όμως ο καθένας παλεύει για κάτι χειροπιαστό: η μια για τον πραγματικό έρωτα, και ο άλλος για τον εξορκισμό των παλιών του δαιμόνων και την αποκατάσταση των σχέσεων με την οικογένεια και κυρίως τον πατέρα του.
Εκτός από τη ξεκάθαρη διάθεση του σκηνοθέτη να πρωτοτυπήσει όσο μπορεί θεματικά, επιδιώκει κάτι αντίστοιχο και από πλευράς κινηματογράφησης, με πολλαπλά cut, γκρο πλάνα και τις παρεμβολές μερικών ολιγόλεπτων, stop motion πλάνων, τα οποία προσδίδουν στην ταινία ακόμη πιο έντονο χαρακτήρα ανεξάρτητης προσπάθειας.  Παράλληλα, οι τόνοι κρατούνται χαμηλοί, η φωτογραφία των καταπράσινων τοπίων και του γαλανού ουρανού είναι ονειρεμένη, ενώ στο όλο “Napoleon Dynamite” feeling, έρχεται και προστίθεται και το υπέροχο, μελωδικό και γιουκαλιλικό soundtrack του film, δια χειρός ‘The Phoenix Foundation’ (αναζητήστε τους).
Αν λοιπόν αγαπάτε τα ιδιαίτερα, awkward και άνευ καλουπιού love stories με extra δόσεις χρώματος, μουσικής και περίεργης ομορφιάς, τότε επιλέξτε την και δε θα χάσετε.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο αποθανών αδελφός του Jarrod, είναι ο ίδιος ο σκηνοθέτης, οτι ένα θέμα με τις τίγρεις το έχουν στη Νέα Ζηλανδία (είναι απλά ‘παντού’) και οτι η ατάκα του Jarrod “I’m complex”, θα με ακολουθεί για καιρό.

No trivia

Πάρτε και ένα δείγμα από τη μουσική διάθεση της ταινίας.

Take This Waltz: An indie drama full of color

NEW ARRIVAL

Γεια σας και πάλι, καλή εβδομάδα και καλό μήνα να έχουμε!  Σήμερα θα ασχοληθούμε με ένα ταινιάκι που εδώ στην Ελλάδα, μάλλον πήγε λιγάκι άπατο, οχι μόνο λόγω περιεχομένου και αισθητικής, αλλά και γιατί την εβδομάδα κυκλοφορίας του, όλοι μας, είχαμε στραμμένη τη προσοχή στο τελευταίο, μπατμανικό μέρος, της τριλογίας του Nolan, “The Dark Knight Rises”.  Έτσι ήρθε η στιγμή να αποκατασταθεί αυτή η αδικία, και να δούμε τη Michelle Williams να λάμπει, σε έναν ακόμη ρόλο.  Για πάμε.

H Margot (Michelle Williams) είναι μια νεαρή, freelance δημοσιογράφος η οποία γράφει μικρά κειμενάκια για ταξιδιωτικά και τουριστικά φυλλάδια, και που μαζί με τον σύζυγό της, Lou (Seth Rogen), ο οποίος είναι συγγραφέας μαγειρικών συνταγών που αφορούν μόνο κοτόπουλο, ζουν σε μια πορτογαλίζουσα κοινότητα στο Τoronto του Καναδά, μακριά από την πολύβουη και ταραχώδη ζωή της πόλης.
Η Margot περνάει τη μέρα της μεταξύ σπιτιού (οπού ο Lou διαρκώς μαγειρεύει κοτόπουλο, υπό τη μορφή διαφόρων παραλλαγών), κολυμβητηρίου, στο οποίο συνηθίζει να πηγαίνει και με την κουνιάδα της Geraldine (Sarah Silverman), μια αλκοολική οικογενιάρχη σε αποτοξίνωση και…βεράντας, μοιάζοντας με πιτσιρίκι παγιδευμένο σε μια βαρετή καθημερινότητα, χωρίς καμία έξοδο διαφυγής.
Όλα αυτά πρόκειται να αλλάξουν, όταν έπειτα από ένα επαγγελματικό της ταξίδι, θα γνωρίσει τον γοητευτικό και μυστηριώδη Daniel (Luce Kirby), με τον οποίο η σπίθα του φλερτ θα ανάψει στη στιγμή, κάνοντας αν μη τι άλλο την επιστροφή στη πατρίδα πιο παιχνιδιάρικη και ανεκτή.
Και εκεί που η Margot αποφασίζει τελικά να του πει οτι είναι παντρεμένη, ο Daniel με ένα νεύμα κατανόησης, παίρνει τα μπογαλάκια του και πάει σπίτι.  Το πρόβλημα;  Το σπίτι του, βρίσκεται ακριβώς απέναντι από αυτό της Margot και του συζύγου της, μιας που βλέπετε, από ένα παιχνίδι (διόλου τυχαίο για κινηματογραφικά δεδομένα) της μοίρας, ο Daniel καταλήγει ως ο καινούριος γείτονας.  Και τώρα η καθημερινότητα της πρωταγωνίστριας, πρόκειται σίγουρα να γίνει πολύ πιο ενδιαφέρουσα.  Οχι όμως και πιο εύκολη…

Το 2002 η Sarah Polley έκανε το κινηματογραφικό της, full length ντεμπούτο, με τη ταινία “All I Want From Christmas”, μόνο για να έρθει τέσσερα χρόνια αργότερα με το διθυραμβικό, “Αway From Her” και να γίνει χαμός.  Η ιστορία του περιστρέφεται γύρω από ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, όταν η σύζυγος (μια εκπληκτική Julie Christie) αναγκάζεται να νοσηλευτεί σε ένα γηροκομείο, από τη στιγμή που το Αlzheimer τη χτυπήσει βαριά.  Τότε ο άντρας της θα ζήσει μια πρωτοφανή κατάσταση, όταν η Fiona αρχίσει να εκδηλώνει αισθήματα για έναν άλλον άντρα ο οποίος είναι επίσης τρόφιμος του γηροκομείου.
Δυο υποψηφιότητες για Oscar (‘Α Γυναικείου Ρόλου και Καλύτερου, προσαρμοσμένου σεναρίου για την Polley), σαράντα ακόμη νίκες στα απανταχού κινηματογραφικά φεστιβάλ, και κριτικές που εκθείαζαν τόσο την ηθοποιία, όσο και τη σκηνοθεσία της συγκεκριμένης ταινίας, ήταν ο απολογισμός της καλύτερης-για τους περισσότερους- μέχρι σήμερα δουλειάς, της κατά τα άλλα ηθοποιού (κάπου θα την έχει πάρει το μάτι σου στο “Dawn of the Dead” του 2004, το “Mr. Nobody” και το πιο πρόσφατο, “Splice”), Sarah Polley.
Έχοντας λοιπόν θέσει από την αρχή τον πήχη ψηλά, πολλοί έσπευσαν να πουν οτι η νέα της ταινία, “Take This Waltz” επρόκειτο (και βασικά έπρεπε) να είναι τόσο καλή, όσο η προηγούμενη.  Όταν λοιπόν έφτασε η στιγμή που η ταινία έκανε την εμφάνισή της στις αίθουσες, ο πέλεκυς των κριτικών έπεσε τόσο βαρύς πάνω της, που μάλλον ούτε η ίδια η Polley το περίμενε.  Δεν ήταν εξάλλου λίγοι αυτοί που την κατηγόρησαν για μια συγκεκριμένη σκηνή σεξ (δε σας λέω ποια), την οποία και καθόλου ερωτική δε βρήκαν, και χωρίς τη παραμικρή χημεία των συμμετεχόντων και στην τελική, εντελώς φτηνή.
Παρά το δριμύ κατηγορώ και τις δηλητηριώδεις κριτικές (σε βαθμό που να καταντούν τουλάχιστον γελοίες και υποκριτικές) εγώ μπορώ να σας πω ένα πράγμα: η ταινία είναι οτι πιο ζεστό, πιο ανθρώπινο και πιο αληθινό έχω δει από πλευράς story, τώρα τελευταία.  Και αν σας τρώει να μάθετε και για τη σκηνή του σεξ, μπορώ να σας βεβαιώσω οτι ήταν επίτηδες ‘χαλασμένη’.  Τα υπόλοιπα παρακάτω.

Η υπόθεση του “Take This Waltz” σίγουρα δεν είναι κάτι που βλέπεις για πρώτη φορά, οπότε αν περιμένεις κάτι ολοκληρωτικά καινούριο, καλή τύχη και όταν το βρεις, πες το και σε εμένα.
Παρά το γεγονός όμως οτι μιλάμε για μια δραματική, αισθηματική ιστορία που έχεις δει και πάλι σε ένα σωρό ταινίες, εντούτοις, η φωτεινή σκηνοθεσία της Polley, τα εντυπωσιακά, πολύχρωμα σκηνικά, η όμορφη μουσική και οι πολύ καλές ερμηνείες, είναι αναμφίβολα αυτά που σε κερδίζουν.
Σε πρώτη φάση η ερμηνεία της Williams εδώ, είναι μια από τις καλύτερές της.
Με μια συμπεριφορά που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε αυτή της παιδικής αφέλειας και αυτή της κεκαλυμμένα, σεξουαλικής ύπαρξης, δίνει πνοή σε έναν ρόλο, ο οποίος πολύ εύκολα θα μπορούσε να έχει καταλήξει σε καταστροφή, αν είχε πέσει στα λάθος χέρια.
Εδώ τη Williams τη λες και ολίγον καταθλιπτική, και ολίγον στο κόσμο της και ολίγον να ασφυκτιά από μια πραγματικότητα, στην οποία όμως η ίδια δεν έχει καμία ουσιαστική συμμετοχή.  Είναι σαν η ζωή της να περνάει μέρα με τη μέρα, με την ίδια να αποτελεί απλό μάρτυρα αυτής της φριχτής συνειδητοποίησης και χωρίς βέβαια μπορεί να κάνει τίποτα για να το αλλάξει αυτό.
Φαινομενικά η ζωή της είναι αξιοζήλευτη.  Έχει έναν σύζυγο που την αγαπά, ένα υπέροχο μποέμ σπιτικό και μια φυσιολογική καθημερινότητα, που πολλοί θα ήθελαν να έχουν.  Οχι όμως η Margot.  Για εκείνη, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά.  Παγιδευμένη ανάμεσα σε μπαχαριασμένα κοτόπουλα, με έναν άνδρα με τον οποίο δε μιλούν ούτε στην έξοδο της επετείου τους (‘μα μωρό μου, είμαστε παντρεμένοι, τι θες να πούμε;), καλό, χρυσό και άγιο, αλλά απίστευτα βαρετό, χωρίς καμία πρόκληση και κανένα σασπένς, αναλώνεται σε τόσο μικρά πράγματα που το κεφάλι της πάει να εκραγεί από την ασημαντότητα, το βλέμμα της παραμένει θλιμμένο και οι επιλογές της, τρομακτικά περιορισμένες.  Παντού χρώματα-ζωηρό πορφυρό, έντονο μπλε, φωτεινό πορτοκαλί, αποχρώσεις του πράσινου και του ζεστού κίτρινου-κοτόπουλο, ύπνος, βόλτα στην αγορά, κοτόπουλο, μουσική, οχι sex, ύπνος, παιδαριώδη παιχνιδάκια, γέλια, μηχανικο sex, βαρεμάρα, ύπνος και πάλι από την αρχή.  ‘Δεν έχεις ιδέα πόσο δύσκολο μου είναι να σε σαγηνεύσω Lou’.  Οχι, δεν έχει.

Στην ουσία η έλευση του νέου, ωραίου και αρτιστίκ γείτονα, μετουσιώνεται σε μια ευκαιρία της Margot, να γλυτώσει από την εξοντωτικά βαρετή λούπα στην οποία έχει πέσει.
Σίγουρα η σεξουαλική τους χημεία είναι έκδηλη (σε μια σκηνή ο Daniel της εξιστορεί αργά και βασανιστικά, τι ακριβώς θα της έκανε αν μπορούσε τελικά το θέμα να προχωρήσει πιο πέρα, και είναι εμφανές οτι η Margot τον ποθεί κολασμένα), αυτό όμως που ίσως έχει μεγαλύτερη αξία, είναι οτι εκείνη ποθεί την ιδέα του να είναι μαζί με κάποιον τόσο διαφορετικό, τόσο προκλητικό, τόσο παθιασμένο.
Η μάχη της να ξεφύγει πάση θυσία, είναι μια μάχη υπόγεια, που τη θέλει, και δε τη θέλει, την έχει ανάγκη, αλλά ταυτόχρονα αναγκάζεται να την αποθήσει για χάρη του πεντάχρονου γάμου της.  Δεν είναι εύκολο να διεκδικεί κανείς αυτό που θέλει, και στη προκειμένη περίπτωση αυτό είναι μια πικρή αλήθεια.  Όσα όμορφα, vintage φορεματάκια κι αν φοράει, όσο κι αν το βλέμμα της υπόσχεται ένα σωρό πράγματα στον Daniel (και τούμπαλιν), όσο και αν θέλει να ζήσει σαν ένα ελεύθερο, ανεξάρτητο πλάσμα, κατά βάθος είναι μια ενοχική ύπαρξη που έχει ανάγκη περισσότερα, έχει ανάγκη να ζει διαρκώς για το καινούριο και για το διαφορετικό, όμως με μια χαρακτηριστική ατάκα της ταινίας, “new gets old”, η Margot βρίσκεται και πάλι στο σημείο μηδέν: να αφήσω την συνηθισμένη, αλλά σίγουρη ζωή με τον άντρα μου, για να κυνηγήσω κάτι καινούριο, ή και αυτό θα καταλήξει σύντομα παλιό και δεδομένο;
Η sexy σκηνή προς το τέλος της ταινίας (γυρισμένη εντυπωσιακά με μια 360 μοιρών σκηνοθεσία), υπό τις αισθαντικές νότες και την βαθιά φωνή του Leonard Cohen, στο ομώνυμο τραγούδι (ναι, ναι Take this Waltz λέγεται) αποδεικνύει περίτρανα την παραπάνω σοφή επισήμανση, και δε λέω τίποτα περισσότερο γι’ αυτό.
Όπως ανέφερα και πριν, η σκηνοθεσία της Polley είναι εντυπωσιακά ζεστή, με χρώματα που παραπέμπουν σε instagram-ισμένο καλοκαίρι, προσδίδοντας στη ταινία μια εύκολα εναλλακτική και indie διάθεση.  
Σε γενικότερο επίπεδο, η σκηνοθεσία της ακολουθεί την κλασική, αφηγηματική, με την προσθήκη μερικών εξαίσιων πλάνων που θαρρείς οτι φωτοβολούν.
Οι ερμηνείες είναι από όλους καλές, με εξαίρεση ίσως τον Kirby ο οποίος φαινόταν αρκετά αμήχανος και στημένος, ίσως εξαιτίας του διαρκούς γυμνού της Williams στη ταινία.  Who knows?
Αντιθέτως ευχάριστη έκπληξη αποτέλεσαν οι Rogen-Silverman, δυο κατεξοχήν κωμικοί ηθοποιοί, οι οποίοι κράτησαν εντυπωσιακά τους δραματικούς ρόλους που τους δόθηκαν, και ιδιαίτερα η Silverman η οποία ήταν έως και συγκινητική.  Ο Rogen με το always φαφλατάδικο ύφος του, ήταν καλή επιλογή για τον ρόλο του συζύγου, και η χημεία του με την Williams, ανέλπιστα καλή.
Βέβαια όπως και να το κάνουμε αυτή που κράτησε τη προσοχή πάνω της ήταν η Williams, η οποία φαίνεται να λάμπει ταινία με ταινία.  Εύθραυστη, όμορφη και τόσο καλή σε τέτοιους ρόλους, όσο μας έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια, μπορεί πλέον να στεφθεί με επιτυχία ‘Queen of Indie’. Congratulations!
Όμορφη, ξεχωριστή και απόλυτα αληθινή, το “Take This Waltz” είναι μια ταινία για τις προσωπικές μας επιλογές και την αναζήτηση κάθε φορά αυτού που δεν έχουμε.  Το οποίο τις περισσότερες φορές καταλήγει τελικά σαν αυτό που είχαμε.  Τι κρίμα…

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η Williams έχει υπάρξει κινηματογραφική σύζυγος μπόλικων hot names, συμπεριλαμβανομένων του Ryan Gosling, Leonardo di Caprio και Gael Garcia Bernal, οτι θέλω όοοοολη τη γκαρνταρόμπα που φοράει στο film και οτι το γυμνό, γυναικείο σώμα έχει πολύ καιρό να εκθιαστεί, όπως εκθιάζεται οπτικά εδώ από την Polley.

No trivia

The Red Shoes: Torn apart between love and ballet

Χαιρετώ και πάλι!  Σήμερα λέω να ασχοληθούμε με μια ακόμη κλασική ταινία, βρετανικής παραγωγής αυτή τη φορά, τη οποία είχα ήδη σταμπάρει από τη στιγμή που είχα δει και το “Black Swan” του Aronofsky.  Η αλήθεια είναι πως όσον αφορά την ιστορία η σχέση ανάμεσα στις δυο ταινίες, δεν είναι και πολύ μεγάλη, αλλά αν έπρεπε να μαντέψω θα έλεγα πως σε ένα κάποιο ποσοστό ο σκηνοθέτης σίγουρα επηρεάστηκε από το εκπληκτικό αποτέλεσμα του “The Red Shoes”.  Συνεπώς θα δούμε μερικά πράγματα για την ταινία αυτή, και μιας που έτσι κι αλλιώς αυτή την εβδομάδα τη λες και φτωχή κινηματογραφικά (εξαιρείται η ψηφιακή επανακυκλοφορία του εμμονικού “Taxi Driver”), θα μπορούσατε να την τσεκάρετε, όσοι βέβαια αρέσκεστε σε κλασικά αριστουργήματα.  Για να δούμε…

Ο Boris Lermontov (Anton Walbrook) είναι ένας από τους πιο φημισμένους παραγωγούς μπαλετικών παραστάσεων στον κόσμο, αφού κάθε φορά τα έργα που αναεβάζει γίνονται ανάρπαστα, όπου και αν παιχτούν.  Ο Lermontov βέβαια δεν είναι και ο πιο εύκολος άνθρωπος του κόσμου: καυστικός, ειρωνικός και απόλυτα απαιτητικός από τους χορευτές, αλλά και τους συνεργάτες του, έχει την πάστα του ανθρώπου ο οποίος θέλει πάντα το καλύτερο, χωρίς να συμβιβάζεται με οτιδήποτε λιγότερο.  Είναι όμως και από εκείνος που οτι πιάσει στα χέρια του, γίνεται ατόφιο χρυσάφι.  Το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και με δυο νεαρά και φρέσκα ‘παιδιά’.  Από τη μια πλευρά αποφασίζει να δώσει μια ευκαιρία στον Julian Craster (Marius Goring) έναν ταλαντούχο συνθέτη από τον οποίο ζητά να του γράψει τη μουσική για μια μεγαλεπίβολη παράσταση με την ονομασία, The Red Shoes.  Από την άλλη η δεύτερη ανακάλυψή του είναι ακόμα πιο εντυπωσιακή, όταν παίρνει την απόφαση να καλέσει στον θιάσό του, μια όμορφη κοπέλα, την Victoria Page (Moira Shearer), το μεγαλύτερο όνειρο της οποίας είναι να καταφέρει να εργαστεί ως μπαλαρίνα και γιατί οχι, να φτάσει και μέχρι το ανώτερο σκαλοπάτι: αυτό της primal χορεύτριας.  Η μεγάλη στιγμή δεν θα αργήσει μάλιστα να έρθει, όταν ο Lermontov της προτίνει να παίξει τον βασικό ρόλο στο νέο του έργο…
Όταν η Page αρχίσει να κάνει πια αισθητή τη παρουσία της στον κόσμο του θεάματος, ο Lermontov θα καταλάβει οτι έχει στα χέρια του έναν θησαυρό, τον οποίο πρέπει πάση θυσία να κρατήσει.  Μη μπορώντας όμως ο ίδιος να βάλει στοπ στην νεανική καρδιά, η Victoria και ο Julian θα ερωτευθούν, με αποτέλεσμα να τεθεί υπό απειλή, ολόκληρη η λαμπερή καριέρα την οποία είχε φανταστεί ο Boris για την πρώτη του χορεύτρια.  Η Victoria θα κληθεί τώρα να επιλέξει ανάμεσα στον έρωτά της και τη μεγάλη της αγάπη: το μπαλέτο.  Και τι θα διαλέξει;

Το βραβευμένο με δυο Oscar (Best Art Direction-Set Decoration, Color και Best Music-Scoring of a Dramatic or Comedy Picture) “The Red Shoes”, είναι μια ταινία που βασίζεται χαλαρά στο ομώνυμο παραμύθι του Hans Christian Andersen, το οποίο διηγείται την ιστορία ενός φτωχού κοριτσιού, της Karen η οποία υιοθετείται από μια ηλικιωμένη, πλούσια κυρία.  Αργότερα όταν μεγαλώνει και έχει καταλήξει στην άλλη άκρη, όντας ένα πλάσμα ματαιόδοξο, με αγάπη για τα πλούτη και τα λούσα, θα ζητήσει από τη μητέρα της ένα ζευγάρι κόκκινα, χορευτικά παπούτσια που να ταιριάζουν σε μια πριγκίπισσα.  Από τη στιγμή που η κοπέλα τα φορέσει, τα παπούτσια φαίνονται σαν να τη καταλαμβάνουν με μιας, αναγκάζοντάς την να χορεύει ασταμάτητα όπου κι αν βρεθεί, ως τιμωρία για την ματαιόδοξη φύση της.  Ακόμα και όταν ένα άγγελος της κόψει τα πόδια(!) προκειμένου να τη γλυτώσει, τα παπούτσια θα εξακολουθήσουν να χορεύουν μπροστά της, θυμίζοντάς της διαρκώς το θανάσιμο αμάρτημα στο οποίο υπέπεσε.  Όταν τελικά ζητήσει βοήθεια και συγχώρεση από τον Θεό, τότε θα πεθάνει(!!) και η ψυχή της επιτέλους θα αναπαυθεί…

Αν και αυτή η βρετανική παραγωγή του 1948 δεν συνδέεται άμεσα με το σκληρό-ομολογουμένως-story του διάσημου παραμυθά, εντούτοις έχει κρατήσει σε έναν βαθμό αρκετά στοιχεία, τα οποία όμως έχει προσαρμόσει σε έναν πιο σύγχρονο μύθο.
Υπεύθυνοι για αυτό υπήρξαν οι σκηνοθέτες/σεναριογράφοι/παραγωγοί Michael Powell και Emeric Pressburger, οι οποίοι είχαν συνεργαστεί ουκ ολίγες φορές και σε άλλες ταινίες όπως το βραβευμένο με δυο Oscar “Black Narkissus” (1947), το “Stairway to Heaven” (1946) και το “Hour of Glory” (1949).
Σημαντικές προσωπικότητες της εποχής του κλασικού κινηματογράφου οι Eric Pressburger (βραβευμένος με Oscar Πρωτότυπου Σεναρίου για το “49th Parallel”) και Michael Powell (υποψήφιος για Oscar Πρωτότυπου Σεναρίου για το “One of Our Aircraft Is Missing”) δημιούργησαν ταινίες που έμειναν αναλλοίωτες στον χρόνο, ακριβώς όπως και τα κόκκινα παπούτσια της ιστορίας του Andersen.
Το “The Red Shoes” είναι μια ταινία για τη δυσκολία των επιλογών, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για πράγματα καίριας σημασίας για τη ζωή κάποιου.  Τόσο ο έρωτας, όσο και το πάθος για αυτό που κάνεις (εν προκειμένω για τον χορό), αποτελούν βασικά συστατικά της ίδιας της ζωής.  Χωρίς το ένα από τα δυο, πάντα θα λείπει κάτι, πάντα θα αισθάνεσαι μισός όσο κι αν προσπαθήσεις να πείσεις τον εαυτό σου οτι μπορεί και να τα καταφέρεις.   
Καμωμένη με τα πιο γνήσια, όμορφα και old school Hollywood (ακόμα και αν μιλάμε για μια βρετανική παραγωγή) υλικά, το “The Red Shoes” είναι μια ταινία που έχει γράψει τη δική της κινηματογραφική ιστορία, αποτελώντας παράλληλα και μια από τις αγαπημένες ταινίες μεγάλων, πιο σύγχρονων σκηνοθετών, όπως ο Martin Scorsese και ο Brian de Palma.

Η ταινία αποτελεί μια καθαρά δραματική ιστορία, χωρίς όμως υπερβολές και δακρύβρεχτες εξάρσεις, από αυτές που έχουμε πια συνηθίσει στον mainstream κινηματογράφο.
Με σκηνοθεσία που δίνει έμφαση στο καθαρά μουσικοχορευτικό κομμάτι της ταινίας (όπως δηλαδή ακριβώς και οι ερμηνείες), θα μπορούσαμε να πούμε οτι αυτό το ταινιάκι-άρα, αποτελεί μια κινηματογραφημένη, παράσταση μπαλέτου, με την ιστορία των πρωταγωνιστών, να εκτυλίσσεται κάπου στο ενδιάμεσο.
Οι σκηνοθέτες φαίνεται πως δεν είχαν στο μυαλό τη δημιουργία ενός story που να πατά πάνω σε ψυχολογικά ή θριλερικά (ας μη ξεχνάμε οτι ο Hitchcock ήδη οργίαζε καλλιτεχνικά) μονοπάτια, αλλά περισσότερο τους ένοιαζε να αποδώσουν, με τρόπο κομψό και αδιόρατα απειλητικό, τον εσωτερικό ψυχισμό μιας prima μπαλαρίνας, η οποία είναι αναγκασμένη να ‘χωριστεί’ σε κομμάτια, προκειμένου να διαλέξει μια μόνο μεγάλη αγάπη.
Σε αντίθεση με τον κατασκότεινο, ψυχολογικό τρόμο που μας σέρβιρε δυο χρονάκια πριν ο Aronofsky στον Μαύρο Κύκνο του, στον οποίο η συγκλονιστική Natalie Portman φτάνει στα όρια της σχιζοφρένειας μέσα από την εμμονική της ανάγκη να είναι τέλεια, οι Powell-Pressburger επιθυμούν να μας διηγηθούν την ιστορία μιας ιστορίας (οι τίτλοι αρχής υποδηλώνουν οτι θα παρακολουθήσουμε την ιστορία-παραμύθι του Andersen, η οποία με τη σειρά της θα μας διηγηθεί μια ιστορία), καθιστώντας την περισσότερο ως μια μορφή αλληγορικής υπόθεσης, ακόμα και αν από πλευράς πλοκής η original εκδοχή του Andersen διαφέρει ολοκληρωτικά.
Εδώ η νεαρή Victoria Page, σαν άλλη, ‘καταραμένη’ Dorothy από τον Μάγο του Οζ (νομίζω οτι έμεινα εμβρόντητη με την ενδυματολογική ομοιότητα της Shearer, με αυτή της Judy Garland στο “The Wizard of Oz” του 1939, δέκα χρόνια σχεδόν πριν το “The Red Shoes”), αποτελεί το μήλον της έριδος ανάμεσα στον πάτρωνά της Boris Lermontov, και τον αγαπημένο της Julian Craster.  Και αν αναρωτιέστε ‘μα γιατί;’, είναι απλό.  Ο καθένας την θέλει για τον εαυτό του.  Όταν λοιπόν η σύγκρουση ανάμεσα στους δυο άντρες (οι οποίοι αποτελούν στην ουσία και την προσωποποίηση των δυο βασικών επιλογών με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπη κάθε γυναίκα στη ζωή της, αυτές φυσικά της καριέρας και της οικογένειας) είναι αναπόφευκτη, εξίσου αναπόφευκτη είναι και η τελεσίδικη διορία που της δίνουν: ‘Αν επιλέξεις τον έρωτα, ξέχνα τη καριέρα και το μεγάλο όνομα’, ‘Αν επιλέξεις τον χορό, ξέχνα την αγάπη μας’.  Honey, we are not in Kansas any more…

Εκτός από το θέμα της πλοκής, το “The Red Shoes” αποτελεί ένα ταινιακό κομψοτέχνημα που μοιάζει να συνδυάζει με τρόπο ιδανικό το κινηματογραφικό πανί και το θεατρικό πάλκο.
Η ανάληψη της παραγωγής της ταινίας από την The Rank Organization, μια από τις πιο επιτυχημένες εταιρίες παραγωγής και διανομής ταινιών, η οποία ιδρύθηκε το 1937, αποτέλεσε ένα από τα αδιαμφισβήτητα μεγάλα χαρτιά του film, καθώς και μόνο η παρουσία του ημίγυμνου κυριούλη που χτυπούσε το τεράστιο γκονγκ, αποτελούσε την καλύτερη εγγύηση για μια ταινία υψηλής αισθητικής.  Τι κι αν σε ένα μεγάλο μέρος της γινόμαστε μάρτυρες των-σε πολλές περιπτώσεις-χάρτινων σκηνικών που ορίζουν το background της και κάνουν εμφανές το γεγονός οτι μιλάμε για ένα στουντιακό project;  Το γεγονός δεν αλλάζει: βρισκόμαστε στη χρυσή εποχή του κινηματογράφου.  Εξάλου ακόμα και όταν ο Hitchcock έβαζε στα έργα του τους ήρωές του να οδηγούν αυτοκίνητα τη στιγμή που αυτά ήταν ακίνητα και από πίσω ο προτζέκτορας πρόβαλε ένα ταχύτατα κινούμενο τοπίο, δίνοντας τη ψευδαίσθηση της κίνησης (για camp/cult καταστάσεις), εμείς απλά χαμογελάμε με νόημα και αφήνουμε να μας παρασύρει έτσι κι αλλιώς η ευφυΐα ανθρώπων του δικού του βεληνεκούς.
Βεβαίως δε πρέπει να ξεχνάμε και την εκτενέστατη χρήση τoυ Technicolor, το οποίο εδώ αποδίδει τα μέγιστα μέσα από την ενίσχυση των χρωμάτων: έντονα κόκκινα, ψυχρά μπλε, αγνά λευκά και επικίνδυνα μαύρα, αποτελούν μερικές μόνο αποχρώσεις από την χρωματική πλειάδα που συναντά κανείς στην ταινία.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία, ακολουθεί και εκείνη τα χνάρια της ιστορίας, δίνοντας έμφαση στις εφιαλτικές/ονειρικές σεκάνς, θέτοντας σε πρώτη βάση το μουσικοχορευτικό κομμάτι με τα εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια, και χρησιμοποιώντας φοντί για την συμπύκνωση του χρόνου, αλλά και για να γίνει το πέρασμα από το ένα κατ στο άλλο πιο μαλακό.
Οι ερμηνείες είναι λίγο πιο ουδέτερες, χωρίς να σημαίνει οτι στερούνται οποιασδήποτε αξίας.  O Walbrook στον ρόλο του Lermontov είναι εξαιρετικός, ενώ η αλαβάστρινης ομορφιάς Shearer κερδίζει εύκολα τις εντυπώσεις χάρη στις αιθέριες, μπαλετικές της κινήσεις και την μοναδική της παρουσία.
Το “The Red Shoes” είναι μια ταινία κλασικής εποχής, που δίνει στον μύθο του Anderson ένα νέο twist: εδώ τα κόκκινα παπούτσια κάνουν και πάλι τη ζημιά τους (περνώντας στη μεταφορική διάσταση του μπαλέτου που έχει πάρει την ίδια ονομασία): μπορεί βεβαίως τα πόδια της ηρωίδας να μην…κόβονται, όμως όταν σου ζητείται να διαλέξεις ανάμεσα στα δυο πράγματα που αγαπάς περισσότερο, δεν είναι σαν να σε υποβάλουν έτσι και αλλιώς σε έναν ψυχολογικό ακρωτηριασμό;


Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η δεύτερη παράσταση των ‘Κόκκινων Παπουτσιών’ είναι και η πιο συγκλονιστική, οτι το γκονγκ που λειτουργεί ως σήμα κατατεθέν της εταιρίας, είναι αυτό που είδα και στην επίσκεψή μου στο Film Museum of London, και οτι δε θα μπορούσε από μια ταινία για μπαλέτο να λείπει η μουσική για την Λίμνη των Κύκνων του μεγάλου Tchaikovsky.  Φυσικά…

No trivia

Flipped: The very first love of your life…

Γεια σας γεια σας και πάλι!  Σήμερα έχουμε ακόμη μια νοσταλγική ταινιούλα βγαλμένη κατευθείαν από την καρδιά των 60s, όπως ακριβώς και το “Moonrise Kingdom” που είδαμε μερικές μέρες πιο πριν.  Το “Flipped” είναι ένα όμορφο, γλυκό ταινιάκι, με γνωστούς ηθοποιούς, μια μελιστάλαχτη ιστορία σχετικά με τη πρώτη αγάπη και την ατμόσφαιρα μιας εποχής γεμάτη χαμένη αθωότητα.  Η ταινία έχει τα καλά της, αλλά έχει και τα κακά της (κανα-δυο αλλά τα έχει), οπότε ξεκινάμε κατευθείαν και γι’αυτή τη κριτικούλα μας.  Here we go.

Η ιστορία μας απλή και χιλιοειπωμένη.  O Bryce Loski (Callan McAuliffe) μετακομίζει με την οικογένειά του και ενώ είναι ακόμα πιτσιρίκι, απέναντι από το σπίτι των Baker, οι οποίοι εκτός από δυο γιους έχουν και ένα χαριτωμένο, αλλά ολίγον περίεργο κοριτσάκι που του αρέσει να χώνει τη μύτη του παντού, τη Juli (Madeline Carroll).  Η μικρή Juli θα νοιώσει από τη πρώτη στιγμή τη καρδιά της να χτυπάει λίγο πιο γρήγορα για τον ξανθό Bryce με τα ‘dazzling eyes’, αλλά τα αισθήματα δε φαίνεται να είναι αμοιβαία, μιας που ο Bryce είναι απλά εντελώς αδιάφορος απέναντί της.  Όταν τα χρόνια περάσουν και τα παιδιά μεγαλώσουν, η Juli θα αποτελέσει μια όμορφη, και ενδιαφέρουσα έφηβη η οποία βλέπει τη πραγματική μαγεία στη θέα μιας τεράστιας συκομουριάς, έχει τη δική της επιχείρηση από εκτρεφόμενες…κότες, και τον διακαή πόθο που εξακολουθεί να τη καίει σχετικά με το πότε θα καταφέρει να ξεκλέψει το πολυπόθητο φιλί από τον γόη της γειτονιάς.  Όταν όμως οι καταστάσεις φέρουν τη Juli να αμφισβητήσει την πραγματική αξία-ενός κενού όπως όλα δείχνουν Bryce-τότε τα πράγματα θα κάνουν ένα απρόσμενο flip, και εκεί που η πιτσιρίκα ξελιγωνόταν στη θέα του γείτονά της, τα πράγματα θα αντιστραφούν κατά 180 μοίρες, με τον Bryce να αρχίσει να βλέπει διαφορετικά την από καιρό κολλιτσίδα του.  Έχει ο καιρός γυρίσματα…

Ο σκηνοθέτης/σεναριογράφος/παραγωγός Rob Reiner είναι υπεύθυνος και πάλι για τη δημιουργία ενός film που διαθέτει στιλ και ατμόσφαιρα βγαλμένη κατευθείαν από τη καρδιά της δεκαετίας του ’60, πράγμα καθόλου περίεργο αν σκεφτεί κανείς πως είναι και ο δημιουργός μιας από τις καλύτερες coming of age ταινίες (της ίδιας πάντα εποχής), του “Stand by Me” το οποίο αποτελεί βεβαίως και βιβλιακό κατασκεύασμα του Stephen King.
Η αλήθεια είναι πως το “Flipped” δε φτάνει καθόλου τις αξιώσεις μιας ταινίας όπως το “Stand by Me”, παρόλα αυτά καταφέρνει με τον δικό του τρόπο να αποτελέσει μια feel good προσπάθεια από μέρος του σκηνοθέτη.
O Reiner αποτελεί μια πολυσχιδή προσωπικότητα που φέρνει στο πανί πολλές, διαφορετικές ιστορίες τις οποίες διηγείται με απόλυτο σεβασμό απέναντι στην εποχή και τους χαρακτήρες της.  Εξάλλου δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως έχει σκηνοθετήσει δυο από τις καλύτερες μεταφορές βιβλίων του Stephen King στη μεγάλη οθόνη, καθώς εκτός από το παρεϊστικο “Stand by Me” ‘έδωσε’ στην Kathy Bates το Oscar Α’ Γυναικείου Ρόλου για την τρομερή της ερμηνεία στη ταινία “Misery”.  Το να μεταφέρεις την ουσία ενός βιβλίου στον κινηματογράφο, δεν είναι και οτι πιο εύκολο, ο Reiner όμως έχει αποδείξει οτι δεν είναι και ακατόρθωτο.
Αν τσεκάρει κανείς τη φιλμογραφία του, θα εντοπίσει μια ποικιλία ετερόκλητων, κινηματογραφικών ειδών με μια μεγαλύτερη έφεση σε ρομαντικές/αισθηματικές παραγωγές όπως το “The Princess Bride” (1987), το θρυλικό πια “When Harry Met Sally…” (1989), το μάλλον κακό “The Story of Us” (1999), το ακόμη χειρότερο “Alex and Emma” (2003) με την χείριστη Kate Hudson *barf*, καθώς και το αδιάφορο “Rumor Has It” (2005).  Εκτός όμως από όοοολα αυτά τα (άλλα καλά και άλλα οχι και τόσο) ρομάντζα, ο ίδιος έχει κάνει και μερικές καλές ταινίες όπως το μουσικό “This Is Spinal Tap” (1984) και το “A Few Good Men” (1992).  Και αν αναρωτιέστε γιατί τόση ώρα σας αραδιάζω τις ταινίες του κ. Reiner είναι απλό: το “Flipped” κυμαίνεται κάπου ανάμεσα στο νεανικό και αθώο ρομάντζο μιας άλλης εποχής, και μιας ταινίας που όμως κάτι της λείπει, αποτελόντας στην ουσία μια ταινία ύψους και βάθους.  Ακριβώς όπως και το σύνολο της φιλμογραφίας του δηλαδή.

Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της συγγραφέως Wendelin Van Draanen, και είναι γεμάτη από μια νοσταλγική διάθεση, ακριβώς όπως απαιτείται από τέτοιου είδους παραγωγές.  Σίγουρα στα θετικά της πρέπει να προστεθεί η συγκέντρωση ενός ενδιαφέροντος και γνωστού cast στους κεντρικούς ρόλους που απαρτίζεται από τους, Penelope Ann Miller, Rebecca De Mornay, Antony Edwards, Aidan Quinn και John Mahoney.
Όσον αφορά την ιστορία καθεαυτή, του πρώτου δηλαδή παιδικού-εφηβικού έρωτα, μπορεί να την έχουμε δει ξανά και ξανά στον κινηματογράφο, παρόλα αυτά όταν τοποθετείται σε μια ρομαντική εποχή όπως αυτή των 60s (τουλάχιστον σε σχέση με τον τρόπο που παρουσιάζεται η εποχή αυτή στο cinema), τότε σίγουρα μιλάμε για ένα love story που στοχεύει κατευθείαν στις καρδιές των θεατών.  Και ως ένα βαθμό, αυτό επιτυγχάνεται και εδώ.  Ως ένα βαθμό όμως, γιατί υπάρχει ένα πολύ βασικό μείον: η χημεία των νεαρών πρωταγωνιστών είναι από ελάχιστη, έως ανύπαρκτη και αυτό αγαπητέ μου κ. Reiner είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας.

Καταρχάς για να λέμε και τα πράγματα όπως είναι, η ταινία φορτώνεται από νωρίς στη πλάτη της πολύ καλής Madeline Carroll (την είδαμε και φέτος στο “Μachine Gun Preacher” ως απαιτητική κόρη του Gerard Butler), η οποία καταφέρνει να μας πείσει με την γκάμα των συναισθημάτων που μπορούμε να διακρίνουμε στο πρόσωπό και το γενικότερο στήσιμό της.
Από την άλλη πλευρά ο συμπρωταγωνιστής της Callan McAuliffe είναι στη καλύτερη περίπτωση ένα αγγούρι και μισό.  Ίδιο βλέμμα, ίδια έκφραση, ίδια μονότονη ομιλία (αγάπη μου έχεις κάποια συγγένεια με την Kristen?) σε βαθμό που να θες να του αστράψεις ένα χαστούκι.  Και καλά, ως ένα βαθμό δικαιολογείται από τον ρόλο τον οποίο υποδύεται (αυτόν ενός άνευρου και άτολμου νεαρού, που σταδιακά αρχίζει να βλέπει την περίεργη για όλους Juli, διαφορετικά), αλλά σε καμία περίπτωση δε μπορεί αυτό να αποτελέσει τον μπούσουλα πάνω στον οποίο ο McAuliffe χτίζει την ταινιακή του περσόνα.  Και αυτό γιατί στην τελική απαιτείται συναίσθημα και τόλμη για να βγει κάτι τουλάχιστον αξιοπρεπές.
Η Caroll στο πλευρό του πασχίζει να του βγάλει τη συγκίνηση και το ενδιαφέρον, επωμιζόμενη όλη την ιστορία τελικά πάνω της και αποτελώντας το άλλο κομμάτι ενός awkward, νεανικού διδύμου το οποίο πάσχει από την προφανέστατη έλλειψη ταλέντου του McAuliffe.  Και να φανταστεί κανείς οτι είναι και πατριώτης μου.  A screw that, at least we have Hemsworth.

Πέρα από τον προβληματικό McAuliffe του οποίου το σκάλωμα φαίνεται και μπόλικο και βαρύ στη ταινία, το “Flipped” ίσως καταφέρει κάπου να σου ξυπνήσει το παιδί που κρύβεις μέσα σου.
Η σκηνοθεσία του είναι όμορφη και αγνά ανεπιτήδευτη, πιάνοντας εύκολα τον παλμό της εποχής και προσφέροντας ένα θέαμα πασπαλισμένο με ζαχαρόσκονη, και τις σωστές δόσεις δράματος.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται η εναλλαγή ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο βλέπουν και αντιμετωπίζουν τις καταστάσεις τα δυο παιδιά, καθώς πρώτα παίρνει τη σκυτάλη ο ένας κάνοντας το δικό του voice over και έπειτα ο άλλος, με μια παράλληλη παρουσίαση των ίδιων γεγονότων, με ελαφρώς διαφορετικό, χρονικό προσδιορισμό, ανάλογα με το ποιος μιλάει.
Όλο το υπόλοιπο υποστηρικτικό cast στέκεται σοβαρά απέναντι στο θεατή, και δίνει τον καλύτερό του εαυτό σε αυτό το ανάλαφρο, και γλυκό ταινιάκι.
Μπορεί να μη μιλάμε για ένα πρωτότυπο story και μπορεί και ο πρωταγωνιστής να τα κάνει σε μεγάλο βαθμό μαντάρα, παρόλα αυτά το “Flipped” είναι μια ταινία που μπορεί να σε συγκινήσει και ταυτόχρονα να σε κάνει να χαμογελάσεις.  Συνεπώς αν αναζητάς χαλαρές, καλοκαιρινές βραδιές με όμορφη παρέα, αυτό το filmaki είναι σίγουρα οτι ψάχνεις.  Χαριτωμένο, αναζωογονητικό και τόσο όμορφο όσο ο πρώτος μας παιδικός έρωτας.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η θέα από ψηλά κάνει τη διαφορά, οτι η Rebecca De Mornay είναι αγέραστη, και οτι θα είχε πλάκα να λένε κάποιον Sal Monella.

No trivia

Moonrise Kingdom: The awesome world of mr. Wes Anderson

NEW ARRIVAL

Καλημέρα καλημέρα σε όλους!  Αρχικά να σας πως πως σπάσαμε τα 100.000 views από την ημέρα δημιουργίας του blog μου, και είμαι ενθουσιασμένη!  Σας ευχαριστώ πολύ όλους για την επίσκεψη και το πέρασμά σας που και που από το blogaki, και υπόσχομαι να συνεχίσουμε με ακόμα περισσότερες, όμορφες ταινιούλες.  Και επειδή άρχισα να ‘ακούγομαι’ σαν σε προεκλογική καμπάνια (φτάνει δε θέλουμε άλλα), περνάμε κατευθείαν στο ψητό.  Χθες το βραδάκι πήγα σε θερινό σινεμά για να δω το “Moonrise Kingdom” το οποίο η αλήθεια είναι πως το περίμενα πως και πως, από τη στιγμή που είδα το trailer του.  Νομίζω πως το μόνο το οποίο με ξενέρωσε ήταν τα…8 ευρώ(!) εισιτήριο που έδωσα, αλλά ευτυχώς η ταινία με αποζημίωσε.  Τόσο γλυκιά και τόσο όμορφη, ακριβώς όπως τα πρώτα παιδικά σκιρτήματα.  Σίγουρα αποτελεί την ταινία της εβδομάδας, και την προτείνω ανεπιφύλακτα σε όλους.  Ξεκινάμε…

O Sam (Jared Gilman) είναι ένας έξυπνος, ορφανός πρόσκοπος που αποφασίζει να παρατήσει την κατασκήνωσή του και να το σκάσει με τον πρώτο του, παιδικό έρωτα, την ιδιότροπη και περπατημένη Suzy (Kara Hayward).  Οι δυο τους θα επιδοθούν σε ένα mini-ταξίδι μέσα στη δασώδη φύση της Νέας Αγγλίας της δεκαετίας του ’60 (και συγκεκριμένα του 1965), ανακαλύπτοντας την γλυκιά και αθώα αίσθηση του πρώτου, ρομαντικού σκιρτίματος.  Με μοναδική παρέα ένα φορητό πικ-απ, το γατάκι της Suzy και φυσικά τους ίδιους τους τους εαυτούς, τα παιδιά θα ανακαλύψουν πολλά περισσότερα πράγματα για το τι σημαίνει να αγαπάς (με την ευρύτερη, αλλά και την πιο συγκεκριμένη έννοια), από το ενήλικο περιβάλλον τους, που μοιάζει να το έχει ξεχάσει.  Οι γονείς της Suzy, Laura (Frances McDormand) και Walt (Bill Murray) αποτελούν ένα ανδρόγυνο που έχει βαλτώσει στην βαρετή τους, οικογενειακή καθημερινότητα, ενώ όπως όλα δείχνουν η Laura έχει αναπτύξει και ένα ψιλοφλερτάκι με τον αστυνομικό του νησιού, τον Captain Sharp (Bruce Willis) έναν θλιμμένο και μοναχικό τύπο.  Παρά το γεγονός αυτό, όλοι μαζί, παρέα και με τον Scout Master Ward (Edward Norton) θα προσπαθήσουν να βρουν τα ατίθασα παιδιά, προκειμένου αυτά να επιστρέψουν και πάλι σπίτι.  Τα πράγματα όμως δεν είναι και τόσο απλά, καθώς τα πιτσιρίκια φαίνονται αποφασισμένα να υπερασπιστούν τη σχέση τους και όπως όλα δείχνουν οι συμμετέχοντες θα πάρουν το μάθημά τους.  Ένα μάθημα ζωής…

Την πικρή μου αλήθεια θα την πω.  Πριν παρακολουθήσω χθες το βράδυ αυτό το όμορφο ταινιάκι, δεν είχα ξαναδεί άλλη ταινία του Anderson, παρά το γεγονός οτι μέχρι στιγμής μόνο καλά πράγματα έχω ακούσει για τις σκηνοθετικές και σεναριακές του δυνάμεις.  Η αλήθεια είναι πως ο υποψήφιος για δυο Oscar σκηνοθέτης (μια φορά για καλύτερο animation της χρονιάς για το πολύ καλό “Fantastic Mr. Fox” και μια ακόμη για το σενάριο της ταινίας του, “The Royal Tenenbaums”) χτύπησε κατευθείαν στην καρδιά μου με το “Moonrise Kingdom” καθώς οχι μόνο απολαμβάνω να βλέπω τέτοιας ομορφιάς, coming of age ταινιάκια, αλλά όταν μάλιστα χαρακτηρίζονται από μια τέτοια ονειρική σκηνοθεσία, ένα εκπληκτικά δεμένο cast (όλοι ένας κι ένας στον ρόλο τους) και ένα soundtrack που σε ταξιδεύει σε άλλες εποχές, τότε που το eyeliner έβγαινε έξω από το μάτι, το καρό ήταν in και τα 45άρια δισκάκια must για όποιον ήθελε να λικνιστεί σε twist-ικους ρυθμούς, ε τότε δε μπορώ να αντισταθώ και απλά αφήνω αυτή τη μαγική αίσθηση να με παρασύρει.  Αφήστε που τώρα που το σκέφτομαι το χαμόγελο δε πρέπει να άφησε καθόλου το πρόσωπό μου, καθ όλη τη διάρκεια της ταινίας…

Αν και φαντάζομαι πως θα μπορούσα να πω πως η ταινία διακατέχεται από μια hipster αισθητική, εντούτοις προτιμώ να μη το κάνω.  Οχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά νομίζω πως οτιδήποτε έχει να κάνει με μια παλιακή παρουσία (με τη καλή έννοια) δε σημαίνει απαραιτήτως πως πρέπει να καταχωρηθεί στη συνείδησή μας, ως ‘χιπστεριά’.  Ένα ντύσιμο άλλης εποχής, ένα ζευγάρι καλολουστραρισμένα παπούτσια, ένας κοκάλινος σκελετός γυαλιών και ένα γαλάζιο πικ-απ, αποτελούν απλά στοιχεία που προσδιορίζουν στη προκειμένη περίπτωση, μια χρονική εποχή.  Και αν αποδεχθούμε εκ των πραγμάτων οτι μιλάμε για το 1965, δε μπορώ να αποδεχτώ και τη χρήση του όρου hipster, γιατί πολύ απλά η συγκεκριμένη εποχή χαρακτηριζόταν από μόνη της από ένα κάποιο ύφος, ένα στυλ.  Συνεπώς και για να τελειώνουμε και λίγο με αυτό το θέμα (το οποίο πάλι με εκνεύρισε λίγο) το “Moonrise Kingdom” δεν είναι μια hipster ταινία (hipsters gonna hate, αλλά δε μπορώ να κάνω κάτι γι’αυτό).  Είναι μια ταινία για μια εποχή αθώα και συγκινητική, αληθινά όμορφη και ταυτόχρονα φανταστική.  Είναι μια ταινία για την ‘κανείς δε με καταλαβαίνει και σας μισώ όλους’ προ εφηβική ηλικία, τις τρέλες και τις σοβαρές αποφάσεις που νομίζει κανείς πως είναι έτοιμος να πάρει στα μόλις 12 του χρόνια.  Έχει χάρη και το απαράμιλλο στυλ της παλιάς εποχής (όσον αφορά το ντύσιμο τουλάχιστον, καθώς στα υπόλοιπα ο Anderson έχει βάλει τις υπερβολικές του νότες και καλά έκανε).  Ίσως και ο ίδιος ο Anderson να επέλεξε να τοποθετήσει την ιστορία του εκεί (όσον αφορά τον χρόνο), προκειμένου να εισαγάγει στη ταινία του μια χαλαρή, hipster διάσταση, για εμάς τα σύγχρονα παιδιά, αλλά μέχρι εκεί.  Το “Moonrise Kingdom” είναι μια ταινία που τρέφει τα μάτια, τη ψυχή και τη καρδιά σου.  Α, και τα αυτιά σου βεβαίως, βεβαίως.

Το story είναι απλό και θα μπορούσε να σου θυμίζει πολλές διαφορετικές, νεανικές ταινίες, με τη διαφορά οτι τόσο η εκτέλεσή του, όσο και οι χαρακτήρες που το απαρτίζουν έχουν πολλές ιδιαιτερότητες.
Μπορεί να μην έχω δει άλλες ταινίες του, από αυτά τα λίγα όμως που διάβασα και από μια συνέντευξή του, μου δίνεται να καταλάβω πως ο Anderson είναι ένας σκηνοθέτης που θέτει πάντα στο πλαίσιο των film του, την οικογένεια.  Οχι απαραίτητα αυτή που έχουμε στο νου μας ως παραδοσιακή, αλλά τέλος πάντων μια οικογένεια και ότι μπορεί να συνεπάγεται αυτό.  Προβλήματα, απιστίες, απώλεια του έρωτα, δυσκολίες με τα παιδιά και ένα σωρό άλλα.  Έτσι λοιπόν και εδώ φροντίζει να παρουσιάσει το πλαίσιο μιας φαμίλιας, αλλά με τρόπο που αφήνει να εννοηθεί οτι παίζει περισσότερο στο background (δίνοντάς μας ενδεχομένως και ιδέες σχετικά με το γιατί η Suzy έχει γίνει τόσο αντιδραστική), αφήνοντας το παιδικό love story να ξετυλιχθεί μπροστά στα μάτια μας.  Ακόμα και το ορφανό παρελθόν του Sam συνηγορεί στο γεγονός προκειμένου ο θεατής να τεθεί υπέρ των δυο παιδιών.  Από τη μια πλευρά ο κοινωνικός τους περίγυρος (όπως αυτός εκφράζεται στο πρόσωπο των γονιών, της αστυνομίας, του αρχηγού των προσκόπων, ακόμα και της κοινωνικής λειτουργού που θέλει να στείλει τον μικρό στο ορφανοτροφείο) τους ‘κυνηγά’, προσπαθώντας να τους μπάσει μέσα στα “όπως πρέπει” καλούπια, ενώ από την άλλη τα παιδιά θέλουν να ζήσουν μακριά από περιορισμούς και “πρέπει”.  Πηγαίνοντας κόντρα στην όποια εξουσία, ο Anderson δημιουργεί ένα γλυκόπικρο, νεανικό δράμα, με ουσία και περιεχόμενο, που έρχονται απλά να ενισχυθούν ακόμα περισσότερο από την εξαίσια σκηνοθεσία του.

Παίζοντας με τη χρωματική παλέτα του κίτρινου/μουσταρδί, των αποχρώσεων του πράσινου και των ζωηρών παστέλ, ο Anderson κατασκευάζει ένα ονειρικό σύμπαν, τόσο ονειρικό μάλιστα όσο η ζωγραφιά ενός παιδιού, ή όσο μιας μαγικής ιστορίας, από αυτές που απολαμβάνει να διαβάζει η Suzy (πρωταγωνίστρια εδώ στη δική της, πραγματική ιστορία).  Τα κοντινά του πλάνα, η εστίαση στο διαπεραστικό βλέμμα της πρωταγωνίστριας, τα α λα Godard πλανάκια μέσα από το αυτοκίνητο, οι υποκειμενικές ματιές, το παιχνίδισμα με το βάθος πεδίου και τις διαστάσεις των αντικειμένων, τα απότομα cuts και η αίσθηση της περιπλανώμενης σκηνοθεσίας (ολίγον από “Stand by Me” στο πιο μελιστάλαχτό του), όλα δημιουργούν ένα αρκούντως αναζωογονητικό και fan ταινιάκι.
Οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές από όλους.  O Bruce Willis σε ένα ευφυέστατο τσαλάκωμα είναι απλά μοναδικός, η Tilda Swinton σε μια μικρή, αλλά χορταστική εμφάνιση υποδύεται την ψυχή κοινωνική λειτουργό, o Bill Murray όπως πάντα υπέροχος και ο Norton σε ένα δυναμικό comeback που απρόσμενα του ταιριάζει (love love love).  Παρόλα αυτά τις εντυπώσεις κλέβει φυσικά το πρωταγωνιστικό δίδυμο, με τις γειωμένες του ερμηνείες και τη μηχανική ομιλία, απογυμνωμένη από κάθε τη φανφαροειδές και περιττό.  Δίνουν και οι δυο ρεσιτάλ, και αποτελούν την εναλλακτική πρόταση σε ένα σωρό υπερζαχαρωμένα, νερόβραστα ζευγάρια που έχουμε δει κατά καιρούς, ακόμα και σε πιο ενήλικη φάση.

Κλείνοντας να δώσουμε εύσημα και στο εξαίρετο soundtrack που συνοδεύει την ταινία, δημιούργημα του Alexandre Desplat, καθώς και το υπέροχο “Le Temps de L’Amour” της Francoise Hardy, γεμάτο από τη μελωδικότητα και την παλιακότητα μιας άλλη εποχής.
Quirky και witty.  Αυτοί είναι δυο χαρακτηρισμοί που θα μπορούσαν να προσδιορίσουν επακριβώς το “Moonrise Kingdom”.  Μια ταινία για να αισθανθούμε και πάλι παιδιά.  Έστω και για λίγο…

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι μερικοί άντρες είναι sexy ακόμα και με τη στολή του προσκόπου, οτι το να ντυθείς κοράκι είναι εγγυημένος τρόπο για να ‘ρίξεις’ κάποιον, και οτι με δυο αγκίστρια και δυο σκαθάρια μπορείς να φτιάξεις υπέροχα, vintage κοσμήματα. 

No trivia

Albert Nobbs: A wo(man)

NEW ARRIVAL

Καλημέρα σας για ακόμη μια φορά guyz!  Δε πρόλαβα και χθες να ανεβάσω ταινιούλα, γιατί είχα διάφορα τρεχάματα αλλά δε πειράζει, κάτι θα γράψουμε σήμερα!  Λοιπόν ένα μεγάλο welcome και στα καινούρια μας μέλη (hello hello!) και να πω οτι σήμερα θα πούμε δυο πραγματάκια για το “Albert Nobbs” και το δυναμικό comeback της Glenn Close.  Αύριο το menu έχει “Shame”.  Έτσι για να ετοιμαζόμαστε λιγάκι από τώρα γι’ αυτό.  Δε καθυστερούμε άλλο λοιπόν, ξεκινάμε.

Βρισκόμαστε στο Δουβλίνο του 19ου αιώνα και παρακολουθούμε τη ζωή στο ξενοδοχείο Morrison’s, όπως τη ζει το υπηρετικό προσωπικό και οι παντός τύπου ψηλομύτιδες αριστοκράτες που μένουν σε αυτό.  Κάπου ανάμεσα σε υπερήλικες σερβιτόρους και τσουπωτές μαγείρισσες, βρίσκεται και ο Nobbs (Glenn Close), ένας σοβαρός και λιγομίλητος, ηλικιωμένος σερβιτόρος ο οποίος κάνει τη δουλειά του και δε δίνει ποτέ στόχο για συζητήσεις.  Μέχρι που έρχεται η στιγμή και καταφθάνει στο ξενοδοχείο ο Hubert Page (Janet McTeer), ένας ψηλός και πληθωρικός άνδρας που αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας μερικά μερεμετάκια στο χώρο.  Όταν η κ. Baker (Pauline Collins) η στρίγγλα που έχει στην κατοχή της την ξενοδοχειακή επιχείρηση, δώσει εντολή να κοιμηθεί ο Page στο δωμάτιο του Nobbs, αυτό θα αποτελέσει την αφορμή για μια σειρά αποκαλύψεων και αποφάσεων ζωής για τον ταπεινό εργαζόμενο του Morrison’s.  Βλέπετε ο Nobbs είναι γυναίκα!  Όταν μάλιστα σε αυτό το ιδιόμορφο παιχνίδι μπει και η Helen (Mia Wasikowska) μια όμορφη, νεαρή σερβιτόρα την οποία ο Nobbs…γλυκοκοιτάζει, τότε τα πράγματα θα γίνουν πραγματικά περίπλοκα.  Ανέφερα μήπως οτι η Helen είναι ερωτευμένη με έναν γοητευτικό, αλλά άξεστο νέο τον Joe (Aaron Johnson) ο οποίος έπιασε δουλειά στο ίδιο ξενοδοχείος μόλις πρόσφατα;  Το αναφέρω και αυτό και οτι είναι να γίνει ας γίνει!

Ο σκηνοθέτης της ταινίας Rodrigo Garcia μετράει στο ενεργητικό του περισσότερες τηλεοπτικές σειρές, παρά ταινίες.  Προτιμά να σκηνοθετεί short films, παρά full length ταινίες και η αλήθεια είναι οτι τα δυο βασικά, σκηνοθετικά του επιτεύγματα μέχρι τώρα κυμαίνονται σε χαλαρές καταστάσεις.  Από το ψυχολογικό θρίλερ “The Passengers” (2008) στο οποίο φαινόταν πως κάτι ήθελε να πει, αλλά δεν ήξερε τον ακριβή τρόπο, μέχρι και το δραματικό “Mother and Child” (2009) σίγουρα δεν έχει μεσολαβήσει και κάνα μεγάλο χρονικό διάστημα.  Παρόλα αυτά στη τελική ο Garcia φαίνεται να μην ενδιαφέρεται γι’ αυτό.  Να κάνει δηλαδή μια ταινία, απλά για να κάνει μια ταινία.  Αυτό μάλιστα γίνεται εμφανές με το “Albert Nobbs” στο οποίο αποδεικνύει οτι σκηνοθετώντας, μπορεί και να στείλει τους πρωταγωνιστές του στις υποψηφιότητες των Oscar με περισή ευκολία.  Ας μη ξεχνάμε οτι στην φετινή τελετή η οποία πρόκειται να πραγματοποιηθεί σε μερικές μέρες, η Close είναι υποψήφια στην κατηγορία ‘Α Γυναικείου Ρόλου, ενώ η συμπρωταγωνίστριά της Janet McTeer έχει τσιμπήσει το nomination της για τον ‘Β Γυναικείο Ρόλο.
Σε αυτή τη ταινία ο Garcia μεταφέρει έξοχα την εποχή και την απαραίτητη ατμόσφαιρα του 19ου αιώνα, ντύνει τους πρωταγωνιστές του με όμορφα κοστούμια και μας δίνει μια γεύση αξιοπρεπέστατων ερμηνειών, που δικαιολογούν και τα βραβεία για τα οποία προορίζονται (ειδικά η Close η οποία έχει να προταθεί για Oscar από το 1988 για την ταινία “Dangerous Liaisons”!).  Παρόλα αυτά θεωρώ οτι η ταινία πάσχει και από ένα βασικό μειονέκτημα: την ανεπαρκή σεναριακή υποστήριξη.

Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο short story του Ιρλανδού συγγραφέα George Moore, και φαίνεται να πραγματεύεται από νωρίς τη θέση που κατείχε (τουλάχιστον τότε) η γυναίκα μέσα στη κοινωνία.  Αν και ο χαρακτήρας που υποδύεται η Close είναι στο σύνολό του συμπαθής, εντούτοις δε γίνεται να μη προσέξει κανείς οτι όλο αυτό το προσωπείο που παρουσιάζει η ηθοποιός, ενισχύεται από μια βαθύτερη ανάγκη για αποδοχή και το σημαντικότερο, για την εύρεση μιας εργασίας.
Αν και η ηρωίδα έχει μάθει να ζει ως άνδρας για πολλά χρόνια, εξαιτίας ενός τραυματικού συμβάντος που έτυχε στη κοριτσίστικη ζωή της, εντούτοις φαίνεται πως η ίδια έχει χάσει ολοκληρωτικά τη γυναικεία της φύση, κάτι που γίνεται αντιληπτό από την ίδια, μόνο όταν είναι πλέον πολύ αργά (και ΑΝ γίνεται κιόλας αντιληπτό).  Αποδεχόμενη την διαφορετικότητά της προκειμένου να επιβιώσει και να βγάλει τα προς το ζην, η Close υποδύεται τελικά ένα άφυλο πλάσμα (με υποψίες transgenderism) που την ίδια στιγμή έχει όμως χαρακτηριστικά και των δυο φύλων (η παρουσία του στήθους εξάλλου, του κατεξοχήν γυναικείου χαρακτηριστικού, μένει εκεί για να μας θυμίζει οτι κάτω από το αυστηρό, μπατλερικό κοστούμι, κρύβεται μια γυναίκα).  Η ίδια είναι πλέον εγκλωβισμένη σε ένα σώμα το οποίο είναι λίγο και από τα δύο, αδυνατώντας στην ουσία να την βοηθήσει να καταλάβει ποια φύση υπερισχύει.  Από τη μια πλευρά η ανάγκη για χρήματα και κατ’ επέκταση η συνέχιση του ονείρου της δικής της επιχείρησης, την οδηγεί στο να ωθεί τα όρια λίγο πιο μακριά κάθε φορά, και να χάνεται όλο και περισσότερο στην πλασματική, ανδρική της ταυτότητα.  Από την άλλη πλευρά τα ψήγματα της γυναικείας της φύσης κάπου υπάρχουν και δεν έχουν ολοκληρωτικά χαθεί, καθώς έρχεται η στιγμή που φαίνεται πως βιώνει αυτή της την πλευρά ως απελευθέρωση και σπάσιμο των δεσμών.  Φαίνεται πως το σχήμα είναι αρκετά οξύμωρο.  Για να μπορέσει να αισθανθεί ελεύθερη από τον κοινωνικό περίγυρο, φοράει την ανδρική καλύπτρα και κερδίζει τα χρήματα που θα τη βοηθήσουν να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα.  Η εσωτερική της όμως ελευθερία μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την αποδοχή της πραγματικής της ταυτότητας ως γυναίκα, κάτι που έρχεται κόντρα με την εικόνα του ανδροειδούς που περνάει προς τα έξω.  Οι δυο κόσμοι της συγκρούονται και εκεί επέρχεται η ρήξη.

Αν και ερμηνευτικά η Close είναι top (και ας φοράει αυτό το περίεργο, προσθετικό μακιγιάζ που την κάνει να μοιάζει επικίνδυνα με τον χαμένο δίδυμο αδελφό του Φλωρινιώτη), εντούτοις μια βασική ένσταση νομίζω πως έχει να κάνει με το σενάριο, το οποίο κάπου σκαλώνει και δεν αφήνει την υπόθεση να εξελιχθεί όπως θα έπρεπε.
Ενώ η ταινία ξεκινάει με τους καλύτερους οιωνούς, στη πορεία φαίνεται οτι το πράγμα βαλτώνει λίγο, και οι ηθοποιοί αναγκάζονται να πάρουν εξ’ ολοκλήρου πάνω τους το βάρος που αφήνει πίσω ένα αιωρούμενο σενάριο.  Η υπόθεση σηκώνει και λίγο δράμα, και λίγο κοινωνικό σχολιασμό και ολίγον από ρομάντζο, αλλά φαίνεται οτι το love story της Wasikowska με τον Johnson επιτελεί απλά προωθητικούς σκοπούς, προκειμένου να ξεδιπλωθούν τα θέλω και οι βλέψεις του Nobbs.  Αυτό δεν ενοχλεί απαραίτητα, αλλά σίγουρα δημιουργεί πρόβλημα ως προς τη γενικότερη κατανόηση του τι θέλει ακριβώς να πει ο σκηνοθέτης και που να επικεντρωθεί.
Χωρίς να έχει ιδιαίτερες εξάρσεις, αλλά ακολουθώντας μάλλον μια στρωτή, αφηγηματική πορεία το “Albert Nobbs” έχει να σου δώσει πράγματα, αν μπορέσεις να κοιτάξεις λίγο πιο μακριά από το τελικά αδύναμο σενάριό του.  Από τη στιγμή βέβαια που ανακοινώθηκαν οι υποψηφιότητες των Oscars έγινε κάτι παραπάνω από κατανοητό οτι αυτή η ταινία βγάζει μπροστά τους ηθοποιούς της και αφήνει στο background όλα τα υπόλοιπα.  Μόνο να’δινε λίγη παραπάνω προσοχή και εκεί, και θα μιλούσαμε για μια σαφέστατα καλύτερη ταινία, από κάθε πλευρά.

Στους συμπρωταγωνιστικούς ρόλους τα τρυφερούδια του Hollywood έχουν την τιμητική τους.  H Wasikowska είναι εύθραυστη και ερμηνεύει εξαιρετικά τον ρόλο της νεαρής σερβιτόρας Helen, ο Johnson (τον οποίο σίγουρα θυμάστε από τον ρόλο του ως geeky superhero στο “Kick-Ass”) είναι απόλυτα γοητευτικός και δίνει το απαραίτητο βρετανικό του φλέγμα, κάνοντάς με να πιστεύω οτι θα είναι από τα πρόσωπα που θα απασχολήσουν στο μέλλον το κινηματογραφικό γίγνεσθαι.  Και ο Brendan Gleeson στη παρέα, υποδυόμενος τον γιατρό του ξενοδοχείου και γεμίζοντας το cast με τη πληθωρική του παρουσία.  Τέλος και η Janet McTeer (την οποία ομολογώ πως δεν ήξερα μέχρι τώρα) δίνει επίσης μια εντυπωσιακή ερμηνεία και με το ύψος της που φτάνει το 1.85(!) κερδίζει τα βλέμματα.  Φυσικά αδιαφιλονίκητη πρωταγωνίστρια η Close ερμηνεύει υπέροχα και με πραγματική ανθρωπιά τον σιωπηλό Nobbs, κάνοντας ένα από τα πιο δυναμικά comeback των τελευταίων ετών.  Εξαίσια.
Η σκηνοθεσία είναι όμορφη και η ατμόσφαιρα της εποχής έχει αναπαρασταθεί με ιδανικό τρόπο.  Εάν εξαιρέσουμε όπως είπαμε το σενάριο, τότε μπορούμε να πούμε οτι το “Albert Nobbs” είναι μια ταινία αξιώσεων που αξίζει την προσοχή σας, αν οχι για κάτι άλλο, για την υπέροχη Clenn.

Tι έμαθα από τη ταινία: Οτι το στήθος της McTeer είναι τεράστιο!, οτι αυτή τη σκύλα που έχει το ξενοδοχείο, θα μπορούσα να την εκτελέσω με συνοπτικές διαδικασίες και οτι ο Nobbs φιλούσε υπέροχα;

TRIVIA

  • Η ταινία σκηνοθετήθηκε σε μόλις 34 μέρες!
  • Η Close έπαθε πνευμονία κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.
  • Επίσης η πολυτάλαντη Close εκτός από το να πρωταγωνιστήσει, συνυπέγραψε το σενάριο, έγραψε την πρωτότυπη μουσική της ταινίας και αποτέλεσε επίσης μια εκ των παραγωγών.
  • H Seyfrid και ο Bloom ήταν υποψήφιο για το νεαρό δίδυμο, αλλά επειδή λόγω προγράμματος δε μπορούσαν, οι ρόλοι δόθηκαν τελικά στους Wasikowska-Johnson.  Ευτυχώς.
(Πηγή IMDB)




Χαιρετώ!

The Artist: It smells like old, silent Hollywood

Καλημέρα καλημέρα σε όλους.  Σήμερα είναι μια περίεργη μέρα η αλήθεια είναι, καθώς όλοι μάθαμε από σήμερα τα ξημερώματα εν μέσω άπειρων τουιτερισμάτων και απανωτών like (αυτό ποτέ δε το κατάλαβα) την είδηση σχετικά με τον θάνατο του μεγάλου σκηνοθέτη μας, Θεόδωρου Αγγελόπουλου.  Αυτό που όλοι απευχόμασταν χθες το βράδυ όταν και μάθαμε για το τροχαίο ατύχημα στο οποίο επεπλάκει, δυστυχώς δεν αποφεύχθηκε και ο τεράστιος δημιουργός άφησε τη τελευταία του πνοή σε ηλικία 77 ετών, στο ιδιωτικό νοσοκομείο στο οποίο είχε μεταφερθεί.  Η τραγική ειρωνία είναι πως το συμβάν έγινε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της νέας του ταινίας “Η Άλλη Θάλασσα”.  Εμείς να ευχηθούμε μόνο καλό ταξίδι…
Στα δικά μας τώρα, αποφάσισα σήμερα να γράψω για το “The Artist” το οποίο επιτέλους είδα (κάλλιο αργά παρά ποτέ!) και το οποίο μου άφησε μια τόσο γλυκιά γεύση με αποτέλεσμα να κερδίσει εύκολα μια θέση στο blogaki μου.  Με αφορμή μάλιστα και την χθεσινή ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων των Oscar, είναι νομίζω η καλύτερη επιλογή.  Ξεκινάμε!

Βρισκόμαστε στο Hollywood του 1927.  Την εποχή που ο βωβός κινηματογράφος έχει ήδη κατακτήσει το κοινό, το οποίο συρρέει στις αίθουσες προκειμένου να παρακολουθήσει από κοντά τα αγαπημένα του αστέρια και να μυηθεί στην μαγεία της έβδομης τέχνης.  Ανάμεσα στα μεγάλα ονόματα της κινηματογραφικής βιομηχανίας του τότε βρίσκεται και ο George Valentin (Jean Dujardin), ένας ηθοποιός που φαίνεται πως ξέρει να χειρίζεται με την ίδια ευκολία το ερμηνευτικό, και το show-businessικό παιχνίδι.
 Όταν κάποια στιγμή ο George νοιώσει ερωτικά σκιρτήματα για μια ανερχόμενη, νεαρή ηθοποιό την Peppy Miller (Berenice Bejo), και συνειδητοποιήσει μάλιστα οτι και η ίδια χαρακτηρίζεται από ένα φλέγον ενδιαφέρον για τον ίδιο, τότε θα θελήσει να παίξει αυτό το ειλικρινές, ερωτικό παιχνίδι με την όμορφη νεαρά.  Και κάπου εκεί όλα θα γκρεμιστούν.
Μια μέρα ο Goerge θα δεχτεί την πρόταση του παραγωγού του Al Zimmer (John Goodman) να παρακολουθήσει κάτι καινούριο, κάτι εντυπωσιακό και πρωτόγνωρο: την πρώτη ομιλούσα ταινία.  Ο Valentin θα προβάλει σθεναρά αντίσταση απέναντι στην ‘εισβολή’ των ομιλούντων φιλμ και σιγά σιγά θα αρχίσει να χάνεται στη λήθη του παρελθόντος, μιας που οι θεατές θα αγκαλιάσουν αυτή τη νέα ταινιακή μορφή, και φυσικά το φρέσκο αίμα που τη συνοδεύει.  Όταν μάλιστα η Miller αποτελέσει το ανερχόμενο, στραφταλιζέ, κινηματογραφικό αστεράκι της εποχής, ο Valentin θα οδηγηθεί στην οριστική ρήξη με τον κόσμο γύρω του και κυρίως, με τον ίδιο του τον εαυτό…

Κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός οτι το “The Artist” αποτελεί την πιο ευχάριστη και ιδιαίτερη έκπληξη της χρονιάς, μιας που έσκασε από το πουθενά, συγκίνησε και προκάλεσε το δυνατό χειροκρότημα του κοινού όπου και αν προβλήθηκε.
Μόλις λίγους μήνες πριν είχε έρθει στις δικές μας “Νύχτες Πρεμιέρας” και όλοι μιλούσαν για αυτή την ασπρόμαυρη, βωβή ταινία που είχε την αίγλη του παλιού, καλού Hollywood.  Η σκηνοθεσία, τα κοστούμια, η απουσία φυσικά των διαλόγων και η μπαμπακένια μουσική επένδυση την οποία έχουμε συνηθίσει από τις ταινίες του 1910, ’20 και λίγο αργότερα, αλλά και οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών που παρέπεμπαν με ευκολία στις σπασμωδικές κινήσεις και το γενικότερο στήσιμο των silent actors, έκαναν ξεκάθαρο από την αρχή το γεγονός οτι αυτή η ταινία δε μοιάζει με τις άλλες.  Στέκεται μόνη της στο ψηλότερο σκαλί για φέτος.  Ή ίσως και να της κάνει παρέα εκεί ψηλά το “Hugo” του Scoresese.  Και αν τσεκάρει κανείς τον λόγο για τον οποίο συμβαίνει αυτό, μάλλον θα διαπιστώσει κάτι πολύ, πολύ ενδιαφέρον.
Και οι δυο ταινίες πραγματεύονται το παρελθόν του κινηματογράφου.  Από τη μια πλευρά το “The Artist” κάνει μια μεταφορά του τότε στο σήμερα, προκειμένου να μας παρουσιάσει την παραγωγή των ταινιών την δεκαετία του ’20, την ατμόσφαιρα της εποχής και την ομορφιά των απαρχών του κινηματογράφου όπως τον ξέρουμε πλέον μέσα από τις ταινίες των Charlie Chaplin, D.W Griffith, Fritz Lang, F.W Murnau, Buster Keaton και τόσον άλλων μεγάλων δημιουργών.  Αυτή η επιστροφή στις ρίζες εντείνεται ακόμα περισσότερο και από τη 3D ταινία του Scorsese, “Hugo” στην οποία ο μικρός πρωταγωνιστής γίνεται μάρτυρας των παραμυθένιων αποτελεσμάτων ενός ακόμη σπουδαίου σκηνοθέτη ο οποίος αποτέλεσε τον πατέρα του φανταστικού για τη μεγάλη οθόνη: του Georges Melies.

Η ανάγκη για μια επαναφορά της τεχνικής φύσης και ομορφιάς του κινηματογράφου μοιάζει πιο επιτακτική από ποτέ.  Το φιλμ (είδος υπό εξαφάνιση πλέον), η μαγεία του ασπρόμαυρου, η σκηνοθεσία μιας άλλης εποχής και ολόκληρη η αναπαράσταση ενός διαφορετικού, κινηματογραφικού κόσμου στο “The Artist” σου αφήνουν μια γλυκόπικρη αίσθηση χαμένης αθωότητας, τότε που οι γυναίκες ήταν ντελικάτες και εύθραυστες και οι άντρες ευγενείς κύριοι.  Από την άλλη ο Scorsese ως γνήσιο ‘παιδί’ της Αμερικής επιχειρεί να συνδυάσει το μυθοπλαστικό, σεναριακό περιεχόμενό του (παλιό), με την νέα σκηνοθετική ματιά του 3D (καινούριο) που εάν κρίνουμε και από τα 11(!) Oscar για τα οποία είναι υποψήφια (ανάμεσά τους αυτά της Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθέτη), μάλλον μιλάμε για έναν επιτυχημένο συνδυασμό που προκάλεσε και αυτός αίσθηση.
Για μια μόλις υποψηφιότητα το “The Artist” βρίσκεται μια θέση πίσω, διεκδικώντας 10 Oscarakia και επιβεβαιώνοντας στην ουσία την ανάγκη ύπαρξης και αυτού του κινηματογράφου, μέσα σε μια περίεργη ομολογουμένως ταινιακή χρονιά.
Παρά τις λίγο χαμηλές πτήσεις όσον αφορά την απονομή βραβείων και παραβραβείων (φέτος ο ανεξάρτητος κινηματογράφος που για εμένα υπήρξε από τους καλύτερους των τελευταίων ετών, σνομπαρίστηκε αβέρτα από τις γκλαμουράτες απονομές, με αποτέλεσμα να μιλάμε για πολλές…πολλές γελοίες υποψηφιότητες στα φετινά Oscar και άλλες τόσες απαράδεκτες απουσίες) το “The Artist” φαίνεται πως έχει κάνει ξεκάθαρη αίσθηση σε κριτικούς και ακαδημίες, κερδίζοντας τη μια υποψηφιότητα μετά την άλλη.  Σίγουρα ο σκηνοθέτης του, Michel Hazanavicius δε θα το είχε φανταστεί ούτε στα πιο τρελά του όνειρα.

Μετρώντας στο ενεργητικό του μερικές μάλλον αδιάφορες τηλεοπτικές ταινίες και σειρές, ο Hazanavicius δεν είναι αυτό που λέμε σκηνοθέτης με σταθερή, κινηματογραφική πορεία, καθώς οι ετερόκλητες-και οχι πολλές-δημιουργίες του σίγουρα δε προϊδέαζαν κανέναν για το ξαφνικό, σαρωτικό του μπαμ.  Ίσως ούτε καν τον ίδιο.
Οι μόνες του ταινίες στις οποίες είχε συναντήσει επιτυχία (και αυτή στη Γαλλία, τη χώρα του) βασίζονταν στις νουβέλες του συγγραφέα Jean Bruce, ο οποίος είχε δημιουργήσει τον χαρακτήρα του  Hubert Bonnisseur de la Bath, ενός κατασκόπου α λα James Bond στο χιουμοριστικό του.  Ο Hazanavicius είχε δώσει και πάλι τον πρωταγωνιστικό ρόλο του καρδιοκατακτητή, αλλά κωμικού πράκτορα Bonisseur, στο Jean Dujardin ο οποίος μάλλον αποτελεί και επισήμως τον μούσο του σκηνοθέτη, μιας που πρωταγωνιστεί και στην επόμενή του ταινία, “The Players” (2012).
Ο Dujardin μπορεί να ήταν καλός στις ταινίες “OSS 117: Cairo, Nest of Spies” (2006) και “OSS 117: Lost in Rio” (2009) καθώς φαίνεται πως διαθέτει ένα αρκούντως γκαφατζίδικο και χιουμοριστικό προφίλ, εντούτοις η ερμηνεία του στο “The Artist” είναι χωρίς υπερβολές, μια από τις καλύτερες για τη φετινή μας χρονιά.
Κατανοώντας πλήρως το αυστηρό, ερμηνευτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έπρεπε να κινηθεί, ο Dujardin δίνει μια πληθωρική και εξαιρετικά δυναμική ερμηνεία, που στηρίζεται ολοκληρωτικά στις εκφράσεις του προσώπου και τη γλώσσα του σώματος.  Αν και οι ηθοποιοί στη ταινία έχουν μια άφωνη πρόζα (όπως ακριβώς και στις original βωβές ταινίες), εντούτοις ο θεατής κολλάει στα πρόσωπα και τις κινήσεις των ηρώων.  Ο Dujardin υποδύεται τον μοναχικό καβαλάρη σε μια καινούρια εποχή οπού ο κινηματογράφος θέλει να μιλήσει, αναγκάζοντάς τον-ω τι ειρωνεία- στην (αναγκαστική) βουβαμάρα που τόσο επιθυμούσε, μακριά από τα στούντιο και τις κάμερες που κάποτε τον αγάπησαν.  Το πέρασμά του από τον επιτυχημένο ηθοποιό, στον ξεπεσμένο, αλκοολικό του εαυτό γίνεται υπέροχα, και η κάμερα του Hazanavicius επιμένει πάνω του για να δώσει στον ήρωα τον απαιτούμενο χρόνο της εσωτερικής του διάλυσης.  Ο Dujardin παίρνει τον χρόνο αυτόν και τον εκμεταλλεύεται στο έπακρο.  Υπέροχος.

Από σκηνοθετικής πλευράς το “The Artist” αξίζει ως καλλιτεχνικό αποτέλεσμα που θυμίζει σε όλους μας την εποχή στην οποία ο κινηματογράφος απαρτιζόταν από τα υλικά με τα οποία κατασκευάζονται τα όνειρα.
Από τους τίτλους έναρξης, την εστίαση του φακού, τα καδραρίσματα, τους χαρακτηριστικούς μεσότιτλους και τη γενικότερη φόρμα, ο Αρτίστας είναι μια ταινία, μέσα σε μια ταινία.  Είναι ο κινηματογράφος, για τον κινηματογράφο σε σημείο μάλιστα που αρκετές φορές η κάμερα του σκηνοθέτη στο πλαίσιο του σεναρίου της ταινίας, να ταυτίζεται με την κάμερα του Hazanavicius.  Η αναπαράσταση της εποχής, τα εκπληκτικά κοστούμια και η ρομαντική διάθεση του πρωταγωνιστικού ζευγαριού, καθιστούν την ταινία μια υπέροχη ιστορία αγάπης και θύμησης των περασμένων, πραγματικών μεγαλείων.
Στο πλευρό του Dujardin η Bejo είναι η ιδανική παρτενέρ.  Φρέσκια και λαμπερή, αποτελεί το τέλειο έτερον ήμισυ του πρωταγωνιστή, κερδίζοντας και αυτή μια υποψηφιότητα για Oscar ‘Β Γυναικείου, μιας που και ο Dujardin είναι υποψήφιος στη κατηγορία ‘Α Ανδρικού.  Βεβαίως να μη ξεχάσω την υπέροχη παρουσία του…μικρού Jack Russell Terrier ο οποίος σίγουρα κέρδισε τις εντυπώσεις και τις καρδιές των θεατών, με την απόλυτα επαγγελματική του εκπαίδευση! : )
Το “The Artist” είναι στην ουσία ένα ρομάντζο από τα παλιά, μια ιστορία αγάπης με φόντο το Hollywood όταν ήταν ακόμη Hollywoodland.  Με απόλυτο σεβασμό στη πιστή αναπαράσταση, υπέροχες σκηνοθετικές/σεναριακές πινελιές (η στιγμή του εφιάλτη του Valentin είναι απλή έμπνευση) και μοναδική φωτογραφία, αποτελεί μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς και αδιαφιλονίκητο φαβορί για τα Oscars.  Όσοι δε την έχετε δει ακόμα, τρέξτε!

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η ‘ελιά’ κάνει τη διαφορά (κάτι ήξερε η Μαντόνα), οτι κάτι ήξερα και αγαπούσα πάντα τον σκύλου του Jim Cary στο “The Mask” και οτι η ταινία ήταν μια πραγματική ανακούφιση για τα μάτια και την καρδιά μου.

TRIVIA

  • Το σπίτι της Peppy Miller στη ταινία, είναι το σπίτι της μεγάλης star του βωβού κινηματογράφου Mary Pickford, ενώ το κρεβάτι πάνω στο οποίο ξυπνάει ο Valentin είναι το κρεβάτι της.
  • Σε αντίθεση με την επιτυχημένη μετάβαση της Greta Garbo από τον βουβό στον ομιλούντα κινηματογράφο, ο συμπρωταγωνιστής της John Gilbert δεν κατάφερε ποτέ να κάνει μια επιτυχημένη μετάβαση στις ομιλούσες ταινίες.
  • Σε μερικές αίθουσες της Αγγλίας οι θεατές ζήτησαν τα λεφτά τους πίσω επειδή λέει είχε πρόβλημα η κόπια και δεν άκουγαν τους διαλόγους!  Ευτυχώς δηλαδή που ήταν ενημερωμένοι οτι επρόκειτο για silent film…
(Πηγή IMDB)

Αύριο έχουμε new arrival με “The Descendants”.  Stay here!

Cashback: What would you do if you could freeze time?

Μέρα μέρα μέρα!  Σήμερα και μετά από την χθεσινή υπερκουλτούρα είπα να περάσουμε σε κάτι πιο ανάλαφρο, και πιο συγκεκριμένα σε μια βρετανική ταινιούλα του 2006 την οποία μόλις πρόσφατα ανακάλυψα αλλά έκανα πολύ πολύ καλά!  Έτσι κι αλλιώς έχετε καταλάβει μέχρι τώρα την πώρωσή μου με τον indie βρετανικό κινηματογράφο, so σήμερα we are going to have fun με ένα αξιόλογο και νομίζω αρκετά γνωστό ταινιάκι.  Αύριο όπως σας έχω πει από χθες, θα πούμε δυο λογάκια για το “A Dangerous Method” που μου άφησε ανάμικτες εντυπώσεις, αλλά κατά κύριο λόγο μια γενικά θετική αίσθηση.  Για τελευταία φορά υπενθυμίζω οτι αύριο (επιτέλους!) έχουμε το launch του νέου κινηματογραφικού site, οπότε αύριο θα ποστάρω και την διεύθυνση και κάντε μια γύρα κι από εκεί!  Για να δούμε τι θα δούμε σήμερα…

Μετά τον επίπονο χωρισμό από την κοπέλα του Suzy (Michelle Ryan) o Ben (Sean Biggerstaff) περνάει πολλές άυπνες νύχτες σκεπτόμενος τις όμορφες στιγμές που είχαν περάσει μαζί.  Σταδιακά η αϋπνία γίνεται ο νέος, καλύτερός του φίλος καθώς οι εβδομάδες περνούν και ο Ben δεν έχει καταφέρει να κλείσει μάτι.  Ένα βράδυ κάνοντας την κλασική του πλέον εξόρμηση στο super market της γειτονιάς για σοκολάτες, καραμέλες και οτιδήποτε άλλο μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση ενός χωρισμού, θα δει μια ανακοίνωση στην οποία ζητούνται άτομα για να καλύψουν τις νυχτερινές βάρδιες.  Ο Ben θα αποφασίσει να πάρει την δουλειά προκειμένου αφενός να μη σκέφτεται διαρκώς την Suzy, και αφετέρου για να ξοδεύει κάπου τις βασανιστικές ώρες της νύχτας, μιας που για ύπνο ούτε λόγος.  Εκεί θα αφήσει την φαντασία του να οργιάσει και να καταφύγει σε κάθε λογής ονειρικά σκηνικά και καταστάσεις, μέσα από τα οποία θα προσπαθήσει να αφήσει πίσω την πρώην του.  Σύντομα θα έρθει πιο κοντά με την χαμηλών τόνων Sharon (Emilia Fox) που δουλεύει μαζί του, μια κοπέλα με όνειρα για το μέλλον, την οποία σταδιακά ο Ben θα αρχίσει να βλέπει διαφορετικά…

O Sean Ellis, δημιουργός κυρίως μικρών ταινιών και video, είδε το αρχικό του short film με τίτλο “Cashback” (2004), να τσιμπάει μια υποψηφιότητα για Oscar το 2005 στην αντίστοιχη φυσικά κατηγορία.  Μπορεί τελικά το βραβείο να μη το κέρδισε, αυτό όμως δεν εμπόδισε την αναγνώριση του μικρού, feature film του και την ευκαιρία να κάνει το δικό του πέρασμα από διεθνή φεστιβάλ, κερδίζοντας διακρίσεις και προκαλώντας αίσθηση.  Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα δυο χρονάκια μετά o Ellis να σκηνοθετήσει την long version της ταινίας, κρατώντας σενάριο, ηθοποιούς και αισθητική ίδια.  Το 2008 σκηνοθέτησε το ψυχολογικό/sci fi θρίλερ “The Broken” με πρωταγωνίστρια την Lena Headey (την θυμάστε ως γυναίκα του Leonidas στους 300), μια ταινία που έτυχε να δω ένα βράδυ πριν από πολύ καιρό.  Δυστυχώς ενώ είχε τα φόντα για κάτι καλό, κάπου παραπάτησε και το αποτέλεσμα ήταν μάλλον μπερδεμένο και μέτριο.  Ένα στραβοπάτημα σίγουρα δεν φέρνει την καταστροφή, και έτσι κι αλλιώς έχει ακόμα αρκετά χιλιόμετρα να διανύσει και πράγματα να δώσει.  Μένει μόνο να δούμε αν μας επιφυλάσει κάτι εξίσου καλό, όπως το “Cashback” και για το μέλλον.

Αυτό το ανεξάρτητο ταινιάκι είναι τελικά τόσο καλό γιατί καταφέρνει να κάνει την καθημερινότητα του ήρωα να μοιάζει ρεαλιστική και φαντασιακή την ίδια στιγμή, χωρίς όμως να το παρακάνει.  Τα πάντα σε αυτήν, από τον χώρο δράσης και τους χαζοβιόλικους πρωταγωνιστές (δεν νοείται βρετανική παραγωγή χωρίς τουλάχιστον έναν τέτοιον τύπο, και εδώ τους έχουμε μπόλικους), μέχρι την βαρετή καθημερινότητα και τα προβλήματα των σχέσεων, όλα αποπνέουν μια φρεσκάδα καθόλου δήθεν και στημένη.  Στην ουσία πρόκειται απλά για την εικονοποίηση των ιδεών και των προσδοκιών που ο καθένας από εμάς έχει τουλάχιστον μια φορά κουβαλήσει μέσα του, σε ένα ταινιάκι με αλαφροΐσκιωτη σκηνοθεσία γεμάτη από κλασικά back-forth ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν των ηρώων, πλούσια χρώματα, όμορφο μοντάζ και cute story.
Το μόνο σίγουρο είναι οτι η σκηνοθεσία παίζει τεράστιο ρόλο στην δημιουργία του κατάλληλου κλίματος και κυρίως των ονειρικών σεκάνς που βιώνει ο Ben μέσα στο super market.  Εξάλλου δεν είναι και η πρώτη φορά που επιδιώκεται μέσω της καθαρά τεχνικής φάσης της ταινίας, η απόδοση της πρέπουσας ατμόσφαιρας.  “Amelie” (2001)”The Eternal Sunshine of a Spotless Mind” (2004), “The Science of Sleep” (2006) και “In Search of a Midnight Kiss” (2007-έχει ανέβει και αυτό στο blogaki από τα περασμένα Χριστούγεννα), είναι μόνο μερικές από τις ταινίες στις οποίες το στήσιμο της υπόθεσης απογειώνεται μέσα από την κατάλληλη χρήση διαφόρων σκηνοθετικών τεχνικών, όπως το flashback, οι γωνίες λήψεις και η ξεκάθαρη σουρεαλιστική διάσταση που δίνεται μέσω αυτών.  Ακριβώς δηλαδή όπως κι εδώ.

Πόσες φορές δεν έχουμε σκεφτεί να παγώνει ο χρόνος, είτε γιατί θέλουμε να κρατήσουμε για πάντα μια ανάμνηση, είτε γιατί θέλουμε να αποδιώξουμε μια αντίστοιχα επίπονη, είτε γιατί απλά θέλουμε να μείνουμε εμείς και ο εαυτός μας έστω για λίγο;  Πολλές θα μου πείτε και θα έχετε δίκαιο.  Έτσι κι εδώ ο Ben δραπετεύει στην φαντασία του προκειμένου να καταφέρει να ξεπεράσει την πρώην του, παγώνοντας τον χρόνο και τριγυρνώντας ανάμεσα στους διαδρόμους με τα τρόφιμα, τα γεμάτα καρότσια και τους ανυποψίαστους πελάτες που έχουν κοκαλώσει εν κινήσει.  Το ενδιαφέρον είναι οτι μιας και ο Ben είναι ερασιτέχνης ζωγράφος (κρατάμε το γεγονός οτι είναι καλλιτεχνική φύση, μιας που συνήθως αυτοί βιώνουν περισσότερες αντιφατικές καταστάσεις και υπαρξιακά ερωτήματα) σκέφτεσαι να πλησιάζει όλα αυτά τα άτομα (κατά κύριο λόγο όμορφες γυναίκες με…’πλούσια’ προσόντα), να τις γδύνει και να αιχμαλωτίζει την ομορφιά τους σε μια λευκή σελίδα χαρτιού.  Αν και η σεξουαλικότητα είναι εμφανής, εντούτοις περνάει σε δεύτερη μοίρα.  Το ζητούμενο της ταινίας δεν είναι τόσο καθαρά σεξουαλικό, όσο κάπως πιο εσωτερικό.  Ορμώμενοι εμείς ως θεατές από το γεγονός οτι η Suzy είναι μια πολύ όμορφη κοπέλα, αλλά με μια κάπως flat προσωπικότητα, ενώ από την άλλη η Sharon είναι συμπαθητική, αλλά με μυαλό και στόχους, καταλήγουμε στο συμπέρασμα οτι ο ήρωας βρίσκεται σε μια αναζήτηση της πραγματικής ομορφιάς, αυτής που με την πρώτη ματιά δεν είναι ευδιάκριτη.  Μια τούφα μαλλιά που πέφτουν πάνω σε έναν μακρύ λαιμό, ένα όμορφο χαμόγελο ή ένα ντροπαλό κοκκίνισμα, υποδηλώνουν την ανεπιτήδευτη, φυσική ομορφιά που είναι το ζητούμενο αυτής της ταινίας.

Βέβαια αυτό το εσωτερικό ταξίδι αναζήτησης της πραγματικής ομορφιάς, αυτής που πολλές φορές δεν είμαστε σε θέση να εντοπίσουμε, αγγίζει εξωπραγματικά όρια μόνο για να αποκτήσει το θέμα το απαραίτητο στιλιζάρισμα.  Έχουμε δει άπειρες ταινίες που ακολουθούν την συμβατική, αφηγηματική σκηνοθεσία προκειμένου να συνταιριάξουν αταίριαστα ζευγάρια και να ξεδιπλώσουν την ιστορία τους.  Εδώ εσκεμμένα αποφεύγεται μια τέτοια αντιμετώπιση της πλοκής και προτιμάται να αποδοθεί το όλο σκηνικό μέσα από την καλλιτεχνική ματιά του ήρωα.  Σε όλη αυτή τη σουρεαλιστική παρουσίαση των γεγονότων, προσφέρει τα μέγιστα και η μουσική που έχει χρησιμοποιηθεί καθώς εκπέμπει στο ίδιο μήκος κύματος.  Σε σύνθεση Guy Farley η μαγευτική μουσική είναι το ιδανικό ταίρι, ενώ και άλλα μουσικά κομμάτια, όπως το “Moonlight Sonata” του Beethoven, αλλά και το εξαιρετικό “What else is there?” του Νορβηγικού ντουέτου Royksopp που ακούγεται στα end credits, δίνουν το κάτι παραπάνω.
Από ερμηνευτικής πλευράς ο Sean Biggerstaff (τον οποίο και αυτόν θυμάστε σίγουρα από τις πρώτες ταινίες του Harry Potter, στον ρόλο του αρχηγού της ομάδας Quiddits, Οliver Wood) είναι συμπαθητικός και σε κερδίζει χάρη στην φάτσα του που παιδικοφέρνει ακόμα.  Στο πλευρό του πολύ γλυκιά και αρκετά καλή είναι η Emilia Fox, δημιουργώντας ένα δροσερό και απόλυτα νεανικό ζευγαράκι.  Το υποστηρικτικό cast από πίσω είναι όλα τα λεφτά με έναν ωραιοπαθή χαζούλιακα τον Barry (Michael Dixon), τον σεξομανή κολλητό του Ben, Sean (Shaun Evans) και τον ανεκδιήγητο διευθυντή του super market να δίνουν ρεσιτάλ ηλιθιότητας και να δημιουργούν ένα fan περιβάλλον καθημερινής τρέλας.
Το “Cashback” είναι ένα όμορφο ταινιάκι, που σε κερδίζει χάρη στην πρωτότυπη σκηνοθεσία, το διαρκές voice over του ήρωα, την ονειρική μουσική επένδυση και το χαριτωμένο story.

Τι έμαθα από την ταινία:  Οτι μπορείς να ζήσεις το όνειρο μέσα στην καθημερινότητα σου, οτι ο έρωτας με έρωτα περνάει, και οτι όταν κοιτάξεις καλύτερα μπορείς να βρεις ομορφιά στα πιο απίθανα σημεία : )

No trivia


Τίποτα και στην tv so να είστε και πάλι εδώ αύριο! Cya


Τσακώστε και το πολύ καλό songaki των Royksopp: