Death Proof: Well, it’s going to be a realy bumpy ride

Καλησπέρα σε όλους.  Σήμερα, και μετά από μια μέρα γεμάτη από αναμονή για κάρτες διαρκείας στις Νύχτες Πρεμιέρας (thank God, τις προμηθεύτηκα πριν εξαντληθούν), ποδαρόδρομο για να πάρουμε το αυτοκίνητο από μια θέση parking πάνω στα κατσίβραχα της Ακρόπολης, γύρισα επιτέλους σπιτάκι, έφαγα και κάτι ξεγυρισμένα γεμιστά, και είμαι έτοιμη για ακόμη μια ταινιούλα.  Αυτή τη φορά, και παρά το γεγονός πως ξέρω οτι πιθανότατα την έχετε δει οι περισσότεροι, δε μπορώ παρά να γράψω για το “Death Proof” το οποίο είδα χθες το βράδυ στη τηλεόραση και κατάλαβα για ακόμη μια φορά, πόσο απολαυστικά, καμένη ταινία είναι.  So, όσοι συμφωνείτε, συνεχίστε και παρακάτω.  Για όσους δε την έχουν δει, θα προσπαθήσω να σας πείσω οτι αξίζει την προσοχή σας…

Τέσσερις φιλενάδες από το Austin του Texas, αποφασίζουν να βγουν για την καθιερωμένη, βραδινή τους εξόρμηση, και επισκέπτονται για ακόμη μια φορά το διάσημο στέκι της περιοχής, Texas Chilli Parlor.  Εκεί παρέα με ένα devilishly hot jukebox, έναν μπάρμαν που, ‘σαν μποιον μοιάζει, μωρέ σα μποιόν μοιάζει’ (και ο Tarantino δε μπορεί να μη παίξει έστω έναν τόσο δα ρόλο στις ταινίες του), και μερικά κ*λωμένα boys, περνάνε την ώρα τους πίνοντας σφηνάκια, χορεύοντας λάγνα στις τζουκμποξικές μελωδίες και συζητώντας σχετικά με την επικείμενη επίσκεψή τους, στο σπίτι κοντά στη λίμνη, το οποίο διατηρεί η οικογένεια μιας εξ’ αυτών.  Την ίδια στιγμή στο μπαρ, μια ξανθιά χίπισσα, πιάνει κουβέντα σε έναν περίεργο τύπο με μια ουλή “ΝΑ” (με το μπαρδόν) στο πρόσωπό του, ο οποίος έχει μόλις τσακίσει μια γενναία μερίδα νάτσος, και πίνει την επόμενη μη αλκοολούχα, πίνα κολάδα του.  Η κουβέντα ανάβει και μετά από λίγο ο και πολύ stuntman, stuntman Mike (Kurt Russell), καταλήγει σε μια καρέκλα, με μια εκ των προαναφερθέντων φιλενάδων, την Arlene (Vanessa Ferlito), να του σερβίρει και το επιδόρπιο: ένα πρώτης τάξεως lap dance.  Θα έλεγε κανείς δηλαδή, οτι μια πολύ κεφάτη βραδιά βρίσκεται σε εξέλιξη στο παλιακό μπάρ του Warren (Quentin Tarantino).  Βεβαίως.  Με μια μόνο διαφορά: ο stuntman Mike είναι ένας ανώμαλος γκαζιάρης, που αρέσκεται να σκοτώνει γυναίκες με το death proof αυτοκίνητό του, με σήμα κατατεθέν το ασημένιο παπί.  Απλά, καθημερινά πράγματα.  Η pay-back time θα έρθει όμως λίγο καιρό αργότερα, όταν ο Mike τα βάλει με τα λάθος κορίτσια…

Δε πρόκειται να πούμε πάλι πολλά για τον Tarantino, μιας που τα έχουμε ξαναπεί, μέσα από την αναφορά στο blog, σε άλλες του ταινίες.  Εκεί που θα επικεντρωθούμε περισσότερο είναι η αισθητική της συγκεκριμένης ταινίας, το cast, η σκηνοθεσία και γενικά όλο αυτό το σύνολο που κατά την ταπεινή μου γνώμη, θα έπρεπε να την καθιστά μια εκ των ταινιών για τις οποίες ο Tarantino, οφείλει να είναι περισσότερο περήφανος.  Καλά, βάλτε και το “Reservoir Dogs”, το “Pulp Fiction”, το “Jackie Brown”, τα “Kill Bill”, το “Inglourious Basterds”.  Χμμ, you got the point.
Αρχικά να υπενθυμήσω σε όσους το έχουν ξεχάσει και να γνωστοποιήσω σε όσους δε το γνώριζαν, οτι σε πρώτη φάση οι δυο ταινίες των Rodrigued-Tarantino, “Planet Terror”-“Death Proof”, είχαν κυκλοφορήσει στην Αμερική σαν ‘double feature’.  Και τι είναι αυτό;  Στην ουσία αποτελούσαν δυο κομμάτια της ίδιας υποθεσιακά, δουλειάς.  Παρά το γεγονός οτι και στην Ελλάδα οι ταινίες προβλήθηκαν μεμονωμένα, ο στόχος των δυο σκηνοθετών, ήταν να επαναφέρουν στο προσκήνιο την αισθητική των exploitation ταινιών, των δεκαετιών του ΄50, ’60 και κυρίως ’70.  Το γεγονός οτι έδωσαν στο κινηματογραφικό τους παιδί το κοινό όνομα “Grindhouse” δεν είναι τυχαίο, μιας που ο όρος προέρχεται από την ονομασία που συνηθιζόταν να δίνεται στις αίθουσες οι οποίες φιλοξενούσαν b-movies, με exploitation περιεχόμενο (από sex, gore, τέρατα και ναρκωτικά, μέχρι ταινίες με νταβατζήδες, πόρνες, serial killers και φυσικά άπειρο αυτοκινητο-κυνηγητό, με θρυλικά πλέον, μοντέλα αμαξιών), οι οποίες προβάλλονταν συνήθως σε ‘multiple-feature format’ (συνήθως δυο μαζί).
Σε πρώτη βάση λοιπόν, καλό είναι να έχει κανείς στο νου του περί τίνος πρόκειται η ταινία, γιατί μόνο έτσι μπορεί να εκτιμήσει την πραγματική cult υπόστασή της, η οποία όπως φαίνεται είναι αφιερωμένη σε ένα τεράστιο και καθόλα αγαπημένο κινηματογραφικό ρεύμα, το οποίο μεσουράνησε ιδιαιτέρως τη δεκαετία του 1970: αυτό του “trash” cinema.

Αν θα έπρεπε να τοποθετήσουμε την ταινία σε μια κατηγορία, σίγουρα θα ήταν αυτή της γενναιόδωρης καλτιάς, ακόμα και αν μιλάμε για φιλμ των τελευταίων ετών (του 2007 συγκεκριμένα).  Ο τρόπος με τον οποίο ο Tarantino έχει χρησιμοποιήσει όλα αυτά που μόνος του διδάχθηκε, παρακολουθώντας ταινίες επί ταινιών, κατά τη διάρκεια εργασίας του στο video club-και οχι μόνο-, είναι εξαίρετος και φυσικά δεν είναι τυχαίο οτι αποτελεί τον μοναδικό, mainstream σκηνοθέτη, ο οποίος και εξακολουθεί να μένει πιστός στο είδος που τον ανέδειξε, και να μαζεύει το κοινό στις αίθουσες με το τσουβάλι, και φυσικά, να συγκεντρώνει και μεγάλα ονόματα στις εκάστοτε παραγωγές του.  Μπορεί στο “Death Proof”, ο Russell να αποτελεί την παλιά, καλή καραβάνα, παρόλα αυτά η συγκεκριμένη δουλειά του, είναι ίσως η πιο καρμποναρισμένη του ταινία, σχετικά με τον exploitation φόρο τιμής που αποτίει: εντυπωσιακές γυναίκες, μισογύνης δολοφόνος κατά συρροή, bad ass αυτοκίνητα, γρατζουναρισμένη εικόνα, compilation soundtrack (πιθανότατα από όλες εκείνες τις ταινίες που αποτέλεσαν την έμπνευση για τον Quentin), επανάληψη του ‘fuck’ στη νιοστή, αίμα και άγρια, θηλυκά ένστικτα;  B(e) perfection.

Οφείλω και εγώ να παραδεχθώ, οτι την ταινία δε τη θυμόμουν από τη πρώτη φορά που την είχα δει, ή τουλάχιστον δε τη θυμόμουν και τόσο καλά.  Συνεπώς μπορείτε να καταλάβετε και την έκπληξή μου, όταν είδα πως είναι τελικά τοποθετημένη χρονικά, στο σήμερα.  Κινητά τηλέφωνα μπλέκονται με αρτιστίκ αφίσες από πάμπολλες ταινίες, και…i-pods βολεύονται καλά πάνω στην κίτρινη, τσιρλιντερική φορεσιά της Lee (Mary Elizabeth Winstead), η οποία είναι εξίσου βολεμένη μέσα στην κατακίτρινη και τόσο μα τόσο όμορφη Mustang της Kim (Tracie Thoms).
Ο συνδυασμός άλλης εποχής και σύγχρονης κουλτούρας, είναι αυτός που κάνει έντονα τη διαφορά στη ταινία του Tarantino, και αυτό γιατί ενώ η ταινία είναι τόσο απροκάλυπτα vintage, είναι την ίδια στιγμή μέσα στο πνεύμα των καιρών, με free spirited γυναίκες, κλασικούς κακούς και καπάου! φεμινισμό, ιδωμένο μέσα από τα μάτια ενός ποδόφιλου σκηνοθέτη.  Γιατί, αν κάτι είναι κοινό στα δυο κομμάτια της ταινίας, αυτό είναι οι γλουτοί, οι γάμπες και βεβαίως, οι πατούσες.  Κι αν αυτό δεν είναι exploitation φετιχισμός, τότε τι είναι;
Εκτός όμως από το σύνολο της ταινίας που παραπέμπει σε καψιμέϊκο film του ’70, η αισθητική αυτή, ενισχύεται και από ένα άλλο κόλπο το οποίο μάλιστα βλέπουμε πριν καν αρχίσει η ταινία: από τα fake trailers.
Λίγο πριν δούμε το πρώτο πλάνο της ταινίας (ένα ακόμη ζευγάρι γυναικεία πατούσια) πέφτουν μερικά ολιγόλεπτα trailers, τα οποία δε νομίζω να βλέπει κανείς στην κόπια του dvd, αλλά ίσως τα θυμάστε να παίζουν μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα.  Αυτά λοιπόν τα fake trailers, επειδή ακριβώς έπαιζαν μέσα στο θέμα του exploitation, αποτελούσαν την πλέον λειτουργική διαφήμιση για την ταινία και μια ομολογουμένως, πρωτότυπη πινελιά.  Ο ενθουσιασμός που προκάλεσαν, είχε σαν αποτέλεσμα, κάποια από αυτά, να γίνουν τελικά και full length ταινίες(!), όπως το “Machete” με τον μουράτο Danny Trejo, αλλά και το επικών διαστάσεων, “Hobo With a Shotgun”, του Jason Eisener.  Ανάμεσα στα άλλα, μπορούσε κάποιος να δει το trailer “Werewolf Women on SS”, σε σκηνοθεσία Rob Zombie και πρωταγωνιστή τον Nicolas Cage, αλλά και το “Don’t” του Edgar Wright (“Shaun on the Dead”, “Hot Fuzz”, και “Attack the Block” ως executive producer).

Εκτός από τη σκηνοθεσία που είναι έτσι κι αλλιώς ταραντινίστικη, ενδιαφέρον έχει και το cast, μιας που εκτός από τις γνωστές-άγνωστες τύπου Rosario Dawson, Winstead, MacGowan, βλέπουμε επισήμως και την αγαπημένη stunt woman του Tarantino, την οποία χρησιμοποιεί σε κάθε του ταινία, Zoe Bell.  Η Bell είναι ο κρυμμένος άσος στο μανίκι, καθώς κάνει όλα τα τρελά και τα κουλά της υπόθεσης, ματσουκώνει τον Russell με έναν σωλήνα και γενικά τρελαίνει και τρελαίνεται.
Αν πρέπει να πούμε τι είναι το “Death Proof”, το πιο σωστό θα ήταν πως αποτελεί μια μνεία πάνω σε ένα σωρό ταινίες που με τον έναν, ή με τον άλλο τρόπο κάνουν εδώ την εμφάνισή τους: είτε ως αφίσα, είτε ως ατάκα ή ως απλό referance, ο Tarantino αγαπάει το παλιό, το καλό, το κακό και το weird, και δε διστάζει να το δείχνει σε όλη τη διάρκεια του film.  “The Wizard of Oz”, “Rio Bravo”, “Psycho”, “Faster Pussycat! Kill! Kill!”, “Bullitt”, “Vanishing Point”, “The Getaway”, “The Toxic Avenger” και “Crash”, είναι μόνο μερικές από τις εκατοντάδες αναφορές σε ταινίες που υπάρχουν παντού μέσα στη ταινία.  Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα οτι ο stuntman Mike φτιάχνεται σεξουαλικώς από τα τροχαία ατυχήματα, όπως ακριβώς και οι ήρωες του Cronenberg στη ταινία “Crash”.
Εκτός από την μανιασμένη δράση, τον ξέφρενο ρυθμό, την sexy-slutty διάθεση και μια ιστορία που έχουμε ξαναδεί, αλλά αγαπάμε έτσι κι αλλιώς, το “Death Proof”, ακόμα και αν δε του φαίνεται, είναι μια ταινία για τον ίδιο τον κινηματογράφο (απαρτίζεται από πρωταγωνιστές που είναι stuntmen, και υποδύονται και τους stuntmen/women, τη Dawson που υποδύεται μια μακιγιέρ, την Winsted που υποδύεται μια ηθοποιό, και πάει λέγοντας), την ιστορία του και τους θαυμαστούς δρόμους που έχει ακολουθήσει μέχρι σήμερα.  Και αυτό το γουστάρουμε με τα χίλια.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι καλό είναι να αποφεύγεις όποιον έχει μια νεκροκεφαλή στο καπό του αυτοκινήτου του, οτι το σωστό lap dance γίνεται με πλαστική σαγιονάρα και οτι καλό είναι να μην εμπιστεύσαι μια λευκή Challenger σε τρεις γυναίκες, γιατί ποτέ δε ξέρεις πως θα καταλήξει στα χέρια τους…


TRIVIA

  • Το μακιγιάζ, το χρώμα των μαλλιών και το όλο ντύσιμο της MacGowan εδώ, είναι επίτηδες τόσο έντονα διαφορετικό, προκειμένου να μη παραπέμπει καθόλου στον ρόλο της Cherry στο “Planet Terror”.
  • Η ταινία ‘κακοποιήθηκε’ πραγματικά, προκειμένου να έχει την αίσθηση του παλιού.  Δε χρησιμοποιήθηκε καμία ψηφιακή επεξεργασία.
  • Τα χρώματα του αμαξιού των κοριτσιών στο δεύτερο κομμάτι, παραπέμπουν στη κιτρινόμαυρη στολή της Uma Therman στο “Kill Bill”.
  • Η Dawson έπεισε τον Tarantino να κόψει τα μαλλιά της, προκειμένου να παραπέμπει στο pin-up icon, Bettie Page.
 (ΠΗΓΗ IMDB)

The Texas Chainsaw Massacre: Welcome to the family…

Καλημέρα και καλή εβδομάδα!  Λοιπόν λοιπόν τέλος και αυτή η ψηφοφορία μας με τα indie ταινιάκια, η οποία απ’οτι είδα πήγε ανέλπιστα καλά, μιας που δε φανταζόμουν οτι η συγκεκριμένη κατηγορία θα είχε μεγάλη συμμετοχή.  Thanx και πάλι για τις ψήφους σας!  Από πλευράς ενημέρωσης, όπως ήταν αναμενόμενο το “American History X” ήρθε πρώτο με 17 ψήφους (πλήρης εκμηδενισμός δηλαδή των υπολοίπων ταινιών), στη δεύτερη θέση έμεινε καυστικό “Fargo” με 13, ενώ στη τρίτη κόλλησε το πολυαγαπημένο μου “Donnie Darko” με 11.  Όπως καταλάβατε και μιας και έχω ήδη ανεβάσει στο blog τις παραπάνω ταινίες, έπρεπε να αναζητήσω τον επόμενο νικητή με τις περισσότερες ψηφούλες.  Συνεπώς ο κλήρος έπεσε στο “The Texas Chainsaw Massacre” το οποίο έμεινε αρκετά πίσω με 10 ψήφους, αλλά θα το γράψω σήμερα μιας που δεν έχει μπει στο blogaki.  Συνεπώς όσοι είστε fan μείνετε να τσεκάρετε τη κριτικούλα.  Για του υπόλοιπους…από αύριο : )

Πέντε φίλοι ξεκινούν ένα road trip προκειμένου να επισκεφθούν έναν τάφο και να διαπιστώσουν εάν στέκουν οι φήμες περί βανδαλισμού και τιμβωρυχίας των νεκροταφείων εκείνης της καυτής, Τεξανής περιοχής.  Στο δρόμο τους συναντούν έναν hitchhiker τον οποίο αποφασίζουν να πάρουν μαζί τους και όπως είναι αναμενόμενο αποδεικνύεται θεόμουρλος, κόβοντας με ένα ξυράφι το ένα από τα παιδιά και στη συνέχεια αυτοκτονώντας.  Η παρέα συνεχίζει το δρόμο της αναζητώντας ένα βενζινάδικο προκειμένου να φουλάρει το ντεπόζιτό της, και όταν όλα βαίνουν καλώς, συνεχίζει το δρόμο της.  Τα πράγματα τα οποία είχαν από την αρχή φανεί οτι θα γίνουν ζόρικα, γίνονται τελικά κάτι περισσότερο από αυτό, όταν τα παιδιά έρθουν αντιμέτωπα με μια οικογένεια τυμβωρύχων κανιβάλων η οποία θα τους μοστράρει την καλύτερη ατραξιόν τους: τον γιο Leatherface, ένα ντερέκι μέχρι εκεί πάνω που κραδαίνει ένα θανατηφόρο, αιμάτινο ηλεκτρικό πριόνι στα χέρια, και με τη πρώτη ευκαιρία αρχίζει να τους ξεπαστρεύει έναν έναν κόβοντας σάρκες και μοιράζοντας ουρλιαχτά.  Όσοι καταφέρουν να ζήσουν από την πρώτη επιδρομή, θα προσπαθήσουν με νύχια και με δόντια να γλυτώσουν από αυτόν τον φριχτό εφιάλτη.  Αχχ, πόσο όμορφο είναι να έχεις την οικογένεια δίπλα σου όταν τη χρειάζεσαι;  Να κόβετε μαζί δαχτυλάκια και λαιμουδάκια;  Αυτό θα πει οικογενειακή θαλπωρή…
Το “The Texas Chainsaw Massacre” και το “The Shining” του Kubrick αποτέλεσαν τις πρώτες αρχετυπικές ταινίες τρόμου που δημιουργήθηκαν ποτέ.  Από τη μια πλευρά ο Kubrick παρουσίασε για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη τον τρόμο και τον φόβο που προκύπτουν μέσα από μια κατάσταση ενδοοικογενειακής βίας (με τις απαραίτητες μεταφυσικές πινελιές φυσικά, όπως αυτές γεννήθηκαν από το μυαλό του Stephen King), ενώ από την άλλη ο Tobe Hooper εγκαινίασε το slash horror είδος, το οποίο εμπλούτισε με έναν σωρό κοινωνικά ή μη στοιχεία.  Από την εμφάνιση του πρώτου serial killer “Leatherface” και τον εμποτισμό του σύγχρονου κινηματογράφου του τρόμου με τις hillbilly, κανιβαλιστικές φυσιογνωμίες, μέχρι την κινηματογράφηση νοσηρών εικόνων και την κοινωνιολογική προσέγγιση όσον αφορά τα μοιραία θύματα (είτε ζουν, είτε καταφέρνουν να επιβιώσουν) που αποτελούν ως επί το πλείστον γυναίκες, ο Hooper κατάφερε να δημιουργήσει μια νέα, τεράστια ‘σχολή’ κινηματογράφου, επαναπροσδιορίζοντας τον νέο τρόμο.  Και το έκανε με αυτό το low budget, σαρκοφάγο ταινιάκι του.

Εάν κοιτάξει κανείς την καριέρα του Hooper θα διαπιστώσει (ίσως με οχι και τόσο μεγάλη έκπληξη) οτι το σύνολο της κινηματογραφικής του δουλειάς, απαρτίζεται από ταινίες τρόμου.  Διόλου τυχαίο, αν σκεφτεί κανείς την τεράστια επίδραση που είχε η ταινία του, οχι μόνο στον σημερινό κινηματογράφο, αλλά και στην pop κουλτούρα γενικότερα.
Αν και η δράση του φαίνεται να χαρακτηρίζεται από μια σκαμπανεβαστική κατάσταση, εντούτοις κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει οτι τα κάνα δυο καλά ταινιάκια που έχει κάνει είναι…ε λοιπόν πολύ καλά, καθώς εκτός από τον Δολοφόνο του, ο Hooper είναι υπεύθυνος και για ένα ακόμη cult διαμαντάκι που ακούει στο όνομα “Poltergeist”.
 Όσο δεξιοτεχνικά ανέλαβε και έφερε εις πέρας με τεράστιες οικονομικές και λοιπές δυσκολίες (θα καταλάβετε τι εννοώ στα trivia στο τέλος), το “The Texas Chainsaw Massacre”, τόσο αριστοτεχνικά κατάφερε και έδωσε σατανική ζωή σε μια ταινία που ακόμα και σήμερα προκαλεί αγνό, γνήσιο τρόμο.
Το “Poltergeist” ίσως και να αποτέλεσε τη κορυφή του Hooper, καθώς κατάφερε και απέσπασε τρεις υποψηφιότητες για Oscar.  Το μοτίβο βέβαια του πρωταγωνιστικού παιδιού που άλλοτε αρχίζει να έχει περίεργες ιδιότητες, να βλέπει πράγματα και γενικώς να βιώνει μεταφυσικές εμπειρίες, και άλλοτε να αποδεκατίζει τους ενήλικους πρωταγωνιστές με ταχύτητα φωτός, είχε ήδη εμφανιστεί στον ορίζοντα από αρκετά παλαιότερα με ταινίες όπως το “The Bad Seed” (1956) του Mervyn LeRoy, το “Village of the Damned” (1960) του Wolf Rilla, το “Kill Baby Kill” (1966) του Ιταλού Mario Bava και φυσικά το “The Omen” (1976) του Richard Donner.  Παρόλα αυτά ο Hooper έβαλε και αυτός το δικό του λιθαράκι στη κατηγορία του ‘παιδικού τρόμου’.
Αν και από τη δεκαετία του ’90 έχει χαθεί από τα κινηματογραφικά δρώμενα, σκηνοθετώντας ως επί το πλείστον επεισόδια σειρών και αδιάφορα ταινιάκια, φαίνεται πως κάνει την προσπάθειά του για μια σχετική επανάκαμψη, με τη καινούρια του ταινία “Djinn” η οποία αναμένεται μέσα στο 2012.  Το story αφορά ένα ζευγάρι από τα Αραβικά Εμιράτα το οποίο επιστρέφοντας στη πατρίδα, ανακαλύπτει οτι το σπίτι τους έχει χτιστεί σε μια περιοχή οπού κάνουν περατζάδα δαιμονικές υπάρξεις.  Χμμμ…

Ο Hooper συνέλαβε την ιδέα για το “The Texas Chainsaw Massacre” στην αρχή του 1970, όσο ακόμα εργαζόταν ως βοηθός σκηνοθέτη στο Πανεπιστήμιο του Τέξας.  Όπως είχε παραδεχτεί αργότερα, είχε ήδη στο μυαλό του μια ιστορία η οποία θα λάμβανε χώρα στο δάσος, και θα είχε να κάνει με την απομόνωση και το σκοτάδι γενικότερα.
Όταν το πλήρωμα του χρόνου ήρθε και η ταινία βρισκόταν πλέον στα σκαριά, ο Hooper μαζί με τον σεναριογράφο του Kim Henkel, προσπάθησαν να συγκεντρώσουν όσα περισσότερα χρήματα γινόταν, προκειμένου να καταφέρουν τελικά να γυρίσουν τη ταινία.  Τελικά το ποσό έφτασε με το ζόρι τις $100 χιλιάδες, με αποτέλεσμα τα γυρίσματα να γίνουν με τρομερές δυσκολίες.  Και κάπου εκεί ξεκίνησε ο μύθος της αληθινής ιστορίας.
Μέχρι και σήμερα πολλοί έχουμε μείνει με την εντύπωση οτι η ιστορία του Σχιζοφρενούς Δολοφόνου, αποτελεί πραγματική ιστορία, γεγονός που ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο και από τα διάφορα taglines της ταινίας, όπως “What happened is true…”, “Based on a true story” και “It really happened…”.  Όλο αυτό είχε αποτελέσει στην ουσία μια πολύ επιτυχημένη διαφημιστική καμπάνια, προκειμένου η ταινία να καταφέρει να προσελκύσει περισσότερο κόσμο στις αίθουσες και έτσι να αυξήσει τα όποια κέρδη της.  Εάν μάλιστα κρίνουμε από τα κοντά $31 εκατομμύρια δολάρια εισπράξεις στην Αμερική, μάλλον αυτό το διαφημιστικό τρικ ήταν κάτι παραπάνω από επιτυχημένο.
Παρόλα αυτά αν και η ιστορία δεν ήταν αληθινή, εντούτοις ο Hooper υποστήριξε οτι άντλησε κάποια στοιχεία για τον δολοφόνο του, από έναν υπαρκτό serial killer, τον Ed Gein, ο οποίος συνήθιζε να ξεθάβει πτώματα και να παίρνει στο σπίτι του διαφόρων είδους ‘τρόφαια’ από πάνω τους, ενώ είχε δολοφονήσει και δυο γυναίκες.  Η δράση του Gein έδωσε τροφή για την αναπαράσταση και άλλων, διάσημων κινηματογραφικών δολοφόνων, όπως ο Norman Bates στο “Psycho” του Hitchcock και ο Jame Gumb του “The Silence of the Lambs”.

Ο αντίκτυπος που είχε η ταινία οχι μόνο στην μετέπειτα επίδραση της σε νεότερους σκηνοθέτες και το έργο τους, όπως ο Ridley Scott ή ο Alexander Aja, αλλά και στην πορεία τη μετέπειτα κινηματογραφικής βιομηχανίας, ήταν τεράστιος.  Ταινίες όπως το “The Blair Witch Project”, “The Evil Dead” και “Halloween”, επηρεάστηκαν άμεσα από αυτή και πήραν μπόλικα δάνεια προκειμένου να υπάρξουν ως αυτοτελείς οντότητες.  Αν και ο αντίκτυπος σε καλλιτεχνικό επίπεδο (όσο περίεργο κι αν φαίνεται) ήταν μεγάλος, εντούτοις φαίνεται πως ο καυστικός, κοινωνικός σχολιασμός του Hooper ήταν ακόμη μεγαλύτερος.
Εκτός από τους ‘κανιβαλιστικούς’ Ιταλούς σκηνοθέτες με τις extra extra large δόσεις αίματος, η Αμερική απέδειξε οτι διακατεχόταν από μια έντονα καυστική διάθεση για αυτοσαρκασμό.
Παρά το γεγονός οτι και σε αυτή τη ταινία οι γυναίκες γίνονται βορά των hardcore αρσενικών, εντούτοις όπως ανέφερε και ο Hooper, η πρόθεσή του ήταν να κάνει μια ταινία που να αντικατοπτρίζει τα ψέματα της αμερικανικής κυβέρνησης, όπως αυτά παρουσιάζονταν εκείνη την εποχή μέσα από τις ειδήσεις και τον τύπο.  Η παρουσίαση της ταινίας ως αληθινή ιστορία, ήταν ένα δουλεμένο ψέμα, “όπως για παράδειγμα η πετρελαϊκή κρίση του ’73 και το σκάνδαλο Γουότεργκειτ”.  “Όπως ακριβώς παρουσιάζονταν οι βαναυσότητες στον Πόλεμο του Βιετνάμ, με τη πουριτανική Αμερική να δείχνει μυαλά και αίματα σκορπισμένα παντού, χωρίς να παραπέμπουν στην ανθρώπινη ταυτότητα, έτσι και εγώ έβαλα κυριολεκτικά μια μάσκα στον δολοφόνο, αποκρύπτοντας την ταυτότητα του προσώπου του”, φαίνεται να λέει ο Hooper και μάλλον τα λέει και αρκετά ενδιαφέροντα.
Ένα ακόμη θέμα που πραγματεύεται η ταινία είναι βεβαίως και η αποδόμηση της τέλειας, αμερικανικής οικογένειας των διαφημίσεων, με την οικογένεια γύρω από το τραπέζι, το πλουσιοπάροχο γεύμα και τα γελαστά πρόσωπα.  Πόσο κόντα έρχεται η σκηνή στη ταινία στην οποία βλέπουμε ένα παρόμοιο τραπέζι, αλλά στο πολύ μακάβριο του;  Και black χιούμορ;  Γιατί οχι;  Έτσι κι’ αλλιώς όλη η campy αισθητική της ταινίας επιδιώκει ακριβώς αυτό.

Από σκηνοθετικής πλευράς έχει το ενδιαφέρον της η ταινία, με έντονα κοντινά, όσες δόσεις από gore στιγμές πρέπει και ένα από τα καλύτερα τέλη σε horror film όπως (βλ. παραπάνω φωτό).
Κλασικός, cult κινηματογράφος που ακόμα κρατάει καλά.  Κι αν δε μπορέσετε να τη δείτε ολόκληρη εξαιτίας των βίαιων σκηνών και της αναγουλιαστικής της φύσης, τουλάχιστον δείτε…οτι καταφέρετε.  Έχει πραγματάκια να προσέξει κανείς και να τα ευχαριστηθεί κιόλας.  Τσεκάρετέ την.

Τι έμαθα από τη ταινία:  Οτι η γυναίκα πάντα βρίσκει τον τρόπο της, οτι αυτή η οικογένεια είναι πραγματικά δεμένη και οτι ο Leatherface είναι ο κακιότερος κακός.

TRIVIA

  • Μετά από το πολύωρο μακιγιάζ που είχε αναγκαστεί να υποστεί ο John Dugan για να υποδυθεί τον παππού, είπε οτι ήταν η χειρότερη εμπειρία της ζωής του και οτι προκειμένου να ξαναπεράσει αυτό το μαρτύριο, προτίμησε να γυρίσει όλες τις σκηνές του κατευθείαν.  Οι σκηνές ου γυρίστηκαν σε 36 ώρες, κατά τη διάρκεια ενός καυτού καλοκαιριού, με ένα μεγάλο κομμάτι να λαμβάνει χώρα στο δείπνο, και στο οποίο ήταν αναγκασμένος να παραμείνει σε ένα δωμάτιο με ψόφια ζώα και σάπιο φαγητό, χωρίς ανεμιστήρες ή air condition!!
  • Ο ανθρώπινος σκελετός στο σπίτι είναι…αληθινός.  Ο λόγος ήταν οτι οι αληθινοί σκελετοί από την Ινδία, είναι φθηνότεροι από έναν πλαστικό σκελετό!
  • Τα ρούχα της πρωταγωνίστριας Marilyn Burns ήταν τόσο ποτισμένα με το ψεύτικο αίμα, που στο τέλος της ταινίας είχαν πραγματικά στερεοποιηθεί!
(Πηγή IMDB)

Αύριο μάλλον θα αργήσουμε να ανεβάσουμε ταινιούλα.  Ίσως ανέβει πιο απογευματάκι, αλλά σίγουρα θα είμαστε εδώ!  

Memories of Murder (a.k.a Salinui chueok): Is this the kingdom of rape?

Καλημέρα καλημέρα once again!  Τι κάνουμε;  Φαντάζομαι καλά μιας που σήμερα κυκλοφορούν και κάνα δυο καλές ταινίες στα σινεμά.  Τώρα θα μου πείτε είναι αυτός λόγος να είναι κανείς καλά, μέσα σε όλα αυτά τα σκατά που ζούμε;  Κι εγώ θα σας πω οτι βεβαίως και είναι.  Γιατί οι ταινίες είναι ένας τρόπος για να ξεφεύγουμε, να ξεχνιόμαστε και να χανόμαστε σε έναν μαγικό κόσμο, έστω και για κάποιες ώρες.  Και πότε θα ήταν πιο χρήσιμη μια τέτοια διαφυγή, αν οχι τώρα;  Σταματάω με τα μελοδράματα και επανέρχομαι.  Σας θυμίζω οτι στις αίθουσες από σήμερα θα παίζει η “Iron Lady” Meryl Streep, για την οποία έχουν ακουστεί τα καλύτερα για την ερμηνεία της και τα χειρότερα για τη σκηνοθεσία και το σεναριακό της περιεχόμενο.  Εναλλακτικά δείτε και το remake του Fincher, “The Girl with the Dragon Tattoo” μιας που και εγώ θα πάω να δω προς τι όλη η αναστάτωση γύρω από τη ταινία.  Για το λόγο αυτό η αυριανή, καθιερωμένη ψηφοφορία μας, θα μεταφερθεί για το Σάββατο (και θα διαρκέσει μέχρι τη Δευτέρα, με το αποτέλεσμά της να ανεβαίνει στο blog τη Τρίτη) προκειμένου να γράψω και εγώ τις δικές μου εντυπώσεις από τη ταινία.  So stay around, γιατί αύριο έχουμε κριτικούλα.  Για πιο cinefil καταστάσεις παίζει και το εργάκι του Ούγγρου Bela Tarr, το “Damnation” (1988),  το οποίο θέλει υπομονή και επιμονή για να το δεις, όπως εξάλλου και όλες του οι ταινίες (βλ. “The Turin Horse”).  Στα σημερινά μας έχουμε μια ταινία από το 2003, το “Memories of Murder”.  Προσωπικά τη θεωρώ ως ένα από τα καλύτερα και πιο αριστοτεχνικά σκηνοθετημένα crime thrillers της δεκαετίας.  Τσεκάρετε και περιμένω τις απόψεις σας.  Here we go…

Βρισκόμαστε στο 1986 σε μια μικρή επαρχία της νότιας Κορέας.  Ενώ η ζωή θα έπρεπε να κυλάει ήρεμα και οι κάτοικοι να βιώνουν μια ζηλευτή-στη προκειμένη περίπτωση-επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα, εντούτοις στη Gyunggi κάτι πάει πολύ στραβά.
Πιο συγκεκριμένα η τοπική αστυνομία βρίσκει μια ακόμη κοπέλα βιασμένη και δολοφονημένη, με φριχτό τρόπο.  Τα χέρια της είναι δεμένα πίσω της, ενώ το πρόσωπό της καλύπτεται από το εσώρουχό της!  Σιγά σιγά κι άλλες νεαρές, όμορφες κοπέλες θα ακολουθήσουν τη μοίρα των πρώτων, και θα καταλήξουν νεκρές από τα χέρια ενός σαδιστή serial killer.  Ενώ οι προσπάθειες θα έπρεπε να είναι συντονισμένες για τον εντοπισμό και τη σύλληψη του δράστη, η αστυνομία φαίνεται να αποτελεί μια ηλίθια καρικατούρα.  Κατασκευάζει στοιχεία προκειμένου να ενοχοποιήσει άτομα που ουδεμία σχέση δε φαίνεται να έχουν με τα εγκλήματα, πλακώνει στο ξύλο τους υπόπτους, τους ρίχνει εντυπωσιακές, αεροπλανικές κλωτσιές κηρύττοντας οτι η επαρχία τους ‘δεν είναι ο παράδεισος του βιαστή!’ και γενικώς γελοιοποιείται, αφήνοντας στη τελική τον δράστη να δρα ανενόχλητος.
Όταν τελικά στη περιοχή καταφτάσει ο ντετέκτιβ Seo Tae-Yoon από την πολυκοσμική Seoul, οι τοπικοί-ο Θεός να τους κάνει-ντετέκτιβ Cho Yong-koo και Park Doo-Man θα αντιδράσουν στον ‘σπουδασμένο’ νεοφερμένο, ο οποίος το μόνο που θέλει είναι να δώσει μια χείρα βοηθείας, προκειμένου να συλληφθεί ο φόβος και ο τρόμος των γυναικών.  Οι συγκρούσεις ανάμεσα στους άντρες θα είναι αναπόφευκτες και θα τους δημιουργήσει μπόλικα προβλήματα.  Όταν όμως ο δολοφόνος συνεχίσει ακάθεκτος το βρώμικο έργο του, τότε η περίσταση θα απαιτήσει ουσιαστική συνεργασία.  Μόνο έτσι οι ντετέκτιβ θα έχουν την ευκαιρία τους να τον ‘τσιμπήσουν’…

Νομίζω πως ανέκαθεν έτρεφα μια συμπάθεια απέναντι στον ασιατικό κινηματογράφο.  Μια συμπάθεια που με τη πορεία έγινε σεβασμός και θαυμασμός.  Καθόλου τυχαίο θαρρώ, μιας που και από τα υπέροχα σεμινάρια που έχω τη τύχη να παρακολουθώ, έχω μάθει πολλά πράγματα για τους λόγους, το κοινωνικοπολιτικό background και την σχολή των μεγάλων Ιαπώνων, Κορεατών και γενικά Ασιατών κινηματογραφιστών/σκηνοθετών.  Ξεκινώντας από τους παλιούς, όπως ο Όζου και ο Κουροσάβα και αρχίζοντας να παρακολουθώ τις ταινίες τους (ταινίες που μερικά χρόνια πριν θα τις ‘έκλεινα’ μέσα στα δέκα πρώτα λεπτά, λόγο της έλλειψης παιδείας πάνω στο κινηματογραφικό γίγνεσθαι που νοιώθω τώρα οτι είχα), ένοιωσα οτι μπήκα σε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο.  Έναν κόσμο συναισθημάτων και επίπονων νοημάτων, που αντικατόπτριζαν την ανάγκη για ζωή μέσα στα αποκαΐδια του πυρηνικού ολέθρου που είχε ζήσει η Ιαπωνία, και των χιλιάδων θυμάτων της.  Η σταδιακή τεχνολογική πρόοδος και η απομάκρυνση από τις παραδοσιακές αξίες, η αυξανόμενη μοναξιά των ατόμων και οι δυσκολίες της τρίτης ηλικίας, αποτελούσαν χαρακτηριστικά μοτίβα των ‘μεγάλων παλιών’.
Παρόλα αυτά δε μπορώ παρά να θυμηθώ με μια περίεργη ευχαρίστηση, το σοκ και την συγκλονιστική επίδραση που είχε πάνω μου η ταινία του Κορεάτη Chan-wook Park, “Oldboy”.  Θαύμασα το κουράγιο και την αντοχή που χρειάζεται για να κάνεις μια τέτοια ταινία, τις ερμηνείες που ήταν σαν μαχαίρι στη καρδιά, την υπέροχη σκηνοθεσία και το μουσικό score που με συγκίνησε.  Και κάπως έτσι, μέσα από τον σύγχρονο ασιατικό κινηματογράφο, έμαθα να αγαπώ και τον παλιό.  Θα έπρεπε να έχει γίνει ανάποδα το ξέρω, αλλά τι να κάνω;  Είμαι και εγώ παιδί της εποχής μου, και το πήγα λίγο αντίθετα το πράγμα.  Όσο για τη συνέχεια;  Αποδείχθηκε λαμπρή…

Ο σκηνοθέτης της σημερινής μας ταινιούλας είναι ο Joon-ho Bong.  Αν και προς το παρόν μετράει στο ενεργητικό του μόλις εννιά ταινίες, εντούτοις οι περισσότερες από αυτές είναι πραγματικά καλές παραγωγές, και μάλιστα αρκετά ετερόκλητες μεταξύ τους.
Το 2000 έκανε το ντεμπούτο του με το “Barking Dogs Never Bite”, μια κωμωδία με δόσεις κοινωνικής σάτιρας, που προκάλεσε αίσθηση.  Τρία χρόνια μετά σκηνοθέτησε το “Memories of Murder” το οποίο μάλιστα βασίζεται στη πραγματική ιστορία των πρώτων serial killers της χώρας, οι οποίοι έδρασαν από το 1986 μέχρι και το 1991.  Το 2006 επέστρεψε με ένα από τα καλύτερα τέρατα που έχω δει ever σε ταινία, στο αηδιαστικά καλό “The Host” (έχει ανέβει και αυτό στο blogaki).  Φαίνεται πως το τρία είναι ο αριθμός του, καθώς ακόμα τρία χρόνια μετά και συγκεκριμένα το 2009 δημιούργησε το ιχυρό (οχι σε εμάς εδώ δυστυχώς) “Mother”, ένα σκληρό δράμα με πρωταγωνίστρια μια γυναίκα που προσπαθεί να εντοπίσει τους δολοφόνους που παγίδεψαν τον γιο της για τα δικά τους εγκλήματα.  Εξίσου ενδιαφέρον είναι και το project που έχει δρομολογήσει (με συμπαραγωγό μάλιστα τον Park) για το 2012-2013.  Πρόκειται να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το post apocalyptic γαλλικό comic, “Le Transperceneige” (στα αγγλικά “Snow Piercer”).  Η υπόθεσή της εκτυλίσεται σε ένα κόσμο που καλύπτεται από πάγο και χιόνι, και επικεντρώνεται σε ένα τρένο γεμάτο από τους τελευταίους επιζήσαντες αυτού του ερηπωμένου τόπου.  Το τρένο έχει άγνωστο προορισμό, και τα άτομα έρχονται σε επαφή με περίεργα φαινόμενα και συγκρούσεις ταξικής φύσεως.  Sounds good!

Το “Memories of Murder” είναι ένα σφιχτοδεμένο, αστυνομικό θρίλερ που επικεντρώνεται στο δίδυμο των ντετέκτιβ, τον έναν εκ της μικρής επαρχίας και τον άλλον από την Seoul.  Η ταινία αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα ντετεκτιβίστικης ιστορίας, με noir δόσεις που είναι δύσκολο να εντοπίσεις αρχικά λόγω του επαρχιακού τοπίου, αλλά από κάποια στιγμή και μετά γίνονται τόσο χειροπιαστές, που μοιάζουν να κολλάνε στο πετσί σου.
Η σκηνοθεσία του Bong είναι εκπληκτική και θυμίζει σε αρκετές στιγμές την κινηματογράφηση των Coen (το παραπάνω πλάνο μοιάζει καρμποναρισμένο από το “Fargo” τη στιγμή που το δίδυμο των κακοποιών πλησιάζει τη μικρή πόλη, και το σκιάχτρο εδώ παίζει εύκολα το ρόλο του μεγάλου αγάλματος που ξυλοκόπου).  Με μουντά χρώματα στραγγισμένα από το παραμικρό φως και μια κακοκαιρία που φεύγει και έρχεται διαρκώς μέχρι το τέλος της ταινίας, ο Bong χτίζει μια αστική ιστορία θανάτου και φόβου και την τοποθετεί σε ένα καθαρά αγροτικό τοπίο, με απλούς ανθρώπους και φυσική ομορφιά.  Πολύ έξυπνη η σκέψη του να παρουσιάσει τόσο κοφτά και απόλυτα τον στροφάτο, νεοφερμένο ντετέκτιβ από τη μια, και το απίστευτα ηλίθιο δίδυμο των επαρχιακών ντετέκτιβ από την άλλη, δίνοντάς τους ξεκάθαρες ερμηνευτικές κατευθύνσεις που δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης.  Εξάλλου αυτοί ακριβώς οι πρωταγωνιστές είναι που αποτελούν και τα μέσα για τον κοινωνικό σχολιασμό του Bong, που ξεφεύγει από τα αυστηρά πλαίσια των ταξικών διαφορών και επεκτείνεται μέχρι την κατανόηση της ίδια της ανθρώπινης φύσης.  Είναι συγκλονιστικό να βλέπεις πως κάποια στιγμή οι ρόλοι αντιστρέφονται και σε μια κρίσιμη σκηνή της ταινίας (δε θα spoilarw μην ανησυχείτε : P) ο νεοφερμένος αντιδρά σαν τους άμυαλους ντετέκτιβ, ενώ ο επαρχιώτης λειτουργεί με γνώμονα τη λογική, συγκρατώντας τον Yoon.
Στο σύνολό της η ταινία μπορεί και να σας θυμίσει το “Zodiac”, αφού πραγματεύονται ίδια θέματα, αλλά με λιγότερο μπλα μπλα από τη ταινία του Fincher και περισσότερη εστίαση στον αντίκτυπο που έχει το κυνήγι του δολοφόνου πάνω στους ήρωες.  Η επίδραση όλης της υπόθεσης είναι τελείως διαφορετική στον καθένα, αφού κάποιο παίρνουν το μάθημά τους και κάποιοι άλλοι οχι.

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της ιστορίας είναι πως ο δολοφόνος στοχεύει γυναίκες που φορούν κάτι κόκκινο (το οποίο αποτελεί και το μοναδικό, έντονο χρώμα που κάνει τόσο αισθητή τη παρουσία του).  Χρώμα του πάθους, αλλά και του αίματος το κόκκινο συμβολίζει εδώ το στοιχείο που ερεθίζει τον δολοφόνο.  Σαν άλλος βρυκόλακας που δεν μπορεί να αντισταθεί στην μυρωδιά και την ζωηρότητα του κόκκινου, ζεστού αίματος, ορμάει στα σκοτεινά για να πνίξει τις τερατώδεις ορέξεις του και να παρατήσει το θύμα του, απομυζημένο από κάθε ίχνος ζωής.
Εκτός από όλα τα υπόλοιπα καλά (και είναι πολλά όπως είδατε), οι ερμηνείες είναι κλασικά καλές (έχω βαρεθεί να το λέω πια).  Ο Κορεάτης ηθοποιός Kang-ho Song έχει πρωταγωνιστήσει στις περισσότερες από τις ταινίες των Κορεατών σκηνοθετών, όπως το “Sympathy for Mr. Vebgeance” του Park, καθώς και τα “The Host”, “Thirst” και “The Good, the Bad and the Weird” (2008) του Jee-woon Kim.  Στον ρόλο του κουτοπόνηρου ντετέκτιβ είναι τέλειος, με χαζό βλέμμα και μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.  Η δική του αλλαγή μέσα στην ταινία είναι η πιο ηχηρή.  Στο πλευρό του ο Sang-kyung Kim ως ντετέκτιβ εκ της Seul είναι πιο μετρημένος και ρεαλιστής, αλλά έχει και αυτός τις καλές του στιγμές στη διάρκεια του έργου.
Γενικά εάν αγαπάτε τέτοιου είδους ταινίες, θα πρέπει να δείτε το “Memories of Murder” καθώς απαρτίζεται από πολύ ενδιαφέρονται κομμάτια, σκηνοθετικά, φωτογραφικά, ερμηνευτικά.  Ίσως τα 130 της λεπτά να σας αποθαρρύνουν, αλλά απλά μην αποθαρρυνθείτε! Δείτε την.  Αξίζει τον κόπο και το χρόνο.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι ο άνθρωπος είναι one hell of a twisted creature, οτι το να είσαι νέα και όμορφη δεν σου ανοίγει ακριβώς πόρτες…οχι πάντα τουλάχιστον και οτι εάν ακούσετε ένα τραγούδι με τίτλο “Sad Letter” τότε κάποιος φόνος λαμβάνει χώρα κάπου κοντά σας.

TRIVIA

  • O Bong υποστήριξε οτι εμπνεύστηκε το σενάριο για τη ταινία από το comic του Alan Moore, From Hell.  Αργότερα είχε δηλώσει πως απογοητεύτηκε λίγο από την μεταφορά του comic στο κινηματογράφο από τους Hughes brothers.  Στη ταινία πρωταγωνιστούσε ο Johnny Depp.
  • Ο Tarantino τοποθέτησε το “Memories of Murder” στην εικοσάδα με τις αγαπημένες του ταινίες από το 1992!
(Πηγή IMDB)





Μη ξεχάσετε αύριο έχουμε κριτική για “The Girl with the Dragon Tattoo”.  Ψηφοφορία από το Σάββατο!  Cya!

Cold Fish: How long can you last without ending up crazy?

Μέρα μέρα μέρα!  Λοιπόν το τελευταίο καιρό όλο σκεφτόμουν να βρω και να δω μια καλή ασιατική ταινία, είτε παλιά, είτε πιο καινούρια, γιατί νομίζω οτι έχω καιρό να δω, αλλά και να ανεβάσω στο blog.  Γενικά όπως έχετε πλέον καταλάβει και ξέρετε, έχω σε αυτές μια ιδιαίτερη αδυναμία καθώς συνδυάζουν με ιδανικό-συνήθως-τρόπο το στοιχείο του δράματος, του horror και φυσικά του splatter.  Βάλτε σε αυτό τη μανία των Ασιατών για παντός φύσεως ανωμαλίες και σεξουαλικές ακρότητες, και έχετε ένα μείγμα που αν και δεν είναι για όλους, εντούτοις είναι για πολλούς.  Όλα αυτά λοιπόν τα παραπάνω στοιχεία έτυχε να τα συναντήσω στο ταινιάκι για το οποίο θα σας μιλήσω σήμερα και το οποίο τυχαία ανακάλυψα στο αχανές ιντερνέτι.  “Cold Fish” λοιπόν…

O Syamoto είναι ένας ταπεινός και άδολος άνδρας, που μοιάζει να μην έχει πάρει ποτέ στη ζωή του μια δύσκολη απόφαση.  Το γεγονός οτι δεν χαρακτηρίζεται από δυναμικό πνεύμα, έχει τον αντίκτυπό του στην υπόλοιπη οικογένεια.  Η κόρη του είναι ένα κακομαθημένο κωλόπαιδο, που δε δίνει δεκάρα για τον πατέρα της, αλλά προτιμά να ξοδεύει το χρόνο της γκομενίζοντας και πλακώνοντας ενίοτε στο ξύλο την…νέα γκόμενα του μπαμπά.  Η νεαρή και αρκούντως πληθωρική τύπισσα που έχει στο πλευρό του ο Syamoto, δε μιλάει πολύ, αλλά φαίνεται οτι είναι από τα σιγανά τα ποταμάκια.  Αρνείται να κάνει σεξ με τον άντρα της, και όποτε της ζητείται απλά ρίχνει μερικά ετοιματζίδικα φαγητά στο φούρνο μικροκυμάτων για ζέσταμα, κι αυτό είναι όλο.  Όλα αυτά όμως πρόκειται να αλλάξουν πολύ γρήγορα.
Όταν ένα μοιραίο βράδυ η ανήλικη κόρη του Syamoto πιαστεί στα πράσα από τον υπεύθυνο ενός μαγαζιού να κλέβει, τότε ένας πρόσχαρος, ηλικιωμένος άντρας ο Murata θα προσφερθεί να την προσλάβει ως εργαζόμενη στο τεράστιο και υπερσύγχρονο κατάστημα με τροπικά ψάρια που διαθέτει.  Όταν στη συνέχεια προτείνει στον Syamoto να γίνουν συνέταιροι (μιας που και αυτός διαθέτει ένα πολύ μικρότερο, τοπικό κατάστημα με ενυδρεία), τότε θα θεωρήσει οτι επιτέλους η τύχη χαμογέλασε στην οικογένειά του.  H στιγμή όμως θα έρθει και ο Syamoto θα καταλάβει τι κρύβεται πίσω από το συμπαθητικό παρουσιαστικό του Murata και της sexy γυναίκας του, αλλά τότε θα είναι πλέον αργά.  Γιατί απλά το συγκεκριμένο ζευγάρι, είναι αυτό που φαίνεται…

Η ταινία είναι ιαπωνικής παραγωγής του 2010 και βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα.  Πιο συγκεκριμένα η υπόθεσή της πραγματεύεται χαλαρά τη δράση ενός ζευγαριού του Sekine Gen και της συζύγου του Hiroko Kazama, οι οποίοι διέθεταν επίσης ένα μαγαζί με κατοικίδια και είχαν σκοτώσει τουλάχιστον τέσσερα άτομα.  Αν και στη ταινία όλο αυτό παίρνει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις, εντούτοις αναμφίβολα ο σκηνοθέτης Shion Sono είχε στο μυαλό του την ιστορία των δυο αυτών serial killers.
O Sono εκτός από αυτό το-ομολογουμένως άρρωστο σε κάποιες στιγμές-crime ταινιάκι, είναι υπεύθυνος και για κάνα δυο ακόμα ταινίες, οι οποίες προκαλούν αίσθηση, αν και κυμαίνονται στο ίδιο περίεργο στυλ του.  Ανάμεσά τους είναι το “Suicide Club” (2001) στο οποίο ένας ντετέκτιβ προσπαθεί να εξιχνιάσει την περίεργη και φρικιαστική ομαδική αυτοκτονία 54 κοριτσιών, τα οποία έδωσαν τέλος στη ζωή τους πηδώντας μπροστά από έναν διερχόμενο συρμό του μετρό, το πολύ καλό “Noriko’s Dinner Table” (2006) το οποίο αποτελεί στην ουσία ένα sequel του “Suicide Club” και παραθέτει γεγονότα πριν και μετά το φονικό συμβάν, καθώς και το ευφυές “Exte: Hair Extensions” (2007) το οποίο βασίζεται στην ευφάνταστη ιδέα των extensions τα οποία…επιτίθενται και στραγγαλίζουν τις γυναίκες που τα φοράνε!

To “Cold Fish” είναι ένα ταινιάκι που αν και έχει τη πρόθεση να σου μιλήσει σοβαρά για την ανθρώπινη κατάσταση της μοναξιάς και της αδυναμίας χαρακτήρα, εντούτοις κάπου χάνεται στην παρουσίαση εξαιρετικά βίαιων εικόνων, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια δράσης του φονικού ανδρόγυνου.  Αν και θέλει και μπορεί να παρουσιάσει με ευκολία την σταδιακή αλλοτρίωση του Syamoto εξαιτίας της εφιαλτικής περιπέτειας στην οποία έχει μπλέξει, εντούτοις το ένα από τα δυο φάουλ το οποίο εντόπισα, είναι οτι στην τελική η ταινία βάζει τρικλοποδιά στον εαυτό της και εξηγώ.  Όταν παρακολουθείς μια ταινία που οχι μόνο βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, οχι μόνο αυτά παρουσιάζονται στον μέγιστο βαθμό, αλλά καταλήγουν μάλιστα να είναι τόσο gory και τόσο splatter που ενώ σαν θεατής θα έπρεπε να μείνει στη συνείδησή σου η ηθολογική πλευρά της ιστορίας, εσυ έχεις μείνει με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά και τα εντόσθιά σου (καλά θα ήταν να είναι μόνο τα δικά σου) συστραμμένα όσο δε πάει, τότε οι προσδοκίες σου αρχίζουν να είναι ανάλογες αυτού που βλέπεις.  Περιμένεις κι άλλες επίπονες σκηνές, χωρίς απαραίτητα να σε ευχαριστεί αυτό, ενώ το αυτό καθεαυτό story περνάει στο πίσω μέρος του μυαλού σου.  Εν ολίγοις μπορεί τα αιματίλικα κομμάτια της ταινίας να μην είναι πολλά, αλλά έχουν τόσο δυνατή οπτική παρουσία, που κάπου σε κάνουν να ξεχνάς το πραγματικό, προσωπικό πρόβλημα του ήρωα.
Το δεύτερο και τελευταίο φάουλ που εντόπισα είναι πως η ταινία είναι αδικαιολόγητα μεγάλη.  Η διάρκειά της είναι κάπου δυο ώρες και κάτι, γεγονός που σε κάποια στιγμή μπορεί και να κουράσει.  Υπάρχουν σκηνές που θα μπορούσαν να είναι πιο σύντομες, και πλάνα που θα μπορούσαν επίσης να λείπουν και τελείως, καθώς δεν προσδίδουν κάτι περισσότερο στην ιστορία μας.  Όποιος λοιπόν αποφασίσει να τη δει πρέπει να είναι στο κατάλληλο mood και οπλισμένος με μια κάποια υπομονή.

Φυσικά μια ταινία δε θα κατέληγε στο blog μου εάν δεν ήταν περισσότερα τα χαρακτηριστικά που με τράβηξαν σε αυτή, από εκείνα που με ‘απώθησαν’.
Το στοιχείο της μαύρης κωμωδίας και του ειρωνικού, κοινωνικού σχολιασμού είναι έκδηλα από νωρίς.  Η Syamoto είναι μια μαριονέτα που ο κακός Murata εμπαίζει και έχει του χεριού του.  Κι όμως, ενώ οι ευκαιρίες για απόδραση και εκδίκηση είναι πολλές, ο Syamoto προτιμά να ακολουθήσει τον δρόμο του οσιομάρτυρα για το χατίρι της αχάριστης κόρης και της άπιστης γκόμενας.  Η τραγική ειρωνεία έγκειται στο οτι η έλευση του ‘κακού’ στη ζωή του δε λειτουργεί τελικά τόσο αφυπνιστικά ώστε να δράσει και να ξυπνήσει το καλό κτήνος μέσα του, αλλά μάλλον συμβαίνει το αντίθετο.  Ο εξευτελισμός και ο εκφοβισμός λειτουργούν καταλυτικά στη προσωπικότητά του, με κάθε στραβό τρόπο.  Ο Syamoto αγγίζει τα όρια της παράνοιας και ‘καταπίνει’ τα πάντα γύρω του.  Λογικό εάν σκεφτεί κανείς πόσο ξαφνικά ο Σατανάς μπήκε στη ζωή του…
Οι γυναίκες σε αυτή τη ταινία υποδύονται την ίδια τη λαγνεία.  Η μια με τεράστιο στήθος (για ασιάτισα πάντα) και η άλλη με πρόστυχο βλέμμα, αποτελούν αντικείμενα του πόθου που ξέρουν πολύ καλά τι έχουν και πως να το χρησιμοποιήσουν.  Εδώ καράβια χάνονται και…τι ξέρετε τη συνέχεια!
Αυτό ακριβώς όμως είναι που κάνει τη συγκεκριμένη ταινία τόσο ‘απολαυστική’.  Αυτός ο χαώδης οτινανισμός της και οι extreme καταστάσεις που βιώνουν οι πρωταγωνιστές.

Για τις ερμηνείες δε χρειάζεται να πω πολλά.  Φτάνουν και ξεπερνούν τα όρια διαρκώς όπως ακριβώς έχουμε συνηθίσει.  Ο τύπος που υποδύεται τον Murata είναι εκπληκτικός, όπως ακριβώς και ο Syamoto, η αλλαγή του οποίου είναι σχεδόν τρομακτική.  Όλοι ένας κι ένας.
Η σκηνοθεσία είναι κλασική, αν και έχει κάνα δυο ενδιαφέροντα πλανάκια, αλλά κακά τα ψέματα αυτό που σε κρατάει εδώ είναι η υπόθεση και οι χαρακτήρες.
Ένα τελευταίο και ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο είναι η μουσική επένδυση της ταινίας, καθώς εάν ακούσετε καλά θα διαπιστώσετε οτι είναι η Συμφωνία no. 1 του συνθέτη Gustav Mahler, Funeral March.  Υπέροχη και ανατριχιαστική μελωδία.  Ο τίτλος της τυχαίος λέτε;  Χμμμ….
To “Cold Fish” είναι μια ταινία που σίγουρα οι fan θα εκτιμήσουν δεόντως.  Σίγουρα έχει κάποια μικρά προβληματάκια, αλλά αν κοιτάξεις πέρα από αυτά σίγουρα θα δεις δεις ενδιαφέρον ταινιάκι, με εξίσου ενδιαφέροντες χαρακτήρες και ένα τέλος όλα τα λεφτά.  Ψάξτε την.

Τι έμαθα από τη ταινία: Οτι μια μπουνιά είναι η καλύτερη λύση, οτι κάθε μαγαζί με ενυδρεία που σέβεται τον εαυτό του έχει για προσωπικό μια ντουζίνα μικροκαμωμένες πιτσιρίκες με όσο δε πάει, κοντά σορτς και οτι η γυναίκα του αφεντικού είναι τρελή.  Το λιγότερο…

No trivia

Hobo with a Shotgun: Drop the lawnmower, get the shotgun!

Γεια σας και πάλι!  Λοιπόν λοιπόν σήμερα για να κάνουμε την πλάκα μας είπα να ανεβάσω μια ακόμη ταινία από τις Νύχτες Πρεμιέρας, που βασικά ήταν τόσο bloody good, με όλη τη σημασία αυτής της πρότασης.  Το “Hobo with a Shotgun” είναι μια ταινία που δε παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό της, και πολύ καλά κάνει.  Σίγουρα ήταν μια από τις προβολές που έγινε σε γεμάτη αίθουσα και την ευχαριστήθηκαν όλοι πολύ.  Από την αρχή μέχρι και το τέλος της, ήταν όμορφο να βλέπεις οτι σε τέτοιους καιρούς, μπορούμε έστω και μέσω μιας ταινίας, να διασκεδάσουμε, να γελάσουμε και να ξεδώσουμε λιγάκι όλοι μαζί.  Και μόνο γι’ αυτό άξιζε που βρέθηκα εκεί τα μεσάνυχτα της προηγούμενης Παρασκευής.  Το γεγονός μάλιστα οτι παρακολούθησα ΑΥΤΗ τη ταινία, έκανε την όλη εμπειρία απλά…ανεπανάληπτη! ; )

Τι να πει κανείς γι’ αυτή την ταινία που έχει κυριολεκτικά τα πάντα μέσα;  Ας ξεκινήσουμε για αρχή από την-ας την πούμε- πλοκή.  Ο Rutger Hauer είναι ο Hobo, ένας ηλικιωμένος άστεγος, που φτάνει σε μια πόλη σε αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης.  Δυστυχώς σύντομα καταλαβαίνει οτι έχει φτάσει στην ίδια την Κόλαση επί της Γης.  Νεαροί σαδιστές, δολοφόνοι, παιδεραστές Αϊ-βασίληδες, πόρνες, διεφθαρμένοι, σιχαμεροί αστυνομικοί και ένα σωρό άλλα αποβράσματα της κοινωνίας κατοικούν εκεί, υπακούοντας στις παρανοϊκές εντολές του άρχοντα αυτής της σκατούπολης, Drake (Brian Downey).  Ο Hobo το μόνο που θέλει είναι να αγοράσει μια…χλωοκοπτική μηχανή προκειμένου να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα και να ανοίξει μια μικρή επιχείρηση.  Παρόλα αυτά η βία και η εγκληματικότητα θα τον κάνουν να δει με άλλο μάτι τα ελάχιστα χρήματα που έχει μαζέψει για τον σκοπό αυτό.  Θα αποφασίσει να αγοράσει ένα shotgun και να τινάξει στον αέρα τα μυαλά όλων των σάπιων motherf*ckers που απαρτίζουν την πόλη.  Στο πλευρό του θα βρεθεί και μια ανήλικη πόρνη, η Abby (Molly Dunsworth) την οποίο ο Hobo θα πάρει υπό την προστασία του.  Και τότε με το shotgun στα χέρια θα γίνει κακός.  Πολύ πολύ κακός…
Όταν πριν από τέσσερα χρόνια είχε κυκλοφορήσει στις αίθουσες το επικά σπλατερικό “Grindhouse” του Quentin Tarantino και του κολλητού του Robert Rodriguez, τα μάτια μας είδαn λουτρά αίματος, εξωφρενικούς χαρακτήρες και μια γενικότερη b-movies αισθητική.  Οι δυο σκηνοθέτες πέτυχαν διάνα και δημιούργησαν μια σύγχρονη, cult ταινία, βασισμένοι στην κλασσική συνταγή των ’60s-’70s, την χρυσή δηλαδή εποχή των ταινιών αυτών. Παράλληλα με το release του “Grindhouse” ο Rodriguez σε συνεργασία πάντα με τον Tarantino είχε δημιουργήσει δυο fake trailers, τα οποία έπαιζαν λίγο πριν από την προβολή της κανονικής ταινίας.  Φυσικά και τα δυο αποτελούσαν μια πρόγευση του επικείμενου φίλμ, με ανάλογο μουσικό score και σκηνοθεσία.  Το 2010 το πρώτο από αυτά έγινε full length ταινία με πρωταγωνιστή τον mucho Danny Trejo στον ρόλο του “Machete”.  Το δεύτερο-ναι καλά καταλάβατε- είχε την ίδια τύχη με αποτέλεσμα φέτος να απολαμβάνουμε τον Rutger Hauer στον ρόλο του εκδικητικού “Hobo with a Shotgun”, για ’90 λαχταριστά λεπτά.  Cool!

Ο σκηνοθέτης Jason Eisener εκτός από το πόνημα μιας ολοκληρωμένης ταινίας για τον Hobo, είχε συμμετάσχει επίσης στην δημιουργία της ιστορίας για το αρχικό trailer που αποτέλεσε τελικά την βάση και την ιδέα για αυτό το φιλμ.  Ουσιαστικά το “Hobo with a Shotgun” είναι στην κυριολεξία ένας φόρος τιμής στις exploitation ταινίες των δεκαετιών ’60-’70.  Όταν αναφερόμαστε στον όρο ‘exploitation’, εννοούμε ταινίες οι οποίες ακριβώς όπως λέει και η λέξη, έχουν ως βασικό στόχο να ‘εκμεταλευτούν’ κάποιον μεγάλο αστέρα (η Pam Grier αποτελούσε κλασσικό δείγμα ηθοποιού που πρωταγωνιστούσε σε τέτοιου είδους φιλμ) ή κάποιο συγκεκριμένο θέμα.  Η βία, το sex και τα γρήγορα αυτοκίνητα, αποτελούσαν βασικά χαρακτηριστικά αυτού του είδους ταινιών.  Πολλές φορές το περιεχόμενο εκτεινόταν αρκετά πιο πέρα, με την δημιουργία exploitative υπο-ειδών που περιελάμβαναν θέματα με..Ναζί, κανίβαλους, τέρατα, ιστορίες εκδίκησης και γενναίες δόσεις ξεκοιλιασμάτων.
Στην περίπτωση του Hobo το πράγμα δεν αλλάζει και πολύ.  Ο Eisener δίνει ρέστα με μια υποτυπώδη υπόθεση και μια φρενήρη σκηνοθεσία, όπως ακριβώς του αξίζει.  Oι fan του είδους σίγουρα θα περάσουν μια υπέροχη, αιματοβαμένη βραδιά εάν την επιλέξουν, αν και δεν μπορώ να πω το ίδιο για όλους τους υπόλοιπους.  Εαν εξαιρέσουμε τις παρωδίες, νομίζω πως σε κανένα άλλο είδος ταινιών δε μπορεί κάποιος να γελάσει και να διασκεδάσει βλέποντας εντόσθια και πίδακες αίματος από κομμένα κεφάλια.  Αυτή ακριβώς όμως είναι και η ουσία.  Tα exploitation movies αναλώνονται σε gory θέματα που προκαλούν τον θεατή επειδή ακριβώς ο ίδιος επιθυμεί να προκληθεί.  Συνεπώς καλό είναι να ξέρετε τι σας περιμένει αν αποφασίσετε να την δείτε…

Η σκηνοθεσία εδω είναι το άλφα και το ωμέγα.  Από την πρώτη κιόλας στιγμή αισθάνεσαι στο πετσί σου οτι πρόκειται για μια b-moviestikh ταινιούλα.  Εξάλλου ο σκηνοθέτης μας κάνει την χάρη και κοτσάρει στους τίτλους έναρξης το λογότυπο της Technicolor, της μεγαλύτερης ίσως εταιρίας παραγωγής έγχρωμων ταινιών που μέχρι και τα τέλη περίπου, της δεκαετίας του ’50 αποτέλεσε τη βάση για την δημιουργία πολλών από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών (χωρίς αυτό να σημαίνει οτι δεν εξακολούθησε να υπάρχει και τα επόμενα χρόνια, αν και οχι με την ίδια δυναμική) .  Σήμερα η θρυλική αυτή εταιρία, αποτελεί κομμάτι του Γαλλικού κολοσσού Thomson, έχοντας χάσει ως ένα βαθμό την παλιά της αίγλη.  Παρόλα αυτά, η συμμετοχή της στην παραγωγική διαδικασία ταινιών συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Η αλήθεια είναι πως το χαρακτηριστικό γνώρισμα της Technicolor-τα ζωηρά και εκτυφλωτικά της χρώματα-είναι αναπόσπαστο κομμάτι του Hobo. Καθόλη την διάρκειά της έχεις την εντύπωση οτι τα χρώματα έχουν ‘καεί’, δίνοντας αυτό το πολύ φωτεινό αποτέλεσμα που θυμίζει παλιακό, ταινιακό υλικό.  Την ίδια στιγμή η σκηνοθεσία του Eisener αποτελεί το ιδανικό ταίρι, συνδυάζοντας άνετα την αισθητική των b-movies και ενός story που εάν δεν ήταν τόσο απροκάλυπτα και ‘ξεδιάντροπα’ φτιαγμένο, θα μπορούσε να αποτελεί την αληθινή εικόνα κάποιας μεγαλούπολης (βουτηγμένη εννοείται στην υπερ-υπερβολή).  Μένοντας πιστός στις θεματικές απαιτήσεις αυτών των φιλμ, ο Eisener δημιούργησε ένα μείγμα σπλάτερ περιπέτειας και ατακαδόρικης κωμωδίας, που εναρμονίζεται πλήρως με τον χώρο δράσης και τους ήρωες.  Η κάμερα ακολουθεί κατά πόδας τον Hobo στο εκδικητικό του κρεσέντο, ο οποίος είναι συμπαθής και θανατηφόρος την ίδια στιγμή. Έτσι για να μην ξεχνάμε πως είναι οι πραγματικοί ήρωες των exploitation films.  Αιματοβαμένοι και πολύ cool.

Εκτός από τον γαλανομάτη Hauer που παραμένει as cold as ever, αλλά δείχνει και την τρυφερούλικη πλευρά του μωρέ σαν άλλος φύλακας άγγελος της Abby, όταν βέβαια δεν ανοίγει τρύπες στα κεφάλια και τα στομάχια των κακοποιών στοιχείων, και το υπόλοιπο cast είναι αξιοπρόσεκτο.  Ο Brian Downey ως Drake δίνει ρεσιτάλ κακίας και παλαβομάρας, σαν άλλος διάολος επί της Γης και όλοι στέκονται σούζα στις αποφάσεις σου.  Διεκπεραιωτές των δολοφονικών του απαιτήσεων είναι οι δυο γιοι του, Ivan (Nick Bateman) και Slick (Gregory Smith), τον οποίο ίσως και να θυμάστε από την οικογενειακή σειρά “Everwood” οπού υποδυόταν τον καλό και ευγενικό Ephram.  Αυτά που ξέρετε να τα ξεχάσετε.  Εδώ ως Slick είναι ένα αθυρόστομο κωλόπαιδο που αρέσκεται να βιάζει κοριτσάκια, να δολοφονεί για την πλάκα του και να επιδίδεται σε ένα σωρό όργια παρέα με τον αδελφούλη του.  Highlight τα κολεγιακά μπουφανάκια με το όνομά τους στην πλάτη, που σε παραπέμπουν αμέσως σε άλλη εποχή (σε περίπτωση δηλαδή που δε το είχες καταλάβει μέχρι τώρα).
Το “Hobo with a Shotgun” είναι τελικά μια ταινία που όντως έχει τα πάντα.  Cult φυσιογνωμίες και ατμόσφαιρα, απενοχοποιημένους διαλόγους, ένα…kraken (αν και το μόνο που βλέπεις είναι κάτι πλοκάμια, οπότε μπορεί να είναι και ένα απλό, υπερμεγέθες χταπόδι), συκωταριές, νεφρά, πολτοποιημένα κεφάλια, κάτι τύπους με μεταλλικές πανοπλίες που αυτοαποκαλούνται “The Plague”, ότι ζητήσεις θα το βρεις και θα το ευχαριστηθείς σε αυτό το ανίερο, b-movieiko συνονθύλευμα.

Τι έμαθα από την ταινία:  Οτι έχει πλάκα να κρεμάς κάποιον ανάποδα και να τον κοπανάς με μπαστούνια του baseball στα οποία έχεις ενσωματώσει ξυραφάκια, μέχρι αυτός να ανοίξει στα δυο σαν καρπούζι, οτι είναι σοβαρό δίλημμα το πως θα αξιοποιήσεις τα 49,99 δολάρια σου, να αγοράσεις μια μηχανή του γκαζόν ή ενα shotgun? Μμμ…Και οτι εάν τελικά καταλήξεις στο shotgun αυτόματα ο αριθμός των σφαιρών σου είναι άπειρος, ακόμα και αν έχεις να φας ολόκληρη την πόλη.  Ένας άγγελος-εκδικητής έχει φαντάζομαι την εύνοια του Θεού. Αμήν.

No trivia.

H TV ΣΗΜΕΡΑ…. 

NET:01:45, Νurse Betty, με τους Rene Zellweger, Morgan Freeman, Chris Rock, Greg Kinnear.  Όταν ο άντρας της Betty δολοφονείται μπροστά στα μάτια της, η ίδια βιώνει ένα ισχυρό σοκ και αποφασίζει να γνωρίσει από κον΄τα τον αστέρα της αγαπημένης της σαπουνόπερας, θεωρώντας οτι ο ρόλος του γιατρού που υποδύεται είναι και ο πραγματικός τους χαρακτήρας! Η ίδια καταλήγει να υποδύεται μια νοσοκόμα, αλλά το χειρότερο είναι οτι στα αλήθεια πιστεύει οτι είναι η βοηθός του αγαπημένου της γιατρού…
Είχε πολλά και ωραία posterakia και δεν ήξερα ποιά να διαλέξω, οπότε απλά τα βάζω όλα.

 

Τα λέμε αύριο!  Τσιου.

Se7en: The sins are only the beginning…

Καλημέρα σε όλους και καλά Κούλουμα!  Η καταλληλότερη μέρα για το σπίτι σήμερα που κάνει κρύο, παρέα με συγγενείς ή φίλους και φυσικά την απαραίτητη λαγάνα! 😛  Βέβαια η ταινία που κέρδισε στην ψηφοφορία μας, δεν είναι και η ιδανική, καθώς κατά καιρούς έχει ανακατέψει…πολλά στομάχια.  So the winner is…Se7en, μια ταινιία που νομίζω οτι έχει αγαπηθεί από πολλούς, όσο περίεργο κι αν είναι τελικά αυτό και που ακόμα κι εγω ομολογώ, οτι λίγο πολύ, έψαχνα μια ευκαιρία για να μπορέσω να την ανεβάσω στο blog, αν και φυσικά οι περισσότεροι την έχουν δει.  Ήμουν και μεταξύ μας σίγουρη από την αρχή οτι θα ερχόταν πρώτη, οπότε εδω είμαστε για να δούμε τους λόγους που αυτή η ταινία έχει τόσο υψηλή θέση στις προτιμήσεις μας.  Here we go…

O detective David Mills (Brad Pitt), νέος στο τμήμα ανθρωποκτονιών της Νέας Υόρκης, οπού έχει μόλις μετακομίσει με την γυναίκα του Tracy (Gwyneth Paltrow), αναλαμβάνει την εξιχνίαση ενός αρχικά, μεμονομένου φόνου παρέα με τον βετεράνο detective, William Somerset (Morgan Freeman).  Οι δυο τους θα προσπαθήσουν να λύσουν μαζί τον γρίφο που κρύβεται πίσω από την δολοφονία που τους ανατίθεται.  Σύντομα θα βρεθούν μπροστά στο ‘έργο ζωής’ ενός ψυχοπαθή με το όνομα “John Doe” (Kevin Spacey), ο οποίος χρησιμοποιόντας τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, θα αποδώσει την δική του αιματοβαμένη δικαιοσύνη, απέναντι σε έναν κόσμο που σαπίζει και παραπαίει…
Νομίζω οτι τα πάντα σε αυτή τη ταινία, από το story, μέχρι τις ερμηνείες, τη σκηνοθεσία, τη μουσική, τα πάντα τέλος πάντων, έχουν συνδυαστεί με έναν τέλειο τρόπο και δένουν απόλυτα μεταξύ τους.  Καταρχάς η χημεία ανάμεσα στον Pitt και τον Freeman είναι αδιαμφισβήτητη.  Από την μια μεριά ο νεαρός, αυθάδης και ριψοκίνδυνος Mills, και από την άλλη ο πάντα προσεκτικός, έμπειρος και ευγενής Somerset, κάνουν το ιδανικό ζευγάρι, ακριβώς επειδή βρίσκονται πάνω στα αντίθετα άκρα.  Εξάλλου και όλα όσα καλούμαστε να παρακολουθήσουμε στην ταινία, απαιτούν δόσεις και από τους δυο αυτούς ανθρώπους.  Και ρίσκο και προσοχή.  Και την εμπειρία, αλλά και την ορμητικότητα του πρωτάρη….Οι ερμηνείες τους είναι φυσικά εξαιρετικές, οχι όμως μόνο των δυο τους, αλλά όλων όσων έπαιζαν στην ταινία.  Ο Freeman είναι ‘κύριος’ όπως συνηθίζει πάντα στις ταινίες, αποπνέοντας μια απαραίτητη ηρεμία και κατά κάποιον τρόπο σοφία.  Ο Pitt είναι υπέροχος στον ρόλο του νεαρού, ξεροκέφαλου detective και γράφει τέλεια στην ταινία.  Ακόμα και η Paltrow, που ομολογώ οτι δε μου είναι ιδιαίτερα συμπαθής, μου άρεσε στην ταινία, αφού ξεχώριζει απολύτα ως μια εύθραυστη και μελαγχολική παρουσία, μέσα στο ολοένα ζωφερότερο και μουντό περιβάλλον της Νέας Υόρκης.  Από την άλλη εκπληκτικός είναι και ο Kevin Spacey, στον ρόλο του ψυχοπαθή τιμωρού, John Doe.  Το τρελό βλέμμα του, ο τρόπος που μιλάει, η εγωπαθής σιγουριά που πηγάζει από μέσα του και κυρίως η απάθεια για όλα τα φρικτά εγκλήματα που έχει διαπράξει, τον κάνουν ιδανικό και σίγουρα αυτόν που κλέβει τελικά άνετα την παράσταση από το υπόλοιπο cast.
Η υπόθεση της ταινίας είναι κάτι το απίστευτο.  Πάντα μου άρεσαν οι ιστορίες που είχαν να κάνουν με τα διάφορα μυστικιστικά θέματα που κατά καιρούς, υποτίθεται οτι κρύβουν διάφοροι αριθμοί, όπως για παράδειγμα το 13 ή στην περίπτωσή μας το 7.  Όταν μάλιστα καταφέρνεις να οπτικοποιείες με τόση μαεστρία τα “επτά θανάσιμα αμαρτήματα” και να τους δείνεις μια σύγχρονη υπόσταση, χρησιμοποιόντας τα ως όπλο στα χέρια ενός εϋφυή, μανιακού τύπου, ε τότε έχεις πετύχει το απόλυτο 10αρι.
Στην ταινία τίποτα δεν είναι τυχαίο.  Το ξεπεσμένο και παρηκμασμένο περιβάλλον της Νέας Υόρκης, οπού εντελώς συμπτωματικά (;) είναι διαρκώς μουντό και μαστίζεται από τη βροχή σε όλη σχεδόν τη ταινία, δημιουργεί τις καλύτερες συνθήκες προκειμένου ο θεατής να μπει από την αρχή στο κατάλληλο mood και να καταλάβει οτι κάτι θα πάει σύντομα, πολύ στραβά.  Κατά έναν περίεργο τρόπο, όλοι οι ήρωες μοιάζουν να είναι έρμαια της μοίρας τους, καθώς από την αρχή οδεύουν προς το προσωπικό τους τέλος, όπως κι αν εκφράζεται αυτό για τον καθένα.  Αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι οτι το ξέρουν, αλλά οτι δε μπορούν να κάνουν απολύτως τίποτα γι’αυτό, παρά μόνο να το δεχτούν και να προχωρήσουν.  Ίσως και γι’άυτό ο Mills προσπαθεί με τόσο μεγάλο ζήλο να εντοπίσει τον Doe, προκειμένου να παρατείνει έστω και για λίγο το αναπόφευκτο του πεπρωμένου του.  Η παρακμή του περιβάλλοντος αντικατοπρίζεται πάνω στους ήρωες και σε καθετί που αυτοί πράττουν.  Από το σπίτι που αποφάσισαν να αγοράσουν, μέχρι και τη δουλειά που κάνουν, τη μοναξιά που αισθάνονται, ή ακόμα και την πεποίθηση οτι πράττουν υπακούοντας στις εντολές κάποιου Θεού.
Ο ρόλος του Spacey είναι από τους πιο αξιομνημόνευτους ρόλους στην ιστορία του κινηματογράφου.  Δεν ήταν ένας τυχαίος δολοφόνος.  Ήταν μεθοδικός, υπερβολικά εϋφυής, προσεκτικός και για να δανιστώ και μια line από την ταινία ‘με μεγάλη υπομονή’.  Ουσιαστικά λειτουργούσε στο όνομα ενός υπέρτατου, δικού του σκοπού, προκειμένου να δώσει ένα μάθημα σε όλους αυτούς που άφησαν τον κόσμο να πάει κατά διαόλου, σε όλους αυτούς που όπως λέει ‘βλέπουν κάθε μέρα, και από ένα θανάσιμο αμάρτημα σε κάθε γωνία της πόλης, και αποφασίζουν να μη κάνουν τίποτα’.  Εάν μάλιστα σκεφτούμε και λίγο πιο προσεκτικά την ταινία θα δούμε οτι ουσιαστικά ο Doe δεν σκοτώνει πραγματικά κάποιον (εκτός από κάποιον συγκεκριμένο), απλά αφήνει στους άλλους να επιλέξουν εάν θέλουν να ζήσουν ή να πεθάνουν, με ομολογουμένως καθόλου ευνοϊκές συνθήκες.  Συνεπώς ίσως να μην είναι τόσο δολοφόνος, όσο ένας παρανοϊκός σοδομιστής, που απολαμβάνει την απελπισία και τον τρόμο των θυμάτων του, λίγο πριν αυτά ξεψυχήσουν…
Μπορεί φέτος ο Fincher να μη πήρε το Oscar για το “The Social Network”, αλλά όταν μας έχει χαρίσει τέτοιες ταινίες, who the fuck cares?.  I know i don’t!.  Η σκηνοθεσία του είναι εξαιρετική.  Καταφέρνει μέσα από τους μισοφωτεισμένους χώρους, τα υγρά και βρώμικα υπόγεια, την αίσθηση της αποσύνθεσης που επικρατεί σε όλη τη ταινία, να σου περάσει ακριβώς την οπτική που τελικά φαίνεται να εκπροσωπεί ο Doe.  Όλη η ατμόσφαιρα και η αίσθηση που σου προκαλεί είναι αυτό ακριβώς που πρέπει: ανησυχία, αγωνία, φρίκη, λύτρωση.
Στα + της ταινίας σίγουρα πρέπει να μπει το soundtrack, αλλά και τα opening credits, τα οποία είναι εξόχως disturbing και σε προϊδεάζουν για όλα αυτά που θα ακολουθήσουν.

και για του λόγου το αληθές…
http://www.youtube.com/watch?v=SEZK7mJoPLY

Γενικά όσοι δεν το έχουν δει, πρέπει να το δούν άμεσα και όσοι το έχουν δει (που νομίζω οτι είναι και οι περισσότεροι) καλά θα κάνουν να το ξαναδούν.  Δύσκολα πετυχαίνεις πλέον ταινίες που να να είναι τόσο καλοδουλεμένες και με τόσο έξυπνο σενάριο και το βασικότερο: που σκοράρουν τόσο καλά στο μυαλό του θεατή…

http://www.youtube.com/watch?v=J4YV2_TcCoE

TRIVIA

  • Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ο Freeman συνήθιζε να τραβάει το όπλο του, έχοντας το δάχτυλό του στη σκανδάλη.  Αστυνομικοί που βρίσκονταν στα παρασκήνια, ώς τεχνικοί σύμβουλοι, τον ενημέρωσαν οτι δεν έπρεπε να το κάνει αυτό, καθώς δεν αποτελεί σωστή, αστυνομική τακτική.
  • Το βιβλίο για το οποίο συζητούν οι δυο detectives σε κάποια σκηνή της ταινίας, λέγεται “The book of Human Bondage”, γραμμένο από τον W. Somerset Maugham.   Έχει δηλαδή το ίδιο όνομα με τον χαρακτήρα που υποδύεται ο Freeman στη ταινία.
  • Οι παραγωγοί της New Line, αρχικά δεν ήθελαν να συμπεριλάβουν στην ταινία, το κλασσικό τέλος, όπως το ξέρουμε.  Ο Pitt παρόλα αυτά υποστήριξε οτι δε θα έπαιζε στην ταινία, εάν δε παρέμενε το πρώτο τέλος.
  • Οι παραγωγοί ήθελαν το όνομα του Kevin Spacey να εμφανίζεται πρώτο στους τίτλους της αρχής.  O Spacey όμως επέλεξε να μη γίνει αυτό, προκειμένου να προκληθεί έκπληξη στους θεατές.  Το όνομά του αναφέρεται τελικά στους τίτλους τέλους και μάλιστα δυο φορές.
  • Όλα τα βιβλία στο διαμμέρισμα του Doe είναι αληθινά γραμμένα για την ταινία.  Τα βιβλία γράφτηκαν σε διάστημα 2 μηνών, όσο ακριβώς αναφέρεται και στην ταινία οτι θα χρειάζονταν οι αστυνομικοί, προκειμένου να τα διαβάσουν.
  • Ο τραγουδιστής των R.E.M ήταν μια από τις πρώτες σκέψεις για τον ρόλο του John Doe.
  • Πριν ο Spacey ξεκινήσει τα γυρίσματα, ρώτησε τον Fincher μήπως ήταν καλύτερα να ξυρίσει το κεφάλι του.  Ο Fincher του είπε οτι εάν το έκανε, θα το έκανε και ο ίδιος.  Όπως κι έγινε…
  • Η Paltrow δεν ενδιαφερόταν αρχικά για τον ρόλο της Tracy, παρά το γεγονός οτι αποτελούσε τη μοναδική επιλογή του σκηνοθέτη.  Τότε ο Fincher ανάγκασε τον τότε γκόμενο της, Brad Pitt να μεσολαβήσει προκειμένου να δεχτεί τον ρόλο.
  • Ο Spacey πέρασε από casting για την ταινία, μόλις δυο μέρες πριν αρχίσουν τα γυρίσματα.
(Πηγή IMDB)
H TV ΣΗΜΕΡΑ….
ΝΕΤ: 16:00, Notorious, με τους Ingrid Bergman, Cary Grant.  Μια μεγάλη ταινία από τον αξεπέραστο μαιτρ των thriller, Alfred Hitchcock.
ET1: 00:00, Holy Smoke, με τους Kate Winslet, Harvey Keitel.  Πολύ καλή αισθηματική κομεντί, αυστραλιανής παραγωγής.  Σε σκηνοθεσία Jane Campion.
Cya….

Dexter: Αυτή η σειρά…σκοτώνει!

Hello hello και σήμερα!.  Παίρνω το θάρρος και ξεστρατίζω σήμερα και αντί για ταινιούλα έχω να σας προτίνω κάτι άλλο εξίσου πολυ καλό.  Λέγεται Dexter και είναι απο τις ελάχιστες σειρές που έχω δεί και έχουν κρατήσει τόσο αμείωτο το ενδιαφέρον μου και σίγουρα είναι αυτή την οποία και ξεχωρίζω απόλυτα.  Την βρήκα τελείως τυχαία μια μέρα, ενώ σέρφαρα στο Internet και ενώ έψαχνα κάτι εντελώς  άσχετο.  Με το που είδα το poster της σειράς, με τράβηξε αμέσως κάτι και όταν αργότερα διάβασα το story κατάλαβα οτι αυτή τη σειρά έπρεπε να τη δώ.  Την είδα λοιπόν, όλες τις σεζον (τώρα βρίσκεται στην 5η) και απλά κόλλησα.  Έτσι απλά.  Ξεχωρίζει νομίζω σε όλα τα επίπεδα απο άλλες σειρές και γι’αυτο την προτίνω ανεπιφύλακτα.

Ο Dexter (Michael C. Hall) εργάζεται ως ειδικός αναλυτής αίματος στη Σήμανση του Maiami, στο America.  Αυτό όμως είναι το πρωινό του πρόσωπο, ένα πρόσωπο σεβαστό και άξιο θαυμασμού απο όλους τους συνεργάτες και την οικογένεια του (αυτή που του έχει μείνει τέλος πάντων), γιατί το βράδι παίρνει το μαχαίρι του και επιδίδεται σε ένα ανελέητο κυνηγητό όλων εκείνων που αξίζουν να πεθάνουν.  Ο ίδιος θεωρεί οτι επιτελέι έργο, μιας που ποτέ δε σκοτώνει αθώου ανθρώπους, αλλά μόνο εκέινους που κατά τον ίδιο το αξίζουν: βιαστές, δολοφόνους, εμπρηστές και όλους εκείνους που έχουν καταφέρει να ξεγελάσουν τη δικαιοσύνη και να κυκλοφορούν ελέυθεροι.  Τότε έρχεται εκείνος και αποδίδει τη δική του δικαιοσύνη….
Η πλοκή της σειράς είναι απίστευτα γρήγορη και εθιστική.  Όταν ξεκινήσεις να τη βλέπεις, απλά δε μπορείς να σταματήσει με τίποτα!.  Ο χαρακτήρας του Dexter έχει αποδοθεί τόσο εξαιρετικά καλά απο τον Hall, που είναι λές και ο ρόλος γράφτηκε ειδικά για αυτόν.  Είναι ψυχρός, χωρίς ίχνος συναισθήματος, με ένα βλέμα τελείως ψυχασθενικό, ανάμεσα σε τόσο κόσμο και όμως τόσο μόνος.  Ο ίδιος καθ’ολη τη διάρκεια της σειράς βιώνει πολλές ψυχολογικές μεταπτώσεις, συνέχεια, και ολος ο επικίνδυνος και διεστραμένος του χαρακτήρας, αποδίδεται στα βιώματά του ως παιδί, αλλά και ως έφηβου αργότερα, με flashbacks την εποχή που και ο πατέρας του ήταν ζωντανός.  Η όλη πλοκή της σειράς εξελίσεται διαρκώς και ενω θα μπορούσε άνετα απο τις πρώτες κιόλας σεζον να κάνει κοιλιά (λόγω του περιεχομένου του) δε πλησιάζει ούτε στο ελάχιστο αυτή τη πιθανότητα.  Είναι γεμάτη ανατροπές, μυστικά, κρυφές ταυτότητες και ένοχο παρελθόν (όλοι κρύβουμε έναν Φώσκολο μέσα μας!).  Πέρα απο τον Hall, ο οποίοσ βραβεύτηκε και με Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνέια του ως Dexter Morgan, και το υπόλοιπο cast είναι άξιο αναφοράς, αφού ουσιαστικά ο καθένας τους έχει και τα δικά του προβλήματα.  Η Jennifer Carpenter μάλιστα η οποία παίζει την αδερφή οτυ στη σειρά, είναι στη πραγματικότητα γυναίκα του (how kinky is that, huhu) και είναι πολύ καλή στον ρόλο της.  Από τη σειρά μάλιστα, δε λείπουν και οι έκτακτες εμφανίσεις απο γννωστούς ηθοποιούς, όπως αυτή του John Lithgow στη 4η σεζον, ο οποίος προτάθηκε και αυτός για Χρυσή Σφαίρα, ως ‘best supporting actor in drama series’.
Προσωπικά έχω σκυλοβαρεθεί όλες αυτές τις σειρές που επαναλαμβάνουν τα ίδια και τα ίδια: πλούσιοι έφηβοι, γιατροί, ερωτικά διλήματα, ακόμα και αστυνομικές ιστορίες και εγκλήματα.  Το πράγμα είναι πολύ απλό, διοτι τα περισσότερα απο αυτά μπορείτε να τα δείτε και στον Dexter αλλά υπο ένα τελείως διαφορετικό πρίσμα, κάπως πιο διεστραμένο, επικίνδυνο και απόλυτα γοητευτικό.
Ειλικρινά σε όσους αρέσει, θα αρέσει πολυ και σε όσους δεν αρέσει…..εμ απλά είναι τρελοί!! 😛

Το traileraki που ακολουθεί, παίζει να είναι και το καλύτερο που έχω δει σε σειρά (ή και γενικά) και είναι οτι πιο αντιπρωσοπευτικό θα μπορούσα να φανταστώ για τον Dexter.  Δώστε του μια ευκαιρία γιατί ίσως καταλήξει να αποτελεί μια απο τις μεγαλύτερες, τηλεοπτικές σας εμμονές!
http://www.youtube.com/watch?v=ej8-Rqo-VT4

Γεια σαςςςςςς!!!

American Psycho: Πιο American γίνεται, πιο psycho δε γίνεται!!

Λοιπόν σήμερα είμαι πολυ εκνευρισμένη, μα πάρα πολυ!.  Τώρα θα μου πείτε γιατί, τι συμβαίνει;.  Αααα τίποτα, καμία σχέση με εμένα, απλά έβλεπα το trailer απο μια καινούργια ταινία και έπαθα σοκ.  Η ταινία λέγεται The Fighter, και πρωταγωνιστής είναι ο Christian Bale.  Μαζί του παίζει ο Mark Wahlberg και η Amy Adams.  Εντάξει ρε παιδιά δείτε το σας παρακαλώ και δείτε πως έχει γίνει ο Bale για μια ακόμη φορά για τις ανάγκες ενος ρόλου.  Αν δε προταθεί για Oscar αυτή τη φορά, θα φάω τις κοτσίδες μου!!.  Αφήστε δε που στο trailer συνειδητοποίησα οτι ο Wahlberg έχει προταθεί για το αντίστοιχο βραβείο!!.  Δηλαδή ποιος, ο Wahlberg για τον ρόλο του στον Πληροφοριοδότη.  Σιγά το ρόλο πια…..Pfff….Γι’αυτο για να μου φύγει ο καημός (κάπως δηλαδή, γιατί ειλικρινά τα νεύρα μου!), σήμερα θα ασχοληθώ με το American Psycho, μια απο τις καλύτερες ερμηνείες του Bale- φυσικά- αν και αυτή δεν έχει την αναγνώριση που της αξίζει.

Σε μια μεγάλη ψηφοφορία που έγινε πριν απο μερικούς μήνες, ο Bale ψηφίστηκε ως η πιο cult φυσιογνωμία της δεκαετίας σε ταινία και συγκεκριμένα για το American Psycho.  Όποιος έχει δει την ταινία ηδη, θα καταλάβει γιατί έχει τόσο μεγάλη απήχηση στους fan του είδους.  Γιατί απλά η ερμηνεία του, όπως και να το κάνουμε είναι τρομερή.
O Patrick Bateman είναι ένας επιτυχημένος επενδυτικός σύμβουλος, σε μια απο τις μεγαλύτερες επενδυτικές εταιρίες της Νεας Υόρκης.  Έχει ενα υπερχλιδάτο διαμμέρισμα, μια όμορφη αρραβωνιαστικία, πολλά λεφτά και άψογο στυλ.  Ο Patrick Bateman τα έχει όλα και αυτό φαίνεται.  Έχει όμως και κάτι ακόμα, κάτι που δε φαίνεται και που φροντίζει να το κρύβει πολυ καλά απο τους συνεργάτες του και γενικότερα το οικείο του περιβάλλον.  Μια αρρωστημένη και νοσηρή προσωπικότητα, ενα σκοτεινό και ψυχωτικό alter ego, που εμφανίζεται ξαφνικά και τότε αλίμονο σε όποιον βρεθεί μπροστά του….
Ο Βale αν και Βρετανός, μπήκε στο πετσί του American Psycho, καλύτερα απ’οτι και ο ίδιος θα μπορούσε να φανταστεί.  Δεν είναι βασικά τυχαίο που η ταινία διαδραματίζεται στη ‘πόλη των πόλεων’, καθότι χρονολογικά το story τοποθετείται στη δεκαετία του ’80, με τα ναρκωτικά, τη ξέφρενη ζωή και το ελεύθερο (και πολυ) sex, που βρίσκονταν σε άνθηση τότε.
Το ολο σκηνικό θα σας θυμίσει σίγουρα την οπτική των παλαιότερων ταινιών, αλλά αυτό είναι σκόπιμο καθώς η ταινία γυρίστηκε το 2000.  Στο επίκεντρο βεβαίως βρίσκεται ο Patrick Batman, εμ συγγνώμη Bateman ήθελα να πω :P, ο οποίος για να το θέσουμε πιο απλά είναι ένα άτομο με διπλή προσωπικότητα.  Η ερμηνεία του όμως κάθε άλλο παρά απλή είναι, καθώς έχει καταφέρει να της δώσει ένα απίστευτο βάθος, εκεί που κάποιος άλλος θα του προσέδιδε τη μορφή καρικατούρας.  Ο Bale αμφιταλαντεύεται μεταξύ λογικής και παράνοϊας και το καταφέρνει περίφημα.  Το ωραίο με τον ρόλο του είναι οτι ουσιαστικα έχει αποδεχτεί το δυσιπόστατο του χαρακτήρα του και αυτό φαίνεται απο το γεγονός οτι κατά τη διάρκεια των διαφόρων φόνων που διαπράτει (ναι, ναι αυτο κάνει!), τις περισσότερες φορές το κάνει φορώντας το καλοσιδερωμένο και πανάκριβο κοστούμι του, τη μακριά του καπαρντίνα και τα καλογυαλισμένα του παπούτσια.  Σε άλλη ταινία απλά θα βλέπαμε τον δολοφόνο να φοράει τα κλασσικά του μαύρα ρούχα, μαύρα παπούτσια, μαύρο σκόυφο…..και πάει λέγοντας.  O Bale παλι παραδίδει μαθήματα σχετικά με το πως μπορείς να διαπράξεις μια αποτρόπαια δολοφονία, διατηρώντας όμως και απαρράμιλο στυλ!.
Η συγκεκριμένη ταινία δε μπορεί να μπεί εύκολα σε καλούπι, καθώς δεν είναι ακριβως θρίλερ.  Περισσότερο μοιάζει με μια μίξη απο θρίλερ και στοιχεία μαύρης κωμωδίας.  Εξάλλου και ο ίδιος ο σκηνοθέτης έχει δηλώσει πως ένας απο τους στόχους του ήταν να παρωδήσει, κατά κάποιο τρόπο, την εποχή και τον τρόπο ζωής του ’80.  Η επιλογή παρόλα αυτά του Bale ήταν τυχαία, μιας που ο ρόλος είχε αρχικά προταθεί στον Leonardo di Caprio, ο οποίος αρνήθηκε και έτσι στον πρωταγωνιστικό ρόλο βρέθηκε αργότερα ο Bale.  Kαι εαν ρωτάτε εμένα, ευτυχώς!.
Κορυφαία ερμηνεία, σκηνές που έχουν γράψει κινηματογραφική ιστορία, ατάκες πικρού, μαύρου χιουμορ και ενα story που ακολουθεί ουσιαστικά την κάθοδο ενος ανθρώπου, στις πιο σκοτεινές και βρώμικες σκέψεις και πράξεις, της ίδιας του της ύπαρξης.
Μια απο της καλύτερες psycho και απολαυστικές εμηνείες ever!!.

Thank you Christian!! 😉


Battle Royale: Εσυ μέχρι που θα έφτανες για να μείνεις ζωντανός;

Νωρίς νωρίς σήμερα η ταινιούλα μας, διοτί έχω και έξοδο παρακαλώ (για οποιοδήποτε ορθογραφικό,δείξτε επιείκια, γιατί έχω βάψει τα νύχια μου και δε μπορώ να πατάω τα πλήκτρα πολυ άνετα 😛 ).
Oooookkkk λοιπόν japanese το εργάκι που θα προτίνω σήμερα και όταν λέμε japanese, εννοούμε σε ολα του, γιατί όποιος παρακολουθεί γενικά τέτοιες ασιατικές ταινίες- ιαπωνέζικες, κορεάτικες κλπ- ξέρει οτι συνήθως δεν είναι και πολυ φυσιολογικές, ούτε και πάνε με το ‘ρεύμα’ των υπόλοιπων, εμπορικών.  Επιλέγουν βασικά να ξεχωρίσουν και νομίζω οτι το πετυχαίνουν (είτε με την καλή, είτε με την κακή έννοια).  Προσωπική μου άποψη είναι και δε θα σταματήσω νομίζω να τη λέω, είναι οτι επειδή σαν λαοί είναι ολοι λίγο-πολυ καταπιεσμένοι, επιλέγουν τον κινηματογράφο προκειμένου να βγάλουν όποια ανωμαλία (ναι ανωμαλία!) έχουν στο μυαλό.  Εμμμ και έχουν αρκετές, trust me.  Βέβαια μπορεί να κάνουμε λόγο και για μια κατα κάποιο τρόπο, δημιουργική ανωμαλία  Όπως και να έχει είναι σίγουρο, οτι ξέρουν πως να γυρνούν ιδιαίτερες, περίεργες και μοναδικές ταινίες.  Και βέβαια το Battle Royale, γιατί να αποτελεί εξαίρεση;

Το story είναι φοβερά απλό, αλλά αυτη ακριβώς η απλότητα του κάνει και την ταινία τόσο παρανοϊκή και πιθανή ακόμα και στις μέρες μας.
Η ιαπωνική κυβέρνηση αποφασίζει να στείλει μια τάξη μαθητών σε ενα απομονωμένο νησί.  Στη συνέχεια και αφού τα παιδιά φτάσουν εκεί, μοιράζεται στον καθένα τους απο μια τσάντα και έπειτα τους δίνεται η εντολή να σκορπιστούν στο νησί.  Ο λόγος είναι απλός: τα παιδιά πρέπει να αλληλοσκοτωθόυν μέσα σε τρείς μέρες, προκειμένου να υπάρξει στο τέλος μονο ενας που θα παραμείνει ζωντανός και θα στεφθεί νικητής.  Βοηθός στην αποστολή τους αυτή θα είναι μόνο η τσάντα που τους δόθηκε κατά τυχαία σειρά, η οποία περιλαμβάνει για τους πιο τυχερούς, όπλα, μαχαίρια, ακόμα και τόξο με βέλη, ενω για τους πιο άτυχους καπάκια κατσαρόλας, κουτάλια και γυαλία ηλίου(!).
Ουσιαστικά ο λόγος για τον οποίο πραγαμτοποιείται αυτή η αιματοχυσίας, δεν υπάρχει.  Και μάλλον αυτό είναι που κάνει και την όλη κατάσταση τόσο εξωφρενικά τρομακτική και τρελή.  Οι μαθητές ρίχνονται ουσιαστικά σε μια αρένα για να αλληλοσφαχθούν, ενώ μάλιστα εαν δεν καταφέρουν να το κάνουν εντός τριών ημερών, θα πεθάνουν όλοι έτσι κι αλλιώς.  Κατά τη διάρκεια της μάχης αυτής, βλέπουμε και τις διαφορετικές αντιδράσεις και προσωπικότητες των παιδιών.  Άλλοι επιλέγουν να παίξουν το παιχνίδι σε μια προσπάθεια να μείνουν οι ίδιοι ζωντανοί, άλλοι να προσπαθήσουν να επιζήσουν για να προστατέψουν αδέλφια, φίλους ή και τα άτομα με τα οποία είναι ερωτευμένοι.  Υπάρχουν όμως και εκείνοι που δοκιμάζουν τα πιο άγρια ένστικτά τους και φαίνεται να απολαμβάνουν τελικά τη τεράστια σφαγή που λαμβάνει χώρα στο νησί.  Απ’ ολα έχει ο μπαξές!.
Σίγουρα έιναι σοκαριστικό το ολο σκηνικό και μονο σαν ιδέα, ποσο μάλλον να το βλέπεις να συμβαίνει κιόλας μπροστά στα μάτια σου.  Ίσως βαθύτερα να θέλει απλά να υποδείξει, το πως μπορεί ο άνθρωπος κάτω απο εξαιρετικές συνθήκες να μετατραπεί σε ζώο, που δεν ενδιαφέρεται για κανέναν άλλο πέρα απο τον εαυτό του.  Ίσως πάλι να θέλει να δείξει και την τεράστιο ποικιλία που τελικά διαρκίνει τα ‘είδη’ των ανθρώπων και πως γίνεται ακόμα και σε τέτοιες καταστάσεις κάποιοι να διατηρούν την αθρώπινη υπόσταστή τους και να προσπαθούν να σώσουν τους άλλους, παρά τους ίδιους.  Ίσως….
Όπως και να’ χει το Battle Royale είναι μια ταινία αγωνίας, δράσης και διαστροφής (αγαπάμε Ιάπωνες :P) που δύσκολα θα αφήσει κάποιον ανεπιρέαστο.  Για εσάς πάντως που θα μείνετε ανεπιρέαστοι σκεφτείτε το εξής; να περνούσατε και εσείς ακριβώς τα ίδια, αλλά με αντίπαλο τα αδέλφια σας, τους κολλητούς σας και το κορίτσι/αγόρι σας…. …. ….
Ναι, το ήξερα οτι θα λυγίζατε στο τέλος! 😉

Τα λέμε πάλι αύριοοο!  Τσιουυυ….