Looper: "This time travel crap…just fries your brain like an egg"

NEW ARRIVAL

Χαίρετε, χαίρετε και ξαναχαίρετε.  Όπως έχετε προφανέστατα καταλάβει, εδώ και κάνα δυβδόμαδο περίπου ασχολούμαστε με τις νέες κινηματογραφικές προτάσεις που προέρχονται εκ Νυχτών Πρεμιέρας.  Οι περισσότερες είναι καλές και ενδιαφέρουσες, αλλά πρέπει να ομολογήσω οτι δυστυχώς μέχρι τώρα δεν έχω δει τη ταινία-“Drive” (και μάλλον, ούτε πρόκειται να τη δω).  Αν και η πλειοψηφία που έχει φέρει το φεστιβάλ φέτος, είναι αναμφίβολα αξιοπρόσεκτη, κακά τα ψέματα, η μεγάλη έκπληξη δεν έχει έρθει ακόμα από πουθενά και αν με ρωτάτε, ούτε καν από την πολυναμενόμενη δουλειά του Haneke, “Amour” (η οποία θα μπει στο blog, όντας καλή ταινία, αλλά θα πούμε και τα πράγματα με το όνομά τους, όπως για παράδειγμα ότι είναι ένα film που δεν έχει τίποτα το πραγματικά original.  Από σκηνοθεσία, story και feeling, μέχρι ηθικά διδάγματα, ατάκες και πάει λέγοντας.  Όταν έρθει η σειρά του όμως).  Οι ελπίδες μου εναποθέτονται πλέον στην ταινία της τελετής λήξης, “Beasts of the Southern Wild” η οποία πιστεύω ακράδαντα οτι θα είναι ένα οπτικοακουστικό υπερθέαμα.  Μέχρι τη Κυριακή όμως, μπορείτε να καταλάβετε την ευχάριστη έκπληξή μου όταν βρέθηκα στην αίθουσα του IΝΤΕΑΛ προκειμένου να παρακολουθήσω τη δημοσιογραφική του “Looper”.  Ω Θεοί!!  Μια περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας χάρμα οφθαλμών;  Είναι δυνατόν;  Είναι.  Αλληλούια και δέκα χαίρε Μαίρη!  Για δες γιατί…

Βρισκόμαστε σε ένα τόσο μακρινό, αλλά ταυτόχρονα και αρκετά κοντινό μέλλον, στο 2042 και πιο συγκεκριμένα στην πόλη του Κάνσας, η οποία δεν είναι πλέον για κοριτσάκια όπως η Dorothy.  Honey, we are definetely not in Kansas any more…
Σε μια hob-ική πόλη, που βρωμάει και ζέχνει από την ανθρώπινη κατάντια, τους άπειρους αστέγους, τα χαρτονένια παραπήγματα στους δρόμους και τον δείκτη της εγκληματικότητας κολλημένο εδώ και καιρό στα ύψη, ο κόσμος μοιάζει να βουλιάζει σε μια ζοφερή πραγματικότητα χωρίς επιστροφή και το χειρότερο, χωρίς ελπίδα.
Ένας τέτοιος, shitty world όμως, πρέπει να έχει και το αντίστοιχο, κακό αφεντικό που του ταιριάζει και το οποίο στην προκειμένη περίπτωση είναι ο Abe (Jeff Daniels).  O Abe, λύνει και δένει, κινεί τα νήματα και έχει υπό την επίβλεψή του μια ομάδα επίλεκτων εκτελεστών, γνωστούς με την ονομασία Loopers.  Και τι κάνουν αυτά τα παιδιά;  Αφήστε με να σας εξηγήσω…
Με το που ξεκινάει η ταινία, ο χαρακτήρας του Joseph Gordon-Levitt (Joe), μας πληροφορεί σχετικά με το γεγονός οτι το ταξίδι στον χρόνο έχει εφευρεθεί, αλλά επειδή θεωρείται παράνομο, έχει ταυτόχρονα απαγορευθεί.  Μιας όμως που τα συνδικάτα του εγκλήματος δεν είχαν και ποτέ σε υπόληψη τον Νόμο, έχουν καταστήσει τα time travels αναπόσπαστο κομμάτι της μπίζνας τους.  Και πως γίνεται αυτό;  Μα είναι απλό.  Η μαφία του μέλλοντος (αυτού δηλαδή που υπάρχει στη σφαίρα του χρόνου 30 χρόνια μπροστά από τον νεαρό εαυτό του Joe, δηλαδή στο 2072) στέλνει ‘πίσω’ στον χρόνο (το 2042) όλους εκείνους τους τύπους που θέλει να ‘καθαρίσει’.  Εκεί, ο Looper είναι έτοιμος να ρίξει μια μπαμπάτσικη σοτγκανιδιά στο κουκουλοφόρο θύμα και να εξαφανίσει ένα πτώμα το οποίο αν το καλοσκεφτείς, δεν υπάρχει καν ακόμα το 2042 (mindfucking huh?).  Και σε ερωτώ, υπάρχει πιο αποτελεσματικός τρόπος να ξεφορτωθείς κάποιον, από το να τον στείλεις για εκτέλεση στο παρελθόν;  Δε νομίζω…
Το ίδιο φαίνεται να σκέφτεται και ο νεαρός Joe, ο οποίος τη βρίσκει με το κολλυριακό ναρκωτικό που βρίσκεται στη γύρα (ναι, ναι, δυο σταγόνες στο μάτι και είσαι φτιαγμένος για ώρες), εκτελεί τις εντολές των ανωτέρων του, ζει μια πλουσιοπάροχη ζωή (δεδομένης της τραγικής κοινωνικής κατάστασης που επικρατεί) και γενικώς, είναι ένα εγωιστικό πρεζάκι, ένας εγωκεντρικός και ψυχρός τύπος.  Τόσο ψυχρός και ‘σκληρός’ δηλαδή, όσο και οι πλακέτες ασημιού με τις οποίες πληρώνονται οι Loopers, για κάθε επιτυχημένο ξεσκαρτάρισμα.  Τα πάντα όμως, έχουν το τίμημά τους…
Όταν μια μέρα ο Joe στηθεί στο κλασικό του σημείο, προκειμένου να κάνει τη δουλειά του θα εμφανιστεί ένας τύπος ο οποίος κάτι του θυμίζει.  Λογικό, αν σκεφτεί κανείς οτι είναι ο ίδιος ο Joe, τριάντα χρόνια μετά (και υπό το καραφλοειδές παρουσιαστικό του Bruce Willis).
Ο νεαρός Joe θα πρέπει τώρα να φέρει τα πάνω κάτω προκειμένου να σκοτώσει τον μελλοντικό του εαυτό και να “κλείσει τη θηλιά του” (θα δείτε τι σημαίνει αυτό στη ταινία, ε μη σας τα πω και όλα!).  Πόσο εύκολο όμως είναι τελικά αυτό;  Θα σας πω εγώ.  Όταν μπλεχτούν στην υπόθεση και μερικοί εξωτερικοί παράγοντες ανυπολόγιστης σημασίας, δε θα είναι καθόλου.  Μα καθόλου όμως.

Ο σκηνοθέτης του “Looper”, Rian Johnson είναι μια ιδιαίτερη πάστα δημιουργού και όπως μας προϊδεάζει τουλάχιστον η πιο πρόσφατη ταινία του, μάλλον είναι έτοιμος να ακολουθήσει τα χνάρια ενός άλλου, ιδιαίτερου και σπουδαίου εμπορικού σκηνοθέτη: του Christopher Nolan.
Ξεκινώντας τη καριέρα του όπως πολλοί ακόμη, με μικρού μήκους ταινιάκια, θα περάσει το 2005 στο πρώτο του, μεγάλου μήκους film, με πρωταγωνιστή και πάλι τον-κατά πολύ νεότερο τότε- Joseph Gordon-Levitt.  Η ταινία “Brick”, η οποία πραγματεύεται την περιπέτεια ενός νεαρού στη προσπάθειά του να ανακαλύψει την εξαφάνιση της πρώην κοπέλας του, είναι ένα ενδιαφέρον κινηματογραφικό ντεμπούτο, καθότι πασπαλισμένη με γενναίες δόσεις neo-noir διάθεσης, high-school-ικών μπελάδων και κακόφημης πιτσιρικαρίας, όλα τεχνηέντως μπλεγμένα μέσα σε μια κατά τα άλλα στρωτή υπόθεση.  Αυτή αποτελεί εξάλλου τη πρώτη, σαφή ένδειξη οτι ο Johnson είναι ένας νέος δημιουργός, που δεν αρέσκεται στα εύκολα, προτιμάει τη δημιουργία ατμόσφαιρας και την ύπαρξη πολλαπλών story-κών στρωμάτων που εξελίσσουν και εξελίσσονται.
Η δεύτερη ταινία του, “The Brothers Bloom” μπορεί να είχε συγκεντρώσει ένα ενδιαφέρον cast (Ruffalo, Brody, Weisz), αλλά μάλλον ο σκηνοθέτης κάπου το έχασε (ευτυχώς λίγο) στη προσπάθειά του να δημιουργήσει ένα μείγμα κωμωδίας και ολίγον δραματίζουσας περιπέτειας(!).  Έτσι κι αλλιώς όταν ο χρόνος αποδεικνύει οτι μπορείς να στήσεις με τρόπο εντυπωσιακό και σκεπτόμενο, μια ταινία όπως το “Looper” τότε το κοινό μπορεί να σου συγχωρήσει και μια αναποδιά.  Όταν δε προσωπικά είδα οτι έχει σκηνοθετήσει και κάνα-δυο επεισοδιάκια από τη νέα σεζόν του “Breking Bad” τότε ήμουν σίγουρη οτι αυτός ο κύριος επρόκειτο να “break bad” και στο “Looper”, μια ταινία που είχε ήδη αρχίσει να συζητιέται, πριν καν προβληθεί.  Και είχα δίκιο.

Όπως είπα και στη κριτική μου για το Reel.gr, και θα ξαναπώ (γιατί βασικά μ’ αρέσει και πιστεύω πως όντως έτσι είναι) το “Looper” μοιάζει σαν το γεννημένο παιδί, μιας ταινιακής παρτούζας, όσο weird κι αν σας φαίνεται αυτό.  Mε “Blade Runner” και “Hobo with a Shotgun” αισθητική (τα θολά και μακρινά πλάνα της πόλης θυμίζουν πολύ τις intro σκηνές της ιστορικής πλέον, sci-fi ταινίας του Ridley Scott, ενώ τα κοντινά της και όλο το θέμα της ανθρώπινης εξαθλίωσης, παραπέμπουν εύκολα στο σύγχρονο b-movie δημιούργημα, με πρωταγωνιστή έναν hobo Rutger Hauer που είναι έτοιμος να βάλει τα πράγματα στη θέση του, παρέα με ένα shotgun.  Το οποίο όλως περιέργως συναντάμε στο “Looper” σε μεγάλη έκταση), χρονοδινική υπόθεση α λα “Twelve Monkeys” (μα και εκεί ο Bruce;) και κάτι από “X-Men” μετάλλαξη, είναι αναμφίβολα το αμαλγαμικό προϊόν μερικών μεμονωμένα καλών ταινιών, από τις οποίες παίρνει τα καλύτερά στοιχεία, και τα απογειώνει.
Ο Johnson, όσο master μοιάζει να έχει κάνει το κομμάτι της sci-fi σκηνοθεσίας (χωρίς υπερβολές, η κάμερά του καταγράφει κάθε σπιθαμή μελλοντολογικής διάστασης, με μια στέρεη και εξόχως δουλεμένη ματιά), άλλο τόσο φαίνεται πως έχει πιάσει το νόημα των χρονοταξιδιών και της γενικότερης δυσκολίας, όσον αφορά την απεικόνιση τέτοιων θεμάτων, στη μεγάλη οθόνη.
Δεν είναι εύκολο να πραγματεύεσαι θέματα που έχουν να κάνουν με τα μυστήρια του χρόνου και τις “loopholes” (ρωγμές στην κανονικότητα του χρόνου που σου δίνουν τη δυνατότητα να ταξιδέψεις ποικιλοτρόπως στο παρελθόν.  Εξού και η ονομασία των επαγγελματιών, εκτελεστών στη ταινία), μιας που η προσπάθεια να στηρίξεις μια ιστορία πάνω τους, μπορεί να αποβεί μοιραία και γεμάτη αντιφάσεις.  Πότε;  Πώς; και Γιατί; είναι τα κλασικά ερωτήματα που περνάνε από το μυαλό σου και χρειάζονται άμεση απάντηση προκειμένου να μπορέσεις να παρακολουθήσεις ένα τέτοιο, φιλόδοξο project.  Ε λοιπόν ο Rian Johnson τα καταφέρνει περίφημα και ίσως αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο που έχουμε δει τελευταία, το πιο βασικό μοτίβο αυτών των ταινιών: την κυκλικότητα του χρόνου και κατ’ επέκταση το αναπόφευκτο μιας ήδη, προδιαγεγραμμένης μοίρας.  Oh, and it’s so freakingly cool.

Πριν από αρκετό καιρό είχα δει τη ταινία “Mr. Nobody” με ένα πολύ καλό Jared Letto στον κεντρικό ρόλο, η οποία εξερευνούσε τις διαφορετικής πορείες μιας ζωής, ανάλογα με τρεις διαφορετικές αποφάσεις που θα μπορούσε να είχε πάρει ο ήρωας, αρκετά πιο νωρίς στη ζωή του.  Άρτια δεμένη ταινία με ως επί το πλείστον φιλοσοφικό/προσωπικό υπόβαθρο, που μοιάζει να βρίσκει το περιπετειώδες, δίδυμό της στο αδρεναλινάτο, “Looper”.
Στη προκειμένη περίπτωση βέβαια, ο Johnson (ο οποίος έχει γράψει και το σενάριο), δεν είναι διατεθειμένος να σε πιάσει από το χεράκι και να σου εξηγήσει τα πάντα, μιας που πολλά τα αφήνει στο δικό σου μυαλό να τα αντιληφθεί και να τα επεξεργαστεί.  Και ειλικρινά, δεν είναι και τόσο δύσκολο.
Ακόμα όμως και αν έτσι το ήθελες, μάλλον δε θα έχεις και μεγάλο πρόβλημα στη συνέχεια όταν η δυναμική του σκηνοθεσία και το solid στήσιμο της υπόθεσής του, σε παρασύρουν σε μια high κλασάτη περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, με τσαγανό, μπόλικη δράση, αλλά και μια ενδιάμεση υποτονικότητα, που εκτελεί χρέη puzzle maker, προκειμένου να σου προσφέρει ένα τελικό κρεσέντο…μούρλια.
Η neo-noir διάθεση είναι έκδηλη και σε αυτό το film, το οποίο έχει κάτι από παρελθόν, παρόν και μέλλον, γεγονός που το καθιστά απόλυτα σαγηνευτικό.  Τα σκοτεινά χρώματα, οι ετερόκλητες προσωπικότητες, τα γρήγορα, εναλλασσόμενα ‘κατ’ της κάμερας και η ρέουσα σκηνοθεσία της, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα γεμάτη και πληθωρική, ακριβώς όπως αξίζει σε τέτοιου είδους ταινίες.
Παράλληλα η χρήση των CGI γίνεται με προσοχή και εκεί που χρειάζεται, για να αναφωνήσεις “ααααα!” και “ωωωωω!”, βοηθάει στο στήσιμο μιας πόλης-φάντασμα, μερικών ιπτάμενων μηχανών και των περίεργων φρυδιών-ζυγωματικών-χειλιών του Levitt, που με τη πρόσθετη βοήθεια ενός τρίωρου μακιγιάζ, δίνουν την εντύπωση ενός νεότερου Bruce Willis.  Και κατά έναν περίεργο τρόπο, το πετυχαίνουν διάνα.

Οι υπόλοιπες ερμηνείες της ταινίας είναι συμπληρωματικές και κάνουν καλή δουλειά στο να προωθήσουν την υπόθεση.  H Emily Blunt η οποία υποδύεται μια μοναχική μητέρα, είναι ιδιαιτέρως τσαμπουκαλού, ξεσπάει μαζί με το τσεκούρι της πάνω σε έναν κορμό δέντρου (ε να μη δείξουμε και τα καλογυμνασμένα μπράτσα;) και κραδαίνοντας το δικό της shotgun, διώχνει από τη φάρμα της κάθε ανθρώπινο κατακάθι που μπορεί να ταράξει τον γιο της.
Στον αντίποδα ο Jeff Danniels που είχαμε και καιρό να δούμε, κρατάει μεν έναν βασικό ρόλο, αλλά σε έκταση οχι και τόσο.  Παρόλα αυτά πείθει για σατανικό, μουσάτο αφεντικό της μαφίας.
Σε γενικότερο επίπεδο, αν θες να δεις μια καλογραμμένη περιπέτεια φαντασίας, το “Looper” είναι σίγουρα αυτό που ζητάς.  Μπορεί το τέλος της να συζητηθεί και σίγουρα θα υπάρξουν και πολέμιοι που θα προσπαθήσουν να βρουν τη λούπα στην οποία υπέπεσε και ο σκηνοθέτης, παρόλα αυτά-χωρίς φυσικά να είναι τέλειος-ο Johnson φτιάχνει μια αριστοτεχνικά σκηνοθετημένη ταινία, με εκπληκτική μουσική (δια χειρός Nathan Johnson, ξαδέρφου του σκηνοθέτη) που θυμίζει κάτι από Mansell, εντυπωσιακή στήσιμο και μια ιστορία που θα μπορούσε να είχε καταλήξει πολύ διαφορετικά, αν ο Johnson δεν ήταν αυτός που-φαίνεται-να είναι: ένας δημιουργός με όραμα και την ικανότητα να φτιάχνει καλές ταινίες.  Δύσκολα πράγματα…

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι αυτή η Piper Perabo είναι αγέραστη, οτι ο μικρός Pierce Cagnon είναι όνειρο και οτι ο Levitt είναι cool.  Εντάξει, αυτό το ήξερα και από πριν.


No trivia

Τσεκάρετε και ένα τέλειο trailer για την ταινία, κατασκευασμένο εξ’ολοκλήρου σε animated style.

 

Prometheus: The space, the man and his creator

NEW ARRIVAL

Γεια σας, γεια σας και πάλι!  Όπως θα καταλάβατε, σήμερα πρόκειται να ασχοληθούμε με το διαστημικό υπερθέαμα που χτύπησε από χθες τις αίθουσες και ακούει στο όνομα, “Prometheus”.  Σαφέστατα είχαμε την κυκλοφορία και άλλων ταινιών, αλλά σίγουρα δεν είναι της ίδιας δυναμικής.  Οπότε εκτός από το “Prometheus” θα έχετε τη δυνατότητα να απολαύσετε το “The Deep Blue Sea”, ένα δυνατό δράμα, με τους Reichel Weisz και Tom Hinddleston (ναι, ναι ο Loki), το αισθηματικό “L’Amour Dure Trois Ans”, καθώς και την επανακυκλοφορία του κλασικού “Τhe Man Who Knew Too Much” και πρωταγωνιστές τους James Stewart και Doris Day.  Οπότε έπειτα και από την απαρίθμηση των ταινιών της εβδομάδας, μπορούμε να περάσουμε στα δικά μας.  Ξεκινάμε…

Μια ομάδα επιστημόνων αποφασίζει να ταξιδέψει έτη φωτός μακριά από τη Γη, και μέσα από το σκοτεινό διάστημα, προκειμένου να φτάσουν σε έναν πλανήτη, για τον οποίο έχουν αποδείξεις οτι αποτελεί τη ‘πατρίδα’ των Δημιουργών του ανθρώπινου είδους.
Όταν οι doctors, Elisabeth Shaw (Noomi Rapace) και Charlie Holloway (Logan Marshall-Green) ανακαλύψουν κάποιες πανάρχαιες τοιχογραφίες, οι οποίες παρουσιάζουν μερικά μεγαλόσωμα όντα να δείχνουν ένα συγκεκριμένο αστρικό πλέγμα στον ουρανό, είναι σίγουροι πως πρόκειται για την σημαντικότερη ανακάλυψη που έγινε ποτέ.  Έτσι λοιπόν, όταν αργότερα αποτελέσουν μέλη του πληρώματος του Προμηθέα (έτσι ονομάζεται το σκάφος, το οποίο παραπέμπει κατευθείαν στο αντίστοιχο του “Alien”, καθώς ο Scott μοιάζει να δίνει ιδιαίτερη σημασία στην ονομασία των διαστημικών του οχημάτων και τον ρόλο που αυτά παίζουν) θα έχουν την μοναδική ευκαιρία να δουν από κοντά αυτή την-όπως όλα δείχνουν-αρχή των πάντων.  Παρέα με την cold bitch αρχηγό του πληρώματος, Meredith Vickers (Charlize Theron), εκπρόσωπο της Weyland Corporation που έχει ρίξει το παραδάκι, τον cool καπετάνιο Janek (Idris Elba) και τον David (Michael Fassbender), ένα κατάξανθο ανδροειδές που μιμείται την ομιλία και το εξωτερικό παρουσιαστικό του Peter O’Toole, από την αγαπημένη του ταινία, “Lawrence of Arabia” (1962), η ομάδα φτάνει τελικά έπειτα από μακρόχρονο ταξίδι, στον προορισμό της.
Χωρίς να χάσουν χρόνο θα ξεκινήσουν αμέσως τις έρευνες για την αποκάλυψη ιχνών ζωής.  Αυτό που τελικά θα αντικρίσουν θα ξεπεράσει τα πιο τρελά τους όνειρα.  Αλλά και τους πιο φριχτούς τους εφιάλτες…

Ο μεγάλος μάστορας Ridley Scott επανέρχεται στο είδος που τον γέννησε και τον ανέδειξε κατά τρόπο τόσο προσωποποιημένο, όσο λίγες φορές έχουμε δει και σε άλλους σκηνοθέτες.
Το sci-fi. είδος και συγκεκριμένα αυτό με μπόλικες δόσεις horror, απέκτησε ολοκληρωτικά νέα διάσταση όταν το 1979 έκανε την εμφάνισή του το “Alien”.  Εκεί μια ομάδα ακολουθεί ένα απομακρυσμένο, διαστημικό σήμα και αποφασίζει να ερευνήσει τον πλανήτη από τον οποίο προέρχεται, σε αναζήτηση εξωγήινης ζωής.  Αυτό φυσικά που θα επακολουθήσει το γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά, και κάπου εκεί είναι που θα γεννηθεί και ένα από τα πιο twisted και ενδιαφέροντα ‘love stories’ που κόσμησαν ποτέ τον κινηματογράφο.
Η σκληροπυρηνική Ripley (Sigourney Weaver) θα δημιουργήσει ένα απρόσμενο δέσιμο με το θανατηφόρο, εξωγήινο πλάσμα (hand down το πιο εντυπωσιακό, εξωγήινο δημιούργημα στην ιστορία του cinema), ο οποίος θα την ακολουθήσει και στα υπόλοιπα-αν και οχι ίδιας ισχύς, αλλά παρόλα αυτά αξιοπρεπή-sequels της ταινίας.
Η προσωπική μου άποψη σχετικά με το “Alien” είναι πως ο Scott ήθελε να δημιουργήσει ένα film που θα περιλαμβάνει όλα αυτά που θα έπρεπε ένα αυθεντικό, sci-fi film να περιλαμβάνει.  Δηλαδή: αγωνία, δράση, ένα κάποιο φιλοσοφικό υπόβαθρο (οχι μεγάλο η αλήθεια είναι), αλλά και στιγμές απόλυτου, κλειστοφοβικού τρόμου.  Και στην ουσία ο Scott κάνει αυτό ακριβώς: συνδυάζει την περιέργεια για έναν αχανή, μυστήριο κόσμο , με το πιο αρχέγονο αίσθημα του ανθρώπου, αυτό του φόβου, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό, συμπαντικό κοκτέιλ που σου μένει αξέχαστο.  Μέσα από σιωπηλές στιγμές, ρέουσα σκηνοθεσία που αφήνει την ιστορία να ξεδιπλωθεί μόνη της και έναν εξωγήινο για τον οποίο σε πρώτη φάση έχεις μόνο glimpses (είναι ερπετοειδές;, έχει χαρακτηριστικά αράχνης; ή και κάτι πράγματα που μοιάζουν με πλοκάμια;) σε κολλάει στον τοίχο και σε ταΐζει ένα εξαίρετο για την εποχή υπερθέαμα.  Τα πράγματα είναι απλά.  Το ίδιο ακριβώς κάνει και στο “Prometheus”.

Για να ξεκαθαρίσουμε λίγο τα πράγματα, επειδή πολλά άκουσα από όσους είχαν ήδη δει την ταινία και η απογοήτευσή μου είχε φτάσει σχεδόν πάτωμα.  Το “Alien” δεν έχει κανένα κρυμμένο, φιλοσοφικό ή υπαρξιακό νόημα, και συνεπώς οποιαδήποτε ταύτιση (κακώς έτσι κι αλλιώς από τη πρώτη στιγμή, να αναζητά κανείς κοινή πορεία πλεύσης σε μια ταινία του ΄79 και σε μια άλλη 33 χρόνια αργότερα).  Σαφέστατα μιλάμε για μια ανθρώπινη αποστολή, που αναζητά το νόημα της ζωής και την προέλευση του είδους μας, αλλά αυτό εντοπίζεται αποκλειστικά και μόνο στον Προμηθέα.  Αντιθέτως στο “Alien” φαίνεται πως οι άνθρωποι λειτουργούν περισσότερο μισθοφορικά, εκτελώντας αποστολές σε άλλους πλανήτες και μεταφέροντας πρώτες ύλες και πάσης φύσεως υλικά, πίσω στη Γη (όπως ακριβώς και στο πρόσφατο “Moon” (2009) του Duncan Jones).  Όπως εντοπίζει και ο διάσημος κριτικός κινηματογράφου, Rogert Ebert για τους οχι ακριβώς νεαρούς πρωταγωνιστές του “Alien”, “…these are not adventurers, but workers hired by a company to return 20 millions tone of ore to Earth…”.  So it seems.
Συνεπώς αν κάποιος θέλει φιλοσοφικό υπόβαθρο, τότε ας δει το “Prometheus”.  Σίγουρα η αναζήτηση των απαντήσεων σε αυτά τα αιώνια ερωτήματα που θέτει ο άνθρωπος στον εαυτό του, δεν είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί, δεν έχουμε ακούσει και δεν έχουμε απολαύσει σε πάμπολλες, sci-fi ταινίες.  Αλλά αυτό που φαίνεται να κάνει ο Scott στην προκειμένη περίπτωση είναι ένας αυτοπροσδιορισμός και μια μνεία, αν θέλετε, στο δημιούργημά του, τρεις δεκαετίες πίσω.  Δεν έχει σκοπό ούτε να κατασκευάσει ένα ακόμα “Alien” (δεν θα είχε πια κανένα νόημα), ούτε όμως και να σκηνοθετήσει μια ταινία εντελώς αποκομμένη από την προσωπική του κληρονομιά και παράδοση.  Έτσι λοιπόν το “Prometheus” είναι μια ταινία με υπαρκτή υπαρξιακή βάση (εκεί δε βασίζεται στην τελική το ταξίδι τους;  Στην ανακάλυψη των Δημιουργών μας;) και preqouel-ικά στοιχεία βγαλμένα μέσα από την καρδιά του “Alien”.
Δε κατάλαβα τις αντιδράσεις περί μικρότερου φιλοσοφικού υποβάθρου από αυτό του “Alien”, συνεπώς δε τις δέχομαι γιατί στην ουσία οι δυο ταινίες κινούνται παράλληλα και δεν τέμνονται ποτέ.  Άρα για να ξεμπερδεύουμε και με αυτό το θέμα το οποίο με εκνεύρισε και λίγο, το “Prometheus” είναι όπως το περιμένουν οι περισσότεροι: εντυπωσιακό, άρτια σκηνοθετημένο και με μπόλικα easter eggs, τα οποία θα προϊδέαζαν ιδανικά κάποιον για μια ενδεχόμενη, παρθενική εμφάνιση του “Alien” στις μέρες μας και οχι το ’70.

Όσον αφορά αυτή καθεαυτή την ταινία μας τώρα, τα πρώτα δέκα λεπτά είναι ενδεικτικά και της κατεύθυνσης που επιλέγει να ακολουθήσει ο σκηνοθέτης.  Στο πρώτο πλάνο βλέπουμε ένα εντυπωσιακό τοπίο με ορμητικούς καταρράκτες και λίγο αργότερα ένα πελώριο, χλωμό πλάσμα που θυμίζει αρκετά ανθρώπινο ον, να δοκιμάζει κάτι σαν δηλητήριο και έπειτα να πέφτει στο νερό νεκρό.  Αμέσως μετά η κάμερα μεταφέρεται στη Γη, οπού η Shaw (αλήθεια τι ‘saw’ η Shaw;) ανακαλύπτει τις πανάρχαιες τοιχογραφίες, μέσα από ένα σκηνικό match cut.
Ίσως το πιο διάσημο match cut στην ιστορία του κινηματογράφου, να είναι αυτό στο αστρικό έπος του Stanley Kubrick, “2001: A Space Odyssey”, στο οποίο μεταφερόμαστε αυτοστιγμεί από το κόκαλο που πετάγεται στον αέρα, στον διαστημικό σταθμό που πλανάται νωχελικός στο σκοτεινό διάστημα.
Στην ουσία ο Scott μοιάζει να ενδιαφέρεται να εμπλουτίσει τον Προμηθέα του, με μια σειρά από κινηματογραφικές στιγμές, που αν προσέξει κανείς καλά, θα καταλάβει πως αποτελούν την έμπνευση από άλλα, αξιομνημόνευτα film.  Και οι ομοιότητες με το αριστούργημα του Kubrick δεν τελειώνουν εδώ.
Ο ρόλος του David, οχι μόνο αποτελεί μια συνέχεια των ρόλων που υποδύθηκαν οι Ian Holm (Ash), Lance Henriksen (Bishop- “Aliens”, “Alien 3”) και Wynona Ryder (Annalee Call-“Alien: Resurrection), αλλά και του ψυχρού προδότη, HAL-9000 ο οποίος αποτέλεσε την αφετηρία για την σωτηρία, αλλά και την ψυχεδελική καταστροφή του πληρώματος του διαστημικού σταθμού στο Space Odyssey.  Τα κοινά στοιχεία του David και του HAL-9000 είναι περισσότερα από οτι αφήνεται να εννοηθεί στην αρχή, και ο Fassbender δίνει ρεσιτάλ στον ρόλο του μυστηριώδους ανδροειδούς το οποίο ακολουθώντας την παράδοση του Kubrick είναι η σωτηρία του πληρώματος.  Είναι όμως και η καταστροφή τους;
Το γεγονός που γεννάται εδώ έχει ένα πολύ ενδιαφέρον, υπαρξιακό twist καθώς η ουσία της αναζήτησης των Δημιουργών μας, μεταβιβάζεται ταυτόχρονα και στην δημιουργία του David από εμάς.  Αυτό σημαίνει πως ο Scott δημιουργεί ένα έξυπνο, διπλό παιχνίδι στο οποίο το πλήρωμα αναζητά απαντήσεις, σε κάτι που ο David έχει ήδη απαντήσει: οι Δημιουργοί μου είστε εσείς.  Αυτή η απάντηση στο υπέρτατο ερώτημα, είναι που στην ουσία τον καθιστά παντογνώστη και φυσικά τρομερά επικίνδυνο απέναντι στους ήρωες.  Είναι ένα ανθρωπόμορφο ανδροεϊδές που δεν έχει απολύτως τίποτα να χάσει, σε αντίθεση με την εύθραυστη, ανθρώπινη ύπαρξη που απειλείται να χάσει τις απαντήσεις, μέσα από τα χέρια της…

Εκτός όμως από τον Fassbender που κλέβει εύκολα την παράσταση, εξίσου καλή είναι και η Noomi Rapace σε μια κατά πολύ λιγότερο hardcore εκδοχή της Sigourney Weaver.  Κάπου ανάμεσα στην απλή και ανθρώπινη συμπεριφορά της, με τις αναμνήσεις και τα δάκρυα στα μάτια, η Elisabeth είναι μια γυναίκα που ξέρει ακριβώς τι να κάνει όταν οι συνθήκες το απαιτούν.  Χαρακτηριστικότερη η σκηνή που βρίσκεται μέσα στο ‘ιατρείο’ και δε λέω τίποτα άλλο γι’ αυτό.
Το γεγονός οτι ο Scott δε το παρακάνει με τη θύμηση της Ripley, μόνο καλό κάνει στην ταινία, καθώς αποφεύγεται μεν εύστοχα μια σύγκριση (ποια να συγκριθεί άλλωστε μαζί της;, όπως λέει και το άσμα), ενισχύεται δε το προφίλ της πρωταγωνίστριας μέσα από μια χαλαρά μόνο σύνδεση με την σκληροπυρηνική Ripley.  Εξάλλου το στοιχείο που τις διαφοροποιεί στον μέγιστο βαθμό, είναι αυτό της πίστης.  Η Elisabeth κουβαλάει παντού μαζί της έναν σταυρό τον οποίο φοράει, και ο οποίος πέρασε σε αυτή από τον πατέρα της.  Αντιθέτως η Ripley ήταν μια γυναίκα που βασιζόταν στην ομάδα και στην σκληροτράχηλη οντότητά της, όταν τα πράγματα γίνονταν άγρια.
Ο Ridley και πάλι όμως μπορεί να πετάει στο τσουκάλι και το θέμα της θρησκείας (πίστη και επιστήμη αποτελούν κομμάτια της ίδιας προσωπικότητας της Elisabeth), παρόλα αυτά δε τα ψαχουλεύει και πολύ, αφήνοντας στον καθένα από εμάς να ερμηνεύσει τα όσα βλέπει με δικό του τρόπο.  Κατά τα άλλα και όλο το υπόλοιπο cast ήταν πολύ καλό, με τον Elba και την Theron να συμπληρώνουν την τετράδα μαζί με Rapace και Fassbender.

Το “Prometheus” είναι σίγουρα ένα οπτικοακουστικό υπερθέαμα με ψυχή και περιεχόμενο.  Όπως είναι λογικό έχει και αυτό τις λιγότερο καλές στιγμές του, όπως για παράδειγμα το γεγονός οτι κατά την ταπεινή μου γνώμη του cast αν και πολύ καλό, δεν έδεσε μεταξύ του όπως θα έπρεπε, με αποτέλεσμα να υπάρχουν υποομάδες που φαινόταν να λειτουργούν καλύτερα, και άλλες οχι και τόσο.  Επίσης με ξένισε το γεγονός μερικών corny, όπως θα τις χαρακτήριζα, σκηνών τις οποίες έχω δει άπειρες φορές σε καταστροφολογικές ταινίες και θα ήθελα ο Scott να αποφύγει τον σκόπελο αυτού του κλασικού μοτίβου.  Παρόλα αυτά τα λιγότερο καλά στοιχεία της ταινίας, είναι σαφέστατα περιορισμένα, σε σχέση με αυτό που μπορείς να αποκομίσεις από τη ταινία.
Εντυπωσιακά special effects που σε αφήνουν άναυδο, ένα story που έχουμε ξαναδεί, εμπλουτισμένο όμως με μνήμες από το συναρπαστικό “Alien”, ένας απόκοσμος-κόσμος τόσο σκοτεινός και προκλητικός την ίδια στιγμή που σε συνεπαίρνει, ένα ΟST από τα καλύτερα τώρα τελευταία, ενα εντυπωσιακότατο σκάφος (και φυσικά εξίσου όμορφες στολές, υπο-οχήματα κ.λ.π) και μια σκηνοθεσία υψηλών προδιαγραφών, συνθέτουν μια διαστημική περιπέτεια που κάτι θα σου θυμίσει, αλλά και οχι.
Το “Prometheus” είναι ένα καλοκαιρινό blockbuster με τσαγανό.  Και αν λίγο πριν από το τέλος πας να ξενερώσεις, μη φοβού.  Γιατί στα τελευταία λεπτά το κλείσιμο είναι…λουκούμι.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι probably ο Logan Marshall-Green θα μπορούσε άνετα να είναι ο δίδυμος αδελφός του Tom Hardy, οτι ο Guy Pearce κάνει εμφάνιση σε ρόλο έκπληξη και οτι το όνομα του σκάφους δεν είναι τυχαίο.  Ω οχι, καθόλου τυχαίο…

TRIVIA

  • O Scott έδωσε εντολές στην Theron να στέκεται στις γωνίες και να κινείται σε lurking movements, προκειμένου να ενισχύσει την απόμακρη και αινιγματική φυσιογνωμία της Vickers.
  • Η Theron αντιμετώπισε μεγάλη δυσκολία στο γύρισμα των σκηνών δράσης, εξαιτίας του καπνίσματος.  Ιδιαίτερα όταν έπρεπε να τρέχει με τις μπότες που φορούσε και οι οποίες ζύγιζαν 14 κιλά!
  • Τα ανδροειδή στις ταινίες Alien ακολουθούν αλφαβητική σειρά: Ash, Bishop, Call και David.
(Πηγή IMDB)
Μερικά από τα cool unofficial posters:
Το poster του “Prometheus” αν ήταν b-movie
Και μερικές φωτός από “Alien” και “Prometheus” προς σκέψη και συζήτηση…

Bug: First they sent their drone. Then they found their queen…

Γεια σας γεια σας και καλό μήνα σε όλους!!  Επιτέλους και λίγος ήλιος ρε παιδί μου, άντε και καλά μας μπάνια!  Παρασκευούλα σήμερα, και ήδη από χθες έχουν βγει στους κινηματογράφους μια σειρά από νέες ταινίες, με το “Snow White and the Huntsman” να κρατάει τα ηνία.  Ανάμεσα σε άλλες μπορείτε να διαλέξετε το, “Τhe Whistleblower” με τη Rachel Weisz, ένα κοινωνικό δράμα που αφορά το θέμα της σωματεμπορίας, το “The Raven” με τον John Kusack, ένα σκοτεινό θρίλερ εποχής, που όμως δε λέει και πολλά, καθώς και το “4ever” τη ταινία του δικού μας Γιώργου Πυρπασόπουλου, το οποίο και αυτό δεν έχει πάρει και τις καλύτερες κριτικές.  Για όσους προτιμούν θερινό σινεμαδάκι και κλασικές ταινίες, υπάρχει και το “Key Largo” με τους Humphrey Bogart και Luaren Bacall, καθώς και η πολυαγαπημένη “Casablanca” η οποία γιορτάζει φέτος τα 70 της χρόνια από την παρθενική της εμφάνιση το 1942, οπότε όσοι έχετε όρεξη για Χολυγουντιανή ρομαντζάδα και ατάκες που έχουν γράψει ιστορία, επιλέξτε την.  Και ας περάσουμε τώρα και στα δικά μας.  “Bug”…

H Agnes (Ashley Judd) είναι μια μοναχική γυναίκα που ζει σε ένα βρώμικο motel, κάπου στην Οκλαχόμα.  Η ζωή της εκτυλίσσεται ανάμεσα στο τοπικό μπαρ, στο οποίο και εργάζεται ως σερβιτόρα, και το καταθλιπτικό της δωμάτιο, στο οποίο μένει κλεισμένη με τις ώρες, πίνοντας και σνιφάροντας κοκαΐνη.  Η μοναδική της φίλη είναι η R.C (Lynn Collins) η οποία εργάζεται μαζί της.  Η Αgnes είναι μια γυναίκα που κουβαλάει στις πλάτες της ένα μεγάλο βάρος, παρέα με αυτό του πρώην συζύγου της, ο οποίος αρεσκόταν να απλώνει τα χέρια του πάνω της, περισσότερο από όσο επιτρεπόταν.  Όταν μια μέρα η R.C φέρει στο δωμάτιο της Agnes έναν άγνωστο άντρα, τον Peter (Michael Shannon) σε μια προσπάθεια να κάνει την φίλη της να βγει πια από το καβούκι της, η Agnes θα βρει στο πρόσωπό του την συντροφιά που ενδόμυχα αναζητούσε.  Οι δυο τους θα γίνουν αχώριστοι και το παρηκμασμένο motel, η προστατευτική τους ‘φωλιά’.  Στη προκειμένη περίπτωση μάλιστα, η λέξη ‘φωλιά’ έχει μεγαλύτερη σημασία από ότι θα τολμούσαν οι δυο τους να σκεφτούν αρχικά, καθώς σιγά σιγά θα ανακαλύψουν οτι το δωμάτιο έχει μολυνθεί από ζωύφια.  Το ζευγάρι θα αρχίσει σταδιακά να μπερδεύει τη πραγματικότητα με τις ψευδαισθήσεις, και η παράνοια θα τους οδηγήσει στα άκρα.  Ή μήπως είχαν από την αρχή δίκαιο για την ύπαρξη των φωλιάς των ‘bugs’ τα οποία αργά αργά τους κατατρώνε;

Ο σκηνοθέτης της ταινίας William Friedkin, είναι ένας παλιός μας γνωστός, ο οποίος κάνει δυναμικό comeback αυτόν τον χρόνο, με την ταινία του “Killer Joe” και πρωταγωνιστές τους Matthew McConaughey, Emile Hirch, Juno Temple και Gina Gershon.  Αντικειμενικά το “Killer Joe” φαίνεται μια εντελώς fun ταινία, με μπόλικες δόσεις τρέλας και στυλιζαρισμένης βίας από τον McConaughey, που φαίνεται να έχει βρει πια τον δρόμο των καλών ρόλων (τσεκάρετε και το “Mud” του σκηνοθέτη του “Take Shelter”-οποία έκπληξης- Jeff Nichols, και θα καταλάβετε τι εννοώ).  Και αν ακόμα ψάχνετε το κλασικό background του Friedkin, να σας θυμίσω πως είναι αυτός που σκηνοθέτησε μια από τις καλύτερες ταινίες τρόμου όλων των εποχών, το “The Exorcist” (1973).
Ο ίδιος βραβευμένος και με Oscar Καλύτερου Σκηνοθέτη, για τη ταινία “The French Connection” (1971), μοιάζει να έχει ακολουθήσει μια πιο low profile πορεία όλα αυτά τα χρόνια, με μέτριες, έως καλές ταινίες οι οποίες όμως δεν έγιναν ποτέ τεράστιες επιτυχίες, όπως το “Rules of Engagement” (2000) και το “The Hunted” (2003).
Παρόλα αυτά το “Bug” προσωπικά θα το έβαζα πολύ ψηλά στις δουλειές του, καθώς καταφέρνει με πολύ έξυπνο τρόπο να συνδυάσει τόσο την ψυχολογική κατάσταση και συγκεκριμένα αυτή που αγγίζει τα όρια της σχιζοφρένειας, ενός ανθρώπου, όσο και του εντεινόμενου φόβου σχετικά με την τεχνολογία, τις θεωρίες συνωμοσίας και ενός σωρού άλλων θεμάτων που οδηγούν τον σύγχρονο άνθρωπο στα όρια της τρέλας.

Αρχικά ο ευφυέστατος τρόπος που χρησιμοποιείται η λέξη, ‘bug’ είναι αυτός που στην ουσία υποκινεί ολόκληρη την υπόθεση της ταινίας.  Το bug μπορεί να σημαίνει την ίδια στιγμή έντομο, μπορεί να δηλώνει κάποιο μικρόβιο, μπορεί όμως να παραπέμπει και στους κοριούς, όχι τους κανονικούς, αλλά αυτούς που χρησιμοποιούνται στην παρακολούθηση κάποιου και αποτελούν φυσικά προϊόν της τεχνολογικής προόδου.
Το πολύ ενδιαφέρον στην συγκεκριμένη ταινία είναι πως ο Friedkin σε παρασύρει σιγά σιγά σε μια κατάσταση στην οποία δεν ξέρεις τι από τα παραπάνω ισχύει, αφού οι ήρωες βασανίζονται από την ιδέα ύπαρξης ενός bug, το οποίο μπορεί να είναι κάτι από τα τρία, και τα τρία μαζί, ή και τίποτα από αυτά.  Τη μια στιγμή η υποτιθέμενη ύπαρξη ενός ζωυφίου ταράζει τον Peter που αρχίζει να…ξύνεται και να πληγιάζει ολόκληρο το σώμα του, την άλλη στιγμή αναζητά το υποτιθέμενο bug-μικρόβιο στο αίμα του, και αμέσως μετά οι συνωμοσιολογικές του ιδέες αρχίζουν να τον κατακλύζουν, σκεπτόμενος πως τόσο ο ίδιος όσο και η Agnes παρακολουθούνται από άτομα του FBI, CIA και δε συμμαζεύεται.
Βεβαίως για να δοθεί μια ακόμα πιο επαρκής προσέγγιση στην προσωπικότητα του Peter (ο οποίος μοιάζει να έχει φέρει την ιδέα των bugs στο δωμάτιο της Agnes, παρασύροντάς την μαζί στην ολοένα και αυξανόμενη αλλοφροσύνη του), πληροφορούμαστε από τον ίδιο σχετικά με το στρατιωτικό του παρελθόν, κατά το οποίο είχε υπάρξει έρμαιο στα χέρια επιστημόνων, οι οποίοι του έκαναν ένα σωρό πειράματα, προκειμένου να δοκιμάσουν φάρμακα που θα μπορούσαν να κοντρολάρουν τους στρατιώτες στον πόλεμο.  Εμείς σαν θεατές ποτέ δε μπορούμε να επιβεβαιώσουμε ή να απορρίψουμε στα σίγουρα την ιστορία του Peter, όμως τα πράγματα δηλώνουν οτι η πιο λογική εξήγηση θα μπορούσε να είναι η ταραγμένη, διανοητική κατάσταση του ήρωα.  Και δυστυχώς σε αυτή παρασύρει και την Agnes.

Βλέποντας κανείς το “Bug” παρατηρεί οτι ολόκληρη η ταινία διαδραματίζεται μέσα στο δωμάτιο του motel, και πως δε θα μπορούσε άλλωστε από τη στιγμή που το σενάριό της βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικού του συνεργάτη του Friedkin, Tracey Letts.  O Letts έγραψε εδώ και το σενάριο για την ταινία, ενώ συνεργάζεται για ακόμη μια φορά με τον σκηνοθέτη και στο “Killer Joe”.
Το γεγονός οτι όλη η δράση εκτυλίσσεται μέσα στο δωμάτιο, βοηθάει στη δημιουργία ενός απόλυτα κλειστοφοβικού κλίματος, το οποίο πνίγει κυριολεκτικά τους δυο ήρωες και δε τους αφήνει να πάρουν ανάσα, μέχρι και το τέλος της ταινίας.
Η παράνοιά τους χτίζεται κλιμακωτά, και ο Friedkin αποδεικνύει με ζοφερό τρόπο το πόσο εύκολα μπορεί κανείς να παρασύρει έναν άλλο άνθρωπο στη τρέλα του, όταν το έδαφος είναι πρόσφορο.  Στη προκειμένη περίπτωση η μοναξιά, το βεβαρημένο παρελθόν και η απελπισία της Agnes αποτελούν τις ‘καλύτερες’ προϋποθέσεις, προκειμένου ο Peter να την εμπλέξει στον δικό του-όπως όλα δείχνουν-παραισθησιογόνο και τρομακτικό κόσμο.
Η διαρκής αμφισβήτηση από εμάς τους θεατές, σχετικά με το εάν όντως υπάρχει πρόβλημα μόλυνσης στο δωμάτιό τους, ή αν όλα αυτά βρίσκονται απλά στη σφαίρα της φαντασίας τους, έρχεται μόνο φυσικά από την πορεία της ιστορίας, που πότε ακολουθεί μια καθόλα ρεαλιστική προσέγγιση και πότε ξεφεύγει εντελώς, μόνο για να μας αποδείξει οτι ο Peter αποτελεί τελικά καμένο χαρτί.  Εξάλλου ας μη ξεχνάμε πως και στη πραγματικότητα πολλά άτομα τα οποία πάσχουν από ψευδαισθήσεις και παρουσιάζουν συμπτώματα σχιζοφρένειας, πληροφορούν τους γιατρούς τους σχετικά με την ύπαρξη ύπουλων εντόμων που σέρνονται κάτω από το δέρμα τους…Χμμμ…

Οι ερμηνείες του πρωταγωνιστικού ζευγαριού είναι απλά απόλυτα mind blowing.
Η Ashley Judd είναι υπέροχη και θυμίζει πολύ τον χαρακτήρα της Charlize Theron στη ταινία “Monster”.  Γερασμένη, ταλαιπωρημένη και βασανισμένη, είναι μια γυναίκα που αναζητά να κρατηθεί από οποιονδήποτε και οτιδήποτε και για κακή της τύχη κάπου εκεί εμφανίζεται ο Peter.
O Shannon αποτελεί για εμένα έναν από τους καλύτερους ηθοποιούς που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στο Hollywood καθώς το εύρος της ερμηνευτικής του δεινότητας, είναι πραγματικά εντυπωσιακό.  Όπως ακριβώς απέδειξε οτι μπορεί να κρατήσει μια ολόκληρη ταινία στη πλάτη του, με τον συγκλονιστικό του ρόλο στο πρόσφατο “Take Shelter” (grande αδικία η απουσία του από τα Oscars) έτσι και εδώ φαίνεται πως κρατάει καλά τα ηνία κάθε ψυχασθενικού ρόλου που μπορεί να του ανατεθεί.  Τρελό βλέμμα, αλλοπρόσαλλη, τρομακτική συμπεριφορά και πληθωρική παρουσία, είναι τα χαρακτηριστικά που καθιστούν τον Shannon, απλά αξεπέραστο.
Το “Bug” είναι ένα καλοσκηνοθετημένο θρίλερ δωματίου, που σε βάζει να μια διαδικασία να σκεφτείς ‘what if?…’.  Σοκαριστικές στιγμές, εξαίρετες ερμηνείες και το πιο απλό story, δημιουργούν μια ταινία που σίγουρα όσοι αποφασίσουν να δουν, θα τους μείνει καρφωμένη στο μυαλό για πολύ πολύ καιρό.  Δεν είναι για όσους διαθέτουν ευαίσθητο στομάχι, καθώς η τρέλα καταφέρνει να τρυπώσει μέσα στο μυαλό σου, από τη πρώτη κιόλας στιγμή.  Α και αν αρχίσετε να ξύνεστε μανιωδώς, απλά πατήστε stop.  Don’t panic.


Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το sex μπορεί να έχει ανεπιθύμητες παρενέργειες, όπως την εκκόλαψη εκατομμυρίων ζουζουνιών (oh God…), οτι η σκηνή με το δόντι είναι αφόρητη και οτι η χημεία Judd-Shannon απρόβλεπτα καλή.

TRIVIA

  • Ο ρόλος της Judd προοριζόταν αρχικά για την Jodie Foster.
  • O Shannon υποδύθηκε τον ρόλο, τον οποίο είχε παίξει και στη σκηνή.
  • Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ολόκληρη η ομάδα που συμμετείχε για τα γυρίσματα, γέμισε με εξανθήματα, εξαιτίας των bed bugs που βρίσκονταν στα κρεβάτια του ξενοδοχείου.
(ΠΗΓΗ IMDB)

Alphaville: Godard and futurism

Γεια σας γεια σας!  Σήμερα τυγχάνει να έχω πολλά πολλά κεφάκια, και αν όλα πάνε καλά, θα τα έχω για όλη τη διάρκεια του σαββατοκύριακου.  Οπότε σήμερα είπα να ασχοληθούμε με μια ταινία αρκετά ιδιαίτερη και εκ πρώτης όψεως αυτό που λέμε, ‘λίγο ότι να’ ναι.  Το “Alphaville” του Jean-Luc Godard είναι ένα sci-fi (όσο κι αν δε το πιστεύετε) φιλμάκι, με ευδιάκριτη noir αισθητική (“Blade Runner” much?) και την ιδιαίτερη φυσικά, σκηνοθετική-και οχι μόνο-ματιά του μεγάλου σκηνοθέτη.  Να πω κι εδώ, οτι την παρακολούθησα χθες το απόγευμα στη κατάμεστη αίθουσα του κινηματογράφου ΑΣΤΥ, στα πλαίσια του φεστιβάλ του Ταινιοράματος.  Περίεργη, αλλά και τόσο πλούσια η ταινία, δε μπορεί παρά να σε ιντριγκάρει, αλλά και να σε αφήσει με πολλές απορίες, που όμως με λίγο παίδεμα στο μυαλό, καταφέρνεις να τις λύσεις και να πεις: “αααα αυτό σήμαινε”.  Ναι ναι, αυτό.

Το “Alphaville” έχει όλα εκείνα τα τυπικά χαρακτηριστικά του είδους της επιστημονικής φαντασίας, τα οποία συναντούμε πια διαρκώς σε ανάλογου ύφους ταινίες.  Αν βέβαια σκεφτούμε οτι η χρονολογία του film είναι το 1965, και επιπλέον οτι αποτελεί δημιούργημα του Godard, τότε είναι εύκολο να καταλάβουμε που ακριβώς έγκειται η πρωτοτυπία και η περίεργη μαγεία της συγκεκριμένης ταινίας.
O Lemmy Caution (Eddie Constantine) είναι ένας Αμερικανός μυστικός πράκτορας, στον οποίο ανατίθεται μια αρκετά επικίνδυνη αποστολή: πρέπει να μεταβεί σε μια φουτουριστική πόλη που βρίσκεται έξω στο διάστημα, μακριά από τις ‘Έξω Χώρες’ όπως αναφέρονται και που θα μπορούσαμε να υποθέσουμε οτι αποτελούν εν μέρει τη Γη.  Σε αυτή λοιπόν την πόλη που ονομάζεται Alphaville, και που βρίσκεται σε έναν εντελώς διαφορετικό γαλαξία, ο Caution φαίνεται να αναζητεί κάποιον.  Σύντομα θα αντιληφθεί οτι η πόλη έχει πέσει στα χέρια του σατανικού επιστήμονα Von Braun, ο οποίος μέσω μιας κομποιουτερίστικης διάνοιας (που φαίνεται να τον χρησιμοποιεί ως μια πρώτης τάξεως μαριονέτα), του ALPHA 60, έχει καταφέρει να υποδουλώσει τους πάντες, και να τους καταστήσει άβουλα, ‘μηχανικά’ όντα, χωρίς αισθήματα και την παραμικρή δυνατότητα έκφρασης.  Βέβαια το χειρότερο από όλα είναι ίσως το γεγονός, πως ο ήρωάς μας έχει αρχίσει να ερωτεύεται την κόρη του κακού επιστήμονα, Natacha (Anna Karina).  Δίνοντας μάχη με μια αναπόφευκτη αυτοκαταστροφή, ο Caution θα προσπαθήσει να σώσει την όμορφη Natacha από την διαβολική Alphaville, και να επιστρέψει πίσω στον δικό του κόσμο.  Πόσο απλό όμως είναι να ξεφύγεις από τα δίχτυα μια ορθολογιστικής και λογικής ευφυΐας;

O Jean-Luc Godard είναι ένας σκηνοθέτης που δε χρειάζεται πολλές συστάσεις.  Αποτελώντας αναμφίβολα μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες και φυσιογνωμίες της δεκαετίας του ’60 (κυρίως), αλλά και μετέπειτα, και καταφέρνοντας να παραμείνει στην επιφάνεια των κινηματογραφικών δρώμενων χάρη στην εντελώς πρωτοποριακή του, σκηνοθετική τεχνική, ο Godard κρατά επάξια μια θέση ανάμεσα στους μεγάλους των μεγάλων, και συνεχίζει μέχρι και τις μέρες μας να είναι παραγωγικός και παρόν (τελευταία του ταινία το “Film Socialism” του 2010).
Ο Godard μετράει στο ενεργητικό του περισσότερες από ενενήντα(!) ταινίες, έχει κατακτήσει πάμπολλα βραβεία (τα οποία η στάση του δείχνει πως μάλλον τον αφήνουν και παγερά αδιάφορο), ενώ έχει ασκήσει τεράστια επίδραση σε πολλούς μεταγενέστερους σκηνοθέτες, όπως οι Quentin Tarantino, Martin Scorsese, Jim Jarmusch, Wim Wenders, Ken Loach κ.α.
Την δεκαετία του ΄60 ο Godard θεωρείτο ένα από τα βασικά μέλη του ρεύματος της ‘Nouvelle Vague‘ (‘New Wave’), μιας θα λέγαμε, ομάδας που απαρτιζόταν από Γάλλους κινηματογραφιστές (μιλάμε για τέλη 1950 με δεκαετία του ΄60) οι οποίοι είχαν επηρεαστεί άμεσα από τον Ιταλικό Νεορεαλισμό του ΄40, αλλά και το κλασικό, αμερικανικό Hollywood.  Στη προκειμένη περίπτωση ο Godard αποτελούσε μαζί με τον Francois Truffaut την αφρόκρεμα αυτής της ομάδας, με τον πρώτο να φέρνει ρηξικέλευθες αλλαγές στο κομμάτι της σκηνοθεσίας, ενώ τον δεύτερο στο κομμάτι κυρίως της υπόθεσης και του κοινωνικού προβληματισμού.
Αργότερα οι πορείες τους διαφοροποιήθηκαν αισθητά, όταν μάλιστα ο Godard ακολούθησε μια πιο πολιτικοποιημένη κατεύθυνση, αφορίζοντας μάλιστα την κινηματογραφική ιστορία ως ‘μπουρζουαζε’ και άρα χωρίς καμία αξία.  Παρόλα αυτά, κανείς δεν αμφισβητεί τα διαμάντια που δημιούργησε κατά το παρελθόν, και τα οποία κατάφεραν να σπάσουν τους κλασικούς κώδικες του cinema (με τρόπο ανάλογο αυτού του Carl Dreyer).

Το “A bout de souflle” (1960) εισήγαγε ένα σωρό νέες, σκηνοθετικές τεχνικές, όπως τα jump-cuts (cut στο οποίο δυο διαδοχικές εικόνες του ίδιο αντικειμένου, παρουσιάζονται από δυο διαφορετικές γωνίες λήψεις, που όμως διαφέρουν μεταξύ τους ελάχιστα), το σπάσιμο του δεσίματος του βλέμματος, καθώς και το κοίταγμα των ηθοποιών ακριβώς στην κάμερα (έτσι κι αλλιώς ο Godard είναι γνωστό οτι επιθυμούσε το κινηματογραφικό παιχνίδι να είναι διαρκές ανάμεσα στον ίδιο και το κοινό, συνεπώς ποιος καλύτερος τρόπος να πεις σε έναν θεατή οτι βλέπω ένα προϊόν μυθοπλασίας, από το να βάλεις τον ηθοποιό σου να του μιλά, κοιτώντας τον κατευθείαν στα μάτια;).
Αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα, τα συναντάμε όπως είναι αναμενόμενο και στο “Alphaville” αν και στη προκειμένη περίπτωση φαίνεται πως έχει δωθεί μεγαλύτερη σημασία και στην ίδια την υπόθεση της ταινίας, και οχι μόνο στη σκηνοθεσία αυτής.

Ο Godard έχει δημιουργήσει εδώ ένα γοητευτικό υβρίδιο noir αισθητικής, sci-fi ιστορίας και μοντέρνας σκηνοθεσίας, από αυτή στην οποία υπήρξε πρωτοπόρος.
Η αλήθεια είναι πως μου προκάλεσε εντύπωση ο εναρμονισμός σκηνοθεσίας και ιστορίας της ταινίας, καθώς το είδος το οποίο επέλεξε να παρουσιάσει στην οθόνη, έδενε τέλεια με το σπασμωδικό και εντελώς προσωπικό του, κινηματογραφικό ύφος.  Οι ήρωες του για ακόμη μια φορά αυτοσχεδιάζουν, κοιτούν την κάμερα, κρύβονται πίσω από τοίχους (μικρές, off-screen σκηνές) διαβάζουν αποσπάσματα από βιβλία (κλασικό στοιχείο στις ταινίες του) και μοιάζουν επίτηδες σαν καλοκουρδισμένα ρομπότ τα οποία επιτελούν ένα έργο: αυτό της προβολής του ‘είναι’ του film και οχι του ‘φαίνεσθαι’.  Εξάλλου όπως λέει και ο ίδιος ο Godard: “Οι ηθοποιοί παίζουν ρόλους, δεν είναι οι ρόλοι.  Ποτέ μου δε σκηνοθέτησε ηθοποιούς (…) Τις περισσότερες φορές ωστόσο, αφήνω τους ηθοποιούς να δημιουργήσουν μόνοι τους, τους αφήνω ελεύθερους.  Οχι βέβαια εντελώς ελεύθερους: οφείλουν να ακολουθήσουν έναν συγκεκριμένο δρόμο…” Και τι είναι τελικά μια ταινία του Godard;  Το κατασκεύασμα μιας πνευματικής και διανοητικής διαδικασίας, μπρεχτικής σύλληψης.  Όλα τα υπόλοιπα είναι δευτερευούσης ή και άνευ σημασίας.

Παρόλα αυτά στο “Alphaville” αυτό που συναρπάζει είναι η απλότητα με την οποία έχουν στηθεί τα πράγματα.  Αυτό που σίγουρα προκαλεί τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι το γεγονός πως για τη δημιουργία αυτής της εξω-γαλαξιακής πόλης, δεν έχουν χρησιμοποιηθεί εφέ ή κατασκευασμένα σκηνικά, αλλά οι ίδιοι οι δρόμοι του Παρισιού!  Στην ουσία ο Godard σε πείθει πως αυτοί οι τόσο γνώριμοι δρόμοι, είναι κομμάτια μιας πόλης που σκέφτεται και δρα εντελώς διαφορετικά από τον κόσμο του κεντρικού ήρωα.  Κι όμως, πρόκειται στην ουσία για τον ίδιο ακριβώς τρόπο, τον οποίο μέσα από την υπόθεση, εσύ ώς θεατής αποδέχεσαι να τον αντιμετωπίσεις ως κάτι το ολοκληρωτικά ξένο προς εσένα.
Έπειτα η ταινία εγείρει ένα σωρό θέματα που έχουν να κάνουν με την ανθώπινη φύση και όσα καλά  ή κακά απορρέουν από αυτήν.  Απολυταρχικά καθεστώτα, θρησκεία, αγάπη, συνείδηση, είναι μερικά από τα θέματα που ο Godard φαίνεται να ακουμπάει, χωρίς όμως να έχει τη διάθεση ή την ανάγκη να τα ερευνήσει εις βάθος.  Απλά αποτελούν την κινητήρια δύναμη, προκειμένου η πλοκή της υπόθεσης να προχωρήσει λίγο παραπέρα, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει πως δεν έχουν την δική τους, αλληγορική και μεταφορική εν μέρει σημασία, μέσα στην ταινία.  Για παράδειγμα η υπακοή των πολιτών στην ανώτερη δύναμη του ALPHA 60, του υπολογιστή που κινεί τα νήματα (όπως ακριβώς και ο HALL 9000 στο “2001: A Space Odyssey”) θα μπορούσε να αποτελεί μια ξεκάθαρη νύξη για την επίδραση της τεχνολογίας στον άνθρωπο, και το πόσο εύκολα μπορούμε να αποτελέσουμε έρμαια αυτής.  Από την άλλη όταν έπειτα από την ανάγνωση ενός ποιήματος, αρχίζουν κάποιες μικρο-παρενέργειες στον αρχηγό-υπολογιστή της πόλης, ο Godard ίσως και να μας δίνει μια πιθανή λύση, στο πρόβλημα της εξάπλωσης της τεχνολογίας.  Και ποια είναι αυτή;  Μα φυσικά η λογοτεχνία, η ποίηση και η ίδια η τέχνη γενικότερα.  Αλλά όλα αυτά είναι υποκειμενικά, και φαίνεται πως περισσότερο υπάγονται στον ξεχωριστό, προσωπικό τρόπο με τον οποίο ο καθένας από εμάς θα επιχειρήσει να δώσει μερικές εξηγήσεις στο περιεχόμενο του “Alphaville”.  Μπορεί ο Godard να ήθελα να βάλει τον θεατή σε μια διαδικασία σκέψης, ή απλά έκανε μια τέτοια ταινία γιατί απλά το θεώρησε…cool.  Ποιος ξέρει;
Ιδιαίτερη ταινία το “Alphaville”, σίγουρα δεν είναι για όλα τα γούστα, αλλά για περισσότερο σινεφιλίδικες καταστάσεις.  Παρόλα αυτά αν τη δείτε, σίγουρα θα καταφέρετε να εντοπίσετε ψήγματα αρκετά μεταγενέστερων ταινιών, όπως το “Blade Runner” ή για να το πάω ακόμα πιο μακριά, του “Equilibrium” (2002).
Extra tip:  Τα κοινά της σημεία με την ταινία του Jean Cocteau, “Orpheus’ (1950) είναι κάτι παραπάνω από εμφανή, αν δει κανείς και τις δυο.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι η Anna Karina ήταν εξωφρενικά όμορφη, οτι τα negative shots που βλέπουμε προς το τέλος, μπορεί να είναι και ένα tribute στο “Nosferatu” (1922), μιας που και το όνομα Nosferatu αναφέρεται μέσα στο film και οτι είναι μια ταινία για τους fan.  Κακά τα ψέματα.

No trivia

Ink: When nightmares become real

Γεια σας, γεια σας!  Λοιπόν να πω κάτι για να μη το ξεχάσω κιόλας, από αύριο 17 Μαΐου ξεκινάει για ακόμη μια φορά το ΤΑΙΝΙΟΡΑΜΑ στον κινηματογράφο ΑΣΤΥ, και θα διαρκέσει μέχρι τις 27 Ιουνίου.  Το καθημερινό εισιτήριο, για την παρακολούθηση μέχρι και 3 ταινιών, θα ανέρχεται στα 6 ευρώ, ενώ η κάρτα διαρκείας θα κοστίζει 30 (10 ευρώ λιγότερα δηλαδή από πέρσυ).  Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να επισκεφθείτε το επίσημο πρόγραμμα του φεστιβάλ, να διαλέξετε τις αγαπημένες σας ταινίες και καλή σας προβολή!
Στα δικά μας σήμερα, έχουμε μια ταινιούλα αρκετά περίεργη και αν με ρωτούσε κανείς, θα έλεγα οτι μάλλον είναι και μια ερασιτεχνική προσπάθεια, από την άποψη του γενικότερου τρόπου φιλμαρίσματος.  Ιδιαίτερη υπόθεση και ακόμα πιο ιδιαίτερη εκτέλεση, το “Ink” είναι ένα πολύ ενδιαφέρον δημιούργημα, που αξίζει να δει κάθε λάτρης των indie ταινιών.

Όταν πέφτει η νύχτα και οι άνθρωποι βυθίζονται στον κόσμο του ύπνου και του ασυνείδητου, δυο αντικρουόμενες δυνάμεις κάνουν την εμφάνισή τους, οι μεν με φωτεινούς, και οι δε με σκοτεινούς σκοπούς.  Η μια ‘ομάδα’ είναι υπεύθυνη για όλα τα όμορφα και ελπιδοφόρα όνειρα που μπορεί να δει κανείς στον ύπνο του, καθώς με ένα τους άγγιγμα, γεμίζουν με χαρά, αισιοδοξία και αναζωογονητικές εικόνες, το εκάστοτε άτομο.  Η δεύτερη ‘ομάδα’ όμως, είναι ζοφερή και μίζερη, έρχεται κατά τη διάρκεια του ύπνου και απλώνει την ερεβώδη της σκιά, γεμίζοντας το μυαλό με άσχημες αναμνήσεις, απελπισία και εφιάλτες.  Καμία από τις δυο δεν είναι δυνατόν να γίνει αντιληπτή από τους ανθρώπους ενώ αυτοί είναι ξύπνιοι, αλλά φαίνεται πως η σχέση τους με εμάς, περιορίζεται σε αυτή την αδρανή (φαινομενικά) κατάσταση την οποία όλοι βιώνουμε, κατά τη διάρκεια του ύπνου.  Όταν ένα περίεργο, σκοτεινό πλάσμα που ονομάζεται Ink, αποφασίσει να κάνει την επόμενη κίνηση και να κλέψει την ψυχή ενός μικρού κοριτσιού, προκειμένου να την ανταλλάξει για μια θέση στην πανίσχυρη ομάδα των Incubi (αυτών δηλαδή που είναι υπεύθυνοι για τους εφιάλτες), οι ‘φωτεινοί φύλακες’ θα ξεκινήσουν την υπέρτατη προσπάθεια, προκειμένου να τη σώσουν.  Όταν στην ιστορία μπλεχτεί και ο πατέρα της μικρής, John (Chris Kelly) ο οποίος βρίσκεται χαμένος στο δικό του κόσμο, έπειτα από τον θάνατο την γυναίκας του.  Και ενώ η κορούλα του βρίσκεται σε κωματώδη κατάσταση στο νοσοκομείο, ο ίδιος θα πρέπει να συνεργαστεί υποσυνείδητα με τους καλούς, προκειμένου να την βοηθήσει, πριν να είναι πια αργά…

Ο σκηνοθέτης Jamin Winans, είναι ένας από τους πολλούς ανεξάρτητους δημιουργούς (το “Ink” μάλιστα χρηματοδοτήθηκε από την ανεξάρτητη, εταιρία παραγωγής του ίδιου του Winanas, την Double Edge Films), οι οποίοι κάνουν τα διακριτικά τους περάσματα από τα κινηματογραφικά φεστιβάλ, και περιμένουν τη στιγμή που η ευκαιρία θα τους ‘κάτσει’.  Κάπως έτσι δεν έγινε εξάλλου και πέρσι με τον Nicolas Windign Refn, και το cult status πια, “Drive”;
Αν και σίγουρα οι διαφορές ανάμεσα σε πιο low profile σκηνοθέτες, με άλλους που έχουν κάνει και μερικές πιο mainstream ταινίες, είναι αρκετές, εντούτοις όλοι αυτοί πατούν στην ουσία πάνω στην ίδια βάση.  Στη προκειμένη περίπτωση ο Winans έκανε την πρώτη του εμφάνιση, χάρη σε δυο short films το 2003, τα “Blanston” και “The Maze”.  Ακολούθησε ένα ακόμη το 2005, το “Spin”, ενώ την ίδια χρονιά ήρθε και η πρώτη full length ταινία του, το “11:59”, που αφορά την ιστορία ενός φωτορεπόρτερ που προσπαθεί να θυμηθεί τι έκανε τις τελευταίες, 24 ώρες της ζωής του.
Το “Ink” ήρθε τέσσερα χρόνια αργότερα, και πολλοί έσπευσαν να το αναδείξουν ως το νέο it ταινιάκι, το οποίο συνέκριναν με ήδη cult ταινίες, όπως το “Brazil” του Terry Gilliam, το “Dark City” και το “Donnie Darko”.  Και καλά έκαναν.

Η ταινία αποτελεί μια χαρακτηριστικότατη περίπτωση, των σημειών των καιρών μας.  Και τι εννοώ με αυτό;  Είναι απλό.  Κατάφερε να γίνει αυτό που είναι, μια ενδιαφέρουσα και σπουδαία τολμώ να πω-ιδιαίτερα σκηνοθετικά-ταινία, εντελώς μόνη της και χάρη στις αποκλειστικές προσπάθειες των δημιουργών της.  Πιο συγκεκριμένα, επειδή όπως ήταν φυσικό, κανένα μεγάλο studio δεν αναλάμβανε τη διανομή της (ούτε καν για home distribution), η εταιρία παραγωγής του Winans αποφάσισε να την διανέμει σε ανεξάρτητους κινηματογράφους, DVD, Blu-Ray, αλλά και online, εντελώς μόνη της.  Αυτή η προσωπική διαδικασία, απεέδωσε τελικά καρπούς, όταν η τα ‘κατεβάσματα’ της ταινίας από bit-torrent λογαριασμούς, ανήλθαν στις 400.000(!) σε μια εβδομάδα μόλις(!!), γεγονός που οδήγησε σε ακόμα μεγαλύτερη αύξηση των αγορών της ταινίας, σε DVD και Blu-Ray.  Το “Ink” αποδεικνύει σίγουρα οτι δε χρειάζεσαι πολλά για να καταστήσεις το προϊόν σου αναγνωρίσιμο, ε εντάξει ακόμα και όταν καταφεύγεις στο να “embraced the piracy” όπως ανέφεραν χαρακτηριστικά οι δημιουργοί της ταινίας.

Εκτός όμως όλων των διαφημιστικών και προωθητικών θεμάτων της ταινίας, αξίζει να την ανακαλύψετε και να την δείτε, για ποικίλους λόγους.
Αρχικά αν είστε fan των sci-fi, φαντασιακών ταινιών, τότε σίγουρα το “Ink” είναι για τα γούστα σας, καθώς και μόνο η υπόθεση είναι κάτι εξολοκλήρου φανταστικό και άκρως εντυπωσιακό.  Οι εναλλακτικές της πινελιές, και κυρίως η σκηνοθεσία της, την καθιστούν ένα πραγματικό έργο τέχνης που ξεχωρίζει και το οποίο εύκολα θα μπορούσα να δω μέσα σε κάποια ομάδα σύγχρονων, avant-garde δημιουργημάτων.
Οτι μπορεί να φανταστεί κανείς από πλευράς στιλιζαρίσματος, πλάνων, εικόνας, σκηνοθεσίας, τα πάντα, εμπεριέχονται σε αυτή τη ταινία, με τρόπο που εντείνει ακόμα περισσότερο την ονειρική της διάσταση.  Γεγονός είναι πως τα βασικά μοτίβα που επαναλαμβάνονται εδώ έχουν να κάνουν με έννοιες όπως η λήθη, η θύμηση, το ασυνείδητο, το υποσυνείδητο, ο κόσμος των ονείρων και αυτός που γεννά τους εφιάλτες, πράγματα δηλαδή δύσκολα να αποδοθούν στο κινηματογραφικό πανί, ιδιαίτερα όταν δεν έχεις στη διάθεσή σου τα απαραίτητα μέσα.  Κι όμως, η παρουσίαση όλων αυτών των διαφορετικών νοητικών στρωμάτων, όπως αυτά  προέρχονται από την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη, είναι κάτι το υπέροχο να το παρακολουθείς, καθώς υπόκεινται σε διερεύνηση μέσω του σημαντικότερου κομματιού μιας ταινίας: της σκηνοθεσίας.

Ο αποχρωματισμός και αντίθετα ο υπερχωματισμός των εικόνων είναι χαρακτηριστικός, και ακολουθεί το φιλμ σε όλη του τη διάρκεια, μέχρι και το τέλος.  Με ζωηρό, χρυσαφένιο χρώμα που νομίζεις οτι θα πάρει φωτιά, είναι φτιαγμένος ο κόσμος των “storytellers” όπως ονομάζονται οι καλοί, ενώ στην αντίθετη περίπτωση, ο κόσμος των Incubi είναι χλομός, παγωμένος και δυσοίωνος, με κάθε απόχρωση του μπλε, γκρίζου και μαύρου να ξεχύνονται μέσα από την εικόνα.  Ιδιαίτερη εντύπωση μου προκάλεσε και η παρουσία μιας έντονης, σχεδόν φλούο, πράσινη απόχρωσης η οποία προσέδιδε μια φουτουριστική, hi-tech πινελιά στο άνδρο των Incubi (ή μπορεί απλώς να παρέπεμπε στην αρρωστημένη ατμόσφαιρα του πράσινου χρώματος, στο “Natural Born Killers”.  Who knows?).  Η χρήση φίλτρων και διαφορετικών φακών επίσης, έκαναν ακόμη πιο αισθητή τη διαφοροποίηση πραγματικότητας-ονείρων, ενώ και τα διαρκή cuts υποδήλωναν πως ακόμα και στη πραγματική, χειροπιαστή ζωή του μπαμπά John, τα πράγματα δεν ήταν τόσο καλά (θυμηθείτε τις σκηνές με τη χρήση των ναρκωτικών στο “Requiem for a Dream” και θα καταλάβετε τι εννοώ).  Άγχος, αγωνία και εντυπωσιακές σκηνές δράσεις, όλα υποδηλώνονται ξεκάθαρα μέσα από τα διαρκή cuts, αλλά και τα freeze frames, με τα οποία ο σκηνοθέτης δίνει ακόμα περισσότερο μια καλλιτεχνίζουσα αισθητική στη ταινία.

Φυσικά υπάρχουν και αρκετά flashbacks προκειμένου να ενώνεται αρμονικά το παρόν με το παρελθόν, σκηνοθεσία που χαρακτηρίζεται από αμέτρητα κοντινά, contre plongee (η λήξη ενός ατόμου από κάτω, προς τα πάνω) κ.α στους κεντρικούς ήρωες, εξάρσεις χρωμάτων, ειδικά εφέ (αρκετά καλά για μια τέτοια ταινία), εντυπωσιακούς χαρακτήρες (για τη δημιουργία των Incubi, έχει τοποθετηθεί μπροστά από το πρόσωπό τους ένα διάφανο κομμάτι, προφανώς πλεξιγκλάς, αλλά που μοιάζει και με γυαλί, γεγονός που παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά τους και τους κάνει ακόμα πιο απειλητικούς.  Αν έπρεπε να μαντέψω θα έλεγα πως η ιδέα ίσως και να ήρθε από την avant-garde Αμερικανίδα σκηνοθέτιδα, χορεύτρια, ηθοποιό Maya Deren, και την ταινία της “Meshes of the Afternoon”).  Πραγματικά όσα και να πω για τη σκηνοθεσία, είναι σίγουρο οτι θα ξεχάσω κάτι, οπότε μπορείτε να ανακαλύψετε ακόμα περισσότερα, βλέποντάς την.
Τέλος και οι ερμηνείες είναι πολύ καλές (απρόσμενα καλές θα έλεγα), αποτελώντας το κερασάκι αυτής της-κακώς-μιουταρισμένης, άγνωστης ταινίας, που αγγίζει τα όρια του experimental film.  Και ίσως να τα ξεπερνάει.  Βρείτε την, δείτε την και εδώ είμαστε…

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι το soundtrack είναι εξαιρετικό, οτι το Ink θα μπορούσε να βγαίνει από το Inc-ubi, ως η προγενέστερη των Incubi μορφή του πλάσματος και οτι ο Ink κρύβει ένα μεγάλο μυστικό που αποκαλύπτεται στο τέλος.  Και είναι τόσο καλό.

No trivia

Χμμμ Elijah, κι εσύ εδώ;

ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

The Little Girl Who Was Frogotten…, by Katytowell

The Avengers: Hulk. Smash.

Θα έλεγα καλή εβδομάδα, πραγματικά θα το έκανα.  Ήμουν προετοιμασμένη δηλαδή να γυρίσω σήμερα Δευτέρα στο σπιτάκι μου, να γράψω για το πολύ καλό Avengers που είδα τη Παρασκευή το βράδυ και όλα καλά.  Βεβαίως επειδή υπολόγιζα χωρίς τον ξενοδόχο και χωρίς τη Χρυσή Αυγή, η διάθεσή μου σήμερα δεν είναι και τόσο καλή.  Δε νομίζω να έχω όρεξη να σχολιάσω τα εκλογικά αποτελέσματα, ούτε το-οπωσδήποτε-χέσιμο του Τσίπρα, οχι από χαρά, αλλά από φόβο πια, τις στιγμές που καταμετρούνταν οι ψήφοι.  Το μόνο που θα ήθελα να πω είναι, πως είμαστε άξιοι της μοίρας μας.  Είτε ψηφίζουμε με βάση την οικογενιοκρατική τακτική που περνάει από γενιά σε γενιά, είτε ψηφίζουμε από αντίδραση απέναντι σε όσους-στο μεγαλύτερο ποσοστό-μας έφεραν εδώ που είμαστε σήμερα, καλά να πάθουμε.  Παίρνουμε οτι μας αξίζει.  Ελληνικό φιλότιμο;  Ελληνική ιστορία;  Ελληνική ομορφιά;  Φυσικά…’θαυμάστε μας’.  Ντρέπομαι.

O Nick Fury (Samuel L. Jackson) αρχηγός της υπηρεσίας S.H.I.E.L.D, υπεύθυνη για την διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης, αναγκάζεται να συγκεντρώσει όλους τους super-heroes που έχει στη διάθεσή της η Γη (και οχι μόνο), προκειμένου να καταφέρουν όλοι μαζί να δώσουν ένα τέλος στα σατανικά σχέδια του εξωγήινου Loki (Tom Hiddleston) που απειλεί να υποτάξει ολόκληρη την ανθρωπότητα, χάρη σε μια πανίσχυρη πηγή ενέργειας, το “Tesseraction”.  Ή κάπως έτσι τέλος πάντων.  Όπως είναι αναμενόμενο οι super ντούπερ ήρωες αποφασίζουν να κάνουν τη χάρη και σε εμάς τους απλούς θνητούς και να μας σώσουν για εκατομμυριοστή φορά.  Βέβαια πριν το κάνουν αυτό, θα πρέπει να επιλύσουν τα μεταξύ τους θεματάκια, που εκτείνονται από την ανταγωνιστικότητα του αλαζόνα Iron Man (Robert Downey Jr.) και του πατριώτη Captain America (Chris Evans), μέχρι την αντιμετώπιση των προσωπικών προβλημάτων των δυο αδελφών Loki και Thor (Chris Hemsworth) και την αυτοσυγκράτηση του Hulk (Mark Ruffalo) προκειμένου να μη τα κάνει όλα ρημαδιό.  Και όλα αυτά κάτω από το άγρυπνο μισο-βλέμμα του εργοδότη τους, Nick Fury.  Here comes trouble.
Απ’οτι φαίνεται το όνομα του Joss Whedon πρόκειται να το συναντάμε από εδώ και πέρα πολύ συχνά, μιας που μετά από το πολύ έξυπνο και cult πια σενάριο του πρόσφατου “The Cabin in the Woods” για το οποίο είναι υπεύθυνος, βούτηξε αμέσως στα βαθιά, σκηνοθετώντας την κατά πολλούς, καλύτερη ταινία με super ήρωες που έγινε ποτέ.
Για την ιστορία να πούμε οτι μπορεί ο Whedon να μη διαθέτει μεγάλη γκάμα κινηματογραφικών ταινιών, παρόλα αυτά αποτελεί τον σκηνοθέτη μιας από τις πιο επιτυχημένης σειρές φαντασίας και πιο συγκεκριμένα αυτή της “Buffy: The Vampire Slayer”.  Επίσης για να σας πείσουμε ακόμη περισσότερο για το ταλέντου αυτού του ανθρώπου, τόσο σε επίπεδο σκηνοθεσίας, όσο και σεναρίου, να σας θυμίσουμε οτι αποτέλεσε τον δημιουργό του σεναρίου του πρώτου “Toy Story” (1995), για το οποίο κέρδισε και την μοναδική μέχρι σήμερα υποψηφιότητά του για Oscar. 
Μπορεί μέχρι και πριν από τους Avengers, το όνομά του να μη το ακούγαμε καθόλου (ιδιαίτερα σε ότι αφορά τη σκηνοθεσία), όμως φαίνεται πως μετά από την τεράστια, παγκόσμια επιτυχία της νέας του ταινίας, ο Whedon θα βάλει πλώρη για πολλά και καλά πράγματα.
Σήμερα μάλιστα έγινε γνωστό πως το άνοιγμα των Avengers στην Αμερική (ναι, ναι, πρώτα ήρθε σε εμάς και μετά στο Αμέρικα), αποτέλεσε το καλύτερο όλων των εποχών, με τις εισπράξεις του Σαββατοκύριακου να αγγίζουν τα $200,3 εκατομμύρια!  Η προηγούμενη ταινία που κρατούσε τα σκήπτρα της πρωτιάς, ήταν η τελευταία ταινία του Harry Potter, “Harry Potter and the Deathly Hallows, part 2”.  Καθόλου άσχημα δηλαδή για έναν κατεξοχήν τηλεοπτικό σκηνοθέτη, ο οποίος μόλις με τη δεύτερη κινηματογραφική του δουλειά, κατάφερε να σπάσει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο.
Η αλήθεια είναι πως το “The Avengers” αποτελεί μια θεαματική, καλοσκηνοθετημένη περιπέτεια, με μπόλικο καλό χιούμορ, δολοφονικές ατάκες και πολύ καλή χημεία ανάμεσα στους ηθοποιούς.  Αν και προσωπικά πιστεύω οτι παραέχει γίνει χαμός με τη ταινία, εντούτοις δε μπορώ παρά να παραδεχτώ οτι είναι μια ‘μεταφορά’ όπως ακριβώς πρέπει, για το story και τον μύθο που κουβαλάει.
Βασισμένη στα comics και το όραμα των Stan Lee και Jack Kirby, η δημιουργία του Joss Whedon αποτελεί την καλύτερη μέχρι τώρα παρουσία των ηρώων της Marvel, ακόμα και όταν μιλάμε για την ‘προσωπική’ ταινία του καθενός.  
Κακά τα ψέματα ο Hulk έχει υποστεί ίσως τον μεγαλύτερο, κινηματογραφικό ‘βιασμό’, μιας που μπορεί οι ταινίες του να είχαν κάθε καλή πρόθεση, αλλά το αποτέλεσμα μάλλον έλεγε άλλα.  Ο Eric Bana δεν ήταν κακός, αλλά για κάποιον λόγο ο Hulk δε του πήγαινε.  Το ίδιο συνέβη και με τον Edward Norton ο οποίος έμοιαζε τελείως εκτός τόπου και χρόνου, υποδυόμενος έναν χαρακτήρα που δεν είχε απολύτως καμία σχέση, με τους μέχρι τότε ρόλους του.  Η δικαίωση παρόλα αυτά του πράσινου τσαντίλα, ήρθε μέσα από τους Εκδικητές, οπού παρουσιάστηκε πιο ώριμος, κατασταλαγμένος και απρόσμενα συγκρατημένος, από κάθε άλλη φορά, βρίσκοντας τον ιδανικό Bruce Banner στο πρόσωπο του Ruffalo.
Από την άλλη πλευρά ήταν σίγουρα ενδιαφέρον το οτι είδαμε επιτέλους στη μεγάλη οθόνη ήρωες που δεν είχαμε απολαύσει ξανά, όπως τον Thor και τον Captain America, αλλά επίσης οι ταινίες τους έμοιαζαν λίγο συγκεχυμένες και βεβιασμένες.  Η μοναδική εξαίρεση στον κανόνα φαίνεται πως ήταν η πρώτη ταινία του Iron Man, καθώς ο Robert Downey ήταν η επιτομή του γόη εκατομμυριούχου που απλά κάνει ότι του καπνίσει.  Η δεύτερη ταινία του ωστόσο, δεν ήταν σε καμία περίπτωση το ίδιο καλή με τη πρώτη και κάπου το πράγμα πήγαινε να καεί.  Μέχρι δηλαδή να έρθουν οι Avengers και να δώσουν μια καλή εξιλεωτική σφαλιάρα σε όλους, καθιστώντας τους στη στιγμή εντυπωσιακούς σωτήρες της ανθρωπότητας.
Το σενάριο των Whedon-Zak Penn (ο οποίος ειδικεύεται σε σουπερηρωικές καταστάσεις) δίνει το απαραίτητο boost σε μια φαντασμαγορία εκρήξεων, πυροβολισμών, εντυπωσιακότατων εφέ (πως δε θα μπορούσε άλλωστε, από τη στιγμή που το budget της ανέρχεται στα…$200 εκατομμύρια;) και ακατάπαυστης δράσης, σε πράγματα δηλαδή που θα μπορούσαν πολύ εύκολα να καταδικάσουν μια τέτοια ταινία, στα Τάρταρα του παγκόσμιου box-office και της συνείδησης των απανταχού nerds (είμαστε πολλοί!).
Η σκηνοθεσία του Whedon ήταν εξίσου καλή, αφού αποφεύγει μαεστρικά το σκόπελο του Michael Bay.  Και τι εννοώ με αυτό;  Μα πολύ απλά οτι απολαμβάνεις τη περιπέτεια στο φουλ, χωρίς να είσαι υποχρεωμένος να καταφεύγεις σε εικασίες, σχετικά με το τι βλέπεις.  Ξεκάθαρη εικόνα, μακρινά πλάνα όταν το απαιτεί η περίσταση και αφιέρωση χρόνου στον κάθε χαρακτήρα, προκειμένου να αναπτυχθεί επαρκώς και χωρίς ελλείψεις.  Άντε τώρα κάτσε να μαντέψεις τι βλέπεις σε κάθε πλάνο των “Transformers” του Bay, και εγώ θα σε κεράσω θεσσαλονικιώτικο κουλούρι.
Τις κάνα δυο ενστάσεις μου θα τις πω όμως.  ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ SPOILERS!!! Πρώτον οι κακοί Chitauri ακόλουθοι του Loki δεν ήταν και τόσο κακοί, καθώς μάλλον εξαφανίζονταν εύκολα κάτω από το βάρος της ασπίδας του Captain America και του αστραπόσφυρου του Thor, ενώ βρήκα και τελείως παράλογη και βεβιασμένη την απόφαση του υψηλά ιστάμενου συμβουλίου να εξαπολύσει τόσο σύντομα τον πυρηνικό της όλεθρο, προκειμένου να προστατέψει τη πόλη από τις ορδές των μουμιο-ζομπο-εξωγήινων.  Ο μόνος λόγος για τον οποίο μπορώ να σκεφτώ οτι οι κακοί δεν ήταν και τόσο σκληροπυρηνικοί, είναι το γεγονός οτι θα ακολουθήσει-όπως όλα δείχνουν-και sequel.  Συνεπώς εάν από τώρα βλέπαμε κάποιον απόλυτα επικίνδυνο εχθρό και μάλιστα δύσκολα αντιμετωπίσιμο, τότε στην επόμενη ταινία η ομάδα μας τι θα αντιμετώπιζε;  Και δεύτερον ο Loki όσο απειλητικός και χαιρέκακος και αν εμφανιζόταν στο “Thor”, εδώ ήταν περισσότερο σαν κακομαθημένο, χαζό πιτσιρίκι που δεν είχε καμία δυναμική και καμία ουσία.  Όσο ωραία και ειλικρινά και αν προσπάθησε ο Hiddleston να αποδώσει τον ρόλο του, νομίζω οτι κάπου ήταν καταδικασμένος εξαιτίας της…ηλιθιότητάς του.  Too bad.

Στα θετικά μπαίνουν σαφέστατα όλοι οι ήρωες οι οποίοι δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό.  Η προσθήκη επίσης του Jeremy Renner στον ρόλο του Hawkeye ήταν σίγουρα από τα καλύτερα πράγματα της ταινίας, όπως βέβαια και αυτή του Ruffalo ο οποίος έδωσε στον Hulk αυτό ακριβώς που του έλειπε: ψυχή.
Η χημεία του Downey με τον απρόσμενα καλό, Evans ήταν εμφανέστατη όσον αφορά τη διαρκή τους κόντρα, η Johansson έδωσε την απαραίτητη sexy πλευρά, ενώ και ο Samuel φόρεσε έναν ρόλο κομμένο και ραμένο στα μέτρα του.
Τι άλλο να πει κανείς για μια καθαρόαιμη περιπέτεια, από αυτές που απολαμβάνουμε να βλέπουμε το καλοκαιράκι;  Επόμενος σταθμός “Prometheus” και “The Dark Knight Rises”.
Joss Whedon πέτυχες διάνα.  Ωραία σκηνοθεσία, εξαιρετικά εφέ, ωραίες ατάκες, καθόλου κλαψιμέϊκο δράμα (tragic), καλογραμμένο σενάριο και right to the point χαρακτήρες.  Well done Joss, well done.

Tι έμαθα από τη ταινία:  Οτι ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ είδα μια φαρέτρα να αδειάζει από βέλη.  Κάπως καθυστερημένα μεν, να αδειάζει δε, οτι τα κοντινά στο από πίσω της Scarlet δεν ήταν πολλά (sorry guyz) και οτι ο Hulk αποτελεί από μόνος του ομάδα.  Σίγουρα.

No trivia


ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

 The Avengers ’78 promo. Απλά δείτε το…

Pig: What if all of your memories were lost?

Hello again!  Σήμερα έχουμε στο menu μια ακόμη ταινία από το πρόσφατο φεστιβάλ του Φανταστικού που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα και νομίζω πως από τις τρεις που παρακολούθησα, αυτή ήταν η αγαπημένη μου.  Ο τίτλος της είναι λίγο διφορούμενος, καθώς μπορεί ο καθένας να τον ερμηνεύσει με έναν δικό του τρόπο αφού την δει.  Πάντως μπορώ με βεβαιότητα να σας πω οτι στη συγκεκριμένη ταινία, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.  Ούτε καν ο τίτλος της.  “Pig” λοιπόν.

Ο πρωταγωνιστής μας (Rudolf Martin) συνέρχεται έπειτα από την απώλεια των αισθήσεών του, μόνο για να συνειδητοποιήσει οτι βρίσκεται με δεμένα χέρια και μια μαύρη κουκούλα στο κεφάλι, στη μέση της ερήμου.  Ακόμα χειρότερα φαίνεται πως δεν έχει την παραμικρή ιδέα οχι μόνο για το που βρίσκεται, αλλά και για το ποιος είναι.  Χωρίς ιδιαίτερο προορισμό, ξεκινάει να περπατάει εν μέσω της ερήμου, μέχρι που οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν και σωριάζεται και πάλι κάτω λιπόθυμος.  Αργότερα θα ξυπνήσει σε ένα αναπαυτικό κρεβάτι και με μια γυναίκα να τον παρατηρεί από δίπλα του, με μεγάλο ενδιαφέρον.  Του αποκαλύπτει οτι τον βρήκε τυχαία με το αυτοκίνητό της και εκείνος της εκμυστηρεύεται οτι δεν έχει ιδέα τι του έχει συμβεί.  Η γυναίκα θα αποφασίσει να τον κρατήσει στο σπίτι της και να τον περιποιηθεί, όσο εκείνος αρχίσει να συλλέγει στοιχεία, προκειμένου να βγάλει κάποιο συμπέρασμα σχετικά με την περίεργη κατάσταση στην οποία έχει μπλεχτεί.  Η ιστορία του θα ξεκινήσει από ένα χαρτάκι που θα βρει στη τσέπη του, πάνω στο οποίο υπάρχουν ένα όνομα και ένα τηλέφωνο…

Τέταρτη δουλειά του σκηνοθέτη Henry Barrial, και αν και δεν έχω δει τις προηγούμενές του, παίρνω το θάρρος να πω οτι ίσως είναι και η καλύτερή του μέχρι τώρα.
Στη προκειμένη περίπτωση μάλλον μιλάμε για έναν σκηνοθέτη low profile, οι ταινίες του οποίου κάνουν τα περασματάκια τους από τα διάφορα, πιο ανεξάρτητα κινηματογραφικά φεστιβάλ.  Κάπως έτσι και το “Pig” ήταν υποψήφιο για το Grand Jury Prize στο φεστιβάλ του Sundance, ενώ κέρδισε και το βραβείο Καλύτερου Sci-Fi φιλμ στο London Sci-Fi Festival.
Βέβαια το γεγονός οτι η σημερινή μας ταινία αποτελεί μια καθαρά indie επιλογή, δε σημαίνει πως δεν έχει και τις επιρροές της, από άλλες ταινίες και συγκεκριμένα τα τεχνικά και σεναριακά της δάνεια, από μεγάλους σκηνοθέτες.  Έτσι δεν είναι τυχαίο το γεγονός οτι από την αρχή σχεδόν της ταινίας το story μπορεί να θυμίσει στους περισσότερους το “Memento” του Christopher Nolan.  Και εκεί έχουμε έναν άντρα ήρωα ο οποίος προσπαθεί να συνθέσει κομματάκι-κομματάκι όλα τα στοιχεία που του δίνονται, προκειμένου να εντοπίσει τον άντρα που νομίζει πως δολοφόνησε τη γυναίκα του.  Και ο Guy Pierce υποδύεται έναν άνθρωπο με απώλεια μνήμης, ωθώντας την εξέλιξη βέβαια της ταινίας λίγο ανάποδα, γεγονός που δε το συναντάμε εδώ, καθώς μη ξεχνάτε οτι πρόκειται για έν καθαρά επιστημονικής φαντασίας φιλμ.  Παρόλα αυτά οι ομοιότητες τους είναι εμφανείς και η επίδραση του “Memento” μόνο θετική μπορεί να χαρακτηριστεί για το “Pig”.

Η ταινία ακολουθεί κατά πόδας τον ήρωα ο οποίος επιδίδεται σε ένα καθημερινό αγώνα ανακάλυψης στοιχείων, τα οποία τον φέρνουν ολοένα και περισσότερο πιο κοντά στην συνταρακτική αλήθεια.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι πιστεύω πως όσοι από εσάς έχετε δει το “The Machinist” με τον Christian Bale, τότε θα σας αρέσει σίγουρα το “Pig” καθώς θα έλεγα οτι πρόκειται για μια πιο ελευθερίζουσα σκηνοθετική ματιά, πάνω σε ένα σχεδόν ίδιο σενάριο.  Αλλά όπως είπα και πριν, έχετε στο μυαλό σας οτι το στοιχείο της φαντασίας παίζει πολύ εδώ.  Και φυσικά δεν είναι κακό να παραδεχθούμε πως η ερμηνεία του Rudolph Martin, δε μπορεί να συγκριθεί με αυτή του Bale.
Γενικά η αίσθηση που μου άφησε ήταν πολύ καλή, γιατί ενώ φαίνεται πως είναι μια ταινία που έχει γυριστεί με περιορισμένο budget, εντούτοις έχει καταφέρει να διατηρήσει ένα πολύ καλό επίπεδο, τόσο όσον αφορά τη σκηνοθεσία, αλλά και το σενάριο.

Η σκηνοθεσία κρατάει ένα, κατά κάποιον τρόπο, ερασιτεχνικό ύφος με την κάμερα να κινείται βίαια σε στιγμές, άλλες φορές να παρουσιάζει την εικόνα στο φλου και άλλες πάλι να επικεντρώνεται με πολύ κοντινά πλάνα (tres gros plan) στον ταραγμένο πρωταγωνιστή.  Αναπόσπαστο κομμάτι βέβαια είναι και τα ξαφνικά black outs του ήρωα, στα οποία εμείς έχουμε τη δυνατότητα να δούμε μόνο στιγμές ενός μπερδεμένου νου και μερικών συγχυσμένων στιγμών του παρελθόντος, που αποδεικνύουν οτι κάτι περίεργο έχει συμβεί στη ζωή του άντρα.
Κατά τα άλλα αν και ανήκει στη κατηγορία του sci-fi είδους, ακολουθεί μια αφηγηματική στρωτή, με τα μοναδικά διαφοροποιούμενα κομμάτια να περιορίζονται στις flashback στιγμές και την αναζήτηση της αλήθειας κάπου στην ‘καμμένη’ χρωματικά πραγματικότητα των αναμνήσεων.  Αξίζει να αναφέρω κάπου εδώ πως οι διάσπαρτες αναμνήσεις του πρωταγωνιστή, εμφανίζονται στην οθόνη ξαφνικά και συνήθως ακολουθούν μια έντονης και κοφτής μουσικής, που μπορεί να σας τρομάξει κιόλας, θέλοντας προφανώς να εντείνει ακόμα περισσότερο τον περίεργο και ανήσυχο ψυχισμό του άντρα.

Η παρουσία ορισμένων οπτικών εφέ είναι αρκετά καλή και πειστική, αν και θα μπορούσε κανείς να τη χαρακτηρίσει και ολίγον ερασιτεχνική.  Από τη στιγμή όμως που η ταινία είναι εκ βάσεως μια ανεξάρτητη προσπάθεια, μπορείς να το παραβλέψεις αυτό και απλά να απολαύσεις την πολύ καλή της υπόθεση.  Θα ήθελα να πω οτι είναι σφιχτοδεμένη, αλλά δε θα μου το επέτρεπαν αυτό μερικές απορίες που μου δημιουργήθηκαν έπειτα από το τέλος της.  Δε ξέρω αν ο σκοπός του σκηνοθέτη ήταν να σου αφήσει έτσι κι αλλιώς κάποια αναπάντητα ερωτήματα, αλλά αν μερικές τρυπούλες (τόσες δα) είχαν κλείσει, τότε θα μιλούσα για μια πραγματικά άψογα δεμένη ιστορία.
Από πλευράς ερμηνειών ο πρωταγωνιστής κάνει οτι μπορεί για να κρατήσει πάνω του όλη τη ταινία, και σε ένα μεγάλο βαθμό το καταφέρνει.  Η μοναδική μου ένσταση είναι πως ίσως κάποιες φορές να φαντάζει περισσότερο ξύλινος ή μηχανικός απ’οτι θα έπρεπε, αλλά και πάλι καταφέρνει να περάσει την προσωπικότητα ενός χαμένου ανθρώπου που απλά προσπαθεί να ξαναβρεί την ταυτότητά του.
Και το υπόλοιπο cast είναι αρκετά ενδιαφέρον, χωρίς όμως κάποιον να ξεχωρίζει ιδιαίτερα.
Το “Pig” είναι ένα ενδιαφέρον ταινιάκι που έχει τη δική του αξία, φιλοσοφική και καλλιτεχνική, και αξίζει να το δείτε, όταν καταφέρετε να το βρείτε κάπου στο αχανές διαδίκτυο.  Σίγουρα θα σας θυμίσει αρκετές ακόμα ταινίες, παρόλα αυτά καταφέρνει να διατηρήσει και τη δική του, μοναδική βάση μέσα στον τεράστιο χαμό των ανεξάρτητων ταινιών.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι τα χαβανέζικα πουκάμισα είναι τελικά της μόδας, οτι δε πρέπει να εμπιστεύεσαι κανέναν όταν η μνήμη σου σε απατά, και οτι όταν συνειδητοποιείς οτι ξέρεις να μιλάς και άλλες γλώσσες από αυτές που…φυσικά ξέρεις, τότε πρέπει να ψυλιαστείς οτι κάτι δε πάει καλά…

No trivia


ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Teru Teru Bozu

Transfer: An aging spirit, seeks a young body…to live forever

Καλημέρα καλημέρα!  Και πραγματικά τι καλή ημέρα!  Επιτέλους δηλαδή, και για να πω την αμαρτία μου με το ζόρι κρατιέμαι μέσα στο σπίτι και δε παίρνω τους δρόμους να πάω βόλτα.  Αλλά ας είναι, θα κάτσω εδώ για να προτείνω μια ακόμη ταινία που ελπίζω να σας αρέσει και να την δείτε σύντομα.  Σήμερα λοιπόν έχουμε μια ακόμη ταινία από το Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Φανταστικού που πραγματοποιήθηκε πριν από μερικές μέρες στην Αθήνα, ομολογουμένως με μεγάλη επιτυχία και μερικές πολύ ενδιαφέρουσες ταινιακές επιλογές.  Μια από αυτές αποτελεί και το γερμανικό “Transfer” που πατάει σε μια πολύ πρωτότυπη βάση προκειμένου να θέσει ερωτήματα ζωής.  Μη ξεχνάτε από σήμερα ξεκινάει και το Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, αν και σήμερα δέχεται κοινό μόνο με προσκλήσεις.  Συνεπώς από αύριο ρίξτε του μια ματιά, καθώς και εκεί οι επιλογές είναι πολλές και καλές.  Ξεκινάμε λοιπόν…

Σε ένα οχι και τόσο μακρινό μέλλον, ένας επιστήμονας εφευρίσκει μια μέθοδο με την οποία το πνεύμα, η προσωπικότητα και οι μνήμες ενός ατόμου, έχουν τη δυνατότητα να μεταβιβάζονται σε ένα άλλο, νεότερο και υγιές σώμα, δίνοντας έτσι την ευκαιρία πλέον στους ανθρώπους να ζουν ουσιαστικά αιώνια.  Όπως είναι όμως φυσικό, αυτό το πλεονέκτημα πάνω στη ζωή, θα το έχουν μόνο λίγοι και συγκεκριμένα οι πλούσιοι (no surprise there) οι οποίοι διαθέτουν και το παραδάκι για αυτή την λεπτή και ακριβοθώρητη διαδικασία.  Το πράγμα έχει ακόμα περισσότερο ζουμί παρακάτω, όταν γίνεται εμφανές οτι τα σώματα που επιλέγονται ως ‘δοχεία’ είναι αυτά νεαρών Αφρικανών, οι οποίοι σε μια προσπάθεια να προσφέρουν μια καλύτερη τύχη στις οικογένειές τους και να τις γλυτώσουν από την πείνα, προσφέρονται εθελοντικά ως βορά στα χέρια των τρελών επιστημόνων και των ματαιόδοξων ραμολιμέντων.  Υπάρχει όμως και μια βασική λεπτομέρεια: κάθε βράδυ οι original ‘ένοικοι’ του σώματος, έχουν την δυνατότητα να ξυπνούν και να παίρνουν τον έλεγχο του κορμιού τους, για τέσσερις ώρες, την ίδια στιγμή που μέσα στο ίδιο σώμα, το πνεύμα και η προσωπικότητα του ‘ενοικιαστή’ βρίσκονται σε λήθαργο.  Αυτό το μικρό παραθυράκι όμως μπορεί να δώσει τη δυνατότητα στον δέκτη, να σπάσει τα δεσμά του επιστημονικού αυτού πειράματος στο οποίο είχε συμφωνήσει, και να διεκδικήσει την πραγματική του ελευθερία.  Με ποιο τίμημα όμως;

Ο Κροάτης σκηνοθέτης Damir Lukacevic (μμμ ενδιαφέρον το γεγονός οτι και στη προηγούμενη ταινία που είχα ανεβάσει στο blog, ο σκηνοθέτης ήταν από την Κροατία) δημιουργεί ένα ηθογραφικό δράμα, επιστημονικής φαντασίας που προκαλεί με την πρωτοτυπία του και την διορατικότητά του.
Χωρίς να μετράει κάποια μεγάλη καριέρα (ούτε και στη χώρα του πια, τη Γερμανία) ο Lukacevic καταφέρνει να δημιουργήσει ένα ενδιαφέρον κομμάτι φαντασίας, με ελάχιστα μέσα και σε σημεία, φουτουριστική σκηνοθεσία, που στην τελική δεν έχει και τίποτα να ζηλέψει από αντίστοιχες μεγάλες, χολιγουντιανές παραγωγές.
Το “Transfer” μετράει και ένα μικρό, αλλά υπαρκτό πέρασμα από τα κινηματογραφικά φεστιβάλ (όπως δηλαδή γίνεται συνήθως με αυτού του είδους τις ταινίες) που καταπιάνονται με το θέμα του φανταστικού, κερδίζοντας διακρίσεις και προκαλώντας ευχάριστη έκπληξη στο κοινό.
Το μόνο αρνητικό που θα μπορούσα να βρω στη συγκεκριμένη ταινία, είναι οι λίγο ξύλινες ερμηνείες του έγχρωμου, πρωταγωνιστικού διδύμου και κυρίως του άντρα, που κάποιες φορές μοιάζει λες και είναι πραγματικά στον κόσμο του.  Αν κρίνει μάλιστα κανείς και τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στην τραγική παρωδία βρικολάκων, “Vampires Suck” (2010), καταλαβαίνει οτι αυτό που είπα παραπάνω, ίσως και να μην απέχει τελικά και τόσο από την πραγματικότητα.  Τώρα το πως πάει κανείς από μια ταινία όπως το “Transfer” στο “Vampire Suck” θα σας γελάσω.  Ή μάλλον οχι.  Ξέρουμε πως.  If you know what i mean.

Το γεγονός παρόλα αυτά της ανεπαρκούς ερμηνείας του BJ. Britt, δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα στις προθέσεις του σκηνοθέτη και την εξαιρετικά δοσμένη ατμόσφαιρα ενός κόσμου που αλλάζει επικίνδυνα, οδεύοντας προς μια αρρωστημένη πραγματικότητα.
Στο “Transfer” μπορεί κανείς να εντοπίσει ψήγματα γνωστών, sci-fi ταινιών όπως το εξαιρετικό “Gattaca” (1997) ή το μπλοκμπαστερικό “The Island” (2005).  Παρόλα αυτά ακόμα και τότε γίνεται κατανοητό οτι ο Lukacevic επιθυμεί να επικεντρωθεί στο ψυχολογικό κομμάτι της ταινίας, και στον τρόπο με τον οποίο τόσο το ηλικιωμένο ζευγάρι των Γερμανών, όσο και αυτό των Αφρικανών, βιώνουν αυτή τη νέα, ιδιαίτερη καθημερινότητά τους.
Αν και η ταινία δε στερείται στιγμών δράσης, αγωνίας και ανατροπών, εντούτοις αν μπορούσαμε να την κατατάξουμε κάπου, μάλλον θα ήταν περισσότερο στη κατηγορία των σκεπτόμενων sci-fi και οχι σε αυτή που προκαλεί τον αμφιβληστροειδή σου με παντός φύσεως gadgets, εντυπωσιακά εφέ και στοιχειώδεις υποθέσεις.
Ο Lukacevic δημιουργεί ένα επιστημονικό θρίλερ στο οποίο οι πρωταγωνιστές έρχονται σε σύγκρουση με τα ίδια τους τα σώματα, επειδή στην ουσία ‘αυτά’, δεν είναι πλέον δικά τους.  Είναι χαρακτηριστικό πως καθ’όλη τη διάρκεια της ταινίας, η προσωπικότητα του Γερμανού Hermann έρχεται σε διαρκή σύγκρουση με αυτή του νεαρού Apolain, και όλα αυτά μέσα στο σώμα του Apolain!  Ακόμα και όταν είναι εμφανές οτι οι συνειδήσεις είναι διαφορετικές, αλλά το σώμα το ίδιο, οι δυο ξεχωριστές προσωπικότητες δε σταματούν να διεκδικούν έδαφος σε ένα σώμα το οποίο εκ των πραγμάτων πλέον οφείλουν να μοιράζονται.  Και αυτό είναι από μόνο του αρκετά freaky.

Αν και ο σκηνοθέτης θα μπορούσε με μεγάλη επιτυχία να παρουσιάσει το φαινόμενο μιας πολυσχιδούς, σχιζοφρενικής προσωπικότητας (έτσι κι αλλιώς αυτό δε κάνει ένα άρρωστο μυαλό; δεν τα βάζει με τις πολλαπλές προσωπικότητες που κρύβει μέσα του;), παρόλα αυτά επιλέγει με τον ίδιο τρόπο να θέσει ζητήματα ηθικής.  Μέχρι που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος προκειμένου να πετύχει την αθανασία;  Και αν όντως τα καταφέρει, αυτό θα βασίζεται πάνω σε ηθικούς κανόνες ή σε μια σάπια, ανήθικη βάση;
Σύμφωνα με την ταινία, μάλλον ισχύει το δεύτερο.  Μπορεί το ζευγάρι των ηλικιωμένων να αντιμετωπίζει αρχικά κάποιους ενδοιασμούς σχετικά με το εάν πρέπει να προβεί σε αυτή την διαδικασία ‘μεταφοράς’, σύντομα όμως ο προβληματισμός τους κάμπτεται, όταν το γηραιό έτερον ήμισυ, η Anna καταρρεύσει και ο γιατρός της δώσει μόνο λίγο καιρό ζωής.  Ο Hermann απελπισμένος και μόνο στην ιδέα οτι θα μείνει χωρίς την πεταλούδα του (όπως την λέει διαρκώς στη ταινία) δε θα το σκεφτεί άλλο και θα δώσει το πράσινο φως προκειμένου να ξεκινήσει η διαδικασία.  Ακόμα και τότε όμως, ακόμα και όταν η αρρώστια κατατρώει ένα ανθρώπινο σώμα, έχουμε το δικαίωμα να σκλαβώσουμε ένα άλλο ανθρώπινο ον, μόνο για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να ζούμε;  Να ζούμε μάλιστα με διαφορετικό πρόσωπο και κορμί, διαφορετική φωνή και αίσθηση;  Μάλλον οχι γιατί ο άνθρωπος είναι απρόβλεπτο ον και ποτέ δε ξέρεις πότε και πως θα διεκδικήσει τη ζωή του πίσω.  Όπως εδώ.

Αν θα έπρεπε να επιλέξω το θέμα το οποίο παίζει πιο ξεκάθαρα στη ταινία (εκτός δηλαδή από την ολοένα και πιο λαίμαργη φύση του ανθρώπου) αυτό θα ήταν ο ρατσισμός.  Σήμερα που είναι και η παγκόσμια μέρα κατά του ρατσισμού, η επιλογή μου έπεσε γάντι.  Είναι εμφανές πως το γεγονός οτι τα σώματα που δέχονται την προσωπικότητα και τις εμπειρίες των πλούσιων ηλικιωμένων, είναι έγχρωμα, δεν είναι τυχαίο.
Όλοι γνωρίζουμε οτι η Γερμανία έχει γράψει μια φριχτά μελανή σελίδα στη Ιστορία, χάρη στις επεκτατικές βλέψεις, τον ρατσισμό και την αριομανεία του Χίτλερ.  Έτσι λοιπόν είναι μόνο ταιριαστό που από τη μια πλευρά οι σύγχρονοι Γερμανοί φαίνεται πως εκφράζουν κοινωνικά κατακάθια του παρελθόντος (ακόμα και ασυνείδητα), επιλέγοντας να ‘σκλαβώσουν’ ένα ζευγάρι μαύρων, ή ένα ζευγάρι εξ Ανατολής.
Προσωπικά βρήκα πολύ έξυπνο τον τρόπο με τον οποίο έθεσε ένα τόσο καίριο και πάντα-δυστυχώς-επίκαιρο θέμα ο σκηνοθέτης, συνδυάζοντάς το ιδανικά και τοποθετώντας το στα πλαίσια μιας ταινίας επιστημονικής φαντασίας.
Εκτός από την υπόθεσή της, το φιλμάκι ενισχύεται ακόμα περισσότερο από τον μικρό, αλλά θαυματουργό ρόλο της ψυχρής ξανθιάς, υπεύθυνης για τα διαδικαστικά της μεταφοράς.  Μια ψυχρή σκύλα χωρίς αισθήματα, τα οποία έτσι κι αλλιώς είναι περιττά σε αυτή τη δουλειά, τόσο ψυχρή, όσο και το αποστειρωμένο, λευκό περιβάλλον μέσα στο οποίο εργάζεται.
Η σκηνοθεσία της ταινίας έχει καταφέρει να περιορίζεται σε ελάχιστους χώρους, αλλά να δημιουργεί μια πληθώρα εικόνων και αισθήσεων, χωρίς παράλληλα να χρησιμοποιεί εντυπωσιακά εφέ.  Και αυτή είναι κιόλας η μαγκιά του σκηνοθέτη.  Το γεγονός οτι καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον σου σε ένα υψηλό επίπεδο, ακόμα και αν η υπόθεση σου έχει στην ουσία αποκαλυφθεί νωρίς.  Ο ψυχολογικός αντίκτυπος είναι τέτοιος και οι αντιδράσεις των τεσσάρων πρωταγωνιστών (δυο Γερμανοί-δυο Αφρικανοί) φτάνουν ένα βήμα πριν από την κατάρρευση.
Αν καταφέρετε να βρείτε το “Transfer” εκεί έξω, δώστε του μια ευκαιρία, καθώς είναι πολύ πιθανό να σας εντυπωσιάσει χάρη στη μίνιμαλ σκηνοθεσία και το εξαιρετικά δυσοίωνο μέλλον που παρουσιάζει.  Try it.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η μουσική που συνοδεύει τη ταινία είναι απόλυτα ταιριαστή και σε στιγμές ανατριχιαστική οτι ο Hermann θα είδε επιτέλους χαρά στα σκέλια του και οτι η Anna θα είδε….δε μπορώ καν να φανταστώ τι!

No trivia


ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Kara, by Quantic Dream

Akira: Neo-Tokyo is burning…

Χαιρετώ και πάλι!  Τι κάνουμε;  Ήθελα να κάνω μια ερώτηση επί τη ευκαιρία, που είναι σχετική με τα post του Blog και συγκεκριμένα την εμφάνισή τους στο Facebook.  Δε ξέρω τι ακριβώς συμβαίνει, αλλά εδώ και κάνα δυο βδομάδες, όποτε προσπαθώ να κάνω copy-paste το την http διεύθυνση του post στο fb, αυτό βγαίνει χωρίς τίτλο και εικόνα, δείχνοντας στην ουσία μόνο την http διεύθυνση.  Δε ξέρω τι συμβαίνει, ούτε πως θα μπορούσα να αναζητήσω το πρόβλημα, οπότε είπα να δοκιμάσω την τύχη μου και εδώ, ώστε αν κάποιος ξέρει, να με ενημερώσει παρακαλώ!  Φεύγουμε λοιπόν από τα τεχνικά και περνάμε στην ταινία της ημέρας, η οποία αποτελεί ένα γιαπωνέζικο animation του 1988.  Το “Akira” το είδα μόλις πρόσφατα και ομολογώ οτι ‘…it blew me away’.  Για να σας προλάβω, το manga δε το έχω διαβάσει, δε ξέρω πόσο απέχει από την ταινία, ή ποιες μπορεί να είναι οι υποθεσιακές του ελλείψεις, οπότε θα μιλήσω απλά για το “Akira” ως οπτικοακουστική αίσθηση και τα συναφή.  Για να δούμε…

Η post-apocalyptic ‘Neo-Tokyo’ μεγαλούπολη βρίσκεται χτισμένη κοντά στα απομεινάρια της παλιάς πόλης η οποία καταστράφηκε κατά την διάρκεια του Γ’ Παγκόσμιου Πόλεμου από πυρηνική επίθεση, τριάντα χρόνια πριν.  Εκεί μια ομάδα punk, νεαρών μηχανόβιων, κονταροχτυπιέται με μια συμμορία που αυτοαποκαλείται “Clowns”.  Οι κόντρες συμμοριών, αποτελούν απλά ένα καθημερινό φαινόμενο σε μια δυστοπική πραγματικότητα, οπού η εγκληματικότητα, η εγκατάλειψη, ο φόβος και ο θάνατος συνθέτουν το τοπίο μιας Μητρόπολης που παραπέει.  Όταν η παρέα του Kaneda βρεθεί στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή, όλα θα πάνε κατά διαόλου, καθώς θα βρεθούν μπλεγμένοι σε μια περίεργη υπόθεση που περιλαμβάνει υψηλά στελέχη της κυβέρνησης, το στρατό και μια μυστήρια ομάδα από μικρά, πρασινογάλαζα πιτσιρίκια.  Τα πράγματα θα αρχίσουν να ξεκαθαρίζουν όταν ο φίλος του Kaneda, Tetsuo συλληφθεί από τους κυβερνητικούς, μόνο για να ενταχθεί σε ένα μυστικό πρόγραμμα, εγκεφαλικών πειραμάτων, προκειμένου οι τηλεκινητικές του δυνάμεις να χρησιμοποιηθούν αναλόγως.  Όπως είναι αναμενόμενο, οι δυνάμεις του αγγίζουν ένα ολέθριο peak καταστροφικότητας και ο Tetsuo μεθυσμένος από τις ικανότητές του θα προσπαθήσει να καταστρέψει την πόλη, αναζητώντας την υπέρτατη μάχη στο πρόσωπο του θρυλικού Akira, μιας ενεργειακής δύναμης, καλά κρυμμένης εδώ και τριάντα χρόνια (τυχαίο; δε νομίζω).  Ο Tetsuo θέλει να γίνει ο αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος, και κανείς δε φαίνεται να είναι σε θέση να τον σταματήσει.  Κανείς ίσως, εκτός από τον παλιόφιλο Kaneda με την κατακόκκινη, cyberpunk μηχανή του, που τόσο πολύ ζήλευε ο Tetsuo.  Κάποτε…

Το “Akira” αποτέλεσε το μεγαλόπνοο έργο του Katsuhiro Otomo, ο οποίος αφού έγραψε τις κοντά 2.000(!!) σελίδες του manga, αποφάσισε να μεταφέρει και στη μεγάλη οθόνη αυτή την cyberpank ιστορία, με το εντυπωσιακό, animation στήσιμο, τους άκρως ενδιαφέροντες χαρακτήρες και μια υπόθεση που δεν απέχει και πολύ από το ίδιο, το ιστορικό bakcground της Ιαπωνίας.
Ο Otomo λοιπόν ανέλαβε και την σκηνοθεσία του συγκεκριμένου εγχειρήματος, και αν κρίνουμε από το cult status που έχει αποκτήσει ανα τα χρόνια η ταινία, μάλλον το αποτέλεσμα ήταν τελικά υπεράνω προσδοκιών.  Και βέβαια είναι κάτι που δεν έγινε τυχαία.
Αν θα μπορούσαμε να μιλάμε για μια ταινία, ένα animation το οποίο κατάφερε και έστρεψε το βλέμμα της Δύσης, σε αυτή την κατηγορία των ασιατικών δημιουργημάτων, τότε αναμφίβολα αυτό ήταν το “Akira”.
Mέχρι τότε στην Ασία το κοινό που παρακολουθούσε φανατικά τα λεγόμενα anime είχε αρχίσει να αναγνωρίζει τη μορφή και το είδος του animation, μέσα από το “Akira”.  Για τους δυτικούς όμως, αυτό αποτέλεσε ένα πραγματικό φαινόμενο, ένα δημιούργημα που τους έπιασε τελείως ‘στον ύπνο’.  Όπως ήταν φυσικό, η ταινία αποτελούσε κάτι ολοκληρωτικά καινούριο για αυτούς, απέχοντας παρασάγγας από οτιδήποτε είχαν κατασκευάσει και δει οι ίδιοι, μέχρι τότε.  Το γεγονός οτι η λαβυρινθώδης υπόθεσή και το βιομηχανοποιημένο του σκηνικό ήταν δυσνόητο για όσους δεν ήταν εξοικειωμένοι με τα manga, δεν φάνηκε να έχει και τόση σημασία. Αυτό που εν τέλει συγκλόνισε τους θεατές και άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του, ήταν η τεράστια χρωματική παλέτα που χρησιμοποιήθηκε, προκειμένου να απεικονιστεί το αφενός σκοτεινό και αφετέρου πολυσχιδές πρόσωπο της Μητρόπολης.

Η ταινία είναι στην κυριολεξία ένα οπτικοακουστικό υπερθέαμα, από αυτά που πολύ φυσικά μπορείς να περιμένεις από τους ασιάτες φίλους μας.
Το γεγονός πως στον πυρήνα της ιστορίας βρίσκεται η ολοκληρωτική καταστροφή του Τόκιο από πυρηνική επίθεση, μόνο τυχαία δεν μπορεί να είναι, αλλά ίσα ίσα που θα μπορούσε να αποτελεί και ένα από τα ‘καλύτερα’ κομμάτια τραγικής ειρωνείας που έχουμε δει σε film.  Για εμένα τουλάχιστον έτσι είναι, και γίνεται ακόμα καλύτερο από το γεγονός πως τελικά οι άνθρωποι δεν βάζουν μυαλό, και μπορούν πολύ εύκολα να υποπέσουν σε λάθη του παρελθόντος, ξανά και ξανά.
Ο Tetsuo εξάλλου αποτελεί αυτό ακριβώς: προσωποποιεί την άσβεστη δίψα του ανθρώπου για δύναμη, την οποία ως επί το πλείστον χρησιμοποιεί προκειμένου να ικανοποιήσει τη δική του καταστροφική μανία.  Και ενώ η πόλη βάλλεται από την ανεξέλεγκτη δύναμη του νεαρού, καταστρέφοντας, σκοτώνοντας και εκμηδενίζοντας οτιδήποτε σταθεί μπροστά του σαν εμπόδιο, βρίσκεται κάποιος που αποφασίζει να ορθώσει ανάστημα και να τον σταματήσει.  Και οποία τραγική έκπληξης και πάλι, αυτός είναι ο πάλαι ποτέ κολλητός του, Kaneda.
Εάν συνεπώς κάποιος, απογυμνώσει το “Akira” από κάθε ανιματζίδικη υπόσταση, βρίσκεται αντιμέτωπος με την ιστορία της ανθρωπότητας από την αρχή της ύπαρξής της: βία, διεκδίκηση δύναμης, κυριαρχία, επικράτηση ενός έναντι πολλών, καταστροφή, πόλεμοι, φτώχεια και άλλα τόσα.  Άρα το εντυπωσιακό αποτέλεσμα του Otomo, δεν έχει αποκτήσει την διάσταση αυτή εξαιτίας κυρίως της υπόθεσής του (καθώς κακά τα ψέματα οι αναφορές στα κακώς κείμενα των ανθρώπων βρίσκονται παντού), αλλά κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο έχει αποδοθεί.  Και αυτός είναι τόσο συνταρακτικός και απρόσμενα γοητευτικός, που απλά σε υποτάσσει.

Και εκεί που λες πως η θηριώδης σύλληψη του Otomo δε θα μπορούσε να είναι καλύτερη, πως το αστικό περιβάλλον του Neo-Tokyo αποτελεί το ιδανικό αμάλγαμα industrial αισθητικής και φουτουριστικής ατμόσφαιρας, και πως το story είναι ένοχα feel good (μιλάμε σήμερα το αγγλικό πάει σύννεφο!), έρχεται η αίσθηση οτι το “Akira” κάτι σου θυμίζει και τότε όλο αυτό γίνεται ακόμα καλύτερο.  Γιατί πίστεψε με, κάτι στου θυμίζει…
…και πιο συγκεκριμένα η επίδραση που δέχθηκε η ταινία είναι από μερικές ακόμα, σπουδαίες ταινίες, τόσο σπουδαίες που εύκολα μπαίνουν στην λίστα με τις καλύτερες ταινίες ever.  Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η επίδραση του “2001: A Space Odyssey” (1968) του μεγάλου Kubrick η οποία είναι εμφανής σε όλη τη διαστημική/υπαρξιστική/φιλοσοφική της διάσταση, κυρίως στο τέλος του “Akira” όταν SPOILER!!!! το ταξίδι του Tetsuo ομοιάζει σε εκπληκτικό βαθμό με την αντίστοιχη, αστρική αναγέννηση στην τελευταία σεκάνς του “2001…”.  Ειδικά δε το τέλος του animation με τον Tetsuo να έχει αναγεννηθεί σε μια ύπαρξη, διαβολικής υπόστασης, αν κρίνουμε από την απειλητική φράση του“I am Tetsuo”, αποτελεί την εκ διαμέτρου αντίθετη εικόνα του αγγελικού εμβρύου στη ταινία του Kubrick το οποίο γίνεται ένα ψυχή τε, σώματι και πνεύματι με τη γαλάζια Γη.

Εξίσου εντυπωσιακές είναι και οι ομοιότητες με το νεο-noir film του Ridley Scott, “Blade Runner”.  Η εντυπωσιακή Μητρόπολη αποδίδεται με παρόμοιους χρωματικούς τόνους, νέον φώτα που αναβοσβήνουν διαρκώς, μια αίσθηση εγκαταλειμμένου μεγαλείου και σκουριασμένων κτιρίων.  Το γεγονός οτι και οι δυο ταινίες λαμβάνουν χώρα στο μακρινό (σε εμάς οχι και τόσο πια) 2019 είναι απλά ενδεικτικό, καθώς ακόμα και όσον αφορά την απεικόνιση της κοινωνίας τα οπτικά δάνεια του “Αkira” από τον “Blade Runner” είναι κατανοητά από την πρώτη στιγμή.  Ανήλικοι εγκληματίες, κυβερνητικός έλεγχος, κοινωνικός αναβρασμός και αβεβαιότητα για το μέλλον, είναι μόνο μερικά από τα χαρακτηριστικά στοιχεία των ταινιών.
Η διαφοροποίηση των κοινωνικών στρωμάτων παρουσιάζεται με επαρκή τρόπο στο “Akira”, καθώς απέναντι στους βρώμικους υπονόμους. τα σκοτεινά σοκάκια και τα κακόφημα μπαρ, αντιπαρατίθενται οι φωταγωγημένοι ουρανοξύστες, οι τεράστιοι προβολείς και και οι high tech εγκαταστάσεις του κυβερνητικού προγράμματος πειραμάτων.
Όπως μπορεί να καταλάβει εύκολα κάποιος, τα δάνεια δε σταματούν εδώ, καθώς τόσο η cyberpunk αισθητική, όσο και η στιλιζαρισμένη παράνοια του Cronenberg, ενυπάρχουν σε δόσεις σε αυτό το βιομηχανικό, animation διαμάντι.

Το “Akira” αποτέλεσε ένα από τα τελευταία pre-CG animation, βασισμένο στον παραδοσιακό hand-drawn τρόπο, όταν δηλαδή ακόμα το κάθε κάδρο ξεχωριστά ζωγραφιζόταν στο χέρι.
Είναι γνωστό οτι οι Ιάπωνες και βασικά γενικότερα οι ασιάτες, καταφέρνουν με έναν μοναδικό τρόπο να συνδυάζουν ετερόκλητα στοιχεία στις ταινίες τους, που πολλές φορές προκαλούν σοκ ή και αηδία.  Θυμηθείτε ταινίες όπως το “The Fly” (1986) ή το περίεργο “Tetsuo: The Iron Man” (1989) οπού οι ήρωες μετατρέπονταν σε περίεργα μηχανικά όντα, με την ανθρώπινη σάρκα τους να έχει υποστεί φριχτές μεταλλάξεις, και θα ανακαλύψετε οτι τέτοια στοιχεία υπάρχουν και στο “Akira”.  Προσωπικά δε θεωρώ καθόλου τυχαίο το γεγονός, πως η ταινία “Τetsuo” πήρε αυτό το όνομα, καθώς ο ήρωας του “Akira” φέρει εντυπωσιακές ομοιότητες με τον εφιαλτικά σιδερένιο άνθρωπο της ομώνυμης ταινίας.
Όσοι δεν έχετε δει ακόμα το “Akira” θα έλεγα να το τολμήσετε.  Μπορεί να διαρκεί δυο ώρες, και να κουράσει ίσως λίγο, αλλά όσοι αρέσκονται στην ασιατική κουλτούρα, σίγουρα θα εντυπωσιαστούν, καθώς η πληθώρα των χαρακτηριστικών που μπορεί να συναντήσει κανείς είναι πραγματικά τρομερή.  Ένα animation αριστούργημα που όλοι οι fan πρέπει να δουν.

Τι έμαθα από την ταινία: Οτι η μηχανή του Kaneda είναι cool, οτι ο Tetsuo είναι κλασικό παράδειγμα παιδιού με ψυχολογικά προβλήματα και οτι ο Akira αποτελεί τελικά την μεγαλύτερη έκπληξη.

No trivia










ΤΟ ΤΑΙΝΙΑΚΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

RUIN, by Odball Animation


RUIN from OddBall Animation on Vimeo.

The Show Must Go On: The last reality show in the world

Χαιρετώ και σήμερα!  Τι κάνουμε, τι κάνουμε;  Ελπίζω καλά.  Λοιπόν ελπίζω να σας αρέσει και η νέα παρουσίαση του blog, την οποία αποφάσισα μιας και βαρέθηκα γρήγορα το προηγούμενο, και είπα επίσης να ελαφρύνω λίγο τη σελίδα, περιορίζοντας τις κριτικές που εμφανίζονται στις δυο ανά σελίδα.  Ευχαριστώ για την ενημέρωση σχετικά με τη δυσκολία φόρτωσης της σελίδας, και αν πάλι υπάρχει κάποιο πρόβλημα ή οτιδήποτε τέλος πάντων θα θέλατε να δείτε στο blog, όπως προτάσεις για νέες ταινίες (έχω ήδη μια στα σκαριά), αλλαγές ή κάτι άλλο, feel free to say it!  Σήμερα λοιπόν και περνώντας στα δικά μας, είπα να ασχοληθούμε με μια ταινία που πολύ δύσκολα θα έχετε δει.  Και εγώ την παρακολούθησα στο φετινό 7ο φεστιβάλ του Φανταστικού που γίνεται στην Αθήνα (κινηματογράφοι MΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ και ΝΙΧΟΝ μέχρι σήμερα) και το οποίο αναμένεται να ολοκληρωθεί την Τετάρτη.  Μέχρι στιγμής παρακολούθησα τρεις ταινιούλες, τις οποίες πρόκειται να ανεβάσω στο blog κυρίως για τα ενδιαφέροντα θέματα που πραγματεύονται, αλλά και για διάφορα ακόμη αξιόλογα στοιχεία που περιλαμβάνουν, αν αναλογιστεί μάλιστα κανείς οτι οι περισσότερες αποτελούν παραγωγές χαμηλού προϋπολογισμού.  Ξεκινάμε λοιπόν με το “The Show Must Go On”.

Βρισκόμαστε στην Κροατία του σήμερα και πιο συγκεκριμένα στο Zagreb.  Εκεί ένας φιλόδοξος τηλεοπτικός παραγωγός, ο Filip Dogan (Sven Medvesek) αποφασίζει να δημιουργήσει ένα νέο reality show στο οποίο θα πρωταγωνιστούν…ζευγάρια!  Όπως δηλώνει ο ίδιος, το μεγαλεπήβολο αυτό σχέδιό του πρόκειται να αποδώσει και να εκτοξεύσει την τηλεθέαση, καθώς το concept είναι ολοκληρωτικά πρωτότυπο και αν μη τι άλλο θα έχει τεράστιο ενδιαφέρον να παρακολουθεί κανείς την καθημερινότητα μιας ομάδας ζευγαριών, με τις αντιζηλίες τους, τις συγκρούσεις, αλλά και τον υπαρκτό τους έρωτα.  Απέναντι σε αυτό το ολίγον trash, και ολίγον ‘φάτε μάτια ψάρια’ θέαμα που προσφέρει ο Filip και το κανάλι του, βρίσκεται η πρώην σύζυγός του Helena (Natasa Dorcic) η οποία είναι μια αξιόλογη δημοσιογράφος μιας πολιτικοκοινωνικής εκπομπής που χτυπάει πενηντάρια, την ίδια στιγμή που η δειλή εμφάνιση του reality περιορίζεται σε μονοψήφιους, τηλεθεατικούς αριθμούς. Όταν λίγο αργότερα η κόντρα ανάμεσα στους πρώην συζύγους κορυφωθεί, αφενός εξαιτίας του διαφορετικού τηλεοπτικού τους background, και αφετέρου εξαιτίας της δυσκολίας να φροντίσουν τον μικρό τους γιο, λόγου του δύσκολου προγράμματός τους, τότε η σχέση τους θα φτάσει στο απροχώρητο.  Δυστυχώς θα εύχονταν τα προβλήματά τους να ήταν μόνο αυτά.  Όταν ανακοινώνεται οτι η Κροατία έχει εμπλακεί σε πόλεμο και μάλιστα το Zagreb βρίσκεται ήδη μέσα στους προβλεπόμενους για πυρηνικό αφανισμό, στόχους ο Filip θα κάνει τα αδύνατα δυνατά, προκειμένου οι διαγωνιζόμενοι που βρίσκονται στο σπίτι του ‘Big Brother’ να μη καταλάβουν τίποτα, σε μια προσπάθεια να τους δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή.  Παίρνοντας στα χέρια του την τύχη και την ζωή των εγκλεισμένων ζευγαριών, καθώς και του γιου του, θα προσπαθήσει να τους κρατήσει ζωντανούς, προκειμένου να συνεχίσουν τον εποικισμό της Γης(;) για όσο το δυνατόν περισσότερο…

Ο Κροάτης σκηνοθέτης Nevio Marasovic σκηνοθετεί μια χαμηλού budget ταινία, με πλήρες περιεχόμενο, στρωτή αφήγηση, σχεδόν ερασιτεχνική σκηνοθεσία (πολλές φορές εξάλλου η κάμερα βρίσκεται στο χέρι) και με ερμηνείες που σε αφήνουν απόλυτα ικανοποιημένο και έκπληκτο, γιατί κακά τα ψέματα, δε το περίμενες.
Αν και όσον αφορά αποκλειστικά και μόνο τη δουλειά του σκηνοθέτη, ο Marasovic έχει να επιδείξει και μια τηλεοπτική σειρά, το “Instruktor” (2010) και τίποτα άλλο, εντούτοις με το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, καταφέρνει να αποδείξει οτι δε χρειάζεται μεγάλο εργασιακό background προκειμένου να δημιουργήσεις μια ταινία αξιώσεων μέσα στα αυστηρά οριοθετημένα μερικές φορές, πλαίσια των low budget films.  Ούτε σημαίνει απαραιτήτως οτι επειδή η χρηματοδότηση δεν ήταν μεγάλη, συνεπώς και η ταινία θα βγει μια πατάτα.  Κάθε άλλο.  Όταν έχεις στη διάθεσή σου τα βασικά μέσα, μπορείς να δημιουργήσεις ενδιαφέροντα κινηματογραφικά έργα, τα οποία να έχουν κάτι να πουν.  Όπως ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση του “The Show Must Go On’.

Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Marasovic ένοιωσε πολύ άσχημα όταν συνειδητοποίησε οτι η ταινία του θα έμοιαζε σε μεγάλο βαθμό με μια mini σειρά 5 επεισοδίων, η οποία προβλήθηκε το 2008 και αποτέλεσε δημιούργημα του Άγγλου συγγραφέα, Charlie Brooker.
Σύμφωνα με την τιτλοφορούμενη “Dead Set” σειρά, μια ομάδα ατόμων που βρισκόταν μέσα σε ένα τηλεοπτικό σπίτι για τις ανάγκες ενός ριάλιτι, ζούσε σε έναν εντελώς δικό της κόσμο, αποκομμένη από την εξωτερική πραγματικότητα.  Και αυτόν ήταν ότι καλύτερο, αν σκεφτεί κανείς πως έξω από το σπίτι το ζομπίστικο ολοκαύτωμα είχε πλέον γίνει ένα απτό, καθημερινό σενάριο.  Όταν ο παραγωγός μπουκάρει στο σπίτι και ενημερώνει τους διαγωνιζόμενους για την μακάβρια πραγματικότητα που τους περιμένει έξω, αυτοί θα προσπαθήσουν να εγκαταλείψουν το σπίτι, να βρουν προμήθειες και να καταφέρουν να κάνουν ένα πράγμα: να επιζήσουν.
Αν και το “The Show Must Go On” θέτει υπαρξιακά και ηθολογικά διλήμματα, απέχοντας έτη φωτός από ένα splatter περιεχόμενο ζομπικής προέλευσης, εντούτοις γίνεται κατανοητός ο λόγος για τον οποίο ο Marasovic φοβήθηκε μια πιθανή κριτική της ταινίας που επεξεργαζόταν καιρό πριν από την εμφάνιση της σειράς.  Παρόλα αυτά το γεγονός παραμένει ένα.  Ακόμα και αν κάποιες ταινίες ομοιάζουν (όσον αφορά εδώ την γενικότερη ιδέα), αυτό δεν αποτελεί μεμπτό κριτήριο ευθύς εξαρχής, ιδιαίτερα όταν οι ταινίες έχουν να μας προσφέρουν τελικά διαφορετικά πράγματα η κάθε μια, κάτι καινούριο.  Έτσι λοιπόν μπορεί το “Dead Set” να βγήκε πρώτο, κινήθηκε όμως πάνω σε τρομολαγνικές νόρμες, με μπόλικες δόσεις καυστικής σάτιρας (π.χ τα ζόμπι καταβροχθίζουν ίσως τους διαγωνιζόμενους, όπως οι θεατές τους ‘καταβρόχθιζαν’ μέσω του τηλεοπτικού γυαλιού).  Από την άλλη πλευρά το “The Show Must Go On” κινείται πάνω σε εντελώς διαφορετικές γραμμές.

Χωρίς υπερβολικό στιλιζάρισμα (θα λέγαμε και καθόλου), ο Marasovic υφαίνει ένα κλασσικού μοτίβου οικογενειακό δράμα, το οποίο πυροδοτείται αφενός από τις επαγγελματικές επιλογές του πρωταγωνιστή και αφετέρου από τον πυρηνικό πόλεμο που βρίσκεται προ των πυλών της πόλης.  Ο πόλεμος αποτελεί στην ουσία και το στοιχείο της τραγικής ειρωνείας, μιας που τελικά τα μοναδικά άτομα που φαίνεται να έχουν μια καλύτερη δυνατότητα σωτηρίας, είναι οι διαγωνιζόμενοι.
Ο ήρωας θεωρεί πως είναι δική του υποχρέωση να τους κρατήσει ζωντανούς, από τη στιγμή που ήδη είχε αρχίσει από πριν να έχει τις δικές του αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσο είναι ηθικό, ένα τέτοιο θέαμα.  Στην ουσία ο Filip βρίσκεται σε μια διαρκή αμφισβήτηση των επιλογών του, καθώς από τη μια πλευρά η τηλεθέαση του reality χτυπάει κόκκινο (ο κόσμος δε θέλει να βλέπει ειδήσεις, προσπαθεί να ελαφρύνει το κακό, προπολεμικό κλίμα), από την άλλη όμως οι συμμετέχοντες δεν έχουν την παραμικρή ιδέα για το τι συμβαίνει εκεί έξω.  Είναι αυτό ορθό;  Είναι σωστό;
Τέτοιες αντιφάσεις βιώνει διαρκώς ο Filip, ιδιαίτερα από τη μέση της ταινίας και μετά, όταν και η αγωνία αρχίσει να κορυφώνεται.  Σε ένα πιο μεταφορικό επίπεδο θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε το περιεχόμενο της ταινίας, με βάση την σταδιακή “αποκτήνωση” του ανθρώπου που ακόμα και σε τόσο ζωτικής σημασίας καταστάσεις, εκείνος επιλέγει να αδιαφορήσει και να ταχθεί είτε με τους εκμεταλλευτές, είτε με τους απαθείς.  Και όμως, ποιο βγαίνει τελικά κερδισμένος από μια τέτοια πραγματικότητα;

Η ταινία παρουσιάζει στην ουσία μια εν δυνάμει δυστοπική κατάσταση, όπως αυτή είναι στην αρχή της.  Χωρίς ιδιαίτερα εφέ, αλλά με έξυπνη χρήση των πλάνων, του ήχου και της αγχωτικής κίνησης της κάμερας στο χέρι, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να στήσει μια αρκούντως ζοφερή κατάσταση, η οποία σε θλίβει χάρη στο ωμό, επικείμενο τέλος της.
Οι ερμηνείες είναι τίμιες, χωρίς υποκριτικές εξάρσεις και υπερβολές, και καταφέρνουν να αναμετρηθούν ικανοποιητικά με την right to the point σκηνοθετική ματιά του Marasovic πάνω σε ένα κατά τα άλλα κρίσιμο και σύγχρονο θέμα, που θα έπρεπε να απασχολεί όλους μας.  Γιατί αν κάποτε έρθει και η σειρά μας, τότε τι;
Το “The Show Must Go On” είναι μια ταινία από αυτές που φοβάσαι λίγο, αλλά τελικά εποδεικνύονται υπεράνω προσδοκιών.  Κι αν τη googl-άρετε και βρεθείτε μπροστά στο τραγούδι των Queen, ακούστε το με την ευκαιρία.  Η ομοιότητα μερικών στίχων και υπόθεσης, είναι εντυπωσιακή.

Τι έμαθα από τη ταινία: Από το poster συγκεκριμένα έμαθα οτι ο Medvesek είναι ο Κροάτης Christian Bale.  Μετά ξύπνησα.  Οτι την επόμενη φορά που θα δεις διαφήμιση για νέο reality, δήλωσε συμμετοχή.  Ποτέ δε ξέρεις, και οτι σε τέτοιες περιπτώσεις σε συμφέρει να είσαι έγκυος.  Trust me.

No trivia